ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΤρΕφΑθ 3427/2025

 

Αγωγή αναγνωριστική – Δεδικασμένο - Αγωγικά αιτήματα περί αναγνώρισης ακυρότητας όρου ασφαλιστηρίου συμβολαίου και περί αναγνώρισης ότι η απόρριψη υποβληθείσης αίτησης για παράταση ισχύος ασφαλιστικής κάλυψης είναι παράνομη και καταχρηστική -.

 

Αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής του άρθρου 70 ΚΠολΔ μπορεί να αποτελέσει μόνο η αναγνώριση της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας μίας έννομης σχέσης, ενός προσώπου προς άλλο πρόσωπο ή πράγμα και όχι η βεβαίωση απλώς πραγματικών γεγονότων, η διαπίστωση νομικών γεγονότων και ο νομικός χαρακτηρισμός ή οι αξιολογικές κρίσεις, αφού αντικείμενο της δικαιοδοτικής κρίσης δεν είναι η επίλυση ή η ερμηνεία αφηρημένων νομικών ζητημάτων, καθώς τα δικαστήρια δεν έχουν γνωμοδοτική εξουσία, αλλά επιλύουν διαφορές με την απαγγελία έννομων συνεπειών. Το αντικείμενο της αναγνωριστικής αγωγής και συνακόλουθα της αναγνωριστικής απόφασης ταυτίζεται με το αντικείμενο του δεδικασμένου της. Τα αγωγικά αιτήματα περί αναγνώρισης ακυρότητας όρου ασφαλιστηρίου συμβολαίου και περί αναγνώρισης ότι η απόρριψη υποβληθείσης αίτησης για παράταση ισχύος ασφαλιστικής κάλυψης είναι παράνομη και καταχρηστική,  δεν συνάπτονται με υφιστάμενη έννομη σχέση, ούτε παρεπομένως με τη διαλεύκανση  αυτής, αφορούν δε εν προκειμένω διαπίστωση και αξιολογική εκτίμηση, δηλαδή νομικό χαρακτηρισμό πραγματικών γεγονότων που έχουν τεθεί ως διαδικαστικές  προϋποθέσεις [ήτοι ενέργειες που πρέπει να προηγηθούν διά της υποβολής σχετικής αίτησης σε συγκεκριμένο χρόνο] για τη συνέχιση της ασφαλιστικής κάλυψης και δεν μπορούν από μόνα τους να παράξουν δεδικασμένο, αφού υποβιβάζεται (μη νόμιμα) η δικαιοδοτική εξουσία του Δικαστηρίου σε εξουσία  γνωμοδοτικής ισχύος και απόδοσης νομικού χαρακτηρισμού σε γεγονότα μη  συνδεόμενα με συγκεκριμένη έννομη σχέση. Με άλλα λόγια, σε περίπτωση αποδοχής τέτοιων αγωγικών αιτημάτων, η σχετική απόφαση, ως μη επιλύουσα διαφορά επί  υφιστάμενης έννομης σχέσης με απαγγελία συγκεκριμένων έννομων συνεπειών, δεν  είναι ικανή να παράγει δεδικασμένο.

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία  της δικηγόρου Αθηνών Δέσποινας Γρυσμπολάκη)

 

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΕΝΟΧΙΚΟ

 

Αριθμός απόφασης 3427/2025

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

15° Τμήμα

 

Αποτελούμενο από τους Δικαστές, Ευσεβεία Λιακοπούλου, Πρόεδρο Εφετών, Δήμητρα Μουχίμογλου, Εφέτη-Εισηγήτρια, Νικόλαο Ζαγοριανό, Εφέτη και από τη Γραμματέα Ελένη Λιάσκου.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στην Αθήνα στις 3-4-2025 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ - ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: ... [Α.Φ.Μ. ...], κατοίκου Αθηνών, οδός ... η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Παύλο Σφέτσιο [ΑΜ / Δ.Σ. Καρδίτσας 294], κάτοικο Καρδίτσας [οδός Βασιαρδάνη αρ. 3], με δήλωση του άρθρου 242 παρ,2 του ΚΠολΔ.

