ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΣτΕ 2243/2023

 

Συνταγματικότητα των διατάξεων περί κοινής διανομής των τραπεζικών συμβολαίων. Το μερικότερο ζήτημα της συμμετοχής της τραπεζικής εταιρείας στη μετοχική σύνθεση. Κατά τον χρόνο σύνταξης των επίδικων συμβολαίων η Τράπεζα δεν μετείχε πλέον στη μετοχική σύνθεση της συμβαλλόμενης εταιρείας. Ως εκ τούτου μη νομίμως χαρακτηρίστηκαν, κατ’ εφαρμογή της διάταξης της παρ. 1 του άρθρου 117 του Κώδικα Συμβολαιογράφων (ν. 2830/2000), όπως ερμηνεύθηκε και κρίθηκε συνταγματική με την παρούσα απόφαση, τα εν λόγω συμβόλαια ως «τραπεζικά» και καταλογίστηκαν τα αντίστοιχα ποσά αναλογικών δικαιωμάτων εις βάρος του αιτούντος συμβολαιογράφου.

 

 

 

Αριθμός 2243/2023

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Γ΄

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Οκτωβρίου 2021, με την εξής σύνθεση: Γεώργιος Τσιμέκας, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Πρόεδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Αναστασία-Μαρία Παπαδημητρίου, Μαρλένα Τριπολιτσιώτη, Ιφιγένεια Αργυράκη, Ελένη Γεωργούτσου, Σύμβουλοι, Ελευθέριος Μελισσαρίδης, Ευάγγελος Αργυρός, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Νικόλαος Βασιλόπουλος.

 

Για να δικάσει την από 12 Φεβρουαρίου 2021 αίτηση:

 

των: 1. ., κατοίκου Αθηνών (.) και 2. αστικής επαγγελματικής εταιρείας με την επωνυμία «. Εταιρεία Συμβολαιογράφων», που εδρεύει στην Αθήνα (.), οι οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο Γεώργιο Δελλή (Α.Μ. 15582), που τον διόρισαν με πληρεξούσια,

 

κατά του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Συμβολαιογραφικός Σύλλογος Εφετείων Αθηνών - Πειραιώς - Αιγαίου και Δωδεκανήσου», που εδρεύει στην Αθήνα, το οποίο παρέστη με τον δικηγόρο Ανδρέα Κουτσόλαμπρο (Α.Μ. 12589), που τον διόρισε με πληρεξούσιο.

 

Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στο Γ΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας κατόπιν της από 16 Μαρτίου 2021 πράξεως της Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 3900/2010 και της από 14 Απριλίου 2021 πράξεως του Προέδρου του Γ΄ Τμήματος.

 

Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. ./23.12.2020 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Εφετείων Αθηνών - Πειραιώς - Αιγαίου και Δωδεκανήσου και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

 

Στη δίκη παρεμβαίνει υπέρ των αιτούντων η ., κάτοικος Πειραιά (.), η οποία παρέστη με τη δικηγόρο Γεωργία-Αιμιλία Βούλγαρη (Α.Μ. 21396), που τη διόρισε με πληρεξούσιο.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Αναστασίας-Μαρίας Παπαδημητρίου.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των αιτούντων, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, την πληρεξούσια της παρεμβαίνουσας που παρέστη υπέρ των αιτούντων, η οποία ζήτησε να γίνει δεκτή η παρέμβαση και τον πληρεξούσιο του καθ’ ου ν.π.δ.δ., ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

 

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

 

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο

 

1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (ηλεκτρονικό παράβολο με κωδικό πληρωμής ./12.2.2021).

 

2. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση ζητείται η ακύρωση της υπ’ αρ. ./23.12.2020 απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου «Συμβολαιογραφικός Σύλλογος Εφετείων Αθηνών – Πειραιώς – Αιγαίου και Δωδεκανήσου», με την οποία βεβαιώθηκε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 119 παρ. 2 του Κώδικα Συμβολαιογράφων (ν. 2830/2000, Α΄ 96), εις βάρος του πρώτου των αιτούντων, συμβολαιογράφου-μέλους του ως άνω Συλλόγου, ποσόν 214.048,80 ευρώ, που αντιστοιχούσε σε αναλογικά δικαιώματα του ανωτέρω από τη σύνταξη δύο συμβολαίων αγοραπωλησίας ακινήτων, τα οποία ο εν λόγω συμβολαιογράφος δεν είχε αποδώσει, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 117 παρ. 1 και 119 παρ. 1-2 του ως άνω Κώδικα, στον καθ’ ου Συμβολαιογραφικό Σύλλογο, καθώς και ποσόν 425,96 ευρώ για οφειλόμενους τόκους υπερημερίας.

 

3. Επειδή, στο άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 40 του ν. 4055/2012 (Α΄ 51) και τροποποιήθηκε με το άρθρο 15 παρ. 4 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240), ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή μέσο ενώπιον οποιουδήποτε τακτικού διοικητικού δικαστηρίου μπορεί να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας με πράξη τριμελούς επιτροπής, αποτελούμενης από τον Πρόεδρό του, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο και τον Πρόεδρο του αρμόδιου καθ’ ύλην Τμήματος, ύστερα από αίτημα ενός των διαδίκων ή του Γενικού Επιτρόπου των διοικητικών δικαστηρίων, όταν με αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων. Τα αιτήματα των διαδίκων υπογράφονται επί ποινή απαραδέκτου από δικηγόρο και συνοδεύονται από παράβολο τριακοσίων (300) ευρώ, το οποίο καταπίπτει υπέρ του Δημοσίου σε περίπτωση απόρριψης του αιτήματος. … Η πράξη της Επιτροπής δημοσιεύεται σε δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών και συνεπάγεται την αναστολή εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων, στις οποίες τίθεται το ίδιο ζήτημα. ... Μετά την επίλυση του ζητήματος, το Συμβούλιο της Επικρατείας μπορεί να παραπέμψει το ένδικο μέσο ή βοήθημα στο αρμόδιο τακτικό διοικητικό δικαστήριο. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δεσμεύει τους διαδίκους της ενώπιόν του δίκης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι παρεμβάντες. Στη δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να παρέμβει κάθε διάδικος σε εκκρεμή δίκη, στην οποία τίθεται το ίδιο ως άνω ζήτημα, και να προβάλει τους ισχυρισμούς του σχετικά με το ζήτημα αυτό. Για την εν λόγω παρέμβαση δεν καταλογίζεται δικαστική δαπάνη, η δε μη άσκησή της δεν δημιουργεί δικαίωμα ασκήσεως ανακοπής ή τριτανακοπής». Με τις διατάξεις αυτές έχει εισαχθεί ο θεσμός της «δίκης-πιλότου» ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας σε θέματα που από τη φύση τους έχουν γενικότερο ενδιαφέρον και, συνεπώς, αναμένεται να προκαλέσουν σημαντικό αριθμό διαφορών, με τον κίνδυνο να εκδοθούν αντιφατικές αποφάσεις και να υπάρξει σημαντική καθυστέρηση για τους διαδίκους. Στις περιπτώσεις αυτές δίνεται η δυνατότητα τόσο στους διαδίκους, όσο και στα διοικητικά δικαστήρια να απευθύνονται στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ώστε να επιλύει αυτό τα σχετικά ζητήματα, διασφαλίζοντας την ενότητα της νομολογίας και την ασφάλεια δικαίου (βλ. σχετική αιτιολογική έκθεση του νόμου, καθώς και ΣτΕ 601, 1610/2012 Ολομ., 1496/2014 Ολομ., 431/2018 Ολομ., 815/2019 Ολομ., 797/2021 κ.ά.). Περαιτέρω, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, εφόσον το αίτημα διαδίκου να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας ένδικο βοήθημα ή μέσο αρμοδιότητας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, για τον λόγο ότι τίθεται με αυτό ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος με συνέπειες για ευρύ κύκλο προσώπων, γίνει δεκτό από την προβλεπόμενη από τις ίδιες διατάξεις τριμελή Επιτροπή, το Συμβούλιο της Επικρατείας εκδικάζει σε Ολομέλεια ή σε Τμήμα το ένδικο βοήθημα ή μέσο, εφαρμόζοντας ως προς μεν την πληρεξουσιότητα τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 27 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), κατά τα λοιπά δε, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, τις ισχύουσες για το ένδικο βοήθημα ή μέσο οικείες διατάξεις. Στην «πιλοτική» αυτή δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας δύναται, εξάλλου, να παρέμβει κάθε διάδικος σε εκκρεμή δίκη, στην οποία τίθεται το ίδιο ζήτημα, το δε Δικαστήριο, με την απόφασή του, δύναται είτε να επιλύσει μόνον το εν λόγω ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος και να παραπέμψει κατά τα λοιπά την υπόθεση στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο, είτε να δικάσει το ένδικο βοήθημα ή μέσο, η δε απόφασή του δεσμεύει όλους τους διαδίκους της ενώπιόν του δίκης (στους οποίους περιλαμβάνονται και οι παρεμβάντες).

 

4. Επειδή, η υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως κατετέθη ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, κατόπιν δε αιτήματος των αιτούντων εισήχθη προς εκδίκαση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ως «πρότυπη» δίκη, με την υπ’ αρ. ./16.3.2021 πράξη της Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010, προκειμένου να επιλυθεί το γενικότερου ενδιαφέροντος ζήτημα (α) της συμφωνίας προς το Σύνταγμα (άρθρα 4 παρ. 1, 5 παρ. 1, 17 και 25 παρ. 1) και την Ε.Σ.Δ.Α. (άρθρο 8, καθώς και άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου αυτής) των διατάξεων του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 117 του ν. 2830/2000 περί των λεγομένων «τραπεζικών» συμβολαίων, καθώς και (β) του προσδιορισμού του εννοιολογικού περιεχομένου των αυτών ως άνω διατάξεων και, ειδικότερα, το ζήτημα εάν θεωρείται «τραπεζικό», κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, συμβόλαιο με συμβαλλόμενο μέρος εταιρεία, κατά τη σύσταση, τροποποίηση, μετατροπή ή συγχώνευση της οποίας μετείχε κατά το παρελθόν τράπεζα ή θυγατρική αυτής ή εάν, αντιθέτως, απαιτείται η εν λόγω συμμετοχή της τράπεζας ή της θυγατρικής της στη μετοχική σύνθεση της συμβαλλόμενης εταιρείας να είναι ενεστώσα κατά τον χρόνο σύνταξης του επίδικου συμβολαίου. Η πράξη της Επιτροπής δημοσιεύθηκε προσηκόντως στις ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών «ΕΣΤΙΑ» (φύλλο της 22.2.2021) και «ΤΑ ΝΕΑ» (φύλλο της 19.3.2021), επηκολούθησε δε η από 14.4.2021 πράξη του Προέδρου του Γ΄ Τμήματος, με την οποία η υπόθεση εισήχθη λόγω σπουδαιότητας στην επταμελή σύνθεση, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 14 παρ. 5, 20 και 21 του π.δ. 18/1989.

