TΡΑΠΕΖΑ
ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΤρΔΠρΚομοτηνής 266/2023
Επιδότηση
παραμεθορίων περιοχών (12% μισθολογικού κόστους Επιχειρήσεων). Αναπτυξιακό
κίνητρο Ν.1262/1982. Μη αστική ευθύνη ΟΑΕΔ/ΔΥΠΑ για μη καταβολή της επιδότησης.
Αποκλειστική αστική ευθύνη Ελληνικού Δημοσίου.
(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου
Αθηνών Ιωάννη Κυμιωνή, Εμμίσθου
Δικηγόρου Τμήματος Δικαστηρίων τ. ΟΑΕΔ/ΔΥΠΑ, LL.M., LL.M., ΥΔ Παντείου Πανεπιστημίου, Νομικού Παραστάτη Διαμεσολαβήσεων,
Διαπιστευμένου Διαμεσολαβητή).
Αριθμός απόφασης: 266/2023
ΑΚ: ΑΓ ./2021
ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ
ΤΜΗΜΑ Β' ΤΡΙΜΕΛΕΣ
Συνεδρίασε δημόσια στο
ακροατήριο του, στις 11 Ιανουαρίου 2023, με δικαστές τους: Γεώργιο Μπακρισιώρη, Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ., Νικόλαο Τζάννο, Πρωτοδίκη Δ.Δ. και Παρασκευή Κανέλη,
Πάρεδρο Δ.Δ. (εισηγήτρια) και γραμματέα τη Χάιδω Χρηστακίδου,
δικαστική υπάλληλο,
για να δικάσει την αγωγή με
ημερομηνία κατάθεσης 26.10.2021
της ομόρρυθμης εταιρείας με
την επωνυμία «... & ΥΙΟΙ Ο.Ε.», που εδρεύει στη ΒΙ.ΠΕ. Κομοτηνής και
εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία παραστάθηκε η πληρεξούσια δικηγόρος
Βικτώρια-Ανθούλα Νικολαΐδου, με την κατατεθείσα στις 10.01.2023 δήλωση
παράστασης του άρθρου 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.),
κατά : 1) του νομικού
προσώπου δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.) με την επωνυμία
«Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ)» και ήδη «Δημόσια Υπηρεσία
Απασχόλησης (Δ.ΥΠ.Α.)» [άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 4921/2022 (ΦΕΚ Α 75/18.04.2022)],
που εκπροσωπείται από το Διοικητή του και δεν παραστάθηκε και 2) του Ελληνικού
Δημοσίου, που εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών, για το οποίο
παραστάθηκε ο Δικαστικός Πληρεξούσιος του Ν.Σ.Κ. Ευάγγελος Σαλαμάρας,
με την κατατεθείσα στις 04.01.2023 δήλωση παράστασης της ίδιας ως άνω διάταξης
του Κ.Δ.Δ..
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση,
το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη και
Αφού μελέτησε τη δικογραφία,
Σκέφθηκε σύμφωνα με το Νόμο
1. Επειδή, με την κρινόμενη
αγωγή, η ενάγουσα εταιρεία ζητεί να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν σε αυτήν το συνολικό ποσό των 223.841,35
ευρώ, νομιμοτόκως, ως αποζημίωση κατά τις διατάξεις
των άρθρων 105 και 106 του ΕισΝΑΚ, για την
αποκατάσταση ισόποσης ζημίας που, κατά τους ισχυρισμούς της, υπέστη από την
παράνομη παράλειψη καταβολής σε αυτήν της προβλεπόμενης στο άρθρο 21 του ν.
1767/1988 οικονομικής ενίσχυσης-επιδότηση κόστους μισθοδοσίας, για το χρονικό
διάστημα από το Α' εξάμηνο του έτους 2016 μέχρι και το Β' εξάμηνο του έτους
2019. Επικουρικώς δε η ενάγουσα διεκδικεί το ανωτέρω ποσό με βάση τις διατάξεις
περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρα 904 επ. ΑΚ).
