ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΠΠρΘεσ 2253/2024

 

 

Ρηξικέλευθη δικαστική απόφαση που επιλύει το ζήτημα καθυστέρησης των δικών λόγω πολλαπλών αποποιήσεων πραγματογνωμόνων, απονέμει δικαιοσύνη και επισπεύδει την έκδοση αποφάσεων, ρύθμιση η οποία δεν έχει προβλεφθεί ούτε με τον νέο νόμο του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Καταβολή αποζημίωσης σε ανάπηρο παιδί λόγω φαινυλκετονουρίας ύψους 520.000 ευρώ περίπου (έντοκα).

 

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του Νικολάου Διαλυνά, δικηγόρου Θεσσαλονίκης, Δρ. του Μαξιμιλιανού Πανεπιστημίου του Μονάχου)

 

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ: 2253/2024

 

Αριθμός κατάθεσης κλήσης: ./2023

Αριθμός κατάθεσης α' αγωγής: ./31.5.2012

Αριθμός κατάθεσης β' αγωγής: ./29.6.2015

 

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

       ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Ελισάβετ Κούτρα, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Ελένη Παπαδοπούλου, Πρωτόδικη - Εισηγήτρια, Θεοδώρα Καλούδη, Πρωτόδικη και από τη Γραμματέα Ελένη Παπαγεωργοπούλου.

 

       ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια, στο ακροατήριό του, την 25η Σεπτεμβρίου 2023, για να δικάσει τη με αριθμό κατάθεσης ./31.5.2012 αγωγή και τη με αριθμό κατάθεσης ./29.6.2015 αγωγή, οι οποίες φέρονται προς συζήτηση με τη αριθμό ./2023 κλήση, μεταξύ:

 

       ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ - ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: ... του ..., κατοίκου ..., νομίμως εκπροσωπούμενης, αρχικά, λόγω της ανηλικότητάς της, από τους ασκούντες από κοινού τη γονική της μέριμνα γονείς της 1. ... του ... και 2. ..., το γένος ... αμφότερους κατοίκους ..., και ήδη, λόγω της θέσης της σε καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης, από τον οριστικό δικαστικό συμπαραστάτη πατέρα αυτής ... του ... κάτοικο .... ο οποίος υπό την ως άνω ιδιότητά του συνεχίζει την ανοιχθείσα δίκη για λογαριασμό της, που παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Αθανασίας Χατζηαντωνίου (Α.Μ.Δ.Σ.Θ. 11968), η οποία κατέθεσε έγγραφες προτάσεις.

 

       ΤΗΣ ΚΑΘ' ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ - ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «OLDCO ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ ΥΓΕΙΑΣ Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα, Λεωφ. Μεσογείων αρ. 2-4, με αριθμό ΓΕΜΗ . και με ΑΦΜ ., νομίμως εκπροσωπούμενης (πρώην ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «EUROMEDICA ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΙΑΤΡΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ- ΙΔΙΩΤΙΚΕΣ ΚΑΙΝΙΚΕΣ-ΙΔΙΩΤΙΚΑ ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΑ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ-ΙΔΙΩΤΙΚΑ ΠΟΛΥΙΑΤΡΕΙΑ» και διακριτικό τίτλο «EUROMEDICA», ως προκύπτει η τροποποίηση της επωνυμίας της με την από 6-12-2021 καταχώρηση στο ΓΕΜΗ με Κωδικό Αριθμό Καταχώρισης .), η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Γεωργίου Χαλβατζάκη (ΑΜΔΣΘ 3093), ο οποίος κατέθεσε έγγραφες προτάσεις.

 

       Η καλούσα - ενάγουσα... του ..., εκπροσωπούμενη, λόγω της ανηλικότητάς της, από τους γονείς της 1. ... του ... και 2. ..., ή συζ. ..., το γένος ... άσκησε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου τις με αριθμό κατάθεσης ./31.5.2012 και ./29.6.2015 αγωγές κατά της εναγομένης. Επί αυτών, αφού συζητήθηκαν και συνεκδικάσθηκαν, εκδόθηκε, αρχικά, η με αριθμό 9256/2018 μη οριστική απόφαση του παρόντος δικαστηρίου, με την οποία ανεστάλη η έκδοση οριστικής απόφασης για τους λόγους που αναφέρονται στο διατακτικό της, και εν συνεχεία, μετά την επαναφορά τους προς συζήτηση με τη με αριθμό ./22.6.2018 κλήση της ενάγουσας, εκδόθηκε η με αριθμό 430/2019 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης, ώστε να διενεργηθεί ιατρική πραγματογνωμοσύνη για τα αναφερόμενα ζητήματα. Με την ένδικη με αριθμ. έκθ. κατάθεσης ./2023 κλήση της η ενάγουσα, νομίμως εκπροσωπούμενη πλέον από τον οριστικό δικαστικό συμπαραστάτη της, επαναφέρει προς συζήτηση τις ως άνω αγωγές.

 

       Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται ανωτέρω και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σ' αυτές.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

       Σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 309 ΚΠοΛΔ, «... Οσες (αποφάσεις) δεν κρίνουν οριστικά μπορούν είτε αυτεπαγγέλτως είτε με πρόταση κάποιου διαδίκου που υποβάλλεται μόνο στη διάρκεια της συζήτησης της υπόθεσης και όχι αυτοτελώς, να ανακληθούν σε κάθε στάση της δίκης από το δικαστήριο που τις εξέδωσε εωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση...». Από την προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 309 εδ. β ΚΠολΔ προκύπτει ότι αφενός οι μη οριστικές αποφάσεις δύνανται να ανακληθούν από το εκδόσαν αυτές δικαστήριο, σε κάθε στάση της δίκης και έως την έκδοση της οριστικής του απόφασης (βλ. ΑΠ 4/2007, Δ. 2007, 603, ΑΠ 661/2006, Δ. 2006, 1181, ΕφΑθ 1043/2006, ΕλλΔνη 2006, 1460), αφετέρου η προδιαληφθείσα ανάκληση προκαλείται είτε αυτεπαγγέλτως (βλ. (ΟλΑΠ 12/1989, Δ, 1990, 949) είτε με πρόταση κάποιου διαδίκου, ο οποίος υποβάλλει αυτή μόνο στη διάρκεια της συζήτησης της υπόθεσης και όχι αυτοτελώς χωρίς στάση δίκης (βλ. ΑΠ 660/2011 ΤΝΠ ΔΣΑ). Η εν θέματι αίτηση του διαδίκου περί της ανάκλησης μη οριστικής απόφασης είναι επομένως παραδεκτή, μόνον όταν το δικαστήριο επιλαμβάνεται της ουσίας της υπόθεσης με νόμιμο τρόπο, όπως συμβαίνει στην περίπτωση που εισάγεται κλήση για την συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης, διότι τότε δημιουργείται στάση της δίκης (βλ. ΑΠ 1450,1537,1538/2010, ΝοΒ 2011, 583, ΑΠ 775,836/2010, ΝοΒ 2010, 2481, ΑΠ 1149/2008, ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 217/2005, ΝοΒ 2005, 2026). Ο ανωτέρω περιορισμός δεν ισχύει ωστόσο, αν διά της μη οριστικής απόφασης διατάχθηκε ένα μέτρο, η εκτέλεση του οποίου τυγχάνει ανέφικτη, τάχθηκε ένα εμπόδιο στη ροή της διαδικασίας, η αναμονή ως προς την άρση του οποίου, προκειμένου να εξακολουθήσει και να ολοκληρωθεί η διαδικασία, είναι μάταιη και προκαλεί άσκοπη επιβράδυνση της τελευταίας και καθυστέρηση ικανοποιήσεως του δικαιώματος του δανειστή, ή πρόκειται για περίπτωση προφανώς εσφαλμένης μη οριστικής απόφασης, η εμμονή στην ισχύ της οποίας θα σήμαινε τη συνειδητή αναμονή μιας μάταιης διαδικασίας, οπότε η αίτηση ανάκλησης της προμνημονευθείσας μη οριστικής απόφασης μπορεί να υποβληθεί παραδεκτώς και μέσω της κλήσεως για την κατ' ουσίαν συζήτηση της υποθέσεως, η εισαγωγή της οποίας με τον τρόπο αυτό δημιουργεί  στάση δίκης (βλ. ΑΠ 926/2014, ΧρΙΔ 2015, 38, ΑΠ 1515/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1638/2005, ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 657/1998, ΕλλΔνη 1999, 1528, ΑΠ 649/1996, Δ. 1996, 1191, ΤρΕφΛαρ 19/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 545/1994, Αρμ. 1995, 1189, ΠΠρΘεσ 1209/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΑθ 1487/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Δ. Κονδύλη, Το δεδικασμένο, 2007, σ. 267). Συνεπώς, αν η εκδίκαση της υποθεσεως αναβλήθηκε ή ανεστάλη από το δικαστήριο, η αίτηση ανάκλησης της οικείας μη οριστικής απόφασης, η οποία αίτηση υποβλήθηκε αυτοτελώς δίχως στάση δίκης επί της ουσίας της υπόθεσης, απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Τούτο, δοθέντος ότι η ως άνω αίτηση, ακόμη κι αν ο διάδικος αποκαλεί αυτήν αίτηση ανακλήσεως, κλήση ή κλήση για συζήτηση, δε δύναται από μόνη της να δημιουργήσει στάση δίκης ούτε να λειτουργήσει ως ένδικο μέσο προς έλεγχο της δικαστικής κρίσης της απόφασης που διέταξε την αναβολή ή την αναστολή, αφού με την προπαρατεθείσα ρύθμιση του άρθρου 309 ΚΠολΔ δε θεσπίζεται νέο ένοικο βοηθημα (βλ. ΑΠ 926/2014, ο.π.). Οι προειρημένες εξαιρετικές περιπτώσεις, στις οποίες θεραπεύεται η άσκοπη επιβράδυνση της διαδικασίας, δε θα πρέπει λοιπόν να επεκταθούν σ' εκείνες, στις οποίες, παρότι δεν είναι ακόμη ώριμη η περαιτέρω κατ' ουσίαν συζήτηση της υπόθεσης, εξαιτίας ακριβώς της μη εκτελέσεως του διαταχθέντος μέσω της παρεμπίπτουσας απόφασης μέτρου, ζητείται η ανάκληση της τελευταίας ως εσφαλμένης, προκειμένου να επιτευχθεί η περαιτέρω συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης, διότι, πέραν του ότι πρόκειται περί ερμηνείας contra legem (βλ. Σταματόπουλου, Δ. 16, 526), Θα καθιερωνόταν έτσι εμμέσως ιδιαίτερο είδος ένδικου βοηθήματος, το οποίο δεν προέβλεψε ο νομοθέτης (βλ. ΕφΑθ 10739/1997, ΕλλΔνη 40,1111, ΕφΑθ 6647/1992, Δ. 24, 1251), ενώ θα καθίστατο επιπροσθέτως ανεφάρμοστη η διάταξη του τρίτου εδαφίου του άρθρου 309 ΚΠολΔ, δοθέντος ότι το δικαστήριο δε θα είχε, στην περίπτωση της αυτοτελούς πλέον αυτής αίτησης, τη δυνατότητα να μην απαντήσει επί του αιτήματος ανακλήσεως (ά. 20§1, 93§3 Σ., 106 και 5 59 αρ. 9 ΚΠολΔ), παρότι η σχετική δυνατότητα του παρέχεται από την προδιαληφθείσα διάταξη σε περίπτωση προτάσεως του διαδίκου για την ανάκληση της μη οριστικής απόφασης (βλ. ΕφΘεσ 2728/1995, Αρμ. 1996.492, ΠΠρΠειρ 681/2021 ΤΝΠ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ΠΠρΠατρ 122/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

