ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΤρΔΕφΑθ 1055/2024

 

Πρόστιμο Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Ορθώς και νομίμως επιβλήθηκε πρόστιμο σε βάρος Τράπεζας για παράνομη διάθεση επενδυτικών προϊόντων στο επενδυτικό κοινό.

 

 

 

Αριθμός απόφασης: 1055/2024

 

ΤΟ

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Τμήμα 17ο Τριμελές

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Δεκεμβρίου 2023, με δικαστές τους:

 

Αικατερίνη Καρφάκη, Πρόεδρο Εφετών Διοικητικών Δικαστηρίων, Ελένη Κουτρούμπα (Εισηγήτρια) και Όλγα Πατένα, Εφέτες Διοικητικών Δικαστηρίων, και γραμματέα τον Απόστολο Σπυρογιάννη, δικαστικό υπάλληλο,

 

για να δικάσει τη με αριθ. καταχ. ΠΡ ./4.1.2019 προσφυγή,

 

της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ» και το διακριτικό τίτλο “ALPHA BANK», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Σταδίου αριθμ. 40), εκπροσωπείται νόμιμα και παραστάθηκε με τους πληρεξούσιούς της δικηγόρους Νικόλαο Σημαντήρα και Σοφία Κιζαντζίδη, σύμφωνα με την από 13/12/2022 κοινή έγγραφη δήλωσή τους (άρθρ. 133 παρ. 2 ΚΔΔ), την οποία κατέθεσαν στη γραμματεία του Δικαστηρίου,

 

κατά του Ν.Π.Δ.Δ με την επωνυμία «ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Κολοκοτρώνη αριθμ. 1), εκπροσωπείται νόμιμα και παραστάθηκε με την πληρεξούσιά του δικηγόρο Αναστασία Μαλτούδη, σύμφωνα με την από 13/12/2022 έγγραφη δήλωσή της (άρθρ. 133 παρ. 2 ΚΔΔ), την οποία κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου.

 

Επειδή, εξάλλου, στη δίκη άσκησαν πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της καθ’ ής και του κύρους της προσβαλλόμενης πράξης με τις από 12.3.2020 (ΠΡ./12.3.2020) και από 6.4.2022 (ΠΡ./6.4.2022) παρεμβάσεις τους, αντίστοιχα: α) ο ., δικηγόρος, κάτοικος Τρικάλων (οδός .) και η ., δικηγόρος, κάτοικος Αθηνών (οδός .) που παραστάθηκαν αμφότεροι ως διάδικοι και δικηγόροι, σύμφωνα με τις από 14/12/2022 έγγραφες δηλώσεις τους (άρθρο 133 παρ. 2 ΚΔΔ), τις οποίες κατέθεσαν στη γραμματεία του Δικαστηρίου και β) ο ., κάτοικος Θέρμης Θεσσαλονίκης στον οικισμό «.», ο . κάτοικος Θέρμης Θεσσαλονίκης στον οικισμό «.», η . κάτοικος Θέρμης Θεσσαλονίκης στον οικισμό «.», η ., κάτοικος Οιχαλίας Τρικάλων, η ., κάτοικος Τρικάλων, οδός ., ο ., κάτοικος Λαμίας Φθιώτιδας, οδός ., ο . κάτοικος Αλμυρού Βόλου, η ., κάτοικος Αλμυρού Βόλου, ο ., κάτοικος Κοζάνης, οδός ., η ., κάτοικος Βύρωνα Αττικής, ., ο ., κάτοικος Βύρωνα Αττικής, ., ο ., κάτοικος Καρδίτσας, οδός . και ο ., κάτοικος Λαμίας Φθιώτιδας, οδός ., που παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Δημήτριο Κουτσούκη, σύμφωνα με την από 12/12/2022 έγγραφη δήλωσή του (άρθρο 133 παρ. 2 ΚΔΔ), την οποία κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου, τον οποίο διόρισαν με ειδικές έγγραφες εξουσιοδοτήσεις.

 

Αφού μελέτησε τη δικογραφία

 

Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο.

 

1. Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. το e-παράβολο της ΓΓΠΣ με κωδικό πληρωμής .), ζητείται παραδεκτώς ν' ακυρωθεί, άλλως να τροποποιηθεί, η ./3.7.2018 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, με την οποία επιβλήθηκε σε βάρος της προσφεύγουσας εταιρείας συνολικό χρηματικό πρόστιμο 100.000 ευρώ και ειδικότερα: α) πρόστιμο ύψους 50.000 ευρώ, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 76 παρ. 10 του ν. 1969/1991 (ΦΕΚ Α167), για παράβαση του άρθρου 5 του π.δ 52/1992 (ΦΕΚ Α 22), κατά τη χρονική περίοδο από 10.2.2005 έως 16.10.2005 και β) πρόστιμο ύψους 50.000 ευρώ, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 1 του ν. 3401/2005 (ΦΕΚ Α 257), για παράβαση του άρθρου 3 παρ. 1,3 και 4 του ίδιου νόμου, κατά τη χρονική περίοδο από 17.10.2005 έως 21.7.2008.

 

2. Επειδή, στο άρθρο 113 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ορίζεται ότι: «Σε δίκη που εκκρεμεί ύστερα από άσκηση προσφυγής ή αγωγής, μπορεί να παρέμβει τρίτος προς υποστήριξη του διαδίκου, υπέρ του οποίου έχει έννομο συμφέρον να αποβεί η δίκη». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι αναγκαίος όρος για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης είναι η ύπαρξη έννομου συμφέροντος στο πρόσωπο του παρεμβαίνοντος. Υφίσταται δε έννομο συμφέρον για την άσκηση παρέμβασης όταν με αυτήν μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης (πρβλ. ΣτΕ 930/2011). Πρέπει όμως αυτά είτε να απειλούνται από τη δεσμευτικότητα ή εκτελεστότητα της αποφάσεως που θα εκδοθεί, είτε να υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της. Έτσι, για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης, δεν αρκεί ότι σε μεταξύ άλλων εκκρεμή δίκη πρόκειται να λυθεί νομικό ζήτημα που θα ωφελήσει ή θα βλάψει τον προσθέτως παρεμβαίνοντα, επειδή υπάρχει ή πρόκειται να προκύψει σε μελλοντική δίκη μεταξύ αυτού και κάποιου από τους διαδίκους ή τρίτου συναφής διαφορά, αλλά απαιτείται η έκβαση της δίκης στην οποία παρεμβαίνει, να θίγει από την άποψη του πραγματικού και νομικού ζητήματος τα έννομα συμφέροντά του (Ολομ. Α.Π. 14/2008 και 28/2007 Α.Π. 1260/1983 κ.α.). Στην προκείμενη περίπτωση, οι ανωτέρω παρεμβαίνοντες άσκησαν πρόσθετη παρέμβαση προς υποστήριξη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και υπέρ του κύρους της 14/823/3.7.2018 απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής, ζητούν δε την απόρριψη της προσφυγής της προσφεύγουσας εταιρείας και την αποδοχή της παρέμβασής τους. Ως έννομο συμφέρον για την άσκηση της παρέμβασης επικαλούνται ότι είναι ομολογιούχοι δανειστές της προσφεύγουσας εταιρείας, κύριοι ομολογιακών τίτλων που εκδόθηκαν από την προσφεύγουσα τη χρονική περίοδο από 10.2.2005 έως 16.10.2005 και από 17.10.2005 έως 21.7.2008 και για τους οποίους η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έκρινε ότι η προσφεύγουσα έχει παραβεί τις διατάξεις του άρθρου 5 του π.δ 52/1992 και του άρθρου 3 παρ. 1,3 και 4 του ν. 3401/2005. Ειδικότερα, οι παρεμβαίνοντες υποστηρίζουν ότι έχουν υποβάλει καταγγελίες και συμπληρωματικές δηλώσεις προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η έκβαση δε της προκείμενης δίκης και η κρίση των πραγματικών και νομικών ζητημάτων που ανακύπτουν θίγουν τα έννομα συμφέροντά τους δεδομένου ότι έχουν κινήσει αστική διαδικασία προς διεκδίκηση των χρημάτων τους, η οποία μεταξύ άλλων βασίζεται στην παράνομη έκδοση και προώθηση σε αυτούς ομολογιακών τίτλων, κατά την κρίσιμη χρονική περίοδο. Όμως, αυτά που επικαλούνται οι προσθέτως παρεμβαίνοντες δεν συγκροτούν δικό τους έννομο συμφέρον για την άσκηση παρέμβασης, αφού η τυχόν έκδοση αποφάσεως με την οποία θα ακυρώνεται η προσβαλλόμενη απόφαση δεν πρόκειται να θίξει άμεσα κατά τρόπο δυσμενή τα έννομα συμφέροντά τους, παρά μόνο στην περίπτωση που υπάρξει μελλοντική μεταξύ αυτών και της προσφεύγουσας ή άλλου διαδίκου ή τρίτου συναφής διαφορά. Εξάλλου, οι προσθέτως παρεμβαίνοντες δεν έχουν άμεσο σύνδεσμο με την προσβαλλόμενη πράξη, όσα δε επικαλούνται σχετικά με την αστική διαδικασία προς διεκδίκηση των χρημάτων τους κατά τα παραπάνω, σε περίπτωση ακυρώσεως της πράξης αυτής, δεν αποτελούν επαρκή λόγο για να αποκτήσουν δικαίωμα άσκησης παρέμβασης, καθόσον τα συμφέροντά τους θίγονται μόνο έμμεσα, διότι δεν υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της αποφάσεως που θα εκδοθεί και του αποτελέσματος. Κατά συνέπεια, οι κρινόμενες πρόσθετες παρεμβάσεις πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες.

