ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΠΠρΑθ 1194/2024

 

Καταγγελία -.

 

Αποτελεί μονομερή απευθυντέα δικαιοπραξία που δύναται να λάβει χώρα και διά πληρεξουσίου προσώπου. Επί της δια πληρεξουσίου καταγγελίας σύμβασης, ο καταγγέλων οφείλει να επιδείξει το πληρεξούσιο έγγραφο του άλλως η καταγγελία είναι απολύτως άκυρη εφόσον ο αποδέκτης την αποκρούσει άνευ υπαίτιας καθυστέρησης. Εάν ο αποδέκτης δεν αμφισβητήσει καν άλλως με υπαίτια καθυστέρηση το κύρος της διά πληρεξουσίου καταγγελίας αυτή καθίσταται έγκυρη εφόσον υφίσταται πληρεξουσιότητα άλλως έλαβε χώρα εκ των υστέρων έγκριση της. Έκδοση διαταγής πληρωμής κατά του ανακόπτοντος βάσει μη εγκύρως καταγγελθείσας σύμβασης δανείου από πρόσωπα που στερούντο πληρεξουσιότητας προς τούτο. Μολονότι οι ανακόπτοντες αντέδρασαν, εντούτοις η καθ’ ης παρέλειψε να εγκρίνει εκ των υστέρων την καταγγελία. Δεκτή η ανακοπή.

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Πειραιώς Γεωργίου Καλτσά)

 

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ

ΤΜΗΜΑ ΓΕΝΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΚΟ

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 1194/2024

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

      Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Ευγενία Ζωχιού, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Χρυσούλα Παναγάκη, Πρωτοδίκη-Εισηγήτρια, Χαρίκλεια Παπαδοπούλου, Πρωτόδικη και τη Γραμματέα Διαμάντω Μπίθα.

 

      Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 7 Φεβρουάριου 2024, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

       ΤΩΝ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΩΝ: I) ... κατοίκου Πειραιά, οδός          ... 2) ... και 3) … οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, Γεωργίου Καλτσά (ΑΜ/ΔΣΠ 3231), που κατέθεσε έγγραφες προτάσεις.

 

       ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: 1) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία ... εταιρεία), πρώην ... και τον διακριτικό τίτλο ... που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ... όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και 2) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ... και τον διακριτικό τίτλο ..., που εδρεύει στο Μοσχάτο Αττικής, οδός ... και, ..., με ΑΦΜ ... όπως εκπροσωπείται νόμιμα, με την ιδιότητά της ως μη δικαιούχου διαδίκου και ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία ..., που εδρεύει στο Δουβλίνο Ιρλανδίας, με αριθμό μητρώου ..., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, ειδικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία ..., η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, ..., που κατέθεσε έγγραφες προτάσεις.

 

       Οι ανακόπτοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 7-11-2023 ανακοπή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ./9-11-2023, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο με αριθμό ΣΤΑ....

 

      Κατά τη συζήτηση της υποθέσης, η οποία εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

              Από τη με αριθμό ./10-11-2023 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση ανακοπής με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην πρώτη των καθ’ ων η ανακοπή. Πλην όμως, αυτή, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το οικείο πινάκιο, δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο εκπροσωπούμενη από πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε κατέθεσε έγγραφες προτάσεις. Συνεπώς, η πρώτη των καθ’ ων δεν ΑΗΤΗ^^ έλαβε μέρος στη συζήτηση της υπό κρίση ανακοπής νομότυπα και το Δικαστήριο πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης ερήμην αυτής (271 §§ 1 και 2 εδ. α' ΚΠολΔ).

 

        Με την υπό κρίση ανακοπή τους, οι ανακόπτοντες ζητούν να ακυρωθεί, για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους, η με αριθμό ./2019 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία υποχρεώθηκαν να καταβάλλουν εις ολόκληρον στην καθ’ ης η ανακοπή το συνολικό ποσό των 361.208,92 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, για απαίτησή της απορρέουσα από τη με αριθμό ./14-7-2010 σύμβαση δανείου.

