ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΤρΕφΘεσ 123/2024

 

Καθοριστική απόφαση σε δεύτερο βαθμό επί του ζητήματος του παραδεκτού περιορισμού της συνολικής απαίτησης, που απαρτίζεται από πολλά κονδύλια, σε μέρος αυτής, στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής. Η δευτεροβάθμια απόφαση επικύρωσε την υπ’ αριθμ. 8/2022 ΠΠρΓιανν και έκρινε ότι στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να διευκρινίζεται σε ποια επιμέρους κονδύλια αφορά ο περιορισμός ή η απαίτηση να περιορίζεται αναλόγως κατά ποσοστό του συνόλου ώστε να επέρχεται, κατά τρόπο αυτό, αντίστοιχη μείωση όλων των κονδυλίων. Η ανωτέρω διευκρίνιση ως προς τον περιορισμό του ποσού είναι αναγκαία, διότι ο ανακόπτων φέρει, το δικονομικό βάρος να προσδιορίσει συγκεκριμένα τα κατ’ ιδίαν κονδύλια που προσβάλλει, εφόσον η ευδοκίμηση κάποιου λόγου ανακοπής θα επιφέρει ακυρότητα της διαταγής πληρωμής κατά το αντίστοιχο μέρος, κατά το οποίο θα μειωθεί οφειλή. Εάν δεν υπάρχει εξειδίκευση ως προς τα κονδύλια που απαρτίζουν την απαίτηση, όπως περιορίστηκε, δεν μπορεί να κριθεί από το Δικαστήριο εάν οι προβαλλόμενοι λόγοι ανακοπής είναι λυσιτελείς. Εξάλλου, σε περίπτωση ευδοκιμήσεως κατ’ ουσίαν κάποιου λόγου ανακοπής δεν μπορεί το Δικαστήριο να ακυρώσει αντίστοιχα τη διαταγή πληρωμής, διότι δεν μπορεί να προβεί σε αφαίρεση ολοκλήρου του κονδυλίου από την απαίτηση, όπως αυτή περιορίστηκε. Απορρίπτει την έφεση.

 

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία των δικηγόρων Θεσσαλονίκης, που χειρίστηκαν την υπόθεση σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, Μυρτούς Αντωνοπούλου και Χαρίκλειας Γραμμένου).

 

 

Αριθμός αποφάσεως 123/2024

Αριθμός καταθέσεως εφέσεως ./2022

 

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΤΜΗΜΑ Ε'

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Περικλή Αλεξίου, Πρόεδρο Εφετών, Ηλία Τουλίγκο, Εφέτη, Ευστρατία Πατσάκογλου, Εισηγήτρια - Εφέτη, και από τη Γραμματέα Νικολέττα Νέδα.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 19 Οκτωβρίου 2023, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

 

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ - ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ - ΚΑΘ’ ΗΣ ΟΙ ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ ΑΝΑΚΟΠΗΣ: Υπό ειδική εκκαθάριση τελούσας ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία: ... με ΑΦΜ ..., που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ... αριθμός ... και ..., και εκπροσωπείται νόμιμα από την ειδική εκκαθαρίστρια αυτής ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία: ..., η οποία διορίστηκε με την με αριθμό 182/1/4-4-2016 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, που παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της ... ΑΜ Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

 

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ - ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΩΝ - ΑΣΚΟΥΝΤΩΝ ΤΟΥΣ ΠΡΌΣΘΕΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΝΑΚΟΠΗΣ: 1) Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία ..., με ΑΦΜ ... που εδρεύει στο ... και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) ... του ..., με ..., κατοίκου Θεσσαλονίκης, οδός ...      αριθμός ..., και 3) ... του ..., με ΑΦΜ           ... κατοίκου Θεσσαλονίκης, οδός ... αριθμός ..., οι οποίοι παραστάθηκαν δια της πληρεξούσιας δικηγόρου τους Μυρτούς Αντωνοπούλου (ΑΜ 9441 Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης), με δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, που κατέθεσε προτάσεις.

