ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΜονΕφΠατρών 465/2023
Αναγκαστική εκτέλεση κατά του Δημοσίου - Ανακοπή
κατά της εκτέλεσης - Καταχρηστική άσκηση αναγκαστικής εκτέλεσης - Ισχυρισμοί
αποσβεστικοί της απαίτησης - Δικηγόρος με πάγια αντιμισθία σε ΟΤΑ -.
Αναγκαστική
εκτέλεση απαίτησης δικηγόρου με πάγια αντιμισθία σε ΟΤΑ να του καταβληθεί
μισθολογική προσαύξηση 30% και διάφορα επιδόματα. Απόρριψη λόγων ανακοπής κατά
της εκτέλεσης: α) για καταχρηστική άσκηση αναγκαστικής εκτέλεσης: η επιδίωξη
ικανοποίησης της ένδικης αξίωσης από τον καθ’ ού η
ανακοπή δύο μήνες πριν από τη συμπλήρωση του χρόνου της πενταετούς παραγραφής
δεν συνιστά μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου· β) ότι το ανακόπτον
διατηρεί κατά του καθού οψιγενή,
ληξιπρόθεσμη και συναφή αξίωση αποζημίωσης από αδικοπραξία. Για την απόδειξη
των αποσβεστικών της εκτελούμενης απαίτησης ισχυρισμών απαιτείται παραχρήμα
απόδειξη, προϋπόθεση η οποία δεν συνέτρεχε εν προκειμένω.
(Η απόφαση
δημοσιεύεται επιμελεία του
δικηγόρου Πατρών Βασίλη Γαλανόπουλου, εκ μέρους του Δικηγορικού Συλλόγου
Πατρών).
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 465/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή
Νικόλαο Μανιώτη, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο Εφετών και από τη
Γραμματέα Αναστασία Χρυσικού.
Συνεδρίασε δημόσια στο
ακροατήριό του στην Πάτρα στις 21 Σεπτεμβρίου 2023, για να δικάσει την υπόθεση
μεταξύ :
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ : Νομικού
Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ
ΠΑΤΡΩΝ - ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΒΟΗΘΕΙΑ», που εδρεύει στο Ρίο του Δήμου Πατρέων
Αχαΐας, με Α. Φ. Μ. . και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο παραστάθηκε δια της
πληρεξούσιας δικηγόρου του Πολυξένης Βίτσα του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών, η
οποία κατέθεσε προτάσεις.
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ., κατοίκου
Πατρών επί της οδού ., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του
Λεωνίδα Νησίδη του Παναγιώτη, του Δικηγορικού
Συλλόγου Πατρών, δυνάμει δήλωσης κατ' άρθρο 242 ΚΠολΔ,
ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Το εκκαλούν νομικό πρόσωπο
άσκησε εναντίον του εφεσίβλητου την από 24-6-2021 και με αριθμό κατάθεσης
./2021 ανακοπή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, με την οποία
ζητούσε την ακύρωση της από 22-6-2021 επιταγής προς εκτέλεση επί του αντιγράφου
του με αριθμό ./2021 α΄ εκτελεστού απογράφου της με αριθμό 144/2013 τελεσίδικης
απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, επί της οποίας ανακοπής εκδόθηκε η
με αριθμό 501/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, με την
οποία απορρίφθηκε η ως άνω ανακοπή, ενώ επιβλήθηκαν τα δικαστικά έξοδα του
εφεσίβλητου σε βάρος του εκκαλούντος νομικού προσώπου. Το ανακόπτον
νομικό πρόσωπο με την από 13-9-2022 και με αριθμό κατάθεσης ./13-9-2022 έφεση,
που απευθύνεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και κατατέθηκε στη Γραμματεία
αυτού στις 16-9-2022 με αριθμό κατάθεσης ./2022, παραπονείται κατά της απόφασης
αυτής και ζητά την εξαφάνισή της για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτήν και
για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε, η αναφερόμενη στην αρχή της απόφασης
δικάσιμος.
Κατά τη συζήτηση της
υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι
διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώθηκε, και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους
ζήτησαν να γίνουν δεκτά, όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και
στις κατατεθείσες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση του
ηττηθέντος ανακόπτοντος νομικού προσώπου κατά της με
αριθμό 501/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, το οποίο
δίκασε κατ' αντιμωλία των διαδίκων την από 24-6-2021 και με αριθμό κατάθεσης
./2021 ανακοπή του ανακόπτοντος και ήδη εκκαλούντος
νομικού προσώπου, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών,
ασκήθηκε εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, αφού κανείς από
τους διαδίκους δεν επικαλείται, ούτε άλλωστε προκύπτει από τα έγγραφα του
φακέλου της δικογραφίας, επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης και δεν παρήλθε
διετία από την δημοσίευση αυτής στις 29-7-2022, ως την κατάθεση της έφεσης στην
Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 13- 9-2022 (άρθρα 495, 496, 498,
499, 511, 513 παρ. 1β' και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ), ενώ
δεν απαιτείται η κατάθεση του προβλεπόμενου στο άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ παράβολου από το εκκαλούν νομικό πρόσωπο, καθώς
σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 28 παρ. 4 του Ν. 2579/1998 και τα νομικά
πρόσωπα δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) που έχουν τα ουσιαστικά, δικονομικά και
οικονομικά προνόμια του Δημοσίου, απαλλάσσονται από κάθε τέλος, φόρο, παράβολο
και κράτηση για την παράστασή τους και εκπροσώπησή τους ενώπιον παντός
Δικαστηρίου και Αρχής, καθώς και για την άσκηση οποιουδήποτε ενδίκου βοηθήματος
και μέσου ή άλλης διαδικαστικής πράξης ενώπιον τούτων, όπως και το Δημόσιο (βλ.