2. Επειδή, νομίμως
συζητήθηκε η κρινόμενη αγωγή, παρά την απουσία του πρώτου εναγόμενου νπδδ. Και τούτο, διότι κλητεύθηκε νομοτύπως κι εμπροθέσμως,
προκειμένου να παρασταθεί κατά τη συζήτηση της αγωγής στην, αρχικώς ορισθείσα
προς τούτο, δικάσιμο της 16ης.11.2022 (βλ. σχετ. το
από 13.07.2022 αποδεικτικό επίδοσης της ./2022 κλήσης του Αρχιφύλακα . , σε
συνδυασμό με την από 17.05.2022 πράξη προσδιορισμού δικασίμου της Διευθύνουσας
Προέδρου του Δικαστηρίου τούτου). Κατά την ως άνω δικάσιμο, στην οποία η Δ.ΥΠ.Α
παραστάθηκε διά της φερόμενης ως πληρεξούσιας δικηγόρου αυτής Ρειχάν Ιμάμογλου, η συζήτηση της
υπόθεσης αναβλήθηκε αυτεπαγγέλτως, ελλείψει διοικητικού φακέλου, για την
παρούσα δικάσιμο της 11ης.01.2023, χωρίς νέα κλήτευση των διαδίκων (βλ. σχετ. τα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης της 16ης.11.2022 του
Δικαστηρίου τούτου).
3. Επειδή, ο Ο.Α.Ε.Δ. και
ήδη Δ.ΥΠ.Α. συνιστά αυτοτελές νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου [άρθρο 1 παρ. 1
του ν.δ/τος 2961/1954 (Φ.Ε.Κ. Α' 197), άρθρο 1 παρ. 1
του ν.δ/τος 212/1969 (Φ.Ε.Κ. Α' 112), άρθρο 2 του ν.
2956/2001 «Αναδιάρθρωση Ο.Α.Ε.Δ. και άλλες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ. Α' 258) και ήδη
άρθρο 3 σε συνδυασμό με το άρθρο 82 του ν.4921/2022 (Φ.Ε.Κ. Α' 75)]. Ενόψει δε
του ότι αρμόδιος Φορέας για την καταβολή της ένδικης οικονομική ενίσχυσης
-επιδότησης είναι αποκλειστικά ο Ο.Α.Ε.Δ., ήδη Δ.ΥΠ.Α, όργανο του οποίου
υπέπεσε στην, αποδιδόμενη με την αγωγή, παράνομη παράλειψη, παθητικώς
νομιμοποιούμενος διάδικος στην παρούσα δίκη, είναι, κατ' άρθρο 72 του Κ.Δ.Δ.,
μόνο το πρώτο εναγόμενο ν.π.δ.δ.. Επομένως, η
κρινόμενη αγωγή, κατά το μέρος που στρέφεται κατά του δεύτερου εναγόμενου
Ελληνικού Δημοσίου, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης παθητικής
νομιμοποίησης αυτού στην παρούσα δίκη, καθώς το τελευταίο δεν είναι υπόχρεο
προς ικανοποίηση της ένδικης αξίωσης της ενάγουσας, σύμφωνα και με τα βασίμως
προβαλλόμενα από αυτό με το νομίμως κατατεθέν από 12.01.2023 υπόμνημα. Κατά τα
λοιπά, η κρινόμενη αγωγή, κατά το μέρος που στρέφεται κατά του Ο.Α.Ε.Δ., έχει
ασκηθεί παραδεκτώς και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω
ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά της.
4. Επειδή, από τα άρθρα 4
παρ. 1, 20 παρ. 1 και 26 του Συντάγματος, με τα οποία καθιερώνονται,
αντίστοιχα, η αρχή της ισότητας, το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας από
δικαστήρια και η αρχή της διακρίσεως των λειτουργιών, συνάγεται ότι ο κοινός
νομοθέτης δεν κωλύεται, κατ' αρχήν, να μεταβάλει ακόμη και αναδρομικά, τις
κείμενες ουσιαστικές ρυθμίσεις του νόμου, αρκεί η επέμβαση του αυτή να μην
αποτελεί ευθεία κύρωση της διοικητικής πράξεως, της οποίας η νομιμότητα είναι
εκκρεμής ενώπιον των δικαστηρίων, να μην προσβάλλει το δεδικασμένο
ή την αρχή της μη αναδρομικότητας των διατάξεων που επιβάλλουν κυρώσεις, να
αιτιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος και να μην προσβάλλει την αρχή
της αναλογικότητας (ΣτΕ 3368/2015 Ολομ,
ΣτΕ 542/1999 Ολομ,
κ.ά.).Περαιτέρω, η αρχή της ασφάλειας του δικαίου, απορρέουσα από την αρχή του
κράτους δικαίου και, ιδίως, από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1
εδάφ. α' του Συντάγματος, ειδικότερη εκδήλωση της
οποίας αποτελεί η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικούμενου,
επιβάλλει τη σαφήνεια και την προβλέψιμη εφαρμογή των εκάστοτε
θεσπιζόμενων κανονιστικών ρυθμίσεων (ΣτΕ 1833/2021 Ολομ., 2757, 2540, 674/2021 κ.ά.), δεν εμποδίζει,
όμως, το νομοθέτη να λαμβάνει μέτρα εντός του πλαισίου της συνταγματικής
τάξεως, ακόμη και σε ήδη συνεστημένες έννομες σχέσεις
ή καταστάσεις, όταν αδήριτες ανάγκες το επιβάλλουν (ΣτΕ
734/2016 Ολομ.,
583/2021, 3281, 2593/2017).
