ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΠΠρΑθ 128/2025

Η παράλειψη της επίδοσης ή η άκυρη επίδοση, παρεμποδίζουν τη γένεση των ουσιαστικών συνεπειών της αγωγής, απαιτείται δε η επίδοση και για τη νόμιμη κλήτευση του εναγομένου προς συζήτηση της. Σύμφωνα με αυτά, η παράβαση των διατάξεων που αφορούν την κατάθεση ή επίδοση της αγωγής, συνεπώς δε την οριζόμενη από τον νόμο προδικασία, συνεπάγονται ακυρότητα, εφόσον προκλήθηκε στον εναγόμενο βλάβη, που δεν μπορεί να επανορθωθεί διαφορετικά, παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας.

 

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Αθηνών Κωνσταντίνου Σακελλαριάδη)

 

 

 

Αριθμός Απόφασης 125/2025

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Πέτρο Καραγκουνίδη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Ιωάννα Χανιαλάκη, Πρωτοδίκη-Εισηγήτρια και Ελευθέριο Σαμλίδη, Πρωτόδικη και από τη Γραμματέα Διαμάντω Μπίθα.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 13 Νοεμβρίου 2024, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

 

ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ : ., κατοίκου Νέας Σμύρνης επί της οδού . αρ.. με Α.Φ.Μ. ., η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Κωνσταντίνου Σακελλαριάδη (ΑΜΔΣΑ 7867)

 

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ : Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία “ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” και το διακριτικό τίτλο “ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ” εδρεύουσας στην Αθήνα επί της οδού Σταδίου αρ.40 με Α.Φ.Μ. . Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών, νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Νικολάου Κανέλλια (ΑΜΔΣΑ 11528)

 

Η ανακόπτουσα αιτείται όπως γίνει δεκτή η από 18.06.2024 ανακοπή ερημοδικίας η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 20.06.2024 (ΓΑΚ ./2024 και ΕΑΚ./2024), προσδιορίστηκε για συζήτηση κατά τη δικάσιμο της 09.10.2024 και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις τους.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Με την κρινομένη ανακοπή της η ανακόπτουσα ζητεί να εξαφανισθεί η υπ’ αριθμόν 11/2012 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία επί της σε βάρος της στρεφόμενης από 08.04.2009 αγωγής της καθ’ ης ανακοπή, για τον λόγο ότι αυτή εκδόθηκε ερήμην της, επειδή δεν παραστάθηκε κατά την ορισθείσα δικάσιμο στη συζήτησή της λόγω μη νόμιμης κλήτευσης της. Επίσης, αιτείται όπως απορριφθεί η ως άνω αγωγή και να καταδικασθεί η καθ’ης στη δικαστική της δαπάνη.

Μ' αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η ένδικη ανακοπή, η οποία ασκήθηκε εμπροθέσμως, εντός της δεκαπενθήμερης προθεσμίας που τάσσει ο νόμος (άρθρ. 503 παρ. 1 ΚΠολΔ), εφόσον η ανακοπτόμενη απόφαση επιδόθηκε στην ανακόπτουσα, που διαμένει στην Ελλάδα, στις 06.06.2024 και η ένδικη ανακοπή κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 20.06.2024 και παραδεκτός, δεδομένου ότι καταβλήθηκε το παράβολο ερημοδικίας που ορίστηκε με την ανακοπτόμενη απόφαση, όπως προκύπτει από την περιληφθείσα στην έκθεση καταθέσεώς της σχετική επισήμανση της Γραμματέως του Δικαστηρίου, αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση στο παρόν Δικαστήριο, είναι δε νόμιμη, στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 501 και 502 ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δέκτη και να εξετασθεί ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της.

 