 

3. Επειδή, στο άρθρο 4 του π.δ 52/1992 (ΦΕΚ Α 22), «Καθορισμός των όρων κατάρτισης, ελέγχου και κυκλοφορίας του ενημερωτικού δελτίου που πρέπει να δημοσιεύεται όταν απευθύνεται στο κοινό πρόσκληση για κινητές αξίες σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 89/298/ΕΟΚ», ορίζεται ότι: Το παρόν Προεδρικό Διάταγμα δεν εφαρμόζεται: 1. Στους ακόλουθους τύπους προσκλήσεων: α) όταν η πρόσκληση για επένδυση σε κινητές αξίες απευθύνεται σε πρόσωπα στα πλαίσια των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων ή/και β) όταν η πρόσκληση για κινητές αξίες απευθύνεται σε περιορισμένο κύκλο ή/και γ) όταν η τιμή πώλησης του συνόλου των προσφερομένων κινητών αξιών δεν υπερβαίνει το ισότιμο του ποσού των 40.000 ECU ή/και δ) όταν οι προσφερόμενες κινητές αξίες είναι δυνατόν να αποκτηθούν μόνον κατόπιν καταβολής τουλάχιστον 40.000 ECU ανά επενδυτή. 2. Στους ακόλουθους τύπους κινητών αξιών: α) στις κινητές αξίες που προσφέρονται με ονομαστική τιμή τουλάχιστον 40.000 ECU ανά μονάδα. β) στα μερίδια, που εκδίδονται από οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων εκτός από τους κλειστού τύπου. γ) στις κινητές αξίες που εκδίδονται από κράτος μέλος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή από οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης κράτους μέλους ή από διεθνείς οργανισμούς δημόσιου χαρακτήρα στους οποίους συμμετέχουν ένα ή περισσότερα κράτη μέλη. δ) στις κινητές αξίες που αποτελούν αντικείμενο πρόσκλησης προς το κοινό για ανταλλαγή. ε) στις κινητές αξίες που προσφέρονται κατά τη συγχώνευση εταιρειών. στ) στις μετοχές που προσφέρονται δωρεάν σε κατόχους μετοχών, ζ) στις μετοχές ή στις εξομοιώσεις προς μετοχές κινητές αξίες που προσφέρονται σε αντικατάσταση μετοχών της ίδιας Εταιρίας χωρίς γενικά ή προσφορά αυτών των νέων αξιών να συνεπάγεται αύξηση του καλυφθέντος κεφαλαίου της Εταιρίας. η) στις κινητές αξίες που προσφέρονται από τον εργοδότη, ή από συνδεδεμένη επιχείρηση, στο προσωπικό ή εις όφελος του προσωπικού που τελεί ή τελούσε σε υπηρεσία, θ) στις κινητές αξίες που προέρχονται από τη μετατροπή μετατρέψιμων ομολογιών ή ομολογιών που προκύπτουν από την άσκηση δικαιωμάτων που παρέχονται από warrants ή στις μετοχές που προσφέρονται μετά από ανταλλαγή έναντι ανταλλάξιμων ομολογιών, εφόσον δημοσιεύθηκε ενημερωτικό δελτίο πρόσκλησης προς το κοινό ή εισαγωγής στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών σχετικά με αυτές τις μετατρέψιμες ή ανταλλάξιμες ομολογίες ή με αυτά τα warrants, ι) στις κινητές αξίες που εκδίδονται από νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα τα οποία είναι αναγνωρισμένα στην Ελλάδα, προς εξεύρεση των απαραίτητων μέσων για την επίτευξη του μη κερδοσκοπικού σκοπού τους, ια) στις μετοχές ή στις εξομοιώσιμες προς μετοχές κινητές αξίες που συνιστούν για τον κάτοχο αναγκαία προϋπόθεση για να απολαύει των υπηρεσιών που παρέχονται από οργανισμούς τύπου "building societies", Credits populaires", "Genossenschaftsbandken", "Industrial and Provident Societies" ή για να γίνει μέλος των οργανισμών αυτών, ιβ) στις κινητές ευρωαξίες οι οποίες δεν αποτελούν το αντικείμενο γενικευμένης διαφημιστικής εκστρατείας ή επισκέψεως κατ` οίκον.». Στο άρθρο 5 του ίδιου π.δ/τος ορίζεται ότι: «Απαγορεύεται η πρόσκληση προς το κοινό για επένδυση σε κινητές αξίες αν προηγουμένως ο προσκαλών δεν δημοσιεύσει ενημερωτικό δελτίο κατά τις διατάξεις του παρόντος». Εξάλλου, στο άρθρο 76 παρ. 10 του νόμου 1969/1991 (ΦΕΚ Α 167), όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 96 παρ. 3 ν. 2533/1997 (ΦΕΚ Α 228) και ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ορίζεται ότι: «Με επιφύλαξη της εφαρμογής των οικείων ποινικών διατάξεων, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει αρμοδιότητα να επιβάλλει πρόστιμο ύψους μέχρι εκατό εκατομμυρίων (100.000.000) δρχ. και σε περίπτωση υποτροπής μέχρι διακοσίων εκατομμυρίων (200.000.000) δρχ. σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα που παραβαίνουν τις διατάξεις της Νομοθεσίας περί Κεφαλαιαγοράς….»..

 

4. Επειδή, περαιτέρω ο ν. 3401/1005 «Ενημερωτικό δελτίο δημόσιας προσφοράς κινητών αξιών και εισαγωγής τους για διαπραγμάτευση» (ΦΕΚ Α 257/17.10.2005), με τον οποίο ενσωματώθηκαν στο ελληνικό δίκαιο οι ρυθμίσεις της Οδηγίας 2003/71 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Νοεμβρίου 2003 (ΕΕ ΕΣ L 345, 31.12.2003) ενώ καταργήθηκαν, μεταξύ άλλων, οι διατάξεις του π.δ. 52/1992 (ΦΕΚ Α 126) και του π.δ. 348/1985 (ΦΕΚ Α 125) που επέβαλαν τη δημοσίευση ενημερωτικού δελτίου στην περίπτωση πρόσκλησης προς το κοινό για εγγραφή σε κινητές αξίες οι πρώτες και στην περίπτωση εισαγωγής οι δεύτερες, στο άρθρο 2 αυτού ορίζει ότι: «1. Για τους σκοπούς του παρόντος, νοούνται ως: (α) «Κινητές Αξίες»: οι μεταβιβάσιμες κινητές αξίες, όπως ορίζονται στην περίπτωση 6 του άρθρου 2 του ν. 2396/1996 (ΦΕΚ 73 Α) και οι τίτλοι της χρηματαγοράς, όπως ορίζονται στην περίπτωση 7 του άρθρου 2 του ίδιου νόμου, που έχουν διάρκεια μεγαλύτερη των δώδεκα μηνών …… (δ) «Δημόσια Προσφορά Κινητών Αξιών»: δημόσια ανακοίνωση με οποιαδήποτε μορφή και με οποιοδήποτε μέσο, η οποία απευθύνεται στο κοινό και περιέχει επαρκείς πληροφορίες για τους όρους της δημόσιας προσφοράς ή εγγραφής και τις προσφερόμενες υφιστάμενες ή νέες κινητές αξίες, ώστε να παρέχεται στον επενδυτή η δυνατότητα να αποφασίζει την αγορά ή την εγγραφή του για την αγορά αυτών των κινητών αξιών. Ο ορισμός αυτός εφαρμόζεται και στη διάθεση κινητών αξιών μέσω Αναδόχων ή Συμβούλων …… (στ) «Ειδικοί Επενδυτές»: (αα) νομικά πρόσωπα που διέπονται από ειδικό καθεστώς ή κατέχουν άδεια λειτουργίας στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου, περιλαμβανομένων των πιστωτικών ιδρυμάτων, των επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και άλλων επιχειρήσεων επενδύσεων, των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων που έχουν άδεια λειτουργίας ή που διέπονται από ειδικό καθεστώς, των ασφαλιστικών εταιρειών, των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων και των ανωνύμων εταιριών διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων ή άλλων εταιρειών διαχείρισής τους, των συνταξιοδοτικών ταμείων και των εταιρειών διαχείρισής τους, των διαπραγματευτών βασικών εμπορευμάτων, καθώς και των νομικών προσώπων χωρίς άδεια λειτουργίας ή που δεν διέπονται από ειδικό καθεστώς, των οποίων ο εταιρικός σκοπός είναι αποκλειστικά οι επενδύσεις σε κινητές αξίες, (ββ) εθνικές και περιφερειακές κυβερνήσεις, κεντρικές τράπεζες, διεθνείς και υπερεθνικοί οργανισμοί, περιλαμβανομένου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και άλλων διεθνών παρεμφερών οργανισμών, (γγ) νομικά πρόσωπα που δεν είναι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, (δδ) φυσικά πρόσωπα και μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που είναι καταχωρημένα στο Μητρώο Ειδικών Επενδυτών υπό τον όρο της αμοιβαιότητος, εφόσον ο εκδότης, ο προσφέρων ή το πρόσωπο που ζητεί την εισαγωγή των κινητών αξιών έχει την έδρα του σε άλλο κράτος – μέλος». Στο άρθρο 3 του ίδιου νόμου ορίζει ότι: «1. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, δεν επιτρέπεται η δημόσια προσφορά κινητών αξιών στην Ελλάδα χωρίς την προηγούμενη δημοσίευση ενημερωτικού δελτίου. 2. Δεν απαιτείται η δημοσίευση ενημερωτικού δελτίου στα ακόλουθα είδη προσφορών: α) προσφορά κινητών αξιών, η οποία απευθύνεται μόνον σε ειδικούς επενδυτές, β) προσφορά κινητών αξιών, η οποία απευθύνεται σε λιγότερα από εκατό πενήντα (150) φυσικά ή νομικά πρόσωπα ανά κράτος - μέλος, τα οποία δεν είναι ειδικοί επενδυτές, γ) προσφορά κινητών αξιών, η οποία απευθύνεται σε επενδυτές οι οποίοι αποκτούν κινητές αξίες με συνολική αξία τουλάχιστον εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ ανά επενδυτή, για κάθε επί μέρους προσφορά, δ) προσφορά κινητών αξιών, η ονομαστική αξία ανά μονάδα των οποίων ανέρχεται τουλάχιστον σε εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ, ε) προσφορά κινητών αξιών, με συνολική αξία στην Ευρωπαϊκή Ενωση μικρότερη από εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ, όριο το οποίο υπολογίζεται σε περίοδο δώδεκα μηνών. 3. Εάν η διάθεση κινητών αξιών γίνεται μέσω Αναδόχων ή Συμβούλων απαιτείται η έκδοση ενημερωτικού δελτίου, εφόσον η σχετική προσφορά δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις της παραγράφου 2. 4. Η μεταπώληση κινητών αξιών από Αναδόχους ή Συμβούλους, οι οποίες δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο προσφοράς της παραγράφου 2, θεωρείται ξεχωριστή προσφορά. 5. Στις περιπτώσεις των παραγράφων 3 και 4, δεν απαιτείται η έκδοση νέου ενημερωτικού δελτίου εφόσον διατίθεται ενημερωτικό δελτίο σε ισχύ σύμφωνα με το άρθρο 9 και ο εκδότης ή το πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για τη σύνταξη του εν λόγω ενημερωτικού δελτίου συναινεί εγγράφως στη χρήση του. Στο άρθρο 7 αυτού ορίζει ότι: «Οι ελάχιστες πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στο ενημερωτικό δελτίο και στο βασικό ενημερωτικό δελτίο και η μορφή των δελτίων ορίζονται στα άρθρα 3 έως 26 του Κανονισμού της Επιτροπής (ΕΚ) αριθ. 809/2004 (ΕΕ L 149, 30.4.2004)» και στο άρθρο 24 αυτού ορίζει ότι: «1. Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του παρόντος νόμου, των αποφάσεων που εκδίδονται κατ` εξουσιοδότηση του νόμου αυτού και του Κανονισμού (ΕΚ) 809/2004, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιβάλλει επίπληξη ή πρόστιμο από τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ μέχρι ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ. Κατά την επιμέτρηση του προστίμου, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει ιδίως υπόψη τον κίνδυνο που ενέχει η παράβαση για πρόκληση ζημίας στους επενδυτές και την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς, τον τυχόν προσπορισμό κέρδους από τον παραβάτη και την τυχόν υποτροπή του παραβάτη …… 2. ……».

