ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΤρΔΕφΑθ 386/2022

 

Προστασία σήματος - Κίνδυνος συγχύσεως του κοινού - Σήμα φήμης - Ομοιότητα σημάτων -.

 

Δεν γίνεται δεκτή η καταχώριση σήματος όταν, λόγω της ταυτότητάς του ή της ομοιότητάς του με προγενέστερο σήμα και λόγω της ταυτότητας ή της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που προσδιορίζονται από τα δύο σήματα, υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως του κοινού. Εκτίμηση παραγόντων που ασκούν επιρροή. Σήμα φήμης είναι εκείνο το οποίο είναι γνωστό σε σημαντικό τμήμα του οικείου κοινού από τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που καλύπτει. Η φήμη σήματος δεν συνιστά νομικό χαρακτηρισμό τού σήματος, αλλά πραγματική κατάσταση και δεν αποκλείεται η φήμη σήματος να αποτελεί «πασίδηλο» γεγονός, το οποίο δεν χρήζει αποδείξεως. Κρίθηκε ότι η τυχόν ομοιότητα των επίδικων σημάτων δεν παρίσταται ικανή να οδηγήσει σε σύγχυση το οικείο κοινό. Διαφορά στην κατάληξη των δύο σημάτων, στον αριθμό των συλλαβών τους, εννοιολογική ανομοιότητα. Μακροχρόνια λειτουργία αλυσίδας καταστημάτων και δραστηριοποίηση σε διεθνές επίπεδο μέσω πολυάριθμων καταστημάτων, σε αντίθεση με την εθνική δραστηριοποίηση της επιχειρήσεως με το δεύτερο σήμα.

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία της δικηγόρου Αθηνών Ουρανίας Νικ. Καββαδά)

 

 

Αριθμός απόφασης: 386/2022

 

ΤΟ

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Tμήμα 15ο Τριμελές

 

 

Σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 28 Σεπτεμβρίου 2021, με δικαστές τις Ανδριανή Πασσά, Πρόεδρο Εφετών Διοικητικών Δικαστηρίων, Αικατερίνη Κεφαλάκη και Σαπφώ Σιώρα (Εισηγήτρια), Εφέτες Διοικητικών Δικαστηρίων και γραμματέα την Καλλιόπη Κοκκίνη, δικαστική υπάλληλο,

 

γ ι α να δικάσει την από 22.06.2020 (αριθμ. εισ. EΦ./29.06.2020) έφεση,

 

τ η ς εταιρείας με την επωνυμία «.-. ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ», που εδρεύει στο Αγρίνιο (.), η οποία παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας δικηγόρου Ουρανίας Καββαδά,

 

κ α τ ά : 1) του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομίας και Ανάπτυξης, και ήδη Ανάπτυξης και Επενδύσεων, ο οποίος δεν παραστάθηκε, και 2) της εταιρείας με την επωνυμία «INDUSTRIA DE DISENO TEXTIL S.A. (INDITEX S.A.)», που εδρεύει στην Ισπανία (Avenida de la DiputaxionEdificio Inditex”, Arteixo A Coruna) και παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου Μαρίας-Μιράντας Θεοδωρίδου, με την από 27.09.2021 δήλωση κατ΄ άρθρο 133 απρ. 2 του Κ.Δ.Δ.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, η διάδικος που παραστάθηκε, ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της και ζήτησε όσα αναφέρονται στα πρακτικά.

 

Μετά τη συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.

 

Η κρίση του είναι η εξής :

 

1. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. το . e-παράβολο και την 23.09.2021 απόδειξη πληρωμής της Εθνικής Τράπεζας), ζητείται, παραδεκτώς, η εξαφάνιση της 12846/2019 οριστικής απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή η προσφυγή της εφεσίβλητης εταιρείας κατά της 385/2014 απόφασης της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων (Δ.Ε.Σ) του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης και απορρίφθηκε η πρόσθετη παρέμβαση της εκκαλούσας. Με την προαναφερόμενη απόφαση της ΔΕΣ, απορρίφθηκε η ./02.08.2012 τριτανακοπή της εφεσίβλητης κατά της ./2011 απόφασης της ίδιας Επιτροπής περί αποδοχής της με αριθμ. ./14.01.2011 δήλωσης της εκκαλούσας για την κατάθεση του ημεδαπού λεκτικού σήματος «.», προς διάκριση προϊόντων της κλάσης 25. Εξάλλου, νομίμως χώρησε η συζήτηση της υπόθεσης παρά την απουσία του καθ’ ου Ελληνικού Δημοσίου, που κλητεύθηκε να παραστεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (βλ. την από 02.12.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών .).

 

2. Επειδή, ο ν. 2239/1994 «Περί σημάτων» (Φ.Ε.Κ. Α’ 152), ο οποίος αποτελεί την ενσωμάτωση στην ελληνική έννομη τάξη της Οδηγίας 89/104/ΕΟΚ της 21ης Δεκεμβρίου 1988 («για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων», L. 140/1989) και εφαρμόζεται εν προκειμένω, σύμφωνα με το άρθρο 182 του ν. 4072/2012 (Φ.Ε.Κ. Α’ 86) και το άρθρο 89 του ν. 4679/2020 (Φ.Ε.Κ. Α’ 71), ορίζει, στο άρθρο 1 ότι: «1. Θεωρείται σήμα κάθε σημείο επιδεκτικό γραφικής παραστάσεως, ικανό να διακρίνει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μιας επιχειρήσεως από εκείνα άλλων επιχειρήσεων. Μπορούν να αποτελέσουν σήμα ιδίως οι λέξεις, τα ονόματα φυσικών ή νομικών προσώπων, τα ψευδώνυμα, οι απεικονίσεις, τα σχέδια, τα γράμματα, οι αριθμοί, οι ήχοι, συμπεριλαμβανομένων των μουσικών φράσεων, το σχήμα του προϊόντος ή της συσκευασίας του. 2. … »., στο άρθρο  3 ότι: «1. … 2. Δεν καταχωρούνται επίσης  ως σήματα: α) … β) τα σημεία των οποίων η κατάθεση αντίκειται στην καλή πίστη ή έγινε κακόπιστα….» και στο άρθρο 4 ότι: «1. Σημείο δεν γίνεται δεκτό για καταχώριση: α) εάν ταυτίζεται με προγενέστερο σήμα και τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες, για τα οποία το σήμα έχει δηλωθεί, ταυτίζονται με εκείνα για τα οποία προστατεύεται το προγενέστερο σήμα, β) εάν, λόγω της ταυτότητας με το προγενέστερο σήμα και της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών ή της ομοιότητας με το προγενέστερο σήμα και της ταυτότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών ή της ομοιότητας με το προγενέστερο σήμα και της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης του κοινού, ο οποίος περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχέτισής του με το προγενέστερο σήμα, γ) εάν ταυτίζεται ή ομοιάζει με προγενέστερο σήμα και προορίζεται να διακρίνει προϊόντα  ή υπηρεσίες, που δεν ομοιάζουν με εκείνα για τα οποία έχει καταχωρηθεί το προγενέστερο σήμα, εφόσον τούτο έχει αποκτήσει φήμη και η χρησιμοποίηση του μεταγενέστερου σήματος θα προσπόριζε σε αυτό, χωρίς εύλογη αιτία, αθέμιτο όφελος από το διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενέστερου σήματος ή θα έβλαπτε το διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη αυτού. 2. Ως «προγενέστερα σήματα» κατά τον παρόντα νόμο νοούνται: α) τα σήματα, συμπεριλαμβανομένων των κοινοτικών, τα οποία έχουν καταχωρηθεί πριν από την ημερομηνία καταθέσεως της δηλώσεως του σήματος, … 3. Σημείο δεν γίνεται δεκτό για καταχώριση : α) … γ) εάν ενδέχεται να δημιουργήσει σύγχυση με σήμα που έχει καταχωρηθεί και χρησιμοποιείται στο εξωτερικό κατά τη στιγμή της καταθέσεως της δηλώσεως, αν αυτή έγινε κακόπιστα από τον αιτούντα. 4. … ».