5. Επειδή, στο άρθρο 6 παρ.1
της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των
θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (ΦΕΚ Α' 256), ορίζεται ότι: «Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς
του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής
προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερόληπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίση
είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του αστικής
φύσεως, είτε επί του βάσιμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως
[...]». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, όπως έχει ερμηνευθεί από το
Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, δεν απαγορεύεται γενικώς η
θέσπιση αναδρομικών κανόνων δικαίου, ιδίως όταν αυτή υπαγορεύεται από
επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος (ΣτΕ
1405/2022 Ολομ, 3613/2013).
6. Επειδή, στο άρθρο 17 παρ.
1 του Συντάγματος ορίζεται ότι «Η ιδιοκτησία τελεί υπό στην προστασία του
Κράτους [...]» και στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής
Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών
ελευθεριών (ΕΣΔΑ), το οποίο κυρώθηκε μαζί με τη Σύμβαση με το άρθρο πρώτο του ν.δ/τος 53/1974 (ΦΕΚ Α' 256), ορίζεται ότι «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται
σεβασμού της περιουσίας του [...]». Με τις διατάξεις αυτές κατοχυρώνεται ο
σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνον για
λόγους δημόσιας ωφέλειας. Στην έννοια
της περιουσίας, η οποία έχει αυτόνομο περιεχόμενο, ανεξάρτητο από την τυπική
κατάταξη των επιμέρους περιουσιακών δικαιωμάτων στο εσωτερικό δίκαιο,
περιλαμβάνονται όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα αλλά και όλα τα δικαιώματα
«περιουσιακής φύσεως», καθώς και τα κεκτημένα «οικονομικά συμφέροντα».
Καλύπτονται κατ' αυτόν τον τρόπο και τα ενοχικής φύσεως περιουσιακά δικαιώματα
και, ειδικότερα, οι απαιτήσεις που απορρέουν από έννομες σχέσεις του δημόσιου ή
ιδιωτικού δικαίου, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε
απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με
βάση το ισχύον έως την προσφυγή στο δικαστήριο δίκαιο, ότι μπορεί να
ικανοποιηθούν δικαστικώς, εφόσον, δηλαδή, υφίσταται σχετικώς μια επαρκής νομική
βάση στο εσωτερικό δίκαιο του συμβαλλόμενου κράτους, προϋπόθεση που συντρέχει,
ιδίως, όταν η απαίτηση θεμελιώνεται σε νομοθετική ή κανονιστική διάταξη ή σε
παγιωμένη νομολογία των δικαιοδοτικών οργάνων του συμβαλλόμενου κράτους (ΣτΕ 2376, 1515/2021). Περαιτέρω, κατά την έννοια των ίδιων
ως άνω διατάξεων, ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να στερηθεί της περιουσίας
του, μέσω της θεσπίσεως κανόνων δικαίου με αναδρομική ισχύ, που μπορεί να
καταλαμβάνουν και εκκρεμείς δίκες, μόνο για λόγους γενικότερου δημοσίου
συμφέροντος, στους οποίους περιλαμβάνονται, καταρχήν, και λόγοι που συνάπτονται
προς την αντιμετώπιση ενός ιδιαιτέρως σοβαρού, κατά την εκτίμηση του εθνικού
νομοθέτη, δημοσιονομικού προβλήματος (ΣτΕ 734/2016 Ολομ., 3368/2015 Ολομ. κ.ά.).
7. Επειδή, στο άρθρο 105 του
Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (π.δ. 456/1984,
Φ.Ε.Κ. Α' 164) ορίζεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων
του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το
δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά
παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. ...» και στο
άρθρο 106 του ίδιου νομοθετήματος ότι: «Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων
άρθρων εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή άλλων
νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που
βρίσκονται στην υπηρεσία τους». Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Δημοσίου ή νομικού προσώπου
δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση, απαιτείται παράνομη πράξη ή παράλειψη ή υλική
ενέργεια ή παράλειψη υλικής ενέργειας οργάνων του Δημοσίου ή του νομικού
προσώπου δημοσίου δικαίου κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σε αυτά δημόσιας
εξουσίας, επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης ζημίας, καθώς και αιτιώδης
σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή
παράλειψης υλικής ενέργειας και της επελθούσας
ζημίας. Οι ως άνω προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση πρέπει να συντρέχουν
σωρευτικώς, (ΣτΕ 1467/2020,
1963/2018 επταμ., 1634/2017, 237/2011 επταμ. κ.ά.).