 

5. Επειδή, με τις διατάξεις του άρθρου 76 παρ. 10 του ν. 1969/1991 και του άρθρου 24 παρ. 1 του ν. 3401/2005 κατ’ εφαρμογή των οποίων επιβλήθηκε το επίμαχο πρόστιμο, δεν θεσπίζεται συγκεκριμένη αποκλειστική προθεσμία, εντός της οποίας η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς υποχρεούται να ασκήσει την αρμοδιότητά της προς έκδοση διοικητικής πράξεως επιβολής προστίμου για παραβάσεις των ουσιαστικών διατάξεων της νομοθεσίας περί κεφαλαιαγοράς, η υπέρβαση της οποίας θα την καθιστούσε αυτομάτως αναρμόδια κατά χρόνο (πβλ. ΣτΕ 3915-3918/2011, 2792/2013, 440/2014, 2700/2014, 4299/2014, 1947/2015). Τούτο βεβαίως δεν σημαίνει ότι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να εκδίδει πράξεις επιβολής κυρώσεων εκτός των χρονικών ορίων που καθορίζονται με βάση την αρχή της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας. Ειδικότερα, η αρχή της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας επιβολής κυρώσεων στον ευαίσθητο τομέα του δικαίου της κεφαλαιαγοράς, συναγόμενη ως ειδικότερη πτυχή των αρχών της ασφάλειας του δικαίου, της χρηστής διοίκησης και της διαφάνειας της διοικητικής δράσης, επιβάλλει την ταχεία διεξαγωγή των ερευνών και την λήψη των σχετικών αποφάσεων καθώς και την αποφυγή αδράνειας της διοικήσεως για μακρά χρονικά διαστήματα που δεν δύνανται, αναλόγως των περιστάσεων, ευλόγως να δικαιολογηθούν. Πράγματι, η ταχεία έρευνα και έκδοση αποφάσεων σχετικά με τη διάπραξη παραβάσεων στον σχετικό τομέα συνιστά κρίσιμη παράμετρο τόσο για την προστασία του επενδυτικού κοινού κατά την λήψη των επενδυτικών του αποφάσεων και για την εμπέδωση κλίματος επενδυτικής εμπιστοσύνης, αναγκαίου για τη συνολική εύρυθμη λειτουργία του συστήματος, όσο και για την προστασία των δικαιωμάτων άμυνας των προσώπων ή των επιχειρήσεων σε βάρος των οποίων επιβάλλονται κυρώσεις. Η τήρηση δε της αρχής αυτής, ενόψει και των σκοπών στους οποίους αποβλέπει, πρέπει να λαμβάνει υπόψη την διάκριση δύο κρίσιμων σταδίων της διοικητικής διαδικασίας που προηγούνται της εκδόσεως της πράξεως επιβολής κυρώσεως, σε καθένα από τα οποία πρέπει να εξετάζεται αυτοτελώς. Το πρώτο στάδιο οριοθετεί η χρονική περίοδος διοικητικής έρευνας, η οποία εκκινεί από την με κάθε τρόπο ενημέρωση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για κρίσιμο γεγονός (πράξη ή παράλειψη) σχετικό με διάπραξη παράβασης που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της κεφαλαιαγοράς και εκτείνεται μέχρι την κοινοποίηση των προσαπτόμενων παραβάσεων στο φερόμενο δράστη (φυσικό ή νομικό πρόσωπο), προκειμένου αυτός να αντικρούσει τις σχετικές πραγματικές και νομικές διαπιστώσεις της έρευνας. Η υπερβολική και αδικαιολόγητη, εκτιμωμένων των συντρεχουσών περιστάσεων (αναλόγως, δηλαδή, της εκτάσεως και του βάθους της απαιτούμενης έρευνας, της συγκεντρώσεως και διασταυρώσεως του σχετικού αποδεικτικού υλικού), διάρκεια αυτού του σταδίου, πλέον των δυσμενών συνεπειών που μπορεί να επιφέρει στο επενδυτικό κοινό, δύναται να επηρεάσει τα δικαιώματα άμυνας των ερευνόμενων προσώπων ή επιχειρήσεων, ειδικότερα δε τη συλλογή των σχετικών υπερασπιστικών αποδεικτικών μέσων που θα απαιτηθεί να επικαλεσθούν προκειμένου να αντικρούουν την εις σε βάρος τους επιβολή προστίμου. Περαιτέρω, το δεύτερο στάδιο εντός του οποίου πρέπει να τηρείται αυτοτελώς η ανωτέρω αρχή εκκινεί μετά την κοινοποίηση στον φερόμενο ως δράστη των αποδοθεισών παραβάσεων προκειμένου αυτός να υποβάλλει τις απόψεις του και εκτείνεται μέχρι και την έκδοση της τελικής αποφάσεως επιβολής κυρώσεως. Εκ των ανωτέρω, συνάγεται ότι πράξη επιβολής προστίμου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς καθίσταται παράνομη εάν έχει συντελεσθεί υπέρβαση της αρχής της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας εντός ενός εκ των ανωτέρω δύο σταδίων της διοικητικής διαδικασίας επιβολής κυρώσεων που προηγούνται της εκδόσεώς της (το χρονικό εύρος των οποίων προσδιορίζεται αναλόγως των περιστάσεων κάθε υποθέσεως) όχι όμως εξαιτίας και μόνο της παρόδου συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος μεταξύ της ημερομηνίας εκδόσεώς της και της ημερομηνίας τελέσεως της παραβάσεως (βλ. ΣτΕ 1732/2020).

 

