ΝΟΜΟΣ 3483/2006 - ΦΕΚ 169/Α'/7.8.2006

Τροποποίηση και συμπλήρωση των διατάξεων για τη χρηματοδοτική μίσθωση, διατάξεις περί δημοσίων εσόδων και άλλες ρυθμίσεις.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

 

 

Αρθρο 1

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΗ ΜΙΣΘΩΣΗ

 

1. Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 1 του ν. 1665/1986 (ΦΕΚ 194 Α'), όπως ισχύουν, αντικαθίστανται ως εξής:

 

«1. Με τη σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης ο κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 2 εκμισθωτής υποχρεούται να παραχωρεί έναντι μισθώματος τη χρήση πράγματος, κινητού ή ακινήτου, ή και των δύο μαζί, που προορίζεται αποκλειστικά για επαγγελματική χρήση του αντισυμ­βαλλομένου, παρέχοντας στον αντισυμβαλλόμενο του συγχρόνως το δικαίωμα είτε να αγοράσει το πράγμα είτε να ανανεώσει τη μίσθωση για ορισμένο χρόνο. Οι συμβαλλόμενοι έχουν την ευχέρεια να ορίσουν ότι το δικαίωμα αγοράς μπορεί να ασκηθεί και πριν από τη λήξη του χρόνου της μίσθωσης.

 

2.  Αντικείμενο χρηματοδοτικής μίσθωσης μπορεί να είναι κινητό ή ακίνητο που αγόρασε προηγουμένως ο εκμισθωτής από τον μισθωτή. Εξαιρείται η αγορά ακι­νήτου από ελεύθερο επαγγελματία.»

 

 

Αρθρο 2

 

1. Ο τίτλος του άρθρου 2 του ν. 1665/1986 αντικαθίστα­ται ως εξής:

 

«Εκμισθωτές - Αδεια λειτουργίας».

 

2. Η παράγραφος 1 του άρθρου 2 του ν. 1665/1986 αντικαθίσταται ως εξής:

 

«1. Α. Συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης μπορούν να συνάπτουν ως εκμισθωτές μόνο:

(α) οι ανώνυμες εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης, οι οποίες συνιστώνται με σκοπό τη διενέργεια εργασιών του άρθρου 1 του νόμου αυτού,

(β) τα πιστωτικά ιδρύματα κατά την έννοια της περί­πτωσης α' του στοιχείου 1 του άρθρου 2 του ν. 2076/1992 (ΦΕΚ 130 Α'), όπως ισχύει, τα οποία έχουν συσταθεί και λειτουργούν στην Ελλάδα,

(γ) τα πιστωτικά ιδρύματα, κατά την παραπάνω έν­νοια, τα οποία εδρεύουν σε κράτος - μέλος του Ευρω­παϊκού Οικονομικού Χώρου (Ε.Ο.Χ.) και εγκαθίστανται στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος ή παρέχουν στην Ελλάδα διασυνοριακώς υπηρεσίες κατά την έννοια των άρθρων 11 και 13 του ν. 2076/1992, καθώς και πιστωτικά ιδρύματα, κατά την παραπάνω έννοια, που εδρεύουν σε τρίτο κράτος και εγκαθίστανται στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος,

(δ) τα χρηματοδοτικά ιδρύματα κατά την έννοια του στοιχείου 6 του άρθρου 2 του ν. 2076/1992, τα οποία εδρεύουν σε κράτος - μέλος του Ε.Ο.Χ. και εγκαθίστα­νται στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος ή παρέχουν στην Ελλάδα διασυνοριακώς υπηρεσίες, σύμφωνα με το άρθρο 14 του ν. 2076/1992,

(ε) τα χρηματοδοτικά ιδρύματα, τα οποία εδρεύουν στην αλλοδαπή και εγκαθίστανται στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος και δεν εμπίπτουν στην περίπτωση (δ) του παρόντος εδαφίου.

 

Β. Απαιτείται ειδική άδεια λειτουργίας της Τράπεζας της Ελλάδος, που δημοσιεύεται στο οικείο τεύχος της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως:

(α) για τη σύσταση και λειτουργία στην Ελλάδα ανω­νύμων εταιρειών χρηματοδοτικής μίσθωσης,

(β) για τη μετατροπή υφιστάμενης ανώνυμης εταιρείας σε ανώνυμη εταιρεία με σκοπό τη σύναψη συμβάσεων χρηματοδοτικής μίσθωσης και

(γ) για την εγκατάσταση και λειτουργία στην Ελλάδα υποκαταστημάτων αλλοδαπών χρηματοδοτικών ιδρυμά­των, της περίπτωσης (ε) του εδαφίου Α της παραγρά­φου αυτής, προκειμένου να ασκήσουν στην Ελλάδα τη δραστηριότητα της χρηματοδοτικής μίσθωσης.

