ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΠΠρΖακύνθου 10/2024
Απόρριψη αγωγής αναγνώρισης ακυρότητας πλήρωσης
διαλυτικής αίρεσης - Σύμμετρος καταλογισμός καταβολών σε επαχθή, ληξιπρόθεσμα
και σύγχρονα χρέη -.
Απόρριψη
αιτήματος ακυρότητας λόγω καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος πωλητών επί
υπογραφής με αυτοσύμβαση των πράξεων πλήρωσης
διαλυτικής αίρεσης και μεταγραφή τους. Απόρριψη αιτήματος αναγνώρισης
κυριότητας λόγω μη εγγραφής της αγωγής στα βιβλία διεκδικήσεων. Απόρριψη
αιτήματος αδικαιολόγητου πλουτισμού λόγω αοριστίας.
(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία
της δικηγόρου Αθηνών Άννας Τσουλφίδου).
ΑΠΟΦΑΣΗ 10/2024
(αριθμός έκθεσης κατάθεσης
κλήσης ./1-12-2022)
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
ΖΑΚΥΝΘΟΥ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές, Νικόλαο Κασμερίδη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αντώνιο Περάκη,
Πρωτόδικη - Εισηγητή, Θεόδωρο Νίκα, Πρωτόδικη, και από τη Γραμματέα, Αλεξάνδρα
Κόκλα.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του
την 20ή Σεπτεμβρίου 2023 για να δικάσει την ασκηθείσα
ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ζακύνθου υπ’ αρ.
έκθεσης κατάθεσης ./12-3-2021 αγωγή, που επαναφέρεται προς συζήτηση με την υπ’ αρ. έκθεσης κατάθεσης ./1-12-2022 κλήση μετά την έκδοση της
υπ’ αρ. 23/2022 απόφασης του άνω Δικαστηρίου, μεταξύ:
ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ - ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης
εταιρείας με την επωνυμία «ΔΗ- ΔΩ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και τον διακριτικό τίτλο
«ΔΗ-ΔΩ Α.Ε.», η οποία εδρεύει στην περιοχή Δροσιά της τοπικής ενότητας Κυψέλης
της δημοτικής ενότητας Αρκαδίων του Δήμου Ζακύνθου
και εκπροσωπείται νόμιμα, με Α.Φ.Μ. ., η οποία δεν παραστάθηκε, αλλά στις
24-2-2023 κατέθεσε προτάσεις διά της πληρεξούσιας δικηγόρου της, Αργυρώς Παναγοπούλου, του Δ.Σ. Αθηνών (Α.Μ. 33051), η οποία
προσκόμισε την από 23-2-2023 εξουσιοδότηση του νομίμου
εκπροσώπου της ενάγουσας, ., και το υπ’ αρ. Π./2023
γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ.Α.
ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ - ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1. ...
και 2. ..., που δεν παραστάθηκαν, αλλά στις 23-2-2023 κατέθεσαν προτάσεις διά
της πληρεξούσιας δικηγόρου τους, Άννας Τσουλφίδου,
του Δ.Σ. Αθηνών (Α.Μ. 23505), η οποία προσκόμισε τις από 1-2-2023 και 2-2-2023
εξουσιοδοτήσεις των εναγομένων και το υπ’ αρ. Π./2023 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του
Δ.Σ.Α.
ΤΗΣ ΠΡΟΣ ΗΝ Η ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ: Ιδιωτικής
κεφαλαιουχικής εταιρείας με την επωνυμία «. ΗΟΤΕL ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥΧΙΚΗ
ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και τον διακριτικό τίτλο «. ΗΟΤΕL» (όπως μετονομάστηκε η ιδιωτική
κεφαλαιουχική εταιρεία με την επωνυμία «. ΗΟΤΕL ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥΧΙΚΗ
ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και τον διακριτικό τίτλο «. ΗΟΤΕL»), η οποία εδρεύει στη Δροσιά
Κυψέλης Ζακύνθου και εκπροσωπείται νόμιμα, με Α.Φ.Μ. ., που δεν κατέθεσε
προτάσεις, ούτε παραστάθηκε στο ακροατήριο.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα, με την υπ’ αρ.
έκθεσης κατάθεσης 47/1-12-2022 κλήση, φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του
παρόντος Δικαστηρίου η ασκηθείσα ενώπιον του
Μονομελούς Πρωτοδικείου Ζακύνθου υπ’ αρ. έκθεσης
κατάθεσης ./12-3-2021 αγωγή μετά την έκδοση κατά την τακτική διαδικασία της υπ’
αρ. 23/2022 απόφασης του τελευταίου αυτού
Δικαστηρίου, η οποία, αφού τη συνεκδίκασε με την υπ’ αρ. έκθεσης κατάθεσης ./6-5-2021 ανακοίνωση δίκης των εναγομένων προς την προς ην η κοινοποίηση, η οποία
(ανακοίνωση δίκης) δεν επαναφέρεται προς συζήτηση με την άνω κλήση, διέταξε την
παραπομπή της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Σημειωτέον
δε ότι από τον φάκελο της δικογραφίας δεν προκύπτει πως η προς ην η
κοινοποίηση, ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία, κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα
στην προκειμένη δίκη, αφού, όπως αποδεικνύεται από την υπ’ αρ.
.γ’/9-12-2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του
Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Ζακύνθου, ., ακριβές αντίγραφο της υπ’ αρ. έκθεσης κατάθεσης ./1-12-2022 κλήσης δεν επιδόθηκε στον
νόμιμο εκπρόσωπό της, όπως επιτάσσει το άρθρο 126 παρ. 1 περ. γ’ ΚΠολΔ, αλλά στον δικηγόρο του Δ.Σ. Ζακύνθου, Δημήτριο Ποταμίτη, ο οποίος, ωστόσο, δεν προκύπτει πως είναι νομίμως
διορισθείς πληρεξούσιος δικηγόρος και αντίκλητός της (βλ. σχετ.
άρθ. 96 παρ. 1, 142 παρ. 1 και 143 παρ. 1-2 ΚΠολΔ). Ο
τελευταίος, εξάλλου, δεν είχε παραστεί για λογαριασμό της ούτε στη δίκη, επί
της οποίας εκδόθηκε η προειρημένη υπ’ αρ. 23/2022
απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ζακύνθου και κατά την οποία η άνω ιδιωτική
κεφαλαιουχική εταιρεία δικάστηκε ερήμην.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 202 ΑΚ,
«αν με τη δικαιοπραξία εξαρτήθηκε η ανατροπή των αποτελεσμάτων της από γεγονός
μελλοντικό και αβέβαιο (αίρεση διαλυτική), μόλις συμβεί το γεγονός αυτό παύει η
ενέργεια της δικαιοπραξίας και επανέρχεται αυτοδικαίως η προηγούμενη
κατάσταση». Ενόψει της εν λόγω διάταξης, ο διαλυτικός όρος, ο οποίος περιέχεται
στη σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης της κυριότητας ακινήτου και σύμφωνα με τον
οποίο, σε περίπτωση που ο αγοραστής, ο οποίος ανέλαβε την υποχρέωση για ορισμένη,
εντός τακτής προθεσμίας, ενέργεια, που μπορεί να συνίσταται και στην καταβολή
του πιστωθέντος τιμήματος, δεν προέβη στην εκπλήρωση
αυτής, θα εκπίπτει από κάθε δικαίωμά του που απορρέει από την πώληση και το πωληθέν θα καθίσταται αναγόραστο
και θα επιστρέφεται χωρίς άλλη διατύπωση στην κυριότητα του πωλητή, αποτελεί
αναμφίβολα παρεμβολή στη σύμβαση διαλυτικής αίρεσης, υπό την οποία τελεί τόσο η
κατά το άρθρο 1033 ΑΚ συμφωνία για τη μεταβίβαση της κυριότητας, όσο και η
ενοχική δικαιοπραξία της πώλησης, η οποία συνιστά, κατά την παραπάνω διάταξη,
τη νόμιμη αιτία της μεταβίβασης. Όταν δε η διαλυτική αυτή αίρεση πληρωθεί,
διότι παρήλθε άπρακτη η προθεσμία, εντός της οποίας όφειλε να ενεργήσει ο
αγοραστής, τότε, κατά τη βούληση των μερών, που σαφώς εκφράστηκε και είναι
σύμφωνη με τα οριζόμενα στην προεκτεθείσα διάταξη του
άρθρου 202 ΑΚ, ανατρέπεται η όλη σύμβαση τόσο κατά την ενοχική όσο και κατά την
εμπράγματη ενέργειά της, υπό την έννοια ότι παύει αυτή να ισχύει με την
επέλευση του αιρετικού γεγονότος και επανέρχεται αυτοδικαίως η προηγούμενη
κατάσταση, άρα και η κυριότητα στον πωλητή, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε
άλλη ενέργειά του, ενώ ο αγοραστής εκπίπτει από τα δικαιώματά του από τη
σύμβαση πώλησης (ΑΠ 1361/2017, ΑΠ 389/2017, ΑΠ 2099/2009, ΑΠ 1133/2009, ΑΠ
848/2008, ΑΠ 637/2003, ΕφΛαρ 110/2015 ΤΝΠ Νόμος,
Γεωργιάδης Γ. σε Γεωργιάδη Απ. - Σταθόπουλο Μ.,
Αστικός Κώδικας, Γενικές Αρχές, Τόμος ΙΒ, 2016, άρθρο 202, σελ. 934επ.).
Εξάλλου, σε περίπτωση ύπαρξης αμφισβήτησης σχετικά με την πλήρωση ή μη της
διαλυτικής αίρεσης, είναι παραδεκτή η άσκηση κατ’ άρθρο 70 ΚΠολΔ
αναγνωριστικής αγωγής (Φλάμπουρας, σε ΣΕΑΚ αρθ. 202, αρ.18). Ακόμη, κατά το άρθρο 207 παρ. 2 ΑΚ, η
αίρεση θεωρείται ότι δεν πληρώθηκε, αν την πλήρωσή της προκάλεσε αντίθετα προς την
καλή πίστη εκείνος, που θα τον ωφελούσε η πλήρωσή της. Η έννοια της καλής πίστης, κατά την ως άνω διάταξη, εκτιμάται
αντικειμενικώς, όπως στα άρθρα 200, 281 και 288 ΑΚ. Δηλαδή, νοείται με αυτήν η
αντίληψη του μέσου όρου του ευπρεπώς και τιμίως φερόμενου προσώπου, που μετέχει
στις συναλλαγές. Δεν αποκλείεται η αντίθετα προς την καλή πίστη συμπεριφορά,
που εκδηλώνεται συνήθως με θετικές ενέργειες, να γίνεται και με παράλειψη οφειλομένης, κατά νόμον ή κατά
την συμφωνία ή κατά τα συναλλακτικά ήθη, ενέργεια (ΑΠ 892/1980 ΝοΒ 29.284, σχετ. ΑΠ 1178/1980, ΕφΑΘ 10376/1988). Ωστόσο, πρέπει να υπάρχει αιτιώδης
συνάφεια μεταξύ της πράξης ή παράλειψης του ωφελουμένου
από την πλήρωση της αίρεσης, που είναι αντίθετη στην καλή πίστη, και της
πλήρωσης της αίρεσης. Απλή δε διευκόλυνση της πλήρωσης της αίρεσης δεν αρκεί
γιατί απαιτείται οπωσδήποτε να επήλθε η πλήρωσή της ύστερα από την, αντικείμενη στην καλή πίστη, συμπεριφορά του ωφελουμένου από την πλήρωση της αίρεσης (βλ. Γιαννόπουλου,
υπ’ αρ. 207 παρ. 3, Τούση, Γεν.Αρχ., παρ. 138 υποσημ. 2, Γεωργιάδη - Σταθοπούλου, Γεν.
Αρχ. Αστ. Κώδ. (1978) σελ.
342, ΑΠ 435/1957 ΕΕΝ 25.24, ΕφΑΘ 2146/1969 Αρμ 24.135). Ο επικαλούμενος δε την, κατά το άρθρο 207 παρ.