 

Οι ανακόπτοντες και ήδη εφεσίβλητοι, με τη με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ./25-1-2016 ανακοπή τους, που κατέθεσαν στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Γιαννιτσών, ζήτησαν τα αναφερόμενα σε αυτήν. Η υπόθεση προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 12-4-2016 και διαδοχικών αναβολών, κατά τη δικάσιμο της 28-3-2017. Επ’ αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 314/2017 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, με την οποία διατάχθηκε ο χωρισμός της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής και της σωρευόμενης ανακοπής κατά της εκτελέσεως, κηρύχθηκε το δικαστήριο καθ’ ύλη αναρμόδιο προς εκδίκαση της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής και παραπέμφθηκε αυτή να δικαστεί ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Γιαννιτσών, ενώ απορρίφθηκε κατ' ουσίαν η ανακοπή κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως. Ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Γιαννιτσών η ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής εισήχθη προς συζήτηση με τη με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ./2021 κλήση της καθ’ ης η ανακοπή, που στρεφόταν κατά των ανακοπτόντων. Οι τελευταίοι άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Γιαννιτσών το με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ./2021 δικόγραφο προσθέτων λόγων ανακοπής, το οποίο συνεκδικάστηκε με την ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής και εκδόθηκε η με αριθμό 8/2022 απόφαση του προαναφερόμενου δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής και ακυρώθηκε η διαταγή πληρωμής.

 

Κατά της ανωτέρω αποφάσεως η καθ’ ης η ανακοπή και ήδη εκκαλούσα, άσκησε τη με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ../6-5-2022 έφεσή της, η οποία προσδιορίστηκε για να συζητηθεί, με τη με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ./2022 πράξη της γραμματέως του Δικαστηρίου αυτού, κατά τη δικάσιμο της 23-2-2023 και κατόπιν αναβολής από το πινάκιο, κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

 

Κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου και κατά την συζήτησή της, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως αναφέρεται ανωτέρω και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους κατέθεσαν προτάσεις.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

1.         Η υπό κρίση έφεση της καθ’ ης η ανακοπή και ήδη εκκαλούσας, που στρέφεται κατά των ανακοπτόντων και ήδη εφεσίβλητων, με την οποία ζητεί την εξαφάνιση της με αριθμό 8/2022 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Γιαννιτσών, που δίκασε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων, τη με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ./2016 ανακοπή και το με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ./2021 δικόγραφο πρόσθετων λόγων ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής και δέχθηκε κατ’ ουσίαν την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους αυτής, έχει ασκηθεί νομίμως και εμπροθέσμως σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1 και 2, 496, 498, 499, 511, 513 παρ. 1 περ. β', 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ, διότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ότι επιδόθηκε, με επιμέλεια κάποιου διαδίκου, η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία δημοσιεύθηκε στις 4-4-2022 και η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την 6-5-2022, με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 15/2022, δηλαδή εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της αποφάσεως, και για το παραδεκτό της καταβλήθηκε από την εκκαλούσα το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 ΚΠολΔ παράβολο, ύψους 150 ευρώ, με το με αριθμό ./2022 ηλεκτρονικό παράβολο. Πρέπει, συνεπώς, η έφεση να γίνει τυπικώς δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια διαδικασία, (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

 

