ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΣτΕ 2369/2023

 

Αποφάσεις κατεδάφισης κτισμάτων σε δασικές εκτάσεις - προϋποθέσεις παραδεκτού εφέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας - υπαγωγή αυθαιρέτων στις διατάξεις του ν. 4178/2013 - αρχή ne bis in idem.

 

 

 

Αριθμός 2369/2023

 

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

 

ΤΜΗΜΑ Ε΄

 

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Δεκεμβρίου 2022, με την εξής σύνθεση: Μαργαρίτα Γκορτζολίδου, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Ε΄ Τμήματος, Αγγελική Μίντζια, Δημήτριος Βασιλειάδης, Σύμβουλοι, Ελένη Μουργιά, Ζωή Θεοδωρικάκου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Δημητρία Τετράδη, Γραμματέας του Ε΄ Τμήματος.

 

Για να δικάσει την από 30 Οκτωβρίου 2019 έφεση:

 

του ., κατοίκου Νέας Ιωνίας Αττικής (.), ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Απόστολο Παπακωνσταντίνου, που τον διόρισε στο ακροατήριο,

 

κατά του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ο οποίος παρέστη με την Αφεντία Ιωσηφίδου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

 

και κατά της υπ’ αριθμ. 1549/2019 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Ζωής Θεοδωρικάκου.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του εκκαλούντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους εφέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η έφεση και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

 

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

 

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο

 

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης έφεσης καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (κωδικός πληρωμής ηλεκτρονικού παραβόλου .).

 

2. Επειδή, με την έφεση αυτή ζητείται η εξαφάνιση της 1549/2019 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση του εκκαλούντος κατά της 854/3.11.2016 απόφασης της ασκούσας καθήκοντα Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής. Με την τελευταία αυτή απόφαση υποχρεώθηκε ο εκκαλών σε κατεδάφιση - απομάκρυνση των αναφερόμενων σε αυτή αυθαίρετων κατασκευών (κτίσματα, διάδρομοι, τοιχίο), εντός δασικής και αναδασωτέας έκτασης, επιφάνειας 1,145 στρέμματος, στη θέση « Βιθυνία» ΔΕ Ν. Μάκρης Δήμου Μαραθώνα Ν. Αττικής.

 

3. Επειδή, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 58 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως ισχύει, ο εκκαλών βαρύνεται δικονομικώς με την υποχρέωση, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της εφέσεώς του, να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο, για καθέναν από τους προβαλλόμενους λόγους, ότι τίθεται συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, ήτοι ζήτημα ερμηνείας διατάξεως νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, το οποίο είναι κρίσιμο για την επίλυση της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Δικαστηρίου και επί του οποίου είτε δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας είτε οι σχετικές κρίσεις της εκκαλουμένης αποφάσεως έρχονται σε αντίθεση με μη ανατραπείσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή, ελλείψει αυτών, προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Εξάλλου, ως αντίθεση σε νομολογιακό προηγούμενο ή ως έλλειψη νομολογίας, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, δεν νοείται η αναφερόμενη σε ζητήματα αιτιολογίας συνδεόμενα με το πραγματικό της κρινόμενης υποθέσεως, αλλά μόνον εκείνη που αφορά στην ερμηνεία διάταξης νόμου ή γενικής αρχής, δυνάμενης να έχει γενικότερη εφαρμογή, ανεξαρτήτως αν αυτή η ερμηνεία διατυπώνεται στη μείζονα ή στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της εκκαλουμένης και των λοιπών αποφάσεων, προς τις οποίες προβάλλεται ότι υφίσταται αντίθεση (βλ. ΣτΕ 1918/2018, 1717/2018, 2706/2016 κ.ά.).