 

3. Επειδή, η αρχή της χρονικής προτεραιότητος αποτελεί γενική αρχή του δικαίου των διακριτικών γνωρισμάτων (χαρακτηριζόμενη ως "ένα από τα θεμέλια του δικαίου των σημάτων", βλ. σχετ. την από 16.9.2004 απόφαση ΔΕΚ C 245/02, σκέψη 98, ΑΠ 371/2012) και ισχύει όχι μόνο στο εθνικό δίκαιο, αλλά και στο ενωσιακό (άρθρα 29 - 35 του Κανονισμού 40/1994, ο οποίος αποτελεί συνέχεια της αρχικής Οδηγίας 89/104/ΕΟΚ) και διεθνές δίκαιο (άρθρο 4 παρ. 2 της Διεθνούς Συμβάσεως της Μαδρίτης και Πρωτοκόλλου της Διεθνούς Συμβάσεως της Μαδρίτης, άρθρα 4 και 6 δις της Διεθνούς Συμβάσεως των Παρισίων) της βιομηχανικής ιδιοκτησίας, περαιτέρω δε αναφορικώς με το σήμα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (κοινοτικό σήμα) ισχύει η λεγομένη "αρχή της συνυπάρξεως" με τα εθνικά σήματα, με τα οποία αυτό συνυπάρχει, επιβαλλομένης της ίσης μεταχειρίσεως των δύο συστημάτων (εθνικού και ενωσιακού σήματος – βλ. σχετ. την από 24.5.2012 απόφαση ΔικΕΕ C 196/Ρ, σκέψη 40), ενώ η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως (αρχή της εθνικής μεταχειρίσεως ή εξομοιώσεως των ημεδαπών προς τους αλλοδαπούς) αποτελεί ομοίως βασική αρχή του διεθνούς δικαίου των σημάτων (άρθρο 2 δις της Σύμβασης των Παρισίων, AΠ 1155/2019).

 

4. Επειδή, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 4 παρ. 1 περ. β’ του ν. 2239/1994, με την οποία μεταφέρθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη η αντίστοιχη ρύθμιση που περιλαμβάνεται στην οδηγία 89/104/ΕΟΚ, δεν γίνεται δεκτή η καταχώριση σήματος όταν, λόγω της ταυτότητάς του ή της ομοιότητάς του με προγενέστερο σήμα και λόγω της ταυτότητας ή της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που προσδιορίζονται από τα δύο σήματα, υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως του κοινού. Kίνδυνος συγχύσεως του κοινού, κατά την έννοια του ιδίου άρθρου, είναι ο κίνδυνος να πιστεύσει το κοινό ότι τα επίμαχα προϊόντα ή οι επίμαχες υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή, ενδεχομένως, από οικονομικώς συνδεόμενες μεταξύ τους επιχειρήσεις. Η ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως του κοινού πρέπει να εκτιμάται σφαιρικά, λαμβανομένων υπόψη όλων των παραγόντων που ασκούν επιρροή στη συγκεκριμένη περίπτωση στους οποίους περιλαμβάνονται, ιδίως, η ταυτότητα ή ο βαθμός ομοιότητας των σχετικών προϊόντων και η ταυτότητα ή ο βαθμός ομοιότητας (οπτικής, ηχητικής και εννοιολογικής) των σημάτων και ο διακριτικός χαρακτήρας του προγενέστερου σήματος, η συνολική δε εκτίμηση συνεπάγεται την αλληλεξάρτησή τους (βλ. ΣτΕ 2943/2013, 1238/2015 με εκτενή αναφορά σε νομολογία του ΔΕΚ). Κατά την έννοια των ίδιων διατάξεων, παρόμοια είναι τα προϊόντα, τα οποία προορίζονται να διακρίνουν τα συγκρινόμενα σήματα, όταν προορίζονται για σκοπούς ή χρήσεις παρεμφερείς και απευθύνονται στον ίδιο κύκλο καταναλωτών (ΣτΕ 3014/2009 επτ., 1135/2008, 2756/2006 επτ.). Για την εκτίμηση της ομοιότητας των επίμαχων προϊόντων πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλοι οι ασκούντες επιρροή παράγοντες που χαρακτηρίζουν τη σχέση μεταξύ των προϊόντων αυτών, όπως ειδικότερα, η φύση, ο προορισμός, η χρήση, καθώς και ο ανταγωνιστικός ή συμπληρωματικός χαρακτήρας τους (απόφ. του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 21/1/2016, υπόθεση C-50/15 P, Kurt Hesse σκ.21, αποφ. ΠΕΚ της 13/12/2004, υπόθεση Τ-8/03, El Corte Ingles S.A. σκ. 41 κ.α., βλ. ΣτΕ 1213/2017).

 

5. Επειδή, εξάλλου, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 4 παρ. 1 εδ. γ’ ν. 2239/1994, σήμα φήμης είναι εκείνο, το οποίο είναι γνωστό σε σημαντικό τμήμα του οικείου κοινού από τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που καλύπτει (απόφαση PAGO Intrnational, C-301/07, σκ. 21 και 24). Κατά την εξέταση της προϋποθέσεως αυτής, η οποία ανάγεται σε διαπίστωση πραγματικής καταστάσεως (ΣΕ 1542/2010 επτ, σκ. 8), λαμβάνονται υπόψη όλα τα ασκούντα εν προκειμένω επιρροή στοιχεία, όπως, μεταξύ άλλων, το καλυπτόμενο από το σήμα μερίδιο αγοράς, η ένταση, η γεωγραφική έκταση και η διάρκεια της χρησιμοποιήσεώς του, καθώς και το μέγεθος των επενδύσεων που έχει πραγματοποιήσει η δικαιούχος αυτού επιχείρηση για την προώθησή του (αποφ. ΔΕΚ της 14.9.1999, υποθ. C-375/97, General Motors σκ. 26 και 27, ΠΕΚ της 13/12/2004, υπόθ. Τ-8/03, El Corte Ingles SA, σκ. 67). Άλλωστε, η φήμη σήματος, δηλαδή το αν αυτό και τα προϊόντα που διακρίνει είναι ευρέως γνωστά στο καταναλωτικό κοινό, δεν συνιστά νομικό χαρακτηρισμό τού σήματος, αλλά πραγματική κατάσταση και, επομένως, δεν αποκλείεται η φήμη σήματος να αποτελεί «πασίδηλο» γεγονός, το οποίο δεν χρήζει, κατ’ άρθρο 144 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Φ.Ε.Κ. Α΄ 97), αποδείξεως (βλ. ΣτΕ 1542/2010 επτ., 2370/2012). Περαιτέρω, για να τύχει της προστασίας του άρθρου 4 παρ. 1 εδ. γ΄ του ν. 2239/1994, ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος πρέπει να αποδείξει ότι η χρησιμοποίηση του μεταγενέστερου σήματος θα προσπόριζε αθέμιτο όφελος, λόγω του διακριτικού χαρακτήρα ή της φήμης του προγενέστερου σήματος στον δικαιούχο του μεταγενέστερου σήματος ή θα έβλαπτε το διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενέστερου σήματος. Για να διαπιστωθεί ότι η χρησιμοποίηση του μεταγενέστερου σήματος προκαλεί ή θα μπορούσε να προκαλέσει βλάβη στον διακριτικό χαρακτήρα του προγενέστερου σήματος, πρέπει να αποδειχθεί ότι η οικονομική συμπεριφορά του μέσου καταναλωτή των προϊόντων για τα οποία έχει καταχωρισθεί το προγενέστερο σήμα έχει μεταβληθεί λόγω της χρησιμοποιήσεως του μεταγενέστερου σήματος ή ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να επέλθει τέτοια μεταβολή στο μέλλον (απόφαση του Δικαστηρίου της 27/11/2008, υπόθ. C-252/07, Intel Corporation, σκέψεις 37, 38, 77 και 81). Εξάλλου, εναπόκειται στον δικαιούχο του προγενέστερου σήματος, για το οποίο ζητείται η προστασία που παρέχει το προαναφερόμενο άρθρο να αποδείξει ότι η χρήση του μεταγενέστερου σήματος μπορεί να βλάψει τον διακριτικό χαρακτήρα του προγενέστερου σήματός του. Προς τούτο, ο δικαιούχος του προγενεστέρου σήματος πρέπει, πάντως, να αποδείξει, βάσει στοιχείων, ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος επελεύσεως της προσβολής αυτής στο μέλλον (απόφαση ΔΕΕ της 3/9/2015, C-125/14, Iron & Smith kft κατά Unilever NV σκ. 31). Για το σκοπό αυτό, ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος πρέπει να προσκομίσει στοιχεία που να επιτρέπουν να συναχθεί, prima facie, μελλοντικός και μη υποθετικός κίνδυνος βλάβης. Το συμπέρασμα αυτό μπορεί να συναχθεί ιδίως βάσει επαγωγικών σκέψεων που προκύπτουν από ανάλυση των πιθανοτήτων και λαμβάνουν υπόψη τις συνήθεις πρακτικές στον συγκεκριμένο εμπορικό τομέα, καθώς και κάθε άλλη περίσταση στη συγκεκριμένη περίπτωση. Εξάλλου, για να διαπιστωθεί αν με τη χρήση του σημείου αντλείται αθέμιτα όφελος από το διακριτικό χαρακτήρα ή από τη φήμη του σήματος, απαιτείται σφαιρική εκτίμηση, λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών παραγόντων της συγκεκριμένης περιπτώσεως (απόφαση ΔΕΕ της 18ης Ιουνίου 2009, C 487/07, L’Oréal κ.λπ., σκέψη 44, βλ. ΣτΕ 1213/2017).