Η αποζημίωση για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας περιλαμβάνει
την αποκατάσταση της θετικής και της αποθετικής ζημίας του ζημιωθέντος, δηλαδή
τόσο της ζημίας την οποία υπέστη η υπάρχουσα, πριν από την παράνομη πράξη ή
παράλειψη των δημοσίων οργάνων, περιουσία του ζημιωθέντος, όσο και της ζημίας,
την οποία υπέστη αυτός με την στέρηση, εξαιτίας της παράνομης πράξης ή
παράλειψης, παροχών τις οποίες με πιθανότητα, κατά τη συνήθη πορεία των
πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις, θα αποκόμιζε, εάν δεν είχε μεσολαβήσει η
παράνομη αυτή πράξη ή παράλειψη (ΣτΕ 4102, 4737/2014,
3414/2013, 3736/2012, 2688-2687/2009 επταμ.).
8. Επειδή, ο ν. 1767/1988
«Συμβούλια εργαζομένων και άλλες εργατικές, διατάξεις - Κύρωση της 135 διεθνούς
σύμβασης εργασίας» (Φ. Ε.Κ. Α' 63) ορίζει στο άρθρο 21 - όπως αυτό ίσχυε μετά
την αντικατάσταση του με το άρθρο 32 του ν. 1836/1989 (Φ. Ε. Κ. Α' 89) και πριν
την αναδρομική κατάργηση του από 1.1.2016 με το άρθρο 87 του ν. 4706/2020
(Φ.Ε.Κ. Α' 136/17.7.2020) - ότι: «1. Στις βιομηχανικές, βιοτεχνικές και
μεταλλευτικές επιχειρήσεις που βρίσκονται εγκατεστημένες στην περιοχή Δ' του
αναπτυξιακού ν. 1262/1982, δηλαδή στους νομούς [...] Ροδόπης, [...], δίδεται
οικονομική ενίσχυση από τον ΟΑΕΔ 2. Για το σκοπό αυτόν ο ΟΑΕΔ επιχορηγείται από
τον κρατικό προϋπολογισμό, στον οποίο και εγγράφονται οι σχετικές πιστώσεις. 3.
Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών και Εργασίας,
μετά από γνώμη του Δ.Σ. του ΟΑΕΔ, ρυθμίζονται το ύψος της ενίσχυσης, τα
κριτήρια εκτίμησης του ύψους της ενίσχυσης, ο τρόπος παροχής της, το όργανο του
ΟΑΕΔ που αποφασίζει για την καταβολή της παροχής, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά,
καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια για την υλοποίηση των διατάξεων αυτών».
9. Επειδή, κατ'
εξουσιοδότηση της ως άνω παραγράφου 3 του άρθρου 21 του ν. 1767/1988, εκδόθηκε
αρχικά η 31730/1.9.1988 (Φ.Ε.Κ. Β' 670) απόφαση των υπουργών Εθνικής
Οικονομίας, Οικονομικών και Εργασίας με τίτλο «Επιδότηση επιχειρήσεων
παραμεθόριων περιοχών Δ' και Γ' του Ν. 1262/82», η οποία όριζε στο άρθρο μόνο
ότι: «1. Επιδοτούνται οι βιομηχανικές, βιοτεχνικές και μεταλλευτικές
επιχειρήσεις: α) Με ποσοστό 6% επί του συνολικού κόστους μισθοδοσίας τους και
εφόσον είναι εγκατεστημένες στους Νομούς [...], Ροδόπης, [...] β) [...] γ)
[...] {όπως η παράγραφος 1 αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 της 30845/09.05.1989
απόφασης των Υπουργών Εθν. Οικονομίας, Οικονομικών και Εργασίας (Φ.Ε.Κ. Β'
364)} 2. Η επιδότηση παρέχεται ανεξαρτήτως αριθμού μισθωτών που απασχολεί η επιχείρηση
[...] 3. Η ως άνω επιδότηση θα καταβάλλεται στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις:
α) Κατά το πρώτο τρίμηνο μετά το τέλος κάθε εξαμήνου, β) [...] Η επιδότηση αυτή
θα αναφέρεται στο συνολικό κόστος μισθοδοσίας της επιχείρησης,
συμπεριλαμβανομένων των επιδομάτων αδείας και δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα
μετά από σχετική απόφαση του εκάστοτε αρμόδιου Διευθυντή Υπηρεσίας Νομού,
Τοπικής Υπηρεσίας, ή Γραφείου Εργασίας του ΟΑΕΔ. 4. Αρμόδιος φορέας για την
καταβολή της προαναφερόμενης επιδότησης ορίζεται ο Οργανισμός Απασχόλησης
Εργατικού Δυναμικού, ο οποίος την καταβάλλει μέσω των κατά τόπους Υπηρεσιών
του, μετά από σχετική απόφαση του εκάστοτε αρμόδιου Δ/ντή
Υ Ν., ΤΥ ή Προϊσταμένου των Γραφείων Εργασίας του. Για την καταβολή της