ΕφΛαρ 512/2018, δημοσιευμένη στην τράπεζα νομικών
πληροφοριών NOMOS, Πανταζόπουλος στην ΕρμΚΠολΔ2,
«Άρθρα 495 - 590», εκδ. 2020, υπό το άρθρο 495, παρ.
8, σελ. 20). Επομένως, πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί
περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1
του ΚΠολΔ) κατά την ίδια διαδικασία των περιουσιακών
διαφορών των άρθρων 614 επ. του ΚΠολΔ
με την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, κατά το μέρος, που μεταβιβάζεται η
υπόθεση στο δευτεροβάθμιο αυτό δικαστήριο (άρθρο 522 του ΚΠολΔ).
Το ανακόπτον
και ήδη εκκαλούν νομικό πρόσωπο με την από 24-6-2021 και με αριθμό κατάθεσης
./2021 ανακοπή του ζήτησε την ακύρωση της εκτελεστικής διαδικασίας που
επισπεύδεται εναντίον του, δυνάμει της από 22-6-2021 επιταγής προς εκτέλεση επί
του αντιγράφου από το με αριθμό ./2021 α' εκτελεστό απόγραφο της με αριθμό
144/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών με την οποία υποχρεώθηκε
να καταβάλει στον καθ' ου η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητο τα αναφερόμενα σε αυτή
χρηματικά ποσά. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη με αριθμό 501/2022
οριστική απόφασή του, αφού δίκασε την ανακοπή κατά την ειδική διαδικασία των
περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 επ. του ΚΠολΔ), κατ' αντιμωλία των διαδίκων, απέρριψε την ως άνω
ανακοπή, ενώ καταδίκασε το ανακόπτον στην πληρωμή των
δικαστικών εξόδων του καθ' ου. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται με την
κρινόμενη έφεσή του το ανακόπτον και ήδη εκκαλούν
νομικό πρόσωπο για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, ζητώντας την εξαφάνιση της
εκκαλουμένης, ώστε να γίνει δεκτή με σκοπό να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη
της εκτελεστικής διαδικασίας, και τέλος να καταδικασθεί ο εφεσίβλητος στην
πληρωμή των δικαστικών του εξόδων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.
I. Ο Ν. 3068/2002 (ΦΕΚ Α'
274), ο οποίος εκδόθηκε σε εκτέλεση των διατάξεων της παρ. 4 του άρθρου 94 και
της παρ. 5 του άρθρου 95 του ισχύοντος Συντάγματος, ορίζει, στο άρθρο 1, ότι
«Το Δημόσιο, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα
δημοσίου δικαίου έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται χωρίς καθυστέρηση προς τις
δικαστικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες που επιβάλλονται
για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής και για την εκτέλεση των αποφάσεων.
Δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου είναι οι
αποφάσεις των διοικητικών, πολιτικών, ποινικών και ειδικών δικαστηρίων που
παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης ή είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονομικές
διατάξεις και τους όρους που κάθε απόφαση τάσσει [...]» και στο άρθρο 4, ότι
«1. Η αναγκαστική εκτέλεση για να ικανοποιηθεί χρηματική απαίτηση κατά του
Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των λοιπών Ν.Π.Δ.Δ. γίνεται
με κατάσχεση της ιδιωτικής περιουσίας αυτών. [...] 2. Αναγκαστική εκτέλεση σε
βάρος του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ. επιτρέπεται μετά την παρέλευση εξήντα ημερών από
την επίδοση της απόφασης στον Υπουργό που είναι αρμόδιος για την πληρωμή ή στον
εκπρόσωπο του Ν.Π.Δ.Δ. 3. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του όγδοου
βιβλίου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.». Ενώ, με την ανωτέρω διάταξη του
άρθρου 4 παρ. 2 του Ν. 3068/2002 θεσπίστηκε ως προϋπόθεση για το επιτρεπτό της
αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του Δημοσίου η προηγούμενη επίδοση, στον Υπουργό
που είναι αρμόδιος για την πληρωμή της επιδικασθείσας απαίτησης, απλού
αντιγράφου της δικαστικής απόφασης που αποτελεί τίτλο εκτελεστό (τελεσίδικη,
ανέκκλητη ή προσωρινώς εκτελεστή καταψηφιστική
απόφαση), χωρίς επιταγή προς πληρωμή και η πάροδος εξήντα (60) ημερών από την
επίδοση, προκειμένου, όπως αναφέρεται στην οικεία εισηγητική έκθεση, να
παρασχεθεί στο Δημόσιο, ενόψει της φύσης, της λειτουργίας και της οργανωτικής
του δομής, ο αναγκαίος χρόνος για εκούσια συμμόρφωση. Επομένως, για την έναρξη της
διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, η οποία αρχίζει, κατά το άρθρο 924 του ΚΠολΔ, με την επίδοση επιταγής προς πληρωμή κάτω από το
αντίγραφο του πρώτου απογράφου εκτελεστού δικαστικής απόφασης, απαιτείται να
έχει προηγηθεί η επίδοση της απόφασης που πρόκειται να εκτελεσθεί στον αρμόδιο
για την πληρωμή της απαίτησης υπουργό εξήντα (60) ημέρες πριν από την έναρξη
της αναγκαστικής εκτέλεσης, η παράβαση δε της εν λόγω προδικασίας καθιστά άκυρη
την αναγκαστική εκτέλεση που
επισπεύδεται σε βάρος του Δημοσίου, χωρίς να απαιτείται να ερευνηθεί το
στοιχείο της τυχόν δικονομικής του βλάβης (βλ. ΔΕφΑθ
918/2023, δημοσιευμένη στην τράπεζα νομικών πληροφοριών NOMOS). Περαιτέρω κατά
την παρ. 1 του άρθρου 83 του Ν. 4790/2021 (Α' 48) ορίζεται ότι «Το χρονικό
διάστημα από τις 7.11.2020 έως και την ημερομηνία λήξης της επιβολής του μέτρου
της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών
της χώρας, δυνάμει της κοινής υπουργικής απόφασης του άρθρου 11 της από
11.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α' 55), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο
2 του ν. 4682/2020 (Α 76), δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές
προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, καθώς και
άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων, συμβολαιογράφων ως υπαλλήλων του
πλειστηριασμού, υποθηκοφυλακείων, κτηματολογικών γραφείων και άλλων τρίτων
προσώπων, καθώς και στις προθεσμίες παραγραφής των συναφών αξιώσεων. Μετά τη
λήξη του χρονικού διαστήματος του πρώτου εδαφίου, οι προθεσμίες αυτές τρέχουν
για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη
προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία. Οι προθεσμίες που ανεστάλησαν κατά τα
προηγούμενα εδάφια, δεν συμπληρώνονται, εάν δεν παρέλθουν επιπλέον δέκα (10)
ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους. Από την παραπάνω διάταξη καταλαμβάνονται
ένδικα βοηθήματα που ασκούνται ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, ενώ αν και η
ως άνω ρύθμιση δεν διακρίνει μεταξύ προπαρασκευαστικών προθεσμιών και
προθεσμιών ενέργειας, η δυνατότητα εφαρμογής της είναι αμφίβολη στην παραπάνω προθεσμία
του Ν. 3068/2002, η οποία, όπως προεκτέθηκε,
παρέχεται στο Δημόσιο, ενόψει της φύσης, της λειτουργίας και της οργανωτικής
δομής του, ώστε εντός του αναγκαίου χρόνου να συμμορφωθεί εκούσια και ως εκ
τούτου δεν είναι δεκτικής αναστολής η παραπάνω προθεσμία.
IΙ. Κατά τη διάταξη του
άρθρου 281 του ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς
τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός και
οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως
«δικαίωμα» νοείται αυτό που απορρέει από διατάξεις ουσιαστικού δικαίου
θεωρείται δε ότι ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου
πριν από την άσκησή του καθώς και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο
διάστημα που μεσολάβησε, δεν δικαιολογούν τη μεταγενέστερη άσκησή του και
καθιστούν αυτή μη ανεκτή κατά τις περί δικαίου αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού
ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες
ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται
επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί
καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από
τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και
μάλιστα εύλογα, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το
δικαίωμά του (βλ. ΟλΑΠ 7/2002, ΑΠ 1225/2017, ΑΠ
553/2017, ΑΠ 206/2017, δημοσιευμένες στην τράπεζα νομικών πληροφοριών NOMOS).
Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την
εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται
αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μεταγενέστερη
άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, προσθέτως, ειδικές συνθήκες και
περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα
συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου, ενόψει των οποίων και της
αδρανείας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, τείνουσα στην
ανατροπή της καταστάσεως που διαμορφώθηκε υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και
διατηρήθηκε για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των υπό της
ανωτέρω διατάξεως διαγραφομένων ορίων (βλ. ΟλΑΠ
8/2001, δημοσιευμένη στην τράπεζα νομικών πληροφοριών NOMOS). Μόνο το γεγονός,
ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη έστω και
μεγάλη στον οφειλέτη, δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος κατ’ άρθρο
281 του ΑΚ, παρά μόνο αν τούτο μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιστάσεις,
όπως όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Στο
πλαίσιο αυτό ο δανειστής, ο οποίος ασκώντας συμβατικό του δικαίωμα επιδιώκει
την είσπραξη της απαίτησής του, ενεργεί ασφαλώς προς ικανοποίηση θεμιτού
συμφέροντός του, συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο
της οποίας αυτός ελεύθερα κατ’ αρχήν αποφασίζει, εκτός και πάλι αν στη
συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και μάλιστα προφανής των αρχών της
καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του
δικαιώματος. Αυτό συμβαίνει και όταν η συμπεριφορά του δανειστή που προηγήθηκε
της άσκησης του δικαιώματος του, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που
διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση
ότι ο δανειστής δεν θα ασκούσε το δικαίωμά του στο χρόνο που το άσκησε, με
αποτέλεσμα η πρόωρη άσκησή του να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στον οφειλέτη και
να εμφανίζεται έτσι αδικαιολόγητη και καταχρηστική (βλ. ΑΠ 1873/2014, ΑΠ
1504/2014, δημοσιευμένες στην τράπεζα νομικών πληροφοριών NOMOS). Το ζήτημα, αν
οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον
υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες
συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της
ικανοποίησης του δικαιώματός του (βλ. ΟλΑΠ 6/2016, ΑΠ
736/2012, δημοσιευμένες στην τράπεζα νομικών πληροφοριών NOMOS).
Τέλος, από το συνδυασμό των
διατάξεων των άρθρων 281 του ΑΚ, 116 και 933 του ΚΠολΔ,
20 παρ. 1 και 25 παρ. 3 του Συντάγματος, συνάγεται ότι άσκηση ουσιαστικού
δικαιώματος, που ανήκει στο δημόσιο δίκαιο, αποτελεί και η μέσω αναγκαστικής
εκτέλεσης πραγμάτωση της απαίτησης του δανειστή. Επομένως, λόγος της ανακοπής
του άρθρου 933 του ΚΠολΔ μπορεί να αποτελέσει και η
προφανής αντίθεση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης στα αντικειμενικά
όρια που θέτει η διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, δεδομένου ότι το δημοσίου
δικαίου δικαίωμα του δανειστή να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση κατά του
οφειλέτη του, για την πραγμάτωση εξοπλισμένης με εκτελεστό τίτλο απαίτησης,
στηρίζεται σε κανόνα ουσιαστικού δικαίου και η άσκησή του δεν επιτρέπεται να
υπερβαίνει τα όρια που θέτει η διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ (βλ. ΕφΠατρ 270/2023, αδημοσίευτη, ΕφΠατρ
182/2022, δημοσιευμένη στην τράπεζα νομικών πληροφοριών NOMOS).
III. Σύμφωνα με τη διάταξη
του άρθρου 933 παρ. 5 του ΚΠολΔ, ως ισχύει με την
αντικατάστασή της με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ. 2 του Ν. 4335/ 2015, οι
ισχυρισμοί οι οποίοι αφορούν την απόσβεση της απαίτησης, για την ικανοποίηση
της οποίας γίνεται η εκτέλεση, πρέπει να αποδεικνύονται μόνο με έγγραφα ή με
δικαστική ομολογία, ενώ η προηγούμενη διατύπωση όριζε ότι οι ισχυρισμοί οι
οποίοι αφορούν την απόσβεση της απαίτησης, για την ικανοποίηση της οποίας
γίνεται η εκτέλεση, πρέπει να αποδεικνύονται αμέσως (παραχρήμα), διαφορετικά
απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτοι. Η ρύθμιση αυτή που καθιερώνει η
εν λόγω διάταξη, και υπό τη νέα της διατύπωση, είναι ειδική και υπερισχύει των
διατάξεων της τακτικής ή της ειδικής διαδικασίας, με την οποία εκδικάζεται κατά
τα λοιπά η ανακοπή, και αποσκοπεί, με το απαράδεκτο που καθιερώνει, στην
αποφυγή παρέλκυσης της εκτελεστικής διαδικασίας και στον περιορισμό των δικών
περί την εκτέλεση, ώστε να μην αποδυναμώνονται οι εκτελεστοί τίτλοι με την
καθυστέρηση της εκτέλεσής τους. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, όπως
προκύπτει από το περιεχόμενο και το σκοπό της, αλλά και από το γεγονός ότι
αφορά δίκες περί την εκτέλεση, όπου οι απαιτήσεις είναι εξοπλισμένες με
εκτελεστό τίτλο, άμεση απόδειξη δεν σημαίνει απλώς προαπόδειξη, με την οποία,
αν και την προϋποθέτει, δεν ταυτίζεται εννοιολογικά, αλλά απόδειξη των
αποσβεστικών της εκτελούμενης απαίτησης ισχυρισμών κατά την υποβολή τους μόνο
με έγγραφα ή δικαστική ομολογία, γιατί αλλιώς κινδυνεύει να φαλκιδευθεί
και το δικαίωμα του αντιδίκου για ανταπόδειξη, σε κάθε περίπτωση, είτε δηλαδή ο
επικαλούμενος αποσβεστικός λόγος ανάγεται σε χρόνο πριν από την έκδοση της
εκτελούμενης διαταγής πληρωμής, είτε σε μεταγενέστερο (βλ. ΕφΠατρ
219/2023, δημοσιευμένη στην τράπεζα νομικών πληροφοριών NOMOS). Άμεση δε
απόδειξη, κατ' άρθρο 445 του ΚΠολΔ παρέχουν και τα
ιδιωτικά έγγραφα, τα συνταγμένα σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους, εφόσον η
γνησιότητά τους αναγνωρίστηκε ή αποδείχθηκε, ως προς το ότι η δήλωση που
περιέχουν προέρχεται από τον εκδότη του εγγράφου, επιτρέπεται όμως σε αυτό ανταπόδειξη.