 

5. Επειδή, ο πρώτος των αιτούντων συμβολαιογράφος, εις βάρος του οποίου βεβαιώθηκαν τα προαναφερθέντα ποσά με την προσβαλλόμενη πράξη του καθ’ ου η αίτηση συμβολαιογραφικού συλλόγου και η δεύτερη αιτούσα, αστική επαγγελματική εταιρεία συμβολαιογράφων, ως μέλος (εταίρος) της οποίας ο ως άνω συμβολαιογράφος ασκεί την επαγγελματική του δραστηριότητα, κατά τα οριζόμενα στο π.δ. 284/1993 περί συμβολαιογραφικών εταιρειών (Α΄123), παραδεκτώς ομοδικούν, προβάλλοντας λόγους στηριζόμενους επί της αυτής νομικής και πραγματικής αιτίας.

 

6. Επειδή, παραδεκτώς ασκεί αυτοτελή παρέμβαση, κατά τα οριζόμενα στην ως άνω διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010, η συμβολαιογράφος – μέλος του καθ’ ου συμβολαιογραφικού συλλόγου ., διάδικος (εφεσίβλητη) σε εκκρεμή δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (Ε. 291/2020), στην οποία τίθενται τα αυτά νομικά ζητήματα με τα υπό διερεύνηση στην παρούσα δίκη.

 