επιδότησης αυτής οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις οφείλουν εντός τριμήνου από τη
λήξη κάθε εξαμήνου, να προσκομίζουν στις κατά τόπους αρμόδιες Υπηρεσίες του
ΟΑΕΔ τα παρακάτω δικαιολογητικά: α) Αίτηση, β) Πιστοποιητικό Βιοτεχνικού
και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου από το οποίο προκύπτει το είδος
και το αντικείμενο εργασιών της επιχείρησης, γ) ... δ) Μισθολογικές καταστάσεις
της χρονικής περιόδου για την οποία ζητείται η επιδότηση από τις οποίες και θα
προκύπτει το συνολικό κόστος μισθοδοσίας της επιχείρησης, ε) Βεβαίωση του ΙΚΑ ή
ανάλογου ασφαλιστικού φορέα, ότι έχουν καταβληθεί οι ασφαλιστικές εισφορές για
το χρονικό διάστημα για το οποίο ζητείται η επιδότηση (όπως η παράγραφος 4
αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 της προαναφερόμενης 30845/9.5.1989 Κ.Υ.Α.) 5. Η
ως άνω επιδότηση αναφέρεται στο κόστος μισθοδοσίας στο οποίο συμπεριλαμβάνονται
οι καταβληθείσες ακαθάριστες αποδοχές, οι εργοδοτικές εισφορές, το επίδομα
αδείας, τα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα, οι αποδοχές που τυχόν καταβλήθηκαν για
υπερεργασία, νόμιμη υπερωρία ή εργασία τις Κυριακές, εξαιρετέες ημέρες και κατά
τις νυκτερινές ώρες, το χαρτόσημο και ΟΓΑ χαρτοσήμου κατά ποσοστό 0,60% που
βαρύνει τις επιχειρήσεις, το επίδομα ισολογισμού και το επίδομα ασθενείας,
εκτός του πριμ παραγωγικότητας και της αποζημίωσης που η τελευταία καταβλήθηκε
μετά από καταγγελία σύμβασης εργασίας. 6. Κάθε διαφορά που θα προκύπτει κατά
την εφαρμογή της απόφασης αυτής θα τίθεται υπόψη του Δ. Σ. του Οργανισμού και
θα επιλύεται με απόφαση του (όπως οι παρ. 5 και 6 προστέθηκαν με την παρ. 3 της
30845/09.05.1989 υπουργικής απόφασης). 7. Εφόσον επιχειρήσεις έχουν κάνει
διακανονισμό εξόφλησης οφειλών τους από καθυστερούμενες ασφαλιστικές εισφορές
με ειδικές αποφάσεις του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων,
τότε θα καταβάλλεται και σ' αυτές η επιδότηση κατά ποσοστό 1 % ή 12% επί του
συνολικού κόστους μισθοδοσίας τους. Για την καταβολή της επιδότησης οι
ενδιαφερόμενες επιχ/σεις, εκτός των άλλων
δικαιολογητικών θα πρέπει να προσκομίζουν αποδεικτικό στοιχείο διακανονισμού
των ασφαλιστικών τους εισφορών του εξαμήνου για το οποίο ζητείται η επιδότηση.
Η επιδότηση θα καταβάλλεται επί του κόστους μισθοδοσίας, από το οποίο θα έχουν
αφαιρεθεί οι εισφορές υπέρ Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης, αρμοδιότητας
Υπουργείου Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, οι οποίες έχουν
διακανονισθεί και οφείλονται ([όπως η παρ. 7 προστέθηκε με την 31307/1993
απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών και Εργασίας (Φ.Ε.Κ. Β'
696)». Στη συνέχεια, εκδόθηκε η 18227/ΓΔ.434/Β.435/09.04.1993 (Φ.Ε.Κ. Β' 329)
κοινή απόφαση των Υπουργών Εθν. Οικονομίας, Οικονομικών και Εργασίας, όπως
τροποποιήθηκε με τις 48699/Β/763/04.06.1993 (Φ.Ε.Κ. Β' 432) και
33419/27.03-07.04.1995 (Φ.Ε.Κ. Β' 266) όμοιες κ.υ.α.,
με την οποία ορίσθηκαν τα εξής: «1. Επιδοτούνται από
1.1.1995 οι βιομηχανικές, βιοτεχνικές, μεταλλευτικές, κτηνοτροφικές επιχειρήσεις
βιομηχανικού τύπου, καθώς και οι ξενοδοχειακές και ναυτιλιακές επιχειρήσεις με
ποσοστό 20% επί του συνολικού κόστους μισθοδοσίας του προσωπικού τους, εφόσον
είναι εγκατεστημένες στους Νομούς [...] Ροδόπης [...]. Κατά τα λοιπά ισχύουν οι
31730/1.9.88, 30845/9.5.89, 32256/14.2.91 και 48699/Β/783/4.6.93 κοινές
αποφάσεις των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών και Εργασίας. 2. [...]».
