ΤΡΑΠΕΖΑ
ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΤρΕφΘεσ 1194/2024
Ιατρική αμέλεια - Αδικοπρακτική
ευθύνη - Προστασία καταναλωτών - Βάρος απόδειξης - Χρηματική παροχή για
αναπηρία ή παραμόρφωση - Ευθύνη από πρόστηση -.
Ο
ιατρός ευθύνεται σε αποζημίωση για τη ζημία που έπαθε ο ασθενής πελάτης του από
κάθε αμέλεια του, ακόμη και ελαφρά, εάν, κατά την εκτέλεση των ιατρικών
καθηκόντων του, παρέβη την υποχρέωση επιμελείας του
να ενεργήσει σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης. Δεν φέρει
καμιά ευθύνη, εάν ενήργησε σύμφωνα με τους πιο πάνω κανόνες (lege artis). Ευθύνη των ιατρών
προκύπτει και όταν αυτοί πριν από τη χειρουργική επέμβαση δεν προέβησαν στον
απαιτούμενο προεγχειρητικό έλεγχο, ενώ αμέλεια μπορεί
να θεμελιωθεί σε εσφαλμένη διάγνωση ή σε λάθη κατά τη διάγνωση, όπως επίσης σε
σφάλμα περί την επιλογή της θεραπείας, λόγω της οποίας και επέρχεται βλάβη στον
ασθενή. Προστασία με βάση τις διατάξεις για την προστασία καταναλωτών. Η
διενέργεια ιατρικών πράξεων, ανεξάρτητα εάν αυτές είναι απλές διαγνωστικές ή
θεραπευτικές, προϋποθέτει την ελεύθερη συναίνεση του ασθενούς, που πρέπει να
δίνεται εκ των προτέρων και αφού ο ασθενής έχει κατάλληλα ενημερωθεί ως προς το
σκοπό και τη φύση της ιατρικής πράξης, καθώς και ως προς τα επακόλουθα και τους
κινδύνους που αυτή ενδεχομένως συνεπάγεται. Ο ασθενής έχει αξίωση αποκατάστασης
της ζημίας από κάθε βλάβη στο σώμα και στην υγεία του, η οποία συνδέεται
αιτιωδώς με την αυθαίρετη ιατρική πράξη, χωρίς να έχει νομική σημασία το
γεγονός ότι η πράξη αυτή εκτελέστηκε σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής.
Ευθύνη του επιχειρηματία της κλινικής από τη σχέση της πρόστησης
με συνεργαζόμενο με την κλινική ιατρό.
(Η απόφαση
δημοσιεύεται επιμελεία του
Νικολάου Διαλυνά, δικηγόρου
Θεσσαλονίκης, Δρ. του Μαξιμιλιανού Πανεπιστημίου του Μονάχου)
Αριθμός
1194/2024
ΤΟ
ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Α'
ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε
από τους Δικαστές, Αλεξάνδρα Μπέλμπα, Πρόεδρο Εφετών, Ελένη Ρόκκου
και Νικόλαο Βόκα-Εισηγητή, Εφέτες και από την
Γραμματέα Χριστίνα Παραστατίδου.
Συνεδρίασε
δημόσια στο ακροατήριό του στις 08 Μαρτίου 2024, για να δικάσει τη υπόθεση
μεταξύ:
I)
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ - ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: ... εκπροσωπούμενου λόγω της ανηλικότητάς του από
τους ασκούντες τη γονική μέριμνα, νόμιμους αντιπροσώπους του, γονείς του ...,
Α.Φ.Μ. ... κατοίκων Θεσσαλονίκης, οδός ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν, βάσει
δηλώσεως κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, από τον
πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Διαλυνά, ΑΜ ΔΣΘ … ο
οποίος κατέθεσε έγγραφες προτάσεις.
ΤΩΝ
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ - ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΩΣ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ - ΠΡΟΣΕΠΙΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ...,
χειρουργού οφθαλμιάτρου, κατοίκου Θεσσαλονίκης, οδός ... με ΑΦΜ ..., ο οποίος
εκπροσωπήθηκε, βάσει δηλώσεως κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ,
από την πληρεξούσια δικηγόρο του ... ΑΜ ΔΣΘ ... η οποία κατέθεσε έγγραφες
προτάσεις,
2)
ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΙΑΤΡΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΑΘΗΝΩΝ Ε.Α.Ε.»,
νόμιμα εκπροσωπουμένης, η οποία εδρεύει στο ... οδός
... αρ.... Α.Φ.Μ...., Δ.Ο.Υ. ΦΑΕΕ Αθηνών), η οποία
εκπροσωπήθηκε, βάσει δηλώσεως κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ,
από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παρθένιο Επελσίδη,
ΑΜ ΔΣΘ ..., ο οποίος κατέθεσε έγγραφες προτάσεις και 3) ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΩΣ
ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ - ΚΑΘΗΣ Η ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗ: Ανώνυμης Ασφαλιστικής εταιρίας με την
επωνυμία «GENERALI HELLAS ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», που εδρεύει στην
Αθήνα, ΑΦΜ ..., Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ ΑΘΗΝΩΝ, Αρ. Γ.Ε.ΜΗ. ... ή,
όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο παρόν δικαστήριο, βάσει
δηλώσεως κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, από τον
πληρεξούσιο δικηγόρο της ... ΔΣΘ ..., ο οποίος κατέθεσε έγγραφες προτάσεις.
II) ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ - ΠΡΟΣΕΠΙΚΑΛΟΥΝΤΟΣ
ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΩΣ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: του ... χειρουργού οφθαλμιάτρου, κατοίκου
Θεσσαλονίκης, οδός .... αρ. ... με ΑΦΜ .... ο οποίος
εκπροσωπήθηκε, βάσει δηλώσεως κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ,
από την πληρεξούσια δικηγόρο του ...., ΑΜ ΔΣΟ ..., η οποία κατέθεσε έγγραφες
προτάσεις.
ΤΗΣ
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ - ΚΑΘΗΣ Η ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗ ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΩΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: της Ανώνυμης
Ασφαλιστικής Εταιρίας με την επωνυμία «GENERALI HELLAS ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ
ΕΤΑΙΡΕΙΑ», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός .... αρ. ...
και εκπροσωπείται νόμιμα, Α.Φ.Μ....., Δ.Ο.Υ. ..., Αρ.
Γ.Ε.ΜΗ. ..., η οποία εκπροσωπήθηκε στο παρόν δικαστήριο, βάσει δηλώσεως κατ'
άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο
της ..., ΑΜ ΔΣΘ .... ο οποίος κατέθεσε έγγραφες προτάσεις.
Ο
ανήλικος εκκαλών, εκπροσωπούμενος από τους ασκούντες τη γονική του μέριμνα
γονείς του, άσκησε την από 17-3-2017 και με αρ. κατ. ./17-3-2017 αγωγή αποζημίωσης λόγω ιατρικού σφάλματος
κατά των δύο πρώτων εφεσιβλήτων ... χειρουργού
οφθαλμιάτρου και της κλινικής (ΙΑΤΡΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΑΘΗΝΩΝ), την οποία απηύθυνε
ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και ζήτησε ό,τι αναφέρεται σ'
αυτή. Στη δίκη αυτή ο πρώτος εναγόμενος .... άσκησε την με αρ.
κατ. ./2017 προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση και
παρεμπίπτουσα αγωγή κατά της τρίτης εφεσίβλητης ασφαλιστής εταιρίας με την
επωνυμία «GENERALI HELLAS Α.Ε.». Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού συνεκδίκασε την αγωγή, την προσεπίκληση σε αναγκαστική
παρέμβαση και τη σωρευόμενη παρεμπίπτουσα αγωγή,
εξέδωσε αρχικά την 11848/2018 μη οριστική απόφαση, με την οποία αναβλήθηκε η
έκδοση απόφασης, προκειμένου, αφενός να εξετασθούν ενώπιον του πρωτοβαθμίου
δικαστηρίου οι αναφερόμενοι μάρτυρες και αφετέρου να διενεργηθεί ιατρική πραγματογνωμοσύνη.
Ακολούθως, μετά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, με την με αρ. κατ. ./3.6.2022 κλήση, οι
ενάγοντες επανέφεραν την υπόθεση και, μετά την
εξέταση των παρισταμένων μαρτύρων, το δικαστήριο εξέδωσε την 4319/2023 οριστική
απόφαση, με την οποία απέρριψε την αγωγή, καθώς και την προσεπίκληση σε
αναγκαστική παρέμβαση, ενωμένη με παρεμπίπτουσα αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής
παραπονούνται 1) ο ηττηθείς ανήλικος ενάγων, με την από 23-05-2023 (αρ. κατ. πρωτοδικείου ./2023 και αρ. κατ. εφετείου ./2023) έφεσή
τους κατά των εναγομένων της κύριας αγωγής και κατά
της καθής η προσεπίκληση - παρεμπιπτόντως εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «GENERALI
HELLAS Α.Ε.» και 2) ο νικήσας πρώτος εναγόμενος ...
με την από 25-01-2024 με αρ. κατ.
πρωτ. ./2024 και αρ. κατ. εφετείου ./2024 επικουρική έφεσή του, κατά της προσεπικληθείσης σε αναγκαστική παρέμβαση και
παρεμπιπτόντως εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας με
την επωνυμία «GENERALI HELLAS Α.Ε.», για την περίπτωση που γίνει δεκτή η έφεση
του ενάγοντος.
Η
συζήτηση αμφοτέρων των εφέσεων προσδιορίστηκε για την παρούσα δικάσιμο. Κατά τη
δικάσιμο αυτή, όλες οι ανωτέρω υποθέσεις εκφωνήθηκαν με τη σειρά τους από το
οικείο πινάκιο (. και .) και συζητήθηκαν. Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων, οι
διάδικοι παραστάθηκαν, όπως ανωτέρω σημειώνεται, και αναφέρθηκαν στις έγγραφες
προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ
ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται
προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου Α) η από 23-5-2023 (αρ. κατ. πρωτοδικείου ./2023)
έφεση του ενάγοντος ανηλίκου ., εκπροσωπούμενου από τους έχοντες τη γονική
μέριμνα γονείς του κατά της 4319/2023 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς
Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή του, που εδράζεται
στην αδικοπραξία από ιατρική ευθύνη και Β) η από 25-1-2024 (αρ.
κατ. πρωτοδικείου ./2023) επικουρική έφεση του νικήσαντος πρώτου εναγομένου, προσεπικαλούντος - παρεμπιπτόντως ενάγοντος ιατρού κατά της
καθής η προσεπίκληση παρεμπιπτόντως εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας. Η ως άνω έφεση και
επικουρική έφεση, βάλλουν αμφότερες κατά της με αριθμό 4319/2023 οριστικής
απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία
των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία. Περαιτέρω, ως υπαγόμενες στο ίδιο
είδος διαδικασίας και λόγω του παρακολουθηματικού
χαρακτήρα της επικουρικής έφεσης, σε σχέση με την κύρια έφεση, πρέπει, εφόσον
ασφαλώς ευοδωθεί η κύρια έφεση, να ενωθούν και να συνεκδικαστούν,
λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, διότι στρέφονται κατά της ιδίας
αποφάσεως εκδοθείσας επί αξιώσεων των διαδίκων,
αναγόμενων στο ίδιο ζημιογόνο περιστατικό, συνακόλουθα δε δια της συνεκδικάσεως διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης,
επέρχεται μείωση των εξόδων και αποφεύγεται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων (
άρθρα 31, 246, 524 ΚΠολΔ).
Από
το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 80, 88, 89, 277 αρ.
4 και 517 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι, αν ο εναγόμενος προσεπικαλέσει στη δίκη εκείνον κατά του οποίου, σε
περίπτωση ήττας του, δικαιούται να αναχθεί και ζητήσει αποζημίωση, για το ποσό
που ενδεχομένως θα υποχρεωθεί να καταβάλει στον ενάγοντα και συγχρόνως ενώσει
μαζί με την προσεπίκληση και αγωγή αποζημιώσεως, ο δε προσεπικληθείς και με την
παρεμπίπτουσα αγωγή εναγόμενος προσήλθε στη δίκη, αλλά δεν παρενέβη
σε αυτή ούτε επικουρικά, περιορισθείς μόνο στην απόκρουση της προσεπικλήσεως
και την άρνηση της υποχρεώσεως του για αποζημίωση, δεν καθίσταται διάδικος στην
κύρια δίκη μεταξύ του ενάγοντος και του εναγομένου,
ούτε δημιουργείται ομοδικία μεταξύ αυτού (προσεπικληθέντος)
και του προσεπικαλέσαντος αυτόν εναγομένου.
Από αυτά παρέπεται ότι αν απορριφθεί η αγωγή και ως
εκ τούτου και συναφώς η προσεπίκληση και η ενωμένη σε αυτή παρεμπίπτουσα αγωγή
αποζημιώσεως, ως άνευ αντικειμένου (Α.Π. 1353/2008, Α.Π. 1289/1989 ΤΝΠ
«Νόμος»), ο ενάγων στην κύρια δίκη, ασκώντας έφεση κατά της πρωτόδικης
αποφάσεως, δεν δικαιούται να την απευθύνει και κατά του προσεπικληθέντος
και παρεμπιπτόντως εναγομένου, διότι ο τελευταίος,
εφόσον δεν παρενέβη, δεν κατέστη διάδικος στην κύρια
δίκη. Αντίθετα, ο εναγόμενος προσεπικαλέσας και
παρεμπιπτόντως ενάγων δικαιούται να ασκήσει έφεση και κατά του προσεπικληθέντος και παρεμπιπτόντως εναγομένου,
πλην όμως αυτή, κατ' ανάγκη, θα είναι επικουρική, θα τελεί δηλαδή υπό την
αίρεση ευδοκιμήσεως της εφέσεως του ενάγοντος, γιατί αλλιώς δεν έχει ο προσεπικαλέσας - παρεμπιπτόντως ενάγων έννομο συμφέρον να
προσβάλει την πρωτόδικη απόφαση. Το έννομο αυτό συμφέρον, δημιουργείται το
πρώτον με την παραδοχή της εφέσεως του ενάγοντος, ανατρέχει, όμως, κατά τη φύση
και το σκοπό της αιρέσεως, υπό την οποία τελεί η έφεση του εναγομένου,
στο χρόνο ασκήσεως του ενδίκου αυτού μέσου. Τούτο δε, λόγω του ότι η
προσεπίκληση και η ενωμένη με αυτήν παρεμπίπτουσα αγωγή έχει εκ των πραγμάτων
επικουρικό χαρακτήρα, δηλαδή εξετάζονται μόνο σε περίπτωση παραδοχής της κύριας
αγωγής (ΕφΑΘ 26/2019 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ
4440/2017 ΝοΒ 2018, 239, ΕφΠειρ.
145/2014, Εφ.Λαρ. 534/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ.
2416/2010, ΕλλΔνη 2011/850, Εφ.Αθ.
2416/2010, Εφ.Αθ. 6841/2008 Εφ.Λαρ.
534/2014 ΤΝΠ «Νόμος»). Στην προκειμένη περίπτωση, η υπό κρίση από 23-05-2023
και αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου
./23-05-2023 και του παρόντος Δικαστηρίου .../01-06-2023 έφεση του ανηλίκου
ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος, εκπροσωπούμενου από τους ασκούντες τη γονική του
μέριμνα ..., κατά της υπ’ αριθμ. 4319/2023 οριστικής
απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης απευθύνεται τόσο κατά των εναγομένων της κυρίας δίκης ... και ανώνυμης εταιρίας
«ΙΑΤΡΙΚΟ ΑΘΗΝΩΝ» όσο και κατά της προσεπικληθείσας
από τον πρώτο εναγόμενο - παρεμπιπτόντως εναγομένης
ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «GENERALI HELLAS», η οποία, σημειωτέον, δεν άσκησε πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του προσεπικαλέσαντος αυτήν. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την
εκκαλουμένη απόφασή του, απέρριψε την προσεπίκληση και την παρεμπίπτουσα αγωγή
για έλλειψη εννόμου συμφέροντος, λόγω απορρίψεως της εναντίον τούτου (πρώτου εναγομένου) κυρίας αγωγής. Επομένως, εφόσον το Δικαστήριο
εκείνο δεν ερεύνησε κατ' ουσίαν την προσεπίκληση και
την ενωμένη με αυτήν παρεμπίπτουσα αγωγή, η δε προσεπικαλούμενη ασφαλιστική
εταιρία δεν άσκησε πρόσθετη παρέμβαση, σύμφωνα με όσα ελέχθησαν
στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, δεν κατέστη διάδικος στην κύρια δίκη και επομένως
δε νομιμοποιείται παθητικά στην παρούσα έφεση, κατ' άρθρο 517 ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει η έφεση να απορριφθεί ως προς τη
τρίτη των εφεσιβλήτων, ως απαράδεκτη και να επιβληθεί
η δικαστική δαπάνη αυτής σε βάρος του εκκαλούντος (άρθρ. 176 και 183 ΚΠολΔ). Αντίθετα, ως προς τους δύο πρώτους εφεσιβλήτους, η έφεση είναι παραδεκτή, διότι ασκήθηκε
νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός της γνήσιας προθεσμίας των 30 ημερών από
την επίδοση της εκκαλουμένης, καθώς, όπως προκύπτει από την επισημείωση του
δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Θεσσαλονίκης, αυτή επιδόθηκε στους νομίμους αντιπροσώπους του ενάγοντας στις 24-04-2023 και η
έφεση ασκήθηκε με κατάθεση στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις
23-05-2023 (άρθρα 495 παρ. 1 και 2 499, 511, 513, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1
και 520 παρ. 1 ΚΠολΔ), επιπλέον δε έχει κατατεθεί,
κατά την άσκησή της, το απαιτούμενο παράβολο, που προβλέπεται από τη διάταξη
της παρ. 3 του άρθρου 495 εδ. α’ και β’ ΚΠολΔ. Επομένως, η έφεση αυτή, ως προς τους δύο πρώτους εναγομένους, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ ) και να ερευνηθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο αυτό,
το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπον προς
εκδίκασή της (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε, λόγω του
χρόνου κατάθεσής της μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2, σε
συνδυασμό με το άρθρο 72 παρ. 13 του Ν. 3994/25-7-2011 ΦΕΚ Α’ 165/25-07- 2011),
κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη
απόφαση, ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των
προβαλλομένων λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν (άρθρα 522,
524 και 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ).
Περαιτέρω
η από 25-01-2024 (αρ. κατ.
./2024 και αρ. προσδ. ./2024) επικουρική έφεση του
πρώτου εφεσιβλήτου ... κατά της ασφαλιστικής εταιρίας
με την επωνυμία GENERALI HELLAS έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός
της διετούς καταχρηστικής προθεσμίας του άρθρου 518 παρ. 2 ΚΠολΔ,
καθώς η προσβαλλόμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στις 29-03-2023, ενώ η έφεση
ασκήθηκε με κατάθεση στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις
30-01-2024. Επιπλέον, παραδεκτά στρέφεται κατά της προσεπικαλουμένης -
παρεμπιπτόντως εναγομένης στην πρωτόδικη δίκη
δικονομικής εγγυήτριας ασφαλιστικής εταιρίας, παρότι η προσεπίκληση και
παρεμπίπτουσα αγωγή απορρίφθηκαν ελλείψει εννόμου συμφέροντος, καθόσον ασκήθηκε
υπό την αίρεση της ευοδώσεως της σε βάρος του έφεσης του εκκαλούντος -
ενάγοντος. Πρέπει, επομένως, και η ως άνω επικουρική έφεση να γίνει τυπικά
δεκτή και, εφόσον ευοδωθεί η κύρια έφεση του ενάγοντος, να ερευνηθεί και αυτή
περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των
λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για
το παραδεκτό της έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα το προβλεπόμενο από την
παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, παράβολο
έφεσης.
Με
την από 17-3-2017 (αρ. κατ.
../2017) αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης ο ανήλικος
ενάγων ... (γεννηθείς 18-8-2006) εκπροσωπούμενος, λόγω της ανηλικότητός
του από τους από τους ασκούντες τη γονική μέριμνα γονείς του, εξέθετε ότι,
δυνάμει σύμβασης που καταρτίστηκε το Νοέμβριο του 2013 μεταξύ των ως άνω νομίμων αντιπροσώπων του και του πρώτου εναγομένου
... ειδικού χειρουργού οφθαλμιάτρου, στο ιδιωτικό του ιατρείο, ο τελευταίος
ανέλαβε να πραγματοποιήσει χειρουργική επέμβαση αφαίρεσης καταρράκτη στον
αριστερό οφθαλμό του (ενάγοντος) με τη μέθοδο της ένθεσης ενδοφακού,
ενώ αυτός ήταν ηλικίας μόλις 2 % μηνών. Ότι το παραπάνω χειρουργείο έλαβε χώρα
στις 17-11-2006 στο ιατρικό κέντρο, που η δεύτερη εναγομένη
ανώνυμη εταιρεία διατηρεί στη Θεσσαλονίκης και ο ενάγων εξήλθε την επομένη. Ότι
ο εναγόμενος ιατρός πρότεινε και εφάρμοσε εσφαλμένα, με χρήση μη ενδεδειγμένου
υλικού, τη χειρουργική επέμβαση ετερόπλευρου
συγγενούς καταρράκτη με τοποθέτηση ενδοφακού, η οποία
αντενδείκνυτο για την ηλικία του ενάγοντος. Επίσης,
εκθέτει ότι ο εναγόμενος ουδέποτε ενημέρωσε τους γονείς του για το σύνολο των
επιπλοκών από την επέμβαση με χρήση ενδοφακού και
ειδικότερα τον κίνδυνο αποκόλλησης του αμφιβληστροειδούς, η οποία εν τέλει
συνέβη. Ότι, περαιτέρω, κατά παράβαση των κανόνων της ιατρικής, επέβαλε, μετά
την επέμβαση, πολύωρο καθημερινό κλείσιμο του δεξιού οφθαλμού για μεγάλο
χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα να επέλθει διεγερτικής στέρησης αμβλυωπία στον
οφθαλμό αυτό. Ότι το Νοέμβριο του 2011 ο ενάγων αισθάνθηκε έντονο πόνο στο
μάτι, τσούξιμο, φωτοφοβία και ερυθρότητα και, κατά την εξέτασή του, ο
εναγόμενος δεν αξιολόγησε ορθά τα συμπτώματα του ανηλίκου και ιδίως την
αιμορραγία στο πρόσθιο μέρος του αριστερού οφθαλμού και πρότεινε, κατά παράβαση
των κανόνων της ιατρικής επιστήμης, συντηρητική θεραπεία επί δύο μήνες, ενώ
παρέλειψε να ζητήσει εγκαίρως τη διενέργεια υπερηχογραφήματος και διερευνητική βιτρεκτομή. Ότι η παρατεταμένη αιμορραγία και η μη
διενέργεια της βιτρεκτομής είχαν ως αποτέλεσμα την
επέκταση της αιμορραγίας στα αγγεία της ίριδας και την κοιλότητα του βολβού, με
αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς, η οποία διαγνώστηκε στις 22-3-2012 από
ιατρούς στον εξωτερικό. Ότι οι ανωτέρω σωματικές βλάβες που υπέστη ο ενάγων
οφείλονται σε αμέλεια του πρώτου εναγομένου, που
τελούσε σε σχέση ελεύθερης συνεργασίας με την δεύτερη εναγομένη,
και ο οποίος ενήργησε παρά τους αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης
και τέχνης, κατά παράβαση του καθήκοντος επιμελείας και από έλλειψη προσοχής
που μπορούσε και έπρεπε να καταβάλει. Με βάση αυτά, ζήτησε να υποχρεωθούν οι
εναγόμενοι να του καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος,
α) το ποσό των 300.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, β) το
ποσό των 300.000 ευρώ λόγω των συνεπειών που θα έχει στο επαγγελματικό και
κοινωνικό του μέλλον η αναπηρία που έχει υποστεί από τη σημαντική έκπτωση της
όρασής του και γ) το συνολικό ποσό των 5.170, 73 ευρώ για τις αεροπορικές του
μετακινήσεις για τη διενέργεια ιατρικών επισκέψεων στο εξωτερικό, τις ιατρικές
εξετάσεις, την αγορά των φαρμακευτικών σκευασμάτων που αναφέρονται στο αγωγικό δικόγραφο, άπαντα δε τα ποσά αυτά νομιμοτόκως από την επομένης της επίδοσης της αγωγής και
μέχρις εξοφλήσεως. Περαιτέρω, ο ενάγων με την νομότυπα και εμπρόθεσμα
κατατεθείσες στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο προτάσεις του περιόρισε, στο σύνολό
του, κατ' άρθρο 223 ΚΠολΔ, το καταψηφιστικό
αίτημα της αγωγής σε αναγνωριστικό. Περαιτέρω, ο πρώτος εναγόμενος,
επικαλούμενος ενεργή κατά το χρόνο του ένδικου συμβάντος σύμβαση ασφάλισης, με
ξεχωριστό δικόγραφο (αρ. κατ.
./2017), προσεπικάλεσε, ως δικονομικό εγγυητή, την
ασφαλιστική εταιρία «GENERALI HELLAS Α.Ε.», στην οποία είχε ασφαλίσει την
αστική του ευθύνη για πράξεις ή παραλείψεις που συνέβησαν κατά την άσκηση του
επαγγέλματος του, να παρέμβει υπέρ του στη δίκη και με την ενωμένη σ' αυτή
παρεμπίπτουσα αγωγή του, ζήτησε να υποχρεωθεί η παρεμπιπτόντως εναγόμενη
ασφαλιστική εταιρία να του καταβάλει οποιοδήποτε ποσό κληθεί να πληρώσει στον
κυρίως ενάγοντα, μέχρι του ποσού της ασφαλιστικής του κάλυψης. Το πρωτοβάθμιο
δικαστήριο, με την 11848/2018 απόφασή του, αφού συνεκδίκασε
την κύρια αγωγή και την προσεπίκληση με τη σωρευόμενη
παρεμπίπτουσα αγωγή και αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη
στις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330, 340, 345, 346, 481, 914, 922, 926,
929, 931, 932 ΑΚ, 24 του α.ν. 1565/1939, 2 παρ. 3 εδ. α', 3 παρ. 2 και 3, 10 παρ. 1και 3, 11 και 12 του ν.
3148/2005 (Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας), 8 του ν. 2251/1994, 70 και 74 ΚΠολΔ, ανέβαλε κατ' άρθρο 254 ΚΠολΔ
την έκδοση οριστικής απόφασης, προκειμένου: α) να εξεταστούν ενώπιον του, ως
μάρτυρες από την πλευρά του ενάγοντος, ο ..., ιατροδικαστής και από την πλευρά
των εναγομένων ο ... ομότιμος καθηγητής οφθαλμολογίας
ΑΠΘ και β) να διενεργηθεί ιατρική πραγματογνωμοσύνη, ορίζοντας ως
πραγματογνώμονα τον χειρουργό οφθαλμίατρο . προκειμένου να αποφανθεί επί των
τιθέμενων με την ως άνω απόφαση ζητημάτων. Ακολούθως, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 4449/2020 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, ο ανωτέρω
διορισθείς πραγματογνώμων αντικαταστάθηκε από τον οφθαλμίατρο ., ο οποίος
υπέβαλε την με αριθμό ./2021 δήλωση αποποίησης, ενόψει της οποίας, με την
9523/2021 απόφαση του Δικαστηρίου εκείνου, διατάχθηκε η αντικατάστασή του από
τον οφθαλμίατρο . ο οποίος εν τέλει διενήργησε την ανατεθείσα με την παραπάνω
μη οριστική απόφαση πραγματογνωμοσύνη και κατέθεσε τη σχετική έκθεση που
συνέταξε στη γραμματεία του Δικαστηρίου, με αριθμό ./7-4-2022. Ακολούθως, με
την με αρ. κατ. ./3-6-2022
κλήση, εισήχθη η υπόθεση προς συζήτηση και μετά την εξέταση των μαρτύρων,
εκδόθηκε η 4319/2023 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την
οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως κατ' ουσίαν αβάσιμη και
συνακόλουθα η προσεπίκληση και παρεμπίπτουσα αγωγή απορρίφθηκαν, λόγω ελλείψεως
εννόμου συμφέροντος.
Με
την έφεσή του, ο κατά τα άνω ηττηθείς ενάγων παραπονείται για κακή εφαρμογή του
νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί, αφού γίνει δεκτή η έφεσή
του, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και να γίνει δεκτή στο σύνολό της η αγωγή
του. Επίσης, με την παραδεκτά σωρευόμενη επικουρική
έφεσή του, η νικήσας πρώτος εναγόμενος, στρεφόμενος
κατά της ασφαλιστικής της εταιρίας την οποία είχε προσεπικαλέσει
και εναγάγει (παρεμπιπτόντως) στην πρωτοβάθμια δίκη, ζητεί, σε περίπτωση που
ήθελε γίνει δεκτή η κύρια έφεση του ενάγοντος, να ακυρωθεί η εκκαλουμένη, κατά
το μέρος που παρείλκυσε την εξέταση της ως άνω
προσεπικλήσεως και παρεμπίπτουσας αγωγής της και να υποχρεωθεί η εφεσίβλητη
ασφαλιστική εταιρία να του καταβάλει, ό,τι αυτός υποχρεωθεί να καταβάλει στον
κυρίως ενάγοντα.
Από
τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 330 εδ. β',
914 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη
προς αποζημίωση ή (και) προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης
προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή
(και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του
δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Για την κατάφαση της
παρανομίας δεν απαιτείται οπωσδήποτε παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου,
αλλά αρκεί και η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή
στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της
γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας, στο πλαίσιο της συναλλακτικής και
γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της,
κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής
αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας υποχρέωσης για τη λήψη ορισμένων
μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων
προσώπων. Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει όταν, εξαιτίας της παράλειψης
του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια που αν κατέβαλε, με μέτρο τη συμπεριφορά
του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου δραστηριότητας του, θα
ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, αυτός (δράστης) είτε δεν
προέβλεψε την, επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος, είτε προέβλεψε μεν το
ενδεχόμενο επέλευσης του, ήλπισε όμως ότι θα το αποφύγει. Αιτιώδης σύνδεσμος
υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν σύμφωνα με τα
διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων,
να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε όντως στη συγκεκριμένη περίπτωση
(ενδεικτικά ΑΠ 1693/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, η ιατρική αμέλεια θεμελιώνεται
στο άρθρο 24 του α.ν. 1565/1939 "περί Κωδικός
ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος", που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο
47 του ΕισΝΑΚ, σύμφωνα με το οποίο "Ο ιατρός
οφείλει να παρέχει μετά ζήλου, ευσυνειδησίας και αφοσιώσεως την ιατρικήν αυτού συνδρομήν,
συμφώνως προς τας θεμελιώδεις αρχάς της ιατρικής επιστήμης και της κτηθείσης
πείρας, τηρώντας τας ισχύουσας διατάξεις περί διαφυλάξεων της υγείας των
ασθενών και προστασίας των υγιών", ήδη όμως και στις διατάξεις των άρθρων
2 § 3 εδ. α', 3 §§ 2 και 3 και 10 §§ 1 και 3 του ν.