 

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΑΗΤΗΣ - ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρείας με την επωνυμία «ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ Η ΕΘΝΙΚΗ» [Α.Φ.Μ.: ...], που εδρεύει στην Αθήνα, επί της Λεωφόρου Συγγρού αρ. 103-105 και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Δέσποινα Γρυσμπολάκη [ΑΜ / Δ.Σ.Α. 19893], κάτοικο Αθηνών [οδός Στουρνάρα αρ. 51], με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

 

Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, ζήτησε να γίνει δεκτή η από 4-3-2014 αγωγή της, στρεφόμενη κατά της άνω εναγόμενης και ήδη εφεσιβλήτου, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με γενικό αριθμό κατάθεσης ./2014 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./6-3-2014. Επί της εν λόγω αγωγής, εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 3410/2018 οριστική απόφαση του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου, κατά την τακτική διαδικασία, η οποία, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, απέρριψε την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα άσκησε στο Δικαστήριο που την εξέδωσε, απευθυνόμενη στο παρόν, την ένδικη από 2-5-2019, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου ./2-5-2019 και προσδιορισμού ./18-4-2022 έφεσή της, που προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τις 5-10-2023, κατά την οποία, η υπόθεση δεν εισήχθη προς συζήτηση, για λόγους ανωτέρας βίας, που αφορούσαν στην αναστολή των εργασιών των πολιτικών - ποινικών δικαστηρίων της Χώρας, για το διάστημα από 4-10-2023 έως και 11-10-2023, ενόψει της διενέργειας των αυτοδιοικητικών εκλογών της 8ης-10-2023, δυνάμει της υπ’ αριθμ. πρωτ.: 46339 οικ./22-9-2023 εγκυκλίου του Υπουργού Δικαιοσύνης. Η υπόθεση μεταφέρθηκε, οίκοθεν, προς συζήτηση, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 250/2023 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου, που εκδόθηκε βάσει του άρθρου 260§4 του ΚΠολΔ, για τις 14-3-2024 και μετ'αναβολήν για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσης και εγγράφηκε στο οικείο πινάκιο. Κατά την ως άνω δικάσιμο, η υπόθεση εκφωνήθηκε από το οικείο πινάκιο στη σειρά που ορίσθηκε, με αριθμό πινακίου 1 και συζητήθηκε.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν εμφανίσθηκαν, αλλά παραστάθηκαν με δήλωσή τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και προκατέθεσαν τις προτάσεις τους.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

I. Η υπό κρίση, από 2-5-2019, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου ./2-5-2019 και προσδιορισμού ./18-4-2022 έφεση της πρωτοδίκως ηττηθείσας ενάγουσας, κατά της υπ'αριθ. 3410/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία (215 επ. ΚΠολΔ), επί της από 4-3-2014 [με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ./6-3-2014] αγωγής, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, εφόσον η επίδοσης εκκαλουμένης απόφασης προς την εκκαλούσα έλαβε χώρα στις 3-4-2019 [βλ. την επισημείωση επίδοσης επί του σώματος της εκκαλουμένης απόφασης του δικαστικού επιμελητή, ..., με ημερομηνία κοινοποίησης στις 3-4-2019] και η ένδικη έφεση ασκήθηκε στις 2-5-2019, ήτοι εντός της προβλεπόμενης εκ του νόμου 30ήμερης προθεσμίας (άρθρα 495, 498, 511, 513 παρ. Ιβ', 516, 517, 518 παρ. 1, 520 του Κ.Πολ.Δ), όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με γενικό αριθμό ./2-5-2019 και ειδικό αριθμό ./2-5-2019 της γραμματέως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση. Εισάγεται δε αρμόδια και παραδεκτά για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρα 498 και 19 ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο ισχύει, μετά την τροποποίησή του, με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011), καθώς καταβλήθηκε από την εκκαλούσα, κατά την κατάθεσή της, το προβλεπόμενο στην παρ. 3 υπό στοιχείο Α γ) του άρθρου 495 ΚΠολΔ για την άσκηση ενδίκων μέσων παράβολο [όπως τα εδάφια της παρ.3 αντικαταστάθηκαν από την παρ.2 του άρθρου 3 5 του Ν. 4446/22-12-2016 -ΦΕΚ Α 240], ποσού 150 €. Πρέπει επομένως να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των προβαλλομένων λόγων της, κατά την αυτή ως άνω διαδικασία (άρθρα 532, 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), μέσα στα όρια, που καθορίζονται από τους λόγους της (άρθρο 522 ΚΠολΔ).