 

4. Επειδή, από την εκκαλουμένη απόφαση και τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Με αφορμή το υπ` αρ. ./2011 πρωτόκολλο μήνυσης δασοφύλακα, διενεργήθηκε, στις 17.10.2012, από αρμόδιο υπάλληλο του Δασονομείου Αγ. Στεφάνου, αυτοψία σε έκταση 1,145 στρ., στη θέση «Βιθυνία» περιφέρειας Δ.Ε. Νέας Μάκρης Δήμου Μαραθώνα Ν. Αττικής και διαπιστώθηκε, σύμφωνα με τη συνταχθείσα έκθεση αυτοψίας, ότι η έκταση αυτή, η οποία απεικονίζεται στο συνημμένο στην έκθεση τοπογραφικό διάγραμμα και στο απόσπασμα πινακίδας Γ.Υ.Σ. ., προτού εκχερσωθεί έφερε δασική βλάστηση, αποτελούμενη από πουρνάρια και φρύγανα, περιφράχθηκε δε με συρματόπλεγμα (συνολικού μήκους 150,30 τρεχόντων μέτρων) και εντός αυτής φυτεύθηκαν είκοσι (20) περίπου οπωροφόρα δένδρα νεαρής ηλικίας και ανεγέρθηκαν τα εξής κτίσματα: α) λυόμενο κτίσμα – κατοικία, εμβαδού 48τ.μ., επί στεγασμένης τσιμεντένιας βάσης, εμβαδού 121τ.μ., β) κτίσμα από λαμαρίνες και σιδηροδοκούς επί τσιμεντένιας βάσης, εμβαδού 33τ.μ., που χρησιμοποιείται ως χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων, γ) αποθήκη από πάνελ λαμαρίνας επί τσιμεντένιας βάσης, εμβαδού 4 τ.μ., δ) τσιμεντοστρώσεις - διάδρομοι, συνολικού εμβαδού 176,40τ.μ., ε) πέτρινο τοιχίο, συνολικού μήκους 7,50μ., πλάτους 0,30μ. και ύψους 0,50μ. Η ως άνω έκταση, στον Προσωρινό Κτηματικό Χάρτη και Πίνακα της περιοχής, εμφαίνεται ως τμήμα του Κ.Α. . με πράσινο χρωματισμό και χαρακτηρίζεται δημόσια δασική (έκταση). Επίσης, όπως αναφέρεται στην ίδια έκθεση αυτοψίας, έχει κλίση 6%, έκθεση ανατολική, έδαφος ασβεστολιθικό και συνορεύει Ανατολικά - Δυτικά με δασική έκταση που έχει αλλάξει χρήση και Βόρεια - Νότια με χωμάτινη οδό. Για την ίδια ως άνω έκταση συντάχθηκε, στη συνέχεια, η Δ.Υ./10.10.2014 έκθεση φωτοερμηνείας Δασολόγου, σύμφωνα με την οποία, κατόπιν φωτοερμηνείας ζευγών Α/Φ ετών λήψεως 1937 (17976-77), 1945 (135-136/9088/2-1), 1960 (511 χωρίς ζεύγος), 1962 (29615 χωρίς ζεύγος), 1967 (30469 χωρίς ζεύγος), 1974 (65282-83), 1978 (105516-17-18), 1988 (185740-41), 1995 (230704-5), 1998 (250343-44), 2001 (13271-2) και Ο/Φ έτους 1945 (496-212) και έτους 2008, προέκυψε ότι: «Από το έτος 1937 μέχρι και το έτος 2001, η έκταση εμπίπτει εντός ευρύτερης έκτασης δάσους με θαμνώδη και δενδρώδη δασική βλάστηση, κυρίως θαμνώδη με ποσοστό συγκόμωσης άνω του 80%. Η έκταση στο σύνολό της αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα δασικού οικοσυστήματος πάνω στην αναγκαία επιφάνεια εδάφους, μαζί με την συνορεύουσα έκταση δάσους, και μέσω αμοιβαίας αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασης, συνιστά ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές), ενώ, στον ορθοφωτοχάρτη έτους 2008 διακρίνεται εκχέρσωση της δασικής βλάστησης. Σύμφωνα δε με στοιχεία από το google earth, εντός της έκτασης διακρίνονται κτίσματα από το έτος 2011». Κατόπιν τούτων, και μετά την με α.π. ./12.5.2015 πρόταση του Δασάρχη Πεντέλης, εκδόθηκε η υπ’ αρ. 2878/24.7.2015 (Δ΄ 278/27.8.2015) πράξη της ασκούσας καθήκοντα Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής, με την οποία η εν λόγω έκταση κηρύχθηκε αναδασωτέα «με σκοπό τη διατήρηση του δασικού χαρακτήρα της, τον αποκλεισμό της διάθεσής της για άλλη χρήση και την αποκατάσταση της καταστραφείσης δασικής θαμνώδους και δενδρώδους βλάστησης που απομακρύνθηκε σταδιακά και τμηματικά μέχρι σήμερα». Περαιτέρω δε, μετά τη διαπίστωση από την προαναφερόμενη αυτοψία της αυθαίρετης κατάληψης της ανωτέρω δασικής έκτασης και της κατασκευής επ` αυτής των επίμαχων κατασκευών, κλήθηκε ο εκκαλών, με την υπ’ αρ. ./14/11.5.2015 πρόσκληση του Δασάρχη Πεντέλης, η οποία του επιδόθηκε με θυροκόλληση στις 2.6.2015, να προβεί σε κατεδάφιση – απομάκρυνση όλων των εν λόγω κατασκευών και δένδρων. Λόγω δε της μη ανταπόκρισής του στη πρόσκληση αυτή, εκδόθηκε, σε βάρος του, η με αρ. 854/3.11.2016 απόφαση της ασκούσας καθήκοντα Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής, με την οποία υποχρεώθηκε προς τούτο. Αίτηση ακυρώσεως του εκκαλούντος κατά της τελευταίας αυτής απόφασης απορρίφθηκε με την 1549/2019 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Ήδη με την κρινόμενη έφεση ζητείται η εξαφάνιση της ανωτέρω απόφασης του Διοικητικού Εφετείου.