2 ΑΚ, μη πλήρωση της αίρεσης εναγόμενος οφείλει να ισχυρισθεί υπό μορφή
ένστασης και, κατά το άρθρο 262 παρ. 1 ΚΠολΔ, να
εκθέσει σαφώς και ορισμένως και στη συνέχεια να αποδείξει τα θεμελιούντα αυτή γεγονότα, που συγκλίνουν στο ότι συνεπεία
της, αντίθετης προς την καλή πίστη, συμπεριφοράς του άλλου μέρους, προκλήθηκε η
πλήρωση της αίρεσης (βλ. Τούση, Γεν.Αρχ.,
παρ. 138 υποσημ. 2, όπου και παραπομπές). Εξάλλου, ως ζημιούμενος
από την πλήρωση της αίρεσης κατά το άρθρο 207 ΑΚ θεωρείται όχι μόνο ο
υφιστάμενος από αυτή ζημία κατά κυριολεξία, δηλαδή υπό την έννοια των άρθρων
297 και 298 ΑΚ, αλλά και ο υπό αίρεση υπόχρεος και γενικότερα ο δεσμευόμενος
από την πλήρωσή της (ΑΠ 1967/2009, ΑΠ 304/2001 ΤΝΠ Νόμος). Εάν η αίρεση
πληρωθεί, η δικαιοπραξία θεωρείται ότι δεν έγινε ποτέ, με αποτέλεσμα να
αποσβήνεται κάθε δικαίωμα προσδοκίας του υπό αίρεση δικαιούχου και οποιαδήποτε
παροχή καταβλήθηκε να αναζητείται κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου
πλουτισμού. Όλα τα ανωτέρω (χαρακτήρας αίρεσης, εύλογος χρόνος πληρώσεως αυτής
και πλήρωση ή ματαίωση), κρίνονται από το περιεχόμενο της δικαιοπραξίας, ερμηνευομένης όπως απαιτεί η καλή πίστη και τα συναλλακτικά
ήθη, αφού ληφθεί υπόψη όχι μόνο ο σκοπός της σύμβασης, αλλά και το σύνολο των
περιστάσεων ακόμη και γεγονότα εκτός αυτής, που μπορούν να επηρεάσουν τη
συμπεριφορά των συναλλασσόμενων και να επιδράσουν στη δυνατότητα ή μη της
εκπληρώσεως των συμβατικών τους υποχρεώσεων, σύμφωνα και με τα άρθρα 200, 281
και 288 ΑΚ (ΑΠ 1967/2009, ΑΠ 304/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, στο άρθρο 388 ΑΚ
ορίζονται οι προϋποθέσεις, υπό τις οποίες παρέχεται στον έναν από τους
συμβαλλομένους σε αμφοτεροβαρή σύμβαση το διαπλαστικό δικαίωμα να ζητήσει από
το δικαστήριο την αναγωγή της οφειλόμενης παροχής στο μέτρο που αρμόζει ή και
τη λύση ολόκληρης της σύμβασης, εφόσον η τελευταία δεν έχει ακόμη εκτελεστεί,
και οι οποίες είναι: α) η μεταβολή των περιστατικών, στα οποία κυρίως, με βάση
την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, τα μέρη στήριξαν τη σύναψη της
αμφοτεροβαρούς σύμβασης, β) η μεταβολή να είναι μεταγενέστερη από την κατάρτιση
της σύμβασης και να οφείλεται σε λόγους, που ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να
προβλεφθούν, και γ) από τη μεταβολή αυτή η παροχή του οφειλέτη, αν ληφθεί υπόψη
και η αντιπαροχή, να καθίσταται υπέρμετρα επαχθής. Επομένως, για να είναι
ορισμένος και νόμιμος ο ισχυρισμός, που στηρίζεται στην παραπάνω διάταξη, είτε
αυτός προβάλλεται με αγωγή, είτε με ανταγωγή, είτε με ένσταση για να
αποκρουστεί η αγωγή εκτέλεσης της σύμβασης, πρέπει να έχει σαφή και ευσύνοπτη
ιστορική βάση, να περιέχει δηλαδή όλα τα προαναφερόμενα στοιχεία, που απαιτεί ο
νόμος. Ειδικότερα, τα περιστατικά, στα οποία οι συμβαλλόμενοι στήριξαν τη
σύμβαση, πρέπει, για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής κατ’ άρθ. 216 παρ.
1 και 118 αρ. 4 ΚΠολΔ, να
εκτίθενται με ακρίβεια σ’ αυτό και να γίνεται μνεία ότι η σύμβαση στηρίχθηκε
στα περιστατικά αυτά, αλλιώς η αγωγή θα είναι αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής
εκτίμησης. Τέτοια περιστατικά είναι εκείνα, τα οποία δεν επέρχονται κατά την
κανονική πορεία των πραγμάτων, αλλά προκαλούνται από ασυνήθιστα γεγονότα,
φυσικά, πολιτικά, κοινωνικά ή οικονομικά, εξαιτίας των οποίων επέρχεται πλήρης
κατάλυση της ισορροπίας μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, ώστε ο μεν οφειλέτης,
εκτελώντας τη σύμβαση, να υφίσταται ουσιώδη και υπερμεγέθη ζημία, που
προκλήθηκε εκτάκτως και απρόοπτα, ο δε αντισυμβαλλόμενος να ωφελείται υπέρμετρα
από την περιουσία του υπόχρεου, ενώ, αν εξελισσόταν ομαλά η σύμβαση, η
οικονομική επιβάρυνση θα ήταν συνήθης και αυτή που είχε προβλεφθεί. Έτσι,
γενικής φύσης περιστατικά και ιδίως τυχαία, που συμβαίνουν συνήθως, όπως είναι
η αυξομείωση των εισπράξεων μιας επιχείρησης, η αύξηση (ή μείωση) της αξίας του
ακινήτου λόγω αύξησης (ή μείωσης) της ζήτησης για μίσθωση ανάλογων ακινήτων, η
αύξηση του κόστους ζωής κ.λπ., ούτε έκτακτα ούτε απρόβλεπτα μπορούν να
χαρακτηριστούν. Αντίθετα, απρόοπτη μεταβολή των περιστατικών, στα οποία
στηρίχθηκαν τα μέρη, μπορεί να αποτελέσει και η επιδείνωση της οικονομικής
κατάστασης της Χώρας, όταν είναι έκτακτης φύσης και τόσο μεγάλη ώστε να
υπερβαίνει τις συνήθεις ή λογικά προβλεπόμενες διακυμάνσεις της σταθερότητας
και να ανατρέπει τους υπολογισμούς των μερών κατά την καλή πίστη και τα
συναλλακτικά ήθη. Για να στοιχειοθετηθεί, όμως,
περίπτωση εφαρμογής του υπόψη άρθρου δεν αρκεί μόνη η εν λόγω επιδείνωση της
οικονομικής κατάστασης της Χώρας, αλλά θα πρέπει να κριθεί σε σχέση και με τις
υπόλοιπες συνθήκες και ιδίως το αναμενόμενο κέρδος από τη σύμβαση, την
οικονομική κατάσταση των μερών, την εξυπηρετούμενη ανάγκη αυτών κ.λπ. (ΑΠ
841/2017, ΑΠ 207/2017, ΑΠ 1592/2014 ΤΝΠ Νόμος). Επιπλέον, η διάταξη του άρθρου
288 ΑΚ, κατά την οποία "ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την
παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά
ήθη", εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε ενοχή, άσχετα του αν αυτή απορρέει από
σύμβαση ετεροβαρή ή αμφοτεροβαρή ή από άλλη δικαιοπραξία ή αν πηγάζει ευθέως
από το νόμο, εκτός αν προβλέπεται άλλη ανάλογη ειδική προστασία ή αν συντρέχουν
οι ειδικές προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 388 ΑΚ. Η διάταξη αυτή παρέχει
στον δικαστή τη δυνατότητα, όταν, λόγω συνδρομής ειδικών συνθηκών, η εμμονή
στην εκπλήρωση της παροχής είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και την εντιμότητα
που επιβάλλονται στις συναλλαγές, να την επεκτείνει ή να την περιορίσει, με
βάση αντικειμενικά κριτήρια, κατά τις αντιλήψεις που κρατούν στις συναλλαγές,
στο επίπεδο εκείνο, το οποίο ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της συναλλακτικής
καλής πίστης. Έτσι, ο οφειλέτης δεν αποκλείεται να ζητήσει, κατά το άρθρο 288
ΑΚ, αναπροσαρμογή της οφειλής, αρχικής ή μετά από αναπροσαρμογή, συμβατικής ή
νόμιμης (αντικειμενικής), εφόσον, εξαιτίας προβλεπτών ή απρόβλεπτων
περιστάσεων, επήλθε αδιαμφισβήτητα τόσο ουσιώδης μείωση της αξίας της οφειλής,
ώστε, με βάση τις συγκεκριμένες συνθήκες, η εμμονή του δανειστή στην καταβολή
της ίδιας οφειλής να είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και την εντιμότητα που
απαιτούνται στις συναλλαγές και να επιβάλλεται σύμφωνα με την καλή πίστη και τα
συναλλακτικά ήθη - παρά την ανάγκη κατοχύρωσης της ασφάλειας των συναλλαγών, η
οποία πρέπει πάντοτε να συνεκτιμάται - η αναπροσαρμογή της οφειλής στο επίπεδο
εκείνο, το οποίο αίρει την δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών και αποκαθιστά
την καλή πίστη που έχει διαταραχθεί (ΟλΑΠ 3/2014, ΟλΑΠ 9/1997 ΤΝΠ Νόμος). Όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του
άρθρου αυτού (288 ΑΚ), ο οφειλέτης μπορεί να ζητήσει με αγωγή την αναπροσαρμογή
της καταβαλλόμενης οφειλής, η οποία οφείλεται από την επίδοση της αγωγής.
Ειδικότερα, το έργο του δικαστηρίου, προκειμένου να αποφασίσει την
αναπροσαρμογή συνίσταται στη σύγκριση δύο ποσών, δηλαδή της καταβαλλόμενης
οφειλής και του "ελεύθερου" - για το οποίο κυρίως διεξάγεται ο
δικαστικός αγώνας - το οποίο παριστάνει την αξία της οφειλής, ευρισκόμενης με
βάση τα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους συγκριτικά στοιχεία. Αν μεταξύ των
δύο αυτών ποσών υπάρχει διαφορά, αυτή δεν επιδικάζεται, αλλά πρέπει περαιτέρω
το δικαστήριο να κρίνει αν αυτή είναι τέτοια, ώστε, κατά τις αρχές της καλής
πίστης, να δημιουργείται η ανάγκη αναπροσαρμογής. Ανάγκη αναπροσαρμογής, κατά
τις αρχές της καλής πίστης, υπάρχει όταν, λόγω ουσιώδους μείωσης της οφειλής,
επέρχεται ζημία στον οφειλέτη, η οποία υπερβαίνει, κατά τα συναλλακτικά ήθη,
τον κίνδυνο που αναλαμβάνει αυτός, καταρτίζοντας τη σύμβαση με τη συγκεκριμένη
οφειλή, οπότε και περιορίζεται η ζημία του με τη μείωση της οφειλής, όπως
επίσης και στην αντίστροφη περίπτωση ζημίας στον οφειλέτη, η οποία περιορίζεται
με την ανάλογη αύξηση της οφειλής. Στη συνέχεια και εφόσον διαπιστωθεί η ύπαρξη
ανάγκης αναπροσαρμογής κατά την προεκτιθέμενη έννοια,
η αναπροσαρμογή δεν θα ακολουθήσει τυπικό μαθηματικό υπολογισμό και δεν θα
χορηγηθεί ολόκληρη η διαφορά που έχει προκύψει, αλλά θα αναπροσαρμοστεί η
οφειλή στο επίπεδο εκείνο, το οποίο αίρει τη δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών
και αποκαθιστά την καλή πίστη που έχει διαταραχθεί (ΟλΑΠ
3/2014). Ακόμη, μεταβολή των συνθηκών, με την έννοια του άρθρου 288 ΑΚ, μπορεί
να αποτελέσουν η σημαντική αύξηση ή ουσιώδης μείωση της αξίας της οφειλής, η
σημαντική αύξηση ή μείωση του τιμαρίθμου, η υποτίμηση του νομίσματος, η από
διαφόρους λόγους αυξομείωση της ζήτησης των ακινήτων και άλλοι λόγοι, με
δεδομένο ότι οι περιπτώσεις, στις οποίες χωρεί αναπροσαρμογή οφειλής κατά τη
διάταξη αυτή, δεν είναι δυνατό, όπως είναι φυσικό, να προβλεφθούν λεπτομερώς,
αφού η σχετική κρίση εξαρτάται από τις συγκεκριμένες συνθήκες που συντρέχουν
κάθε φορά. Την συνδρομή, πάντως, των ειδικών συνθηκών, που επιβάλλουν την
εφαρμογή της εν λόγω διάταξης, οφείλει, για την πληρότητα της σχετικής αγωγής,
να επικαλεστεί και, σε περίπτωση αμφισβήτησης, να αποδείξει ο ενάγων, όπως θα
εκτεθεί και παρακάτω. Το δικαίωμα αναπροσαρμογής της οφειλής είναι διαπλαστικής