3148/2005 (Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας), που εκσυχχρονίζουν
και εξειδικεύουν πλέον το ζητούμενο πρότυπο της ορθής ιατρικής συμπεριφοράς,
ορίζοντας ότι: «Το ιατρικό λειτούργημα ασκείται σύμφωνα με τους γενικά
αποδεκτούς και ισχύοντες κανόνες της ιατρικής επιστήμης» (2 § 3 εδ. α'), «2. Ο ιατρός ενεργεί με βάση: α) την εκπαίδευση
που του έχει παρασχεθεί κατά τη διάρκεια των προπτυχιακών του σπουδών, την
άσκησή του για την απόκτηση τίτλου ιατρικής ειδικότητας και τη συνεχιζόμενη
ιατρική του εκπαίδευση, β) την πείρα και τις δεξιότητες που αποκτά κατά την
άσκηση της ιατρικής και γ) τους κανόνες της τεκμηριωμένης και βασισμένης σε
ενδείξεις ιατρικής επιστήμης. 3. Ο ιατρός, κατά την άσκηση της ιατρικής,
ενεργεί με πλήρη ελευθερία, στο πλαίσιο των γενικά αποδεκτών κανόνων και
μεθόδων της ιατρικής επιστήμης, όπως αυτοί διαμορφώνονται με βάση τα
αποτελέσματα της εφαρμοσμένης σύγχρονης επιστημονικής έρευνας. Έχει δικαίωμα
για επιλογή μεθόδου θεραπείας, την οποία κρίνει ότι υπερτερεί σημαντικά έναντι
άλλης, για τον συγκεκριμένο ασθενή, με βάση τους σύγχρονους κανόνες της
ιατρικής επιστήμης, και παραλείπει τη χρήση μεθόδων που δεν έχουν επαρκή
επιστημονική τεκμηρίωση» (3 §§ 2 και 3), «1. Η άσκηση της ιατρικής γίνεται
σύμφωνα με τους γενικά παραδεκτούς κανόνες της ιατρικής επιστήμης. Ο ιατρός
έχει υποχρέωση συνεχιζόμενης δια βίου εκπαίδευσης και ενημέρωσης σχετικά με τις
εξελίξεις της ιατρικής επιστήμης και της ειδικότητάς
του. ... 3. Ο ιατρός οφείλει να αναγνωρίζει τα όρια των επαγγελματικών του
ικανοτήτων και να συμβουλεύεται τους συναδέλφους του (10 §§ 1 και 3). Από τη
διάταξη του άρθρου 24 του α.ν. 1565/1939, σε
συνδυασμό με τις λοιπές που προαναφέρθηκαν, προκύπτει ότι ο ιατρός ευθύνεται σε
αποζημίωση για τη ζημία που έπαθε ο ασθενής πελάτης του από κάθε αμέλεια του,
ακόμη και ελαφρά, εάν, κατά την εκτέλεση των ιατρικών καθηκόντων του, παρέβη την υποχρέωση επιμελείας του να ενεργήσει σύμφωνα με
τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης. Αντιθέτως, δεν φέρει καμιά
ευθύνη, εάν ενήργησε σύμφωνα με τους πιο πάνω κανόνες (lege
artis), και ειδικότερα, όπως θα ενεργούσε κάτω από
τις ίδιες συνθήκες και περιστάσεις και έχοντας στη διάθεση του τα ίδια μέσα
ένας μέσος, συνετός και επιμελής ιατρός (ΑΠ 1693/2013 ό.π.,
βλ. σχ. και ΑΠ 1009/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1444/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 424/2012 ΧρΙΔ 2012. 587). Ευθύνη των ιατρών προκύπτει και όταν αυτοί
πριν από τη χειρουργική επέμβαση δεν προέβησαν στον απαιτούμενο προεγχειρητικό έλεγχο, ενώ αμέλεια μπορεί να θεμελιωθεί σε
εσφαλμένη διάγνωση ή σε λάθη κατά τη διάγνωση, όπως επίσης σε σφάλμα περί την
επιλογή της θεραπείας, λόγω της οποίας και επέρχεται βλάβη στον ασθενή, είτε
αυτό οφείλεται σε άγνοια της προσήκουσας για την περίπτωση θεραπείας ή γενικά
ενέργειας, είτε διότι επελέγη μέθοδος και θεραπεία η οποία, κατά τις γενικά
κρατούσες αρχές της ιατρικής επιστήμης, δεν ήταν η ενδεδειγμένη για την
περίπτωση (ό.π., σ. 10). Περαιτέρω, την ευθύνη αυτή
του ιατρού, ως προς ορισμένα (ειδικά) θέματα, καλύπτει και η ρυθμιστική
εμβέλεια του άρθρου 8 του ν. 2251/1994 για την "προστασία των
καταναλωτών", το οποίο ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι "ο παρέχων υπηρεσίες
ευθύνεται για κάθε ζημία που προκάλεσε υπαιτίως κατά την παροχή των
υπηρεσιών" (παρ. 1), ότι "ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος
παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής
δραστηριότητας" (παρ. 2 εδ. β'), ότι "ο
ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της
παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας" (παρ. 3), ότι "ο παρέχων τις
υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης υπαιτιότητας" (παρ. 4 εδ. α'), ότι "για την εκτίμηση της έλλειψης
υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο
των ειδικών συνθηκών και ιδιαίτερα: α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας,
ιδίως σε σχέση με τον βαθμό επικινδυνότητας της, β) η εξωτερική μορφή της
υπηρεσίας, γ) ο χρόνος παροχής της υπηρεσίας, δ) η ελευθερία δράσης που
αφήνεται στον ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, ε) το αν ο ζημιωθείς ανήκει
σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων
και στ) το αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί
εθελοντική προσφορά του παρέχοντας" (παρ. 4 εδ.
β’) και ότι "μόνη η ύπαρξη ή δυνατότητα τελειότερης υπηρεσίας κατά τον
χρόνο παροχής της υπηρεσίας ή μεταγενέστερα δεν συνιστά υπαιτιότητα" (παρ.
5). Από τις διατάξεις αυτού του άρθρου προκύπτει ότι στο πεδίο εφαρμογής του
εμπίπτουν και οι ιατρικές υπηρεσίες, διότι ο παρέχων αυτές ιατρός ενεργεί κατά
τρόπο ανεξάρτητο, δεν υπόκειται δηλαδή σε συγκεκριμένες υποδείξεις ή οδηγίες
του αποδέκτη των υπηρεσιών (ασθενούς), αλλά έχει την πρωτοβουλία και την
ευχέρεια να προσδιορίζει τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών του (ΑΠ 1693/2013 ό.π.), με επακόλουθο και την καθιέρωση νόθου αντικειμενικής
ευθύνης του ιατρού, κατά τις ανωτέρω διατάξεις (ΑΠ 687/2013 ό.π.,
ΑΠ 424/2012 ό.π., ΑΠ 1227/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, έτσι και Α.
Τσαλαπόρτας, ό.π., σ. 11).
Ενόψει δε της νόθου αυτής αντικειμενικής ευθύνης, με την έννοια της αντιστροφής
του βάρους απόδειξης τόσο ως προς την υπαιτιότητα όσο και ως προς την
παρανομία, ο ζημιωθείς φέρει το βάρος να αποδείξει την παροχή των υπηρεσιών, τη
ζημία του και τον αιτιώδη σύνδεσμο της ζημίας με την εν γένει παροχή των
υπηρεσιών, όχι όμως και τη συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη που επέφερε το
ζημιογόνο αποτέλεσμα, ενώ ο παρέχων τις υπηρεσίες ιατρός, προκειμένου να
απαλλαγεί από την ευθύνη, πρέπει να αποδείξει είτε την ανυπαρξία παράνομης και
υπαίτιας πράξης του, είτε την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου της ζημίας με την
παράνομη και υπαίτια πράξη του είτε τη συνδρομή κάποιου λόγου επαγόμενου την
άρση ή τη μείωση της ευθύνης του (ΑΠ 1693/2013 ό.π.,
ΑΠ 1227/2007 ό.π., Α. Τσαλαπόρτας,
ό.π., σ. 11).Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 5
της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας του ατόμου σε σχέση με τις εφαρμογές της βιολογίας
και της ιατρικής - Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Βιοϊατρική - που υπογράφηκε στις 4 Απριλίου 1997 στο Oviedo της Ισπανίας, η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του
ν. 2619/1998, επέμβαση σε θέματα υγείας μπορεί να υπάρξει μόνον εφόσον το
ενδιαφερόμενο πρόσωπο δώσει την ελεύθερη συναίνεσή του, κατόπιν σχετικής εκ των
προτέρων ενημέρωσής του ως προς το σκοπό και τη φύση της επέμβασης, καθώς και
ως προς τα επακόλουθα και τους κινδύνους που αυτή συνεπάγεται, μπορεί δε το
ενδιαφερόμενο πρόσωπο να ανακαλέσει ελεύθερα και οποτεδήποτε τη συναίνεσή του.
Ο ήδη ισχύων Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας (ν. 3418/2005), επανέλαβε ουσιαστικά
τις προαναφερόμενες ρυθμίσεις της Σύμβασης του Οβιέδο και ρύθμισε διεξοδικότερα
τα θέματα της συναίνεσης και της ενημέρωσης του ασθενούς, στα άρθρα 11 (για την
ενημέρωση) και 12 (για τη συναίνεση), εκ των οποίων το τελευταίο προβλέπει
ειδικότερα τα εξής: «1. Ο ιατρός δεν επιτρέπεται να προβεί στην εκτέλεση
οποιοσδήποτε ιατρικής πράξης χωρίς την προηγούμενη συναίνεση του ασθενή. 2.
Προϋποθέσεις της έγκυρης συναίνεσης του ασθενή είναι οι ακόλουθες: α) Να
παρέχεται μετά από πλήρη, σαφή και κατανοητή ενημέρωση, σύμφωνα με το
προηγούμενο άρθρο, β) Ο ασθενής να έχει ικανότητα για συναίνεση, αα) Αν ο ασθενής είναι ανήλικος, η συναίνεση δίδεται από
αυτούς που ασκούν τη γονική μέριμνα ή έχουν την επιμέλειά του. Λαμβάνεται,
όμως, υπόψη και η γνώμη του, εφόσον ο ανήλικος, κατά την κρίση του ιατρού, έχει
την ηλικιακή, πνευματική και συναισθηματική ωριμότητα να κατανοήσει την
κατάσταση της υγείας του, το περιεχόμενο της ιατρικής πράξης και τις συνέπειες
ή τα αποτελέσματα ή τους κινδύνους της πράξης αυτής. Στην περίπτωση της
παραγράφου 3 του άρθρου 11 απαιτείται πάντοτε η συναίνεση των προσώπων που
ασκούν τη γονική μέριμνα του ανηλίκου, ββ) Αν ο
ασθενής δεν διαθέτει ικανότητα συναίνεσης, η συναίνεση για την εκτέλεση
ιατρικής πράξης δίδεται από τον δικαστικό συμπαραστάτη, εφόσον αυτός έχει
ορισθεί. Αν δεν υπάρχει δικαστικός συμπαραστάτης, η συναίνεση δίδεται από τους
οικείους του ασθενή. Σε κάθε περίπτωση, ο ιατρός πρέπει να προσπαθήσει να
εξασφαλίσει την εκούσια συμμετοχή, σύμπραξη και συνεργασία του ασθενή, και
ιδίως εκείνου του ασθενή που κατανοεί την κατάσταση της υγείας του, το
περιεχόμενο της ιατρικής πράξης, τους κινδύνους, τις συνέπειες και τα
αποτελέσματα της πράξης αυτής, γ) Η συναίνεση να μην είναι αποτέλεσμα πλάνης,
απάτης ή απειλής και να μην έρχεται σε σύγκρουση με τα χρηστά ήθη. δ) Η
συναίνεση να καλύπτει πλήρως την ιατρική πράξη και κατά το συγκεκριμένο
περιεχόμενό της και κατά το χρόνο της εκτέλεσής της. 3. Κατ’ εξαίρεση δεν
απαιτείται συναίνεση: α) στις επείγουσες περιπτώσεις, κατά τις οποίες δεν
μπορεί να ληφθεί κατάλληλη συναίνεση και συντρέχει άμεση, απόλυτη και
κατεπείγουσα ανάγκη παροχής ιατρικής φροντίδας, β) στην περίπτωση απόπειρας
αυτοκτονίας ή γ) αν οι γονείς ανήλικου ασθενή ή οι συγγενείς ασθενή που δεν
μπορεί για οποιονδήποτε λόγο να συναινέσει ή άλλοι τρίτοι, που έχουν την
εξουσία συναίνεσης για τον ασθενή, αρνούνται να δώσουν την αναγκαία συναίνεση
και υπάρχει ανάγκη άμεσης παρέμβασης, προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος για
τη ζωή ή την υγεία του ασθενή». Σε ακολουθία προς τα ανωτέρω πρέπει να γίνει
δεκτό ότι η σχετική ενημέρωση, για να είναι έγκυρη, θα πρέπει να γίνεται από
τον ειδικό κάθε φορά ιατρό. Έτσι, εάν, λόγου χάριν, ο παθολόγος, που επιλήφθηκε
της περίπτωσης, παρέπεμψε τον ασθενή σε εγχείρηση, θα πρέπει ο μεν παθολόγος να
ενημερώσει τον ασθενή για τον λόγο για τον οποίο πρέπει να γίνει η εγχείρηση, ο
δε χειρουργός για τον τρόπο και τις επιπλοκές της εγχείρησης, καθώς και για τα
προβλήματα που τυχόν παρουσιαστούν μετεγχειρητικά. Από τις παραπάνω διατάξεις
σαφώς συνάγεται ότι η διενέργεια ιατρικών πράξεων, ανεξάρτητα εάν αυτές είναι
απλές διαγνωστικές ή θεραπευτικές, προϋποθέτει την ελεύθερη συναίνεση του ασθενούς,
που πρέπει να δίνεται εκ των προτέρων και αφού ο ασθενής έχει κατάλληλα
ενημερωθεί ως προς το σκοπό και τη φύση της ιατρικής πράξης, καθώς και ως προς
τα επακόλουθα και τους κινδύνους που αυτή ενδεχομένως συνεπάγεται. Η ύπαρξη
δηλαδή έγκυρης συναίνεσης του ασθενούς προϋποθέτει την προηγούμενη πλήρη
ενημέρωσή του κατά την παραπάνω έννοια από τον ιατρό που πρόκειται να ενεργήσει
την ιατρική πράξη, αλλά και απ’ αυτόν που διέγνωσε προηγουμένως την ανάγκη
διενέργειας της ιατρικής πράξης και τη συνέστησε στον ασθενή, αφού και στις δυο
περιπτώσεις είναι όμοιοι οι κίνδυνοι που δημιουργούνται για τον ασθενή και οι
οποίοι πρέπει να καλυφθούν με τη συναίνεσή του (ΑΠ 424/2012 ΤΝΠ ΑΠ). Παραβίαση
του δικαιώματος αυτού και της αντίστοιχης υποχρέωσης του ιατρού, συνιστά νόμιμο
λόγο ευθύνης προς αποζημίωση του ασθενούς, σε περίπτωση επέλευσης βλάβης στη
σωματική και ψυχική υγεία του ασθενούς από επιπλοκές, σχετιζόμενες με την
εφαρμογή των πιο πάνω θεραπευτικών και ιατρικών μεθόδων και πρακτικών, κατ’
εφαρμογή των άρθρων 330 και 914 του ΑΚ (ΑΠ 1344/2021, ΑΠ 693/2020, ΑΠ 687/2013
ΤΝΠ Νόμος, Αγγ. Στεργίου, Κοινωνικά Δικαιώματα, σελ.
212-215, έκδ. 2023, Μ. Μηλαπίδου,
Ενημερωμένη συναίνεση σε ιατρική πράξη: έκταση και περιεχόμενο - Επιλογή
κατάλληλης ιατρικής μεθόδου και lege artis εκτέλεσή της, ΠοινΔνη 2023,
σελ. 568-572, Απ. Χελιδόνη,
Η έννοια του ιατρικού σφάλματος, ΤΝΠ Qualex, Κουβαρά Ηλ., Ευθύνη του δημοσίου νοσοκομείου από σφάλματα κατά την
άσκηση περιγεννητικής ιατρικής, ΤΝΠ Qualex, Βρ. Πολυμενάκου, Αστική
ευθύνη της ιδιωτικής κλινικής στην περίπτωση παράλειψης ενημέρωσης του
ασθενούς, ΤΝΠ Qualex). Πέραν όμως της νόμιμης αυτής
βάσης, η αυθαίρετη ιατρική πράξη ενεργοποιεί και την ενδοσυμβατική
ευθύνη του ιατρού (330 και 652 ΑΚ), ανεξάρτητα αν συνιστά παράβαση κύριας ή παρεπόμενης
συμβατικής υποχρέωσης, παράλληλα όμως συνιστά και παράνομη προσβολή της
προσωπικότητας (ΑΚ 57), στην ειδικότερη έκφανσή της του δικαιώματος κάθε
προσώπου να αυτοκαθορίζεται σε σχέση με τη σωματική
ακεραιότητα και την υγεία του. Έτσι, υπό το προαναφερθέν πλαίσιο, ο ασθενής
έχει αξίωση αποκατάστασης της ζημίας από κάθε βλάβη στο σώμα και στην υγεία
του, η οποία συνδέεται αιτιωδώς με την αυθαίρετη ιατρική πράξη, χωρίς να έχει
νομική σημασία το γεγονός ότι η πράξη αυτή εκτελέστηκε σύμφωνα με τους κανόνες
της ιατρικής (de lege artis).
Η παρανομία της πράξης, όπως ελέχθη, έγκειται στην
έλλειψη της συναίνεσης και όχι στην ύπαρξη ιατρικού σφάλματος, οι σχετικές δε
ζημίες καταρχήν καλύπτονται τόσο από την προϋπόθεση της ύπαρξης πρόσφορης
αιτίας όσο και από τον προστατευτικό σκοπό των κανόνων δικαίου που ιδρύουν την
ευθύνη. Και τούτο διότι οι διατάξεις που επιβάλλουν τη συναίνεση και την
ενημέρωση του ασθενούς αποσκοπούν να προστατεύσουν τον ασθενή όχι μόνο από την
προσβολή της προσωπικότητάς του, στην ειδικότερη έκφανση της ελευθερίας του να
αποφασίζει σχετικά με το σώμα και την υγεία του, αλλά και από τους ίδιους τους
κινδύνους για την υγεία του, όταν αυτοί «ενεργοποιούνται» κατά παράβαση ή
παράκαμψη της βούλησής του. Από την άλλη πλευρά, ο ασθενής έχει ορισμένες
αποδεικτικές επιβαρύνσεις και δη είναι αυτός που βαρύνεται
με την απόδειξη της έλλειψης έγκυρης συναίνεσης ή επαρκούς ενημέρωσης, η οποία
αντιστοιχεί στην προϋπόθεση του παρανόμου της προσβολής κατά το άρθρο 57 του
ΑΚ. Επίσης, ο ασθενής βαρύνεται με την απόδειξη του
ισχυρισμού ότι, αν είχε ενημερωθεί επαρκώς, δεν θα είχε υποβληθεί στην ιατρική
πράξη που επέφερε τη ζημία, καθώς ο ισχυρισμός αυτός ουσιαστικά εντάσσεται στη
στοιχειοθέτηση αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των παραλείψεων που αφορούν τη συναίνεση
και την ενημέρωση και της ζημίας από την ιατρική πράξη (ΑΠ 1344/2021 ό.π., ΑΠ 368/2021 ό.π., ΑΠ
655/2019 Νόμος, Κ. Φουντεδάκη, «Η συναίνεση του ενημερωμένου ασθενούς», σε
Ερευνητικό Δίκτυο Α.Π.Θ. (επιμ.), Ιατρική Ευθύνη από
Αμέλεια (Αστική - Ποινική) - Ειδικά Θέματα Ιατρικού Δικαίου, εκδ. 2013, σ. 19 - 21). Ενόψει όλων των ανωτέρω συνάγεται
με σαφήνεια ότι, μετά την ισχύ του ΚΙΔ, κατοχυρώνεται πλήρως στην ελληνική
νομοθεσία το δόγμα του informed consent,
που είναι κατά βάση ευνοϊκό για τον ασθενή, καθώς τον απαλλάσσει από την
επικέντρωση στο ιατρικό σφάλμα, που είναι εκ των πραγμάτων προνομιακό πεδίο για
τον ιατρό. Επίσης, η έμφαση στη συναίνεση του ενημερωμένου ασθενούς είναι η
κοινωνικά προτιμητέα λύση, καθώς περιορίζει ταυτόχρονα τόσο τον πατερναλισμό του
εσωστρεφούς «γιατρού - μάγου», όσο και την ανωριμότητα του ασθενούς που
ετεροκαθορίζεται σε σχέση με το σώμα και την υγεία του (Κ. Φουντεδάκη, ό.π., σ. 22). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 297,
298, 914 και 930 § 3 του ΑΚ, προκύπτει ότι δικαιούχος της αποζημίωσης από
αδικοπραξία είναι εκείνος που άμεσα ζημιώθηκε από αυτή, δηλαδή το υποκείμενο
του δικαιώματος ή του προστατευόμενου συμφέροντος που προσβλήθηκε από την
αδικοπραξία, σε περίπτωση δε βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου,
υποκείμενο του προσβληθέντος δικαιώματος και επομένως
αξίωση αποζημίωσης στην έκταση που διαγράφει ο νόμος, έχει το πρόσωπο κατά του
οποίου στρέφεται η αδικοπραξία από την οποία αυτό ζημιώνεται, δηλαδή δικαιούχος
της αποζημίωσης είναι το άμεσο υποκείμενο της προσβολής από αυτή (ΑΠ 243/2011,
ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 850/2009 ΕφΑΔ 2009. 1225). Ωστόσο, από
τη διάταξη του άρθρου 930 § 3 ΑΚ συνάγεται ότι αυτός που τραυματίστηκε από
αδικοπραξία τρίτου και δέχεται τις αυξημένες περιποιήσεις των γονέων του ή
άλλου στενού συγγενούς του για την αποκατάσταση της υγείας του δικαιούται να
απαιτήσει από τον υπόχρεο ως αποζημίωση, το ποσό που θα ήταν υποχρεωμένος να
καταβάλει σε τρίτον που για το σκοπό αυτό θα προσελάμβανε, έστω και αν στη
συγκεκριμένη περίπτωση ουδέν ποσό κατέβαλε στους άνω οικείους του (ΑΠ 833/2005 ΕλλΔνη 2006. 96, βλ. και ΑΠ 371/2001 ΕλλΔνη
2003. 419, ΕφΛαρ 183/2012 Δικογραφία 2012. 540, ΕφΑΘ 644/2011 ΕλλΔνη 2012. 150, Αθ. Κρητικός, Αποζημίωση από Αυτοκινητικά ατυχήματα, εκδ. 2008, § 17 αριθ. 13 και 14, σ. 257 - 8). Κατά δε τη
διάταξη του άρθρου 931 του ΑΚ "η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται υπόψη κατά την
επιδίκαση της αποζημίωσης αν επιδρά στο μέλλον του". Ως
"αναπηρία" θεωρείται κάποια έλλειψη της σωματικής, νοητικής ή ψυχικής
ακεραιότητας του προσώπου, ενώ ως "παραμόρφωση" νοείται κάθε ουσιώδης
αλλοίωση της εξωτερικής εμφάνισης του προσώπου, η οποία καθορίζεται όχι αναγκαίως κατά τις απόψεις της ιατρικής, αλλά κατά τις
αντιλήψεις της ζωής. Περαιτέρω, ως "μέλλον" νοείται η επαγγελματική,
οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του προσώπου. Δεν απαιτείται βεβαιότητα
δυσμενούς επιρροής της αναπηρίας ή παραμόρφωσης στο μέλλον του προσώπου. Αρκεί
και απλή δυνατότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Στον επαγγελματικό -
οικονομικό τομέα η αναπηρία ή η παραμόρφωση του ανθρώπου, κατά τα διδάγματα της
κοινής πείρας, αποτελεί αρνητικό στοιχείο στο πλαίσιο του ανταγωνισμού και της
οικονομικής εξέλιξης και προαγωγής του. Οι δυσμενείς συνέπειες είναι
περισσότερο έντονες σε περιόδους οικονομικών δυσχερειών και στενότητας στην
αγορά εργασίας. Οι βαρυνόμενοι με αναπηρία ή
παραμόρφωση μειονεκτούν και κινδυνεύουν να βρεθούν εκτός εργασίας έναντι των
υγιών συναδέλφων τους. Η διάταξη του άρθρου 931 του ΑΚ προβλέπει επιδίκαση από
το δικαστήριο χρηματικής παροχής στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση, εφόσον
συνεπεία αυτών επηρεάζεται το μέλλον του. Η χρηματική αυτή παροχή δεν αποτελεί
αποζημίωση, εφόσον η τελευταία εννοιολογικά συνδέεται με την επίκληση και
απόδειξη ζημίας περιουσιακής, δηλαδή διαφοράς μεταξύ της περιουσιακής
κατάστασης μετά το ζημιογόνο γεγονός και εκείνης που θα υπήρχε χωρίς αυτό.