 

Επίσης, ζητούν να καταδικαστεί η καθ’ ης στα δικαστικά τους έξοδα. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η ανακοπή κατά της πιο πάνω διαταγής πληρωμής αρμοδίως, καθ’ ύλην και κατά τόπον, εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου για να δικαστεί με την προσήκουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 14 §2, 583, 585, 591 §1, 614 επ. και 632 §§Ι,2 ΚΠολΔ). Η κρινόμενη ανακοπή έχει ασκηθεί εμπροθέσμως, δηλαδή εντός της νόμιμης προθεσμίας των 15 εργάσιμων ημερών από τη δεύτερη επίδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής στους κόπτοντες (άρθρο 633 παρ. 2 ΚΠολΔ), καθώς η καθ’ ης τους επέδωσε στις 20-10-2023 ακριβές επικυρωμένο φωτοτυπικό αντίγραφο από το πρώτο (α') απόγραφο εκτελεστό της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής (βλ. την από 20-10-2023 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή της επί του δικογράφου της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής), ενώ η υπό κρίση ανακοπή κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού στις 9-11-2023 και επιδόθηκε στις καθ’ ων στις 10-11-2023 (βλ. τις με αριθμούς .Γ/10-11-2023 και .Γ/10-11-2023 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, ... που προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως οι ανακόπτοντες). Πρέπει, επομένως, η υπό κρίση ανακοπή να ερευνηθεί, περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό, τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.

 