φύσης, παρέχει δηλαδή τη δυνατότητα να επιδιωχθεί με αγωγή η διάπλαση για το
μέλλον της έννομης σχέσης, η οποία μεταβάλλεται ως προς το ύψος της από την
άσκηση της αγωγής (ΑΠ 403/2017, ΑΠ 763/2016 ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, κατά την
έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, ως
καταχρηστική, όταν η προφανής υπέρβαση των ορίων, τα οποία επιβάλλουν η καλή
πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή ο οικονομικός του σκοπός, προκύπτει από
τη συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή από την πραγματική κατάσταση που
διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε ή από τις περιστάσεις που
μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή
του, σύμφωνα με τις αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου για το δίκαιο και
την ηθική. Η μακρά μόνο αδράνεια του δικαιούχου, ακόμη και αν δημιούργησε στον
υπόχρεο την πεποίθηση ότι αυτός δεν θα ασκήσει το δικαίωμά του, δεν καθιστά τη
μεταγενέστερη άσκησή του καταχρηστική, εκτός αν η αδράνεια αυτή συνοδεύεται από
ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, εξαιτίας των οποίων η ανατροπή, με τη
μεταγενέστερη άσκησή του, της κατάστασης που δημιουργήθηκε, συνεπάγεται
επαχθείς, όχι, όμως και, κατ’ ανάγκη, αφόρητες ή υπέρμετρα επαχθείς συνέπειες
για τον υπόχρεο, για την αποτροπή των οποίων να επιβάλλεται, με γνώμονα την
καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος,
η θυσία του (ΟλΑΠ 10/2012, ΑΠ 75/2021). Ακόμη, κατά
το άρθρο 404 ΑΚ, «ο οφειλέτης μπορεί να υποσχεθεί στον δανειστή ως ποινή
χρηματικό ποσό ή κάτι άλλο (ποινική ρήτρα), για την περίπτωση που δεν θα
εκπληρώσει ή που δεν θα εκπληρώσει προσηκόντως την παροχή», ενώ, κατά το άρθρο
405 ΑΚ, «η ποινή καταπίπτει αν ο οφειλέτης αδυνατεί υπαίτια να εκπληρώσει την
παροχή ή αν περιέλθει σε υπερημερία. Η κατάπτωση της ποινής επέρχεται και αν
ακόμη ο δανειστής δεν έχει υποστεί καμία ζημιά». Κατά δε την διάταξη του άρθρου
409 ΑΚ, «αν η ποινή που συμφωνήθηκε είναι δυσανάλογα μεγάλη, μειώνεται, ύστερα
από αίτηση του οφειλέτη, από το δικαστήριο στο μέτρο που αρμόζει. Αντίθετη
συμφωνία δεν ισχύει». Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι το δικαστήριο της
ουσίας, για τη μόρφωση της δικαστικής του κρίσης σε σχέση με τον προσδιορισμό
του περιεχομένου της αόριστης νομικής έννοιας της "δυσανάλογα μεγάλης
ποινής" και του "μέτρου που αρμόζει", λαμβάνει υπόψη του τα
περιστατικά, που συντρέχουν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση και ιδίως το μέγεθος
της ποινής, σε σύγκριση με την αξία της αντιπαροχής του δανειστή, την
οικονομική κατάσταση των μερών, τα συμφέροντα του δανειστή που επλήγησαν από
την αθέτηση της σύμβασης, την έκταση της συμβατικής παράβασης του οφειλέτη, τον
βαθμό του πταίσματός του, την ενδεχόμενη ωφέλειά του από τη μη εκπλήρωση της
παροχής, καθώς και κάθε δικαιολογημένο συμφέρον του δανειστή και τα απώτερα
επιβλαβή αποτελέσματα, που είχε γι’ αυτόν η μη εκπλήρωση ή η μη προσήκουσα
εκπλήρωση της παροχής (ΑΠ 981/2018, ΑΠ 1738/2017, ΑΠ 874/2017 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ
1118/2015 ΧρΙΔ 2016.500, ΑΠ 751/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ
1623/2014 ΝοΒ 2015.285, ΑΠ 811/2013 ΝοΒ 2013.2494, ΑΠ 1598/2013 ΝοΒ
2014.362). Για τη σχετική δε κρίση του δικαστηρίου, λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος
έκδοσης της οριστικής απόφασής του, δηλαδή της συζήτησης, μετά την οποία
εκδόθηκε η απόφαση, ασχέτως εάν κατά τις περιστάσεις λαμβάνονται υπόψη
περιστατικά, που ανάγονται σε προγενέστερο χρόνο (ΑΠ 1738/2017 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ
811/2013 ΝοΒ 2013.2494, ΑΠ 1768/2011 ΝοΒ 2012.950, ΑΠ 605/2010 ΧρΙΔ
2011.263 και ΝοΒ 2010.2009, ΕφΑΘ
980/2014 ΤΝΠ Νόμος). Το αίτημα του οφειλέτη περί μείωσης της ποινικής ρήτρας,
κατ’ αρθ. 409 ΑΚ, μπορεί να έχει περιεχόμενο απλώς
και μόνο τη μείωση της ποινής στο μέτρο που αρμόζει, χωρίς να απαιτείται
ταυτόχρονα αριθμητικός καθορισμός της ζητούμενης μείωσης, γιατί αυτό αφορά τη δικαιοπλαστική εξουσία του Δικαστηρίου (ΕφΘεσ
2974/1998 Αρμ 1999.30, ΕφΘεσ
588/1996 ΑρχΝ 1996.331). Ωστόσο, για το ορισμένο του
αιτήματος είναι αναγκαία η επίκληση συγκεκριμένων γεγονότων, τα οποία
θεμελιώνουν το "δυσανάλογο" της ποινής. Διαφορετικά το αίτημα
απορρίπτεται ως αόριστο (ΕφΘεσ 2974/1998 Αρμ 1999.30). Συγκεκριμένα, από τον συνδυασμό της διάταξης
του αρθ. 409 ΑΚ με αυτές των αρθ.
216 και 262 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι για να είναι
ορισμένη μία αίτηση περί μείωσης της ποινικής ρήτρας στο προσήκον μέτρο, πρέπει
ο οφειλέτης να επικαλεσθεί και, σε περίπτωση αμφισβητήσεώς τους, να αποδείξει
ορισμένα περιστατικά, εκ των οποίων παρίσταται υπέρμετρη η ποινή, ιδίως δε το
μέγεθος της ποινής σε σύγκριση προς την αξία της αντιπαροχής του δανειστή, την
οικονομική κατάσταση των μερών, τα εκ της αθετήσεως της συμβάσεως πληγέντα
συμφέροντα του δανειστή και μάλιστα όχι μόνο την περιουσιακή, αλλά και την
τυχόν ηθική βλάβη αυτού, την έκταση της συμβατικής παράβασης του οφειλέτη, τον
βαθμό του πταίσματος αυτού και το γεγονός της τυχόν ωφέλειάς του εκ της μη
εκπλήρωσης της παροχής, καθώς και κάθε δικαιολογημένο ςυμφέρον
του δανειστή και τα απώτερα ακόμη επιβλαβή γενικώς αποτελέσματα, τα οποία είχε
γι’ αυτόν η μη εκπλήρωση ή μη προσήκουσα εκπλήρωση της παροχής, όχι δε απλώς τη
μη επέλευση σ’ αυτόν ζημίας ή το μέγεθος αυτής, αφού, κατά το άρθρο 405 ΑΚ, η
κατάπτωση της ποινής επέρχεται κι αν ακόμη ο δανειστής δεν υπέστη ζημία (ΑΠ
1460/2005 ΕλλΔνη 2006.185, ΕφΑΘ
4747/2002 ΕλλΔνη 2003.566). Εξάλλου, κατά το άρθρο
216 παρ. 1 ΚΠολΔ, η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που
ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων
που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον
ενάγοντα κατά του εναγόμενου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς
και γ) ορισμένο αίτημα. Αν ελλείπουν τα στοιχεία αυτά, η αγωγή απορρίπτεται ως
απαράδεκτη, εξαιτίας της αοριστίας της, και αυτεπαγγέλτως, ενώ η αοριστία του
δικογράφου δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή σε
άλλα έγγραφα της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την
κρινόμενη αγωγή, η ενάγουσα εκθέτει ότι, δυνάμει του νομίμως μεταγεγραμμένου υπ’ αρ. ./25.8.2016
συμβολαίου πώλησης της συμβολαιογράφου Ζακύνθου, ., απέκτησε από τους
εναγόμενους κατά πλήρη κυριότητα το λεπτομερώς περιγραφόμενο στο οικείο
δικόγραφο ακίνητο, έναντι τιμήματος, συνολικού ύψους 103.000 ευρώ, εκ του
οποίου κατά την υπογραφή του άνω συμβολαίου καταβλήθηκε το ποσό των 3.000 ευρώ.
Ότι το υπόλοιπο τίμημα συμφωνήθηκε να καταβληθεί τμηματικά μέσω πέντε (5) άτοκων
ισόποσων δόσεων, εκ των οποίων (δόσεων) η πρώτη ήταν καταβλητέα μέχρι την
31.12.2016, ενώ η τελευταία το αργότερο έως την 15.9.2020. Ότι, περαιτέρω,
δυνάμει του νομίμως μεταγεγραμμένου υπ’ αρ. ./25.8.2016 συμβολαίου πώλησης της συμβολαιογράφου
Ζακύνθου, ., η ίδια (ενάγουσα) απέκτησε επίσης από τους εναγόμενους κατά πλήρη
κυριότητα το έτερο λεπτομερώς περιγραφόμενο στο οικείο δικόγραφο ακίνητο,
έναντι τιμήματος, συνολικού ύψους 97.000 ευρώ, εκ του οποίου κατά την υπογραφή
του άνω συμβολαίου καταβλήθηκε το ποσό των 7.000 ευρώ. Ότι το υπόλοιπο τίμημα
συμφωνήθηκε να καταβληθεί τμηματικά μέσω πέντε (5) άτοκων δόσεων, εκ των οποίων
(δόσεων) η πρώτη ήταν καταβλητέα μέχρι την 31.12.2016, ενώ η τελευταία το
αργότερο έως την 15.9.2020. Ότι αμφότερες οι εν λόγω πωλήσεις, κατά τα
προβλεπόμενα στα πιο πάνω συμβόλαια, τελούσαν υπό τη διαλυτική αίρεση της μη
καταβολής καθεμιάς από τις άνω δόσεις εντός προθεσμίας δέκα ημερών από την
παρέλευση της δήλης ημέρας καταβολής της. Ότι σε περίπτωση πλήρωσης τούτης της
αίρεσης αφενός έκαστο πωληθέν ακίνητο θα περιερχόταν
αυτοδικαίως και κατά πλήρη κυριότητα στους εναγόμενους, αφετέρου δε θα
κατέπιπτε υπέρ των τελευταίων και ως ποινική ρήτρα το μέχρι τότε καταβληθέν σε
αυτούς από την ίδια (ενάγουσα) τίμημα για την αγορά του. Ότι διά του χρηματικού
ποσού των 100.000 ευρώ, που, πλέον των δύο ανωτέρω προκαταβολών, συνολικού
ύψους 10.000 ευρώ, καταβλήθηκε τμηματικά κατά τις αναφερόμενες στην αγωγή
ημερομηνίες, η ίδια έχει ήδη εξοφλήσει πλήρως το τίμημα τουλάχιστον για το ένα
από τα δύο πωληθέντα σε αυτή ακίνητα. Ότι ενώ είχαν
παρέλθει δύο και πλέον έτη από την υπογραφή των επίμαχων συμβολαίων δίχως
παράπονα εκ μέρους των συμβληθέντων σε αυτά μερών,
στις 18.12.2019 οι εναγόμενοι, επικαλούμενοι πως η ίδια δεν είχε καταβάλλει
υπαίτια μέρος των δόσεων του έτους 2018, καθώς και ολόκληρες τις δόσεις του
έτους 2019, της κοινοποίησαν μία εξώδικη δήλωση, με την οποία την καλούσαν να
εμφανιστεί στις 17-1-2020 ενώπιον της συμβολαιογράφου Ζακύνθου, …, προκειμένου
να υπογράφει μία πράξη πλήρωσης διαλυτικής αίρεσης, διά της οποίας αμφότερα τα
πιο πάνω ακίνητα θα περιέρχονταν αυτοδίκαια σε αυτούς. Ότι η ίδια διά του νομίμου εκπροσώπου της, …, και για τους εκτιθέμενους στην
αγωγή λόγους αρνήθηκε να συμπράξει στην κατάρτιση της εν λόγω πράξης. Ότι, παρά
την άρνησή της ταύτη, οι εναγόμενοι προέβησαν τελικά στη σύνταξη των υπ’ αρ. …/17-1-2020 πράξεων πλήρωσης διαλυτικής αίρεσης της
ίδιας πιο πάνω συμβολαιογράφου, τις οποίες και μετέγραψαν στα οικεία βιβλία.