  Η ενάγουσα ... του ... εκπροσωπούμενη, λόγω της ανηλικότητάς της, από τους ασκούντες τη γονική της μέριμνα γονείς της 1. ... του ... και 2. ... το γένος ... άσκησε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου τις με αριθμό κατάθεσης ./31.5.2012 και ./29.6.2015 αγωγές κατά της εναγομένης, ζητώντας ό,τι αναφέρει σ' αυτές. Οι άνω αγωγές συζητήθηκαν στη δικάσιμο της 21.11.2017 και επί αυτών εκδόθηκε αρχικά η με αριθμό 9256/2018 μη οριστική απόφασή του παρόντος δικαστηρίου, που διέταξε τη συνεκδίκασή τους και ανέστειλε την έκδοση οριστικής απόφασης μέχρι την αμετάκλητη έκδοση αποφάσεων επί των αναφερόμενων προγενέστερων αγωγών που άσκησε η ανήλικη ενάγουσα κατά της εναγομένης. Εν συνεχεία οι άνω αγωγές επαναφέρθηκαν προς συζήτηση με τη με αριθμό ./2018 κλήση της ενάγουσας, νομίμως εκπροσωπούμενης από τους ασκούντες την γονική της μέριμνα γονείς της, κατά τη δικάσιμο της 8.10.2018 και εκδόθηκε επί αυτών η υπ' αριθ. 430/2019 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία, αφού έκρινε τις αγωγές ορισμένες και νόμιμες, ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης επ' αυτών, ενόψει των αντικρουόμενων ιατρικών απόψεων, που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο της ουσιαστικής έρευνας της διαφοράς, έως ότου διενεργηθεί ιατρική πραγματογνωμοσύνη, από έναν πραγματογνώμονα παιδονευρολόγο, ο οποίος θα έπρεπε να αποφανθεί αιτιολογημένα, εξειδικεύοντας (κατά το δυνατόν) τους ιατρικούς όρους που θα χρησιμοποιήσει, για τα ακόλουθα ζητήματα: 1) Να προσδιορίσει το χρονικό σημείο κατά το οποίο εγκαθίστανται εγκεφαλικές βλάβες σε νεογνά, πάσχοντα από κλασική φαινυλκετονουρία, οι οποίες έκτοτε θεωρούνται μη αναστρέψιμες και ειδικότερα, εάν αυτό συμβαίνει πριν τη συμπλήρωση της τρίτης εβδομάδας ζωής του νεογνού, 2) Να προσδιορίσει, εάν είναι εφικτό, συγκεκριμένα στην περίπτωση της Κ.Χ., με βάση την πορεία της κατάστασης της υγείας της από τον χρόνο της γέννησής της, το χρονικό σημείο κατά το οποίο εγκαταστάθηκαν σε αυτή μόνιμες εγκεφαλικές βλάβες, οι οποίες δεν ήταν δυνατόν έκτοτε να αντιστραφούν και ειδικότερα εάν αυτό συνέβη πριν την 23η ημέρα της ζωής της. Με την ένδικη κλήση της, η ήδη ενήλικη και τεθείσα υπό καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης ενάγουσα, νομίμως εκπροσωπούμενη πλέον από τον ενεργούντα για λογαριασμό της οριστικό δικαστικό συμπαραστάτη της, φέρει προς περαιτέρω συζήτηση τις άνω αγωγές, αιτούμενη την ανάκληση της με αριθμό 430/2019 μη οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, ως προς τη διάταξή της περί διενέργειας πραγματογνωμοσύνης, επικαλούμενη ότι η εκτέλεση αυτής είναι ανέφικτη και προκαλεί άσκοπη επιβράδυνση της δίκης, δεδομένου ότι ο ορισθείς πραγματογνώμονας αποποιήθηκε το διορισμό του και κατόπιν διαδοχικών αντικαταστάσεων και άλλοι τέσσερεις ορισθέντες πραγματογνώμονες ομοίως αποποιήθηκαν το διορισμό τους, δηλώνοντας αδυναμία εκτέλεσης της διαταχθείσας πραγματογνωμοσύνης.

 

       Με αυτό το περιεχόμενο, η ως άνω κλήση, με την οποία η καλούσα-ενάγουσα ζητεί να διαταχθεί η πρόοδος της δίκης και υποβάλλει ρητώς αίτηση περί ανάκλησης της υπ' αριθ. 430/2019 μη οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου ως προς την διάταξη της περί αναβολής της έκδοσης οριστικής απόφασης έως την έκδοση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης για τα ζητήματα που αναφέρθηκαν ανωτέρω, παραδεκτά φέρεται προς περαιτέρω συζήτηση και αρμοδίως, καθ' ύλην και κατά τόπο, εισάγεται, για να συζητηθεί, στο Δικαστήριο τούτο, κατά την τακτική διαδικασία, δημιουργώντας στάση δίκης, είναι δε επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις του άρθρου 309 ΚΠολΔ, και πρέπει να γίνει δεκτή και ως βάσιμη κατ' ουσίαν και να ανακληθεί η υπ' αριθ. 430/2019 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, καθόσον, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, η εκτέλεση του μέτρου της πραγματογνωμοσύνης που διατάχθηκε με την ανακαλούμενη απόφαση τυγχάνει προφανώς ανέφικτη και η εμμονή στην ισχύ της θα σήμαινε τη συνειδητή αναμονή μιας μάταιης διαδικασίας. Πλέον συγκεκριμένα, με τη με αριθμό 430/2019 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, αφού κρίθηκαν ορισμένες και νόμιμες αμφότερες οι με αριθμό κατάθεσης ./31.5.2012 και ./29.6.2015 συνεκδικασθείσες αγωγές, το δικαστήριο εισήλθε στην έρευνα της ουσίας της υπόθεσης και παραθέτοντας κάποια εκ των αποδεικτικών μέσων, ήτοι μαρτυρικές καταθέσεις ιατρών, όπως της ..., παιδιάτρου του .... ιατροδικαστή, ..., βιοχημικού, την ιατρική γνωμοδότηση ειδικού ιατροδικαστή ..., και τα συγγράμματα των Randolph B. Shiffeer, Wurtman & Ritter-Walker και άρθρο των I.Smith, M.G.Beasly και A.E.Adess, κατέληξε ότι, εξαιτίας των αντικρουόμενων ιατρικών απόψεών τους και της δυσκολίας του ζητήματος, που απαιτεί ειδικές γνώσεις επιστήμης και δη ιατρικής, πρέπει να διαταχθεί ιατρική πραγματογνωμοσύνη με τα ερωτήματα που αναπτύχθηκαν ανωτέρω, διορίζοντας ταυτόχρονα τον παιδονευρολόγο ... ως πραγματογνώμονα. Ο εν λόγω ιατρός αποποιήθηκε τον διορισμό του τον Μάρτιο του 2019, επικαλούμενος έλλειψη κλινικής και ερευνητικής εμπειρίας στην ασθένεια της φαινυλκετονουρίας και ιδιαίτερα αυξημένο φόρτο εργασίας με συνέπεια, κατόπιν αίτησης της ενάγουσας, εκπροσωπούμενης από τους ασκούντες τη γονική της μέριμνα γονείς της, να εκδοθεί κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων η με αριθμό 816/2020 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, που διέτασσε την αντικατάσταση του προηγούμενου πραγματογνώμονα και τον διορισμό της ... Επίκουρης Καθηγήτριας Παιδιατρικής-Παιδιατρικής Νευρολογίας στο ΑΠΘ. Εν συνεχεία, η προαναφερθείσα, με τη σειρά της δήλωσε αποποίηση του διορισμού της, τον Σεπτέμβριο του 2020, για επαγγελματικούς λόγους και, κατόπιν νέας αίτησης της ενάγουσας, εκπροσωπούμενης από τους ασκούντες τη γονική της μέριμνα γονείς της, αντικαταστάθηκε και διορίστηκε νέος πραγματογνώμονας με τη με αριθμό 9247/2021 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, ο ... παιδονευρολόγος, Καθηγητής, Διευθυντής Α' Παιδιατρικής Κλινικής Γενικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης «ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ», ο οποίος και αποποιήθηκε τον διορισμό του τον Νοέμβριο του 2021 για προσωπικούς και επαγγελματικούς λόγους. Κατόπιν νέας αίτησης της ενάγουσας, εκπροσωπούμενης από τους ασκούντες τη γονική της μέριμνα γονείς της, εκδόθηκε η με αριθμό 5936/2022 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας αντικαταστάθηκε ο προαναφερθείς ιατρός με τον ιατρό-νευρολόγο ..., που και αυτός υπέβαλε δήλωση αποποίησης του διορισμού του, τον Ιούνιο του 2022, με την αιτιολογία ότι η δική του ειδικότητα είναι αναρμόδια να κρίνει το εν λόγω περιστατικό και επιπλέον για προσωπικούς και επαγγελματικούς λόγους. Ακολούθως, με νέα αίτηση της ενήλικης πλέον ενάγουσας, εκπροσωπούμενης πια από τον οριστικό δικαστικό συμπαραστάτη αυτής ο οποίος ορίστηκε με τη με αριθμό 36/2020 απόφαση εκούσιας δικαιοδοσίας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Δράμας, εκδόθηκε η με αριθμό 14113/2022 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία αντικαταστάθηκε ο προηγούμενος ιατρός με την παιδονευρολόγο ..., Επιμελήτρια . της Α' Παιδιατρικής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης «ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ», η οποία και αποποιήθηκε τον διορισμό της για προσωπικούς και επαγγελματικούς λόγους τον Δεκέμβριο του 2022. Μετά και την τελευταία αποποίηση, κατατέθηκε η υπό κρίση κλήση προς περαιτέρω συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης, μαζί με την εν λόγω αίτηση ανάκλησης. Ενόψει των ανωτέρω, η καθυστέρηση περάτωσης της δίκης που έχει ανηγεί, τόσο με τη με αριθμό κατάθεσης ./31.5.2012 αγωγή όσο και με τη με αριθμό κατάθεσης ./29.6.2015 αγωγή, που συνεκδικάζονται και ενώ, σημειωτέον, έχει ήδη προηγηθεί η άσκηση αγωγών με όμοια βάση και αιτήματα τα έτη 2006 και 2010, οι οποίες απορρίφθηκαν αμετακλήτως ως αόριστες, έχει ως αποτέλεσμα την επιβράδυνση της οριστικής κρίσης και της απονομής της δικαιοσύνης επί μίας υπόθεσης που εκκρεμεί ήδη από το έτος 2006 (οι εν λόγω αγωγές από το έτος 2017, όταν συζητήθηκαν για πρώτη φορά), θίγοντας τα συμφέροντα των διαδίκων. Σημειώνεται δε, ότι και το μέτρο της πραγματογνωμοσύνης που διατάχθηκε με την προσβληθείσα μη οριστική απόφαση δεν κρίνεται απόλυτα αναγκαίο, διότι οι μαρτυρικές καταθέσεις, οι γνωμοδοτήσεις, οι μελέτες και τα άρθρα που παρατίθενται σε αυτές δεν κρίνονται ως αντιφατικά από το παρόν Δικαστήριο, τουναντίον, λειτουργούν συμπληρωματικά το ένα με το άλλο, με αποτέλεσμα να μην είναι άκρως αναγκαία και μία ακόμη ιατρική τοποθέτηση ενός πραγματογνωμόνα. Συνεπώς, δεκτής γενομένης της υπό κρίση αίτησης ανάκλησης, όπως ειπώθηκε και ανωτέρω, ανακαλείται η υπ' αριθ. 430/2019, μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου και διατάσσεται περαιτέρω συζήτηση των με αριθμούς κατάθεσης ./31.5.2012 και ./29.6.2015 αγωγών.