Γ I. Κατά τη διάταξη του άρθρου 501§1 του ΚΠολΔ ανακοπή κατά απόφασης που έχει ι εκδοθεί ερήμην του ανακόπτοντος επιτρέπεται, αν εκείνος που δικάστηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας. Κατά το άρθρο 505§1 του ίδιου Κώδικα το έγγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 και τους λόγους της ανακοπής. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η ανακοπή ερημοδικίας πρέπει να περιέχει ένα τουλάχιστον σαφή και ορισμένο λόγο από εκείνους που ορίζονται στο άρθρο 501 ΚΠολΔ, δηλαδή τη μη κλήτευση ή τη μη νόμιμη ή μη εμπρόθεσμη κλήτευση ή τη συνδρομή λόγου ανώτερης βίας για τη μη εμφάνιση του ανακόπτοντος στην ερήμην αυτού συζήτηση της υπόθεσης επί της οποίας η προσβαλλόμενη ερήμην απόφαση (ΑΠ 111/2016, ΑΠ 363/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αν η ανακοπή ασκήθηκε εμπροθέσμως και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 503§1 και 505§1 του ΚΠολΔ) και αν πιθανολογείται ότι είναι βάσιμος ο λόγος που προτάθηκε, τότε το δικαστήριο εξαφανίζει την ερήμην απόφαση, διατάσσει να επιστραφεί το παράβολο (άρθρο 505§2 ΚΠολΔ) και αμέσως προχωρεί στην εξέταση της διαφοράς, αφού οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που εξαφανίστηκε. Άλλως, αν, δηλαδή, δεν πιθανολογηθεί η βασιμότητα κάποιου από τους λόγους της ανακοπής, το δικαστήριο απορρίπτει την ανακοπή και διατάσσει να εισαχθεί το παράβολο στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 509 ΚΠολΔ). Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι το δικαστήριο αποφαίνεται για την ουσιαστική βασιμότητα του λόγου της ανακοπής ερημοδικίας αμέσως, με την ίδια απόφαση, με την οποία θα κρίνει και το τύποις παραδεκτό και νόμω βάσιμο της ανακοπής, αρκούμενο σε πιθανολόγηση ως προς την βασιμότητα των λόγων της (ΕφΠατρ 320/2017, ΕφΠειρ 352/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το ελάττωμα της κλήτευσης ή η ύπαρξη του περιστατικού ανώτερης βίας, που προκάλεσαν την ερημοδικία του ανακόπτοντος, θα διαγνωστούν με βάση τα στοιχεία που επικαλούνται και προσκομίζουν προαποδεικτικά οι διάδικοι (ΕφΠειρ 35/2015, ΕφΠειρ 255/2014, ΕφΘεσ 409/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ κατ’ άρθρο 347 ΚΠολΔ, λαμβάνεται ελεύθερα υπόψη από το δικαστήριο κάθε πρόσφορο αποδεικτικό μέσον και πέραν των αναφερομένων στο άρθρο 339 ΚΠολΔ ή μη πληρούντα τους όρους του νόμου μέσα, όπως ένορκες βεβαιώσεις στο συμβολαιογράφο ή στον ειρηνοδίκη έστω και χωρίς κλήτευση του αντιδίκου (ΕφΛαρ 555/2013, ΕφΠατρ 802/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά την έννοια του άνω άρθρου 135 ΚΠολΔ, άγνωστος είναι ο τόπος της διαμονής ενός προσώπου όταν δεν είναι κοινώς γνωστή η μόνιμη κατοικία ή διαμονή του, δεν κατέστη δε δυνατόν να βρεθεί, μολονότι καταβλήθηκε προς τούτο κάθε δυνατή προσπάθεια, υπαγορευόμενη και από τις αρχές της καλής πίστεως, προς τις οποίες οφείλουν να συμμορφώνονται οι διάδικοι κατά την ενέργεια -στο πλαίσιο της δίκης- των σχετικών διαδικαστικών πράξεων. Απαιτείται, δηλαδή, για το άγνωστο της διαμονής ευρεία αντικειμενική άγνοια εκ μέρους του προσώπου που παραγγέλλει την επίδοση ή του οργάνου που την έκανε ή κλήθηκε να την κάνει, και δεν αρκεί απλώς το γεγονός ότι ο παραγγέλλων την επίδοση δεν γνώριζε τον τόπο ή την ακριβή διεύθυνση διαμονής αλλά πρέπει να μην είναι δυνατή η εξακρίβωση διά των