Ότι οι εν λόγω πράξεις τυγχάνουν άκυρες, διότι οι αναφερόμενες σε αυτές
διαλυτικές αιρέσεις πληρώθηκαν εξαιτίας της δόλιας, καταχρηστικής και αντίθετης
τόσο στην καλή πίστη όσο και στα συναλλακτικά ήθη συμπεριφοράς των εναγομένων, οι οποίοι έχουν ανεύρει νέο αγοραστή για τα
ακίνητά τους και οι οποίοι, στο πλαίσιο προφορικής συμφωνίας τους με τον νόμιμο
εκπρόσωπό της (ενάγουσας), καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταξύ τους έννομης σχέσης
και παρά τα αναγραφόμενα στα σχετικά συμβόλαια, αποδέχονταν όπως οι καταβολές
εκ μέρους της ιδίας προς εξόφληση του τιμήματος της αγοράς των δύο ανωτέρω
οικοπέδων, που έχει αποπληρωθεί σε ποσοστό άνω του 50%, δεν λάμβαναν χώρα στις
καθορισθείσες για αυτές ημερομηνίες, αλλά γίνονταν ανάλογα και με την
οικονομική κατάστασή της. Ότι η πλήρωση των δύο πιο πάνω διαλυτικών αιρέσεων
τυγχάνει μη νόμιμη και αντίθετη στις διατάξεις των άρθ. 288 και 388 ΑΚ, αφενός
διότι οι σχετικές ρήτρες περιλήφθηκαν στα οικεία συμβόλαια για τυπικούς λόγους,
χωρίς οι συμβαλλόμενοι και κυρίως η ίδια να αποβλέπουν σε αυτές, και αφετέρου
διότι, ενόψει των μέτρων που ελήφθησαν προς αποτροπή της διασποράς του κορωνοϊού, παρεκτός της επιδείνωσης όλων των δεικτών της
οικονομίας, διακόπηκε η λειτουργία του ξενοδοχείου της (ενάγουσας) και
περιορίστηκε ο κύκλος εργασιών της, με αποτέλεσμα να επέλθει απρόοπτη μεταβολή
των συνθηκών, στις οποίες αυτή στήριξε την κατάρτιση των παραπάνω συμβάσεων, η
δε εμμονή στην εκπλήρωση των προβλεπόμενων από αυτές παροχών επιφέρει στην ίδια
υπέρμετρη ζημία, ενώ στους εναγόμενους αναίτιο όφελος. Ότι η συνομολογηθείσα δυνάμει των ανωτέρω συμβολαίων ποινική
ρήτρα υπέρ των εναγομένων, η οποία ενόψει των εκ
μέρους της ιδίας καταβολών, ανέρχεται στο συνολικό χρηματικό ποσό των 110.000
ευρώ, τυγχάνει για τους ειδικότερα εκτιθέμενους στο κρινόμενο δικόγραφο λόγους
δυσανάλογα μεγάλη. Ότι κατά το τελευταίο αυτό χρηματικό ποσό οι εναγόμενοι
κατέστησαν αδικαιολογήτως πλουσιότεροι σε βάρος της περιουσίας της, αφού η
πλήρωση της διαλυτικής αίρεσης, που περιεχόταν στα δύο προαναφερόμενα
συμβόλαια, επήλθε κατά τρόπο μη νόμιμο και καταχρηστικό. Με βάση το εν λόγω
ιστορικό, η ενάγουσα ζητεί να αναγνωριστεί ότι η διαλυτική αίρεση, που τέθηκε
στα δύο προμνημονευόμενα συμβόλαια αγοραπωλησίας ακινήτων, ουδέποτε πληρώθηκε,
με αποτέλεσμα οι ανωτέρω υπ’ αρ. …/17-1-2020 πράξεις
της συμβολαιογράφου Ζακύνθου, ., να είναι ανίσχυρες και η πλήρης κυριότητα
αμφότερων των ως άνω οικοπέδων να ανήκει στην ίδια. Επικουρικά, ζητεί να
αναγνωριστεί ότι η επίμαχη διαλυτική αίρεση, ενόψει της διάταξης του άρθ. 288
ΑΚ περί υποχρέωσης του οφειλέτη να εκπληρώνει την παροχή σύμφωνα με την καλή
πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, καθώς και του ήδη καταβληθέντος εκ μέρους της
χρηματικού ποσού των 100.000 ευρώ, που υπερβαίνει το τίμημα, που ορίστηκε στο
πλαίσιο του υπ’ αρ. ./25-8-2016 συμβολαίου, ήρθη
οριστικά ως προς αυτό, με αποτέλεσμα το ακίνητο, για το οποίο τούτο συντάχθηκε
να ανήκει στην ίδια, ενώ αντίθετα πληρώθηκε ως προς το έτερο υπ’ αρ. ./25-8- 2016 συμβόλαιο. Άλλως δε ζητεί να αναγνωριστεί
ότι η ποινική ρήτρα των 100.000 ευρώ, που κατέπεσε υπέρ των εναγομένων,
είναι δυσανάλογα μεγάλη και πρέπει να μειωθεί στο ποσό των 10.000 ευρώ.
Επικουρικά δε ζητεί όπως οι εναγόμενοι, ως αδικαιολογήτως πλουτίσαντες
σε βάρος της περιουσίας της, υποχρεωθούν να της καταβάλουν εύλογη και δίκαιη
αποζημίωση, η οποία θα προσδιοριστεί από το Δικαστήριο κατά το προσήκον μέτρο.
Επίσης, ζητεί να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική της δαπάνη. Με το
παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση αγωγή αρμοδίως, καθ’ ύλην και κατά
τόπον, εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος
Δικαστηρίου (άρθρα 18 και 22 ΚΠολΔ), μετά και την
έκδοση της προμνησθείσας υπ’ αρ.
23/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ζακύνθου. Τούτη δε επιδόθηκε
νόμιμα και εμπρόθεσμα, κατά το άρθρο 215 παρ. 2 ΚΠολΔ,
στους εναγόμενους (βλ. τις υπ’ αρ. …/1-4-2021
εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου
Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, .), και είναι ορισμένη, απορριπτομένων του σχετικών περί του αντιθέτου ισχυρισμών
των εναγομένων, και νόμιμη, στηριζόμενη στις
διατάξεις των άρθρων 202, 207 παρ. 2, 281, 288, 388, 361, 404, 409 ΑΚ, 218 παρ.
1, 219 παρ. 1-2, 68, 70, 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ,
εκτός: α) από το επιμέρους αίτημά της να αναγνωριστεί η κυριότητα της ενάγουσας
επί των δύο προδιαληφθέντων ακινήτων, το οποίο πρέπει
να απορριφθεί ως απαράδεκτο, διότι από τον φάκελο της δικογραφίας δεν προκύπτει
πως η κρινόμενη αγωγή ενεγράφη στα οικεία βιβλία διεκδικήσεων του
Υποθηκοφυλακείου Ζακύνθου όπως απαιτούνταν κατ’ άρθ. 220 παρ. 1 ΚΠολΔ, καθόσον αυτή αναφέρεται σε εμπράγματο δικαίωμα, το
οποίο φέρεται να υφίσταται κατά τον χρόνο της άσκησής της και στου οποίου την
προστασία η ίδια αποσκοπεί (ΜονΕφΠειρ 701/2015 ΤΝΠ
Νόμος), και β) από το τελευταίο από τα άνω, επικουρικά υποβαλλόμενα, αιτήματά
της, το οποίο επιχειρείται να θεμελιωθεί στη διάταξη του άρθ. 904 ΑΚ και το
οποίο τυγχάνει αόριστο και, συνεπώς, απορριπτέο, διότι στο πλαίσιό του η
ενάγουσα δεν ζητεί όπως οι εναγόμενοι υποχρεωθούν να της καταβάλουν
συγκεκριμένο χρηματικό ποσό ως αποζημίωση (άρθρο 216 παρ. 1 στοιχ.
γ’ ΚΠολΔ). Εξάλλου, για το παραδεκτό της συζήτησης
της αγωγής προσκομίζεται η από 1-3-2021 έγγραφη ενημέρωση επίλυσης της διαφοράς
με διαμεσολάβηση και το από 14-6-2021 πρακτικό περάτωσης της αρχικής
υποχρεωτικής συνεδρίας διαμεσολάβησης της διαμεσολαβήτριας,
Αδαμαντίας Μαλεβίτη (άρθρα 3, 6 παρ. 1 περ. β’ και 7
παρ. 4 του ν. 4640/2019). Επομένως, πρέπει η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε
ορισμένη και νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω για να κριθεί αν είναι βάσιμη και
από ουσιαστική άποψη.
Από τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα
επικαλούνται και προσκομίζουν, αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά
περιστατικά: Η ενάγουσα, ανώνυμη εταιρεία, έχει ως αντικείμενο την εκμίσθωση
και διαχείριση ιδιόκτητων ή μισθωμένων ακινήτων και την κατασκευή, ίδρυση και
λειτουργία ξενοδοχειακών μονάδων όλων των τύπων στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Στο πλαίσιο δε αυτό έχει, ήδη από το έτος 2014, μισθώσει με συμβολαιογραφικό
μισθωτήριο την ξενοδοχειακή μονάδα της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «. ΑΕΤΕ»,
η οποία ευρίσκεται στη θέση «Ρόγγια» της Δημοτικής
Ενότητας Ζακύνθου, έχει συνολική δυναμικότητα 170 κλίνες και αποτελείται από 85
δωμάτια, εστιατόριο, μίνι-μάρκετ, πισίνα και reception. Πλησίον της ως άνω μονάδας ευρίσκονται δύο,
διακριτά και όμορα μεταξύ τους, οικόπεδα, συνολικής έκτασης 4,3 στρεμμάτων, τα
οποία απέκτησε, κατά πλήρη κυριότητα, από τους εναγόμενους δυνάμει των νομίμως μεταγεγραμμένων υπ' αρ. ./25-8-2016
και ./25-8-2016 συμβολαίων πώλησης - αγοράς με διαλυτική αίρεση της
συμβολαιογράφου Ζακύνθου, ., ώστε να τα χρησιμοποιήσει για να εκπληρώσει τις
υποχρεώσεις της προς διάθεση και επεξεργασία των παραγομένων από την λειτουργία
του άνω ξενοδοχείου λυμάτων, ιδίως λόγω της έλλειψης αποχετευτικού δικτύου στην
περιοχή. Πλέον συγκεκριμένα, όπως πιστοποιείται από την από 2-7-2017 μελέτη
σχεδιασμού και εφαρμογής του αγρονόμου-μηχανικού, ., στο επίμαχο ξενοδοχείο
έχει κατασκευαστεί λόγω έλλειψης των αναγκαίων υποδομών αποχέτευσης στο νησί
της Ζακύνθου αυτόνομο σύστημα επεξεργασίας υγρών αποβλήτων (μονάδα βιολογικού
καθαρισμού), τα δε απόβλητα, που συλλέγονται και επεξεργάζονται στην ως άνω
μονάδα, πρέπει υποχρεωτικά εκ του νόμου να διοχετεύονται μέσω δικτύου
σωληνώσεων σε υπεδάφιο πεδίο διάθεσης σε ξεχωριστό
οικόπεδο πλησίον της ανωτέρω ξενοδοχειακής μονάδας. Για τον σκοπό αυτό, η
ενάγουσα με το νομίμως μεταγραφέν υπ’ αρ. ./25-8-2016 συμβόλαιο αγοράς - πώλησης με διαλυτική
αίρεση της συμβολαιογράφου Ζακύνθου, ., απέκτησε την πλήρη και αποκλειστική
κυριότητα, νομή και κατοχή ενός οικοπέδου, άρτιου και οικοδομήσιμου, σύμφωνα με
τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις, το οποίο κείται στη θέση «Δροσιά» της
Τοπικής Κοινότητας Κυψέλης της Δημοτικής Ενότητας Αρκαδίων
του Δήμου Ζακύνθου της Περιφερειακής Ενότητας Ζακύνθου της Περιφέρειας Ιονίων
Νήσων και, μάλιστα, εντός των ορίων του οικισμού, όπως αυτά ορίστηκαν με την
υπ' αρ. 315/2-2-1994 απόφαση του αρμόδιου Νομάρχη
(ΦΕΚ 339/Δ/12-4-1994). Το εν λόγω οικόπεδο έχει εμβαδόν σύμφωνα με τον τίτλο
κτήσης του 2.196,07τ.μ., ενώ με βάση την πρόσφατη, νεότερη και επακριβή μέτρησή
του 2.286,19τ.μ., απεικονίζεται δε στο συνταχθέν κατά τον μήνα Αύγουστο του
έτους 2016 τοπογραφικό διάγραμμα του διπλωματούχου πολιτικού μηχανικού, ., όπου
διακρίνεται με τον αριθμό 1 και περικλείεται από τα στοιχεία
10-11-12-13-14-15-16-17-18-19-20-21-22-23-24-3-2-10, ενώ συνορεύει ολόγυρα σε
πλευρά 10-11-12-13-14-15-16-17 μήκους μέτρων γραμμικών οκτώ και 0,49 [8,49],
