ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΜονΕφΑθ 953/2023
Παραγραφή
κατά Δημοσίου. Επιτρεπτή η διόρθωση ατελούς έκθεσης πραγματικών ισχυρισμών
(ποσοτική ή ποιοτική αοριστία). Δεν μπορεί να αναπληρωθεί η νομική αοριστία. Η
αθέτηση σύμβασης είναι παράνομη πράξη, αλλά όχι αδικοπραξία, ωστόσο ένα
πραγματικό γεγονός υπόκειται σε πολλαπλή αξιολόγηση, εάν αποτελεί παράνομη
πράξη ή αδικοπραξία. Ηθική βλάβη νομικών προσώπων (932 ΑΚ): απαιτείται η
επέλευση συγκεκριμένης βλάβης με υλική υπόσταση, που πρέπει το νομικό πρόσωπο
να αποδεικνύει, συγκρίνοντας την διαφορά της επιχειρηματικής και της
περιουσιακής κατάστασης χωρίς την παρεμβολή της επιλήψιμης συμπεριφοράς και
μετά την εκδήλωση αυτής. Τόκοι επιδικίας γεννώνται από την επίδοση της αγωγής
ανεξάρτητα του περιορισμού του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό
σε αναγνωριστικό. τ. ΟΑΕΔ/ΔΥΠΑ απολαμβάνει τα προνόμια του Ελληνικού Δημοσίου (άρ. 19 ΑΝ 1846/1951). Πενταετής (5ετής) η παραγραφή
αξιώσεων κατά ΝΠΔΔ ή Ελληνικού Δημοσίου από την πλασματική πλήρωση αναβλητικής
αίρεσης.
(Η απόφαση
δημοσιεύεται επιμελεία του
δικηγόρου Αθηνών Ιωάννη Κυμιωνή, Εμμίσθου Δικηγόρου Τμήματος Δικαστηρίων τ.
ΟΑΕΔ/ΔΥΠΑ, LL.M., LL.M., ΥΔ Παντείου Πανεπιστημίου,
Νομικού Παραστάτη Διαμεσολαβήσεων, Διαπιστευμένου Διαμεσολαβητή).
ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αριθμός Απόφασης 953/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
(2° Τμήμα Δημόσιο)
Αποτελούμενο από τον Δικαστή
Ηλία Ξηροτύρη, Εφέτη, τον οποίο όρισε το Τριμελές
Συμβούλιο Διοίκησης του Εφετείου Αθηνών και από την Γραμματέα Φωτεινή Μπριντζίκη.
Συνεδρίασε δημόσια στο
ακροατήριο του στις 31 Ιανουαρίου 2023, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α) Ως προς την από
22-11-2021 (ΤΑΚ ./24-11-2021) έφεση.
Του εκκαλούντος: Του Νομικού
Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης
(Δ.ΥΠ.Α), ήτοι όπως μετονομάστηκε το ΝΠΔ.Δ. με την επωνυμία «Οργανισμός
Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού» (Ο.Α.Ε.Δ.), που εδρεύει στην Αθήνα (οδός
Εθνικής Αντίστασης 8 [Άλιμος], ΑΦΜ . ), όπως νόμιμα εκπροσωπείται, το οποίο
εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Γεώργιο Λουκά (ΑΜ/ΔΣΑ
24902), Βασίλειο Γεωργάκη (ΑΜ/ΔΣΑ 13996) και Ελένη Ηλιοπούλου (ΑΜ/ΔΣΑ 11608),
με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Της εφεσίβλητης ; Της
ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «... ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» (πρώην
«... Ανώνυμη Εμπορική και Βιομηχανική Εταιρία Προϊόντων Σιδήρου και Χάλυβα»),
που εδρεύει στον Ασπρόπυργο Αττικής (Λ. NATO αρ. 100,
ΑΦΜ . ), όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια
δικηγόρο της Μαρία Γαλανοπούλου (AM/ΑΣΑ 30055).
Β) Ως προς την από
30-11-2021 (ΤΑΚ ./01-12-2021) έφεση.