Εξάλλου, η ένεκα της αναπηρίας ή παραμόρφωσης ανικανότητα προς εργασία, εφόσον
προκαλεί στον παθόντα περιουσιακή ζημία αποτελεί βάση αξίωσης προς αποζημίωση
που στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 929 του ΑΚ (αξίωση διαφυγόντων
εισοδημάτων). Όμως, η αναπηρία ή η παραμόρφωση ως τοιαύτη δεν σημαίνει κατ'
ανάγκη πρόκληση στον παθόντα περιουσιακής ζημίας. Δεν μπορεί να γίνει πρόβλεψη
ότι η αναπηρία ή η παραμόρφωση θα προκαλέσει στον παθόντα συγκεκριμένη
περιουσιακή ζημία. Είναι όμως βέβαιο, ότι η αναπηρία ή η παραμόρφωση, ανάλογα
με το βαθμό της και τις λοιπές συντρέχουσες περιστάσεις (ηλικία, φύλο, κλίσεις
και επιθυμίες του παθόντος), οπωσδήποτε θα έχει δυσμενή επίδραση στην κοινωνική
- οικονομική εξέλιξη τούτου, κατά τρόπο όμως, που δεν δύναται επακριβώς να
προσδιορισθεί. Η δυσμενής αυτή επίδραση είναι δεδομένη και επομένως δεν
δικαιολογείται εμμονή στην ανάγκη προσδιορισμού του ειδικού τρόπου της
επίδρασης αυτής και των συνεπειών της στο κοινωνικό - οικονομικό μέλλον του
παθόντος. Προέχον και κρίσιμο είναι το γεγονός της αναπηρίας ή της παραμόρφωσης
ως βλάβης του σώματος ή της υγείας του προσώπου, δηλαδή ως ενός αυτοτελούς
έννομου αγαθού, που απολαύει και συνταγματικής προστασίας, σύμφωνα με τις
παραγράφους 3 και 6 του άρθρου 21 του Συντάγματος, όχι μόνο στις σχέσεις των
πολιτών προς το Κράτος, αλλά και στις μεταξύ των πολιτών σχέσεις, χωρίς
αναγκαία η προστασία αυτή να συνδέεται με αδυναμία πορισμού οικονομικών
ωφελημάτων ή πλεονεκτημάτων. Έτσι, ορθότερη κρίνεται η ερμηνεία της διάταξης
του άρθρου 931 του ΑΚ, που την καθιστά εφαρμόσιμη, σύμφωνα με την οποία
προβλέπεται από τη διάταξη αυτή η επιδίκαση στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση
ενός εύλογου χρηματικού ποσού ακριβώς λόγω της αναπηρίας ή της παραμόρφωσης,
χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε και δεν
δύναται να προσδιορισθεί. Επομένως, το ποσό που δικαιούται ο παθών κατά το
άρθρο 931 του ΑΚ, δεν υπολογίζεται με τα μέτρα της αποζημίωσης, αλλά εναπόκειται
στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστή να το καθορίσει κατά δίκαιη κρίση σε εύλογο
χρηματικό ποσό, με βάση αφενός το είδος, την έκταση και τις συνέπειες της
αναπηρίας ή παραμόρφωσης του παθόντος και αφετέρου την ηλικία, το φύλο, τις
κλίσεις του παθόντος και το βαθμό συνυπαιτιότητάς του. Είναι πρόδηλο, ότι η
κατά τη διάταξη του άρθρου 931 του ΑΚ αξίωση για αποζημίωση λόγω αναπηρίας ή
παραμόρφωσης είναι διαφορετική από την, κατά τη διάταξη του άρθρου 929 του ΑΚ,
αξίωση αποζημίωσης για διαφυγόντα εισοδήματα του παθόντος, που κατ' ανάγκη
συνδέεται με επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης περιουσιακής ζημίας λόγω της
ανικανότητας του παθόντος προς εργασία και από την, κατά τη διάταξη του άρθρου
932 του ΑΚ, αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και είναι
αυτονόητο ότι όλες οι παραπάνω αξιώσεις δύνανται να ασκηθούν, είτε σωρευτικά
είτε μεμονωμένα, αφού πρόκειται για αυτοτελείς αξιώσεις και η θεμελίωση κάθε
μιας από αυτές δεν προϋποθέτει αναγκαία την ύπαρξη και των λοιπών (ΑΠ 415/2023,
ΑΠ 909/2022, ΑΠ 931/2021, ΑΠ 485/2021, ΑΠ 29/2021,ΑΠ 187/2021, ΑΠ 485/2021, ΑΠ
736/2021, ΑΠ 548/2020, ΑΠ 1106/2019, ΑΠ 419/2019 ΤΝΠ Νόμος). Τέλος από τη
διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 299, 330 εδ. β, 914 και 932 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι, σε
περίπτωση προκλήσεως σωματικής βλάβης από αδικοπρακτική
συμπεριφορά του προστηθέντος, η ευθύνη του προστήσαντος προς αποκατάσταση της ζημίας και της ηθικής
βλάβης του παθόντος ή της ψυχικής οδύνης της οικογένειας του θύματος
προϋποθέτει: α) σχέση προστήσεως, β) παράνομη και
υπαίτια (άρα και αμελή) συμπεριφορά του προστηθέντος,
τελούσα σε πρόσφορο αιτιώδη σύνδεσμο με την επέλευση της σωματικής βλάβης ή
θανάτωσης προσώπου και γ) εσωτερική αιτιώδη σχέση μεταξύ της εν λόγω
συμπεριφοράς και της εκτελέσεως της ανατεθειμένης στον προστηθέντα
υπηρεσίας. Σχέση προστήσεως υπάρχει όταν, στο πλαίσιο
υφιστάμενης μεταξύ δύο προσώπων (φυσικών ή νομικών) δικαιοπρακτικής ή
οποιοσδήποτε άλλης βιοτικής σχέσεως, διαρκούς ή ευκαιριακής, το ένα από τα
πρόσωπα αυτά (προστήσας) αναθέτει στο άλλο (προστηθέντα), με ή χωρίς αμοιβή, την εκτέλεση ορισμένης
υπηρεσίας, υλικής ή νομικής φύσεως, η οποία αποβλέπει στη διεκπεραίωση
υποθέσεων και γενικότερα στην εξυπηρέτηση των επαγγελματικών, οικονομικών,
κοινωνικών ή άλλων συμφερόντων του πρώτου και κατά τη οποία ο δεύτερος
υπόκειται στον έλεγχο ή έστω στις γενικές οδηγίες και εντολές ή μόνο στην
επίβλεψη του πρώτου. Πάντως, όταν η εκτέλεση μιας υπηρεσίας έχει ανατεθεί σε
πρόσωπα με εξειδικευμένες επιστημονικές ή τεχνικές γνώσεις, ο άνω έλεγχος δεν
είναι απαραίτητο να εκτείνεται στον τρόπο εργασίας των εν λόγω προσώπων, ως
προς τον οποίο άλλωστε ο κύριος της υποθέσεως, ελλείψει των σχετικών γνώσεων,
δεν είναι σε θέση να τα ελέγξει, αλλά μπορεί και αρκεί (ο έλεγχος) να αφορά
στην παροχή οδηγιών, έστω και γενικού περιεχομένου, ως προς τον τόπο, τον χρόνο
και τους λοιπούς όρους εργασίας των ειδικευμένων προσώπων (ΑΠ 1194/2021 ΤΝΠ
ΑΠ). Ειδικότερα, στην περίπτωση νοσηλείας ασθενούς από ιατρό σε νοσηλευτικό
ίδρυμα, αρκεί, για το χαρακτηρισμό του τελευταίου ως προστήσαντος,
η εκ μέρους του παροχή γενικών μόνο οδηγιών στον ιατρό, ως προς τον τόπο, τον
χρόνο και τους όρους εργασίας του τελευταίου. Αρκεί δηλαδή μια χαλαρή έστω
εξάρτηση του ιατρού από το νοσηλευτικό ίδρυμα και δεν απαιτείται η παροχή
ειδικών οδηγιών προς αυτόν κάθε φορά για την άσκηση του έργου του, αφού, όπως
προκύπτει από το άρθρο 24 του α. ν. 1565/1939 "περί κωδικός ασκήσεως του
ιατρικού επαγγέλματος", ο ιατρός είναι υποχρεωμένος κατά την εκτέλεση των
ιατρικών του καθηκόντων να ενεργεί όχι σύμφωνα με ενδεχόμενες ειδικές αυτές
οδηγίες, αλλά σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης, ήτοι τα
διδάγματα της εν λόγω επιστήμης και την αποκτηθείσα
συναφώς ειδική πείρα (ΑΠ 1194/2021 ό.π., ΑΠ 259/2021,
ΤριμΕφΘεσ 56/2023, ΤριμΕφΘεσ
422/2021, ΤΝΠ Νόμος). Στο πλαίσιο αυτό, η ευθύνη του επιχειρηματία της κλινικής
από τη σχέση της πρόστησης με συνεργαζόμενο με την
κλινική ιατρό δημιουργείται από την αμελή συμπεριφορά του ιατρού τόσο κατά την
παροχή του ιατρικού του έργου εντός της κλινικής όσο και εκτός αυτής, εφόσον
πρόκειται για ιατρικές οδηγίες συναφείς και αμέσως συνεχόμενες με επέμβαση ή
θεραπεία που προηγήθηκαν στο χώρο της κλινικής. Συνεπώς, η ευθύνη από την πρόστηση καλύπτει και το απόλυτα αναγκαίο στάδιο της
αποθεραπείας, όπως είναι και το μετεγχειρητικό στάδιο χειρουργικής επέμβασης
(ΑΠ 259/2021 ό.π., ΑΠ 427/2015, ΑΠ 181/2011 ΤΝΠ ΑΠ),
υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι μεταξύ της ζημιογόνου ενέργειας του προστηθέντος και της υπηρεσίας του υπάρχει εσωτερική
συνάφεια, με την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατό να τελεσθεί χωρίς την πρόστηση ή ότι
η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για τη διάπραξή της. Δηλαδή, ο προστήσας ευθύνεται και για κάθε πράξη του προστηθέντος, της οποίας η εκτέλεση κατέστη δυνατή στον
τελευταίο, λόγω ακριβώς της θέσης του, των ευκαιριών τις οποίες αυτή (πρόστηση) του παρείχε να χρησιμοποιήσει για άλλο σκοπό τα τεθέντα στη διάθεσή του μέσα και γενικότερα όταν η υπηρεσία
του προστηθέντος αποτέλεσε το αναγκαίο μέσο προς
επιχείρηση της ζημιογόνου πράξης (ΑΠ 259/2021, ΑΠ 780/2019 ΤΝΠ ΑΠ). Η έννοια
της πρόστησης είναι νομική και συνεπώς υπόκειται στον
έλεγχο του Αρείου Πάγου η κρίση για το αν τα περιστατικά που, έγιναν ανελέγκτως
δεκτά συνιστούν την έννοια της πρόστησης (ΑΠ
1194/2021, ΑΠ 259/2021, ΑΠ 1343/2017, ΑΠ 427/2015 ΤΝΠ ΑΠ). Στην προκειμένη
περίπτωση από την ένορκη ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου κατάθεση του
μάρτυρα ., που εξετάστηκε με επιμέλεια των εναγομένων
στο ακροατήριο του ανωτέρω δικαστηρίου, σε συμμόρφωση με το διατακτικό της
11848/2018 μη οριστικής του απόφασης, και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την
απόφαση αυτή πρακτικά συνεδρίασης, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι
διάδικοι μετ' επικλήσεως προσκομίζουν, λαμβανόμενα υπόψη είτε ως αυτοτελή
αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για κάποια από τα
οποία γίνεται ιδιαίτερη μνεία, χωρίς, όμως, να παραλείπεται κανένα κατά την
εκτίμηση της ουσίας της διαφοράς, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται α) οι
νομοτύπως επικαλούμενες και προσκομιζόμενες φωτογραφίες (444 παρ. 1 ΚΠολΔ), η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε, β) τα
ξενόγλωσσα έγγραφα που προσκομίζονται σε επίσημη μετάφραση κατά τους όρους του
454 ΚΠολΔ, γ) τα συνταχθέντα στην αγγλική γλώσσα
έγγραφα, που προσκομίζονται σε νόμιμα επικυρωμένη αποσπασματική μετάφραση στην
ελληνική γλώσσα και λαμβάνονται υπόψη κατά το μέρος που αυτά έχουν μεταφραστεί
(454 ΚΠολΔ), ενώ κατά το μέρος που προσκομίζονται
άνευ μετάφρασης λαμβάνονται υπόψη ως μη πληρούντα
τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα και εκτιμώνται ελεύθερα κατά το άρθρο 340
παρ. 1 ΚΠολΔ, καθόσον είναι γραμμένα σε γλώσσα που το
παρόν Δικαστήριο γνωρίζει και κατανοεί (πρβλ υπό το
πριν τον Ν.4335/2015 ισχύον δίκαιο ΑΠ 1627/2010, Δ/ΝΗ 2011/432, ΑΠ 1511/2009, ΕΠολΔ 2010/740, ΕφΕυβ 142/2019
ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και υπό το ισχύον μετά τον Ν. 4335/2015 δίκαιο ΕφΠειρ
47/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δ) από την ελεύθερη εκτίμηση (387 ΚΠολΔ)
της εγχειρισθείσας στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου
δικαστηρίου υπ’ αριθμ. . έκθεσης πραγματογνωμοσύνης
του διορισθέντος με την απόφαση του δικαστηρίου εκείνου πραγματογνώμονα
οφθαλμιάτρου ., ε) από την από 21-11-2022 ιατροδικαστική γνωμοδότηση του
ιατροδικαστή - διορισθέντος τεχνικού συμβούλου του ενάγοντος (με την με αρ. κατ. ... δήλωση)...., στ) από την υπ’ αριθμ.... ένορκη
ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών βεβαίωση του ., ζ) από τις υπ’ αριθμ. ... και ... ένορκες ενώπιον του Ειρηνοδίκη
Θεσσαλονίκης βεβαιώσεις των . και ., οι οποίες ελήφθησαν με επιμέλεια του
ενάγοντος, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγομένων
(βλ. τις υπ’ αριθμ... και ... εκθέσεις επιδόσεως του
δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης ...) από τις υπ’ αριθμ. ... και ...
ένορκες ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης των . και . οι οποίες
ελήφθησαν με επιμέλεια του πρώτου εναγομένου κατόπιν
νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των νομίμων
αντιπροσώπων του ενάγοντος (βλ. τις υπ’ αριθμ. ....
και ... εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Θεσσαλονίκης
., αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Ο ενάγων γεννήθηκε την 18- 8-2006 και κατά την
ηλικία των 2,5 μηνών διαπιστώθηκε από την παιδοφθαλμίατρο
. ότι έπασχε από συγγενή καταρράκτη αριστερού οφθαλμού. Η τελευταία συνέστησε
ως ενδεδειγμένη θεραπεία της πάθησης του ενάγοντος τη χειρουργική αφαίρεση του
καταρράκτη του οφθαλμού χωρίς χρήση ενδοφακού (αφακία) και χρήση απλών φακών επαφής για τη διόρθωση της
όρασης. Οι γονείς του ενάγοντος, στο πλαίσιο της αναζήτησης της κατάλληλης
θεραπευτικής αντιμετώπισης του οφθαλμολογικού προβλήματος του τέκνου τους,
πληροφορήθηκαν από τρίτους ειδικούς και τη δυνατότητα θεραπείας - χειρουργικής
επέμβασης με χρήση ενδοφακού. Αφού επισκέφθηκαν τον
διευθυντή της οφθαλμολογικής κλινικής του Νοσοκομείου ΑΧΕΠΑ στη Θεσσαλονίκη,
καθηγητή οφθαλμολογίας ., κατόπιν σύστασης και του επίσης καθηγητή συναδέλφου
του ., ο οποίος είχε θέσει υπ’ όψη του την περίπτωση του ενάγοντος, ο τελευταίος
τους υπέδειξε τον πρώτο εναγόμενο, παιδοφθαλμίατρο,
ως τον πλέον κατάλληλο για τη διενέργεια επέμβασης με τοποθέτηση ενδοφακού, την οποία και ο ίδιος (ο . τους παρουσίασε ως
ραγδαία αυξανόμενη διεθνώς εξέλιξη στη χειρουργική επέμβαση για αφαίρεση
καταρράκτη σε παιδιά, με πλεονεκτήματα έναντι της επίπονης και ασύμφορης
οικονομικά λύσης της χρήσης και συνεχούς αλλαγής φακών επαφής. Έτσι, προσήλθαν
στον πρώτο εναγόμενο, ο οποίος, αφού εξέτασε τον ενάγοντα, επιβεβαίωσε την υπάρχουσα
διάγνωση και τους ανέφερε ότι είναι δυνατή η επιτυχής χειρουργική επέμβαση με
χρήση ενδοφακού στο παιδί, η οποία μάλιστα έπρεπε να
διενεργηθεί άμεσα, για να επιτευχθεί η μεγαλύτερη δυνατή αποτελεσματικότητα και
ότι αποτελούσε την πλέον σύγχρονη και κατάλληλη μέθοδο αντιμετώπισης του
συγγενούς καταρράκτη, ότι εφαρμόζεται διεθνώς, έχει αντικαταστήσει την παλιά
μέθοδο διόρθωσης της αφακίας με φακούς επαφής και ότι
ο ίδιος την έχει εφαρμόσει κατ’ επανάληψη. Κατόπιν της ενημέρωσης αυτής, οι
γονείς του ενάγοντος ανέθεσαν στον πρώτο εναγόμενο την επέμβαση του καταρράκτη
με τη μέθοδο της χρήσης του ενδοφακού και ακολούθως
ορίστηκε ότι αυτή θα λάβει χώρα στις 17-11-2006, με την παρουσία του ιατρού
οφθαλμιάτρου ., στις εγκαταστάσεις του ιατρικού κέντρου που διατηρεί η δεύτερη
εναγόμενη ανώνυμη εταιρία στη Θεσσαλονίκη. Πράγματι, αφού την 15-11-2006,
προηγήθηκε ο απαιτούμενος προεγχειρητικός έλεγχος, ο
πρώτος εναγόμενος αφαίρεσε επιτυχώς τον καταρράκτη και τοποθέτησε στον αριστερό
οφθαλμό του ενάγοντος ειδικό ενδοφακό ACRYSOF NATURAL
SN 60AT της εταιρίας ALCON LABORATORIES, τον οποίο είχε παραγγείλει ειδικά στις
Η.Π.Α. Η επέμβαση κρίθηκε επιτυχής και την επόμενη ημέρα, στις 18-11- 2006, ο
ενάγων έλαβε εξιτήριο, με σύσταση για εξωτερική χρήση κολλυρίων. Μετά την επέμβαση,
ξεκίνησε τακτική παρακολούθηση στο προσωπικό ιατρείο του πρώτου εναγόμενου, και
αυτός υπέδειξε στους γονείς του ενάγοντος την κάλυψη του δεξιού οφθαλμού αρχικά
για 4-6 ώρες ημερησίως, με ειδικά επιθέματα, ως αναγκαία ενέργεια, προκειμένου
να βελτιωθεί η όραση του αριστερού χειρουργημένου οφθαλμού, που είχε εμφανίσει
«αμβλυωπία» λόγω του συγγενούς καταρράκτη. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί
ότι με τον όρο «αμβλυωπία» ονομάζεται κάθε κατάσταση μειωμένης οπτικής οξύτητας
ενός κατά τα άλλα φυσιολογικού ματιού επειδή αποτυγχάνει να λειτουργήσει σωστά
με τον εγκέφαλο. Δεν βελτιώνεται με τη χρήση γυαλιών και οφείλεται στη μη
φυσιολογική ανάπτυξη της όρασης στη βρεφική ή παιδική ηλικία, όταν ο εγκέφαλος
δεν λαμβάνει καθαρές οπτικές εικόνες από το ένα μάτι ώστε να μάθει να τις
μεταφράζει σε “οπτική πληροφορία”. Τούτο μπορεί να συμβεί και όταν για κάποιο
λόγο δεν μπορεί να αναπτυχθεί ο οπτικός φλοιός εξαιτίας ανατομικών ανωμαλιών,
όπως είναι ο καταρράκτης, που εμποδίζουν το οπτικό ερέθισμα να φτάσει στον εγκέφαλο.
Ένας, από τους βασικούς και απόλυτα παραδεγμένους
τρόπους αντιμετώπισής της, είναι η κάλυψη του υγιούς ματιού, ώστε να
ενεργοποιηθεί το «τεμπέλικο» μάτι. Στη συνέχεια, και επειδή οι οδηγίες για την
αντιμετώπιση της αμβλυωπίας του αριστερού οφθαλμού του ενάγοντος δεν είχαν τα
αναμενόμενα αποτελέσματα, τον Οκτώβριο του 2007, ο πρώτος εναγόμενος συνέστησε
να αυξηθεί η κάλυψη του δεξιού ματιού έως και 8 ώρες ημερησίως όπως προκύπτει
το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο από τον πρώτο εναγόμενο αντίγραφο της καρτέλας
ασθενούς του ενάγοντος. Ωστόσο, τον Ιούλιο του 2009, συνεπεία της πολύωρης
κάλυψής του δεξιού οφθαλμού, διαπιστώθηκε μειωμένη όραση και στον οφθαλμό αυτό,
με αποτέλεσμα ο πρώτος εναγόμενος να μειώσει τον χρόνο κλεισίματός του σε 2
ώρες ημερησίως. Στη συνέχεια, από το Σεπτέμβριο του έτους 2009 η κάλυψη του
δεξιού οφθαλμού περιορίστηκε σε 1 ώρα ημερησίως και από το Δεκέμβριο του έτους
2009 δόθηκε εντολή για πλήρη παύση της κάλυψης μέχρι και τον Μάιο του έτους
2010. Τότε, επειδή η οξύτητα της όρασης του δεξιού ματιού δεν απεκαθίστατο, ο πρώτος εναγόμενος συνέστησε την κάλυψη του
αριστερού αυτή τη φορά οφθαλμού για 2 ώρες ημερησίως, προκειμένου να βοηθηθεί η
οξύτητα της όρασης του δεξιού οφθαλμού, η αγωγή δε αυτή διατηρήθηκε μέχρι και
τον Μάιο του έτους 2011. Και ενόσω συνέβαιναν αυτά,
ώστε να επιτευχθεί βελτίωση και εξισορρόπηση της οπτικής οξύτητας αμφοτέρων των
οφθαλμών του ενάγοντος, αυτός, το Μάρτιο του έτους 2010, εμφάνισε αστάθεια,
κεφαλαλγία και ζάλη. Λόγω των συμπτωμάτων αυτών, οι γονείς του κατέφυγαν στον
καθηγητή παιδιατρικής νευρολογίας - αναπτυξιολογίας .
ο οποίος, όπως προκύπτει από την από 11-5-2010 ιατρική του γνωμάτευση, διέγνωσε
στο πρόσωπο του (ενάγοντος) πυραμιδική συνδρομή. Παράλληλα, καθ' όλο το
προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, που ακολούθησε την επέμβαση, κατά τον τακτικό
οφθαλμολογικό έλεγχο του ενάγοντος, από τον πρώτο εναγόμενο, διαπιστωνόταν και
αναμενόμενη αύξηση του βαθμού μυωπίας του αριστερού οφθαλμού, με τον εξής
ρυθμό: Το Νοέμβριο του έτους 2008 σε 4 βαθμούς, τον Ιούλιο του έτους 2009 σε 6
βαθμούς, το Δεκέμβριο του ιδίου έτους σε 8 βαθμούς, το Σεπτέμβριο του έτους
2010 σε 10 βαθμούς, το Νοέμβριο του έτους 2010 σε 10 βαθμούς και τον Αύγουστο
του έτους 2011 σε 11,5 βαθμούς μυωπίας. Η κατάσταση αυτή αντιμετωπίστηκε με τη
χρήση ειδικών φακών επαφής Essilor για μεγάλους
βαθμούς μυωπίας, σε συνδυασμό με το κλείσιμο των οφθαλμών σύμφωνα με τις
ανωτέρω οδηγίες. Ακολούθως, την 28-10-2011 και ενώ ο πρώτος εναγόμενος απούσιαζε από τη Θεσσαλονίκη, ειδοποιήθηκε, τηλεφωνικά, από
τους γονείς του ενάγοντος, ότι εμφανίστηκε στο αριστερό μάτι του έντονη
ερυθρότητα, τσούξιμο και φωτοφοβία. Ο πρώτος εναγόμενος προσδιόρισε την εξέταση
του ενάγοντος, στο ιατρείο του, την 1-11-2011, οπότε και διέγνωσε ύφαιμα (αιμάτωμα) στο πρόσθιο μέρος του αριστερού βολβού.
Το εν λόγω ύφαιμα αντιμετωπίστηκε συντηρητικά με
σταγόνες, μέχρι αυτό να απορροφηθεί, και επιπλέον συνεστήθη στον ενάγοντα να απέχει από την παρακολούθηση του
νηπιαγωγείου, να μην κάνει απότομες κινήσεις, να μην σκύβει το κεφάλι και να
κοιμάται σε καθιστή θέση με δύο μαξιλάρια, για να μην γυρνάει το αίμα πίσω. Την
εξέλιξη του αιματώματος του ενάγοντος παρακολουθούσε ο πρώτος εναγόμενος, με
επισκέψεις που ελάμβαναν χώρα μια φορά το μήνα στο προσωπικό του ιατρείο. Όταν
τον Ιανουάριο του 2012, το αίμα απορροφήθηκε, ο
πρώτος εναγόμενος διέκρινε εκτεταμένη αιμορραγία στο υαλοειδές (πίσω μέρος του
βολβού) του αριστερού οφθαλμού. Το γεγονός αυτό τον θορύβησε και επικοινώνησε
με τους καθηγητές παιδοοφθαλμολογίας στο Ηνωμένο
Βασίλειο και στις ΗΠΑ, μετά δε από διάσκεψη που πραγματοποίησε μαζί τους,
παρέπεμψε άμεσα τον ενάγοντα στον ειδικό χειρουργό υαλοειδούς για περαιτέρω
εκτίμηση και πιθανώς διενέργειας βιτρεκτομής. Η βιτρεκτομή (υαλοειδεκτομή) είναι
ένας τύπος χειρουργικής επέμβασης, με την οποία θεραπεύονται παθήσεις του
αμφιβληστροειδούς και τους υαλοειδούς. Ο αμφιβληστροειδής είναι ένας
φωτοευαίσθητος χιτώνας στο πίσω μέρος του ματιού. Το υαλοειδές είναι μια
διάφανη ζελατινούχος ουσία που πληροί το εσωτερικό
του ματιού. Η ουσία αυτή αφαιρείται κατά τη διάρκεια της βιτρεκτομής
και αντικαθίσταται από ένα αλατούχο υδατικό διάλυμα. Ο παραπάνω χειρουργός
οφθαλμίατρος, στις 11-1-2012, πριν από τη διενέργεια της βιτρεκτομής,
εξέτασε τον ενάγοντα και, όπως προκύπτει από την επικαλούμενη και
προσκομιζόμενη από τον ενάγοντα από 22-2-2012 επιστολή του προς τον ιατρό
(οφθαλμικό χειρουργό) , διέγνωσε
μακροχρόνια αιμορραγία υαλοειδούς, που ήταν καλά οργανωμένη, σημαντική ιριδική ερυθρότητα, ήτοι σχηματισμό ανώμαλων αιμοφόρων
αγγείων στο μπροστινό μέρος της ίριδας, οφθαλμική υποτονία και οπτική οξύτητα,
συνιστάμενη μόνο σε αντίληψη φωτός. Παράλληλα ενήργησε και υπερηχογράφημα,
βάσει του οποίου δεν διαπιστώθηκε εμφανής αποκόλληση αμφιβληστροειδούς ούτε
άλλη βλάβη, όπως προκύπτει από το από 11-1-2012 πόρισμα της υπερηχογραφίας, στο
οποίο αναγράφεται ότι το υαλώδες και ο αμφιβληστροειδής είναι υπερηχογραφικά κολλημένα. Μετά από νεότερη επικοινωνία του
... με τον πρώτο εναγόμενο, συστήθηκε, ως επόμενο αναγκαίο βήμα, η διερευνητική
βιτρεκτομή. Αυτή πράγματι επιχειρήθηκε από τον ...
στις 10-2-2012, πλην όμως δεν ολοκληρώθηκε επειδή, κατά την επέμβαση,
εμφανίστηκε έντονη αιμορραγία, η οποία δεν κατέστη δυνατό να ανασχεθεί. Έτσι, αφού ελήφθη δείγμα για κυτταρολογική
εξέταση, προς διάγνωση ύπαρξης κακοήθειας, σφραγίστηκαν οι σκληροστομίες
και διακόπηκε η επέμβαση. Στη συνέχεια, αδυνατώντας να εξευρεθεί λύση από τους
θεράποντες ιατρούς για τα αίτια της αιμορραγίας και τον τρόπο αντιμετώπισής
της, ο ενάγων μετέβη στην οφθαλμολογική κλινική Moorfields
του Λονδίνου, όπου, στις 22-2-2012, υπεβλήθη σε εξέταση αρχικά από τον σύμβουλο
οφθαλμικό χειρουργό ... Αυτός, όπως προκύπτει από τη σχετική επιστολή του προς
τον ..., ανέφερε ότι, κατά την εξέταση που ενήργησε, η όραση στο αριστερό μάτι
του ενάγοντος δεν είχε καμία αντίληψη φωτός και το μάτι ήταν φθισικό με καθαρό
κερατοειδή και εμφανή ερυθρότητα στην ίριδα, απεικόνιση της ρινικής άκρης του
εμφυτεύματος ενδοφθάλμιου φακού και πυκνή αιμορραγία
πίσω από το εμφύτευμα, χωρίς κανένα κόκκινο αντανακλαστικό, ενώ ο υπέρηχος
έδειξε ότι υπήρχε μια παχύρρευστη σταθερή κλειστής χοάνης αποκόλληση
αμφιβληστροειδούς. Αντίθετα, το δεξί μάτι ήταν υγιές με φυσιολογικό οπτικό
δίσκο και οπίσθιο πόλο και ελαφρύ αστιγματισμό και όραση καταγραφείσα
στα 6/9, πιθανότατα, λόγω φτωχής συγκέντρωσης του ενάγοντος, λόγω κόπωσης και
δυστροπίας. Καταληκτικά δε, εξέφρασε τη γνώμη ότι, ως προς το αριστερό μάτι,
περαιτέρω επέμβαση δεν είναι εγγυημένη, δεν θα επέφερε βελτίωση στην όραση και
θα μπορούσε να οδηγήσει σε πιο επώδυνη φλεγμονή, ενώ, ως προς το δεξί μάτι, ότι
δεν χρειαζόταν καμία θεραπεία. Την ίδια ημέρα (22-3-2012), ο ενάγων εξετάστηκε
και από έτερο οφθαλμικό χειρουργό της ίδιας οφθαλμολογικής κλινικής, τον
καθηγητή ιατρό οφθαλμίατρο ..., ο οποίος, στην από 30.4.2012 επιστολή του προς
τον πρώτο εναγόμενο, αναφέρει ότι, κατά την εξέταση του ενάγοντος, που έλαβε
χώρα στις 22-3-2012, η οπτική οξύτητα στο δεξί μάτι ήταν 0,6Logmar και στο
αριστερό μάτι δεν υπήρχε καθόλου αντίληψη φωτός, με αριστερό συγκλίνοντα
στραβισμό. Στην ίδια επιστολή, ο άνω ιατρός αναφέρει ακόμα ότι, κατά την
εξέταση με λάμπα σχισμής, εντόπισε και τα εξής ευρήματα: Μία πυκνή μεμβράνη
στην κόρη του αριστερού οφθαλμού, μπροστά και πίσω από το εμφύτευμα, με
μετατόπιση της άκρης του εμφυτεύματος μέσα στον πρόσθιο θάλαμο, χωρίς θέα του
βυθού στην αριστερή πλευρά. Ακολούθησε η διενέργεια υπερηχογραφήματος, όπου
εντοπίστηκαν στοιχεία αποκόλλησης αμφιβληστροειδούς κλειστής χοάνης του
αριστερού οφθαλμού και χοριοειδείς εκροές, ενώ ο βυθός στο δεξί μάτι βρέθηκε
φυσιολογικός με αστιγμαστικό διαθλαστικό σφάλμα. Στην
ίδια επιστολή, ο ανωτέρω ιατρός αναφέρει ότι το αριστερό μάτι κατέστη φθισικό
και συνέστησε τη χορήγηση σταγόνων Maxidex. Κατά τη
νέα εξέταση του ενάγοντος, που έλαβε χώρα στις 19-4-2012, προκειμένου να γίνουν
αντιληπτοί οι λόγοι της μειωμένης όρασης του δεξιού οφθαλμού, ο ίδιος ιατρός
διαπίστωσε ότι το αριστερό μάτι ήταν ανακουφισμένο και λιγότερο κόκκινο. Ως
προς δε το δεξί μάτι τη μειωμένη όραση του ενάγοντος, ήτοι οπτική οξύτητα 0,5 Logmar με τα γυαλιά του, κατά πιθανολογήση,
την απέδωσε στην ανάπτυξη αντίστροφης αμβλυωπίας και εξέφρασε την ελπίδα ότι η
όραση με τον καιρό θα βελτιωθεί, σε αντίθετη δε περίπτωση, πρότεινε περαιτέρω
έλεγχο με ηλεκτροδιάγραμμα. Κλείνοντας την επιστολή
του, ο ιατρός αναφέρει για τον αριστερό οφθαλμό, ότι, για να διατηρείται
ανακουφισμένος, θα πρέπει ο ενάγων να συνεχίσει να χρησιμοποιεί τις
προαναφερόμενες σταγόνες, επιπλέον δε ότι εξήγησε στους γονείς του ενάγοντος
ότι η κατάστασή του «συνιστά μία πολύ σπάνια και απρόβλεπτη επιπλοκή της
εμφύτευσης φακού σε παιδική ηλικία και ότι η κατάσταση αυτή οφείλεται πιθανόν
στην παιδιατρική εκδοχή του συνδρόμου UGH (uveitis - glaucoma - hyphema) με πιθανή
διάβρωση των αγκίστρων του φακού μέσα στο ακτινωτό σώμα πρσκαλώντας
αιμορραγία και φλεγμονή ... και ότι μακροχρόνια ο ενάγων θα πρέπει να φοράει
αισθητικό φακό επαφής». Στις 22-8-2012, ο ενάγων εξετάστηκε εκ νέου από τον
ίδιο ιατρό (...), ο οποίος στην από 1-10-2012 επιστολή, που απευθύνεται στους
γονείς του, αναφέρει ότι, μετά τη διενέργεια ηλεκτροφυσιολογικού
τεστ, διαπίστωσε, όπως αναμενόταν, ότι οι αποκρίσεις του αμφιβληστροειδούς ήταν
μη ανιχνεύσιμες στο αριστερό μάτι, εύρημα το οποίο είναι σύμφωνο με την
αριστερή αποκόλληση αμφιβληστροειδούς, ενώ η λειτουργία του αμφιβληστροειδούς
στο δεξί μάτι ήταν εντελώς φυσιολογική, αλλά οι αντιδράσεις από την οπτική οδό
ήταν ανώμαλες. Το γεγονός αυτό, εκτίμησε, ότι πιθανόν να συνδέεται με την
αμβλυωπία, εκφράζοντας, ωστόσο, την άποψη ότι, για να καταλήξει με βεβαιότητα
στο συμπέρασμα αυτό, ίσως χρειαστεί να αποκλειστεί η δυσλειτουργία του οπτικού
νεύρου, με τη διεξαγωγή μαγνητικής τομογραφίας. Μετά τη σύσταση αυτή, ο ενάγων
υπεβλήθη και σε μαγνητική τομογραφία, και, όπως αναφέρεται στην από 14-12-2012
επιστολή του ιδίου ιατρού προς τους γονείς του ενάγοντος, διαπιστώθηκε πλέον με
βεβαιότητα ότι η λειτουργία του οπτικού νεύρου είναι φυσιολογική, γεγονός που
καθιστούσε έτι πιθανότερο η μειωμένη όραση στο δεξί μάτι να οφείλεται σε
αμβλυωπία, εξέλιξη που καθιστά δυνητικά εφικτή τη βελτίωση της όρασης. Μετά τη
διάγνωση αυτή, ο ενάγων εξετάστηκε από τον ίδιο ιατρό, για τελευταία φορά, στις
28-6-2012, ο οποίος εξέδωσε την από 29-6-2013 γνωμάτευσή του, η οποία, κατά τα
κρίσιμα μέρη της, αναφέρει ότι ο ενάγων είχε επιτυχημένη εγχείρηση βρεφικού
καταρράκτη, ότι σε ηλικία 4 χρόνων ανέπτυξε αιμορραγία υαλοειδούς του πρόσθιου
θαλάμου, μετά από μια ολική αποκόλληση αμφιβληστροειδούς, ότι η όραση στο δεξί
μάτι δεν βελτιώθηκε ποτέ, ώστε να είναι φυσιολογική και οι γονείς πιστεύουν ότι
μπορεί να έγινε μη φυσιολογική κατά τη διάρκεια του κλεισίματος του ματιού, ότι
πραγματοποιήθηκαν πλήθος από διερευνήσεις, συμπεριλαμβανομένης MRI μαγνητικής
τομογραφίας του κεφαλιού και των κοιλοτήτων και οπτικό ηλεκτροδιάγραμμα,
και αυτό δεν εξακρίβωσε καμιά οριστική οπτική παθολογία (παθολογικά ευρήματα)
στο δεξί μάτι, ότι η τρέχουσα διάγνωση είναι ότι έχει διεγερτικής στέρησης
αμβλυωπία εξαιτίας του κλεισίματος του ματιού και, όταν εξετάστηκε ο ενάγων, η
οπτική οξύτητα ήταν σταθερή 0,5 Logmar με τα γυαλιά
του και μπορούσε να διαβάσει νο10 γραμματοσειρά από κοντά, ενώ το αριστερό μάτι
είχε καταστεί φθισικό με «δεμένη» κερατοπάθεια και
αξιοσημείωτο αριστερό συγκλίνοντα στραβισμό, ότι η εξέταση του δεξιού ματιού
ήταν φυσιολογική, ώστε ακόμη δεν μπορεί να βρει άλλη αιτία για τη φτωχή όραση
στο δεξί μάτι εκτός από την αμβλυωπία και ότι η όραση είναι σταθερή. Κατά την
πλέον πρόσφατη εξέταση, η οποία διενεργήθηκε στο πλαίσιο της διεξαχθείσας
πραγματογνωμοσύνης από τον διορισθέντα πραγματογνώμονα..., στις 5-3-2021,
διαπιστώθηκε ότι η κατάσταση των οφθαλμών του ενάγοντος ήταν η ακόλουθη:
“μετρήσεις της οπτικής οξύτητας δεξιού οφθαλμού 5/10 με διόρθωση (-με γυαλιά)
-3,50 sph / -2,00ΜΙ χ 180, ενώ τα γυαλιά δείχνουν ότι
εδώ υπάρχει σύνθετος μυωπικός αστιγματισμός στον δεξιό οφθαλμό και μετρήσεις
οπτικής οξύτητας αριστερού οφθαλμού 0 (=καμία χρήσιμη όραση). Επιπροσθέτως, στον δεξιό οφθαλμό τα πρόσθια
μόρια (= κερατοειδής, ίριδα, φακός, επιπεφυκώς,
σκληρός χιτώνας) είναι φυσιολογικά και κατά τη βυθοσκόπηση του δεξιού οφθαλμού
(= εξέταση του βυθού του οφθαλμού), τα ανατομικά μόρια του βυθού (= οπτικό
νεύρο, ωχρά κηλίδα, αγγεία αμφιβληστροειδούς και αμφιβληστροειδής) φαίνονται να
είναι φυσιολογικά. Σε αντίθεση με τον δεξιό οφθαλμό, ο αριστερός οφθαλμός
εμφανίζει τήξη του κερατοειδούς (= αδιαφάνεια του κερατοειδούς) και φθίση του
βολβού του οφθαλμού (= σμίκρυνση, ατροφία του), ενώ ο βυθός λόγω της ως άνω
περιγραφόμενης κατάστασης είναι αδύνατον να ελεγχθεί. Λόγω της θαλερότητας του
κερατοειδούς του αριστερού οφθαλμού (που μερικές φορές ονομάζεται και band keratopathy = ταινιωτή κερατοπάθεια όπως αναφέρεται στη δικογραφία) δεν είναι
δυνατή η διαπίστωση παρεκτόπισης του ενδοφακού στον αριστερό οφθαλμό». Τέλος και από τον άνω
πραγματογνώμονα, στην ίδια έκθεση πραγματογνωμοσύνης του, επισημαίνεται ότι η
αιτία της μείωσης της όρασης στον δεξιό οφθαλμό είναι πιθανολογούμενη
αμβλυωπία, ενώ σημειώνεται ότι η οπτική οξύτητα (5/10 με διόρθωση) λαμβάνεται
με τη συνεργασία και την υποκειμενική εξέταση του ασθενούς και δεν υπάρχει
τρόπος αντικειμενικής εκτίμησης της οπτικής οξύτητας. Μετά ταύτα, ο ενάγων
ισχυρίζεται ότι οι βλάβες που έχει υποστεί στους οφθαλμούς του ήτοι αποκόλληση
αμφιβληστροειδούς στον αριστερό οφθαλμό και αμβλυωπία στον δεξιό οφθαλμό,
οφείλονται σε αμέλεια του πρώτου εναγόμενου, ο οποίος ανέλαβε τόσο τη
διενέργεια της επέμβασης για την αφαίρεση του καταρράκτη, όσο και την
οφθαλμολογική παρακολούθησή του μέχρι την ηλικία των 5 ετών, οπότε παρουσίασε
το ύφαιμα στον αριστερό οφθαλμό και ότι ο πρώτος εναγόμενος,
ο οποίος τελούσε, καθ' ό μέρος αφορά τη διεξαγωγή της επέμβασης, σε σχέση
ελεύθερης συνεργασίας με τη δεύτερη εναγόμενη ανώνυμη εταιρία, μολονότι είχε
ιδιαίτερη νομική υποχρέωση, με βάση την ιδιότητά του, να μεριμνήσει για την
ορθή διεξαγωγή της επέμβασης, τη μετεγχειρητική φροντίδα και την οφθαλμολογική
παρακολούθησή του, παρά ταύτα ενήργησε αντίθετα με τους κοινώς αναγνωρισμένους
κανόνες της ιατρικής επιστήμης. Πιο συγκεκριμένα, ο ενάγων, κατ' αρχάς,
ισχυρίζεται ότι ο πρώτος εναγόμενος εσφαλμένα πρότεινε και εφάρμοσε τη
χειρουργική επέμβαση ετερόπλευρου συγγενούς
καταρράκτη στον αριστερό οφθαλμό με τοποθέτηση ενδοφακού,
η οποία αντενδείκνυτο για την ηλικία, που είχε κατά
το χρόνο διενέργειας της επέμβασης ήτοι 3 μηνών περίπου. Τη θέση του αυτή
επιχειρεί να θεμελιώσει στις επιστημονικές απόψεις, που εκφέρονται στις
επικαλούμενες και προσκομιζόμενες, από τον ίδιο, ένορκες βεβαιώσεις των ιατροδικαστών,
... και στην γνωμοδότηση του τεχνικού του συμβούλου, επίσης ιατροδικαστή ...