Ειδικότερα ως έγγραφο, που αποδεικνύει αμέσως, νοείται όχι μόνο το
συμβολαιογραφικό έγγραφο, αλλά και το ιδιωτικό, εφόσον, όμως, προέρχεται από
τον επισπεύδοντα την εκτέλεση ή ενδεχομένως και από τρίτο, αν είναι έγγραφο
διάθεσης και όχι έγγραφο μαρτυρίας, όπως είναι το περιέχον βεβαίωση ή μαρτυρία
του εκδότη έγγραφο για κάποιο περιστατικό ευρισκόμενο εκτός αυτού. Στην έννοια
δε της ομολογίας δεν υπάγεται η έμμεση ομολογία, την οποία συνάγει ο Δικαστής,
κατ' άρθρο 261 του ΚΠολΔ, από τη μη αμφισβήτηση
ειδικά ισχυρισμού, απόκειται δε στη διακριτική του
ευχέρεια. Συνεπώς, για την απόδειξη των ανωτέρω ισχυρισμών των αποσβεστικών της
απαίτησης, όπως είναι οι ισχυρισμοί για την εξόφληση της απαίτησης, για τη δόση
αντί καταβολής, για την ύπαρξη ανανέωσης, για το συμβιβασμό, για την ύπαρξη
συμφωνίας άφεσης χρέους, για την ύπαρξη συμφωνίας συμψηφισμού κ.λπ., δεν
επιτρέπονται αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους της ως άνω διάταξης,
ούτε ένορκες βεβαιώσεις, ούτε εξέταση μαρτύρων, ούτε επαγωγή όρκου, γιατί τα
μέσα αυτά θεωρούνται ως μη παρέχοντα «παραχρήμα» απόδειξη. Στους παραπάνω
ισχυρισμούς περιλαμβάνονται και εκείνες οι ενστάσεις που υπάγονται κατά το
ουσιαστικό δίκαιο στις παρακωλυτικές της ασκήσεως του
δικαιώματος, οι οποίες δεν αναιρούν μεν το δικαίωμα και την απαίτηση που
προέρχεται από αυτό, για την οποία γίνεται η εκτέλεση, αποκλείουν όμως την
ικανοποίησή της. Στους ισχυρισμούς αυτούς περιλαμβάνονται για την ταυτότητα του
νομοθετικού λόγου και η ένσταση επίσχεσης, με την οποία, αν γίνει δεκτή, δεν
μπορεί κατ' άρθρο 921 παρ. 4 του ΚΠολΔ να προχωρήσει
η αναγκαστική εκτέλεση πριν την προσφορά της αντιπαροχής του οφειλέτη (βλ. ΑΠ
1284/2008, ΑΠ 2143/2007, δημοσιευμένες στην τράπεζα νομικών πληροφοριών NOMOS, ΕφΠατρ 270/2023, ό.π.). Η
αδυναμία «παραχρήμα» απόδειξης δεν άγει σε ουσιαστική απόρριψη των αποσβεστικών
ισχυρισμών, αλλά σε απόρριψή τους ως απαράδεκτων και αυτεπαγγέλτως (βλ. ΕφΠατρ 219/2023, ό.π. και τις
εκεί εκτενείς παραπομπές στη νομολογία).