       Καταγγελία είναι η μονομερής δήλωση του ενός των συμβαλλομένων που απευθύνεται στον άλλον, με την οποία εκφράζεται η βούλησή του για λύση της σύμβασης στο μέλλον (άρθρο 167 ΑΚ), για ορισμένο λόγο προβλεπόμενο στη σύμβαση ή στον νόμο, ασκείται δε, είτε με εξώδικη δήλωση, είτε με αγωγή. Η καταγγελία ασκείται αυτοπροσώπως από κάποιον από τους συμβαλλόμενους. Δεν αποκλείεται, όμως, να ασκηθεί και από αντιπρόσωπο-πληρεξούσιο (άρθρα 211, 216, 217 ΑΚ). Επί νομικών προσώπων την πληρεξουσιότητα δίνει εκείνος που για κάθε συγκεκριμένη δικαιοπραξία έχει το δικαίωμα εκπροσώπησής τους. Όσον αφορά στην ανώνυμη εταιρεία, κατά το άρθρο 18 παρ. 1 κ.ν. 2190/1920 «περί ανωνύμων εταιρειών», η ανώνυμη εταιρεία εκπροσωπείται δικαστικά και εξώδικα από το διοικητικό της συμβούλιο που ενεργεί συλλογικά, κατά το άρθρο 22 παρ. 1 εδ. α’ του ίδιου νόμου, το διοικητικό συμβούλιο της ανώνυμης εταιρείας είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε πράξη που αφορά στη διοίκηση της εταιρείας, στη διαχείριση της περιουσίας της και γενικά στην επίτευξη του σκοπού της, ενώ κατά την παρ. 3 εδ. α’ του ίδιου άρθρου, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 παρ. 3 ν. 3604/2007, επιτρέπεται το καταστατικό να ορίζει θέματα για τα οποία το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να αναθέτει τις εξουσίες του διαχείρισης και εκπροσώπησης σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα, μέλη του ή μη. Από τις διατάξεις αυτές, που είναι αντίστοιχες με εκείνες των άρθρων 65, 67, 68 και 70 ΑΚ, προκύπτει ότι, το διοικητικό συμβούλιο αποτελεί το όργανο που διοικεί και εκπροσωπεί την ανώνυμη εταιρεία και διαχειρίζεται όλες τις υποθέσεις της, μη όντας απέναντι στην εταιρεία πρόσωπο διαφορετικό από αυτή, αλλά όργανό της. Το δικαίωμα αυτό της οργανικής εκπροσώπησης της ανώνυμης εταιρείας και διαχείρισης της περιουσίας της επιτρέπεται κατά τις πιο πάνω διατάξεις να ανατεθεί εν όλω ή εν μέρει με το καταστατικό σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα. Στην περίπτωση αυτή το μέλος του συμβουλίου ή ο τρίτος στον οποίο μεταβιβάσθηκε η εξουσία του διοικητικού συμβουλίου είναι υποκατάστατο αυτού και ενεργεί ως όργανο εκπροσώπησης του νομικού προσώπου της εταιρείας που εκφράζει πρωτογενώς τη βούλησή της, αντλώντας την εξουσία του από το νόμο και το καταστατικό. Η υποκατάσταση αυτή στις εξουσίες του Δ.Σ. διαφέρει από τις σχέσεις της πληρεξουσιότητας και εντολής- που προβλέπονται στα άρθρα 216 επ. και 713 επ. ΑΚ, διότι τόσο ο πληρεξούσιος, όσο και ο εντολοδόχος δεν αποτελούν όργανα που εκφράζουν τη βούληση του νομικού προσώπου της εταιρείας, αλλά ενεργούν, ως αντιπρόσωποι, συγκεκριμένες πράξεις, που αποφασίστηκαν από το διοικητικό συμβούλιο ή το υποκατάστατο όργανο. Η σχετική απόφαση του Δ.Σ. ή των οργάνων που εκτελείται από τον τρίτο δεν είναι αναγκαίο να διατυπώνεται πανηγυρικά, αλλά πρέπει να συνάγεται η βούληση των οργάνων ότι η σύμβαση θα συναφθεί από τρίτο πρόσωπο. Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 7α περ. γ και 7β παρ. 15 του ν. 2190/1920, όπως προστέθηκαν με το Π.