6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Η εταιρία με την επωνυμία «ASPIS FINANCE PLC», θυγατρική της «ASPIS BANK», εξέδωσε στις 10.2.2005 ομολογίες, η καθεμία από τις οποίες είχε ονομαστική αξία 1.000 ευρώ και συνολικά η ονομαστική τους αξία ανερχόταν στα 50.000.000 ευρώ, κυμαινόμενου επιτοκίου, μειωμένης εξασφάλισης, με την εγγύηση της τράπεζας «ASPIS BANK ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» («ASPIS BANK»), δεκαετούς διάρκειας, με τιμή έκδοσης στο 100% της ονομαστικής τους αξίας. Οι παραπάνω ομολογίες εισήχθησαν, με κωδικό αριθμό ISIN XS., στις 10.2.2005, στο Χρηματιστήριο του Λουξεμβούργου, όπου και διαπραγματεύονταν μέχρι τις 15.2.2012, ημερομηνία κατά την οποία αναστάλθηκε η διαπραγμάτευσή τους. Η τελευταία αναφορά τιμής για τις συγκεκριμένες ομολογίες φέρει ημερομηνία 8.2.2007. Με την 25/17.12.2011 Απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, ανακλήθηκε η άδεια για την ίδρυση και λειτουργία της Εγγυήτριας Τράπεζας η οποία τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση σύμφωνα με το άρθρο 68 του ν. 3601/2007. Στη συνέχεια, με την 26/17.12.2011 Απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος ορίσθηκε ότι, οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα της Εγγυήτριας από το ανωτέρω ομολογιακό δάνειο δεν θα περιλαμβάνονταν στα περιουσιακά στοιχεία που μεταβιβάστηκαν στο πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία «ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ» και θα παρέμεναν στην υπό ειδική εκκαθάριση Εγγυήτρια. Κατόπιν των εξελίξεων αυτών, η εταιρία δεν προέβη στην πληρωμή των τόκων της 10.2.2012 και στις 15.2.2012 αναστάλθηκε η διαπραγμάτευση των τίτλων της στο Χρηματιστήριο του Λουξεμβούργου, ενώ κατά το ίδιο έτος τέθηκε σε εκούσια εκκαθάριση με το αγγλικό δίκαιο. Για την εγγραφή και διάθεση της έκδοσης ορίστηκαν ως Κύριοι Συνδιαχειριστές («Joint Lead Managers») οι τράπεζες ABN AMRO BANK N.V. και η προσφεύγουσα ΑLPHA ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε. Οι εν λόγω τράπεζες συμφώνησαν από κοινού και εις ολόκληρο, δυνάμει Σύμβασης Αναδοχής («Subscription Agreement») υπογεγραμμένης την 8.2.2005, ότι θα εγγραφούν ή θα εγγράψουν επενδυτές για τις ομολογίες στο 100% της τιμής έκδοσης μείον την προμήθεια για τη συνδυασμένη διαχείριση, αναδοχή και διάθεση που προσδιορίζεται σε ποσοστό 0,3% της ονομαστικής αξίας των ομολογιών. Έκαστος Συνδιαχειριστής συμφώνησε ότι δεν έχει προβεί σε δημόσια προσφορά και ότι δεν θα προβεί σε δημόσια προσφορά των ομολογιών στην Ελλάδα, ή θα αναμειχθεί σε διαφημίσεις οποιουδήποτε είδους, ειδοποίηση, δήλωση ή άλλη σχετική δραστηριότητα στην Ελλάδα με σκοπό την προσέλκυση του κοινού για την απόκτηση των ομολογιών. Καμία δημόσια προσφορά των ομολογιών δεν επιτρέπεται στην Ελλάδα δίχως την προηγούμενη έκδοση και δημοσίευση ενημερωτικού δελτίου εγκεκριμένου από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και όλες οι διατάξεις του Ν. 876/1979 και του Π.Δ. 52/1992 οφείλουν να τηρηθούν αναφορικά με οποιαδήποτε πράξη σε σχέση με τη δημόσια προσφορά των ομολογιών στην Ελλάδα. Με την 4751/6.4.2012 επιστολή της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή διαβιβάστηκε στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς καταγγελία επενδύτριας σχετικά με το ομολογιακό δάνειο μειωμένης εξασφάλισης, εκδόσεως της προαναφερόμενης εταιρίας «ASPIS FINANCE PLC» και την τύχη της επένδυσής της στο συγκεκριμένο επενδυτικό προϊόν, με την αναφορά ότι η αγορά των ομολογιών από τους επενδυτές πραγματοποιήθηκε κατόπιν παρότρυνσης και προτροπής της ALPHA BANK (Private Banking). Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, προέβη σε διερεύνηση της προαναφερόμενης καταγγελίας, καθώς και λοιπών καταγγελιών (σύνολο 67) που κατατέθηκαν σε αυτήν, σχετικά με τον τρόπο διάθεσης των ομολογιών στο κοινό και για το λόγο αυτό απέστειλε στην προσφεύγουσα την 567/12.2.2014 επιστολή, με την οποία ζητούσε πληροφορίες σχετικά με: α) τη Σύμβαση Αναδοχής, τις ενέργειες στις οποίες προέβη ως Κύριος Συνδιαχειριστής (Lead Manager) για τη διάθεση των ως άνω ομολογιών και τα αποτελέσματα αυτών, αναφέροντας αν απόκτησε ομολογίες για ίδιο λογαριασμό, σε ποιους απευθύνθηκε, με ποιον τρόπο και τα πρόσωπα τα οποία τελικά επένδυσαν (στοιχεία αυτών, τιμή, ποσότητα, ημερομηνία κατάρτισης συναλλαγής) και β) την εν γένει διάθεση των ως άνω ομολογιών σε πελάτες, αναφέροντας για κάθε συναλλαγή τα πρόσωπα στα οποία διατέθηκαν οι ως άνω ομολογίες και τυχόν συνδικαιούχους (ονοματεπώνυμο, διεύθυνση, τηλ. επικοινωνίας), τους αντισυμβαλλόμενους, την τιμή, την ποσότητα, την ημερομηνία κατάρτισης της συναλλαγής και τον τρόπο κατάρτισής της και τέλος, να προσκομίσει ενδεικτικά, αντίγραφα των σχετικών παραστατικών των συναλλαγών και κάθε άλλο σχετικό κατά την κρίση της έγγραφο, όπως τυχόν πληροφοριακό υλικό που παρασχέθηκε στους επενδυτές. Η προσφεύγουσα με την 2257/20.2.2014 επιστολή της δήλωσε τα εξής: Η έκδοση διατέθηκε στην ABN AMRO BANK N.V. Βάσει της Σύμβασης Αναδοχής (όρος 2.2-2.3) η ABN AMRO BANK N.V. κατέβαλε 49.850.000 ευρώ και ανέλαβε πλήρως την έκδοση ομολογιών με ημερομηνία διακανονισμού 10.2.2005. Η προσφεύγουσα (ALPHA BANK) μέσω της Διεύθυνσης Χρηματοοικονομικής Διαχείρισης αγόρασε από την ABN AMRO BANK N.V. (με ημερομηνία διακανονισμού 10.2.2005) 2.000 ομολογίες σε τιμή 99,7% και 20.000 ομολογίες σε τιμή 99,9% της ονομαστικής αξίας. Ακολούθως, μέσω της Διεύθυνσης Πωλήσεων Χρηματοοικονομικών Προϊόντων με ίδια ημερομηνία διακανονισμού εκ των ανωτέρω ομολογιακών τίτλων πώλησε σε τιμή 100% της ονομαστικής αξίας 500 ομολογίες στην ASPIS PRONIA AEGA ATHENS και 3.000 ομολογίες στο αμοιβαίο κεφάλαιο νυν ALPHA ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΙΚΩΝ ΟΜΟΛΟΓΩΝ. Η Διεύθυνση Πωλήσεων Χρηματοοικονομικών Προϊόντων δεν απευθύνθηκε σε επενδυτές. Οι δε υπόλοιπες ομολογίες (δηλαδή 22.000-3.500=18.500) διακρατήθηκαν στο χαρτοφυλάκιο της Τράπεζας (σχ. το αντίγραφο της Σύμβασης Αναδοχής και το Έντυπο Προσφοράς “Offering Circular” της ASPIS FINANCE PLC της 8.2.2005). Στα πλαίσια παροχής της επενδυτικής υπηρεσίας της λήψης διαβίβασης και εκτελέσης εντολών για την κατάρτιση συναλλαγών επί χρηματοπιστωτικών μέσων, η Διεύθυνση Private Banking, στο χρονικό διάστημα μεταξύ 10.2.2005 έως 21.7.2008 έλαβε εντολές από πελάτες της Τράπεζας κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στις υφιστάμενες μεταξύ αυτών και της Τράπεζας συμβάσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών για την κατάρτιση συναλλαγών αγοράς διαφόρων ποσοτήτων ονομαστικής αξίας της ομολογιακής έκδοσης. Αρμόδιος λειτουργός του Private Banking εξήγησε ένα προς ένα όλα τα χαρακτηριστικά του χρηματοπιστωτικού μέσου στους πελάτες που ενδιαφέρονταν και προώθησε στη Διεύθυνση Πωλήσεων Χρηματοοικονομικών Προϊόντων τις εν λόγω εντολές, η οποία τις εκτέλεσε. Κατά τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας ο συγκεκριμένος ομολογιακός τίτλος δεν συμπεριλαμβανόταν μέσα στις προτεινόμενες εκδόσεις στους πελάτες συμβουλευτικής διαχείρισης. Περαιτέρω, η προσφεύγουσα προσκόμισε: α) πίνακα των πελατών της, που αγόρασαν ομολογίες της Εταιρίας το διάστημα 10.2.2005 έως 21.7.2008 (σχ. «Πίνακας Συναλλαγών Αγορών»), αναφέροντας για καθένα επενδυτή-πελάτη της, την ημερομηνία συναλλαγής και εκκαθάρισης, την τιμή της ομολογίας, την ονομαστική αξία του συνόλου των ομολογιών που αγοράστηκαν, το τελικό ποσό που καταβλήθηκε, τους συνδικαιούχους και τις διευθύνσεις τους, β) ορισμένα παραστατικά συναλλαγών πελατών της επί της εν λόγω ομολογιακής έκδοσης, τα οποία φέρουν τίτλο «Άυλοι Τίτλοι-Αποδεικτικό Δευτερογενούς Αγοράς» και περιλαμβάνουν πληροφορίες που αφορούν στους επενδυτές και στις ομολογίες που αγόρασαν. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αφού έκρινε ότι οι εξηγήσεις της προσφεύγουσας δεν ήταν επαρκείς σχετικά με τον τρόπο κατάρτισης των ως άνω συναλλαγών, μέσω ποιας Αγοράς πραγματοποιήθηκαν (οι ομολογίες ήταν εισηγμένες στο Χρηματιστήριο του Λουξεμβούργου), τη διαδικασία και τους αντισυμβαλλόμενους, απέστειλε στην προσφεύγουσα τις ./18.6.2015 και ./9.9.2015 επιστολές, ζητώντας διευκρινήσεις στις οποίες η προσφεύγουσα απάντησε με τις ./7.8.2015 και ./1.10.2015 επιστολές της. Με βάση τα στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα στην Επιτροπή προέκυψε ότι: Η ASPIS BANK γνωστοποίησε την έκδοση του ομολογιακού δανείου, με ανακοινώσεις της, ημερομηνίας 11.2.2005, στο Ημερήσιο Δελτίο Τιμών του ΧΑ και στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ. Στις ανακοινώσεις αυτές, η ASPIS BANK γνωστοποιούσε, κυρίως, ότι σε συνέχεια της από 5.4.2004 απόφασης της Ετήσιας Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της, προέβη στις 10.2.2005 σε έκδοση δεκαετούς ομολογιακού δανείου, ύψους 50.000.000 ευρώ, μέσω της 100% θυγατρικής της εταιρίας ειδικού σκοπού με έδρα την Αγγλία, ASPIS FINANCE PLC και ότι το δάνειο διατέθηκε και καλύφθηκε με ιδιωτική τοποθέτηση από εγχώριους και αλλοδαπούς θεσμικούς. Η ABN AMRO BANK N.V. και η ALPHA BANK ανέλαβαν Κύριοι Συνδιαχειριστές της έκδοσης και με τους όρους και τις προϋποθέσεις της Σύμβασης, συμφώνησαν αλληλεγγύως και εις ολόκληρο να εγγραφούν ή να εξασφαλίσουν εγγραφές για την έκδοση από την «ASPIS FINANCE PLC» ομολογιών συνολικής ονομαστικής αξίας 50.000.000 ευρώ, κυμαινόμενου επιτοκίου, μειωμένης εξασφάλισης, δεκαετούς διάρκειας, με τιμή έκδοσης στο 100% της ονομαστικής τους αξίας. Από τον Πίνακα Συναλλαγών Αγορών, προέκυψε ότι το χρονικό διάστημα από 10.2.2005 έως 21.7.2008 πραγματοποιήθηκαν, 527 συναλλαγές αγοράς ομολογιών της ASPIS FINANCE PLC, από πελάτες της Τράπεζας, φυσικά και νομικά πρόσωπα από όλη την Ελλάδα και κατά συντριπτική πλειοψηφία από την επαρχία. Καθεμία συναλλαγή αγοράς, αφορά στην πλειοψηφία τουλάχιστον δύο δικαιούχους και ως εκ τούτου ο αριθμός των επενδυτών είναι πολλαπλάσιος του αριθμού των συναλλαγών αγοράς, ήτοι άνω των 1.000. Ειδικότερα, το έτος 2005, πραγματοποιήθηκαν 992 εγγραφές (δικαιούχοι και συνδικαιούχοι). Σημειώνεται ότι την πρώτη ημέρα έκδοσης των ομολογιών, δηλαδή στις 10.2.2005, πραγματοποιήθηκαν 124 εγγραφές και συνολικά τον πρώτο μήνα από την έκδοση των ομολογιών, πραγματοποιήθηκαν 159 εγγραφές, κατά συντριπτική πλειοψηφία από την επαρχία, για την αγορά ομολογιών της ASPIS FINANCE PLC. Ακολούθως, τα έτη 2006, 2007 και 2008 πραγματοποιήθηκαν 235,137 και 53 εγγραφές αντίστοιχα, για την αγορά ομολογιών της ASPIS FINANCE PLC. Η τιμή κατάρτισης όλων των ανωτέρω συναλλαγών, με εξαίρεση τις τελευταίες 16, κυμαίνεται μεταξύ 100,1%-102,77% της ονομαστικής αξίας των ομολογιών και σε κάθε περίπτωση: α) άνω του 99,9% της ονομαστικής τους αξίας, τιμή στην οποία η Τράπεζα αρχικώς αγόρασε 20.000 τεμάχια ομολογιών από την ABN AMRO και β) άνω του 99,7%, τιμή στην οποία η Τράπεζα αρχικώς αγόρασε 2.000 τεμάχια ομολογιών από την ABN AMRO. Ο συνολικός όγκος των ανωτέρω συναλλαγών ανήλθε σε 43.933 τεμάχια. Η ονομαστική αξία των ανωτέρω συναλλαγών ανήλθε σε 43.933.000 ευρώ και η αξία πώλησης σε 44.280.053 ευρώ. Από τις πληροφορίες και δηλώσεις των καταγγελλόντων (βλ. σχ. σελ. 9 έως 30 της προσβαλλόμενης απόφασης), τα στοιχεία που αυτοί προσκόμισαν όσον αφορά την αστική διαδικασία που κίνησαν κατά της προσφεύγουσας και συγκεκριμένα την 5809/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την 459/2016 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την 68/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων και την 113/2016 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Λάρισας, σύμφωνα με την οποία η Τράπεζα υποχρεούνταν στην υποβολή προς έγκριση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερωτικού δελτίου βάσει του άρθρου 3 του π.