συνήθων μέσων επιμελείας. Έτσι, αν αποδειχτεί ότι κατά τον χρόνο όπου έλαβε χώρα η επίδοση ο προς ον αυτή κατοικούσε μονίμως σε ορισμένο τόπο και διεύθυνση που θα μπορούσε να πληροφορηθεί, καταβάλλοντας κάθε δυνατή προς τούτο -κατά το μέτρο επιμελούς ανθρώπου- προσπάθεια, εκείνος που παρήγγειλε την επίδοση ή ο δικαστικός επιμελητής που την ενήργησε, η επίδοση είναι άκυρη, εφόσον η σχετική παράβαση επέφερε κατά την κρίση του δικαστή τέτοια βλάβη, η οποία δεν μπορεί να θεραπευτεί διαφορετικά, παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας (ΑΠ 1719/2007, ΕφΠειρ 227/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αν, ωστόσο ο διάδικος προς τον οποίο έγινε η επίδοση ως πρόσωπο άγνωστης διαμονής αμφισβητήσει το στοιχείο αυτό, κατά την άποψη που υιοθετεί ως ορθή το Δικαστήριο, ο ίδιος φέρει και το βάρος απόδειξης για το αντικειμενικός γνωστό της κατοικίας του, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 117, 139, 438 και 440 ΚΠολΔ, η έκθεση επίδοσης που συντάσσει ο αρμόδιος δικαστικός επιμελητής συνιστά δημόσιο έγγραφο, το οποίο παρέχει πλήρη απόδειξη ως προς τα περιστατικά που βεβαιώνονται σ' αυτήν (έκθεση επίδοσης), την αλήθεια των οποίων οφείλει να διαπιστώσει ο δικαστικός επιμελητής, αλλά τα οποία δεν υποπίπτουν από τη φύση τους στην άμεση αντίληψη του, όπως είναι και το ότι ο παραλήπτης του εγγράφου είναι άγνωστης διαμονής, επιτρέπεται όμως ως προς αυτά ανταπόδειξη, με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο και με μάρτυρες, από εκείνον που αμφισβητεί την αλήθεια τους (ΑΠ 350/2013, ΑΠ 1232/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και ad hoc ΕφΑΘ 2949/2005, ΕφΔωδ 98/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ- βλ. ΕφΘεσ 409/2010, ΕφΠατρ 911/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ για αντίθετη άποψη, ότι αν ο διάδικος προς τον οποίο έγινε η επίδοση ως πρόσωπο άγνωστης διαμονής αμφισβητήσει το στοιχείο αυτό, ο αντίδικος του φέρει το βάρος της απόδειξης ότι αυτός ήταν πράγματι άγνωστης διαμονής, αφού ο παραλήπτης της επίδοσης αμφισβητεί απλώς το κύρος της επίδοσης, ωστόσο, και στην περίπτωση αυτή ο παραλήπτης δεν πρέπει να αρκείται σε γενική άρνηση και οφείλει να αναφέρει τον τόπο κατοικίας του κατά τον χρόνο της επίδοσης βλ. Ορφανίδη σε Κεραμέα-Κονδυλη-Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 135 ορ. 7)· Από τις διατάξεις των άρθρων 503 § 1 και 505 § 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το Δικαστήριο αποφαίνεται για την ουσιαστική βασιμότητα του λόγου της ανακοπής ερημοδικίας αμέσως με την ίδια απόφαση με την οποία θα κρίνει και το τύποις παραδεκτό και νόμω βάσιμο της ανακοπής, αρκούμενο σε πιθανολόγηση. Τα ελαττώματα της κλητεύσεως που προκάλεσε την ερημοδικία του ανακόπτοντος θα διαγνωσθούν με βάση τα στοιχεία που επικαλούνται και προσκομίζουν προαποδεικτικώς οι διάδικοι (ΕφΑΘ 2931/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, κατ' άρθ. 347 ΚΠολΔ λαμβάνεται ελεύθερα υπ' όψιν από το Δικαστήριο κάθε πρόσφορο αποδεικτικό μέσο και πέραν των αναφερομένων στο άρθρο 339 ΚΠολΔ ή μη πληρούντα τους όρους του Νόμου μέσα (ΕφΠατρ 802/2004, ΑχαΝομ 2005/308). Τέλος, εάν η απόφαση δεν επιδοθεί εγκύρως δεν αρχίζει η προθεσμία της ανακοπής ερημοδικίας (ΕφΑΘ 3772/1993, ΑρχΝ 1993-58, ΕφΘεσ 409/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

