ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ 3/2004 ΦΕΚ 1/Α/9.1.2004
Τροποποίηση διατάξεων του Π.Δ.
22/1996 «Πειθαρχικό Δίκαιο Αστυνομικού Προσωπικού» (Α'- 15).
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 3 του Ν.
2334/1995 «Υπηρεσία Εναέριων Μέσων της Ελληνικής Αστυνομίας και άλλες
διατάξεις» (Α'- 184).
2. Τις διατάξεις του άρθρου 29Ατου Ν. 1558/1 985
«Κυβέρνηση και Κυβερνητικά Όργανα» (Α'- 137), το οποίο προστέθηκε με το άρθρο
27 του Ν. 2081/1992 (Α'- 154) και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 2 του Ν.
2469/1997 (Α'- 38).
3. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις του παρόντος
διατάγματος δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού.
4. Την 476/2003 γνωμοδότηση του Συμβουλίου της
Επικρατείας, ύστερα από πρόταση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης, αποφασίζουμε:
’ρθρο 1 .
Στην παράγραφο 4 του άρθρου 1 του Π.Δ.
22/1996προ-στίθενται εδάφια ως εξής:
«Όταν ο κατώτερος λαμβάνει διαταγή, την οποία
θεωρεί παράνομη, οφείλει, πριν την εκτελέσει, να αναφέρει εγγράφως την αντίθετη
γνώμη του και να εκτελέσει τη διαταγή χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Σε περιπτώσεις
κατεπείγουσας ανάγκης η αναφορά υποβάλλεται αμέσως προφορικά και έκτων υστέρων
εγγράφως. Η διαταγή δεν προσκτάται νομιμότητα εκ του ότι ο κατώτερος οφείλει να
υπακούσει σε αυτήν».
’ρθρο 2.
Η περίπτωση β' της παραγράφου 2 του άρθρου 4 του
Π.Δ.22/1996 αντικαθίσταται ως εξής:
«β. Αν εμπίπτουν στις διατάξεις των εδαφίων ζ' και
ι' της παραγράφου 1 του άρθρου 9 και τελέστηκαν από αυτόν, όταν ήταν ιδιώτης».
’ρθρο 3.
Ο τίτλος και το πρώτο εδάφιο του άρθρου 8 του
Π.Δ.22/1996 αντικαθίστανται ως εξής:
«’ρθρο 8
Επιμέτρηση της ποινής.
Κατά την εκδίκαση του πειθαρχικού παραπτώματος το
ύψος της ποινής που πρέπει να επιβληθεί προσδιορίζεται:».
’ρθρο 4.
Οι περιπτώσεις ζ, θ', ι', και ιβ'
της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του Π.Δ.22/1996 αντικαθίστανται ως εξής:
«ζ. Η διάπραξη ή απόπειρα διάπραξης εγκλημάτων σε
βαθμό κακουργήματος, η διάπραξη εγκλημάτων κλοπής (άρθρο 372 Π.Κ.), υπεξαίρεσης κοινής και στην υπηρεσία (άρθρα 375, 258
Π.Κ.), απάτης (άρθρο 386 Π.Κ.),
απάτης σχετικής με τις ασφάλειες (άρθρο 388 Π.Κ.),
εκβίασης (άρθρο 385 Π.Κ.), εγκληματικής οργάνωσης
(άρθρο 187 Π.Κ.), πλαστογραφίας (άρθρο 216 Π.Κ.), πλαστογραφίας πιστοποιητικών (άρθρο 217 Π.Κ.), πλαστογραφίας και κατάχρησης ενσήμων (άρθρο 218 Π.Κ.), δωροδοκίας (άρθρα 235 -236 Π.Κ.),
τοκογλυφίας (άρθρο404 Π.Κ.), καταπίεσης (άρθρο 244 Π.Κ.), απιστίας περί την υπηρεσία (άρθρο 256 Π.Κ.), υπεξαγωγής εγγράφου (άρθρο 222 Π.Κ.),
ψευδούς βεβαίωσης και νόθευσης (άρθρο 242 Π.Κ.),
υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης (άρθρο 220 Π.Κ.),
εκμετάλλευσης εμπιστευμένων πραγμάτων (άρθρο 257 Π.Κ.),
παράβασης καθήκοντος (άρθρο 259 Π.Κ.), παρότρυνσης
υφισταμένων και ανοχή (άρθρο 261 Π.Κ.), παράλειψης
λύτρωσης από κίνδυνο ζωής (άρθρο 307 Π.Κ.),
ελευθέρωσης φυλακισμένου από πρόθεση (άρθρο 172 παρ. 1 Π. Κ.), παραχάραξης
(άρθρο 207 Π. Κ.), υπόθαλψης εγκληματία (άρθρο 231 Π.Κ.),
αποδοχής και διάθεσης προϊόντων εγκλήματος (άρθρο 394 Π.Κ.),
εμπόριο δούλων (άρθρο 323 Π.Κ.), εμπορίας ανθρώπων
(άρθρο 323Α), παράνομης κατακράτησης (άρθρο 325 Π.Κ.),
κατακράτησης παρά το Σύνταγμα (άρθρο 326 Π.Κ.),
παράνομης βίας (άρθρο 330 Π.Κ.), κατάχρησης εξουσίας
(άρθρο 239 Π.Κ.), εμπρησμού από πρόθεση (άρθρο 264 Π.Κ.), έκθεσης (άρθρο 306 Π.Κ.),
παραβίασης του απορρήτου των τηλεφωνημάτων και της προφορικής συνομιλίας (άρθρο
370Α Π.Κ.), αντίστασης (άρθρο 167 Π.Κ.),
ψευδούς καταμήνυσης (άρθρο229 Π.Κ.), ψευδορκίας
(άρθρο224 Π.Κ.), ψευδούς ανώμοτης
κατάθεσης (άρθρο 225 Π.Κ.), συκοφαντικής δυσφήμησης
(άρθρο 363 Π.Κ.), εγκλημάτων κατά της γενετήσιας
ελευθερίας και εγκλημάτων οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής (άρθρα
336 έως 353 Π.Κ.), ζωοκλοπής και ζωοκτονίας,
ναρκωτικών, αλλοδαπών, αρχαιοτήτων και λαθρεμπορίας καθώς και παραβάσεων της
νομοθεσίας περί όπλων και εκρηκτικών κατά των οποίων απειλείται στερητική της ελευθερίας
ποινή τουλάχιστον ενός έτους και η διάπραξη από πρόθεση κάθε εγκλήματος που
στρέφεται κατ' ανωτέρου και σχετίζεται με την εκτέλεση της υπηρεσίας».
«θ. Η χρήση ναρκωτικών ουσιών ή η ροπή στη χρήση
οινοπνευματωδών ποτών».
«ι. Οι πράξεις που μαρτυρούν διαφθορά χαρακτήρα».
«ιβ. Η διάπραξη
πειθαρχικών παραπτωμάτων, για τα οποία προβλέπεται η επιβολή αργίας με απόλυση,
εφόσον ο υπαίτιος έχει τιμωρηθεί τελεσίδικα κατά την τελευταία πενταετία ή με
την ποινή αυτή ή με δύο ποινές αργίας με πρόσκαιρη παύση».
’ρθρο 5.
Η περίπτωση θ' της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του
Π.Δ. 22/1996 αντικαθίσταται ως εξής:
«θ. Η βαρεία παράβαση του υπηρεσιακού καθήκοντος
από πρόθεση, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου
9 παρ. 1 εδάφιο ζ».
’ρθρο 6.
Οι περιπτώσεις β', δ' και ε' της παραγράφου 1 του
άρθρου 11 του Π.Δ. 22/1996 αντικαθίστανται ως εξής:
«β. Η συγκάλυψη σοβαρών παραπτωμάτων κατωτέρων ή
νεοτέρων του στο βαθμό».
«δ. Η παρότρυνση σε απείθεια κατά των νόμων, των
κανονισμών ή των διαταγών της Υπηρεσίας».
«ε. Κάθε πράξη ή παράλειψη, που αντιβαίνει στο
υπηρεσιακό καθήκον ή συνιστά σοβαρή παραμέληση αυτού ή ασυμβίβαστη προς την
ιδιότητα του αστυνομικού διαγωγή».
’ρθρο 7.
Οι παράγραφοι 3, 6, 7, 18 και 20 του άρθρου 12 του
Π.Δ.22/1996 αντικαθίστανται ως εξής :
«3. Η αναξιοπρεπής εμφάνιση και παράσταση στα
πλαίσια υπηρεσιακής δραστηριότητας και το αντικανονικό της στολής».
«6. Η πλημμελής ή η μη έγκαιρη εκτέλεση της
υπηρεσίας, καθώς και η παράλειψη ή η παρέλκυση εκτέλεσης αυτής».
«7. Η μέθη εκτός υπηρεσίας, εφόσον προκαλούνται
δυσμενή σχόλια σε βάρος του ιδίου ή της Υπηρεσίας, και η χρήση οινοπνευματωδών
ποτών κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας».
«18. Η από πρόθεση ψευδής αναφορά, κατάθεση ή
δήλωση, καθώς και οι κακόβουλοι υπαινιγμοί ή γνώμες ενώπιον οποιασδήποτε
Υπηρεσίας ή τρίτου, κατά οποιουδήποτε μέλους του Σώματος, εφόσον δεν τιμωρείται
βαρύτερα από άλλη διάταξη».
«20. Η αναρμόδια παρέμβαση υπέρ ή κατά τρίτου
προσώπου που σχετίζεται με την εκτέλεση υπηρεσιακών καθηκόντων».
’ρθρο 8.
Οι παράγραφοι 1, 2, 7 και 9 του άρθρου 14 του Π.Δ.
22/ 1996 αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Σε διαθεσιμότητα δύναται να τίθενται οι
αστυνομικοί, όταν ασκείται σε βάρος τους ποινική δίωξη για ποινικό αδίκημα για
το οποίο απειλείται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον (3) μηνών ή διατάσσεται σε
βάρος τους Ε.Δ.Ε. για πειθαρχικό παράπτωμα, για το
οποίο απειλείται απόταξη ή αργία με απόλυση.
Η διάρκεια της διαθεσιμότητας δε δύναται να
υπερβαίνει το ένα έτος. Αν όμως πρόκειται για ποινικό αδίκημα προβλεπόμενο από
τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του Ν. 2713/1999, για το οποίο
απειλείται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών, η ανωτέρω κατάσταση δεν
δύναται να υπερβαίνει τους δεκαοκτώ (18) μήνες. Σε κάθε περίπτωση η
διαθεσιμότητα δύναται να παύσει και πριν τη συμπλήρωση των παραπάνω χρονικών
ορίων με πράξη του οργάνου που την αποφάσισε».