2.         Με τη με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ./2016 ανακοπή που άσκησαν οι ανακόπτοντες και ήδη εφεσίβλητοι, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Γιαννιτσών, σε βάρος της καθ’ ης η ανακοπή και ήδη εκκαλούσας, ζήτησαν, για τους αναφερόμενους στην ανακοπή λόγους, την ακύρωση της με αριθμό ./2015 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Γιαννιτσών, με την οποία υποχρεώθηκαν να καταβάλουν εις ολόκληρον στην καθ' ης η ανακοπή το ποσό των 2.400.000 ευρώ, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων, ως μέρος απαιτήσεως, συνολικού ύψους 4.267.349,76 ευρώ, προερχόμενης από τη με αριθμό ./11-9-2000 σύμβαση βραχυπρόθεσμου δανείου και των πρόσθετων αυτής πράξεων, που καταρτίστηκε μεταξύ της καθ’ ης η ανακοπή τράπεζας ως δανείστριας και της πρώτης ανακόπτουσας ως δανειολήπτριας, στην οποία συμβλήθηκαν εγγράφως οι δεύτερος και τρίτος των ανακοπτόντων ως εγγυητές. Επιπρόσθετα, ζήτησαν την ακύρωση της από 22-12-2015 επιταγής προς πληρωμή, που τους κοινοποιήθηκε κάτω από το αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ανωτέρω διαταγής πληρωμής, με την οποία επιτάχθηκαν να καταβάλουν εις ολόκληρον στην καθ’ ης η ανακοπή το συνολικό ποσό των 2.625.782,36 ευρώ. Το προαναφερόμενο δικαστήριο, με την με αριθμό 314/2017 απόφασή του, διέταξε τον χωρισμό της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής και της σωρευόμενης ανακοπής κατά της εκτελέσεως και, αφού κηρύχθηκε καθ’ ύλην αναρμόδιο προς εκδίκαση της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής, την παρέπεμψε προς εκδίκαση ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Γιαννιτσών, ενώ απέρριψε κατ’ ουσίαν την ανακοπή κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως. Ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Γιαννιτσών η ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής εισήχθη προς συζήτηση με τη με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ./2021 κλήση της καθ’ ης η ανακοπή, που στρεφόταν κατά των ανακοπτόντων και οι τελευταίοι άσκησαν εμπροθέσμως, ενώπιον του τελευταίου δικαστηρίου, το με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ./2021 δικόγραφο προσθέτων λόγων ανακοπής, με το οποίο ζήτησαν την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής για τους αναφερόμενους στο δικόγραφο λόγους, που είτε συμπλήρωναν τους ήδη προβληθέντες λόγους της ανακοπής είτε αφορούσαν σε ισχυρισμούς και ενστάσεις που δεν είχαν προβληθεί με την ανακοπή. Η ανακοπή και το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων ανακοπής συνεκδικάστηκαν και εκδόθηκε η με αριθμό 8/2022 απόφαση του προαναφερόμενου δικαστηρίου, με την οποία κρίθηκε βάσιμος ο πρώτος πρόσθετος λόγος ανακοπής, έγινε δεκτή η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής ως βάσιμοι κατ’ ουσίαν και ακυρώθηκε η διαταγή πληρωμής. Κατά της ανωτέρω αποφάσεως παραπονείται η καθ’ ης η ανακοπή, με την υπό κρίση έφεση, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η πρωτόδικη απόφαση και να απορριφθεί η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής ως αβάσιμοι κατ' ουσίαν.

 