Από την εκτίμηση όλων των
εγγράφων που προσκομίστηκαν νόμιμα με επίκληση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο,
προσκομίζονται δε νόμιμα με επίκληση και πάλι στο παρόν δευτεροβάθμιο
δικαστήριο, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο καθ' ου η
ανακοπή και ήδη εφεσίβλητος, ο οποίος είναι Δικηγόρος, άσκησε ενώπιον του
Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών και σε βάρος του ανακόπτοντος
και ήδη εκκαλούντος νομικού προσώπου την από 28-11-2021 και με αριθμό κατάθεσης
./16-1-2012 αγωγή του με την οποία ζητούσε να του καταβληθεί μισθολογική
προσαύξηση 30% και διάφορα επιδόματα, τα οποία προβλέπονταν βάσει του άρθρου 21
παρ. 3 του Ν. 3274/2004 για τους δικηγόρους των Ο.Τ.Α. οι οποίοι αμείβονται με
πάγια αντιμισθία, καθώς η εν λόγω διάταξη τυγχάνει εφαρμοστέα χωρίς διάκριση
και σε αυτόν με την ιδιότητά του ως δικηγόρου με πάγια αντιμισθία του ανακόπτοντος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, ο οποίος
έχει τα ίδια ουσιαστικά προσόντα και εκτελεί καθήκοντα ταυτιζόμενα κατά
περιεχόμενο προς εκείνα των ανωτέρω δικηγόρων. Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε
η με αριθμό 144/2013 οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου δυνάμει της οποίας
έγινε δεκτή η παραπάνω αγωγή και υποχρεώθηκε το ανακόπτον
να καταβάλει στον καθ' ου η ανακοπή το ποσό των τριάντα τεσσάρων χιλιάδων
εξακοσίων ενενήντα πέντε ευρώ και είκοσι δύο λεπτών (34.695,22), με το νόμιμο
τόκο από την επίδοση της ως άνω αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Κατά της
παραπάνω οριστικής απόφασης το ανακόπτον άσκησε
ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου την από 18-6-2013 και με αριθμό κατάθεσης ./2013
έφεσή του, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 29/2016 τελεσίδικη απόφαση αυτού
του Δικαστηρίου δυνάμει της οποίας απορρίφθηκε η έφεση. Ακολούθως δυνάμει της
προσβαλλόμενης από 22-6-2021 επιταγής, επί του αντιγράφου από το με αριθμό
./2021 α' εκτελεστό απόγραφο της ως άνω τελεσίδικης απόφασης του πρωτοβαθμίου
Δικαστηρίου, η οποία επιδόθηκε στο ανακόπτον
συντασσόμενης προς τούτο της με αριθμό ./22-6-2021 έκθεσης επίδοσης του
δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών ., με την οποία επιτάσσσεται το ανακόπτον να
καταβάλει στον καθ' ου για την παραπάνω αιτία : α) για επιδικασθέν κεφάλαιο το
ποσό των τριάντα τεσσάρων χιλιάδων εξακοσίων ενενήντα πέντε ευρώ και είκοσι δύο
λεπτών (34.695,22), β) για τόκους κεφαλαίου το ποσό των δεκαέξι χιλιάδων
εννιακοσίων είκοσι επτά ευρώ και είκοσι έξι λεπτών (16.927,26), γ) για
επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη το ποσό των οκτακόσιων (800) ευρώ, δ) για τέλη
το ποσό των εξακοσίων ογδόντα εννέα ευρώ και ενενήντα τεσσάρων λεπτών (689,94),
ε) για έκδοση αντιγράφων το ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ και τέλος στ) για έξοδα επίδοσης, αμοιβή δικαστικού επιμελητή το ποσό
των εξήντα πέντε (65) ευρώ και συνολικά για τις παραπάνω αιτίες το ποσό των
πενήντα τριών χιλιάδων επτακοσίων ενενήντα ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτών
(53.790,99).
Με τον πρώτο λόγο της
έφεσης, με τον οποίο το ανακόπτον επαναφέρει προς
συζήτηση τον πρώτο λόγο της ανακοπής, ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη επιταγή
πρέπει να ακυρωθεί διότι ο καθ' ου η ανακοπή δεν τήρησε την προθεσμία των
εξήντα (60) ημερών η οποία τάσσεται από την αναφερόμενη στην υπό στοιχείο I
διάταξη, καθώς από την επίδοση σε αυτό στις 25-11-2020 της ως άνω με αριθμό
144/2013 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, μέχρι την
κοινοποίηση της προσβαλλόμενης επιταγής, στις 22-6-2021, όπως εκτίθεται αμέσως
παραπάνω δεν παρήλθε το ως άνω χρονικό διάστημα, λόγω της αναφερόμενης στην υπό
στοιχείο I νομική σκέψη αναστολής των νόμιμων και δικαστικών προθεσμιών για τη
διενέργεια διαδικαστικών πράξεων και άλλων ενεργειών και της παραγραφής των
συναφών αξιώσεων, των διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης και διενέργειας
πλειστηριασμών. Όμως ο παραπάνω λόγος ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος, καθώς σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στην υπό
στοιχείο I νομική σκέψη, η ως άνω προθεσμία, η οποία είναι προπαρασκευαστική
δεν ήταν δεκτική αναστολής, κατά τις ως άνω διατάξεις, οι οποίες εκδόθηκαν κατά
την περίοδο της πανδημίας, αφού εντός αυτής το ανακόπτον
δεν επρόκειτο να προβεί σε κάποια διαδικαστική πράξη, οπότε σε αυτή την
περίπτωση θα έπρεπε να ανασταλεί η προθεσμία, αλλά αντίθετα είχε τη δυνατότητα
να προβεί μόνο στην καταβολή του επιτασσόμενου με την ανωτέρω τελεσίδικη
απόφαση χρηματικού ποσού. Επομένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο το οποίο απέρριψε
τον ως άνω λόγο ανακοπής με την ανωτέρω αιτιολογία ορθά τον νόμο εφάρμοσε και
ως εκ τούτου, όσα αντίθετα υποστηρίζει το ανακόπτον
και ήδη εκκαλούν με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσης, πρέπει να απορριφθούν ως
αβάσιμα κατ' ουσία.