«2. Σε διαθεσιμότητα τίθενται υποχρεωτικώς οι
αστυνομικοί για όλο το χρονικό διάστημα που εκτίουν στερητική της ελευθερίας
ποινή ή τελούν σε προσωρινή κράτηση, και για ένα το πολύ έτος εκείνοι των
οποίων αντικαθίσταται η προσωρινή τους κράτηση με περιοριστικούς όρους.
Η διάρκεια της υποχρεωτικής διαθεσιμότητας δεν
υπολογίζεται στη διάρκεια της διαθεσιμότητας της παραγράφου 1».
«7. Οι αστυνομικοί τίθενται στην κατάσταση της
διαθεσιμότητας με απόφαση:
α. Του Υπουργού Δημόσιας Τάξης, αν πρόκειται για
Αντιστράτηγους.
β. Του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, αν
πρόκειται για Υποστρατήγους και Ταξιάρχους.
γ. Του Υπαρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας αν
πρόκειται για τους λοιπούς Αξιωματικούς.
δ. Του Προϊσταμένου του Επιτελείου του Αρχηγείου
της Ελληνικής Αστυνομίας, αν πρόκειται για κατώτερους αστυνομικούς».
«9. Οι τελούντες στην κατάσταση της διαθεσιμότητας
δεν δύνανται να φέρουν τη στολή τους, ούτε να απομακρύνονται από την έδρα της
Υπηρεσίας τους, χωρίς έγκριση των αρμοδίων, κατά περίπτωση, οργάνων που
προβλέπονται από την παράγραφο 7 και υπόκεινται στις διατάξεις περί πειθαρχίας,
στις οποίες υπόκεινται και οι εν ενεργεία αστυνομικοί, υποχρεούνται δε να
παραδίδουν τον ατομικό τους οπλισμό και το υπηρεσιακό δελτίο ταυτότητας, εφοδιαζόμενοι με σχετική βεβαίωση της Υπηρεσίας, η οποία
φέρει φωτογραφία με πολιτική περιβολή και τα στοιχεία ταυτότητας τους».
’ρθρο 9.
Οι παράγραφοι 1 και 5 του άρθρου 19 του Π.Δ.
22/1996 αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Οι τιθέμενοι στην κατάσταση της αργίας με
απόλυση:
α. Δεν εκτελούν υπηρεσία από την επομένη της
κοινοποιήσεως σ' αυτούς της σχετικής απόφασης, υποχρεούνται όμως να
εμφανίζονται προς εξέταση ενώπιον των αρμοδίων δικαστικών και ανακριτικών
αρχών, εφόσον κλητεύονται νομίμως προς τούτο.
β. Δε δύνανται να φέρουν τη στολή τους και
υπόκεινται σε όλες τις περί πειθαρχίας διατάξεις, στις οποίες υπόκεινται και οι
εν ενεργεία αστυνομικοί, υποχρεούνται δε να παραδίδουν τον ατομικό τους οπλισμό
και το υπηρεσιακό δελτίο ταυτότητας, εφοδιαζόμενοι με
σχετική βεβαίωση της Υπηρεσίας, η οποία φέρει φωτογραφία με πολιτική περιβολή
και τα στοιχεία ταυτότητας τους».
«5. Η ποινή της αργίας με απόλυση εκτίεται στον τόπο διαμονής του τιμωρημένου ή κατόπιν
αιτήσεως αυτού σε άλλο τόπο που ορίζεται από:
α. Τον Αρχηγό του Σώματος, αν αφορά ανώτατο
αξιωματικό.
β. Τον Προϊστάμενο του Κλάδου Διοικητικού του
Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, αν αφορά το αστυνομικό προσωπικό των
Διευθύνσεων του Αρχηγείου, των αυτοτελών κεντρικών Υπηρεσιών, της Δ.Ε.Φ.Φ.Σ.Κ. και των Υπηρεσιών των ασφαλιστικών φορέων του
αστυνομικού προσωπικού.
γ. Τους Γενικούς Αστυνομικούς Διευθυντές και το
Διευθυντή της Αστυνομικής Ακαδημίας, αν αφορά αστυνομικούς που υπάγονται
διοικητικά σε αυτούς».
’ρθρο 10.
Η παράγραφος 3 του άρθρου 22του Π.Δ. 22/1996
αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Ο αρμόδιος για την άσκηση της πειθαρχικής
δίωξης δύναται να διατάσσει ή να ενεργεί προκαταρκτική έρευνα για τη συλλογή
και καταγραφή στοιχείων προκειμένου να διαπιστωθεί η τέλεση πειθαρχικού
παραπτώματος. Στα πλαίσια αυτής δύναται να ζητεί την παροχή εξηγήσεων,
προφορικά ή έγγραφα, απ' αυτόν που φέρεται ότι υπέπεσε σε πειθαρχικό
παράπτωμα».
’ρθρο 11.
Η παράγραφος 1 του άρθρου 23 του Π.Δ. 22/1996, όπως
αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του Π.Δ. 31/ 2001, αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Αρμόδιοι για την άσκηση πειθαρχικής δίωξης,
στην περίπτωση της παρ. 2 εδάφ. β' του προηγούμενου
άρθρου είναι ο Υπουργός και ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης,
ο Αρχηγός και ο Υπαρχηγός της Ελληνικής Αστυνομίας, ο Γενικός Επιθεωρητής
Αστυνομίας, ο Προϊστάμενος του Επιτελείου του Αρχηγείου και οι Προϊστάμενοι των
Κλάδων για όλο το Αστυνομικό προσωπικό, ο Διευθυντής της Αστυνομικής Ακαδημίας,
οι Γενικοί Αστυνομικοί Διευθυντές, οι Διευθυντές των Αστυνομικών Διευθύνσεων
και οι Διευθυντές Υπηρεσιών επιπέδου Διευθύνσεως για το προσωπικό των Υπηρεσιών
τους.
Κατ' εξαίρεση, οι Διευθυντές των Αστυνομικών
Διευθύνσεων και οι Διευθυντές Υπηρεσιών επιπέδου Διεύθυνσης δεν έχουν
αρμοδιότητα για την άσκηση πειθαρχικής δίωξης για παραπτώματα που προβλέπονται
από το άρθρο 9 παρ. 1 εδάφιο γ'».
’ρθρο 12.
Η παράγραφος 4 του άρθρου 24 του Π.Δ. 22/1996, όπως
προστέθηκε με το άρθρο 3 του Π.Δ. 31/2001, αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Όποιος υποβάλλει καταγγελία εναντίον
αστυνομικού, που δικαιολογεί σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις ενέργεια
προκαταρκτικής έρευνας ή προφορικής ή ένορκης διοικητικής εξέτασης, δικαιούται
ύστερα από αίτημα του να πληροφορείται για το αποτέλεσμα αυτών».
’ρθρο 13.
1. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 25 του Π.Δ.
22/1996 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Ο εγκαλούμενος έχει δικαίωμα να λάβει γνώση των
παραπάνω στοιχείων, αλλά και αντίγραφα υφισταμένων εγγράφων».
2. Η περίπτωση στ' της παραγράφου 2 του ιδίου
άρθρου αντικαθίσταται ως εξής:
«στ. Την προθεσμία προς υποβολή έγγραφης απολογίας,
η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των πέντε (5) πλήρων ημερών από την
επίδοση της κλήσης».
3. Στην παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου προστίθεται
περίπτωση η' ως εξής:
«η. Το δικαίωμα του εγκαλουμένου να λάβει γνώση των
στοιχείων αλλά και αντίγραφα των υφισταμένων εγγράφων».
’ρθρο 14.
1. Η παράγραφος 5 του άρθρου 26 του Π.Δ. 22/1996
αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Οι διατάξεις του άρθρου 27 παρ. 2, 4, 5 και 9
έχουν και στην προκειμένη περίπτωση ανάλογη εφαρμογή».
2. Η περίπτωση α' της παραγράφου 6 του ιδίου άρθρου
αντικαθίσταται ως εξής:
«α. Για την εξακρίβωση των συνθηκών ελαφρών
τραυματισμών αστυνομικού και της σχέσης αυτών προς την Υπηρεσία».
’ρθρο 15.
1. Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 27 του
Π.Δ. 22/1996, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του Π.Δ.
31/2001, προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Αν όμως πρόκειται για την περίπτωση του δεύτερου
εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 23του παρόντος, η Ε.Δ.Ε.
ανατίθεται σε αξιωματικό διαφορετικής Διεύθυνσης ή εξομοιούμενης μ' αυτήν
Υπηρεσίας από εκείνη στην οποία υπάγονται διοικητικά οι διωκόμενοι
αστυνομικοί».
2. Η περίπτωση α' της παραγράφου 6 του ιδίου άρθρου
αντικαθίσταται ως εξής:
«α. Να λαμβάνει γνώση των εγγράφων της δικογραφίας.
Προς απόδειξη άσκησης του δικαιώματος αυτού, ο εγκαλούμενος μονογράφει σχετική
ένδειξη επί του σώματος κάθε εγγράφου, γίνεται δε σχετική μνεία στην έκθεση
εξέτασης κατηγορουμένου. Με γραπτή αίτηση του εγκαλουμένου και με δαπάνη του
χορηγούνται σ' αυτόν αντίγραφα των εγγράφων της δικογραφίας, πλην εκείνων τα
οποία από ειδικές διατάξεις χαρακτηρίζονται ως απόρρητα. Σε περίπτωση
περισσότερων του ενός κατηγορουμένων στην ίδια υπόθεση, ο καθένας δε δικαιούται
να λάβει γνώση της απολογίας των λοιπών συγκατηγορουμένων».
3. Οι παράγραφοι 7, 9 και 10 του ιδίου άρθρου
αντικαθίσταται ως εξής:
«7. Η κλήση σε απολογία, είναι γραπτή και
περιλαμβάνει τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 25 παρ. 2 περιπτώσεις α',
β', γ', δ', ε' και ζ' του παρόντος, τη διαταγή δυνάμει της οποίας ενεργείται η Ε.Δ.Ε. και μνεία των προαναφερόμενων δικαιωμάτων του
εγκαλουμένου, επιδίδεται δε σ' αυτόν πέντε (5) τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν
την απολογία του».