Ακολούθως, με την 334/12090/10.04.1997 απόφαση των υπουργών Εθνικής Οικονομίας
και Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Φ.Ε.Κ. Β' 300),
τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε η ανωτέρω 18227/1993 Κ. Υ Α. ως προς το ποσοστό
επιδότησης και ορίσθηκαν τα εξής: «1. Επιδοτούνται από 1.7.1997 και 1.10.97 οι
βιομηχανικές, βιοτεχνικές, μεταλλευτικές, κτηνοτροφικές επιχειρήσεις
βιομηχανικού τύπου, καθώς και οι ξενοδοχειακές και ναυτιλιακές επιχειρήσεις με
ποσοστό 15% και 12% αντίστοιχα επί του συνολικού κόστους μισθοδοσίας του
προσωπικού τους, εφόσον είναι εγκατεστημένες στους Νομούς [...] Ροδόπης [...].
Κατά τα λοιπά ισχύουν οι 31730/1.9.88, 30845/9.5.89, 32256/14.2.91,
48699/Β/763/4.6.93 και 33419/27.3.95 κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εθνικής
Οικονομίας, Οικονομικών και Εργασίας. 2. [...]».
10. Επειδή, στη συνέχεια, με
τη 13311/273/21.3.2016 κοινή απόφαση του Υφυπουργού Οικονομίας, Ανάπτυξης και
Τουρισμού και των Αναπληρωτών Υπουργών Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και
Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Οικονομικών με τίτλο «Κατάργηση των κοινών υπουργικών
αποφάσεων που έχουν εκδοθεί κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 21 του Ν. 1767/1988
(Α' 63), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 32 του Ν. 1836/1989 (Α' 79)» (Φ.Ε.Κ.
Β' 997), η οποία στο προοίμιο της επικαλείται, μεταξύ άλλων, «την ανάγκη του εξορθολογισμού των προγραμμάτων απασχόλησης, της
δημοσιονομικής προσαρμογής και της εξυγίανσης των δημόσιων οικονομικών καθώς
και την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος», ορίστηκε ότι: «Καταργούμε τις
κοινές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί κατ εξουσιοδότηση
του άρθρου 21 του Ν. 1767/1988 (Α 63), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 32 του
Ν. 1836/1989 (Α 79), οι οποίες είναι οι κάτωθι: [...]».
11. Επειδή, με την 305/2020
απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ακυρώθηκε η αναφερθείσα στην προηγούμενη
σκέψη 13311/273/21.3.2016 ΚΥΑ, ως εκδοθείσα καθ'
υπέρβαση της δοθείσας με την παρ. 3 του άρθρου 21 του ν. 1767/1988 νομοθετικής
εξουσιοδότησης, με το σκεπτικό ότι με την ως άνω εξουσιοδοτική διάταξη
παρέχεται στην κανονιστικώς δρώσα
διοίκηση, συνεκτιμώντας τις εκάστοτε ανάγκες των επιχειρήσεων των συγκεκριμένων
περιοχών καθώς και τις συνθήκες και προτεραιότητες της οικονομίας, η δυνατότητα
να μεταβάλλει το ύψος και εν γένει τον τρόπο παροχής της ενίσχυσης, όχι, όμως,
να την καταργήσει, καθώς και ότι λόγοι δημοσιονομικοί ή αναγόμενοι στο δημόσιο
συμφέρον εν γένει, όπως «η ανάγκη εξορθολογισμού των
προγραμμάτων απασχόλησης και εξυγίανσης
των δημόσιων οικονομικών», «μπορούν να
αντιμετωπισθούν με την κατάργηση της οικονομικής ενίσχυσης των διατάξεων του
άρθρου 21 του ν. 1767/1988 με διάταξη τυπικού νόμου» (ΣτΕ
305/2020 σκ. 8). Κατόπιν τούτων, με τη διάταξη του
άρθρου 87 παρ. 1 του ν. 4706/2020 ορίστηκε ότι: «Το άρθρο 21 του ν. 1767/1988
(Α' 63), καθώς και οι κανονιστικές διοικητικές πράξεις που έχουν εκδοθεί κατ'
εξουσιοδότηση του καταργούνται από 1.1.2016.».