 

       Με τη με αριθμό κατάθεσης ./31.5.2012 αγωγή, οι ... και ... συζ. ... ενεργούντες ως έχοντες από κοινού τη γονική μέριμνα και νόμιμοι εκπρόσωποι της ανήλικης τότε θυγατέρας τους ..., εξέθεταν ότι σε βάρος της εναγόμενης-δικαιοπαρόχου της καθ' ης η κλήση και του ΝΠΙΔ με την επωνυμία «Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού» άσκησαν με την ίδια ως άνω ιδιότητά τους τη με αριθμό έκθεσης καταθ. ./13.12.2006 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 24489/2009 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, δυνάμει της οποίας έγινε εν μέρει δέκτη η ανωτέρω αγωγή ως προς την εναγομένη (και απερρίφθη ως προς το ανωτέρω ΝΠΙΔ, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας), την οποία υποχρέωσε να τους καταβάλει, με την ιδιότητά τους ως νομίμων εκπροσώπων και για λογαριασμό της άνω ανήλικης θυγατέρας τους, το ποσό των 59.980,00 €, με τους νόμιμους τόκους από την επόμενη ημέρα της επίδοσης της αγωγής, ενώ αναγνώρισε την υποχρέωσή της να τους καταβάλει επιπλέον για λογαριασμό της το ποσό των 290.020,00 €. Ότι, κατόπιν άσκησης αντίθετων εφέσεων εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 2013/06.12.2011 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία - μεταξύ άλλων - δέχθηκε κατ' ουσία την υπ' αριθμ. καταθ. ./2009 έφεση της εναγόμενης και απέρριψε την ανωτέρω αναφερόμενη αγωγή τους λόγω αοριστίας και συγκεκριμένα διότι «ουδόλως αναφερόταν στο δικόγραφο αυτής, η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της ιστορούμενης στο δικόγραφο αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της τελευταίας και του αναφερόμενου στο δικόγραφο επιζήμιου αποτελέσματος στην υγεία της ενάγουσας ανήλικης, ήτοι της βαρείας διανοητικής καθυστέρησης, στην οποία θεμελιώνεται η αξίωση του άρθρου 932 ΑΚ για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης, καθώς και η αυτοτελής αξίωση του άρθρου 931 ΑΚ για αποζημίωση λόγω της μόνιμης αναπηρίας της». Ότι η ανωτέρω θυγατέρα τους, η οποία γεννήθηκε στις 15.12.2001 στην ιδιωτική κλινική της εναγόμενης, πάσχει από φαινυλκετονουρία, η οποία θα μπορούσε να διαγνωσθεί έγκαιρα και να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά, πλην όμως αυτό δεν έγινε, εξ αιτίας της αμέλειας της εναγομένης, η οποία απέστειλε καθυστερημένα, ήτοι την 2.1.2002, στο ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΥΓΈΙΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ την κάρτα τεστ Guthrie, με την οποία γίνεται από το τελευταίο ο έλεγχος σε όλα τα νεογνά, προς διάγνωση της φαινυλκετονουρίας, παρότι το σχετικό δείγμα ελήφθη το αργότερο την 20η Δεκεμβρίου του 2001, οπότε, διανύοντας την 3η εβδομάδα της ζωής της, είχαν ήδη επέλθει μόνιμες και μη αναστρέψιμες βλάβες στον εγκέφαλό της, αποκλείοντας τη δυνατότητα ίασης της νόσου. Ότι, ειδικότερα, οι αναλυτικά αναφερόμενες στην αγωγή οικείες Υπουργικές Αποφάσεις και εγκύκλιοι, ως και τα έγγραφα του Υπουργείου Υγείας & Πρόνοιας - Δ/νσης Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας προς τις Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις της χώρας - Δ/νσεις Υγείας ορίζουν την υποχρέωση των Κλινικών της Χώρας να αποστείλουν με επείγον ταχυδρομείο εντός των επόμενων δύο ημερών από τη λήψη του δείγματος τις κάρτες Guthrie στο ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΥΓΕΙΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ. Ότι η καθυστερημένη αποστολή του δείγματος αφενός δημιουργεί κίνδυνο αλλοίωσης του δείγματος αίματος, οφειλόμενης σε σύμπλοκη ένωση αίματος και απορροφητικού χαρτιού, αποκλείοντας τη δυνατότητα διάγνωσης - μεταξύ άλλων- και της συγκεκριμένης πάθησης, αφετέρου αποκλείει τη δυνατότητα άμεσης έναρξης της κατάλληλης θεραπευτικής αγωγής, η οποία πρέπει να λάβει χώρα πριν το βρέφος συμπληρώσει την τρίτη εβδομάδα ζωής, με αποτέλεσμα κατά το χρονικό διάστημα που παρέρχεται να εγκαθίστανται μόνιμες και μη αναστρέψιμες εγκεφαλικές βλάβες στο νεογνό. Ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η εναγόμενη απέστειλε το σχετικό δείγμα με καθυστέρηση 18-20 ήμερων, ήτοι όταν η θυγατέρα τους διήνυε την τρίτη εβδομάδα της ζωής της, χρονικό διάστημα εντός του οποίου ήδη επήλθαν μόνιμες και μη αναστρέψιμες βλάβες στον εγκέφαλό της, αποκλείοντας τη δυνατότητά ίασής της. Ότι, επιπροσθέτως, λόγω της παρέλευσης 18- 20 ημερών από τη λήψη του δείγματος, το συγκεκριμένο δείγμα είχε ήδη υποστεί αλλοίωση, που απέκλεισε τη δυνατότητα διάγνωσης της νόσου, αποκλείοντας περαιτέρω κατά το στάδιο αυτό (3η εβδομάδα) τη δυνατότητα οποιοσδήποτε ιατρικής παρέμβασης και βελτίωσης της νόσου. Ότι λόγω των ανωτέρω η θυγατέρα τους δεν αναπτύχθηκε διανοητικώς φυσιολογικά κατά τα αναλυτικά αναφερόμενα στην αγωγή και είναι ανίκανη να αυτοεξυπηρετηθεί εφ' όρου ζωής, ενώ τα τελευταία χρόνια η κλινική της εικόνα έχει επιδεινωθεί, καθώς έχει αρχίσει να αυτοτραυματίζεται συστηματικά, εκδηλώνοντας έντονη επιθετικότητα σε βάρος του εαυτού της. Ότι η δυνατότητα κίνησής της είναι υποτυπώδης, η λεκτική επικοινωνία μαζί της αδύνατη, λόγω της απουσίας λόγου και παρουσιάζει συνεχείς μεταπτώσεις. Ότι η ίδια δεν θα μπορέσει ποτέ να αποκτήσει φίλους, να παίζει και να διασκεδάζει μαζί τους, να μοιράζεται τη ζωή της με αυτούς, στα διάφορα ηλικιακά στάδια, ανάλογα με τα ενδιαφέροντά της. Ότι η ίδια δεν θα μπορέσει ποτέ να αποκτήσει ερωτικό σύντροφο και στη συνέχεια σύζυγο, ώστε να αποκτήσει δικά της παιδιά και να δημιουργήσει δική της οικογένεια, δεν θα μπορεί ποτέ να αποκτήσει κοινωνική ζωή, να συμμετέχει σε κοινωνικές εκδηλώσεις και δραστηριότητες, να παρακολουθήσει σχολείο, να επιτελέσει οποιαδήποτε εργασία και να αποκτήσει οικονομική αυτοτέλεια. Ότι από τα ανωτέρω εκτεθέντα σαφώς προκύπτει ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των παράνομων και υπαίτιων πράξεων και παραλείψεων της εναγομένης και των σοβαρότατων και μη αναστρέψιμων εγκεφαλικών βλαβών που υπέστη, που της επάγουν ψυχοκινητική καθυστέρηση και σοβαρή αναπηρία 80% εφ' όρου ζωής. Με βάση αυτό το ιστορικό, ζητούσαν, κατόπιν παραδεκτής (άρθρ. 223, σε συνδ. με 294 και 295 ΚΠολΔ) παραίτησης από μέρος των αγωγικών αιτημάτων και μετατροπής αυτών σε αναγνωριστικά, να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει σε αυτούς, ως νομίμους εκπροσώπους και για λογαριασμό της ανήλικης θυγατέρας τους ...: α) το ποσό των 400.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και β) το ποσό των 400.000 ευρώ ως αποζημίωση για τις δυσμενείς συνέπειες που θα έχει στο κοινωνικό της μέλλον η μόνιμη αναπηρία, νομιμοτόκως τα ανωτέρω ποσά από την επίδοση της προγενέστερης όμοιας υπ' αριθμ. έκθεσ. καταθ. ./13.12.2006 αγωγής και μέχρι την εξόφληση, άλλως επικουρικώς από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Τέλος, ζητούσαν να καταδικαστεί η εναγόμενη στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων.