 

6. Επειδή, περαιτέρω, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 3 παρ. 2 περ. β’ του ν. 2239/1994, η κατάθεση σήματος, που μοιάζει σημαντικά με προκατατεθέν σήμα άλλης επιχειρήσεως, έστω και όχι σε βαθμό που να αποτελεί παραποίηση ή απομίμηση αυτού, μπορεί να είναι απαράδεκτη, ως αντίθετη στην καλή πίστη, αν συντρέχουν και άλλες ειδικές περιστάσεις ή συνθήκες, όπως στην περίπτωση κατά την οποία με το προκατατεθέν σήμα διακρίνονται προϊόντα, που απολαύουν ιδιαιτέρως καλής φήμης στο καταναλωτικό κοινό (πρβλ. ΣΕ 2638/2007, 727/2005, 1150/2004, 393/2003 κ.α.). Εξάλλου, η εν λόγω κατάθεση γίνεται κακόπιστα, όταν ο καταθέτης τελεί σε γνώση των προαναφερθέντων γεγονότων και επιδιώκει, δια της χρησιμοποιήσεως του εν λόγω σήματος, αθέμιτη ωφέλεια (υποκειμενική κακή πίστη, πρβλ. ΣτΕ 1555/2008 σκ. 8). Όπως γίνεται δεκτό, προϋπόθεση για τον περαιτέρω έλεγχο της τυχόν αντιθέσεως προς την καλή πίστη ή της κακή τη πίστει καταθέσεως σήματος είναι η ύπαρξη σημαντικής ομοιότητας και εξ αυτής, κινδύνου συσχετίσεως αυτών από το οικείο κοινό (ΣτΕ 1030, 1294, 2448/2009, 1180/2010, 4307/2012, 1213/2017). Τέλος, η διάταξη της περιπτώσεως γ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 4 του ν. 2239/1994, ερμηνευόμενη σε συνδυασμό με τη γενική διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 περ. β΄ του ίδιου νόμου, της οποίας αποτελεί εξειδίκευση για την κατηγορία των περιπτώσεων που ρυθμίζει, αφορά το απαράδεκτο καταχωρίσεως σήματος (που συνιστά ταυτόχρονα και λόγο διαγραφής του), όταν η καταχώριση αυτή ενδέχεται να δημιουργήσει σύγχυση με σήμα που έχει καταχωρισθεί και χρησιμοποιείται στο εξωτερικό (τυπικό και ουσιαστικό σύστημα) κατά τη στιγμή της καταθέσεως της δηλώσεως, εάν αυτή έγινε κακόπιστα από τον αιτούντα. Η διάταξη αυτή αποδίδει το περιεχόμενο της διατάξεως της περιπτώσεως ζ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 4 της πρώτης οδηγίας του Συμβουλίου της 21.12.1988 «για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων» (89/104/ΕΟΚ, EE L 40 της 11.2.1989, σελ. 1), σκοπεί δε κυρίως στην προστασία αλλοδαπού δικαιούχου σήματος από κακόπιστη οικειοποίηση του σήματός του από τοπικούς αντιπροσώπους ή και τρίτους. Εν όψει του εν λόγω σκοπού της, η διάταξη αυτή έχει την έννοια ότι προστατεύει το σήμα του αλλοδαπού δικαιούχου από κακόπιστη οικειοποίηση και όταν τα προϊόντα που διακρίνει το σήμα αυτό που έχει καταχωρισθεί και χρησιμοποιείται στο εξωτερικό, δεν είναι ακόμη γνωστά ή δεν κυκλοφορούν στην Ελλάδα κατά τη στιγμή τής (κακοπίστως γενομένης) καταθέσεως, αρκεί το ενδεχόμενο του κινδύνου συγχύσεως μεταξύ των δύο σημάτων, ως εκ της προοπτικής να καταστούν τα ως άνω προϊόντα γνωστά ή να κυκλοφορήσουν στην Ελλάδα, ο οποίος κίνδυνος εκτιμάται συνολικά σε κάθε περίπτωση ανάλογα και με το βαθμό ομοιότητας των σημάτων και των διακρινομένων προϊόντων, η δε εν λόγω κατάθεση, γίνεται κακόπιστα, όταν ο καταθέτης τελεί σε γνώση των προαναφερθέντων γεγονότων και επιδιώκει, δια της χρησιμοποιήσεως του εν λόγω σήματος, αθέμιτη ωφέλεια (υποκειμενική κακή πίστη, ΣτΕ 1555/2008).

 