«9. Σε περίπτωση που διαταχθεί συμπλήρωση της
ενεργηθείσης Ε.Δ.Ε. και προκύψουν νέα στοιχεία, αν
μεν αυτά επιβαρύνουν το κατηγορητήριο, ο εγκαλούμενος καλείται εκ νέου σε
απολογία για όλα τα διαπραχθέντα παραπτώματα, δυνάμενος ν' ασκήσει εκ νέου όλα
τα προαναφερόμενα δικαιώματα του, διαφορετικά καλείται να λάβει γνώση, αλλά και
αντίγραφα, αν επιθυμεί, όλων των μεταγενέστερων της απολογίας του εγγράφων,
συμπεριλαμβανομένου και του αρχικώς συνταχθέντος Πορίσματος, χωρίς να καλείται
στην περίπτωση αυτή εκ νέου σε απολογία, εκτός και αν ο ίδιος υποβάλλει ρητά
τέτοιο αίτημα, οπότε εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 6 του παρόντος
άρθρου. Σε περίπτωση περισσοτέρων του ενός κατηγορουμένων από τη γνώση και τη
χορήγηση αντιγράφων εξαιρούνται οι απολογίες των συγκατηγορουμένων».
«10. Αυτός που διενεργεί την Ε.Δ.Ε.
δύναται, αν το κρίνει αναγκαίο, να καλεί κάθε κατώτερο του, που έχει
οποιαδήποτε ανάμιξη στην υπόθεση που ερευνά, να υποβάλει σ' αυτόν εφόσον
επιθυμεί σχετική έγγραφη αναφορά».
4. Στο ίδιο άρθρο προστίθεται παράγραφος 12 ως
εξής:
«12. Σε περίπτωση κατά την οποία, από την
διενέργεια της Ε.Δ.Ε. με βάση τις διατάξεις της προηγούμενης
παραγράφου, βεβαιωθεί πειθαρχικό παράπτωμα εφαρμόζονται για τον υπαίτιο οι
διατάξεις της παραγράφου 6».
’ρθρο 16.
Το άρθρο 28 του Π.Δ.22/1996 αντικαθίσταται ως εξής:
«’ρθρο 28.
Κωλύματα προς ενέργεια διοικητικών εξετάσεων.
1. Δε δύναται να ενεργήσει Προκαταρκτική Έρευνα, Π.Δ.Ε. ή Ε.Δ.Ε.:
α. Όποιος είναι συγγενής εξ αίματος του
εγκαλουμένου ή του εγκαλούντος κατ' ευθεία μεν γραμμή απεριόριστα, εκ πλαγίου
δε μέχρι τετάρτου βαθμού και εξ αγχιστείας μέχρι δευτέρου ή σύζυγος αυτών. Τα
κωλύματα της εξ αγχιστείας συγγένειας και της συζυγικής σχέσεως υφίστανται και
μετά τη λύση του γάμου.
β. Όποιος κατά το χρόνο έναρξης της διοικητικής
εξέτασης, έχει ιδιαίτερη φιλία ή έχθρα με τον εγκαλούμενο ή τον εγκαλούντα ή
γενικά συντρέχουν στο πρόσωπο του γεγονότα ικανά να δικαιολογήσουν εύλογη
δυσπιστία για την αμερόληπτη κρίση του.
γ. Όποιος κατήγγειλε την πράξη, για την οποία
διατάσσεται η ενέργεια της διοικητικής εξέτασης, εφόσον ο καταγγέλλων
είχε αυτοπρόσωπη αντίληψη της καταγγελλόμενης πράξης.
δ. Εκείνος κατά του οποίου υπάρχουν ενδείξεις ότι
φέρει ευθύνη για την πράξη που αποτελεί αντικείμενο της διοικητικής ερεύνης.
ε. Όποιος έχει συμφέρον από την έκβαση της
υπόθεσης.
στ. Όποιος έχει εξετασθεί ως μάρτυρας ή έχει
γνωμοδοτήσει ως πραγματογνώμων στην ίδια υπόθεση.
2. Ο αξιωματικός, στον οποίο ανατίθεται η ενέργεια
της διοικητικής εξέτασης, σε περίπτωση συνδρομής κωλύματος της προηγούμενης
παραγράφου, υποχρεούται να αναφέρει αμέσως μετά τη λήψη της διαταγής την ύπαρξη
του κωλύματος αυτού σ' αυτόν που τον όρισε με αναφορά του, στην οποία εκθέτει
λεπτομερώς τους λόγους εξαιρέσεως από την ενέργεια της εξέτασης επισυνάπτοντας
και τα απαραίτητα στοιχεία για την απόδειξη των λόγων αυτών. Την ίδια υποχρέωση
έχει ο ενεργών τη διοικητική εξέταση και όταν ο λόγος εξαίρεσης ανακύψει κατά
την πορεία αυτής.
3. Η από πρόθεση αποσιώπηση λόγου εξαίρεσης, καθώς
και η αναληθής επίκληση τέτοιου λόγου, με σκοπό την απαλλαγή από το έργο της
ανάκρισης, συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα, τιμωρούμενου σύμφωνα με τις διατάξεις
του παρόντος, με την επιφύλαξη εφαρμογής και των διατάξεων του άρθρου 254 του Π.Κ.
4. Αν η πειθαρχική δίωξη με ενέργεια Ε.Δ.Ε. ή Π.Δ.Ε. έχει ασκηθεί ρητά
σε βάρος συγκεκριμένου αστυνομικού, η σχετική διαταγή για τη διενέργεια της
κοινοποιείται στον εγκαλούμενο, ο οποίος, μέσα σε τρεις μέρες από την
κοινοποίηση, δικαιούται να ζητήσει εφάπαξ, με έγγραφη αναφορά του, την εξαίρεση
του αξιωματικού, στον οποίο ανατέθηκε η ανάκριση, για κάποιον από τους
αναφερομένους στην παρ. 1 του παρόντος άρθρου λόγους, επισυνάπτοντας και τα
απαραίτητα στοιχεία για την απόδειξη των προβαλλόμενων ισχυρισμών του. Αν ο
λόγος εξαίρεσης ανακύψει κατά την πορεία της εξέτασης, το δικαίωμα αυτό μπορεί
να ασκηθεί μέχρι και την προσέλευση του προς απολογία. Η από πρόθεση επίκληση
αναληθών λόγων εξαίρεσης συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα που τιμωρείται κατά τις
διατάξεις του παρόντος.
5. Αν κατά την πορεία της διοικητικής εξέτασης
προκύψουν ευθύνες σε βάρος αστυνομικού, κατά του οποίου δεν είχε ασκηθεί αρχικά
η πειθαρχική δίωξη, κοινοποιείται σ αυτόν, κατά περίπτωση, η διαταγή
διενέργειας της Ε.Δ.Ε. ή της Π.Δ.Ε.,
με την οποία είχε παρασχεθεί στον ενεργούντα την εξέταση η εξουσιοδότηση για
επέκταση της ανάκρισης και στην έρευνα παραπτωμάτων άλλου αστυνομικού, ή η
ειδική διαταγή επέκτασης αυτής, που εκδόθηκε από το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο
κατά τους ορισμούς των άρθρων 27 παρ. 5 και 26 παρ. 5. Κατά τα λοιπά
εφαρμόζονται οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου.
6. Οι διατάξεις των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος
άρθρου εφαρμόζονται ανάλογα και στις περιπτώσεις διενέργειας Προκαταρκτικής
Έρευνας, Π.Δ.Ε. ή Ε.Δ.Ε.
κατά τα άρθρα 22 παρ. 3,26 παρ. 6 και 27 παρ. 11. Ο αρμόδιος προς άσκηση
πειθαρχικής δίωξης που ενεργεί αυτεπαγγέλτως Προκαταρκτική Έρευνα κατ' εφαρμογή
των διατάξεων του άρθρου 22 παρ. 3 υποχρεούται να γνωστοποιήσει στον
εγκαλούμενο την έναρξη ή την επέκταση αυτής καθώς και το αντικείμενο της.
7. Αν η Ε.Δ.Ε., η Π.Δ.Ε. ή η Προκαταρκτική Έρευνα στρέφεται σε βάρος δύο ή
περισσότερων αστυνομικών, το τυχόν κώλυμα, που συντρέχει στο πρόσωπο του
ενεργούντος τη διοικητική εξέταση σε σχέση με τον ένα εγκαλούμενο, λογίζεται ως
κώλυμα και ως προς τους λοιπούς συγκατηγορουμένους.
8. Επί των αιτημάτων εξαίρεσης αποφαίνονται
οριστικά και τελεσίδικα:
α. Προκειμένου περί Προκαταρκτικών Ερευνών, ο
Διευθυντής της οικείας Διεύθυνσης στην οποία υπάγεται διοικητικά ο ενεργών τη
διοικητική εξέταση αξιωματικός.
β. Προκειμένου περί Π.Δ.Ε.
και Ε.Δ.Ε. που ενεργούνται κατ' εφαρμογή του άρθρου
27 παρ. 1 εδαφ. β' και γ' και 11, οι αρμόδιοι να
αποφασίσουν γι' αυτές.
γ. Προκειμένου περί Ε.Δ.Ε.
που ενεργούνται κατ' εφαρμογή του άρθρου 27 παρ. 1 εδαφ.
α':
1) Ο Αρχηγός του Σώματος αν ο διωκόμενος είναι
Αστυνομικός Διευθυντής ή ανώτατος αξιωματικός.
2) Ο Προϊστάμενος του Επιτελείου του Αρχηγείου της
Ελληνικής Αστυνομίας, οι Γενικοί Αστυνομικοί Διευθυντές και ο Διευθυντής της
Αστυνομικής Ακαδημίας για τους λοιπούς διωκόμενους αστυνομικούς, πλην των
υπηρετούντων στην Ε.Υ.Π. και στην Υπηρεσία Π.Σ.Ε.Α/Υ.Δ.Τ στις περιπτώσεις που είναι αρμόδιοι να
αποφασίσουν κατά τους ορισμούς του άρθρου 31 παρ. 1 εδαφ.
β'.
9. Η υποβολή αιτημάτων εξαίρεσης αναστέλλει την
ενέργεια ανακριτικών πράξεων μέχρι την έκδοση της απόφασης επί του αιτήματος
εξαίρεσης. Αν το αίτημα εξαίρεσης απορριφθεί, διατάσσεται η συνέχιση της
διοικητικής εξέτασης από τον ίδιο αξιωματικό. Αν οι λόγοι εξαίρεσης κριθούν
βάσιμοι, ορίζεται άλλος αξιωματικός για την ενέργεια της εξέτασης, οι
ανακριτικές πράξεις όμως που διενεργήθηκαν παραμένουν έγκυρες».
’ρθρο 17.
Το άρθρο 31 του Π.Δ.22/1996, όπως τροποποιήθηκε με
τις παραγράφους 1 και2του άρθρου 5 του Π.Δ. 31/2001, αντικαθίσταται ως εξής:
«’ρθρο 31.
Αρμόδιοι να αποφασίσουν επί των διοικητικών
εξετάσεων.
1. Αρμόδιοι να αποφασίσουν, σύμφωνα με τις
διατάξεις των άρθρων 37 και 38, επί των διοικητικών εξετάσεων, είναι:
α. Προκειμένου περί Π.Δ.Ε.