 

5. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση προβάλλεται ότι σε σχέση με τη νομιμότητα της προσβληθείσας πράξης κατεδάφισης το εφετείο δεν έλαβε υπόψη την υπαγωγή στις διατάξεις του ν. 4178/2013 της ισόγειας αυθαίρετης οικίας, εμβαδού 48 τ.μ., η οποία συνιστά ατομική διοικητική πράξη που περιάπτεται του τεκμηρίου της νομιμότητας, εφόσον δεν έχει ακυρωθεί η ανακληθεί, με την αιτιολογία ότι η δίκη ενώπιόν του δεν αφορά τη νομιμότητα πράξης εκδοθείσας κατά τη διαδικασία του ν. 4178/ 2013 αλλά την κατεδάφιση κατασκευών που έχουν ανεγερθεί αυθαιρέτως και κατά παράβαση της δασικής νομοθεσίας σε δασική έκταση, σχετικά δε αναφέρθηκε στην εκκαλουμένη η απόφαση ΣτΕ 94/2016. Συναφώς, προβάλλεται ότι δεν υπάρχει νομολογία του ΣτΕ αναφορικά με το νομικό ζήτημα εάν κατά την έννοια του νόμου, η υπαγωγή ενός κτίσματος στις διατάξεις του ν. 4178/2013 και η με τον τρόπο αυτό εξαίρεσή του από την κατεδάφιση, καθιστά μη νόμιμη την έκδοση απόφασης κατεδάφισης κατ’ άρθρο 67Α του ν. 998/1979, λαμβάνοντας υπόψη και ότι, κατά τους ισχυρισμούς του εκκαλούντος, σύμφωνα με τους ορισμούς του ν. 4178/2013 για την εν λόγω υπαγωγή απαιτείται από τη Διοίκηση παρεμπίπτων έλεγχος του δασικού ή μη χαρακτήρα της εκτάσεως όπου βρίσκεται το υπό εξαίρεση ή υπό κατεδάφιση κτίσμα. Επιπλέον, προβάλλεται ότι η αναφερόμενη στην εκκαλουμένη απόφαση του ΣτΕ 94/ 2016 δεν επιλύει το ως άνω νομικό ζήτημα, προεχόντως, διότι αφορά διαφορετική νομοθεσία (άρ. 114 του ν. 1892/1990 και ν. 4014/2011, οι διατάξεις του οποίου κρίθηκαν αντισυνταγματικές), καθώς και διότι στην εν λόγω υπόθεση η υπαγωγή στις διατάξεις του ν. 4014/2011 είχε λάβει χώρα μεταγενέστερα από την έκδοση της πράξης κατεδάφισης.