7. Επειδή, ο κυρωθείς με τον ν. 2830/2000 (Α΄ 96) Κώδικας Συμβολαιογράφων ορίζει στο άρθρο 40 παρ. 1 ότι: «Ο συμβολαιογράφος για κάθε πράξη που καταρτίζει και για κάθε παροχή υπηρεσίας που προσφέρει, αν σχετίζεται με την αρμοδιότητά του ή επιβάλλεται από το νόμο, όπως και για την έκδοση αντιγράφων και περιλήψεων, δικαιούται πάγια αμοιβή. Επιπλέον της αμοιβής αυτής και προκειμένου για πράξεις που το αντικείμενό τους είναι αποτιμητό σε χρήμα, δικαιούται να λάβει και αναλογική αμοιβή, που υπολογίζεται με βάση τη συνολική δηλούμενη αξία στο συμβόλαιο ή τη μεγαλύτερη αξία που καθορίζεται από την αρμόδια αρχή προσωρινά ή οριστικά. … Οι αμοιβές αυτές καθορίζονται τουλάχιστον κάθε τρία χρόνια με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Δικαιοσύνης και Οικονομικών, μετά γνώμη της Συντονιστικής Επιτροπής Συμβολαιογραφικών Συλλόγων Ελλάδας. …», στο άρθρο 98, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 99 παρ. 1 του ν. 4485/2017 (Α΄ 114), ότι: «1. Οι Συμβολαιογραφικοί Σύλλογοι είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, σωματειακής μορφής και τελούν υπό την εποπτεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. 2. … 3. Η διαχείριση και η αξιοποίηση της περιουσίας τους, η εποπτεία και ο έλεγχος των οικονομικών και διαχειριστικών πράξεων των συλλόγων ανήκει αποκλειστικά στα Διοικητικά Συμβούλια και στις Γενικές Συνελεύσεις αυτών. 4. ...», στο άρθρο 99 ότι: «Σκοπός των Συμβολαιογραφικών Συλλόγων είναι η προαγωγή και ενίσχυση του συμβολαιογραφικού θεσμού, η μέριμνα για την επιστημονική και επαγγελματική εξύψωση των συμβολαιογράφων, η επιμέλεια και προαγωγή των ζητημάτων που αφορούν τους συμβολαιογράφους, η εποπτεία της καλής διεξαγωγής της υπηρεσίας τους, …, η μέριμνα υπέρ των ασθενούντων ή αναξιοπαθούντων εν ενεργεία ή μη συμβολαιογράφων, των υπαλλήλων του συλλόγου και των μελών των οικογενειών των προσώπων αυτών, καθώς και η υλική και ηθική ενίσχυση του συλλόγου των συνταξιούχων συμβολαιογράφων στα πλαίσια των οικονομικών δυνατοτήτων των συλλόγων συμβολαιογράφων», στο δε άρθρο 100, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 59 παρ. 7 του ν. 3160/2003 (Α΄ 165), ότι: «Πόροι κάθε Συμβολαιογραφικού Συλλόγου είναι: α) ... β) Τα κατά τα άρθρα 115, 117 και 118 του παρόντος εισπραττόμενα δικαιώματά του. ...». Περαιτέρω, στο άρθρο 113 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι: «Τα αναλογικά δικαιώματα του Συμβολαιογράφου από τη σύνταξη συμβολαίων που αναφέρονται στα άρθρα 115, 117 και 118 του παρόντος αποδίδονται στον οικείο Συμβολαιογραφικό Σύλλογο ή στον εντεταλμένο υπό του Συλλόγου συμβολαιογράφο και διανέμονται σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 116, 117, 118 και 120 του παρόντος», στο άρθρο 115 ότι: «Η διάταξη του προηγούμενου άρθρου καταλαμβάνει τα συμβόλαια, πράξεις ή εκθέσεις στις οποίες ένα από τα μέρη που συμβάλλεται, συνυπογράφει, συναινεί ή αποκτά δικαιώματα είναι: 1.α. Το Δημόσιο, οι Δήμοι και Κοινότητες, οι Ενώσεις και οι Σύνδεσμοι Δήμων και Κοινοτήτων, οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) δεύτερης βαθμίδας …, οι Δημόσιες ενώσεις, τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου …, τα Δημόσια Ιδρύματα, … β) Κρατικοί ή Δημόσιοι Οργανισμοί και Οργανισμοί ή Επιχειρήσεις Κοινής Ωφελείας … γ) Κρατικές, Δημόσιες ή Δημοτικές Επιχειρήσεις ή επιχειρήσεις που έχουν παραχωρηθεί από τα εν λόγω νομικά πρόσωπα, … δ) Κοινωφελή Ιδρύματα … που περιήλθαν στο Δημόσιο και χρηματοδοτούνται ή επιχορηγούνται από αυτό. ε) Οι Κρατικές Τράπεζες Ελλάδος, Αγροτική Τράπεζα και η Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Αναπτύξεως. στ) Τραπεζικές και άλλες Ανώνυμες Εταιρείες στις οποίες το Δημόσιο ή τα ανωτέρω Νομικά Πρόσωπα έχουν το σύνολο ή την πλειοψηφία των μετοχών του εταιρικού κεφαλαίου ή έχουν κρατικό προνόμιο ή κρατική επιχορήγηση. Εξαιρούνται η Εθνική και η Εμπορική Τράπεζα, οι οποίες υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 117 του παρόντος, εκτός εάν χορηγούν δάνεια για λογαριασμό του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας. ζ) Κρατικά Νομικά Πρόσωπα που έχουν χαρακτηριστεί από το νόμο ή τα δικαστήρια τελεσίδικα ως Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου, τα οποία χρηματοδοτούνται ή επιχορηγούνται από οποιοδήποτε των ανωτέρω νομικών προσώπων … η) Θυγατρικές Ανώνυμες Εταιρείες του Δημοσίου και των Νομικών Προσώπων των εδαφίων α΄ έως και ζ΄ …, που ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα από αυτά, καθώς και θυγατρικές των θυγατρικών εταιρείες. θ) Αναγκαστικοί Συνεταιρισμοί ή Ενώσεις Συνεταιρισμών …, καθώς και κάθε είδους Συνεταιρισμοί ή Ενώσεις Συνεταιρισμών … ι) Το Άγιον Όρος, … ια) Εκκλησιαστικά Νομικά Πρόσωπα … της Ανατολικής Ορθόδοξης του Χριστού Εκκλησίας της Ελλάδος, …καθώς και Νομικά Πρόσωπα ή Κοινότητες κάθε γνωστής θρησκείας ή δόγματος. ιβ) Αποκεντρωμένες ή ανεξάρτητες Δημόσιες Υπηρεσίες … ιγ) Κοινωνικοποιημένες Επιχειρήσεις … ιδ) Ιδιωτικές Επιχειρήσεις όταν στο συντελεστή κεφάλαιο μετέχουν πρόσωπα που αναφέρονται στο παρόν άρθρο με ποσοστό συμμετοχής πενήντα τοις εκατό (50%) και άνω. 2.α) Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου που διέπονται κατ’ αρχήν από τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου μεταξύ των οποίων: αα) Επιχειρηματικής φύσης (Δημόσιες Επιχειρήσεις) … ββ) Ιδρυματικού χαρακτήρα τα οποία έχουν απλή παραγωγική δραστηριότητα … γγ) Σωματειακής φύσης τα οποία έχουν σκοπό τη ρύθμιση ορισμένης επαγγελματικής δραστηριότητας … β) Δημόσιες εταιρείες ή θυγατρικές δημόσιες εταιρείες με εταιρική μορφή του εμπορικού δικαίου στις οποίες μέτοχος ή εταίρος είναι υποχρεωτικά το Δημόσιο, Ο.Τ.Α. ή Νομικά Πρόσωπα ειδικών σκοπών οποιασδήποτε κατηγορίας …γ) Δημόσια Νομικά Πρόσωπα που διέπονται πλήρως από το ιδιωτικό δίκαιο (επιχειρήσεις μικτής οικονομίας). δ) Υπηρεσίες οι οποίες λειτουργούν κατά παραχώρηση … ε) Ιδιωτικές επιχειρήσεις ή κοινοπραξίες επιχειρήσεων στη σύσταση των οποίων μετείχε και εξακολουθεί να μετέχει ένα από τα πρόσωπα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος. 3. … 6. …», στο άρθρο 116 ότι: «Τα αναλογικά δικαιώματα του συμβολαιογράφου τα οποία προέρχονται από τη σύνταξη συμβολαίων, πράξεων ή εκθέσεων των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 115 αποδίδονται στο Ταμείο του οικείου Συλλόγου ή στον εντεταλμένο Συμβολαιογράφο και διανέμονται σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στο άρθρο 120, αφού προηγουμένως αφαιρεθούν οι εισφορές υπέρ του Ταμείου νομικών και του T.Α.Σ. που βαρύνουν το συμβολαιογράφο που συνέταξε το συμβόλαιο, την πράξη ή την έκθεση και καταβάλλονται στα αντίστοιχα Ταμεία», στο άρθρο 117 ότι: «1. Για συμβόλαια ημεδαπών ή αλλοδαπών Τραπεζών οι οποίες λειτουργούν ή συμβάλλονται στην Ελλάδα, πλην εκείνων που αναφέρονται στο άρθρο 115, ο συμβολαιογράφος που τα συντάσσει καταθέτει το 68% των αναλογικών δικαιωμάτων στο Ταμείο του οικείου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου ή στον εντεταλμένο συμβολαιογράφο, προκειμένου αυτά να διανεμηθούν σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 120, το 25% στο Ταμείο Ασφάλισης Συμβολαιογράφων (Τ.Α.Σ.) από τα οποία 10% για τον κλάδο Πρόνοιας, 15% για τον κλάδο Υγείας και παρακρατεί το υπόλοιπο 7%. Η ίδια υποχρέωση βαρύνει το συμβολαιογράφο και για τα συμβόλαια στα οποία συμβαλλόμενες είναι θυγατρικές εταιρίες των Τραπεζών του εδαφίου α΄ ή εταιρίες κατά τη σύσταση, τροποποίηση, μετατροπή ή συγχώνευση των οποίων μετέχουν οι πιο πάνω Τράπεζες ή θυγατρικές εταιρίες των εν λόγω Τραπεζών. 2. Η διάταξη της παραγράφου 1 του παρόντος εφαρμόζεται και ως προς τις πράξεις που αφορούν την εκκαθάριση προβληματικών επιχειρήσεων…, αν εκκαθαριστής ή υπό εκκαθάριση επιχείρηση ή αγοραστής είναι πρόσωπο από τα αναφερόμενα στην ίδια παράγραφο. 3. Η διάταξη της παραγράφου 1 του παρόντος εφαρμόζεται και ως προς τις πράξεις που ακολουθούν τη διαδικασία του … πλειστηριασμού, … αν ο επισπεύδων ή αιτών ή συνεχίζων ή καθ’ ου είναι πρόσωπο από τα αναφερόμενα στις προηγούμενες παραγράφους. … 4. … 5. Η συνολική αμοιβή που παρακρατεί ο συμβολαιογράφος από τη σύνταξη των συμβολαίων των παραγράφων 1, 2 και 3 του παρόντος άρθρου δεν μπορεί να υπερβεί κατ’ έτος, για όσους συμβολαιογράφους έχουν την έδρα τους στις περιφέρειες ειρηνοδικείων που υπάγονται στα Πρωτοδικεία Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, το διπλάσιο του ποσού της ανώτατης σύνταξης που χορηγεί ετησίως σε συμβολαιογράφους το Ταμείο Νομικών και για τους συμβολαιογράφους που υπηρετούν στις περιφέρειες των λοιπών ειρηνοδικείων της χώρας, το αντίστοιχο του ετήσιου εισοδήματος της πιο πάνω σύνταξης. Ποσά που αντιστοιχούν στο ποσοστό του 7% που ο συμβολαιογράφος εισπράττει για τη συγκεκριμένη αιτία από μία ή περισσότερες πράξεις αποδίδονται υποχρεωτικά στο Ταμείο του οικείου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου ή τον εντεταλμένο συμβολαιογράφο, στην περίπτωση που υπερβαίνουν τα όρια του προηγούμενου εδαφίου, προκειμένου και αυτά να διανεμηθούν σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στο άρθρο 120 του παρόντος». Εξάλλου, με το άρθρο 39 παρ. 11α του ν. 4387/2016 (Α΄ 85) ορίστηκε ότι από 1.7.2016 «... καταργούνται οι πάσης φύσεως εισφορές των συμβολαιογράφων υπέρ των Τομέων Ασφάλισης Νομικών, Ασφάλισης, Πρόνοιας και Υγείας Συμβολαιογράφων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (ΕΤΑΑ) επί των δικαιωμάτων τους από τη σύνταξη συμβολαίων και πράξεων. Ειδικώς, τα καταργούμενα ποσοστά επί των αναλογικών δικαιωμάτων στα κρατικά - τραπεζικά συμβόλαια … προσαυξάνουν αντιστοίχως τα ποσοστά υπέρ του οικείου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου, προς τον οποίο αποδίδονται … ». Περαιτέρω, στο άρθρο 118 του αυτού Κώδικα Συμβολαιογράφων ορίζεται ότι: «Για προσύμφωνα ή οριστικά συμβόλαια μεταβίβασης αυτοκινήτων ή μοτοσυκλετών κάθε είδους, στα οποία δεν συμβάλλονται πρόσωπα που αναφέρονται στα άρθρα 115 και 117, ο συμβολαιογράφος παρακρατεί το 70% και το υπόλοιπο 30% αποδίδει στον οικείο Συμβολαιογραφικό Σύλλογο ή στον εντεταλμένο κατά ειρηνοδικειακή περιφέρεια για τη σύνταξη των κρατικών συμβολαίων συμβολαιογράφο, προκειμένου αυτό να διανεμηθεί σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 120 του παρόντος», στο άρθρο 119, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 32 του ν. 2915/2001 (Α΄ 109), ότι: «1. Ο συμβολαιογράφος που συντάσσει συμβόλαια των άρθρων 115, 116, 117 και 118 οφείλει να καταθέσει στον οικείο Συμβολαιογραφικό Σύλλογο ή στον εντεταλμένο κατά ειρηνοδικειακή περιφέρεια συμβολαιογράφο τα αναλογικά δικαιώματα των συμβολαίων αυτών μέσα στο πρώτο δεκαήμερο του επομένου από την υπογραφή του συμβολαίου μήνα. Μετά την πάροδο της ανωτέρω προθεσμίας ο συμβολαιογράφος καθίσταται υπερήμερος και οφείλει τόκο υπερημερίας. 2. Τα καθυστερούμενα από την παραπάνω αιτία ποσά, με τους τόκους υπερημερίας, τα εισπράττει ο οικείος Συμβολαιογραφικός Σύλλογος ή ο εντεταλμένος συμβολαιογράφος από τον υπόχρεο συμβολαιογράφο σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε. Τίτλο για τη βεβαίωση και την είσπραξη των απαιτήσεων αυτών αποτελεί η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του οικείου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου, η οποία είναι πλήρως αιτιολογημένη και καθορίζει επακριβώς το εισπρακτέο ποσό από καθυστερούμενες οφειλές και τόκους κατά τη χρονική περίοδο στην οποία αντιστοιχούν, σύμφωνα με τις εκθέσεις ελέγχου των αρμόδιων οργάνων του Συλλόγου. … 3. Η παράβαση των διατάξεων της παραγράφου 1 του παρόντος αποτελεί πειθαρχικό αδίκημα που τιμωρείται με ποινή τουλάχιστον προστίμου. 4. Η παρακράτηση από το συμβολαιογράφο δικαιωμάτων από συμβόλαια των άρθρων 115, 117 και 118 του παρόντος πέραν της προθεσμίας των τριών μηνών από τη σύνταξη των συμβολαίων τιμωρείται κατά τις διατάξεις περί υπεξαίρεσης του Ποινικού Κώδικα (άρθρο 375). 5. Ως προς τα δικαιώματα και τους τόκους υπερημερίας ο οικείος Συμβολαιογραφικός Σύλλογος ή ο εντεταλμένος κατά ειρηνοδικειακή περιφέρεια συμβολαιογράφος θεωρείται γενικός εντολοδόχος του υπόχρεου για την είσπραξη των ως άνω δικαιωμάτων συμβολαιογράφου και νομιμοποιείται να εγείρει ο ίδιος αγωγή κατά των υποχρέων για την είσπραξή τους.», στο άρθρο 120, όπως τροποποιήθηκε με τα άρθρα 32 παρ. 9 του ν. 2915/2001 και 59 παρ. 10 του ν. 3160/2003 (Α΄ 165), ότι: «Από τα ποσά που εισπράττει ο Σύλλογος ή ο εντεταλμένος συμβολαιογράφος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 116, 117 και 118: 1. Προαφαιρούνται: α) Το ποσό που είναι αναγκαίο κατά μήνα για να καλυφθούν οι ανάγκες του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου, όπως αυτές προσδιορίζονται με απόφαση του διοικητικού του συμβουλίου και οι οποίες δεν μπορούν να υπερβαίνουν σε ετήσια βάση το ποσό του εγκεκριμένου από το Κράτος προϋπολογισμού του συλλόγου. β) Ποσοστό μέχρι πέντε τοις εκατό (5%) υπέρ του ειδικού λογαριασμού που έχει συσταθεί με το άρθρο 30 του Ν. 4507/1966 στην Τράπεζα της Ελλάδος με τον τίτλο “Λογαριασμός διανομής δικαιωμάτων προερχομένων εκ συντάξεως κρατικών συμβολαίων”. Το ακριβές ποσοστό του προηγούμενου εδαφίου ορίζεται κάθε φορά με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης μετά από γνώμη της Συντονιστικής Επιτροπής των Συμβολαιογραφικών Συλλόγων Ελλάδος. 2. Σε συμβολαιογράφους που εδρεύουν σε πόλη με πληθυσμό κάτω από πέντε χιλιάδες κατοίκους και τα ετήσια εισοδήματά τους είναι κατώτερα των οκτακοσίων χιλιάδων (800.000) δραχμών, καταβάλλεται από τον ειδικό λογαριασμό για την ενίσχυση των εισοδημάτων τους μια φορά κατ’ έτος, η διαφορά του ετήσιου εισοδήματος μέχρι του ποσού των οκτακοσίων χιλιάδων (800.000) δραχμών. Από τον ίδιο λογαριασμό μπορεί να διατίθενται χρήματα σε συμβολαιογράφους που έχουν την έδρα τους σε πόλεις παραμεθόριων περιοχών ανεξαρτήτως πληθυσμού, εφόσον οι πρόσοδοι αυτ[ές] δεν υπερβαίνουν τις ενενήντα χιλιάδες (90.000) δραχμές το μήνα. Τα χρήματα διατίθενται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης μετά από γνώμη της Συντονιστικής Επιτροπής των Συμβολαιογραφικών Συλλόγων Ελλάδος … Από τον ίδιο λογαριασμό καλύπτονται, ύστερα από απόφαση της Συντονιστικής Επιτροπής, τα έξοδα για τη λειτουργία των σεμιναρίων επιμόρφωσης, για την έκδοση περιοδικών, βιβλίων ή εντύπων συμβολαιογραφικού ενδιαφέροντος, για τη διοργάνωση πανελλήνιων και διεθνών συνεδρίων που αφορούν τη συμβολαιογραφία, καθώς και τα έξοδα δημιουργίας, λειτουργίας και συντήρησης εξειδικευμένης τράπεζας νομικών πληροφοριών για τους συμβολαιογράφους και υπηρεσίες ηλεκτρονικής αλληλοπληροφόρησης των συμβολαιογράφων με οποιονδήποτε τρόπο. 3. Το ποσό που απομένει μετά τις αφαιρέσεις κατανέμεται ισομερώς με μέριμνα του οικείου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου ή του εντεταλμένου συμβολαιογράφου μεταξύ των δικαιούχων της αυτής ειρηνοδικειακής περιφέρειας που αναφέρονται στο άρθρο 121. …», στο δε άρθρο 121 ότι: «1. Δικαιούχοι μερίσματος είναι: α) Οι εν ενεργεία συμβολαιογράφοι, που εδρεύουν στην αυτή ειρηνοδικειακή περιφέρεια. … β) Οι συμβολαιογράφοι που εξέρχονται από την υπηρεσία για μία δωδεκαετία από την έξοδό τους και εφόσον λαμβάνουν σύνταξη από το Ταμείο Νομικών και δεν καταλαμβάνουν άλλη έμμισθη δημόσια υπηρεσία ή δεν ασκούν άλλο επάγγελμα για το οποίο είναι ασφαλισμένοι σε οποιονδήποτε φορέα κύριας ή επικουρικής ασφάλισης. ... γ) Ο επιζών σύζυγος συμβολαιογράφου, που απεβίωσε ανεξαρτήτως ετών υπηρεσίας αυτού, καθώς και τα ανήλικα ή ενήλικα τέκνα του μέχρι ηλικίας 25 ετών, εφόσον σπουδάζουν σε ανώτατα ή ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα ή ενήλικα τέκνα, αλλά ανίκανα προς εργασία λόγω νόσου. Οι ανωτέρω δικαιούνται να λάβουν μέρισμα επί μία δωδεκαετία από του θανάτου του συμβολαιογράφου. … δ) Οι εξερχόμενοι της υπηρεσίας υπάλληλοι των οικείων Συμβολαιογραφικών Συλλόγων, εφόσον έχουν συμπληρώσει εικοσιπενταετή τουλάχιστον ευδόκιμη υπηρεσία και για διάστημα δύο ετών από την έξοδό τους. 2. Σε περίπτωση θανάτου συνταξιούχου συμβολαιογράφου, που λαμβάνει μέρισμα, ο επιζών σύζυγος και τα ανήλικα ή ενήλικα τέκνα μέχρις ηλικίας 25 ετών που σπουδάζουν σε ανώτατα ή ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα ή ενήλικα τέκνα που είναι ανίκανα προς εργασία λόγω νόσου και εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του εδαφίου γ΄ της προηγούμενης παραγράφου, δικαιούνται μερίσματος μέχρι τη συμπλήρωση του χρονικού διαστήματος που ο αποβιώσας εδικαιούτο. … ». Κατ’ εξουσιοδότηση, εξάλλου, της προαναφερθείσας διάταξης του άρθρου 40 παρ. 1 εδάφ. δ΄ του ως άνω Κώδικα Συμβολαιογράφων (ν. 2830/2000) εκδόθηκε η 111376/31.12.2011 κοινή υπουργική απόφαση (Β΄ 13/2012), η οποία, τροποποιηθείσα με την κοινή υπουργική απόφαση 72386/8.10.2015 (Β΄ 2170), ίσχυε κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα της σύνταξης των επίμαχων συμβολαίων, όριζε δε στο άρθρο 1 ότι: «1) Για την κατάρτιση πράξεων, το αντικείμενο των οποίων αποτιμάται σε χρήμα, ο συμβολαιογράφος εισπράττει … πάγια αμοιβή είκοσι (20) ευρώ και αναλογική αμοιβή, η οποία υπολογίζεται με βάση την συνολική αξία που δηλώνεται στο συμβόλαιο ή τη μεγαλύτερη αξία που καθορίζεται από την αρμόδια αρχή, προσωρινά ή οριστικά. Το ποσοστό της αμοιβής αυτής, ανάλογα με το ύψος της αξίας του αντικειμένου της συναλλαγής, καθορίζεται ως εξής: Για ποσό έως 120.000,00 ευρώ, σε ποσοστό 0,80% ...». Περαιτέρω, κατ’ εξουσιοδότηση της ως άνω διάταξης του άρθρου 120 παρ. 1 περ. β΄ του αυτού Κώδικα εκδόθηκε η 122/26.9.2001 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης (Β΄1292), με την οποία το ποσοστό των αναλογικών δικαιωμάτων από συμβόλαια των άρθρων 115, 117 και 118 που προαφαιρείται και περιέρχεται στον προβλεπόμενο στο ως άνω άρθρο λογαριασμό «διανομής δικαιωμάτων» ορίστηκε στο 1%.