αυτοί που διέταξαν τη διενέργεια τους.
β. Προκειμένου περί Ε.Δ.Ε.,
που ενεργούνται κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 27 παρ. 1 εδάφ. α' του παρόντος:
1) Ο Υπουργός Δημόσιας Τάξης, αν αφορούν
Αντιστράτηγους ή Υποστρατήγους ή ενεργήθηκαν από το Γενικό Γραμματέα του
Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και τον Αρχηγό της Ελληνικής Αστυνομίας.
2) Ο Αρχηγός της Ελληνικής Αστυνομίας, αν αφορούν
Ταξιάρχους ή Αστυνομικούς Διευθυντές ή ενεργήθηκαν από τους Αντιστράτηγους και
τους Προϊσταμένους των Κλάδων του Αρχηγείου.
3) Ο Προϊστάμενος του Επιτελείου του Αρχηγείου της
Ελληνικής Αστυνομίας:
α) Αν αφορούν αστυνομικούς μέχρι και το βαθμό του
Αστυνομικού Υποδιευθυντή και ενεργήθηκαν από Αξιωματικούς του Αρχηγείου, των
αυτοτελών κεντρικών Υπηρεσιών, της Δ.Ε.Φ.Φ.Σ.Κ., της Ε.Υ.Π., της Υπηρεσίας Π.Σ.Ε.Α./Υ.Δ.Τ.
και των ασφαλιστικών φορέων του αστυνομικού προσωπικού.
β) Αν ενεργήθηκαν από τους Γενικούς Αστυνομικούς
Διευθυντές ή το Διευθυντή της Αστυνομικής Ακαδημίας.
4) Οι Γενικοί Αστυνομικοί Διευθυντές και ο
Διευθυντής της Αστυνομικής Ακαδημίας, αν αφορούν αστυνομικούς μέχρι και το
βαθμό του Αστυνομικού Υποδιευθυντή και ενεργήθηκαν από Αξιωματικούς της
δικαιοδοσίας τους.
γ. Προκειμένου περί Ε.Δ.Ε.,
που ενεργούνται κατ' εφαρμογή των διατάξεων των παρ. 1 εδάφ.
β' και γ' και 11 του άρθρου 27, τα ακόλουθα κατά περίπτωση όργανα:
1) Ο Υπουργός και ο Γενικός Γραμματέας του
Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, ο Αρχηγός και ο Υπαρχηγός της Ελληνικής Αστυνομίας,
ο Γενικός Επιθεωρητής, ο Προϊστάμενος του Επιτελείου και οι Προϊστάμενοι των
Κλάδων του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, για τις Ε.Δ.Ε.
που διέταξαν οι ίδιοι.
2) Οι Διευθυντές των Γενικών Αστυνομικών
Διευθύνσεων και ο Διευθυντής της Αστυνομικής Ακαδημίας, αν η Ε.Δ.Ε. διατάχθηκε από τους ίδιους.
3) Οι Διευθυντές των Υπηρεσιών επιπέδου Διεύθυνσης,
για τις Ε.Δ.Ε. που διέταξαν οι ίδιοι.
2. Σε περίπτωση εμπλοκής αξιωματικού και λοιπών
αστυνομικών στην ίδια υπόθεση που έχει διερευνηθεί με Ε.Δ.
Ε., η αποφασιστική αρμοδιότητα επί της Ε.Δ.Ε.
ασκείται από το όργανο που είναι αρμόδιο να αποφασίσει για τον αξιωματικό και
αν εμπλέκονται περισσότεροι αξιωματικοί, εκείνο που είναι αρμόδιο για τον
ανώτερο απ' αυτούς.
3. Ο Αρχηγός της Ελληνικής Αστυνομίας δύναται σε
κάθε περίπτωση που έχει διενεργηθεί Ε.Δ.Ε., κατ'
εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 27 παρ. 1 εδάφ. α'
του παρόντος, να διατάσσει την υποβολή της δικογραφίας της Ε.Δ.Ε.
στον ίδιο, για την άσκηση αποφασιστικής αρμοδιότητας, εφόσον η υπόθεση δεν
παραπέμφθηκε στο πειθαρχικό συμβούλιο και δεν έχει παρέλθει τρίμηνο από την
τελική κρίση της υπόθεσης από τα αρμόδια κατά περίπτωση όργανα που αναφέρονται
στην παρ. 1 εδάφ. β' περίπτωση (4).
4. Οι κατά τα ανωτέρω αρμόδιοι ν' αποφασίσουν επί
των Ε.Δ.Ε. και των Π.Δ.Ε.
καθώς και οι ενδιάμεσα γνωματεύοντες επί των Πορισμάτων αυτών, δύνανται να
επιστρέφουν τη σχετική δικογραφία για συμπλήρωση, αν από τη μελέτη αυτής
κρίνουν ότι υπάρχουν τυπικές ή ουσιαστικές ελλείψεις που έχουν ανάγκη
συμπλήρωσης».
’ρθρο 18.
Το άρθρο 34 του Π.Δ. 22/1996, όπως αντικαταστάθηκε
με το άρθρο 8 του Π.Δ. 31/2001, αντικαθίσταται ως εξής:
«’ρθρο 34.
Πειθαρχικά όργανα.
1. Την πειθαρχική εξουσία στο αστυνομικό προσωπικό
ασκούν:
α. Τα αρμόδια Πειθαρχικά Συμβούλια. β. Οι αρμόδιοι
για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης, που προβλέπονται από το άρθρο 23
παράγραφοι 1 -3.
2. Τα Πειθαρχικά Συμβούλια είναι:
α. Τα Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Πειθαρχικά
Συμβούλια Ανθυπαστυνόμων, Αρχιφυλάκων και Αστυφυλάκων, που είναι αρμόδια για
την εκδίκαση σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, αντιστοίχως, των πειθαρχικών
υποθέσεων, που παραπέμπονται σ' αυτά και αφορούν αστυνομικό προσωπικό των
ανωτέρω βαθμών.
β. Τα Πειθαρχικά Συμβούλια Υπαστυνόμων, που είναι
αρμόδια για την εκδίκαση σε πρώτο βαθμό των πειθαρχικών υποθέσεων που
παραπέμπονται σ' αυτά και αφορούν αξιωματικούς που φέρουν το βαθμό Υπαστυνόμου
Β' και Υπαστυνόμου Α', καθώς και τους αστυνομικούς κατωτέρων βαθμών, οι οποίοι
εμπλέκονται στην ίδια υπόθεση ή σε υποθέσεις που ερευνήθηκαν με την ίδια Ε.Δ.Ε.
γ. Τα Πειθαρχικά Συμβούλια Αστυνόμων, που είναι
αρμόδια για την εκδίκαση σε πρώτο βαθμό των πειθαρχικών υποθέσεων που
παραπέμπονται σ' αυτά και αφορούν αξιωματικούς που φέρουν το βαθμό Αστυνόμου Β'
και Αστυνόμου Α', καθώς και τους αστυνομικούς κατωτέρων βαθμών, οι οποίοι
εμπλέκονται στην ίδια υπόθεση ή σε υποθέσεις που ερευνήθηκαν με την ίδια Ε.Δ.Ε.
Τα ίδια συμβούλια είναι αρμόδια και για την
εκδίκαση των προσφυγών κατά των αποφάσεων των Πειθαρχικών Συμβουλίων
Υπαστυνόμων.
δ. Τα Πειθαρχικά Συμβούλια Αστυνομικών
Υποδιευθυντών, που είναι αρμόδια για την εκδίκαση σε πρώτο βαθμό των
πειθαρχικών υποθέσεων που παραπέμπονται σ' αυτά και αφορούν αξιωματικούς του
ανωτέρω βαθμού, καθώς και τους αστυνομικούς κατωτέρων βαθμών, οι οποίοι
εμπλέκονται στην ίδια υπόθεση ή σε υποθέσεις που ερευνήθηκαν με την ίδια Ε.Δ.Ε.
Τα ίδια συμβούλια είναι αρμόδια και για την
εκδίκαση των προσφυγών κατά των αποφάσεων των Πειθαρχικών Συμβουλίων Αστυνόμων.
ε. Τα Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Πειθαρχικά
Συμβούλια των Αστυνομικών Διευθυντών, που είναι αρμόδια για την εκδίκαση σε
πρώτο και δεύτερο βαθμό, αντιστοίχως, των πειθαρχικών υποθέσεων, που παραπέμπονται
σ' αυτά και αφορούν αξιωματικούς του ανωτέρω βαθμού.
Τα Πρωτοβάθμια Πειθαρχικά Συμβούλια Αστυνομικών
Διευθυντών είναι αρμόδια και για την εκδίκαση των προσφυγών κατά των αποφάσεων
των Πειθαρχικών Συμβουλίων Αστυνομικών Υποδιευθυντών.
στ. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο των Ταξιάρχων
Αστυνομίας, που είναι αρμόδιο για την εκδίκαση σε πρώτο και τελευταίο βαθμό,
των πειθαρχικών υποθέσεων Αξιωματικών του βαθμού αυτού.
ζ. Το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων, που είναι αρμόδιο
για την εκδίκαση σε πρώτο και τελευταίο βαθμό των πειθαρχικών υποθέσεων των
Υποστρατήγων Αστυνομίας.
η. Το Συμβούλιο Κρίσης Αντιστράτηγων, που είναι
αρμόδιο για την εκδίκαση σε πρώτο και τελευταίο βαθμό των πειθαρχικών υποθέσεων
των Αντιστράτηγων Αστυνομίας.
3. Τα Πειθαρχικά Συμβούλια των εδαφίων α', β', γ',
δ', ε' και στ' της προηγούμενης παραγράφου έχουν ετήσια θητεία και
συγκροτούνται το μήνα Απρίλιο κάθε έτους, με απόφαση του Αρχηγού Ελληνικής
Αστυνομίας. Με την απόφαση συγκρότησης καθορίζεται η τοπική αρμοδιότητα των
Συμβουλίων και ορίζονται ονομαστικώς τα τακτικά και ισάριθμα αναπληρωματικά
μέλη τους, στα οποία περιλαμβάνεται απαραιτήτως αναπληρωτής του προέδρου του
Συμβουλίου.
Τα Πειθαρχικά Συμβούλια των εδαφίων α', β', γ' και
δ' της ως άνω παραγράφου λειτουργούν στην Αθήνα και Θεσσαλονίκη, με τη
συμμετοχή σ' αυτά, ως μελών, και αιρετών εκπροσώπων των Ομοσπονδιών των
συνδικαλιστικών ενώσεων των Αξιωματικών και των Αστυνομικών Υπαλλήλων, οι
οποίοι εκλέγονται ειδικά προς τούτο με τα λοιπά μέλη των Διοικητικών Συμβουλίων
των εν λόγω Ομοσπονδιών. Όμοια Πειθαρχικά Συμβούλια μπορούν να συγκροτούνται με
απόφαση του Αρχηγού Ελληνικής Αστυνομίας και να λειτουργούν και σε άλλες
πόλεις.