συν δέκα επτά και 0,8 [17,18], συν ογδόντα τριών εκατοστών [0,83], συν δύο και
0,19 [2,19], συν τεσσάρων και 0,71 [4,71], συν εννέα και 0,41 [9,41] συν έξι
και 0,90 [6,90] αντίστοιχα με ιδιοκτησία Ειρήνης Αυγουστίνου, σε πλευρά
προσώπου 17-18-19 μήκους μέτρων γραμμικών, δέκα πέντε και 0,26 [15,26], συν
δέκα και 0,11 [10,11] αντίστοιχα με δημοτική οδό πλάτους 4,5 μέτρων, σε πλευρά
19-20-21-22-2324-3 μήκους, μέτρων γραμμικών τριών και 0,34 [3,34], συν έξι και
0,22 [6,22], συν έξι και 0,18 [6,18], συν δέκα οκτώ και 0,85 [18,85], συν δυο
και 0,07 [2,07], συν δέκα τέσσερα και 0,96 [14,96] αντίστοιχα με ιδιοκτησία .,
σε πλευρά 32 μήκους μέτρων γραμμικών εξήντα επτά και 0,73 [67,73] με άλλη
ιδιοκτησία των πωλητών και σε πλευρά προσώπου 2-10 μήκους μέτρων γραμμικών
δώδεκα και 0,16 [12,16] με δημοτική οδό πλάτους 6,00 μέτρων. Το τίμημα για την
ως άνω αγοραπωλησία συμφωνήθηκε στο ποσό των εκατόν
τριών χιλιάδων (103.000) ευρώ. Από το τίμημα αυτό, η αγοράστρια και ήδη
ενάγουσα εταιρεία άμα τη υπογραφή του οικείου συμβολαίου κατέβαλε στους
εναγόμενους πωλητές το ποσό των τριών χιλιάδων [3.000] ευρώ, με μεταφορά στον
υπ' αρ. . κοινό λογαριασμό αυτών στην «ΤΡΑΠΕΖΑ
ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.», το δε υπόλοιπο του τιμήματος, ανερχόμενο σε ποσό 100.000 ευρώ,
πιστώθηκε και συμφωνήθηκε όπως η ενάγουσα καταβάλει αυτό στους εναγόμενους σε
πέντε (5) άτοκες ισόποσες δόσεις, ποσού είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ η
καθεμιά, καταβλητέες η μεν πρώτη [1η] εξ αυτών το αργότερο μέχρι την
31-12-2016, οι δε λοιπές τέσσερις [4] το αργότερο έως την δέκατη πέμπτη (15)
του μηνός Σεπτεμβρίου καθενός από τα επόμενα κατά σειρά έτη 2017, 2018, 2019
και 2020. Επίσης, με το νομίμως μεταγραφέν υπ’ αρ. ./25-8- 2016 συμβόλαιο αγοράς - πώλησης με διαλυτική
αίρεση της συμβολαιογράφου Ζακύνθου, ., η ενάγουσα, ανώνυμη εταιρεία, απέκτησε
από τους εναγόμενους την πλήρη και αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή ενός
οικοπέδου, άρτιου και οικοδομήσιμου, που κείται στη θέση «Δροσιά» της Τοπικής
Κοινότητας Κυψέλης της Δημοτικής Ενότητας Αρκαδίων
του Δήμου Ζακύνθου της Περιφερειακής Ενότητας Ζακύνθου της Περιφέρειας Ιονίων
Νήσων. Το εν λόγω οικόπεδο έχει εμβαδόν σύμφωνα με τον τίτλο κτήσης του
2.091,673τ.μ., ενώ με βάση την πρόσφατη, νεότερη και επακριβή μέτρησή του
2.165,56τ.μ., απεικονίζεται δε στο συνταχθέν κατά τον μήνα Αύγουστο του έτους
2016 τοπογραφικό διάγραμμα του διπλωματούχου πολιτικού μηχανικού, ., όπου
διακρίνεται με τον αριθμό 2, περικλείεται από τα στοιχεία 12-3-4-5-6-7-8-9-1
και συνορεύει ολόγυρα σε πλευρά προσώπου 1-2 μήκους μέτρων γραμμικών δώδεκα και
0,15 [12,15] με δημοτική οδό πλάτους 6,00 μέτρων, σε πλευρά 2-3 μήκους μέτρων
γραμμικών εξήντα επτά και 0,73 [67,73] με το προπεριγραφόμενο
ακίνητο πρώην συνιδιοκτησίας των πωλητών και κατόπιν της αγοράστριας εταιρείας,
και σε πλευρά 3-4-5-6-7-8-9-1 μήκους μέτρων γραμμικών εννέα και 0,69 [9,69],
συν δικατέσσερα και 0,76 [14,76], συν πενήντα τριών
και 0,63 [53,63], συν τεσσάρων και 0,07 [4,07], συν εννέα και 0,98 [9,98], συν
οκτώ και 0,24 [8,24], συν είκοσι ενός και 0,36 [21,36] αντίστοιχα με ιδιοκτησία
.. Το τίμημα για την ως άνω αγοραπωλησία συμφωνήθηκε στο ποσό των ενενήντα επτά
χιλιάδων (97.000) ευρώ. Από το εν λόγω τίμημα, η αγοράστρια και ήδη ενάγουσα
εταιρεία άμα τη υπογραφή του οικείου συμβολαίου κατέβαλε στους ήδη εναγόμενους
πωλητές το ποσό των επτά χιλιάδων [7.000] ευρώ, με μεταφορά στον υπ' αρ. . κοινό
λογαριασμό τους στην «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.», το δε υπόλοιπο του τιμήματος,
ανερχόμενο σε ποσό 90.000 ευρώ, πιστώθηκε και συμφωνήθηκε όπως η ενάγουσα το
καταβάλει στους εναγόμενους σε πέντε (5) άτοκες δόσεις, ποσού δέκα χιλιάδων
(10.000) ευρώ η πρώτη και είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ εκάστη των υπολοίπων
τεσσάρων, καταβλητέες η μεν πρώτη [1 η] εξ αυτών το αργότερο μέχρι της
31-12-2016, οι δε λοιπές τέσσερις [4] το αργότερο έως την δέκατη πέμπτη (15)
του μηνός Σεπτεμβρίου καθενός από τα επόμενα κατά σειρά έτη 2017, 2018, 2019
και 2020. Σύμφωνα δε με τα ως άνω αγοραπωλητήρια
συμβόλαια, η αγοράστρια εταιρεία υποχρεούταν μέχρι την τελευταία ημέρα πληρωμής
της κάθε δόσης του υπολοίπου τιμήματος να καταθέσει το αντίστοιχο χρηματικό
ποσό στον ανωτέρω υπ' αρ. . κοινό τραπεζικό
λογαριασμό των πωλητών στην «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.», ενώ με την εμπρόθεσμη
αποπληρωμή όλων των δόσεων του υπολοίπου τιμήματος των 100.000 και των 90.000
αντίστοιχα ευρώ, θα μπορούσε να υπογράψει εξοφλητήρια πράξη, καθώς και πράξη
περί άρσης της διαλυτικής αίρεσης, ενεργώντας, όσον αφορά στην τελευταία, με αυτοσύμβαση κατ’ άρθρο 235 ΑΚ κατόπιν εντολής και
πληρεξουσιότητας, που της χορήγησαν προς αυτόν τον σκοπό με τα δύο παραπάνω
συμβόλαια οι εναγόμενοι πωλητές, και μάλιστα ανέκκλητης, αφού αφορούσε (η
εντολή) το συμφέρον της εντολοδόχου αγοράστριας εταιρείας, με μόνη προϋπόθεση να
προσκομισθούν και να επισυναφθούν στην οικεία πράξη τα παραστατικά της
εμπρόθεσμης κατάθεσης της κάθε δόσης στον ως άνω τραπεζικό λογαριασμό των
πωλητών. Ωστόσο, αν η εξόφληση κάθε δόσης καθυστερούσε πέραν των δέκα (10)
ημερών από τη λήξη της εκάστοτε προθεσμίας, τότε από την επομένη ημέρα ολόκληρο
το υπόλοιπο τίμημα θα καθίστατο ληξιπρόθεσμο, απαιτητό και έντοκο με τον νόμιμο
τόκο υπερημερίας, οι δε πωλητές θα είχαν το δικαίωμα να επιδιώξουν την είσπραξή
του από την αγοράστρια εταιρεία ή την τυχόν ειδική διάδοχό της, αναγκαστικά, με
εκτέλεση των συμβολαίων που κηρύχθηκαν για τον σκοπό αυτό τίτλοι εκτελεστοί και
εκκαθαρισμένοι από τους σε αυτά συμβαλλόμενους, ενώ η αγοράστρια εταιρεία
δήλωσε ότι παραιτείται πάσης ανακοπής και ενστάσεώς της κατά της επισπευδόμενης
εις βάρος της αναγκαστικής εκτέλεσης επί τη βάσει των ως άνω συμβολαίων.
Περαιτέρω, προς εξασφάλιση των πωλητών ως προς την αποπληρωμή του υπολοίπου
τιμήματος οι δύο επίμαχες πωλήσεις συμφωνήθηκαν να τελούν υπό την διαλυτική
αίρεση της πλήρους και εμπρόθεσμης εξόφλησης ολόκληρων των πιστωθέντων
υπολοίπων των τιμημάτων. Ειδικότερα, σε καθένα από τα άνω συμβόλαια ορίστηκε
αυτολεξεί ότι: «1) Η παρούσα πώληση τελεί υπό τον όρο της διαλυτικής αίρεσης
της πλήρους καταβολής του υπολοίπου τιμήματος [άρθρα 203, 210 του Α.Κ] και,
εφόσον μέσα στις παραπάνω προθεσμίες δεν γίνει η καταβολή του υπολοίπου
τιμήματος, πληρούται η αίρεση, με αποτέλεσμα την
παύση της ενέργειας του παρόντος, την ανατροπή των αποτελεσμάτων του και την
αυτοδίκαια επάνοδο της κυριότητας, νομής και κατοχής του πωλούμενου ακινήτου
στους αφενός συμβαλλόμενους πωλητές κοινώς, αδιαιρέτως και ισομερώς. 2) Η
αίρεση πληρούται με την παρέλευση προθεσμίας δέκα
(10) ημερών από τη δήλη μέρα εξοφλήσεως της κάθε δόσης του πιστωθέντος
τιμήματος, αποδεικνυόμενη από αντίγραφο της κίνησης του ανωτέρω λογαριασμού απ’
την οποία θα συνάγεται η μη εμπρόθεσμη καταβολή της αντίστοιχης δόσης, με άμεση
συνέπεια την παύση της ενέργειας της δια του παρόντος καταρτιζόμενης συμβάσεως
και την αυτοδίκαιη επαναφορά του πωλούμενου στην συγκυριότητα των πωλητών
κοινώς, αδιαιρέτως και ισομερώς. Στην περίπτωση δε αυτή οποιοδήποτε μέχρι τότε,
έναντι του τιμήματος καταβληθέν από την αγοράστρια εταιρεία ποσό θα καταπίπτει
υπέρ των πωλητών, ως συνομολογούμενη από σήμερα
μεταξύ των συμβαλλομένων ποινική ρήτρα ή αποζημίωσή τους θεωρούμενη απ' τα
συμβαλλόμενα μέρη, όπως εκπροσωπούνται ως δίκαιη και εύλογη. Η πλήρωση της
αίρεσης, αποδεικνύεται, για την ασφάλεια των συναλλαγών, με την κατάρτιση
διμερούς συμβολαιογραφικής πράξης την οποία υπογράφουν οι πωλητές,
συμβαλλόμενοι για τον εαυτό τους ατομικά και ως πληρεξούσιοι κατ' εντολή και
για λογαριασμό της αγοράστριας εταιρείας ή της ειδικής διαδόχου αυτής, κατά το
άρθρο 235 του Αστικού Κώδικα, δυνάμει ανέκκλητης, ως αφορώσας
το συμφέρον των πωλητών, εντολής και πληρεξουσιότητας, η οποία δίδεται στους
πωλητές από την αγοράστρια εταιρεία με το παρόν, ισχύουσας και για την
περίπτωση του άρθρου 726 του ΑΚ, με σκοπό, τη μεταγραφή κατά το άρθρο 1192 του
Α.Κ. 3) Η καταβολή κάθε δόσης του υπολοίπου τιμήματος θα αποδεικνύεται από την
αγοράστρια εταιρεία είτε με την απόδειξη κατάθεσης των δόσεων του πιστωθέντος τιμήματος στον ανωτέρω λογαριασμό των πωλητών,
είτε, αποκλειστικά και μόνο στην περίπτωση που έχει κλείσει ο ανωτέρω
τραπεζικός λογαριασμός των πωλητών, με το αντίστοιχο γραμμάτιο παρακατάθεσης
του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων και αποκλείεται οποιοδήποτε άλλο
αποδεικτικό μέσο, ακόμη και ο όρκος. 4) Οι πωλητές επιφυλάσσουν στον εαυτό τους
το δικαίωμα, σε περίπτωση υπερημερίας της αγοράστριας εταιρείας ή της ειδικής
διαδόχου αυτής, είτε να θεωρήσουν ότι πληρώθηκε η αίρεση και ανετράπη η πώληση
με τα παραπάνω υπέρ αυτών αποτελέσματα, είτε να θεωρήσουν ότι δεν τέθηκε και να
απαιτήσουν το υπόλοιπο τίμημα, εκτελώντας το παρόν, το οποίο κηρύσσεται από
σήμερα τίτλος εκτελεστός και εκκαθαρισμένος. 5) Ηρτημένης