 

8. Επειδή, ο κυρωθείς με το ν.δ. 356/1974 (Α΄ 90) Κώδικας Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.), όπως είχε τροποποιηθεί με τον ν. 4224/2013 (Α΄ 288) και ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, ορίζει στο άρθρο 2 παρ. 2 ότι: «Για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων απαιτείται νόμιμος τίτλος. Με την εξαίρεση των φόρων και των λοιπών δημοσίων εσόδων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013), για τα οποία εφαρμόζονται αποκλειστικά οι διατάξεις του ως άνω Κώδικα, νόμιμο τίτλο αποτελούν: α) Τα έγγραφα, στα οποία οι αρμόδιες αρχές προσδιορίζουν, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, τον οφειλέτη, το είδος, το ποσό και την αιτία της οφειλής. β) Τα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα, από τα οποία αποδεικνύεται η οφειλή. γ) Τα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα, από τα οποία πιθανολογείται η οφειλή, ως προς την ύπαρξη και το ποσό αυτής, κατά την έννοια του άρθρου 347 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας», στο δε άρθρο 73 παρ. 1 ότι: «1. Η προ της ενάρξεως της εκτελέσεως ανακοπή του οφειλέτου ασκείται: α) κατά της εκδοθείσης ατομικής ειδοποιήσεως, β) … γ) κατά του νομίμου τίτλου … Δια ταύτης επιτρέπεται η προβολή πάσης αντιρρήσεως ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου ως και η αμφισβήτησις του κατ’ ουσίαν βασίμου της απαιτήσεως … εφ’ όσον ο προσδιορισμός ταύτης δεν έχει ανατεθή εις δικαστήρια ή εις διοικητικάς επιτροπάς αποφαινομένας μετά δυνάμεως δεδικασμένου». Εξάλλου, ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α΄ 97), ορίζει στο άρθρο 217 παρ. 1 ότι: «Ανακοπή χωρεί κατά κάθε πράξης που εκδίδεται στα πλαίσια της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης και, ιδίως, κατά: α) της πράξης της ταμειακής βεβαίωσης του εσόδου, β) … ε) … », στο άρθρο 224 ότι: «1. Το δικαστήριο ελέγχει την προβαλλόμενη πράξη κατά το νόμο και την ουσία στα όρια της ανακοπής, τα οποία προσδιορίζονται από τους λόγους και το αίτημά της. 2. Κατ’ εξαίρεση, ο … έλεγχος της προσβαλλόμενης πράξης χωρεί και αυτεπαγγέλτως, εκτεινόμενος στο σύνολό της, προκειμένου να διακριβωθεί: α) αν η πράξη έχει εκδοθεί από αναρμόδιο όργανο, ή β) αν υπάρχει παράβαση δεδικασμένου. 3. Κατά τον έλεγχο του κύρους των προσβαλλομένων με την ανακοπή πράξεων της εκτέλεσης, δεν επιτρέπεται ο παρεμπίπτων έλεγχος της νομιμότητας προηγούμενων πράξεων της εκτέλεσης. 4. Στην περίπτωση της ανακοπής κατά της ταμειακής βεβαίωσης, επιτρέπεται ο παρεμπίπτων έλεγχος κατά το νόμο και τα πράγματα του τίτλου βάσει του οποίου έγινε η βεβαίωση, εφ’ όσον δεν προβλέπεται κατ’ αυτού ένδικο βοήθημα που επιτρέπει τον έλεγχό του κατά το νόμο και την ουσία ή δεν υφίσταται σχετικώς δεδικασμένο. 5. …».

 

9. Επειδή, από τις ως άνω διατάξεις του κυρωθέντος με τον ν. 2830/2000 ισχύοντος Κώδικα Συμβολαιογράφων (όπως και από τις αντίστοιχες του προηγούμενου ν. 670/1977 «περί Κώδικος Συμβολαιογράφων», Α΄ 232), συνάγεται ότι οι συμβολαιογραφικοί σύλλογοι, που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, έχουν σκοπό, μεταξύ άλλων, την εξασφάλιση ενός κατωτάτου ορίου εισοδήματος και, μέσω αυτού, τη διαφύλαξη της αξιοπρεπούς διαβίωσης των συμβολαιογράφων ως δημοσίων λειτουργών, καθώς και, γενικότερα, τη μέριμνα υπέρ των εν ενεργεία ή μη συμβολαιογράφων, των υπαλλήλων εκάστου συλλόγου και των μελών των οικογενειών των προσώπων αυτών. Για τους σκοπούς αυτούς, καθώς και για την κάλυψη των δαπανών λειτουργίας των ιδίων των συλλόγων διατίθεται το σύνολο ή μέρος των αναλογικών δικαιωμάτων, τα οποία εισπράττουν οι συμβολαιογράφοι από τη σύνταξη των κατά τις διατάξεις του άρθρου 115 του ως άνω Κώδικα «κρατικών» συμβολαίων και πράξεων, των κατά τις διατάξεις του άρθρου 117 «τραπεζικών» συμβολαίων και των αναφερομένων στο άρθρο 118 προσυμφώνων ή συμβολαίων μεταβίβασης αυτοκινήτων ή μοτοσυκλετών. Συνεπώς, διαφορά που γεννάται από την αναζήτηση εκ μέρους συμβολαιογραφικού συλλόγου αναλογικών δικαιωμάτων εκ των ως άνω συμβολαίων, τα οποία δεν αποδόθηκαν από τον εισπράξαντα αυτά συμβολαιογράφο εντός της προβλεπόμενης στο άρθρο 119 παρ. 1 του ν. 2830/2000 προθεσμίας, αποτελεί διοικητική διαφορά ουσίας, για την εκδίκαση της οποίας αρμόδια είναι τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια (βλ. ΣτΕ 3640/2003, 3491/2005 επτ., 1397/2017, 1277/2020 και ΑΠ 148/2001 κ.ά.). Εξάλλου, όπως ορίζεται ειδικότερα στην παρ. 2 του ως άνω άρθρου 119 του κυρωθέντος με τον ν. 2830/2000 Κώδικα, ο οικείος συμβολαιογραφικός σύλλογος εισπράττει τα εν λόγω αναλογικά δικαιώματα και τους σχετικούς τόκους υπερημερίας από τον εισπράξαντα αυτά συμβολαιογράφο με την οριζόμενη στον Κ.Ε.Δ.Ε. διαδικασία. Νόμιμο δε τίτλο, κατά την έννοια του ως άνω άρθρου 2 παρ. 2 του Κ.Ε.Δ.Ε., για τη βεβαίωση και είσπραξη των δικαιωμάτων αυτών αποτελεί η απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του οικείου συμβολαιογραφικού συλλόγου, με την οποία καθορίζεται ο οφειλέτης συμβολαιογράφος και το εισπρακτέο ποσόν από οφειλές και τόκους, σύμφωνα με τις εκθέσεις ελέγχου των αρμοδίων οργάνων του συλλόγου.