Τα Πειθαρχικά Συμβούλια των εδαφίων ε' και στ' της
παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου λειτουργούν στην Αθήνα. Με την απόφαση συγκρότησης
τους ορίζεται και γραμματέας ανώτερος αξιωματικός με τον αναπληρωτή του.
Στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον
του Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου Αστυνομικών Διευθυντών έχουν δικαίωμα
να παρίστανται και να εκφράζουν γνώμη οι Πρόεδροι των Ομοσπονδιών των
συνδικαλιστικών ενώσεων των Αξιωματικών και των Αστυνομικών Υπαλλήλων και σε
περίπτωση κωλύματος οι νόμιμοι αναπληρωτές τους. Προς τούτο καλούνται
υποχρεωτικά από τον Πρόεδρο του Πειθαρχικού Συμβουλίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα
στο άρθρο 41 παρ. 1 εδάφ. α'.
4. Το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο
Αστυνομικών Διευθυντών και τα συμβούλια των εδαφίων β', γ', δ', στ', ζ και η'
της παρ. 2 είναι αρμόδια και για την εκδίκαση σε δεύτερο βαθμό των πειθαρχικών
υποθέσεων αξιωματικών που προήχθησαν σε βαθμούς της αρμοδιότητας τους και η
υπόθεση τους εκδικάσθηκε σε πρώτο βαθμό από κατώτερο πρωτοβάθμιο συμβούλιο, του
βαθμού που κατείχαν πριν την προαγωγή.
5. Τα Πειθαρχικά Συμβούλια απαρτίζονται από
αξιωματικούς γενικών καθηκόντων, ως ακολούθως:
α. Το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο
Ανθυπαστυνόμων, Αρχιφυλάκων και Αστυφυλάκων, από έναν (1) Αστυνόμο Α', ως
Πρόεδρο, έναν (1) Αστυνόμο Β', έναν (1) Υπαστυνόμο Α' και δύο (2) Αξιωματικούς,
από το βαθμό του Υπαστυνόμου Β' μέχρι το βαθμό του Αστυνόμου Β', εκπροσώπους,
ανά ένας, των Ομοσπονδιών των συνδικαλιστικών ενώσεων των Αξιωματικών και των
Αστυνομικών Υπαλλήλων, ως μέλη.
β. Το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο
Ανθυπαστυνόμων, Αρχιφυλάκων και Αστυφυλάκων, από έναν (1) Αστυνομικό
Υποδιευθυντή, ως Πρόεδρο, δύο (2) Αστυνόμους Α' και δύο (2) Αξιωματικούς, από
το βαθμό του Υπαστυνόμου Α' μέχρι και το βαθμό του Αστυνόμου Α', εκπροσώπους,
ανά ένας, των Ομοσπονδιών των συνδικαλιστικών ενώσεων των Αξιωματικών και των
Αστυνομικών Υπαλλήλων, ως μέλη.
γ. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο Υπαστυνόμων, από έναν
(1) Αστυνομικό Υποδιευθυντή, ως Πρόεδρο, έναν (1) Αστυνόμο Α', έναν (1)
Αστυνόμο Β' και δύο (2) Αξιωματικούς, με το βαθμό του Αστυνόμου Β' ή Αστυνόμου
Α', εκπροσώπους, ανά ένας, των Ομοσπονδιών των συνδικαλιστικών ενώσεων των
Αξιωματικών και των Αστυνομικών Υπαλλήλων, ως μέλη.
δ. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο Αστυνόμων, από έναν (1)
Αστυνομικό Διευθυντή, ως Πρόεδρο και τέσσερις (4) Αστυνομικούς Υποδιευθυντές,
εκ των οποίων οι δύο εκπρόσωποι, ανά ένας, των Ομοσπονδιών των συνδικαλιστικών
ενώσεων των Αξιωματικών και των Αστυνομικών Υπαλλήλων, ως μέλη.
ε. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο Αστυνομικών
Υποδιευθυντών, από έναν (1) Ταξίαρχο Αστυνομίας, ως Πρόεδρο, και τέσσερις (4)
Αστυνομικούς Διευθυντές, έκτων οποίων οι δύο (2) εκπρόσωποι, ανά ένας, των
Ομοσπονδιών των συνδικαλιστικών ενώσεων των Αξιωματικών και των Αστυνομικών
Υπαλλήλων, ως μέλη.
στ. Το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο Αστυνομικών
Διευθυντών, από έναν (1) Υποστράτηγο Αστυνομίας, ως Πρόεδρο, και δύο (2)
Ταξίαρχους Αστυνομίας, ως μέλη.
ζ. Το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο
Αστυνομικών Διευθυντών από δύο (2) Υποστρατήγους, από τους οποίους ο
αρχαιότερος εκτελεί καθήκοντα Προέδρου και έναν (1) Ταξίαρχο Αστυνομίας.
Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου αυτού δεν πρέπει να είναι
νεότερος του Προέδρου του αντίστοιχου Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου που
εκδίκασε την ίδια υπόθεση.
η. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο Ταξιάρχων Αστυνομίας, από
έναν (1) Αντιστράτηγο Αστυνομίας, ως Πρόεδρο, και δύο (2) Υποστρατήγους
Αστυνομίας ως μέλη.
6. Τα Συμβούλια που προβλέπονται στα εδάφια ζ' και
η' της παρ. 2 του παρόντος άρθρου, συγκροτούνται σύμφωνα με τα οριζόμενα στις
διατάξεις που ισχύουν για την κρίση των αξιωματικών και λειτουργούν σύμφωνα με
τις διατάξεις του παρόντος.
7. Οι Ομοσπονδίες των συνδικαλιστικών ενώσεων των
Αξιωματικών και των Αστυνομικών Υπαλλήλων, εντός του πρώτου 15νθημέρουτου μηνός
Απριλίου εκάστου έτους, με έγγραφο τους προς τη Διεύθυνση Αστυνομικού
Προσωπικού του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, γνωστοποιούν, σύμφωνα με τις
διατάξεις των εδαφ. α', β', γ', δ και ε' της
παραγράφου 5, τα στοιχεία των αιρετών εκπροσώπων τους, τακτικών και
αναπληρωματικών.
Οι ανωτέρω εκπρόσωποι των Ενώσεων προέρχονται για
μεν τα Συμβούλια της Αθήνας από Υπηρεσίες της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης
Αττικής, για δε τα Συμβούλια της Θεσσαλονίκης, από Υπηρεσίες της τοπικής
αρμοδιότητας των οικείων Συμβουλίων.
Αν δεν γνωστοποιηθούν από τις Ομοσπονδίες, σύμφωνα
με τα προαναφερόμενα, τα στοιχεία των αξιωματικών που προορίζονται για μέλη των
Συμβουλίων, η σύνθεση αυτών συμπληρώνεται, κατά περίπτωση, από αξιωματικούς
γενικών καθηκόντων.
8. Από τα μέλη του Συμβουλίου, πλην των εκπροσώπων
των Ομοσπονδιών των συνδικαλιστικών ενώσεων, το νεότερο κατά σειρά αρχαιότητας
εκτελεί καθήκοντα εισηγητή. Σε περίπτωση νόμιμου κωλύματος τακτικού μέλους,
τούτο αναπληρώνεται από ομοιόβαθμο αναπληρωματικό μέλος με τη σειρά που
αναγράφονται στην απόφαση συγκρότησης του Συμβουλίου, με εξαίρεση τους
εκπροσώπους των παραπάνω Ομοσπονδιών, οι οποίοι αναπληρώνονται από τα
αντίστοιχα αναπληρωματικά μέλη. Τα συμβούλια των εδαφίων α', β', γ', δ' και ε'
της παραγράφου 5, ευρίσκονται σε απαρτία, όταν είναι παρόντα τα (3) τουλάχιστον
μέλη μη εκπρόσωποι των συνδικαλιστικών ενώσεων συμπεριλαμβανομένου του
Προέδρου. Σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου.
9. Δεν μπορεί να συμμετέχει στις εργασίες του
Συμβουλίου:
α. Όποιος ενήργησε την Ε.Δ.Ε.
για την υπόθεση που πρόκειται να εκδικασθεί.
β. Όποιος γνωμάτευσε για την παραπομπή του
εγκαλουμένου στο Συμβούλιο.
γ. Όποιος εμπίπτει στα κωλύματα που αναφέρονται στο
άρθρο 28 παρ. 1.
δ. Όποιος έχει τιμωρηθεί έστω και σε πρώτο βαθμό με
ανώτερη πειθαρχική ποινή.
ε. Προκειμένου περί Δευτεροβαθμίου Συμβουλίου,
όποιος συμμετείχε στη σύνθεση του Πρωτοβαθμίου Συμβουλίου.
10. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου δεν
έχουν εφαρμογή για τα πειθαρχικά συμβούλια των εδαφίων ε', στ', ζ' και η της
παραγράφου 2.
11. Για τον προσδιορισμό της καθ' ύλην αρμοδιότητας των Πειθαρχικών Συμβουλίων της παραγράφου
2, δε λαμβάνεται υπόψη ο βαθμός που αποκτά ο παραπεμπόμενος αστυνομικός, ενόψει
της αποστρατείας του».
’ρθρο 19.
Το άρθρο 35 του Π.Δ. 22/1996 αντικαθίσταται ως
εξής:
«’ρθρο 35.
Δικαιοδοσία πειθαρχικών οργάνων.
1. Τα Πειθαρχικά Συμβούλια δύνανται να επιβάλλουν
οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή, για τις πειθαρχικές υποθέσεις που παραπέμπονται
σ' αυτά. Οι ποινές της απόταξης, της αργίας με απόλυση και της αργίας με
πρόσκαιρη παύση επιβάλλονται μόνο από τα πειθαρχικά συμβούλια.
2. Οι ποινές που επιβάλλονται από τα πειθαρχικά
συμβούλια εκτελούνται:
α. Με προεδρικό διάταγμα, αν αφορούν απόταξη
αξιωματικού.
β. Με απόφαση του Υπουργού, αν αφορούν ποινές, που
επιβάλλονται σε Αντιστράτηγους.
γ. Με απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας,
αν αφορούν ποινές, που επιβάλλονται σε Υποστρατήγους.
δ. Με απόφαση του Υπαρχηγού της Ελληνικής
Αστυνομίας, αν αφορούν ποινές, που επιβάλλονται σε Ταξίαρχους και Αστυνομικούς
Διευθυντές.