Δ. 409/1986, προκύπτει ότι οι αποφάσεις της διοίκησης για διορισμό των προσώπων που έχουν εξουσία να την εκπροσωπούν υποβάλλονται σε δημοσιότητα. Η δημοσιότητα αυτή, όσον αφορά το διορισμό εκπροσώπων της Α.Ε., δεν αποτελεί συστατικό τύπο, αλλά έχει βεβαιωτικό - δηλωτικό χαρακτήρα, γι’ αυτό αν η απόφαση δεν έχει υποβληθεί στην προβλεπόμενη δημοσιότητα δεν μπορεί να την επικαλεσθεί η εταιρεία, ενώ αντίθετα μπορούν να την επικαλεσθούν κατ’ αυτής οι τρίτοι. Από τις παραπάνω διατάξεις σαφώς συνάγεται ότι σε δημοσιότητα υποβάλλονται οι αποφάσεις της διοίκησης για διορισμό των προσώπων, που έχουν εξουσία να την εκπροσωπούν ως υποκατάστατα αυτής, ενόψει του ότι ενεργούν ως όργανα εκπροσώπησης του νομικού προσώπου της εταιρείας και εκφράζουν πρωτογενώς τη βούλησή της, αντλώντας την εξουσία τους από τον νόμο και το καταστατικό. Αντίθετα, δεν υποβάλλονται στην δημοσιότητα που προαναφέρθηκε, οι αποφάσεις της διοίκησης, που αφορούν τις σχέσεις της πληρεξουσιότητας και εντολής, που προβλέπονται στα άρθρα 2Ι6επ. και 713επ. ΑΚ (ΑΠ 1171/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, επί καταγγελίας που έγινε από αναρμόδιο ή χωρίς εξουσία πρόσωπο δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 233 και 238 ΑΚ, που αναφέρονται στη, με αναδρομική ενέργεια, μεταγενέστερη έγκριση της καταγγελίας από το αρμόδιο όργανο του νομικού προσώπου, διότι, λόγω του διαπλαστικού χαρακτήρα της καταγγελίας, για τη συντέλεση αυτής, απαιτείται δήλωση βούλησης από το ίδιο το νομικό πρόσωπο, η οποία μόνο με το όργανο που το εκπροσωπεί μπορεί να πραγματοποιηθεί (ΑΠ 393/2021, ΑΠ 1171/2019, ΑΠ 557/2008, ΕφΔωδ 52/2020, ΕφΘεσσ 36/2012, ΠΠΠειρ 1990/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον, η διάταξη του άρθρου 226 ΑΚ απαιτεί για την επιχείρηση μονομερούς απευθυντέας σε άλλον δικαιοπραξίας την επίδειξη του πληρεξουσίου εγγράφου. Οι συνέπειες από τη μη επίδειξη του πληρεξούσιου εγγράφου εξαρτώνται από το αν αποκρούεται ή όχι η καταγγελία χωρίς υπαίτια βραδύτητα. Έτσι, ειδικότερα όταν η καταγγελία από τον πληρεξούσιο έγινε εγγράφως, πρέπει αυτός να επιδείξει το πληρεξούσιο έγγραφο, γιατί αλλιώς έχει το δικαίωμα αυτός προς τον οποίο γίνεται, να την αποκρούσει χωρίς υπαίτια βραδύτητα, οπότε επέρχεται ακυρότητα (άρθρο 226, ΑΚ) και, μάλιστα, ανεξάρτητα αν υπήρχε πράγματι πληρεξουσιότητα ή αν εγκρίθηκε η καταγγελία. Αντίθετα, αν δεν εναντιωθεί αυτός, προς τον οποίο γίνεται, το κύρος της καταγγελίας που βαρύνεται να αποδείξει ο καταγγέλων και έγινε από αντιπρόσωπό του, θα εξαρτηθεί από την ύπαρξη ή μη και επίδειξη του πληρεξουσίου εγγράφου (βλ. Α. Γεωργιάδη-Μ. Σταθόπουλου, ΕρμΑΚ, άρθρο 226, αριθ. 8, σελ. 396, Πουρνάρα σε ΣΕΑΚ, Τόμος 1, άρθρο 226, σελ. 443 επ.), ενέργεια η οποία πρέπει να γίνει μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, είτε με την προσαγωγή συμβολαιογραφικού ή άλλου εγγράφου, είτε με δήλωση του παριστάμενου διαδίκου που καταχωρίζεται στα πρακτικά, διαφορετικά η καταγγελία είναι άκυρη (ΕφΑΘ 4891/2022, ΕφΑθ 577/2022, ΕφΑΘ 2768/2022, ΕφΑθ 2875/2022, ΠΠΠειρ 1990/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