Όπως δε προκύπτει από αυτές (ένορκες βεβαιώσεις) οι εν λόγω ιατροδικαστές,
χωρίς να αμφισβητούν ότι η αντιμετώπιση του συγγενούς καταρράκτη είναι
χειρουργική και ότι πρέπει να λαμβάνει χώρα τους πρώτους μήνες ζωής του
βρέφους, καθώς και ότι οι θεραπευτικές επιλογές της διόρθωσης της αφακίας είναι δύο, ήτοι: α) η μέθοδος της χρήσης απλών
φακών επαφής και β) η τοποθέτηση ενδοφακού,
καταλήγουν στη θέση ότι η δεύτερη επέμβαση, κατά το χρόνο, που εφαρμόστηκε στην
περίπτωση του ενάγοντος, το έτος 2006, ήταν αμφιλεγόμενη σε παιδιά ηλικίας κάτω
των δύο (2) ετών, κυρίως, λόγω της δυσκολίας επιλογής του κατάλληλου βαθμού
φακού και της επιπλοκής της σημαντικής μυωπίας που επιφέρει, επιπλέον δε, ότι
στις αντενδείξεις της ένθεσης ενδοφακού περιγράφεται
και η ενεργός, μη ελεγχόμενη ραγοειδίτιδα ή η
παραγωγική διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια και το
γλαύκωμα με προοδευτική απώλεια των οπτικών πεδίων. Αντίθετα, από τις ένορκες
βεβαιώσεις των χειρουργών οφθαλμιάτρων ..., προκύπτει ότι οι εν λόγω ιατροί
καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η επέμβαση που επελέγη για τον ενάγοντα, κατά το
χρόνο διενέργειας της, αποτελούσε επιστημονικά αποδεκτή και ενδεδειγμένη
ιατρική πράξη. Ειδικότερα, άπαντες οι ιατροί αυτοί, όπως επανέλαβε και κατά την
κατάθεσή του στο ακροατήριο ο μάρτυρας των εναγόμενων αναφέρουν ότι, κατά το
έτος 2006, ήδη είχε αρχίσει να εφαρμόζεται διεθνώς η επέμβαση της τοποθέτησης ενδοφακών και σε βρέφη λίγων μηνών, καθώς αποτελούσε μέθοδο
με περισσότερα πλεονεκτήματα, όπως η συνεχής οπτική διόρθωση, η χαμηλή
μεγέθυνση ειδώλου, η διευκόλυνση κάλυψης οφθαλμού και η αποφυγή της επίπονης
και οικονομικά ασύμφορης διαδικασίας αλλαγής φακών, σε σύγκριση με την
παραδοσιακή μέθοδο της διόρθωσης της αφακίας με την
τοποθέτηση φακών επαφής. Ειδικά δε στην ένορκη βεβαίωση του .., ο οποίος
συνεργάστηκε με τον πρώτο εναγόμενο και κατά την επέμβαση του ενάγοντος,
επισημαίνεται ότι η επέμβαση συγγενούς καταρράκτη με ένθεση ενδοφακού
σε βρέφη, ηλικίας από 1 μηνός και πάνω, εφαρμόζεται στο εξωτερικό τουλάχιστον
από το έτος 1997. Ειδικότερα δε στη Βόρεια Ελλάδα, η μέθοδος αυτή εφαρμόζεται
από έτος 2001 και μέχρι σήμερα μόνο από τον πρώτο εναγόμενο, ο οποίος, σε
προγενέστερο χρόνο, είχε αποκτήσει σχετική εμπειρία στο εξωτερικό, ενώ από έτος
2001 έως το 2015 πραγματοποίησε 14 επεμβάσεις με χρήση ενδοφακού
σε βρέφη ηλικίας από 2 μηνών έως 1 έτους. Προς επίρρωση μάλιστα της ευρείας
επιτυχούς εφαρμογής της επέμβασης αυτής από τον πρώτο εναγόμενο, αλλά και της
σχετικής εξειδίκευσής του, ο τελευταίος επικαλείται και προσκομίζει ένορκες
βεβαιώσεις γονέων ανηλίκων ασθενών και συγκεκριμένα των προαναφερθεισών ... και
..., η πρώτη των οποίων μάλιστα τυγχάνει και η ίδια οφθαλμίατρος, οι οποίες
αναφέρουν ότι τα τέκνα τους υποβλήθηκαν με επιτυχία στην ίδια επέμβαση με τον
ενάγοντα, το μεν πρώτο το έτος 2009, σε ηλικία των 15 περίπου μηνών και το
δεύτερο κατά το έτος 2005, σε ηλικία 6,5 περίπου μηνών, και η μόνη επιπλοκή,
που μέχρι σήμερα ανέπτυξε ο δεύτερος ανήλικος ασθενής, είναι αυτή της υψηλής
μυωπίας στον χειρουργημένο οφθαλμό. Επίσης, στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης του
χειρουργού οφθαλμιάτρου αναφορικά με το σχετικό ζήτημα που τέθηκε με την
11848/2018 μη οριστική απόφαση, δηλαδή αναφορικά με την ενδεδειγμένη, με βάση
τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, αντιμετώπιση του νεογνικού ετερόπλευρου καταρράκτη σε παιδί ηλικίας 3 μηνών και ως
προς τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της επέμβασης με τοποθέτηση ενδοφακού, σε σχέση με τη θεραπεία της αφακίας,
ο ανωτέρω πραγματογνώμονας απάντησε ως ακολούθως: «Η ενδεδειγμένη, με βάση τους
κανόνες της ιατρικής επιστήμης αντιμετώπιση του νεογνικού καταρράκτη σε παιδί
ηλικίας 3 μηνών είναι η εξαίρεση του καταρράκτη με ή χωρίς τοποθέτηση ενδοφθάλμιου φακού. Τα πλεονεκτήματα της χρήσης ενδοφακού οπισθίου Θαλάμου, είναι
ασυγκρίτως περισσότερα από την αφακία (εξαίρεση του
καταρράκτη χωρίς την χρήση ενδοφακού με αποτέλεσμα ο
οφθαλμός μετεγχειρητικά να παραμένει άφακος): α)
Έλλειψη ανισομετρωπίας (= μεγάλης διαφοράς μυωπίας ή
υπερμετρωπίας ανάμεσα στους δύο οφθαλμούς) και βελτίωση της τελικής οπτικής
οξύτητας του χειρουργηθέντος οφθαλμού, β) Μη ύπαρξη κερατοπάθειας (- φλεγμονής και καταστροφής του
κερατοειδούς) από τη συχνή χρήση φακών επαφής στη μέθοδο της αφακίας (Ο φακός επαφής ιδίως στα μικρά παιδιά μπορεί να
επιμολυνθεί και να μεταδώσει τη μόλυνση στον παιδικό κερατοειδή με τραγικά
αποτελέσματα), γ) Μειωμένη πιθανότητα αποκόλλησης αμφιβληστροειδούς με την
ένθεση ενδοφακού οπισθίου
θαλάμου σε σχέση με την αφακία (διότι ο ενδοφακός θεωρείται στήριγμα του αμφιβληστροειδούς), δ)
Μικρότερη πιθανότητα εμφάνισης μετεγχειρητικού γλαυκώματος με τη χρήση του ενδοφακού (Ο ενδοφακός αποτελεί
φράγμα στην πρόσθια μετακίνηση του υαλοειδούς σώματος και σε έλλειψή του, το
υαλοειδές που συνήθως βρίσκεται στην υαλοειδική
κοιλότητα, μπορεί να μετακινηθεί προς τα εμπρός και να αποκλείσει το γωνιακό
δικτυωτό και την απορροή του υδατοειδούς υγρού από τον οφθαλμό με αποτέλεσμα
την εμφάνιση δευτεροπαθούς μετεγχειρητικού γλαυκώματος) ...Η επιπλοκή της
αποκόλλησης αμφιβληστροειδούς είναι μικρότερη με τη χρήση του ενδοφακού στατιστικά σε σχέση με την μετεγχειρητική αφακία και συνήθως εμφανίζεται εντός του πρώτου (1ου)
έτους. Ως μειονέκτημα της χρήσης του ενδοφακού
αναφέρεται πιθανώς η συχνή ανάγκη για επανεπεμβάσεις
προς καθαρισμό του οπτικού άξονα, κάτι το οποίο όμως δεν επηρεάζει το καλό
τελικό αποτέλεσμα ως προς την όραση του ασθενούς.». Επίσης, στο τεθέν, με την ίδια απόφαση, ερώτημα «αν η τοποθέτηση του
φακού Acrysol Natural
SN60AT, ήταν κατάλληλη για τον ενάγοντα, ενόψει της ηλικίας του και εντός ποιου
χρονικού διαστήματος θα εμφανίζονταν επιπλοκές από την (τυχόν) ακαταλληλότητα του
φακού για βρέφη», αυτός απάντησε ως εξής «Παρόλο που η ένθεση ενδοφακού αποτελεί τη συχνότερη μέθοδο που χρησιμοποιείται
για τη διόρθωση της αφακίας στα παιδιά γενικά,
θεωρείται ακόμη "εκτός ένδειξης (off label) από τον Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων (Food and Drug Administration -
FDA) στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Αυτός
ο καθορισμός σημαίνει ότι οι ενδοφακοί που
εμφυτεύονται σε παιδιά που έχουν υποβληθεί σε δοκιμές, ως μέρος της διαδικασίας
έγκρισης, κυκλοφορίας στην αγορά από τον FDA για τους ενήλικες αλλά όχι για τα
παιδιά. Δεν σημαίνει ότι ο FDA έχει απαγορεύσει τη χρήση τους στα παιδιά.
Υπάρχουν δημοσιευμένες μελέτες για τη χρήση του συγκεκριμένου ενδοφακού σε νεογνά τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και σε
άλλες χώρες. Η μεγαλύτερη πολυκεντρική μελέτη (=από πολλά νοσοκομεία) στις
Ηνωμένες Πολιτείες για τη χρήση ενδοφακού σε βρέφη με
καταρράκτη χρησιμοποίησε τον συγκεκριμένο ενδοφακό.
Επίσης, ο γράφων δεν γνωρίζει κανένα άλλο ενδοφακό,
οποιοσδήποτε εταιρείας με συγκεκριμένη έγκριση. Εάν εμφανίζονταν επιπλοκές (lens toxic = τοξική αντίδραση
στον ενδοφακό ή αλλεργία στη χρήση του) αυτές
αναμένεται να εμφανίζονταν άμεσα μετεγχειρητικά ή πιθανότατα εντός του πρώτου
έτους». Περαιτέρω εκτός από τις προαναφερθείσες ένορκες καταθέσεις και τη
δικαστική πραγματογνωμοσύνη, προσκομίζεται από τους ίδιους τους διαδίκους και
από τον πραγματογνώμονα διεθνής και εγχώρια βιβλιογραφία, η οποία αναδεικνύει
τη διάσταση των επιστημονικών απόψεων ως προς την αντιμετώπιση του βρεφικού
καταρράκτη. Ειδικότερα, η άποψη που εκφράζει επιφυλακτικότητα στη χρήση ενδοφακού σε παιδιά κάτω των δύο ετών, υποστηρίζεται από
τις ακόλουθες βιβλιογραφικές αναφορές: 1) «Οι ενδοφθάλμιοι
φακοί, οι ενδοκερατοδειδείς ενθέσεις και η επικερατοφακία είναι μέθοδοι υπό μελέτη για τα παιδιά»
(American Academy of Ophtalmology,
σελ 84), 2) «Εμφύτευση ενδοφθαλμίου
φακού: στα νεαρά παιδιά είναι η ολιγότερο αποδεκτή μέθοδος λόγω της δυσκολίας
του να επιτύχουμε επαρκείς παραμέτρους και της αύξησης του μεγέθους του
οφθαλμού, μετά την εμφύτευση. Εντούτοις η εμφύτευση φακών χρησιμοποιείται με
αυξάνουσα συχνότητα στα παιδιά. Ο σκοπός είναι να καταστήσουμε τον οφθαλμό
ελαφρώς υπερμετρωπικό μετά την τοποθέτηση του ενδοφακού, για να προκαλέσουμε αργότερα στη ζωή του ήπια
μυωπία. Όμως ο κίνδυνος επιπλοκών είναι ακόμα σημαντικός. Παρά ταύτα, εάν δεν
είναι δυνατή η επικερατοφακία, είναι η μόνη μέθοδος
να διατηρήσουμε κάποια χρήσιμη όραση στη μονόπλευρη αφακία»
(Jack Kinsly, Κλινική
Οφθαλμολογία, 2009), 3) «Συμπέρασμα: το αυξημένο ποσοστό επιπλοκών, ανεπιθύμητα
συμβάματα και επιπρόσθετες επεμβάσεις που σχετίζονται
με την εμφύτευση ενδοφακών σε βρέφη κάτω των 7 μηνών,
ενισχύει τη βρεφική αφακία, εάν μάλιστα θεωρείται
πιθανή η επιτυχής συνεργασία της οικογένειας στην χρήση φακών επαφής»
(Επιπλοκές τα πέντε (5) πρώτα χρόνια μετά από επέμβαση καταρράκτη σε βρέφη με
και χωρίς εμφύτευση ενδοφακού στη Μελέτη
Αντιμετώπισης Βρεφικής Αφακίας, Am
J Ophthalmol, Νοέμβριος 2014), 4) «Στα βρέφη είναι
σημαντικό να διορθωθεί η αφακία το συντομότερο δυνατό
μετά το χειρουργείο. Μια εκδοχή είναι η εμφύτευση όταν αφαιρεθεί ο καταρράκτης.
Δυστυχώς δεν είναι τόσο απλό. Κατά τη γέννηση, ο ανθρώπινος φακός είναι πιο
σφαιρικός από ότι στους ενήλικες. Έχει μια δύναμη περίπου 30D, η οποία εξισορροπεί
το μικρό αξονικό μήκος. Αυτό μειώνεται περίπου στα 20-22D στην ηλικία των 5
ετών. Αυτό σημαίνει ότι ο ενδοφακός που δίνει
φυσιολογική όραση σε ένα βρέφος, θα οδηγήσει σε σημαντική μυωπία, θα είναι
μεγαλύτερο. Αυτό γίνεται πιο πολύπλοκο με την αλλαγή στη δύναμη του
κερατοειδούς και την επιμήκυνση του βολβού... αυτές οι αλλαγές είναι πολύ
γρήγορες στα πρώτα χρόνια της ζωής και αυτό κάνει αδύνατη την πρόβλεψη της
σωστής δύναμης του φακού για οποιοδήποτε βρέφος. Η εμφύτευση ενδοφακού έχει γίνει ρουτίνα για μεγαλύτερα παιδιά, αλλά
ακόμα είναι αμφιλεγόμενη σε μικρότερα παιδιά, ειδικά αυτά που είναι κάτω των 2
ετών» (Επέμβαση συγγενούς καταρράκτη, Community Eye
Health, 2004), 5) «Η επικρατούσα άποψη είναι ότι η τοποθέτηση ενδοφακών (IOL) είναι η καταλληλότερη για μεγαλύτερα παιδιά
που υποβάλλονται σε επέμβαση καταρράκτη. Σε αντίθεση, η ένδειξη για τοποθέτηση ενδοφακού τον πρώτο χρόνο της ζωής είναι ακόμη
αμφιλεγόμενη. Είναι πολύ καλά γνωστό ότι η μεγαλύτερη επιμήκυνση του άξονα του
οφθαλμού γίνεται κατά τα 2 πρώτα έτη της ζωής. Αυτή η γρήγορη αύξηση κάνει την
επιλογή του ενδοφακού για ένα βρέφος δύσκολη...
Συμπέρασμα: Η εμφύτευση ενδοφακού έχει καθιερωθεί ως
η ενδεδειγμένη θεραπεία στην οπτική αποκατάσταση παιδιών με καταρράκτη, τα
οποία είναι άνω των 2 ετών...η εμφύτευση ενδοφακού
είναι πιθανό να γίνει ένας καθιερωμένος τρόπος αντιμετώπισης της οπτικής
αποκατάστασης σε βρέφη τα επόμενα χρόνια (Κατευθυντήριες Οδηγίες για την
Αντιμετώπιση του Παιδικού Καταρράκτη, Μελέτη δημοσιευμένη τον Μάρτιο του 2014),
6) «Η διόρθωση της αφακίας με την ένθεση ενδοφακού δεν είναι δόκιμη σε παιδιά μικρότερα των 2 ετών.
Η μεταβολή του αξονικού μήκους και η ραγδαία αλλαγή της διαθλαστικής κατάστασης
του οφθαλμού στον πρώτο χρόνο της ζωής, η ισχυρή φλεγμονώδης αντίδραση και η
άμεση θόλωση του οπίσθιου περιφακίου, που
αναπτύσσονται μετεγχειρητικά, καθιστούν τη χρήση των ενδοφακών
προβληματική. Αυτό μπορεί να γίνει σε δεύτερο χρόνο, με σημαντικά ποσοστά
επιτυχίας, ιδιαίτερα εάν πρωτογενώς έχει διατηρηθεί αρκετά το τμήμα του
οπίσθιου περιφακίου» (Πέτρος Παϊκος,
Άτλας Παιδοφθαλμολογίας, τ.μ. I, σελ. 184), 7)
«Σπάνια, η τοποθέτηση ενδοφακού στο πρόσθιο θάλαμο μπορεί
να οδηγήσει σε χρόνια φλεγμονή, δευτερογενώς σε νεοαγγείωση
της ίριδας και επαναλαμβανόμενα υφαίματα, κατάσταση
γνωστή ως σύνδρομο ραγοϊδιτιδας - γλαυκώματος - υφαίματος. Αυτό είναι αποτέλεσμα της λάθος τοποθέτησης ή
της περιστροφής του ενδοφακού στο πρόσθιο θάλαμο. Η
κατάσταση αυτή μπορεί να παρατηρηθεί και στο οπίσθιο θάλαμο, στην κάψα και
στους ενδοφακούς σταθεροποιημένους με ράμματα» (Hyphema, Αμερικανική Ακαδημία Οφθαλμολογίας, Ιανουάριος
2015). Στον αντίποδα της άποψης αυτής βρίσκεται η άποψη, που προκρίνει τη χρήση
ενδοφακών ακόμη και στα βρέφη, για την αντιμετώπιση
του συγγενούς καταρράκτη, υποστηριζόμενη από βιβλιογραφία, προσκομιζόμενη από
τον πρώτο εναγόμενο και συγκριμένα η ακόλουθη : 1) «Στα θεωρητικά πλεονεκτήματα
της πρώιμης ένθεσης ενδοφακού κατά τη χρονική στιγμή
της χειρουργικής επέμβασης καταρράκτη σε βρέφη συμπεριλαμβάνονται η απόκτηση
σταθερής, ωστόσο μερικής, οπτικής διόρθωσης κατά τα πρώτα χρόνια της ανάπτυξης
της όρασης, η δυνατότητα τοποθέτησης του ενδοφακού
εντός του σάκου του περιφακίου και η αποφυγή χρήσης
φακού επαφής, μαζί με το σχετικό κόστος ... και προσπάθεια που απαιτείται από
τους κηδεμόνες του παιδιού... Εφόσον τα παιδιά συνεχίζουν να φοράνε φακούς
επαφής, είναι πιθανό να συμβούν περισσότερα ανεπιθύμητα γεγονότα σχετιζόμενα με
τη χρήση φακών επαφής» (αποσπάσματα από την ίδια ως άνω μελέτη αντιμετώπισης
της αφακίας στα βρέφη, Αμερικανικό Περιοδικό
Οφθαλμολογίας, τ.μ. 158, τ. 5, σελ. 892-898, έτος 2014), 2) «Συμπέρασμα: Τα
αποτελέσματα υποδηλώνουν ότι η ένθεση ενδοφακού σε
παιδιά ηλικίας κάτω των 2 ετών είναι ασφαλής και μπορεί να θεωρηθεί βιώσιμη
επιλογή για την αποκατάσταση της όρασής τους (Μελέτη, Χαρακτηριστικά ασφάλειας
πρωταρχικής ένθεσης ενδοφακού σε παιδιά κάτω των
2ετών, δημοσιευμένη σε επιστημονικό έντυπο «Βρετανικό Περιοδικό Οφθαλμολογίας»,
έτος 2011, τ.μ. 95, τ. 4, σελ. 477), 3) Συμπέρασμα: Η ένθεση ενδοφακού στη βρεφική ηλικία είναι τεχνικά εφικτή και
σχετίζεται με ποσοστό επανεπέμβασης περίπου 25% στα
δύο πρώτα έτη μετά την ένθεση» (Ψευδοφακία και Πολυψευδοφακία κατά το πρώτο έτος της ζωής, Μελέτη
δημοσιευμένη στο περιοδικό της Αμερικανικής Εταιρίας Παιδοφλαλμολογίας
και Στραβισμού, 2001, τ.μ. 5, τ. 4, σελ. 238-245), 4) «Οι ετερόπλευροι
συγγενείς καταρράκτες κατά τις 2 τελευταίες δεκαετίες αντιμετωπίζονταν με
πρώιμη χειρουργική παρέμβαση, διόρθωση με φακό επαφής και κάλυψη του μη
παθολογικού οφθαλμού. Παρότι ένας συνήθης ασθενής είχε ένα καλό οπτικό
αποτέλεσμα με αυτή τη θεραπευτική προσέγγιση, η πλειοψηφία καταλήγει σε νομική
τύφλωση στο αφακικό μάτι. Οι ενδοφακοί
χρησιμοποιούνται με αυξανόμενο ρυθμό σαν εναλλακτική επιλογή στην οπτική
διόρθωση της αφακίας κατά τη βρεφική ηλικία. Ένα
αυξανόμενη κομμάτι της βιβλιογραφίας υποστηρίζει ότι η διόρθωση με ενδοφακό σχετίζεται με βελτιωμένα αποτελέσματα στην όραση
και σχετικά χαμηλά ποσοστά επίπτωσης μετεγχειρητιικών
επιπλοκών. Ένα μοντέλο σε πίθηκο χρησιμοποιήθηκε επίσης, για να μελετηθεί η
ασφάλεια και η εφαρμοσιμότητα της διόρθωσης της αφακίας στα νεογνά με ενδοφακούς.