δ. 52/1992, προκύπτει ότι: Τη χρονική περίοδο 2005-2007, η προσφεύγουσα μέσω των υπαλλήλων της, με πρωτοβουλία της, πρότεινε στο πλαίσιο προφορικής και σε μία μόνο περίπτωση γραπτής επικοινωνίας, με τους καταγγέλλοντες- πελάτες της από όλη την Ελλάδα, την αγορά ομολογιών της ASPIS FINANCE PLC, παρέχοντάς τους πληροφορίες προκειμένου οι τελευταίοι να έχουν τη δυνατότητα να προβούν στην αγορά των ομολογιών αυτών, παρόλο που η Τράπεζα ισχυρίζεται ότι ο συγκεκριμένος τίτλος δεν περιλαμβανόταν στις προτεινόμενες ομολογιακές εκδόσεις προς τους πελάτες της συμβουλευτικής διαχείρισης. Ειδικότερα, από το σύνολο των στοιχείων του Ελέγχου η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνάγει ότι η προσφεύγουσα στις 10.2.2005 ως ανάδοχος, αγόρασε από την ABN AMRO BANK N.V., 22.000 ομολογίες, της ASPIS BANK, εκδόσεως της ASPIS FINANCE PLC, ονομαστικής αξίας 22.000.000 ευρώ που αντιστοιχούσαν σε ποσοστό 44% της αξίας της έκδοσης. Ακολούθησε, την ίδια ημερομηνία, η μεταπώληση από την ALPHA BANK 3.500 ομολογιών σε εγχώριους θεσμικούς επενδυτές. Οι υπόλοιπες 18.500 ομολογίες από τις αρχικές (22.000) που αποκτήθηκαν από την ALPHA BANK, «διακρατήθηκαν κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία σε λογαριασμό ιδιοκτησίας της ALPHA BANK και ακολούθησαν επ’ αυτών τόσο διατραπεζικές πράξεις, όσο και αγοραπωλησίες σε εκτέλεση εντολών πελατών της ALPHA BANK». Οι τίτλοι που πωλήθηκαν στην πελατεία προήλθαν από το λογαριασμό ιδιοκτησίας της Τράπεζας. Ωστόσο, η προσφεύγουσα, κατά τη διάρκεια των ετών 2005-2008, μέσω του δικτύου καταστημάτων της και της Διεύθυνσης Private Banking αυτής, φαίνεται ότι απευθύνθηκε σε απροσδιόριστο αριθμό προσώπων, με σκοπό την προσέλκυση του κοινού για τη μεταπώληση των ομολογιών. Συγκεκριμένα, υπάλληλοι της προσφεύγουσας απευθύνθηκαν σε πελάτες της από όλη την Ελλάδα, γραπτά και προφορικά με δική της πρωτοβουλία, παρέχοντας πληροφορίες στους υποψήφιους επενδυτές ώστε να τους δίνεται η δυνατότητα λήψης επενδυτικής απόφασης. Από το αποτέλεσμα της διαρκούς αυτής πρόσκλησης φαίνεται ότι, η προσφεύγουσα κατά τη διάρκεια των ετών 2005 έως 2008 απευθύνθηκε, σε τουλάχιστον 1.417 πρόσωπα, δικαιούχους και συνδικαιούχους, για ομολογίες της Εκδότριας. Κατά το χρονικό διάστημα από 10.2.2005 έως 16.10.2005 (περίοδος ισχύος του π.δ. 52/1992) πραγματοποιήθηκαν 687 εγγραφές για την αγορά ομολογιών της ASPIS BANK, ενώ κατά το χρονικό διάστημα από 17.10.2005 έως 21.7.2008 (περίοδος ισχύος του ν.3401/2005) πραγματοποιήθηκαν 730 εγγραφές για την αγορά ομολογιών της ASPIS BANK. Από τα στοιχεία αυτά, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου από 10.2.2005 έως 21.7.2008 διέθεσε στο κοινό κινητές αξίες ως εξής: Α) την περίοδο από την 10.2.2005 έως την 16.10.2005 φαίνεται ότι απηύθυνε πρόσκληση προς το κοινό για επένδυση σε κινητές αξίες, για την οποία είχε υποχρέωση να δημοσιεύσει ενημερωτικό δελτίο, σύμφωνα με το άρθρο 5 του π.δ. 52/1992, καθώς η πρόσκληση δεν εμπίπτει στις εξαιρέσεις του άρθρου 4 παρ. 1 του π.δ. 52/1992 δεδομένου ότι: 1) δεν απευθύνθηκε σε πρόσωπα στα πλαίσια των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων, 2) δεν απευθύνθηκε σε περιορισμένο κύκλο προσώπων, 3) η τιμή πώλησης του συνόλου των προσφερομένων κινητών αξιών δεν υπερέβαινε το ισότιμο του ποσού των 40.000 ECU, 4) οι προσφερόμενες κινητές αξίες δεν ήταν δυνατόν να αποκτηθούν μόνον κατόπιν καταβολής τουλάχιστον 40.000 ECU ανά επενδυτή, και δεν φαίνεται ότι η πρόσκληση αφορούσε σε κάποια από τις εξαιρέσεις του άρθρου 4 παρ. 2, ή του άρθρου 6 του π.δ. 52/1992, δεδομένου ότι αφορούσε σε ομολογίες, ονομαστικής αξίας 1.000 ευρώ ανά τεμάχιο, εκδόσεως της ASPIS FINANCE PLC, εταιρίας περιορισμένης ευθύνης, θυγατρικής της ASPIS BANK και συνεπώς, η προσφεύγουσα παραβίασε τις διατάξεις του άρθρου 5 του π.δ. 52/1992, ως ίσχυε που επισύρουν τις κυρώσεις του άρθρου 76 παρ. 10 του ν. 1969/1991 Β) την περίοδο από την 17.10.2005 έως την 21.7.2008, φαίνεται ότι προέβη σε δημόσια προσφορά, μεταπωλώντας στο κοινό από τις 18.500 ομολογίες, ονομαστικής αξίας 18.500.000 ευρώ, της τράπεζας ASPIS BANK, εκδόσεως της θυγατρικής της ASPIS FINANCE PLC, που κατείχε στον λογαριασμό ιδιοκτησίας της και τις οποίες είχε αρχικώς αγοράσει ως ανάδοχος, για την οποία είχε υποχρέωση να δημοσιεύσει ενημερωτικό δελτίο σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1,3 και 4 του ν. 3401/2005, ως ισχύει, διότι η δημόσια προσφορά δεν εμπίπτει σε κάποια εξαίρεση του της παρ. 2 του ίδιου άρθρου, ως ισχύει, καθώς δεν προκύπτει ότι: α) απευθύνθηκε αποκλειστικά σε Ειδικούς Επενδυτές (κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 1 (στ) του ν. 3401/2005), β) απευθύνθηκε σε λιγότερα από 150 φυσικά ή νομικά πρόσωπα ανά κράτος μέλος τα οποία δεν ήταν Ειδικοί Επενδυτές, καθώς τεκμαίρεται ότι την εν λόγω περίοδο απευθύνθηκε σε άνω των 150 προσώπων τα οποία δεν ήταν Ειδικοί Επενδυτές, γ) απευθύνθηκε σε επενδυτές οι οποίοι απέκτησαν κινητές αξίες με συνολική αξία τουλάχιστον 100.000 ευρώ ανά επενδυτή για κάθε επιμέρους προσφορά, δ) η ονομαστική αξία των κινητών αξιών ανέρχεται σε τουλάχιστον 1000.000 ευρώ, ούτε ε) ότι η κάθε προσφορά αφορούσε κινητές αξίες με συνολική αξία στην Ευρωπαϊκή Ένωση μικρότερη από 100.000 ευρώ, εντός περιόδου 12 μηνών και συνεπώς, η προσφεύγουσα παραβίασε τις διατάξεις του άρθρου 3, παρ. 1,3 & 4 του ν. 3401/2005, γεγονός που επισύρει τις κυρώσεις του άρθρου 24 του ιδίου ως άνω νόμου καθώς δεν δημοσίευσε σχετικό ενημερωτικό δελτίο, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3401/2005 σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 3 έως 26 του Κανονισμού της Επιτροπής (ΕΚ) αρ. 809/2004. Για τους λόγους αυτούς, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αποφάσισε να παρασχεθεί δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης στην «ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.» και της απέστειλε την ./14.7.2017 επιστολή παροχής δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης. Σε συνέχεια της επιστολής αυτής, η προσφεύγουσα με την  ./19.7.2017 επιστολή της ζήτησε πρόσθετη προθεσμία έως τις 31.10.2017 προκειμένου να απαντήσει στο δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης, η οποία της χορηγήθηκε έως τις 19.9.2017 (σχ. η ./26.7.2017 επιστολή της Επιτροπής). Τέλος, η προσφεύγουσα απέστειλε την ./22.9.2017 απαντητική επιστολή της, στην οποία επισύναψε τα ακόλουθα έγγραφα: α) την από 15.9.2017 γνωμοδότηση του ., β) κατάλογο των συναλλαγών (αγορών και πωλήσεων) επί ομολογιών της Τράπεζας με επαγγελματίες επενδυτές για το χρονικό διάστημα από 10.2.2005 έως 21.7.2008. γ) κατάλογο των συναλλαγών (αγορών και πωλήσεων) επί ομολογιών της Τράπεζας με ιδιώτες επενδυτές για το χρονικό διάστημα από 10.2.2005 έως 21.7.2008, δ) κατάλογο με την ποσοστιαία συμμετοχή των ομολογιών στα χαρτοφυλάκια των πελατών της Τράπεζας στις ημερομηνίες 11.2.2005 και 21.7.2008. Περαιτέρω, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συμπληρωματικά με την ./14.7.2017 επιστολή της παροχής δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης απέστειλε στην προσφεύγουσα την ./4.12.17 επιστολή, με την οποία ενημέρωσε την προσφεύγουσα, έθεσε υπόψη της «στοιχεία του φακέλου που αφορούν τις καταγγελίες επενδυτών και τα προσκομισθέντα από αυτούς στοιχεία και πληροφορίες που έχουν υποβληθεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς» και χορήγησε προθεσμία δέκα ημερών από την παραλαβή των εγγράφων για την υποβολή τυχόν συμπληρωματικών απόψεων. Στις 11.12.2017 η προσφεύγουσα παρέλαβε αντίγραφα των στοιχείων του φακέλου, συμπεριλαμβανομένων των καταγγελιών και αποσπάσματος του από 25.5.2017 εισηγητικού σημειώματος της Διεύθυνσης Εισηγμένων Εταιριών προς την Εκτελεστική Επιτροπή και μετά από την παράταση που έλαβε απάντησε τελικά με ./12.1.2018 επιστολή της, με την οποία υποστήριξε ότι η δραστηριότητά της, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα (14.2.2005 έως 21.7.2008), δεν συνιστούσε διάθεση και τοποθέτηση αξιών και συναφώς, ούτε μεταπώληση κινητών αξιών, κατά την έννοια των παρ. 3 και 4 του άρθρου 3 του ν. 3401/2005, που είχε αποκτήσει ως ανάδοχος, ασκώντας τη δραστηριότητα του άρθρου 4 παρ. 1στοιχ. στ’ και ζ’ του ν.3606/2007. Tέλος, το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς λαμβάνοντας υπόψη όλα τα προαναφερόμενα τα στοιχεία του ελέγχου και τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας με την προσβαλλόμενη ./ 3.7.2018 απόφαση του αποφάνθηκε ότι: α) κατά τη χρονική περίοδο 10.2.2005 έως 16.2.2005 η προσφεύγουσα παραβίασε τις διατάξεις του άρθρου 5 του π.δ 52/1992 και της επέβαλλε χρηματικό πρόστιμο 50.000 ευρώ, σύμφωνα με το άρθρο 76 παρ. 10 του ν.1969/1991 και β) κατά τη χρονική περίοδο 17.10.2005 έως 21.7.2008 η προσφεύγουσα παραβίασε τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1,3 και 4 του ν.3401/2005 και της επέβαλλε χρηματικό 50.000 ευρώ σύμφωνα με το άρθρο 24 παρ. 1 του ιδίου νόμου. Κατά την επιμέτρηση του προστίμου λήφθηκε υπόψη από την Επιτροπή: α) ο κίνδυνος που ενείχε η ανωτέρω παράβαση για πρόκληση ζημίας στους επενδυτές και στην εύρυθμη λειτουργία της αγοράς καθόσον η διάθεση ενημερωτικού δελτίου εκπληρώνει σκοπούς προστασίας της εύρυθμης λειτουργίας της χρηματιστηριακής αγοράς ως θεσμός ενίσχυσης της διαφάνειας και εμπέδωσης της εμπιστοσύνης του επενδυτικού κοινού, β) το ότι δεν κατέστη εφικτός ο υπολογισμός του τυχόν προσπορισμού κέρδους από την προσφεύγουσα και γ) το ότι αυτή δεν ήταν υπότροπη. Ηδη, με την προσφυγή της, όπως οι λόγοι αυτής αναπτύσσονται με το νόμιμα κατατεθειμένο υπόμνημά της στο οποίο αναφέρονται τα έγγραφα που προσκομίζει για την απόδειξη των ισχυρισμών της, η προσφεύγουσα, επαναλαμβάνει τα όσα υποστήριξε ενώπιον της Επιτροπής και ζητά την ακύρωση άλλως τη μεταρρύθμιση της καταλογιστικής απόφασης. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα επικαλείται και προσκομίζει μεταξύ άλλων τα εξής: 1) την από 15.9.2017 γνωμοδότηση του δικηγόρου Αθηνών και διδάκτορος Νομικής του Πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης, ., 2) το έντυπο προσφοράς υπό τον τίτλο «Offering Circular», που έχει εκδοθεί για την εισαγωγή των ομολογιών στο Χρηματιστήριο του Λουξεμβούργου, 3) επικυρωμένο αντίγραφο του Πίνακα Συναλλαγών της «ΑLPHA BANK» επί των ομολογιών κατά την περίοδο από 1.1.2005 έως και 31.12.2008 για τις συναλλαγές με ιδιώτες επενδυτές και για τις συναλλαγές με θεσμικούς επενδυτές, 4) επικυρωμένο αντίγραφο από τα μηχανογραφικά τηρούμενα εμπορικά βιβλία της «ΑLPHA BANK» των παραστατικών-αποδεικτικών αγοράς των ομολογιών με τον τίτλο «ΑΥΛΟΙ ΤΙΤΛΟΙ-ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟ ΔΕΥΤΟΡΟΓΕΝΟΥΣ ΑΓΟΡΑΣ», 5) γνωμοδότηση της καθηγήτριας της Νομικής Σχολής Θεσσαλονίκης Πελαγίας-Γέσιου Φαλτσή, δημοσιευμένη στο σύγγραμμά της «Η δικονομική έννομη τάξη» τομ. 5 2019, σελ. 191 επ., 6) την από 10.7.2012 έκθεση επαλήθευσης αναγγελθεισών απαιτήσεων κατά της Τ-Bank υπό ειδική εκκαθάριση, 7) την Π./28.4.2004 Σύμβαση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, 8) επικυρωμένο αντίγραφο από τα μηχανογραφικά τηρούμενα εμπορικά βιβλία της «ΑLPHA BANK» του Καταλόγου με την ποσοστιαία συμμετοχή των ομολογιών στα χαρτοφυλάκια των πελατών της στις 11.2.2005 και 21.7.2008 και 9) τη σύμβαση αναδοχής μεταξύ της «ΑLPHA BANK» και της «ΑAMRON BANK». Αντίθετα, η καθ’ ης Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με την από 23.9.2021 έκθεση απόψεών της, ζητά την επικύρωση της καταλογιστικής απόφασης και υποστηρίζει ότι η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως νόμω και ουσία αβάσιμη.