 

Γ. Για τη χορήγηση της πιο πάνω άδειας η Τράπεζα της Ελλάδος ζητεί και αξιολογεί τα αντίστοιχα στοιχεία και πληροφορίες που προβλέπονται από το ν. 2076/1992 για την παροχή άδειας λειτουργίας σε πιστωτικό ίδρυ­μα.

Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται με πράξη του Διοι­κητή της να εξειδικεύει περαιτέρω τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση της πιο πάνω άδειας και να καθορίζει, κατά περίπτωση, το είδος των εργασιών που τα υποκα­ταστήματα των αλλοδαπών χρηματοδοτικών ιδρυμάτων της περίπτωσης (γ) του εδαφίου Β της παραγράφου αυτής μπορούν παράλληλα με τη δραστηριότητα της χρηματοδοτικής μίσθωσης να ασκούν στην Ελλάδα, λαμβανομένου υπόψη και του καθεστώτος εποπτείας που ισχύει στη χώρα της έδρας τους. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται επίσης με πράξη του Διοικητή της ή εξουσιοδοτημένου από αυτόν οργάνου της να καθο­ρίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις με τις οποίες οι εταιρείες της περίπτωσης (α) του εδαφίου Α της παραγράφου αυτής μπορούν να ασκούν συμπληρωμα­τικές ή παρεμφερείς δραστηριότητες παράλληλα με τη δραστηριότητα της χρηματοδοτικής μίσθωσης.»

 

3.  Η παράγραφος 2 του άρθρου 2 του ν. 1665/1986 αντικαθίσταται ως εξής:

 

«2. (α) Το καταβεβλημένο μετοχικό κεφάλαιο που απαι­τείται για τη σύσταση και τη λειτουργία των ανωνύμων εταιριών χρηματοδοτικής μίσθωσης ή το ύψος των ιδίων κεφαλαίων, προκειμένου περί ανώνυμης εταιρείας που μετατρέπεται σε εταιρεία χρηματοδοτικής μίσθωσης, δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το ήμισυ του ελά­χιστου μετοχικού κεφαλαίου που εκάστοτε απαιτείται για τη σύσταση πιστωτικών ιδρυμάτων με τη μορφή ανώνυμης εταιρείας, κατά την έννοια της περίπτωσης α' του στοιχείου 1 του άρθρου 2 του ν. 2076/1992.

(β) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του ν. 2076/1992 αντίστοιχη υποχρέωση καταβολής κεφαλαίου απαι­τείται για τη χορήγηση άδειας εγκατάστασης και λει­τουργίας στην Ελλάδα υποκαταστημάτων αλλοδαπών χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, το ύψος του οποίου κα­θορίζεται από την Τράπεζα της Ελλάδος, αναλόγως προς τα ισχύοντα για τα εγκαθιστάμενα στην Ελλάδα υποκαταστήματα των πιστωτικών ιδρυμάτων, κατά την παραπάνω έννοια, με έδρα σε χώρες εκτός του Ευρω­παϊκού Οικονομικού Χώρου.

(γ) Με πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος ή εξουσιοδοτημένου από αυτόν οργάνου μπορεί να ρυθ­μίζεται κάθε λεπτομέρεια αναγκαία για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.»

 

4.  Η παράγραφος 4 του άρθρου 18 του ν. 2076/1992 καταργείται και η παράγραφος 5 αναριθμείται σε 4.

 

5.  Η παράγραφος 7 του άρθρου 2 του ν. 1665/1986 αντικαθίσταται ως εξής:

 

«7. Η Τράπεζα της Ελλάδος ασκεί εποπτεία και έλεγ­χο στις επιχειρήσεις του άρθρου αυτού και μπορεί να ζητεί από αυτές οποιαδήποτε σχετικά στοιχεία. Για την έννοια και το περιεχόμενο της εποπτείας, περιλαμβα­νομένης της δυνατότητας της Τράπεζας της Ελλάδος να θέτει γενικούς ή ειδικούς ανά επιχείρηση κανόνες, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 18 του ν. 2076/1992, που ισχύουν για τα πιστωτικά ιδρύματα, με την επιφύλαξη του άρθρου 14 του ίδιου νόμου.