 

ΙΙ. Στη διάταξη του άρθρου 70 ΚΠολΔ ορίζεται ότι: «Όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωρισθεί η ύπαρξη ή μη ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή». Ως έννομη σχέση, η ύπαρξη ή η ανυπαρξία της οποίας είναι αντικείμενο της αναγνωριστικής αγωγής και της επί αυτής εκδοθησομένης απόφασης, νοείται η με στενή έννοια έννομη σχέση, που ταυτίζεται με την έννοια του δικαιώματος ή της υποχρέωσης ή του συμπλέγματος δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που ως έννομες συνέπειες απορρέουν από αυτή, είναι δε η νομικά ρυθμιζόμενη σχέση ενός προσώπου προς άλλο πρόσωπο ή πράγμα (ΑΠ 134/2015, ΑΠ 356/2013, ΑΠ 508/2013, ΕφΠειρ 304/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η διάγνωση οποιοσδήποτε έννομης σχέσης απαιτεί την υπαγωγή πραγματικών γεγονότων στους εφαρμοστέους κανόνες δικαίου. Από την υπαγωγή αυτήν απορρέουν έννομες συνέπειες, οι οποίες συνίστανται συνήθως στην κατάφαση ή στην άρνηση της ισχύος κάποιου δικαιώματος ή υποχρέωσης ή ενός συμπλέγματος δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Όπως σε κάθε μορφή έννομης προστασίας, έτσι και στην αναγνωριστική αγωγή, μόνον το πόρισμα του νομικού συλλογισμού, το οποίο καταλήγει στη διάγνωση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, δύναται να αποτελέσει αυτοτελές αντικείμενο δικαιοδοτικής κρίσης. Δεν αποτελούν έννομη σχέση υπό την άνω έννοια τα απλά πραγματικά περιστατικά ή τα αφηρημένα νομικά ζητήματα χωρίς τη σύνδεσή τους με έννομη σχέση της οποίας ζητείται διά της αγωγής η προστασία (ΑΠ 941/1997 ΕλλΔνη 1999.590). Αντικείμενο, δηλαδή, της δικαιοδοτικής κρίσης δεν είναι η επίλυση ή η ερμηνεία αφηρημένων νομικών ζητημάτων, καθόσον τα δικαστήρια δεν έχουν γνωμοδοτική εξουσία (ΕφΑθ 2871/1998 ΝοΒ 2000. 1137, ΕφΑθ 9919/1997 ΕΔΠολ 2000.164), δεδομένου ότι η αποστολή τους είναι η επίλυση διαφορών με την απαγγελία έννομων συνεπειών. Επομένως, η διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων που συνιστούν τη ρυθμιζόμενη από το δίκαιο βιοτική σχέση, χωρίς καθορισμό των απαιτουμένων από το δίκαιο συνεπειών, έστω και αν μνημονεύεται ο νομικός κανόνας ή η νομική αρχή, στην οποία υπάγονται τα περιστατικά αυτά (ΑΠ 508/2013 ό.π., ΑΠ 364/1988 ΝοΒ 37. 52, ΕφΑθ 6596/2000 ΕλλΔνη 2003. 1798), καθώς και η αξιολογική εκτίμηση (δηλαδή ο νομικός χαρακτηρισμός) των πραγματικών περιστατικών δεν μπορούν να αποτελόσουν αντικείμενο του αιτήματος αναγνωριστικής αγωγής (ΑΠ 5961/1993 ΕΕργΔ 1995. 