της αιρέσεως είναι απαγορευμένη στην αγοράστρια εταιρεία, κάθε πράξη και
ενέργεια που συνεπάγεται διάθεση, σύσταση, μετάθεση ή αλλοίωση της κυριότητας
επί του πωλούμενου ακινήτου και με την οποία πράξη ή ενέργεια ματαιούται ή βλάπτεται το εκ της αιρέσεως αποτέλεσμα, κάθε
δε τέτοια επιβάρυνση, αλλοίωση ή διάθεση του πωλούμενου είναι αυτοδικαίως
άκυρη. Στην παραπάνω απαγόρευση, συμφωνείται ότι δεν περιλαμβάνεται η
ανοικοδόμηση ακινήτου, εκ μέρους της αγοράστριας εταιρείας, πλην όμως στην
περίπτωση που πληρωθεί η αίρεση και επανέλθει το ακίνητο στην συγκυριότητα των
πωλητών, τότε η αγοράστρια παραιτείται από το δικαίωμά της να αναζητήσει
αποζημίωσή της, για την αξία των κτιρίων πού θα έχει κατασκευάσει στο
πωλούμενο, κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. 6) Ματαιωθείσης
της αιρέσεως, δια της πλήρους και εμπροθέσμου εξοφλήσεως του οφειλομένου υπολοίπου τιμήματος, κατά τον τρόπο που
προαναφέρθηκε, αποδεικνυόμενης από τα παραστατικά της τράπεζας, ή τα γραμμάτια
σύστασης παρακαταθήκης, η παρούσα πώληση καθίσταται οριστική, της αγοράστριας
εταιρείας δυνάμενης να διαθέτει το πωλούμενο ελευθέρως κατά πλήρες δικαίωμα
ιδιοκτησίας. 7) Στην περίπτωση προτιμήσεως της δι’ αναγκαστικής εκτελέσεως
εισπράξεως του τιμήματος, τότε οι πωλητές εκπίπτουν του δικαιώματος τους να
θεωρήσουν πληρωθείσα την διαλυτική αίρεση, η οποία με
μόνη την περιαφή του παρόντος τον εκτελεστήριο
τύπο, θα θεωρείται αρθείσα χωρίς καμία άλλη
διατύπωση. 8) Σε περίπτωση πληρώσεως της διαλυτικής αιρέσεως, δικαιούνται οι
Πωλητές να αποβάλλουν την αγοράστρια εταιρεία εκ του πωλούμενου ακινήτου,
θεωρούμενης ως απλής κατόχου τούτου, άνευ δικαστικής διαμεσολαβήσεως, κηρυσσομένου του παρόντος τίτλου εκτελεστού και εκκαθαρισμένου,
για την αποβολή της αγοράστριας εταιρείας ή της τυχόν ειδικής διαδόχου της, εκ
του ακινήτου αυτού, παραιτούμενης παντός δικαιώματος της ασκήσεως αντιρρήσεων
περί την εκτέλεση και παντός ενδίκου μέσου, υπό την προϋπόθεση ότι θα έχει
υπογράφει η πράξη πληρώσεως της διαλυτικής αιρέσεως οπότε εγώ (ενν. η
συμβολαιογράφος) υποχρεούμαι να χορηγήσω απόγραφο του παρόντος στους πωλητές με
αίτησή τους, για την αποβολή της αγοράστριας εταιρείας εκ του πωληθέντος ακινήτου. Εκπληρουμένων
των ανωτέρω συμφωνουμένων όρων και μόνον, θα επέρχεται ολοσχερής εξόφληση του
τιμήματος αυτού». Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα εταιρεία διά του νομίμου εκπροσώπου της, προέδρου του διοικητικού συμβουλίου
της και διευθύνοντος συμβούλου της, Διονυσίου Δανιά,
ο οποίος την είχε εκπροσωπήσει κατά την υπογραφή των άνω συμβολαίων, προς
εξόφληση αμφοτέρων των ανωτέρω πιστωθέντων τιμημάτων
προέβη στις κάτωθι καταβολές στον υπ' αρ. . κοινό
τραπεζικό λογαριασμό των εναγόμενων στην «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ»: Α. Στις 16-1-2017
κατέβαλε ποσό 12.000 ευρώ με αιτιολογία «ΔΟΣΗ ΑΓΟΡΑΣ ΟΙΚΟΠΕΔΩΝ 2016», Β. Στις
21-2-2017 κατέβαλε ποσό 18.000 ευρώ με αιτιολογία «ΕΞΟΦΛΗΣΗ 2016», Γ. Στις
30-11-2017 κατέβαλε ποσό 20.000 ευρώ με αιτιολογία «ΔΟΣΗ ΤΙΜΗΜΑΤΟΣ ΑΓΟΡΑΣ
ΑΚΙΝΗΤΟΥ», Δ. Στις 12-1-2018 κατέβαλε ποσό 10.000 ευρώ με αιτιολογία «ΔΟΣΗ
ΤΙΜΗΜΑΤΟΣ ΑΓΟΡΑΣ ΑΚΙΝΗΤΟΥ», Ε. Στις 13-2-2018 κατέβαλε ποσό 10.000 ευρώ με
αιτιολογία «ΔΟΣΗ ΤΙΜΗΜΑΤΟΣ ΑΓΟΡΑΣ ΑΚΙΝΗΤΟΥ», και ΣΤ. Στις 14-3-2019 κατέβαλε
ποσό 30.000 ευρώ με αιτιολογία «ΔΟΣΗ ΤΙΜΗΜΑΤΟΣ ΑΓΟΡΑΣ ΑΚΙΝΗΤΟΥ». Δηλαδή, η
ενάγουσα εταιρεία κατέβαλε στους εναγόμενους το συνολικό ποσό των 100.000 ευρώ
εντός χρονικού διαστήματος 27 μηνών (Ιανουάριος 2017 - Μάρτιος 2019). Η ίδια
τους είχε, εξάλλου, καταβάλλει ως προκαταβολή τα χρηματικά ποσά των 3.000 και
των 7.000 ευρώ για το πρώτο και το δεύτερο αντίστοιχα από τα παραπάνω ακίνητα,
κατά την υπογραφή των οικείων συμβολαίων. Επομένως, ενώ το συνολικό τίμημα για
την εκ μέρους της αγορά και των δύο οικοπέδων ανερχόταν στο ποσό των 200.000
ευρώ, η ενάγουσα τους κατέβαλε το ποσό των 110.000 ευρώ σε εκτέλεση των ως άνω
συμβολαίων και, συγκεκριμένα, το ποσό των 53.000 ευρώ σε εκτέλεση του πρώτου
και το ποσό των 57.000 ευρώ σε εκτέλεση του δεύτερου από αυτά, αφού οι
προαναφερθείσες από 16-1-2017, 21-2-2017, 30-11-2017, 12-1-2018, 13-2-2018 και
14-3-2019 καταβολές, κατά τις οποίες η ίδια δεν όριζε σε ποιο ακίνητο
αφορούσαν, καταλογίζονταν σύμμετρα στα δύο σχετικά ληξιπρόθεσμα, εξίσου επαχθή
και σύγχρονα, απορρέοντα από τα υπ’ αρ. . και ./25-8-2016
συμβόλαια χρέη της προς τους εναγόμενους, όπως βάσιμα οι ίδιοι υποστηρίζουν.
Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενοι, επικαλούμενοι πως η ενάγουσα δεν είχε
καταβάλλει εμπροθέσμως αφενός μεν ένα μέρος, ποσού 5.000 ευρώ, των δύο δόσεων
που ήταν καταβλητέες το αργότερο μέχρι 25/9/2018, αφετέρου δε ολόκληρες τις δόσεις,
ποσού 20.000 ευρώ η καθεμιά, που ήταν καταβλητέες το αργότερο μέχρι 25/9/2019,
ήτοι συνολικά ποσό 25.000 ευρώ από το οφειλόμενο τίμημα για καθένα από τα
ανωτέρω οικόπεδα, με την από 13-12-2019 εξώδικη πρόσκλησή τους, η οποία της
επιδόθηκε στις 18-12-2019 (βλ. την υπ’ αρ. .β’/2019
έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών
με έδρα το Πρωτοδικείο Ζακύνθου, .), της γνωστοποίησαν πως θεωρούν ότι
πληρώθηκε η διαλυτική αίρεση, υπό την οποία τελούσαν αμφότερες οι
προαναφερόμενες συμβάσεις, ότι οι τελευταίες έχουν ανατραπεί, ότι τα
περιγραφόμενα σε αυτές ακίνητα έχουν επανέλθει αυτοδικαίως στη συγκυριότητά
τους κοινά, αδιαίρετα και ισομερώς και ότι έχουν καταπέσει υπέρ των ιδίων ως
ποινική ρήτρα τα χρηματικά ποσά που καταβλήθηκαν έναντι του τιμήματος της
αγοράς των εν λόγω ακινήτων. Στη συνέχεια, με την από 23-12-2019 έτερη εξώδικη πρόσκλησή τους, η οποία επιδόθηκε στην
ενάγουσα στις 30-12-2019 (βλ. την υπ’ αρ. .β’/2019
έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών
με έδρα το Πρωτοδικείο Ζακύνθου, .), οι εναγόμενοι την κάλεσαν να εμφανισθεί
ενώπιον της συμβολαιογράφου Ζακύνθου, ., στις 17-1-2020 και ώρα 12.00μ. για την
υπογραφή πράξεων πλήρωσης της διαλυτικής αίρεσης, που περιλαμβανόταν στα δύο
προειρημένα συμβόλαια, σημειώνοντας ότι σε περίπτωση που η ίδια δεν παραστεί οι
σχετικές πράξεις θα υπογραφούν μόνο από αυτούς, που θα ενεργήσουν τόσο για τον
εαυτό τους, όσο και ως πληρεξούσιοί της κατόπιν ειδικής, ρητής και ανέκκλητης
εντολής.
Κατά την ως άνω ημερομηνία, ήτοι στις
17-1-2020, ο νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας, ., εμφανίσθηκε ενώπιον της
συμβολαιογράφου, ., και δήλωσε ότι: «η εταιρεία που εκπροσωπεί αρνείται και δεν
συνομολογεί οποιαδήποτε συμβολαιογραφική πράξη θέλει καταρτιστεί, προς ανατροπή
των συμβολαίων πώλησης», ότι αντιπαρέρχεται αυτήν «ως παράνομη, καταχρηστική
έτι δε αντίθετη με τα χρηστά και συναλλακτικά ήθη, και κατά συνέπεια «άκυρη»
και ότι «επιφυλάσσεται παντός νομίμου δικαιώματος της
εταιρείας κατά των πωλητών και του κύρους της οποιοσδήποτε συμβολαιογραφικής
πράξης καταρτιστεί». Κατέθεσε δε ενώπιον της άνω συμβολαιογράφου, η οποία και
συνέταξε /τις υπ’ αρ. ./17-1-2020 και ./17-1-2020
πράξεις, την ενσωματωθείσα σε αμφότερες από 8-1-2020
απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της ενάγουσας εταιρείας, η οποία έχει ως
εξής: «ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΔΣ της Ανώνυμης Εταιρίας ΔΗ-ΔΩ Ανώνυμη Εταιρία. Στη Ζάκυνθο
σήμερα 8-1-2020 ημέρα Τετάρτη και ώρα 18:00 συνήλθε εκτάκτως το ΔΣ της Ανώνυμης
Εταιρίας με την επωνυμία ΔΗ-ΔΩ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ στην έδρα της εταιρίας στην
Δροσιά Κυψέλης Ζακύνθου προκειμένου να λάβει αποφάσεις για το πιο κάτω θέμα της
ημερήσιας διάταξης: Παροχή εξουσιοδότησης στον πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο
., όπως παραστεί ενώπιον της Συμβολαιογράφου Ζακύνθου . την Παρασκευή 17
Ιανουάριου 2020 και ώρα 12 μ. ώστε να διευθετήσει το ζήτημα που έχει προκύψει
με την αποστολή δύο εξωδίκων των …... Ο πρόεδρος ζήτησε από το διοικητικό
συμβούλιο την εξουσιοδότηση ώστε να παραστεί ενώπιον της συμβολαιογράφου
Ζακύνθου . την ταχθείσα στην από 23-12-2019 εξώδικη πρόσκληση ημερομηνία και να
δηλώσει τα ακόλουθα: Η εταιρία έχει μέχρι σήμερα καταβάλει προς την κυρία . και
τον κύριο . το συνολικό ποσό των 110.000 ευρώ ενώ υπολείπεται ποσό 90.000 ευρώ
μέχρι την πλήρη εξόφληση, η όποια έχει καθοριστεί για το Σεπτέμβριο του έτους
2020. Λόγω του σοβαρότατου προβλήματος που προέκυψε από την ακύρωση των
κρατήσεων της εταιρίας . και της μεγάλης καθυστέρησης της εξόφλησης της σεζόν
2019 και από άλλες εταιρίες, η εταιρία μας αντιμετωπίζει οικονομική αδυναμία να
ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις της καταβολής των δόσεων του έτους 2019 προς την
κ. . και τον κ. .. Το ίδιο πρόβλημα ρευστότητας αντιμετωπίζουν οι περισσότερες
ξενοδοχειακές επιχειρήσεις του νησιού. Εν αναμονή της πληρωμής μας από τις
εταιρίες, προτείνουμε στους πωλητές την παράταση της εξόφλησης των συμβολαίων
(και της καταβολής των δόσεων) για ένα έτος σε σχέση με τις προκαθορισμένες
προθεσμίες, και μάλιστα εντόκως με το νόμιμο τόκο της υπερημερίας του οφειλέτη.