 

7. Επειδή, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι μη νόμιμη και ακυρωτέα διότι εκδόθηκε αναρμόδια πέραν του εύλογου χρόνου, 13 έτη από την τέλεσή της αποδιδόμενης σε αυτήν παράβασης, κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης, της νομιμότητας, σε αντίθεση με τις διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 3 του Συντάγματος που απαγορεύει την καταχρηστική άσκηση δικαιώματος και ότι σε κάθε περίπτωση έχει υποπέσει σε παραγραφή. Ο ισχυρισμοί αυτοί πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Και τούτο διότι, αν και οι αποδιδόμενες στην προσφεύγουσα παραβάσεις αφορούν τη χρονική περίοδο 2005 έως 2008, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έλαβε γνώση αυτών το έτος 2012 που διαβιβάστηκε σε αυτήν από τη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή η πρώτη καταγγελία επενδύτριας και άμεσα ξεκίνησε τη διενέργεια ελέγχου κατά τη διάρκεια του οποίου υποβλήθηκαν στην Επιτροπή συνολικά 67 καταγγελίες πελατών-επενδυτών. Κατά τον έλεγχο, συγκεντρώθηκαν στοιχεία που αφορούσαν την έκδοση των επίμαχων ομολογιών και το ρόλο της προσφεύγουσας. Ειδικότερα, η Επιτροπή απέστειλε στην προσφεύγουσα τις ./12.2.2014, ./18.6.2015, ./9.9.2015 επιστολές με τις οποίες ζητούσε διευκρινήσεις και στοιχεία που αφορούσαν τη συγκεκριμένη περίοδο, στις οποίες αυτή ανταποκρίθηκε με τις ./20.2.2014, ./7.8.2015, ./1.10.2015 αντίστοιχες επιστολές, ενώ ταυτόχρονα πραγματοποίησε δειγματοληπτική επικοινωνία με πελάτες που κατά την προσφεύγουσα είχαν αγοράσει τις συγκεκριμένες ομολογίες. Μετά τον έλεγχο όλων των στοιχείων, η διοικητική έρευνα ολοκληρώθηκε με την κοινοποίηση στην προσφεύγουσα της ./14.7.2017 επιστολής προκειμένου να υποβάλει τις απόψεις της σχετικά με την αποδοθείσα παράβαση. Με τα δεδομένα αυτά και εκτιμώντας τις συντρέχουσες περιστάσεις, κατά το πρώτο στάδιο της διοικητικής διαδικασίας από την Επιτροπή, ενόψει της αναγκαιότητας συλλογής, διερεύνησης και ελέγχου των απαραίτητων στοιχείων, της εκτίμησης και αξιολόγησης αυτών και ανεξάρτητα της πολυπλοκότητας της υπόθεσης, η οποία δεν αποτελεί το μοναδικό κριτήριο που λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό του ευλόγου χρόνου (πρβλ. ΣτΕ91/2022), το χρονικό διάστημα αυτό των πέντε ετών κρίνεται εύλογο και δεν υπάρχει υπέρβαση της αρχής της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας. Περαιτέρω, δεν υφίσταται υπέρβαση του κατά τα πιο πάνω εύλογου χρόνου από την Επιτροπή ούτε και ως προς το δεύτερο στάδιο της σχετικής διαδικασίας, αφού το χρονικό διάστημα μεταξύ της κοινοποίησης, με την παραπάνω επιστολή, στις 22.9.2017 στην προσφεύγουσα της αποδοθείσας παράβασης, προκειμένου αυτή να υποβάλει τις απόψεις της, ώστε να αντικρούσει τις σχετικές διαπιστώσεις της έρευνας και την έκδοση στις ./3.7.2018, αλλά και κοινοποίησης στις 5.11.2018, της προσβαλλόμενης απόφασης, κρίνεται ελάχιστο και σε κάθε περίπτωση εύλογο. Ως εκ τούτου, δεν έχει συντελεσθεί υπέρβαση της αρχής της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας εντός ενός εκ των ανωτέρω δύο σταδίων της διοικητικής διαδικασίας επιβολής κυρώσεων που προηγούνται της εκδόσεώς της (το χρονικό εύρος των οποίων προσδιορίζεται αναλόγως των περιστάσεων κάθε υποθέσεως), ώστε να καταστεί παράνομη η προσβαλλόμενη απόφαση επιβολής προστίμου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (βλ. σχ. ΣτΕ 1732/2020). Εξάλλου, εφόσον από την κείμενη νομοθεσία δεν θεσπίζεται συγκεκριμένη αποκλειστική προθεσμία προς έκδοση διοικητικής πράξεως επιβολής προστίμου, η υπέρβαση της οποίας θα καθιστούσε την  Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αναρμόδια κατά χρόνο, ούτε πολύ περισσότερο θεσπίζεται προθεσμία παραγραφής, παρά μόνο η υποχρέωση αυτής να εφαρμόσει την αρχή της εύλογης διάρκειας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και ο ειδικότερος ισχυρισμός της προσφεύγουσας ότι το δικαίωμα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για επιβολή κύρωσης ως προς τη φερόμενη παράβαση έχει υποπέσει σε  παραγραφή. Περαιτέρω, η αρχή της χρηστής διοίκησης, μη κατισχύουσα των ρητών ορισμών του νόμου (Σ.τ.Ε. 2445/2019), δεν βρίσκει πεδίο εφαρμογής στην περίπτωση καταλογισμού κύρωσης για παράβαση των διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας περί Κεφαλαιαγοράς (Σ.τ.Ε. 2775/2017), όπως δεν βρίσκει τέτοιο πεδίο εφαρμογής και η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου (Σ.τ.Ε. 2775/2017, 1671-72/2016, 1947/2015, 4299/2014, 440/2014, 3915-18/2011 κ.ά.), εφόσον, άλλωστε, η εν λόγω αρχή απαιτεί τη διατήρηση της ισχύος ευμενών για τον καλόπιστο διοικούμενο πράξεων (Σ.τ.Ε. 2724/2017). Τέλος, η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, που απαγορεύεται σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ 3 του Συντάγματος, αφορά τον τρόπο άσκησης των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, όχι όμως και τον τρόπο άσκησης των αρμοδιοτήτων της Διοικήσεως (βλ. ΣτΕ 1590/2000, 2465/1993, 5057/1987, πρβλ. και ΣτΕ 4640/1997).