ε. Με απόφαση του Προϊσταμένου του Επιτελείου του
Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, αν αφορούν ποινές, που επιβάλλονται στους
λοιπούς Αξιωματικούς.
στ. Με απόφαση του Προϊσταμένου του Κλάδου
Διοικητικού, αν αφορούν ποινές που επιβάλλονται στους κατώτερους αστυνομικούς.
3. Οι ποινές του προστίμου και της επίπληξης για
τις πειθαρχικές υποθέσεις που δεν έχουν παραπεμφθεί στα Πειθαρχικά Συμβούλια,
επιβάλλονται από τα ακόλουθα όργανα:
α. Το πρόστιμο επιβάλλεται από τον Υπουργό, το
Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και τους αρμόδιους για την
άσκηση της πειθαρχικής δίωξης αξιωματικούς, με τις εξής διακρίσεις:
1) Ο Υπουργός, ο Γενικός Γραμματέας και ο Αρχηγός
της Ελληνικής Αστυνομίας, μέχρι τρεις (3) μηνιαίους βασικούς μισθούς (Μ.Β.Μ.).
2) Οι Αντιστράτηγοι, μέχρι 21/2 ενός Μ.Β.Μ.
3) Οι Υποστράτηγοι μέχρι 2 Μ.Β.Μ.
4) Οι Ταξίαρχοι μέχρι 11/2 ενός Μ.Β.Μ.
5) Οι Αστυνομικοί Διευθυντές μέχρι 1 Μ.Β.Μ.
6) Οι Αστυνομικοί Υποδιευθυντές μέχρι 5/6 ενός Μ.Β.Μ.
7) Οι Αστυνόμοι Α' μέχρι 4/6 ενός Μ.Β.Μ.
8) Οι Αστυνόμοι Β' μέχρι 3/6 ενός Μ.Β.Μ.
9) Οι Υπαστυνόμοι Α' μέχρι 2/6 ενός Μ.Β.Μ.
10) Οι Υπαστυνόμοι Β' μέχρι 1/6 ενός Μ.Β.Μ.
β. Η ποινή της επίπληξης επιβάλλεται από τα
αναφερόμενα στο προηγούμενο εδάφιο πρόσωπα, καθώς και από τους Ανθυπαστυνόμους
και Αρχιφύλακες, που ασκούν διοίκηση.
4. Οι αξιωματικοί, που φέρουν το βαθμό του
Υπαστυνόμου Α' ή Υπαστυνόμου Β', δεν μπορούν να επιβάλλουν σε αξιωματικούς τις
αναφερόμενες στην παραγράφου 3 ποινές της δικαιοδοσίας τους, εφόσον δεν ασκούν
διοίκηση».
’ρθρο 20.
Η τελευταία περίοδος της περίπτωσης (1) του εδαφίου
β' του άρθρου 36 του Π.Δ. 22/1996 αντικαθίσταται ως εξής:
«Όταν η ποινή επιβάλλεται από τον Υπουργό, το
Γενικό Γραμματέα, τον Αρχηγό του Σώματος, τους Αντιστράτηγους και τους
Προϊσταμένους των Κλάδων του Αρχηγείου, αντί πίνακα ποινής, συντάσσεται σχετική
απόφαση επιβολής ποινής».
’ρθρο 21.
Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 38 του
Π.Δ. 22/1996 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Προκειμένου περί Ε.Δ.Ε.
που έχουν ενεργηθεί κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 27 παρ. 1 εδάφ. α' του παρόντος, οι κατά το άρθρο 31 παρ. 1 εδάφ. β' αρμόδιοι να αποφασίσουν, μέσα σε προθεσμία τριών
(3) μηνών, που αρχίζει από την ημερομηνία της εισόδου της δικογραφίας στο
αρμόδιο Τμήμα της Δ/νσης Αστυνομικού Προσωπικού του
Αρχηγείου ή της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης ή της Αστυνομικής Ακαδημίας,
εκτιμούν τα περιστατικά, που βεβαιώθηκαν από την Ε.Δ.Ε.
και αν μεν κρίνουν ότι δεν υπάρχει παράπτωμα, θέτουν τη δικογραφία στο αρχείο,
αν δε κρίνουν ότι υπάρχει παράπτωμα, που πρέπει να τιμωρηθεί με κατώτερη
πειθαρχική ποινή, επιβάλλουν με απόφαση τους την ποινή αυτή, χωρίς να
απαιτείται στην περίπτωση αυτή νέα κλήση σε απολογία. Αν κρίνουν ότι το
παράπτωμα επισύρει ανώτερη πειθαρχική ποινή, παραπέμπουν τον υπαίτιο αστυνομικό
στο αρμόδιο Πειθαρχικό Συμβούλιο».
’ρθρο 22.
1. Μετά το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου
39 του Π.Δ. 22/1996 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Οι προϊστάμενοι τυχόν ενδιάμεσων υπηρεσιακών
κλιμακίων διατυπώνουν τη γνώμη ή την πρόταση τους επί του σχετικού πίνακα
ποινής, χωρίς να επιφέρουν μεταβολή της ποινής ή του αιτιολογικού της ή του
νομικού χαρακτηρισμού του παραπτώματος».
2. Οι παράγραφοι 4 και 5 του ιδίου άρθρου
αντικαθίστανται ως εξής:
«4. Οι ποινές που επιβάλλονται σε Ανώτερους και
Ανώτατους Αξιωματικούς, υποβάλλονται για έλεγχο, μέσω των ιεραρχικά προϊσταμένων
αυτών που τις επέβαλαν, οι οποίοι διατυπώνουν τη γνώμη ή την πρόταση τους
σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, στα ακόλουθα κατά περίπτωση όργανα:
α. Στον Αρχηγό της Ελληνικής Αστυνομίας, αν
πρόκειται για ανώτατους Αξιωματικούς ή Αστυνομικούς Διευθυντές.
β. Στον Υπαρχηγό της Ελληνικής Αστυνομίας, αν
αφορούν Αστυνόμους Α' και Αστυνομικούς Υποδιευθυντές και επιβάλλονται από
Αξιωματικούς του Αρχηγείου, των αυτοτελών Κεντρικών Υπηρεσιών και των
Ασφαλιστικών φορέων του Αστυνομικού Προσωπικού ή από τους Γενικούς Αστυνομικούς
Διευθυντές ή Διευθυντές ισότιμων Υπηρεσιών.
γ. Στο Διευθυντή της οικείας Γενικής Αστυνομικής
Διεύθυνσης ή ισότιμης με αυτή Υπηρεσίας, αν αφορούν Αστυνόμους Α' και
Αστυνομικούς Υποδιευθυντές και αυτοί που επέβαλαν την ποινή υπηρετούν σε
Υπηρεσίες της δικαιοδοσίας τους».
«5. Σε περίπτωση που προϊστάμενος της Υπηρεσίας
είναι πολιτικός υπάλληλος, η αρμοδιότητα του ελέγχου ασκείται από τον
αρχαιότερο αξιωματικό της Υπηρεσίας και αν την ποινή επέβαλε ο αξιωματικός
αυτός, ο έλεγχος ασκείται από τον προϊστάμενο του αμέσως ανώτερου ιεραρχικά
υπηρεσιακού κλιμακίου, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των διατάξεων των παραγράφων
2, 3 και 4».
’ρθρο 23.
Οι περιπτώσεις β' και δ' της παραγράφου 1 του
άρθρου 40 του Π.Δ. 22/1996, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του Π.Δ.
31/2002, αντικαθίστανται ως εξής:
«β. Να ζητεί την εξαίρεση μέχρι δύο το πολύ μελών
του συμβουλίου, τακτικών και αναπληρωματικών, για τα οποία συντρέχει κώλυμα από
τα αναφερόμενα στην παράγραφο 9 του άρθρου 34».
«δ. Να ζητεί ο ίδιος και με δικές του δαπάνες τη
χορήγηση αντιγράφων των εγγράφων της δικογραφίας, συμπεριλαμβανομένου του
Πορίσματος, πλην εκείνων τα οποία από ειδικές διατάξεις χαρακτηρίζονται ως
απόρρητα. Σε περίπτωση περισσοτέρων του ενός κατηγορουμένου, από τη χορήγηση
αντιγράφων εξαιρούνται οι απολογίες των συγκατηγορουμένων».
’ρθρο 24.
1. Στην περίπτωση α' της παραγράφου 1 του άρθρου 41
του Π.Δ. 22/1996 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Αν πρόκειται για εκδίκαση πειθαρχικής υπόθεσης
ενώπιον του Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου Αστυνομικών Διευθυντών
κοινοποιεί υποχρεωτικά την πράξη παραπομπής και στους Προέδρους των Ομοσπονδιών
των συνδικαλιστικών ενώσεων των Αξιωματικών και των Αστυνομικών Υπαλλήλων και
τους καλεί να παραστούν, εφόσον επιθυμούν, οι ίδιοι ή οι νόμιμοι αναπληρωτές
τους στη συνεδρίαση του Συμβουλίου».
2. Οι περιπτώσεις β' και δ' της ίδιας παραγράφου
αντικαθίστανται ως εξής:
«β) Γνωστοποιεί στον εγκαλούμενο τα αναφερόμενα στο
προηγούμενο άρθρο δικαιώματα και καλεί αυτόν να ασκήσει, εφόσον επιθυμεί, τα
δικαιώματα, που αναφέρονται στα εδάφια β' και δ' της παραγράφου 1 του ίδιου
άρθρου, με έγγραφη αναφορά του απευθυνόμενη στον Πρόεδρο, μέσω της
γραμματείας».
«δ) Καλεί τους μάρτυρες, που κρίνει αναγκαίους προς
διαφώτιση του Συμβουλίου. Αν οι μάρτυρες διαμένουν μακριά από την έδρα του
Συμβουλίου και ο Πρόεδρος κρίνει ότι η μαρτυρία τους είναι ουσιώδης για το
σχηματισμό πληρέστερης κρίσης, ζητεί την ένορκη εξέταση αυτών από την κατά τόπο
αρμόδια αστυνομική υπηρεσία, αναβάλλοντας, αν απαιτείται, την εκδίκαση της
υπόθεσης για δεκαπέντε το πολύ ημέρες».
3. Στο ίδιο άρθρο προστίθεται παράγραφος 3 ως εξής:
«3. Στη Γραμματεία των Συμβουλίων τηρείται Βιβλίο
Εισερχομένων Υποθέσεων, στο οποίο καταχωρίζονται ο αριθμός της παραπεμπτικής
διαταγής, τα στοιχεία του παραπεμπομένου, συνοπτικά το αιτιολογικό της πράξης
παραπομπής και το ερώτημα που διατυπώνεται σ' αυτήν, καθώς και η ημερομηνία της
δικασίμου. Επίσης τηρείται Βιβλίο Δικασίμου στο οποίο ο Πρόεδρος καταχωρεί τον
αριθμό της παραπεμπτικής διαταγής, τα στοιχεία του παραπεμπομένου, το ερώτημα
που διατυπώνεται στην πράξη παραπομπής, την ημερομηνία της δικασίμου και τη
ληφθείσα απόφαση».