Σε περίπτωση άρνησης των πωλητών και μη αποδοχής της πρότασης αυτής να παραστεί
ενώπιον της Συμβολαιογράφου . και να υποβάλλει εγγράφως αντιρρήσεις κατά της
ανατροπής της πώλησης και κατά της από 13-12-2019 εξωδίκου δηλώσεως των πωλητών
και της από 23-12-2019 εξωδίκου δηλώσεως των πωλητών. Να δηλώσει ότι αρνείται
και δεν συνομολογεί οποιαδήποτε συμβολαιογραφική πράξη θέλει καταρτιστεί, και
να αντιπαρέλθει αυτήν ως παράνομη, καταχρηστική έτι δε αντίθετη με τα χρηστά
και συναλλακτικά ήθη για τους λόγους που παραπάνω αναφέρονται και να
επιφυλαχθεί παντός νόμιμου δικαιώματος της εταιρείας κατά των πωλητών και του
κύρους της οποιοσδήποτε συμβολαιογραφικής πράξης, η οποία θα είναι σε κάθε
περίπτωση άκυρη». Ωστόσο, παρά τις εν λόγω αντιρρήσεις του νομίμου
εκπροσώπου της ενάγουσας, οι εναγόμενοι προέβησαν την ίδια κιόλας ημέρα και
ενώπιον της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου σε σχετικές δηλώσεις περί πλήρωσης της
διαλυτικής αίρεσης, που περιλαμβάνονταν στα δύο ανωτέρω συμβόλαια, και
επαναφοράς των περιγραφόμενων σε αυτά ακινήτων στην πλήρη κυριότητα, νομή και
κατοχή τους από κοινού και εξίσου. Για τούτες τις δηλώσεις τους συντάχθηκαν οι
υπ’ αρ. ./17-1-2020 και ./17-1-2020 πράξεις, οι
οποίες αναφέρονταν στα υπ’ αρ. ./25-8-2016 και ./25-8-2016
αντίστοιχα συμβόλαια και οι οποίες μεταγράφηκαν νόμιμα στα οικεία βιβλία του
ενταύθα Υποθηκοφυλακείου στον τόμο . και αριθμό . η πρώτη και στον τόμο . και
αριθμό . η δεύτερη. Ήδη δε στο πλαίσιο της προκειμένης
δίκης, η ενάγουσα βάλλει κατά του κύρους αμφοτέρων των εν λόγω πράξεων,
υποστηρίζοντας πως οι εναγόμενοι προκάλεσαν δολίως και προς αποκλειστικό όφελος
τους την πλήρωση της επίμαχης διαλυτικής αίρεσης (για την οποία και ζητεί να
αναγνωριστεί ότι δεν πληρώθηκε), τούτη δε η συμπεριφορά τους τυγχάνει αντίθετη
στην καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και τον κοινωνικό, καθώς και οικονομικό
σκοπό του οικείου δικαιώματος. Ωστόσο, αυτός ο ισχυρισμός της πρέπει να
απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι η πλήρωση της ανωτέρω αίρεσης επήλθε
αποκλειστικά και μόνο εξαιτίας της υπαίτιας παράλειψης της ενάγουσας να
καταβάλει εμπρόθεσμα τις δόσεις, μέσω των οποίων είχε συμφωνηθεί ότι θα
εξοφληθεί σταδιακά το τίμημα της αγοράς των δύο οικοπέδων, και όχι εξαιτίας
ενεργειών ή παραλείψεων των εναγομένων, που ουδόλως
επέδειξαν καταχρηστική συμπεριφορά απέναντι της. Εξάλλου, από το εισφερθέν στο
Δικαστήριο αποδεικτικό υλικό δεν επιβεβαιώθηκε ότι η προδιαληφθείσα
διαλυτική αίρεση τέθηκε αποκλειστικά και μόνο για τυπικούς λόγους στα άνω
συμβόλαια από τους συμβαλλόμενους σε αυτά, ούτε πολύ περισσότερο ότι οι
τελευταίοι, λόγω της προσωπικής σχέσης και της εμπιστοσύνης που υπήρχε μεταξύ
τους, είχαν εν τοις πράγμασι συμφωνήσει ότι οι καταβολές
προς εξόφληση των σχετικών τιμημάτων θα γίνονταν χωρίς αυστηρή τήρηση του ύψους
των δόσεων και των προθεσμιών, που αναγράφονταν στα πιο πάνω συμβόλαια, παρά
ανάλογα με την οικονομική κατάσταση της αγοράστριας εταιρείας, όπως διατείνεται
η τελευταία. Μάλιστα, η σημασία της επίμαχης διαλυτικής αίρεσης ήταν πλήρως
αντιληπτή από τον νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας, ., ο οποίος διαθέτει εμπειρία
στη διοίκηση και τη διαχείριση ξενοδοχειακών μονάδων και ο οποίος έχει συνάψει
και άλλες συμβάσεις αγοραπωλησίας οικοπέδων, άπασες με πίστωση του τιμήματος,
διαλυτική αίρεση και όρους όμοιους με εκείνους των δύο ανωτέρω συμβάσεων.
Αυτός, συγκεκριμένα, ασχολείται αρκετά χρόνια με τη διοίκηση τουριστικών
επιχειρήσεων, στο πλαίσιο της οποίας συνάπτει συμβάσεις με πράκτορες τόσο του
εσωτερικού όσο και του εξωτερικού, ενώ έχει πλήρη επίγνωση των δεσμεύσεων που
αναλαμβάνει. Βέβαια, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την υπογραφή των
δύο από 25-8-2016 συμβολαίων και μέχρι τη σύνταξη των πιο πάνω προσβαλλόμενων συμβολαιογραφικών
πράξεων (17-1-2020), η ενάγουσα ουδέποτε ήταν συνεπής στην αποπληρωμή των
παραπάνω δόσεων. Αντίθετα, κατέβαλε σε άτακτες ημερομηνίες διάφορα χρηματικά
ποσά στους εναγόμενους, που ναι μεν τα εισέπρατταν, πλην, όμως, δεν συμφωνούσαν
στην καθυστερημένη καταβολή τους. Έτσι, ζητούσαν από την αγοράστρια εταιρεία να
είναι συνεπής στις υποχρεώσεις της. Τούτο με σαφήνεια προκύπτει από τα από
6-2-2018 και 13-1-2019 μηνύματα, τα οποία ο πρώτος εξ αυτών απέστειλε μέσω
κινητού τηλεφώνου στον νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας και στα οποία ανέφερε
αφενός μεν «. καλή μέρα. Εξόφλησέ με σε παρακαλώ», αφετέρου δε «.. Καλησπέρα.
Σου θυμίζω μέχρι τις 15 του μηνάς να μου καταθέσεις τα χρήματα όπως σου είχα
πει και στο τηλέφωνο...». Αλλά και στις 12-3-2019 η δεύτερη εναγόμενη απέστειλε
με τον ίδιο τρόπο στον νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας έτερο μήνυμα, στο οποίο
του επεσήμανε ότι «...Η καταληκτική ημερομηνία για την καταβολή των 40000 ευρώ
είναι 15/3/2019 όπου και συμπληρώνονται 6 μήνες καθυστέρηση. Αν δεν γίνει η
καταβολή όλου του ποσού μέχρι 15/3 ενεργοποιώ την ανατροπή της πώλησης...».
Στις δε 15-5-2019 του απέστειλε και άλλο μήνυμα, με το οποίο απαιτούσε την
τήρηση όσων είχαν εγγράφως συμφωνηθεί ανάμεσά τους, αφού, μεταξύ άλλων, ανέφερε
«...Μέχρι σήμερα έχουν παρέλθει 2 μήνες. Έχεις εξαντλήσει όλα τα περιθώρια
ανοχής & θεωρώ ότι μας εμπαίζεις. Κατέθεσε τα χρήματα άμεσα». Τούτο δε
ανέγραψε στο μήνυμά της η δεύτερη εναγόμενη, διότι στις 14-3-2019 ο νόμιμος
εκπρόσωπος της ενάγουσας είχε διαβεβαιώσει τον σύζυγό της ότι θα τους καταβάλει
σύντομα τα χρήματα, που τους όφειλε από τις μη αποπληρωθείσες δόσεις του
τιμήματος της αγοράς των δύο ακινήτων τους. Ωστόσο, επί δύο μήνες δεν προέβη σε
κάποια καταβολή, ούτε επικοινώνησε μαζί τους. Ο ίδιος, άλλωστε, γνώριζε ότι οι
αντισυμβαλλόμενοί του ουδέποτε είχαν συναινέσει στην καθυστερημένη καταβολή των
δόσεων αποπληρωμής του τιμήματος της αγοράς των δύο οικοπέδων τους. Ειδάλλως,
στο από 21-2-2017 μήνυμα, που τους απέστειλε επίσης μέσω κινητού τηλεφώνου, δεν
θα τους ζητούσε «συγνώμη για την μικρή καθυστέρηση», ούτε θα ανέγραφε
«ευελπιστώ να επανορθώσω σύντομα και τα φετινά ποσά να είναι τακτοποιημένα πριν
την ώρα τους». Τούτη η υπόσχεσή του καταδεικνύει ότι οι προθεσμίες καταβολής
των δόσεων, που συμφωνήθηκαν στο πλαίσιο των δύο από 25-8-2016 συμβολαίων, ήταν
δεσμευτικές και ότι τα συμβαλλόμενα στα εν λόγω συμβόλαια μέρη προσδοκούσαν ότι
θα τηρούνταν. Συνακόλουθα, δεν μπορεί να θεωρηθεί πως η ενάγουσα (διά του νομίμου εκπροσώπου της) ανέμενε, και μάλιστα εύλογα, ότι οι
εναγόμενοι δεν θα ασκούσαν το απορρέον από τα άνω συμβόλαια δικαίωμά τους και
δεν θα προέβαιναν στη σύνταξη των δύο προσβαλλόμενων πράξεων περί πλήρωσης της
διαλυτικής αίρεσης, που περιλαμβανόταν σε αμφότερα, ούτε πολύ περισσότερο πως
πίστευε ότι το εν λόγω δικαίωμα δεν υφίσταται. Επομένως, με βάση τις εν λόγω
σκέψεις, το αίτημα της κρινόμενης αγωγής περί αναγνώρισης της μη πλήρωσης της προδιαληφθείσας διαλυτικής αίρεσης και της ακυρότητας των
δύο παραπάνω από 17-1-2020 πράξεων, καθ’ ό μέρος ερείδεται στις διατάξεις των
άρθ. 207 και 281 ΑΚ, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο. Ως τέτοιο,
εξάλλου, ελέγχεται το ίδιο αίτημα και καθ’ ό μέρος επιχειρείται να θεμελιωθεί
στις διατάξεις των άρθ. 288 και 388 ΑΚ. Και τούτο διότι από το εισφερθέν στο
Δικαστήριο αποδεικτικό υλικό δεν αποδείχθηκε ότι η μη εμπρόθεσμη καταβολή των
ανωτέρω δόσεων οφείλεται σε απρόβλεπτη μεταβολή των οικονομικών συνθηκών, στις
οποίες στηρίχθηκαν τα μέρη κατά την κατάρτιση των ως άνω συμβάσεων, όπως
διατείνεται η ενάγουσα. Συγκεκριμένα, η πανδημία του κορονοϊού, την οποία
επικαλείται η τελευταία προς επίρρωση του σχετικού ισχυρισμού της και η οποία
είχε ως συνέπεια τη για κάποιο χρονικό διάστημα διακοπή της λειτουργίας του
ξενοδοχείου της, έπληξε τη χώρα μετά τον Μάρτιο του έτους 2020, ενώ η
καθυστέρηση, την οποία η ίδια επεδείκνυε στην αποπληρωμή των προαναφερόμενων
δόσεων και την οποία επικαλέστηκαν οι εναγόμενοι προς σύνταξη των επίμαχων
πράξεων, αφορούσε στα έτη 2018 και 2019. Οι εναγόμενοι, ειδικότερα, για την
κατάρτιση των δύο προσβαλλόμενων πράξεων πλήρωσης διαλυτικής αίρεσης
επικαλέστηκαν αφενός τη μη ολοσχερή καταβολή της τρίτης δόσης, που ήταν
καταβλητέα μέχρι τις 25-9-2018, και αφετέρου τη μη καταβολή ολόκληρης της
τέταρτης δόσης, που ήταν καταβλητέα μέχρι τις 25-9-2019. Άλλωστε, τον Δεκέμβριο
του 2019, ήτοι αρκετό χρονικό διάστημα πριν την επέλευση της πανδημίας του
κορονοϊού στη χώρα μας τον Μάρτιο του 2020, οι εναγόμενοι με την προαναφερθείσα
από 13-12-2019 εξώδικη δήλωσή τους είχαν γνωστοποιήσει στην ενάγουσα την άσκηση
του δικαιώματος τους να θεωρήσουν πληρωθείσα τη