3.         Σύμφωνα με το άρθρο 623 ΚΠολΔ, μπορεί, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 624 έως 634 του Κώδικα, να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Η απαίτηση, που μπορεί να αποδεικνΰεται και από συνδυασμό περισσότερων τέτοιων εγγράφων, πρέπει, κατά το άρθρο 624 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, να μην εξαρτάται από αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και να είναι ορισμένο το οφειλόμενο ποσό χρημάτων ή χρεογράφων, (βλ ΑΠ 1349/2013 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου). Κατά την παρ. 2 του άρθρου 626 ΚΠολΔ, το δικόγραφο της αιτήσεως για έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων, την απαίτηση και το ακριβές ποσό των χρημάτων ή των χρεογράφων, κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, στην αίτηση πρέπει να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα, από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Από τις διατάξεις αυτές, που δεν περιλαμβάνουν παραπομπή στο άρθρο 216 παρ. 1 περ. α ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 623 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι στο δικόγραφο της αιτήσεως για την έκδοση διαταγής πληρωμής, για τον προσδιορισμό της χρηματικής απαιτήσεως, για την οποία ζητείται η έκδοσή της, δεν απαιτείται να παρατίθεται το σύνολο των γενεσιουργών της απαιτήσεως περιστατικών, αλλά αρκεί η παράθεση πραγματικών περιστατικών που εξατομικεύουν την απαίτηση από πλευράς αντικειμένου, είδους και τρόπου γενέσεώς της και που δικαιολογούν συμπέρασμα αντίστοιχης συγκεκριμένης οφειλής εκείνου, κατά του οποίου απευθύνεται η αίτηση, έναντι του αιτούντος και, περαιτέρω, απαιτείται να επισυνάπτονται στην αίτηση τα έγγραφα εκείνα, από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της (βλ. ΑΠ 1369/2022, ΑΠ 1268/2022, ΑΠ 1071/2017 δημοσιευμένες στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου). Επειδή η διαταγή πληρωμής δεν είναι δικαστική απόφαση, δεν έχει ανάγκη από πλήρεις αιτιολογίες, αλλά αρκεί να αναφέρει την αιτία της πληρωμής, δηλαδή το είδος της δικαιοπραξίας, από την οποία γεννήθηκε η απαίτηση, έστω και συνοπτικά, εφόσον δεν δημιουργείται καμία αμφιβολία ως προς την αιτία της πληρωμής και δεν είναι αναγκαίο να περιγράφονται τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αιτία αυτή, αρκεί η απαίτηση να εξατομικεύεται και να μη δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητά της. Απαιτείται ακόμη να αναφέρεται το καταβλητέο ποσό χρημάτων, προκειμένου η απαίτηση να είναι εκκαθαρισμένη κατά την έννοια του άρθρου 916 ΚΠολΔ και να μπορεί έτσι η διαταγή πληρωμής να λειτουργήσει πράγματι ως εκτελεστός τίτλος, είναι δε εκκαθαρισμένη η απαίτηση του τίτλου, εάν μπορεί να καθορισθεί κατά ποσό με απλό αριθμητικό υπολογισμό ή σύμφωνα με τα περιλαμβανόμενα στον τίτλο στοιχεία, όπως όταν υπάρχει καταδίκη σε τόκους ορισμένου κεφαλαίου, των οποίων η έναρξη και το ποσοστό ορίζεται από τον τίτλο η από τον νόμο (βλ. ΑΠ 368/2019 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου, ΑΠ 1349/2013 ό.π., ΑΠ 330/2012 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η ενσωμάτωση στην επιδικασθείσα με τη διαταγή πληρωμής απαίτηση κονδυλίων που δεν στηρίζονται στον νόμο, δεν θίγει την απόδειξη της απαιτήσεως με έγγραφα, ούτε αυτή καθίσταται ανεκκαθάριστη, αλλά συνεπάγεται ακυρότητα του αντιστοίχου ποσού της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής (βλ. ΑΠ 1133/2022 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου). Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216 παρ. 1, 217, 632 παρ. 1 και 633 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι κατά της εκδοθείσας διαταγής πληρωμής ο οφειλέτης μπορεί να ασκήσει ανακοπή, η οποία υπόκειται και στη ρύθμιση των άρθρων 583 επ. του ίδιου Κώδικα, προβάλλοντας λόγους που αφορούν είτε στο κύρος της διαταγής πληρωμής για έλλειψη διαδικαστικής προϋποθέσεως, δηλαδή την τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και οι διατυπώσεις που απαιτούνται για την έκδοσή της, κατά τα άρθρα 623 επ. ΚΠολΔ, είτε στην ουσιαστική ακυρότητα αυτής, με την έννοια ότι ο οφειλέτης αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές ενστάσεις για τη γένεση της απαιτήσεως του καθ' ου η ανακοπή.

