ΤΡΑΠΕΖΑ
ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΠΠρΓιαννιτσών 7/2025
Εκκαθάριση ετερόρρυθμης εταιρίας -.
Οι
εταίροι δεν δύνανται προς του πέρατος αυτής να ασκήσουν αξιώσεις τους που
πηγάζουν από την εταιρική σχέση κατά της εταιρίας ή των συνέταιρων τους, εκτός
εάν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας ή έτερος αυτοτελής λόγος αξίωσης. Η
αξίωση από την εταιρική σχέση πρέπει να αποτελέσει κονδύλιο στον τελικό
λογαριασμό της εκκαθάρισης. Κατ’ εξαίρεση δύνανται να ασκηθούν και πριν από τη
λήξη της εκκαθάρισης αξιώσεις από την εταιρική σχέση εάν με αυτές δεν
παρεμποδίζεται ή διευκολύνεται ο σκοπός της εκκαθάρισης, ενώ παράλληλα η αγωγή
δεν επιφέρει διατάραξη ή διάρρηξη της εσωτερικής τάξης της εταιρίας. Απαράδεκτη
η αιτούμενη αναγνώριση απαιτήσεων του ενάγοντος ως προώρως ασκούμενη αναφορικά με
την εταιρία, και ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης των εναγόμενων εταίρων,
καθόσον κατά το στάδιο της εκκαθάρισης φορέας των δικαιωμάτων της εταιρίας
είναι το νομικό πρόσωπο.
(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία της δικηγόρου
Θεσσαλονίκης Μυρτούς Αντωνοπούλου)
Αριθμός Απόφασης 7/2025
(Αριθμός έκθεσης κατάθεσης
αγωγής ./02-4-2024
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
(Τακτική Διαδικασία)
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους
Δικαστές, Βασιλική Δημητριάδου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Ελένη Τσιμέρογλου,
Πρωτόδικη Γενικής Επετηρίδας-Εισηγήτρια, Αθηνά Βασιλειάδου, Πρωτόδικη Γενικής
Επετηρίδας, και τη Γραμματέα, Μαλαματή Τσιρκινίδου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο
ακροατήριό του, στα Γιαννιτσά, τη 15η Οκτωβρίου 2024, προκειμένου να δικάσει
την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: ..., κατοίκου
Γιαννιτσών ..., επί της οδού ..., που παραστάθηκε δια των εμπροθέσμως
κατατεθεισών, την 31η-7-2024 (άρθρα 144, 145, 147 παρ. 2, 237 παρ. 1 εδ. α του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και 9 παρ. 1 του
Ν.4640/2019), ομόχρονων εγγράφων προτάσεων, μετά της ομοίως εμπροθέσμως
κατατεθείσης από 23η-9-2024 έγγραφης προσθήκης-αντίκρουσης, που υπέβαλε ο
πληρεξούσιος δικηγόρος του, Ιορδάνης Τοπαλίδης (Δ.Σ. Γιαννιτσών, Α.Μ: 180) [βλ.
την από 19-7-2024 εξουσιοδότηση εκ μέρους του ενάγοντας προς τον υπογράφοντα
πληρεξούσιο δικηγόρο, που προσκομίσθηκε μετά τη συζήτηση της ένδικης υποθέσεως,
κατόπιν ειδοποιήσεως, την 9η-12-2024, εκ μέρους της Γραμματέως μέσω του
ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, που ευρίσκεται (η ειδοποίηση) εντός της οικείας
δικογραφίας, του ως άνω δικηγόρου, στο πλαίσιο εφαρμογής των άρθρων 227 και 237
παρ. 1 εδ. β-δ του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας],
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Υπό
εκκαθάριση ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «... ΣΙΑ Ε.Ε», με έδρα στα Γιαννιτσά, νομίμως εκπροσωπουμένης
από τον εκκαθαριστή, ..., κάτοικο Γιαννιτσών ... που παραστάθηκε δια των
εμπροθέσμως κατατεθεισών, την 31η-7-2024 (άρθρα 144, 145, 147 παρ. 2, 237 παρ.
1 εδ. α του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και 9 παρ. 1
του Ν.4640/2019), ομόχρονων εγγράφων προτάσεων, που υπέβαλε ο πληρεξούσιος
δικηγόρος της, Θεόφιλος Παπαδόπουλος (Δ.Σ. Γιαννιτσών, Α.Μ: 72) [βλ. την από
20-6-2024 εξουσιοδότηση εκ μέρους της εναγόμενης υπό εκκαθάριση ετερόρρυθμης
εταιρείας προς τον υπογράφοντα πληρεξούσιο δικηγόρο], 2) ... και της ... και 3)
..., που αμφότεροι παραστάθηκαν δια των εμπροθέσμως κατατεθεισών, την 6η-9-2024
(άρθρα 144, 145, 147 παρ. 2, 237 παρ. 1 εδ. α του
Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και 9 παρ. 1 του Ν.4640/2019), ομόχρονων κοινών
εγγράφων προτάσεων, μετά της ομοίως εμπροθέσμως κατατεθείσης, την 23η-9-2024,
ομόχρονης έγγραφης προσθήκης-αντίκρουσης, που υπέβαλε η πληρεξούσια δικηγόρος
τους, Μυρτώ Αντωνοπούλου (Δ.Σ. Θεσσαλονίκης, Α.Μ: 9441), εταίρος της
δικηγορικής εταιρείας με την επωνυμία «Δ.ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ Μ.ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ» και έδρα
στη Θεσσαλονίκη [βλ. τις δύο (2) από 04-9-2024 εξουσιοδοτήσεις εκ μέρους των
δευτέρου και τρίτου εναγομένων προς την υπογράφουσα
πληρεξούσια δικηγόρο],
Η από 15-3-2024 αγωγή
κατατέθηκε στο παρόν Δικαστήριο με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./02-4-2024 και
επιδόθηκε εμπροθέσμως στους εναγομένους, σύμφωνα με
το άρθρο 215 παρ. 2 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας [βλ. τις με αριθμούς
.(Γ)/03-4-2024, .(Γ)/03-4-2024 και .(Γ)/03-4-2024 εκθέσεις επίδοσης του
Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Γιαννιτσών,
Για την συζήτηση της ανωτέρω
αγωγής ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης δικάσιμο, ενώ, επιπλέον,
ενεγράφη αυτή στο οικείο πινάκιο με αριθμό ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
I. Κατά το άρθρο 70 του
Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας: «Όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωρισθεί η
ύπαρξη ή μη ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης, μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή».
Από τη διατύπωση της διατάξεως αυτής, που είναι ουσιαστικού δικαίου, προκύπτει
ότι, είναι δυνατή η αναγνώριση με αγωγή της υπάρξεως ή ανυπαρξίας έννομης
σχέσεως ιδιωτικού δικαίου, η οποία υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών
δικαστηρίων και τελεί σε κατάσταση αβεβαιότητας, εφόσον συντρέχει έννομο
συμφέρον. Ως έννομη σχέση νοείται η βιοτική σχέση του προσώπου που αναφέρεται
σε έτερο πρόσωπο ή υλικό αγαθό και ρυθμίζεται από το εξ αντικειμένου δίκαιο.
Έννομο, δε, συμφέρον υφίσταται όταν η αιτούμενη διάγνωση είναι κατάλληλο μέσο
άρσεως της υφισταμένης αβεβαιότητας στις σχέσεις των διαδίκων και αποτροπής του
προκαλουμένου στο συμφέρον του ενάγοντας κινδύνου από αυτήν. Δεν αποτελούν
έννομη σχέση, υπό την ως άνω έννοια, τα απλά πραγματικά περιστατικά ή τα
αφηρημένα νομικά ζητήματα δίχως τη σύνδεσή τους με έννομη σχέση, της οποίας
ζητείται μέσω της αγωγής η προστασία. Επίσης, δεν αποτελεί έννομη σχέση η
διαπίστωση πραγματικών ή νομικών καταστάσεων δίχως καθορισμό των προσαπτομένων από το δίκαιο συνεπειών, έστω και αν
μνημονεύεται ο κανόνας ή η νομική αρχή όπου υπάγονται τα περιστατικά αυτά.
Περαιτέρω, έννομο συμφέρον υφίσταται όταν η προκαλούμενη με την αναγνωριστική
αγωγή δικαστική απόφαση είναι σε θέση να διαλευκάνει την αμφισβητουμένη ύπαρξη
ή ανυπαρξία της έννομης σχέσεως, να άρει τη σχετική αβεβαιότητα και να
αποτρέψει σχετικές με αυτό παρούσες ή μέλλουσες δικαστικές διενέξεις και
μάλιστα οριστικώς, με δύναμη δεδικασμένου. Συνεπώς,
αποφάσεις που δεν διαλευκαίνουν οριστικώς την έννομη σχέση, αλλά μόνο στοιχεία
ή προδικαστικά ζητήματα αυτής, δεν είναι ικανές για παραγωγή δεδικασμένου και άρα ούτε και για αναγνώριση των εν λόγω
μεμονωμένων στοιχείων, διότι πρέπει να προστεθούν και έτερα γεγονότα για την
οριστική απόφαση επί της όλης έννομης σχέσεως. Μεμονωμένα, δηλαδή, στοιχεία της
έννομης σχέσεως ή προδικαστικά αυτής στοιχεία δεν δύνανται να καταστούν
αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής. Εξάλλου, το έννομο συμφέρον, που πρέπει να
υφίσταται κατά τον χρόνο συζητήσεως της αναγνωριστικής αγωγής, και να είναι
άμεσο, κατά την έννοια του άρθρου 68 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, αποτελεί
νομική έννοια και η κρίση περί συνδρομής αυτού από το δικαστήριο της ουσίας, με
βάση τα γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά, υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο
(βλ. ΑΠ 134/2015, ΑΠ 356/2013, ΑΠ 508/2013, ΑΠ 941/1997 στην Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω, η ανεπάρκεια των πραγματικών περιστατικών, που εκτίθενται στην
αγωγή, σε σχέση με αυτά που απαιτούνται από τον Νόμο για τη θεμελίωσή της,
χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία και ελέγχεται με τον προβλεπόμενο από τον
αριθμό 1 του άρθρου 559 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αναιρετικό λόγο, ως
παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Συνεπώς, νομική είναι η αοριστία, που
συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου.
Αντιθέτως, η έλλειψη εξειδίκευσης των πραγματικών περιστατικών, που θεμελιώνουν
καταρχήν το ασκούμενο με την αγωγή ουσιαστικό δικαίωμα και αποτελούν την
προϋπόθεση εφαρμογής του αντίστοιχου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, χαρακτηρίζεται
ως ποσοτική αοριστία της αγωγής, ενώ η επίκληση απλώς των στοιχείων του Νόμου,
δίχως αναφορά πραγματικών περιστατικών, χαρακτηρίζεται ως ποιοτική αοριστία της
αγωγής και αμφότερες ελέγχονται αναιρετικώς με τους οριζόμενους στους αριθμούς
8 ή 14 του άρθρου 559 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας λόγους (βλ. ΟλΑΠ 18/1998, ΑΠ 683/2013, ΑΠ 1967/2006 δημοσιευμένες στην
ιστοσελίδα «areiospagos.gr»).
II. Με τις διατάξεις του άρθρου 224 του Κώδικα Πολιτικής
Δικονομίας, θεσπίζεται η αρχή της απαγόρευσης μεταβολής της βάσεως της αγωγής
με ποινή απαραδέκτου. Η απαγόρευση αυτή αναφέρεται στη μεταβολή της ιστορικής
βάσεως της αγωγής, ήτοι των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν το
επικαλούμενο δικαίωμα με την έννομη συνέπεια του οικείου κανόνα δικαίου.
Ιστορική, δε, βάση της αγωγής είναι, κατ’ άρθρο 216 παρ. 1 εδ.
α του ιδίου Κώδικα, το σύνολο των γεγονότων που θεμελιώνουν την αγωγή, δίχως
την επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή η διάγνωση της ένδικης διαφοράς.
Εξάλλου, η εν λόγω αρχή απαγόρευσης μεταβολής της βάσεως της αγωγής
περιλαμβάνει ουχί μόνο τη γνήσια μεταβολή, ήτοι την αντικατάσταση της αρχικής
ιστορικής βάσεως της αγωγής, αλλά και την προσθήκη με τις έγγραφες προτάσεις
νέας αγωγικής βάσεως ή νέας επικουρικής βάσεως.
Ωστόσο, ο Νόμος αμβλύνει τον άτεγκτο χαρακτήρα της προαναφερομένης
αρχής και επιτρέπει στον ενάγοντα να συμπληρώσει, διευκρινίσει ή διορθώσει τους
αγωγικούς του ισχυρισμούς, αρκεί να μη μεταβάλλεται η
βάση της αγωγής. Οι επουσιώδεις, δε, αυτές επεμβάσεις δύνανται να λάβουν χώρα
μόνο με τις έγγραφες προτάσεις που κατατίθενται ενώπιον του δικάζοντας
δικαστηρίου ή με προφορική δήλωση καταχωριζομένη στα
πρακτικά της δημοσίας συνεδριάσεως του τελευταίου, ουχί, δε, με την έγγραφη
προσθήκη-αντίκρουση (βλ. ΑΠ 309/2011, ΑΠ 78/2011, ΑΠ 220/2003, ΑΠ 523/2002, ΑΠ
76/2002, ΑΠ 483/2001, ΑΠ 749/1992, ΕφΠειρ 163/1990, ΠολΠρωτΘεσ 7891/2003 άπασες στην Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, καθώς και Ν.
Νίκα, Πολιτική Δικονομία II, έκδοση 2005, παρ. 64, αριθ. 7-12). Περαιτέρω,
σύμφωνα με το άρθρο 223 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όταν επέλθει η
εκκρεμοδικία, είναι απαράδεκτη η μεταβολή του αιτήματος της αγωγής. Κατ’
εξαίρεση, ο ενάγων δύναται με τις έγγραφες προτάσεις ή με δήλωση στα πρακτικά,
εωσότου περατωθεί η δίκη στον πρώτο βαθμό, να περιορίσει το αίτημα της αγωγής ή
να ζητήσει: 1) τα παρεπόμενα του κύριου αντικειμένου της αγωγής και 2) αντί γι’
αυτό που ζητήθηκε αρχικώς, έτερο αντικείμενο ή το διαφέρον, εξαιτίας μεταβολής
που επήλθε. Η εν λόγω αυστηρή ρύθμιση έχει τους λόγους της στην ανάγκη, ιδίως,
να παγιωθεί εγκαίρως το αντικείμενο της δικαστικής έρευνας, καθώς και να διασφαλισθούν
τα δικαιώματα άμυνας του εναγομένου. Επί της ουσίας,
η απαγόρευση της μεταβολής του αιτήματος της αγωγής συνιστά ειδικότερη εκδήλωση
της θεμελιώδους αρχής της προδικασίας (άρθρο 111 παρ. 2 του Κώδικα Πολιτικής
Δικονομίας), η οποία υπηρετεί πρωτίστως το γενικότερο συμφέρον (βλ. ΑΠ
652/2003, ΑΠ 287/2002, ΑΠ 4118/1994, ΑΠ 6554/1992 στην Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ, καθώς και
Ε. Μπαλογιάννη σε X. Απαλαγάκη,
ΚΠολΔ-Ερμηνεία κατ’ άρθρο, έκδοση 2011, άρθρο 223,
αριθ. 1-2, Ν. Νίκα, όπ.π., παρ. 64, αριθ. 1-6).
III. Στα άρθρα 271 επ. του Ν.4072/2012
(ως ήδη ισχύουν) ορίζονται τα ακόλουθα: Άρθρο 271: «1. Ετερόρρυθμη εταιρεία
είναι η εταιρεία με νομική προσωπικότητα, που επιδιώκει εμπορικό σκοπό και για
τα χρέη της οποίας ένας τουλάχιστον από τους εταίρους ευθύνεται περιορισμένα
(ετερόρρυθμος εταίρος), ενώ ένας άλλος τουλάχιστον από τους εταίρους ευθύνεται
απεριόριστα (ομόρρυθμος εταίρος). 2. Εφόσον δεν υπάρχει ειδική ρύθμιση στο
παρόν κεφάλαιο, στην ετερόρρυθμη εταιρεία εφαρμόζονται οι διατάξεις για την
ομόρρυθμη εταιρεία». Άρθρο 272: «1. Η επωνυμία της ετερόρρυθμης εταιρείας
σχηματίζεται είτε από το όνομα ενός ή περισσότερων εταίρων είτε από το
αντικείμενο της επιχείρησης είτε από άλλες λεκτικές ενδείξεις. Η επωνυμία της
εταιρείας μπορεί να αποδίδεται ολόκληρη ή εν μέρει με λατινικούς χαρακτήρες.
Στην επωνυμία της ετερόρρυθμης εταιρείας πρέπει να περιέχονται σε κάθε
περίπτωση ολογράφως οι λέξεις «Ετερόρρυθμη Εταιρεία» ή το ακρωνύμιο «Ε.Ε». Για
τις διεθνείς συναλλαγές, οι ανωτέρω λέξεις εκφράζονται ως «Limited
Partneship» ή/και το ακρωνύμιο «L.Ρ». 2. Αν στην
επωνυμία ετερόρρυθμης εταιρείας περιληφθεί το όνομα ετερόρρυθμου εταίρου, τούτο
έχει ως συνέπεια την απεριόριστη ευθύνη του, εκτός αν ο τρίτος που συναλλάχθηκε
με την εταιρεία γνώριζε ότι είναι ετερόρρυθμος εταίρος. Στην περίπτωση αυτή
εφαρμόζεται η παράγραφος 2 του άρθρου 250». Άρθρο 273: «Η ετερόρρυθμη εταιρεία
εγγράφεται στο Γ.Ε.ΜΗ. Στοιχεία που καταχωρίζονται, εκτός από τα αναφερόμενα
στη παράγραφο 1, του άρθρου 251, είναι κατ’ ελάχιστον το όνομα, η κατοικία και
η αξία της εισφοράς των ετερόρρυθμων εταίρων. Στο Γ.Ε.ΜΗ καταχωρίζεται και κάθε
μεταβολή των στοιχείων αυτών». Άρθρο 279: «1. Ο ετερόρρυθμος εταίρος, που έχει
καταβάλει στην εταιρεία την εισφορά του, δεν ευθύνεται για τα χρέη της
εταιρείας. Σε αντίθετη περίπτωση ευθύνεται προσωπικά μέχρι του ποσού της
εισφοράς του. 2. Ο εισερχόμενος μετά τη σύσταση της εταιρείας ετερόρρυθμος
εταίρος ευθύνεται και για τα προ της εισόδου του χρέη, σύμφωνα με την παράγραφο
1. 3. Αντίθετη συμφωνία όσον αφορά στην ευθύνη του ετερόρρυθμου εταίρου, όπως
ορίζεται στο παρόν άρθρο, δεν ισχύει έναντι των τρίτων». Άρθρο 281: «1. Σε
περίπτωση εξόδου, αποκλεισμού ή θανάτου του μοναδικού ομόρρυθμου εταίρου, η
ετερόρρυθμη εταιρεία λύνεται, εκτός αν με τροποποίηση της εταιρικής σύμβασης,
που πρέπει να καταχωρισθεί μέσα σε τέσσερις (4) μήνες στο Γ.Ε.ΜΗ, ένας από τους
ετερόρρυθμους εταίρους καταστεί ομόρρυθμος εταίρος ή αν εισέλθει στην εταιρεία
νέος εταίρος ως ομόρρυθμος. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται το άρθρο 259. 2. Αν μετά
τη λύση της ετερόρρυθμης εταιρείας ακολουθήσει εκκαθάριση, καθήκοντα
εκκαθαριστή ασκεί και ο ετερόρρυθμος εταίρος, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά
στην εταιρική σύμβαση». Επιπλέον, στο άρθρο 268 του ίδιου ανωτέρω Νόμου
προβλέπεται ότι: «1. Αν σε περίπτωση λύσης της εταιρείας οι εταίροι δεν έχουν
συμφωνήσει διαφορετικά, τη λύση της εταιρείας ακολουθεί η εκκαθάριση. 2. Τα
ονόματα και η κατοικία των εκκαθαριστών εγγράφονται στο Γ.Ε.ΜΗ. Το ίδιο ισχύει
και σε κάθε περίπτωση αντικατάστασης εκκαθαριστή. 3. Οι εκκαθαριστές υπογράφουν
υπό την εταιρική επωνυμία με την προσθήκη των λέξεων «υπό εκκαθάριση». 4. Κατά
την έναρξη και την περάτωση της εκκαθάρισης οι εκκαθαριστές συντάσσουν
ισολογισμό. 5. Μετά την περάτωση της εκκαθάρισης η εταιρεία διαγράφεται από το
Γ.Ε.ΜΗ. Τα βιβλία και τα έγγραφα της εταιρείας παραδίδονται προς φύλαξη σε έναν
από τους εταίρους ή σε τρίτο. Σε περίπτωση διαφωνίας ο εταίρος ή ο τρίτος
ορίζεται από το μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της εταιρείας κατά τη
διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων». Περαιτέρω στα άρθρα 72 επ.
και 777 επ. του Αστικού Κώδικα ορίζονται τα εξής:
Άρθρο 72: «Μόλις το νομικό πρόσωπο διαλυθεί, βρίσκεται αυτοδικαίως σε
εκκαθάριση. Ωσότου περατωθεί η εκκαθάριση και για τις ανάγκες της, θεωρείται
ότι υπάρχει». Άρθρο 73: «Αν ο νόμος ή η συστατική πράξη ή το καταστατικό δεν
ορίζουν διαφορετικά ή το αρμόδιο όργανο δεν αποφάσισε διαφορετικά, η εκκαθάριση
γίνεται από εκείνους που έχουν τη διοίκηση του νομικού προσώπου. Αν δεν
υπάρχουν, (ο ειρηνοδίκης) το δικαστήριο διορίζει έναν ή περισσότερους
εκκαθαριστές». Άρθρο 74: «Ο εκκαθαριστής ενεργεί ως διοικητής του νομικού
προσώπου. Η εξουσία του περιορίζεται στις ανάγκες της εκκαθάρισης». Άρθρο 777:
«Η εταιρεία λογίζεται ότι εξακολουθεί και μετά τη λύση της, εφόσον το απαιτούν
οι ανάγκες και ο σκοπός της εκκαθάρισης. Από τη λύση παύει η εξουσία των
διαχειριστών εταίρων». Άρθρο 778: «Αφού λυθεί η εταιρεία, η εκκαθάριση, αν δεν
συμφωνήθηκε κάτι άλλο, ενεργείται από όλους τους εταίρους μαζί, ή από
εκκαθαριστή που έχει διοριστεί με ομόφωνη απόφαση όλων. Σε περίπτωση διαφωνίας
ο εκκαθαριστής διορίζεται ή αντικαθίσταται από το δικαστήριο με αίτηση ενός από
τους εταίρους και η αντικατάσταση γίνεται μόνο για σπουδαίους λόγους». Άρθρο
780: «Κατά την εκκαθάριση πρώτα εξοφλούνται τα κοινά χρέη των εταίρων απέναντι
σε τρίτους, καθώς και όσα υπάρχουν μεταξύ των εταίρων, και κατόπιν
επιστρέφονται οι εισφορές. Αν η εισφορά δεν συνίσταται σε χρήμα, καταβάλλεται η
αξία του αντικειμένου της κατά τον χρόνο της πραγματοποίησής της. Αν η εισφορά
συνίσταται σε εργασία ή σε χρήση πράγματος δεν αποδίδεται». Άρθρο 781: «Η
εταιρική περιουσία μετατρέπεται σε χρήμα, εφόσον αυτό απαιτείται για την
εξόφληση των εταιρικών χρεών και για την απόδοση των εισφορών. Η μετατροπή
γίνεται κατά τις διατάξεις για την πώληση κοινού πράγματος». Άρθρο 782: «Ό,τι
απομένει μετά την εξόφληση των χρεών και την απόδοση των εισφορών, διανέμεται
στους εταίρους κατά τον λόγο της μερίδας που έχει ο καθένας στα κέρδη». Άρθρο
783: «Αν τα εταιρικά πράγματα δεν αρκούν για την εξόφληση των χρεών και την
απόδοση των εισφορών, για ό,τι λείπει ενέχονται οι εταίροι κατά τον λόγο της
συμμετοχής τους στις ζημίες. Αν δεν είναι δυνατόν να εισπραχθεί από έναν εταίρο
το έλλειμμα που του αναλογεί, ενέχονται γι’ αυτό κατά την ίδια αναλογία οι
λοιποί εταίροι».
IV. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 249 επ. του Ν.4072/2012, 920 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
και 72, 759, 777 εδ. α, 780 εδ.
α, 781, 782, 784 εδ. α του Αστικού Κώδικα προκύπτει
ότι, η ομόρρυθμη/ετερόρρυθμη εταιρεία μετά τη λύση της περιέρχεται αυτοδικαίως
και υποχρεωτικώς σε εκκαθάριση, κατά το στάδιο της οποίας το νομικό πρόσωπο
αυτής εξακολουθεί να υφίσταται για τον σκοπό και τις ανάγκες της εκκαθαρίσεως.
Η εκκαθάριση αποσκοπεί στην περάτωση των νομικών σχέσεων που προήλθαν από τη
σύσταση και τη λειτουργία της εταιρείας και ήταν εκκρεμείς κατά τον χρόνο της λύσεώς της. Οι εν λόγω, δε, σχέσεις ανάγονται: α) είτε σε
σχέσεις μεταξύ της εταιρείας και των τρίτων (στις οποίες περιλαμβάνονται και οι
εξωεταιρικές σχέσεις μεταξύ εταιρείας και εταίρων,
που σε αυτήν την περίπτωση αντιμετωπίζονται ως τρίτοι), β) είτε σε σχέσεις από
την εταιρική σύμβαση μεταξύ των εταίρων ή μεταξύ εταίρων και εταιρείας, γ) είτε
σε σχέσεις μεταξύ των εταίρων ως προς το καθαρό προϊόν της εκκαθάρισης, δηλαδή
την ενεργητική εταιρική περιουσία που απομένει μετά την εκπλήρωση των εταιρικών
υποχρεώσεων. Ειδικότερα, κατά το στάδιο της εκκαθάρισης γίνεται η ρευστοποίηση
του ενεργητικού, η διαπίστωση και η εξόφληση των χρεών, η απόδοση των εισφορών
και η διανομή μεταξύ των εταίρων του καθαρού ενεργητικού της εταιρικής
περιουσίας, που τυχόν απομένει μετά την εξόφληση των εταιρικών χρεών και την
απόδοση των εισφορών. Το στάδιο της εκκαθάρισης ομόρρυθμης/ετερόρρυθμης
εταιρείας δεν παύει πριν εξοφληθούν όλες οι υποχρεώσεις αυτής και εάν μετά τη
λήξη των εργασιών της εκκαθάρισης διαπιστωθεί η ύπαρξη εταιρικής απαίτησης ή
εταιρικού χρέους, τότε επαναλαμβάνονται οι εργασίες εκκαθάρισης και συνεχίζεται
η εκπροσώπηση της εταιρείας από τον/τους εκκαθαριστή/ές.
Κατά το στάδιο, δε, αυτό φορέας των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων της
εταιρείας είναι το νομικό πρόσωπο αυτής, το οποίο και στις σχετικές δίκες
εκπροσωπείται από τον/τους εκκαθαριστή/ές. Ακόμη και
μετά τη λήξη των εργασιών της εκκαθάρισης, εάν διαπιστωθεί ότι υφίσταται
ορισμένη εκκρεμότητα, όπως απαίτηση ή χρέος της εταιρείας, επαναλαμβάνονται και
πάλι οι εργασίες της εκκαθάρισης και συνεχίζεται η εκπροσώπηση της λυθείσας εταιρείας από τον/τους εκκαθαριστή/ές. Η εκκαθάριση, η οποία ακολουθεί τη λύση της εταιρείας
και έχει ως σκοπό τη διευθέτηση των υφισταμένων εκκρεμοτήτων, διαφέρει της
αναβίωσης, η οποία έχει ως σκοπό την επαναλειτουργία της λυθείσης
εταιρείας και για την οποία απαιτείται ομόφωνη απόφαση των εταίρων. Τα ανωτέρω,
άλλωστε, ισχύουν ακόμη και όταν επήλθε η τυπική λήξη της εκκαθάρισης της
εταιρείας, που επέρχεται με τη λογοδοσία των εκκαθαριστών και τη δημοσίευση του
ισολογισμού της εκκαθάρισης, η ατελής, δε, δημοσιότητα, που ισχύει αναφορικά με
την εκκαθάριση, δεν οδηγεί σε διαφορετικό συμπέρασμα. Ειδικότερα, κατά την
έναρξη και την περάτωση της εκκαθάρισης, ο/οι εκκαθαριστής/ές
συντάσσουν ισολογισμό. Μετά την περάτωση της εκκαθάρισης η εταιρεία διαγράφεται
από το Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ), η καταχώριση, δε, της διαγραφής αυτής
έχει σχετικώς συστατικό χαρακτήρα, με την έννοια ότι χωρίς αυτήν δεν επέρχεται
περάτωση της ομόρρυθμης εταιρείας. Αν, όμως, διαπιστωθεί, ότι η εταιρεία είχε
και έτερη περιουσία, δεν επέρχεται η περάτωσή της,
έστω και αν είχε διαγράφει στο Γ.Ε.ΜΗ, λόγω, δε, του σχετικώς συστατικού
χαρακτήρα της διαγραφής, δεν θίγεται η νομική προσωπικότητα της εταιρείας, εάν
η εκκαθάριση δεν έχει πράγματι περατωθεί. Άλλωστε, ελλείψει ειδικής ρύθμισης
για την ετερόρρυθμη εταιρεία, εφαρμόζονται οι διατάξεις για την ομόρρυθμη
εταιρεία, άρα και όσα προβλέπονται περί του σταδίου της εκκαθαρίσεως, όπως
συνάγεται από τα άρθρα 271 παρ. 2 και 281 του Ν.4072/2012 [βλ. ΑΠ (ποιν.) 1996/2019, ΑΠ 748/2017, ΑΠ 224/2016, ΑΠ 120/1998, ΑΠ
1410/1996, ΕφΑΘ 3865/2020, ΕφΘεσ
199/2008, ΜονΕφΠειρ 80/2022 άπασες στην Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ].
Περαιτέρω, κατά τη διάρκεια του σταδίου της εκκαθάρισης, η
ομόρρυθμη/ετερόρρυθμη εταιρεία, η οποία αποτελεί νομικό πρόσωπο, λογίζεται
υφιστάμενη, εφόσον το απαιτούν οι ανάγκες της εκκαθαρίσεως, και οι εταίροι
αυτής δεν δύνανται προ του πέρατος αυτής (της εκκαθαρίσεως) να ασκήσουν τις
ενδεχόμενες αξιώσεις τους, που πηγάζουν από την εταιρική σχέση και στρέφονται
κατά της εταιρείας ή των συνεταίρων τους, εκτός αν συντρέχουν στο πρόσωπό τους
οι όροι της αδικοπραξίας ή έτερος αυτοτελής λόγος αξιώσεως. Η αξίωση του
εταίρου κατά της εταιρείας ή των συνεταίρων του από την εταιρική σχέση δεν
είναι δυνατόν να ασκηθεί αυτοτελώς από αυτόν, αλλά πρέπει να αποτελέσει
κονδύλιο στον τελικό λογαριασμό της εκκαθαρίσεως, από τον οποίο θα αποδειχθεί
εάν ο εταίρος έχει αξίωση κατά της εταιρείας ή εάν τυχόν πρέπει να καταβάλει
συμπληρωματική εισφορά, γεγονός αβέβαιο και άγνωστο διαρκούσης της
εκκαθαρίσεως. Για τον λόγο αυτόν, ο εταίρος γνωστοποιεί την απαίτησή του στον
εκκαθαριστή, προσκομίζοντας τα αναγκαία αποδεικτικά μέσα, ο οποίος καταχωρεί
την απαίτηση στο παθητικό της εταιρείας και την ικανοποιεί από το ενεργητικό
της, εάν, δε, το τελευταίο δεν επαρκεί, ενεργοποιείται το άρθρο 783 του Αστικού
Κώδικα. Μεταξύ, δε, των αξιώσεων των εταίρων, που δεν δύνανται να ασκηθούν παρά
μόνο μετά το πέρας της εκκαθαρίσεως, είναι λ.χ. αυτή που αφορά στην αναλογία
επί των πραγματοποιηθέντων κερδών ή η αξίωση που
προέρχεται από την ενδεχομένη εξόφληση εταιρικών χρεών, με καταβολές στις
οποίες προβαίνει ένας από τους εταίρους με ίδια χρήματα. Μόνο μετά το πέρας της
διαδικασίας της εκκαθάρισης, οι εταίροι, που διαφωνούν με τα αποτελέσματά της,
δύνανται να ασκήσουν κατά της εταιρείας αγωγή, επιδιώκοντας ικανοποίηση των
αξιώσεών τους. Στον ανωτέρω, όμως, περιορισμό, που αποτελεί απόρροια των αρχών
του άρθρου 288 του Αστικού Κώδικα, δεν υπόκεινται οι αξιώσεις του εταίρου που
πηγάζουν από εξωεταιρικές σχέσεις, καθόσον ο
δικαιούχος τέτοιων αξιώσεων εταίρος εξομοιώνεται με τον οιονδήποτε τρίτο
δανειστή της εταιρείας, τα δικαιώματα του οποίου δεν θίγονται, ούτε
περιορίζονται από την εκκαθάριση. Κριτήριο, εξάλλου, για τον εταιρικό ή εξωεταιρικό χαρακτήρα των έναντι της εταιρείας απαιτήσεων
του εταίρου αποτελεί η αιτία («causa»)
των απαιτήσεων αυτών. Επιπροσθέτως, αξιώσεις των οποίων η άσκηση δεν παρακωλύει
ή και διευκολύνει την εκκαθάριση δύνανται να ασκούνται και όσο διαρκεί η
τελευταία, τέτοιες, δε, αποτελούν λ.χ. οι αξιώσεις των εταίρων προς απόδοση της
χρήσεως πραγμάτων. Έτι περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 780 εδ. α του Αστικού Κώδικα, σύμφωνα με την οποία κατά την
εκκαθάριση πρώτα εξοφλούνται τα κοινά χρέη των εταίρων απέναντι σε τρίτους,
καθώς και όσα υφίστανται μεταξύ των εταίρων και κατόπιν επιστρέφονται οι
εισφορές, συνάγεται ότι, ο εκκαθαριστής, πριν αποδοθούν οι εισφορές,
διαπιστώνει και εξοφλεί τα χρέη, που υφίστανται μεταξύ των εταίρων και
προέρχονται από την εταιρική σχέση. Έτσι, οι σχετικές αξιώσεις του εταίρου κατά
της εταιρείας ή των λοιπών εταίρων από την εταιρική σχέση αποτελούν και
ελέγχονται ως κονδύλια του λογαριασμού της εκκαθάρισης, προκειμένου να κριθεί
εάν και ποιο ποσό δικαιούται να λάβει έκαστος εταίρος κατά τη διανομή, και δεν
δύνανται να ασκηθούν αυτοτελώς κατά το στάδιο της εκκαθάρισης. Κατ’ εξαίρεση,
δύνανται να ασκηθούν και πριν από τη λήξη της εκκαθάρισης αξιώσεις εταίρου από
την εταιρική σχέση, εάν με αυτές δεν παρεμποδίζεται ή εάν διευκολύνεται ο
σκοπός της εκκαθάρισης, όπως συμβαίνει λ.χ. όταν η σχετική αγωγή επιδιώκει την
αναγνώριση και ικανοποίηση απαιτήσεων της εταιρείας και εν γένει κατατείνει στη
διαπίστωση και συγκέντρωση της εταιρικής περιουσίας, ενώ, παράλληλα, δεν
επιφέρει διατάραξη ή διάρρηξη της εσωτερικής τάξης της εταιρείας (βλ. ΑΠ
374/1997, ΑΠ 43/1994, ΕφΘεσ 1175/2006, ΕφΑθ 27/2004, ΕφΘεσ 142/2003, ΕφΠειρ 793/2002, ΕφΘεσ 41/2002, ΕφΑθ 3047/2000, ΕφΘεσ 1264/1999, ΕφΠειρ 353/1998, ΕφΑθ 175/1990, ΕφΑθ 7493/1990 άπασες στην Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ, καθώς και Β.
Αντωνόπουλου, Δίκαιο Προσωπικών Εταιρειών-Μετά τον Ν.4072/2012, Δ’ έκδοση, σελ.
260 και 280-282). Προσέτι, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 249 και
255 του Ν.4072/2012, καθώς και 481, 487, 488, 741, 759, 858 του Αστικού Κώδικα,
συνάγεται ότι, ο ομόρρυθμος εταίρος που κατέβαλε προς τους τρίτους δανειστές
της εταιρείας ολόκληρο το εταιρικό χρέος, λόγω της εις ολόκληρον
ενοχής του για χρέη της εταιρείας έναντι των τρίτων δανειστών αυτής,
υποκαθίσταται στα δικαιώματα των τελευταίων (των δανειστών) έναντι των λοιπών
εταίρων, κατά τον λόγο της εταιρικής μερίδας έκαστου
και έχει αναγωγή κατ’ αυτών για το μέρος του χρέους που βαρύνει τον καθένα από
αυτούς. Η αξίωσή του, δε, αυτή, υποκείμενη στη συνήθη εικοσαετή παραγραφή του
άρθρου 249 του Αστικού Κώδικα, ουχί, δε, στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 269
του Ν.4072/2012, υφίσταται και δύναται να ασκηθεί κατά των υποχρέων
εταίρων και μετά τη λύση της εταιρείας, κατά το στάδιο της εκκαθάρισης αυτής
(βλ. ΑΠ 1036/2007, ΑΠ 1205/2001, ΕφΑθ 2308/2011, ΕφΘεσ 2400/2005, ΕφΑθ 27/2004, ΕφΘεσ 3174/2001, ΠολΠρωτΘηβ
46/2008, ΠολΠρωτΑθ 461/2005 άπασες στην Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ,
καθώς και Β. Αντωνόπουλου, όπ.π., σελ. 150 και
218-219).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο
ενάγων εκθέτει, με την υπό κρίση αγωγή του, ότι η εναγόμενη ετερόρρυθμη εταιρία
συστήθηκε με το νομίμως δημοσιευθέν από 22-5-1986 ιδιωτικό συμφωνητικό, μεταξύ
του ιδίου (του ενάγοντας), ως ομορρύθμου
μέλους-διαχειριστή, κατά ποσοστό 50,00%, και του θείου του, ..., ως
ετερορρύθμου εταίρου, κατά ποσοστό 50,00%, με έδρα στα Γιαννιτσά, και σκοπό την
εμπορία μεταχειρισμένων φορτηγών οχημάτων. Ότι εν συνεχεία η εναγόμενη εταιρεία
τροποποιήθηκε με τα ειδικότερα αναφερόμενα νομίμως δημοσιευθέντα από ...
ιδιωτικά συμφωνητικά. Ότι η λειτουργία της εναγόμενης εταιρείας υπήρξε εξαρχής
αποδοτική και ωφέλιμη για όλα τα μέλη της, ενώ η ίδια η εταιρεία απέκτησε τα
περιγραφόμενα τέσσερα (4) αγροτεμάχια. Ότι οι αρμοδιότητες καθενός από τα μέλη
της εναγόμενης εταιρείας ήταν οι ειδικότερα αναφερόμενες στο αγωγικό δικόγραφο, ενώ από το 2010 και εφεξής η καλή πορεία
της εναγόμενης εταιρείας σταδιακά κάμφθηκε. Ότι η εναγόμενη εταιρεία λύθηκε την
81-8-2018, λόγω παρελεύσεως του συμβατικού χρόνου διάρκειας αυτής (20ετίας) και
της αρνήσεως των δευτέρου και τρίτου εναγομένων να
συμπράξουν στην παράταση της διάρκειάς της, για τους λόγους που αναλύονται
εκτενέστερα στην αγωγή και αφορούν στις σχέσεις τους με εταιρίες με τους διακριτικους τίτλους ... με την υπ’ αριθμόν ... σύμβαση,
που καταρτίσθηκε μεταξύ του ιδίου (του ενάγοντος), ενεργούντος
τότε ως διαχειριστή της εναγόμενης εταιρείας και ατομικά ως εγγυητή, της
συζύγου του ιδίου (του ενάγοντος), ... ως συνεγγυήτριας, και της ανώνυμης
τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία ...., χορηγήθηκε στην εναγόμενη εταιρεία
πίστωση με όριο ύψους 50.000,00 ευρώ. Ότι αυτός (ο ενάγων) και η σύζυγός του
προέβησαν στην ομόχρονη σύμβαση ενεχύρασης και
εκχώρησης προθεσμιακής κατάθεσης προς εξασφάλιση της αρχικής ως άνω συμβάσεως
πιστώσεως. Ότι με την από 22-4-2016 πρόσθετη πράξη, που καταρτίσθηκε μεταξύ των
ιδίων παραπάνω συμβαλλομένων, το πιστωτικό όριο της ανωτέρω σύμβασης πίστωσης
αυξήθηκε στο ποσό ύψους 75.000,00 ευρώ. Ότι η εν λόγω σύμβαση πίστωσης
εμφάνιζε, την 81-8-2018, πιστωτικό υπόλοιπο ύψους 72.227,15 ευρώ. Ότι αυτός (ο
ενάγων), από την 81-8-2018 έως και την 24-9-2020, κατέβαλε εξ ιδίων χρημάτων
μηνιαίες δόσεις, με σκοπό να μην καταγγελθεί η προαναφερόμενη σύμβαση και να
μην επιβαρυνθεί με τόκους υπερημερίας η εναγόμενη εταιρεία. Ότι η πληρωμή των
τόκων του εν λόγω δανείου και λοιπών εξόδων, από τη 16η-2-2018 έως τη
19η-8-2020, ανέρχεται στο συνολικό ποσό ύψους 10.266,00 ευρώ. Ότι αυτός (ο
ενάγων), την 25η-9-2020, κατέβαλε το ποσό ύψους 72.145,35 ευρώ προς ολοσχερή εξόφληση
του υπολοίπου του δανειακού λογαριασμού της εναγόμενης εταιρείας, το οποίο
(ποσό) εκταμιεύθηκε από τον καταθετικό λογαριασμό της
συζύγου του ιδίου (του ενάγοντος), πλην, όμως, επρόκειτο για δικά του χρήματα,
τα οποία κατέθεσε στον λογαριασμό της συζύγου του, άλλως η τελευταία κατέβαλε
για δικό του λογαριασμό. Ότι συνεπώς αυτός (ο ενάγων) κατέβαλε για λογαριασμό
της εναγόμενης εταιρείας το συνολικό ποσό ύψους 82.411,35 ευρώ. Ότι περαιτέρω
αυτός (ο ενάγων) κατέβαλε, από την 30h-7-2018
έως την 28η-2-2022, εξ ιδίων χρημάτων και έναντι οφειλών της εναγόμενης
εταιρείας προς την αρμόδια Δ.Ο.Υ, το συνολικό ποσό ύψους 18.466,45 ευρώ, λόγω
του ότι είχαν δεσμευθεί οι προσωπικοί του λογαριασμοί και κινδύνευε τόσο η
ακίνητη περιουσία της εναγόμενης εταιρείας, όσο και η δική του, από αναγκαστικά
μέτρα είσπραξης. Ότι επιπλέον ο ... αγόρασε, τον Μάιο του έτους 2007, από την
εναγόμενη εταιρεία οχήματα αξίας 60.690,00 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α,
με πίστωση του τιμήματος και παρακράτηση της κυριότητας των πωληθέντων
οχημάτων εκ μέρους της εναγόμενης εταιρείας. Ότι ο προαναφερόμενος προέβη στη
λήψη δανείου από την τράπεζα με την επωνυμία ..., την εξόφληση του οποίου
εγγυήθηκε τόσο η σύζυγος του ..., όσο και ο ίδιος (ο ενάγων). Ότι ο ... άσκησε
κατά της εναγόμενης εταιρείας και του ιδίου (του ενάγοντος) τη με αριθμό
κατάθεσης ./2015 αγωγή του, απευθυνόμενη ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου,
ζητώντας την απόδοση συνολικού ποσού ύψους 180.000,00 ευρώ, ως αδικαιολόγητου
πλουτισμού από τη μη εξόφληση του παραπάνω δανείου. Ότι εξεδόθη
η υπ’ αριθμόν 16/2017 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, σύμφωνα με την οποία
παραπέμφθηκε η ανωτέρω αγωγή στο Μονομελές Πρωτοδικείο Γιαννιτσών, το οποίο
εξέδωσε την υπ’ αριθμόν 320/2018 απόφαση, σύμφωνα με την οποία υποχρεώθηκαν η
εναγόμενη εταιρεία και ο ίδιος (ο ενάγων) να καταβάλουν νομιμοτόκως
το ποσό ύψους 150.590,00 ευρώ. Ότι κατόπιν ασκήθηκε η με αριθμό κατάθεσης ./2018
έφεση, απευθυνόμενη ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, επί της
συζητήσεως της οποίας (εφέσεως) εξεδόθη η υπ’ αριθμόν
1612/2021 απόφαση του εν λόγω δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκε η
ως άνω έφεση και επικυρώθηκε η προεκτεθείσα με αριθμό
320/2018 πρωτόδικη απόφαση. Ότι κατά της παραπάνω εφετειακής αποφάσεως
ασκήθηκαν η από 12-10-2021 αίτηση αναιρέσεως και το από 03-10-2022 δικόγραφο
προσθέτων λόγων αυτής (της αίτησης αναιρέσεως), που προσδιορίσθηκαν προς
συζήτηση, κατόπιν αναβολής, κατά τη δικάσιμο της 27η-5-2024. Ότι αυτός (ο
ενάγων) αποφάσισε να προβεί στην εξόφληση του δανείου του ... προς την ..., με
αποτέλεσμα να υπογράψει την από 27-3-2023 έγγραφη συμφωνία με την ανώνυμη
εταιρεία βάσει της οποίας η συνολική οφειλή του συμφωνήθηκε στο ποσό ύψους
67.617,50 ευρώ, μέρος της οποίας, ποσού ύψους 40.000,00 ευρώ, αυτός (ο ενάγων)
κατέβαλε εξ ιδίων χρημάτων και το υπόλοιπο ποσό ύψους 27.617,50 ευρώ
διακανονίσθηκε να πληρωθεί σε μηνιαίες δόσεις, ποσού ύψους 503,89 ευρώ εκάστη
εξ αυτών, για το χρονικό διάστημα από την 41-5-2023 έως και την 41-6-2028. Ότι
αυτός (ο ενάγων) έχει ήδη καταβάλει μέχρι σήμερα μηνιαίες δόσεις, συνολικού
ποσού ύψους 5.038,90 ευρώ, και επομένως κατέβαλε συνολικά προς τη « το ποσό
ύψους 45.038,90 ευρώ. Ότι ο ... έχει προβεί στην εγγραφή υποθήκης, για το ποσό
ύψους 100.000,00 ευρώ, επί όλων των ακινήτων της εναγόμενης εταιρείας,
απέχοντας από την έγερση διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης. Ότι αυτός (ο
ενάγων), από την 11-1-2016 έως την 11-1-2019 και ελλείψει ρευστότητας, άρχισε
να χρηματοδοτεί την εναγόμενη εταιρεία, καταθέτοντας στους τραπεζικούς
λογαριασμούς της διάφορα χρηματικά ποσά για την κάλυψη υποχρεώσεών της ή
μεταφέροντας χρηματικά ποσά από προσωπικούς του λογαριασμούς. Ότι ειδικότερα
στον αναφερόμενο λογαριασμό της εναγόμενης εταιρείας τηρούμενο στην ... αυτός
(ο ενάγων) κατέθεσε τοις μετρητοίς, από την 1η-2016 έως την 24η-4-2018, το
συνολικό ποσό ύψους 55.400,00 ευρώ, στον αναφερόμενο λογαριασμό της εναγόμενης
εταιρείας τηρούμενο στην τράπεζα «...» κατέθεσε, από τη συνολικό ποσό ύψους
124.088 ευρώ, εναγόμενης εταιρείας τηρούμενο στην 181-1-2016 έως τη 13η-8-2018,
το στον αναφερόμενο λογαριασμό της «...» κατέθεσε, από την 11η-1-2016 έως τη
10η-2019, το συνολικό ποσό ύψους 16.200,00 ευρώ, ενώ, από την 11-1-2016 έως τα
τέλη του έτους 2018, μετέφερε από τους προσωπικούς του λογαριασμούς στους
λογαριασμούς της εναγόμενης εταιρείας το συνολικό ποσό ύψους 51.630 ευρώ. Ότι
το συνολικό ποσό, που αυτός (ο ενάγων) κατέθεσε στους τραπεζικούς λογαριασμούς
της εναγόμενης εταιρείας και μετέφερε με εμβάσματα εξ ιδίων χρημάτων, ανέρχεται
στο ύψος των (195.688,00 ευρώ καταθέσεις + 51.630,00 ευρώ εμβάσματα =)
247.318,00 ευρώ, προκειμένου να αντιμετωπίσει η εναγόμενη τρέχουσες οικονομικές
υποχρεώσεις της. Ότι αυτός (ο ενάγων) δικαιούται να λάβει από την εναγόμενη
εταιρεία, για τις παραπάνω αιτίες, το συνολικό ποσό ύψους 393.233,00 ευρώ,
αφού, δε, έχει ήδη λάβει από την εναγόμενη εταιρεία το ποσό ύψους 96.000,00
ευρώ, καθώς και τμηματικά από τον εκκαθαριστή της εναγόμενης εταιρείας το ποσό
ύψους 35.000,00 ευρώ, δικαιούται να λάβει το υπόλοιπο ποσού ύψους 262.233,00
ευρώ. Ότι η βεβαίωση της εν λόγω απαιτήσεως του ιδίου (του ενάγοντος), πλην του
ότι αμφισβητείται από τους δεύτερο και τρίτο εναγομένους,
θα διευκολύνει τη συνέχιση του έργου της εκκαθάρισης της εναγόμενης εταιρείας,
διότι ο διορισθείς, δυνάμει της υπ’ αριθμόν 278/2019 απόφασης του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Γιαννιτσών (διαδικασίας εκούσιας δικαιοδοσίας), εκκαθαριστής
δέχεται, μέσω των αναφερομένων εγγράφων εξωδίκων προσκλήσεων-διαμαρτυριών,
αιτιάσεις και πιέσεις ως προς την εν μέρει εγγραφή απαιτήσεως του ιδίου (του
ενάγοντος) στο παθητικό της εναγόμενης εταιρείας και την καθυστέρηση της
μεροληπτικής υπέρ του ιδίου (του ενάγοντος) διαδικασίας εκκαθαρίσεως της
εναγόμενης εταιρείας. Με βάση, δε, το ιστορικό αυτό, ο ενάγων ζητεί: α) να
αναγνωρισθεί ότι διατηρεί απαίτηση εις βάρος της εναγόμενης εταιρείας, μέλη της
οποίας τυγχάνουν οι λοιποί εναγόμενοι, συνολικού ποσού ύψους 262.233,00 ευρώ,
β) να υποχρεωθεί η εναγόμενη εταιρεία να του καταβάλει ό,τι αυτός υποχρεωθεί να
καταβάλει στο εξής για λογαριασμό της, ιδίως ό,τι αυτός υποχρεωθεί να καταβάλει
προς την ανώνυμη εταιρεία ..., ενώ, τέλος, να καταδικασθούν οι αντίδικοι στην
εν γένει δικαστική του δαπάνη.
Η κρινόμενη αγωγή, δοθέντος
ότι έχει τηρηθεί η δέουσα, κατ' άρθρο 7 του Ν.4640/2019, προδικασία [βλ. το από
27-6-2024 πρακτικό (ανεπιτυχούς) περάτωσης αρχικής υποχρεωτικής συνεδρίας
διαμεσολάβησης], αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο τούτο, σύμφωνα
με τα άρθρα 13, 14, 16, 17, 18 παρ. 1, 22, 25 παρ. 2, 27 παρ. 1 και 37 παρ. 1
του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, προκειμένου να εκδικασθεί κατά την προσήκουσα
τακτική διαδικασία. Ωστόσο, αυτή κρίνεται απορριπτέα για τους κάτωθι λόγους: Α)
Αναφορικά με το καταψηφιστικό [ως άνω υπό στοιχείο
β)] αγωγικό αίτημα, απορρίπτεται η εν λόγω αγωγή ως
απαράδεκτη, μη υπαγόμενη στις περιοριστικώς
αναφερόμενες περιπτώσεις του άρθρου 69 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας περί
προληπτικής δικαστικής προστασίας. Β) Η επιχειρούμενη, με τις νομίμως
κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις του ενάγοντος, διόρθωση/συμπλήρωση του
περιεχομένου του υπό κρίση αγωγικού δικογράφου, ως
προς την αγωγική βάση που αφορά στην ισχυριζόμενη
χρηματοδότηση της εναγόμενης εταιρείας και που επιδρά στο αναγνωριστικό αγωγικό αίτημα, παραβιάζει τις κατοχυρωμένες με τα άρθρα
223 και 224 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας θεμελιώδεις δικονομικές αρχές περί
απαγόρευσης μεταβολής της βάσεως και του αιτήματος της αγωγής, Α-^ϋπερβαίνοντας τα τιθέμενα με τις προρρηθείσες
νομοθετικές διατάξεις όρια, εντός των οποίων είναι επιτρεπτή η διόρθωση,
συμπλήρωση, διευκρίνιση των αγωγικών ισχυρισμών και η
μεταβολή του αγωγικού αιτήματος, σύμφωνα και με όσα προαναπτύχθηκαν στην υπό στοιχείο II μείζονα σκέψη της
παρούσης. Το εν λόγω, δε, δικονομικό απαράδεκτο, που ερευνάται και
αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, προκύπτει, με ενάργεια, από την επισκόπηση του
κρινόμενου αγωγικού δικογράφου και των εκτιθέμενων
στις από 31-7-2024 έγγραφες προτάσεις του ενάγοντος διορθώσεις/συμπληρώσεις, οι
οποίες έχουν, επί λέξει, ως εξής: «Με τις παρούσες προτάσεις μου διορθώνω το
δικόγραφο της ενδίκου αγωγής μου κατά τα ποσά που κατέθεσα στην ... και αναφέρω
αυτά ως αποκλειστικά καταθέσεις σε μετρητά, ενώ το ορθόν
είναι ότι τα κατωτέρω αναλυτικώς αναφερόμενα ποσά κατατέθηκαν ή μεταφέρθηκαν
από προσωπικούς μου λογαριασμούς και δεν συνίστανται αποκλειστικά σε
καταθέσεις. Το συνολικό ποσό των καταθέσεων-μεταφορών μου στον λογαριασμό της
πρώτης καθ’ ης στην ..., ανέρχεται στο ποσό των 124.488 ευρώ έναντι των 124.088
ευρώ που αναγράφεται στην ένδικη αγωγή μου. Το συνολικό ποσό των εμβασμάτων από
λογαριασμούς τρίτων και προσωπικούς μου λογαριασμούς ανέρχεται στο ποσό των
47.650 ευρώ έναντι των 51.630 ευρώ που αναγράφεται στην αγωγή μου και η διαφορά
οφείλεται στην αδυναμία μου της πλήρους εξεύρεσης των αποδεικτικών εγγράφων. 1.
ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΜΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΑΚΡΙΒΕΙΣ ΧΡΟΝΟΥΣ
ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΝ-ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ-ΕΜΒΑΣΜΑΤΩΝ ΣΤΟΥΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Με τις προτάσεις
μου νόμιμα και παραδεκτά προβαίνω σε πλήρη και εξειδικευμένη ανάλυση των
καταθέσεων-μεταφορών χρημάτων και εμβασμάτων που αναφέρονται στην αγωγή μου
παραθέτοντας ευθύς εξ αρχής και τα αποδεικτικά αυτών έγγραφα ως κατωτέρω: ΣΤΟΝ
ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ ΣΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ ...
-Από το από 8-3-2017
αντίγραφο γραμματίου είσπραξης της Τράπεζας προκύπτει ότι κατέθεσα προσωπικά
στον ανωτέρω λογαριασμό της πρώτης εναγομένης το ποσό
των 5.000 ευρώ
-Από το από 3-1-2018
αντίγραφο γραμματίου είσπραξης Τράπεζας προκύπτει ότι κατέθεσα προσωπικά στον
λογαριασμό της πρώτης εναγομένης το ποσό των 10.000
ευρώ
-Από το από 29-3-2018
αντίγραφο γραμματίου είσπραξης της ιδίας Τράπεζας εκδόσεως εντολής μεταφοράς
προκύπτει μεταφορά από προσωπικό μου λογαριασμό ποσού 5.007,50 ευρώ στον ίδιο
ως άνω λογαριασμό της πρώτης καθ’ ης
-Από το από 15-5-2018
αντίγραφο γραμματίου είσπραξης της ίδιας Τράπεζας προκύπτει κατάθεση από εμένα
προσωπικά ποσού 3.500 ευρώ
-Από το από 23-3-2017
αντίγραφο γραμματίου είσπραξης της ιδίας Τράπεζας ποσού 14.000 ευρώ προκύπτει η
αντίστοιχη μεταφορά από προσωπικό μου λογαριασμό
-Από το αντίγραφο της
κίνησης του λογαριασμού της καθ’ ης στην ίδια Τράπεζα από 5-1-2017 έως
29-5-2017, όπου εμφαίνεται η μεταφορά ποσού 17.900
ευρώ στις 10-3-2017 από προσωπικό μου λογαριασμό στον ως άνω λογαριασμό της
πρώτης καθ’ ης σε συνδυασμό με το με αριθμό ΓΤ/./. ΕΒ έγγραφο της ιδίας
Τράπεζας από το οποίο προκύπτει ότι η μεταφορά του ως άνω ποσού έγινε από εμένα
προσωπικά (και τούτο διότι έχω απωλέσει το σχετικό γραμμάτιο
είσπραξης-μεταφοράς). Από τα παραπάνω έγγραφα αποδεικνύεται η από μέρους μου κατάθεση
ή μεταφορά συνολικού ποσού 55.400 ευρώ στον λογαριασμό που διατηρεί η πρώτη
καθ’ ης στην Τράπεζα ....
-ΣΤΟΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ
ΣΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥ …
-Στις 12-1-2017 κατέθεσα
ποσό 1.800 ευρώ
- Στις 16-1-2017 κατέθεσα ποσό 2.000 ευρώ
- Στις 14-2-2017 κατέθεσα ποσό 1.000 ευρώ
- Στις 20-2-2017 κατέθεσα ποσό 1.000 ευρώ
- Στις 16-6-2017 μετέφερα από προσωπικό μου λογαριασμό το
ποσό 1.000 ευρώ
- Στις 23-6-2017 μετέφερα επίσης το ποσό 1.000 ευρώ
- Στις 29-6-2017 κατέθεσα ποσό 1.000 ευρώ
- Στις 24-7-2017 κατέθεσα ποσό 600 ευρώ
- Στις 26-9-2017 κατέθεσα ποσό 3.200 ευρώ
- Στις 29-9-2017 κατέθεσα ποσό 400 ευρώ
-Στις 15-2-2018 μετέφερα από
προσωπικό μου λογαριασμό το ποσό 3.200 ευρώ, ήτοι εν συνόλω προέβην σε
καταθέσεις εξ ιδίων χρημάτων στον εν λόγω λογαριασμό της πρώτης των καθ’ ων
συνολικού ποσού 16.200 ευρώ και τα παραπάνω προκύπτουν από την κίνηση του ως
άνω λογαριασμού από τις 30-9-2016 έως 29-12-2017, καθώς και τα κάτωθι
αναφερόμενα αντίγραφα γραμματίων είσπραξης μετρητών της ως άνω Τραπέζης: το από
γραμμάτιο είσπραξης ποσού 1.800 ευρώ, το από 16-6-2017 είσπραξης ποσού 1.000
ευρώ, το από 23-6-2017 γραμμάτιο 12-1-2017 γραμμάτιο είσπραξης ποσού 1.000
ευρώ, το από 29-9-2017 γραμμάτιο είσπραξης ποσού 400 ευρώ, το από 15-2-2018
γραμμάτιο είσπραξης ποσού 3.200 ευρώ. Καθ’ όσον μετά την πάροδο τόσων ετών δεν
δύναμαι να έχω στην κατοχή μου όλα ανεξαιρέτως τα γραμμάτια κατάθεσης από
μέρους μου των παραπάνω ποσών, προσκομίζω προς απόδειξη των καταθέσεών μου το
παραπάνω αναφερόμενο αντίγραφο της κίνησης του εν λόγω λογαριασμού της καθ’ ης,
από το οποίο προκύπτει η από μέρους μου κατάθεση των ως άνω ποσών.
ΣΤΟΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ
ΣΤΗΝ … ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ …
Στον ως άνω λογαριασμό της
πρώτης καθ’ ης στην Τράπεζα μετέφερα ή κατέθεσα τα κάτωθι ποσά στις κάτωθι
ακριβείς χρονολογίες:
-Στις 23-12-2016 μετέφερα
από προσωπικό μου λογαριασμό το ποσό των 2.000 ευρώ όπως προκύπτει από το
προσαγόμενο από 23-12-2016 αντίγραφο μεταφοράς από λογαριασμό σε λογαριασμό της
εν λόγω Τράπεζας
-Στις 14-11-2016 μετέφερα το
ποσό των 5.000 ευρώ, όπως προκύπτει από το προσαγόμενο αντίγραφο κίνησης
λογαριασμού της καθ’ ης
-Στις 31-1-2017 μετέφερα από
προσωπικό μου λογαριασμό το ποσό των 2.000 ευρώ, όπως προκύπτει από το
προσαγόμενο από το από 1-6-2017 αντίγραφο μεταφοράς από λογαριασμό σε
λογαριασμό της εν λόγω Τράπεζας
-Στις 2-3-2017 μετέφερα από
προσωπικό μου λογαριασμό το ποσό των 6.000 ευρώ, όπως προκύπτει από το από
1-6-2017 αντίγραφο μεταφοράς από λογαριασμό σε λογαριασμό της ιδίας Τράπεζας
-Στις 31-3-2017 μετέφερα από
προσωπικό μου λογαριασμό το ποσό των 3.000 ευρώ, όπως προκύπτει από το από
1-6-2017 αντίγραφο μεταφοράς της ιδίας Τράπεζας
-Στις 3-4-2017 μετέφερα από
προσωπικό μου λογαριασμό το ποσό των 2.000 ευρώ, όπως προκύπτει από το από
1-6-2017 αντίγραφο μεταφοράς της ιδίας Τράπεζας
-Στις 5-4-2017 μετέφερα από
προσωπικό μου λογαριασμό το ποσό των 738 ευρώ, όπως προκύπτει από το από ομοίας
χρονολογίας αντίγραφο μεταφοράς από λογαριασμό σε λογαριασμό της ιδίας Τράπεζας
-Στις 6-4-2017 μετέφερα από
προσωπικό μου λογαριασμό το ποσό των 1.500 ευρώ, όπως προκύπτει από τον
προσαγόμενο από 1-6-2017 αντίγραφο μεταφοράς από λογαριασμό σε λογαριασμό της
εν λόγω Τράπεζας
-Στις 3-5-2017 μετέφερα από
προσωπικό μου λογαριασμό το ποσό των 1.500 ευρώ, όπως προκύπτει από το από
1-6-2017 αντίγραφο μεταφοράς από λογαριασμό σε λογαριασμό της ιδίας Τράπεζας
-Στις 8-5-2017 μετέφερα από
προσωπικό μου λογαριασμό το ποσό των 4.000 ευρώ, όπως προκύπτει από το από
1-6-2017 αντίγραφο μεταφοράς από λογαριασμό σε λογαριασμό της ιδίας Τράπεζας
-Στις 13-6-2017 μετέφερα από
προσωπικό μου λογαριασμό το ποσό των 800 ευρώ, όπως προκύπτει από το ομοίας
χρονολογίας αποδεικτικό μεταφοράς της εν λόγω Τράπεζα
-Στις 30-6-2017 το ποσό των
3.500 ευρώ, όπως προκύπτει από το αντίγραφο κίνησης λογαριασμού της καθ’ ης που
προσκομίζω μετ’ επικλήσεως
- Στις 6-7-2017 μετέφερα από προσωπικό μου λογαριασμό το
ποσό των 5.000 ευρώ, όπως προκύπτει από το από ομοίας χρονολογίας αποδεικτικό
μεταφοράς της εν λόγω Τράπεζας
- Στις 11-7-2017 μετέφερα επίσης από τραπεζικό μου προσωπικό
λογαριασμό το ποσό των 600 ευρώ, όπως προκύπτει από το ομοίας χρονολογίας
αποδεικτικό της ιδίας Τράπεζας
- Στις 20-7-2017 κατέθεσα το ποσό των 12.700 ευρώ, όπως
προκύπτει από το αντίγραφο κίνησης του λογαριασμού της που προσκομίζω μετ’
επικλήσεως
- Στις 20-7-2017 μετέφερα το ποσό των 2.500 ευρώ, όπως
προκύπτει από το αντίγραφο κίνησης του λογαριασμού της
- Στις 31-7-2017 μετέφερα το ποσό των 2.000 ευρώ, όπως
προκύπτει από το αντίγραφο κίνησης του λογαριασμού της
- Στις 6-9-2017 κατέθεσα στον ανωτέρω λογαριασμό της καθ’ ης
το ποσό των 12.000 ευρώ, όπως προκύπτει από το από ομοίας χρονολογίας αντίγραφο
δελτίου κατάθεσης της Τράπεζας
- Στις 11-9-2017 μετέφερα το ποσό των 1.000 ευρώ όπως
προκύπτει από το αντίγραφο κίνησης του λογαριασμού της
- Στις 1-11-2017 μετέφερα από προσωπικό μου λογαριασμό το
ποσό των 6.000 ευρώ, όπως προκύπτει από το ομοίας χρονολογίας αντίγραφο
μεταφοράς της ιδίας Τράπεζας
- Στις 1-11-2017 μετέφερα από προσωπικό λογαριασμό της
συζύγου μου 7 το ποσό των 7.000 ευρώ, όπως προκύπτει από το προσαγόμενο από
ομοίας χρονολογίας αντίγραφο μεταφοράς από λογαριασμό σε λογαριασμό
- Στις 15-11-2017 μετέφερα το ποσό των 2.000 ευρώ, όπως
προκύπτει από το αντίγραφο κίνησης του λογαριασμού της
- Στις 24-11-2017 μετέφερα από προσωπικό μου λογαριασμό το
ποσό των 2.000 ευρώ, όπως προκύπτει από το ομοίας χρονολογίας αντίγραφο
μεταφοράς της εν λόγω Τράπεζας
- Στις 29-11-2017 μετέφερα το ποσό των 2.000 ευρώ, όπως
προκύπτει από το αντίγραφο κίνησης του λογαριασμού της
- Στις 13-12-2017 μετέφερα από προσωπικό μου λογαριασμό το
ποσό των 2.500 ευρώ, όπως προκύπτει από το ομοίας χρονολογίας αποδεικτικό της
εν λόγω Τράπεζας
- Στις 13-12-2017 κατέθεσα το ποσό των 150 ευρώ όπως
προκύπτει από το ομοίας χρονολογίας δελτίο κατάθεσης της ιδίας Τράπεζας
- Στις 28-12-2017 μετέφερα από προσωπικό μου λογαριασμό το
ποσό των 500 ευρώ, όπως προκύπτει από το από ομοίας χρονολογίας αποδεικτικό
μεταφοράς της Τράπεζας
- Στις 9-1-2018 μετέφερα από προσωπικό μου λογαριασμό το
ποσό των 1.000 ευρώ, όπως προκύπτει από το από ομοίας χρονολογίας αποδεικτικό
μεταφοράς της ιδίας Τράπεζας
- Στις 25-1-2018 μετέφερα το ποσό των 1.000 ευρώ, όπως
προκύπτει από το προσαγόμενο από 6-9-2019 αντίγραφο μεταφοράς της εν λόγω
Τράπεζας
- Στις 15-2-2018 κατέθεσα εξ ιδίων το ποσό των 2.000 ευρώ,
όπως προκύπτει από το από το από ομοίας χρονολογίας αποδεικτικό της Τράπεζας
- Στις 16-2-2018 κατέθεσα μετρητά το ποσό των 2.000 ευρώ,
όπως προκύπτει από το αντίγραφο κίνησης λογαριασμού της
- Στις 2-4-2018 κατέθεσα εξ ιδίων το ποσό των 1.000 ευρώ,
όπως προκύπτει από το από ομοίας χρονολογίας αποδεικτικό της Τράπεζας
- Στις 3-4-2018 κατέθεσα εξ ιδίων το ποσό των 1.000 ευρώ,
όπως προκύπτει από το από ομοίας χρονολογίας αντίγραφο δελτίου κατάθεσης της εν
λόγω Τράπεζας
- Στις 30-4-2018 μετέφερα εξ ιδίων το ποσό των 2.500 ευρώ,
όπως προκύπτει από το από ομοίας χρονολογίας αντίγραφο πιστωτικής κίνησης της
ιδίας Τράπεζας
- Στις 9-5-2018 κατέθεσα εξ ιδίων το ποσό των 1.000 ευρώ,
όπως προκύπτει από το προσαγόμενο από ομοίας χρονολογίας δελτίο κατάθεσης της
εν λόγω Τράπεζας
- Στις 29-5-2018 κατέθεσα εξ ιδίων σε μετρητά το ποσό των
5.000 ευρώ, όπως προκύπτει από το από ομοίας χρονολογίας δελτίο κατάθεσης της
εν λόγω Τράπεζας
- Στις 31-5-2018 κατέθεσα το ποσό των 4.500 ευρώ, όπως
προκύπτει από το αντίγραφο κίνησης του λογαριασμού της
- Στις 4-6-2018 κατέθεσα το ποσό των 2.000 ευρώ, όπως
προκύπτει από το αντίγραφο κίνησης του λογαριασμού της
- Στις 27-6-2018 κατέθεσα εξ ιδίων το ποσό των 500 ευρώ,
όπως προκύπτει από το αντίγραφο πιστωτικής κίνησης της ιδίας Τράπεζας
- Στις 24-7-2018 κατέθεσα εξ ιδίων το ποσό των 11.000 ευρώ,
όπως προκύπτει από το από ομοίας χρονολογίας αντίγραφο δελτίου κατάθεσης, και
κατά τα ανωτέρω αποδεικνύεται πλήρως ότι μετέφερα από δικούς μου λογαριασμούς ή
λογαριασμούς τρίτων που ενεργούσαν για δικό μου λογαριασμό στον ανωτέρω
λογαριασμό της καθ’ ης στην Τράπεζα το συνολικό ποσό των 124.488 ευρώ.
ΕΜΒΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥΣ
ΜΟΥ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΣ ΚΑΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΣ ΕΤΑΙΡΕΙΏΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ ΜΟΥ ΣΤΟΥΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΣ
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ
-Στις 11-4-2016 απέστειλα
στον λογαριασμό της πρώτης καθ’ ης στην Τράπεζα … από προσωπικό μου λογαριασμό
το ποσό των 6.000 ευρώ, όπως προκύπτει από το προσαγόμενο από 1-8-2023
αντίγραφο μεταφοράς από λογαριασμό σε λογαριασμό της ως άνω Τράπεζας
-Στις 16-5-2016 απέστειλε με
έμβασμα από προσωπικό μου λογαριασμό στον ίδιο ως άνω λογαριασμό της καθ' ης το
ποσό των 1.100 ευρώ, όπως προκύπτει από το επίσης προσαγόμενο από 1-8-2023
αντίγραφο μεταφοράς από λογαριασμό σε λογαριασμό
-Στις 28-7-2017 με έμβασμα
απέστειλα στον ίδιο ως άνω λογαριασμό της καθ’ ης από προσωπικό μου λογαριασμό
στην ... ποσό των 9.000 ευρώ
-Στις 19-9-2017 απέστειλα
στον ίδιο ως άνω λογαριασμό της καθ’ ης το ποσό των 21.720 ευρώ από τον
λογαριασμό της εταιρείας … αποκλειστικών δικών μου συμφερόντων και για δικό μου
λογαριασμό ενεργών όπως προκύπτει από το προσαγόμενο από ομοίας χρονολογίας
αντίγραφο χρεωστικής κίνησης και την εγγραφή της μεταφοράς αυτής στην
προσαγόμενη κατωτέρω κίνηση λογαριασμού της καθ’ ης
-Στις 31-10-2017 απέστειλα
με έμβασμα στον ίδιο ως άνω λογαριασμό της καθ’ ης από προσωπικό μου λογαριασμό
στη ... το ποσό των 9.830 ευρώ όπως προκύπτει από το προσαγόμενο από ομοίας
χρονολογίας αντίγραφο εισερχόμενης μεταφοράς πίστωσης της Τράπεζας και εξ αυτών
προκύπτει αδιαμφισβήτητα ότι μεταφέρθηκαν στον ανωτέρω λογαριασμό της πρώτης
καθ’ ης στην Τράπεζα ... με τα παραπάνω εμβάσματα το συνολικό ποσό των 47.650
ευρώ». Γ) Όσον αφορά στην αιτούμενη αναγνώριση των επικαλουμένων απαιτήσεων του
ενάγοντος, περί εξόφλησης του αναφερομένου δανειακού λογαριασμού της εναγόμενης
υπό εκκαθάριση ετερόρρυθμης εταιρείας, αποπληρωμής των εκτιθέμενων βεβαιωμένων
οφειλών της εναγόμενης υπό εκκαθάριση ετερόρρυθμης εταιρείας προς την αρμόδια
Δ.Ο.Υ, καθώς και περί καταβολής της αναφερομένης οφειλής της εναγόμενης υπό
εκκαθάριση ετερόρρυθμης εταιρείας έναντι του αναφερομένου προσώπου …,
απορρίπτεται η υπό κρίση αγωγή ως απαράδεκτη, και δη ως προώρως ασκούμενη,
αναφορικά με την εναγόμενη υπό εκκαθάριση ετερόρρυθμη εταιρεία, και ελλείψει
παθητικής νομιμοποίησης των δευτέρου και τρίτου εναγομένων,
καθόσον, κατά το στάδιο της εκκαθαρίσεως, φορέας των δικαιωμάτων και
υποχρεώσεων της εταιρείας είναι το νομικό πρόσωπο αυτής, το οποίο λογίζεται
υφιστάμενο μονάχα για τις ανάγκες και τους σκοπούς της εκκαθαρίσεως,
εκπροσωπούμενο (το νομικό πρόσωπο) στις σχετικές δίκες από τον/τους
εκκαθαριστή/ές, ενώ, παράλληλα, οι ανωτέρω
διατεινόμενες απαιτήσεις αφορούν σε εταιρικές αξιώσεις, οι οποίες, σύμφωνα και
με τα προδιαληφθέντα στις υπό στοιχεία III και IV
μείζονες σκέψεις της παρούσης, δύνανται να ασκηθούν μετά το πέρας της
εκκαθαρίσεως της εναγόμενης ετερόρρυθμης εταιρείας, γεγονός που δεν συντρέχει
στην ένδικη υπόθεση κατά τα ιστορούμενα στο κρινόμενο αγωγικό
δικόγραφο. Ούτε, εξάλλου, οι ισχυριζόμενες ως άνω αγωγικές
αξιώσεις περιλαμβάνονται σε αυτές των οποίων η άσκηση δεν παρακωλύει η
διευκολύνει τους σκοπούς της εκκαθαρίσεως της εναγόμενης ετερόρρυθμης
εταιρείας, διότι αφενός, μεν, δεν κατατείνουν στη διαπίστωση και συγκέντρωση
της εταιρικής περιουσίας, αφετέρου, δε, επιφέρουν διατάραξη της εσωτερικής
τάξεως της εναγόμενης ετερόρρυθμης εταιρείας και μη αναστρέψιμη διάρρηξη των
εταιρικών σχέσεων. Δεν αρκεί, δε, ο ισχυρισμός του ενάγοντος, που επιχειρεί να επιστηρίξει την επικαλουμένη διευκόλυνση του έργου της
εκκαθαρίσεως της εναγόμενης ετερόρρυθμης εταιρείας, μέσω της αιτούμενης
αναγνώρισης των αναφερομένων απαιτήσεων, του ότι ο διορισθείς, δυνάμει της υπ'
αριθμόν … αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Γιαννιτσών (διαδικασίας
εκούσιας δικαιοδοσίας), εκκαθαριστής δέχεται αιτιάσεις και πιέσεις ως προς την
εν εξελίξει διαδικασία της εκκαθαρίσεως, δεδομένου ότι η τελευταία (η
διαδικασία εκκαθαρίσεως) προβλέπεται, με σαφήνεια και επάρκεια, στις
παρατιθέμενες στην υπό στοιχείο III μείζονα σκέψη της παρούσης νομοθετικές
διατάξεις, ενώ ο εκάστοτε εκκαθαριστής δύναται να ενεργεί και να προβαίνει στη
λήψη οιουδήποτε νομίμου μέτρου, προκειμένου να
εξυπηρετείται αποκλειστικώς το συμφέρον της υπό εκκαθάριση προσωπικής
εταιρείας, τηρουμένης σε κάθε περίπτωση της αρχής της καλής πίστεως. Περαιτέρω,
εάν ήθελε θεωρηθεί ότι ο ενάγων ασκεί, με το υπό κρίση αγωγικό
δικόγραφο, δικαίωμα αναγωγής κατά των λοιπών εταίρων (δευτέρου και τρίτου εναγομένων) λόγω της διατεινόμενης καταβολής εκ μέρους
αυτού των αναφερομένων εταιρικών χρεών, απορρίπτεται η εν λόγω αγωγή ως
απαράδεκτη λόγω (ποσοτικής και νομικής) αοριστίας, μη περιλαμβάνουσα όλα τα
απαιτούμενα και ουσιώδη προς θεμελίωσή της, σύμφωνα με τις εφαρμοστέες και
μνημονευόμενες στις υπό στοιχεία I και IV μείζονες σκέψεις της παρούσης
νομοθετικές διατάξεις, πραγματικά περιστατικά. Επομένως, με βάση τις προπαρατεθείσες σκέψεις, η από 15-3-2024 αγωγή κρίνεται
καθ’ ολοκληρίαν απορριπτέα, παρελκομένης, έτσι, της εξέτασης των λοιπών
προβαλλομένων εκ μέρους των εναγομένων ισχυρισμών
(βλ. ΑΠ 1192/1978 ΝοΒ 27.917, ΕφΘεσ
141/2005 αδημοσίευτη στον νομικό Τύπο). Τέλος, πρέπει να επιβληθεί εις βάρος
του ηττηθέντος ενάγοντος η πληρωμή της δικαστικής δαπάνης των νικησάντων εναγομένων, κατόπιν
υποβολής, δια των από 31-7-2024 και 06-9-2024 εγγράφων προτάσεων των
τελευταίων, σχετικών αιτημάτων, σύμφωνα με τα άρθρα 106, 176, 191 παρ. 2 του
Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και κατά τα ειδικότερα οριζόμενα κατωτέρω στο
διατακτικό της παρούσης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ κατ’ αντιμωλίαν
των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 15-3-2024
και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./02-4-2024 αγωγή.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ εις βάρος του
ενάγοντος την πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της εναγόμενης υπό εκκαθάριση
ετερόρρυθμης εταιρείας, που ορίζεται στο ποσό ύψους τριακοσίων (300,00) ευρώ,
καθώς και των δευτέρου και τρίτου εναγομένων, που
ορίζεται στο ποσό ύψους τετρακοσίων (400,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΗΚΕ στα
Γιαννιτσά, την 4η Απριλίου 2025, και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε έκτακτη, δημόσια στο
ακροατήριό του, συνεδρίαση, στον ίδιο τόπο, την 8η Απριλίου 2025, χωρίς την
παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