 

       Περαιτέρω, οι ... και ... συζ. .... ενεργούντες ως έχοντες από κοινού τη γονική μέριμνα και νόμιμοι εκπρόσωποι της ανήλικης τότε θυγατέρας τους ..., με τη με αριθμό κατάθεσης ./29.6.2015 αγωγή, εξέθεταν ότι σε βάρος της εναγόμενης και του ΝΠΙΔ με την επωνυμία «Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού» άσκησαν, με την ίδια ως άνω ιδιότητά τους, τη με αριθμό έκθ. καταθ. ./2010 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 21665/2011 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, δυνάμει της οποίας έγινε εν μέρει δεκτή η ανωτέρω αγωγή, αναγνώρισε ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον να τους καταβάλουν, ως νομίμους εκπροσώπους και για λογαριασμό της ανήλικης θυγατέρας τους, το συνολικό ποσό των 161.455,55 ευρώ, εκ των οποίων τα 61.455,55 ευρώ εφάπαξ και νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση και τα υπόλοιπα 100.000 ευρώ σε μηνιαίες δόσεις των 1.666 ευρώ και μέχρι την εξόφληση, με τον νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση της κάθε δόσης και υποχρέωσε αυτούς να καταβάλουν το ποσό των 120.000 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Ότι κατόπιν άσκησης εφέσεων εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 89/12.1.2015 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία - μεταξύ άλλων - απέρριψε την ανωτέρω αναφερόμενη αγωγή λόγω αοριστίας. Ότι η θυγατέρα τους ..., η οποία γεννήθηκε στις 15.12.2001 στην ιδιωτική κλινική της εναγόμενης, πάσχει από φαινυλκετονουρία, η οποία θα μπορούσε να διαγνωσθεί έγκαιρα και να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά, πλην όμως αυτό δεν έγινε, εξ αιτίας της αμέλειας της εναγομένης, κατά τα αναλυτικά αναφερόμενα στην αγωγή, τα οποία τυγχάνουν τα αυτά που προαναφέρθηκαν στην ανωτέρω με αριθμό κατάθεσης ./31.5.2012 αγωγή. Ότι από τα ανωτέρω εκτεθέντα σαφώς προκύπτει ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των παρανόμων και υπαίτιων πράξεων και παραλείψεων της εναγόμενης και των σοβαρότατων και μη αναστρέψιμων εγκεφαλικών βλαβών που υπέστη, που της επάγουν ψυχοκινητική καθυστέρηση και σοβαρή αναπηρία 80% εφ' όρου ζωής. Ότι εξ αιτίας της μη έγκαιρης διάγνωσης η ίδια δεν αναπτύχθηκε διανοητικώς φυσιολογικά και είναι ανίκανη να αυτοεξυπηρετηθεί εφ' όρου ζωής, απαιτούνταν δε η παρουσία στο πλευρό της, μίας αποκλειστικής νοσοκόμας σε εικοσιτετράωρη βάση από την 1.9.2002 έως 28.2.2005 και σε 8ωρη βάση για τις νυχτερινές ώρες από την 1.3.2005 έως 31.12.2009, καθώς και για το χρονικό διάστημα από 1.1.2010 έως 31.12.2014. Με βάση αυτό το ιστορικό, ζητούσαν, κατόπιν παραδεκτής (άρθρ. 223 ΚΠολΔ) μετατροπής μέρους των αγωγικών αιτημάτων σε αναγνωριστικά, 1. να υποχρεωθεί η εναγόμενη να τους καταβάλει, ως νομίμους εκπροσώπους και για λογαριασμό της ανήλικης θυγατέρας τους ..., το ποσό των 50.000 ευρώ και να αναγνωριστεί ότι υποχρεούται να τους καταβάλει, με την ίδια ιδιότητά τους, το ποσό των 166.000 ευρώ, για υπηρεσίες αποκλειστικής νοσοκόμας για το χρονικό διάστημα από 1.9.2002 έως 28.02.2005 2. να αναγνωριστεί ότι υποχρεούται να τους καταβάλει με την ίδια ιδιότητά τους το ποσό των 174.000 ευρώ για υπηρεσίες αποκλειστικής νοσοκόμας, για το χρονικό διάστημα από 1.3.2005 έως 31.12.2009 και 3. να αναγνωριστεί ότι υποχρεούται να τους καταβάλει με την ίδια ιδιότητά τους το ποσό των 180.000 ευρώ για υπηρεσίες αποκλειστικής νοσοκόμας για το χρονικό διάστημα από 1.1.2010 έως 31.12.2014, και όλα τα παραπάνω νομιμοτόκως από τον χρόνο επίδοσης της προγενέστερης υπ. αριθμ. εκθ. κατάθεσης .../2010 αγωγής, άλλως επικουρικώς από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Επικουρικά, σε περίπτωση που δεν γίνει δεκτό το αίτημα για εφάπαξ καταβολή των ανωτέρω ποσών, ζητούσαν να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγόμενης, για το διάστημα από 1.1.2010 έως 31.12.2014, να τους καταβάλλει το ποσό των 3.000 ευρώ για τα έξοδα αποκλειστικής νοσοκόμας την πρώτη ημέρα κάθε μήνα, με τον νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής εκάστης δόσης και μέχρι την εξόφληση. Τέλος, ζητούσαν να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς το καταψηφιστικό της αίτημα και να καταδικασθεί η αντίδικός τους στα δικαστικά τους έξοδα.

 

       Το παρόν Δικαστήριο, με τη με αριθμό 9256/2018 μη οριστική απόφασή του, αφού συνεκδίκασε τις αγωγές, έκρινε, για τους λόγους που ειδικότερα εκθέτει, ότι η ένδικη με αριθμό ./31.5.2012 αγωγή παραδεκτώς εισήχθη για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος καθ' ύλην και κατά τόπο αρμόδιου (άρθρα 7-11,18, σε συνδυασμό με 14 παρ. 2, 25 παρ. 2 και 35 ΚΠολΔ) Δικαστηρίου κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία, είναι δε επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 340, 345, 346, 914, 931 και 932 ΑΚ, 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, το παρόν Δικαστήριο, με την ως άνω μη οριστική απόφασή του, έκρινε ότι η με αριθμό ./29.6.2015 αγωγή, για το καταψηφιστικό αίτημα της οποίας είχε ήδη καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου, στο πλαίσιο της προγενέστερης υπ' αριθμ. έκθεσ. καταθ. ./2006 αγωγής ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο και δεν έχει αναλωθεί (βλ. το υπ' αριθμ. ./Σειρά Χ/Τύπου Β/18.6.2007 διπλότυπο είσπραξης της Δ.Ο.Υ Β' Θεσσαλονίκης και το υπ' αριθμ. ./18.6.2007 γραμμάτιο είσπραξης της Ε.Τ.Ε.), ομοίως αρμοδίως εισήχθη για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία, είναι δε ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 914, 929, 930, 341, 345, 346 ΑΚ, 176, 191 παρ. 2, 907 και 908 (για το καταψηφιστικό αίτημα) ΚΠολΔ. Ακολούθως, ανέστειλε τη δίκη εωσότου εκδοθούν αμετάκλητες αποφάσεις επί των με αριθμούς κατάθεσης ./13.12.2006 και ./17.3.2010 αρχικών αγωγών της ανήλικης ενάγουσας κατά της εναγόμενης και του ήδη μη διαδίκου «Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού». Ειδικότερα, κατά τα εκτεθέντα στην ως άνω απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, επί των παραπάνω δύο προγενέστερων αγωγών, ως προαναφέρθηκε, εκδόθηκαν αρχικώς οι υπ' αριθμ. 24489/2009 και 21665/2011, αντίστοιχα, αποφάσεις του Δικαστηρίου τούτου, δυνάμει των οποίων έγιναν εν μέρει δεκτές ως ουσία βάσιμες, πλην, όμως, εν συνεχεία, εκδόθηκαν οι υπ' αριθμ. 2013/2011 και 89/2015, αντίστοιχα, αποφάσεις του Εφετείου Θεσσαλονίκης, δυνάμει των οποίων απορρίφθηκαν αυτές ως απαράδεκτες, λόγω αοριστίας, κατά το μέρος που στρέφονταν κατά της εδώ εναγομένης και απορρίφθηκαν, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, κατά το μέρος που στρέφονταν κατά του ήδη μη διαδίκου «Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού». Ακολούθως, κατόπιν των με αριθμούς καταθέσεων ./2.9.2013 και ./29.6.2015 αιτήσεων αναίρεσης, αντίστοιχα, που ασκήθηκαν από την ανήλικη ενάγουσα, νομίμως εκπροσωπούμενη από τους γονείς της, ενώπιον του Αρείου Πάγου, εκδόθηκε η με αριθμό 657/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία απέρριψε την με αριθμό ./2.9.2013 αίτηση αναίρεσης κατά της με αριθμό 2013/2011 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης, ώστε η τελευταία κατέστη αμετάκλητη, δεδομένου και ότι σύμφωνα με το υπ' αριθμ. ./2018 πιστοποιητικό της Γραμματείας του Εφετείου Θεσσαλονίκης, κατά της ως άνω απόφασης ασκήθηκε μόνο η με αριθμό ./2013 αναίρεση της ενάγουσας. Εξάλλου, καθόσον αφορά στην άνω με αριθμό ./29.6.2015 αίτηση αναίρεσης η ενάγουσα-αναιρεσείουσα παραιτήθηκε από το δικόγραφο αυτής, δυνάμει της από 24.1.2018 δήλωσης παραίτησής των νομίμων εκπροσώπων της γονέων της, η οποία κατατέθηκε ενώπιον του Αρείου Πάγου κι επιδόθηκε στην εναγόμενη, δυνάμει της με αριθμό ./25.1.2018 έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Αθηνών . . Επομένως, κατόπιν αυτού και η ανωτέρω με αριθμό 89/16.1.2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης κατέστη αμετάκλητη, δεδομένου και ότι από το με αριθμό ./2018 πιστοποιητικό της Γραμματείας του Εφετείου Θεσσαλονίκης προκύπτει ότι κατά της ως άνω απόφασης έχει ασκηθεί μόνο η ανωτέρω με αριθμό ./29.6.2015 αίτηση αναίρεσης της ενάγουσας. Έπειτα, με τη με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./22.6.2018 κλήση της ενάγουσας, νομίμως εκπροσωπούμενης από τους γονείς της, νόμιμα επαναφέρθηκαν προς περαιτέρω συζήτηση οι ως άνω με αριθμούς κατάθεσης ./31.5.2012 και ./29.6.2015 επίδικες αγωγές, μετά δε τη συζήτησή τους στο ακροατήριο στις 8.10.2018, ενόψει σχηματισμού κρίσεως επί της ουσίας της διαφοράς το παρόν Δικαστήριο ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης με τη με αριθμό 430/2019 μη οριστική απόφασή του έως ότου διενεργηθεί η προαναφερόμενη ιατρική πραγματογνωμοσύνη. Κατόπιν δε ανάκλησης της εν λόγω μη οριστικής απόφασης περί διενέργειας ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, όπως αναλυτικά αναφέρθηκε ανωτέρω, οι υπό κρίση αγωγές πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω κατ' ουσίαν, ενόψει του ότι και το παρόν Δικαστήριο δεν διαφοροποιείται αναφορικά με τις κρίσεις περί της παραδεκτής άσκησης των υπό κρίση αγωγών, το ορισμένο και νόμω βάσιμο των αιτημάτων αυτών, όπως αυτές (κρίσεις) εκφράσθηκαν και αποτυπώθηκαν στις ανωτέρω αναφερόμενες υπ’ αριθμ. 9256/2018 και 430/2019 αποφάσεις του, αλλά εμμένει σ' αυτές.