Η ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ ασκείται όπως και η αγωγή και πρέπει στο δικόγραφό της να περιέχονται, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, όλοι οι λόγοι κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής (βλ. ΑΠ 1443/2017, ΑΠ 245/2016, ΑΠ 1652/2014 δημοσιευμένες στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου). Στη δίκη επί της ανακοπής η υπόθεση εξετάζεται μόνο στο μέτρο των υποβαλλόμενων λόγων ανακοπής και των τυχόν πρόσθετων λόγων αυτής, με το περιεχόμενο των οποίων, σε συνδυασμό και με το αίτημα αυτής, οριοθετείται το αντικείμενο της δίκης. Αν ο λόγος της ανακοπής είναι τυπικός, όπως συμβαίνει με αυτόν της μη έγγραφης αποδείξεως της απαιτήσεως, για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής και του ποσού αυτής, τότε αντικείμενο της δίκης της ανακοπής δεν καθίσταται και το ζήτημα της υπάρξεως ή μη της απαιτήσεως, για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, αφού, με μόνη τη διαπίστωση της βασιμότητας του τυπικού αυτού λόγου της ανακοπής, γίνεται δεκτό το αίτημα αυτής και ακυρώνεται άνευ ετέρου η διαταγή πληρωμής, (βλ ΑΠ 1432/2022 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου). Όταν ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ενστάσεις κατά της απαιτήσεως, είτε καταχρηστικές, (εφόσον τα σχετικά δικαιοκωλυτικά ή δικαιοφθόρα γεγονότα δεν προκύπτουν από τα υποβαλλόμενα στον δικαστή στοιχεία), είτε γνήσιες, οι λόγοι αυτοί δεν αφορούν στην απαιτούμενη, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 624 ΚΠολΔ, βεβαιότητα της αξιώσεως και συνεπώς δεν αναιρείται η δυνατότητα εκδόσεως διαταγής πληρωμής, αφού την έκδοση αυτής δεν εμποδίζει οποιαδήποτε ένσταση που μπορεί να επικαλεσθεί ο οφειλέτης. Για το ορισμένο λόγου της ανακοπής, που δεν έχει αρνητικό απλώς χαρακτήρα, αλλά χαρακτήρα ενστάσεως, δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού και του ύψους της απαιτήσεως, αλλά θα πρέπει να προσδιορίζονται συγκεκριμένα κατ' ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού, δεδομένου ότι, κατά την αληθή έννοια της διατάξεως του άρθρου 633 παρ. 1 ΚΠολΔ, εάν ο λόγος της ανακοπής είναι βάσιμος κατά ένα μέρος ή εάν με αυτόν βάλλεται βασίμως μερικότερο κονδύλιο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, αυτή δεν είναι άκυρη στο σύνολό της, αφού δεν συντρέχει νόμιμος λόγος για την ολική ακύρωσή της, αλλά μόνον κατά το μέρος, κατά το οποίο ευδοκιμεί η ανακοπή και κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η οφειλή του ανακόπτοντος, (βλ. ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1349/2013, ό.π. ΑΠ 339/2019 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου). Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 106 και 626 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι ο αϊτών την έκδοση διαταγής πληρωμής μπορεί να περιορίσει το ποσό, για το οποίο ζητεί την έκδοση, σε μέρος μόνο της απαιτήσεώς του ή των τόκων, έστω και εάν τα προσκομιζόμενα έγγραφα αποδεικνύουν το σύνολο της απαιτήσεώς, ο περιορισμός δε του αιτήματος σε μέρος του κεφαλαίου ή της παρεπόμενης απαιτήσεώς των τόκων αποτελεί άσκηση δικονομικής ευχέρειας του δανειστή και δεν απαιτείται να αιτιολογείται (βλ. ΑΠ 206/2023, ΑΠ 1512/2006 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 112/2023 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς, ΕφΠειρ 256/2014 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ωστόσο, με τον ανωτέρω περιορισμό δεν πρέπει να προκαλείται αοριστία ως προς το υπόλοιπο τμήμα της απαιτήσεώς, για το οποίο ζητείται η έκδοση εκτελεστού τίτλου. Ειδικότερα, όταν η απαίτηση συντίθεται από περισσότερα κονδύλια, όπως κεφάλαιο, τόκους συμβατικούς, τόκους υπερημερίας, έξοδα, εισφορά Ν. 128/1975 κ.