554, Εφθεσ 1625/2003 Αρμ 2003.1582, ΕφΑθ 9550/1998 ΕλλΔνη 1999.1103). Το αντικείμενο της αναγνωριστικής αγωγής και συνακόλουθα και της αναγνωριστικής απόφασης ταυτίζεται με το αντικείμενο του δεδικασμένου της. όπως αυτό προσδιορίζεται με σαφήνεια στη διάταξη του άρθρου 324 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία «δεδικασμένο υπάρχει (...) μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε». Τούτο σημαίνει ότι δεν δημιουργείται δεδικασμένο ως προς την ερμηνεία που δέχθηκε η τελεσίδικη απόφαση, αναφορικά με τον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου, ούτε ως προς την απόδειξη των πραγματικών γεγονότων που δέχθηκε η απόφαση αυτή ως αληθινά, ούτε ως προς το νομικό χαρακτηρισμό της αποδεδειγμένης εμπειρικής, πραγματικότητας. Επιπλέον, για το παραδεκτό της αναγνωριστικής αγωγής απαιτείται η συνδρομή ειδικού έννομου συμφέροντος, τέτοιο δε υφίσταται όταν η προκαλούμενη με την αγωγή αυτή δικαστική απόφαση είναι σε θέση να διαλευκάνει την αμφισβητούμενη ύπαρξη ή ανυπαρξία της έννομης σχέσης, να άρει τη σχετική αβεβαιότητα και να αποτρέψει σχετικές με αυτό παρούσες ή μέλλουσες δικαστικές διενέξεις και μάλιστα οριστικά και με δύναμη δεδικασμένου. Συνεπώς, αν με την αναγνωριστική απόφαση δεν διαλευκαίνεται οριστικά η έννομη σχέση, αλλά μόνο αναγνωρίζονται τα εν λόγω μεμονωμένα στοιχεία αυτής, ή προδικαστικά αυτής ζητήματα, αυτή δεν είναι ικανή να παράγει δεδικασμένο και συνεπώς ο ενάγων δεν έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει παραδεκτή αναγνωριστική αγωγή (ΑΠ 134/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 941/1997 ό.π., Εφθεσ 31021/1992 ΕλλΔνη 1994. 637), γιατί πρέπει να προστεθούν και άλλα γεγονότα για την οριστική απόφαση επί της όλης έννομης σχέσης (ΑΠ 941/1997 ό.π, ΕφΘεσσαλ 1663/2018 ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον, το έννομο συμφέρον πρέπει να είναι άμεσο, πρέπει δηλαδή η έννομη προστασία, που ζητείται με τη μορφή έκδοσης αναγνωριστικής απόφασης, να αποτελεί πρόσφορο μέσο για την αποτροπή του κινδύνου στα συμφέροντα του ενάγοντος, συμφέροντα, που μπορεί να είναι υλικά ή ηθικά (ΑΠ 640/2003 ΕλλΔνη 45.1347). Πρόσφορο δε μέσο για την άρση της αβεβαιότητας ή της έριδας νοείται ότι υπάρχει όταν μέσω του δεδικασμένου που δημιουργείται μεταξύ των διαδίκων από την τελεσιδικία της απόφασης, με την επέμβαση της δικαιοδοτούσας πολιτείας, πραγματώνεται το δίκαιο και επανέρχεται η κοινωνική ειρήνη που διαταράχθηκε με τη δημιουργία της έριδας μεταξύ των διαδίκων. Αντίθετα, δεν υπάρχει έννομο συμφέρον για παροχή δικαστικής προστασίας ούτε, παρεπομένως, και υπό διάγνωση και προστασία έννομη σχέση όταν με το ένδικο βοήθημα που υποβάλλεται (αγωγή, ένδικο μέσο κ.λ.π.) δεν επιλύεται η έριδα αλλά απλά με την έκδοση της απόφασης δημιουργείται τεκμήριο χρήσιμο να προβληθεί σε διαφορά που μπορεί να γεννηθεί στο μέλλον μεταξύ των διαδίκων [ΑΠ 134/2015, ΑΠ 1914/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1312/1989 ΕΕΝ 1990/546, ΕφΘεσ 1663/2018 ό.π.], [βλ. ομοίως ΑΠ 102/2022, ΑΠ 1154/2019, ΑΠ 736/2019, ΕφΑΘ 2095/2022, ΕφΑΘ 5310/2022, ΕφΑΘ 2903/2022, ΕφΠατρ 73/2021 ΝΟΜΟΣ],