Αυτές οι μελέτες αποκάλυψαν ότι το οπτικό αποτέλεσμα είναι το ίδιο καλό, αν όχι
καλύτερο για τη διόρθωση με ενδοφακό» (Απόσπασμα
μελέτης, Αντιμετώπιση των ετερόπλευρων συγγενών
καταρρακτών, Επιστημονικό περιοδικό «Οφθαλμός» του Βρετανικού Κολλεγίου
Οφθαλμιάτρων, 1999, τ.μ. 13, σελ. 474-479), 5) «Ενδοφακοί:
Τα τελευταία χρόνια αυξάνεται σταθερά ο αριθμός ετερόπλευρων
καταρρακτών, όπου κατά την εγχειριση τοποθετείται ενδοφακός για τη διόρθωση της αφακίας
που προκύπτει. Συνεχώς κατεβαίνει το κατώτερο όριο ηλικίας εμφύτευσης, ακόμη
και κάτω των δύο ετών» (Κλινική Οφθαλμολογία, Ν. Στάγκου,
σελ. 724), 6) «Συμπέρασμα: Τα αρχικά μας δεδομένα υποδηλώνουν ότι η διόρθωση
της αφακίας μετά από επέμβαση ετερόπλευρου
καταρράκτη με πρώιμη ένθεση ενδοφακού οδηγεί σε
βελτιωμένο αποτέλεσμα στην όραση, αλλά σε υψηλότερο ποσοστό επιπλοκών με ανάγκη
επανεπέμβασης» (απόσπασμα από «Οφθαλμολογία και
Στραβισμός», 2001, σελ. 70-75), 7) «Συμπέρασμα: Όταν ο καταρράκτης και η
επέμβαση (για την ένθεση) ενδοφακού,
πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους της ζωής, χειρουργική επέμβαση
σε δεύτερο χρόνο χρειάστηκε στο 37,9% των οφθαλμών για να διατηρήσουν διαυγή
οπτικό άξονα. Οι περισσότερες επεμβάσεις σε δεύτερο χρόνο πραγματοποιήθηκαν
κατά τη διάρκεια των 6 πρώτων μηνών μετεγχειρητικά» (Θόλωση οπτικού άξονα μετά
από επέμβαση καταρράκτη και ένθεση ενός ακρυλικού ενδοφακού
στο πρώτο χρόνο της ζωής, Αμερικανική Εταιρία Παιδοφθαλολογίας
και Στραβισμού, 2004) και 8) «Η χειρουργική επέμβαση σε ετερόπλευρο
συγγενή καταρράκτη μέσα 6 εβδομάδες από τη γέννηση δίνει τα καλύτερα
αποτελέσματα. Η ένθεση ενδοφακού σε βρέφη γίνεται
αποδεκτή με αυξανόμενο ρυθμό» («Οφθαλμός» του Βρετανικού Βασιλικού Κολλεγίου
Οφθαλμιάτρων, 2007, σελ. 1301-1309). Από τη συναξιολόγηση
όλων των ανωτέρω, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο
όρος συγγενής καταρράκτης αναφέρεται σε εκείνες τις θολώσεις του φακού που
υπάρχουν από τη γέννηση ή γίνονται εμφανείς μέσα στους πρώτους μήνες της ζωής
του ανθρώπου. Η συχνότητά του είναι 1 στις 250 γεννήσεις. Ο συγγενής
καταρράκτης μπορεί να είναι ετερόπλευρος ή αμφοτερόπλευρος. Η αιτιολογία του συγγενούς καταρράκτη
ποικίλλει. Ενδομήτριες λοιμώξεις, μεταβολικές και χρωμοσωμικές
ανωμαλίες, αλλά και διάφορα συστημικά σύνδρομα ανευρίσκονται συχνά σε παιδιά με
συγγενή καταρράκτη. Η αντιμετώπιση του συγγενούς παιδικού καταρράκτη είναι
χειρουργική και πρέπει να λαμβάνει χώρα τον πρώτο μήνα της ζωής του παιδιού ή
το αργότερο μέχρι την 6η - 8η εβδομάδα. Ταυτόχρονα πρέπει να γίνεται διόρθωση
της μετεγχειρητικής αφακίας, αλλά και θεραπεία
κάλυψης του υγιούς οφθαλμού, για να περιοριστεί ο κίνδυνος της αμβλυωπίας. Το
κάθε παιδί πρέπει να αντιμετωπίζεται εξειδικευμένα. Η επιλογή της κατάλληλης
χειρουργικής τεχνικής και κυρίως του χρόνου που πρέπει να γίνει η επέμβαση
εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες, όπως ο χρόνος εμφάνισης του καταρράκτη (με
τη γέννηση ή αργότερα), η μορφή του καταρράκτη (ολικός ή μερικός), ετερόπλευρος ή αμφοτερόπλευρος,
οι κοινωνικές συνθήκες της οικογένειας και η γενική υγεία του παιδιού. Η
συνεκτίμηση όλων των ανωτέρω στοιχείων καθοδηγεί και την επιλογή της πλέον
συμφέρουσας για το βρέφος μεθόδου αντιμετώπισης της μετεγχειριτικής
αφακίας και σχεδόν προκαθορίζει το επίπεδο της
οπτικής οξύτητας που θα αποκτήσει τελικά ο προσβεβλημένος οφθαλμός. Στο σημείο
αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι οι τεχνικές που ακολουθούνται για την αφαίρεση του
καταρράκτη είναι α) η πλύση - αναρρόφηση των φακαίων
μαζών και του μαλακού πυρήνα με διατήρηση ανέπαφου του οπίσθιου περιφακίου και σε δεύτερο χρόνο καψουλοτομή
του οπίσθιου περιφακίου χειρουργικά ή με Yag Laser για την αντιμετώπιση
του συγγενούς καταρράκτη, β) πλύση - αναρρόφηση των φακαίων
μαζών με καψουλοτομή του οπίσθιου περιφακίου
και πρόσθια βιτρεκτομή του υαλοειδούς για την αποφυγή
δημιουργίας δευτερογενούς καταρράκτη και γ) η πλέον σύγχρονη τεχνική που
συνίσταται στην καψουλόρηξη του πρόσθιου και οπίσθιου
περιφακίου, πλύση - αναρρόφηση των φακαίων μαζών και τοποθέτηση ενδοφακικού
οπίσθιου θαλάμου σε πρώτο χρόνο. Ακολούθως, σε δεύτερο χρόνο, η οπτική διόρθωση
για την αφακία που προκύπτει μετά την εγχείριση του συγγενούς παιδικού καταρράκτη, συντελείται με
τους εξής τρόπους: α) με αφακικά γυαλιά, τα οποία δεν
μπορούν να εφαρμοστούν σε ετερόπλευρες περιπτώσεις,
β) με επικερατοφακία, μέθοδος η οποία έχει σήμερα
σχεδόν εγκαταληφθεί, γ) με φακούς επαφής και δ) με ενδοφακούς, οι οποίοι τοποθετούνται κατά την εγχείριση. Κατάλληλοι για την παιδική ηλικία θεωρούνται οι
μαλακοί φακοί επαφής, τόσο οι ημερήσιοι όσο και οι διαρκείας. Οι παρατεταμένης
διάρκειας μαλακοί φακοί έχουν σχεδόν καθιερωθεί στη νεογνική αφακία. Τοποθετούνται μια εβδομάδα μετά την εξαίρεση του
καταρράκτη, αφού προηγηθεί σκιασκοπία. Μειονέκτημα
των αφακικών νεογνικών φακών επαφής είναι η μεγάλη
διοπτρική ισχύς που προσδίδει μεγάλο πάχος στο κέντρο του φακού, περιορισμό της
οπτικής του ζώνης και κακή οξυγόνωση στον παιδικό κερατοειδή. Επίσης στα
μειονεκτήματα συγκαταλέγονται η συχνή απώλεια των φακών επαφή και η ανάγκη
συνεχούς επίμονης φροντίδας από μέρους των γονέων. Τα τελευταία χρόνια
αυξάνεται σταθερά ο αριθμός των ετερόπλευρων
καταρρακτών, όπου, κατά την εγχείριση τοποθετείται ενδοφακός για τη διόρθωση της αφακίας,
που προκύπτει. Οι ενδοφακοί εμφανίζουν πλεονεκτήματα
έναντι των υπολοίπων λύσεων διότι προσφέρουν συνεχή οπτική διόρθωση και η
μεγέθυνση του ειδώλου είναι μικρή. Επίσης προσφέρουν οπτικές συνθήκες
κατάλληλες για την αποκατάσταση της διοφθαλμικής όρασης, διευκολύνουν την
κάλυψη του υγιούς οφθαλμού για τη θεραπεία της αμβλυωπίας του προσβεβλημένου
οφθαλμού και η επιτυχής ένθεση ενδοφακού ανακουφίζει
τους γονείς από την φροντίδα για τους φακούς επαφής. Ωστόσο, εριζόμενο επιστημονικά ζήτημα, όπως ελέχθη,
είναι η τοποθέτηση ενδοφακού σε παιδιά κάτω των δύο
(2) ετών. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι ο παιδικός οφθαλμός αναπτύσσεται
αξονικά κατά 40-60% κατά τη διάρκεια του πρώτου χρόνου της ζωής. Η ανάπτυξη
αυτή συνοδεύεται από ανάλογη, ραγδαία αλλαγή της διοπτρικής ισχύος του. Ειδικότερα,
κατά τη γέννηση, ο προσδιοπίσθιος άξονας του βολβού
είναι - κατά μέσο όρο - 17 mm στα τελειόμηνα
παιδιά και 15-15,5 mm στα πρόωρα. Η μεγάλη αύξηση
συμβαίνει κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους της ζωής, που το αξονικό μήκος
φθάνει τα 20 mm, ενώ μέχρι το τέταρτο έτος το μήκος
του βολβού θα φθάσει τα 22,5 mm περίπου, διαφέροντας
ελάχιστα από το μήκος του βολβού του ενήλικα, που ανέρχεται στα 24 mm. Αυτή η μεταβολή του αξονικού μήκους και η ραγδαία
αλλαγή της διαθλαστικής κατάστασης του οφθαλμού στον πρώτο χρόνο της ζωής του
παιδιού, η ισχυρή φλεγμονώδης αντίδραση και η άμεση θόλωση του οπίσθιου περιφακίου, που αναπτύσσονται μετεγχειρητικά, καθιστούν τη
χρήση των ενδοφακών προβληματική, καθώς καθιστούν
αδύνατη την ορθή επιλογή ενδοφακού. Πέραν όμως
τούτου, επαυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης επαναλαμβανόμενων υφαιμάτων,
μιας κατάστασης γνωστής ως σύνδρομο ραγοϊδιτιδας -
γλαυκώματος - υφαίματος, η οποία προκαλείται από την
λάθος τοποθέτηση ή την περιστροφή του ενδοφακού στον
πρόσθιο ή οπίσθιο θάλαμο. Είναι γνωστό ότι η ένθεση ενδοφακού
στο οπίσθιο θάλαμο, συχνά προκαλεί παρεκτοπίσεις,
εξαιτίας της αύξησης του βολβού στην πρώιμη παιδική ηλικία αλλά και της κακής
τοποθέτησής τους. Οι παρεκτοπίσεις αυτές, συνήθως,
πολύ λίγο επηρεάζουν την όραση, χωρίς να χρήζουν καμίας θεραπείας. Σε σπάνιες
όμως περιπτώσεις, όπως όταν η ζίννειος ζώνη είναι
ασθενής ή επήλθε ρήξη του οπίσθιου περιφακίου και η
τοποθέτηση του ενδοφθάλμιου φακού δεν έγινε σωστά,
μπορεί να είναι σημαντικές και, σε ακραίες περιπτώσεις, ο ενδοφακός
να βυθιστεί κυριολεκτικά μέσα στο υαλοειδές. Οι επιπλοκές στην περίπτωση αυτή
είναι σοβαρότατες, όπως κυστικό οίδημα της ωχράς,
αποκόλληση του αμφισβληστροειδούς, ραγοειδίτιδα και άλλα (βλ. Κωνσταντίνου Ψύλλου, Εισαγωγή
στην Οφθαλμολολογία και Νευροφθαλμολογία,
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, εκδ. 2020, σελ. 161).
Βεβαίως, από το έτος 1997 έχουν αρχίσει να πραγματοποιούνται, από ειδικούς
χειρουργούς παιδοφθαλμιάτρους, όπως είναι ο πρώτος
εναγόμενος, χειρουργικές επεμβάσεις με την ένθεση ενδοφακού
και σε παιδιά μικρότερα των δύο (2) ετών. Η εμφύτευση ενδοφακού
στον συγγενή καταρράκτη στην πρόωρη αυτή ηλικία απαιτεί άψογη τεχνική και
ειδικές στρατηγικές, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες των περιπτώσεων, όπως οπίσθια
καψουλόρηξη, πρόσθια υαλοειδεκτομή.
Όμως, ακόμα και με την εφαρμογή άψογης τεχνικής (lege
artis), η μέθοδος αυτή εξακολουθούσε, τουλάχιστον
μέχρι το 2006, να αποτελεί την ολιγότερο αποδεκτή μέθοδο για βρέφη και νεαρά
παιδιά, λόγω της προαναφερθείσης εγγενούς δυσκολίας να επιτευχθούν επαρκείς
παράμετροι ένθεσης του ενδοφακού, εξαιτίας της
ραγδαίας αύξησης του οφθαλμού μετά την εμφύτευση. Το εγχείρημα αυτό καθίστατο
ακόμα δυσκολότερο από το γεγονός ότι, μέχρι τότε, δεν είχε αναπτυχθεί
τεχνολογικά ο κατάλληλος ενδοφακός για βρέφη. Οι
χρησιμοποιούμενοι τη χρονική εκείνη περίοδο ενδοφακοί
AC IOLs, παρά την εύκολη τοποθέτηση και αφαίρεσή
τους, ήταν άκαμπτοι, θολωτοί, με τέσσερα πόδια ή άκαμπτοι κλειστής αγκύλης,
μερικοί από τους οποίους είχαν σκληρές άκρες και, σε περίπτωση λάθος
τοποθέτησής τους ή περιστροφής τους, προκαλούσαν ραγοειδίτιδα,
γλαύκωμα και ύφαιμα (σύνδρομο UGH). Το ίδιο συνέβαινε
και σε μια άλλη παραλλαγή ενδοφακών, τους
αναδιπλούμενους PC IOLs, όπου αναφέρεται ότι στα
μειονεκτήματά τους συγκαταλέγονται τα ατελή άκρα επιφάνειας, που ευθύνονται
ομοίως για το σύνδρομο UGH. Για να αποφευχθούν οι προαναφερθείσες
μετεγχειρητικές επιπλοκές, που προκύπτουν από τους μεγάλου μεγέθους άκαμπτους IOLs (σύνδρομο UGH), καθώς και από τους πολύ μικρούς IOLs (στριφογύρισμα στο AC), μετά το 2006, κατασκευάστηκαν
οι AC IOLs, με εύκαμπτες αγκύλες, που σέβονται τις
δομές της γωνίας. Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενδοφακός
Acrysof, που χρησιμοποιήθηκε στον ενάγοντα, ανήκει
στην κατηγορία των αναδιπλούμενων ενδοφακών και είναι
κατασκευασμένος από υδρόφοβο ακρυλικό υλικό. Όπως δε προκύπτει από την
προσκομιζόμενη μελέτη που έχει δημοσιευθεί στην Αμερικανική Εταιρία Παιδοφλαλμολογίας και Στραβισμού με τίτλο «Εμφύτευση του Acrysof ακρυλικού ενδοφακού σε
παιδιά: Κλινικές ενδείξεις βιοσυμβατότητας»
(δημοσίευση 2001, σελ. 377-380), ο συγκεκριμένος φακός θεωρείται, κατ' αρχήν,
κλινικά βιοσυμβατός για παιδικούς οφθαλμούς, παρότι
παρατηρήθηκε αυξημένη αντίδραση των ιστών. Ωστόσο, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η
μελέτη αυτή δεν διακρίνει εάν η συμβατότητα αυτή αφορά και παιδιά κάτω των δύο
(2) ετών, πολύ δε περισσότερο βρέφη ολίγων μηνών, όταν δεν έχει ακόμη
επιτευχθεί αξιόλογη αύξηση του άξονα του οφθαλμού. Σε αντίθεση με τη μελέτη
αυτή, ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων (Food and Drug Adiministration) των Η.Π.Α.,
το έτος 2007, εξακολουθούσε να θεωρεί την ένθεση ενδοφακού
για τη διόρθωση της αφακίας στα παιδιά, «εκτός
ένδειξης» (off label). Ο
καθορισμός αυτός, επισημαίνεται, ότι έχει την έννοια ότι οι ενδοφακοί,
που εμφυτεύονται σε παιδιά, έχουν υποβληθεί σε δοκιμές ως μέρος της διαδικασίας
έγκρισης κυκλοφορίας στην αγορά από τον FDA για τους ενηλίκους και όχι για τα
παιδιά, γεγονός πάντως που δεν καθιστά τη χρήση του για παιδιά απαγορευτική.
Όμως, ακόμα και αν ήθελε θεωρηθεί ότι ο ανωτέρω Οργανισμός, με την ένδειξη
αυτή, δεν απαγορεύει ευθέως τη χρήση των ενδοφακών
στα παιδιά, είναι ωστόσο ξεκάθαρο ότι η συσκευή αυτή έχει κατασκευαστεί, για να
χρησιμοποιείται για ένα σκοπό ή για ένα πληθυσμό ασθενών, που είναι
διαφορετικός από αυτόν των νεαρών παιδιών και των βρεφών (βλ. Αμερικανικό
Περιοδικό Οφθαλμολογίας, 2007, σελ. 616). Έτσι, στο βαθμό που ο ανωτέρω
Οργανισμός δεν λαμβάνει θέση εάν οι εν λόγω ενδοφακοί
μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε παιδιά, ουδόλως μπορεί να συναχθεί ότι παρέχει 3 ρποπ τη συγκατάθεσή του να χρησιμοποιούνται σε παιδιά κάτω
των δύο ετών, πολύ δε περισσότερο σε βρέφη. Η ελλιπής επιστημονική τεκμηρίωση
της χρήσης των συγκεκριμένων ενδοφακών στη
συγκεκριμένη αυτή ηλικακή ομάδα, ανάγκασε την εταιρία
Alcon Laboratories, η οποία κατασκευάζει και
εμπορεύεται τους φακούς αυτούς, στο ερώτημα, που της απηύθυναν οι γονείς του
ενάγοντος, το έτος 2015, σχετικά με το εάν ο συγκεκριμένος ενδοφακός
Acrysol Natural SN60AT, που
χρησιμοποιήθηκε στο τέκνο τους, είναι κατάλληλος για επέμβαση σε βρέφος τριών
(3) μηνών που γεννήθηκε με καταρράκτη στο αριστερό μάτι, να απαντήσει ως
ακολούθως: «Οι ενδοφθάλμιοι φακοί οπίσθιου θαλάμου Acrysol Natural ενδείκνυνται για
την αντικατάσταση του ανθρώπινου φακού ώστε να επιτευχθεί οπτική διόρθωση της αφακίας σε ενήλικες ασθενείς, στους οποίους έχει γίνει εξωπεριφερειακή αφαίρεση καταρράκτη ή φακοθρυψία.
Αυτό σημαίνει ότι, σύμφωνα με τις εγκεκριμένες ενδείξεις, η παιδιατρική χρήση
του Acrysof SN60AT IOL, θα ήταν, αν επιβεβαιωθεί, μια
χρήση εκτός ενδείξεων και δεν μπορεί να υποστηριχθεί από την Alcon. Από την αναζήτηση της βιβλιογραφίας εντοπίστηκαν
τρία δημοσιεύματα σχετικά με κλινικά άρθρα για εμφύτευση Acrysof
IOL -, αναφορικά σε παιδιά (1-3), αναφορικά με την ερώτηση. Σύμφωνα με τους
συγγραφείς, σε βρέφος μικρότερο των 7 μηνών, με καταρράκτη στο ένα μάτι,
συνιστάται να μένει ο οφθαλμός χωρίς φακό και η εστίαση να επιτυγχάνεται με
φακό επαφής. Κατ' εξαίρεση μπορεί να εμφυτευθεί ΙΟL σε παιδιά μικρότερα των 36
μηνών. Τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα και οι συστάσεις περιλαμβάνονται στα εν
λόγω έγγραφα. Σε παιδιά μικρότερα του 1 έτους, η εμφύτευση ΙΟL είναι
αμφιλεγόμενη». Επομένως, ακόμα και δέκα χρόνια μετά από την επίμαχη επέμβαση,
παρά τα βελτιωμένα αποτελέσματα στην όραση που έχει η πρώιμη ένθεση ενδοφακού, διαπιστώνεται ότι εξακολουθεί να υπάρχει
επιφυλακτικότητα της διεθνούς ιατρικής κοινότητας όσον αφορά την τοποθέτηση ενδοφακών σε παιδιά κάτω των δύο (2) ετών. Στην προκειμένη
περίπτωση, όπως αποδείχθηκε, το αιμάτωμα που εμφάνισε ο ενάγων τον Οκτώβριο του
2011, σε ηλικία τότε 5 περίπου ετών, στο αριστερό μάτι, συνδεδεμένο με
ερυθρότητα και τσούξιμο, ήταν απόρροια αιμορραγίας του υαλοειδούς. Η αιτία της
αιμορραγίας αυτής, καθώς και η αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς, οι εναγόμενοι
ισχυρίζονται ότι οφείλεται σε σπάνια και απρόβλεπτη «επιπλοκή» της εφαρμοσθείσας μεθόδου ένθεσης του ενδοφακού.
Στο σημείο αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι, από τις πιθανές «επιπλοκές» μιας
επέμβασης, οι οποίες οφείλονται σε εντελώς απρόβλεπτους παράγοντες και δεν
σχετίζονται άνευ άλλου τινός με ιατρική πλημμέλεια, διαφέρουν οι «ιατρογενείς αιτίες», οι οποίες προκαλούνται από την ιατρική
πράξη και, στον βαθμό που οφείλονται σε υπαιτιότητα του ιατρού, φέρουν τον
χαρακτήρα «ιατρικού σφάλματος». Ειδικότερα, με τον όρο επιπλοκή, κατά την
εφαρμογή μιας θεραπευτικής μεθόδου, εννοείται ένα «σύμβαμα»
που σχετίζεται με την εφαμοσθείσα θεραπεία και τη
φύση της νόσου και είναι εγγενής και στη μέθοδο και στη νόσο. Παρόλα δε τα
προφυλακτικά μέτρα, την ικανότητα και την εμπειρία που μπορεί να διαθέτει ο
εκτελών την επέμβαση, μερικές φορές δεν είναι δυνατόν να αποκλειστεί μία κακή
έκβαση (ΑΠ 238/2016 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Δοθέντων τούτων, η αιμορραγία του αριστερού
οφθαλμού του ενάγοντος και η αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς δεν συνιστά
«επιπλοκή» της μεθόδου της ένθεσης ενδοφακού, αλλά ιατρογενή βλάβη, προερχόμενη από την μη κατάλληλη
τοποθέτηση του ενδοφακού από τον πρώτο εναγόμενο.
Τούτο προκύπτει ευθέως από την από 30-4-2012 γνωμάτευση του οφθαλμικού
χειρουργού, καθηγητή . ο οποίος διαπίστωσε ότι η αιμορραγία είναι εντοπισμένη
μπροστά και πίσω από το εμφύτευμα, το οποίο είχε μετατοπιστεί μέσα στον πρόσθιο
θάλαμο. Ειδικότερα, εξαιτίας της απρόβλεπτης αύξησης του οπτικού άξονα του
ενάγοντος, ο οποίος κατά τα 4 περίπου χρόνια έφερε τον ίδιο ενδοφακό,
αλλά και λόγω της μη κατάλληλης τοποθέτησής του από τον πρώτο εναγόμενο, αυτός παρεκτοπίστηκε και τα ατελή άκρα του βυθίστηκαν στον
υαλοειδή, με αποτέλεσμα να προκαλέσουν την αιμορραγία στον αριστερό οφθαλμό του
ενάγοντος και τρεις μήνες αργότερα, την αποκόλληση του αμφισβληστροειδούς.
Επίσης, το ότι η αιμορραγία του υαλοειδούς προήλθε από την τοποθέτηση του ενδοφακού προκύπτει και από την από την από 22-3-2012
επιστολή του συμβούλου οφθαλμικού χειρουργού - προς τον χειρουργό οφθαλμίατρο
., στην οποία αναφέρεται ότι, κατά την εξέτασή του την ίδια ημέρα,
απεικονίστηκε η ρινική άκρη του εμφυτεύματος ενδοφθαλμίου
φακού και διαπιστώθηκε πυκνή αιμορραγία πίσω από το εμφύτευμα και ο υπέρηχος
που ακολούθησε έδειξε ότι υπήρχε μια παχύρευστη σταθερή κλειστής χοάνης
αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς. Την αιτία αυτή του αιματώματος υποδεικνύει
και η από 22-2-2012 επιστολή του . η προς τον όπου αναφέρεται σε μακροχρόνια
αιμορραγία του υαλοειδούς, σε σημαντική ιριδική
ερυθρότητα, λόγω σχηματισμού αιμοφόρων αγγείων στο μπροστινό μέρος της ίριδας
και οφθαλμική υποτονία. Τούτο δεν διαψεύδεται ούτε από τον πραγματογνώμονα
χειρουργό οφθαλμίατρος ., ο οποίος στην προσκομιζόμενη ιατρική του
πραγματογνωμοσύνη αναφέρει ότι, συνηθέστερη αιτία του αιματώματος - υφαίματος στον πρόσθιο θάλαμο, στα παιδιά είναι το τραύμα
και όχι άλλα παθολογικά αίτια. Επειδή όμως ο ίδιος ο πραγματογνώμονας, κατά την
εξέταση του ενάγοντος, δεν μπόρεσε να διαπιστώσει ο ίδιος παρεκτόπιση
του ενδοφακού στον αριστερό οφθαλμό εξαιτίας της
τήξης του αίματος, επιχείρησε να αποδώσει, κατά πιθανολόγηση,
την αιτία της αιμορραγίας στην επέμβαση βιτρεκτομής
του χειρουργού οφθαλμιάτρου Επιχειρηματολογώντας περαιτέρω ο εν λόγω
πραγματογνώμονας, προς αυτή την κατεύθυνση, και για να αποκλείσει ως αιτία της
αιμορραγίας και της αποκόλλησης του αμφιβληστροειδούς την ένθεση του ενδοφακού από τον πρώτο εναγόμενο, αναφέρει ότι οι συνήθεις
επιπλοκές της αντιμετώπισης του καταρράκτη με ενδοφακό
αναπτύσσονται, κατά κύριο λόγο, κατά τον πρώτο χρόνο της ζωής του ασθενούς,
επιπλέον δε ότι η αποκόλληση του αμφισβληστροειδούς
εμφανίστηκε, το πρώτον, μετά την επέμβαση της βιτρεκτομής.
Ωστόσο, η εκδοχή του ανωτέρω πραγματογνώμονα, ότι το πιθανότερο αίτιο της
αποκόλλησης του αμφισβληστροειδούς του ενάγοντος και
της συνακόλουθης τύφλωσής του, είναι η επέμβαση βιτρεκτομής
που πραγματοποίησε το ... τον Φεβρουάριο του 2012, κατά την οποία επισυνέβη εξωθητική αιμορραγία
που προκάλεσε την αποκόλληση, διαψεύδεται, κατ' αρχάς, από τον ιατρό ... ο
οποίος στην από 22-3-2012 επιστολή του, μεταξύ άλλων, ανέφερε ότι πραγματοποιήθηκε
αρκετά σωστή βιτρεκτομή. Επιπρόσθετα, όπως δεν
αμφισβητείται, η βιτρεκτομή του ανωτέρω χειρουργού
ιατρού δεν ολοκληρώθηκε, καθώς αυτός, κατά την επέμβαση, συνάντησε ακραίες
δυσκολίες, λόγω αφενός του πολύ καλά οργανωμένου μακροχρόνιου αιματώματος και
αφετέρου λόγω νέων αιμορραγιών από νέα αιμοφόρα αγγεία, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα
να διακόψει την επέμβαση και να σφραγίσει τις σκληροστομίες.
Επιπλέον, και όσον αφορά το επιχείρημα ότι το σύμβαμα
εμφανίστηκε σε απομακρυσμένο από την επέμβαση χρονικό σημείο, πολύ αργότερα από
το πρώτο έτος από την επέμβαση, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη και από
τους δύο διαδίκους ιατρική μελέτη, που είναι δημοσιευμένη στο προαναφερθέν
αμερικανικό επιστημονικό περιοδικό Οφθαλμολογίας, με τίτλο «Επιπλοκές στα πρώτα
πέντε χρόνια που ακολουθούν την επέμβαση καταρράκτη σε βρέφη με ή χωρίς ένθεση ενδοφακού», προκύπτει ότι οι κάθε είδους επιπλοκές και συμβάματα είναι δυνατόν να εμφανιστούν και μετά τον πρώτο
χρόνο ζωής του παιδιού και μέχρι τη συμπλήρωση των πέντε (5) ετών. Τέλος, ακόμα
και στην περίπτωση, που η αποκόλληση του αμφισβληστροειδούς
εμφανίστηκε μετά την επέμβαση της βιτρεκτομής, τούτο
συνέβη εντελώς συγκυριακά, καθώς η ενεργός αιτία οφείλεται στο βαθύ και έντονο
αιμάτωμα του αριστερού οφθαλμού, που προήλθε από την είσοδο των ατελών άκρων
του ενδοφακού στο υαλοειδές, απόρροια της μη
κατάλληλης ένθεσης του ενδοφακού από τον πρώτο
εναγόμενο. Επομένως, ο πρώτος εναγόμενος, ο οποίος αδιαμφισβήτητα τυγχάνει
αναγνωρισμένος χειρουργός οφθαλμίατρος, εμπιστευόμενος τις ιδιαίτερες
ομολογουμένως ικανότητες του, κατ' αρχάς, εφάρμοσε στον ενάγοντα μια ιατρική
μέθοδο για τη διόρθωση της αφακίας του αριστερού
οφθαλμού του, αυτή της ένθεσης ενδοφακού, η οποία,
κατά το χρόνο της επέμβασης, το έτος 2006, παρά τα αδιαμφισβήτητα πλεονεκτήματα
που είχε σε ενήλικες και παιδιά άνω των δύο (2) ετών, δεν είχε τεκμηριωθεί
επαρκώς σε παιδιά μικρότερης ηλικίας, ιδίως δε σε βρέφη κάτω των επτά (7)
μηνών, όπως ήταν τότε ο ενάγων, ούτε ήταν πλήρως αποδεκτή στην ιατρική
κοινότητα. Πέραν δε τούτου, τοποθέτησε στον βρεφικό οφθαλμό του ενάγοντος ενδοφακό, ο οποίος δεν ήταν πιστοποιημένος για βρέφη κάτω
των επτά (7) μηνών, έφερε ατελή άκρα, τα οποία, όπως προαναφέρθηκε, σε
περίπτωση παρεκτόπισής τους, θα προκαλούσαν σοβαρό
κίνδυνο τραυματισμού του υαλοειδούς, άκρατη αιμορραγία και αποκόλληση του
αμφιβληστροειδούς, ο τοποθετηθείς δε ενδοφακός ήταν
μεγαλύτερος του προσήκοντος, λόγω της αντικειμενικής αδυναμίας ακριβούς
υπολογισμού του μεγέθους του, συνεπεία της ραγδαίας αύξησης του οπτικού άξονα
κατά τα δύο πρώτα χρόνια ζωής του. Ενεργώντας, υπό τις συνθήκες αυτές, ο πρώτος
εναγόμενος δεν προέβη στην κατάλληλη επιλογή και εφαρμογή του ως άνω ενδοφακού πάνω στον οφθαλμό του ενάγοντος, με αποτέλεσμα,
τέσσερα χρόνια αργότερα, όταν είχε πλέον ολοκληρωθεί η αύξηση του οφθαλμού, να
σημειωθεί παρεκτόπιση των άκρων του ενδοφακού και να επέλθει ο ανεπανόρθωτος τραυματισμός του.
Πρέπει να σημειωθεί ότι, ακόμα και όταν αργότερα (το έτος 2014) οι ενδοφακοί βελτιώθηκαν ως προς τις απολήξεις τους και η ένθεσή
τους κατέστη περισσότερο ασφαλής, η ιατρική κοινότητα, σε σημαντική της
τουλάχιστον μερίδα της, εξακολουθούσε, σύμφωνα με τις ως άνω προσκομιζόμενες
βιβλιογραφικές αναφορές, να δηλώνει επιφυλακτική στην εφαρμογή της μεθόδου
αυτής σε βρέφη. Η μη πλήρης αποδοχή της μεθόδου αυτής σε παιδιά κάτω των δύο
(2) ετών και η μη πιστοποίηση του ενδοφακού για την
ηλικιακή αυτή ομάδα, δεν αναιρείται από την επιτυχή εφαρμογή της επίδικης
μεθόδου από τον πρώτο εναγόμενο σε πέντε (5) περιπτώσεις βρεφών, ηλικίας μέχρι ενός
(1) έτους, οι οποίες έλαβαν χώρα μέχρι το 2006, όπως αναφέρεται στην ένορκη
κατάθεση του ..Και τούτο διότι το δείγμα αυτό είναι ανεπαρκές και δεν είναι σε
θέση να αποκλείσει τυχόν άγνωστες επιπλοκές ή ιατρογενείς
αιτίες, όπως ήταν η παρούσα εκδήλωση του φαινομένου UGH σε παιδιά από την μη
κατάλληλη τοποθέτηση του παραπάνω επισφαλούς ενδοφακού.