12. Επειδή, με την υπό κρίση
αγωγή, όπως αυτή αναπτύσσεται με το από 10.01.2023 νομίμως κατατεθέν υπόμνημα,
ιστορούνται τα εξής: Η ενάγουσα, με έδρα στην Κομοτηνή και αντικείμενο εργασιών
την παραγωγή τυροκομικών προϊόντων και την παραγωγή και επεξεργασία ζωοτροφών,
ισχυρίζεται ότι υπέβαλε αιτήσεις στο Κέντρο Προώθησης Απασχόλησης (ΚΠΑ) 2
Κομοτηνής του Ο.Α.Ε.Δ., προκειμένου να της χορηγηθεί η προβλεπόμενη από τις
διατάξεις του άρθρου 21 του ν. 1767/1988 επιδότηση κόστους μισθοδοσίας για το
χρονικό διάστημα από 01.01.2016 έως 31.12.2019. Συναφώς, επισημαίνει ότι οι
ανωτέρω αιτήσεις συνοδεύονταν από όλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά και ότι η
ίδια πληρούσε όλες τις νόμιμες προϋποθέσεις για τη λήψη της εν λόγω ενίσχυσης
κατά το ανωτέρω διάστημα, παρανόμως δε και κατά παράβαση των αρχών της χρηστής
διοίκησης και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης τα όργανα του Ο.Α.Ε.Δ.
παρέλειψαν να εκδώσουν εγκριτικές αποφάσεις επί των αιτήσεών της και να
καταβάλουν σε αυτήν το εκάστοτε ποσό επιδότησης. Προς τούτο επικαλείται την 305/2020
απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία ακυρώθηκε η
13311/273/21.3.2016 ΚΥΑ περί κατάργησης της επιδότησης του άρθρου 21 παρ. 1 του
ν. 1767/1988. Περαιτέρω, προβάλλει ότι η διάταξη του άρθρου 87 παρ. 1 του ν.
4706/2020, με την οποία καταργήθηκε αναδρομικά από 01.01.2016 το άρθρο 21 του
ν. 1767/1988, καθώς και οι εκδοθείσες κατ'
εξουσιοδότηση του κανονιστικές πράξεις, αντίκεινται στα άρθρα 2 παρ. 1, 4, 25
παρ. 1 και 17 του Συντάγματος, καθώς και στα άρθρα 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και 1 του
Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Ενόψει αυτών, προς αποκατάσταση της
ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη από την ανωτέρω αιτία, η ενάγουσα εταιρεία
επιδιώκει να αναγνωριστεί η υποχρέωση του Ο.Α.Ε.Δ. (ήδη Δ.ΥΠ.Α.) να καταβάλει
σε αυτήν, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 105-106 ΕισΝΑΚ,
το συνολικό ποσό των 223.841,35 ευρώ, και δη ποσό 20.383,01 ευρώ για το Α'
εξάμηνο του 2016, ποσό 23.865,79 ευρώ για το Β' εξάμηνο του 2016, ποσό
30.848,91 ευρώ για το Α' εξάμηνο του 2017, ποσό 25.848,78 ευρώ για το Β' εξάμηνο
του 2017, ποσό 34.227,33 ευρώ για το Α' εξάμηνο του 2018, ποσό 28.387,33 ευρώ
για το Β' εξάμηνο του 2018, ποσό 31.723,57 ευρώ για το Α' εξάμηνο του 2019 και
ποσό 28.556,63 ευρώ για το Β' εξάμηνο του 2019, νομιμοτόκως,
από την κατάθεση εκάστης αιτήσεως, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι
την ολοσχερή εξόφληση. Επικουρικώς δε επιδιώκει την καταβολή των ιδίων ποσών ως
ωφέλεια που αποκτήθηκε από το πρώτο εναγόμενο ν.π.δ.δ.
χωρίς νόμιμη αιτία, σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, κατ'
άρθρα 904 επ. Α.Κ.. Προς απόδειξη των ισχυρισμών της
επικαλείται και προσκομίζει, μεταξύ άλλων : α) έντυπα υπολογισμού επιδότησης
παραμεθορίων περιοχών για κάθε εξάμηνο του συνολικού χρονικού διαστήματος από
01.01.2016 έως 31.12.2019 και β) αιτήσεις που κατατέθηκαν στον ΟΑΕΔ Κομοτηνής
για την χορήγηση επιδότησης μισθολογικού κόστους 12% του αυτού ως άνω χρονικού
διαστήματος.