 

III. Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, με την από 4-3-2014 [με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ./1/6-3-2014] αγωγή της εξέθεσε ότι, κατόπιν υποβολής στην εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία, στις 23-2-1999, μέσω του ασφαλιστή της, της από 19-2-1999 αίτησης ασφάλισης ζωής, την οποία και παραθέτει αυτούσια στην ένδικη αγωγή της, συνήφθη μεταξύ τους το υπ'αριθμ. ... ασφαλιστήριο συμβόλαιο ζωής, 12ετούς διάρκειας. Ότι, πέραν της ανωτέρω αιτήσεως και ενός πληροφοριακού εντύπου με γενικού τύπου πληροφορίες, το οποίο επαναλάμβανε τα στοιχεία της αίτησης, δεν της παρασχέθηκε αντίγραφο του ασφαλιστηρίου συμβολαίου και των παραρτημάτων του, ούτε περαιτέρω πληροφορίες περί των ειδικότερων όρων που περιλαμβάνονταν σε αυτό, αλλά ούτε και η ίδια συμφώνησε σε οτιδήποτε επιπλέον πέραν των εκτιθέμενων στην αίτηση που υπέγραψε. Ότι, μεταξύ των συμπληρωματικών καλύψεων που αναφέρονταν στην άνω αίτησή της και στο πληροφοριακό έντυπο που της παρασχέθηκε, συμπεριλαμβανόταν και η κάλυψη νοσοκομειακής περίθαλψης αυτής και του συζύγου της, εφόρου ζωής τους, άνευ ελέγχου της ασφαλισιμότητάς τους εκ μέρους της εναγομένης και ανεξαρτήτως της λήξης της κύριας ασφάλισης ζωής, χωρίς οποιαδήποτε μνεία ότι η συνέχιση της εν λόγιο κάλυψης [νοσοκομειακή περίθαλψη], μετά τη λήξη της κύριας ασφάλισης ζωής, εξαρτάτο από κάποια προϋπόθεση. Ότι, καθόλο το διάστημα ισχύος της κύριας ασφάλισης ζωής, κατέβαλλε ανελλιπώς και εμπροθέσμως στην εναγομένη τα ασφάλιστρα. Ότι, στις 17-1-2011, η εναγομένη της απέστειλε την από 14-1-2011 επιστολή της, με την οποία την ενημέρωνε ότι το ασφαλιστήριο συμβόλαιό της έληγε στις 31-3-2011, χωρίς ωστόσο να την πληροφορήσει για τη δυνατότητα ισόβιας παράτασης της κάλυψης νοσοκομειακής περίθαλψης και τη διαδικασία στην οποία έπρεπε να προβεί, αν επιθυμούσε την παράταση της κάλυψης αυτής. Ότι, όταν το έτος 2012 απευθύνθηκε στην εναγομένη προς κάλυψη των εξόδων της νοσοκομειακής περίθαλψης του συζύγου της, υπολαμβάνοντας ότι η νοσοκομειακή περίθαλψη δεν είχε διακοπεί, αλλά συνεχιζόταν εφόρου ζωής, τότε για πρώτη φορά πληροφορήθηκε ότι η εν λόγω κάλυψη είχε περιορισμένη χρονική διάρκεια και αυτή είχε λήξει στις 31-3-2011, εφόσον δεν είχε υποβάλει σχετική αίτηση περί ανανέωσης αυτής. Ότι, όταν ακολούθως ζήτησε και έλαβε αντίγραφο του ασφαλιστηρίου συμβολαίου της, τότε για πρώτη φορά διαπίστωσε ότι στο Παράρτημα Δ' αυτού περιλαμβανόταν ο υπ'αριθμ. 8 όρος, κατά τον οποίο, μόνο κατόπιν αιτήσεώς της, κατά τη λήξη της κύριας ασφάλισης ζωής και ανεξαρτήτως της λήξεως αυτής, μπορούσε να παραταθεί ισοβίως και άνευ ελέγχου ασφαλισιμότητας εκ μέρους της εναγομένης η κάλυψη της νοσοκομειακής περίθαλψης. Ότι, στις 6-6-2013, υπέβαλε αίτηση παράτασης της ισχύος της κάλυψης νοσοκομειακής περίθαλψης βάσει του ανωτέρω όρου, πλην όμως η εναγομένη απέρριψε την αίτησή της, εμμένοντας στην άποψή της ότι η εν λόγω κάλυψη είχε λήξει από τις 31-3-2011, εφόσον δεν υποβλήθηκε, κατά τη λήξη του ασφαλιστηρίου ζωής, σχετική αίτηση παράτασης ισχύος αυτής. Ότι, ο ανωτέρω όρος 8 του