Σε περιπτώσεις παράβασης των διατάξεων του νόμου αυτού, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιβάλει τις προβλεπόμενες στο άρθρο 55Α του Καταστατικού της κυρώσεις, με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 19 και 22 του ν. 2076/1992.»

 

6.  Στο τέλος του άρθρου 2 του ν. 1665/1986 προστί­θεται παράγραφος 8 ως εξής:

 

«8. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να ανακαλεί ή και να αναστέλλει προσωρινώς άδεια λειτουργίας που έχει χορηγήσει σε εταιρεία χρηματοδοτικής μίσθωσης ή σε υποκατάστημα χρηματοδοτικού ιδρύματος τρίτου κράτους, κατ' ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 8 και της παραγράφου 3 του άρθρου 12 του ν. 2076/1992, όπως ισχύει.

Με πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος ή εξουσιοδοτημένου από αυτόν οργάνου μπορεί να εξει­δικεύονται οι προϋποθέσεις και οι όροι ανάκλησης ή προσωρινής αναστολής της πιο πάνω άδειας.»

 

 

Αρθρο 3

 

1.  Το άρθρο 5 του ν. 1665/1986 αντικαθίσταται ως εξής:

 

«Αρθρο 5

Ασφάλιση

 

Ο μισθωτής οφείλει να διατηρεί ασφαλισμένο το πράγμα κατά του κινδύνου τυχαίας καταστροφής ή χειροτέρευσης του σε όλη τη διάρκεια της σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης.»

 

2. Η παράγραφος 7 του άρθρου 6 του ν. 1665/1986 καταργείται και οι παράγραφοι 8, 9, 10, 11 και 12 ανα­ριθμούνται σε 7, 8, 9,10 και 11 αντίστοιχα.

 

 

Αρθρο 4

 

Στις διατάξεις των άρθρων 3, 4 και 6 του ν. 1665/1986 η αναφορά στις εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης καταλαμβάνει όλους τους κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 2 του παρόντος νόμου εκμισθωτές.

 

 

Αρθρο 5

 

Το άρθρο 7 του ν. 1665/1986 αντικαθίσταται ως εξής:

 

«Αρθρο 7

Προεδρικά διατάγματα

 

Με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, μπορεί να ρυθμίζεται η υποχρέωση των μισθωτών να εμφανίζουν στις δημοσιευόμενες λογιστικές κατα­στάσεις στοιχεία σχετικά με τις χρηματοδοτικές μισθώσεις, καθώς και κάθε λεπτομέρεια αναγκαία για την εφαρμογή των άρθρων 4 έως 6 του νόμου αυτού.»

 

 

Αρθρο 6

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'

ΘΕΜΑΤΑ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΩΝ ΠΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΝ ΩΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ

 

Το τελευταίο εδάφιο της παρ.9 του άρθρου 2 του ν. 1667/1986 (ΦΕΚ 196 Α') που προστέθηκε με το άρθρο 17 παρ. 1 του ν. 3156/2003 (ΦΕΚ 157 Α') αντικαθίσταται ως εξής:

 

«Προκειμένου για πιστωτικούς συνεταιρισμούς που λειτουργούν ως πιστωτικά ιδρύματα, στον συνεταίρο που αποχωρεί ή αποκλείεται, αποδίδεται η αξία της συνεταιριστικής μερίδας που αναλογεί στην καθαρή περιουσία του πιστωτικού συνεταιρισμού, όπως αυτή προκύπτει από τον ισολογισμό της τελευταίας χρήσης.

Η αξία αυτή μπορεί να αναπροσαρμόζεται με μέθοδο αποτίμησης αναφερόμενη στο καταστατικό, στο οποίο θα προβλέπεται επίσης ότι ο υπολογισμός της πιστο­ποιείται από ορκωτούς ελεγκτές και επιπλέον ότι η απόδοση της υπεραξίας αυτής στον συνεταίρο θα τελεί υπό την προϋπόθεση ότι δεν θίγονται οι υποχρεώσεις του συνεταιρισμού που συναρτώνται με το ύψος των ιδίων κεφαλαίων του, βάσει των εκάστοτε ισχυόντων κανόνων εποπτείας. Σε κάθε περίπτωση κατά τον ως άνω υπολογισμό θα πρέπει να αφαιρείται το ποσό κατά το οποίο οι σχηματισμένες προβλέψεις υπολείπονται των απαιτουμένων, σύμφωνα με την κατά το άρθρο 18 παρ. 5 του ν. 2076/1992 (ΦΕΚ 130 Α'), που προστέθηκε με το άρθρο 38 παρ. 3β του ν. 2937/2001 (ΦΕΚ 169 Α'), έκθεση των ορκωτών ελεγκτών και τη σύμφωνη γνώμη της Τράπεζας της Ελλάδος για τη διαφορά αυτή.»