 

8. Επειδή, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ακυρωτέα, ως πλημμελώς αιτιολογημένη, διότι τα πραγματικά περιστατικά που περιγράφονται σε αυτήν δεν επαρκούν για τη στοιχειοθέτηση της παράβασης και, ειδικότερα, δέχεται αυθαίρετα ότι η προσφεύγουσα, κατά το ένδικο χρονικό διάστημα από 10.2.2005 έως 21.7.2008, προέβη στη μεταπώληση των επίμαχων ομολογιών τις οποίες είχε αρχικά αγοράσει ως ανάδοχος. Ο ισχυρισμός αυτός, κατ’ αρχάς προβάλλεται αλυσιτελώς, αφού, σύμφωνα με το άρθρο 79 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α΄ 97), το Δικαστήριο, δικάζοντας την προσφυγή, εξετάζει από την αρχή το πραγματικό και νομικό μέρος της υπόθεσης, δυνάμενο να προβεί σε αυτοτελή διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών (ΣτΕ 620/1995 κ.ά.), υποχρεούμενο να μην ακυρώνει και αναπέμπει στη Διοίκηση την αναιτιολόγητη διοικητική πράξη, αλλά να εξαντλεί την ουσιαστική του κρίση, αναπληρώνοντας τις τυχόν ελλείψεις της αιτιολογίας με τις κατά την εκτίμησή του διαπιστώσεις (ΣτΕ 1820/2015, 4596/2012, 2170/2003, 1496/1998 επτ.). Πέραν τούτου, ο ισχυρισμός αυτός είναι και αβάσιμος, καθόσον η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης είναι ειδική, πλήρης και εμπεριστατωμένη, καθώς σε αυτή αναφέρονται σαφώς τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται σε προηγούμενη σκέψη, οι εφαρμοστέοι κανόνες, οι σκέψεις και οι εκτιμήσεις της Επιτροπής που οδήγησαν στη διαμόρφωση της κρίσης της, τα αποδεικτικά στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη, οι απαντήσεις της Επιτροπής στους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας που προβλήθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας ακρόασης.

 

9. Eπειδή, περαιτέρω, η προσφεύγουσα προβάλλει περιορισμό του δικαιώματος άμυνάς της, αφού υπήρξε αντικειμενική αδυναμία επαρκέστερων αποδεικτικών στοιχείων λόγω παρέλευσης υπέρμετρα μεγάλου χρονικού διαστήματος από την τέλεση της αποδιδόμενης παράβασης. Ο ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος διότι αν και, πράγματι, όπως ισχυρίζεται η προσφεύγουσα αλλά και όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, λόγω παρόδου μακρού χρονικού διαστήματος από τη διενέργεια των επίμαχων συναλλαγών δεν κατέστη δυνατή η εύρεση των αρχείων εντολών και παρόμοιων στοιχείων που αφορούν την κατάρτιση των επίμαχων συναλλαγών, ωστόσο δεν προκύπτει ότι τα στοιχεία αυτά ήταν αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση της παραβάσεως, ενόψει των λοιπών ευρημάτων του ελέγχου, ούτε ότι η έλλειψή τους περιόρισε τη δυνατότητα άμυνας της προσφεύγουσας. Εξάλλου, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος και ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ότι, λόγω παρόδου μακρού χρόνου από την κρίσιμη χρονική περίοδο, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αδυνατεί να αποδείξει τη φερόμενη παράβαση και μετατίθεται σε αυτήν το σχετικό βάρος, δεδομένου ότι από τα συνδυαστικά στοιχεία που προσκομίζει η Επιτροπή αποδεικνύεται, καταρχήν μη νόμιμη συμπεριφορά της προσφεύγουσας, για την οποία αυτή κλήθηκε στη συνέχεια να εκπληρώσει την υποχρέωσή της να στηρίξει με αποδεικτικά στοιχεία τις θέσεις της.

 

10. Eπειδή, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι μη νόμιμη διότι εκδόθηκε κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 5 του π.δ 52/1992 και του άρθρου 3 παρ. 1, 3 και 4 του ν. 3401/2005. Ειδικότερα, αυτή υποστηρίζει ότι η μεταπώληση των ομολογιών που απέκτησε υπό την ιδιότητα του αναδόχου δεν εντάσσεται στην έννοια της «πρόσκλησης-δημόσιας προσφοράς», ώστε να τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις περί ενημερωτικού δελτίου αλλά έγιναν από αυτήν ως κατ’ επάγγελμα παρέχουσα επενδυτικές υπηρεσίες, ασκώντας την επενδυτική δραστηριότητα της διαπραγμάτευσης για ίδιο λογαριασμό, με δικά της κεφάλαια κινητών αξιών προς κατάρτιση συναλλαγών επ’ αυτών και μόνο με αυτή την έννοια προέβη σε «προσφορά» κινητών αξιών. Διατείνεται δε, ότι το κρίσιμο χρονικό διάστημα από 10.2.2005 έως 16.10.2005, παράλληλα με τις 18.500 ομολογίες που απέκτησε ως (συν) ανάδοχος από την «AMN AMRO», άρχισε ήδη από τις 14.2.2005 να διενεργεί και αγορές ομολογιών στη δευτερογενή αγορά, απ’ ευθείας από τους πελάτες της, ασκώντας την επενδυτική δραστηριότητα του άρθρου 4 παρ. 1 στοιχ. γ' του ν. 3606/2007, και όχι της τοποθέτησης (διάθεσης) κινητών αξιών, στο πλαίσιο μεταπώλησής τους, κατά την έννοια του άρθρου 4 παρ. 1 στοιχ. ζ' του ν. 3606/2007. Από την άσκηση δε, της δραστηριότητας αυτής δεν είχε υποχρέωση έκδοσης ενημερωτικού δελτίου. Περαιτέρω, προβάλλει ότι κατά το επόμενο κρίσιμο χρονικό διάστημα από 17.10.2005 έως 21.7.2008, που τέθηκε σε ισχύ ο ν. 3401/2005, δεν προέβη σε δημόσια προσφορά μεταπωλώντας στο κοινό τις ομολογίες που αρχικά είχε αγοράσει ως ανάδοχος, διότι όπως εμφαίνεται στον Πίνακα Συναλλαγών καμία από τις 18.500 μετοχές που είχε αρχικά αποκτήσει ως ανάδοχος δεν είχε απομείνει προς μεταπώληση στο χαρτοφυλάκιο της, οι δε ομολογίες που πουλήθηκαν ήταν ομολογίες που είχε αγοράσει νόμιμα και για πρώτη φορά στη δευτερογενή αγορά από άλλους επενδυτές, στα πλαίσια της επενδυτικής δραστηριότητας της.

 

11. Επειδή, λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις που προεκτέθηκαν και τα στοιχεία της δικογραφίας: α) η προσφεύγουσα μαζί με την «ABN AMRO BANK» ήταν ανάδοχοι της εκδότριας των ομολογιών «ASPIS FINANCE PLC» και σύμφωνα με τη σύμβαση αναδοχής (όρος 2.2-2.3) η «ABN AMRO BANK N.V.» κατέβαλε 49.850.000 ευρώ και ανέλαβε πλήρως την έκδοση ομολογιών με ημερομηνία διακανονισμού 10.2.2005, β) η προσφεύγουσα την ίδια ημερομηνία (10.2.2005) αγόρασε μέσω της Διεύθυνσης Χρηματοοικονομικής Διαχείρισης συνολικά 22.0000 ομολογίες από την «ABN AMRO BANK N.V.» ονομαστικής αξίας 22.000.000 από τις οποίες 500 ομολογίες πώλησε σε τιμή 100% της ονομαστικής τους αξίας, στην «ASPIS PRONIA AEGA ATHENS» και 3.000 ομολογίες στο αμοιβαίο κεφάλαιο «ALPHA ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΙΚΩΝ ΟΜΟΛΟΓΩΝ». Στη συνέχεια, κατά την ίδια ημερομηνία η προσφεύγουσα μεταπώλησε από τις ανωτέρω ομολογίες 3.500 ομολογίες σε εγχώριους θεσμικούς επενδυτές. Οι υπόλοιπες 18.500 ομολογίες από τις αρχικές (22.000) διακρατήθηκαν κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία σε λογαριασμό ιδιοκτησίας της προσφεύγουσας και ακολούθησαν σε αυτές τόσο διατραπεζικές εργασίες όσο και αγοραπωλησίες σε εκτέλεση των εντολών των πελατών της, γ) από τον Πίνακα Συναλλαγών Αγορών που προσκόμισε η προσφεύγουσα, προκύπτει ότι το χρονικό διάστημα 10.2.2005 έως 21.7.2008 πραγματοποιήθηκαν, 527 συναλλαγές αγοράς ομολογιών της «ASPIS FINANCE PLC», από πελάτες της, φυσικά και νομικά πρόσωπα από όλη την Ελλάδα και κατά συντριπτική πλειοψηφία από την επαρχία και καθεμία συναλλαγή αγοράς, αφορά στην πλειοψηφία τουλάχιστον δύο δικαιούχους με αποτέλεσμα να προκύπτει αριθμός επενδυτών πολλαπλάσιος του αριθμού των συναλλαγών αγοράς, δηλαδή άνω των 1.000, δ) η μεταπώληση των παραπάνω ομολογιών που είχε αρχικά αγοράσει η προσφεύγουσα ως ανάδοχος, διενεργήθηκε μέσω του δικτύου των υπαλλήλων των καταστημάτων της και της Διεύθυνσης Private Banking αυτής, κατά τη διάρκεια των ετών 2005 έως 2008 σε απροσδιόριστο κύκλο προσώπων, αδιακρίτως και όχι με τρόπο προσωποπαγή που θα απέκλειε τη διεύρυνση των προσώπων που λαμβάνουν γνώση του γεγονότος, ενημερώνοντάς τους κάθε φορά για τις προσφερόμενες ομολογίες, ώστε να τους παρέχεται η δυνατότητα να αποφασίζουν για την αγορά αυτών, από το σύνολο δε των καταγγελιών που προσκομίσθηκαν ενώπιον της Επιτροπής, φαίνεται ότι η προσφεύγουσα μέσω των υπαλλήλων της, με πρωτοβουλία της, πρότεινε στους πελάτες της, μη ειδικούς επενδυτές, από όλη την Ελλάδα, την αγορά ομολογιών της «ASPIS BANK», εκδόσεως της «ASPIS FINANCE PLC», ονομαστικής αξίας 1.000 ευρώ η καθεμία, παρέχοντάς τους πληροφορίες προκειμένου οι τελευταίοι να έχουν τη δυνατότητα να προβούν στην αγορά των ομολογιών αυτών και, ε) από τα προσκομιζόμενα από την προσφεύγουσα στοιχεία των συναλλαγών εμφαίνεται ότι αυτή, κατά τη χρονική περίοδο από τις 10.2.2005 έως τις 21.7.2008, μεταπώλησε σε μη ειδικούς επενδυτές μέρος του αποθέματος των 18.500 ομολογιών που κατείχε σε λογαριασμό της, τις οποίες είχε αγοράσει ως ανάδοχος από την «ABN AMRO BANK N.V.», με δέσμευση ανάληψης, σε τιμές μεγαλύτερες αυτών που κατέβαλε αρχικά για την απόκτηση του μεριδίου της αναδοχής της. Συγκεκριμένα, την περίοδο από την 10.2.2005 έως την 16.10.2005 πραγματοποιήθηκαν 687 εγγραφές και από 17.10.2005 πραγματοποιήθηκαν 730 εγγραφές για την αγορά ομολογιών. Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα, κατά την ένδικη χρονική περίοδο (10.2.2005 έως 21.7.2008), απευθύνθηκε σε τουλάχιστον 1.417 πρόσωπα, δικαιούχους και συνδικαιούχους μη ειδικούς επενδυτές και διέθεσε στο κοινό για επένδυση 18.500 ομολογίες, ονομαστικής αξίας 1.000 ευρώ, ανά τεμάχιο και συνολικής ονομαστικής αξίας 18.500 ευρώ, της «ASPIS BANK» εκδόσεως της «ASPIS FINANCE PLC», τις οποίες αρχικά είχε αγοράσει ως ανάδοχος και διατηρούσε σε λογαριασμό της, απορριπτομένου του αντίθετου ισχυρισμού της προσφεύγουσας ότι είχε αποκτήσει τις ομολογίες αυτές στη δευτερογενή αγορά. Από το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων και το περιεχόμενο των καταγγελιών των επενδυτών-πελατών, που υποστηρίζουν στο σύνολο τους ότι δεν διέθεταν ειδική εκπαίδευση ή εμπειρία, ούτε έλαβαν από τους υπαλλήλους της προσφεύγουσας τις απαιτούμενες πληροφορίες για την «ριψοκίνδυνη» επένδυση της αγοράς των επίμαχων ομολογιών, προκύπτει ότι: α) η προσφεύγουσα από 10.2.2005 έως 16.10.2005 απηύθυνε πρόσκληση προς το κοινό για επένδυση στις παραπάνω ομολογίες, για την οποία είχε υποχρέωση δημοσίευσης ενημερωτικού δελτίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 του π.δ 52/1992, διότι η πρόσκληση αυτή δεν απευθυνόταν σε πρόσωπα στο πλαίσιο των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων ή σε περιορισμένο κύκλο προσώπων, και δεν εμπίπτει στις ρητά προβλεπόμενες εξαιρέσεις του άρθρου 4 παρ. 1 του ίδιου π.δ, αλλά ούτε και στις εξαιρέσεις του άρθρου 6 παρ. 4 του π.δ 52/1992, διότι ότι η ονομαστική αξία των ομολογιών αυτών ήταν 1.000 ευρώ ανά τεμάχιο και β) η προσφεύγουσα, κατά το επόμενο χρονικό διάστημα από 17.10.2005 έως 21.7.2008, προέβη σε δημόσια προσφορά των παραπάνω ομολογιών, για την οποία είχε υποχρέωση δημοσίευσης ενημερωτικού δελτίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 του ν. 3401/2005, διότι η δημόσια αυτή προσφορά δεν απευθυνόταν αποκλειστικά σε ειδικούς επενδυτές, αλλά σε παραπάνω από 150 άτομα τα οποία δεν ήταν ειδικοί επενδυτές, η δε συνολική ονομαστική αξία των παραπάνω ομολογιών ήταν κατώτερη των 100.000 ευρώ και συνεπώς δεν εμπίπτει στις ρητά προβλεπόμενες εξαιρέσεις του άρθρου 3 παρ. 2 του ίδιου νόμου. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν ως νόμω και ουσία αβάσιμοι οι αντίθετοι ισχυρισμοί της κρινόμενης προσφυγής περί μη υποχρέωσης δημοσίευσης ενημερωτικού δελτίου από την προσφεύγουσα για τη διάθεση των παραπάνω ομολογιών.