Με τον δεύτερο λόγο της
έφεσης, με τον οποίο το ανακόπτον επαναφέρει προς
συζήτηση τον δεύτερο και τον τέταρτο λόγο της ανακοπής, ισχυρίζεται ότι η
άσκηση του δικαιώματος του καθ' ου να επισπεύσει σε βάρος του την προσβαλλόμενη
αναγκαστική εκτέλεση, ασκείται καταχρηστικά, καθώς αφενός μεν ο καθ' ου εντός
χρονικού διαστήματος δύο (2) μηνών προέβη σε δύο (2) παραιτήσεις επιταγών προς
εκτέλεση και συγκεκριμένα παραιτήθηκε κατ' αρχήν από την από 12-4-2021 επιταγή
προς εκτέλεση και ακολούθως παραιτήθηκε από την από 7-6-2021 δεύτερη επιταγή,
μετά την έκδοση των από 16-4-2021 και 16-6-2021 προσωρινών διαταγών με τις
οποίες απαγορεύονταν κάθε πράξη εκτέλεσης έως τη συζήτηση των αιτήσεων
αναστολής, οι οποίες είχαν εν τω μεταξύ ασκηθεί, καθιστώντας κατά τον τρόπο
αυτό χωρίς αντικείμενο τις ασκηθείσες ανακοπές κατά
της εκτέλεσης, τις αιτήσεις αναστολής εκτέλεσης και τέλος τις εκδοθείσες σε βάρος του προσωρινές διαταγές, αφετέρου δε ο
καθ' ου σκόπιμα καθυστέρησε να επιδιώξει την ικανοποίηση της ως άνω απαίτησής
του σε βάρος του ανακόπτοντος όσον αφορά την τοκοφορία αυτής, καθώς αυτός επεδίωξε την ικανοποίησή του
δύο (2) μήνες πριν από την συμπλήρωση της πενταετούς παραγραφής και εν
προκειμένω στις 25-11-2020, με αποτέλεσμα από την γέννηση της ένδικης αξίωσής
του από την μήνα Ιανουάριο του έτους 2012 έως και τις 22-6-2021, οπότε επέδωσε
την προσβαλλόμενη επιταγή προς εκτέλεση το ανακόπτον
να επιβαρυνθεί με την υποχρέωση για την καταβολή τόκων, που ανέρχονται στο ποσό
των δεκαεννέα χιλιάδων εκατόν ογδόντα πέντε ευρώ και
ενενήντα έξι λεπτών (19.185,96). Όμως ο παραπάνω λόγος ανακοπής είναι
απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, καθώς σύμφωνα και με
όσα εκτίθενται παραπάνω στην υπό στοιχείο II νομική σκέψη, τα επικαλούμενα από
το ανακόπτον πραγματικά περιστατικά και αληθή
υποτιθέμενα δεν καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος του καθ' ου
να επιδιώξει την ικανοποίηση της απαίτησής του, με τη διαδικασία της
αναγκαστικής εκτέλεσης καταχρηστική, καθώς όπως αποδείχθηκε, κατά τα εκτιθέμενα
παραπάνω επισπεύδοντας ο καθ' ου η ανακοπή, αναγκαστική εκτέλεση εναντίον του ανακόπτοντος, άσκησε νόμιμο δικαίωμά του, με σκοπό την
είσπραξη της απαίτησής του, αποτελούμενης αυτής από το κεφάλαιο και τους
νόμιμους τόκους, που επιδικάσθηκαν, δυνάμει τελεσίδικης δικαστικής απόφασης,
κατόπιν της προηγηθείσας κατ' επανάληψη εκπεφρασμένης
απροθυμίας του ανακόπτοντος να προβεί στην εξόφληση ή
έστω στη ρύθμιση της οφειλής του έναντι του καθ' ου, συντελώντας, επομένως και
το ίδιο το ανακόπτον στην αύξηση της τοκοφορίας του κεφαλαίου της απαίτησης του καθ' ου.
Άλλωστε, η επιδίωξη ικανοποίησης της ένδικης αξίωσης από τον καθ' ου η ανακοπή,
δύο μήνες πριν από τη συμπλήρωση του χρόνου της πενταετούς παραγραφής της δεν
συνιστά μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου, καθώς ο καθ’ ου προέβη στην
ενάσκηση ενεργού δικαιώματός του, αλλά και σε κάθε περίπτωση, η επικαλούμενη
από το ανακόπτον μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου
δεν αρκεί, σύμφωνα και με όσα εκτίθενται στην υπό στοιχείο II νομική σκέψη, για
να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος καθώς, το ανακόπτον δεν επικαλείται, ούτε αποδεικνύει τη συνδρομή
πρόσθετων ειδικών συνθηκών και περιστάσεων, προερχόμενων, κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου, ενόψει των οποίων η
επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, εξέρχεται των υπό της διάταξης του άρθρου
281 του ΑΚ, διαγραφόμενων ορίων. Επομένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο το οποίο
απέρριψε τους ως άνω λόγους ανακοπής με την ανωτέρω αιτιολογία ορθά τον νόμο
εφάρμοσε και ως εκ τούτου, όσα αντίθετα υποστηρίζει το ανακόπτον
και ήδη εκκαλούν με τον δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσης, πρέπει να απορριφθούν
ως αβάσιμα κατ' ουσία.
Με τον τρίτο λόγο της έφεσης,
με τον οποίο το ανακόπτον και ήδη εκκαλούν επαναφέρει
προς συζήτηση τον τρίτο λόγο της ανακοπής, ισχυρίζεται ότι διατηρεί κατά του
καθ’ ου οψιγενή, ληξιπρόθεσμη και συναφή αξίωση
αποζημίωσης από αδικοπραξία, συνολικού ποσού διακοσίων σαράντα ενός χιλιάδων εκατόν τριών ευρώ και σαράντα οκτώ λεπτών (241.103,48), την
οποία προτείνει σε επίσχεση (άρθρο 325 του ΑΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 921 παρ.
4 του ΚΠολΔ) και για την οποία αξίωση έχει ασκήσει
κατά του καθ’ ου την με αριθμό κατάθεσης ./8-4-2021 αγωγή αποζημίωσης ενώπιον
του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών και ότι η νομική και ουσιαστική βασιμότητα
της εν λόγω αξίωσης του αποδεικνύεται «παραχρήμα» από την από τον μήνα Ιούλιο
του έτους 2019 έκθεση ελέγχου των οικονομικών επιθεωρητών του Σ.Ε.Υ.Υ.Π. Ο εν
λόγω ισχυρισμός που αφορά την απόσβεση της απαίτησης έπρεπε, σύμφωνα με όσα
αναφέρονται στην υπό στοιχείο III νομική σκέψη, να αποδεικνύεται αμέσως
(παραχρήμα), πλην όμως, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, για την
παραχρήμα απόδειξη της ως άνω αξίωσης που προτείνεται σε επίσχεση, δεν αρκεί η
επίκληση και η προσκόμιση της ανωτέρω έκθεσης ελέγχου, και ως εκ τούτου, εφόσον
δεν συντρέχει η ανωτέρω προϋπόθεση της παραχρήμα απόδειξης, ο εν λόγω
ισχυρισμός κρίνεται απορριπτέος ως απαράδεκτος (βλ. ad hoc ΕφΠατρ
270/2023, ό. π.). Επομένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο το οποίο απέρριψε τον
παραπάνω λόγο ανακοπής με παρόμοια αιτιολογία ορθά τον νόμο εφάρμοσε και ως εκ
τούτου, όσα αντίθετα υποστηρίζει το ανακόπτον και ήδη
εκκαλούν με τον τρίτο λόγο της ένδικης έφεσης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα
κατ' ουσία. Κατόπιν των ανωτέρω, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς
έρευνα, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί στο σύνολο της, ως αβάσιμη κατ'
ουσία. Τέλος πρέπει να καταδικαστεί το εκκαλούν ν. π. δ. δ., που ηττήθηκε στα
δικαστικά έξοδα του αντιδίκου του εφεσίβλητου, που κατέθεσε προτάσεις, κατά
παραδοχή του σχετικού αιτήματός του (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όχι όμως μειωμένα, διότι ναι μεν το εκκαλούν
αποτελεί ν.π.δ.δ. και έχει τα προνόμια ατελειών και
απαλλαγών του Δημοσίου (άρθρο 28 παρ. 4 του ν. 2579/1998), όπως εκτέθηκε
παραπάνω, η νομική του όμως υπηρεσία δεν ασκείται από το Ν.Σ.Κ. και δεν
παραστάθηκε στην προκειμένη δίκη με λειτουργό του Ν.Σ.Κ., ώστε να έχει εφαρμογή
το άρθρο 22 παρ. 3 του ν. 3693/1957, περί μειωμένης δικαστικής δαπάνης (βλ. ΑΠ
457/2023, ΑΠ 300/2022, ΑΠ 546/2022, δημοσιευμένες στην τράπεζα νομικών
πληροφοριών NOMOS), όπως ειδικότερα, ορίζεται, στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ' αντιμωλία των
διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και
Απορρίπτει κατ' ουσία την
από 13-9-2022 και με αριθμό κατάθεσης ./13-9-2022 έφεση.
Καταδικάζει το εκκαλούν στα
δικαστικά έξοδα του καθ' ου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία
ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και
δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Πάτρα, στις
20 Οκτωβρίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων
δικηγόρων τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