7. Επειδή, από την εκκαλουμένη απόφαση και τα λοιπά διαδικαστικά έγγραφα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Με τη με αριθμ. ./30.12.2011 απόφαση της Δ.Ε.Σ., περίληψη της οποίας δημοσιεύθηκε στο Δελτίο Εμπορικής και Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως με αριθμό ./30.12.2011 και ημερομηνία πραγματικής κυκλοφορίας στις 23.04.2012, έγινε δεκτή η δήλωση της εκκαλούσας εταιρείας με την επωνυμία «.. ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ» (., Αγρίνιο Αιτωλοακαρνανίας) για την καταχώριση του ημεδαπού λεκτικού σήματος «.», το οποίο αναγράφεται με κεφαλαίους λατινικούς χαρακτήρες, προς διάκριση προϊόντων της κλάσης 25 (ενδύματα, υποδήματα). Κατά της απόφασης αυτής, η εφεσίβλητη αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «INDUSTRIA DE DISENO TEXTIL S.A. (INDITEX S.A.)» (Avenida de la DiputaxionEdificio Inditex”, Arteixo A Coruna, Spain), άσκησε ενώπιον της Δ.Ε.Σ. τη με αριθμ. κατ. ./02.08.2012 τριτανακοπή, ζητώντας την εξαφάνισή της και τη διαγραφή του πιο πάνω σήματος. Ειδικότερα, με την τριτανακοπή της, όπως αναπτύχθηκε με το υπόμνημά της, ισχυρίστηκε ότι το μεταγενέστερο σήμα «ZARK» αποτελεί παραποίηση ή άλλως απομίμηση δικών της προγενέστερων σημάτων «ZARA», που αναγράφεται επίσης, με κεφαλαίους λατινικούς χαρακτήρες, ειδικότερα, των εξής : 1) το με αριθμό ./29.3.1996 κοινοτικό λεκτικό σήμα «ZARA», το οποίο διακρίνει ενδύματα, υποδήματα και είδη πιλοποιίας της κλάσης 25, καθώς και προϊόντα και υπηρεσίες των κλάσεων 3, 9, 14, 16, 24, 28, 37, 39, 40 και 42, 2) το με αριθμό ./5.3.2010 κοινοτικό λεκτικό σήμα «ZARA», το οποίο διακρίνει προϊόντα των κλάσεων 1 - 45, 3) το με αριθμό ./14.7.1998 κοινοτικό λεκτικό σήμα «ZARA BASIC», το οποίο διακρίνει έτοιμα γυναικεία, ανδρικά και παιδικά ενδύματα, υποδήματα (με εξαίρεση τα ορθοπεδικά) και είδη πιλοποιίας της κλάσης 25, καθώς και προϊόντα των κλάσεων 3 και 18, 4) το με αριθμό ./13.12.2007 κοινοτικό λεκτικό σήμα «ZARA KIDS», το οποίο διακρίνει προϊόντα και υπηρεσίες των κλάσεων 3, 18, 25 και 35, 5) το με αριθμό ./6.6.2007 κοινοτικό λεκτικό σήμα «ZARA FOR MUM», το οποίο διακρίνει προϊόντα και υπηρεσίες των κλάσεων 3, 18, 25 και 35, 6) το με αριθμό ./29.4.2003 κοινοτικό λεκτικό σήμα «ZARA HOME», το οποίο διακρίνει προϊόντα και υπηρεσίες των κλάσεων 3-9, 11, 12, 14, 16, 18, 20, 21, 22, 24, 25, 26-28 και 35, 7) το με αριθμό ./21.7.2000 κοινοτικό σήμα «TEXTURES ZARA», με απεικόνιση, το οποίο διακρίνει προϊόντα των κλάσεων 3, 21 και 25, 8) το με αριθμό ./6.7.1999 κοινοτικό λεκτικό σήμα «ZARA REDUCED», το οποίο διακρίνει προϊόντα της κλάσης 25, καθώς και προϊόντα των κλάσεων 18 και 35, 9) το με αριθμό ./1.2.2001 διεθνές λεκτικό σήμα «ZARA», με αριθμό επέκτασης για την Ελλάδα 1666, το οποίο διακρίνει προϊόντα της κλάσης 25, καθώς και υπηρεσίες της κλάσης 35, 10) το με αριθμό ./15.10.1984 διεθνές λεκτικό σήμα «ZARA», το οποίο διακρίνει προϊόντα της κλάσης 25, 11) το με αριθμό ./24.8.2007 διεθνές λεκτικό σήμα «ZARA», το οποίο διακρίνει προϊόντα των κλάσεων 3, 4, 8, 9, 11, 14, 16, 18, 20, 21, 24, 25, 26, 28, 34 και 35, 12) το με αριθμό ./17.9.2003 διεθνές λεκτικό σήμα «ZARA HOME», με αριθμό επέκτασης για την Ελλάδα 19867, το οποίο διακρίνει προϊόντα της κλάσης 25, καθώς και προϊόντα και υπηρεσίες των κλάσεων 3, 5, 6, 8, 9, 11, 12, 14, 16, 18, 20, 21, 22, 24, 26, 27, 28, 34 και 35, 13) το με αριθμό ./11.10.2000 διεθνές λεκτικό σήμα «TEXTURES ZARA», το οποίο διακρίνει προϊόντα της κλάσης 25, καθώς και προϊόντα των κλάσεων 3 και 21, και 14) το με αριθμό ./2.9.2010 διεθνές λεκτικό σήμα «ZARA FOR MUM», το οποίο διακρίνει προϊόντα της κλάσης 25, καθώς και προϊόντα και υπηρεσίες των κλάσεων 3, 18 και 35. Περαιτέρω, υποστήριξε ότι τα προϊόντα που διακρίνουν τα εν λόγω σήματα ταυτίζονται, με αποτέλεσμα να επιτείνεται ακόμη περισσότερο ο, εκ της οπτικής και ηχητικής ομοιότητας των υπό σύγκριση σημάτων, κίνδυνος σύγχυσης του καταναλωτικού κοινού. Επίσης, προέβαλε ότι η εκκαλούσα ενήργησε κακόπιστα, αφού κατά αντικειμενική κρίση, γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την ύπαρξη των προγενέστερων σημάτων της και, παρά ταύτα, προέβη στην κατάθεση παρόμοιου σήματος «ZARK», ενώ το γεγονός ότι το χρησιμοποιεί ως ένδειξη των προϊόντων της από το 1988, δεν δικαιολογεί την απόφασή της μόλις το 2011, να το καταχωρήσει για πρώτη φορά. Κατά τους ισχυρισμούς της, το σήμα «ZARA» είναι σήμα φήμης-παγκοίνως γνωστό και τυγχάνει αυξημένης προστασίας κατ’ άρθρο 6 πεντάκις της Διεθνούς Σύμβασης και κατά το άρθρο 4 παρ. 1 εδ. γ του ν. 2239/1994, δεδομένου ότι ήδη από το 1994 τα προϊόντα της κυκλοφορούν στην ελληνική αγορά μέσω των αποκλειστικών ομώνυμων καταστημάτων της, η δε αποδοχή του μεταγενέστερου σήματος «ΖΑRΚ» θα οδηγήσει σε αποδυνάμωση και υπόσκαψη του σήματός της, με συνακόλουθη τεράστια ζημία της, δεδομένου ότι δεν παράγει, ούτε ελέγχει την ποιότητα των προϊόντων της εκκαλούσας. Με τη με αριθμ. ./28.08.2014 απόφασή της, η Δ.Ε.Σ., ομόφωνα, απέρριψε την ανωτέρω τριτανακοπή της εφεσίβλητης, με την αιτιολογία ότι από την αντιπαραβολή των ως άνω σημάτων, προκύπτει ότι αυτά διαφοροποιούνται επαρκώς σε οπτικό, ηχητικό και εννοιολογικό επίπεδο και η ταυτότητα στα διακρινόμενα προϊόντα δεν είναι ικανή να οδηγήσει στην κρίση ότι υφίσταται κίνδυνος σύγχυσης του καταναλωτικού κοινού, παρά το γεγονός ότι αυτά διακρίνουν όμοια προϊόντα (ενδύματα και αξεσουάρ αυτών). Στην ύπαρξη, δε, επαρκούς διαφοροποίησης, από ηχητική άποψη, κατά τη Δ.Ε.Σ., συνηγορεί το γεγονός ότι, σε περίπτωση σημάτων που αποτελούνται από λέξεις λίγων γραμμάτων, ο καταναλωτής μπορεί να διακρίνει όλα τα επιμέρους στοιχεία της κάθε λέξης, με αποτέλεσμα, ακόμη και μικρές διαφορές, σε ένα ή δύο γράμματα, να είναι αρκετές για να τα διαφοροποιήσουν, δεδομένου ότι όσο μικρότερο είναι το λεκτικό στοιχείο του σήματος, τόσο ευκολότερα το κοινό μπορεί να διακρίνει όλα τα επιμέρους στοιχεία του καθενός. Ειδικότερα, έγινε δεκτό ότι η λεκτική ένδειξη «ZARA», που αποτελεί την κυρίαρχη λεκτική ένδειξη των σημάτων της εφεσίβλητης προφέρεται ως δισύλλαβη, δηλαδή «ZA-RA», ακούγεται δηλαδή όχι μόνο έντονα το τελευταίο φωνήεν «Α», αλλά και οι δύο έμφωνες διακριτές συλλαβές (ΖΑ και RA), σε αντίθεση με την κυρίαρχη λεκτική ένδειξη του σήματος της εκκαλούσας εταιρείας, η οποία είναι μονοσύλλαβη και προφέρεται ως «ZARK», με έντονο τελικό ήχο στα δύο καταληκτικά σύμφωνα «R» και «K», που αλλάζει εντελώς την ηχητική απόδοση των αντικρουόμενων σημάτων. Ως εκ τούτου, και δεδομένου ότι αμφότερα είναι σήματα που αποτελούνται από λίγα γράμματα, ο μέσος ευλόγως ενημερωμένος καταναλωτής μπορεί να συγκρατήσει ευκολότερα όλα τα επιμέρους στοιχεία εκάστου σήματος, με αποτέλεσμα να δύναται ευχερώς να διακρίνει μεταξύ των δύο σημάτων, ώστε να μην υφίσταται κίνδυνος σύγχυσης ή συσχέτισης αυτών. Εξάλλου, επισημάνθηκε ότι στο χώρο της μόδας, όπου δραστηριοποιούνται οι εταιρείες αυτές, με την πώληση ενδυμάτων και υποδημάτων, ο καταναλωτής συνηθίζει να ζητά τα εν λόγω προϊόντα με το όνομά τους, ενώ ακόμη και στην περίπτωση που θα αναζητήσει το ακριβές σήμα στην επισήμανση του προϊόντος, σαφώς θα διαχωρίσει το τελικό γράμμα Κ από το Α, που αποτελεί την κατάληξη της κυρίαρχης λέξης των σημάτων της εφεσίβλητης. Περαιτέρω, αποφάνθηκε ότι, όσον αφορά στην εννοιολογική σημασία της λέξης «ΖΑRA», για το ελληνόφωνο κοινό που ενδιαφέρει στη συγκεκριμένη περίπτωση, καθώς το σήμα της εκκαλούσας έχει κατατεθεί στην ελληνική επικράτεια, σαφώς διαχωρίζεται από τη λέξη «ΖΑRΚ», διότι η ηχητική απόδοση της πρώτης λέξης στα ελληνικά σημαίνει ζάρωμα πτυχής υφάσματος, ενώ η δεύτερη λέξη δεν έχει νόημα. Επιπλέον, η Δ.