διαλυτική αίρεση, που είχε τεθεί σε αμφότερες τις συμβάσεις, που είχαν συνάψει
μαζί της. Εξάλλου, ενώ καθ’ όλο το έτος 2019 λειτουργούσε κανονικά το
ξενοδοχείο της ενάγουσας εταιρείας, η τελευταία μετά την 14η/3/2019 δεν προέβη
σε κάποια καταβολή προς αποπληρωμή του πιστωθέντος
τιμήματος της αγοράς των δύο ανωτέρω ακινήτων εκ μέρους της, με συνέπεια να
παρέλθει άπρακτη η ανωτέρω ημερομηνία της 25-9-2019, κατά την οποία δεν είχαν
καταβληθεί ληξιπρόθεσμες δόσεις, συνολικού ύψους 50.000 ευρώ. Αντίθετα, την
ίδια χρονική περίοδο η ενάγουσα δυνάμει της υπ’ αρ. ./23-7-2019
πράξης της συμβολαιογράφου Ζακύνθου, ., εξόφλησε εμπρόθεσμα το υπόλοιπο τίμημα,
ύψους 50.000 ευρώ, για εκ μέρους της ιδίας αγορά από την . έτερου,
κείμενου στη Ζάκυνθο, ακινήτου και ήρε τη διαλυτική αίρεση, που είχε επίσης
τεθεί στη σχετική υπ’ αρ. ./21-12-2017 σύμβαση. Τούτη
δε η ενέργειά της καταρρίπτει τον ισχυρισμό της περί οικονομικής αυτής
αδυναμίας, που προβάλλει ουσιαστικά αβάσιμος και επειδή η ίδια για τα έτη
2016-2020 έλαβε ενίσχυση τουριστικής επιχείρησης από το Υπουργείο Οικονομίας
και Ανάπτυξης, ύψους 150.000 ευρώ. Με βάση τις εν λόγω σκέψεις, το Δικαστήριο
καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η μη (εμπρόθεσμη) καταβολή σε δόσεις του πιστωθέντος τιμήματος της αγοράς των δύο προπεριγραφόμενων ακινήτων εκ μέρους της ενάγουσας δεν
οφείλεται σε απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών, και δη στις επιπτώσεις της
πανδημίας του κορονοϊού στη λειτουργία της επιχείρησης του ξενοδοχείου της και
συνακόλουθα στην οικονομική κατάστασή της, σε συνδυασμό με την όποια επιδείνωση
του οικονομικού κλίματος στη χώρα, αλλά (οφείλεται) στις επιλογές και στον εν
γένει τρόπο διαχείρισης των ζητημάτων της από τους διοικούντες αυτήν, η οποία σημειωτέον πως κατά το ίδιο χρονικό διάστημα σύναψε και
άλλες παρόμοιες συμβάσεις αγοραπωλησίας ακινήτων με πίστωση του τιμήματος και
διαλυτική αίρεση. Ειδικότερα, δυνάμει του υπ’ αρ. ./1-9-2017
συμβολαίου αγοραπωλησίας ακινήτου της συμβολαιογράφου Ζακύνθου, ., που
συντάχθηκε σε συνέχεια του υπ’ αρ. ./18-11-2016
προσυμφώνου συμβολαίου της, η ενάγουσα εταιρεία, εκπροσωπούμενη ομοίως από τον .,
αγόρασε από τον πωλητή, ., κείμενο στη Ζάκυνθο ακίνητο έναντι τμηματικά
καταβληθέντος τιμήματος, συνολικού ύψους 280.000 ευρώ, που έπρεπε να εξοφληθεί
μέχρι τις 30-12-2017, ενώ δυνάμει του υπ’ αρ. ./21-9-2017
συμβολαίου αγοραπωλησίας ακινήτου της συμβολαιογράφου Ζακύνθου, ., που
συντάχθηκε σε συνέχεια του υπ’ αρ. ./21-7-2017
προσυμφώνου συμβολαίου της, η ενάγουσα εταιρεία, εκπροσωπούμενη ομοίως από τον .,
αγόρασε από τον πωλητή, ., δύο επίσης κείμενα στη Ζάκυνθο ακίνητα έναντι
τμηματικά καταβληθέντος τιμήματος, συνολικού ύψους 160.000 ευρώ, που έπρεπε να
εξοφληθεί μέχρι τις 30-12-2017. Επιπλέον, ως ουσιαστικά αβάσιμο και, συνεπώς,
απορριπτέο προβάλλει και το επικουρικά υποβαλλόμενο αίτημα της ενάγουσας να
αναγνωριστεί, ενόψει και της διάταξης του άρθ. 288 ΑΚ, ότι η προδιαληφθείσα διαλυτική αίρεση, που περιεχόταν σε αμφότερα
τα υπ’ αρ. . και ./25-8-2016 συμβόλαια, πληρώθηκε
μόνο ως προς το δεύτερο εξ αυτών. Και τούτο διότι, όπως προεκτέθηκε,
οι καταβολές των χρηματικών ποσών των 12.000, 18.000, 20.000, 10.000, 10.000
και 30.000 ευρώ, που έλαβαν χώρα στις 16-1-2017, 21-2-2017, 30-11-2017,
12-1-2018, 13-2-2018 και 14-3-2019 αντίστοιχα, γίνονταν σύμμετρα προς εξόφληση
του τιμήματος της αγοράς και των δύο παραπάνω ακινήτων και όχι μόνο εκείνου,
που αφορούσε στο υπ’ αρ. ./25-8-2016 συμβόλαιο. Τούτο δε επιβεβαιώνεται και από όσα δήλωσε
ενώπιον της συμβολαιογράφου Ζακύνθου, ., κατά τη σύνταξη των υπ’ αρ../17-1-2020 και ./17-1-2020 πράξεών
της ο νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας, .. Ο τελευταίος, συγκεκριμένα, πρότεινε
όπως παραταθεί η προθεσμία εξόφλησης των δόσεων, που είχαν συμφωνηθεί στο
πλαίσιο και των δύο ανωτέρω συμβολαίων. Εάν, αντίθετα, οι προμνησθείσες
καταβολές γίνονταν προς εξόφληση μόνο του υπ’ αρ. ./25-8-2016
συμβολαίου, η άνω πρόταση δεν θα υποβαλλόταν και γι’ αυτό. Επομένως, με βάση
και το εν λόγω δεδομένο, η σύνταξη των δύο προσβαλλόμενων υπ’ αρ. . και ./17-1-2020 πράξεων με επιμέλεια των εναγομένων δεν μπορεί να θεωρηθεί πως τυγχάνει αντίθετη
ούτε στην ευθύτητα και την εντιμότητα που επιβάλλονται κατά τις συναλλαγές,
αλλά ούτε και στην καλή πίστη, όπως διατείνεται η ενάγουσα. Όσον αφορά δε στο
αίτημα της τελευταίας περί μείωσης στο προσήκον μέτρο, και δη στο ποσό των
10.000 ευρώ, του καταπέσουσας υπέρ της ενάγουσας
ποινικής ρήτρας, ύψους 100.000 ευρώ, τούτο (αίτημα) πρέπει να απορριφθεί ως
ουσιαστικά αβάσιμο, διότι από το εισφερθέν στο Δικαστήριο αποδεικτικό υλικό δεν
προέκυψε πως η εν λόγω ποινική ρήτρα τυγχάνει δυσανάλογα μεγάλη σε σύγκριση με
το είδος και την αξία της αντιπαροχής των εναγομένων,
τα συμφέροντα των τελευταίων που επλήγησαν από την αθέτηση των σχετικών
συμβατικών υποχρεώσεων της ενάγουσας και την ταλαιπωρία, που υπέστησαν εξαιτίας
της, τον βαθμό του πταίσματος των διοικούντων την ενάγουσα, την έκταση της
οικείας συμβατικής παράβασης εκ μέρους της, καθώς και την οικονομική κατάσταση
των συμβαλλομένων στα σχετικά συμβόλαια μερών. Αντίθετο συμπέρασμα δεν μπορεί
να συναχθεί από μόνη τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος της ενάγουσας για το
χρονικό διάστημα από 1.7.2019 έως 30.6.2020, η οποία την εμφανίζει να έχει
καθαρά φορολογητέα κέρδη, ύψους 2.484,81 ευρώ, διότι αυτή, παρεκτός του ότι δεν
έχει ελεγχθεί για την ακρίβειά της από τις αρμόδιες αρχές, δεν κρίνεται
πειστική, καθώς δεν συνάδει με τις εκατοντάδες κρατήσεις του έτους 2019 για το
ξενοδοχείο της, που η ίδια προσκομίζει. Εξάλλου, όπως προεκτέθηκε,
κατά το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο συνήφθησαν οι
δύο επίμαχες συμβάσεις μεταξύ των διαδίκων, η ενάγουσα αγόρασε και άλλα,
κείμενα στη Ζάκυνθο, ακίνητα με πίστωση του οικείου τιμήματος και υπό την
διαλυτική αίρεση της πλήρους και εμπρόθεσμης καταβολής του. Στα δε σχετικά
συμβόλαια, που η ίδια υπέγραψε, περιεχόταν ο σαφής όρος ότι, σε περίπτωση
πλήρωσης της άνω αίρεσης, θα καταπίπτει ως δίκαιη και εύλογη ποινική ρήτρα υπέρ
των πωλητών το μέχρι τότε καταβληθέν από την αγοράστρια μέρος του τιμήματος.
Επομένως, ο εν λόγω όρος είναι συνήθης σε τέτοιου είδους αγοραπωλησίες στο νησί
της Ζακύνθου, έχει δε γίνει αναντίρρητα δεκτός από την ενάγουσα και σε άλλες
περιπτώσεις. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και αφού απορριφθεί, ως ουσιαστικά
αβάσιμος, ο ισχυρισμός των εναγομένων περί έλλειψης
παθητικής νομιμοποίησής τους στην προκειμένη δίκη, διότι αμφότεροι αποτελούν τα
υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης μαζί με την ενάγουσα, η οποία δεν
εκπλήρωσε τις συμβατικές υποχρεώσεις της έναντι αυτών και όχι έναντι της
τρίτης, ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας με την επωνυμία « . ΗΟΤΕL ΙΔΙΩΤΙΚΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΥΧΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», στην οποία οι ίδιοι πώλησαν και μεταβίβασαν αργότερα,
κατά πλήρη κυριότητα, τα δύο επίμαχα ακίνητα δυνάμει του υπ’ αρ. ./22-12-2020 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών, .,
που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ζακύνθου
στον τόμο . με αριθμό ., πρέπει η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και
νόμιμη, να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, παρελκούσης της έρευνας τόσο των ενστάσεων των εναγομένων περί συντρέχοντας πταίσματος της ενάγουσας και
περί καταχρηστικής άσκησης του ενδίκου δικαιώματος αυτής, όσο και του αιτήματος
τους περί επίδειξης εγγράφων εκ μέρους της. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των εναγόμενων,
κατά το σχετικό αίτημά τους, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ενάγουσας λόγω
της ήττας της (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως
ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των
διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ενάγουσα στα
δικαστικά έξοδα των εναγόμενων, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων είκοσι
(320) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε σε
μυστική διάσκεψη στη Ζάκυνθο στις 7-2-2024.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε έκτακτη δημόσια
συνεδρίαση στο ακροατήριό του στη Ζάκυνθο στις 9-5-2024, με άλλη σύνθεση,
αποτελούμενη από τους Δικαστές, Νικόλαο Κασμερίδη,
Πρόεδρο Πρωτοδικών, Άννα Αντωνού, Πρωτόδικη, και
Θεόδωρο Νίκα, Πρωτόδικη, λόγω απόσπασης του Πρωτόδικη - Εισηγητή, Αντωνίου Περάκη, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και οι
πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