λπ., ο περιορισμός του ποσού, για το οποίο ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωμής, επιχειρείται παραδεκτώς, μόνον εφόσον διευκρινίζεται από τον αιτούντα σε ποια επί μέρους κονδύλια αφορά ή όταν η απαίτηση περιορίζεται αναλόγως κατά ποσοστό του συνόλου της και επέρχεται, κατά τον τρόπο αυτό, αντίστοιχη μείωση όλων των κονδυλίων, διότι διαφορετικά δεν μπορεί να συγκεκριμενοποιηθεί η απαίτηση, για την οποία έχει ζητηθεί η έκδοση εκτελεστού τίτλου, (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 30/2007 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 652/2023, ΑΠ 31/2021, ΑΠ 965/2021 δημοσιευμένες στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου). Η ανωτέρω διευκρίνιση ως προς τον περιορισμό του ποσού είναι αναγκαία, διότι ο καθ' ου η διαταγή πληρωμής, αμυνόμενος κατά του κύρους της, με άσκηση ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ, φέρει, όπως προεκτέθηκε, το δικονομικό βάρος να μην αμφισβητήσει γενικώς την απαίτηση ως προς το ύψος της, αλλά να προσδιορίσει συγκεκριμένα τα κατ' ιδίαν κονδύλια που προσβάλλει, εφόσον η ευδοκίμηση κάποιου λόγου ανακοπής θα επιφέρει ακυρότητα της διαταγής πληρωμής κατά το αντίστοιχο μέρος, κατά το οποίο θα μειωθεί η οφειλή. Η προσβολή όμως με λόγο ανακοπής συγκεκριμένων κονδυλίων της απαιτήσεώς, που απαρτίζεται από κεφάλαιο, τόκους, έξοδα κ.λπ., δεν είναι δυνατή εάν δεν προκύπτει σαφώς, από το περιεχόμενο της διαταγής πληρωμής, ποια είναι τα επιμέρους ειδικότερα κονδύλια που απαρτίζουν την απαίτηση, μετά τον περιορισμό της από τον δανειστή. Επιπρόσθετα, εάν δεν υπάρχει εξειδίκευση ως προς τα κονδύλια που απαρτίζουν την απαίτηση, όπως περιορίστηκε, δεν μπορεί να κριθεί από το Δικαστήριο εάν οι προβαλλόμενοι λόγοι ανακοπής είναι λυσιτελείς, (δηλαδή προσβάλλουν κονδύλια που περιλαμβάνονται στην απαίτηση), ώστε να κριθεί περαιτέρω εάν οι λόγοι αυτοί είναι νόμιμοι και βάσιμοι κατ’ ουσίαν. Εξάλλου, σε περίπτωση ευδοκιμήσεως κατ’ ουσίαν κάποιου λόγου ανακοπής, που πλήττει συγκεκριμένο κονδύλιο της συνολικής οφειλής ως προς τη νομιμότητα ή το ύψος του, (π.χ. τόκοι ή έξοδα), δεν μπορεί το Δικαστήριο να ακυρώσει αντίστοιχα τη διαταγή πληρωμής, διότι δεν μπορεί να προβεί σε αφαίρεση ολοκλήρου του κονδυλίου από την απαίτηση, όπως αυτή περιορίστηκε, εφόσον δεν είναι σαφές εάν περιλαμβάνεται σε αυτήν (και σε ποια έκταση) το πληττόμενο κονδύλιο, ούτε μπορεί να προβεί αυθαιρέτως σε αναλογική μείωση κατά κλάσμα ή εκατοστιαίο ποσοστό του ποσού της επιδικασθείσας απαιτήσεως, εάν ο απών δεν έχει διευκρινίσει ότι περιορίζει τη συνολική απαίτησή του σε συγκεκριμένο ποσοστό του συνόλου της. Η ίδια δυσχέρεια προκύπτει, όταν στη συνολική οφειλή περιλαμβάνονται τόκοι και ο ανακόπτων ισχυρίζεται, με τρόπο συγκεκριμένο, ότι επήλθε παραγραφή μέρους αυτών, διότι πρέπει να είναι σαφές εάν στην περιορισμένη απαίτηση περιλαμβάνονται οι τόκοι και, λόγω της περιοδικότητάς τους, η χρονική περίοδος που αυτοί γεννήθηκαν.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με τη με αριθμό 843/11-9-2000 σύμβαση βραχυπρόθεσμου δανείου με ανοικτό λογαριασμό, που καταρτίστηκε μεταξύ της καθ’ ης η ανακοπή τράπεζας με την επωνυμία: ... και της πρώτης των ανακοπτόντων ανώνυμης εταιρίας, η τράπεζα χορήγησε στην ως άνω ανακόπτουσα δάνειο, ύψους 1.740.000.000 δραχμών και ήδη 5.106.382,98 ευρώ, με σκοπό την αγορά και εμπορία σιτηρών από την τελευταία, με συμφωνημένη λήξη του δανείου την 30-10-2001. Στην ανωτέρω σύμβαση συμβλήθηκαν εγγράφως ως εγγυητές οι δεύτερος και τρίτος των ανακοπτόντων, εκπρόσωποι της ως άνω ανώνυμης εταιρίας, ευθυνόμενοι ως αυτοφειλέτες και παραιτούμενοι από την ένσταση διζήσεως. Με τις από 29-11-2000, 2-7-2001, 8-8-2002, 22-8-2003, 27-10-2004, 11-11-2004, 8-12-2005, 16-11-2006, 2-1-2008, 31-12-2008, 2-2-2009, 28-1-2010, 25-2-2010, 22-9-2010, 28-1-2011, 25-2-2011, 29-3-2011, 14-4-2011 και 27-4-2011 πρόσθετες πράξεις, που καταρτίστηκαν μεταξύ των προαναφερόμενων συμβαλλομένων, με τις εκτεθείσες ιδιότητες τους, αυξήθηκε αρχικώς το ύψος του δανείου μέχρι του ποσό των 12.000.000 ευρώ και εν συνεχεία μειώθηκε μέχρι του ποσό των 3.600.000 ευρώ, παρατάθηκε δε η διάρκειά του μέχρι τις 31-12-2012 και μεταβλήθηκαν ορισμένοι όροι του, όπως λ.χ. το ύψος του επιτοκίου. Για την παρακολούθηση της συμβάσεως τηρήθηκαν από την τράπεζα οι με αριθμούς ... λογαριασμοί. Η δανείστρια τράπεζα τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση, κατά το άρθρο 68 Ν. 3601/2007, με τη με αριθμό 46/27-7-2012 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος και διορίστηκε ειδικός εκκαθαριστής η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία: ... με την με αριθμό 182/1/4-4-2026 απόφαση της ως άνω Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων.