 

10. Επειδή, κατά τα ήδη κριθέντα (ΣτΕ 829/2010 Ολομ., ΣτΕ 3624/2012 κ.ά.), η ως άνω διάταξη του άρθρου 217 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας δεν προβλέπει πλέον τη δυνατότητα άσκησης, ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, ανακοπής κατά των μονομερών εκτελεστών πράξεων της Διοίκησης που συνιστούν νόμιμο τίτλο κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 2 περ. α΄ του Κ.Ε.Δ.Ε. Συνεπώς, από τη θέση σε ισχύ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και εφεξής, οι εν λόγω πράξεις -υπό την προϋπόθεση ότι δεν προβλέπεται κατά νόμο η άσκηση κατ’ αυτών άλλου ενδίκου βοηθήματος, από την άσκηση του οποίου θα δημιουργείτο διοικητική διαφορά ουσίας- δεν υπόκεινται πλέον σε ένδικο βοήθημα ικανό να παράσχει ισοδύναμη προς την αίτηση ακυρώσεως δικαστική προστασία και, ως εκ τούτου, παραδεκτώς, από την άποψη αυτή, προσβάλλονται με αίτηση ακυρώσεως. Συνεπώς, παραδεκτώς ασκήθηκε ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 1 παρ. 1 περ. ιε΄ του ν. 702/1977 (όπως προστέθηκε με το άρθρο 47 παρ. 1 του ν. 3900/2010), η υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως κατά της 1/23.12.2020 απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου του καθ’ ου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου, η οποία συνιστά νόμιμο τίτλο, κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 2 περ. α΄ του Κ.Ε.Δ.Ε., για την είσπραξη, από το ως άνω νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, του καταλογισθέντος, με την εν λόγω απόφαση, εις βάρος του αιτούντος συμβολαιογράφου, ποσού 214.048,80 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε μη αποδοθέντα αναλογικά δικαιώματα, πλέον των σχετικών τόκων υπερημερίας, από «τραπεζικά», κατά τον καθ’ ου Σύλλογο, συμβόλαια, που είχε συντάξει ο ανωτέρω συμβολαιογράφος.

 

11. Επειδή, με το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος κατοχυρώνεται ως ατομικό δικαίωμα η προσωπική και οικονομική ελευθερία. Ειδικότερη εκδήλωση αυτής αποτελεί η επαγγελματική ελευθερία, δηλαδή η ελευθερία επιλογής και άσκησης ορισμένου επαγγέλματος, στην οποία ο νόμος δύναται να επιβάλει περιορισμούς μόνον για λόγους δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος, οι οποίοι πρέπει να τελούν, σε κάθε περίπτωση, σε συνάφεια προς το αντικείμενο και τον χαρακτήρα της ρυθμιζόμενης επαγγελματικής δραστηριότητας (βλ. ΣτΕ 3665/2005 Ολομ., 3536/2009, 2204-2224/2010 Ολομ., 1665/2011 Ολομ., 2978, 3995, 3997/2014, 959/2015 Ολομ., 311-31/2018, 1277/2020 κ.ά.). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ.1 εδάφ. δ΄ του Συντάγματος), οι επιβαλλόμενοι από τον νόμο περιορισμοί πρέπει να είναι πρόσφοροι και αναγκαίοι για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τον νομοθέτη σκοπού και να μην είναι δυσανάλογοι σε σχέση προς αυτόν (βλ. ΣτΕ 1585/2010 Ολομ., 2224-2204/2010 Ολομ., 311-315/2018, 1277/2020 κ.ά.). Όσον αφορά τον έλεγχο της προσφορότητας και αναγκαιότητας ενός μέτρου, ο νομοθέτης διαθέτει, πάντως, ευρύ περιθώριο εκτίμησης, για τον καθορισμό των ρυθμίσεων που αυτός κρίνει πρόσφορες και αναγκαίες και, συνεπώς, ο δικαστικός έλεγχος της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας περιορίζεται στην κρίση αν η θεσπιζόμενη ρύθμιση είτε είναι προδήλως απρόσφορη, είτε υπερβαίνει προδήλως το απαραίτητο για την πραγματοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού μέτρο (βλ. ΣτΕ 1210/2010 Ολομ., 311-315/2018, 1277/2020 κ.ά.). Προκειμένου δε ο δικαστής να είναι σε θέση να ελέγξει αν οι επιβαλλόμενοι στην οικονομική ελευθερία περιορισμοί αποβλέπουν στην ικανοποίηση συνταγματικώς θεμιτού σκοπού, πρέπει να προκύπτει ή να συνάγεται από την ίδια την ρύθμιση, ερμηνευόμενη σύμφωνα με τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας και σε συνδυασμό με την διέπουσα την άσκηση του συγκεκριμένου επαγγέλματος λοιπή νομοθεσία ή από τις προπαρασκευαστικές εργασίες για την ψήφιση του σχετικού νόμου ή από στοιχεία, στα οποία οι εργασίες αυτές αναφέρονται, ο σκοπός που επιδιώκεται με τους περιορισμούς αυτούς (βλ. ΣτΕ 3536/2009, 311-315/2018, 1277/2020 κ.ά., πρβλ. ΣτΕ 2224 – 2244/2010 Ολομ.).

 

12. Επειδή, η αρχή της ισότητας, η οποία καθιερώνεται με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, αποτελεί συνταγματικό κανόνα που επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες. Ο κανόνας αυτός δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα της πολιτείας και, ειδικότερα, τόσο τον κοινό νομοθέτη κατά την άσκηση του νομοθετικού έργου, όσο και τη Διοίκηση, όταν θεσπίζει κατά νομοθετική εξουσιοδότηση κανονιστική ρύθμιση. Η παραβίαση της συνταγματικής αυτής αρχής ελέγχεται από τα δικαστήρια, ώστε να διασφαλίζεται η πραγμάτωση του κράτους δικαίου και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας καθενός με ίσους όρους. Κατά τον δικαστικό αυτόν έλεγχο, που είναι έλεγχος ορίων και όχι ορθότητας των νομοθετικών επιλογών, αναγνωρίζεται στον κοινό νομοθέτη ή την κατ’ εξουσιοδότηση θεσμοθετούσα Διοίκηση η ευχέρεια να ρυθμίζει με ενιαίο ή με διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις και σχέσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματικές ή άλλες συνθήκες, που συνδέονται με καθεμία από τις καταστάσεις ή σχέσεις αυτές, με βάση γενικά και αντικειμενικά κριτήρια που τελούν σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρύθμισης. Πρέπει όμως η επιλεγόμενη ρύθμιση να κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας, τα οποία αποκλείουν τόσο την εκδήλως άνιση μεταχείριση, είτε με τη μορφή της εισαγωγής ενός καθαρά χαριστικού μέτρου ή προνομίου μη συνδεόμενου προς αξιολογικά κριτήρια, είτε με τη μορφή της επιβολής αδικαιολόγητης επιβάρυνσης ή της αφαίρεσης δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται ή παρέχονται από προϋφιστάμενο ή συγχρόνως τιθέμενο γενικότερο κανόνα, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες, με βάση όλως τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια (βλ. ΣτΕ 1252-3/2003, 1285/2012 Ολομ., 1277/2020 κ.ά., πρβλ. ΣτΕ 1433/2004, 959/2015 Ολομ.).

 

13. Επειδή, εξάλλου, με το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.), το οποίο κυρώθηκε, μαζί με την εν λόγω Σύμβαση, με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256) και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυξημένη έναντι των κοινών νόμων ισχύ, κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο δύναται να την στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας, όχι όμως και το δικαίωμα προς απόκτηση περιουσίας, όπως για την απόκτηση κοινωνικής παροχής ή σύνταξης. Στην κατά τα ανωτέρω έννοια της περιουσίας, η οποία έχει αυτόνομο περιεχόμενο, ανεξάρτητο από την τυπική κατάταξη των επιμέρους περιουσιακών δικαιωμάτων στο εσωτερικό δίκαιο, περιλαμβάνονται όχι μόνον τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα δικαιώματα «περιουσιακής φύσεως», καθώς και τα κεκτημένα «οικονομικά συμφέροντα». Καλύπτονται, κατ’ αυτόν τον τρόπο, και τα ενοχικής φύσεως περιουσιακά δικαιώματα και, ειδικότερα, απαιτήσεις που απορρέουν από έννομες σχέσεις του δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεγενημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον έως την προσφυγή στο δικαστήριο δίκαιο, ότι είναι δυνατό να ικανοποιηθούν δικαστικώς, εφόσον δηλαδή υφίσταται σχετικώς μια επαρκής νομική βάση στο εσωτερικό δίκαιο του συμβαλλόμενου κράτους. Τέτοια περίπτωση συντρέχει, ιδίως, όταν η απαίτηση θεμελιώνεται σε νομοθετική ή κανονιστική διάταξη ή σε παγιωμένη σχετική νομολογία των δικαιοδοτικών οργάνων του συμβαλλόμενου κράτους ή όταν έχει εκδοθεί υπέρ του προσφεύγοντος τελική εκτελεστή απόφαση εθνικού δικαστηρίου. Αντιθέτως, νόμιμη προσδοκία δεν υφίσταται, όταν δεν πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που θέτει η εσωτερική νομοθεσία για τη γένεση της σχετικής αξίωσης. Έτσι, απλή προσδοκία κτήσης απαίτησης προβλεπόμενης από τον νόμο δεν προστατεύεται κατά το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου, εφόσον δεν πληρούται κάποια από τις νόμιμες προϋποθέσεις (βλ. ΣτΕ 2001/2014, 600/2016 κ.ά.). Εξάλλου, όπως γίνεται παγίως δεκτό, σε κάθε περίπτωση επέμβασης στην περιουσία ενός προσώπου, όπως είναι η επιβολή οποιουδήποτε οικονομικού βάρους -το είδος και το ύψος του οποίου ανήκει στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών κάθε συμβαλλόμενου κράτους, οι οποίες αποφασίζουν σχετικώς κατ' ενάσκηση ευρείας διακριτικής ευχέρειας- πρέπει να εξετάζεται αν επιτυγχάνεται η εξασφάλιση δίκαιης ισορροπίας ανάμεσα στις απαιτήσεις του δημοσίου συμφέροντος και τις επιταγές προστασίας των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων (βλ. ΣτΕ 2165/2013 επτ., 3299/2014 Ολομ., 1277/2020, πρβλ. ΣτΕ 1442/2005).