 

6. Επειδή, το ζήτημα που τίθεται με τον προβαλλόμενο λόγο έφεσης είναι κατ’ ουσίαν το ίδιο με αυτό που αντιμετωπίστηκε από την προαναφερθείσα 94/2016 απόφαση του ΣτΕ, κατ’ επίκληση της οποίας το εφετείο απέρριψε συναφή λόγο ακυρώσεως. Εξάλλου, δεν ασκεί εν προκειμένω επιρροή ο χρόνος υπαγωγής της αυθαίρετης κατασκευής στη νομοθεσία περί εξαίρεσης από την κατεδάφιση σε σχέση με την έκδοση της πράξης κατεδάφισης. Με αυτά τα δεδομένα, είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός του εκκαλούντος περί ανυπαρξίας νομολογίας ως προς το ανωτέρω νομικό ζήτημα και πρέπει ν’ απορριφθεί ως απαράδεκτος ο εξεταζόμενος λόγος εφέσεως. Πέραν αυτού, στο άρθρο 2 § 2 περ. στ΄ του ν. 4178/2013 (Α΄ 174) προβλέπεται η μη εφαρμογή του νόμου αυτού σε αυθαίρετες κατασκευές εντός δασικών και αναδασωτέων εκτάσεων, όπως είναι η επίδικη, και συνεπώς η εν λόγω υπαγωγή ουδεμία επίδραση ασκεί στο κύρος της προσβληθείσας πράξης κατεδάφισης (πρβλ. ΣτΕ 3169/ 2015, 4291/2015, 4557/2015), ενώ πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι για την πραγματοποίηση της υπαγωγής έχει προηγηθεί παρεμπίπτων έλεγχος της Διοίκησης ως προς τον δασικό ή μη χαρακτήρα της έκτασης όπου βρίσκεται το αυθαίρετο κτίσμα. Τούτο, διότι, όπως προκύπτει από τις διατάξεις του ν. 4178/2013, η διαδικασία υπαγωγής ενεργοποιείται χωρίς ρητή διοικητική πράξη, η οποία να πιστοποιεί την κίνησή της, αλλά με την υποβολή αιτήσεως του ενδιαφερομένου για την υπαγωγή στο καθεστώς του εν λόγω νόμου μέσω ηλεκτρονικού συστήματος, συνοδευόμενη από τα δικαιολογητικά που προβλέπονται στο άρθρο 11 του νόμου αυτού ή, υπό προϋποθέσεις, και χωρίς αυτά [κατ’ άρθρο 2 παρ. 2 α της 2254/30.8.2013 (Β΄ 2184) απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής], και περατώνεται, πράγματι, με την έκδοση της κατά το άρθρο 30 παρ. 2 του ν. 4178/2013 πράξης ολοκλήρωσης της υπαγωγής, η οποία, άλλωστε, μπορεί να εκδίδεται και “αυτομάτως”, κατά τη διατύπωση του νόμου, χωρίς, δηλαδή, να έχει διενεργηθεί διοικητικός έλεγχος (βλ. ΟλομΣτΕ 2210/2020, σκ. 9).