      II. Κατά τη διάταξη του άρθρου 873 ΑΚ, η σύμβαση με την οποία γίνεται υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους κατά τρόπο αφηρημένο, έτσι ώστε να γεννιέται ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία, είναι έγκυρη αν η υπόσχεση ή η αναγνώριση γίνει εγγράφως. Έγγραφη υπόσχεση ή δήλωση αναγνώρισης, στην οποία δεν αναφέρεται η αιτία του χρέους, λογίζεται, σε περίπτωση αμφιβολίας, ότι έγινε με το σκοπό να γεννηθεί ενοχή, μη εξαρτώμενη από την αιτία του χρέους. Αν στην έγγραφη υπόσχεση ή στην αναγνωριστική δήλωση μνημονεύεται η αιτία του χρέους, δεν αποκλείεται και πάλι να πρόκειται για ενοχή αναιτιώδη, εφόσον τα μέρη ήθελαν να αποσυνδέσουν το χρέος από την αιτία του, διότι η διάταξη του εδ. β' του ως άνω άρθρου εισάγει απλώς ερμηνευτικό κανόνα, προσδίδοντας στη δήλωση αυτή ορισμένη έννοια μόνον ενόσω δεν προκύπτει το αντίθετο ("σε περίπτωση αμφιβολίας"). Κατά κανόνα, όμως, σε τέτοιες περιπτώσεις πρόκειται για αιτιώδη αναγνώριση χρέους, η οποία δεν προβλέπεται μεν ως επώνυμη συμβατική σχέση, εντάσσεται όμως στη γενική αρχή της συμβατικής ελευθερίας κατ' άρθρο 361 ΑΚ, με το οποίο θεσπίζεται γενικώς η ελευθερία της σύναψης ποικίλου περιεχομένου συμβάσεων δεσμευτικών για τους συμβαλλόμενους, αρκεί το περιεχόμενο τους να μην προσκρούει σε απαγορευτική διάταξη νόμου ή στα χρηστά ήθη. Έτσι είναι ισχυρή η σύμβαση με την οποία αναγνωρίζει κάποιος το χρέος του από ορισμένη αιτία, η οποία διαφέρει από τη ρυθμιζόμενη από τα άρθρα 873-875 ΑΚ αναιτιώδη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους. Αυτή καταρτίζεται ατύπως και μπορεί να είναι απλώς επιβεβαιωτική του υπάρχοντας χρέους, όταν τα μέρη δεν θέλησαν να δημιουργήσουν με αυτή νέα αυτοτελή ενοχή, αλλά απέβλεψαν είτε στη δημιουργία απλού αποδεικτικού μέσου με τη μορφή της εξώδικης ομολογίας (άρθ. 352 § 2 ΚΠολΔ) είτε στη διακοπή της παραγραφής (άρθ. 260 ΑΚ) ή σε ανάλογα νομικά αποτελέσματα κατά τα άρθρα λ.χ. 156, 272 § 2 ΑΚ, ή μπορεί να αποσκοπεί γενικότερα στην αποσαφήνιση και διασφάλιση της βασικής ενοχής από τυχόν ελαττώματα και ενστάσεις, από τις οποίες γίνεται έτσι ρητή ή σιωπηρή παραίτηση. Κατά κανόνα δε με την αιτιώδη αναγνώριση χρέους επιδιώκεται η δημιουργία νέας ενοχής, είτε παράλληλα προς την παλαιά είτε σε αντικατάσταση της παλαιός (άρθρα 421,436 ΑΚ) και, απαλλαγμένης συνεπώς από τις ενστάσεις που μπορούσαν να προταθούν στο πλαίσιο εκείνης, η οποία, νέα ενοχή, δεν υπόκειται επίσης σε τύπο, εκτός εάν με τη σύμβαση αναγνωρίζεται υποχρέωση, για την ανάληψη της οποίας ο νόμος απαιτεί την τήρηση τύπου, οπότε πρέπει να τηρηθεί ο τύπος αυτός και για τη σύμβαση αναγνώρισης (ΟλΑΠ 5/2016 www.areiospagos.gr). Κοινό γνώρισμα των δύο αυτών συμβάσεων είναι ότι προϋποθέτουν την ύπαρξη προγενέστερης ενοχικής σχέσεως, από την οποία πηγάζει το χρέος και αποβλέπουν στη γέννηση δεύτερης ενοχής, ανεξάρτητης από την αρχική. Γενική κατευθυντήρια γραμμή προς λύση του ζητήματος αν πρόκειται για νέα αυτοτελή ενοχή ή παροχή αποδεικτικού μέσου για την ύπαρξη του χρέους μπορεί να χρησιμεύσει ο κανόνας ότι κύρια σύμβαση αναγνωρίσεως υπάρχει όταν αντικείμενο αυτής είναι κάποια έννομη σχέση, και ειδικότερα όταν, αναφορικά προς υπάρχουσα οφειλή, αναλαμβάνεται κάποια υποχρέωση, ενώ δεν υπάρχει σύμβαση αναγνωρίσεως όταν ομολογούνται απλώς ορισμένα γεγονότα, οπότε υπάρχει μόνο αποδεικτικό μέσο. Στην πρώτη περίπτωση, αυτός που αναγνωρίζει την από ορισμένη αιτία οφειλή του δεν μπορεί πλέον, κατά τα προαναφερόμενα, να προτείνει τις ενστάσεις που είχε από την κύρια αιτία (ΑΠ 51/2020, ΑΠ 1086/1017, ΑΠ 1424/2017, ΑΠ 1279/2012 www.areiospagos.gr) και, για την πληρότητα της αγωγής, όσον αφορά την αιτία από την οποία προέρχεται το αναγνωρισθέν χρέος, αρκεί η παράθεση στο δικόγραφο αυτής όσων πραγματικών στοιχείων είναι αναγκαία για τον προσδιορισμό της αναγνωριζομένης ενοχής, ώστε να μη γεννάται αμφιβολία γι' αυτήν (ΑΠ 1424/2017, ΑΠ 1279/2012, ΑΠ 523/2001 www.areiospagos.gr). Γενικότερα αποτελεί αντικείμενο ερμηνείας της συγκεκριμένης σύμβασης, αν η επερχόμενη με αυτή αιτιώδης αναγνώριση υπάρχοντας χρέους αντικαθιστά ή όχι την αρχική σχέση ή απλώς την αλλοιώνει και αν στην περίπτωση αυτή ενέχει πλήρη ή μερική παραίτηση από ενστάσεις που αφορούν την αρχική σχέση, η οποία όμως πρέπει να είναι έγκυρη κατ' άρθρο άρθρ. 437 ΑΚ (ΟλΑΠ 5/2016, ΑΠ 629/2023, ΑΠ 999/2022, ΑΠ 51/2020, ΑΠ 598/2017 www.areiospagos.gr).

 

     IIΙ. Όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 215, 221, 226, 229, 233 και 271 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η άσκηση της αγωγής απαιτεί διαδικασία, που ολοκληρώνεται με την κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, και την επίδοση αντιγράφου του δικογράφου τούτου στον εναγόμενο. Η κατάθεση συνεπάγεται τις δικονομικές συνέπειες της αγωγής (εκκρεμοδικία, αμετάβλητο της δικαιοδοσίας κ.λπ.), η δε επίδοση τα αποτελέσματα που προβλέπονται από το ουσιαστικό δίκαιο ότι επέρχονται από την έγερσή της (διακοπή παραγραφής, έναρξη τοκοφορίας της απαιτήσεως). Η επίδοση της αγωγής επιτελεί διττή λειτουργία, αφενός μεν ενεργεί ως στοιχείο για την έγερση της αγωγής (άρθρο 215 ΚΠολΔ), αφετέρου δε, υπέχει και τη θέση κλητεύσεως κατ’ άρθρο 228 ΚΠολΔ. Η επέλευση των δικονομικών συνεπειών επέρχεται από μόνη την κατάθεση της αγωγής και άσχετα με το αν επακολουθήσει ή όχι επίδοση στον εναγόμενο. Η παράλειψη της επίδοσης ή η άκυρη επίδοση παρεμποδίζουν τη γένεση των ουσιαστικών συνεπειών της αγωγής, απαιτείται δε η επίδοση και για τη νόμιμη κλήτευση του εναγομένου προς συζήτηση της. Σύμφωνα με αυτά η παράβαση των διατάξεων που αφορούν την κατάθεση ή επίδοση της αγωγής, συνεπώς δε την οριζόμενη από τον νόμο προδικασία, συνεπάγονται ακυρότητα, εφόσον προκλήθηκε στον εναγόμενο βλάβη, που δεν μπορεί να επανορθωθεί διαφορετικά, παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας (ΑΠ 808/2004 ΕλλΔνη 47-1389)·

 

Με το μοναδικό λόγο ανακοπής η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι στη δίκη επί της οποίας εξεδόθη η ανακοπτομένη απόφαση δεν κλήθηκε νόμιμα. Ισχυρίζεται, ειδικότερα, ότι η από 06.04.2009 αγωγή (ΓΑΚ ./2009 και ΕΑΚ ./2009)  επιδόθηκε ως αγνώστου διαμονής, ενώ η διαμονή της ήταν γνωστή, η δε καθ’ης παρέλειψε εκ δόλου να τη διαπιστώσει. Ότι, συγκεκριμένα, η ως άνω επίδοση αυτή είναι άκυρη διότι η καθ’ ης μπορούσε με ευχέρεια να διαπιστώσει τον τόπο κατοικίας της, σε ιδιόκτητη οριζόντια ιδιοκτησία επί της οδού Αρτάκης αρ.56 στη Νέα Σμύρνη, η οποία αποτελούσε την οικογενειακή της εστία ήδη πέντε έτη προ της κατάθεσης της αγωγής.

 

Με αυτό το περιεχόμενο ο λόγος ανακοπής είναι ορισμένος και νόμιμος κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, ερειδόμενος στα άρθρα 501, 502, 505 ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία.

 

Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα . που εξετάστηκε στο ακροατήριο, η οποία περιέχεται στα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από όλα τα έγγραφα, που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, για να χρησιμοποιηθούν είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η καθ’ ης η ανακοπή άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου την από 06.04.2009 (ΓΑΚ ./2009 και ΕΑΚ ./2009) αγωγή της, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 24.02.2010 και κατόπιν ματαίωσης, επαναφέρθηκε προς συζήτηση με την από 01.03.2010 (ΓΑΚ ./2010 και ΕΑΚ ./2010) κλήση κατά τη δικάσιμο της 28.09.2011, ότε και συζητήθηκε ερήμην της εναγομένης (νυν ανακόπτουσας). Επ’ αυτής δε εξεδόθη η υπ’ αριθμόν 11/2012 απόφαση. Στην ανωτέρω απόφαση η εναγόμενη μνημονεύεται ως πρώην κάτοικος Νέας Σμύρνης Αττικής επί της οδού . αρ.. και ήδη αγνώστου διαμονής. - Ωστόσο, η ως άνω αναφερόμενη διεύθυνση ουδέποτε αποτελούσε κατοικία της εναγομένης, αλλά πατρογονική οικία του συζύγου της στην οποία ανέκαθεν κατοικούσε η μητέρα του . (προσκομίζεται δε, σχετικά το υπ’ αριθμόν πρωτοκόλλου ./13.09.2024 κτηματολογικό φύλλο του ανωτέρω ακινήτου με ΚΑΕΚ .). Η δε εναγόμενη κατοικεί, ήδη από το έτος 2004, σε οριζόντια ιδιόκτητη οικία επί της οδού . αρ.. στη Νέα Σμύρνη (προσκομίζεται σχετικά το υπ’ αριθμόν ./08.05.2003 συμβόλαιο αγοραπωλησίας της ανωτέρω οριζόντιας ιδιοκτησίας). Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι η ενάγουσα (καθ’ης η ανακοπή) δεν κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια προς ανέρευση της κατοικίας της εναγομένης, καθόσον στην περίπτωση που ήθελε υποτεθεί ότι αναζητούσε την εναγομένη στην οδό . αρ.., θα πληροφορείτο την διεύθυνση κατοικίας της από τη μητέρα του συζύγου της, γεγονός που επιπλέον θα μπορούσε να διαπιστώσει, εάν είχε διεξάγει έρευνα στο αρμόδιο Κτηματολογικό Γραφείο. Επομένως, η ενάγουσας ουδόλως επέδειξε την -επιβαλλόμενη από την αρχή της καλής πίστης- επιμέλεια κατά την αναζήτηση της εναγόμενης με συνέπεια η επίδοση της ανωτέρω αγωγής να είναι άκυρη, αποδειχθείσας της δικονομικής βλάβης που υπέστη η εναγόμενη (δεδομένης της ερημοδικίας της κατά την εκδίκαση της υπόθεσης) κατά τα αναφερόμενα στην πρώτη (I) μείζονα σκέψη. Επισημαίνεται δε ότι ο περιεχόμενος στην από 04.12.2002 σύμβαση σύστασης ενεχύρου υπ’ αριθμόν ίο όρος ότι η Τράπεζα θα επιδίδει δικόγραφα στην δηλωθείσα από την αντισυμβαλλόμενη της διεύθυνση, εφόσον η τελευταία δεν έχει γνωστοποιήσει αλλαγή της τρεις ημέρες πριν την επίδοση, δεν ασκεί επιρροή στη προκειμένη περίπτωση καθόσον αφενός η εν λόγω σύμβαση δεν είναι αυτή επί της οποίας εδράζεται η αγωγή, αφετέρου, δε, όπως έγινε δεκτό παραπάνω πιθανολογήθηκε η καθ’ ης δεν αναζήτησε την ανακόπτουσα στην ορισθείσα διεύθυνση, διότι στην περίπτωση αυτή ευχερώς θα διαπίστωνε από εξ αγχιστείας συγγενή πρώτου βαθμού (μητέρα του συζύγου της) την κατοικία της. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, βασίμως πιθανολογείται ότι η ερημοδικία της ανακόπτουσας εχώρησε ακύρως και συνεπώς, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, πρέπει να γίνει δεκτή η ανακοπή και ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, να εξαφανισθεί η προσβαλλομένη απόφαση, να διαταχθεί η επιστροφή του παράβολου στην ανακόπτουσα και να χωρήσει η εξ υπαρχής εξέταση της ως άνω αγωγής.

 

      Με την κρινόμενη αγωγή η ενάγουσα εκθέτει ότι ως οιονεί καθολικός διάδοχος, λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση, υπεισήλθε στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ”. Ότι η τελευταία εταιρεία είχε συνάψει την αναφερόμενη στην αγωγή σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών με την εναγομένη. Ότι για την εξυπηρέτηση της τελευταίας είχε τηρηθεί ο αναλυτικά κατ’ επιμέρους κίνηση μνημονευόμενος στην αγωγή χρηματιστηριακός λογαριασμός. Ότι το Δεκέμβριο του έτους 2002 εμφάνιζε χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 555.336,87 ευρώ και η εναγομένη δυνάμει της από 04.12.2002 έγγραφης σύμβασης που καταρτίστηκε μεταξύ της ίδιας και της ενάγουσας αναγνώρισε την οφειλή της από την ανωτέρω σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, ποσού μέχρι τότε 555.336,87 ευρώ αναλαμβάνοντας παράλληλα την υποχρέωση να εξοφλήσει αυτήν έως την 01.10.2007 σε 6ο μηνιαίες δόσεις ποσού 500 ευρώ εκάστη, με επιτόκιο 6%, πλην των κονδυλίων των τόκων, όπως αυτά εκτίθενται αναλυτικά στην αγωγή, εκτός από την τελευταία δόση, η οποία θα ήταν ίση με το εναπομείναν υπόλοιπο. Ότι η εναγομένη δεν κατέβαλε εμπρόθεσμα όλα τα ποσά των ως άνω δόσεων και η οφειλή της από την ανωτέρω αιτία (περιλαμβάνουσα το αναγνωρισθέν ως οφειλόμενο και μη εξοφληθέν ποσό καθώς και τόκους οφειλομένους κατά τα συμφωνηθέντα στη σύμβαση αναγνώρισης έως τις 30.09.2007) ανέρχεται στο ποσό των 713.286,30 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα αιτείται -όπως το αίτημά της επιτρεπτά περιορίστηκε με τις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις της από εν όλω σε εν μέρει καταψηφιστικό (άρθρα 223, 295 παρ. 1 και 297 ΚΠολΔ)- όπως υποχρεωθεί η εναγομένη με απόφαση προσωρινά εκτελεστή να της καταβάλει το ποσό των 100.000 ευρώ και να αναγνωριστεί ότι υποχρεούται να της καταβάλει το ποσό των 613.286,30 ευρώ, κυρίως κατά τις διατάξεις περί σύμβασης αναγνώρισης χρέους και επικουρικά κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, αμφότερα τα ποσά, πλην του κονδυλίου των αναφερόμενων στην αγωγή τόκων ποσού 222.584,31 ευρώ, που περιλαμβάνεται στο συνολικό ποσό των 713.491,46 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 01.10.2007, άλλως από την επίδοση της αγωγής και να καταδικαστεί στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων.