 

14. Επειδή, η απόδοση μέρους των αναλογικών δικαιωμάτων που εισπράττει ο συμβολαιογράφος από τη σύνταξη των λεγομένων «τραπεζικών» συμβολαίων προβλέφθηκε το πρώτον με το άρθρο 1 παρ. 9 του ν.δ. 652/1948 (Α΄ 113), με το οποίο αντικαταστάθηκε το άρθρο 33 του κωδικοποιητικού διατάγματος της 26ης/27ης.7.1941 (Α΄ 249) και ορίσθηκε ότι ο συμβολαιογράφος οφείλει να καταθέσει το ήμισυ των δικαιωμάτων του από τη σύνταξη «συμβολαίων των Τραπεζών (πλην της Αγροτικής και Ελλάδος)» στο ταμείο του οικείου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου, «προς διανομήν μεταξύ πάντων των εν τη αυτή πόλει Συμβολαιογράφων» και «τα δέκα πέντε εκατοστά τούτων … εις την Εθνικήν Τράπεζαν της Ελλάδος προς ενίσχυσιν των ανταρτοπλήκτων Συμβολαιογράφων…», ενώ ο ίδιος παρακρατεί το 35% των ανωτέρω δικαιωμάτων. Είχε προηγηθεί, η θέσπιση το πρώτον, με το άρθρο 3 του ν. 5413/1932 (Α΄ 170), της υποχρέωσης των συμβολαιογράφων να αποδίδουν στο ταμείο του οικείου συμβολαιογραφικού συλλόγου το σύνολο των υπ’ αυτών εισπραττομένων αναλογικών δικαιωμάτων από τα λεγόμενα «κρατικά» συμβόλαια, υποχρέωση η οποία διατηρήθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 33 του α.ν. 356/1936 (Α΄ 530), που κωδικοποιήθηκαν, στη συνέχεια, με το προαναφερθέν διάταγμα της 26/27.7.1941 (όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα), καθώς και εκείνες των άρθρων 61-66 του ν.δ. 1333/1973 «Περί Κώδικος Συμβολαιογράφων» (Α΄ 17), των άρθρων 98-101 του ν. 670/1977 «Περί Κώδικος Συμβολαιογράφων» και, τέλος, των άρθρων 115 - 116 και 119-121 του ισχύοντος Κώδικα (ν. 2830/2000). Εξάλλου, το κατά την ως άνω διάταξη του ν.δ. 652/1948 παρακρατούμενο από τον συμβολαιογράφο ποσοστό (35%) επί των αναλογικών του δικαιωμάτων εκ των «τραπεζικών» συμβολαίων μειώθηκε αρχικά, με το άρθρο 67 του ως άνω ν.δ. 1333/1973, στο 25% και στη συνέχεια, με το άρθρο 102 του επόμενου Κώδικα Συμβολαιογράφων (ν. 670/1977), στο 20%, αυξήθηκαν δε, με το ίδιο άρθρο, τα αποδοτέα στο ταμείο του οικείου συμβολαιογραφικού συλλόγου και στο Τ.Α.Σ. ποσοστά σε 55% και 25%, αντιστοίχως, επί των εισπραττομένων αναλογικών δικαιωμάτων. Το άρθρο 102 του ανωτέρω Κώδικα Συμβολαιογράφων (ν. 670/1977) αντικαταστάθηκε, στη συνέχεια, με το άρθρο 6 του ν. 834/1978 (Α΄ 223), με το οποίο το παρακρατούμενο από τον συμβολαιογράφο ποσοστό δικαιωμάτων επί συμβολαίων «των λειτουργουσών εν Ελλάδι Τραπεζών, εξαιρέσει των Τραπεζών Ελλάδος, Αγροτικής και ΕΤΒΑ» μειώθηκε περαιτέρω στο 7%, με αντίστοιχη αύξηση του αποδοτέου στο Ταμείο του οικείου Συλλόγου ποσοστού στο 68%, ώστε, κατά την εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού, να «υπόκειται εις την κοινήν διανομήν των συμβολαιογράφων μεγαλύτερον ποσόν δικαιωμάτων…». Τα ως άνω ποσοστά επί των αναλογικών δικαιωμάτων από τη σύνταξη «τραπεζικών» συμβολαίων [68% προς απόδοση στο ταμείο του οικείου Συλλόγου και 25% προς απόδοση στο Τ.Α.Σ.] διατηρήθηκαν αμετάβλητα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 2 του ν. 1653/1986 (Α΄ 173), που αντικατέστησε εκ νέου το άρθρο 102 του προγενέστερου Κώδικα Συμβολαιογράφων (ν. 670/1977), καθώς και με τη διάταξη του άρθρου 117 του ήδη ισχύοντος Κώδικα Συμβολαιογράφων (ν. 2830/2000). Από 1.7.2016 και εφεξής, μετά την κατάργηση των πάσης φύσεως εισφορών των συμβολαιογράφων υπέρ των Ταμείων Ασφάλισης Νομικών, Ασφάλισης, Πρόνοιας και Υγείας Συμβολαιογράφων του Ε.Τ.Α.Α. επί των δικαιωμάτων τους από τη σύνταξη συμβολαίων και πράξεων, το αποδιδόμενο στο ταμείο του οικείου συμβολαιογραφικού συλλόγου ποσοστό επί των αναλογικών δικαιωμάτων εκ των συμβολαίων του άρθρου 117, προσαυξανόμενο κατά το ως άνω, υπέρ Τ.Α.Σ. ποσοστό, ανέρχεται πλέον στο 93% των εν λόγω δικαιωμάτων (βλ. ανωτ. άρθρο 39 παρ. 11α του ν. 4387/2016), διατηρουμένου του παρακρατουμένου από τον συντάξαντα συμβολαιογράφο ποσοστού, αδιαλείπτως από το έτος 1978 και εντεύθεν, στο 7%.

 

15. Επειδή, κατά τα αναφερόμενα στην αιτιολογική έκθεση του ν. 2830/2000, με τις διατάξεις του εν λόγω ισχύοντος Κώδικα Συμβολαιογράφων σκοπείται, μεταξύ άλλων, «να αποκλειστεί το ενδεχόμενο μονοπώλησης των κρατικών συμβολαίων και των συμβολαίων τραπεζών από ορισμένους μόνο συμβολαιογράφους …». Στην εισηγητική έκθεση αναφέρεται, ειδικότερα, ότι με τις διατάξεις των άρθρων 115, 117 και 118 του σχεδίου «… διατηρείται ο θεσμός των “κρατικών συμβολαίων” που κοσμεί το συμβολαιογραφικό λειτούργημα επί 68 έτη» και «επαναλαμβάνεται η αρχή της κατ’ ισομοιρία διανομής των δικαιωμάτων από “κρατικά συμβόλαια” μεταξύ όλων των συμβολαιογράφων της αυτής ειρηνοδικειακής περιφέρειας», η οποία «νομοθετήθηκε με το ν. 5413/1932, διατηρείται έκτοτε συνεχώς και αποβλέπει στην άρση των ανισοτήτων μεταξύ των συμβολαιογράφων στη σύνταξη των “κρατικών συμβολαίων”. Η ανισότητα αυτή εντοπίζεται στην ανάθεση κρατικών συμβολαίων στους αυτούς πάντοτε συμβολαιογράφους από λόγους προσωπικής εύνοιας, οι οποίοι καθίστανται προνομιούχοι έναντι των υπολοίπων συμβολαιογράφων, κατά παράβαση της συνταγματικής επιταγής της ισότητας … Ειδικά για τα συμβόλαια των Τραπεζών, με τις ρυθμίσεις του άρθρου 117 … περιορίζεται το ανώτατο όριο των δικαιωμάτων και της αμοιβής του συμβολαιογράφου από πρωτότυπα και αντίγραφα, στο διπλάσιο του ποσού της ανώτατης σύνταξης που ετησίως χορηγεί το Ταμείο Νομικών για τους συμβολαιογράφους που διατηρούν την έδρα τους στις περιφέρειες Ειρηνοδικείων που υπάγονται στα πρωτοδικεία Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης ή το αντίστοιχο της ετήσιας σύνταξης για τις λοιπές περιοχές. Κάθε επιπλέον ποσόν που θα εισπράττει ο συμβολαιογράφος … θα περιέρχεται στο σύνολό του στο ταμείο του οικείου Συλλόγου ή στον εντεταλμένο συμβολαιογράφο για να διανέμεται στους δικαιούχους. … Στα άρθρα 119 έως 125 ορίζονται ποιοι έχουν δικαίωμα και ποιοι υποχρέωση να εισπράξουν τα προς διανομή δικαιώματα. Ειδικότερα, ορίζονται ως δικαιούχοι, κατά τα οριζόμενα στις σχετικές διατάξεις ποσοστά: α) ο οικείος Συμβολαιογραφικός Σύλλογος για την αντιμετώπιση των λειτουργικών αναγκών του, β) ο Ειδικός Λογαριασμός … ο οποίος είναι προορισμένος για την οικονομική ενίσχυση των συμβολαιογράφων … που εδρεύουν σε κωμοπόλεις άνω των 5.000 κατοίκων, … ούτως ώστε καθένας από αυτούς … να εξασφαλίσει το ελάχιστο όριο διαβίωσής του και διατήρησης στη θέση του … επεκτείνεται το πιο πάνω ευεργέτημα και στους συμβολαιογράφους των παραμεθόριων περιοχών … ανεξάρτητα από τον πληθυσμό της έδρας τους … Από τον ίδιο λογαριασμό θα καλύπτονται και οι δαπάνες λειτουργίας … σεμιναρίων επιμόρφωσης … Το ποσό κεφαλαίου που απομένει … κατανέμεται εξίσου … μεταξύ των δικαιούχων της αυτής ειρηνοδικειακής περιφέρειας … μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται και οι συνταξιούχοι συμβολαιογράφοι για μια δωδεκαετία από την αποχώρησή τους … συνταξιούχοι συμβολαιογράφοι που έχουν συμπληρώσει το 82ο έτος της ηλικίας τους … δια βίου … για να καλύπτουν δαπάνες ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και συντήρησης … επίσης … οι υπάλληλοι των οικείων Συμβολαιογραφικών Συλλόγων εφόσον έχουν συμπληρώσει 25 έτη τουλάχιστον ευδόκιμης υπηρεσίας … για διάστημα δύο ετών από την αποχώρησή τους …».