 

        Από τις ένορκες καταθέσεις των ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου εξετασθέντων μαρτύρων (ενός από κάθε πλευρά), οι οποίες (καταθέσεις) περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με τη με αριθμό 9256/2018 μη οριστική απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και α. η με αριθμό ./25.5.2007 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρα ..., ενώπιον του συμβολαιογράφου Δράμας ... που προσκομίζεται με επίκληση από την ενάγουσα και οι με αριθμούς ./24.2.2011 και ./22.2.2011 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ... του .. και ... του ... αντίστοιχα, ενώπιον του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ... που προσκομίζονται με επίκληση από την εναγόμενη και οι οποίες λήφθηκαν, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν στο πλαίσιο άλλης, προγενέστερης δίκης και λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 722/2004, ΑΠ 211/2004 ΤΝΠ Νόμος) και β. είκοσι τέσσερις (24) προσκομιζόμενες με επίκληση εκ μέρους της ενάγουσας φωτογραφίες (το περιεχόμενο των ως άνω φωτογραφιών δεν αμφισβητείται από την εναγόμενη - βλ. και άρθρα 444 παρ. ιγ', 448 παρ.2 και 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά για την παρούσα υπόθεση: Στις 15.12.2001 γεννήθηκε στην ιδιωτική κλινική της εναγόμενης στη Θεσσαλονίκη η ενάγουσα ... η οποία είναι ήδη ενήλικη και με τη με αριθμό /.2020 αμετάκλητη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Δράμας τέθηκε σε καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης και ορίστηκε οριστικός δικαστικός συμπαραστάτης αυτής ο πατέρας της ... ο οποίος νομίμως την εκπροσωπεί στην παρούσα δίκη. Μετά την κανονική σίτιση του νεογνού με γάλα, ελήφθη από το προσωπικό της εναγόμενης δείγμα αίματος του τελευταίου, στο πλαίσιο προληπτικού ελέγχου, που γίνεται στα νεογνά όλης της Χώρας, προκειμένου να πραγματοποιηθεί με αυτό το τεστ Guthrie (Γκάθρι). Ειδικότερα, πρόκειται για ένα βιοχημικό τεστ προληπτικού ελεγχου νεογνών (screening test), για τη διάγνωση συγκεκριμένων νοσημάτων. Το εν λόγω τεστ διενεργείται υπό την εποπτεία και χρηματοδότηση του Υπουργείου Υγείας από το έτος 1974, το οποίο έχει επανειλημμένα αποστείλει εγκυκλίους προς τις Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις όλης της Χώρας και παλαιότερα προς τις Διευθύνσεις Υγιεινής, με παράκληση ενημέρωσης των Μαιευτικών Κλινικών, για την ταχεία αποστολή των δειγμάτων των νεογέννητων στο Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού, κάθε δεύτερη ημέρα με επείγον (και όχι με απλό) ταχυδρομείο, τονίζοντας ότι είναι διαπιστωμένο ότι η μη έγκαιρη διάγνωση ενέχει βαρύτατες συνέπειες για τη μετέπειτα υγεία των νεογνών. Η μέθοδος αιμοληψίας γίνεται ως εξής: Διαποτίζεται μια κάρτα από απορροφητικό χαρτί (κάρτα Guthrie) με μία σταγόνα αίματος από το νεογνό, η οποία λαμβάνεται με σκαριφισμό της πτέρνας του. Σημειωτέον ότι το δείγμα αίματος πρέπει να λαμβάνεται, αφού έχει εγκατασταθεί η φυσιολογική διατροφή του παιδιού, ήτοι συνήθως μετά το τρίτο εικοσιτετράωρο από τη γέννησή του. Για τον λόγο αυτό, η κάθε μαιευτική κλινική προμηθεύεται από τη Διεύθυνση Υγείας ειδικές κάρτες από απορροφητικό χαρτί, οι οποίες είναι προτυπωμένες για να συμπληρωθούν σε αυτές τα αιτούμενα στοιχεία και έχουν επίσης προσχεδιασμένους έξι μικρούς κύκλους, στους οποίους τοποθετούνται οι σταγόνες αίματος. Στην κάρτα σημειώνονται από το προσωπικό της κλινικής τα στοιχεία του νεογνού, η ημερομηνία αιμοληψίας και η πληροφορία της κανονικής σίτισης του νεογνού πριν την αιμοληψία. Ακολούθως, η κάρτα αυτή αποστέλλεται από τις κλινικές, ως προαναφέρθηκε, στο «Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού» στην Αθήνα, οπού και γίνεται ο διαγνωστικός έλεγχος. Ειδικότερα, μόλις το Ινστιτούτο λαμβάνει την κάρτα Guthrie, οφείλει εντεταλμένος υπάλληλός του να αποσφραγίσει τον φάκελο και να καταγράψει τα στοιχεία του νεογνού στον υπολογιστή, δίνοντας ταυτόχρονα μοναδικό αριθμό ταυτότητας στην κάρτα με ανεξίτηλο μελάνι. Στη συνέχεια, η κάρτα του νεογνού μαζί με άλλες 85 (σύνολο 86) τοποθετούνται σε πλακάκι (αντιδραστήριο) και εξετάζονται φωτομετρικώς. Τα αποτελέσματα της φωτομετρίας ταυτοχρόνως και αυτομάτως καταχωρίζονται σε ηλεκτρονικό υπολογιστή, που επεξεργάζεται τα στοιχεία που εξάγονται από την φωτομετρική ανάλυση, τα συγκρίνει με τις πρότυπες φυσιολογικές τιμές και εξάγει το αποτέλεσμα. Σε περίπτωση κατά την οποία τα αποτελέσματα έστω και μίας κάρτας από τις 86 συνηγορούν για την ύπαρξη της νόσου, ολόκληρη η ποσότητα των 86 καρτών επανυποβάλλεται την επόμενη ημέρα σε νέα φωτομετρική εξέταση με νέο αντιδραστήριο, προκειμένου να αποκλειστεί οποιοδήποτε ανθρώπινο ή τεχνολογικό λάθος. Με το ως άνω τεστ ελέγχεται προληπτικά η πιθανότητα το νεογνό να πάσχει από συγγενή υποθυρεοειδισμό, ανεπάρκεια του ενζύμου G6PD ή φαινυλκετονουρία. Η φαινυλκετονουρία είναι μία κληρονομική μεταβολική νόσος, που προκαλεί βαριά νοητική καθυστέρηση, εάν δεν διαγνωσθεί και δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα. Τα νεογνά που πάσχουν από τη νόσο αυτή δείχνουν απόλυτα φυσιολογικά στη γέννηση, διότι ενδομήτρια προστατεύονται από τον μεταβολισμό της μητέρας τους. Ωστόσο, μετά τη γέννηση και την έναρξη σίτισής του με γάλα, το νεογνό αδυνατεί να μεταβολίσει το αμινοξύ φαινυλαλανίνη, που εμπεριέχεται στο γάλα, με τελικό αποτέλεσμα την προοδευτική πρόκληση εγκεφαλικής βλάβης. Ειδικότερα, η συσσώρευση της φαινυλαλανίνης, αναστέλλει τη μεταφορά άλλων αμινοξέων, τα οποία απαιτούνται για τη σύνθεση πρωτεϊνών και νευροδιαβιβαστών, ελαττώνει τη σύνθεση και αυξάνει την αποδόμηση της μυέλινης και οδηγεί σε ανεπαρκή σύνθεση νορεπινεφρίνης και σεροτονίνης. Η φαινυλαλανίνη λειτουργεί ως ανταγωνιστικός αναστολέας της τυροσινάσης, ενός βασικού ενζύμου της οδού της μελανίνης και για τον λόγο αυτό παρατηρείται στο 90% των περιπτώσεων αποχρωματισμός του δέρματος και του τριχώματος. Επιπλέον, τα νοσούντα από κλασική φαινυλκετονουρία παιδιά αναπτύσσουν μικροκεφαλία, εκδηλώνουν υπερδραστηριότητα ή υπερδιεγερσιμότητα, σπασμούς, βαριά νοητική καθυστέρηση, καθώς και εκδηλώσεις αυτιστικής συμπεριφοράς (πιο γνωστές υπό τον όρο «ψευδοαυτισμός», ήτοι αυτισμό που αποδίδεται σε μεταβολικά νοσήματα). Την πολύ βαριά αυτή κλινική εικόνα συμπληρώνουν ενίοτε η βραχυσωμία, οι ηλεκτροεγκεφαλικές ανωμαλίες, η οσμή «ποντικού» του δέρματος, του τριχώματος και των ούρων, ως και η παρουσία εκζέματος. Αντίθετα, τα παιδιά που αρχίζουν έγκαιρα τη θεραπεία, τις πρώτες ημέρες της ζωής τους, πριν την τρίτη εβδομάδα από τη γέννησή τους, ... στις 10 με 15 ημέρες (βλ. ιατρική γνωμοδότηση ειδικού ιατροδικαστή ..., ένορκη κατάθεση της παιδιάτρου του ΙΥΠ, ..., που εμπεριέχεται στα από 15.3.2011 πρακτικά συνεδρίασης αυτού του δικαστηρίου, στο πλαίσιο της συζήτησης της προαναφερόμενης με αριθμό κατάθεσης .../2010 αγωγής, που άσκησε η ανήλικη τότε ενάγουσα και ένορκη κατάθεση του μάρτυρα της εναγόμενης, ..., που εμπεριέχεται στα από 21.11.2017 πρακτικά συνεδρίασης αυτού του δικαστηρίου, στο πλαίσιο της συζήτησης των επίδικων αγωγών), ήτοι ακολουθούν μια συγκεκριμένη δίαιτα με φρούτα, λαχανικά, ειδικό γάλα και αποφυγή πρωτεϊνών, με ταυτόχρονη συμπληρωματική χορήγηση τυροσίνης, ώστε τα επίπεδα της φαινυλαλανίνης στο αίμα να διατηρούνται χαμηλότερα από 12mg/dl, δεν διαφέρουν από τα φυσιολογικά παιδιά, καθόσον η ψυχοκινητική τους ανάπτυξη παραμένει φυσιολογική. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι στην ένδικη περίπτωση το δείγμα αίματος της ενάγουσας ελήφθη κατά την ημέρα εξόδου αυτής και της μητέρας της από το μαιευτήριο της εναγόμενης, ήτοι την Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2001, χωρίς ποτέ να ειδοποιηθούν οι γονείς για οποιοδήποτε πρόβλημα, σχετικά με την ως άνω εξέταση. Ακολούθως, αποδεικνύεται ότι στον όγδοο μήνα της ζωής του βρέφους, οι γονείς παρατήρησαν ότι αυτό αδυνατούσε να αντιδράσει ικανοποιητικά στα εξωτερικά ερεθίσματα του περιβάλλοντος και παρουσίαζε μεγάλα κινητικά προβλήματα, όπως αδυναμία να μετακινηθεί μόνο του και αδυναμία να καθίσει χωρίς βοήθεια. Τον Απρίλιο του 2003, οι γονείς επισκέφθηκαν ειδικό παιδίατρο - αναπτυξιολόγο, ο οποίος επιβεβαίωσε τα παραπάνω προβλήματα και τους συνέστησε φυσικοθεραπεία και υποβολή σε τακτική παρακολούθηση της κατάστασης της υγείας του τέκνου τους. Αμέσως, η ενάγουσα άρχισε να υποβάλλεται σε πρόγραμμα φυσικοθεραπείας σε ιδιωτικό θεραπευτήριο, με συχνότητα 2-3 φορές την εβδομάδα έως τον Δεκέμβριο του 2005, ενώ τελικώς κατόρθωσε να περπατήσει για πρώτη φορά σε ηλικία 2,5 ετών. Τον Ιούλιο του 2003 υποβλήθηκε σε απεικονιστικό έλεγχο διά μαγνητικής τομογραφίας και σε εξέταση διά ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος, χωρίς όμως να διαπιστωθεί κάποιο οργανικό πρόβλημα. Όμως, η ενάγουσα εξακολουθούσε να έχει προβληματική συμπεριφορά, η οποία με την πάροδο της ηλικίας της γινόταν περισσότερο φανερή και συγκεκριμένα δεν είχε την απαιτούμενη βλεμματική επαφή, ήταν αντιδραστική, παρουσίαζε στερεοτυπικές κινήσεις, είχε τάσεις απομονωτισμού, ενώ στον παιδικό σταθμό αδυνατούσε να προσαρμοστεί στις συνθήκες μιας ομάδας ή να μπορέσει να συμμετάσχει σε ένα παιχνίδι, συνεργαζόμενη με άλλα παιδιά. Μάλιστα, δυνάμει του υπ' αριθμ. ./4.12.2003 πρακτικού της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας - Θράκης, η ενάγουσα κρίθηκε ανάπηρη σε ποσοστό 67% και άνω για τέσσερα έτη, διότι πάσχει «από ψυχοκινητική καθυστέρηση με αναπτυξιακό δείκτη μικρότερο του 30», ενώ κρίθηκε ότι χρήζει προστασίας και συμπαράστασης έτερου προσώπου. Κατόπιν αυτών, οι γονείς της ενάγουσας επισκέφθηκαν τον Απρίλιο του έτους 2004 παιδοψυχίατρο, ο οποίος διαπίστωσε «διάχυτη αναπτυξιακή διαταραχή» και συνέστησε λογοθεραπεία και εργοθεραπεία, ώστε αμέσως το τέκνο τους άρχισε να υποβάλλεται σε πρόγραμμα εργοθεραπείας και λογοθεραπείας, δύο φορές εβδομαδιαίως. Ωστόσο, η υγεία της ενάγουσας όχι μόνον δεν παρουσίαζε βελτίωση, αλλά αντιθέτως παρουσίαζε περαιτέρω επιδείνωση, όσον αφορά στην κοινωνικοποίηση, την ωριμότητα, το παιχνίδι και την οικογενειακή συμμετοχή. Τον Οκτώβριο του έτους 2005, οι γονείς επισκέφθηκαν το Ιατροπαιδαγωγικό Κέντρο Βορείου Ελλάδος, όπου διαγνώσθηκε ότι το τέκνο τους πάσχει από αυτισμό. Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους ελήφθη από την ενάγουσα δείγμα αίματος, στο οποίο ανιχνεύτηκαν υψηλές τιμές φαινυλαλανίνης και σε δεύτερο δείγμα που ελήφθη στις 21.3.2006, προς επιβεβαίωση των αποτελεσμάτων του πρώτου, ανιχνεύτηκαν από την Α' Παιδιατρική Κλινική του ΑΠΘ του Γενικού Περιφερειακού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης «ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ», επίσης υψηλές τιμές φαινυλαλανίνης και συγκεκριμένα τιμές του ύψους των 1983 μmoll/Ι, ενώ οι τιμές αναφοράς για τα συγκεκριμένα ηλικιακά δεδομένα παρουσιάζουν εύρος από 35 έως 92 μmoll/Ι. Κατόπιν του ευρήματος αυτού, τον Απρίλιο του ίδιου έτους, η ενάγουσα υποβλήθηκε σε εξειδικευμένες εξετάσεις στο προαναφερόμενο ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού. Ακολούθως, το δείγμα εστάλη σε εξειδικευμένο εργαστηριακό κέντρο του Βελγίου και εκεί για πρώτη φορά, ήτοι με καθυστέρηση 5 ετών, διαγνώσθηκε ότι η ενάγουσα πάσχει εκ γενετής από κλασική φαινυλκετονουρία. Σήμερα έχει ενηλικιωθεί και δεν έχει εξωλεκτική επικοινωνία, δεν δύναται να φοιτήσει ούτε σε ειδικό σχολείο, είναι υπερκινητική και κάνει στερεότυπες κινήσεις, εμφανίζοντας αυτιστική συμπεριφορά, ενώ δεν έχει ικανότητα αντίληψης και αυτοτραυματίζεται συστηματικά (το έτος 2016, λόγω υπερδιέγερσης προκάλεσε σοβαρότατο τραυματισμό στους οφθαλμούς της), εκδηλώνοντας έντονη επιθετικότητα σε βάρος του εαυτού της. Από τη διάγνωση της άνω ασθένειάς της άρχισε να υποβάλλεται σε ειδική διατροφή, ενώ συνεχίζει να υποβάλλεται σε εργοθεραπεία, φυσιοθεραπεία και λογοθεραπεία, πλην, όμως, τα περιθώρια βελτίωσης της υγείας της είναι πλέον ελάχιστα. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, κατά την έξοδο του βρέφους από την κλινική της εναγόμενης, ελήφθη δείγμα αίματος από το νεογνό, πλην όμως αυτό δεν απεστάλη αμέσως στο Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού, όπως επιβαλλόταν, αλλά απεστάλη με μεγάλη καθυστέρηση. Συγκεκριμένα, η κάρτα Guthrie ελήφθη από το Ινστιτούτο υγείας του Παιδιού στις 7-1-2002, δηλαδή 18 ημέρες μετά την λήψη του δείγματος. Η εναγόμενη απέστειλε την κάρτα ταχυδρομικός και μάλιστα με επείγον ταχυδρομείο, όπως απαιτούν οι σχετικές εγκύκλιοι και συνηθιζόταν τότε από την ίδια και συνεπώς, εάν ληφθεί υπόψη, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ότι με επείγον ταχυδρομείο τα απεσταλμένα φθάνουν στον παραλήπτη την επομένη εργάσιμη ημέρα από την αποστολή, η κάρτα απεστάλη στις 5-1-2002 από την εναγομένη στο Ινστιτούτο Υγείας Παιδιού και όχι νωρίτερα. Οι ισχυρισμοί δε της εναγομένης ότι απέστειλε το δείγμα πριν από τα Χριστούγεννα, ήτοι στις 21.12.2001, χωρίς να προσκομίζει αρχεία αλληλογραφίας εκείνης της εποχής ή αποδεικτικό παραλαβής του από τα αρχεία των ΕΛΤΑ ή έστω έτερων υπηρεσιών ταχυαποστολής και ο ισχυρισμός ότι η καθυστέρηση οφείλεται σε δυσλειτουργία της ταχυδρομικής υπηρεσίας και στην περίοδο των εορτών των Χριστουγέννων, στην οποία υπάρχουν πολλές επίσημες αργίες, δεν αποδείχθηκαν. Μάλιστα δε, προς ενίσχυση του ανωτέρω συλλογισμού περί καθυστερημένης αποστολής του δείγματος από την εναγομένη και όχι αποστολής εντός των δύο πρώτων ημερών από τη λήψη του, έρχεται να προστεθεί και το γεγονός ότι βάσει της ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων του ΙΥΠ, πριν τις 7.1.2002 αυτό είχε παραλάβει κάρτες Guthrie στις 28.12.2001 και στις εν λόγω καταχωρήσεις παραληφθεισών καρτών δεν προέκυψε η παραλαβή και καταχώρηση της επίδικης κάρτας, της ενάγουσας. Συνεπώς, η αποστολή της εν λόγω κάρτας έγινε, σε κάθε περίπτωση, με καθυστέρηση από την εναγόμενη. Η δε υποχρέωση της τελευταίας δεν εξαντλείται στην τυπική, απλώς, αποστολή του δείγματος, αλλά και στη μέριμνα και τη λήψη μέτρων για την άμεση και ασφαλή παραλαβή του δείγματος από τον παραλήπτη, καθώς και στη σωστή συντήρησή του σε θερμό και ξηρό περιβάλλον, ήτοι σε θερμοκρασία δωματίου και στην αποστολή του στο Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού εντός δύο ημερών από τη δειγματοληψία, καθώς η έκθεσή του σε μη κατάλληλο για τη συντήρησή του περιβάλλον και κυρίως σε υγρασία, επηρεάζει την ποιότητα του αίματος και αλλοιώνει τα στοιχεία του. Η δε επίδικη κάρτα παρέμεινε επί 18 ημέρες εκτεθειμένη στο περιβάλλον κατά τη χειμερινή περίοδο, που υπάρχει μεγάλο ποσοστό υγρασίας, με αποτέλεσμα να αλλοιωθεί η ποιότητα του υπάρχοντας επ' αυτής αίματος. Αποτέλεσμα της αλλοίωσης αυτής, ήταν, όταν αυτή τέθηκε υπό εξέταση από το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού, να μην ανιχνευθεί η νόσος της φαινυλκετονουρίας, αλλά το δείγμα να φανεί απολύτως φυσιολογικά και το αποτέλεσμα να είναι ψευδώς αρνητικό. Η διάγνωση όμως αυτή δεν ήταν ορθή, με αποτέλεσμα να μην υπάρξει κινητοποίηση και ενημέρωση των γονέων της ενάγουσας, για την ανάγκη σε άμεση υποβολή σε Θεραπεία. Εάν δε η νόσος διαγιγνώσκονταν πριν την τρίτη εβδομάδα της ζωής της και η ενάγουσα υποβαλλόταν στην παραπάνω θεραπεία, η εξέλιξη της υγείας της θα ήταν χωρίς προβλήματα. Ειδικότερα, η καθυστερημένη αποστολή του επίδικου δείγματος δημιούργησε κίνδυνο αλλοίωσης του δείγματος αίματος, οφειλόμενης σε σύμπλοκη ένωση αίματος και απορροφητικού χαρτιού, αποκλείοντας τη δυνατότητα διάγνωσης - μεταξύ άλλων - και της συγκεκριμένης πάθησης και κατ' επέκταση την δυνατότητα άμεσης έναρξης της κατάλληλης θεραπευτικής αγωγής, η οποία πρέπει να λάβει χώρα πριν το βρέφος συμπληρώσει την τρίτη εβδομάδα ζωής, με αποτέλεσμα κατά το χρονικό διάστημα που παρέρχεται να εγκαθίστανται μόνιμες και μη αναστρέψιμες εγκεφαλικές βλάβες στο νεογνό. Όμως τα πρώτα δείγματα των προβλημάτων της υγείας της ενάγουσας έγιναν αντιληπτά από τους γονείς και τον παιδίατρο αυτής, κατά τον όγδοο μήνα της ζωής της. Από το σημείο αυτό και έπειτα υπήρξε καθυστέρηση στην διάγνωση της ασθένειας και εσφαλμένη διάγνωση από τους ιατρούς από τους οποίους εξετάσθηκε, όμως το γεγονός αυτό δεν αναιρεί την ευθύνη της εναγόμενης. Μάλιστα, η ίδια η εξέταση, από το Ινστιτούτο Υγείας Παιδιού, ενός δείγματος επισφαλούς, λόγω της καθυστέρησης και της συντήρησής του σε άγνωστες για το Ινστιτούτο συνθήκες και η μη αναζήτηση νέου δείγματος προς επανεξέταση, δημιουργεί ευθύνες που αποδίδονται και στο εν λόγω ινστιτούτο, χωρίς, ωστόσο, αυτό να διακόπτει τον αιτιώδη σύνδεσμο με την αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης ή να αναιρεί την δική της ευθύνη, η οποία οδήγησε στην πρόσκληση των μόνιμων εγκεφαλικών παθήσεων της ενάγουσας λόγω της μη έγκαιρης εύρεσης της εκ γενετής ασθένειας, η οποία μετά το πέρας των πρώτων 2 εβδομάδων δεν θεραπεύεται, απλά, με την κατάλληλη αγωγή βελτιώνεται, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό της εναγομένης περί διακοπής του αιτιώδους συνδέσμου της δικής της ευθύνης από την υπαιτιότητα του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού. Συνακολούθως, λαμβάνοντας υπόψη την πάθηση από την οποία πάσχει, τις βαριές ψυχοκινητικές διαταραχές, το γεγονός ότι περιήλθε σε κατάσταση μόνιμης αναπηρίας εφ' όρου ζωής, ότι δεν μπορεί να ασκήσει κανένα επάγγελμα, δεν μπορεί να συμμετάσχει σε καμία κοινωνική δραστηριότητα και είναι προφανές ότι μειονεκτεί και υστερεί έναντι των φυσιολογικών ατόμων και ότι η ως άνω κατάσταση της υγείας της έχει τις παραπάνω αρνητικές επιδράσεις και στην μελλοντική κοινωνική και οικονομική εξέλιξη και αποκατάστασή της, οι οποίες συνδέονται αιτιωδώς με την προπεριγραφόμενη αμελή συμπεριφορά της εναγομένης, το βαθμό του ψυχικού πόνου που βιώνει η παθούσα, η οποία στερήθηκε κάθε, έστω και ελάχιστου επιπέδου, ποιότητα ζωής, χωρίς καμία προοπτική βελτίωσης, την οικονομική και κοινωνική κατάσταση αυτής και την οικονομική κατάσταση της εναγόμενης, το Δικαστήριο κρίνει ότι η εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης ανέρχεται στο ποσά των 200.000,000 ευρώ. Περαιτέρω, λαμβάνοντας υπόψη το είδος και όλες τις προαναφερόμενες συνέπειες της αναπηρίας, καθώς και την ηλικία της παθούσας, πρέπει να επιδικασθεί σε αυτήν, ως αποζημίωση για τις παραπάνω αρνητικές επιδράσεις, το εύλογο ποσό των 100.000,00 ευρώ. Κατόπιν αυτών, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η με αριθμό κατάθεσης ./31.5.2012 αγωγή ως και κατ' ουσίαν βάσιμη και να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα, όπως νομίμως εκπροσωπείται από τον οριστικό δικαστικό συμπαραστάτη αυτής, το ποσό των 200.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής της βλάβης και το ποσό των 100.000,00 ευρώ ως αποζημίωση για τις δυσμενείς συνέπειες που θα έχει στο κοινωνικό της μέλλον η μόνιμη αναπηρία και μάλιστα νομιμοτόκως (τα ανωτέρω ποσά) από την επίδοση της προγενέστερης όμοιας υπ' αριθμ. έκθ. καταθ. ./13.12.2006 αγωγής και μέχρι την εξόφληση, εφόσον, μετά την κατά τα ως άνω