Παραρτήματος Δ' της ασφαλιστικής σύμβασης τυγχάνει καταχρηστικός κι εντεύθεν άκυρος ΓΟΣ, ως αντικείμενος στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 6 και 7 του ν. 2251/1994 και 281 ΑΚ, εφόσον ουδέποτε της γνωστοποιήθηκε αλλά ούτε και αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης μεταξύ των διαδίκων, με αποτέλεσμα να προσκρούει στην αρχή διαφάνειας και να προκαλεί υπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος της ιδίας, ως καταναλώτριας, καθώς αυτή δεν ήταν σε θέση να διαγνώσει εκ των προτέρων κρίσιμα στοιχεία της σύμβασης, όπως τη διάρκειά της και τα κρίσιμα μεγέθη που αναφέρονται στη βασική σχέση παροχής και αντιπαροχής. Ότι, ως εκ τούτου, ο εν λόγω αδιαφανής, καταχρηστικός και άκυρος ως άνω συμβατικός όρος, με βάση τον οποίο η παράταση ισχύος της προαναφερομένης συμπληρωματικής ασφαλιστικής κάλυψης εξαρτάτο από την υποβολή εκ μέρους της ιδίας ειδικής προς τούτο αίτησης σε συγκεκριμένο χρόνο και όχι εντός μιας χρονικής περιόδου ή ανεξαρτήτως συγκεκριμένου χρόνου και κυρίως, χωρίς να αναφέρονται οι ακριβείς επιβαρύνσεις [ασφάλιστρα] στις οποίες θα υποβαλλόταν ο ασφαλισμένος, θα πρέπει εν προκειμένω να θεωρηθεί ανεφάρμοστος, ενώ συνάμα θα πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει ενεργοποιηθεί αυτομάτως η παράταση της ισχύος της επίμαχης πρόσθετης ασφαλιστικής κάλυψης, ασχέτως της λήξης της κύριας σύμβασης ασφάλισης. Ότι, επιπρόσθετα, συνεπεία της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εναγομένης και των προστηθέντων υπαλλήλων της, που συνίσταται στην εξαπάτηση της ιδίας διά της παράλειψης παράδοσης σε αυτήν του ασφαλιστηρίου συμβολαίου μετά των Παραρτημάτων του και των κατ'ιδίαν όρων του, αλλά και της παράλειψης ενημέρωσής της ως προς τις διαδικαστικές προϋποθέσεις παράτασης της πρόσθετης αυτής ασφαλιστικής κάλυψης, υπέστη σοβαρή ζημία, εφόσον απώλεσε σημαντικότατα δικαιώματά της και αναγκάζεται να καλύπτει εξ ιδίων μέσων τα έξοδα της νοσοκομειακής της περίθαλψης που δεν καλύπτονται από τον ασφαλιστικό της φορέα, αλλά και ηθική βλάβη, λόγω της ιδιαίτερης στεναχώριας και άγχους που υπέστη λόγω των ανωτέρω. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα, κατόπιν παραδεκτού και νομότυπου περιορισμού του καταψηφιστικού [υπό στοιχείο Γ. κατωτέρω] αιτήματος της αγωγής από το αιτούμενο ποσό των 20.000 € στο ποσό των 10.000 € και εν συνεχεία τροπής του εξολοκλήρου σε έντοκο αναγνωριστικό, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της ενάγουσας, καταχωρηθείσα στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου [άρθρα 223, 295 παρ. 1 εδ. β' και 297 ΚΠολΔ] ζήτησε: Α] Να αναγνωριστεί 1. ότι είναι καταχρηστικός ο ΓΟΣ της επίδικης ασφαλιστικής σύμβασης περί εξάρτησης της παράτασης ισχύος της κάλυψης νοσοκομειακής περίθαλψης από προηγούμενη αίτηση, υποβαλλόμενη ειδικώς κατά την ημέρα λήξης της σύμβασης, 2. ότι, η απόρριψη, εκ μέρους της εναγομένης, της από 6-6-2013 αίτησής της περί παράτασης ισχύος της κάλυψης νοσοκομειακής της περίθαλψης είναι παράνομη και καταχρηστική, 3. ότι, η εναγομένη είναι υποχρεωμένη να καλύπτει τα έξοδα νοσοκομειακής