 

Μετά τη θέση της καθ’ ης η ανακοπή υπό ειδική εκκαθάριση και πριν από τον διορισμό του προαναφερόμενου εκκαθαριστή, ενόσω η καθ’ ης η ανακοπή εκπροσωπείτο από τον ειδικό εκκαθαριστή η τελευταία προέβη στις 7-5-2015 σε κλείσιμο των τηρούμενων λογαριασμών, λόγω μη τηρήσεως των όρων του δανείου από τη δανειολήπτρια, και κατήγγειλε την επίδικη σύμβαση με την από 18-5-2015 εξώδικη δήλωση, η οποία επιδόθηκε στους ανακόπτοντες με τις με αριθμούς .Δ/25-5-2015 και .Δ/25-5-2015 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης, με έδρα το Πρωτοδικείο Γιαννιτσών, ... και την με αριθμό .Ε/21-5-2015 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης, με έδρα το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, . .Με την ανωτέρω εξώδικη δήλωση η καθ’ ης η ανακοπή καλούσε τους ανακόπτοντες να της καταβάλουν εις ολόκληρον το χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 4.267.349,76 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων. Λόγω μη συμμορφώσεως των ανακοπτόντων, η καθ’ ης η ανακοπή, με την από 16-12-2015 αίτησή της προς τον Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Γιαννιτσών, ζήτησε την έκδοση διαταγής πληρωμής, εκθέτοντας στην αίτηση τους βασικούς όρους της με αριθμό ./11-9-2000 συμβάσεως βραχυπρόθεσμου δανείου, τους όρους της συμβάσεως εγγυήσεως, που ενσωματώθηκε στο ίδιο έγγραφο, τις πρόσθετες πράξεις της συμβάσεως, με τους βασικούς όρους τους, την κίνηση όλων των λογαριασμών που τηρήθηκαν προς εξυπηρέτηση της συμβάσεως, οι οποίοι εμφάνιζαν κατά την 7-5-2015, που αυτοί έκλεισαν, συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο, ύψους 4.267.349,76 ευρώ, και την καταγγελία της συμβάσεως, με βάση δε τα ανωτέρω έγγραφα ιστορούσε ότι η απαίτησή της ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 4.267.349,76 ευρώ, νομιμοτόκως από 8-5-2015, και ζήτησε την έκδοση διαταγής πληρωμής για το ποσό των 2.400.000 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από 8-5-2015 και εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων, επιφυλασσόμενη για το υπόλοιπο ποσό των 1.867.349,76 ευρώ. Με βάση την ανωτέρω αίτηση, εκδόθηκε η με αριθμό ./2015 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Γιαννιτσών, δυνάμει της οποίας υποχρεώθηκαν οι ανακόπτοντες να καταβάλουν εις ολόκληρον στην καθ’ ης η ανακοπή το ποσό των 2.400.000 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από 8-5-2015 και εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων, καθώς και το ποσό των 5.164 ευρώ ως δικαστική δαπάνη. Με τον πρώτο λόγο του δικογράφου των πρόσθετων λόγων ανακοπής, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι με τον περιορισμό της συνολικής απαιτήσεως στην αίτηση εκ μέρους της καθ’ ης, η απαίτηση που επιδικάστηκε με τη διαταγή πληρωμής κατέστη αόριστη και συνεπώς ανεκκαθάριστη. Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της αιτήσεως της καθ’ ης η ανακοπή, ο περιορισμός της απαιτήσεώς της έγινε αορίστως, χωρίς να εξειδικεύονται τα επιμέρους κονδύλια, από τα οποία απαρτίζεται το μέρος της συνολικής απαιτήσεως, για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής και χωρίς να γίνεται περιορισμός της συνολικής απαιτήσεως κατά ορισμένο ποσοστό, με αποτέλεσμα η διαταγή πληρωμής που εκδόθηκε να είναι αόριστη και να μην δύναται να επιτελέσει τον σκοπό της ως εκτελεστός τίτλος. Τούτο διότι, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, όταν η συνολική απαίτηση απαρτίζεται από περισσότερα κονδύλια, όπως κεφάλαιο, τόκους, τόκους τόκων, έξοδα κ.