 

 

Αρθρο 7

 

Το εδάφιο 6 της παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 1667/1986 (ΦΕΚ 196 Α'), που προστέθηκε με την παρ. 3 του άρ­θρου 17 του ν. 3156/2003 (ΦΕΚ 157 Α'), αντικαθίσταται ως εξής:

 

«Προκειμένου για πιστωτικούς συνεταιρισμούς που λειτουργούν ως πιστωτικά ιδρύματα, κάθε νέος συνε­ταίρος υποχρεούται κατά την είσοδο του να καταβάλει, εκτός από το ποσό της μερίδας του, και εισφορά ανάλογη προς την καθαρή περιουσία του συνεταιρισμού, όπως αυτή προκύπτει από τον ισολογισμό της τελευταίας χρήσης και με μέθοδο αποτίμησης αναφερόμενη στο καταστατικό, στο οποίο θα προβλέπεται επίσης ότι ο υπολογισμός της τυχόν υπεραξίας πιστοποιείται από ορκωτούς ελεγκτές. Σε κάθε περίπτωση κατά τον ως άνω υπολογισμό θα πρέπει να αφαιρείται το ποσό κατά το οποίο οι σχηματισμένες προβλέψεις υπολείπονται των απαιτουμένων, σύμφωνα με την κατά το άρθρο 38 παρ. 3 (β) του ν. 2937/2001 (ΦΕΚ 169 Α') έκθεση των ορκωτών ελεγκτών και τη σύμφωνη γνώμη της Τράπεζας της Ελλάδος για τη διαφορά αυτή.»

 

 

Αρθρο 8

 

Τα τρίτο και τέταρτο εδάφια της παρ. 2 του άρθρου 5 του ν. 2076/1992 (ΦΕΚ 130 Α'), όπως προστέθηκαν με την παρ. 2 του άρθρου 16 του ν. 2601/1998 (ΦΕΚ 81 Α'), αντικαθίστανται ως εξής:

 

«Ο συνεταιρισμός που λαμβάνει άδεια λειτουργίας ως πιστωτικό ίδρυμα συναλλάσσεται με τα μέλη του με άλλα πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και με το Ελληνικό Δημόσιο. Κατόπιν έγκρισης της Τράπεζας της Ελλάδος και υπό τους ειδικότερους όρους και προϋποθέσεις που τυχόν θέτει κατά περίπτωση, ο συνεταιρισμός μπορεί να συναλλάσσεται και με μη μέλη του μέχρι ποσού που σε καμία περίπτωση δεν θα υπερβαίνει ποσοστό 50% επί των χορηγήσεων του ή των καταθέσεων του.

Η δυνατότητα αυτή ισχύει από 1.9.2006.

Κατόπιν έγκρισης της Τράπεζας της Ελλάδος και υπό τους ειδικότερους όρους και προϋποθέσεις που τυχόν θέτει, στον πιο πάνω περιορισμό δεν υπόκεινται οι συ­ναλλαγές: (ι) οποιασδήποτε φύσεως όταν συμμετέχει και μέλος του συνεταιρισμού, καθώς και (ιι) αυτές που αφορούν δευτερεύουσες τραπεζικές εργασίες διαμε­σολαβητικού χαρακτήρα.»

 

 

Αρθρο 9

 

Εναρμόνιση της εθνικής νομοθεσίας προς την Οδη­γία 2004/106/ΕΚ του Συμβουλίου (EEL 359/4.12.2004)

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΕΡΙ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ

 

1.  Η παράγραφος 7 του άρθρου 17 του ν. 2166/1993 (ΦΕΚ 137 Α724.8.1993) καταργείται και οι παράγραφοι 8, 9, 10, 11, 14 και 15 αναριθμούνται σε 7, 8, 9, 10, 11 και 12 αντίστοιχα.

 

2. Η παράγραφος 4 του άρθρου 116 του ν. 2960/2001 «Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας» (ΦΕΚ 265 Α'/ 22.11.2001) αντικαθίσταται ως ακολούθως:

 

«4. Οι αρμόδιες αρχές του εσωτερικού της χώρας παρέχουν αμοιβαία συνδρομή στις αρμόδιες αρχές των λοιπών Κρατών - Μελών, ανταλλάσσουν πληροφορίες με αυτές και συνεργάζονται με την Επιτροπή, ώστε να διασφαλίζεται η ορθή εφαρμογή των ρυθμίσεων που διέπουν την κυκλοφορία των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης, καθώς και η είσπραξη των εν λόγω φόρων, σύμφωνα με τον Καν. (ΕΚ) αριθμ. 2073/2004 του Συμβουλίου της 16ης Νοεμβρίου 2004 «για τη διοικητική συνεργασία στον τομέα των ειδικών φόρων κατανάλωσης» (EEL 359/4.12.2004).»