’ρθρο 25.
Η παράγραφος 4 του άρθρου 42 του Π.Δ. 22/1996
αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Μέλος του Συμβουλίου, για το οποίο συντρέχει
κώλυμα συμμετοχής του στις εργασίες του Συμβουλίου από τα αναφερόμενα στην
παράγραφο 9 του άρθρου 34, οφείλει πριν από την έναρξη της συνεδριάσεως να
γνωστοποιήσει αυτό στο Συμβούλιο και να ζητήσει την εξαίρεση του με έγγραφη
αναφορά του, στην οποία εκθέτει λεπτομερώς τους λόγους εξαιρέσεως και
επισυνάπτει τα τυχόν υπάρχοντα στοιχεία για την απόδειξη των προβαλλόμενων
λόγων. Το Συμβούλιο αποφασίζει περί της εξαιρέσεως, σύμφωνα με τα αναφερόμενα
στην προηγούμενη παράγραφο».
’ρθρο 26.
1. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 44
του Π.Δ. 22/1996 αντικαθίσταται ως εξής:
«Μετά το πέρας της ανάγνωσης των εγγράφων ο
Πρόεδρος καλεί για εξέταση τους μάρτυρες, που τυχόν έχουν κληθεί αυτεπάγγελτα
από τον ίδιο ή έχουν εμφανισθεί με μέριμνα του εγκαλουμένου».
2. Η παράγραφος 10 του ιδίου άρθρου, όπως
αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 4 του άρθρου 12 του Π.Δ. 31/2001,
αντικαθίσταται ως εξής:
«10. Μετά το πέρας της εξέτασης του εγκαλουμένου, ο
συνήγορος του δικαιούται να εκθέτει σύντομα τις απόψεις του επί του
κατηγορητηρίου. Στη συνέχεια ο Πρόεδρος καλεί τους Προέδρους των Ομοσπονδιών
των συνδικαλιστικών ενώσεων των Αξιωματικών και των Αστυνομικών Υπαλλήλων ή
τους νόμιμους αναπληρωτές τους, εφόσον παρίστανται στη συνεδρίαση, να εκφράσουν
τη γνώμη τους. Ακολούθως ο Πρόεδρος δίδει το λόγο στον εγκαλούμενο ή το
συνήγορο του και στη συνέχεια κηρύσσει περαιωμένη την αποδεικτική διαδικασία,
καλώντας τους εκπροσώπους των συνδικαλιστικών ενώσεων, τον εγκαλούμενο και το
συνήγορο του να αποχωρήσουν από την αίθουσα».
3. Η παράγραφος 11 του ιδίου άρθρου, όπως
αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 5 του άρθρου 12 του Π.Δ. 31/2001,
αντικαθίσταται ως εξής:
«11. Οι καταθέσεις των μαρτύρων και η απολογία του
εγκαλουμένου καταχωρούνται συνοπτικά στο πρακτικό συνεδρίασης του Συμβουλίου.
Στο ίδιο πρακτικό καταχωρείται το τελικό αίτημα του συνηγόρου που τυχόν
διατύπωσε στην αγόρευση του, καθώς και η γνώμη των τυχόν παρισταμένων Προέδρων
των προαναφερομένων Ομοσπονδιών ή των νομίμων αναπληρωτών τους».
’ρθρο 27.
Στο άρθρο 45 του Π.Δ. 22/1996 προστίθεται παράγραφος
5 ως εξής:
«5. Μετά τη λήψη απόφασης και τη λήξη της
συνεδρίασης, ο Πρόεδρος του Συμβουλίου καταχωρίζει στο Βιβλίο Δικασίμου την
απόφαση επί του ερωτήματος που διατυπώθηκε στην πράξη παραπομπής, θέτοντας στην
οικεία στήλη την υπογραφή του και την ατομική του σφραγίδα. Ο παραπεμπόμενος
δύναται να πληροφορείται από τη Γραμματεία τη ληφθείσα απόφαση, εμφανιζόμενος
προς τούτο αυτοπροσώπως ή δια του συνηγόρου του, μετά τη λήξη των εργασιών των
Συμβουλίων και υπογράφοντας σε οικεία ένδειξη του ανωτέρω βιβλίου. Σε κάθε
περίπτωση η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής αρχίζει από την επίδοση της
απόφασης σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 53».
’ρθρο 28.
Οι περιπτώσεις γ' και ε' της παραγράφου 2 του
άρθρου 46 του Π.Δ. 22/1996, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 13 του Π.Δ.
31/2001, αντικαθίσταται ως εξής:
«γ. Το ονοματεπώνυμο και το βαθμό του εγκαλουμένου,
το ονοματεπώνυμο του τυχόν παρισταμένου συνηγόρου και το τελικό αίτημα του,
καθώς και μνεία των τυχόν κατατιθεμένων εγγράφων ή υποβαλλομένων αιτημάτων
τους. Όταν συνεδριάζει το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο Αστυνομικών
Διευθυντών, τα ονοματεπώνυμα και τη γνώμη των Προέδρων των Ομοσπονδιών των
συνδικαλιστικών ενώσεων των Αξιωματικών και των Αστυνομικών Υπαλλήλων ή των
νόμιμων αναπληρωτών τους, εφόσον παρίστανται στη συνεδρίαση».
«ε. Τα ονοματεπώνυμα των ενώπιον αυτού εξετασθέντων μαρτύρων, των πραγματογνωμόνων, των
διορισθέντων διερμηνέων, με μνεία της όρκισης αυτών, καθώς επίσης και τα
ονοματεπώνυμα των ενώπιον αυτού εξετασθέντων τεχνικών
συμβούλων».
’ρθρο 29.
Το άρθρο 49 του Π.Δ. 22/1996, όπως τροποποιήθηκε με
τις διατάξεις του άρθρου 15 του Π.Δ. 31/2001, αντικαθίσταται ως εξής:
« ’ρθρο 49.
Σχέση πειθαρχικής προς ποινική δίκη.
1. Η πειθαρχική δίκη είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη
από την ποινική ή άλλη δίκη.
Πραγματικά περιστατικά των οποίων η ύπαρξη ή η
ανυπαρξία διαπιστώθηκε με αμετάκλητη απόφαση ή αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα
ποινικού δικαστηρίου δεσμεύουν τον πειθαρχικό δικαστή. Σε κάθε άλλη περίπτωση η
απόφαση του ποινικού δικαστηρίου λαμβάνεται υπόψη και στην πειθαρχική δίκη,
χωρίς όμως να κωλύεται το πειθαρχικό όργανο να εκδώσει απόφαση διαφορετική από
εκείνη του ποινικού δικαστηρίου. Η ποινική δίκη δεν αναστέλλει την πειθαρχική
διαδικασία. Οι αρμόδιοι, όμως, να ασκήσουν την πειθαρχική δίωξη, που
προβλέπονται από το άρθρο 23 παρ. 1-2 και τα αρμόδια να εκδικάσουν τα
πειθαρχικά παραπτώματα μονομελή πειθαρχικά όργανα δύνανται για εξαιρετικούς
λόγους με απόφαση τους, η οποία είναι ελευθέρως ανακλητή, να αναστέλλουν μέχρι
ένα έτος την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης ή τη λήψη απόφασης για επιβολή
ποινής ή την παραπομπή του υπαίτιου αστυνομικού στο αρμόδιο Πειθαρχικό
Συμβούλιο. Εάν η υπόθεση έχει παραπεμφθεί ενώπιον του αρμοδίου Συμβουλίου, η
αρμοδιότητα αναστολής λήψης απόφασης για επιβολή ποινής, σύμφωνα με τα
προαναφερόμενα, ανήκει αποκλειστικά στο συλλογικό αυτό όργανο. Σε περίπτωση
συρροής πειθαρχικών παραπτωμάτων από τα οποία μόνο ορισμένα έχουν ποινικό
χαρακτήρα η τυχόν δοθείσα αναστολή αφορά αδιακρίτως όλα τα συρρέοντα
παραπτώματα. Ο χρόνος αναστολής δεν υπολογίζεται για τη συμπλήρωση του
προβλεπόμενου, από τις διατάξεις του άρθρου 5, χρόνου παραγραφής κάθε
παραπτώματος.
2. Αν η αμετάκλητη ποινική απόφαση είναι
καταδικαστική και διαπιστώνεται πειθαρχικό παράπτωμα, που συνεπάγεται
πειθαρχική ποινή απόταξης ή αργίας με απόλυση, εφόσον γι' αυτό επιβλήθηκε
πρόσκαιρη παύση ή κατώτερη πειθαρχική ποινή ή δεν επιβλήθηκε ποινή,
επαναλαμβάνεται η πειθαρχική δίκη για τυχόν επιβολή ποινής αργίας με απόλυση ή
απόταξης.
3. Αν η αμετάκλητη ποινική απόφαση είναι αθωωτική ή
αν έχει εκδοθεί αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα και είχε επιβληθεί για το
αντίστοιχο πειθαρχικό παράπτωμα οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή, η πειθαρχική δίκη
επαναλαμβάνεται για τυχόν μετριασμό ή εξάλειψη της επιβληθείσας ποινής.
4. Επί συρροής πειθαρχικών παραπτωμάτων κατά τις
διατάξεις των παραγράφων 2 και 3, η επανάληψη της πειθαρχικής δίκης αφορά όλα
τα συρρέοντα παραπτώματα, ανεξάρτητα αν η καταδικαστική ή αθωωτική απόφαση ή το
απαλλακτικό βούλευμα αναφέρεται σε ορισμένα μόνο απ' αυτά.
5. Την επανάληψη ζητούν ο Προϊστάμενος του
Επιτελείου του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας στην περίπτωση της παραγράφου
2 και ο ενδιαφερόμενος στην περίπτωση της παραγράφου 3.
6. Το δικαίωμα για επανάληψη της πειθαρχικής δίκης
παραγράφεται μετά ένα έτος από την έκδοση της αμετάκλητης αθωωτικής ή
καταδικαστικής, κατά περίπτωση, ποινικής απόφασης ή του απαλλακτικού
βουλεύματος.
7. Η πειθαρχική δίκη επαναλαμβάνεται ενώπιον του
οργάνου που εξέδωσε την τελεσίδικη απόφαση. Εάν υπάρχει δυνατότητα προσφυγής σε
δεύτερο βαθμό κρίσης, σχετικό δικαίωμα έχει μόνο ο εγκαλούμενος εάν αυτός
υπέβαλε το αίτημα για επανάληψη της πειθαρχικής δίκης, διαφορετικά όμοιο
δικαίωμα έχει και το όργανο που ζήτησε την επανάληψη της διαδικασίας».