 

12. Επειδή, εξάλλου, η προσφεύγουσα αμφισβητεί το συνολικό αριθμό των επενδυτών στις οποίες διέθεσε τις ομολογίες αυτές. Περαιτέρω, δε υποστηρίζει ότι σε κάθε περίπτωση μη νόμιμα προσμετρήθηκαν όλοι οι συνδικαιούχοι των κοινών λογαριασμών, από τους οποίους προήλθε το τίμημα για τις αγορές των ομολογιών, ως αποδέκτες της «προσφοράς-πρόσκλησης», ενώ θα έπρεπε να θεωρηθεί κάθε κοινός λογαριασμός ως ένας αποδέκτης. Ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ότι δεν προκύπτει ο αριθμός των προσώπων που απέκτησαν τις ομολογίες πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται αναλυτικά ο αριθμός των προσώπων που είχαν εγγραφεί, όπως προκύπτει από το σχετικό «Πίνακα Συναλλαγών Αγορών» που προσκόμισε η ίδια, στον οποίο αναφέρεται για το διάστημα 10.2.2005 έως 21.7.2008 για κάθε επενδυτή-πελάτη της, η ημερομηνία συναλλαγής και εκκαθάρισης, η τιμή της ομολογίας, η ονομαστική αξία του συνόλου των ομολογιών που αγοράστηκαν, το τελικό ποσό που καταβλήθηκε, οι συνδικαιούχοι και οι διευθύνσεις τους.  Περαιτέρω, λαμβάνοντας υπόψη ότι προκειμένου να χαρακτηρισθεί μια προσφορά ως δημόσια κρίσιμος είναι ο αριθμός των ατόμων προς τα οποία απευθύνθηκε η ανακοίνωση της προσφεύγουσας για την απόκτηση των ομολογιών και ότι στην προκείμενη περίπτωση κάποια από τα άτομα προς τα οποία αυτή απευθύνθηκε, συνδεόμενα μεταξύ τους ως σύζυγοι ή με συγγενικούς δεσμούς, αποφάσισαν να αναλάβουν από κοινού ομολογίες, δεν αναιρεί το γεγονός ότι πρόκειται για ξεχωριστά πρόσωπα, τα οποία έγιναν δέκτες εξατομικευμένης ενημέρωσης της εν λόγω ανακοίνωσης της προσφεύγουσας, προκειμένου στη συνέχεια να αποφασίσουν την από κοινού ανάληψη κάποιων ομολογιών και τα στοιχεία των οποίων, δικαιούχων και συνδικαιούχων στα προσκομιζόμενα στοιχεία αναγράφονται ξεχωριστά, το Δικαστήριο κρίνει ότι, ορθά έγινε από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς η προσμέτρηση των συνδικαιούχων ιδίων ομολογιών προκειμένου να υπολογισθεί ο συνολικός αριθμός των αποδεκτών της «ανακοίνωσης-δημόσιας προσφοράς» και ο αντίθετος ισχυρισμός της προσφεύγουσας απορρίπτεται ως ουσία αβάσιμος.

 

13. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι η προσφεύγουσα, κατά την ένδικη χρονική περίοδο από 10.2.2005 έως 16.10.2005 και από 17.10.2005 έως 21.7.2008, υπέπεσε στην αποδιδόμενη με την προσβαλλόμενη απόφαση παράβαση των άρθρων 5 του π.δ 52/1992 και 3 παρ. 1 του ν. 3401/2005, που επισύρουν πρόστιμο σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 76 παρ. 10 του ν. 1969/1991 και 24 παρ. 1 του ν. 3401/2005 αντίστοιχα, όπως ορθά έκρινε και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Εξάλλου, αναφορικά με το ύψος του επιβληθέντος προστίμου, λαμβάνοντας υπόψη: α) ότι η μη δημοσίευση ενημερωτικού δελτίου από την προσφεύγουσα κατά την ανωτέρω πρόσκληση/δημόσια προσφορά προς το κοινό για επένδυση σε κινητές αξίες, κατά τη χρονική περίοδο από 17.10.2005 έως 21.7.2008, ενείχε μεγάλο κίνδυνο για πρόκληση ζημίας στους επενδυτές, ενόψει του σημαντικότατου ρόλου που επιτελεί το ενημερωτικό δελτίο, ως μέσο αντικειμενικής, ορθής και πλήρους ενημέρωσης των επενδυτών για την εκδότρια εταιρία προκειμένου να λάβουν τις επενδυτικές τους απόφαση, β) την επίπτωση της συγκεκριμένης παράβασης στην εύρυθμη λειτουργία της αγοράς, δεδομένου ότι το ενημερωτικό δελτίο ενισχύει τη διαφάνεια και εμπέδωση της εμπιστοσύνης του επενδυτικού κοινού στην μορφή αυτή της τοποθέτησης, γ) ότι η προσφεύγουσα συνεργάστηκε με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατά το στάδιο διερεύνησης και ελέγχου της υπόθεσης και απάντησε στο δικαίωμα ακρόασης που της χορηγήθηκε, δ) ότι η προσφεύγουσα δεν ήταν υπότροπη ως προς την εν λόγω παράβαση, ε)  ότι από τα στοιχεία του ελέγχου δεν κατέστη εφικτός ο υπολογισμός τυχόν προσπορισμού κέρδους από την προσφεύγουσα και ζ) τα προβλεπόμενα στο άρθρο παρ. 76 παρ. 10 του ν. 1969/1991 και 24 παρ. 1 του ν. 3401/2005 όρια των προστίμων που επιβάλλονται στις περιπτώσεις παράβασης των προαναφερόμενων διατάξεων του άρθρου 5 του π.δ 52/1992 και του άρθρου 24 παρ.1 του ν. 3401/2005 (με ανώτατο αυτό των 1.000.000 ευρώ), το Δικαστήριο κρίνει ότι το ύψος του προστίμου, που επιβλήθηκε σε βάρος της προσφεύγουσας είναι εύλογο και προσήκον, απορριπτομένου του επικουρικού αιτήματος της προσφεύγουσας για τροποποίηση της προσβαλλόμενης πράξης με μείωση του προστίμου.  Εξάλλου, ενόψει της εξουσίας του Δικαστηρίου να εξετάζει κατ’ ουσία την υπόθεση και να επιβάλλει το κατά την κρίση του προσήκον πρόστιμο, οι ισχυρισμοί της προσφεύγουσας, με τους οποίους προβάλλεται ότι η προσβαλλομένη είναι πλημμελώς αιτιολογημένη ως προς το ύψος του προστίμου και ότι η επιμέτρησή του τελευταίου έγινε κατά παράβαση των αρχών της αναλογικότητας και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, αλλά και καθ’ υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας, καθόσον δεν ελήφθησαν υπόψη ευνοϊκά για την ίδια κριτήρια, λόγω της έλλειψης υπαιτιότητάς της και της δυσχέρειας του επίδικου νομικού ζητήματος, είναι απορριπτέοι, ως αλυσιτελείς (ΣτΕ 2129/2018, 1603/2018, 603/2017, 465/2016, 1926/2013, 415/2012, 117/2010 κ.ά.).

 

14. Επειδή, κατ’ ακολουθία, η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη και να απορριφθούν ως απαράδεκτες οι κρινόμενες παρεμβάσεις. Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί η κατάπτωση του παραβόλου υπέρ του Δημοσίου (άρθρο 277 παρ. 9 του Κ.Δ.Δ) και να επιβληθούν σε βάρος της προσφεύγουσας τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ής Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ύψους 256 ευρώ (άρθρο 275 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ).

 

 

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

 

-Απορρίπτει την προσφυγή.

 

-Απορρίπτει τις πρόσθετες παρεμβάσεις.

 

-Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.

 

-Επιβάλλει σε βάρος της προσφεύγουσας τα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ύψους διακοσίων πενήντα έξι (256) ευρώ.

 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22.06.2023 και στις 16.11.2023 και δημοσιεύθηκε στον ίδιο τόπο, στις 10.04.2024, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου με τη συμμετοχή της Γραμματέα του Τμήματος Σοφίας Αποστόλου, λόγω μετακίνησης του Γραμματέα της έδρας Αποστόλου Σπυρογιάννη σε άλλο τμήμα του Δικαστηρίου.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                     Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ

 

ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΚΑΡΦΑΚΗ                      ΕΛΕΝΗ ΚΟΥΤΡΟΥΜΠΑ

 

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

ΣΟΦΙΑ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