 

 

Αρθρο 10

 

Αναπροσαρμογή συντελεστών ειδικού φόρου κατα­νάλωσης πετρελαιοειδών προϊόντων

 

1. Η παρ. 1 του άρθρου 73 του ν. 2960/2001 (ΦΕΚ 265 Α') «Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας», όπως ισχύει, αντι­καθίσταται ως ακολούθως:

 

 

«1. Οι συντελεστές του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα παρακάτω ενεργειακά προϊόντα ορίζονται ως ακολούθως:

 

Ακολουθεί Πίνακας, βλέπε οικείο ΦΕΚ

 

2 Οι συντελεστές του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης του πί­νακα της προηγούμενης παραγράφου ισχύουν για μεν το έτος 2006 από την 1η Ιουλίου 2006, για έκαστο δε των ετών 2007, 2008 και 2009 από την 1η Ιανουαρίου του αντίστοιχου έτους.

 

3. Η παράγραφος 3 του άρθρου 78 του ν. 2960/2001 αντι­καθίσταται ως ακολούθως:

 

«3. Για το πετρέλαιο εσωτερικής καύσης (DIESEL) του κωδικού της Σ.0.271019 41 της περίπτωσης στ' της παρα­γράφου 1 του άρθρου 73 του παρόντα κώδικα, που χρησιμο­ποιείται από τις βιομηχανικές και βιοτεχνικές επιχειρήσεις στους κινητήρες σταθερής θέσης, στα μηχανήματα και μηχανολογικό εξοπλισμό και στα οχήματα που σύμφωνα με τον προορισμό τους χρησιμοποιούνται εκτός δημοσίων οδών ή δεν έχουν λάβει άδεια κύριας χρήσης στις δημόσιες οδούς, καθώς και από τις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις και τα δημόσια και ιδιωτικά νοσηλευτικά και προνοιακά ιδρύματα, επιστρέφεται ποσό του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης που ανέρχεται στα 125 ευρώ ανά χιλιόλιτρο.»

 

 

Αρθρο 11

 

1. Επιβατικά αυτοκίνητα, συμπεριλαμβανομένων και των αυτοκινήτων τύπου jeep, που θα έχουν κομισθεί στη χώρα μας μέχρι και την 30.6.2007 και για τα οποία θα έχουν κα­τατεθεί, μέχρι την παραπάνω ημερομηνία, δηλωτικά εισα­γωγής ή δηλώσεις αφίξεως οχημάτων ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία εισόδου προκειμένου για μετοικούντα πρόσωπα, εφόσον πληρούν εκ κατασκευής τις προδιαγραφές των Οδη­γιών 98/69 ΕΚ ή μεταγενέστερης και 94/12 ΕΚ, εξακολουθούν να υπάγονται στους συντελεστές τέλους ταξινόμησης που προβλέπονται από τις περιπτώσεις α' και β' αντίστοιχα της παραγράφου 2 του άρθρου 121 του Εθνικού Τελωνειακού Κώ­δικα (ν. 2960/2001), όπως ισχύει, με την προϋπόθεση ότι μέχρι και την 31.122007 θα έχουν τελωνισθεί και καταβληθεί για αυτά οι οφειλόμενες φορολογικές επιβαρύνσεις.

 

2 Η ισχύς της διάταξης της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού αρχίζει από την 1η Ιουλίου 2006.

 

 

Αρθρο 12

 

1. Τα δεύτερο και τρίτο εδάφια της περίπτωσης γ' της παραγράφου 4 του άρθρου 109 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, που κυρώθηκε με το ν. 2238/1994 (ΦΕΚ 151 Α'), αντικαθίστανται ως εξής:

 

«Ειδικά, για μερίσματα που εισπράττει ημεδαπή μητρική εται­ρεία από αλλοδαπή θυγατρική εταιρεία, εκπίπτει το άθροισμα των ποσών του φόρου που τυχόν καταβλήθηκε ως φόρος εισοδήματος νομικού προσώπου, καθώς και του φόρου που πα­ρακρατήθηκε ως φόρος επί του μερίσματος, τόσο στο επίπεδο της θυγατρικής όσο και στο επίπεδο οποιασδήποτε άλλης θυγατρικής χαμηλότερου επιπέδου του ίδιου ή άλλου κράτους με αυτήν, κατά το μέρος το οποίο αναλογεί στα πιο πάνω μερίσματα που εισπράττει η ημεδαπή μητρική εταιρεία.

