ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΣτΕ 1745/2023
Προστατευόμενος οικισμός Μονεμβασίας -.
Προστασία
πολιτιστικού περιβάλλοντος (άρθρο 24 παρ. 6 Συντ.). Προστατευόμενος οικισμός
της Μονεμβασίας ως προέχον βυζαντινό μνημείο, αρχαιολογικός χώρος και ιστορικό
διατηρητέο μνημείο. Μη νόμιμη η παράλειψη της Διοικήσεως να εκδώσει το π.δ. καθορισμού χρήσεων γης και επιτρεπόμενων
δραστηριοτήτων στον οικισμό της Μονεμβασίας.
Αριθμός 1745/2023
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Ε΄
Συνεδρίασε δημόσια στο
ακροατήριό του στις 15 Μαρτίου 2023, με την εξής σύνθεση: Παναγιώτα Καρλή,
Αντιπρόεδρος, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση της
Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Ελένη Παπαδημητρίου, Μαρία
Σωτηροπούλου, Σύμβουλοι, Θεοδώρα Ζιάμου, Ζωή Θεοδωρικάκου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μαρία Μάσσια.
Για να δικάσει την από 26
Οκτωβρίου 2018 αίτηση:
της ., κατοίκου Μονεμβασίας,
η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Γεώργιο Αντωνακόπουλο,
που τον διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά του Υπουργού Πολιτισμού
και Αθλητισμού, ο οποίος παρέστη με την Ελένη Χατζούλη, Πάρεδρο του Νομικού
Συμβουλίου του Κράτους, και η οποία κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 26 του
ν. 4509/2017, περί μη εμφανίσεώς της,
και κατά της παρεμβαίνουσας ., κατοίκου Μονεμβασίας, η οποία παρέστη με
τον δικηγόρο Απόστολο Παπακωνσταντίνου, που τον διόρισε με πληρεξούσιο.
Με την αίτηση αυτή η αιτούσα
επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ’ αριθ.
ΥΠΠΟΑ/ΓΔΑΠΚ/ΔΒΜΑ/ΤΒΜΑΧΜΑΕ/288701/207080/3854/1552/15.6.2018 απόφαση του
Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού, και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της
Διοικήσεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την
ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Θεοδώρας Ζιάμου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε
τον πληρεξούσιο της αιτούσας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους
προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, και τον
πληρεξούσιο της παρεμβαίνουσας, ο οποίος ζήτησε την
απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση
το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α
σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο
ν Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση
της κρινόμενης αίτησης έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (ηλεκτρονικό παράβολο
με κωδικό πληρωμής: ./25.10.2018).
2. Επειδή, με την αίτηση
αυτή ζητείται η ακύρωση της
ΥΠΠΟΑ/ΓΔΑΠΚ/ΔΒΜΑ/ΤΒΜΑΧΜΑΕ/288701/207080/3854/1552/15.6.2018 απόφασης της
Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού, με θέμα: “Έγκριση επισκευής και χρήσης ως
εστιατορίου κτηρίου φερόμενης ιδιοκτησίας Βενετίας Αλμπέρτου
στην Κάτω Πόλη Μονεμβασίας, Π.Ε. Λακωνίας, Περιφέρειας Πελοποννήσου”. Με την
προσβαλλόμενη πράξη αποφασίστηκαν, ειδικότερα, τα εξής: “Εγκρίνεται η επισκευή
και χρήση κτηρίου φερόμενης ιδιοκτησίας . στην Κάτω Πόλη Μονεμβασίας, Π.Ε.
Λακωνίας, Περιφέρειας Πελοποννήσου, υπό τους εξής όρους: 1. Η χρήση του εν λόγω
κτηρίου ως εστιατορίου να περιορισθεί στον χώρο του ισογείου και του πρώτου
ορόφου. 2. Η ενδιαφερόμενη να προσκομίσει νέα μελέτη, σύμφωνα με την εγκριθείσα αλλαγή χρήσης, η οποία να κατατεθεί προς έγκριση
στη ΔΒΜΑ.”
3. Επειδή, η αιτούσα, ως
μόνιμη κάτοικος Μονεμβασίας και ιδιοκτήτρια όμορης επιχείρησης εστιατορίου -
παραδοσιακού καφενείου, σύμφωνα με τα προσκομιζόμενα στοιχεία, ασκεί την
κρινόμενη αίτηση με έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς,
παραπονούμενη για τη λειτουργία ομοειδούς επιχείρησης
πλησίον της δικής της, δυνάμει της προσβαλλόμενης πράξης, με την οποία, κατά τα
προβαλλόμενα, μεταβάλλεται, μη νομίμως, η χρήση του όμορου κτιρίου από κατοικία
σε εστιατόριο.
4. Επειδή, η δικαιούχος της
προσβαλλόμενης έγκρισης μεταβολής χρήσης, ., παρεμβαίνει στην παρούσα δίκη με
προφανές έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς, με
το Ε’ 153/3.3.2023 δικόγραφο παρεμβάσεως. Με την παρέμβαση προβάλλει ότι η
προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να διατηρηθεί σε ισχύ διότι είναι σύμφωνη με το
κανονιστικό πλαίσιο που διέπει την προστασία του οικισμού της Μονεμβασίας.
5. Επειδή, η Μονεμβασία, η
οποία μαρτυρείται ως οικισμός από τον 6ο αιώνα μ.Χ., τελεί, λόγω της όλως ιδιαίτερης σημασίας της αρχιτεκτονικής και των
μνημείων της, υπό ιδιαίτερο προστατευτικό καθεστώς. Ειδικότερα, με το β.δ. της 19.4.1921 (Α΄ 68) κηρύχθηκε ως προέχον βυζαντινό
μνημείο “η Μονεμβασία (περιοχή Κάστρου μετά των εν αυτή μεσαιωνικών κτισμάτων)”
[βλ και β.δ. της 25.2.1922
(Α΄ 28)]. Με την απόφαση 15794/19.12.1961 (Β΄ 35/1962) του Υπουργού Προεδρίας
Κυβερνήσεως χαρακτηρίσθηκε κατά το άρθρο 52 του κ.ν.
5351/1932 ως “αρχαιολογικός χώρος και ιστορικό διατηρητέο μνημείο”, μεταξύ
άλλων, “Ολόκληρος η περιοχή της παλαιάς Μονεμβασίας”, συμπεριλαμβανομένης και
της “Γέφυρας”, ήτοι της στενής λωρίδας ξηράς η οποία συνδέει την Μονεμβασία με
την ακτή [βλ. και απόφαση 1857/12.9.1970 του Υφυπουργού Προεδρίας Κυβερνήσεως
(Β΄ 666)]. Με την απόφαση 25309/242/30.10.1971 του Υπουργού Πολιτισμού και
Επιστημών (Β΄ 910) χαρακτηρίσθηκαν ως “μνημεία” κατά το άρθρο 52 του ν.
5351/1932 οι οικισμοί και τα τείχη της χερσονήσου της Μονεμβασίας (παρ. 1 περ.
α΄), ολόκληρη δε η χερσόνησος της Μονεμβασίας με την λωρίδα γης που την συνδέει
με την Πελοπόννησο (παρ. 2 περ. α΄) χαρακτηρίσθηκε ως “τόπος ιδιαιτέρου φυσικού
κάλλους και ως ιστορικός τόπος” κατά τα άρθρα 1 και 5 του ν. 1469/1950. Σε
συνέχεια των παλαιότερων χαρακτηρισμών και για την αποτελεσματικότερη προστασία
της βυζαντινής καστροπολιτείας και του περιβάλλοντος
χώρου της, ο αρχαιολογικός χώρος της Μονεμβασίας οριοθετήθηκε
εκ νέου, με την απόφαση 80712/ 39707/2883/1306/ 21.5.2013 του Αναπληρωτή
Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού (ΑΑΠ 207) και
σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3028/2002. Εξάλλου, με το π.δ.