Ε.Σ. αποφάνθηκε ότι δεν εφαρμόζεται, εν προκειμένω, η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 εδαφ. γ’ της του ν. 2239/1994, διότι δεν υφίσταται ομοιότητα μεταξύ των αντικρουόμενων σημάτων. Τέλος, δεν αποδείχθηκε, κατά τη Δ.Ε.Σ., ότι η εκκαλούσα εταιρεία προέβη στην κατάθεση της εν λόγω δήλωσης σήματος κακόπιστα, ούτε μπορεί να συναχθεί τούτο από μόνη την κατάθεση του επίδικου σήματος το έτος 2011, διότι δραστηριοποιείται από το έτος 1988 στην εμπορία ενδυμάτων υπό τον διακριτικό τίτλο «ZARK Ε.Π.Ε.», τον οποίο εμπεριέχει, με ελληνικούς χαρακτήρες, και η επωνυμία της «. ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ». Με την προσφυγή και το επ’ αυτής υπόμνημα, που άσκησε κατά της ανωτέρω απόφασης της Δ.Ε.Σ. ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, η εφεσίβλητη προέβαλε ότι το σήμα της εκκαλούσας έγινε δεκτό κατά παράβαση του άρθρου 4 παρ. 1 εδαφ. β’ του ν. 2239/1994, λόγω του κινδύνου σύγχυσης που δημιουργείται στο καταναλωτικό κοινό, καθότι τα εν λόγω σήματα είναι σχεδόν όμοια και τα διακρινόμενα προϊόντα της κλάσης 25 ταυτόσημα. Επικαλούμενη τα ανωτέρω προγενέστερα σήματά της, επανέλαβε τους ισχυρισμούς της τριτανακοπής της, υποστηρίζοντας ότι το μεταγενέστερο σήμα «ZARK» αποτελούμενο από τέσσερα γραμματικά στοιχεία, διαλαμβάνει αυτούσια τα τρία πρώτα στοιχεία του σήματος φήμης της «ΖΑRA» με την ίδια σειρά και διάταξη, τα οποία κατά τους ισχυρισμούς της, συντελούν στην απομνημόνευσή του και τη δημιουργία της συνολικής εντύπωσής του, μόνη δε, η διαφοροποίηση στο τελικό γράμμα -K αντί -Α, δεν επαρκεί. Περαιτέρω, προέβαλε ότι είναι εσφαλμένη η κρίση της Δ.Ε.Σ. περί εννοιολογικής διαφοροποίησης των δύο σημάτων, δεδομένου ότι το προγενέστερο σήμα της «ZARA» απολαμβάνει μεγάλης φήμης για είδη και αξεσουάρ ενδύσεως, όχι ευτελούς ποιότητας που διατίθενται μέσω των πολυτελών καταστημάτων της και είναι απολύτου επιδοκιμασίας και αναγνωρισιμότητας του καταναλωτικού κοινού, το δε τελευταίο ουδόλως το αντιλαμβάνεται ως ζάρωμα υφάσματος. Κατά τους ισχυρισμούς της, από την καταχώριση του σήματος «ZARK» της εκκαλούσας, προκύπτει η αποκόμιση οφέλους αχρεωστήτως από τον διακριτικό χαρακτήρα και τη φήμη του σήματος «ZARA», που βλάπτει την εφεσίβλητη, κατά παράβαση του άρθρου 6 της Διεθνούς Σύμβασης και του άρθρου 4 παρ. 1 εδαφ. γ΄ του ν. 2239/1994. Ενώ, προέβαλε ότι είναι και απαράδεκτη, κατ’ άρθρο 3 παρ. 2 του ν. 2239/1994, διότι συντρέχει κακή πίστη (υποκειμενική και αντικειμενική), καθότι η χρήση της ένδειξης «ZARK» στο διακριτικό τίτλο της εκκαλούσας εταιρείας, δεν αποδεικνύει και τη χρήση της ως σήμα, η δε κατάθεσή του μετά από 20 έτη λειτουργίας, όταν πλέον το σήμα «ΖΑRA» της εφεσίβλητης, που χρησιμοποιείται στην Ισπανία από το 1978 και προστατεύεται διεθνώς από το 1984, είχε καταστεί σήμα φήμης, δεν είναι, κατά την εφεσίβλητη, συμπτωματική. Προς απόδειξη των ισχυρισμών της, η εφεσίβλητη προσκόμισε, μεταξύ άλλων, τα εξής έγγραφα : α) κείμενο από την ιστοσελίδα el.wikipedia.org, στο οποίο αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι τα Ζάρα είναι μία αλυσίδα καταστημάτων ένδυσης που ανήκει στον ισπανικό όμιλο Inditex, που εδρεύει στην πόλη Λα Κορούνια, ότι είναι πιθανότατα η πιο γοργά αναπτυσσόμενη αλυσίδα στον κόσμο με πάνω από 2700 καταστήματα σε 60 χώρες (τριπλάσιος αριθμός από αυτόν του 2000), το Μάρτιο του 2006 ο όμιλος ξεπέρασε τη σουηδική Hennes & Mauritz και έγινε η μεγαλύτερη αλυσίδα λιανικής της Ευρώπης στα καταστήματα μόδας, β) άρθρο από την ιστοσελίδα www.tovima.gr, με ημερομηνία δημοσίευση στις 22.3.2012, με τον τίτλο «Χρυσωρυχεία παραμένουν τα ΖΑRA παρά την κρίση», στο οποίο αναφέρεται ότι το 2011 ο μητρικός όμιλος Inditex ανακοίνωσε καθαρά κέρδη 2,6 δισ. ευρώ, αυξημένα κατά 11% σε σύγκριση με τα κέρδη του 2010, ότι ο όμιλος αριθμεί 5527 υποκαταστήματα σε ολόκληρο τον κόσμο και το 2012 έχει προγραμματίσει να ανοίξει επιπλέον 520, ότι η μετοχή του ομίλου ενισχύθηκε στο χρηματιστήριο της Μαδρίτης κατά 13% από την αρχή του 2012 και ότι, σύμφωνα με την κατάταξη του Bloomberg με τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο, ο μεγαλομέτοχος του ομίλου, ., με προσωπική περιουσία 38,8 δισ. δολάρια, καταλαμβάνει την έκτη θέση παγκοσμίως και την τρίτη θέση στην Ευρώπη, γ) άρθρο από την ιστοσελίδα www.tanea.gr, με ημερομηνία κυκλοφορίας στις 3.1.2013 και τον τίτλο «Το ισπανικό θαύμα του “Mr Zara”», στο οποίο αναφέρεται ότι ο ισπανός μεγιστάνας, ιδρυτής της αλυσίδας ειδών ένδυσης Inditex, ., κατέχει την τρίτη θέση στην παγκόσμια κατάταξη με τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο σύμφωνα με τον δείκτη Bloomberg Billionaires, ότι η περιουσία του αυξήθηκε κατά 1,6 δις δολάρια φθάνοντας τα 46,6 δις δολάρια, καθώς ενισχύθηκε σε ποσοστό 32,3,% από την αρχή της χρονιάς, παρά την οικονομική κρίση που ταλανίζει την Ισπανία, ότι η επιχειρηματική του δραστηριότητα ξεπερνά τα όρια της χώρας του φθάνοντας μέχρι την Κίνα, ότι τα καθαρά κέρδη της Inditex που είναι ο μεγαλύτερος λιανέμπορος ρούχων στον κόσμο ενισχύθηκαν στα 432 εκατ. ευρώ και ότι η εταιρεία πέτυχε πωλήσεις 3,42 δισ. ευρώ στα καταστήματά της, που περιλαμβάνουν τις αλυσίδες των Zara, Pull & Bear, Massimo Dutti, Bershka, Oysho, Stradivarius και Uterque, και δ) εκτύπωση από την ιστοσελίδα fasion-style.gr στην οποία περιέχονται οι διευθύνσεις 48 καταστημάτων «ZARA» στην Ελλάδα. Υπέρ του κύρους της προσβαλλόμενης απόφασης της Δ.Ε.Σ. άσκησε παρέμβαση η εκκαλούσα, με την οποία, όπως αναπτύχθηκε με τα υπομνήματα, υποστήριξε ότι το σήμα της διαφοροποιείται επαρκώς ηχητικά από τα προγενέστερα σήματα της εφεσίβλητης και δεν υφίσταται κίνδυνος σύγχυσης του καταναλωτικού κοινού. Περαιτέρω, προέβαλε ότι η κατάθεση του εν λόγω σήματος «ZARK» το 2011 δεν έγινε κακόπιστα, διότι η ίδια δραστηριοποιείται από το 1988 στην εμπορία ενδυμάτων με το διακριτικό τίτλο «. Ε.Π.Ε.», η, δε, χρήση της ένδειξης-διακριτικού τίτλου της εταιρείας «ZARK» στα προϊόντα, τα καταστήματα, τα τιμολόγια και τις σακούλες της εταιρείας είχε αρχίσει από το 1981, δηλαδή 15 έτη πριν εμφανισθούν στην ελληνική αγορά τα σήματα της προσφεύγουσας. Ειδικότερα, προέβαλε ότι ο εταίρος και διαχειριστής, έως το 2014, της εταιρείας, ., είχε ιδρύσει από το 1981 ατομική επιχείρηση στα Ιλίσια Αττικής, με αντικείμενο την κατασκευή και εμπορία αθλητικών ειδών και casual wear ειδών ένδυσης και υπόδησης, το δε 1985 συνέστησε με τους . την εταιρεία με την επωνυμία «. Ε.Π.Ε.», και τον, προερχόμενο από τη σύντμηση του επωνύμου του, διακριτικό τίτλο «ZARK», τον οποίο χρησιμοποιούσε ήδη ο ίδιος ατομικά, όλα, δε, τα είδη που παρήγαγε η επιχείρηση από το 1981 και τα οποία πωλούνταν πανελλαδικά σε πλήθος καταστημάτων αθλητικών ειδών και casual wear, έφεραν λογότυπο με το διακριτικό τίτλο της εταιρείας «ZARK». Εν συνεχεία, το 1989 ιδρύθηκε από το . και . η εταιρεία με την επωνυμία «. Ε.