Για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου ισχύουν τα αναφερόμενα στα άρθρα 9 και 11 του ν. 2578/1998 (ΦΕΚ 30 Α'), όπως ισχύουν.»

 

2 Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου ισχύουν για δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 2006 και επομένων.

 

 

Αρθρο 13

 

Στην παράγραφο 1 του άρθρου 61 του ν.δ. 356/1974 - ΦΕΚ 90 Α' (Κ.Ε.Δ.Ε.), όπως ισχύει, προστίθεται τρίτο εδάφιο που έχει ως εξής:

 

«Ως ημέρα του πλειστηριασμού θεωρείται η ημέρα κατά την οποία διενεργήθηκε ο πλειστηριασμός, ανεξάρτητα από την ημέρα του πλειστηριασμού που ορίσθηκε αρχικά.»

 

 

Αρθρο 14

 

Περί ανταλλακτηρίων συναλλάγματος

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ'

ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

 

Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του ν. 5422/1932 (ΦΕΚ 113 Α'), όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 15 του ν. 2515/1997 (ΦΕΚ 154 Α'), αντικαθίσταται ως εξής:

 

«Τα ανταλλακτήρια συναλλάγματος λειτουργούν ως ανώ­νυμες εταιρείες κατόπιν αδείας της Τράπεζας της Ελλάδος. Για την άσκηση άλλων δραστηριοτήτων παράλληλα προς την κατά τα ανωτέρω κύρια δραστηριότητα τους, τα ανταλλακτήρια συναλλάγματος οφείλουν να έχουν λάβει ειδική άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος. Το κανονιστικό πλαίσιο για τα ανταλλακτήρια συναλλάγματος μπορεί να προβλέπει την υποχρέωση καταβολής ελάχιστου μετοχικού κεφαλαί­ου μεγαλύτερου από το προβλεπόμενο για τις ανώνυμες εταιρείες, τη διαφοροποίηση του, ανάλογα με τον αριθμό των λειτουργούντων καταστημάτων και τους εν γένει ανα­λαμβανόμενους κινδύνους, καθώς και την κατάθεση μέρους του στην Τράπεζα της Ελλάδος υπό μορφή εγγύησης για τις κυρώσεις της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου.»

 

 

Αρθρο 15

 

1. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 5 του άρθρου 3 του ν. 3429/2005 (ΦΕΚ 314 Α') αντικαθίσταται ως εξής:

 

«Ο πρόεδρος ή ο διευθύνων σύμβουλος μιας δημόσιας επιχείρησης δύναται να είναι πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου συνδεδεμένων με αυτήν δημοσίων επιχειρή­σεων, χωρίς πρόσθετη αμοιβή.»

 

2 Το άρθρο 18 του ν. 3429/2005 αντικαθίσταται ως εξής:

 

«Αρθρο 18

Τα Διοικητικά Συμβούλια των δημοσίων επιχειρήσεων που είχαν συγκροτηθεί με βάση τις διατάξεις που καταργούνται με το άρθρο 20 του παρόντος νόμου εξακολουθούν να λει­τουργούν νόμιμα, εφόσον προσαρμοστούν στις διατάξεις των παραγράφων 2 εδάφιο πρώτο, 5,6,8 και 10 του άρθρου 3 του παρόντος νόμου. Εως την 15η Αυγούστου 2006 τα διοικητικά συμβούλια του πρώτου εδαφίου λειτουργούν νόμιμα ακόμη και εάν η λειτουργία τους δεν έχει ακόμη προσαρμοστεί στις προαναφερθείσες διατάξεις του παρόντος νόμου.»

 

3. Το άρθρο 10 του ν. 2322/1995 (ΦΕΚ 143 Α') δεν εφαρ­μόζεται επί των Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών του ν. 3429/2005.

 

4. Επί της Ειδικής Γραμματείας Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της περίπτωσης γ' της παραγράφου 1 και των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 6 του ν. 3389/2005 (ΦΕΚ 232 Α').