’ρθρο 30.
Η παράγραφος 3 του άρθρου 50 του Π.Δ. 22/1996, όπως
τροποποιήθηκε με το άρθρο 16 του Π.Δ. 31/2001, αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Όταν σε πειθαρχική υπόθεση ή υποθέσεις που
έχουν διερευνηθεί με την ίδια Ε.Δ.Ε. εμπλέκονται
αστυνομικοί διαφόρων βαθμών, για τους οποίους, σύμφωνα με τις διατάξεις του
παρόντος, αποφαίνονται διαφορετικά πειθαρχικά όργανα, η απόφαση για την επιβολή
των προσηκόντων πειθαρχικών μέτρων ή για την παραπομπή ενώπιον συμβουλίων ή την
αρχειοθέτηση της υπόθεσης λαμβάνεται για όλους ανεξαιρέτως τους εμπλεκόμενους
αστυνομικούς από το πειθαρχικό όργανο, που είναι αρμόδιο να αποφαίνεται για τον
αστυνομικό που έχει τον ανώτερο βαθμό.
Αν αποφασισθεί η παραπομπή περισσοτέρων του ενός
αστυνομικών σε Πειθαρχικό Συμβούλιο, η εκδίκαση των παραπτωμάτων τους γίνεται
ενιαία για όλους από το συμβούλιο που είναι αρμόδιο για την εκδίκαση του
παραπτώματος του αστυνομικού που έχει τον ανώτερο βαθμό, πλην εκείνων που
ανήκουν στην αρμοδιότητα των συμβουλίων των εδαφίων ε', στ', ζ' και η' της
παραγράφου 2 του άρθρου 34».
’ρθρο 31.
Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 51 του
Π.Δ. 22/1996, αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Αντίγραφο της πράξης επιβολής ποινής μετά τη
διαδικασία επικύρωσης της, όπου αυτή απαιτείται, κατά το άρθρο 39, επιδίδεται
με αποδεικτικό στον τιμωρούμενο αστυνομικό, ο οποίος δικαιούται εντός
ανατρεπτικής προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών από την επίδοση να υποβάλει ιεραρχικώς σχετική προσφυγή με σκοπό την άρση ή το
μετριασμό της ποινής ή τη μεταβολή του είδους ή του αιτιολογικού αυτής».
’ρθρο 32.
Στο άρθρο 52του Π.Δ. 22/1996, όπως αντικαταστάθηκε
με το άρθρο 17 του Π.Δ. 31/2001, προστίθεται παράγραφος 2 ως εξής:
«2. Αν ο αρμόδιος για την εκδίκαση της προσφυγής
είναι νεότερος ή κατώτερος από εκείνον που κατά τους ορισμούς του άρθρου 39
προέβη στον έλεγχο της ποινής, η προσφυγή υποβάλλεται για εκδίκαση στον
προϊστάμενο του αμέσως ανώτερου ιεραρχικά υπηρεσιακού κλιμακίου».
’ρθρο 33.
Το άρθρο 53 του Π.Δ.22/1996 αντικαθίσταται ως εξής:
«’ρθρο 53.
Προσφυγές κατά των αποφάσεων των Πειθαρχικών
Συμβουλίων.
«1. Οι αποφάσεις των Πρωτοβάθμιων Πειθαρχικών
Συμβουλίων επιδίδονται με αποδεικτικό στον εγκαλούμενο, ο οποίος, στην
περίπτωση που του επιβλήθηκε οποιαδήποτε ποινή, δικαιούται εντός ανατρεπτικής
προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών από την επίδοση να υποβάλει προσφυγή στο Δευτεροβάθμιο
Πειθαρχικό Συμβούλιο. Η διάταξη του δευτέρου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 51,
έχει και στην περίπτωση αυτή ανάλογη εφαρμογή.
2. Προσφυγή κατά των αποφάσεων των Πρωτοβάθμιων
Πειθαρχικών Συμβουλίων δικαιούται να ασκήσει και το όργανο που παρέπεμψε την
υπόθεση στο Συμβούλιο, εφόσον το Συμβούλιο αποφάνθηκε αρνητικώς επί του
τεθέντος σ' αυτό ερωτήματος. Η προσφυγή αυτή ασκείται εντός 30 ημερών από την
ημερομηνία που θα περιέλθει η απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου στο αρμόδιο
Τμήμα της Διεύθυνσης Αστυνομικού Προσωπικού του Αρχηγείου ή της Γενικής
Αστυνομικής Διεύθυνσης ή της Αστυνομικής Ακαδημίας.
3. Οι αποφάσεις των Πρωτοβάθμιων Πειθαρχικών
Συμβουλίων καθίστανται τελεσίδικες, εφόσον παρέλθει άπρακτη η προθεσμία
ασκήσεως προσφυγής.
4. Σε περίπτωση ασκήσεως προσφυγής, το
Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο επανεξετάζει την υπόθεση εφαρμόζοντας τις
διατάξεις που αναφέρονται στα άρθρα 40 έως και 47. Αν η προσφυγή ασκήθηκε από
τον εγκαλούμενο, η απόφαση του Συμβουλίου σε καμιά περίπτωση δε δύναται να
είναι δυσμενέστερη γι' αυτόν. Αν η προσφυγή ασκήθηκε από το όργανο παραπομπής,
το Συμβούλιο δεν μπορεί να επιβάλει ελαφρότερη ποινή απ' αυτή που επιβλήθηκε.
Αν όμως, παράλληλα με τον εγκαλούμενο, άσκησε προσφυγή και το όργανο
παραπομπής, το Συμβούλιο δύναται να λάβει οποιαδήποτε απόφαση, με βάση το
ερώτημα που έχει διατυπωθεί στην αρχική πράξη παραπομπής».
’ρθρο 34.
Η παράγραφος 1 του άρθρου 54του Π.Δ. 22/1996
αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Οι τελεσίδικες αποφάσεις των Πειθαρχικών
Συμβουλίων, είναι υποχρεωτικές για τη διοίκηση. Τα αρμόδια κατά περίπτωση
όργανα υποχρεούνται μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από την περιέλευση
των αποφάσεων στο αρμόδιο Τμήμα της Διεύθυνσης Αστυνομικού Προσωπικού του
Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας να εκδίδουν τις αναγκαίες διοικητικές πράξεις
για την υλοποίηση των αποφάσεων των Συμβουλίων».
’ρθρο 35.
Η παράγραφος 1 του άρθρου 55του Π.Δ. 22/1996
αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Σε περίπτωση ακύρωσης από τα Διοικητικά
Δικαστήρια ποινής που επεβλήθη ύστερα από απόφαση Πειθαρχικού Συμβουλίου και απαιτείται
αναπομπή της υπόθεσης στο οικείο Συμβούλιο, η αναπομπή ενεργείται εντός μηνός
αφότου περιέλθει η ακυρωτική απόφαση στο αρμόδιο Τμήμα της Διεύθυνσης
Αστυνομικού Προσωπικού του Αρχηγείου ή της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης ή της
Αστυνομικής Ακαδημίας από το όργανο που ενήργησε την αρχική παραπομπή για νέα
κρίση της υπόθεσης, σύμφωνα με το περιεχόμενο της ακυρωτικής απόφασης».
’ρθρο 36.
Μεταβατικές διατάξεις.
1. Τα πειθαρχικά παραπτώματα, που τελέσθηκαν πριν
την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος, διέπονται από τις διατάξεις που
ίσχυαν κατά το χρόνο τέλεσής τους, κρίνονται όμως από τα όργανα και με τη
διαδικασία που ορίζεται από τις διατάξεις του παρόντος διατάγματος, με την
επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 3 του παρόντος άρθρου. Ως προς το είδος και το
ύψος της επιβλητέας ποινής εφαρμόζονται οι
ευμενέστερες για το προσωπικό διατάξεις.
2. Οι πειθαρχικές υποθέσεις που έχουν παραπεμφθεί
στα Πειθαρχικά Συμβούλια πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος και
δεν έχουν κριθεί τελεσίδικα, κρίνονται από τα Πειθαρχικά Συμβούλια που
συνιστώνται και λειτουργούν σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος διατάγματος,
στην αρμοδιότητα των οποίων περιέρχονται αυτοδικαίως, χωρίς να απαιτείται νέα
παραπεμπτική διαταγή.
3. Οι πειθαρχικές ποινές που δεν έχουν εκτελεσθεί
μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, εκτελούνται σύμφωνα με τις διατάξεις που
ίσχυαν κατά το χρόνο που κατέστησαν εκτελεστές. Πειθαρχικές ποινές που έχουν
επιβληθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος και εκκρεμούν προς
επικύρωση ή προς επανεξέταση, ύστερα από υποβολή προσφυγών κατ' αυτών,
εξακολουθούν να διέπονται από τις διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρόνο της
επιβολής τους. Οι προσφυγές κατ' αποφάσεων των αρμοδίων Πειθαρχικών Συμβουλίων
που θα εκδοθούν μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος, εξακολουθούν
να διέπονται από τις διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρόνο της παραπομπής, εφόσον
αυτή έγινε πριν την έναρξη εφαρμογής του παρόντος διατάγματος.
4. Κατά την πρώτη εφαρμογή του άρθρου 18 οι
εκπρόσωποι των συνδικαλιστικών φορέων που προορίζονται για μέλη των Πειθαρχικών
Συμβουλίων, προτείνονται από τα Διοικητικά Συμβούλια των αντίστοιχων
Ομοσπονδιών των συνδικαλιστικών ενώσεων των Αξιωματικών και των Αστυνομικών
Υπαλλήλων και μετέχουν μέχρι τη λήξη της θητείας τους.
’ρθρο 37.
Καταργούμενες διατάξεις.
Οι διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 5, της
περίπτωσης ία' της παραγράφου 1 και της παραγράφου 2 του άρθρου 9, της
παραγράφου 2του άρθρου 10, της παραγράφου 2 του άρθρου 11, των παραγράφων 16,
23 και 24 του άρθρου 12, της παραγράφου 3 του άρθρου 14, του άρθρου 17 και της
παραγράφου 4 του άρθρου 50 του Π .Δ. 22/1996 καταργούνται.
’ρθρο 38.
Έναρξη ισχύος.
Η ισχύς του παρόντος διατάγματος αρχίζει μετά από
τρεις μήνες από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Στον Υπουργό Δημόσιας Τάξης αναθέτουμε τη
δημοσίευση και εκτέλεση του παρόντος Διατάγματος.