λπ., πρέπει, κατά τον περιορισμό του συνολικού αιτήματος, να διευκρινίζεται στην αίτηση για ποια κονδύλια ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωμής και αντίστοιχα να αναφέρονται στην τελευταία τα κονδύλια αυτά, τα οποία εξοπλίζονται με εκτελεστό τίτλο ή έστω να γίνεται αναλογικός περιορισμός της συνολικής απαιτήσεώς, που θα οδηγήσει σε σύμμετρη ποσοστιαία μείωση εκάστου κονδυλίου. Στη συγκεκριμένη δε περίπτωση, από το περιεχόμενο της αιτήσεως και της διαταγής πληρωμής, προκύπτει ότι η καθ’ ης η ανακοπή δεν τήρησε την ανωτέρω υποχρέωσή της. Η εξειδίκευση των κονδυλίων της απαιτήσεώς, όπως περιορίστηκε, ήταν αναγκαία επιπρόσθετα, διότι οι ανακόπτοντες, με τους πρόσθετους λόγους ανακοπής, πλήττουν κατά τρόπο ορισμένο, ενσωματώνοντας στο δικόγραφο σχετικούς αναλυτικούς πίνακες, συγκεκριμένα κονδύλια της συνολικής απαιτήσεώς (τόκους και έξοδα), ισχυριζόμενοι εσφαλμένο υπολογισμό τόκων, παράνομο ανατοκισμό, παραγραφή των τόκων που προέρχονται από εξωλογιστικό προσδιορισμό κλπ. Η νομιμότητα και η ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων ανακοπής δεν μπορεί να ερευνηθεί από το Δικαστήριο, διότι σε περίπτωση αυτοί γίνουν εν όλω ή εν μέρει δεκτοί, καθίσταται ανέφικτος ο διαχωρισμός εν λόγω ποσών και συνακόλουθα η μερική ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής κατά τα αντίστοιχα ποσά, διότι δεν είναι σαφές εάν περιλαμβάνονται και σε ποια έκταση στην επιδικασθείσα με την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής απαίτηση. Η καθ’ ης η ανακοπή ισχυρίζεται ότι έχει τη δυνατότητα να ζητήσει την έκδοση διαταγής πληρωμής όχι μόνο για τη συνολική απαίτησή της, αλλά και για μέρος αυτής, χωρίς να απαιτείται ειδική αιτιολόγηση. Ο ισχυρισμός αυτός είναι βάσιμος, πλην όμως η ως άνω δικονομική ευχέρεια της καθ’ ης να ζητήσει (για λόγους περιορισμού των εξόδων) την έκδοση διαταγής πληρωμής για μέρος της απαιτήσεώς της, δεν αναιρεί την υποχρέωσή της να προσδιορίσει, κατά τρόπο συγκεκριμένο, ποιο είναι το είδος και το ύψος των επιμέρους κονδυλίων εκ της συνολικής απαιτήσεώς, για τα οποία ζητεί την έκδοση εκτελεστού τίτλου. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με παρόμοιες σκέψεις έκρινε τον πρώτο πρόσθετο λόγο ανακοπής νόμιμο και βάσιμο κατ' ουσίαν, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και την εκτίμηση των αποδείξεων και ο μοναδικός λόγος εφέσεως, με τον οποίο η εκκαλούσα ισχυρίζεται το αντίθετο, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν.

 

4.         Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος της υπό κρίση εφέσεως προς έρευνα, πρέπει η έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο το παράβολο της εφέσεως, που κατατέθηκε από την εκκαλούσα κατά την άσκηση του ενδίκου μέσου, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ και να καταδικαστεί η εκκαλούσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικώς και

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσίαν την έφεση κατά της με αριθμό 8/2022 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Γιαννιτσών.

 

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο το παράβολο της εφέσεως, ύψους 150 ευρώ, που κατέθεσε η εκκαλούσα με το με αριθμό ./2022 ηλεκτρονικό παράβολο.

 

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, Μ για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε στη Θεσσαλονίκη στις 04 Ιανουάριου 2024 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του δικαστηρίου σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 25 Ιανουάριου 2024, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