 

 

Αρθρο 16

 

1. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 6 του ν. 3389/2005 (ΦΕΚ 232 Α') αντικαθίσταται ως εξής:

 

«Οι συμβάσεις αυτές συνάπτονται, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης γενικής ή ειδικής διάταξης της εθνικής νομοθεσίας, σύμφωνα με την απόφαση του προηγούμενου εδαφίου, με την οποία καθορίζονται ο συμβαλλόμενος δημόσιος φορέας, συμπεριλαμβανομένης της Ε.Γ.Σ.Δ.Ι.Τ, οι παρεχόμενες υπηρε­σίες ή το έργο και η αμοιβή των αντισυμβαλλομένων.»

 

2 Η παράγραφος 3 του άρθρου 3 του ν. 2836/2000 (ΦΕΚ 168 Α') αντικαθίσταται ως εξής:

 

«3. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και το εν γένει προσωπικό της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς δεν υπέχουν αστική ευθύνη έναντι οποιουδήποτε για πράξεις ή παρα­λείψεις τους κατά την άσκηση των προβλεπόμενων από την κείμενη νομοθεσία αρμοδιοτήτων τους. Κατ' εξαίρεση οι παραπάνω ευθύνονται, εφόσον δολίως προβαίνουν σε παραβίαση του χρηματιστηριακού απορρήτου, σε πράξεις χειραγώγησης της αγοράς ή σε κατάχρηση προνομιακών πληροφοριών που κατέχουν.»

 

 

Αρθρο 17

 

Το νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.) με την επωνυμία «Οργανισμός Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης - Θεσσαλονίκη 1997» (Ο.Π.Π.Ε.Θ. 1997), που ιδρύθηκε με το άρθρο 75 του ν. 2121/1993 «Πνευματική Ιδιοκτησία, Συγγενικά Δικαιώματα και Πολιτιστικά Θέματα», όπως ισχύει, εξακολουθεί να τελεί υπό εκκαθάριση για το χρονικό διάστημα από 1.1. 2006 έως 31.12.2007.

Παρατείνεται αναλόγως η θητεία του Προέδρου και του Εντεταλμένου Εκκαθαριστή του Τομέα Διοίκησης του Συμβουλίου Εκκαθάρισης που ορίσθηκαν με την υπ’ αριθ. ΥΠΠΟ/ΔΙΟΙΚ/ ΤΔΠΕΦ/13973/1200 κ,υ.α. (ΦΕΚ 258 Β'). Το Συμβούλιο Εκκαθάρι­σης εις το εξής θα αποτελείται από τρία (3) μέλη, του τρίτου οριζομένου με σχετική απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού.

Παρατείνεται έως την 30.8.2006 η προθεσμία για υποβολή εκ μέρους του Ο.Π.Π.Ε.Θ. 1997 της δήλωσης του άρθρου 107 του ν. 2238/1994 (ΦΕΚ 151 Α'), όπως ισχύει.

Ως προς τη λειτουργία του Συμβουλίου Εκκαθάρισης ισχύουν και εφαρμόζονται οι διατάξεις περί των οργάνων εκκαθάρισης των Ανωνύμων Εταιρειών.

Η αμοιβή των εκκαθαριστών καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Πολιτισμού και Οικονομίας και Οικονομικών.

 

 

Αρθρο 18

 

Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μέχρι 31.12.2007 μετά από πρόταση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονο­μικών και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, επανα­καθορίζονται για όσους ασφαλίζονται για πρώτη φορά από 1.1.2008 τα επαγγέλματα και οι εργασίες που υπάγονται στον Κανονισμό των Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων του Ι.Κ.Α, της Δ.Ε.Η. ή άλλων φορέων κοινωνικής ασφάλισης.

Με απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομι­κών και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, που εκδίδεται εντός τριών (3) μηνών από την ισχύ του νόμου αυτού, συστήνεται ειδική επιστημονική επιτροπή από άτομα αναγνωρισμένου επιστημονικού κύρους με αρμοδιότητα την υποβολή πρότασης επί θεμάτων υπαγωγής εργασιών, ειδικοτήτων ή χώρων εργασίας στα βαρέα ή ανθυγιεινά επαγγέλματα των ανωτέρω φορέων.

Η γνώμη της επιτροπής, η οποία θα ληφθεί υπόψη για την έκδοση του προεδρικού διατάγματος του πρώτου εδαφίου, υποβάλλεται εντός αποκλειστικής προθεσμίας ενός (1) έτους από τη σύσταση της επιτροπής. Με την ίδια απόφαση καθορί­ζεται η διαδικασία λειτουργίας της επιτροπής, ο αριθμός των συνεδριάσεων κατά μήνα, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια σχετική με την εφαρμογή του άρθρου αυτού.