 

16. Επειδή, κατά την προαναφερθείσα διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 117 του Κώδικα Συμβολαιογράφων (ν. 2830/2000), ορθώς ερμηνευόμενη, η επιβαλλόμενη στους συμβολαιογράφους υποχρέωση να αποδίδουν στο ταμείο του οικείου συμβολαιογραφικού συλλόγου ποσοστό επί των αναλογικών δικαιωμάτων, που εισπράττουν από τη σύνταξη των λεγομένων «τραπεζικών» συμβολαίων, καταλαμβάνει τις περιπτώσεις εκείνες, στις οποίες ένα τουλάχιστον συμβαλλόμενο μέρος είναι νομικό πρόσωπο από τα περιοριστικώς αναφερόμενα στην εν λόγω διάταξη, δηλαδή: α) ημεδαπές ή αλλοδαπές τράπεζες, οι οποίες λειτουργούν ή συμβάλλονται στην Ελλάδα, πλην εκείνων που αναφέρονται στο άρθρο 115 του εν λόγω Κώδικα [για τα συμβόλαια, πράξεις ή εκθέσεις των οποίων θεσπίζεται, κατά το άρθρο 116 αυτού, υποχρέωση απόδοσης του συνόλου των εισπραττομένων αναλογικών δικαιωμάτων], β) θυγατρικές εταιρείες των ως άνω τραπεζών και γ) εταιρείες κατά τη σύσταση, τροποποίηση, μετατροπή ή συγχώνευση των οποίων συμμετείχαν οι αναφερόμενες στο εδάφιο α΄ της παρ. 1 του εν λόγω άρθρου τράπεζες ή θυγατρικές τραπεζών, υπό την προϋπόθεση ότι η συμμετοχή των τελευταίων στις συμβαλλόμενες εταιρείες εξακολουθεί να συντρέχει κατά τον χρόνο σύνταξης των επίμαχων συμβολαίων. Η ερμηνεία αυτή συνάδει τόσο με το γράμμα της διάταξης του εδαφίου β΄ της παρ. 1 του άρθρου 117 του ν. 2830/2000 [στη διατύπωση της οποίας χρησιμοποιείται ο όρος «μετέχει» σε ενεστώτα χρόνο], όσο και με τον σκοπό, στον οποίο, μεταξύ άλλων, αποβλέπει, κατά τα αναφερόμενα στις οικείες εκθέσεις, η επίμαχη ρύθμιση [αποφυγή της μονοπώλησης των εν λόγω, μεγάλης, ως επί το πλείστον, αξίας, συμβολαίων από ορισμένους συμβολαιογράφους από «λόγους προσωπικής εύνοιας», λόγω διασυνδέσεων με Tράπεζες, οι οποίες είτε είναι οι ίδιες ή οι θυγατρικές τους συμβαλλόμενα μέρη, είτε ασκούν, ως εκ της συμμετοχής τους στις συμβαλλόμενες εταιρείες, αποφασιστική επιρροή στη λειτουργία τους], δεδομένου ότι η επιρροή αυτή προϋποθέτει, κατ’ αρχήν, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας, υπαρκτό και ενεργό σύνδεσμο μεταξύ της Τράπεζας (ή θυγατρικής της) και της συμβαλλόμενης εταιρείας κατά τον κρίσιμο χρόνο της σύνταξης του επίμαχου συμβολαίου. Δεν δύναται, εξάλλου, να συναχθεί επιχείρημα εξ αντιδιαστολής υπέρ της αντίθετης ερμηνευτικής εκδοχής από τη διατύπωση της διάταξης της παρ. 2 περ. ε΄ του άρθρου 115 περί «κρατικών» συμβολαίων συναπτομένων από «ιδιωτικές επιχειρήσεις ή κοινοπραξίες επιχειρήσεων», στην οποία χρησιμοποιείται η φράση «στη σύσταση ή μετατροπή ή τροποποίηση ή συγχώνευση των οποίων μετείχε και εξακολουθεί να μετέχει ένα από τα πρόσωπα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος» (Δημόσιο, Ο.Τ.Α., ν.π.δ.δ. κ.λπ.), αλλά, αντιθέτως, ενόψει των σκοπών δημοσίου και κοινωνικού συμφέροντος, που από κοινού υπηρετούν, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, οι διατάξεις περί «κρατικών» και «τραπεζικών» συμβολαίων του ισχύοντος Κώδικα [εντασσόμενες σε ενιαίο πλέγμα ρυθμίσεων, με σκοπό την αποφυγή της μονοπώλησης των εν λόγω συμβολαίων από ορισμένους συμβολαιογράφους και τη δικαιότερη κατανομή των αμοιβών μεταξύ των συμβολαιογράφων-μελών εκάστου συλλόγου, καθώς επίσης την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών των συμβολαιογραφικών συλλόγων, την ενίσχυση του εισοδήματος των εδρευόντων σε «άγονες» περιοχές συμβολαιογράφων και τη γενικότερη μέριμνα για τους συμβολαιογράφους-μέλη εκάστου συλλόγου και υπαλλήλους αυτού, εν ενεργεία και μη], η ως άνω διατύπωση συνηγορεί υπέρ της εν προκειμένω υιοθετούμενης συστηματικής και τελολογικής ερμηνείας του εφαρμοσθέντος εδαφίου του άρθρου 117 του Κώδικα, σύμφωνα με την οποία η κρίσιμη, κατά νόμον, για τον χαρακτηρισμό ενός συμβολαίου ως «τραπεζικού», συμμετοχή Τράπεζας ή θυγατρικής της στη λειτουργία συμβαλλόμενης εταιρείας πρέπει να συντρέχει και κατά τον κρίσιμο χρόνο της σύνταξης του επίδικου συμβολαίου. Η αντίθετη, άλλωστε, ερμηνευτική εκδοχή, διευρύνοντας την κατηγορία των «τραπεζικών» συμβολαίων του άρθρου 117 παρ. 1 του ν. 2830/2000, για τα οποία οι συντάξαντες συμβολαιογράφοι υπέχουν υποχρέωση απόδοσης υψηλού ποσοστού (93%) των υπ’ αυτών εισπραχθέντων αναλογικών δικαιωμάτων, επιβάλλοντας, δηλαδή, επιπλέον περιορισμούς στην άσκηση της προστατευόμενης, κατά το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, οικονομικής και επαγγελματικής τους ελευθερίας, θα υπερακόντιζε τον επιδιωκόμενο από την εν λόγω διάταξη του Κώδικα Συμβολαιογράφων δημόσιο σκοπό, κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας (βλ. και ανωτ. σκέψη 11, κατωτ. σκέψη 18).

 

17. Επειδή, όπως συνάγεται από τις ανωτέρω εκτεθείσες διατάξεις του κυρωθέντος με τον ν. 2830/2000 Συμβολαιογραφικού Κώδικα, καθώς και των σχετικών προγενεστέρων νομοθετημάτων, οι συμβολαιογράφοι ασκούν μεν δημόσιο λειτούργημα, υπό την έννοια ότι λόγω του εμπιστευτικού χαρακτήρα αυτού και της από απόψεως δημοσίου συμφέροντος σπουδαιότητάς του υπόκειται σε έντονη κανονιστική ρύθμιση, η οποία αφορά τόσο την πρόσβαση σε αυτό, όσο και την άσκησή του, πλην, εντός των ορίων της αρμοδιότητάς τους, διαθέτουν επαγγελματική ελευθερία, ασκούν το επάγγελμά τους υπό όρους ανταγωνισμού, επιλέγονται ελεύθερα από τους πελάτες τους, με τους οποίους συνδέονται με σχέση εντολής, ευθύνονται έναντι αυτών προσωπικώς και αμείβονται με ιδιωτικές αμοιβές (βλ. ΣτΕ 959/2015 Ολομ., 1047, 2168/2016, 1277/2020, πρβλ. ΣτΕ 1261-2/2015, καθώς και απόφ. Δ.Ε.Ε. της 24ης.5.2011, C-61/08, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, σκ. 89). Εξάλλου, κατά τα ήδη ανωτέρω εκτεθέντα (βλ. σκέψη 9), σκοπούς δημοσίου συμφέροντος των συμβολαιογραφικών συλλόγων αποτελούν, μεταξύ άλλων, (α) η εξασφάλιση ενός κατωτάτου ορίου εισοδήματος και, μέσω αυτού, η διαφύλαξη της αξιοπρεπούς διαβίωσης όλων των συμβολαιογράφων ως δημοσίων λειτουργών, (β) η γενικότερη μέριμνα υπέρ των συμβολαιογράφων και των υπαλλήλων εκάστου συλλόγου, εν ενεργεία ή μη, καθώς και των μελών των οικογενειών αυτών, (γ) η αποκατάσταση της ισότητας μεταξύ των ενεργεία συμβολαιογράφων, ούτως ώστε να μην καθίστανται ορισμένοι συμβολαιογράφοι προνομιούχοι έναντι των υπολοίπων, ως εκ της συστηματικής ανάθεσης σε αυτούς, λόγω γνωριμιών και προσωπικής εύνοιας, της σύνταξης συγκεκριμένων κατηγοριών συμβολαίων, μεγάλου, ως επί το πλείστον, αντικειμένου, όπως, ιδίως, εκείνα στα οποία εμπλέκονται το Δημόσιο, ο δημόσιος τομέας ή οι τράπεζες. Προς εξυπηρέτηση των ως άνω σκοπών, το σύνολο των αναλογικών δικαιωμάτων από τα λεγόμενα «κρατικά» συμβόλαια του άρθρου 115, καθώς και ποσοστό ύψους 93% των αναλογικών δικαιωμάτων από τα «τραπεζικά» συμβόλαια του άρθρου 117 του Κώδικα Συμβολαιογράφων αποδίδονται από τον συντάξαντα συμβολαιογράφο στο ταμείο του οικείου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου, προκειμένου να διατεθούν αφενός (α) προς κάλυψη των λειτουργικών δαπανών του ιδίου του Συλλόγου, αφετέρου, μέσω του συσταθέντος στην Τράπεζα της Ελλάδος ειδικού λογαριασμού, (β) για την ενίσχυση του εισοδήματος, προς εξασφάλιση της αξιοπρεπούς διαβίωσης των συμβολαιογράφων που εδρεύουν σε πόλεις με μικρό πληθυσμό ή σε παραμεθόριες περιοχές, (γ) για τη διοργάνωση σεμιναρίων επιμόρφωσης των συμβολαιογράφων και σχετικών με τη συμβολαιογραφία συνεδρίων, την έκδοση περιοδικών, βιβλίων ή εντύπων συμβολαιογραφικού ενδιαφέροντος, καθώς και για τη δημιουργία, λειτουργία και συντήρηση εξειδικευμένης τράπεζας νομικών πληροφοριών για την ηλεκτρονική εξυπηρέτηση και πληροφόρηση των συμβολαιογράφων-μελών του συλλόγου, και (δ) για τη διανομή μερίσματος σε όλους τους εν ενεργεία συμβολαιογράφους της οικείας ειρηνοδικειακής περιφέρειας, καθώς και στους εξερχόμενους της υπηρεσίας συμβολαιογράφους επί δωδεκαετία από την έξοδό τους (ή, σε περίπτωση θανάτου των ιδίων, στους επιζώντες συζύγους και τα τέκνα αυτών) και στους εξερχόμενους της υπηρεσίας υπαλλήλους επί διετία από την έξοδό τους.