περίθαλψης της ιδίας και των συνασφαλιζόμενων με αυτήν προσώπων, με βάση τα προβλεπόμενα στην επίδικη ασφαλιστική σύμβαση, λόγω ενεργοποιήσεως του άρθρου 8 του Παραρτήματος Δ' του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, από την 6η-6-2013 και ισοβίως, άλλως και επικουρικός από την επίδοση της ένδικης αγωγής, άλλως και επικουρικότερα από την έκδοση της απόφασης επί της αγωγής της. Β] Να υποχρεωθεί η εναγομένη σε καταδίκη δηλώσεως βουλήσεως, με την οποία Θα αποδεχθεί την από 6-6-2013 αίτησή της και Γ. Να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη οφείλει να της καταβάλει, κατ'άρθρο 932 ΑΚ, το χρηματικό ποσό των 10.000 €, ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη συνεπεία των παράνομων και υπαίτιων ενεργειών και παραλείψεών της. Τέλος, ζήτησε να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή, καθώς και να καταδικαστεί η εναγομένη στην εν γένει δικαστική της δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ'αριθμ. 3410/2018 εκκαλουμένη απόφαση, η οποία, αφού έκρινε ότι ένδικη αγωγή αρμοδίως καθ'ύλην και κατά τόπον εισήχθη ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου [άρθρα 7, 8, 9, 10, 14 παρ. 2, 18 και 25 παρ. 2 ΚΠολΔ], κατά την τακτική διαδικασία, εν συνεχεία, απέρριψε αυτήν, ως προς όλα της τα αιτήματα, ως μη νόμιμη, για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους, καταδικάζοντας την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα της εναγομένης, τα οποία όρισε στο ποσό των εξακοσίων ευρώ [600 €]. Με την ένδικη έφεσή της, η ενάγουσα - εκκαλούσα παραπονείται ως προς την απόρριψη των υπό στοιχείων Α] 1. και Α] 2. αναγνωριστικών αγωγικών της αιτημάτων ως μη νόμιμων από την εκκαλουμένη απόφαση, την οποία και πλήττει ως προς τα ανωτέρω κεφάλαιά της, στα οποία και περιορίζεται το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης, κατ'άρθρο 522 ΚΠολΔ, για τους λόγους, που ειδικότερα εκτίθενται στο δικόγραφο αυτής και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς την απόρριψη των αγωγικών αυτών αιτημάτων. Ωστόσο, με το ανωτέρω περιεχόμενο, τα ανωτέρω υπό στοιχεία Α] 1. και Α] 2. αιτήματα της ένδικης αγωγής είναι απορριπτέα ως νόμω αβάσιμα. Και τούτο διότι, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην υπό στοιχείο Π. μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής του άρθρου 70 ΚΠολΔ μπορεί να αποτελέσει μόνο η αναγνώριση της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας μίας έννομης σχέσης, ενός προσώπου προς άλλο πρόσωπο ή πράγμα και όχι η βεβαίωση απλώς πραγματικών γεγονότων, η διαπίστωση νομικών γεγονότων και ο νομικός χαρακτηρισμός ή οι αξιολογικές κρίσεις, όπως διώκει η ενάγουσα με τα άνω ένδικα αγωγικά αιτήματα, καθόσον η τελευταία αιτείται την αναγνώριση της ακυρότητας ως καταχρηστικού του όρου 8 του Παραρτήματος Δ' της ασφαλιστικής σύμβασης, περί εξάρτησης της παράτασης ισχύος της κάλυψης νοσοκομειακής περίθαλψης από προηγούμενη αίτηση, υποβαλλόμενη πριν την ημέρα λήξης της σύμβασης, όπως και την αναγνώριση ως παράνομης και καταχρηστικής της απόρριψης εκ μέρους της εναγομένης, της από 