Οι μέχρι 31.122007 ασφαλισμένοι, των οποίων η εργασία ή ειδικότητα έχει υπαχθεί στον Κανονισμό των Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων του Ι.Κ.Α., όπως ισχύει σήμερα, εξακολουθούν να διέπονται από τις διατάξεις του Κανονι­σμού αυτού.

Κατ' εξαίρεση, ασφαλισμένοι μέχρι 31.12.2007, των οποίων η εργασία ή ειδικότητα χαρακτηρίζεται για πρώτη φορά ως βαριά και ανθυγιεινή με βάση τα παραπάνω, υπάγονται στο νέο Κανονισμό. Χρόνος δε ασφάλισης που διανύθηκε στις ανωτέρω εργασίες ή ειδικότητες πριν την ένταξη τους στο νέο Κανονισμό αναγνωρίζεται κατόπιν εξαγοράς από τους ενδιαφερομένους με τις διατάξεις του άρθρου 62 του ν. 2084/1992, όπως αντικαταστάθηκε από τη διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 5 του ν. 2335/1995 (ΦΕΚ 185 Α').

 

 

Αρθρο 19

 

Προμήθειες, οι οποίες, κατά την έναρξη ισχύος του πα­ρόντος, εκτελούνται από το Υπουργείο Εθνικής Αμυνας και αφορούν υπηρεσίες, υλικά αγαθά, καθώς και αντισταθμι­στικά ωφελήματα, τα οποία χρησιμοποιεί φορέας άλλου Υπουργείου, δύνανται με κοινή απόφαση του Υπουργού Εθνικής Αμυνας και του αρμόδιου Υπουργού να μεταβιβά­ζονται για εκτέλεση στο Υπουργείο στο οποίο αφορούν κυρίως οι προμήθειες αυτές. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, που εκδίδεται μετά από πρό­ταση του Υπουργού Εθνικής Αμυνας και σύμφωνη γνώμη του Υπουργού που προΐσταται του Υπουργείου που χρησι­μοποιεί τις υπηρεσίες και τα υλικά αγαθά, μεταφέρονται σε αυτό και οι σχετικές πιστώσεις. Οι ουσιαστικές διατάξεις που διέπουν τις ανωτέρω προμήθειες εξακολουθούν να εφαρμόζονται, χρέη δε αρμοδιότητας Κεντρικής Γνωμο­δοτικής Επιτροπής και τις αρμοδιότητες του έχοντος την οικονομική εξουσία θα ασκούν οι αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου που χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες και τα υλικά αγαθά και ο οικείος Υπουργός αντίστοιχα. Οι λοιπές επι­τροπές που απαιτούνται για την εκτέλεση των ανωτέρω προμηθειών, σύμφωνα με το νομικό καθεστώς που τις διέ­πει, συνιστώνται και συγκροτούνται από στελέχη του αρ­μόδιου Υπουργείου με απόφαση του αρμόδιου Υπουργού.

 

 

Αρθρο 20

 

Διυπουργική Επιτροπή Κοινοτικών Προγραμμάτων

 

1. Συνιστάται Διυπουργική Επιτροπή Κοινοτικών Προγραμ­μάτων, αποτελούμενη από τους Υπουργούς Οικονομίας και Οικονομικών, Ανάπτυξης, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστα­σίας. Στη Διυπουργική Επιτροπή μετέχει και ο αρμόδιος για θέματα Κοινοτικών Προγραμμάτων Υφυπουργός του Υπουρ­γείου Οικονομίας και Οικονομικών, χωρίς δικαίωμα ψήφου, ως εισηγητής.

 

2. Εργο της Διυπουργικής Επιτροπής Κοινοτικών Προγραμ­μάτων είναι ο συντονισμός και η παρακολούθηση της εφαρ­μογής των Κοινοτικών Προγραμμάτων και Πρωτοβουλιών.

 

3. Ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών προεδρεύει της Διυπουργικής Επιτροπής, η οποία, με απόφαση της, καθορίζει τα ειδικότερα θέματα και κάθε αναγκαία λε­πτομέρεια σχετικά με τη λειτουργία της. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι γενικές διατάξεις για τα συλλογικά κυ­βερνητικά όργανα που προβλέπονται στο άρθρο 16 του π.δ. 63/2005 (ΦΕΚ 98 Α').

 

4. Η διοικητική υποστήριξη της Επιτροπής και η παρακο­λούθηση της υλοποίησης των αποφάσεων της ανατίθεται στη Γενική Γραμματεία Επενδύσεων και Ανάπτυξης του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών.

 

 

Αρθρο 21

 

Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επί μέρους διατάξεις.

 

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφη­μερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεση του ως νόμου του Κράτους.