της 19.10-13.11.1978 (Δ΄ 594), το οποίο εκδόθηκε βάσει του άρθρου 79 παρ. 6 του
ΓΟΚ 1973 [ν.δ. 8/1973 (Α΄ 124), όπως η παρ. αυτή
αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 622/1977 (Α΄ 171)], χαρακτηρίσθηκαν
ως παραδοσιακοί πλείονες οικισμοί του κράτους (άρθρο
1), μεταξύ των οποίων η Μονεμβασία, και καθορίσθηκαν ειδικοί όροι και
περιορισμοί δομήσεως των οικοπέδων και οι επιτρεπόμενες χρήσεις γης εντός αυτών
(άρθρα 2 και επ.). Ειδικότερα, το εν λόγω διάταγμα,
στο άρθρο 4 με τίτλο “Επιτρεπόμεναι χρήσεις” ορίζει
ότι: “1. Εντός των ορίων των οικισμών των υπαγομένων εις τας διατάξεις του
παρόντος επιτρέπεται η ανέγερσις κτιρίων διά
κατοικίας, κοινής ωφελείας και κοινωνικού εξοπλισμού κτίρια. 2. Απαγορεύεται η εγκατάστασις βιοτεχνιών και Βιομηχανιών ή άλλων χρήσεων
υψηλής οχλήσεως. Διά την εγκατάστασιν κάθε άλλης
χρήσεως εκτός κατοικίας ως προς την θέσιν εντός του
οικισμού επιβάλλεται και η προέγκρισις της Επιτροπής
Ενασκήσεως Αρχιτεκτονικού Ελέγχου, διά την εις το στάδιον
των προσχεδίων υποβαλλομένην μελέτην”,
στο δε άρθρο 8 παρ. 2 ότι “2. Ειδικαί διατάξεις
χαρακτηρισμού οικισμού ως παραδοσιακού και επιβολής ειδικών όρων και
περιορισμών δομήσεως προς προστασίαν του παραδοσιακού
χαρακτήρος αυτού, κατισχύουν των διατάξεων του
παρόντος διατάγματος των ρυθμιζόντων το αυτό θέμα”.
Όπως έχει κριθεί, το ανωτέρω διάταγμα είναι ληπτέο
υπόψη και από την αρχαιολογική υπηρεσία κατά τη χορήγηση έγκρισης δομικών
εργασιών και αλλαγής χρήσεως κτιρίων που ευρίσκονται εντός παραδοσιακών
οικισμών, οι θεσπιζόμενοι δε με αυτό όροι και περιορισμοί δόμησης και χρήσεις
γης εφαρμόζονται ως ελάχιστο πλαίσιο προστασίας των χαρακτηριζομένων
παραδοσιακών οικισμών, εφόσον δεν έχουν θεσπισθεί αυστηρότεροι. Εξάλλου, επί
οικισμών που έχουν χαρακτηρισθεί αφενός ως αρχαιολογικοί χώροι, έχοντες
μνημειακό χαρακτήρα, και αφετέρου ως παραδοσιακοί, δεσπόζων είναι, κατά το
άρθρο 24 παρ. 1 και 6 του Συντάγματος, ο αρχαιολογικός και μνημειακός τους
χαρακτήρας, ο οποίος συνεπάγεται αυξημένο καθεστώς προστασίας, οι δε διατάξεις
περί παραδοσιακών οικισμών εφαρμόζονται μόνο στο μέτρο που εναρμονίζονται προς
την προστασία του μνημειακού τους χαρακτήρα (βλ. ΣτΕ
384/2023 σκ. 11, 2526/2020 σκ.
9, 1543/2020 σκ. 7, 2597-2598/2019, 570/2018 σκ. 11, 4363/2015 σκ. 5,
3349/2014 σκ. 10, 978/2012 7μ., σκ.
10, σκ. 9, 2833/1997 σκ. 6,
πρβλ. ΣτΕ 1508/2020, 3382/2015).
6. Επειδή, η προστασία των
αρχαιοτήτων και της πολιτιστικής κληρονομιάς οργανώνεται από το ν. 3028/2002
“Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς”
(Α΄ 153), ο οποίος ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο και ο οποίος μνημονεύεται στο
προοίμιο της προσβαλλόμενης πράξης. Σύμφωνα με το άρθρο 1 του νόμου αυτού: “1.
Στην προστασία που παρέχεται με τις διατάξεις του παρόντος νόμου υπάγεται η
πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας από τους αρχαιοτάτους χρόνους μέχρι σήμερα. Η
προστασία αυτή έχει ως σκοπό τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης χάριν της
παρούσας και των μελλοντικών γενεών και την αναβάθμιση του πολιτιστικού
περιβάλλοντος. 2. Η πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας αποτελείται από τα
πολιτιστικά αγαθά που βρίσκονται εντός των ορίων της ελληνικής επικράτειας,
συμπεριλαμβανομένων των χωρικών υδάτων, καθώς και εντός άλλων θαλάσσιων ζωνών
στις οποίες η Ελλάδα ασκεί σχετική δικαιοδοσία σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Η
πολιτιστική κληρονομιά περιλαμβάνει και τα άυλα πολιτιστικά αγαθά. 3. ...”. Σύμφωνα
με το άρθρο 2: “α) Ως πολιτιστικά αγαθά νοούνται οι μαρτυρίες της ύπαρξης και
της ατομικής και συλλογικής δραστηριότητας του ανθρώπου. β) Ως μνημεία νοούνται
τα πολιτιστικά αγαθά που αποτελούν υλικές μαρτυρίες και διακρίνονται σε αρχαία
μνημεία ή αρχαία, τα οποία ανάγονται στους προϊστορικούς, αρχαίους, βυζαντινούς
και μεταβυζαντινούς χρόνους και χρονολογούνται έως και το 1830 … Στα αρχαία
μνημεία συμπεριλαμβάνονται σπήλαια και παλαιοντολογικά κατάλοιπα και για τα
οποία υπάρχουν ενδείξεις ότι συνδέονται με την ανθρώπινη ύπαρξη. ββ) Ως νεότερα μνημεία νοούνται τα πολιτιστικά αγαθά που
είναι μεταγενέστερα του 1830 και των οποίων η προστασία επιβάλλεται λόγω της
ιστορικής καλλιτεχνικής ή επιστημονικής σημασίας τους ... γ) Ως αρχαιολογικοί
χώροι νοούνται εκτάσεις στην ξηρά ή στη θάλασσα ή στις λίμνες ή στους ποταμούς,
οι οποίες περιέχουν ή στις οποίες υπάρχουν ενδείξεις ότι περιέχονται αρχαία
μνημεία ή αποτέλεσαν ή υπάρχουν ενδείξεις ότι αποτέλεσαν, από τους αρχαιοτάτους
χρόνους έως και το 1830, μνημειακά, οικιστικά ή ταφικά σύνολα. Οι αρχαιολογικοί
χώροι περιλαμβάνουν και το απαραίτητο ελεύθερο περιβάλλον που επιτρέπει στα
σωζόμενα μνημεία να συντίθενται σε ιστορική, αισθητική και λειτουργική ενότητα.
δ) Ως ιστορικοί τόποι νοούνται είτε εκτάσεις στην ξηρά ή στη θάλασσα ή στις
λίμνες ή στους ποταμούς που αποτέλεσαν ή που υπάρχουν ενδείξεις ότι αποτέλεσαν
τον χώρο εξαίρετων ιστορικών ή μυθικών γεγονότων ή εκτάσεις που περιέχουν ή
στις οποίες υπάρχουν ενδείξεις ότι περιέχονται μνημεία μεταγενέστερα του 1830 είτε
σύνθετα έργα του ανθρώπου και της φύσης μεταγενέστερα του 1830, τα οποία
συνιστούν χαρακτηριστικούς και ομοιογενείς χώρους, που είναι δυνατόν να οριοθετηθούν τοπογραφικά και των οποίων επιβάλλεται η
προστασία λόγω της λαογραφικής, εθνολογικής, κοινωνικής, τεχνικής,
αρχιτεκτονικής, βιομηχανικής ή εν γένει ιστορικής, καλλιτεχνικής ή
επιστημονικής σημασίας τους. Στο άρθρο 10 ορίζεται ότι: “1. Απαγορεύεται κάθε ενέργεια
σε ακίνητο μνημείο, η οποία είναι δυνατόν να επιφέρει με άμεσο ή έμμεσο τρόπο
καταστροφή, βλάβη, ρύπανση ή αλλοίωση της μορφής του. 2. … 3. … 4. Για κάθε
εργασία, επέμβαση, αλλαγή χρήσης σε ακίνητα μνημεία, ακόμη και αν δεν επέρχεται
κάποια από τις συνέπειες της παραγράφου 1 σε αυτά, απαιτείται έγκριση που
χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου.
5. … 6. Στις περιπτώσεις που απαιτείται έγκριση σύμφωνα με τις προηγούμενες
παραγράφους, αυτή προηγείται από τις άδειες άλλων αρχών που αφορούν την
επιχείρηση ή την εκτέλεση του έργου ή της εργασίας και τα στοιχεία της
αναγράφονται με ποινή ακυρότητας στις άδειες αυτές. ... 7. Για την προστασία
των ακινήτων μνημείων είναι δυνατόν με απόφαση του Υπουργού ύστερα από γνώμη
του Συμβουλίου να επιβάλλονται περιορισμοί … στους όρους δόμησής τους κατά
παρέκκλιση από κάθε ισχύουσα διάταξη. 8. ...”. Στο άρθρο 12 του ιδίου νόμου
ορίζεται ότι: “1. Οι αρχαιολογικοί χώροι κηρύσσονται και οριοθετούνται
ή αναοριοθετούνται με βάση τα δεδομένα αρχαιολογικής
έρευνας πεδίου και απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδίδεται ύστερα
από γνώμη του Συμβουλίου, συνοδεύεται από τοπογραφικό διάγραμμα και
δημοσιεύεται μαζί με αυτό στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 2. … 3. … 4. Οι
διατάξεις των παραγράφων 1 έως 6 του άρθρου 10 εφαρμόζονται αναλόγως και για
τους αρχαιολογικούς χώρους …”, στο άρθρο 14 ότι: “1. … 2. Στους ενεργούς
οικισμούς ή σε τμήματά τους που αποτελούν αρχαιολογικούς χώρους απαγορεύονται
οι επεμβάσεις που αλλοιώνουν το χαρακτήρα και τον πολεοδομικό ιστό ή
διαταράσσουν τη σχέση μεταξύ των κτιρίων και των υπαίθριων χώρων. Επιτρέπεται
μετά από άδεια που χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία
εκδίδεται μετά από γνώμη του οικείου γνωμοδοτικού οργάνου: α) ... β) … γ) … δ)
η εκτέλεση οποιουδήποτε έργου στα υφιστάμενα κτίσματα, στους ιδιωτικούς
ακάλυπτους χώρους και τους κοινόχρηστους χώρους, λαμβανομένου πάντα υπόψη του
χαρακτήρα του οικισμού ως αρχαιολογικού χώρου, ‘Η άδεια δεν απαιτείται σε
περίπτωση τεχνικού ή άλλου έργου ή οικοδομικών εργασιών στο εσωτερικό
υφισταμένου κτιρίου, οι οποίες δεν επιφέρουν τροποποιήσεις των όψεων αυτού και
δεν περιλαμβάνουν εκσκαφές, καθώς και σε περίπτωση εργασιών στους ιδιωτικούς
ακάλυπτους χώρους, οι οποίες δεν περιλαμβάνουν εκσκαφές.’ (όπως το εδάφιο δ’
συμπληρώθηκε με το άρθρο 16 παρ.11 του ν. 4164/2013, Α’ 156), ε) η χρήση
κτίσματος ή και των ελεύθερων χώρων του, εάν εναρμονίζεται με το χαρακτήρα και
τη δομή τους. 3. … 4. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο απαιτούμενη άδεια
εκδίδεται πριν από όλες τις άλλες άδειες άλλων αρχών που αφορούν στην εκτέλεση
του έργου, ...” ενώ στο άρθρο 16 ορίζεται ότι: “Στους ιστορικούς τόπους,
εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 12 … 14 ...”. Με το άρθρο 50 του
αυτού νόμου προβλέπεται η συγκρότηση Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (ΚΑΣ,
παρ. 1) και Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων
(ΚΣΝΜ, παρ. 2) και ορίζεται ότι “4. Στην αρμοδιότητα του ΚΑΣ ανήκουν θέματα που
αφορούν στην προστασία αρχαίων μνημείων, αρχαιολογικών χώρων και ιστορικών
τόπων που αποτέλεσαν το χώρο εξαίρετων ιστορικών ή μυθικών γεγονότων έως το
1830. Στην αρμοδιότητα του ΚΣΝΜ ανήκουν θέματα που αφορούν στην προστασία νεοτέρων μνημείων και των λοιπών ιστορικών τόπων. 5. Υπό
την επιφύλαξη της διάταξης της προηγούμενης παραγράφου, τα Κεντρικά Συμβούλια:
α) … γ) Γνωμοδοτούν για ζητήματα που σχετίζονται με: αα)
μνημεία, χώρους και τόπους που βρίσκονται σε περισσότερες από μία περιφέρειες,
καθώς και στη θάλασσα ή σε ποταμούς ή σε λίμνες, ββ)
την προστασία των μνημείων που είναι εγγεγραμμένα στον Κατάλογο της Παγκόσμιας
Κληρονομιάς, καθώς και των άλλων μείζονος σημασίας μνημείων, γγ) επεμβάσεις μείζονος σημασίας σε μνημεία, χώρους και
τόπους...”. Τέλος, στην παράγραφο 10 του άρθρου 73 του ιδίου ως άνω νόμου
ορίζεται ότι: “10. Πολιτιστικά αγαθά που έχουν χαρακτηρισθεί ως προστατευόμενα
σύμφωνα με τις διατάξεις της προϊσχύουσας νομοθεσίας
προστατεύονται στο εξής κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Πολιτιστικά
αγαθά που έχουν ήδη χαρακτηρισθεί κατά κατηγορίες χαρακτηρίζονται εκ νέου
σύμφωνα με τη διαδικασία και υπό προϋποθέσεις που προβλέπονται από τις
διατάξεις του παρόντος νόμου”.
7. Επειδή, οι ανωτέρω
διατάξεις του ν. 3028/2002, όπως ερμηνεύονται ενόψει της αυξημένης προστασίας
του πολιτιστικού περιβάλλοντος που εισάγεται με το άρθρο 24 του Συντάγματος,
επιβάλλουν στη Διοίκηση τη λήψη όλων των πρόσφορων και αναγκαίων μέτρων, προληπτικών
και κατασταλτικών, ατομικού ή κανονιστικού χαρακτήρα, για την προστασία των
μνημείων και των αρχιτεκτονικών συνόλων. Η προστασία αυτή συνίσταται στη
διατήρηση αναλλοίωτων των ως άνω στοιχείων του πολιτιστικού περιβάλλοντος και
συνεπάγεται τη δυνατότητα επιβολής των απαιτούμενων για το σκοπό αυτό μέτρων
και περιορισμών της ιδιοκτησίας (ΣτΕ 912/2017, 1808/2016, 3064, 3385/2015,
3837/2012, 2500, 3285/2009). Ειδικότερα, στους ενεργούς οικισμούς που αποτελούν
αρχαιολογικούς χώρους ή ακίνητα μνημεία, οι διατάξεις του άρθρου 14 παρ. 2 και
5 απαγορεύουν επεμβάσεις ή χρήσεις οι οποίες είναι δυνατόν να επιφέρουν, αμέσως
ή εμμέσως, καταστροφή, βλάβη ή αλλοίωση του χαρακτήρα και του πολεοδομικού
ιστού των εν λόγω οικισμών. Σε κάθε περίπτωση δε, για την εκτέλεση οποιουδήποτε
έργου ή για τον καθορισμό συγκεκριμένης χρήσεως στα κτίσματα ή στους ελεύθερους
χώρους των οικισμών αυτών ή για οποιαδήποτε επέμβαση σε αυτά, απαιτείται
προηγούμενη έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού, ύστερα από γνώμη του οικείου
συμβουλίου. Ο Υπουργός Πολιτισμού, προκειμένου να χορηγήσει την έγκριση (άδεια)
για την εκτέλεση του έργου ή για τη συγκεκριμένη χρήση κτιρίου που βρίσκεται σε
οικισμό που αποτελεί αρχαιολογικό χώρο ή ακίνητο μνημείο, αξιολογεί τα
χαρακτηριστικά του έργου ή της χρήσης και εκτιμά τις άμεσες και έμμεσες
επιπτώσεις που θα έχουν στον εν λόγω οικισμό, δηλαδή στο αγαθό που εμπίπτει στο
πεδίο προστασίας του ν. 3028/2002 (ΣτΕ 618/2018, 565/2018, 4060/2015,
3350/2014, 2500/2009, 3406/2001 κ.ά.). Η χορήγηση ή μη της άδειας συναρτάται,
καταρχήν, αποκλειστικώς με την εξυπηρέτηση των σκοπών της αρχαιολογικής
νομοθεσίας, οι οποίοι, προκειμένου περί οικισμού που φέρει τους ως άνω
χαρακτηρισμούς, συνίστανται στην διατήρηση της μορφής του τόσο ως συνόλου όσο
και στα επί μέρους τμήματα και σημεία του, καθώς και στην διατήρηση της σχέσης
και των αναλογιών μεταξύ των κτισμάτων που εντάσσονται στο οικιστικό
συγκρότημα, το οποίο κρίθηκε προστατευτέο ως ενιαίο
σύνολο (ΣτΕ 3064/2015 σκ.
7). Η αιτιολογία της χορηγούμενης έγκρισης ελέγχεται ως προς τα ζητήματα αυτά
και πρέπει, για να είναι πλήρης, να περιέχει περιγραφή του προς εκτέλεση έργου
ή της επιτρεπόμενης χρήσεως και τεκμηριωμένη εκτίμηση των επιπτώσεών τους (ΣτΕ
565/2018, 3350, 4351/2014, 4757/2011, 3406/2001). Οφείλει δε η Διοίκηση, κατά
την εξέταση σχετικού αιτήματος, να ερευνά περαιτέρω αν οι τυχόν δυσμενείς
επιπτώσεις μπορούν να εξουδετερωθούν με την επιβολή όρων και περιορισμών και,
σε καταφατική περίπτωση, να επιβάλλει τους αναγκαίους κατά περίπτωση όρους κατά
τη χορήγηση της έγκρισης (ΣτΕ 4757/2011, 2500/2009, 3406/2001). Ειδικώς δε η
εγκατάσταση και λειτουργία πλησίον αρχαίων μνημείων ή αρχαιολογικών χώρων
εμπορικής επιχείρησης, όπως είναι τα καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος,
επιτρέπεται μόνο μετά από έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδίδεται
ύστερα από γνώμη του οικείου συμβουλίου και πρέπει να προηγείται των αδειών
άλλων αρχών που απαιτούνται κατά νόμο για την ίδρυση και τη λειτουργία της
επιχειρήσεως (ΣτΕ 3171/2015, 3949/2006). Η εφαρμογή της αρχαιολογικής
νομοθεσίας δεν παρακωλύεται από την επίδραση της χορήγησης ή μη της άδειας σε
τυχόν έννομες σχέσεις ή καταστάσεις του ιδιωτικού δικαίου, διότι οι διατάξεις
αυτές αποβλέπουν στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος και, συγκεκριμένα,
στην προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, δηλαδή εννόμου αγαθού του οποίου
η διαφύλαξη αποτελεί υποχρέωση της διοίκησης κατά ρητή συνταγματική επιταγή (ΣτΕ 3064/2015, σκ. 7, 3285/2009 ,
868/2001 7μ., πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 2801/1991, ΣτΕ 2063/2002, 575/2000). Τέλος, στην παρ.
6 του άρθρου 14 προβλέπεται η έκδοση π.δ. για τον
καθορισμό των χρήσεων γης ή συγκεκριμένων κτιρίων, των όρων δόμησης και των
επιτρεπόμενων δραστηριοτήτων εντός ενεργού οικισμού που είναι και κηρυγμένος
αρχαιολογικός χώρος, ως και των αναγκαίων προς τούτο περιορισμών της ιδιοκτησίας.
Ο καθορισμός αυτός πρέπει να ενεργείται με γενικά και αντικειμενικά κριτήρια
και με γνώμονα την διαφύλαξη στο διηνεκές του προστατευτέου
αντικειμένου, ώστε να διασφαλίζεται αφενός η προστασία του αρχαιολογικού χώρου
και αφετέρου η απρόσκοπτη λειτουργία του οικισμού. Περαιτέρω, όπως έχει κριθεί,
κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ερμηνευόμενης
στο πλαίσιο της συνταγματικής υποχρέωσης για τη λήψη θετικών μέτρων προστασίας
της πολιτιστικής κληρονομιάς, το σχετικό διάταγμα πρέπει να εκδίδεται εντός ευλόγου χρόνου από την έκδοση του νόμου, προκειμένου περί
παλαιών κηρύξεων, ή από την κήρυξη του χώρου, εφόσον αυτή εχώρησε
μετά το ν. 3028/2002 (ΣτΕ Ολομ.
2102/2019 σκ. 17, 705/2020 σκ.
6). Η έκδοση του σχετικού διατάγματος δεν επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια
αλλά συνιστά νόμιμη υποχρέωση του κανονιστικού νομοθέτη, διότι άλλως η αδράνεια
της Διοικήσεως και η επ’ άπειρον αναβολή της κανονιστικής ρύθμισης των σχετικών
ζητημάτων (υπό την πίεση, ενδεχομένως, τοπικών συμφερόντων που αντιτίθενται στη
θέσπιση σαφών κανόνων) θα καθιστούσε κενό γράμμα την επιταγή του Συντάγματος
και του νόμου και θα διαιώνιζε την περιπτωσιολογική αντιμετώπιση των
ανακυπτόντων θεμάτων, με αποτέλεσμα την έκδοση αντιφατικών αποφάσεων και την
ελλιπή προστασία του οικισμού (ΣτΕ 2526, 2527/2020 σκ. 8).
8. Επειδή, όπως προκύπτει
από τα στοιχεία του φακέλου, το ένδικο νεοκλασικό κτίριο, φερόμενης ιδιοκτησίας
της παρεμβαίνουσας, συνορεύει στα βόρεια, ανατολικά
και δυτικά με δημοτικούς δρόμους και νότια με το ναό της Αγίας Άννας.
Αναπτύσσεται σε τέσσερις στάθμες και καλύπτεται με τετράρριχτη
στέγη, η οποία φέρει ακροκέραμους στη νότια και ανατολική όψη. Η οικία
περιγράφεται ως το χαρακτηριστικότερο δείγμα νεοκλασικής οικίας στη Μονεμβασία
και διασώζει αξιόλογα μορφολογικά και κατασκευαστικά χαρακτηριστικά της
περιόδου. Δεν συνιστά κηρυγμένο νεώτερο μνημείο.
Κτίστηκε το 1904 από τον ., τα αρχικά του οποίου υπάρχουν στα σιδερένια
κιγκλιδώματα του μπαλκονιού της οικίας (δ’ στάθμη) και θεμελιώθηκε πάνω σε
θολωτούς χώρους προγενέστερης οικοδομικής φάσης (α΄ στάθμη). Στον κεντρικό
δρόμο της Κάτω Πόλης Μονεμβασίας λειτουργεί επιχείρηση εστιατορίου με την
επωνυμία “.”, στο όνομα της παρεμβαίνουσας. Στη
νοτιοδυτική πλευρά του εστιατορίου και πλησίον αυτού αναπτύσσεται το ένδικο
τριώροφο κτίριο. Από το έτος 1987 επετράπη η χρήση της αυλής του ένδικου
κτιρίου για την εξυπηρέτηση του παρακείμενου εστιατορίου “.”, με την ανάπτυξη τραπεζοκαθισμάτων, όμως, χωρίς αλλαγή χρήσης του κτιρίου
από κατοικία σε εστιατόριο. Η αυλή επικοινωνεί με το ένδικο κτίριο μέσω θυρών
που ανοίγονται στη νότια όψη του, στο επίπεδο της β’ στάθμης του. Η β’ στάθμη
του κτιρίου, η οποία διαθέτει μία ενιαία αίθουσα, λειτουργεί ως βοηθητικός
χώρος προσαρτημένος στην άδεια λειτουργίας του όμορου εστιατορίου “.”.
Ειδικότερα, η παρεμβαίνουσα έχει λάβει τις ακόλουθες
άδειες και εγκρίσεις από τις τοπικές και τις κεντρικές αρχές του Υπουργείου
Πολιτισμού: Στις 16.6.1987, κατόπιν της 5/3.6.1987 γνωμοδότησης του Τοπικού
Συμβουλίου Μνημείων Ανατολικής Πελοποννήσου, η 5η Εφορεία Βυζαντινών
Αρχαιοτήτων Σπάρτης, επιλήφθηκε, το πρώτον, αιτήματος της παρεμβαίνουσας
για τη διενέργεια εργασιών στο ένδικο κτίριο, ενέκρινε δε την κατασκευή
διαχωριστικού τοιχίου και την πλακόστρωση σε ορισμένους χώρους, δεν επέτρεψε,
όμως, την επαγγελματική χρήση του χώρου με την τοποθέτηση τραπεζιών στην αυλή
της οικίας, τούτο δε με την ακόλουθη αιτιολογία: “… διότι η επέκταση
επαγγελματικής χρήσης σε κατοικίες και χώρους εκτός από τον κεντρικό δρόμο,
στον οποίο και μόνο ήταν ανέκαθεν συγκεντρωμένα τα καταστήματα του οικισμού, θα
επιφέρει αλλοίωση στον χαρακτήρα του αρχαιολογικού χώρου. Επιπλέον η
συγκεκριμένη περίπτωση θα αποτελέσει την αρχή άνισης μεταχείρισης των πολιτών.
…” (βλ. παρ. Β της 1247/16.6.1987 της σχετικής απόφασης). Όμως, στις 28.8.1987,
το Τμήμα Βυζαντινών Χώρων της Διεύθυνσης Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων
(ΔΒΜΜ) του Υπουργείου Πολιτισμού, λαμβάνοντας υπόψη την 21/30.6.1987 κατά
πλειοψηφία γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, ανακάλεσε την
προαναφερόμενη 1247/16.6.1987 απόφαση της 5ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων
Σπάρτης, ως προς την προαναφερόμενη παράγραφο Β, και ενέκρινε τη χορήγηση
άδειας για επαγγελματική χρήση του χώρου με την τοποθέτηση τραπεζιών στην αυλή
της οικίας ιδιοκτησίας . στο Κάστρο Μονεμβασίας. Η παρεμβαίνουσα
επανήλθε με αίτημα για τη χορήγηση άδειας εκτέλεσης εργασιών επισκευής και
διαρρύθμισης της ένδικης οικίας της, επί του οποίου το Τοπικό Συμβούλιο
Μνημείων Ανατολικής Πελοποννήσου, με την 7/30.9.1993 Πράξη του, γνωμοδότησε
θετικά για ορισμένες εργασίες και αρνητικά για άλλες, επισημαίνοντας ότι: “…
Για οποιαδήποτε διαμόρφωση στον αύλειο χώρο της
οικίας θα πρέπει να προηγηθεί διερεύνηση και εργασίες στεγανοποίησης και
στερέωσης των καμαρών του ναού της Αγίας Άννας, δεδομένου ότι τμήμα του κήπου
αποτελεί ανωδομή των καμαρών που στεγάζουν τον εν
λόγω ναό που βρίσκεται ακριβώς από κάτω. Η έγκριση της χρήσης του κτιρίου θα
εξετασθεί μετά την ολοκλήρωση των εργασιών αποκατάστασής του.” Το περιεχόμενο
της ανωτέρω γνωμοδότησης έγινε αποδεκτό με την εν συνεχεία εκδοθείσα
3041/2.11.1993 εγκριτική απόφαση της 5ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων
Σπάρτης. Δύο χρόνια αργότερα, η παρεμβαίνουσα επανέφερε το αίτημα διενέργειας εργασιών στο κτίριο με
σκοπό τη μετατροπή του σε μικρό ξενώνα, οπότε το Τμήμα Βυζαντινών Χώρων της
Διεύθυνσης Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων (ΔΒΜΜ) του Υπουργείου
Πολιτισμού, με την ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/Φ30/22134/500/29.4.1995 απόφασή του, η οποία
ελήφθη κατόπιν της 6/7.1.1995 κατά πλειοψηφία γνωμοδότησης του Κεντρικού
Αρχαιολογικού Συμβουλίου (ΚΑΣ), ενέκρινε “… από την άποψη του αρχαιολογικού
νόμου το σύνολο των εργασιών επισκευής και διαρρύθμισης της οικίας . στο Κάστρο
Μονεμβασίας, προκειμένου να μετατραπεί το κτίριο σε μικρό ξενώνα, σύμφωνα με τη
μελέτη που έχει υποβληθεί και με τον όρο ότι οι νέες πόρτες και τα παράθυρα θα
προσαρμοστούν στις υφιστάμενες”. Όπως βεβαιώνεται από τη Διοίκηση (βλ. το ΑΠ
673045/25.10.2021 έγγραφο απόψεων της Διοίκησης προς το Συμβούλιο της
Επικρατείας), οι εργασίες μετατροπής του κτιρίου σε ξενώνα ουδέποτε
εκτελέστηκαν. Το έτος 1996, η παρεμβαίνουσα υπέβαλε
νεότερο, διαφορετικό αίτημα για τη μετατροπή του ξενώνα σε εστιατόριο,
επικαλούμενη ως επιχείρημα για τη μεταβολή αυτή ότι το λεγόμενο “εστιατόριο της
.” επί της κεντρικής οδού της Μονεμβασίας, προς εξυπηρέτηση του οποίου είχε
δοθεί άδεια τοποθέτησης τραπεζοκαθισμάτων στην αυλή
του ένδικου κτιρίου ήδη από το έτος 1987, είχε παύσει για ένα διάστημα να
λειτουργεί, αν και επανέλαβε τη λειτουργία του στη συνέχεια. Η 5η Εφορεία
Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Λακωνίας, με την 3624/21.10.1996 απόφασή της, εισηγήθηκε
αρνητικά επί του αιτήματος, με την αιτιολογία ότι δεν έχουν χορηγηθεί άδειες μη
οικιακής χρήσης ή ξενώνων σε οικοδομήματα που δεν είναι στον κεντρικό δρόμο και
ότι, για να διατηρηθεί η λειτουργία του οικισμού, πρέπει να διατηρηθεί μόνον ο
κατά παράδοση κεντρικός δρόμος με μη οικιακές χρήσεις, όπως αυτές των
καταστημάτων. Αντιθέτως, η ΔΒΜΜ του Υπουργείου Πολιτισμού εισηγήθηκε την
αποδοχή του αιτήματος της παρεμβαίνουσας “δεδομένου
ότι λειτουργούν εστιατόρια ή αίθουσες πρωινού εκτός του κεντρικού δρόμου του
κάστρου της Μονεμβασίας”. Το δε ΚΑΣ, με την 29/1.7.1997 Πράξη του, αποφάσισε
κατά πλειοψηφία: α) να εμμείνει στην 3624/21.10.1996
απόφαση της 5ης ΕΒΑ σύμφωνα με την οποία εγκρίνεται η χρήση ως ξενώνα του
κτιρίου ιδιοκτησίας της παρεμβαίνουσας στη Μονεμβασία,
και β) να επιτρέψει τη χρησιμοποίηση της αυλής του ως άνω χώρου για την
εξυπηρέτηση του παρακείμενου “εστιατορίου της .”, σύμφωνα με την
ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/Φ30/26288/551/28.8.1987 υπουργική απόφαση. Με την από 10.7.2014
αίτησή της, που συνοδευόταν από τεχνική έκθεση και αρχιτεκτονικά σχέδια, η παρεμβαίνουσα ζήτησε την άδεια λειτουργίας της β’ στάθμης
του κτιρίου, η οποία αντιστοιχεί στο ύψος του κήπου, ως βοηθητικού χώρου του
εστιατορίου (για την αποθήκευση υλικών, τη συντήρηση τροφίμων, τη φύλαξη
εξοπλισμού κλπ.), ώστε να προσαρτηθεί στην άδεια λειτουργίας του “εστιατορίου .”.
Οι αλλαγές, οι οποίες συνίσταντο στη δημιουργία ερείσματος από ελαφρύ υλικό στη
δυτική πλευρά του χώρου, την κατασκευή τοιχίου από πλινθοδομή στην περιοχή της
κουζίνας και τη διαμόρφωση πάγκων, ραφιών και ερμαρίων,
εγκρίθηκαν από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Λακωνίας, με την 3700 πε/742/26.6.2015 απόφασή της, “… για τη χρήση της β’
στάθμης του κτιρίου ως βοηθητικού χώρου του όμορου εστιατορίου και του αύλειου χώρου του, λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν θα επέλθουν
αλλαγές στην όψη του κτηρίου και ότι οι προτεινόμενες επεμβάσεις είναι
εσωτερικές διαρρυθμίσεις, αναστρέψιμης μορφής”. Με βάση την ως άνω εισήγηση της
Εφορείας Αρχαιοτήτων Λακωνίας, το Τοπικό Συμβούλιο Μνημείων Πελοποννήσου, με
την 6/26.8.2015 Πράξη του, γνωμοδότησε ομόφωνα “υπέρ της χορηγήσεως άδειας περί
χρήσεως και προσαρτήσεως στην άδεια λειτουργίας του εστιατορίου . χώρου
παρακείμενου κτιρίου, σύμφωνα με την εισήγηση και τους αναγραφόμενους σε αυτήν
όρους, καθώς και υπό τον επιπρόσθετο όρο να μη μετατραπεί ο αιτούμενος χώρος σε
εστιατόριο μελλοντικά σύμφωνα με την από 21.8.1997 υπουργική απόφαση.”
Υιοθετώντας το περιεχόμενο της ως άνω γνωμοδότησης του Τοπικού Συμβουλίου
Μνημείων, η Εφορεία Αρχαιοτήτων Λακωνίας, με την 6859/1186/30.11.2015 πράξη
της, αποφάσισε ότι δεν έχει αντίρρηση για τη χρήση και την προσάρτηση στην
άδεια λειτουργίας του εστιατορίου “.”, χώρου παρακείμενου κτιρίου, σύμφωνα με
τις συνημμένες τεχνική έκθεση και αρχιτεκτονική μελέτη, υπό τους όρους ότι,
μεταξύ άλλων, δεν θα επέλθουν αλλαγές στην όψη του κτιρίου και οι επεμβάσεις θα
συνίστανται σε εσωτερικές διαρρυθμίσεις αναστρέψιμης μορφής και ότι δεν θα
μετατραπεί μελλοντικά ο “αιτούμενος” χώρος σε εστιατόριο, σύμφωνα με την από
21.8.1997 υπουργική απόφαση. Όμως, ήδη από τον Απρίλιο του 2015 η παρεμβαίνουσα είχε υποβάλει στην Εφορεία Αρχαιοτήτων
Λακωνίας το ακόλουθο αίτημα: “Παρακαλώ όπως εγκρίνετε τη συνημμένη μελέτη για
επισκευή του νεοκλασικού κτιρίου ιδιοκτησίας μου, που βρίσκεται εντός οικοπέδου
ιδιοκτησίας μου, με ήδη εγκεκριμένες χρήσεις, για τις ανάγκες του εστιατορίου
‘Η .’ στην Κάτω Πόλη Μονεμβασίας καθώς και να εγκρίνετε τη χρήση του ως
εστιατόριο”. Η υποβληθείσα μελέτη της παρεμβαίνουσας
περιλάμβανε τη στέγαση βοηθητικών και λειτουργικών αναγκών του εστιατορίου
(αποθήκες, κουζίνα) στην α΄ και β’ στάθμη του κτιρίου και τη διαμόρφωση χώρου
εστίασης στη γ΄ και δ΄ στάθμη με την ανάπτυξη τραπεζοκαθισμάτων.
Η Εφορεία Αρχαιοτήτων Λακωνίας, αφού έλαβε υπόψη όλες τις προηγούμενες
εγκρίσεις και γνωμοδοτήσεις, καθώς και το ότι χρήσεις υγειονομικού χαρακτήρα
λειτουργούν μεν στον κεντρικό εμπορικό δρόμο της Κάτω Πόλης Μονεμβασίας, αλλά
και εκτός αυτού κατόπιν γνωμοδότησης Συμβουλίων, όμως, σύμφωνα με τις ιστορικές
πηγές και τις προφορικές μαρτυρίες, καταστήματα αναπτύσσονταν και εκτός του
κεντρικού εμπορικού δρόμου, επρόκειτο ωστόσο για μικρών διαστάσεων χώρους, σε
αντίθεση με το εξεταζόμενο κτίριο, εισηγήθηκε, με την
2411π.δε./366π.ε./22.7.2016 πράξη της, “τη μη χορήγηση της αιτούμενης αλλαγής
χρήσης και συνακόλουθα των προτεινόμενων εργασιών, δεδομένου ότι οι τελευταίες
γίνονται στο πλαίσιο της αιτούμενης λειτουργίας του κτιρίου ως εστιατορίου”. Η
Εφορεία Αρχαιοτήτων Λακωνίας ενέμεινε στις ως άνω απόψεις της και μετά την
εξέταση της από 19.5.2017 αιτήσεως θεραπείας της παρεμβαίνουσας,
με την αιτιολογία ότι “πρόκειται για επεμβάσεις μεγάλης κλίμακας, που
καταλαμβάνουν όλο το κτίριο μεταβάλλοντας ριζικά τη μορφή του, ενώ η σωστή
λειτουργία του προϋποθέτει την τοποθέτηση εκτεταμένων ηλεκτρολογικών και
μηχανολογικών εγκαταστάσεων, που αναμένεται να επιφέρουν σημαντικές αλλοιώσεις
και επιβαρύνσεις στο ιστορικό κτιριακό κέλυφος, υπάρχει δε ανάγκη διασφάλισης
της ισόρροπης ανάπτυξης των οικονομικών και εμπορικών δραστηριοτήτων σε σχέση
με την προστασία του υψηλού πολιτιστικού αγαθού της Μονεμβασίας και την
ιδιαίτερη φυσιογνωμία του ενεργού οικισμού με καθορισμό χρήσεων γης”. Συγχρόνως
δε διευκρίνισε ότι: “α) Σήμερα, στο πλαίσιο της προστασίας και διατήρησης του
οικιστικού χαρακτήρα της Κάτω Πόλης, τα καταστήματα εμπορικού ή ψυχαγωγικού
χαρακτήρα εξακολουθούν να χωροθετούνται στον κεντρικό
δρόμο, κατόπιν σχετικών γνωμοδοτήσεων των αρμόδιων αρχαιολογικών Συμβουλίων,
μεμονωμένες μόνο περιπτώσεις, εκτός κεντρικού δρόμου, αφορούν σε χρήσεις
υγειονομικού ενδιαφέροντος στο πλαίσιο λειτουργίας και υποστήριξης ξενώνων,
καθώς και μικρές μη οχλούσες χρήσεις”, β) η 5η
Εφορεία Αρχαιοτήτων Λακωνίας έχει ζητήσει από το Υπουργείο τη συγκρότηση
επιτροπής διεπιστημονικού χαρακτήρα για την εκπόνηση μελέτης σχετικά με την
οργάνωση των χρήσεων γης στην Κάτω Πόλη Μονεμβασίας, γ) τυχόν χορήγηση της
αιτούμενης άδειας θα αποτελέσει προηγούμενο και για αντίστοιχες αδειοδοτήσεις, δεδομένης της κατάθεσης και άλλης αίτησης
για τη μετατροπή ξενώνα σε εστιατόριο σε όμορη θέση και του ότι ενδεχόμενη αδειοδότηση και επέκταση των χρήσεων ψυχαγωγίας εκτός
κεντρικού δρόμου και σε όλο το εύρος του ενεργού οικισμού της Κάτω Πόλης θα
επιφέρει περαιτέρω όχληση και θα αποβεί σε βάρος του οικιστικού της χαρακτήρα.”
Το ζήτημα της παρεμβαίνουσας ήχθη τελικώς ενώπιον του
Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (ΚΑΣ), το οποίο, με την 19/22.5.2018 Πράξη
του, γνωμοδότησε κατά πλειοψηφία: “Υπέρ της έγκρισης επισκευής και χρήσης ως
εστιατορίου του κτιρίου υπό τους όρους: 1) Η χρήση του εν λόγω κτιρίου ως
εστιατορίου να περιοριστεί στον χώρο του ισογείου και του 1ου ορόφου, 2) η
ενδιαφερόμενη να προσκομίσει νέα μελέτη, σύμφωνα με την εγκριθείσα
αλλαγή χρήσης, η οποία να κατατεθεί προς έγκριση στην ΔΒΜΑ. Με βάση την ως άνω
γνωμοδότηση του ΚΑΣ, η Υπουργός Πολιτισμού εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, η
οποία έχει ταυτόσημο περιεχόμενο με την εν λόγω γνωμοδότηση. Όπως προκύπτει από
τα πρακτικά των συζητήσεων κατά την τελευταία, επίμαχη συνεδρίαση του ΚΑΣ, τα
μέλη του ΚΑΣ απασχόλησαν ιδίως: α) η έκταση των επεμβάσεων στο κτίριο, οι
οποίες χαρακτηρίζονται μάλλον μικρές, σε σύγκριση με την προηγούμενη υποβληθείσα
και εγκριθείσα μελέτη μετατροπής του κτιρίου σε
ξενώνα, η οποία ουδέποτε υλοποιήθηκε, β) το γεγονός ότι υπήρχαν σε εκκρεμότητα
και άλλες αιτήσεις για αλλαγή χρήσης σε εστιατόριο, ακόμη και ενώπιον του
Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο καθιστούσε αναγκαία τη συνολική μελέτη και
τη θέσπιση κριτηρίων για την κατανομή των χρήσεων γης στην Κάτω Πόλη
Μονεμβασίας, σε εκτέλεση και της εξουσιοδοτικής διάταξης του άρθρου 33 του ν.
4442/2016, οπότε δεν θα απαιτείτο και γνωμοδότηση του ΚΑΣ, γ) η διαπιστωθείσα
διασπορά καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος εκτός του κεντρικού εμπορικού
δρόμου, δ) η σημερινή χρήση του κτιρίου ως αποθήκης στις περισσότερες στάθμες,
ε) η προβληθείσα από τον εκπρόσωπο της παρεμβαίνουσας που παρέστη κατά τη συνεδρίαση, αυξανόμενη
λειτουργία ξενώνων στην Κάτω Πόλη, σε βάρος της κατοικίας, που μετέβαλαν τον
χαρακτήρα του οικισμού και δημιούργησαν την ανάγκη για νέους χώρους εστίασης,
οι οποίοι εξυπηρετούν τον οικισμό, λειτουργούν χωρίς παράταση ωραρίου και
πάντως δεν προκαλούν μεγάλη όχληση σε σχέση με τα καφέ-μπαρ, στ) η μη επέμβαση στο κέλυφος και στις όψεις του κτιρίου
και ο συνακόλουθος περιορισμός της δραστηριότητας στο εσωτερικό του κελύφους
και μόνο στο ισόγειο και τον πρώτο όροφο ενός πολύ μεγάλου κτιρίου και πάντως
όχι στην ταράτσα ή στο δώμα, με διατήρηση της χρήσης κατοικίας στο υπόλοιπο
κτίριο, ζ) η έγκριση, και κατά το παρελθόν, της χρήσης εστιατορίου στην αυλή
του κτιρίου ως επέκταση της χρήσης παρακείμενου καταστήματος.
9. Επειδή, με την κρινόμενη
αίτηση προβάλλεται ότι, εφόσον με την προσβαλλόμενη πράξη εγκρίνονται, κατ’ ουσίαν, εργασίες διαμόρφωσης του ένδικου κτιρίου σε
εστιατόριο, οι οποίες είχαν απορριφθεί σε προγενέστερο στάδιο (2.11.1993) από
τα αρμόδια όργανα (διάνοιξη πόρτας στη δεξαμενή η οποία μετατρέπεται σε λουτρό,
μετατροπή του παραθύρου του α’ ορόφου – β’ στάθμης σε πόρτα, ώστε να καταστεί ο
κήπος προσβάσιμος από το α’ όροφο, εγκατάσταση
κουζίνας στη β’ στάθμη και διάνοιξη πόρτας στο πρόσκτισμα
της α΄ στάθμης), η Διοίκηση, δίνοντας προτεραιότητα στην εμπορική και
οικονομική ανάπτυξη του οικισμού και των κατοίκων της, παραβίασε τις αρχές της
χρηστής διοίκησης και υπερέβη τα άκρα όρια της διακριτικής της ευχέρειας, κατά
τον έλεγχο της επιβάρυνσης του πολιτιστικού περιβάλλοντος της Μονεμβασίας από
την εξεταζόμενη αλλαγή χρήσης. Περαιτέρω, εκτός από τις ως άνω αρχές και τον
προστατευτικό σκοπό του ν. 3028/2002, η Διοίκηση παραβίασε και τους κανόνες
αιτιολογίας των διοικητικών πράξεων, καθόσον δεν αιτιολόγησε ειδικά την έγκριση
επέμβασης σε αρχαιολογικό χώρο. Σύμφωνα με τα προβαλλόμενα, την έγκριση αυτή η
Διοίκηση οφείλει να χορηγεί κατ’ εξαίρεση, σύμφωνα με το νόμο, και κατά το
δυνατόν άπαξ, ήτοι χωρίς να μεταβάλλει κρίση αναλόγως των μεταβαλλόμενων
ιδιωτικών συμφερόντων των ενδιαφερόμενων και εν προκειμένω της παρεμβαίνουσας, εφόσον δε η χορήγηση έγκρισης επέμβασης
συνιστά απόκλιση από προηγούμενες αρνητικές πράξεις, χρήζει ακόμη ειδικότερης
αιτιολογίας. Ειδικότερα, η γνωμοδότηση του ΚΑΣ, η οποία αποτελεί την αιτιολογία
της προσβαλλόμενης πράξης, στηρίζεται, κατά τα περαιτέρω προβαλλόμενα, στη
διαμορφωμένη κατάσταση όχλησης από καταστήματα ψυχαγωγίας στην Κάτω Πόλη
Μονεμβασίας και όχι στην τεκμηριωμένη εκτίμηση των επιπτώσεων της ένδικης
αλλαγής χρήσης στο ήδη επιβαρυμένο πολιτιστικό περιβάλλον της περιοχής. Όπως
προβάλλεται, η εν λόγω γνωμοδότηση του ΚΑΣ περιέχει μία αόριστη, μη ειδική και
αντιφατική περιγραφή των απαιτούμενων μετατροπών στο κτίριο, αποδεχόμενη, ως
δεδομένες, επιβλαβείς για τη Μονεμβασία καταστάσεις. Εφόσον δε, κατά τα
προβαλλόμενα, η Διοίκηση, πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, δεν
ανακάλεσε τις προγενέστερες πράξεις της, με τις οποίες απέρριψε κατ’ επανάληψη
παρόμοιες αιτήσεις της παρεμβαίνουσας και απαγόρευσε
τη λειτουργία εστιατορίου στο ένδικο κτίριο, αλλ’ αντίθετα, διεύρυνε την
εξεταζόμενη χρήση, από ανάπτυξη τραπεζοκαθισμάτων
στον αύλειο χώρο και από προσάρτηση βοηθητικού χώρου
σε παρακείμενο εστιατόριο, σε λειτουργία αυτοτελούς και πλήρους εστιατορίου,
κινήθηκε με σκοπό την προώθηση της τουριστικής ανάπτυξης της Μονεμβασίας παρά
τους περιορισμούς που θέτει το προστατευτικό καθεστώς της περιοχής και με σκοπό
την επίδειξη εύνοιας στην παρεμβαίνουσα, η οποία
πλήττεται από τους εν λόγω περιορισμούς, υποπίπτοντας έτσι σε κατάχρηση
εξουσίας. Με το δικόγραφο προσθέτων λόγων προβάλλεται περαιτέρω ότι η νομολογία
του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει απορρίψει την περιπτωσιολογική και
αντιφατική χορήγηση εγκρίσεων αλλαγής χρήσης στη Μονεμβασία, η οποία
επιχειρήθηκε και εν προκειμένω, καθόσον έκρινε ότι είναι επιβεβλημένη η έκδοση π.δ. για τη ρύθμιση των χρήσεων γης του οικισμού, σύμφωνα
με το άρθρο 14 παρ. 6 του ν. 3028/2002, ελλείψει δε νομικού πλαισίου, έκρινε
ακυρωτέα την εκεί προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση, η οποία επέτρεψε την αλλαγή
χρήσης υπό τους όρους που έθεσε το ΚΑΣ (ΣτΕ 2526/2020
επταμ. σκ.11).
10. Επειδή, από τα
προαναφερόμενα στοιχεία προκύπτει ότι η Διοίκηση, επανερχόμενη, επιτρεπτώς, με νέα αιτιολογία, στο αίτημα της παρεμβαίνουσας για την αλλαγή χρήσης του ένδικου κτιρίου
από κατοικία σε εστιατόριο (πρβλ. ΣτΕ 3178/2009), το
αποδέχθηκε, θέτοντας όρους με τους οποίους κάλεσε την παρεμβαίνουσα
να συμμορφωθεί. Η εγκρινόμενη, με την προσβαλλόμενη απόφαση, αλλαγή χρήσης σε
εστιατόριο, αφορά σε τμήμα κτιρίου, το οποίο περιγράφεται ως το
χαρακτηριστικότερο δείγμα νεοκλασικής οικίας που διασώζει αξιόλογα μορφολογικά
και κατασκευαστικά στοιχεία της περιόδου και το οποίο κείται σε θέση εκτός του
κεντρικού δρόμου της Μονεμβασίας, στην οποία είναι κυρίαρχη η χρήση κατοικίας,
σύμφωνα με τα στοιχεία που επικαλείται η ίδια η Διοίκηση. Όμως, η αλλαγή χρήσης
από κατοικία σε εστιατόριο χορηγείται χωρίς να προκύπτουν με σαφήνεια τα
ιστορικά στοιχεία, τα οποία θα επέτρεπαν τη χρήση εστιατορίου στη συγκεκριμένη
θέση, ήτοι εκτός του κεντρικού δρόμου της Μονεμβασίας και ενώ η Εφορεία
Αρχαιοτήτων Λακωνίας επικαλείται στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία καταστήματα
αναπτύσσονται, παραδοσιακά, στον κεντρικό δρόμο της Μονεμβασίας ώστε να μη
μεταβάλλεται ουσιωδώς ο προστατευόμενος οικιστικός χαρακτήρας της περιοχής.
Μόνο τα εν λόγω ιστορικά στοιχεία, ως αναγόμενα στον χρόνο κήρυξης του οικισμού
της Μονεμβασίας ως βυζαντινού μνημείου και ως αρχαιολογικού χώρου, θα ηδύναντο να τεκμηριώσουν ότι η αλλαγή χρήσης δεν έχει
επιπτώσεις στη διατήρηση αναλλοίωτου του οικισμού, ως αρχιτεκτονικού συνόλου
και ως προστατευόμενου αγαθού, καθώς και των σχέσεων και αναλογιών μεταξύ των
όμορων κτισμάτων του οικισμού, όπως απαιτείται από τον αρχαιολογικό νόμο (βλ. σκ. 7). Όμως, στην προκειμένη περίπτωση, το ΚΑΣ, το οποίο
όφειλε να εξετάσει την αιτηθείσα αλλαγή της υφιστάμενης χρήσης του ένδικου
κτιρίου, κατ’ εφαρμογή μεν των πάγιων διατάξεων περί παραδοσιακών οικισμών (π.δ. της 19.10-13.11.1978, Δ΄ 594), αλλά με κύριο γνώμονα
την προστασία της Μονεμβασίας ως μνημείου και ως αρχαιολογικού χώρου (βλ. σκ. 5), δεν επικαλέστηκε τα κατά τα ανωτέρω αναγκαία στοιχεία,
έστω κατά συνεκτίμηση των στοιχείων και μελετών που προσκομίστηκαν εκ μέρους
της παρεμβαίνουσας σχετικά με την “ύπαρξη 50 μαγαζιών
και εμπορικών χρήσεων με αποθήκες σε όλο τον βράχο το έτος 1668” (βλ. σελ. 7
της γνωμοδότησης του ΚΑΣ), ούτε απέδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στην ανάγκη
διατήρησης των χαρακτηριστικών της Μονεμβασίας, τα οποία συνθέτουν τον
μνημειακό και αρχαιολογικό χαρακτήρα του οικισμού. Αντίθετα, το ΚΑΣ
περιορίστηκε στη διαπίστωση ότι η αιτηθείσα αλλαγή χρήσης δεν έχει επιπτώσεις
στη διατήρηση των αρχιτεκτονικών, μορφολογικών και κατασκευαστικών στοιχείων
του ίδιου του κτιρίου, το οποίο, πάντως, δεν είναι χαρακτηρισμένο ως μνημείο
και, ως εκ τούτου, εναρμονίζεται με τα ιδιαίτερα μορφολογικά και αρχιτεκτονικά
χαρακτηριστικά της Μονεμβασίας. Η επιδιωκόμενη προστασία του μνημειακού
χαρακτήρα της Μονεμβασίας, ως οικιστικού συνόλου, δεν διασφαλίζεται εκ του ότι
δεν επιχειρούνται αλλαγές στις όψεις και στο κέλυφος του ένδικου παραδοσιακού
κτιρίου, ούτε εκ του ότι οι απαιτούμενες επεμβάσεις περιορίζονται στην α’
στάθμη του κτιρίου, όπως δέχθηκε το ΚΑΣ θέτοντας σχετικούς όρους στην
προσβαλλόμενη εγκριτική απόφαση, και τούτο ανεξαρτήτως του ότι δεν προκύπτει
ότι οι όροι αυτοί εφαρμόστηκαν, πάντως, από την παρεμβαίνουσα,
με την υποβολή σχετικής μελέτης. Ούτε δε ασκεί επιρροή το γεγονός ότι μέχρι
σήμερα η παρεμβαίνουσα χρησιμοποιεί τον αύλειο χώρο του κτιρίου για την εξυπηρέτηση της
παρακείμενης – επί του κεντρικού δρόμου της Μονεμβασίας - χρήσης εστιατορίου ή
ότι η παρεμβαίνουσα είχε δικαίωμα, πάντως, να
χρησιμοποιήσει τμήμα του κτιρίου ως εστιατόριο, εφόσον υλοποιούσε τη μετατροπή
του κτιρίου σε ξενώνα, σύμφωνα με τις χορηγηθείσες
άδειες και εγκρίσεις. Τούτο διότι κύριο χαρακτηριστικό του ένδικου κτιρίου
είναι η ανάπτυξή του σε τέσσερις στάθμες και, ως εκ τούτου, ο διαχωρισμός των στάθμεων με σκοπό την εξυπηρέτηση περισσότερων χρήσεων,
ακόμη και αν δεν επιφέρει αλλαγές στο εξωτερικό του κτιρίου, μεταβάλλει τόσο
τον χαρακτήρα του κτιρίου στο σύνολό του, όσο και τη λειτουργία του κτιρίου σε
συνάρτηση με τις χρήσεις των όμορων κτιρίων, όπως αυτές διαμορφώθηκαν ιστορικά.
Δεν ασκεί δε επιρροή η συσχέτιση του ένδικου κτιρίου με τη λειτουργία του
παρακείμενου εστιατορίου της παρεμβαίνουσας, διότι
αφορά σε σχέσεις και καταστάσεις του ιδιωτικού δικαίου, οι οποίες δεν
λαμβάνονται νομίμως υπόψη, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα (βλ. σκ. 7). Εξάλλου, ούτε η περιορισμένη έκταση των επεμβάσεων
στο κτίριο αποτελεί κρίσιμο ζήτημα, εφόσον ο προσδιορισμός της έπεται της
απόφασης περί αλλαγής χρήσης και δεν αποτελεί προϋπόθεση αυτής. Η ανάγκη
ελέγχου της αλλαγής χρήσης του ένδικου κτιρίου στη συγκεκριμένη περιοχή, με
βάση τα επιστημονικά κριτήρια του αρχαιολογικού νόμου, ήταν πολλώ
μάλλον επιτακτικότερη εν προκειμένω, εκ του ότι η Διοίκηση, παρά την πάροδο
χρόνου πέραν του ευλόγου από την αναοριοθέτηση
του αρχαιολογικού χώρου το έτος 2013, δεν έχει εκδώσει εισέτι διάταγμα περί
καθορισμού των χρήσεων γης ή συγκεκριμένων κτιρίων, και των επιτρεπόμενων
δραστηριοτήτων στον προστατευόμενο οικισμό της Μονεμβασίας, όπως όφειλε (βλ. ΣτΕ Ολομ. 2102/2019, σκ. 19 in fine, ΣτΕ 2526/2020 επταμ.). Όμως, το
ΚΑΣ, ενώ διαπίστωσε την άνιση και μη ορθολογική κατανομή των χρήσεων, καθώς και
την ανατροπή, κατ’ ουσίαν, της οικιστικής ισορροπίας
στη Μονεμβασία, την οποία απέδωσε, μεταξύ άλλων, στη διασπορά των καταστημάτων
υγειονομικού ενδιαφέροντος εκτός του κεντρικού δρόμου του οικισμού, ενέκρινε τη
χρήση ενός ακόμη εστιατορίου στην περιοχή, επικαλούμενη οικονομικούς και
κοινωνικούς παράγοντες που μετέβαλαν τον χαρακτήρα της Μονεμβασίας στη σύγχρονη
εποχή. Μη εφαρμόζοντας όμως τα κριτήρια του αρχαιολογικού νόμου για την
προστασία μνημείων και αρχαιολογικών χώρων, και δη κατά τρόπο ομοιόμορφο και με
αναφορά στον προστατευόμενο οικισμό της Μονεμβασίας, θεωρούμενο ως ενιαίο
αρχιτεκτονικό και πολιτιστικό σύνολο, η Διοίκηση προέβη σε περιπτωσιολογική
αντιμετώπιση του αιτήματος της παρεμβαίνουσας, η
οποία, ενόσω δεν έχει εισέτι εκδοθεί διάταγμα περί κατανομής των χρήσεων στην
περιοχή, αν και οι σχετικές μελέτες είναι υπό εκπόνηση σύμφωνα με τις
διαβεβαιώσεις της Διοίκησης, ενέχει τον κίνδυνο έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων
εντός του ίδιου οικισμού και δεν είναι επιτρεπτή. Για τους ανωτέρω λόγους, η
επίμαχη γνωμοδότηση του ΚΑΣ δεν αιτιολογείται νομίμως.
11. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν
των ανωτέρω, η προσβαλλόμενη
ΥΠΠΟΑ/ΓΔΑΠΚ/ΔΒΜΑ/ΤΒΜΑΧΜΑΕ/288701/207080/3854/1552/15.6.2018 απόφαση της
Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού, η οποία υιοθετεί πλήρως την προαναφερόμενη
γνωμοδότηση του ΚΑΣ, φέρει μη νόμιμη αιτιολογία και πρέπει να ακυρωθεί, κατ’
αποδοχή του σχετικώς προσβαλλόμενου λόγου ακυρώσεως. Κατόπιν αυτού, παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών λόγων
ακυρώσεως. Η ασκηθείσα δε παρέμβαση πρέπει να
απορριφθεί.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Δέχεται την αίτηση.
Ακυρώνει την
ΥΠΠΟΑ/ΓΔΑΠΚ/ΔΒΜΑ/ΤΒΜΑΧΜΑΕ/288701/ 207080/3854/1552/15.6.2018 απόφαση της
Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού.
Απορρίπτει την παρέμβαση.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου.
Επιβάλλει σε βάρος της παρεμβαίνουσας και του Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού,
συμμέτρως, τη δικαστική δαπάνη της αιτούσας, η οποία ανέρχεται σε εννιακόσια
είκοσι (920) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα
στις 24 Απριλίου 2023
Η Προεδρεύουσα
Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας
Παναγιώτα Καρλή Μαρία Μάσσια
και η απόφαση δημοσιεύθηκε
σε δημόσια συνεδρίαση της 11ης Οκτωβρίου 2023.
Ο Προεδρεύων
Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας
Χρήστος Ντουχάνης Γεωργία Σιμάτη