 

7. Επειδή, προβάλλεται ότι το εφετείο, αν και αναφέρεται στις 24365 και 24879/2017 αποφάσεις του Ζ΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με τις οποίες ο εκκαλών κηρύχθηκε αθώος για την πράξη που του είχε αποδοθεί περί παράβασης του άρθρου 71 παρ. 1-3 του ν. 998/1979 σχετικά με την ανέγερση των επίμαχων κατασκευών, οι οποίες, κατά τους ισχυρισμούς του εκκαλούντος, κατέστησαν αμετάκλητες, ωστόσο απέρριψε την αίτηση ακυρώσεως κατά της απόφασης κατεδάφισης παραβιάζοντας τόσο το τεκμήριο αθωότητας του εκκαλούντος όσο και την αρχή ne bis in idem. Συναφώς, προβάλλεται ότι δεν υπάρχει νομολογία του δικαστηρίου όσον αφορά το νομικό ζήτημα εάν κατά την έννοια του νόμου είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999-ΚΔΔ), του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ και του άρθρου 4 παρ. 1 το 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, πράξη κατεδάφισης που εκδίδεται κατ’ άρθρο 67Α του ν. 998/1979 σε βάρος προσώπου, το οποίο έχει αθωωθεί με οριστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου που έχει καταστεί αμετάκλητη, προκειμένου για το αδίκημα του άρθρου 71 παρ. 1-3 του ν. 998/1979, εφόσον η αποδιδόμενη αυτή παράβαση αφορά το ίδιο κτίσμα για το οποίο διατάσσεται η κατεδάφιση και την ίδια έκταση που αφορά η πράξη κατεδάφισης.

 

8. Επειδή, οι ανωτέρω αθωωτικές αποφάσεις ποινικού δικαστηρίου προσκομίσθηκαν σε απόσπασμα και έγινε επίκλησή τους με το από 11.2.2019 υπόμνημα του ήδη εκκαλούντος, που κατατέθηκε μετά τη συζήτηση της υπόθεσης στο εφετείο, προκειμένου να αποδειχθεί ότι είναι εσφαλμένος ο προσδιορισμός της θέσης των επίμαχων κατασκευών στη θέση “Βιθυνία” αντί του ορθού “Γεροτσακούλι” ΔΕ Νέας Μάκρης, χωρίς να έχει προβληθεί λόγος ακυρώσεως ή οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί παραβιάσεως του τεκμηρίου αθωότητας του εκκαλούντος και της αρχής ne bis in idem με την έκδοση της προσβληθείσας πράξης κατεδάφισης. Εξάλλου, οι εν λόγω αποφάσεις αναφέρονται στην εκκαλουμένη στη σκέψη όπου γίνεται κρίση ως προς τη θέση των επίμαχων αυθαίρετων κατασκευών (σκ. 6 εκκαλουμένης) χωρίς καμία αναφορά στις ανωτέρω αρχές, η παραβίαση των οποίων προβάλλεται με τον εξεταζόμενο λόγο. Με αυτά τα δεδομένα, η εκκαλουμένη απόφαση ουδεμία ερμηνευτική κρίση επί των εν λόγω φερομένων ως παραβιασθεισών επιταγών εξέφερε, ούτε δύναται να θεωρηθεί ότι η περί των αποδείξεων κρίση του δικάσαντος εφετείου ενέχει έμμεση ερμηνευτική κρίση επί των ανωτέρω ζητημάτων, όπως εσφαλμένως υπολαμβάνει ο εκκαλών και συνεπώς, δεν τίθεται νομικό ζήτημα ως προς το οποίο θα μπορούσε να προβληθεί παραδεκτώς ισχυρισμός περί ανυπαρξίας νομολογίας (βλ. ΣτΕ 411/2021, σκ. 7). Και τούτο, πέραν του ότι, αφενός μεν, ο εκκαλών προσκόμισε ενώπιον του εφετείου αλλά και ενώπιον του ΣτΕ μόνο το διατακτικό των προαναφερθεισών αθωωτικών αποφάσεων, από το οποίο δεν προκύπτει ποια πραγματικά περιστατικά έγιναν δεκτά (πρβλ. ΣτΕ 1445/2015 σκ. 16, 3745/2004 σκ. 16), αφετέρου δε, ούτε στην εκκαλουμένη βεβαιώνεται ότι οι εν λόγω ποινικές αποφάσεις είχαν καταστεί αμετάκλητες ούτε προβάλλεται από τον εκκαλούντα ότι είχαν προσηκόντως προσκομισθεί ενώπιον του εφετείου στοιχεία από τα οποία αποδεικνυόταν το εν λόγω αμετάκλητο (πρβλ. ΣτΕ 1899/2022, σκ. 11, 3051/2017, σκ. 10, 2928/2017, σκ. 8), ενώ τέτοια στοιχεία δεν προσκομίζονται ούτε ενώπιον του ΣτΕ. Με αυτά τα δεδομένα, πρέπει ν’ απορριφθεί ως απαράδεκτος ο εξεταζόμενος λόγος έφεσης.