Η επικινδυνότητα μάλιστα των συγκεκριμένων ενδοφακών Acrysof Natural SN60AT, ιδίως
στους παιδικούς οφθαλμούς, συν τοις άλλοις,
επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι ο ίδιος ο πρώτος εναγόμενος, ο οποίος,
μέχρι το έτος 2008, τους εφάρμοζε σε περιπτώσεις συγγενούς βρεφικού καταρράκτη,
που αντιμετώπιζε, στη συνέχεια τους αντικατέστησε με ενδοφακούς
Acrysof IQ/AlCON, νεότερης
γενιάς, που δεν προκαλούν τραυματισμούς. Κατά συνέπεια, ο πρώτος εναγόμενος
ιατρός, ενεργώντας από αμέλεια, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής που όφειλε και
μπορούσε να καταβάλει όπως ο μέσος συνετός ιατρός της ειδικότητάς
του υπό τις αντίστοιχες συνθήκες, προέβη, κατά τα ανωτέρω, στη διόρθωση της αφακίας του ενάγοντος, λόγω επέμβασης συγγενούς καταρράκτη,
α) μετερχόμενος την επισφαλή, για το χρονικό εκείνο σημείο, μέθοδο της ένθεσης ενδοφακού για βρέφος 2 1/2 μηνών, β) χρησιμοποιώντας
ασύμβατο για την ηλικία αυτή, από άποψη μεγέθους και απολήξεων, ενδοφακό και γ) μη προβαίνοντας στην κατάλληλη εφαρμογή
του, με συνέπεια, σε ηλικία πέντε περίπου ετών, τα άκρα του ενδοφακού
να εισέλθουν στο υαλοειδές του αριστερού οφθαλμού του ενάγοντος και να του
προκάλεσαν σοβαρό αιμάτωμα (ύφαιμα) και ανεπανόρθωτη
βλάβη του οφθαλμού, απότοκος της οποίας ήταν η αποκόλληση του
αμφιβληστροειδούς, η ζημία δε αυτή συνδέεται αιτιωδώς με την αποδειχθείσα
πλημμελή συμπεριφορά του. Από την άλλη πλευρά, ο εναγόμενος ιατρός ουδόλως
απέδειξε, ως όφειλε, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη, την ανυπαρξία
παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του ούτε την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου
μεταξύ αυτής και της ζημίας του ενάγοντος ή την συνδρομή κάποιου λόγου
επαγόμενου την άρση ή τη μείωση της ευθύνης του. Ούτε, επίσης, μπορεί να υποστηριχθεί
ότι η εφαρμογή της ανωτέρω μεθόδου ήταν η κατάλληλη, με γνώμονα το συμφέρον του
ασθενούς και κατόπιν της αναγκαίας στάθμισης μεταξύ της διακινδύνευσής του από
την επίμαχη ιατρική πράξη και του προσδοκώμενου οφέλους από αυτήν, όπως
ισχυρίζεται ο εν λόγω εναγόμενος. Και τούτο, διότι, με βάση όλα τα ανωτέρω
στοιχεία, η πλήρως αποδεκτή, κατά το κρίσιμο έτος 2006, όταν έλαβε χώρα η
επέμβαση, ιατρική μέθοδος, την οποία όφειλε να ακολουθήσει ο πρώτος εναγόμενος,
θα ήταν η λιγότερο επεμβατική διόρθωση της αφακίας με
φακούς επαφής μέχρι το δεύτερο έτος της ηλικίας του και ακολούθως η
χρησιμοποίηση της τεχνικής της ένθεσης ενδοφακού,
όταν ο οπτικός άξονα του ενάγοντος θα είχε σε μεγάλο βαθμό διαμορφωθεί και όταν
θα είχαν εξελιχθεί περαιτέρω τα μειονεκτήματα των ενδοφακών.
Η συνδυαστική αυτή προσέγγιση θα απέτρεπε τη συγκεκριμένη ιατρογενή
βλάβη, χωρίς να διακινδυνεύσει η υγεία του ενάγοντος από τα μειονεκτήματα των
φακών επαφής. Στη σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι ο μη πλήρης σε όλα του
στοιχεία προσδιορισμός της αμελούς συμπεριφοράς του πρώτου εναγομένου
στο αγωγικό δικόγραφο δεν ασκεί επιρροή, καθώς εφόσον
με αυτήν (αγωγή) γίνεται επίκληση της αμέλειας του εναγομένου,
είναι επιτρεπτή η συγκεκριμενοποίησή της με βάση τα περιστατικά, που προέκυψαν
από την αποδεικτική διαδικασία, έστω κι αν δεν συμπίπτουν πλήρως με τα
εκτιθέμενα στην αγωγή, εφόσον δεν μεταβάλλεται ριζικά η έννοια της αμέλειας και
δεν προσδίδεται σε αυτήν εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο σε σχέση με το
αντίστοιχο περιεχόμενο της αγωγής (ΑΠ 83/2021, ΑΠ 753/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ότι ο εναγόμενος ενήργησε
σύμφωνα με τους αναγνωρισμένους κανόνες και τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής
επιστήμης, επιδεικνύοντας τη δέουσα επιμέλεια, καθώς και ότι η βλάβη του ενάγοντος
αποτελεί συνήθη επιπλοκή της ενδεδειγμένης και αναγκαίας χειρουργικής επέμβασης
στην οποία υπεβλήθη, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, γενομένου
δεκτού ως κατ’ ουσίαν βάσιμου του σχετικού λόγου της
έφεσης του ενάγοντος.
Περαιτέρω,
ο ενάγων ισχυρίζεται ότι ο πρώτος εναγόμενος ουδέποτε ενημέρωσε τους γονείς του
για το σύνολο των πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων, από την επέμβαση με χρήση ενδοφακού σε σχέση με αυτή της αφακίας
και ειδικότερα για το ενδεχόμενο αποκόλλησης του αμφιβληστροειδούς. Από τα ίδια
ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδεικνύεται ότι ο πρώτος εναγόμενος, κατά την
επίσκεψη των γονέων του ανηλίκου ενάγοντος και της μάρτυρος . γιαγιάς του, στο
ιδιωτικό ιατρείο του πρώτου εναγομένου, στον οποίο
κατέληξαν κατόπιν συγκλινουσών συστάσεων ετέρων συναδέλφων του, ο τελευταίος
τους ανέφερε ότι οι ενδοφακοί εμφανίζουν συγκεκριμένα
πλεονεκτήματα έναντι των άλλων μεθόδων, όπως συνεχή οπτική διόρθωση, χαμηλή
μεγέθυνση του ειδώλου (μόνο 2% με 3%), οπτικές κατάλληλες για την αποκατάσταση
της διόφθαλμης όρασης και διευκολύνουν την κάλυψη οφθαλμού για τη θεραπεία της
αμβλυωπίας του προσβεβλημένου οφθαλμού. Πέραν αυτών, ανέφερε ότι η βασική
πρακτική υπεροχή τους συνίστατο στο ότι απεφεύγετο η
διαδικασία της συχνής αντικατάστασης των άλλων φακών (επαφής), διαδικασία
επίπονη για το παιδί, ενώ και η συνολική οικονομική διάσταση του θέματος
ευνοούσε την επιλογή της τοποθέτησης ενδοφακού.
Επίσης, σχετικά με την παραδοσιακή μέθοδο της αφακίας,
τους ενημέρωσε ότι είναι ευκολότερη, δοκιμασμένη και απολύτως αποδεκτή, εφόσον
οι γονείς μπορούσαν να ανταπεξέρχονται χωρίς πρόβλημα στην αλλαγή των φακών.
Προς πληρέστερη ενημέρωσή τους ανέφερε, επίσης, ότι η διενέργεια της
προτεινόμενης χειρουργικής επέμβασης θα ήταν εφικτή υπό την προϋπόθεση ότι διεγχειρητικά δεν θα διαπίστωνε κάποια αντένδειξη στη χρήση
ενδοφακού, όπως προϋπάρχουσα
αυξημένη πίεση, μικρό κερατοειδή, μικρό αξονικό μήκος βολβού και άλλες διεγχειρητικές επιπλοκές. Περαιτέρω, ο πρώτος εναγόμενος
ενημέρωσε προφορικά τους γονείς του ενάγοντος για το ότι, με βάση τη
βιβλιογραφία αλλά και τη δική του εμπειρία στη επέμβαση συγγενούς καταρράκτη,
υφίστανται περιπτώσεις επιπλοκών πολύ σπάνιων όπως ενδοφθαλμίτιδα,
αποκόλληση αμφιβληστροειδούς και λιγότερο σπάνιων, όχι, όμως, σε μεγάλο
ποσοστό, όπως είναι η εμφάνιση μεγάλης μυωπίας στο χειρουργημένο μάτι,
δευτερογενούς καταρράκτη ή και γλαυκώματος, οι οποίες είναι αντιμετωπίσιμες,
παρά τη σοβαρότητά τους, ιδίως της τελευταίας. Με βάση τα επιχειρήματα αυτά,
αφού τους κατέστησε σαφές ότι είναι αναγκαία η άμεση χειρουργική επέμβαση για
την αφαίρεση του συγγενούς καταρράκτη του ενάγοντος, προέκρινε, χωρίς
επιφυλάξεις, ως πλέον συμφέρουσα για το βρέφος μέθοδο αντιμετώπισης της
μετεγχειρητικής αφακίας, την τεχνική της ένθεσης ενδοφθάλμιου φακού. Όπως δε χαρακτηριστικά κατέθεσε η
ενόρκως βεβαιούσα . γιαγιά του ενάγοντος, η οποία ήταν παρούσα στη συνάντηση, ο
πρώτος εναγόμενος τους καθησύχασε, λέγοντας ότι είχε μεγάλη εμπειρία και άνεση
στη συγκεκριμένη μέθοδο, ότι το παιδί δεν θα είχε κανένα πρόβλημα όρασης μετά
την εγχείρηση και ότι οι μοναδικές και σπάνιες επιπλοκές της επέμβασης ήταν
ενδεχομένως το γλαύκωμα, η αυξημένη μυωπία και η αύξηση της πίεσης του
οφθαλμού. Πρότεινε μάλιστα να χειρουργηθεί στην Ελλάδα, προκειμένου να
αποφύγουν οι γονείς άσκοπα έξοδα και ταλαιπωρία. Το ότι αυτή ήταν η ενημέρωση
που παρείχε ο πρώτος εναγόμενος στους συγγενείς του ενάγοντος διασταυρώνεται
και με την ενημέρωση, που ο πρώτος εναγόμενος παρέσχε σε άλλη παρόμοια
περίπτωση προς την ... όταν και η ίδια προσήλθε στον ίδιο ιατρό το έτος 2010,
για να χειρουργήσει την 15 μηνών θυγατέρα της, η οποία διαγνώστηκε με πάθηση
συγγενούς καταρράκτη άμφω (και των δύο οφθαλμών). Η
ανωτέρω μάρτυρας, στην από 21-6-2017 ένορκη βεβαίωσή της, την οποία προσκομίζει
ο πρώτος εναγόμενος, αναφέρει ότι τόσο η ίδια όσο και ο σύζυγός της,
ενημερώθηκαν από τον πρώτο εναγόμενο για τις πιθανές επιπλοκές από την
επέμβαση, όπως η μυωπία, το γλαύκωμα και πιο σπάνια η ενδοφθαλμίτιδα
και η αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς. Επίσης ανέφερε ότι για την επέμβαση
επελέγη ο φακός της εταιρίας Alcon AcrySof Natural SN60AT, στην ασφαιρική του έκδοση, που ήταν η SN60WF, ως ο πλέον
κατάλληλος για βρέφη και μικρά παιδιά. Ωστόσο, η ενημέρωση αυτή που παρείχε ο
πρώτος εναγόμενος στους ασθενείς του, και ιδίως στους συγγενείς του ενάγοντος,
ήταν ελλιπής, καθώς δεν ανέφερε ότι η πρώιμη ένθεση ενδοφακού,
μπορεί μεν να οδηγεί σε βελτιωμένο αποτέλεσμα στην όραση, πλην όμως παρουσιάζει
υψηλότερο ποσοστό επιπλοκών με ανάγκη επανεπέμβασης
σε ποσοστό μεγαλύτερο του 35%. Επίσης δεν ανέφερε ότι η προτεινόμενη από αυτόν
μέθοδος ένθεσης ενδοφθάλμιου φακού, την κρίσιμη
περίοδο του έτους 2006, ήταν εξαιρετικά αμφιλεγόμενη σε παιδιά κάτω των δύο (2)
ετών και έτι περαιτέρω αμφισβητούμενη σε βρέφη κάτω των επτά (7) μηνών,
εξαιτίας αφενός της δυσκολίας υπολογισμού του μεγέθους που προκαλεί η ραγδαία
αύξηση του οπτικού άξονα μέχρι την ηλικία των δύο ετών, αφετέρου της μη
ασφαλούς απόληξης των άκρων και εκ τρίτου της μη υποστήριξης από την
κατασκευάστρια εταιρία του συγκεκριμένου ενδοφακού σε
ηλικίες κάτω των επτά μηνών. Έτσι, οι γονείς του ενάγοντος, ως νόμιμοι
αντιπρόσωποί του, κατά την παροχή της συναίνεσής τους, δεν γνώριζαν ότι η
μέθοδος αυτή ήταν ακόμη υπό δοκιμή σε νεαρά παιδιά και σε βρέφη και δεν είχε
μελετηθεί επαρκώς σε βάθος χρόνου, έτσι ώστε να εξαχθούν αξιόπιστα και ασφαλή
συμπεράσματα. Το γεγονός ότι οι αρχικές μελέτες αποκάλυπταν ότι τα αποτελέσματα
σε νεαρά παιδιά και βρέφη ήταν, κατ' αρχήν ενθαρρυντικά, δεν αναιρεί το γεγονός
ότι η επέμβαση αυτή δεν είχε ελεγχθεί ως προς όλες τις παραμέτρους της. Τούτο
προκύπτει ξεκάθαρα και από την προκειμένη περίπτωση, κατά την οποία, ενώ η
συμπεριφορά του οφθαλμού του ενάγοντος κατά την πρώτη τετραετία μετά την
επέμβαση έβαινε ικανοποιητικά, με μοναδική αναμενόμενη παρενέργεια την εμφάνιση
αμβλυωπίας και την αύξηση της μυωπίας στον χειρουργημένο οφθαλμό, τον πέμπτο
χρόνο ο τοποθετηθείς ενδοφακός προκάλεσε μεγάλο
αιμάτωμα του αριστερού οφθαλμού, συνέπεια του οποίου ήταν η αποκόλληση του αμφισβληστροειδούς. Εάν οι γονείς του ενάγοντος γνώριζαν
τις επιφυλάξεις αυτές της διεθνούς ιατρικής κοινότητας για την εφαρμογή της
μεθόδου αυτής σε βρέφη, τις επιφυλάξεις της ίδιας της κατασκευάστριας εταιρίας
και της αδυναμίας ασφαλούς εφαρμογής του ενδοφακού,
λόγω της αύξησης του βολβού κατά τα δύο πρώτα έτη, όπως αυτές εκφράζονταν στις
προαναφερθείσες μελέτες, θα στάθμιζαν καλύτερα τους κινδύνους που εγκυμονούσε η
εφαρμοσθείσα μέθοδος και δεν θα αναλάμβαναν τον
κίνδυνο των απρόβλεπτων επιπλοκών και βλαβών. Θα προέκριναν δε ως εφαρμοστέα
την πλέον ασφαλή και κατάλληλη για την υγεία του τέκνου τους συνδυαστική λύση
με τη χρήση φακών επαφής μέχρι την ηλικία των δύο (2) ετών και στη συνέχεια θα
προέβαιναν στην τοποθέτηση ενδοφακού. Το γεγονός ότι
οι γονείς του ενάγοντος είχαν προηγουμένως απευθυνθεί σε διάφορους ειδικούς
ιατρούς, ήτοι τους ... και ... κατά τους ίδιους και με τον ιατρό ... στην
Κρήτη, δείχνει μεν το μέτρο της επιμέλειάς τους, όχι όμως και την επαρκή
πληροφόρησή τους, καθώς η μεν παιδοφθαλμίατρος ...,
τους πρότεινε να ακολουθήσουν την διόρθωση της μετεγχειρητικής αφακίας με την παραδοσιακή έγκυρη χρήση φακών επαφής, οι δε
λοιποί ιατροί απλά συνέστησαν τον πρώτο εναγόμενο, ως τον πλέον κατάλληλο και
ειδικό ιατρό, για να τους ενημερώσει για τη νέα μέθοδο της ένθεσης ενδοφακού, την οποία οι ίδιοι δεν εφάρμοζαν, και να την
εφαρμόσει, εφόσον βέβαια έκρινε ότι αυτή ήταν ασφαλέστερη από τις ήδη
υφιστάμενες, λαμβανομένης ασφαλώς υπόψη της ευαίσθητης ηλικίας του ενάγοντος.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε ότι ο πρώτος εναγόμενος είχε παράσχει
ενδελεχή πληροφόρηση στους γονείς του ενάγοντος για τα πλεονεκτήματα και
μειονεκτήματα της επιχειρούμενης μεθόδου και ότι αυτοί συναίνεσαν σε αυτή,
έχοντας πλήρη επίγνωση των επιπλοκών και ιατρογενών
κινδύνων που ενδεχομένως προέκυπταν, εσφαλμένα
εκτίμησε τις αποδείξεις κατά το βάσιμο περί τούτου σχετικού λόγου της έφεσης
του εκκαλούντος ενάγοντος.
Περαιτέρω,
ως προς τη βλάβη της αποκόλλησης του αμφιβληστροειδούς, που προκλήθηκε στον
αριστερό οφθαλμό του ενάγοντος, προβάλλεται επιπρόσθετα η αιτίαση ότι αυτή
οφείλεται σε αμελή συμπεριφορά του πρώτου εναγόμενου, συνιστάμενη όχι μόνο στην
κατά τα ανωτέρω διεξαχθείσα επέμβαση με χρήση ενδοφακού,
αλλά και στην πλημμελή παρακολούθησή του, όταν παρουσίασε ύφαιμα
κατά τον Οκτώβριο του έτους 2011. Πιο συγκεκριμένα, ο ενάγων διατείνεται ότι ο
πρώτος εναγόμενος δεν αξιολόγησε σωστά τα συμπτώματα, που του αναφέρθηκαν την
28-10-2011, και ιδίως την αιμορραγία στο πρόσθιο μέρος του αριστερού οφθαλμού,
ότι πρότεινε, κατά παράβαση των κανόνων της ιατρικής επιστήμης, συντηρητική
θεραπεία επί δύο μήνες, ενώ παρέλειψε να ζητήσει εγκαίρως τη διενέργεια
υπερηχογραφήματος και διερευνητική βιτρεκτομή, με
αποτέλεσμα την επέκταση της αιμορραγίας στα αγγεία της ίριδας και την κοιλότητα
του βολβού και την αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς. Ως προς τον ισχυρισμό αυτό
λεκτέα τα ακόλουθα: Ο πρώτος εναγόμενος, πράγματι,
την 28-10-2011 ενημερώθηκε για τα συμπτώματα που παρουσίασε ο ενάγων ήτοι
έντονη ερυθρότητα, τσούξιμο και φωτοφοβία, αλλά επειδή απούσιαζε
από τη Θεσσαλονίκη, προσδιόρισε την εξέταση του ενάγοντος στο ιατρείο του την
1-11-2011. Κατά την ημερομηνία αυτή διέγνωσε, το πρώτον, ύφαιμα
(αιμάτωμα) στο πρόσθιο μέρος του αριστερού βολβού, για την αντιμετώπιση του
οποίου έδωσε οδηγίες για χρήση σταγόνων, μέχρι τούτο να απορροφηθεί.
Επίσης, συνέστησε να απέχει ο ενάγων από την παρακολούθηση του νηπιαγωγείου, να
μην κάνει απότομες κινήσεις, να μην σκύβει το κεφάλι και να κοιμάται σε καθιστή
θέση με δύο μαξιλάρια, για να μην υποστρέφει το αίμα και παράλληλα
παρακολουθούσε τον ενάγοντα τακτικά (μια φορά το μήνα), για να αξιολογήσει την
κατάσταση του οφθαλμού του. Τον Ιανουάριο του έτους 2012, μετά παρέλευση δύο
μηνών, όταν πλέον το αίμα απορροφήθηκε, διέκρινε
εκτεταμένη αιμορραγία στο υαλοειδές (πίσω μέρος του βολβού) του αριστερού
οφθαλμού και τότε έδωσε εντολή για περαιτέρω διερεύνηση του υφαίματος
με διαγνωστικές εξετάσεις. Σύμφωνα με τις ένορκες βεβαιώσεις των ιατροδικαστών
... και ..., υπήρξε σημαντική καθυστέρηση εκ μέρους του πρώτου εναγόμενου στην
εξέταση του ενάγοντος και στην ειδική διερεύνηση των συμπτωμάτων της
αιμορραγίας, θεωρώντας ότι, με την πρώτη αιτίαση των ενοχλήσεων, έπρεπε να
γίνει υπερηχογράφημα και ειδική διερεύνηση, ακόμα και διερευνητική βιτρεκτομή. Κατά την γνώμη δε των ίδιων εάν η επέμβαση είχε
γίνει έγκαιρα, τότε θα είχε θεραπευτικό αποτέλεσμα. Μάλιστα η δεύτερη ανωτέρω
ενόρκως βεβαιούσα ιατροδικαστής, αφού επισημαίνει ως προς την αντιμετώπιση του υφαίματος, ότι η παρακολούθηση τις 5 πρώτες ημέρες πρέπει
να είναι εντατική, διότι αυτό είναι το χρονικό διάστημα του μεγαλύτερου
κινδύνου επαναιμορραγίας και ότι τα περισσότερα υφαίματα υποχωρούν εντός 5-6 ημερών, αναφέρει ότι,
εσφαλμένα ο πρώτος εναγόμενος θεώρησε, χωρίς να προβεί εντός μιας εβδομάδας σε
εξέταση του ενάγοντος, ότι επρόκειτο για απλή επιπεφυκίτιδα και εσφαλμένα,
ακολούθως, δεν διέγνωσε το ύφαιμα και δεν προέβη σε
εξετάσεις για τη διακρίβωση της αιτίας του, που εν προκειμένω ήταν η διάβρωση
των αγκίστρων του φακού και η οποία διαγνώστηκε 5 μήνες αργότερα από τον
καθηγητή ... Εξαιτίας δε της καθυστέρησης αυτής, προκλήθηκαν συμφύσεις στον
πρόσθιο θάλαμο και νεόπλαστα αγγεία στην ίριδα του οφθαλμού, με αποτέλεσμα,
λόγω της νεοαγγείωσης, όταν διενεργήθηκε η βιτρεκτομή, να προκληθεί νέα αιμορραγία και να επέλθει η
αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς. Τις επισημάνσεις αυτές υιοθετεί πλήρως και ο
τεχνικός σύμβουλος του ενάγοντος, ... στη συνταχθείσα γνωμοδότησή του. Σε
αντίθεση με τις ανωτέρω απόψεις, αναφορικά με την ενδεδειγμένη αντιμετώπιση του
υφαίματος και ειδικά ως προς τις ενδείξεις για
διενέργεια βιτρεκτομής, ο χειρουργός οφθαλμίατρος και
συνεργάτης του πρώτου εναγομένου, επισημαίνει στην
προαναφερθείσα ένορκη βεβαίωση ότι η επέμβαση της βιτρεκτομής
συστήνεται πράγματι σε περίπτωση αιμορραγίας υαλοειδούς, αλλά είναι πολύ
εξειδικευμένη και παρουσιάζει αυξημένες προϋποθέσεις επικινδυνότητας, ενώ σε
περίπτωση εμφάνισης υφαίματος στον οφθαλμό, το οποίο
δεν φεύγει από μόνο του, ακολουθείται συντηρητική φαρμακευτική αγωγή για
διάστημα που κυμαίνεται από 6-12 εβδομάδες. Επίσης, ο χειρουργός οφθαλμίατρος
... ο οποίος εξειδικεύεται στις επεμβάσεις υαλοειδούς αμφιβληστροειδούς
αναφέρει στην ένορκη βεβαίωση του ότι «οι βιτρεκτομές
σε παιδιά είναι ιδιαίτερα δύσκολες επεμβάσεις λόγω της διαφορετικής δομής του
υαλοειδούς και της εξαιρετικά στερεάς πρόσφυσής του στον αμφιβληστροειδή, έχουν
χαμηλή αποτελεσματικότητα, ιδιαίτερα μεγάλο ποσοστό επιπλοκών και η απόφαση για
τη διενέργειά τους λαμβάνεται όταν κάθε πιθανότητα συντηρητικής αντιμετώπισης
έχει εξαντληθεί. Η διενέργεια βιτρεκτομής άμεσα και
μετά τη διαπίστωση υφαίματος στο πρόσθιο μέρος του
βολβού χωρίς να έχει διαγνωσθεί αιμορραγία του υαλοειδούς (το οποίο είναι
εφικτό μόνο μετά τον μερικό αποκαθαρισμό του υφαίματος)
δεν έχει καμία απολύτως ένδειξη. Σε διαπίστωση υφαίματος
στον πρόσθιο θάλαμο του οφθαλμού η ενδεδειγμένη θεραπεία είναι η συντηρητική με
κολύρια. Επίσης η παρουσία απλά υφαίματος
χωρίς υποψία συμμετοχής του οπίσθιου τμήματος του οφθαλμού δεν αποτελεί ένδειξη
πραγματοποίησης υπερηχογραφήματος ... Η διάγνωση της νεοαγγείωσης
της ίριδος δεν είναι δυνατό να γίνει με υπερηχογράφημα παρά μόνο κλινικά όταν απορροφηθεί μέρος του υφαίματος.
Σε περίπτωση ύπαρξης αιμορραγίας υαλοειδούς χωρίς αποκόλληση του
αμφιβληστροειδούς η ενδεδειγμένη Θεραπεία είναι αρχικά η συντηρητική
αντιμετώπιση και όχι η βιτρεκτομή.». Με τις ανωτέρω
θέσεις συμπλέει και ο έτερος ενόρκως βεβαιών, ... ομότιμος Καθηγητής
οφθαλμίατρος, ο οποίος και κατά την ένορκη κατάθεσή του ενώπιον του Δικαστηρίου
ανέφερε ότι σε περίπτωση αιμορραγίας πρόσθιου θαλάμου, όπως αυτή που παρουσίασε
ο ενάγων τον Οκτώβριο του έτους 2011, πάντοτε ακολουθείται συντηρητική
αντιμετώπιση και αναμονή για απορρόφηση του αιματώματος από τον οργανισμό, η
οποία μπορεί να διαρκέσει και δύο μήνες όπως επαναλαμβάνει και στην ένορκη
βεβαίωση του στην οποία γίνεται λόγος για συντηρητική φαρμακευτική αγωγή
διάρκειας έως και 12 εβδομάδων, καθώς και ότι η βιτρεκτομή
αποτελεί βαριά επέμβαση, ενώ επίσης κατέθεσε σχετικά με την αιμορραγία στο
οπίσθιο τμήμα του αριστερού οφθαλμού του ενάγοντος, επί λέξει ότι «αφού απορροφήθηκε η αιμορραγία στον πρόσθιο θάλαμο και ήταν
δυνατό να δει ο γιατρός το οπίσθιο τμήμα του, βρήκε την αιμορραγία και σε
εκείνο το σημείο». Τέλος και ο διορισθείς πραγματογνώμονας ... για το σχετικό
ζήτημα, αποφαίνεται ότι η συνηθέστερη αιτία του αιματώματος - υφαίματος στον πρόσθιο θάλαμο στα παιδιά είναι το τραύμα, η
ενδεδειγμένη αντιμετώπισή του είναι συντηρητική και συνήθως το αιμάτωμα απορροφάται - υποχωρεί εντός 2 μηνών και καταλήγει στο
συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε καθυστέρηση στην παραγγελία υπερηχογραφήματος, καθώς
ακόμη και ότι η πιθανή καθυστέρηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν συνδέεται
με αποκόλληση αμφιβληστροειδούς, δεδομένου ότι η υπερηχογραφία του κ. ... μετά
από 2 μήνες δεν έδειξε αποκόλληση αμφιβληστροειδούς. Αξιολογώντας όλες τις
ανωτέρω ιατρικές απόψεις ως προς την ενδεδειγμένη αντιμετώπιση του υφαίματος και ειδικότερα ως προς τον κατάλληλο χρόνο
διενέργειας διαγνωστικών εξετάσεων και ως προς τις συνθήκες που επιτρέπουν τη
διάγνωση της αιμορραγίας του υαλοειδούς, το Δικαστήριο καταλήγει στην κρίση ότι
η κλινική εξέταση του ενάγοντος, την 4η ημέρα από την ειδοποίηση του πρώτου
εναγόμενου για την εμφάνιση συμπτωμάτων του, δεν ήταν δυνατό να οδηγήσει άμεσα
στη διάγνωση της αιμορραγίας, πέραν του πρόσθιου θαλάμου του αριστερού
οφθαλμού, και του υαλοειδούς. Επίσης, δεν μπορούσε να θέσει και υποψία νεοαγγείωσης, που σημειωτέον
παρατηρείται σχεδόν αποκλειστικά σε άτομα που έχουν διαγνωστεί με θρομβώσεις,
διαβήτη και κακοήθειες κατά τις ένορκες βεβαιώσεις και ..., καθώς η διακρίβωση
των σχετικών βλαβών προϋποθέτει την απορρόφηση του υφαίματος
στον πρόσθιο θάλαμο. Επομένως, η κλινική εξέταση του ενάγοντος την 1-11-2011
δεν επέβαλε άμεσα ούτε τη διενέργεια υπερηχογραφήματος, διότι η χορήγηση
συντηρητικής αγωγής και η τακτική παρακολούθηση, που εν προ κει μένω έλαβαν
χώρα, συνιστούσαν την απολύτως ενδεδειγμένη θεραπευτική προσέγγιση στο στάδιο
εκείνο. Ειδικά δε, η διενέργεια βιτρεκτομής, ενόψει
του ότι συνιστά επώδυνη και επικίνδυνη, από πλευράς επιπλοκών, επέμβαση, σε
καμία περίπτωση δεν αποτελεί διαγνωστική εξέταση, στην οποία θα έπρεπε να
προσφύγει με αμεσότητα και χωρίς την προηγούμενη λήψη συντηρητικών μέτρων ο
πρώτος εναγόμενος ιατρός. Επομένως, ο χρόνος λήψης της απόφασης εκ μέρους
τούτου για τη διενέργεια υπερηχογραφήματος, την 11- 1-2012, ήτοι δύο μήνες μετά
την κλινική εξέταση του ενάγοντος και αφού προηγουμένως είχε απορροφηθεί το ύφαιμα στον
πρόσθιο θάλαμο του αριστερού οφθαλμού του και η εν συνεχεία, μετά τη διαπίστωση
της αιμορραγίας του υαλοειδούς, εντολή διενέργειας βιτρεκτομής,
με σκοπό τη διαπιστωθεί η αιτία της αιμορραγίας, αποτελούν συμβατές με τους
κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της οφθαλμιατρικής επιστήμης ενέργειες του
πρώτου εναγόμενου. Συνεπώς, στην προκειμένη περίπτωση, και κατά το σκέλος, που
η αποδιδόμενη στον πρώτο εναγόμενο αμέλεια κατά την άσκηση των καθηκόντων του
συνέχεται με την καθυστέρηση διενέργειας υπερηχογραφήματος και βιτρεκτομής αμέσως μετά την εμφάνιση των αιμορραγικών
συμπτωμάτων του ενάγοντος, δεν μπορεί να καταφαθεί
οποιαδήποτε ευθύνη του πρώτου εναγομένου. Το
πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που, ως προς την αιτίαση αυτή, έκρινε ομοίως, ορθά τις
αποδείξεις εκτίμησε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με σχετικό λόγο της έφεσης
του ενάγοντος πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.