Π.Ε.» (παραγωγή και εμπορία ειδών ένδυσης και υπόδησης), αμφότερες δε οι εταιρείες, συμμετείχαν σε κλαδικές εκθέσεις με περίπτερα και προϊόντα ένδυσης, που έφεραν το σήμα «ZARK», ενώ και τα καταστήματα της εταιρείας έφεραν στην πρόσοψή τους την ίδια ένδειξη. Προς απόδειξη των ισχυρισμών της, μεταξύ άλλων, προσκόμισε τα εξής έγγραφα : α) τα με αριθμ. ./14.09.1993 και ./18.05.1993 τιμολόγια/δελτία αποστολής, εκδόσεως της “ZARK” «. Ε.Π.Ε», στο σώμα των οποίων απεικονίζεται ένα ελάφι και κάτωθι αυτού οι αγγλικές λέξεις «ZARK WEAR INTERNATIONAL», με ευμεγέθεις κεφαλαίους χαρακτήρες, με τις δύο πρώτες εξ αυτών «ZARK WEAR» να αναγράφονται πάνω από τη λέξη «INTERNATIONAL», χωριζόμενες από παχιά οριζόντια γραμμή, οι, δε, λέξεις «ZARK WEAR» είναι γραμμένες με διαφορετική γραμματοσειρά και με ελαφρώς εντονότερη γραφή και βρίσκονται σε στοίχιση με τη λέξη «INTERNATIONAL», β) τις με αριθμ. ./31.12.1990 και ./19.12.1990 αποδείξεις πληρωμής «έναντι προμηθειών» και τις με αριθμ. ./18.06.1991 και ./28.02.1994 αποδείξεις είσπραξης «έναντι λογαριασμού», εκδόσεως της «ZARK» «. Ε.Π.Ε», επί των οποίων απεικονίζεται, στην πάνω αριστερή γωνία, ένας κύκλος μαύρου χρώματος, εντός του οποίου έχει γραφεί η λέξη «ζαρκ» με λευκούς, πεζούς, ελληνικούς και καλλιτεχνικούς χαρακτήρες και αριστερά της λέξης αυτής απεικονίζεται ένα ελάφι σε λευκό χρώμα, γ) φωτογραφίες παιδιών με ενδύματα (T-shirts, αθλητικές φόρμες) με την ένδειξη «ZARK WEAR», «ZARK COMPANY» και «ZARK», καθώς και περίπτερο ενδυμάτων της «ΖΑRΚ» σε έκθεση, δ) το από το Γενάρη 1997 αρχιτεκτονικό σχέδιο καταστήματος «ΖΑRΚ» (πρόσοψη, πλάγια όψη) του διακοσμητή ., καθώς και φωτογραφίες καταστημάτων της στο Αγρίνιο και τη Λαμία με την επωνυμία «ΖΑRK new world fashion» και «ΖΑRΚ», αντίστοιχα, ε) ετικέτες ενδυμάτων «ZARK SNC1981 DESIGNED FOR ALL STYLE», «ZARK Made with Pleasure EXCLUSIVE QUALITY SINCE 1981» και «HANDFINISHED ALWAYS ORIGINAL SUPERIOR STYLING ZARK1981», στ) τη με αριθμ. πρωτ. ./09.11.2012 βεβαίωση του Εμπορικού Συλλόγου Αγρινίου «Ο Ερμής», σύμφωνα με την οποία από τα αρχεία και το μητρώο του, προκύπτει ότι η επιχείρηση «. EΠΕ» λειτουργεί με το διακριτικό τίτλο-επωνυμία αυτήν και είναι καταχωρημένη στα βιβλία του από το έτος 1988 που ιδρύθηκε, το με αριθμ. πρωτ. ./2012 πιστοποιητικό του Πρωτοδικείου Αθηνών περί καταχώρισης της εταιρείας με την επωνυμία «. ΕΠΕ» και διακριτικό τίτλο «ΖΑΡΚ» με αριθμ. ./1985, φωτοαντίγραφο του με αριθμ. ./25.04.1985 συμβολαίου σύστασης της εν λόγω ΕΠΕ με επωνυμία «. ΕΠΕ» και διακριτικό τίτλο «ZARK», το Φ.Ε.Κ. ΤΑΕ και ΕΠΕ 3434/21.11.1988, όπου δημοσιεύεται το καταστατικό της εταιρείας με την επωνυμία «. ΕΠΕ», και τροποποιήσεις του, ζ) καταχωρίσεις σημάτων, όπως στη Γαλλία «ZAPA» (κλ. 25), στην Κορέα «ΖΑΝΑ» (κλ. 20), ημεδαπό σήμα «ΖΑΜΑV.S» με απεικόνιση (κλ. 23, 24, 26), και στο Μεξικό λεκτικό σήμα «ZASA» (κλ. 25), και η) τις με αριθμ. ./2018 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ., των μαρτύρων . (προπονητής-πρωταθλητής),. (συνταξιούχος πρωταθλητής), . (Αντιπεριφερειάρχης Αττικής- πρώην εμπορικός αντιπρόσωπος), . (διακοσμητής) και . (συνταξιούχος έμπορος), αντίστοιχα, τη με αριθμ. ./2018 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Συμβολαιογράφου Κω . του μάρτυρα . (συνταξιούχος έμπορος) και τη με αριθμ. ./28.11.2018 ενώπιον του Συμβολαιογράφου Λαμίας ., του μάρτυρα . (έμπορος), σύμφωνα με τις οποίες η επιχείρηση «ZARK» δραστηριοποιούταν από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 και προμήθευε τα προϊόντα της σε καταστήματα στην Αττική (Νίκαια, Νέα Σμύρνη, Δάφνη), Κω και Λαμία, ήταν ευρέως γνωστά στην αγορά και έφεραν το διακριτικό γνώρισμα «ZARK» (βλ. σχετ. τις με αριθμ. . και ./16.11.2018 εκθέσεις του Δικαστικού Επιμελητή Εφετείου Αθηνών . περί νόμιμης επίδοσης κλήσης στους εφεσίβλητους). Το Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε την προσφυγή και απέρριψε την παρέμβαση, αφού έλαβε υπόψη του ότι η εφεσίβλητη, κατά το χρόνο κατάθεσης της δήλωσης καταχώρισης του σήματος «ZARK» από την εκκαλούσα εταιρεία «. ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ» και της συζήτησης αυτής ενώπιον της Δ.Ε.Σ. (12.12.2012), ήταν δικαιούχος μιας σειράς λεκτικών σημάτων, προς διάκριση, μεταξύ άλλων, προϊόντων της κλάσης 25, που αποτελούνται, είτε μόνο από τη λέξη «ZARA», είτε από δύο λέξεις με πρώτη κατά σειρά τη λέξη «ZARA», η οποία αποτελεί την κυρίαρχη και υπερισχύουσα λεκτική ένδειξη, διότι οι λοιπές λέξεις (BASIC, FOR MUM, KIDS, HOME, REDUCED), από τις οποίες αποτελούνται τα επίμαχα σήματα, είναι αμελητέες στο πλαίσιο της συνολικής εντύπωσης που προκαλείται από αυτά και δεν είναι ικανές να καθορίσουν την εικόνα των σημάτων που το καταναλωτικό κοινό διατηρεί στη μνήμη του. Περαιτέρω, έλαβε υπόψη ότι τα αντιπαραβαλλόμενα λεκτικά σήματα («ZARA» και «ZARK») αποτελούνται αμφότερα αποκλειστικά από λατινικούς χαρακτήρες, διαφέρουν μεν κατά τον αριθμό των συλλαβών (δύο έναντι μίας, αντίστοιχα), πλην όμως, έχουν όμοιους τους τρεις πρώτους χαρακτήρες («ZAR»), η ομόηχη ακολουθία των οποίων επιδρά σημαντικά στη συνολική ηχητική και οπτική εντύπωση που προκαλούν τα δύο σήματα και στον τρόπο αντίληψης αυτών, η δε, διαφοροποίηση των τελικών χαρακτήρων Α και Κ, που είναι αμελητέα στοιχεία σε σχέση με τη συνολική εντύπωση που δημιουργούν αμφότερα τα σήματα, δεν είναι ικανή να τα διαφοροποιήσει επαρκώς, ενόψει και του ότι ο τελικός φθόγγος «Κ» στην κατάληξη της λέξης «ZARK» έχει μειωμένη ηχηρότητα και τα σήματα προσλαμβάνονται, κατά κανόνα, ως όλον, χωρίς περαιτέρω εξέταση των λεπτομερειών τους. Εξάλλου, έλαβε υπόψη ότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου και τα στοιχεία που προσκομίζει η εφεσίβλητη, το σήμα «ZARA», το οποίο είναι καταχωρισμένο στην Ελλάδα από το 1996 (βλ. το με αριθμό ./29.3.1996 κοινοτικό λεκτικό σήμα), αλλά και σε πλήθος χωρών εντός και εκτός Ε.Ε., ανεξαρτήτως του αν έχει καταστεί σήμα φήμης, έχει, σε κάθε περίπτωση, αυξημένο διακριτικό χαρακτήρα, καθώς έχει καθιερωθεί στην εγχώρια αγορά και είναι ευρέως αναγνωρίσιμο στο μεγαλύτερο τμήμα του καταναλωτικού κοινού, λόγω της διάρκειας της χρήσης του και της πληθώρας (48) των καταστημάτων της, που λειτουργούν εντός της χώρας. Κατόπιν τούτων και δεδομένου ότι τα αντιπαραβαλλόμενα λεκτικά σήματα («ZARA» και «ZARK») προορίζονται να διακρίνουν ταυτόσημα προϊόντα, κλάσης 25, τα οποία απευθύνονται στον ίδιο κύκλο καταναλωτών, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι υφίσταται σοβαρός κίνδυνος συσχέτισης των αντιπαραβαλλόμενων σημάτων («ZARA» και «ZARK») από το καταναλωτικό κοινό, υπό την έννοια ότι είναι δυνατό να προκληθεί παραπλάνηση σε αυτό ως προς την προέλευση των προϊόντων από τη μία ή την άλλη επιχείρηση, ως προς την ταυτότητα των φορέων της επιχείρησης ή ως προς την ύπαρξη οικονομικής συνεργασίας ή οργανωτικής σχέσης μεταξύ δύο επιχειρήσεων και, ως εκ τούτου, το ένδικο σήμα «ZARK» μη νομίμως έγινε δεκτό προς καταχώριση από τη Δ.Ε.Σ., λόγω συνδρομής του, προβλεπομένου στη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 εδ. β΄ του ν. 2239/1994, σχετικού απαραδέκτου.