6-6-2013 αίτησής της περί παράτασης ισχύος της κάλυψης νοσοκομειακής της περίθαλψης και όχι την αναγνώριση της ύπαρξης ή ανυπαρξίας υφιστάμενης έννομης σχέσης και δη εν προκειμένω, υπό τα εκτιθέμενα περιστατικά, την αναγνώριση ισχυρής και ενεργούς μεταξύ τους σύμβασης ασφάλισης. Η αναγνώριση δηλαδή της αιτούμενης ακυρότητας του προαναφερόμενου όρου, όπως και της απόρριψης της από 6-6-2013 αίτησής της, ως παράνομης και καταχρηστικής, δεν συνάπτεται με υφιστάμενη έννομη σχέση, ούτε παρεπομένως με τη διαλεύκανση αυτής, αφορά δε εν προκειμένω διαπίστωση και αξιολογική εκτίμηση, δηλαδή νομικό χαρακτηρισμό πραγματικών γεγονότων που έχουν τεθεί ως διαδικαστικές προϋποθέσεις [ήτοι ενέργειες που πρέπει να προηγηθούν διά της υποβολής σχετικής αίτησης σε συγκεκριμένο χρόνο] για τη συνέχιση της ασφαλιστικής κάλυψης της νοσοκομειακής περίθαλψης και δεν μπορούν από μόνα τους να παράξουν δεδικασμένο, αφού υποβιβάζεται (μη νόμιμα) η δικαιοδοτική εξουσία του Δικαστηρίου σε εξουσία γνωμοδοτικής ισχύος και απόδοσης νομικού χαρακτηρισμού σε γεγονότα μη συνδεόμενα με συγκεκριμένη έννομη σχέση. Με άλλα λόγια, σε περίπτωση αποδοχής τέτοιων αγωγικών αιτημάτων, η σχετική απόφαση, ως μη επιλύουσα διαφορά επί υφιστάμενης έννομης σχέσης με απαγγελία συγκεκριμένων έννομων συνεπειών, δεν είναι ικανή να παράγει δεδικασμένο. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ομοίως, έστω και με συνοπτικότερη αιτιολογία (άρθρο 534 ΚΠολΔ), την οποία το παρόν Δικαστήριο συμπληρώνει, ορθώς εφάρμοσε το νόμο.

 

Κατόπιν των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς εξέταση, θα πρέπει αυτή να απορριφθεί στο σύνολό της. Τέλος, λόγω της ήττας της εκκαλούσας - ενάγουσας, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του καταβληθέντος παράβολου του ενδίκου μέσου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 υπό στοιχ.Γβ) εδαφ. ε' του ΚΠολΔ). Τα αιτούμενα δικαστικά έξοδα της εφεσιβλήτου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, βαρύνουν την εκκαλούσα, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183, 189 §1, 191 §2 του ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

-ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

-ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 2-5-2019, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου ./2-5-2019 και προσδιορισμού ./18-4-2022 έφεση της πρωτοδίκως ηττηθείσας ενάγουσας, κατά της υπ'αριθ. 3410/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

 

-ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

 

-ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παράβολου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο.

 

-ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα της εφεσιβλήτου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, σε βάρος της εκκαλούσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ.

 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22/5/2025 σε μυστική διάσκεψη και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Εφετείου Αθηνών στις 27/6/2025, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