Τέλος,
ως προς τη μόνιμη βλάβη που εμφανίζει στον δεξιό οφθαλμό (αμβλυωπία), ο ενάγων
διατείνεται ότι οφείλεται σε αμελή και αντίθετη στους κανόνες της ιατρικής
επιστήμης μετεγχειρητική φροντίδα του από τον πρώτο εναγόμενο, διότι, μετά την
επέμβαση, επέβαλε πολύωρο καθημερινό κλείσιμο του δεξιού οφθαλμού για μεγάλο
χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα να επέλθει διεγερτικής στέρησης αμβλυωπία στον
οφθαλμό αυτό. Καταρχήν, θα πρέπει να αναφερθεί ότι από το σύνολο των
προσκομιζόμενων αποδεικτικών μέσων δεν προκύπτει με βεβαιότητα ότι η αμβλυωπία
που παρουσιάζει ο δεξιός οφθαλμός αποτελεί μη αναστρέψιμη κατάσταση. Πιο
συγκεκριμένα, ο μάρτυρας των εναγομένων ... κατά την
εξέτασή του ενώπιον του Δικαστηρίου διασαφήνισε ότι η όραση σταθεροποιείται
στην ηλικία των 21 ετών και ότι η όραση στο δεξιό οφθαλμό του ενάγοντος με
μέτρηση όρασης 5/10, επιδέχεται βελτίωσης. Επιπλέον, όπως προεκτέθηκε,
και οι οφθαλμίατροι που εξέτασαν τον ενάγοντα στο Λονδίνο και αφού διενεργήθηκε
και μαγνητική τομογραφία και ηλεκτροδιάγραμμα για τη
διερεύνηση της κατάστασης του δεξιού οφθαλμού του, που απέκλεισαν οποιαδήποτε
βλάβη του οπτικού νεύρου, μολονότι κατέληξαν στη διάγνωση της διεγερτικής
στέρησης αμβλυωπίας, ωστόσο διευκρίνισαν: α) ο ιατρός ..., κατόπιν της εξέτασης
του ενάγοντος της 22-3-2012, ότι η όραση καταγραφείσα
στα 6/9, πιθανότατα οφείλεται σε φτωχή συγκέντρωση του ενάγοντος λόγω κόπωσης
και δυστροπίας και δεν χρειαζόταν καμία θεραπεία, β) ο ιατρός ... κατά την
εξέταση του ενάγοντος της 22-3- 2012, ότι η οπτική οξύτητα ήταν 0,6 Logmar στο δεξί μάτι, αποδίδοντας την μειωμένη όραση του
ενάγοντος (οπτική οξύτητα 0,5 Logmar με τα γυαλιά
του) με βαθμό πιθανολόγησης σε ανάπτυξη αντίστροφης
αμβλυωπίας, διατυπώνοντας ωστόσο τον ενδοιασμό ότι είναι δύσκολο να είναι
σίγουρος και ότι ελπίζει ότι η όραση ότι θα βελτιωθεί με τον καιρό και σε
αντίθετη περίπτωση θα χρειαστεί περαιτέρω έλεγχος με ηλεκτροδιάγραμμα,
αλλά και γ) ο ιατρός κατόπιν διενέργειας και των ανωτέρω διαγνωστικών
εξετάσεων, κατά τον Δεκέμβριο του έτους 2012, ότι η μειωμένη όραση στο δεξί
μάτι οφείλεται σε αμβλυωπία, ώστε η όραση ενδέχεται να βελτιωθεί. Επίσης, και
στην εγχειρισθείσα έκθεση πραγματογνωμοσύνης
επισημαίνεται ότι πράγματι η αιτία της μείωσης της όρασης στον δεξιό οφθαλμό
είναι πιθανολογούμενη αμβλυωπία, πλην όμως η οπτική οξύτητα (5/10 με διόρθωση)
λαμβάνεται με τη συνεργασία και την υποκειμενική εξέταση του ασθενούς και δεν
υπάρχει τρόπος αντικειμενικής εκτίμησης της οπτικής οξύτητας. Με τη διαπίστωση
αυτή συντάσσεται και ο Καθηγητής ... στην ένορκη βεβαίωσή του, στην οποία
χαρακτηριστικά καταθέτει ότι «Η αμβλυωπία (αντίστροφη ή μη) δε μπορεί να
αποδειχθεί αντικειμενικά με τις υπάρχουσες και γνωστές επιστημονικές μεθόδους,
σε αντίθεση με την μυωπία, την υπερμετρωπία και άλλες παθήσεις που είναι
αντικειμενικά μετρήσιμες, γι’ αυτό και παρατηρείται το φαινόμενο να γίνεται
πολλές φορές επίκληση μειωμένης όρασης που δεν επιβεβαιώνεται όμως από τον
οφθαλμολογικό έλεγχο και αποτελεί ζήτημα του εάν θα πρέπει να αμφισβητηθεί ή
όχι». Εξάλλου, μολονότι από το σύνολο του προσκομιζόμενου αποδεικτικού υλικού
από άπαντες τους διαδίκους προκύπτει καταρχήν ομοφωνία ως προς την
αναγκαιότητα, της, κατόπιν επέμβασης ετερόπλευρου
συγγενούς καταρράκτη, κάλυψης του μη χειρουργημένου οφθαλμού, ώστε να
ενεργοποιηθεί η όραση στον χειρουργημένο οφθαλμό, εμφανίζεται διάσταση των
υποστηριζόμενων από κάθε διάδικη πλευρά θέσεων
σχετικά με τον απαιτούμενο χρόνο κάλυψης ημερησίως. Ειδικότερα, στην ένορκη
βεβαίωση του ... γίνεται γενικόλογη αναφορά ότι ο θεράπων επέφερε διεγερτικής
στέρησης αμβλυωπία στον δεξιό οφθαλμό λόγω του πολύωρου καθημερινού κλεισίματος
του οφθαλμού για μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ και στην ένορκη βεβαίωση της ... επίσης μνημονεύεται ότι υπάρχουν διάφορα
πρωτόκολλα για τις ώρες κλεισίματος του υγιούς οφθαλμού και σύμφωνα με σχετικές
μελέτες (χωρίς συγκεκριμένη αναφορά τους πάντως), σε παιδιά κάτω των 4 ετών,
ότι το κλείσιμο πρέπει να διαρκεί λιγότερο από 3 ώρες την ημέρα και για όλο το
χρονικό διάστημα το παιδί θα πρέπει να παρακολουθείται στενά από τον
οφθαλμίατρο μέχρι η οπτική οξύτητα του χειρουργημένου οφθαλμού να πλησιάσει την
οξύτητα του υγιούς ή όταν σταματήσει να βελτιώνεται περαιτέρω. Τη θέση αυτή
συμμερίζεται και ο τεχνικός σύμβουλος του ενάγοντος στην προσκομιζόμενη
γνωμοδότησή του, παραπέμποντας, προς υποστήριξή της, σε συγκεκριμένες
δημοσιευμένες μελέτες. Αντίθετα, ο μάρτυρας των εναγομένων,
... αναφέρεται στην κατάθεσή του, σε ανάγκη 6-8 ωρών καθημερινού κλεισίματος
του μη χειρουργημένου οφθαλμού, η οποία, μάλιστα, μπορεί να διαρκέσει για
χρόνια, ενώ και στην ένορκη βεβαίωσή του διευκρίνιζε ότι η πρακτική αυτή πρέπει
να εφαρμόζεται τουλάχιστον μέχρι και την ηλικία των 8 ετών και ρυθμίζεται στην
καθημερινή της πορεία ανάλογα με την πορεία όρασης του χειρουργημένου οφθαλμού
κυμαινόμενη από 6-12 ώρες ημερησίως, αλλά και ότι το φαινόμενο της αντίστροφης
αμβλυωπίας είναι σπάνια επιπλοκή, την οποία ο ίδιος ουδέποτε έχει
συναντήσει. Εξάλλου, και ο ενόρκως
βεβαιών στην ένορκη βεβαίωσή του επισημαίνει ότι πρόκειται για σπάνια επιπλοκή,
που αποκαθίσταται και ότι η διάρκεια της κάλυψης του μη χειρουργημένου οφθαλμού
σε βάθος χρόνου αλλά και σε ώρες ανά ημέρα καθορίζεται από τον ιατρό ανάλογα με
τα εμφανιζόμενα αποτελέσματα και ο μέσος όρος κλεισίματος του ματιού σε βρέφη
ηλικίας μέχρι ενός έτους είναι καθημερινά 8ώρες. Με την ανωτέρω θέση
εμφανίζεται απόλυτα σύμφωνος και ο διορισθείς πραγματογνώμονας, ο οποίος ειδικά
αποφαίνεται ότι η αντιμετώπιση του καταρράκτη, εκτός από το χειρουργείο του καταρρακτικού οφθαλμού, απαιτεί και κάλυψη του υγιούς
οφθαλμού ως ακρογωνιαίου λίθου της θεραπείας γιατί αλλιώς αποτελεί δώρον - άδωρον το χειρουργείο και ο πάσχων (καταρρακτικός) οφθαλμός δεν θα αποκτήσει ποτέ χρήσιμη
όραση. Κατά τον ίδιο δε πραγματογνώμονα, βάσει των πολυκεντρικών μελετών (Infantine Aphacia Treatment Study=Μελέτη της
θεραπείας της βρεφικής αφακίας), η κάλυψη πρέπει να
γίνεται για τουλάχιστον 8 ώρες ημερησίως, σε περιπτώσεις δε υπερβολικής
κάλυψης, εμφανίζεται αντίστροφη αμβλυωπία στον καλυπτόμενο οφθαλμό, που
αντιμετωπίζεται επιτυχώς με διακοπή της. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι και ο
εναγόμενος επικαλείται και προσκομίζει μεταφρασμένο σχετικά απόσπασμα
δημοσίευσης του έτους 2007 από τη μηνιαία έκδοση του επιστημονικού εντύπου
«Οφθαλμός» του Βρετανικού Βασιλικού Κολλεγίου των Οφθαλμιάτρων (τ.21,τ.1Ο,
σελ.130 επ.) με τίτλο «Εξελίξεις στην αντιμετώπιση
του συγγενούς και παιδικού καταρράκτη», στην οποία αναφέρεται ότι βρέφη που
γεννιούνται με ετερόπλευρο συγγενή καταρράκτη
χρειάζονται μακροχρόνια «επιθετική» θεραπεία κάλυψης (6-8 ώρες ημερησίως) εάν
στόχος είναι η επίτευξη χρήσιμης οπτικής λειτουργίας στον παθόντα οφθαλμό.
Συνεπώς, αν και πιθανολογείται ότι η αντίστροφη αμβλυωπία του δεξιού οφθαλμού
του ενάγοντος συνδέεται με το κλείσιμό του, που ακολούθησε την επέμβαση στον
αριστερό οφθαλμό, δεν μπορεί να καταφαθεί παράβαση
της τήρησης των κανόνων της ιατρικής επιστήμης εκ μέρους του πρώτου εναγόμενου
κατά το σκέλος αυτό, καθώς οι ανωτέρω συστάσεις πολύωρης κάλυψης του μη
χειρουργημένου οφθαλμού εντάσσονται στο πρωτόκολλο μετεγχειρητικών οδηγιών που
τηρείται σε αντίστοιχες επεμβάσεις ετερόπλευρου
συγγενούς καταρράκτη. Πέραν τούτου, όπως αποδεικνύεται και από τον ιατρικό
φάκελο του ενάγοντος και εκτέθηκε αναλυτικά ανωτέρω, καθ' όλο το χρονικό
διάστημα μετά την επέμβαση, υπήρξε στενή παρακολούθηση από τον πρώτο εναγόμενο
του βαθμού της οπτικής οξύτητας των οφθαλμών του ενάγοντος και προοδευτική
μείωση των ωρών κάλυψης του δεξιού οφθαλμού από τον Ιούλιο του έτους 2009 και
στο εξής, παύση δε της κάλυψης από τον Δεκέμβριο του έτους 2009 μέχρι και τον
Μάιο του 2010 και κάλυψη έκτοτε του αριστερού μόνο οφθαλμού. Έτσι καταρρίπτεται
και ο συναφής ισχυρισμός του ενάγοντος ότι πρώτη φορά διαγνώστηκε η αμβλυωπία
από τον πρώτο εναγόμενο, μετά την προηγηθείσα
νευρολογική εκτίμηση του ενάγοντος και την διαπίστωση πυραμιδικής συνδρομής τον
Μάιο του έτους 2010. Κατόπιν των παραδοχών αυτών, δεν αξιολογείται ότι η
αμβλυωπία που ανέπτυξε ο ενάγων στον δεξιό οφθαλμό οφείλεται στην παραβίαση των
κανόνων της ιατρικής επιστήμης από τον πρώτο εναγόμενο και, επομένως, το
πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο, ως προς την αιτίαση αυτή έκρινε ομοίως, ορθά
τις αποδείξεις εκτίμησε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με σχετικό λόγο της
έφεσης του ενάγοντα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Με βάση τα παραπάνω και
εφόσον έγιναν δεκτοί ως κατ' ουσίαν βάσιμοι οι λόγοι
της έφεσης με τους οποίους έβαλε κατά της πρωτόδικης απόφασης ότι εσφαλμένα
έκρινε ότι ο πρώτος εναγόμενος δεν επέδειξε παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά η
οποία συνδεόταν αιτιωδώς με την δυσμενή εξέλιξη της υγείας του ενάγοντος να
εξαφανιστεί, κατά το μέρος αυτό, η εκκαλουμένη απόφαση, αφού δε κρατηθεί η
υπόθεση, να δικαστεί περαιτέρω από το παρόν Δικαστήριο κατ’ ουσίαν
η αγωγή, ως προς τα μη εξετασθέντα κεφάλαια αυτής,
που συνέχονται με την συμπεριφορά αυτή του πρώτου εναγομένου.
Περαιτέρω
από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά εκτιμώμενα κατά τον εκτιθέμενο τρόπο,
αποδείχτηκε ότι η δεύτερη εναγομένη ανώνυμη εταιρία
με την επωνυμία «Ιατρικό Αθηνών Ε.Α.Ε.» διατηρεί Υποκατάστημα στη Θεσσαλονίκη
με την επωνυμία «Ιατρικό Διαβαλκανικό Κέντρο», το οποίο χρησιμοποιεί προς
εκτέλεση του έργου του ελευθέρως συνεργαζόμενους ιατρούς και λοιπό νοσηλευτικό
και ιατρικό προσωπικό. Η σχέση πρώτου εναγομένου
ιατρού με τη δεύτερη εναγόμενη κλινική ήταν σχέση ελεύθερης συνεργασίας,
σύμφωνα με την οποία ο ιατρός είχε το δικαίωμα να διενεργεί στους χώρους της
κλινικής χειρουργικές επεμβάσεις σε ασθενείς του και να επιμελείται της
θεραπείας τους, εντασσόμενος, όμως, στο πρόγραμμα της κλινικής, που καθόριζε
ανάλογα με το φόρτο των ιατρικών περιστατικών, τον τόπο και το χρόνο παροχής
της ιατρικής συνδρομής από τον ιατρό, ο οποίος είχε δικαίωμα να χρησιμοποιεί
τις κτιριακές, μηχανολογικές και λοιπές εγκαταστάσεις της πρώτης εναγομένης κλινικής όπως χειρουργεία, μηχανήματα, εργαλεία,
δωμάτια νοσηλείας, όπως επίσης και το παραϊατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό
ήτοι νοσηλεύτριες, τραυματιοφορείς, να χορηγεί όσα φάρμακα ήταν απαραίτητα για
την αποθεραπεία ασθενούς, ενώ ο ίδιος (ιατρός) εισέπραττε χωριστή αμοιβή από
τον πελάτη του ασθενή, η δε εναγόμενη κλινική εισέπραττε επίσης χωριστή αμοιβή
απευθείας από τον προσωπικό πελάτη του εναγομένου
ιατρού, για την εκ μέρους του (του πελάτη) χρησιμοποίηση όλων των υπηρεσιών της
κλινικής. Με αυτόν τον τρόπο λειτουργίας της σχέσης συνεργασίας των εναγομένων μεταξύ τους, ο μεν εναγόμενος ιατρός
λειτουργούσε με πρωτοβουλία βέβαια κατά την άσκηση των ιατρικών καθηκόντων του,
κερδοφόρα όμως για τον ίδιο, αφού χρησιμοποιούσε τις υπηρεσίες της εναγομένης κλινικής, η δε τελευταία, με τη συνδρομή του
εναγόμενου ιατρού, εξασφάλιζε πελατεία, αποκόμιζε κέρδη, ωφελείτο από τη
δραστηριότητα αυτού, ενώ με τη βοήθεια του επεξέτεινε τον κύκλο της
δραστηριότητάς της και τη δυνατότητα των κερδών της. Έτσι, ο πρώτος εναγόμενος
ιατρός σαφώς και λειτούργησε ως προστηθείς της
δεύτερης εναγόμενης κλινικής, ο δε χαρακτηρισμός αυτός δεν εμποδίζεται από το
γεγονός ότι λειτουργούσε ως «εξωτερικός» ή «ελεύθερος» συνεργάτης, διότι το
πλέον καθοριστικό κριτήριο για την κατάφαση της πρόστησης
δεν είναι ο νομικός χαρακτηρισμός της σχέσης που συνδέει το θεραπευτήριο με το
γιατρό, ούτε ακόμη οι «γενικές» οδηγίες για τη διενέργεια ιατρικών πράξεων,
αλλά η τελολογική αξιολόγηση ότι, αφού η κλινική ωφελούνταν από τη
δραστηριότητα του ιατρού, διευρύνοντας την πελατεία και τα κέρδη της, πρέπει να
επιβαρύνεται και από τα επιζήμια αποτελέσματα της ίδιας δραστηριότητας. Την
κρίση αυτή του δικαστηρίου περί της ευθύνης της προστήσασας
κλινικής δεν αναιρεί το γεγονός ότι η εμφάνιση της αποκόλλησης του
αμφιβληστροειδούς, την οποία εξ αμελείας του προκάλεσε ο εναγόμενος ιατρός με
τη χρήση εσφαλμένης μεθόδου θεραπείας, έλαβε χώρα μετά το πέρας της επεμβάσεως
και τούτο διότι η ευθύνη από την πρόστηση καλύπτει
και το απόλυτα αναγκαίο στάδιο της αποθεραπείας, μεταξύ δε της ζημιογόνου
παραλείψεως του προστηθέντος ιατρού και της υπηρεσίας
του υπάρχει εσωτερική συνάφεια. Κατ’ ακολουθίαν τούτων υφίστατο μεταξύ του
δεύτερου εναγομένου ιατρού και της πρώτης εναγομένης κλινικής σχέση πρόστησης,
επομένως, δε, κατ’ αρθ. 922 ΑΚ, θεμελιούται
αντικειμενική ευθύνη αυτής προς αποζημίωση της ενάγουσας, για το λόγο ότι
ωφελείται από τις υπηρεσίες του προστηθέντος της
πρώτου εναγομένου, διευρύνοντας το πεδίο της
επιχειρηματικής του δραστηριότητας και ως εκ τούτου είναι εύλογο να φέρει την
ευθύνη για τους κινδύνους που προκύπτουν από τη δραστηριότητα τούτου, απορριπτομένου των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της
δεύτερης εναγομένης κλινικής. Κατ' ακολουθία, πρέπει,
κατά το μέρος που διαγνώστηκε κατά τα παραπάνω αμελής συμπεριφορά του πρώτου εναγομένου, να γίνει δεκτή η έφεση του ενάγοντος και ως
προς την δεύτερη εναγομένη, να εξαφανιστεί η
εκκαλουμένη, κατά το μέρος που απέρριψε την αγωγή και ως προς αυτήν και να
προβεί το Δικαστήριο στην περαιτέρω έρευνα της αγωγής, κατά το μέρος, που την
αφορά, καθώς και των προβληθεισών στο πρωτοβάθμιο
δικαστήριο ενστάσεων των εναγόμενων, που επαναφέρονται νομότυπα στο παρόν
δευτεροβάθμιο δικαστήριο.
Περαιτέρω,
από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία αποδεικνύεται ότι ο ενάγων, μετά τη διαπίστωση
της βλάβης του αριστερού οφθαλμού, τον Ιανουάριο του έτους 2012, προκειμένου να
διερευνήσει την οφθαλμολογική του κατάσταση και να εξαντλήσει κάθε περιθώριο
βελτίωσης της όρασής του, προέβη στις ακόλουθες αναγκαίες δαπάνες: Ειδικότερα
1) στις 10-1-2012, μετέβη για οφθαλμολογική εξέταση στο ιατρείο του πρώτου εναγομένου και κατέβαλε το ποσό των 70 ευρώ, 2) στις
1-2-2012, επισκέφθηκε το ιατρείο του ..., για να υποβληθεί σε υπέρηχο, και
κατέβαλε το ποσό των 150 ευρώ, 3) στις 7-2-2012, κατέβαλε στον ίδιο ιατρό το
ποσό των 100 ευρώ, για να υποβληθεί σε β' υπέρηχο, 4) στις 11-2-2012 κατέβαλε
στην κλινική «Άγιος Λουκάς» το ποσό των 400 ευρώ, για τη διενέργεια της βιτρεκτομής, 5) στις 10-2- 2012, κατά την παραμονή του στην
Κλινική «Άγιος Λουκάς» για την επέμβαση της βιτρεκτομής,
κατέβαλε το ποσό των 13,17 ευρώ σε φάρμακα, 6) στις 22-2- 2012, μετά τη βιτρεκτομή, κατέβαλε το ποσό των 50 ευρώ, για κυταρρολογικό έλεγχο Δείγματος Υαλοειδούς, 7) στις
14-3-2012, κατέβαλε στο νοσοκομείο Hadassah στο
Ισραήλ, το ποσό των 100 ευρώ, για έλεγχο ιατρικού φακέλου, 8) στις 22-3-2012,
κατέβαλε το ποσό των 335 pounds, ήτοι 403,80 ευρώ,
για οφθαλμολογική εξέταση στο νοσοκομείο Moorfields Eye Hospital, 9) στις 22-3- 2012,
κατέβαλε στο ίδιο νοσοκομείο το ποσό των 215 pounds,
ήτοι 250,16 ευρώ, για Υπέρηχο, 10) στις 22-3-2012, κατέβαλε στο ίδιο
νοσοκομείο, το ποσό των 300 pounds, ήτοι 361,61 ευρώ
για οφθαλμολογικές εξετάσεις, 11) στις 22-3- 2012, κατέβαλε στο ίδιο
νοσοκομείο, το ποσό των 19,05 ευρώ, για πληρωμή Κολλυρίων, 12) στις 19-4-2012,
κατέβαλε στο ίδιο νοσοκομείο, το ποσό των 245 pounds,
ήτοι 300,17 ευρώ, για οφθαλμολογική εξέταση, 13) στις 8-6-2012, κατέβαλε στον
χειρουργό οφθαλμίατρο, το ποσό των 30 ευρώ, για εξέταση, 14) στις 22-8-2012,
κατέβαλε στο ίδιο ως άνω νοσοκομείο, το ποσό των 785 pounds,
ήτοι 995,53 ευρώ, για ηλεκτροδιάγραμμα, 15) στις
23-8-2012, κατέβαλε στο ίδιο νοσοκομείο, για οφθαλμολογική εξέταση, το ποσό των
300 pounds, ήτοι 379,93 ευρώ, 16) στις 30-11-2012,
κατέβαλε στην κλινική Euromedica, το ποσό των 236,95
ευρώ, για μαγνητική τομογραφία, 17) στις 3-12-2012, κατέβαλε στην ίδια κλινική
το ποσό των 60 ευρώ, 18) στις 7-12-2012, κατέβαλε Hospital
το ποσό των 36,97 ευρώ, για αποστολή μαγνητικής τομογραφίας στο νοσοκομείο Moorfields Eye Hospital, 19) στις 14-3-2012, κατέβαλε στο χειρουργό
οφθαλμίατρο ... το ποσό των 30 ευρώ, για εξέταση, 20) στις 21-3-2013, κατέβαλε,
για κατάθεση δικαιολογητικών στο Κέντρο Αναπηρίας (ΚΕ.Π.Α), το ποσό των 46,14
ευρώ, 21) στις 20-6-2013, κατέβαλε στο νοσοκομείο Moorfields
Eye Hospital το ποσό των
265 pounds, ήτοι 310,70 ευρώ, για οφθαλμολογική
εξέταση, 22) στις 22-7-2012, κατέβαλε στο ιδιωτικό ιατρείο Διάθλαση -
Οφθαλμολογική Ιατρική Α.Ε., το ποσό των 50 ευρώ, για Οπτική Τομογραφία Συνοχής(
ΟΟΤ), 23) στις 31-1-2014, κατέβαλε για έξοδα αποστολής οπτικής τομογραφίας
συνοχής στο νοσοκομείο Moorfields Eye
Hospital, το ποσό των 69,87 ευρώ, 24) στις 27-6-2014,
κατέβαλε στον χειρουργό οφθαλμίατρο ., το ποσό των 30 ευρώ για εξέταση.
Επομένως, για τη διάγνωση της βλάβης του οφθαλμού του και την εν συνεχεία
αντιμετώπισή της, ο ενάγων, κατά τα έτη 2012-2014, κατέβαλε το συνολικό ποσό
των 4.503,05 ευρώ, το οποίο δεν καλύφθηκε από τον ασφαλιστικό του φορέα. Οι
ανωτέρω δαπάνες συνιστούν θετική ζημία και είναι αποκαταστατέες,
καθώς ο ενάγων δεν θα προέβαινε σε αυτές, εάν ο πρώτος εναγόμενος δεν είχε
εφαρμόσει, κατά τα δύο πρώτα τουλάχιστον έτη της ζωής του ενάγοντος, την
προαναφερθείσα μέθοδο της ένθεσης ενδοφακού, αλλά προέβαινε
στην ενδεδειγμένη συντηρητική αντιμετώπιση της αφακίας
με τη χρήση φακών επαφής. Επίσης, τα έτη 2009 και 2010, ο ενάγων κατέβαλε για
επιθέματα οφθαλμών, το συνολικό ποσό των 637,68 ευρώ, προκειμένου να
διενεργηθεί η προταθείσα αλληλοδιαδοχική κάλυψη των
οφθαλμών, έτσι ώστε να αναπτυχθεί η οπτική οξύτητα του δεξιού ματιού μετά την
επέμβαση ένθεσης του ενδοφακού. Η ζημία όμως αυτή δεν
συνέχεται αιτιωδώς με οποιαδήποτε αμελή συμπεριφορά του πρώτου εναγομένου, καθώς, όπως αναλύθηκε, ο τελευταίος, κατά τους
παραδεδεγμένους ιατρικούς κανόνες εφάρμοσε τη μέθοδο της κάλυψης του δεξιού
οφθαλμού του ενάγοντος, προκειμένου να αντιμετωπίσει την εμφανισθείσα,
εξαιτίας του συγγενούς καταρράκτη αμβλυωπία του αριστερού οφθαλμού. Επίσης, οι
εναγόμενοι δεν οφείλουν να καταβάλουν στον ενάγοντα την αιτούμενη δαπάνη των 30
ευρώ για ωτορινολαρυγγολογική εξέταση, την οποία ο
τελευταίος ενήργησε στις 29-9-2014, καθόσον ουδόλως αποδεικνύεται ότι αυτή
συνδέεται αιτιακά με τη βλάβη του οφθαλμού, λόγω της
ως άνω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του πρώτου εναγομένου.
Επομένως, για τις ανωτέρω δεκτές γενόμενες αιτίες, οφείλουν οι εναγόμενοι να
καταβάλουν στον ενάγοντα, εις ολόκληρον έκαστος, λόγω
της αδικοπρακτικής ευθύνης του πρώτου και της σχέσης πρόστησης που συνδέει τη δεύτερη με αυτόν, το συνολικό ποσό
των 4.503,05 ευρώ. Η αναζήτηση των παραπάνω επιδικασθέντων ποσών από τον
ενάγοντα δεν παραβλάπτεται από το γεγονός ότι αυτά καταβλήθηκαν, λόγω της
ανηλικότητάς του, από τους γονείς του, δεδομένου ότι, όπως αναπτύχθηκε στην οικεία
μείζονα σκέψη, δικαιούχος της σχετικής αποζημίωσης είναι ο ίδιος ο ενάγων (αεί Κοο ΑΠ 1918/2005 ΤΝΠ Νόμος), απορριπτομένου
ως αβάσιμου του σχετικού ισχυρισμού των εναγομένων.
Ακολούθως
αποδείχθηκε ότι πράγματι από την παραπάνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του
πρώτου εναγομένου ιατρού και της αντικειμενικώς ευθυνόμενης προστήσασας
εναγόμενης ανώνυμης εταιρίας, πέραν της ανωτέρω περιουσιακής ζημίας, προξενήθηκε στον ενάγοντα, κατά την κρίση του Δικαστηρίου,
και μη περιουσιακή τοιαύτη στα έννομα αγαθά του όπως πόνος, ψυχική ταλαιπωρία.
Για να επέλθει μια κάποια εξισορρόπηση στη δημιουργηθείσα
εξ αυτού του λόγου δυσμενή κατάσταση και να του δοθεί η ευχέρεια να την
ξεπεράσει, πρέπει να επιδικασθεί υπέρ αυτού εύλογη χρηματική ικανοποίηση
σύμφωνα με τα άρθρα 298, 299 και 932 ΑΚ. Κατόπιν τούτων, το Δικαστήριο,
εκτιμώντας όλα τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά και ιδίως τις συνθήκες, κάτω
από τις οποίες έλαβε χώρα η αδικοπραξία, τα αγαθά, τα οποία προσβλήθηκαν, την
αποκλειστική υπαιτιότητα του εναγόμενου ιατρού που έδρασε από αμέλεια, την
ταλαιπωρία την οποία υπέστη ο ενάγων από την βρεφική ηλικία των 2,5 μηνών, με
την υποβολή του σε αλλεπάλληλες ιατρικές εξετάσεις και χειρουργικές επεμβάσεις
και επί μεγάλο χρονικό διάστημα, καθώς και την οικονομική και κοινωνική θέση
των διαδίκων, από τους οποίους ο ενάγων διανύει το 18ο έτος της ηλικίας του,
χωρίς δικούς τους οικονομικούς πόρους και ο πρώτος εναγόμενος είναι
επιτυχημένος ιατρός, ενώ δεν λαμβάνεται υπόψη η οικονομική κατάσταση της
δεύτερης εναγομένης, κρίνει ότι βάσει και των κανόνων
της κοινής πείρας και λογικής για την αποκατάσταση της ηθικής τους βλάβης
πρέπει να του επιδικασθεί το ποσό των εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ. Το ως άνω
επιδικασθέν ποσό είναι εύλογο και ανάλογο με τις ως άνω συγκεκριμένες
περιστάσεις της ένδικης περίπτωσης, αλλά και σύμφωνο με την αρχή της
αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος και 2,9 παρ. 2 και 10 παρ. 2
της ΕΣΔΑ), όπως η αρχή αυτή, χωρίς να έχει άμεση εφαρμογή στην ένδικη
περίπτωση, εξειδικεύεται με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ για τον
προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως (βλ
ΟλΑΠ 6/2009 Αρμ 2009-1162,
ΑΠ 375/2021, ΑΠ 664/2020, ΑΠ 870/2020, ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω προέκυψε ότι ο
ενάγων, ηλικίας σήμερα 18 ετών περίπου, εξαιτίας της ανωτέρω παράνομης και
υπαίτιας συμπεριφοράς του πρώτου εναγομένου, υπέστη
μόνιμη και μη ιάσιμη αναπηρία, συνιστάμενη στη φθίση του αριστερού του
οφθαλμού, λόγω της αποκόλλησης του αμφιβληστροειδούς, η οποία εκτιμάται σε
ποσοστό περίπου 40%. Το ποσοστό αυτό προκύπτει από το από 02/09/2013 έγγραφο
της Διεύθυνσης Αναπηρίας και Ιατρικής της Εργασίας του Ι.Κ.Α., το οποίο
διαγιγνώσκει μεν ποσοστό αναπηρίας 45%, συνυπολογίζοντας, όμως, τόσο την φθίση
του αριστερού οφθαλμού, όσο και την αμβλυωπία του δεξιού οφθαλμού από την
παρατεταμένη κάλυψη κατά τη βρεφική ηλικία. Λόγω του σοβαρού προβλήματος της
όρασής του, ο ενάγων παρουσιάζει αδυναμία προσαρμογής σε οπτικά ερεθίσματα,
δυσκολία αναγνώρισης αντικειμένων ή δραστηριοτήτων, αποτυχία προσανατολισμού
και κατεύθυνσης στο χώρο, αισθητά μειωμένη αδρή και λεπτή κινητικότητα και
γενικότερη έκπτωση οπτικοκινητικού συντονισμού.