 

9. Επειδή, προβάλλεται ότι η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε χωρίς ειδικότερη αιτιολογία τους προβληθέντες με την αίτηση ακυρώσεως ισχυρισμούς περί αναιτιολογήτου της πράξης κατεδάφισης σε σχέση με τον δασικό χαρακτήρα της έκτασης, η οποία τοποθετείται εσφαλμένα στη θέση “Βιθυνία” και όχι στην ορθή “Γεροτσακούλι”. Σχετικά ο εκκαλών είχε προσκομίσει ενώπιον του εφετείου το υπ’ αρ. πρωτ. ./1975 έγγραφο του Δασαρχείου, σύμφωνα με το οποίο στην ευρύτερη περιοχή όπου βρίσκεται το επίδικο ακίνητο, που κατά τον εκκαλούντα είναι η θέση “Γεροτσακούλι” (και όχι η θέση “Βιθυνία”), δεν υφίσταται δημόσια δασική έκταση, καθώς και την από 24.3.2010 τεχνική έκθεση φωτοερμηνείας ιδιωτικής μελετητικής εταιρείας για τον μη δασικό χαρακτήρα της έκτασης. Επιπλέον δε προβάλλεται ότι από τη φωτοερμηνεία επί της οποίας βασίζεται η κήρυξη της επίδικης έκτασης ως αναδασωτέας δεν προκύπτει καν το είδος της δασικής βλάστησης. Συναφώς, προβάλλεται ότι δεν υπάρχει νομολογία για το νομικό ζήτημα εάν κατά την έννοια των άρθρων 67Α του ν. 998/1979, 17 ΚΚΔ και 93 παρ. 3 Συντάγματος για την κρίση περί της νομιμότητας της πράξεως κατεδαφίσεως είναι αναγκαίο να λαμβάνεται υπόψη προγενέστερη βεβαίωση του οικείου δασαρχείου περί του μη δασικού χαρακτήρα της ευρύτερης εκτάσεως όπου βρίσκεται το ακίνητο, ενόψει μάλιστα του γεγονότος ότι από τους τίτλους ιδιοκτησίας και την προσκομισθείσα τεχνική μελέτη προκύπτει πλάνη περί τα πράγματα της Διοικήσεως ως προς τη θέση του ακινήτου, με αποτέλεσμα να κλονίζεται η αιτιολογία της προσβληθείσας διοικητικής πράξεως.

 

10. Επειδή, ο εξεταζόμενος λόγος έφεσης αφορά στην αιτιολογία της εκκαλουμένης απόφασης, ενώ καθ’ ο μέρος με αυτόν προβάλλεται ανυπαρξία νομολογίας δεν αφορά νομικό ζήτημα αλλά συνδέεται με συγκεκριμένο πραγματικό. Συνεπώς, ο λόγος αυτός πρέπει ν’ απορριφθεί ως απαράδεκτος.

 

11. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

 

Δ ι ά τ α ύ τ α

 

Απορρίπτει την έφεση.

 

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.

 

Επιβάλλει στον εκκαλούντα τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, που ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 21 Δεκεμβρίου 2022 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 28ης Δεκεμβρίου 2023.

 

Η Πρόεδρος του Ε´ Τμήματος          Η Γραμματέας του Ε´ Τμήματος

 

Μαργαρίτα Γκορτζολίδου                   Δημητρία Τετράδη