Της εκκαλούσας : Της
ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «... ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» (πρώην
«... Ανώνυμη Εμπορική και Βιομηχανική Εταιρία Προϊόντων Σιδήρου και Χάλυβα»),
που εδρεύει στον Ασπρόπυργο Αττικής (Λ. NATO αρ. 100,
ΑΦΜ . ), όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια
δικηγόρο της Μαρία Γαλανοπούλου (ΑΜ/ΔΣΑ 30055).
Του εφεσίβλητου : Του
Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης
(Δ.ΥΠ.Α), ήτοι όπως μετονομάστηκε το Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Οργανισμός
Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού» (Ο.Α.Ε.Δ.), που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Εθνικής
Αντίστασης 8 [Άλιμος], ΑΦΜ . ), όπως νόμιμα εκπροσωπείται, το οποίο
εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Γεώργιο Λουκά (ΑΜ/ΔΣΑ
24902), Βασίλειο Γεωργάκη (ΑΜ/ΔΣΑ 13996) και Ελένη Ηλιοπούλου (ΑΜ/ΔΣΑ 11608),
με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ενάγουσα να γίνει δεκτή η
από 20-04-2018 με αριθμό καταθέσεως δικογράφου ΓΑΚ ./ΕΑΚ 4039/25-04-2018 αγωγή
που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Το Πρωτοβάθμιο
Δικαστήριο εξέδωσε την υπ' αριθ. 1741/2021 οριστική απόφασή του, κατά την τακτική
διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, με την οποία δέχθηκε εν μέρει την από
20-4-2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ././25-4-2018) αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής το εκκαλούν
νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου άσκησε στο Δικαστήριο που την εξέδωσε την από
22-11-2021 και με αριθμό καταθέσεως ενδίκου μέσου ././24-11-2021 έφεσή του, η
συζήτηση της οποίας προσδιορίσθηκε με επιμέλεια του εκκαλούντος στο παρόν
Δικαστήριο με αριθμό καταθέσεως δικογράφου ././3-12-2021 πράξη της Γραμματείας
του Δικαστηρίου τούτου, για τη δικάσιμο της 17-05-2022, οπότε γράφτηκε στο
πινάκιο. Κατά τη δικάσιμο εκείνη η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη
δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Περαιτέρω, κατά της απόφασης
αυτής η εκκαλούσα άσκησε στο Δικαστήριο που την εξέδωσε την από 30-11-2021 και
με αριθμό καταθέσεως ενδίκου μέσου ././1-12-2021 έφεσή της, η συζήτηση της
οποίας προσδιορίσθηκε με επιμέλεια της εκκαλούσας στο παρόν Δικαστήριο με
αριθμό καταθέσεως δικογράφου ././13-5-2022 πράξη της Γραμματείας του
Δικαστηρίου τούτου, για τη δικάσιμο της 31-1-2023, οπότε γράφτηκε στο πινάκιο
και συζητήθηκε.
Κατά τη συζήτηση της
υπόθεσης, οι μεν πληρεξούσιοι δικηγόροι του εκκαλούντος - εφεσίβλητου δεν
παραστάθηκαν στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου, αλλά κατέθεσαν μονομερή
δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και προκατέθεσαν προτάσεις, η δε πληρεξούσια δικηγόρος της
εφεσίβλητης - εκκαλούσας ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις
της.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες α) από
22-11-2021 (αριθμός έκθεσης κατάθεσης στο εκδόν την
προσβαλλόμενη απόφαση δικαστήριο ./24-11-2021) έφεση του εκκαλούντος κατά της
υπ' αρ. 1741/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Αθηνών και β) από 30-11-2021 (αρ. κατ. ./1-12-2021) έφεση της εκκαλούσας κατά της αυτής ως
άνω απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, λόγω της προδήλου μεταξύ τους συνάφειας,
καθ' όσον υπάγονται στην ίδια διαδικασία και στην αρμοδιότητα του ιδίου Δικαστηρίου
και από τη συνεκδίκασή τους διευκολύνεται και
επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρ. 246 ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθρ.
524 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Η από 22-11-2021, με αριθμό
έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου
././24-11-2021 και με αριθμό έκθεσης προσδιορισμού δικογράφου ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ././3-12-2021, υπό κρίση έφεση του
εκκαλούντος και η από 30-11-2021, με αριθμό κατάθεσης ενδίκου μέσου στη
γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ././1-12-2021 και με αριθμό έκθεσης προσδιορισμού δικογράφου
ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ././13-5-2022, υπό κρίση έφεση
της εκκαλούσας, κατά της υπ' αρ. 1741/10-2-2021
οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εκδοθείσας
αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 20-4-2018, με
αριθμό έκθεσης κατάθεσης ././25-4-2018 αγωγής της ενάγουσας εταιρείας και ήδη
εφεσίβλητης — εκκαλούσας, έχουν ασκηθεί νομότυπα, με κατάθεση του δικογράφου
τους στην Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρα 495 επ., 511 επ. ΚΠολΔ)
και εμπρόθεσμα, ήτοι πριν από την πάροδο της προθεσμίας των τριάντα ημερών από
την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης (άρθρα 495 επ.,
511, 513 παρ. 1 εδ. β', 516 παρ. 1, 517 εδ. α', 518 παρ. 1, 520 παρ. 1 ΚΠολΔ,
σε συνδυασμό με το άρθρο 83 § 1 α Ν- 4970/2021, σύμφωνα με το οποίο το χρονικό
διάστημα μεταξύ της 7.11.2020 και της 5.4.2021, όπως αποσαφηνίσθηκε με το άρθρο
25 Ν. 4792/2021, δεν υπολογίζεται στις προθεσμίες για την άσκηση ενδίκων
βοηθημάτων και μέσων), όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας (με
επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης την 1.11.2021, βλ. την υπ' αρ. ./1.11.2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας
στο Εφετείο Πειραιά . και άσκηση της από
22-11-2021 έφεσης του εκκαλούντος στις 24-11-2021 και της από 30-11-2021 έφεσης
της εκκαλούσας την 1 -12-2021, βλ. τις υπ' αρ.
././24-11-2021 και ././1-12-2021 εκθέσεις κατάθεσης ενδίκου μέσου που συνέταξε
ο αρμόδιος γραμματέας του εκδώσαντος την
προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου). Επομένως, οι ένδικες εφέσεις, παραδεκτώς και νομίμως φέρονται ενώπιον του αρμοδίου για
την εκδίκαση τους Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 498 και 19 του ΚΠολΔ,
όπως το τελευταίο ισχύει μετά την τροποποίηση του με το άρθρο 72 παρ. 13 του Ν.
3994/2011) και χωρίς να απαιτείται από το εκκαλούν η κατάθεση του παράβολου,
που ορίζεται από το άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως
αυτό ισχύει μετά την τροποποίηση του, με το άρθρο 44 του Ν. 4446/2016 [Φ.Ε.Κ.
ΑΛ 240/22-12-2016] του ΚΠολΔ, σύμφωνα με το άρθρο 19
παρ. 1 του κ.δ/τος από 26-6/10-7-1944 «περί κωδικός
νόμων περί δικών του Δημοσίου, το άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 1545/1985, το άρθρο 19
παρ. 2 του ν. 2224/1994, σε συνδ. με αρ. 28 παρ. 4
του Ν. 2579/1998, όπως ισχύει. Για το παραδεκτό δε της από 30-11-2021 έφεσης
έχει κατατεθεί το προβλεπόμενο παράβολο κατ' άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ (βλ. το αναγραφόμενο στην έκθεση κατάθεσης της έφεσης
υπ' αρ. . e
παράβολο υπέρ του Δημοσίου). Ακολούθως πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να
ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους, με την
ίδια διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρ. 522 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Η ενάγουσα ανώνυμη εταιρεία
και ήδη εφεσίβλητη - εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου
Αθηνών την από 20-4-2018, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ././25-4-2018 αγωγή της
εναντίον του εφεσίβλητου - εκκαλούντος, με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί το
εφεσίβλητο — εκκαλούν να καταβάλει σε αυτή το ποσό των 102.714,60 ευρώ, που
αφορούσε σε υπολειπόμενο τίμημα πώλησης κατά τις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης, άλλως ως αποζημίωση λόγω θετικής
ζημίας κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξίας, άλλως κατά τις διατάξεις περί
αδικαιολόγητου πλουτισμού, με το νόμιμο τόκο από 7-4-2012, άλλως από την
επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, ως και το ποσό των 20.000,00 ευρώ ως
χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που έχει υποστεί. Το Πρωτοβάθμιο
Δικαστήριο, το οποίο δίκασε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική
διαδικασία, με την υπ' αρ. 1741/2021 οριστική απόφαση
του δέχθηκε εν μέρει την ως άνω αγωγή και υποχρέωσε το εναγόμενο να καταβάλει
στην ενάγουσα το ποσό των 102.714,60 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση
της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Το εκκαλούν άσκησε στο Δικαστήριο που την
εξέδωσε την από 22-11-2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου ΓΑΚ
./ΕΑΚ ./24-11-2021 έφεσή του εναντίον της εφεσίβλητης. Με την ως άνω έφεση του
το εκκαλούν ζητεί, για τους λόγους που εκτίθενται ειδικότερα σε αυτή και
ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε εσφαλμένη
εκτίμηση των αποδείξεων, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και στη συνέχεια
να απορριφθεί η ως άνω αγωγή της εφεσίβλητης. Τέλος ζητεί να καταδικασθεί η
εφεσίβλητη στη δικαστική της δαπάνη και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας. Περαιτέρω,
η εκκαλούσα άσκησε στο Δικαστήριο που την εξέδωσε την από 30-11-2021 και με
αριθμό κατάθεσης ενδίκου μέσου ΓΑΚ ./ΕΑΚ ./1-12-2021 έφεση της εναντίον του
εφεσίβλητου. Με την ως άνω έφεση της η εκκαλούσα ζητεί, για τους λόγους που
εκτίθενται σε αυτή και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου
και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση
και στη συνέχεια να γίνει δεκτή στο σύνολο της η ως άνω αγωγή της. Τέλος ζητεί
να καταδικασθεί το εφεσίβλητο στη δικαστική της δαπάνη και των δύο βαθμών
δικαιοδοσίας.
Από τις διατάξεις των άρθρων
111 παρ. 2,118 αριθ. 4 και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ,
προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των
γεγονότων, που απαιτούνται για τη νομική της θεμελίωση, η έλλειψη, δε, ή η
ανεπαρκής ή ασαφής αναφορά κάποιου από τα γεγονότα αυτά, δηλαδή η αοριστία της
αγωγής, συνιστά έλλειψη της, με ποινή το απαράδεκτο, επιβαλλόμενης προδικασίας,
η οποία, ως αναγόμενη στη δημόσια τάξη, εξετάζεται από το Δικαστήριο και
αυτεπάγγελτα και συνεπάγεται τη για το λόγο αυτό απόρριψη της αγωγής. Τα
πραγματικά περιστατικά πρέπει να είναι τόσα, όσα απαιτούνται για τη θεμελίωση
της αξίωσης, να αναφέρονται, δε, αυτά με τέτοια σαφήνεια, ώστε όχι μόνο να μην
καταλείπεται αμφιβολία για την αξίωση του ενάγοντος, που απορρέει απ' αυτά, αλλά
ακόμη και κατά τρόπο ώστε ο εναγόμενος να έχει τη δυνατότητα άμυνας με
ανταπόδειξη ή ένσταση κατά της αξίωσης του ενάγοντος. Η αοριστία αυτή δεν
μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα
της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. Ο ενάγων μπορεί, σύμφωνα με τη
διάταξη του άρθρου 224 εδ. β΄ σε συνδυασμό με εκείνη