 

8. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση, όπως νομίμως αναπτύσσεται με τα από 01.10.2021 και 06.10.2021 υπομνήματα, η εκκαλούσα ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης. Προς τούτο, προβάλλει ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έσφαλε, καθόσον η τυχόν ομοιότητα των δύο σημάτων δεν παρίσταται, κατ’ ορθή εκτίμηση των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης, ικανή να οδηγήσει σε σύγχυση το οικείο κοινό. Προέβαλε ότι το μεν δισύλλαβο του σήματος «ZARA» και το μονοσύλλαβο του σήματος «ZARK», αλλά και η ύπαρξη του φθόγγου «-Κ» στο τέλος του σήματός της αντί του «-Α» στο σήμα της εφεσίβλητης, αποτελεί ικανοποιητική διαφοροποίηση των δύο σημάτων και αποσοβεί επαρκώς το ενδεχόμενο να θεωρήσει το καταναλωτικό κοινό ότι το σήμα της «ZARK» ανήκει στην επιχείρηση της εφεσίβλητης, ή έστω σε κάποια οικονομικώς συνδεόμενη με αυτήν. Εξάλλου, κατά τους ισχυρισμούς της, στην ύπαρξη επαρκούς διαφοροποίησης από ηχητική άποψη, συνηγορεί το γεγονός ότι σε περίπτωση σημάτων που αποτελούνται από λέξεις λίγων γραμμάτων, ο καταναλωτής μπορεί να διακρίνει όλα τα επιμέρους στοιχεία της κάθε λέξης, με αποτέλεσμα ακόμη και μικρές διαφορές σε ένα ή δύο γράμματα να είναι ικανές να διαφοροποιήσουν μεταξύ τους τα αντικρουόμενα σήματα και ο μέσος ευλόγως ενημερωμένος καταναλωτής, μπορεί να συγκρατεί ευκολότερα όλα τα επιμέρους στοιχεία εκάστου σήματος, με αποτέλεσμα να δύναται ευχερώς να διακρίνει μεταξύ των δύο σημάτων, ώστε να μην υφίσταται κίνδυνος σύγχυσης ή συσχέτισης αυτών και να διαχωρίσει το τελικό γράμμα «-Κ» από το «-Α». Συνεπώς, υποστηρίζει ότι μη νομίμως και εσφαλμένως κρίθηκε, με την εκκαλούμενη απόφαση, ότι υφίσταται κίνδυνος σύγχυσης του καταναλωτικού κοινού ως προς την προέλευση των διακρινόμενων από το ένδικο σήμα προϊόντων, κατά παράβαση του άρθρου 4 παρ. 1 περ. β του ν. 2239/1994. Περαιτέρω, ομοίως έσφαλε, κατά τους ισχυρισμούς της, με την κρίση του το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού το έτος 2011 απλώς, προέβη στην κατάθεση του σήματος, που χρησιμοποιούσε ως επωνυμία – διακριτικό τίτλο επί τριακονταετία, το οποίο εξάλλου αποτελεί σύντμηση του ονόματος του ιδρυτή της (.), η δε εφεσίβλητη ουδόλως απέδειξε, με στοιχεία, ότι επεδίωξε αθέμιτο όφελος, ούτε όμως και βλάβη του διακριτικού χαρακτήρα και της φήμης των σημάτων της (εφεσίβλητης), και δεν έγινε κακόπιστα και κατά παράβαση του άρθρο 4 παρ. 1 περ. γ’ του ν. 2239/1994. Αντίθετα, με το 28.09.2021 υπόμνημά της, η εφεσίβλητη, ζητεί την επικύρωση της πιο πάνω πρωτόδικης απόφασης, ως νόμιμης και ορθής, επαναλαμβάνοντας τους ως άνω ισχυρισμούς της.

