ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΣτΕ 1220/2023

 

Ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις. Σύμφωνη με το άρθρο 17 Συντ. και 1 ΠΠ ΕΣΔΑ ερμηνεία. Υποχρέωση του οικείου Δήμου να αποδεχθεί αίτηση του ιδιοκτήτη του ακινήτου για τη διατήρηση της ρυμοτομικής δέσμευσης και την καταβολή σε αυτόν αποζημιώσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 του ν. 4530/2018. Ακυρώνεται η παράλειψη οφειλομένης νομίμου ενεργείας του Δήμου Κηφισιάς.

 

 

Αριθμός 1220/2023

 

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

 

ΤΜΗΜΑ Ε΄

 

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 11 Μαΐου 2022, με την εξής σύνθεση: Παναγιώτα Καρλή, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση της Προέδρου του Τμήματος και της αναπληρώτριάς της Αντιπροέδρου, που είχαν κώλυμα, Χρήστος Ντουχάνης, Δημήτριος Βασιλειάδης, Σύμβουλοι, Χρήστος Παπανικολάου, Ανδρέας Σκούφαλος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μαρία Μάσσια.

 

Για να δικάσει την από 21 Δεκεμβρίου 2017 αίτηση:

 

του ., κατοίκου Αθηνών (.), ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Απόστολο Παπακωνσταντίνου, που τον διόρισε στο ακροατήριο,

 

κατά των: 1) Δήμου Κηφισιάς Αττικής, ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Δημήτριο Παναγιωτόπουλο, που τον διόρισε με απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής του Δήμου, και 2) Περιφέρειας Αττικής, η οποία παρέστη με την δικηγόρο Όλγα Σαββίδου, που την διόρισε με πληρεξούσιο, και η οποία κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4509/2017, περί μη εμφανίσεώς της.

 

Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθεί η τεκμαιρόμενη από την άπρακτη πάροδο τριμήνου, σιωπηρή απόρριψη της από 24.7.2017 αιτήσεώς του προς τον Δήμο Κηφισιάς και την Περιφέρεια Αττικής, και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Χρήστου Ντουχάνη.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αιτούντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, και τον πληρεξούσιο του καθ’ ου Δήμου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

 

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

 

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο

 

1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως έχει κατατεθεί το νόμιμο παράβολο, καθώς και επιπλέον παράβολο τεσσάρων ευρώ, αχρεωστήτως καταβληθέν (./29.12.2017 κωδικός παραβόλου).

 

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της σιωπηρής απόρριψης της από 24.7.2017 αιτήσεως του αιτούντος, τεκμαιρόμενης από την άπρακτη πάροδο τριμήνου, με την οποία είχε ζητηθεί από τον Δήμο Κηφισιάς και την Περιφέρεια Αττικής η διατήρηση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ακινήτου του, ευρισκομένου στην εδαφική περιφέρεια του ως άνω Δήμου Κηφισιάς.

 

3. Επειδή, στην παρ. 4 του άρθρου 17 του Συντάγματος, το οποίο εγγυάται το δικαίωμα στην ιδιοκτησία και προβλέπει το θεσμό της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, ορίζονται, μεταξύ άλλων, ως προς την αποζημίωση στον ιδιοκτήτη, τα εξής: “… Η αποζημίωση που ορίστηκε καταβάλλεται υποχρεωτικά το αργότερο μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της απόφασης για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης και, σε περίπτωση απευθείας αίτησης για οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης, από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης του δικαστηρίου, διαφορετικά η απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως ...”. Ο κανόνας αυτός εξειδικεύθηκε με το άρθρο 11 παρ. 3 και 4 του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων (Κ.Α.Α.Α., ν. 2882/2001, Α’ 17), όπως η παράγραφος αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 39 παρ. 3α του ν. 4024/2011 (Α’ 226), όπου ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «3. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως εάν δεν συντελεστεί μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της απόφασης προσωρινού καθορισμού της αποζημίωσης και, σε περίπτωση απευθείας οριστικού καθορισμού αυτής, από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης. Η αρμόδια για την κήρυξη της απαλλοτρίωσης αρχή υποχρεούται να εκδώσει μέσα σε τέσσερις μήνες από τη λήξη της προθεσμίας του προηγούμενου εδαφίου βεβαιωτική πράξη για την επελθούσα αυτοδίκαιη άρση. Η πράξη αυτή δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Εφόσον οι θιγόμενοι ιδιοκτήτες επιθυμούν τη διατήρηση της απαλλοτρίωσης που άρθηκε αυτοδίκαια λόγω παρέλευσης της ως άνω δεκαοκτάμηνης προθεσμίας, μπορούν να υποβάλλουν αίτηση και υπεύθυνη δήλωση προς την αρχή που εξέδωσε την απαλλοτριωτική απόφαση, μέσα σε προθεσμία ενός έτους από την παρέλευση της προθεσμίας, περί διατήρησης της απαλλοτρίωσης και καταβολής της δικαστικά καθορισμένης προσωρινής ή οριστικής αποζημίωσης. Αν το αίτημα γίνει δεκτό από την αρχή που κήρυξε την απαλλοτρίωση και υποχρεούται στην καταβολή της αποζημίωσης, δεν επιτρέπεται ο ανακαθορισμός της αποζημίωσης ή η αναζήτηση τόκων υπερημερίας. Οι διατάξεις του τέταρτου και πέμπτου εδαφίου της παραγράφου 1 [της παρούσας παραγράφου, δεδομένου ότι η παρ. 1 δεν έχει τέταρτο και πέμπτο εδάφιο] εφαρμόζονται και σε απαλλοτριώσεις που έχουν κηρυχθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και έχει επέλθει αυτοδίκαιη άρση, λόγω παρέλευσης της δεκαοκτάμηνης προθεσμίας. Στην περίπτωση αυτή οι ενδιαφερόμενοι μπορεί να υποβάλλουν αίτηση για τη διατήρηση της απαλλοτρίωσης μέχρι τις 31.12.2012. 4. Εάν περάσουν άπρακτες οι κατά τις προηγούμενες παραγράφους 2 [περί υποχρεωτικής ανάκλησης της απαλλοτρίωσης εντός ορισμένης προθεσμίας από την κήρυξή της, αν δεν έχει καθοριστεί η αποζημίωση ή αν δεν υποβληθεί σχετική αίτηση] και 3 προθεσμίες ή εκδοθεί πράξη αρνητική, κάθε ενδιαφερόμενος δύναται να ζητήσει από το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το απαλλοτριωμένο ακίνητο, την έκδοση δικαστικής απόφασης, με την οποία να ακυρώνεται η προσβληθείσα πράξη ή παράλειψη … και να βεβαιώνεται η αυτοδίκαιη ή υποχρεωτικώς επελθούσα άρση της απαλλοτρίωσης …». Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου υπάγονται όχι μόνο οι διαφορές που γεννώνται από την απόρριψη αιτημάτων για την έκδοση πράξεων διαπίστωσης της αυτοδίκαιης ή υποχρεωτικής άρσης απαλλοτριώσεων, αιτημάτων, δηλαδή, που κατατείνουν στην αποδέσμευση απαλλοτριωθέντος ακινήτου, αλλά και οι διαφορές που γεννώνται από την απόρριψη αιτημάτων διατήρησης της απαλλοτρίωσης, που υποβάλλονται από τον ιδιοκτήτη, ο οποίος επιθυμεί τη διατήρηση αυτή και την καταβολή στον ίδιο της οικείας αποζημίωσης αντί της αποδέσμευσης του ακινήτου του. Δεν ασκεί δε, από την άποψη αυτή, επιρροή το γεγονός ότι η δυνατότητα υποβολής αιτήσεων διατήρησης της απαλλοτρίωσης δεν είχε προβλεφθεί στον αρχικό Κ.Α.Α.Α., που προέβλεψε την αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου, αλλά αυτή παρασχέθηκε στον ιδιοκτήτη με μεταγενέστερη ειδική διάταξη (άρθρο 39 παρ. 3α του ν. 4024/2011), διότι, πάντως, η σχετική ρύθμιση εισήχθη στο πλέγμα διατάξεων του άρθρου 11 παρ. 3 του Κ.Α.Α.Α., είναι δε συναφής με εκείνες, ως προς τις οποίες είχε προβλεφθεί αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου από τον Κ.Α.Α.Α., όπως ίσχυε αρχικά. Εν τούτοις, το Δικαστήριο κρίνει, ενόψει του ιστορικού της υπόθεσης που εκτίθεται σε επόμενες σκέψεις, ότι η υπόθεση πρέπει να διακρατηθεί και να εκδικασθεί από το ίδιο κατ’ ανάλογη εφαρμογή του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 34 παρ. 1 του ν. 1968/1991 (Α΄ 150) (πρβλ. ΣτΕ 260/2021, 1573/2020, 1085/2018 κ.ά.).

 

4. Επειδή, η προαναφερόμενη διάταξη του άρθρο 11 παρ. 3 του Κ.Α.Α.Α., όπως η παράγραφος αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 39 παρ. 3α του ν. 4024/2011 και προβλέπει, κατά τα ανωτέρω, ότι η αυτοδίκαιη άρση των απαλλοτριώσεων, την οποία θα επέφερε η μη συντέλεσή τους με την καταβολή της δικαστικώς ορισθείσης αποζημιώσεως εντός της οικείας συνταγματικής προθεσμίας, μπορεί να αποτραπεί με αίτηση των θιγομένων ιδιοκτητών, δεν αντίκειται στο άρθρο 17 παρ. 4 του Συντάγματος, το οποίο προβλέπει ως συνέπεια της μη καταβολής την αυτοδίκαιη άρση της απαλλοτρίωσης χωρίς να εξαιρεί τις περιπτώσεις που η διατήρησή της αποτελεί επιθυμία των ιδιοκτητών. Πράγματι, η εν λόγω συνταγματική διάταξη, η οποία, καθ’ όσον, τουλάχιστον, αφορά τις ρυμοτομικού χαρακτήρα απαλλοτριώσεις, δεν εμποδίζει τη Διοίκηση ακόμη και να τις επανεπιβάλλει μετά την αυτοδίκαιη άρση τους εφόσον συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις, δεν κωλύει ούτε τη διατήρησή τους κατόπιν ρητής και σαφούς αιτήσεως του ιδιοκτήτη, υποβαλλόμενης κατά την ειδική διαδικασία που προβλέπουν οι προπαρατιθέμενες διατάξεις, καθώς και η συναφής νεότερη νομοθεσία (βλ. επόμενες σκέψεις). Υπό την αντίθετη εκδοχή, η συνταγματική διάταξη του άρθρου 17 παρ. 4, η οποία αποσκοπεί στην προστασία της ιδιοκτησίας, που συνιστά ταυτοχρόνως και περιουσιακό δικαίωμα κατά το άρθρο 1 του 1ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, θα οδηγούσε εν τέλει στον περιορισμό των δικαιωμάτων αυτών, τα οποία περιλαμβάνουν και το δικαίωμα διάθεσης της ιδιοκτησίας και της περιουσίας για νόμιμους σκοπούς, όπως είναι αυτοί που συνιστούν δημόσια ωφέλεια και οδήγησαν στην επιβολή της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, έστω και αν αυτή δεν συντελέστηκε ποτέ. Δεν αντέκειτο, άλλωστε, στο Σύνταγμα ούτε προηγούμενη διάταξη της νομοθεσίας περί απαλλοτριώσεων, η οποία, προ του Κ.Α.Α.Α., περιείχε ανάλογη ρύθμιση και προέβλεπε [άρθρο 11 παρ. 3 του ν.δ. 797/1971 (Α΄ 1), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 212/1975 (Α΄ 252)] ότι η αυτοδίκαιη άρση της απαλλοτρίωσης λόγω μη καταβολής της αποζημίωσης που έχει ορισθεί, δεν επέρχεται (“θεωρείται μη γενομένη”) εάν ο καθ’ ού ιδιοκτήτης υποβάλει αίτηση για τη διατήρησή της ενώπιον ορισμένης διοικητικής αρχής. Πράγματι, η διάταξη αυτή κρίθηκε ως σύμφωνη με το άρθρο 17 παρ. 4 του Συντάγματος (ΣτΕ 3689/2009 Ολομ., σκ. 8), περαιτέρω, όμως, θεωρήθηκε ως στενώς ερμηνευτέα και, επομένως, ως έχουσα την έννοια ότι η αυτοδικαίως επερχομένη άρση της απαλλοτρίωσης λόγω μη συντέλεσής της εντός ενάμισι έτους από την δημοσίευση της απόφασης περί προσωρινού καθορισμού της αποζημίωσης αποτρέπεται μόνον στην περίπτωση που ο καθ’ ου η απαλλοτρίωση υποβάλει την προβλεπόμενη στην εν λόγω διάταξη αίτηση διατήρησης, αφού μόνον αυτή αίρει κάθε σχετική αμφιβολία ως προς την πραγματική του βούληση, η οποία δεν είναι επιτρεπτό να συνάγεται από άλλες ενέργειές του. Η ερμηνεία αυτή της εν λόγω διάταξης υιοθετήθηκε και από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 100 του Συντάγματος (βλ. ΑΕΔ 26/2010 και, ακόμη ΣτΕ 922/2014 Ολομ., σκ. 5-6). Προκειμένου, όμως, η αίτηση διατήρησης της απαλλοτρίωσης να εξετασθεί από την αρμόδια αρχή, αυτή, κατά τα ως άνω κριθέντα, πρέπει να υποβάλλεται κατά την προβλεπόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις διαδικασία, η οποία αποσκοπεί να άρει οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς τη βούληση του ιδιοκτήτη.

 

5. Επειδή, στη συνέχεια, και μετά την εκπνοή της αρχικώς ταχθείσης από το νομοθέτη του άρθρου 39 παρ. 3α του ν. 4024/2011 προθεσμίας για την υποβολή αιτήσεως για τη διατήρηση αυτοδικαίως αρθείσης απαλλοτριώσεως (31.12.2012), εκδόθηκε ο ν. 4530/2018 (Α’ 59), με το άρθρο 74 του οποίου τροποποιήθηκε και πάλι το άρθρο 11 παρ. 3 του ΚΑΑΑ, μεταξύ άλλων ως προς την προθεσμία υποβολής της αίτησης διατήρησης, και ορίσθηκαν τα εξής: “Κατ’ εξαίρεση των διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου στις περιπτώσεις που υφίσταται κατάληψη του ακινήτου κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, ο ενδιαφερόμενος μπορεί να υποβάλει δήλωση διατήρησης της απαλλοτρίωσης μέχρι 31.12.2018 με την προϋπόθεση ότι δεν έχει παρέλθει διάστημα μεγαλύτερο των δέκα (10) ετών από τον χρόνο που έχει επέλθει η αυτοδίκαιη άρση αυτής. Στην περίπτωση αυτή η δήλωση διατήρησης της απαλλοτρίωσης γίνεται υποχρεωτικά αποδεκτή από την αρχή που έχει κηρύξει την απαλλοτρίωση, εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου”. Η διάταξη αυτή παρέμεινε αμετάβλητη μετά και τη νέα τροποποίηση του άρθρου 11 παρ. 3 του ΚΑΑΑ, που επέφερε το άρθρο 18 του ν. 4949/2022 (Α’ 126).

 

6. Επειδή, εξάλλου, ο νομοθέτης εισήγαγε και αυτοτελείς ρυθμίσεις σχετικά με τη διατήρηση των ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων παρά τη μη καταβολή της δικαστικώς προσδιοριθείσης αποζημιώσεως, χωρίς να τις εντάξει στον κορμό του Κ.Α.Α.Α., οι τροποποιήσεις του οποίου, όπως εκτίθενται στις προηγούμενες σκέψεις, εξακολουθούσαν να ισχύουν παραλλήλως προς αυτές. Έτσι, με το άρθρο 49 του ν. 4414/2016 (Α’ 149) προστέθηκε άρθρο 32Α στο ν. 4067/2012 (Α’ 79) “Νέος Οικοδομικός Κανονισμός”, με το εξής περιεχόμενο: “Σε ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις, στις οποίες έχει επέλθει αυτοδίκαιη άρση λόγω παρέλευσης της δεκαοκτάμηνης προθεσμίας που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 11 του ν. 2882/2001, οι ενδιαφερόμενοι ιδιοκτήτες μπορούν να υποβάλουν προς την αρχή που κήρυξε την απαλλοτρίωση και τον υπόχρεο φορέα καταβολής της αποζημίωσης αίτηση και υπεύθυνη δήλωση περί διατήρησης της απαλλοτρίωσης και καταβολής της δικαστικά καθορισμένης προσωρινής ή οριστικής αποζημίωσης μέχρι και τις 31.12.2017. Αν το αίτημα γίνει δεκτό από τον ως άνω υπόχρεο φορέα μόνο τότε υποχρεούται στην καταβολή της αποζημίωσης και δεν επιτρέπεται η καθ’ οιονδήποτε τρόπο αύξηση της τιμής της αποζημίωσης ή η αναζήτηση τόκων υπερημερίας”. Το εν λόγω άρθρο 32Α διατηρήθηκε, κατά τα βασικά του χαρακτηριστικά, και μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 118 του ν. 4819/2021 (Α’ 129), με το αντικατεστημένο, όμως, άρθρο 32Α του ν. 4067/2012 ως προθεσμία υποβολής της αίτησης διατήρησης ορίστηκε η 31.12.2024.

 

7. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου (βλ. και ./28.2.2022 έγγραφο της Υπηρεσίας Δόμησης του Δήμου Κηφισιάς προς το Συμβούλιο της Επικρατείας) προκύπτουν τα εξής: Με το από 3.4.1937 β.δ/μα (Α’ 138) ρυμοτομήθηκε ακίνητο του Ε.Μ., πατέρα του αιτούντος, για τη διάνοιξη της οδού Κ. Βάρναλη (πρώην Βασιλέως Παύλου) του πρώην Δήμου Νέας Ερυθραίας Ν. Αττικής. Το ακίνητο έχει συνολικό εμβαδό 242,70 τ.μ. σύμφωνα με τοπογραφικό διάγραμμα του έτους 1935, το οποίο επισυνάπτεται στην οικεία ./1935 πράξη του συμβολαιογράφου Αθηνών, Ν.Κ., σύμφωνα δε με νεότερη καταμέτρηση, το εμβαδό του ανέρχεται σε 304,60 τ.μ. Με σκοπό τη συντέλεση της εν λόγω ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης εκδόθηκε η 364/26.8.1968 πράξη προσκύρωσης και αναλογισμού αποζημιώσεων του Γραφείου Πολεοδομίας Αθηνών, κυρωθείσα με την Ε:17694/1969 απόφαση του Υπουργού Δημοσίων Έργων, με την οποία ορίσθηκε ότι η ιδιοκτησία Ε.Μ. έπρεπε να αποζημιωθεί από το Δήμο Ν. Ερυθραίας, καθώς και από όμορες προς αυτήν ιδιοκτησίες. Στη συνέχεια εκδόθηκε, κατόπιν αιτήσεως του δικαιούχου της αποζημίωσης, η 623/1970 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ορίστηκε προσωρινή τιμή μονάδας και, περαιτέρω, η 2510/1976 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ορίστηκε οριστική τιμή μονάδας, ανακαθορισθείσα τελικώς σε ποσό σημαντικά υψηλότερο της προσωρινής τιμής με την 3425/1984 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε κατόπιν προσφυγής του τότε ιδιοκτήτη, Ε.Μ. Έκτοτε, όμως, και παρά την πάροδο των δεκαοκτώ μηνών, εντός των οποίων όφειλε να καταβληθεί η αποζημίωση για να συντελεστεί η εν λόγω ρυμοτομική απαλλοτρίωση, αυτή δεν καταβλήθηκε. Κατόπιν τούτου, εκδόθηκε η νεότερη 7438/1987 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία αναγνωρίστηκε ότι η εν λόγω ρυμοτομική απαλλοτρίωση “ανακλήθηκε αυτοδικαίως” κατά το μέρος που αφορά τμήματα της ιδιοκτησίας για τα οποία υπόχρεος προς αποζημίωση ήταν, μεταξύ άλλων, ο Δήμος Νέας Ερυθραίας. Τούτο δε, παρ’ ότι, όπως είχε προβληθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας εκείνης, ο εν λόγω Δήμος είχε καταβάλει στον δικαιούχο της αποζημίωσης, Ε.Μ., ορισμένο χρηματικό ποσό, διότι αυτό, όπως έκρινε το Δικαστήριο εκείνο, δεν κάλυπτε την οριστικώς καθορισθείσα αποζημίωση, με συνέπεια αυτή να μην είναι πλήρης και να μην οδηγεί στη συντέλεση της απαλλοτρίωσης. Η αυτοδίκαιη ανάκληση της επίμαχης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης επιβεβαιώθηκε ως προς άλλους υπόχρεους σε αποζημίωση με τη μεταγενέστερη 3775/1994 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Ενόψει τούτων, εκδόθηκε η ./4.5.1999 απόφαση της Νομάρχου Αθηνών, με την οποία αποφασίστηκε η “άρση και επανεπιβολή απαλλοτρίωσης ιδιοκτησίας . στο Ο.Τ. . και επί της οδού Βάρναλη στο δήμο Ν. Ερυθραίας”, η πράξη, όμως, αυτή, δεν προκύπτει ότι απέκτησε νόμιμη υπόσταση, αφού, όπως βεβαιώνεται στο ./27.5.1999 έγγραφο του Εθνικού Τυπογραφείου, καταχωρήθηκε, μεν, στο δοκίμιο 360 του τεύχους Δ’, κρίθηκε, όμως, ως μη νόμιμη και διαγραπτέα διότι δεν προέκυπτε ούτε η σοβαρή πολεοδομική ανάγκη της επανεπιβολής ούτε η δυνατότητα άμεσης καταβολής της ορισθείσας αποζημίωσης. Κατόπιν τούτου, εκδόθηκε το ΠΕΧΩ 3121/14.12.2001 έγγραφο της Διεύθυνσης ΠΕΧΩ της Περιφέρειας Αττικής, με το οποίο ζητήθηκε από τον Δήμο Ν. Ερυθραίας να αποφασίσει αν επιθυμεί την επανεπιβολή της επίμαχης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης σύμφωνα με τις τασσόμενες από το νόμο προϋποθέσεις, που είναι η σοβαρή πολεοδομική ανάγκη και η πρόθεση του Δήμου να εγγράψει αμέσως στον προϋπολογισμό του πίστωση για τη συντέλεση της νέας απαλλοτρίωσης. Η Περιφέρεια, μάλιστα, με το εν λόγω έγγραφό της εξέφρασε τη θέση ότι η πρώτη από τις παραπάνω προϋποθέσεις, δηλαδή η σοβαρή πολεοδομική ανάγκη, συντρέχει πράγματι, αφού η μη επανεπιβολή της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης θα επέφερε μείωση κατά το ήμισυ του πλάτους της οδού Κ. Βάρναλη (ενός από τους βασικότερους οδικούς άξονες της Νέας Ερυθραίας) στο σημείο της επίμαχης ιδιοκτησίας. Κατόπιν τούτου, το Δημοτικό Συμβούλιο Νέας Ερυθραίας, παρ’ ότι κατά το παρελθόν ο Δήμος είχε θεωρήσει ότι δεν υφίσταται σχετική πολεοδομική ανάγκη (βλ. ως άνω έγγραφο της Περιφέρειας, όπου γίνεται αναφορά στην ./1997 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Νέας Ερυθραίας και στο ./20.12.2000 έγγραφο του Δήμου προς τον επιληφθέντα Συνήγορο του Πολίτη), εξέδωσε την 184/2002 απόφασή του, με την οποία δεν ενέκρινε, μεν, την επανεπιβολή της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, τούτο, όμως, για το λόγο ότι ο Δήμος είχε ήδη καταβάλει την οφειλόμενη στον Ε.Μ. αποζημίωση ήδη από το έτος 1976 και, επομένως, η εν λόγω απαλλοτρίωση είχε, από το χρόνο εκείνο, συντελεστεί και, ως εκ τούτου, δεν ετίθετο, κατά τον Δήμο, ζήτημα επανεπιβολής της. Ακολούθησε το ./28.11.2003 έγγραφο της Διεύθυνσης Πολεοδομίας Βόρειου Τομέα της Νομαρχίας Αθηνών προς τον Δήμο Ν. Ερυθραίας, στο οποίο επισημάνθηκε ότι η μη επανεπιβολή της επίμαχης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης και η συνακόλουθη μείωση του πλάτους της οδού Κ. Βάρναλη, κεντρικής και μοναδικής συνδετήριας αρτηρίας μεταξύ Ν. Ερυθραίας και Πολιτείας Κηφισιάς, θα επέφερε σημαντική αύξηση του κινδύνου τροχαίων ατυχημάτων. Κατόπιν τούτου, εκδόθηκαν, αφενός η ./2003 απόφαση του Δημ. Συμβουλίου Ν. Ερυθραίας, με την οποία αυτό τάχθηκε υπέρ της επανεπιβολής της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης και αποφάσισε την εγγραφή στον προϋπολογισμό του αναγκαίου, βάσει των ισχυουσών αντικειμενικών αξιών, ποσού των 80.327,00 ευρώ για την αποζημίωση του αιτούντος, ήδη υπεισελθόντος στη θέση του δικαιοπαρόχου πατέρα του, και, αφετέρου, η 21/2004 όμοια απόφαση, με την οποία αναμορφώθηκε αναλόγως ο προϋπολογισμός του έτους 2004. Ενόψει τούτων, εκδόθηκε η 105/5/04/9.3.2004 απόφαση του Νομάρχη Αθηνών (Δ’ 327), με την οποία ήρθη και επανεπιβλήθηκε η απαλλοτρίωση της ιδιοκτησίας του αιτούντος επί της οδού Βάρναλη (Ο.Τ. 134) και, στη συνέχεια, εκδόθηκε από το Τμήμα Εφαρμογής Πολεοδομικών Σχεδίων της Νομαρχίας Αθηνών η σχετική 45/2005 πράξη προσκύρωσης και αναλογισμού αποζημίωσης. Όπως, εξάλλου, προκύπτει από το προαναφερόμενο ./28.2.2022 έγγραφο του Δήμου Κηφισιάς, μετά την έκδοση της ./2005 πράξης προσκύρωσης εκδόθηκε η ./24.5.2006 πράξη του Νομάρχη Αθηνών, με την οποία ανακλήθηκε η Ε17694/23.6.1969 απόφαση του Υπουργού Δημοσίων Έργων, που είχε κυρώσει την προηγούμενη 364/1968 πράξη εφαρμογής, σχετική με την αποζημίωση της ίδιας ιδιοκτησίας. Η 45/2005 πράξη εφαρμογής κυρώθηκε με την./7.6.2006 πράξη της Νομαρχίας Αθηνών. Με την εν λόγω πράξη προσκύρωσης κ.λπ. ορίσθηκαν ως υπόχρεοι αποζημίωσης της ιδιοκτησίας του αιτούντος τέσσερις ιδιοκτησίες, ο δε Δήμος Ν. Ερυθραίας ορίσθηκε ως υπόχρεος αποζημίωσης, μόνο για τα επί του απαλλοτριωτέου οικοπέδου επικείμενα πράγματα (πηγάδια, φυτείες κ.λπ.), η αποζημίωση των οποίων δεν ήταν δυνατόν (βλ. σελ. 2 στ. 4 της πράξης) να βαρύνει τις προαναφερόμενες ιδιοκτησίες. Αιτήσεις ακυρώσεως κατά της κυρωτικής της πράξης προσκύρωσης και αναλογισμού νομαρχιακής απόφασης, οι οποίες ασκήθηκαν από τρίτους, απορρίφθηκαν με τις 604-6/2008 αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Περαιτέρω δε, με την 2156/2020 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, εκδοθείσα ύστερα από την 2382/2017 παραπεμπτική απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, απορρίφθηκε και αίτηση ακυρώσεως τρίτου κατά της ως άνω η ./9.3.2004 πράξης του Νομάρχη Αθηνών περί άρσεως και επανεπιβολής της επίμαχης απαλλοτρίωσης. Ακολούθησε η έκδοση των 483/2012 και 63/2015 αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, οι οποίες εκδόθηκαν κατ’ αίτηση του αιτούντος και με τις οποίες ορίστηκε για την ως άνω επανεπιβληθείσα απαλλοτρίωση προσωρινή τιμή μονάδας αποζημίωσης, της οποίας, με την 445/2013 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, δικαιούχος ορίστηκε ο αιτών. Ούτε, όμως, η απαλλοτρίωση αυτή συντελέστηκε με την καταβολή της δικαστικώς ορισθείσας αποζημίωσης, για την οποία, άλλωστε, υπόχρεοι είχαν οριστεί διάφοροι ιδιοκτήτες, πλην του Δήμου Ν. Ερυθραίας, η υποχρέωση του οποίου είχε περιοριστεί, κατά την ως άνω 45/2005 πράξη εφαρμογής, στα συστατικά του ακινήτου. Ενόψει τούτου, υποβλήθηκε από τον αιτούντα σειρά αιτήσεων προς τη Διοίκηση, με τις οποίες ζητήθηκε η διατήρηση της απαλλοτρίωσης, δηλαδή η παρεμπόδιση της αυτοδίκαιης άρσης της, την οποία θα επέφερε, κατά το νόμο, η μη συντέλεσή της εντός ενάμισυ έτους από τη δημοσίευση της απόφασης προσωρινού καθορισμού της αποζημίωσης. Υποβλήθηκε, ειδικότερα, αρχικά η Α.Π. ./16.12.2014 αίτηση του αιτούντος προς τη Διεύθυνση Χωρικού Σχεδιασμού της Περιφέρειας Αττικής, με την οποία ζητήθηκε η διατήρηση της επίμαχης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης κατ’ εφαρμογή του άρθρο 11 παρ. 3 του Κ.Α.Α.Α.. Η εν λόγω αίτηση του αιτούντος διαβιβάστηκε λόγω αρμοδιότητας στον ήδη υπεισελθόντα στη νομική θέση του καταργηθέντος (ν. 3852/2010, Α’ 87) Δήμου Ν. Ερυθραίας, Δήμο Κηφισιάς, ο οποίος, με το ./16.2.2015 έγγραφό του, απάντησε ότι η διατήρηση του κοινόχρηστου χώρου (οδός Κ. Βάρναλη) της ρυμοτόμησης αποτελούσε “εξ ορισμού” αναγκαιότητα για την ορθή λειτουργία του πολεοδομικού ιστού της πόλης, ο Δήμος, όμως, δεν είναι υπόχρεος σε αποζημίωση, τούτο δε κατ’ εφαρμογή της προαναφερόμενης ./2005 πράξης εφαρμογής. Ενόψει τούτου, η ως άνω υπηρεσιακή μονάδα της Περιφέρειας Αττικής, με το ./1.4.2015 έγγραφό της, θεώρησε ότι και η ίδια είναι αναρμόδια να επιληφθεί του αιτήματος διατήρησης της απαλλοτρίωσης, την αρμοδιότητα δε αυτή έφερε ο Υπουργός (ήδη) Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Με το ./29.6.2015 έγγραφό της, όμως, η Διεύθυνση Τοπογραφικών Εφαρμογών του Υπουργείου έκρινε ότι, ανεξάρτητα αν η εκδοθείσα πράξη εφαρμογής θεωρεί τον οικείο δήμο υπόχρεο σε αποζημίωση ή όχι, αυτός, πάντως είναι αρμόδιος για την εφαρμογή του ρυμοτομικού σχεδίου της περιοχής και, επομένως, η αίτηση διατήρησης της επίμαχης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης έπρεπε να κριθεί από τον Δήμο αυτό. Με το ίδιο έγγραφο, τέλος, το Υπουργείο υπογραμμίζει ότι οι ισχύουσες ρυμοτομικές γραμμές στην εν λόγω κεντρική αρτηρία έχουν αποτελέσει τη βάση της έκδοσης οικοδομικών αδειών και η διατήρησή τους προϋποθέτει τη διατήρηση της απαλλοτρίωσης. Στη συνέχεια, και αφού είχε υποβληθεί νέα σχετική αίτηση του αιτούντος, αυτή τη φορά προς το Δήμο Κηφισιάς (Α.Π. ./7.9.2015), εκδόθηκε το ./19.7.2016 έγγραφο του Δήμου αυτού προς την Περιφέρεια Αττικής, με το οποίο, παρά την περί του αντιθέτου άποψη του Υπουργείου, ενέμεινε στη θέση ότι ο ίδιος ήταν αναρμόδιος να αποφανθεί επί του αιτήματος διατήρησης της απαλλοτρίωσης. Η Περιφέρεια Αττικής, επικαλούμενη και το προαναφερόμενο έγγραφο του Υπουργείου (ήδη) Περιβάλλοντος και Ενέργειας ενέμεινε και αυτή στη θέση περί αναρμοδιότητας της ίδιας. Όμοια θέση έλαβε και η Αποκεντρωμένη Διοίκηση Αττικής, προς την οποία ο αιτών διαβίβασε το ίδιο αίτημα διατήρησης της επίμαχης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης και η οποία, με το ΠΕΧΩ/63257/4904/18.10.2016 έγγραφό της, έκρινε και αυτή ότι είναι αναρμόδια να επιληφθεί του αιτήματος του αιτούντος. Κατόπιν τούτων, ο αιτών υπέβαλε την από 24.7.2017 νέα αίτησή του προς την Περιφέρεια Αττικής και το Δήμο Κηφισιάς, με την οποία, κατ’ επίκληση όλων των πραγματικών στοιχείων που μεσολάβησαν από την προηγούμενη από 16.12.2014 αίτησή του, αιτήθηκε και πάλι τη διατήρηση της απαλλοτρίωσης. Στην εν λόγω αίτηση, ο μεν Δήμος Κηφισιάς δεν προκύπτει ότι έδωσε απάντηση, ενώ η Περιφέρεια Αττικής, με το ./3.8.2017 έγγραφό της ενέμεινε στη θέση ότι στερείται αρμοδιότητας για το θέμα.

 

8. Επειδή, καθ’όσον αφορά τις ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις, από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι η Διοίκηση διαθέτει διακριτική ευχέρεια να αποδεχθεί ή όχι την αίτηση διατήρησης της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, η οποία δεν έχει συντελεσθεί λόγω μη καταβολής της δικαστικώς προσδιορισθείσης αποζημιώσεως. Νόμιμα κριτήρια για την άσκηση της ευχέρειας αυτής είναι, μεταξύ άλλων, όσα ανάγονται στην αναγκαιότητα του υπό απαλλοτρίωση ακινήτου για την ικανοποίηση των πολεοδομικών αναγκών ορισμένης περιοχής, η εξέλιξη της διαδικασίας απαλλοτρίωσης κατά το παρελθόν και, ιδίως, η τυχόν διαδοχική άρση και επανεπιβολή της, καθώς και η οικονομική δυνατότητα του φορέα που βαρύνεται με την υποχρέωση αποζημίωσης του ιδιοκτήτη, δηλαδή, προκειμένου περί κοινοχρήστων χώρων, του οικείου δήμου, να την καταβάλει. Τούτο δε, για το λόγο ότι η αποτροπή της αυτοδίκαιης άρσης της απαλλοτρίωσης, που αποτελεί αντικείμενο του αιτήματος του ιδιοκτήτη, δεν απαλλάσσει τον φορέα αυτόν, και προκειμένου περί ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων, τον δήμο, από την υποχρέωση καταβολής της ορισθείσας αποζημίωσης, έστω και μετά την πάροδο της οριζόμενης στο Σύνταγμα (άρθρο 17 παρ. 4) προθεσμίας του ενάμισυ έτους. Πρόβλεψη δέσμιας αρμοδιότητας για την αποδοχή του αιτήματος διατήρησης κατ’ εξαίρεση του ανωτέρω κανόνα εισήγαγε για πρώτη φορά ο νομοθέτης του άρθρου 74 του ν. 4530/2018 ειδικώς ως προς τα ακίνητα των οποίων έχει γίνει κατάληψη (“υφίσταται κατάληψη”), έχουν δηλαδή, αποδοθεί και πρακτικώς στην εξυπηρέτηση της δημόσιας ωφέλειας, λόγω της οποίας απαλλοτριώθηκαν, χωρίς, όμως, να καταβληθεί στον ιδιοκτήτη η δικαστικώς ορισθείσα αποζημίωση, υπό μόνη την ουσιαστική προϋπόθεση να μην έχει παρέλθει χρόνος μακρότερος της δεκαετίας από την αυτοδίκαιη άρση της σχετικής απαλλοτρίωσης. Όπως προκύπτει από την οικεία αιτιολογική έκθεση, η διάταξη αυτή υπαγορεύθηκε για λόγους αποφυγής της χρονοβόρας διαδικασίας επανεπιβολής της απαλλοτρίωσης, την οποία, ο νομοθέτης θεώρησε, όπως συνάγεται από την έκθεση αυτή, ως μόνη εναλλακτική λύση έναντι της αποδοχής του αιτήματος διατήρησης, τούτο δε λόγω της οξύτητας της πολεοδομικής ανάγκης που επέβαλε την πρόωρη κατάληψη του απαλλοτριωθέντος ακινήτου. Ενόψει τούτου, η εν λόγω διάταξη του άρθρου 74 του ν. 4530/2018 πρέπει να θεωρηθεί, για την ταυτότητα του λόγου, εφαρμοστέα και επί αιτήσεων που είχαν υποβληθεί πριν από τη θέση της σε ισχύ και παραμένουν σε εκκρεμότητα, και όχι μόνο επί αιτήσεων που υποβλήθηκαν μετά την έναρξη ισχύος της και μέχρι τις 31.12.2018. Η εφαρμογή, εξάλλου, της διάταξης αυτής δεν κωλύεται από το άρθρο 32Α του ν. 4067/2012, το οποίο εισήχθη και ισχύει παραλλήλως με τον Κ.Α.Α.Α. και τάσσει ως προθεσμία για την υποβολή της αίτησης την 31.12.2017 (και όχι την 31.12.2018), αφού, μάλιστα, και η προθεσμία αυτή παρατάθηκε, πάντως, μέχρι τις 31.12.2024 με το άρθρο 118 του ν. 4819/2021 (βλ. ανωτέρω, σκέψη έκτη), ούτε από το γεγονός ότι το εν λόγω άρθρο 32Α, που δεν ρυθμίζει μόνον ακίνητα που έχουν καταληφθεί, επανέλαβε τον παραπάνω γενικό κανόνα και προέβλεψε διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης για την αποδοχή ή μη του αιτήματος διατήρησης και όχι την υποχρεωτική αποδοχή της (βλ. σχετικώς ΝΣΚ γνμδ. 316/2013, εκδοθείσα προ της εισαγωγής των διατάξεων αυτών). Και τούτο, διότι η εν λόγω διάταξη του άρθρου 32Α του ν. 4067/2012, προστεθείσα με το άρθρο 49 του ν. 4414/2016, κάμπτεται, κατά τούτο, από τη μεταγενέστερη διάταξη του άρθρου 74 του ν. 4530/2018, η οποία είναι και ειδικότερη και διέπει μόνον τις περιπτώσεις που έχει γίνει κατάληψη του ακινήτου, επιβάλλει δε την, κατά δέσμια αρμοδιότητα, αποδοχή της αίτησης ειδικώς στις περιπτώσεις που αφορά. Αντιθέτως, η διάταξη του άρθρου 32Α εξακολουθεί να ισχύει κατά το μέρος που προβλέπει ως αρμόδιο για την αποδοχή της αίτησης και τον αρμόδιο για την καταβολή της αποζημίωσης διοικητικό φορέα, αποδίδοντας, μάλιστα, πληρέστερη, κατά τούτο, ρύθμιση από τη μετέπειτα νομοθεσία. Πράγματι, το άρθρο 74 του μεταγενέστερου ν. 4530/2018 δεν επαναλαμβάνει, μεν, ρητώς αυτή την πρόβλεψη και μνημονεύει ως αρμόδια μόνον “την αρχή που έχει κηρύξει την απαλλοτρίωση”, από τη διατύπωση, όμως, αυτή δεν συνάγεται πρόθεση του νομοθέτη να μεταθέσει την υποχρέωση καταβολής της αποζημίωσης από τον υπόχρεο γι’ αυτήν φορέα σε εκείνον που κήρυξε την απαλλοτρίωση, ενώ, κατά τα λοιπά, η πρόβλεψη της υποχρέωσης αποδοχής του αιτήματος διατήρησης της απαλλοτρίωσης από διοικητική αρχή που δεν υποχρεούται στην καταβολή της αποζημίωσης δεν θα είχε, προφανώς, καμία έννοια. Κατά συνέπεια, ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις, οι οποίες, χωρίς να έχουν συντελεστεί νομικώς, έχουν, παρά ταύτα, υλοποιηθεί εν τοις πράγμασι με την κατάληψη των ακινήτων που αφορούν και την απόδοσή τους στην κοινοχρησία κ.λπ., με περαιτέρω, μάλιστα, συνέπεια, τον καθορισμό ρυμοτομικών και οικοδομικών γραμμών, την έκδοση οικοδομικών αδειών κ.λπ., και, επομένως η άρση τους δεν είναι, πλέον, δυνατόν να υλοποιηθεί, είναι, κατά την έννοια του άρθρου 74 του ν. 4530/2018, υποχρεωτικώς διατηρητέες εφόσον υποβληθεί σχετικό αίτημα του ιδιοκτήτη κατά τη νόμιμη διαδικασία, ο δε Δήμος είναι υποχρεωμένος να καταβάλει τη δικαστικώς ορισθείσα αποζημίωση. Στις περιπτώσεις, εξάλλου, αυτές, δεν νοείται οικονομική αδυναμία του Δήμου προς τούτο, διότι αυτή, εφόσον πράγματι συντρέχει, θα απέκλειε και την επανεπιβολή της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης και θα καθιστούσε επιβεβλημένη την άμεση κίνηση της διαδικασίας τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου κατά τρόπο ώστε να αποδίδεται το ακίνητο στον ιδιοκτήτη, θα οδηγούσε, δηλαδή, στην ανατροπή υλοποιημένου με βάση τον καταληφθέντα χώρο πολεοδομικού σχεδιασμού, την οποία, ακριβώς λόγω των ανυπολόγιστων συνεπειών της, θέλησε να αποφύγει το άρθρο 74 του ν. 4530/2018, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 118 του ν. 4819/2021. Κατά την έννοια, εξάλλου, των εν λόγω διατάξεων, η υποχρέωση του δήμου να αποζημιώσει τον ιδιοκτήτη για το σύνολο της ρυμοτομηθείσης ιδιοκτησίας του είναι, καταρχήν, ανεξάρτητη από το κατά πόσον έχει ο ίδιος καταβάλει το οφειλόμενο από αυτόν τμήμα της αποζημίωσης, τούτο δε, μάλιστα, στην περίπτωση των ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων που έχουν αρθεί και επανεπιβληθεί, άπαξ ή κατ’ επανάληψη, έχουν δηλαδή, διατηρηθεί χωρίς να συντελεστούν επί μακρό χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα να έχει υπεισέλθει μεγάλος αριθμός διαδόχων των αρχικών συνυποχρέων με τον δήμο σε αποζημίωση ιδιωτών και η είσπραξη από αυτούς της υπολειπόμενης αποζημίωσης να έχει καταστεί για τον ιδιοκτήτη, χωρίς ευθύνη του, όλως δυσχερής. Στις περιπτώσεις αυτές, ο δήμος, στο πλαίσιο της υποχρεωτικής αποδοχής του αιτήματος διατήρησης, οφείλει να καταβάλει και την αποζημίωση που βαρύνει άλλους παροδίους υποχρέους, στρεφόμενος, εφ’όσον συντρέχει περίπτωση, κατ’ αυτών στη συνέχεια. Ότι αυτή είναι η έννοια του νόμου συνάγεται και από το άρθρο 32 παρ. 11 του ν. 4067/2012, όπως αυτό είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 3 παρ. 2 του ν. 4315/2014 (Α΄ 269) και ίσχυε πριν να καταργηθεί με το άρθρο 138 παρ. γ΄ του ν. 4759/2020 (Α΄ 245), όριζε δε ότι “σε κάθε περίπτωση έκδοσης θετικής γνωμοδότησης για εκ νέου επιβολή της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή δέσμευσης του χώρου, επί σχεδίου πόλεως που εγκρίθηκε με τις διατάξεις του ν.δ. 17.7/16.8.1923, και με αρμόδιο για την απαλλοτρίωση φορέα τον οικείο δήμο, ο δήμος προκαταβάλλει για λογαριασμό και εις βάρος των υπόχρεων παρόδιων ιδιοκτητών τις δαπάνες που τους βαρύνουν για την απαλλοτρίωση”. Η διάταξη αυτή προέβλεπε, πράγματι, την υποχρέωση του δήμου να καταβάλει όχι μόνο την αποζημίωση που βαρύνει τον ίδιο, αλλά και αυτήν που βαρύνει τους λοιπούς υπόχρεους παρόδιους ιδιοκτήτες, την οποία θα αναζητήσει από αυτούς στη συνέχεια, τούτο δε σε κάθε περίπτωση επανεπιβολής, ακόμη, δηλαδή, και αν δεν έχει γίνει κατάληψη του ακινήτου. Η κατάργηση, εξάλλου, της διάταξης αυτής, η οποία έλαβε χώρα με το άρθρο 118 του ν. 4759/2020, εκτείνεται στο σύνολο του άρθρου 32 του ν. 4067/2012, και όχι ειδικώς στην παρ. 11, και δεν εμποδίζει, πάντως, την εφαρμογή του άρθρου 74 του ν. 4530/2018, το οποίο έχει ανάλογη έννοια μόνο στις περιπτώσεις κατάληψης του ακινήτου, χωρίς να έχει συντελεστεί η απαλλοτρίωσή του, και προβλέπει, ορθώς ερμηνευόμενο, την υποχρέωση καταβολής στον ιδιοκτήτη από τον δήμο της αποζημίωσης που, τυχόν, βαρύνει τρίτους παροδίους ιδιοκτήτες, ως συνέπεια της υποχρεωτικής αποδοχής του αιτήματος διατήρησης της απαλλοτρίωσης αυτής. Τούτο δε και για τον επιπλέον λόγο ότι σε περίπτωση μη καταβολής της αποζημίωσης εκ μέρους και ενός μόνον εκ των βαρυνομένων ιδιοκτησιών προς τον ιδιοκτήτη ρυμοτομηθέντος ακινήτου, η απαλλοτρίωση του ακινήτου δεν αίρεται μερικώς, αλλά στο σύνολό της (βλ. ΣτΕ 604/2008 Ολομ., σκ. 9), με συνέπεια και η διατήρηση της απαλλοτρίωσης αυτής να είναι ομοίως νοητή μόνο για το σύνολο της απαλλοτριούμενης ιδιοκτησίας, ο δε δήμος, έχοντας δέσμια αρμοδιότητα να κάνει δεκτό το σχετικό αίτημα υπό τις τασσόμενες από το νόμο προϋποθέσεις, υποχρεούται στην καταβολή και του τμήματος της αποζημίωσης του απαλλοτριωθέντος ακινήτου που δεν αντιστοιχεί σε δική του υποχρέωση, δικαιούμενος, όπως είναι αυτονόητο, να αναζητήσει τη βαρύνουσα άλλες ιδιοκτησίες αποζημίωση, από τους υποχρέους.

 

9. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, η αποδοχή της από 24.7.2017 αιτήσεως του αιτούντος για τη διατήρηση της επίμαχης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης της ιδιοκτησίας του, υποβληθείσης εντός της τασσόμενης από τον νόμο προθεσμίας, αποτελούσε οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια του Δήμου Κηφισιάς, προς τον οποίο απευθύνθηκε η αίτηση αυτή (ΑΠ ./24.7.2017), η παράλειψη της οποίας είναι ακυρωτέα, κατά τον βασίμως προβαλλόμενο σχετικό λόγο ακυρώσεως. Πρέπει, κατά συνέπεια, η αίτηση ακυρώσεως να γίνει δεκτή, κατά το μέρος που στρέφεται κατά του εν λόγω δήμου, η δε υπόθεση να παραπεμφθεί στον Δήμο αυτό, ο οποίος πρέπει να κάνει δεκτή την ως άνω από 24.7.2017 υποβληθείσα ενώπιόν του αίτηση, περαιτέρω δε να προβεί το ταχύτερο στην καταβολή της αποζημίωσης που εξακολουθεί να οφείλεται στον αιτούντα για την απαλλοτριωθείσα ιδιοκτησία του, συμπεριλαμβανομένου και του μέρους της αποζημίωσης αυτής που βαρύνει ιδιοκτησίες τρίτων.

 

10. Επειδή, η από 24.7.2017 αίτηση του αιτούντος προς το Δήμο Κηφισιάς απευθύνεται και προς την Περιφέρεια Αττικής (ΑΠ ./24.7.2017), με αυτήν όμως, ζητείται η διατήρηση της επίμαχης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης μόνον από τον Δήμο, τον οποίο και ο αιτών, βασίμως, κατά τα προαναφερόμενα, θεωρεί ως μόνον αρμόδιο για το σκοπό αυτό. Κατά συνέπεια, η αίτηση ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί κατά το μέρος που στρέφεται κατά της Περιφέρειας Αττικής, πρέπει, όμως, ενόψει των συνθηκών, να απαλλαγεί ο αιτών από τη δικαστική της δαπάνη.

 

Δ ι ά   τ α ύ τ α

 

Δέχεται την αίτηση κατά το μέρος που στρέφεται κατά του Δήμου Κηφισιάς.

 

Ακυρώνει την παράλειψη του Δήμου να δεχθεί την από 24.7.2017 αίτηση του αιτούντος και αναπέμπει την υπόθεση σε αυτόν, προκειμένου να προβεί στις οφειλόμενες νόμιμες ενέργειες, κατά το αιτιολογικό.

 

Διατάσσει την απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου.

 

Επιβάλλει στον Δήμο τη δικαστική δαπάνη του αιτούντος, που ανέρχεται σε εννιακόσια είκοσι (920) ευρώ.

 

Απορρίπτει την αίτηση κατά το μέρος που στρέφεται κατά της Περιφέρειας Αττικής.

 

Απαλλάσσει τον αιτούντα από τη δικαστική δαπάνη της Περιφέρειας Αττικής, κατά το αιτιολογικό.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 31 Μαΐου 2022

 

Η Προεδρεύουσα Σύμβουλος              Η Γραμματέας

 

Παναγιώτα Καρλή                     Μαρία Μάσσια

 

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 10ης Ιουλίου 2023.

 

Η Πρόεδρος του Ε´ Τμήματος         Η Γραμματέας του Ε´ Τμήματος

 

Μαργαρίτα Γκορτζολίδου                 Δημητρία Τετράδη