 

18. Επειδή, η θεσπιζόμενη με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 117 του Κώδικα Συμβολαιογράφων υποχρέωση απόδοσης, στον οικείο συμβολαιογραφικό σύλλογο, του 93% των αναλογικών δικαιωμάτων από τη σύνταξη των «τραπεζικών», σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, όπως ερμηνεύθηκε ανωτέρω (βλ. σκέψη 16), συμβολαίων, συνιστά περιορισμό της ελευθερίας άσκησης του συμβολαιογραφικού επαγγέλματος, ο οποίος, ως γενικός, αντικειμενικός και απρόσωπος, καταλαμβάνει όλους τους συμβολαιογράφους, με συνέπεια όλοι εν δυνάμει να θίγονται και, συγχρόνως, να ωφελούνται από την επίμαχη ρύθμιση, χωρίς διαφοροποιήσεις (πρβλ. ΣτΕ 1438-1442/2005 επτ., 3154/2014 επτ., 1277/2020). Ο περιορισμός αυτός τελεί, εξάλλου, σε συνάφεια με τους κατά τα ανωτέρω επιδιωκόμενους με την εν λόγω διάταξη - και τις λοιπές, συναφείς διατάξεις του Κώδικα Συμβολαιογράφων - σκοπούς δημοσίου και κοινωνικού συμφέροντος (βλ. αμέσως προηγούμενη σκέψη), για την εξυπηρέτηση των οποίων παρίσταται πρόσφορος, χωρίς να καθιστά αδύνατη ή ιδιαιτέρως δυσχερή την άσκηση της εν λόγω επαγγελματικής δραστηριότητας, δεδομένου ότι (α) αφορά σε ειδική κατηγορία συμβολαίων, που αποτελούν μέρος της όλης συμβολαιογραφικής ύλης, (β) οι συντάσσοντες αυτά συμβολαιογράφοι δεν αποστερούνται πλήρως της αμοιβής τους, εφόσον, εκτός των προβλεπομένων παγίων δικαιωμάτων, αφενός παρακρατούν ποσοστό ύψους 7% επί των αναλογικών δικαιωμάτων από τα εν λόγω συμβόλαια, αφετέρου λαμβάνουν, ως αντιστάθμισμα, μέρισμα προερχόμενο από το σύνολο των κατά νόμον αποδιδομένων στο ταμείο του συλλόγου αναλογικών δικαιωμάτων από συμβόλαια, μεταξύ άλλων, και του ως άνω άρθρου 117 παρ. 1 του Συμβολαιογραφικού Κώδικα (μετά την αφαίρεση του απαιτουμένου για την κάλυψη των δαπανών λειτουργίας του συλλόγου, την εξυπηρέτηση των επιμορφωτικού χαρακτήρα δραστηριοτήτων του και την ενίσχυση των εδρευόντων σε «άγονες» περιοχές συμβολαιογράφων, ποσού). Με τα δεδομένα αυτά, δεν αναιρείται, ως εκ της εφαρμογής της επίμαχης ρύθμισης περί «τραπεζικών» συμβολαίων [η οποία, κατά τα προαναφερθέντα, στοχεύει στην εξασφάλιση ενός κατωτάτου εισοδήματος για όλους τους συμβολαιογράφους, ώστε να διασφαλίζεται η αξιοπρεπής αυτών διαβίωση επ’ ωφελεία της άσκησης του υποκειμένου σε έντονη κανονιστική ρύθμιση δημοσίου λειτουργήματός τους, στην αποτροπή ακραίων ανισοτήτων αμοιβών μεταξύ των συμβολαιογράφων-μελών εκάστου συλλόγου και, γενικότερα, στη μέριμνα υπέρ αυτών και των υπαλλήλων των συλλόγων, εν ενεργεία και μη], η κατ’ άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος επαγγελματική και οικονομική ελευθερία των συμβολαιογράφων, ούτε θίγεται ο πυρήνας της ελευθερίας αυτής κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας (πρβλ. ΣτΕ 458/2001, 1438-1442/2005 επτ., 3154/2014 επτ., 1277/2020, καθώς και ΑΠ 684/1997, 11/2000, 7/2012). Περαιτέρω, η εν λόγω διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 117 του Κώδικα Συμβολαιογράφων, όπως ερμηνεύθηκε ανωτέρω, δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητας (πρβλ. ΣτΕ 1277/2020, ΑΠ 11/2000), ούτε τίθεται ζήτημα προσβολής, από την εφαρμογή της, του προστατευόμενου από το άρθρο 17 του Συντάγματος δικαιώματος της ιδιοκτησίας ή του προστατευόμενου από το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Ε.Σ.Δ.Α. δικαιώματος της περιουσίας των συμβολαιογράφων (πρβλ. ΣτΕ 1277/2020, ΑΠ 11/2000)· ούτε, βεβαίως, ζήτημα προσβολής του άσχετου προς την επίδικη ρύθμιση άρθρου 8 της Ε.Σ.Δ.Α., με το οποίο προστατεύεται η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή και το δικαίωμα αλληλογραφίας (πρβλ. ΣτΕ 117/2004).

 

19. Επειδή, μετά την επίλυση των ανωτέρω, γενικοτέρου ενδιαφέροντος ζητημάτων, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν συντρέχει λόγος να παραπέμψει την κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως στο αρμόδιο διοικητικό εφετείο, αλλ’ ότι πρέπει να την κρατήσει και να την δικάσει περαιτέρω κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του τρίτου εδαφίου της παρ. 1 του ν. 3900/2010, να απορρίψει δε όλους τους προβαλλόμενους με αυτήν, αντιθέτους προς τα κριθέντα με την προηγούμενη σκέψη, λόγους ακυρώσεως ως αβάσιμους.

 

20. Επειδή, με την προσβαλλόμενη ./23.12.2020 απόφαση του Δ.Σ. του καθ’ ου η αίτηση Συμβολαιογραφικού Συλλόγου καταλογίσθηκε εις βάρος του αιτούντος ποσόν 214.048,80 ευρώ (πλέον των τόκων υπερημερίας), το οποίο αντιστοιχούσε σε αποδοτέα, κατά τον Σύλλογο, αναλογικά δικαιώματα αυτού από τη σύνταξη δύο συμβολαίων αγοραπωλησίας ακινήτων, τα οποία θεωρήθηκε ότι ενέπιπταν στην έννοια των «τραπεζικών», κατά το άρθρο 117 παρ. 1 του ν. 2830/2000, επειδή το ένα εκ των συμβαλλομένων μερών ήταν η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «ΑΣΤΗΡ ΠΑΛΛΑΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», στο μετοχικό κεφάλαιο της οποίας είχε μετάσχει, κατά τη σύστασή της, το έτος 1998, ως ιδρύτρια, η Εθνική Τράπεζα (βλ. περίληψη καταστατικού της εν λόγω εταιρείας δημοσιευμένο στο ΦΕΚ ΤΑΕ-ΕΠΕ 10045/31.12.1998). Προκύπτει, όμως, από τα στοιχεία του φακέλου και, ειδικότερα, από την από 31.7.2017 βεβαίωση μετοχολογίου, από τα βιβλία της εταιρείας και τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις της χρήσης 2020 ότι ήδη από τον Οκτώβριο του 2016 το σύνολο των μετοχών της εν λόγω εταιρείας είχε περιέλθει στην αλλοδαπή εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «.». Συνεπώς, κατά τον χρόνο σύνταξης των επίδικων συμβολαίων (16.9.2020) η Εθνική Τράπεζα δεν μετείχε πλέον στη μετοχική σύνθεση της συμβαλλόμενης εταιρείας. Ως εκ τούτου, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την υπό κρίση αίτηση, μη νομίμως χαρακτηρίστηκαν, κατ’ εφαρμογή της διάταξης της παρ. 1 του άρθρου 117 του Κώδικα Συμβολαιογράφων (ν. 2830/2000), όπως ερμηνεύθηκε και κρίθηκε συνταγματική με την παρούσα απόφαση, τα εν λόγω συμβόλαια ως «τραπεζικά» και καταλογίστηκαν τα αντίστοιχα ποσά αναλογικών δικαιωμάτων εις βάρος του αιτούντος συμβολαιογράφου. Με τα δεδομένα αυτά, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η υπ’ αρ. ./23.12.2020 απόφαση του Δ.Σ. του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Εφετείων Αθηνών – Πειραιώς – Αιγαίου και Δωδεκανήσου, παρέλκει δε η εξέταση του προβαλλόμενου λόγου περί πλημμελούς αιτιολογίας. Κατόπιν αυτών πρέπει επίσης να γίνει δεκτή η ασκηθείσα παρέμβαση.

 

Δ ι ά τ α ύ τ α

 

Επιλύει τα παραπεμφθέντα γενικότερης σημασίας ζητήματα.

 

Κρατεί, δικάζει και δέχεται την αίτηση ακυρώσεως.

 

Ακυρώνει την ./23.12.2020 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Εφετείων Αθηνών-Πειραιώς-Αιγαίου & Δωδεκανήσου.

 

Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου.

 

Δέχεται την παρέμβαση.

 

Επιβάλλει στον καθ’ ου η αίτηση Συμβολαιογραφικό Σύλλογο Εφετείων Αθηνών-Πειραιώς-Αιγαίου & Δωδεκανήσου τη δικαστική δαπάνη των αιτούντων, που ανέρχεται σε εννιακόσια είκοσι (920) ευρώ.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 3 Μαρτίου 2022

 

Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος             Ο Γραμματέας

 

Γεώργιος Τσιμέκας               Νικόλαος Βασιλόπουλος

 

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 7ης Δεκεμβρίου 2023.

 

Ο Πρόεδρος του Γ´ Τμήματος             Η Γραμματέας

 

Διομήδης Κυριλλόπουλος              Ευαγγελία Παίνεση