Επίσης, η μηδενική του όραση στο αριστερό μάτι επηρεάζει και την εμφάνισή του,
καθώς στο σημείο εκείνο παρουσιάζει δυσμορφία. Πέραν όμως των προβλημάτων
αυτών, που οφείλονται στην απώλεια της όρασής του από τον αριστερό οφθαλμό, ο
ενάγων έχει διαγνωστεί και με σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα, και δη διαταραχή
του συναισθήματος, η οποία σημειωτέον δε σχετίζεται
με την πάθησή του. Ωστόσο, η διαχείριση των ψυχικών προβλημάτων του, ενόψει της
ανωτέρω προκυψάσης αναπηρίας, καθίσταται ακόμα
δυσκολότερη, καθώς η σωματική του αναπηρία αναμφίβολα επιτείνει τις
συναισθηματικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει, καθώς του καλλιεργούνται αισθήματα
ευαλωτότητας (φόβοι για τη σωματική του ακεραιότητα),
ανεπάρκειας ως προς τις ικανότητες του και διαφορετικότητας όπως ανασφάλεια,
χαμηλή αυτοπεποίθηση και αισθήματα ντροπής, λόγω της εμφάνισής του. Συνεπεία
των ως άνω σύνθετων προβλημάτων της υγείας του, καθίσταται πλέον εξαιρετικά
δυσχερής η ανεύρεση κατάλληλης και ανάλογης με τις περιορισμένες δυνατότητές
του εργασίας και μάλιστα στο παρόν δύσκολο εργασιακό περιβάλλον. Οι
προαναφερόμενες μόνιμες συνέπειες στην υγεία του ενάγοντος συνιστούν έλλειψη
της σωματικής του ακεραιότητας, που περιορίζουν την επαγγελματική, οικονομική
και κοινωνική του εξέλιξη και έχουν ιδιαίτερα δυσμενή επίπτωση σ' αυτές. Η
κατάσταση της υγείας του έχει αντίκτυπο στον τρόπο ζωής του και τον καθιστά
γενικά άτομο που μειονεκτεί έναντι των άλλων ατόμων της ηλικίας του,
δυσχεραίνονται οι κοινωνικές συναναστροφές του, που αποτελούν έκφραση της
συνταγματικά προστατευόμενης προσωπικότητας και ατομικότητας του ανθρώπου και
έχει δυσμενείς επιδράσεις στην εν γένει επαγγελματική, κοινωνική εξέλιξή του
και ζωή. Συνακόλουθα και δεδομένου ότι η δυσμενής αυτή επίδραση του
τραυματισμού του στο κοινωνικό και οικονομικό του μέλλον δεν μπορεί να καλυφθεί
εντελώς με τις παροχές, που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 929 και
932 Α.Κ., συντρέχει νόμιμη περίπτωση να επιδικασθεί υπέρ του εύλογη, κατά τους
ορισμούς της διάταξης του άρθρου 931 Α.Κ., πρόσθετη χρηματική παροχή, το ύψος
της οποίας, με βάση το φύλο και την ηλικία του, το είδος και τις συνέπειες της αναπηρίας
του, της προ του τραυματισμού του, φυσικής του κατάστασης και της έλλειψης
ευθύνης του στην επέλευση της ένδικης βλάβης, εξαιτίας της οποίας τελεί στην ως
άνω κατάσταση αναπηρίας, πρέπει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, να ορισθεί το
ποσό των εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ. Έναντι των παραπάνω αξιώσεων, αμφότεροι
οι εναγόμενοι προβάλλουν, κατ' αρχάς, την ένσταση της παραγραφής, ισχυριζόμενοι
ότι, από τις 10.2.2012, όταν οι γονείς του ενάγοντος έλαβαν γνώση της «άδικης»
πράξης του πρώτου εναγομένου, καθώς και των επιζήμιων
συνεπειών της επέμβασης, την οποία είχε πραγματοποιήσει την 17.11.2006, και
μέχρι την διακοπή της παραγραφής με την επίδοση σ' αυτούς της ένδικης αγωγής
στις 17.3.2017, έχει παρέλθει χρόνος μεγαλύτερος της πενταετίας, όπως
προβλέπεται από το άρθρο 937 ΑΚ. Επί του ισχυρισμού αυτού των εναγομένων, λεκτέα τα ακόλουθα:
Κατά τη διάταξη του άρθρου 937 παρ. 1 του ΑΚ, η απαίτηση από αδικοπραξία
περιγράφεται μετά πενταετία, αφότου ο παθών έλαβε γνώση της ζημίας και του
υπόχρεου σε αποζημίωση. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων
247 επ., 251, 268 εδ. α',
297, 298 και 914 του ΑΚ, προκύπτει ότι σε περίπτωση εξακολουθητικής ζημίας δεν αναγεννάται και η αξίωση αποζημίωσης εξακολουθητικά, αλλά
γενικά η αξίωση αποζημίωσης για την όλη ζημία, συ μ περιλαμβανόμενης και της
μέλλουσας, γεννάται εξαρχής, αφότου η πράξη άρχισε να αναδίδει επιζήμιες
συνέπειες, εφόσον αυτή μπορεί, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να
προβλεφθεί. Εφόσον, δε, η ικανοποίηση της αξίωσης αυτής είναι και δικαστικώς επιδιώξιμη, πράγμα που πάντοτε συντρέχει, αν δεν
παρεμβληθεί νομικό κώλυμα για έγερση της σχετικής αγωγής, αρχίζει αμέσως να
τρέχει ο χρόνος της παραγραφής για την όλη ζημία. Ως γνώση της ζημίας, για την
έναρξη της πενταετούς παραγραφής, νοείται η γνώση των επιζήμιων συνεπειών της
πράξης, όχι δε η γνώση της ακριβούς εκτάσεως της ζημίας ή του ποσού της
αποζημίωσης. Από τη γνώση αυτή ο χρόνος της πενταετούς παραγραφής τρέχει και
καταλαμβάνει το σύνολο της ζημίας, που έχει επέλθει ή μέλλει να επέλθει, εκτός
από τυχόν περαιτέρω κεφάλαια ζημίας, των οποίων η επέλευση δεν ήταν προβλεπτή,
κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, οπότε αρχίζει για την αποκατάστασή τους
νέα αυτοτελής παραγραφή, αφότου ο παθών έλαβε γνώση αυτών και της αιτιώδους
συνάφειάς τους με την ίδια αδικοπραξία του υπαιτίου (Ολ.ΑΠ
24/2003, ΕλλΔνη 44,1262, ΑΠ 666/2010,
Εφ.ΑΘ.4872/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ανωτέρω δεκτά
γενόμενα, προκύπτει ότι, μόλις τον Ιανουάριο του 2012, όταν απορροφήθηκε
από τον οργανισμό του ενάγοντος το αιμάτωμα στον αριστερό οφθαλμό, διαγνώστηκε,
το πρώτον, η εκτεταμένη αιμορραγία στο υαλοειδές (πίσω μέρος του βολβού). Το
γεγονός αυτός δεν ήταν ικανό να αποκαλύψει ούτε τη σοβαρότητα του προβλήματος
ούτε την αιτία της αιμορραγίας και για το λόγο αυτό ο πρώτος εναγόμενος, σε
συνεννόηση με τους προαναφερθέντες θεράποντες ιατρούς του εξωτερικού,
αποφάσισαν την διενέργεια βιτρεκτομής. Κατά τη λήψη
υπερηχογραφίας από τον ..., στις 11-1-2012, δεν διαπιστώθηκε εμφανής αποκόλληση
του αμφιβληστροειδούς ούτε άλλη βλάβη, που να καθιστούσε σαφή τη βλάβη του
οφθαλμού. Στις 10-2-2012, κατά τη διενέργεια τη διερευνητικής βιτρεκτομής από τον ιατρό ..., και πάλι δεν κατέστη εφικτή
η διαπίστωση της βλάβης του οφθαλμού, εξαιτίας της εμφανισθείσας
κατά την επέμβαση αιμορραγίας, που επέβαλε την αναστολή της επέμβασης. Σαφής
γνώση των νομίμων αντιπροσώπων των ενάγοντος για το
είδος της βλάβης του οφθαλμού του ενάγοντος (επιζήμιες συνέπειες) αλλά και της
αιτιώδους συνάφειας της βλάβης αυτής με την πλημμελή χειρουργική επέμβαση, που
είχε πραγματοποιήσει προ πενταετίας περίπου ο πρώτος εναγόμενος, διαγνώστηκε,
το πρώτον, στις 22-3-2012, μετά την οφθαλμολογική εξέταση του ενάγοντος από
τους οφθαλμιάτρους ... και ..., οι οποίοι αποφάνθηκαν ότι το αριστερό μάτι του
ενάγοντος δεν έχει καμία αντίληψη φωτός, ότι είχε καταστεί φθισικό, ότι
απεικονίζεται η ρινική άκρη του εμφυτεύματος του ενδοφθάλμιου
φακού και πυκνή αιμορραγία πίσω από το εμφύτευμα, χωρίς κανένα κόκκινο
αντανακλαστικό και εν τέλει η αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς. Από το χρονικό
αυτό σημείο εκκινεί η σχετική γνώση των γονέων του ενάγοντος, και επομένως και
η παραγραφή των αξιώσεών του, η οποία διακόπηκε στις 17-3- 2017, με την επίδοση
στους εναγόμενους της ένδικης αγωγής. Ο χρόνος που μεσολάβησε μεταξύ των δύο
αυτών γεγονότων, ήτοι της γνώσης των συνεπειών και του αιτιώδους συνδέσμου και
την άσκησης της ένδικης αγωγής, υπολείπεται της πενταετίας, εντός της οποίας
όφειλε ο ενάγων να ασκήσει τα δικαιώματά του. Συνεπώς, η αξίωση του ενάγοντος
για την αποκατάσταση της ζημίας του, την απάμβλυνση
της ηθικής του βλάβης και της επιπρόσθετης παροχής του άρθρου 931 ΑΚ, τις
οποίες κατά τα ανωτέρω δικαιούται, συνεπεία των ως άνω ενεργειών και
παραλείψεων του πρώτου εναγομένου και της
αντικειμενικής ευθύνης της δεύτερης εναγομένης, δεν
έχει υποπέσει σε παραγραφή, απορριπτομένης της ως άνω
γνήσιας, ανατρεπτικής και αυτοτελούς ενστάσεως αμφοτέρων των εναγομένων, ως ουσιαστικά αβάσιμης. Περαιτέρω, οι
εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι η αξίωση του ενάγοντος ασκείται καταχρηστικά, καθώς
από τη διάγνωση του συμβάντος από τον καθηγητή . στις 22-3-2012 και μέχρι την
άσκηση της παρούσας αγωγής, ήτοι για χρονικό διάστημα περίπου πέντε (5) ετών,
οι γονείς του ενάγοντος δεν πρόβαλαν κανένα παράπονο για το ότι θεωρούν τον
πρώτο εναγόμενο ως υπαίτιο της απώλειας της όρασης του υιού τους, γεγονός που
τους δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση ότι δεν διατηρούσαν σε βάρος του καμία
αξίωση εκ του λόγου τούτου. Υπό αυτά τα πραγματικά περιστατικά, ο ανωτέρω
ισχυρισμός, με τον οποίο επιδιώκουν οι εναγόμενοι να θεμελιώσουν ένσταση
καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, κατ' άρθρο 281 ΑΚ, είναι απορριπτέος ως
νομικά αβάσιμος, καθώς, όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί,
μόνη η αδράνεια του δικαιούχου, έστω και μακροχρόνια, ακόμη και εάν δημιούργησε
στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται
πλέον να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη
άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπρόσθετες ειδικές συνθήκες και
περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά
του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του
δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της
κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε
επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται καταφανώς των ορίων που τίθενται με τη διάταξη
του άρθρου 281 Α.Κ, περιστατικά τα οποία ούτε επικαλέσθηκαν
οι εναγόμενοι αλλά ούτε και αποδείχθηκαν. Ούτε, επίσης αποδεικνύεται ότι, η
κατά τα άνω επιχειρούμενη από τον ενάγοντα εκ των υστέρων ανατροπή της πιο πάνω
κατάστασης, δημιουργεί ιδιαίτερα δυσμενείς για τα συμφέροντα των εναγομένων οφειλετών συνέπειες, χωρίς να είναι απαραίτητο
αυτές να είναι αφόρητες ή δυσβάστακτες (ΟλΑΠ 8/2018, ΟλΑΠ 7/2002, ΟλΑΠ 8/2001, ΑΠ
2115/2022, ΑΠ 308/2020 ΤΝΠ ΑΠ). Κατόπιν τούτων, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να
γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ' ουσίαν βάσιμη και να
αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν στον ενάγοντα, για
όλες τις ανωτέρω αιτίες, εις ολόκληρον έκαστος, το
συνολικό ποσό των 124.503,05 ευρώ, νομιμοτόκως από
την επίδοση της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως.
Περαιτέρω
όπως ελέχθη η συνεκδικαζόμενη
επικουρική έφεση του πρώτου εναγόμενου- παρεμπιπτόντως ενάγοντος στην
πρωτοβάθμια δίκη, ασκήθηκε υπό την αίρεση της ευδοκίμησης της προαναφερθείσας
εφέσεως του ανηλίκου ενάγοντος στην κύρια αγωγή, προκειμένου, σε κάθε
περίπτωση, να μεταβιβασθεί η ασκηθείσα από αυτόν
προσεπίκληση και παρεμπίπτουσα αγωγή στον δεύτερο δικαιοδοτικό βαθμό και ζήτησε
με αυτή, σε περίπτωση που η κύρια αγωγή γίνει δεκτή, να γίνει δεκτή στο σύνολό
της η παρεμπίπτουσα αγωγή του κατά της παρεμπιπτόντως εναγομένης
δικονομικής εγγυήτριας ασφαλιστικής του ανώνυμης εταιρίας και να καταδικαστεί
αυτή στα δικαστικά του έξοδα. Με τον τρόπο αυτό μεταβιβάστηκε, και κατά το
μέρος αυτό, όσον αφορά δηλαδή την προσεπίκληση και παρεμπίπτουσα αγωγή, η
υπόθεση στο παρόν Δικαστήριο. Έτσι, κατά τα ανωτέρω, με την παραδοχή της
εφέσεως του κυρίως ενάγοντος και τη μερική αποδοχή της αγωγής του,
δημιουργείται, το πρώτον, έννομο συμφέρον του πρώτου εναγομένου
προσεπικαλούντος και παρεμπιπτόντως ενάγοντος να
εξετασθεί η προσεπίκληση με τη σωρευόμενη
παρεμπίπτουσα αγωγή του, το έννομο δε συμφέρον ανατρέχει, κατά τη φύση και τον
σκοπό της αιρέσεως υπό την οποία τελεί η έφεση του πρώτου εναγομένου
και παρεμπιπτόντως ενάγοντος στον χρόνο ασκήσεως του ενδίκου αυτού μέσου.
Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτή η επικουρική έφεση του πρώτου εναγομένου, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, κατά το μέρος που
έκρινε ότι παρέλκει η εξέταση της προσεπίκλησης και
παρεμπίπτουσας αγωγής του και να δικαστούν αυτές περαιτέρω από το παρόν
δευτεροβάθμιο δικαστήριο.
Με
την εν λόγω, με αρ. κατ.
./2017, προσεπίκληση και τη σωρευόμενη παρεμπίπτουσα
αγωγή, ο πρώτος εναγόμενος της κύριας αγωγής, επικαλούμενος ότι έχει ασκηθεί σε
βάρος του η ως άνω κύρια αγωγή, ισχυρίζεται ότι έχει συνάψει σύμβαση ασφαλίσεως
της επαγγελματικής αστικής του ευθύνης με την προσεπικαλούμενη - παρεμπιπτόντως
εναγομένη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία, που ίσχυε κατά
το χρόνο τέλεσης της αδικοπραξίας που του αποδίδει ο ενάγων της κύριας αγωγής,
για ζημίες που θα προξενούσε σε τρίτους, με ανώτατο όριο ευθύνης το ποσό των
300.000 ευρώ. Ότι, μολονότι, αρνείται την ύπαρξη αστικής του ευθύνης, έχει
δικαίωμα να ζητήσει να υποχρεωθεί η αντίδικός του να του καταβάλει το ποσό, που
ο ίδιος ενδέχεται να καταβάλει στον κυρίως ενάγοντα. Με βάση δε αυτά, προσεπικαλεί αυτήν να παρέμβει υπέρ αυτού στην κύρια δίκη
και ζητεί, σε περίπτωση εκεί ήττας του, να υποχρεωθεί αυτή να του καταβάλει
οποιοδήποτε ποσό υποχρεωθεί αυτός να καταβάλει στον ενάγοντα της κύριας αγωγής,
μέχρι του ποσού της ασφαλιστικής του κάλυψης, νομιμοτόκως
από την επίδοση της κύριας αγωγής, άλλως από την επίδοση της παρεμπίπτουσας
αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως. Περαιτέρω, με τις νομότυπα και εμπρόθεσμα
κατατεθειμένες προτάσεις και με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου στο
ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστήριου, ο
παρεμπιπτόντως ενάγων έτρεψε, κατ' άρθρο 223 ΚΠολΔ,
εν όλω το ως άνω καταψηφιστικό
αίτημα σε αναγνωριστικό. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η ασκηθείσα προσεπίκληση με τη σωρευόμενη
παρεμπίπτουσα αγωγή είναι νόμιμες, στηριζόμενες στις διατάξεις των άρθρων 1
παρ. 1 και 25 του ν. 2469/1997, 335, 361 ΑΚ, 69 παρ. 1 περ. ε', 88, 91, 238 και
283 ΚΠολΔ, πλην του παρεπόμενου αιτήματος περί
επιδίκασης τόκων από την επίδοση της κύριας άλλως παρεμπίπτουσας αγωγής, το
οποίο είναι μη νόμιμο, και πρέπει να απορριφθεί ως προς το συγκεκριμένο χρόνο
έναρξης της τοκογονίας, να γίνει, ωστόσο, δεκτό ως
προς νόμιμο, κατά τις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345 ΑΚ για το χρόνο από
την εκ μέρους του παρεμπιπτόντως ενάγοντος καταβολή, καθόσον θεωρείται ότι
τούτο εμπεριέχεται ως έλλασσον στο αιτηθέν. Πρέπει,
επομένως, τα ανωτέρω δικόγραφα να ερευνηθούν περαιτέρω και ως προς την
ουσιαστική τους βασιμότητα.
Από
τα ίδια, δε, ως άνω αποδεικτικά αποδεικνύεται ότι μεταξύ του πρώτου εναγομένου και της παρεμπιπτόντως εναγομένης
ασφαλιστικής εταιρίας, το πρώτον το έτος 2008, καταρτίστηκε ασφαλιστική
σύμβαση, με αρ. ασφαλιστηρίου ΑΤΕ - .., με την οποία
η δεύτερη ανέλαβε, έναντι ασφαλίστρου, να παράσχει στον πρώτο ασφαλιστική
κάλυψη της τυχόν προκύπτουσας έναντι τρίτων
επαγγελματικής αστικής του ευθύνης, για σωματικές βλάβες ή θάνατο που τυχόν
προκληθούν, με υπαιτιότητά του, σε τρίτους - ασθενείς του, από πράξεις ή παραλείψεις
του, κατά την άσκηση του ιατρικού του επαγγέλματος, κατά το χρονικό διάστημα
από 15/12/2008 έως 15/12/2009. Ανώτατο όριο ευθύνης της ασφαλιστικής εταιρίας
για το χρόνο ισχύος της ασφαλιστικής κάλυψης συμφωνήθηκε το ποσό των 300.000
ευρώ. Έκτοτε, η ασφαλιστική αυτή σύμβαση του πρώτου εναγομένου
με την παρεμπιπτόντως εναγομένη ασφαλιστική εταιρία
συνέχισε να ανανεώνεται κατ' έτος, με τους ίδιους όρους, πλην του ανωτάτου ορίου ευθύνης, το οποίο από το έτος 2015 και
εντεύθεν καθορίστηκε στις 500.000 ευρώ. Έτσι, στις 5.11.2016, καταρτίστηκε
μεταξύ των παραπάνω συμβαλλομένων η με αριθμό ... ασφαλιστική σύμβαση, με
διάρκεια ασφάλισης από 15.12.2016 έως 15.12.2017, με την οποία καλύφθηκε, μέχρι
του ποσού των 500.000 ευρώ, η αστική επαγγελματική ευθύνη του πρώτου εναγομένου για ζημίες που ενδεχομένως προκάλεσε, από
υπαιτιότητά του, στους ασθενείς του κατά το χρονικό αυτό διάστημα. Ωστόσο,
επειδή ο πρώτος εναγόμενος, κατά τα προαναφερθέντα, υπέκειτο
διαδοχικά, κατ' έτος, στην ασφαλιστική κάλυψη της παρεμπιπτόντως εναγομένης από το έτος 2008, σε όλες τις ενδιάμεσες
συμβάσεις μέχρι και την τελευταία, συμφωνείτο, ως ειδικός όρος, ότι η
ασφαλιστική του κάλυψη θα έχει αναδρομική ισχύ από 15/12/2008, υπό τους όρους
και τις προϋποθέσεις που ορίζονταν ειδικότερα, κατ' ασφαλιστικό έτος επέλευσης
του ζημιογόνου γεγονότος. Στον ίδιο δε όρο ετέθη ρητή διευκρινιστική σημείωση
ότι «Η εταιρία δεν ευθύνεται για γεγονότα/ζημίες σε τρίτους, που έγιναν πριν
την ημερομηνία έναρξης της ασφαλιστικής κάλυψης». Η αναφορά στο ασφαλιστήριο
της διάρκειας ευθύνης του ασφαλιστή, του χρονικού δηλαδή διαστήματος στο οποίο
συμφωνήθηκε ότι ο ασφαλιστής θα φέρει τον κίνδυνο, συμπίπτει με την ουσιαστική
έναρξη της ασφάλισης και συμπεριλαμβάνεται στα ουσιώδη στοιχεία της
ασφαλιστικής σύμβασης (essentialia negotii), που αναφέρονται στο άρθρο 1 παρ. 2 του ν.
2496/1997 (ΑΠ 242/2011, I. Ρόκα, «Ιδιωτική Ασφάλιση», 11η έκδοση, παρ. 264, 265
και 268). Από την εκτίμηση του προαναφερθέντος όρου της ασφαλιστικής σύμβασης,
με σαφήνεια συνάγεται, ότι ο ασφαλιστής, σε καμία περίπτωση, δεν μπορεί να
θεωρηθεί ότι φέρει οποιαδήποτε ευθύνη για γεγονότα και ζημίες σε τρίτους που
έλαβαν χώρα πριν από την ημερομηνία ουσιαστικής έναρξης της ασφάλισης. Με τα
δεδομένα αυτά, εφόσον το ζημιογόνο γεγονός, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, έλαβε χώρα
στις 17.11.2006, σε χρόνο δηλαδή πριν από την έναρξη της ασφαλιστικής κάλυψης
του ασφαλισμένου ιατρού, η οποία έλαβε χώρα το πρώτον στις 15.12.2008, δεν
καταλείπεται αμφιβολία ότι η απαίτηση του κυρίως ενάγοντος κατά του πρώτου εναγομένου κείται εκτός της ασφαλιστικής καλύψεως, που
αυτός συμφώνησε με την παρεμπιπτόντως εναγομένη
ασφαλιστική εταιρία. Το γεγονός ότι η ανωτέρω παράνομη και υπαίτια ενέργεια του
ασφαλισμένου ιατρού ανέδυσε τα αποτελέσματά της καθ'
όν χρόνο αυτός υπέκειτο στην ασφαλιστική κάλυψη δεν
επάγει έννομα αποτελέσματα, καθώς κρίσιμος χρόνος, κατά τον οποίο ο ασφαλιστής
φέρει τον κίνδυνο, είναι αυτός της επέλευσης του ζημιογόνου γεγονότος και όχι
της εμφάνισης των συνεπειών του. Συνεπώς, εφόσον ο πρώτος εναγόμενος δεν
καλύπτεται από την ασφαλιστική σύμβαση για το επίδικο συμβάν, η
προσεπικαλουμένη ασφαλιστική εταιρία δεν έχει αποκτήσει στην περίπτωση αυτή την
ιδιότητα της δικονομικής εγγυήτριας, η δε παρεμπίπτουσα αγωγή δεν στρέφεται
κατά παθητικά νομιμοποιούμενου προσώπου. Κατόπιν τούτων, τόσο η προσεπίκληση
όσο και η παρεμπίπτουσα αγωγή, πρέπει να απορριφθούν ως κατ' ουσίαν αβάσιμες.
Κατόπιν
των ανωτέρω πρέπει η κύρια αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ' ουσίαν βάσιμη και να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι
υποχρεούνται να καταβάλουν στον ενάγοντα, εις ολόκληρον
έκαστος, το συνολικό ποσό των εκατόν είκοσι τεσσάρων
χιλιάδων, πεντακοσίων τριών ευρώ και πέντε λεπτών (124.503,05), νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρις
εξοφλήσεως, Επίσης, λόγω της αποδοχής των εφέσεων των εκκαλούντων, πρέπει να
διαταχθεί η επιστροφή σ’ αυτούς του παράβολου που κατέθεσαν κατά την άσκηση των
εφέσεών τους (άρθρο 495 παρ.3 εδ. ε' του ΚΠολΔ). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων πρέπει: α)
αναφορικά με την από 17-3-2017 κύρια αγωγή να κατανεμηθούν μεταξύ του ενάγοντος
και των εναγομένων ανάλογα με την έκταση της νίκης
και ήττας τους, και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του εκκαλούντος -
ενάγοντος σε βάρος των εν μέρει ηττηθέντων εναγομένων
- εφεσιβλήτων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας,
και να συμψηφιστούν μεταξύ τους τα υπόλοιπα, λόγω της μερικής νίκης και ήττας
αυτών (άρθρα 106,178 παρ. 1, 180 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ),
κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα, και β) αναφορικά με την από
27-4-2017 προσεπίκληση με σωρευόμενη παρεμπίπτουσα
αγωγή αποζημίωσης, να καταδικασθεί ο παρεμπιπτόντως ενάγων να καταβάλει, λόγω
της ήττας του, τα δικαστικά έξοδα της παρεμπιπτόντως εναγομένης
για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.
ΓΙΑ
ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ
κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις 1) από 23-5-2023 (αρ.
κατ. πρωτοδικείου ./2023) έφεση του ενάγοντος της από
17-3-2017 (αρ. κατ.
./17.3.2017) αγωγής του ανηλίκου ., όπως εκπροσωπείται από τους έχοντες τη
γονική μέριμνα γονείς του και 2) την από 25- 1-2024 (αρ.
κατ. πρωτοδικείου ./2024) επικουρική έφεση του πρώτου
εναγομένου ιατρού οφθαλμιάτρου χειρουργού ...
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ
ως απαράδεκτη την από 23-5-2023 έφεση ως προς την τρίτη εφεσίβλητη ασφαλιστική
εταιρία,
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ
τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα της τρίτης εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό
δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ
τυπικά και κατ' ουσίαν την από 23-5-2023 έφεση, ως
προς τους δύο πρώτους εφεσίβλητους-εναγομένους, κατά
τους γενομένους δεκτούς λόγους της εφέσεως.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ
την επιστροφή του καταβληθέντος παραβόλου εφέσεως
στον εκκαλούντα.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ
την με αριθμό 4319/2023 εκκαλουμένη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου
Θεσσαλονίκης, κατά τους λόγους της εφέσεως που έγιναν δεκτοί και αφορούν την με
αρ. κατ../2017 κύρια αγωγή
του εκκαλούντος.
ΚΡΑΤΕΙ
και ΔΙΚΑΖΕΙ κατά το μέρος αυτό την από 17-3-2017 (αρ.
κατ. ./17.3.2017) αγωγή.
ΔΕΧΕΤΑΙ
εν μέρει αυτή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ
ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν στον ενάγοντα, εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό των εκατόν
είκοσι τεσσάρων χιλιάδων, πεντακοσίων τριών ευρώ και πέντε λεπτών (124.503,05),
νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρις
εξοφλήσεως.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ
τους εναγόμενους-εφεσιβλήτους στην καταβολή των
δικαστικών εξόδων του ενάγοντος- εκκαλούντος και για τους δύο βαθμούς
δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ
την από 25-1-2024 επικουρική έφεση.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ
την επιστροφή του καταβληθέντος παραβόλου εφέσεως
στον παρεμπιπτόντως ενάγοντα.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ
την εκκαλουμένη, κατά το μέρος που έκρινε ότι παρέλκει
η εξέταση της με αρ. κατ.
./27.4.2017/Προσεπίκλησης σε αναγκαστική παρέμβαση και της σωρευόμενης
σε αυτή παρεμπίπτουσας αγωγής.
ΚΡΑΤΕΙ
και ΔΙΚΑΖΕΙ την με αρ. κατ.
./2017 προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση, και την σωρευόμενη
σε αυτή παρεμπίπτουσα αγωγή.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ
την προσεπίκληση και την σωρευόμενη σε αυτή
παρεμπίπτουσα αγωγή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ
τον προσεπικαλούντα εκκαλούντα στην καταβολή των
δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης παρεμπιπτόντως εναγομένης
για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων
(600) ευρώ.
Κρίθηκε
και αποφασίστηκε στη Θεσσαλονίκη στις 27 Ιουνίου 2024 και δημοσιεύθηκε σε
έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στη Θεσσαλονίκης, στις 19
Ιουλίου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων
τους και με την παρουσία της Γραμματέως.
Η
ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