απόρριψή της, ως αόριστης με την υπ’ αριθ. 2013/2011 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, η κρινόμενη αγωγή ασκήθηκε μέσα στο εξάμηνο από την τελεσιδικία της εν λόγω απόφασης (αρθρ. 263 Α.Κ.) και δεδομένου ότι η υπερημερία της οφειλέτιδας-εναγομένης έχει ήδη επέλθει από την όχληση με την επίδοση της ως άνω

προγενέστερης αγωγής (ΟλΑΠ 23, 24/2004, ΑΠ 1710/2012 ΝΟΜΟΣ).

 

        Περαιτέρω, και σε συνέχεια όλων των ανωτέρω αναπτυχθέντων πραγματικών περιστατικών, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα ..., από τον ένατο περίπου μήνα της ζωής της, ήτοι 1.9.2002, όταν πια έγιναν αντιληπτές οι εγκεφαλικές, διανοητικές και νευρολογικές της βλάβες, κατέστη ανίκανη να αυτοεξυπηρετηθεί, κάτι που θα ισχύει εφ' όρου ζωής της, η κατάσταση δε της υγείας της απαιτούσε και απαιτεί την παρουσία στο πλευρό της μίας αποκλειστικής νοσοκόμας σε 24ωρη βάση. Μάλιστα, αποδείχθηκε ότι ήδη από την ηλικία των 10 μηνών δεν έχει αυτονομηθεί σε κανένα τομέα, δεν μπορούσε να παίξει μόνη της, ούτε να φάει, ούτε καν να σταθεί μόνη της, κάθε της κίνηση γινόταν με την καθοδήγηση των γονιών της και των ειδικών παιδαγωγών, εργοθεραπευτών και λογοθεραπευτών που την είχαν αναλάβει, αν την άφηναν μόνη της χτυπούσε το κεφάλι της στον τοίχο ή στα κάγκελα του κρεββατιού της, δάγκωνε τα χέρια της και αυτοτραυματιζόταν. Συνεπώς, όλο το χρονικό διάστημα από τον ένατο μήνα μετά τη γέννησή της έως και τη συζήτηση της παρούσας, οι γονείς της τη φρόντιζαν κατά το μέτρο των δυνατοτήτων τους, υποκαθιστώντας την απουσία εξειδικευμένης νοσηλεύτριας, η οποία κρίνεται αναγκαία και μπορεί να προσφέρει την ειδικού χαρακτήρα φροντίδα που έχει ανάγκη το τέκνο.