       Στη συγκεκριμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της ανακοπής κατά το δεύτερο σκέλος αυτού, οι ανακόπτοντες ζητούν την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, ισχυριζόμενοι ότι η επιδοθείσα σε αυτούς καταγγελία της επίδικης σύμβασης δανείου εκ μέρους της καθ’ ης είναι άκυρη, διότι δεν φέρει υπογραφή των νομίμων εκπροσώπων της, αλλά άλλων προσώπων αγνώστων σε αυτούς, οι οποίοι δεν επέδειξαν σχετικό πληρεξούσιο έγγραφο, συνεπώς δεν λειτούργησαν ούτε ως εκπρόσωποι της καθ’ ης, ούτε ως υποκατάστατο όργανο της διοίκησης, ούτε ως απλοί πληρεξούσιοι-εντολοδόχοι της, και ως εκ τούτου η ένδικη απαίτηση της καθ’ ης δεν είχε καταστεί ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, γεγονός το οποίο εμπόδιζε την καταγγελία της επίδικης δανειακής σύμβασης και κατά συνέπεια την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής. Ο λόγος αυτός, με τον οποίο οι ανακόπτοντες βάλουν κατά του εκκαθαρισμένου της οφειλής τους, καθώς ισχυρίζονται ότι δεν έχει λυθεί έγκυρα η ένδικη δανειακή σύμβαση, με συνέπεια να μην είναι ληξιπρόθεσμη η οφειλή τους, είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις που αναφέρονται στη νομική σκέψη και επιπλέον σε αυτές των άρθρων 623 και 624 παρ. I ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθεί, περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

 

       Από όλα τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της με αριθμό .../14-7-2010 σύμβασης δανείου μετά του ταυτάριθμου από 14-7-2010 Παραρτήματος I αυτής, που καταρτίστηκε μεταξύ των ανακοπτόντων και της πρώτης των καθ’ ων ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, όπως αυτή τροποποιήθηκε εν συνεχεία δυνάμει των με αριθμούς 14-7-2010, 29-6-2011, 19-12-2014, 21-12-2015 και 6-9-2016 ιδιωτικών συμφωνητικών ρύθμισης οφειλής, η ως άνω δανείστρια τράπεζα χορήγησε στον πρώτο των ανακοπτόντων, με την εγγύηση των δεύτερης και τρίτης των ανακοπτόντων, ως κεφάλαιο κίνησης δάνειο ποσού 266.000 ευρώ, με τους ειδικότερους όρους και τις συμφωνίες που διαλαμβάνονται στη σύμβαση. Για τη λογιστική εξυπηρέτηση του ως άνω δανείου τηρήθηκαν οι με αριθμούς ... λογαριασμοί. Σύμφωνα με τον όρο 7 της σύμβασης, η δανείστρια τράπεζα είχε δικαίωμα σε περίπτωση παράβασης οποιουδήποτε όρου του δανείου ή οποιοσδήποτε υποχρέωσης που απορρέει από αυτό, να προβεί στην καταγγελία της σύμβασης και να καταστήσει απαιτητό και το μη ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο. Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι στις 31-10-2018, 14-11-2018 και 29-10-2018, επιδόθηκε στον πρώτο ανακόπτοντα, στις δεύτερη και τρίτη ανακόπτουσες, αντίστοιχα, (βλ. τις με αριθμούς ./31-10-2018, ./14-11- 2018 και ./29-10-2018 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, η από 10-9-2018 εξώδικη πρόσκληση της δανείστριας τράπεζας, πρώτης των καθ’ ων, την οποία υπέγραφαν οι ... και ... και στην οποία αναφέρονταν, μεταξύ άλλων, τα εξής:

 

        «Ως γνωστόν, μεταξύ μας καταρτίστηκε η υπ’ αριθμ. ... σύμβαση δανείου ποσού ευρώ διακοσίων εξήντα έξι χιλιάδων (266.000,00) με τους όρους που διαλαμβάνονται σε αυτήν, στο με ίδια ημερομηνία «Παράρτημα 1» αυτής και στις πρόσθετες αυτής πράξεις. Σε εκτέλεση των όρων της πιο πάνω σύμβασης, η Τράπεζα προέβη στην εκταμίευση του δανείου. Στη συνέχεια κατόπιν αποδοχής σχετικού αιτήματος σας, συμφωνήθηκε η αποπληρωμή του ανωτέρω δανείου, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στη συμφωνία ρύθμισης οφειλής. Με βάση τα μεταξύ μας συμφωνηθέν, θα έπρεπε να μας καταβάλλετε εμπρόθεσμα τις δόσεις της ρύθμισής σας, αλλά ή εσείς δεν τηρήσατε την υποχρέωσή σας αυτή με αποτέλεσμα να μην έχουν εξοφληθεί μέχρι σήμερα οι δόσεις από 1/11/2016. Με την παρούσα σας γνωρίζουμε ότι η Τράπεζά μας, ως έχει δικαίωμα, καταγγέλλει τη σύμβαση δανείου, το Προσάρτημα I, τις πρόσθετες πράξεις αυτής και τη συμφωνία ρύθμισης οφειλής, λόγω μη τήρησης των όρων αυτών. Από την καταγγελία προκύπτει συνολική ληξιπρόθεσμη απαίτηση της Τράπεζάς μας ύψους ευρώ τριακοσίων εξήντα μίας χιλιάδων διακοσίων οκτώ και ενενήντα δύο λεπτών (361.208,92) ...». Ακολούθως, κατόπιν αίτησης της πρώτης των καθ’ ων, εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, με την οποία οι ανακόπτοντες διατάχθηκαν να καταβάλουν στην καθ’ ης, εις ολόκληρον έκαστος, το συνολικό ποσό των 361.208,92 ευρώ, εντόκως με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας που υπερβαίνει το ενήμερο συμβατικό επιτόκιο (3,28100%) κατά 2,5 ποσοστιαίες μονάδες εκ 5,78100% και με εξαμηνιαίο ανατοκισμό των τόκων από την 15-11-2018 (επομένης της επιδόσεως της καταγγελίας) και μέχρι εξόφλησης. Οι ανακόπτοντες, με την κρινόμενη ανακοπή τους, προβάλουν τον ισχυρισμό ότι η ως άνω καταγγελία του επίδικου δανείου είναι άκυρη, διότι οι υπογράφοντες αυτή δεν είχαν πληρεξουσιότητα, ούτε εξουσία εκπροσώπησης της καθ’ ης. Από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι, κατά τον χρόνο της καταγγελίας δεν επιδείχθηκε στους ανακόπτοντες το πληρεξούσιο έγγραφο των ως άνω προσώπων, ως αντιπροσώπων - πληρεξουσίων της καθ’ ης για την καταγγελία της σύμβασης δανείου. Οι ανακόπτοντες δεν απέκρουσαν αμέσως την εγκυρότητα της καταγγελίας, λόγω μη επίδειξης του ως άνω πληρεξουσίου εγγράφου, η υπαίτια δε βραδύτητα που επέδειξαν στο να αποκρούσουν για τον λόγο αυτό την επιδοθείσα σε αυτούς καταγγελία, έχει ως συνέπεια, σύμφωνα με τα αναλυτικώς αναφερόμενα στη προηγηθείσα νομική σκέψη, ότι η καταγγελία δεν είναι σε κάθε περίπτωση άκυρη (ανεξάρτητα δηλαδή από το αν υφίσταται πράγματι η σχετική πληρεξουσιότητα ή όχι), αλλά ότι πρέπει να ερευνηθεί αν υπάρχει το εν λόγω πληρεξούσιο έγγραφο. Ωστόσο, οι καθ’ ων, που φέρουν το σχετικό βάρος απόδειξης του κύρους της ως άνω καταγγελίας (ΕφΑθ 2768/2022, ΕφΑθ 577/2022 ό.π.), δεν προσκομίζουν κάποιο έγγραφο από το οποίο να προκύπτει η αντιπροσωπευτική εξουσία των ανωτέρω προσώπων, αν δηλαδή ενήργησαν αυτοί ως υποκατάστατοι του διοικητικού συμβουλίου της δανείστριας τράπεζας ή ως εντολοδόχοι τρίτοι, δυνάμει σχετικής εξουσιοδότησης. Αντίθετα, η δεύτερη των καθ’ ων αναφέρει στις προτάσεις της ότι τα εν λόγω πρόσωπα ήταν αντιπρόσωποι της δανείστριας τράπεζας (άρθρο 211 ΑΚ) κατά φαινομένη πληρεξουσιότητα, ήτοι χωρίς να τους έχει δοθεί πληρεξουσιότητα. Επομένως, δοθέντος ότι δεν αποδεικνύεται η εκπροσωπευτική εξουσία ή η παροχή πληρεξουσιότητας στα υπογράφοντα την καταγγελία πρόσωπα από την δανείστρια τράπεζα, η ανωτέρω καταγγελία της σύμβασης δανείου ήταν άκυρη και δεν παρήγαγε έννομα αποτελέσματα, δεν ενεργοποιήθηκε ο σχετικός ως άνω συμβατικός όρος που παρείχε στη δανείστρια το δικαίωμα να αξιώσει την άμεση πληρωμή από τους ανακόπτοντες του οφειλόμενου κεφαλαίου και δεν κατέστη το σύνολο του υπολοίπου του δανείου ληξιπρόθεσμο και απαιτητό. Ως εκ τούτου, αφού η καταγγελία της σύμβασης δανείου ήταν άκυρη, η απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη με αριθμό ./2019 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών δεν ήταν ληξιπρόθεσμη και απαιτητή κατά την υποβολή της αίτησης για την έκδοση της διαταγής πληρωμής και κατ’ επέκταση η αξίωση για την καταβολή εκ μέρους των ανακοπτόντων του συνόλου του υπολοίπου του δανείου δεν ήταν νόμιμη. Επομένως, ο πρώτος λόγος της υπό κρίση ανακοπής, κατά το δεύτερο σκέλος αυτού, πρέπει να γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος.

 

       Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη ανακοπή και να ακυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, ενώ παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων της ανακοπής (ΕφΑθ 5824/2001 ΕλλΔ/νη 43.189). Περαιτέρω, πρέπει να οριστεί το προκαταβλητέο νόμιμο παράβολο για την περίπτωση που η πρώτη των καθ’ ων η ανακοπή ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας (άρθρα 501, 502 § 1 και 505 § 2 ΚΠολΔ).Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των ανακοπτόντων πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των καθ’ ων η ανακοπή λόγω της ήττας τους, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό τα παρούσας, γενομένου δεκτού του σχετικού αιτήματος τους (άρθρ. 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της πρώτης των καθ’ ων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

 

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα ευρώ (250€).

 

ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή.

 

ΑΚΥΡΩΝΕΙ τη με αριθμό ./2019 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

 

ΟΜ ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τις καθ’ ων η ανακοπή στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των ανακοπτόντων, τα οποία ορίζει στο ποσό των έξι χιλιάδων τετρακοσίων ευρώ (6.400€).

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασιστικέ στην Αθήνα στις 17 Απριλίου 2024.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα στις 17 Μάϊου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