13. Επειδή, αντιθέτως, το
πρώτο εναγόμενο ν.π.δ.δ., με την από 23.11.2022
έκθεση απόψεων, ζητεί την απόρριψη της κρινόμενης αγωγής ως αβάσιμης,
προβάλλοντας ότι η ένδικη επιδότηση καταργήθηκε αναδρομικά από 01.01.2016,
δυνάμει της διάταξης του άρθρου 87 παρ. 1 του ν. 4706/2020.
14. Επειδή, ενόψει των
ανωτέρω και όσων έχουν γίνει ερμηνευτικώς δεκτά, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη
ότι: α) η καταβολή της ένδικης
επιδότησης προβλέφθηκε, αρχικά, με τη διάταξη της παρ. 21 του ν. 1767/1988 και
τις κατ' εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσες εκάστοτε
υπουργικές αποφάσεις, β) με τη διάταξη του άρθρου 87 παρ. 1 του ν. 4706/2020
καταργήθηκαν αναδρομικά από 01.01.2016 τόσο το άρθρο 21 του ν. 1767/1988, όσο
και οι κανονιστικές διοικητικές πράξεις, που είχαν εκδοθεί κατ' εξουσιοδότηση
αυτού και, συνεπώς, από την ημερομηνία αυτή (1.1.2016) οι επιχειρήσεις του
άρθρου 21 του ν. 1767/1988 δεν δικαιούνται να επιδοτηθούν επί του κόστους
μισθοδοσίας τους και γ) η αναδρομική κατάργηση της ένδικης επιδότησης
υπαγορεύθηκε, κατά τρόπο συμβατό με τις αναφερόμενες στις σκέψεις 4 έως 6 της
παρούσας συνταγματικές και άλλες υπερνομοθετικής
ισχύος διατάξεις, από σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, όπως η ανάγκη εξορθολογισμού των προγραμμάτων απασχόλησης και εξυγίανσης
των δημόσιων οικονομικών και όχι απλώς από το ταμειακό συμφέρον της χώρας.
Κατόπιν τούτων, κρίνει ότι η μη έκδοση εγκριτικών αποφάσεων για τη χορήγηση της
επιδότησης στην ενάγουσα κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα από το Α' εξάμηνο του
έτους 2016 μέχρι και το Β' εξάμηνο του έτους 2019, δεν συνιστά παράνομη
παράλειψη των οργάνων του πρώτου εναγομένου ν.π.δ.δ.. Προεχόντως δε για το
λόγο αυτό, δεν συντρέχει ευθύνη αυτού προς αποζημίωση, κατ' άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, απορριπτόμενης της αγωγής
ως αβάσιμης κατά την κύρια βάση της.
Εξάλλου, απορριπτέα τυγχάνει
η αγωγή αυτή και υπό την επιβοηθητικής φύσεως βάση των άρθρων 904 επ. του Α. Κ. περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθόσον δεν
θεμελιώνεται σε περιστατικά πρόσθετα ή διαφορετικά εκείνων της βάσης από
αδικοπραξία (ΣτΕ 1467/2020, 651/2018, 2367/2017,
4102/2015, 528/2014 κ.ά.).
15. Επειδή, κατ' ακολουθίαν
των ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της. Περαιτέρω,
κατ' εκτίμηση των περιστάσεων, η ενάγουσα πρέπει να απαλλαγεί από τα δικαστικά
έξοδα του Ελληνικού Δημοσίου, κατ' άρθρο 275 παρ. 1 εδαφ.
ε' του Κ.Δ.Δ., ενόψει δε μη υποβολής σχετικού αιτήματος, να μην καταλογιστούν
σε βάρος της τα δικαστικά έξοδα του Ο.Α.Ε.Δ. (ήδη Δ.ΥΠ.Α.), κατ' άρθρο 275 παρ.
7 εδαφ. α' του ιδίου Κώδικα.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Απορρίπτει την αγωγή.
Απαλλάσσει την ενάγουσα από
τα δικαστικά έξοδα του Ελληνικού Δημοσίου.
Η διάσκεψη έγινε στην
Κομοτηνή στις 7 Μαρτίου 2023 και η απόφαση δημοσιεύθηκε στον ίδιο τόπο, στις 10
Μαΐου 2023, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η
ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΠΑΚΡΙΣΙΩΡΗΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΚΑΝΕΛΗ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΧΑΙΔΩ ΧΡΗΣΤΑΚΙΔΟΥ