Συγκεκριμένα για το χρονικό διάστημα από 01.09.2002 έως 28.02.2005 η ανήλικη ... είχε ανάγκη από 24ωρη παρακολούθηση από αποκλειστική νοσοκόμα, ενώ από 01.03.2005 έως 31.12.2009 καθώς και από 1.1.2010 έως και 31.12.2014 είχε ανάγκη από 8ωρη καθημερινή φροντίδα κατά τη διάρκεια της νύχτας, καθώς την ημέρα πήγαινε στο ειδικό σχολείο και το απόγευμα σε λογοθεραπείες και κινησιοθεραπείες. Σημειώνεται δε, εν προκειμένω, ότι παρόλο που η ... δέχτηκε τις αναγκαίως αυξημένες περιποιήσεις των γονέων της για την αποκατάσταση και βελτίωση της υγείας της, δικαιούται να απαιτήσει από τον υπαίτιο της σε βάρος της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς, ως αποζημίωση, το ποσό που θα ήταν υποχρεωμένη να καταβάλει σε εξειδικευμένες αποκλειστικές νοσηλεύτριες, που για το σκοπό αυτό θα προσελάμβανε, έστω και αν στη συγκεκριμένη περίπτωση ουδέν ποσό κατέβαλε στους άνω οικείους της (Βλ. ΑΠ 1622/2013, ΑΠ 132/2010, ΑΠ 833/2005 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, για το χρονικό διάστημα από 01.09.2002 έως 28.2.2005 η ενάγουσα χρειαζόταν σε καθημερινή βάση 24ωρες υπηρεσίες μίας αποκλειστικής νοσοκόμας τόσο για τις καθημερινές όσο και για τις Κυριακές και τις αργίες. Για το διάστημα αυτό η εύλογη αμοιβή μίας αποκλειστικής νοσοκόμας για 8ωρη ημερήσια απασχόληση είναι το ποσό των 30,00 ευρώ, για 8ωρη νυχτερινή απασχόληση καθημερινές είναι το ποσό των 37,50 ευρώ, για 8ωρη ημερήσια απασχόληση τις Κυριακές και εορτές το ποσό των 52,50 ευρώ και για 8ωρη νυχτερινή απασχόληση Κυριακές και εορτές το ποσό των 60,00 ευρώ. Για όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα οι καθημερινές ημέρες ήταν 771 και οι Κυριακές και οι γιορτές 141 ημέρες, επομένως από 01.09.2002 έως 28.02.2005 η ενάγουσα χρειαζόταν να καταβάλει το ποσό των 98.437,50 ευρώ. Από το εν λόγω ποσό, ωστόσο, πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 52.230,00 ευρώ, κάνοντας δεκτή την επικουρικώς προβαλλόμενη ένσταση συμψηφισμού της εναγομένης με δική της ανταπαίτηση ύψους 52.230,00 ευρώ, ποσό που είχε καταβάλει αυτή στην ενάγουσα ..., νομίμως εκπροσωπούμενη από τους γονείς της, στις 8.9.2011, ως προσωρινά εκτελεστό με την υπ' αριθμ.21665/2011 οριστική απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, η οποία είχε εκδοθεί, όπως προεκτέθηκε επί της αρχικής αγωγής με αριθμό κατάθεσης ./2010, την οποία εξαφάνισε η υπ' αριθμ. 89/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, αμετακλήτως, κάνοντας δεκτή την αίτηση της εναγόμενης κλινικής, περί επαναφοράς των πραγμάτων στην πρότερη κατάσταση και υποχρεώνοντας την εφεσίβλητη ενάγουσα, που για λογαριασμό της παρίσταντο οι νόμιμοι εκπρόσωποι γονείς της, να καταβάλει στην εναγόμενη κλινική το ποσό των 52.230,00 ευρώ και μάλιστα νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της εφετειακής απόφασης έως την εξόφληση, το οποίο και δεν αποδείχθηκε ότι έχει επιστραφεί στην εναγομένη έως σήμερα. Συνεπώς, απομένει το ποσό των 46.207,50 ευρώ, το οποίο πρέπει να υποχρεωθούν να καταβάλουν στην ενάγουσα, νομίμως εκπροσωπούμενη από τον δικαστικό της συμπαραστάτη, νομιμοτόκως από τις 31.3.2010, ημέρα επίδοσης της με αριθμό κατάθεσης ./2010 αγωγής της ιδίας κατά της εναγομένης, η οποία ενέχει θέση πρώτης οχλήσεως και έως εξοφλήσεως. Περαιτέρω, για το χρονικό διάστημα από 01.03.2005 έως 31.12.2009 η ενάγουσα χρειαζόταν σε καθημερινή βάση 8ωρες νυχτερινές υπηρεσίες μίας αποκλειστικής νοσοκόμας και για το διάστημα αυτό η εύλογη αμοιβή μίας αποκλειστικής νοσοκόμας για 8ωρη νυχτερινή απασχόληση τις καθημερινές είναι το ποσό των 40,00 ευρώ και για 8ωρη νυχτερινή απασχόληση Κυριακές και εορτές το ποσό των 70,00 ευρώ. Για όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα οι καθημερινές ημέρες ήταν 1499 και οι Κυριακές και οι γιορτές 269 ήμερες, επομένως από 01.03.2005 έως 31.12.2009 η ενάγουσα χρειαζόταν να καταβάλει το ποσό των 78.790,00 ευρώ. Συνεπώς, πρέπει να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη οφείλει στην ενάγουσα, νομίμως εκπροσωπούμενη από τον δικαστικό συμπαραστάτη της, το ποσό των 78.790,00 ευρώ, νομιμοτόκως από τις 31.3.2010, ημέρα επίδοσης της με αριθμό κατάθεσης ./2010 αγωγής της ιδίας κατά της εναγομένης, η οποία ενέχει θέση πρώτης οχλήσεως και έως εξοφλήσεως. Εν συνεχεία, για το χρονικό διάστημα από 01.01.2010 έως 31.12.2014, η ενάγουσα χρειαζόταν σε καθημερινή βάση τις υπηρεσίες μιας αποκλειστικής νοσοκόμας για 8ωρη νυχτερινή απασχόληση. Για το διάστημα αυτό εκτιμάται ως εύλογη αμοιβή της αποκλειστικής νοσοκόμας για 8ωρη νυχτερινή απασχόληση τις καθημερινές το ποσό των 50,00 ευρώ και για 8ωρη νυχτερινή απασχόληση Κυριακές και εορτές το ποσό των 80,00 ευρώ. Για όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα οι καθημερινές ημέρες ήταν 1.536 και οι Κυριακές και οι γιορτές 290 ημέρες, επομένως από 01.01.2010 έως 31.12.2014 η ενάγουσα χρειαζόταν να καταβάλει το ποσό των 100.000,00 ευρώ. Το τελευταίο αυτό ποσό πρέπει να αναγνωριστεί ότι οφείλει να καταβάλει η εναγόμενη στην ενάγουσα ..., για λογαριασμό της οποίας ενεργεί ο δικαστικός συμπαραστάτης (πατέρας της), ... και μάλιστα νομιμοτόκως από τις 31.3.2010, ημέρα επίδοσης της με αριθμό κατάθεσης .../2010 αγωγής κατά της εναγόμενης, η οποία ενέχει θέση πρώτης οχλήσεως και μέχρις εξοφλήσεως. Με βάση τα παραπάνω, πρέπει η με αριθμό κατάθεσης ./29.6.2015 αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή από ουσιαστική άποψη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα, ... η για λογαριασμό της οποίας ενεργεί ο δικαστικός συμπαραστάτης (πατέρας της), ..., το ποσό των 46.207,50 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 01.09.2002 έως 28.02.2005, νομιμοτόκως από τις 31.3.2010, ημέρα επίδοσης της με αριθμό κατάθεσης ./2010 αγωγής κατά της εναγόμενης και να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, το ποσό των 78.790,00 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 01.03.2005 έως 31.12.2009 και το ποσό των 100.000,00 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 01.01.2010 έως 31.12.2014, ήτοι συνολικά το ποσό των 178.790,00 ευρώ νομιμοτόκως από τις 31.3.2010, ημέρα επίδοσης της με αριθμό κατάθεσης ./2010 αγωγής κατά της εναγομένης και μέχρις εξοφλήσεως. Περαιτέρω, θα πρέπει να κηρυχθεί η απόφαση, κατά το καταψηφιστικό της σκέλος, προσωρινά εκτελεστή, για το προαναφερθέν ποσό των 46.20,50 ευρώ, καθώς αποδείχθηκε ότι η καθυστέρηση της εκτέλεσης θα επιφέρει ανεπανόρθωτη ζημία στην ενάγουσα, που έχει άμεση ανάγκη της επιδικαζόμενης αποζημίωσης για να καλύψει τα αναγκαία έξοδα νοσηλείας, ειδικής φροντίδας και εκπαίδευσής της. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η εναγόμενη στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας τόσο για την πρώτη όσο και για τη δεύτερη εκ των δύο αγωγών, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

       ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ τις με αριθμούς κατάθεσης ./31.5.2012 και ./29.6.2Ο15 αγωγές κατ' αντιμωλία των διαδίκων, οι οποίες επαναφέρονται προς συζήτηση με τη με αριθμό κατάθεσης ./2023 κλήση.

 

       ΔΕΧΕΤΑΙ τη με αριθμό κατάθεσης ./2023 κλήση-αίτηση ανάκλησης.

 

       ΑΝΑΚΑΛΕΙ την υπ' αριθμ. 430/2019 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, ως προς τη διάταξή της περί αναβολής έκδοσης οριστικής απόφασης έως την έκδοση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης για τα ζητήματα που αναφέρθηκαν στο ιστορικό της παρούσας.

 

       ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την περαιτέρω συζήτηση των με αριθμούς κατάθεσης ./31.5.2012 και ./29.6.2015 αγωγών.

 

       ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει τη με αριθμό κατάθεσης ./31.5.2012 αγωγή

 

       ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει στην ενάγουσα, νομίμως εκπροσωπούμενη από τον δικαστικό συμπαραστάτη αυτής ..., το ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000,00) ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής της βλάβης και το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000,00) ευρώ ως αποζημίωση για τις δυσμενείς συνέπειες που θα έχει στο κοινωνικό της μέλλον η μόνιμη αναπηρία, όλα τα ποσά νομιμοτόκως από την επίδοση σε αυτή της προγενέστερης υπ' αριθμ. έκθ. καταθ. ./13.12.2006 αγωγής και μέχρι την εξόφληση.

 

       ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγόμενη, ως προς την ως άνω αγωγή, στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτά χιλιάδων (7.000,00) ευρώ.

 

       ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την με αριθμό κατάθεσης ./29.6.2015 αγωγή.

 

       ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα, νομίμως εκπροσωπούμενη από τον δικαστικό συμπαραστάτη αυτής, το ποσό των σαράντα έξι χιλιάδων διακοσίων επτά ευρώ και πέντε λεπτών (46.207,50 ευρώ), ως αποζημίωση για το χρονικό διάστημα από 01.09.2002 έως 28.02.2005, νομιμοτόκως από τις 31.3.2010, ημέρα επίδοσης σε αυτή της προγενέστερης με αριθμό κατάθεσης ./2010 αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως.

 

       ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα, νομίμως εκπροσωπούμενη από τον δικαστικό συμπαραστάτη αυτής, το συνολικό ποσό των εκατόν εβδομήντα οκτώ χιλιάδων επτακοσίων ενενήντα πέντε ευρώ και είκοσι λεπτών (178.790,00 ευρώ), ήτοι, το ποσό των εβδομήντα οκτώ χιλιάδων επτακοσίων ενενήντα (78.790,00) ευρώ ως αποζημίωση για το χρονικό διάστημα από 01.03.2005 έως 31.12.2009 και το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000,00) ευρώ ως αποζημίωση για το χρονικό διάστημα από 01.01.2010 έως 31.12.2014, νομιμοτόκως από τις 31.3.2010, ημέρα επίδοσης σε αυτή της με αριθμό κατάθεσης ./2010 αγωγής.

 

       ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση κατά το καταψηφιστικό της σκέλος προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των σαράντα έξι χιλιάδων διακοσίων επτά ευρώ και πενήντα λεπτών (46.207,50 ευρώ).

 

       ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγόμενη, ως προς τη ως άνω δεύτερη αγωγή, στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, το οποίο ορίζει στο ποσό των έξι χιλιάδων (6.000,00) ευρώ.

 

       ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στη Θεσσαλονίκη την 22α Ιανουάριου 2024.

 

       Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

       ΔΗΜΟΣΙΕΎΤΗΚΕ στο ίδιο μέρος την 26η Φεβρουάριου 2024, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

       Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