 

9. Επειδή, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, μεταξύ των ως άνω σημάτων, δεν υπάρχει πρόδηλη ταυτότητα, ούτε ουσιώδης οπτική ή ηχητική ομοιότητα, καθόσον το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα στα δύο προς σύγκριση σήματα, τα οποία αμφότερα αναγράφονται με κεφαλαίους λατινικούς χαρακτήρες («ΖARK» και «ΖΑRA») είναι η κατάληξη αυτών, ήτοι το γράμμα «-Κ» και «-Α», αντίστοιχα, οι δε ήχοι που παράγονται από τις δύο λέξεις διακρίνονται σαφώς μεταξύ τους, δεδομένου ότι η κυριαρχούσα ηχητική εντύπωση προσδιορίζεται από την κατάληξη των σημάτων, η οποία διαφέρει («-RΚ» και «-RA»), το δε τελικό γράμμα «-Κ» του σήματος της εκκαλούσας διαφοροποιεί οπτικώς και ηχητικώς τα δύο σήματα (πρβλ. ΣτΕ 3084/2006, 852/2008, 1926/2009 επτ., 1180/2010, 1035/2011, 4307/2012). H διαφοροποίηση αυτή επιτείνεται από την εκφορά των δύο σημάτων, καθότι εκείνο της εκκαλούσας είναι μονοσύλλαβο (ZARK), το δε προγενέστερο δισύλλαβο (ΖA-RA). Λαμβάνεται δε περαιτέρω υπόψη ότι ορισμένα από τα προγενέστερα σήματα της εφεσίβλητης, αποτελούνται από δύο λέξεις, ήτοι «ΖARA» και μια δεύτερη, προσδιοριστική, κάθε φορά, του είδους των προϊόντων της, όπως «HOME», «KIDS», «MUM», «ΤΕΧΤΙLES», «BASIC», «REDUCED». Εξάλλου, μεταξύ του σήματος της εκκαλούσας εταιρείας «ZARK», που αποδίδει το πρώτο μέρος του επωνύμου του ιδρυτή, αλλά και του νυν μέλους της εκκαλούσας εταιρείας (.) και του προγενέστερου σήματος της εφεσίβλητης «ΖΑRΑ», που αποδίδει στην ελληνική γλώσσα τη λέξη «πτυχή, τσαλάκωμα σε ασιδέρωτο ρούχο», δεν υφίσταται εννοιολογική ομοιότητα, όσον αφορά, τουλάχιστον, στο ελληνικό καταναλωτικό κοινό, που είναι κρίσιμο εν προκειμένω, δεδομένου ότι το μεταγενέστερο σήμα της εκκαλούσας είναι ημεδαπό και δεν προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας ότι αυτή αναπτύσσει εμπορική δραστηριότητα σε άλλη εδαφική περιοχή του εξωτερικού. Ένας επιπλέον παράγοντας, που συντελεί στην ανυπαρξία του κινδύνου αυτού είναι και οι συγκεκριμένες συνθήκες υπό τις οποίες τα εν λόγω προϊόντα διατίθενται στην αγορά (ΣτΕ 1300/2009), ήτοι ότι πλέον, μετά τη μακροχρόνια λειτουργία της εφεσίβλητης, ο μέσος καταναλωτής με τη συνήθη πληροφόρηση, που είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, γνωρίζει ότι διατίθενται αποκλειστικά στην αλυσίδα καταστημάτων της («ΖARA»), και όχι μέσω καταστημάτων μαζί με άλλα όμοια ή παρόμοια προϊόντα μόδας, διαφορετικών παραγωγών, μεταξύ των οποίων και εκείνων της εκκαλούσας. Συνεπώς, δεν υπάρχει ομοιότητα μεταξύ των ως άνω σημάτων, κατά τη συνολική οπτική, ακουστική και εννοιολογική εντύπωση, για τη διάκριση των όμοιων (ενδύματα – υποδήματα) ή παρόμοιων προϊόντων της κλάσης 25, στη συνείδηση του μέσου καταναλωτή, που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, αλλά σπανίως έχει τη δυνατότητα να προβαίνει σε άμεση σύγκριση των διαφορών σημάτων και συνήθως είναι αναγκασμένος να ανατρέχει στην ατελή εικόνα που έχει συγκρατήσει στη μνήμη του, ώστε να υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως ως προς την προέλευση των προϊόντων από την ίδια επιχείρηση ή από συνδεόμενες μεταξύ του οικονομικώς επιχειρήσεις. Περαιτέρω, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη ότι στα ως άνω σήματα της εφεσίβλητης εταιρείας, κυρίαρχο στοιχείο είναι η λέξη «ZARA», το οποίο χρησιμοποιεί, πάντα, για τη διάκριση των προϊόντων, που παράγει και τα οποία διαθέτει στους καταναλωτές μέσω αλυσίδας λιανικής πώλησης σε όλον τον κόσμο, με πάνω από 2700 καταστήματά της σε εξήντα (60) χώρες και τη μεγαλύτερη αλυσίδα λιανικής πώλησης στην Ευρώπη στα καταστήματα μόδας (Μάρτιος του 2006). Στην Ελλάδα τα σήματα αυτά είναι ευρέως γνωστά ως σήμα προϊόντων, μεταξύ άλλων, ενδύσεως – υποδήσεως της κλάσης 25, τα οποία διατίθενται στο καταναλωτικό κοινό μέσω συνολικά σαράντα οκτώ (48) καταστημάτων της και έχουν αποκτήσει, λόγω της μακροχρόνιας χρήσης και την έντονης προβολής των ευρείας κατανάλωσης προϊόντων αυτών πανελλαδικά, ιδιαίτερα καλή φήμη στη συνείδηση, όχι μόνο του μέσου καταναλωτή παρόμοιων προϊόντων, αλλά του μέσου Έλληνα καταναλωτή γενικώς, κατά τα κοινά τοις πάσι. Το παραπάνω σήμα χρησιμοποιείται από την εφεσίβλητη στην Ελλάδα πολλά χρόνια, έχει καθιερωθεί στις εμπορικές συναλλαγές και στο καταναλωτικό κοινό και αποτελεί σαφές και γνωστό διακριτικό εξατομίκευσης της επιχείρησής της και της προέλευσης των προϊόντων της αυτών, έχοντας καταστήσει το παραπάνω σήμα της εφεσίβλητης σήμα φήμης στην Ελλάδα. Όμως, από κανένα προσκομιζόμενο στοιχείο δεν προκύπτει ότι η οικονομική συμπεριφορά του μέσου καταναλωτή των προϊόντων, για τα οποία έχει καταχωρισθεί το προγενέστερο αυτό σήμα φήμης, έχει μεταβληθεί λόγω της χρησιμοποίησης του μεταγενέστερου σήματος ή υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να επέλθει τέτοια μεταβολή στο μέλλον, δεδομένου, μάλιστα, ότι η εκκαλούσα εταιρεία λειτουργεί μεν, από το έτος 1985 με αντικείμενο την παραγωγή και εμπορία πάσης φύσης αθλητικών ειδών («. ΕΠΕ») και από το 1988, ειδών ενδύσεως και υποδήσεως («. ΕΠΕ» και ήδη μονοπρόσωπη ΕΠΕ), για τη σήμανση των οποίων χρησιμοποιεί την ένδειξη «ZARK», όμως, η δραστηριότητά της, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας και δεν αμφισβητεί η εφεσίβλητη, περιορίζεται μόνο σε δύο (2) καταστήματα στο Αγρίνιο και τη Λαμία και την προμήθεια εγχώριων εμπόρων (Αττική, νησιά). Έτσι, παρά τον έντονο διακριτικό χαρακτήρα του σήματος της εφεσίβλητης, τη μακροχρόνια χρήση του και τη σταθερή προτίμηση των προϊόντων μόδας της από το καταναλωτικό κοινό, δεν υφίσταται κίνδυνος σύγχυσης ή συσχέτισης με το μεταγενέστερο σήμα της εκκαλούσας, ως προς την προέλευση των προϊόντων από την επιχείρηση της εφεσίβλητης ή ως προς τη διασύνδεση των επιχειρήσεών τους, δηλαδή δεν δημιουργείται στο καταναλωτικό κοινό η συνειρμική εντύπωση ότι η εφεσίβλητη δικαιούχος του προγενέστερου σήματος «ZARA» βρίσκεται σε κάποιου είδους οικονομικό και οργανωτικό δεσμό με την επιχείρηση της εκκαλούσας. Επιπλέον, από τη χρήση του μεταγενέστερου σήματος της εκκαλούσας δεν βλάπτεται ο διακριτικός χαρακτήρας ή η φήμη του σήματος της εφεσίβλητης, ενώ η εκκαλούσα δεν επωφελείται από την έλξη, τη φήμη και το κύρος του σήματος της εφεσίβλητης, ούτε εκμεταλλεύεται την πολυετή εμπορική προσπάθειά της για την οικοδόμηση και την εδραίωση της φήμης της, χωρίς να καταβάλει κανένα χρηματικό αντίτιμο και χωρίς να μοχθήσει προς τούτο, ήτοι δεν προσβάλλει το σήμα φήμης της εφεσίβλητης, το οποίο, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη μείζονα σκέψη, απολαμβάνει διευρυμένης προστασίας, αφού δεν συντρέχει ούτε ομοιότητα, ούτε κίνδυνος συσχετίσεως των δύο ως άνω σημάτων. Κατόπιν τούτων, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν δημιουργείται εν προκειμένω, στο μέσο καταναλωτή κίνδυνος σύγχυσης σχετικά με την προέλευση των αντίστοιχων προϊόντων από τις επιχειρήσεις των διαδίκων ή έστω προσέγγισής τους ως οικονομικά συνδεόμενες μεταξύ  τους επιχειρήσεις. Εξάλλου, δεν υπάρχει η απαιτούμενη σημαντική ομοιότητα, η οποία πράγματι, αποτελεί προϋπόθεση για τον περαιτέρω έλεγχο της τυχόν αντίθεσης της κατάθεσης το μεταγενέστερου σήματος στην καλή πίστη (ΣτΕ 1294, 1030, 2448/2009, 4307/2012), κατ’ αποδοχή ως βάσιμων των προβαλλόμενων ισχυρισμών της εκκαλούσας.

 

10. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε διαφορετικά έσφαλε και η εκκαλούμενη απόφαση πρέπει να εξαφανιστεί, κατά παραδοχή της κρινόμενης έφεσης ως βάσιμης. Το δε καταβληθέν παράβολο, πρέπει να αποδοθεί στην εκκαλούσα, ενώ, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, να απαλλαγούν οι εφεσίβλητοι από τα δικαστικά έξοδα (άρθρα 277 παρ. 9 και 275 παρ. 1 εδ. δ του Κ.Δ.Δ). Περαιτέρω, το Δικαστήριο, δικάζοντας την προσφυγή, κρίνει ότι πρέπει να  απορριφθεί ως αβάσιμη και η παρέμβαση, να γίνει δεκτή. Τέλος, πρέπει να καταπέσει το καταβληθέν παράβολο (άρθρο 277 παρ. 9 του Κ.Δ.Δ).

 

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

 

Δέχεται την έφεση.

 

Εξαφανίζει την 12846/2019 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.

 

Διατάσσει την απόδοση του καταβληθέντος παραβόλου στην εκκαλούσα.

 

Απαλλάσσει τους εφεσίβλητους από τα δικαστικά έξοδα.

 

Δικάζει την προσφυγή.

 

Απορρίπτει αυτήν.

 

Δικάζει την παρέμβαση.

 

Δέχεται αυτήν.

 

Διατάσσει την κατάπτωση του καταβληθέντος παραβόλου.

 

Η διάσκεψη του Δικαστηρίου έγινε στην Αθήνα στις 9 Νοεμβρίου 2021 και η απόφαση δημοσιεύθηκε στην ίδια πόλη, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στις 31 Ιανουαρίου 2022.

 

    Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                  Η  ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ

 

 

    ΑΝΔΡΙΑΝΗ ΠΑΣΣΑ                              ΣΑΠΦΩ ΣΙΩΡΑ

 

 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΚΟΚΚΙΝΗ