ΤΡΑΠΕΖΑ
ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΠΠρΑθ
1374/2024
Διάρρηξη δικαιοπραξίας ως καταδολιευτικής (παυλιανή
αγωγή). Απορρίπτεται η αγωγή Τράπεζας ως ουσία αβάσιμη, καθώς αποδείχθηκε ότι
πριν την επέλευση της εκκρεμοδικίας είχε μεταβιβαστεί η απαίτηση και κατ΄επέκταση η αξίωση του άρθρου 939 ΑΚ σε αλλοδαπή ΕΑΑΔΠ,
που ήταν η μόνη νομιμοποιούμενη να ασκήσει την αγωγή. Απόρριψη αυτοτελούς
πρόσθετης παρέμβασης ΕΔΑΔΠ λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος. Έγγραφη ενημέρωση
του διαδίκου για την δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση (άρθρο 3
§ 2 Ν. 4640/2019). Η έλλειψη υπογραφής του πληρεξούσιου δικηγόρου και η
αναγραφή στο εν λόγω έγγραφο των στοιχείων της αγωγής, παρότι φέρει ημερομηνία
που προηγείται της κατάθεσής της, δεν ασκούν έννομη επιρροή, από τη στιγμή που
πράγματι διενεργήθηκε αρχική υποχρεωτική συνεδρία διαμεσολάβησης. Επανέγερση αγωγής κατ’ άρθρο 263 ΑΚ. Ο δανειστής δικαιούται
επανασκήσει την αγωγή όσες φορές επιθυμεί, εκτός αν
στη συγκεκριμένη περίπτωση αποδεικνύεται ότι στις συγκεκριμένες ενέργειες
προβαίνει με αποκλειστικό σκοπό να επιμηκύνει την παραγραφή. Δικονομικό δεδικασμένο ως προς την νομιμότητα των επιδόσεων της αγωγής
που απορρίφθηκε για τυπικό λόγο.
(Η απόφαση
δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Αθηνών Αναστάση Καρδαμάκη, Υποψήφιου Διδάκτωρος
Νομικής, LL.M., LL.B. {Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών})
ΤΜΗΜΑ ΕΝΟΧΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός απόφασης: 1374/2024
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από τους
Δικαστές Κωνσταντίνο Σπυράκο, Πρόεδρο Πρωτοδικών,
Αναστασία Βοϊτσίδου, Πρωτοδίκη, και Φίλιππο Λάμπου,
Πρωτοδίκη-Εισηγητή, οι οποίοι ορίστηκαν από τον Πρόεδρο του Τριμελούς
Συμβουλίου Διοίκησης, και τη Γραμματέα Βασιλική Βασιλοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο
ακροατήριό του στις 8 Φεβρουαρίου 2024, για να δικάσει τις υποθέσεις:
Α. ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: ανώνυμης
τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία … και τον διακριτικό τίτλο … που εδρεύει
στην …, οδός … αρ. …, με Α.Φ.Μ. …, όπως εκπροσωπείται
νόμιμα (ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία
… με Α.Φ.M. …, η οποία προκατέθεσε προτάσεις, δυνάμει
του υπ' αριθμ. …/…. πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου
Αθηνών …, δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Λεωνίδα Παπαρρηγόπουλου
(Α.Μ. Δ.Σ. Αθηνών 26376) και δεν παραστάθηκε κατά την εκφώνηση της υπόθεσης.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) … του …,
κατοίκου …, οδός … αρ. …, η οποία προκατέθεσε
προτάσεις, δυνάμει της από … εξουσιοδότησης με θεωρημένο το γνήσιο της
υπογραφής, δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Θεόδωρου Τζωρτζάκη
(Α.Μ. Δ.Σ. Αθηνών 19047) και δεν παραστάθηκε κατά την εκφώνηση της υπόθεσης,
και 2) … το γένος …, κατοίκου …, οδός … αρ. …, με
Α.Φ.Μ. …, η οποία προκατέθεσε προτάσεις, δυνάμει της
από … εξουσιοδότησης με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής, δια του πληρεξούσιου
δικηγόρου Γεώργιου Γραβιά (Α.Μ. Δ.Σ. Αθηνών 15510) και δεν παραστάθηκε κατά την
εκφώνηση της υπόθεσης.
B. ΤΗΣ ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ
ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία … και τον διακριτικό τίτλο …
που εδρεύει στο …, οδός … αρ. … και …, με Α.Φ.Μ. …
και αρ. Γ.Ε.ΜΗ. …, όπως εκπροσωπείται νόμιμα (ως
διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία … που
εδρεύει στο …, ειδικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την
επωνυμία … καθολική διάδοχος της οποίας κατέστη η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με
την επωνυμία …, η οποία προκατέθεσε προτάσεις,
δυνάμει του υπ' αριθμ. …/… πληρεξουσίου της
συμβολαιογράφου Αθηνών …, δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Λεωνίδα Παπαρρηγόπουλου (Α.Μ. Δ.Σ. Αθηνών 26376) και δεν
παραστάθηκε κατά την εκφώνηση της υπόθεσης.
ΤΗΣ ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ
ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία … και τον
διακριτικό τίτλο … που εδρεύει στην …, οδός … αρ. …,
με Α.Φ.Μ. …, όπως εκπροσωπείται νόμιμα (ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης
τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία … με Α.Φ.Μ. …, η οποία δεν προκατέθεσε προτάσεις ούτε παραστάθηκε κατά την εκφώνηση
της υπόθεσης.
ΤΩΝ ΚΑΘ' ΩΝ Η ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ
ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: 1) … του …, κατοίκου …, οδός … αρ.
…, η οποία προκατέθεσε δυνάμει της από … εξουσιοδότησης με
θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής, δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Θεόδωρου Τζωρτζάκη (Α.Μ. Δ.Σ. Αθηνών 19047) και δεν παραστάθηκε κατά
την εκφώνηση της υπόθεσης, και 2) …. το γένος …, κατοίκου …, οδός Κολοκοτρώνη αρ. …, με Α.Φ.Μ. …, η οποία προκατέθεσε
προτάσεις, δυνάμει της από … εξουσιοδότησης με θεωρημένο το γνήσιο της
υπογραφής, δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Γεώργιου Γραβιά (Α.Μ. Δ.Σ. Αθηνών
15510) και δεν παραστάθηκε κατά την εκφώνηση της υπόθεσης.
Η υπό στοιχείο Α. ενάγουσα
ζητά να γίνει δεκτή η από ...2023 και με αριθμό κατάθεσης …/…/… αγωγή της που
προσδιορίστηκε για την παραπάνω δικάσιμο και εγγράφηκε στο πινάκιο … με αριθμό
….
Η υπό στοιχείο Β. αυτοτελώς
προσθέτως παρεμβαίνουσα ζητά να γίνει δεκτή η από …
2023 και με αριθμό κατάθεσης …/…./…. αυτοτελής πρόσθετη παρέμβασή της που
προσδιορίστηκε για την παραπάνω δικάσιμο και εγγράφηκε στο πινάκιο … με αριθμό
...
Η συζήτηση των υποθέσεων στο
ακροατήριο έγινε χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων
τους κατ' άρθρο 237 § 6 εδ. ζ' ΚΠολΔ.
Με τις έγγραφες προτάσεις
που προκατατέθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα οι
πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν
να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Ι. Η υπό στοιχείο Α. αγωγή
και η υπό στοιχείο Β. αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση που εκκρεμούν ενώπιον του
παρόντος Δικαστηρίου πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικαστούν,
διότι έχουν σχέση κυρίου και παρεπομένου, υπάγονται στην ίδια διαδικασία και με
τη συνεκδίκασή τους διευκολύνεται η διεξαγωγή της
δίκης (άρθρα 31 , 80 και 246 ΚΠολΔ).
ΙΙ. Από τις διατάξεις των
άρθρων 939 έως 942 ΑΚ προκύπτει ότι για τη γέννηση της αξίωσης προς διάρρηξη
καταδολιευτικής δικαιοπραξίας απαιτείται η συνδρομή των ακόλουθων προϋποθέσεων:
α) απαίτηση του δανειστή κατά του οφειλέτη, η οποία πρέπει να είναι γεννημένη
κατά το χρόνο, κατά τον οποίο ο τελευταίος επιχειρεί την απαλλοτρίωση, με την
έννοια ότι τα παραγωγικά γεγονότα αυτής πρέπει να έχουν συντελεστεί κατά το
χρόνο της απαλλοτρίωσης, χωρίς να απαιτείται να έχει βεβαιωθεί δικαστικά ή να
είναι εξοπλισμένη με εκτελεστό τίτλο ούτε δυνάμει αυτού να έχει προβεί ο
δανειστής σε δικαστική καταδίωξη του οφειλέτη, β) απαλλοτρίωση από τον οφειλέτη
περιουσιακού του στοιχείου, γ) πρόθεση βλάβης των δανειστών κατά τον χρόνο,
κατά τον οποίο γίνεται η απαλλοτρίωση. Η πρόθεση θεωρείται ότι υπάρχει, όταν ο
οφειλέτης γνωρίζει ότι με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου θα
περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε η περιουσία που του απομένει να
μην αρκεί για την ικανοποίηση του δανειστή. Η πρόθεση αυτή εξακολουθεί να
υφίσταται και όταν άλλος εις ολόκληρον οφειλέτης
διαθέτει επαρκή περιουσία για την ικανοποίηση του δανειστή, καθόσον ο
καταδολιευτικός χαρακτήρας της απαλλοτρίωσης κρίνεται από στοιχεία που
συντρέχουν αποκλειστικά και μόνο στο πρόσωπο εκείνου που απαλλοτριώνει και δεν
επηρεάζεται από την οικονομική κατάσταση των λοιπών συνοφειλετών,
όπως άλλωστε συνάγεται και από τη διάταξη του άρθρου 486 ΑΚ, δ) γνώση του
τρίτου, υπέρ του οποίου γίνεται η απαλλοτρίωση, κατά τον χρόνο πραγματοποίησής
της, ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών του, η οποία
(γνώση) όμως δεν απαιτείται, αν η απαλλοτρίωση έγινε από χαριστική αιτία, και
ε) αφερεγγυότητα του οφειλέτη που δημιουργείται εξαιτίας της απαλλοτρίωσης, η
οποία συντρέχει, όταν η υπολειπόμενη εμφανής περιουσία του δεν επαρκεί για την
ικανοποίηση του δανειστή. Η αφερεγγυότητα πρέπει να υπάρχει και κατά τον χρόνο
άσκησης της σχετικής αγωγής που είναι ο κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό
της βλάβης του δανειστή. Μεταξύ των στοιχείων που πρέπει να περιέχει η αγωγή
διάρρηξης κατ' άρθρο 216 ΚΠολΔ, για να είναι
ορισμένη, είναι τα παραπάνω αναφερόμενα στοιχεία υπό α' έως ε', αλλά και το
ποσό της απαίτησης του ενάγοντος δανειστή που πρέπει να ικανοποιηθεί, καθώς και
η αξία του περιουσιακού στοιχείου που απαλλοτριώθηκε κατά τον χρόνο άσκησης της
αγωγής, διότι η διάρρηξη δεν είναι αναγκαστικά ολική, αλλά επέρχεται μόνον κατά
το μέρος, κατά το οποίο ζημιώνεται ο δανειστής. Έτσι, σε περίπτωση που
αντικείμενο της καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης είναι μόνο ένα (ενιαίο)
περιουσιακό στοιχείο, η διάρρηξη περιορίζεται στο ποσοστό του εκείνο, η αξία
του οποίου καλύπτει την απαίτηση του δανειστή, ενώ σε περίπτωση που αντικείμενό
της είναι περισσότερα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, η διάρρηξη
περιορίζεται σε όσα (και σε εκείνα που) απαιτούνται για την ικανοποίηση της
απαίτησης του δανειστή (βλ. ενδεικτικά ΟλΑΠ 15/2012
και ΑΠ 1304/2021 δημ. στην ιστοσελίδα του Αρείου
Πάγου).
ΙΙΙ. Στην αγωγή της, όπως διορθώθηκε παραδεκτά κατ' άρθρο 224 ΚΠολΔ, η ενάγουσα εκθέτει ότι το πιστωτικό ίδρυμα με την
επωνυμία …, καθολική διάδοχος του οποίου τυγχάνει η ίδια, διατηρούσε σε βάρος
της πρώτης εναγομένης απαίτηση ποσού … € ως κατάλοιπο
από σύμβαση πίστωσης που είχε συναφθεί το έτος … μεταξύ τους και καταγγέλθηκε
από τη δικαιοπάροχο της ενάγουσας στις …. 2012, το οποίο μάλιστα διατάχθηκε να
καταβάλει η πρώτη εναγομένη δυνάμει της υπ' αριθμ. …/2012 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου
Αμαρουσίου. Ότι πριν από το κλείσιμο του λογαριασμού που εξυπηρετούσε την ως
άνω σύμβαση πίστωσης και ενώ η πρώτη εναγομένη δεν
ήταν συνεπής με την αποπληρωμή του δανείου, μεταβίβασε, δυνάμει του υπ' αριθμ. …/… 2010 συμβολαίου δωρεάς εν ζωή της
συμβολαιογράφου ., στη μητέρα της, δεύτερη εναγομένη,
τα 3/16 της πλήρους κυριότητας των οριζόντιων ιδιοκτησιών που περιγράφονται
αναλυτικά στην αγωγή και συγκεκριμένα ενός διαμερίσματος αξίας, κατά τον χρόνο
άσκησης προγενέστερης αγωγής μεταξύ των ίδιων διαδίκων που όμως απορρίφθηκε ως
αόριστη, … € μαζί με Θέση στάθμευσης αξίας … €, καθώς και μίας αποθήκης αξίας,
κατά τον ίδιο χρόνο, … €. Ότι κατά τον χρόνο της επίδικης μεταβίβασης η
αντικειμενική αξία των 3/16 της πλήρους κυριότητας των εν λόγω ακινήτων
ανερχόταν σε … € και ότι η απαίτηση της δικαιοπαρόχου
της ενάγουσας κατά της πρώτης εναγομένης ανερχόταν σε
… €. Ότι η πρώτη εναγομένη μεταβίβασε τα εν λόγω
ακίνητα, τα οποία αποτελούσαν τα μοναδικά περιουσιακά της στοιχεία, στη δεύτερη
εναγομένη εν γνώσει της τελευταίας και με σκοπό να
ματαιώσει την ικανοποίηση της απαίτησης της δικαιοπαρόχου
της ενάγουσας που προαναφέρθηκε. Με βάση αυτό το ιστορικό, η ενάγουσα ζητά να
διαρρηχθεί υπέρ της η μεταβίβαση, στην οποία προέβη η πρώτη εναγομένη
προς τη δεύτερη εναγομένη δυνάμει του ως άνω
συμβολαίου δωρεάς, και να καταδικαστούν οι εναγόμενες στη δικαστική της δαπάνη
και την αμοιβή του πληρεξούσιου δικηγόρου της.
Με αυτό το περιεχόμενο και
αυτά τα αιτήματα η αγωγή, η οποία επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ' άρθρο
215 § 2 ΚΠολΔ στις εναγόμενες (βλ. τις υπ' αριθμ. …/… και …/… εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού
επιμελητή …, αντίστοιχα) και με την οποία η ενάγουσα παραιτήθηκε παραδεκτά από
την από 10.10.2022 και με αριθμό κατάθεσης …/…/2022 αγωγή που είχε ασκήσει
ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά των εναγομένων,
εισάγεται παραδεκτά προς συζήτηση κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του
παρόντος Δικαστηρίου που είναι καθ' ύλην και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 18 και 22
ΚΠολΔ), με δεδομένο ότι καταχωρίστηκε εμπρόθεσμα κατ'
άρθρο 220 ΚΠολΔ στο βιβλίο του αρμόδιου
κτηματολογικού γραφείου (βλ. το υπ' αριθμ. …/…
πιστοποιητικό καταχώρισης εγγραπτέας πράξης του
Κτηματολογικού Γραφείου …) και προσκομίζεται για το παραδεκτό της συζήτησης το
από …/…/2023 έγγραφο ενημέρωσης για τη δυνατότητα υπαγωγής της διαφοράς στη
διαμεσολάβηση του άρθρου 3 § 2 ν. 4640/2019, καθώς και το από … πρακτικό
περάτωσης αρχικής υποχρεωτικής συνεδρίας του άρθρου 7 § 4 ν. 4640/2019.
Επισημαίνεται ότι οι πλημμέλειες του εγγράφου ενημέρωσης που επικαλείται με την
προσθήκη στις προτάσεις της η δεύτερη εναγομένη και
ειδικότερα αφενός η έλλειψη υπογραφής του πληρεξούσιου δικηγόρου και αφετέρου η
αναγραφή στο εν λόγω έγγραφο των στοιχείων της υπό κρίση αγωγής, παρότι φέρει
ημερομηνία που προηγείται της κατάθεσής της, δεν ασκούν έννομη επιρροή, από τη
στιγμή που πράγματι διενεργήθηκε αρχική υποχρεωτική συνεδρία διαμεσολάβησης
και, κατά τούτο, εκπληρώθηκε ο σκοπός του ν. 4640/2019, ο οποίος συνίσταται στη
μείωση του αριθμού των διαφορών που εισάγονται στα δικαστήρια και τη βελτίωση
του χρόνου απονομής δικαιοσύνης στις υποθέσεις, όπου η έκδοση δικαστικής
απόφασης αποτελεί τον ενδεδειγμένο και μόνο τρόπο για την αυθεντική επίλυσή
τους (βλ. σ. 1 της αιτιολογικής έκθεσης του εν λόγω νόμου). Εξάλλου, παρά τον
αντίθετο ισχυρισμό της δεύτερης εναγομένης, από τα
παραστατικά της εταιρείας «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΑ Α.Ε.» με αριθμούς … και … και
ημερομηνία … προκύπτει ότι οι εναγόμενες ειδοποιήθηκαν νόμιμα με συστημένη
επιστολή, προκειμένου να παρασταθούν στην αρχική υποχρεωτική συνεδρία
διαμεσολάβησης. Περαιτέρω, για τη νομιμοποίηση του ενάγοντος προς διεξαγωγή
συγκεκριμένης δίκης αρκεί ο αγωγικός ισχυρισμός ότι
αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης, χωρίς
να ασκεί επιρροή, αν ο ισχυρισμός αυτός είναι αληθής ή αναληθής, καθόσον, αν
αποδειχθεί αναληθής, η αγωγή απορρίπτεται ως ουσιαστικά αβάσιμη (βλ. εντελώς
ενδεικτικά ΑΠ 121/2023, 2099/2022 και 1469/2021 δημ.
στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου). Κατά τούτο, στην προκείμενη περίπτωση η
αγωγή ασκείται παραδεκτά από την ενάγουσα, η οποία επικαλείται ότι είναι
δικαιούχος της απαίτησης κατά της πρώτης εναγομένης
από τη σύμβαση πίστωσης που αναφέρεται στην αγωγή και, συνακόλουθα, του
διαπλαστικού δικαιώματος διάρρηξης της επίδικης δικαιοπραξίας, ενώ η αλήθεια
των ισχυρισμών αυτών, την οποία αμφισβητούν οι εναγόμενες, αποτελεί αντικείμενο
εξέτασης στο πλαίσιο της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής. Επιπλέον, η αγωγή
είναι επαρκώς ορισμένη, παρά τον αντίθετο ισχυρισμό των εναγομένων,
καθώς σε αυτήν εκτίθενται με πληρότητα και σαφήνεια όλα τα στοιχεία που
απαιτούνται, σύμφωνα με τη νομική σκέψη υπό ΙΙ. που προηγήθηκε,
συμπεριλαμβανομένης της αξίας των επιμέρους ακινήτων που αποτέλεσαν το
αντικείμενο της φερόμενης ως καταδολιευτικής δικαιοπραξίας. Εξάλλου, πρέπει να
απορριφθεί ο ισχυρισμός της δεύτερης εναγομένης περί
απαραδέκτου της υπό κρίση αγωγής λόγω του δικονομικού δεδικασμένου
που απορρέει από την υπ' αριθμ. 1828/2020 απόφαση του
παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας η
από … 2015 και με αριθμό κατάθεσης …/…/2015 αγωγή μεταξύ των ίδιων διαδίκων και
με το ίδιο αντικείμενο για τον λόγο ότι η ενάγουσα δεν εξέθετε σε αυτήν την
αξία των 3/16 καθεμίας από τις οριζόντιες ιδιοκτησίες που απαλλοτριώθηκαν κατά
τον χρόνο άσκησης της αγωγής. Και αυτό, διότι στην υπό κρίση αγωγή εκτίθεται,
μεταξύ άλλων, η αξία της πλήρους κυριότητας κάθε επιμέρους οριζόντιας
ιδιοκτησίας κατά τον χρόνο άσκησης της προγενέστερης αυτής αγωγής και έτσι
είναι δυνατός ο προσδιορισμός της αξίας των 3/16 καθεμίας από τις ιδιοκτησίες
αυτές με απλό μαθηματικό υπολογισμό. Επιπλέον, η αγωγή είναι νόμιμη, καθόσον
στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 939 επ., 942 και
943 ΑΚ και 176 επ. ΚΠολΔ,
και, συνεπώς, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της
βασιμότητα.
IV. Οι εναγόμενες αρνούνται αιτιολογημένα την αγωγή και επιπλέον
ισχυρίζονται ότι το δικαίωμα της ενάγουσας για διάρρηξη της επίδικης
δικαιοπραξίας έχει παραγραφεί με βάση τις διατάξεις του άρθρου 263 ΑΚ, επειδή η
υπό κρίση αγωγή ασκήθηκε μετά την παρέλευση εξαμήνου από την τελεσιδικία της
υπ' αριθμ. 1828/2020 απόφασης του παρόντος
Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας προγενέστερη
αγωγή της ενάγουσας κατά των ίδιων εναγομένων με το
ίδιο αντικείμενο. Συγκεκριμένα, οι εναγόμενες ισχυρίζονται ότι στις … 2022,
δηλαδή λίγες ημέρες πριν από την παρέλευση του εξαμήνου από την τελεσιδικία της
απόφασης που προαναφέρθηκε, η ενάγουσα άσκησε δεύτερη αγωγή με το ίδιο
αντικείμενο, από την οποία όμως παραιτήθηκε στη συνέχεια με την υπό κρίση αγωγή,
η οποία ασκήθηκε στις 30.01.2Ο23, με συνέπεια η δεύτερη ως άνω αγωγή να
θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε και, κατά τον ισχυρισμό των εναγομένων,
να ανατραπεί η διακοπή της παραγραφής που είχε επέλθει με την άσκηση της πρώτης
κατά σειρά αγωγής. Ο ισχυρισμός αυτός, ωστόσο, είναι νομικά αβάσιμος, διότι
σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 263 § 2 ΑΚ, η παραγραφή θεωρείται ότι έχει
διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή, αν ο δικαιούχος εγείρει και πάλι την αγωγή
μέσα σε έξι μήνες είτε από την παραίτηση είτε από την τελεσίδικη απόρριψή της
για λόγους μη ουσιαστικούς. Με τη διάταξη αυτήν παρέχεται στον δανειστή, ο
οποίος δεν αδράνησε να επιδιώξει την ικανοποίηση της αξίωσής του, η δυνατότητα
να ασκήσει ξανά την αγωγή του και να διορθώσει και συμπληρώσει ελλείψεις της
αρχικής αγωγής, είτε μετά την τελεσίδικη απόρριψη αυτής ως απαράδεκτης για
λόγους τυπικούς (π.χ. λόγω έλλειψης κάποιας δικονομικής προϋπόθεσης), χωρίς
δηλαδή να έχει υπεισέλθει το δικαστήριο στην ουσία της υπόθεσης, είτε
παραιτούμενος από το δικόγραφο της πρώτης αγωγής και πριν από την έκδοση
απόφασης. Παρέχεται, έτσι, ένας επιπλέον λόγος διακοπής της παραγραφής ως
συνέχεια των διαδικαστικών πράξεων που επίσης είχαν διακόψει την παραγραφή, ο
οποίος ανατρέχει στον χρόνο άσκησης της αρχικής αγωγής (ΑΠ 918/2023 και 51/2021
δημ. στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου). Εξάλλου, η
παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής και η τελεσίδικη απόρριψή της για
τυπικούς λόγους δεν τίθενται διαζευκτικά στο πλαίσιο του άρθρου 263 ΑΚ, με την
έννοια ότι η συνδρομή ενός από τους δύο αυτούς διακοπτικούς
λόγους δεν αποκλείει στη συνέχεια τη συνδρομή και του άλλου. Με άλλα λόγια, ο
δανειστής μπορεί παραδεκτά να παραιτηθεί από το δικόγραφο της δεύτερης αγωγής
του, η οποία ασκήθηκε μετά από τελεσίδικη απόρριψη της αρχικής αγωγής για
τυπικούς λόγους, και να ασκήσει νέα, τρίτη αγωγή με το ίδιο αντικείμενο, οπότε
και πάλι θεωρείται ότι η παραγραφή έχει διακοπεί από την άσκηση της αρχικής,
εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση αποδεικνύεται ότι στις συγκεκριμένες
ενέργειες προβαίνει με αποκλειστικό σκοπό να επιμηκύνει την παραγραφή, κάτι το
οποίο όμως δεν επικαλούνται στην παρούσα υπόθεση οι εναγόμενες.
Η πρώτη εναγομένη
ισχυρίζεται ότι το δικαίωμα της ενάγουσας για διάρρηξη της επίδικης μεταβίβασης
έχει παραγραφεί και για τον επιπρόσθετο λόγο πως η πρώτη κατά σειρά αγωγή που
προαναφέρθηκε είχε επιδοθεί παράνομα στη διεύθυνση κατοικίας της μητέρας της,
δεύτερης εναγομένης, και πως οι δικαστικοί επιμελητές
που συνέταξαν τις υπ' αριθμ. …/…2015 και …/…2018
εκθέσεις επίδοσης της εν λόγω αγωγής και της κλήσης για συζήτηση αυτής
αντίστοιχα πλαστογράφησαν τα έγγραφα αυτά, καθόσον η δεύτερη εναγομένη δεν δήλωσε ποτέ σε αυτούς ότι είναι σύνοικος της
πρώτης εναγομένης. Για τον λόγο αυτό, η πρώτη εναγομένη με τις προτάσεις της προσβάλλει ως πλαστές τις
εκθέσεις επίδοσης που προαναφέρθηκαν. Το ζήτημα, όμως, της νομιμότητας των εν
λόγω επιδόσεων έχει ήδη κριθεί με δύναμη δεδικασμένου
στο πλαίσιο της υπ' αριθμ. 1828/2020 ήδη τελεσίδικης
απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου που προαναφέρθηκε, καθόσον ο έλεγχος του
υποστατού της αγωγής και του παραδεκτού της συζήτησης, τα οποία συνδέονται με
τη νομιμότητα της επίδοσης του εισαγωγικού δικογράφου και της κλήσης κατά
περίπτωση, προηγούνται του ελέγχου του ορισμένου της αγωγής. Εξάλλου, η ένταση
πλαστότητας πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, διότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος
της πρώτης εναγομένης δεν διαθέτει την ειδική
πληρεξουσιότητα που απαιτείται με βάση το άρθρο 98 περ. β' ΚΠολΔ
για την προσβολή εγγράφου ως πλαστού ούτε αναφέρονται ονομαστικά οι μάρτυρες
και τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα που αποδεικνύουν την πλαστότητα (άρθρο 463 ΚΠολΔ).
Τέλος, η δεύτερη εναγομένη ισχυρίζεται επικουρικά ότι η υπό κρίση αγωγή
ασκείται καταχρηστικά, επειδή η ενάγουσα έχει ασκήσει κατά σειρά τρεις αγωγές
με το ίδιο αντικείμενο, από τις οποίες τις δύο πρώτες άσκησε λίγο πριν από την
επέλευση της παραγραφής του ουσιαστικού δικαιώματος διάρρηξης της επίδικης
δικαιοπραξίας, ενώ με την υπό κρίση αγωγή παραιτήθηκε από την προηγούμενη χωρίς
να εξηγήσει τον λόγο της παραίτησης. Επιπλέον, κατά τη δεύτερη εναγομένη η καταχρηστικότητα
έγκειται και στο γεγονός ότι τυχόν θετική έκβαση της δίκης θα συνεπαγόταν
δυσανάλογα μικρό όφελος για την ενάγουσα σε σχέση με τη βλάβη της δεύτερης εναγομένης, από τη στιγμή που η ένδικη οφειλή είναι πολύ
μικρή και τυχόν πλειστηριασμός των 3/16 των ακινήτων που αποτέλεσαν το
αντικείμενο της επίδικης μεταβίβασης θα απέβαινε
άγονος. Ο ισχυρισμός αυτός είναι νομικά αβάσιμος, διότι κατά το πρώτο σκέλος
του τα πραγματικά αυτά περιστατικά από μόνα τους δεν πληρούν το πραγματικό του
άρθρου 281 ΑΚ, ενώ κατά το δεύτερο σκέλος του η δεύτερη εναγομένη
δεν επικαλείται προφανή δυσαναλογία μεταξύ της οφειλόμενης απαίτησης και της
αξίας του ποσοστού του ακινήτου που ανήκει σε αυτήν και αποτέλεσε αντικείμενο
της επίδικης μεταβίβασης, αλλά αντίθετα συνομολογεί ότι και τα δύο μεγέθη,
δηλαδή το ύψος της απαίτησης και η αξία του ποσοστού του ακινήτου, είναι μικρά.
V. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 225 § § 1 και 2 ΚΠολΔ, η επέλευση της εκκρεμοδικίας δεν στερεί τους
διαδίκους από την εξουσία να μεταβιβάσουν το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα ή να
συστήσουν εμπράγματο δικαίωμα. Η μεταβίβαση του επίδικου πράγματος ή
δικαιώματος ή η σύσταση εμπράγματου δικαιώματος δεν επιφέρει καμιά μεταβολή στη
δίκη. Ο ειδικός διάδοχος έχει δικαίωμα να ασκήσει παρέμβαση. Από τις διατάξεις
αυτές συνάγεται ότι παρέχεται η δυνατότητα στους διαδίκους και μετά την
εκκρεμοδικία να μεταβιβάσουν το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα υπό τους όρους και
τις προϋποθέσεις του ουσιαστικού δικαίου. Η μεταβίβαση του επίδικου πράγματος ή
δικαιώματος που γίνεται μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας δεν επιφέρει
μεταβολή στην έννομη σχέση της δίκης, διότι αυτή δεν αποβαίνει αναγκαίο
παρακολούθημα της ουσιαστικής έννομης σχέσης, αλλά η δίκη συνεχίζεται μεταξύ
των διαδίκων μέχρι να περατωθεί νόμιμα. Μέχρι τότε, μόνος νομιμοποιούμενος να
διεξαγάγει τη δίκη είναι ο διάδικος που μεταβίβασε μετά την επέλευση της
εκκρεμοδικίας το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα ή, σε περίπτωση θανάτου αυτού, ο
κληρονόμος που νομιμοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 290 ΚΠολΔ
να συνεχίσει στο όνομά του τη δίκη. Ο ειδικός διάδοχός του δεν αποκτά
αυτοδικαίως την ιδιότητα του διαδίκου και δεν υπεισέρχεται στη θέση του δικαιοπαρόχου του ούτε μετά τον θάνατο του τελευταίου, αλλά
έχει δικαίωμα έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης να ασκήσει παρέμβαση, σύμφωνα
με το άρθρο 80 ΚΠολΔ (ΑΠ 853/2021 και 170/2019 δημ. στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου). Αντίθετα, αν η
διάθεση του επίδικου αντικείμενου λάβει χώρα πριν από την επέλευση της
εκκρεμοδικίας, δηλαδή πριν από την άσκηση της αγωγής, ζήτημα εφαρμογής του
άρθρου 225 ΚΠολΔ δεν τίθεται, διότι σε αυτήν την
περίπτωση δεν εφαρμόζονται ούτε τα άρθρα 325 και 919 ΚΠολΔ
και, κατά τούτο, το δεδικασμένο και η εκτελεστότητα δεν ισχύουν για εκείνους που έγιναν ειδικοί
διάδοχοι των διαδίκων πριν από την έναρξη της δίκης και εξακολουθούν να είναι
δικαιούχοι και κατά τη διάρκειά της (βλ. ΑΠ 959/2022, 371/2021 και 575/2019 δημ. στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου, καθώς και Νίκα,
Πολιτική Δικονομία τ. ΙΙ, 2η έκδ., § 65 υποσ. 11).
VI. Σύμφωνα με το άρθρο 274 § 2 περ. β' ΚΠολΔ,
αν στη δίκη της πρόσθετης παρέμβασης δεν λάβει μέρος κανονικά μόνο εκείνος,
υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση, το δικαστήριο συζητεί την υπόθεση ερήμην
του μεταξύ εκείνου που άσκησε την παρέμβαση και του αντιδίκου εκείνου, υπέρ του
οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση.
Στην προκείμενη περίπτωση,
από την υπ' αριθμ. …/…2023 έκθεση επίδοσης του
δικαστικού επιμελητή … προκύπτει ότι, αν και ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της
υπό στοιχείο Β. πρόσθετης παρέμβασης με την πράξη κατάθεσης επιδόθηκε νομότυπα
και εμπρόθεσμα στην υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση, ώστε να λάβει γνώση αυτής και
για τις νόμιμες συνέπειες, η τελευταία δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από
πληρεξούσιο δικηγόρο κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Συνεπώς, πρέπει να δικαστεί ερήμην, σύμφωνα με το διάταξη που προαναφέρθηκε,
ωστόσο, η υπόθεση συζητείται μεταξύ της προσθέτως παρεμβαίνουσας
και των καθ' ων η πρόσθετη παρέμβαση.
VII. Με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του
παρόντος Δικαστηρίου και επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στους διαδίκους της
κύριας δίκης κατ' άρθρο 238 § 1 εδ. β' ΚΠολΔ (βλ. τις υπ' αριθμ. …, ….
και …/…2023 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή …, αντίστοιχα), η υπό
στοιχείο Β. προσθέτως παρεμβαίνουσα άσκησε αυτοτελή
πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της ενάγουσας επικαλούμενη σχετικό έννομο συμφέρον,
επειδή το δεδικασμένο, η εκτελεστότητα
και η τυχόν διαπλαστική ενέργεια που θα απορρέουν από την απόφαση, η οποία θα
εκδοθεί επί της αγωγής, θα καταλαμβάνει και την προσθέτως παρεμβαίνουσα
ως ειδική διάδοχο μετά την εκκρεμοδικία. Συγκεκριμένα, ισχυρίζεται ότι η αλλοδαπή
εταιρεία με την επωνυμία …, διαχειρίστρια των απαιτήσεων της οποίας τυγχάνει η
προσθέτως παρεμβαίνουσα, κατέστη ειδική διάδοχος της
απαίτησης που διατηρεί η ενάγουσα σε βάρος της πρώτης εναγομένης
και την οποία η πρώτη επικαλείται, προκειμένου να προβεί στη διάρρηξη της
επίδικης καταδολιευτικής δικαιοπραξίας, στις … 2019, δηλαδή σε χρόνο
μεταγενέστερο της άσκησης της αρχικής αγωγής μεταξύ των διαδίκων της κύριας
δίκης. Με βάση αυτό το ιστορικό, ζητά να γίνει δεκτή η παρέμβαση και η υπό
στοιχείο Α. αγωγή, καθώς και να καταδικαστούν οι εναγόμενες στην εν γένει
δικαστική της δαπάνη και την αμοιβή του πληρεξούσιου δικηγόρου της.
Με αυτό το περιεχόμενο και
αυτά τα αιτήματα η υπό κρίση αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση ασκείται παραδεκτά
ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ' ύλην και κατά τόπο
αρμόδιο (άρθρο 31 § 1 ΚΠολΔ), ωστόσο πρέπει να
απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης έννομου συμφέροντος, σύμφωνα με όσα
αναφέρθηκαν προηγουμένως στη νομική σκέψη υπό V. Και αυτό, διότι η ίδια η
προσθέτως παρεμβαίνουσα εκθέτει ότι κατά τον χρόνο
άσκησης της υπό κρίση αγωγής, δηλαδή πριν από την επέλευση της εκκρεμοδικίας,
είχε ήδη καταστεί δικαιούχος της απαίτησης που επικαλείται η ενάγουσα, για να
επιτύχει τη διάρρηξη της επίδικης καταδολιευτικής δικαιοπραξίας, με συνέπεια
αφενός να νομιμοποιείται ενεργητικά στην άσκηση της αγωγής μόνο η προσθέτως παρεμβαίνουσα και αφετέρου η τελευταία να μη δεσμεύεται από
το δεδικασμένο και τις υπόλοιπες συνέπειες της
απόφασης που θα εκδοθεί επί της κύριας αγωγής. Με την προσθήκη στις προτάσεις
της η προσθέτως παρεμβαίνουσα ισχυρίζεται ότι κατ'
εφαρμογή του άρθρου 263 ΑΚ η άσκηση νέας αγωγής εντός της εξάμηνης προθεσμίας
από την τελεσιδικία της ως άνω απόφασης που απέρριψε για τυπικούς λόγους την
αρχική κύρια αγωγή δεν συνεπάγεται μόνο την κατά πλάσμα δικαίου διακοπή της
παραγραφής από την άσκηση της αρχικής αγωγής, αλλά και την αναβίωση της εκκρεμοδικίας,
η οποία επήλθε λόγω της άσκησης της αρχικής αγωγής. Ισχυρίζεται, επιπλέον, ότι,
αν η υπό στοιχείο Α. κύρια αγωγή δεν ασκούνταν από την αρχική δικαιούχο της
απαίτησης, αλλά από την προσθέτως παρεμβαίνουσα, δεν
θα υπήρχε ταυτότητα διαδίκων μεταξύ των δύο αγωγών, με συνέπεια την παραγραφή
της ένδικης αξίωσης για διάρρηξη της επίδικης δικαιοπραξίας. Όσον αφορά τον
πρώτο ισχυρισμό, επισημαίνεται ότι ως χρόνος έναρξης της εκκρεμοδικίας νοείται
η άσκηση της υπό κρίση κύριας αγωγής και όχι η άσκηση της αρχικής αγωγής, επί
της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 1828/2020 ήδη
τελεσίδικη απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, διότι το άρθρο 263 ΑΚ εφαρμόζεται
μόνο για το ζήτημα του υπολογισμού της παραγραφής και δεν ρυθμίζει τον χρόνο
έναρξης και λήξης της εκκρεμοδικίας, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, σκοπός των
διατάξεών του είναι η προστασία του δικαιούχου από το ενδεχόμενο της
συμπλήρωσης της παραγραφής της αξίωσής του σε περίπτωση παραίτησης από το
δικόγραφο της αγωγής ή τελεσίδικης απόρριψής της για τυπικούς λόγους χωρίς να
έχει κριθεί το υποστατό της αξίωσής του. Εξάλλου, η έκδοση τελεσίδικης απόφασης
επί της αρχικής αγωγής αποκλείει την αναβίωση της εκκρεμοδικίας που επήλθε με
την άσκηση της τελευταίας, εφόσον δεν έχει ασκηθεί και ευδοκιμήσει έκτακτο
ένδικο μέσο κατά αυτής (βλ. Μακρίδου σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ τ. Ι, άρθρο 222 αρ. 7).
Εξάλλου, ακόμα και αν την υπό κρίση κύρια αγωγή ασκούσε η προσθέτως παρεμβαίνουσα ως διαχειρίστρια της ειδικής διαδόχου
αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «CAIRO ΝΟ. 2 FINANCE DESIGNATED ACTIVITY
COMPANY», δεν θα ανέκυπτε ζήτημα παραγραφής του ένδικου δικαιώματος διάρρηξης,
διότι ως επανέγερση της αγωγής στο πλαίσιο του άρθρου
263 ΑΚ νοείται η άσκηση νέας αγωγής που βασίζεται στην ίδια με την προηγούμενη
νομική και ιστορική αιτία είτε από τον ίδιο ενάγοντα είτε, σε περίπτωση που
μεσολαβήσει νόμιμη καθολική ή ειδική διαδοχή, από τον διάδοχό του κατά του
ίδιου εναγομένου ή, σε περίπτωση που μεσολαβήσει
νόμιμη καθολική ή ειδική διαδοχή, κατά του διαδόχου του (βλ. ενδεικτικά ΑΠ
918/2023, 1484/2022, 51/2021, 125/2020 και 113/2019 δημ.
στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου). Συνεπώς, η πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να
απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης έννομου συμφέροντος.
VIII. Από το σύνολο των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι
διάδικοι, στα οποία περιλαμβάνονται οι φωτογραφίες (άρθρα 444 § 1 περ. γ' και 457 § 4 ΚΠολΔ),
από τις ομολογίες των διαδίκων (άρθρο 352 ΚΠολΔ),
καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπάγγελτα
(άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα
πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της υπ' αριθμ. …/…
σύμβασης πίστωσης που καταρτίστηκε στην …, η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία
…, καθολική διάδοχος της οποίας τυγχάνει η ενάγουσα, χορήγησε στην πρώτη εναγομένη δάνειο ύψους … €, το οποίο εξυπηρετήθηκε από τον
υπ' αριθμ. … λογαριασμό. Η πρώτη εναγομένη
δεν τήρησε τις συμβατικές της υποχρεώσεις για αποπληρωμή του δανείου και η
δικαιοπάροχος της ενάγουσας έκλεισε οριστικά στις … 2012 τον λογαριασμό που
εξυπηρετούσε τη σύμβαση πίστωσης, μετέφερε το κατάλοιπό της, το οποίο ανερχόταν
σε εκείνο το χρονικό σημείο σε … €, σε οριστική καθυστέρηση και απέστειλε στην
πρώτη εναγομένη την από … 2012 εξώδικη καταγγελία,
πρόσκληση και δήλωση, με την οποία της γνωστοποιούσε το κλείσιμο του
λογαριασμού και το ύψος του καταλοίπου και η οποία της επιδόθηκε στις …, όπως
προκύπτει από την υπ' αριθμ. …/… έκθεση επίδοσης του
δικαστικού επιμελητή ... Στη συνέχεια, υπέρ της δικαιοπαρόχου
της ενάγουσας εκδόθηκε η υπ' αριθμ. …/2012 διαταγή
πληρωμής του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου για το ως άνω ποσό κεφαλαίου, απόγραφο
της οποίας με επιταγή προς πληρωμή κοινοποιήθηκε στην πρώτη εναγομένη
στις …, όπως προκύπτει από την υπ' αριθμ. …/… έκθεση
επίδοσης του ίδιου δικαστικού επιμελητή. Κατά τη διάρκεια λειτουργίας της εν
λόγω σύμβασης πίστωσης η πρώτη εναγομένη μεταβίβασε
στη δεύτερη εναγομένη, μητέρα της, δυνάμει του υπ' αριθμ. …/… 2010 συμβολαίου δωρεάς εν ζωή της
συμβολαιογράφου …, …, ποσοστό 3/16 εξ αδιαιρέτου της πλήρους κυριότητας δύο
οριζόντων ιδιοκτησιών επί πολυκατοικίας που βρίσκεται στην … και συγκεκριμένα
στο οικοδομικό τετράγωνο … κατά τη θέση …, μεταξύ των παράλληλων οδών … αρ. … και …, και ειδικότερα αφενός του υπό στοιχείο …
διαμερίσματος του πρώτου πάνω από το ισόγειο-πυλωτή ορόφου, επιφάνειας …
τετραγωνικών μέτρων, με ΚΑΕΚ …, μαζί με την υπό στοιχείο … θέση στάθμευσης
αυτοκινήτου της πρασιάς της οικοδομής, επιφάνειας … τετραγωνικών μέτρων, και
αφετέρου της υπό στοιχείο … αποθήκης του υπόγειου ορόφου της ίδιας
πολυκατοικίας, επιφάνειας … τετραγωνικών μέτρων, με ΚΑΕΚ … Το εν λόγω συμβόλαιο
μεταγράφηκε νόμιμα στις … 2010 στο Υποθηκοφυλακείο … στον τόμο … με αριθμό ...
Κατά τον χρόνο μεταγραφής του εν λόγω μεταβιβαστικού συμβολαίου, το ανεξόφλητο
υπόλοιπο από τη σύμβαση πίστωσης μεταξύ της δικαιοπαρόχου
της ενάγουσας και της πρώτης εναγομένης ανερχόταν,
σύμφωνα με τις κινήσεις του λογαριασμού που την εξυπηρετούσε, σε … €. Στη
συνέχεια, η δικαιοπάροχος της ενάγουσας άσκησε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου
την από … 2015 και με αριθμό κατάθεσης …/…/… 2015 αγωγή με αντικείμενο τη
διάρρηξη της μεταβίβασης που έλαβε χώρα με το ως άνω συμβόλαιο δωρεάς μεταξύ
των εναγομένων. Επί της αγωγής αυτής, η οποία
επαναφέρθηκε προς συζήτηση με την από … 2018 και αριθμό κατάθεσης …/…/… 2018
κλήση της δικαιοπαρόχου της ενάγουσας, εκδόθηκε
αντιμωλία των διαδίκων η υπ' αριθμ. 1828/… 2020
απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω
αοριστίας, διότι σε αυτήν αναφερόταν μόνο η αξία των 3/16 της πλήρους
κυριότητας και των δύο οριζόντιων ιδιοκτησιών που απαλλοτριώθηκαν και όχι
καθεμίας από αυτές ξεχωριστά. Η απόφαση αυτή επιδόθηκε στην πρώτη και τη
δεύτερη εναγομένη στις … 2022 και … 2022 αντίστοιχα
(βλ. τις υπ' αριθμ. … / … 2022 και …/… 2022 εκθέσεις
επίδοσης του δικαστικού επιμελητή …, αντίστοιχα) και έχει ήδη καταστεί
τελεσίδικη μετά την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας του άρθρου 518 § 1 ΚΠολΔ για άσκηση ένδικων μέσων. Εντωμεταξύ, η ενάγουσα
κατέστη στις … 2020 καθολική διάδοχος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία …
λόγω διάσπασης της τελευταίας και άσκησε εκ νέου αγωγή με το ίδιο αντικείμενο
κατά των ίδιων εναγομένων. Συγκεκριμένα, άσκησε την
από … 2022 και με αριθμό κατάθεσης …/…/…2022 αγωγή ενώπιον του παρόντος
Δικαστηρίου που επιδόθηκε στις εναγόμενες στις … 2022 (βλ. τις υπ' αριθμ. … και …/… 2022 εκθέσεις επίδοσης του ίδιου ως άνω
δικαστικού επιμελητή), από το δικόγραφο της οποίας ακολούθως παραιτήθηκε με το
δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής, η οποία επίσης έχει το ίδιο αντικείμενο και
στρέφεται κατά των ίδιων εναγομένων. Όπως, όμως,
συνομολογεί η ενάγουσα με την προσθήκη στις προτάσεις της (άρθρο 352 § 1 ΚΠολΔ), στις … 2019 η απαίτησή της σε βάρος της πρώτης εναγομένης που απέρρεε από την ως άνω σύμβαση πίστωσης
μεταβιβάστηκε στην αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία …, διαχειρίστρια των
απαιτήσεων της οποίας τυγχάνει η προσθέτως παρεμβαίνουσα.
Αποδεικνύεται, συνεπώς, ότι κατά τον χρόνο άσκησης της υπό κρίση αγωγής
δανείστρια της πρώτης εναγόμενης και, συνακόλουθα, δικαιούχος του δικαιώματος
διάρρηξης της επίδικης απαλλοτρίωσης ήταν η αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού
που προαναφέρθηκε και όχι η ενάγουσα, η οποία δεν νομιμοποιείται ενεργητικά
στην άσκηση της υπό κρίση αγωγής. Εξάλλου, όπως επισημάνθηκε προηγουμένως υπό
VII. , η άσκηση της υπό κρίση αγωγής από τη νέα δικαιούχο της απαίτησης δεν θα
συνεπαγόταν την παραγραφή του ένδικου δικαιώματος διάρρηξης, διότι ως επανέγερση της αγωγής στο πλαίσιο του άρθρου 263 ΑΚ νοείται
η άσκηση νέας αγωγής είτε από τον ίδιο ενάγοντα είτε, σε περίπτωση που
μεσολαβήσει νόμιμη καθολική ή ειδική διαδοχή, από τον διάδοχό του. Κατά τούτο,
η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη.
Με βάση τα παραπάνω, πρέπει
αφενός να απορριφθεί η πρόσθετη παρέμβαση ως απαράδεκτη και να επιβληθούν σε
βάρος της παρεμβαίνουσας τα δικαστικά έξοδα των καθ'
ων η παρέμβαση-εναγομένων (άρθρα 176 εδ. α', 189 §1 και 191 § 2 ΚΠολΔ
σε συνδυασμό με άρθρα 63 § 2, 68 § 1 και 84 § 1 του ν. 4194/2013), χωρίς να
απαιτείται να οριστεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής
ερημοδικίας εκ μέρους της υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση, καθόσον η δίκη που
ανοίγεται με την πρόσθετη παρέμβαση δεν είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη, αλλά
έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα, καθόσον εξαρτάται
από την κυρία δίκη που έχει ανοιχτεί με την αγωγή ή το ένδικο μέσο, από την
οποία δεν μπορεί να χωριστεί (βλ. ΑΠ 1104/2019, 1822/2017 και 1426/2013 δημ. στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου), και αφετέρου να
απορριφθεί η αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη και να επιβληθούν σε βάρος της
ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων (άρθρα
176, 189 § 1 και 191 § 2 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τα
άρθρα 63 § 2, 68 § 1 και 84 § 1 του ν. 4194/2013), σύμφωνα με το διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την υπό
στοιχείο Α. αγωγή (αριθμός κατάθεσης …/…/2023) και την υπό στοιχείο Β. αυτοτελή
πρόσθετη παρέμβαση (αριθμός κατάθεσης …/…/2023) ερήμην της υπέρ ης η πρόσθετη
παρέμβαση και αντιμωλία των διαδίκων της αγωγής και των λοιπών διαδίκων της
αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την πρόσθετη
παρέμβαση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της
προσθέτως παρεμβαίνουσας τα δικαστικά έξοδα των καθ'
ων η πρόσθετη παρέμβαση, τα οποία ορίζει σε εξακόσια ευρώ (600,00 €).
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της
ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων, τα οποία
ορίζει σε εξακόσια ευρώ (600,00 €).
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε
στην Αθήνα στις 23.05.2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στον ίδιο τόπο
σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 29/05/2024, χωρίς την
παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.