 

Με το παραπάνω περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή παραδεκτά και αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 18, 22 ΚΠολΔ), κατά την τακτική διαδικασία. Περαιτέρω είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 330, 361, 873 ΑΚ, 68, 70, 907, 9θ8 και 176 ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος περί τοκοδοσίας το οποίο μετά το περιορισμό εν μέρει του αιτήματος σε αναγνωριστικό, πρέπει να απορριφθεί ως αόριστο καθόσον η αγωγή περιλαμβάνει περισσότερα κονδύλια και η ενάγουσα δεν έχει διευκρινίσει τίνος κονδυλίου ζητείται η μετά του νομίμου τόκου καταψήφιση και τίνος η μετά του νομίμου τόκου αναγνώριση.

 

    Επιπλέον, ως προς την επικουρική της βάση είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη λόγω του ότι η αγωγή από αδικαιολόγητο πλουτισμό είναι επιβοηθητικής φύσης επομένως ασκείται μόνο στην περίπτωση που ελλείπουν οι προϋποθέσεις από σύμβαση εφόσον θεμελιώνεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά (ΑΠ 170/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 16/2008, ΕλλΔ/νη 2008/499, ΑΠ 632.2006, ΑΠ 222/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ακολούθως, η αγωγή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ’ ουσίαν κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. τα υπ' αριθμ. ... αγωγόσημα με τα επικολλημένα επ’ αυτών ένσημα).

 

Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα . που εξετάστηκε στο ακροατήριο, η οποία περιέχεται στα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από όλα τα έγγραφα, που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, από τις ομολογίες των διαδίκων όπως διατυπώνονται στις προτάσεις τους αποδείχθησαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : η ενάγουσα αποτελεί οιονεί καθολική διάδοχο, λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση, της εταιρείας με την επωνυμία “ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ”. Με το αγωγικό δικόγραφο ισχυρίζεται ότι η τελευταία είχε συνάψει την αναφερόμενη στην αγωγή σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών με την εναγόμενη και ότι προς εξυπηρέτηση της τελευταίας είχε τηρηθεί ο αναλυτικά μνημονευόμενος στην αγωγή χρηματιστηριακός λογαριασμός, δεδομένου δε ότι αυτός εμφάνιζε χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 555.336,87 ευρώ, η εναγομένη δυνάμει της από 04.12.2002 έγγραφης σύμβασης που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων φέρεται να αναγνώρισε την οφειλή της από την ανωτέρω σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, ποσού μέχρι τότε 555.336,87 ευρώ και ανέλαβε την υποχρέωση να εξοφλήσει αυτήν έως την 01.10.2007 σε 60 μηνιαίες δόσεις ποσού 500 ευρώ εκάστη, με επιτόκιο 6%, πλην των κονδυλίων των τόκων, όπως αυτά εκτίθενται αναλυτικά στην αγωγή, εκτός από την τελευταία δόση, η οποία θα ήταν ίση με το εναπομείναν υπόλοιπο. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι η ενάγουσα στηρίζει την αξίωση της στην αναφερομένη στο αγωγικό δικόγραφο (σελ.19) σύμβαση αιτιώδους αναγνώρισης χρέους, γεγονός που ομολογεί και η ίδια στις προτάσεις της. Επιπλέον, η ίδια ισχυρίζεται (σελ.2θ) ότι την ίδια ημερομηνία συνήφθη σύμβαση ενεχύρου επί άυλων κινητών αξιών, η οποία εμπεριέχει ομολογία της εναγόμενης περί της ύπαρξης της οφειλής της. Εντούτοις, ουδόλως προσκομίζει την αναφερόμενη στη 19η σελίδα του δικογράφου της από 04.12.2024 σύμβαση η οποία -κατά τους ισχυρισμούς της αποτελεί αιτιώδη αναγνώριση χρέους, ούτε, δε πράττει τούτο με την προσθήκη των προτάσεων της, παρά το σχετικό αίτημα της εναγόμενης (όπως αυτό διατυπώθηκε τόσο στο ακροατήριο όσο και με την προσθήκη της), η οποία αμφισβητεί επιπλέον την υπογραφή της τόσο στην (αρχικώς συναφθείσα) σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, όσο και στο εν λόγω έγγραφο. Αντ’ αυτού, η ενάγουσα προσκομίζει έγγραφο από το “ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΑΠΟΘΕΤΗΡΙΟ ΤΙΤΛΩΝ” στο οποίο βεβαιώνεται ότι το επιδοθέν σε αυτό, έγγραφο της από 04.12.2002 σύμβασης παροχής ενεχύρου (αναφερόμενο στη σελίδα 20 της αγωγής), αποτελεί πιστό αντίγραφο εκ του πρωτοτύπου, γεγονός που ουδεμία επιρροή ασκεί εν προκειμένω, διότι δεν αποτελεί το κρίσιμο έγγραφο για τη θεμελίωση του αγωγικού αιτήματος. Επομένως, το Δικαστήριο δεν δύναται να σχηματίσει κρίση σχετικά με την ύπαρξη ή μη της αγωγικής αξίωσης, εφόσον δεν έχει επισκοπήσει το από 04.12.2002 έγγραφο στο οποίο η ενάγουσα εδράζει την αξίωση της και το οποίο αποτελεί -κατά τους ισχυρισμούς της ίδιας- αιτιώδη αναγνώριση χρέους, γεγονός που ουδόλως καθίσταται εφικτό να διαπιστωθεί χωρίς την επισκόπηση του περιεχομένου του. Η προσκόμιση του δε, είναι κρίσιμη τόσο αναφορικά με το αίτημα διεξαγωγής γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης που υποβάλλει η εναγόμενη όσο και αναφορικά με το χαρακτηρισμό της σύμβασης και με το σχτικό με αυτόν ζήτημα παραγραφής της αγωγικής αξίωσης, δεδομένου ότι μόνο από το περιεχόμενο του από 04.12.2002 εγγράφου δύναται να διαπιστωθεί εάν αποτελεί απλώς μέσο απόδειξης της αρχικής αξίωσης και όχι νέα σύμβαση ιδρύουσα αυτοτελή ενοχή με ληξιπρόθεσμη δόση το έτος 2007, λαμβανομένου υπόψη ότι στην πρώτη περίπτωση έχουν παρέλθει 20 και πλέον έτη από τη γέννηση της αξίωσης, καθόσον η επίδοση της αγωγής με την παρούσα απόφαση έχει χαρακτηριστεί άκυρη, αποδεικνυόμενης της σχετικής βλάβης που υπέστη η εναγόμενη σύμφωνα με τα οριζόμενα στην τρίτη (III) μείζονα σκέψη. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω διαλαμβανομένων, πρέπει να αναβληθεί η έκδοση απόφασης επί της αγωγής και να διαταχθεί, σύμφωνα με το άρθρο 254 ΚΠολΔ, η επανάληψη της συζητήσεως στο ακροατήριο, προκειμένου να προσκομιστεί το πρωτότυπο ή νομίμως επικυρωμένο αντίγραφο του από 04.12.2022 εγγράφου περί αναγνώρισης οφειλής και δοσοποίησης της, όπως αυτό περιγράφεται από την ενάγουσα στη 19η σελίδα του δικογράφου της. Διάταξη περί επιβολής δικαστικών εξόδων δεν περιλαμβάνεται, διότι η απόφαση είναι μη οριστική.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ουσιαστικά την ανακοπή ερημοδικίας κατά της υπ' αριθμόν 11/2012 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που δίκασε κατά την τακτική διαδικασία.

 

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση στην ανακόπτουσα του παράβολου ποσού διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, που καταβλήθηκε εκ μέρους της κατά την άσκηση της ανακοπής.

 

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την ως άνω απόφαση.

 

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αυτή στην ουσία της.

 

ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ την έκδοση αποφάσεως επί της αγωγής προκειμένου να προσκομιστεί επιμελεία του επιμελεστέρου των διαδίκων το πρωτότυπο ή νομίμως επικυρωμένο αντίγραφο της από 04.12.2002 σύμβασης αναγνώρισης οφειλής και καταβολής δόσεων όπως αυτή περιγράφεται στη σελίδα 19 του αγωγικού δικογράφου.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Δεκεμβρίου 2024.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον ίδιο τόπο στις 23 Ιανουαρίου 2025.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