του άρθρου 236 του ΚΠολΔ να συμπληρώσει, διευκρινίσει
και διορθώσει με τις προτάσεις του κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης την
ατελή έκθεση των πραγματικών ισχυρισμών του, θεραπεύοντας έτσι την ποσοτική ή
ποιοτική αοριστία της αγωγής, που αναφέρεται στην εξειδίκευση των θεμελιωτικών
της αγωγής γεγονότων, δεν μπορεί, όμως, να αναπληρώσει περιστατικά, τα οποία,
παρότι είναι αναγκαία για τη νομική της θεμελίωση, την παραγωγή δηλαδή του αγωγικού δικαιώματος, δεν περιλαμβάνονται στην αγωγή, δεν
μπορεί, δηλαδή, να αναπληρώσει τη νομική αοριστία της (ΑΠ 1611/2008, Δίκη,
2008, 1131, ΑΠ 263/2005, ΕλλΔ/νη
2006, 1345, ΑΠ 571/2004, ΕλλΔ/νη
2006, 747, ΑΠ 1056/2002, ΕλλΔ/νη
45,84, ΑΠ 167/2002, ΕλλΔ/νη
43, 1348, ΑΠ 300/2002, ΕλλΔ/νη
2003, 152, ΑΠ 1363/1997, ΕλλΔ/νη
39, 325, ΑΠ 1374/1994, ΕλλΔνη 37, 683, ΑΠ 1510/1992, ΕλλΔ/νη 35,368, ΑΠ 480/1989, ΕλλΔ/νη 1990,1437). Επίσης, η
αθέτηση μιας σύμβασης, καθαυτή, δε συνιστά αδικοπραξία. Βέβαια, αποτελεί πράξη
παράνομη, όμως, οι έννομες συνέπειες της παράβασης ρυθμίζονται όχι από τις περί
αδικοπραξιών διατάξεις, αλλά από τις διατάξεις για τη μη εκπλήρωση της παροχής
(αδυναμία παροχής, υπερημερία του οφειλέτη, πλημμελής εκπλήρωση της σύμβασης
κλπ.). Ωστόσο, μερικές φορές είναι δυνατό το ίδιο βιοτικό γεγονός να
συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις τόσο της αθέτησης της σύμβασης όσο και της
αδικοπραξίας. Στην περίπτωση αυτή το πραγματικό γεγονός υπόκειται σε πολλαπλή
αξιολόγηση και αντιμετωπίζεται από διαφορετικές απόψεις. Όπως, δε, κρατεί στη
νομολογία, η υπαίτια (από δόλο ή αμέλεια) και ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με
την οποία παραβιάζεται μια σύμβαση και γεννιέται ενδοσυμβατική
ευθύνη του οφειλέτη, μπορεί, πέρα από την αξίωση που πηγάζει από τη σύμβαση, να
θεμελιώσει ευθύνη και από αδικοπραξία, αν, και χωρίς τη συμβατική σχέση
διαπραττόμενη, θα ήταν καθαυτή παράνομη, ως αντικείμενη
στο γενικό καθήκον που επιβάλλει το άρθρο 914 ΑΚ να μη ζημιώνει κάποιος
υπαιτίως άλλον. Για τη θεμελίωση, όμως, και της πρωτογενούς αδικοπρακτικής
ευθύνης, ο ενάγων θα πρέπει στο δικόγραφο της αγωγής του να περιλαμβάνει, κατά
το άρθρο 216 ΚΠολΔ όλα τα στοιχεία που αποτελούν τις
προϋποθέσεις της αποζημίωσής του, ήτοι την παράνομη ενέργεια του υπόχρεου, την
υπαιτιότητα αυτού, τη ζημία και τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της παράνομης και
υπαίτιας συμπεριφοράς (νομίμου λόγου ευθύνης) και της
ζημίας (Ε.Α. 175/2010, Δ/νη 2010, 561, ΕφΛαμ 116/2010, ΤΠΝ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΙωαν
42/2008, ΑρχΝομ 2009, 686, ΕφΠατρ
48/2006, ΑχαΝομ 2007, 34, ΕΔ 115/2005, ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ» ΕφΠατρ 684/2003, ΑχαΝομ 2004,73,
με παραπομπές στη Νομολογία). Εξάλλου, από την φύση της χρηματικής ικανοποίησης
λόγω ηθικής βλάβης (άρθρο 932 ΑΚ) προκύπτει ότι η τελευταία αφορά φυσικά
πρόσωπα. Δεν αποκλείεται, όμως, σύμφωνα με την κρατούσα νομολογιακή
άποψη, να είναι δικαιούχοι χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και
Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού ή Δημοσίου Δικαίου, γιατί και αυτά είναι φορείς
έννομων αγαθών. Ωστόσο, η ηθική βλάβη στα νομικά πρόσωπα δεν αναφέρεται, όπως
στα φυσικά πρόσωπα, σε ενδιάθετο συναίσθημα, αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο και
κρινόμενο με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, χωρίς αποδείξεις,
αλλά σε μια συγκεκριμένη βλάβη, που έχει υλική υπόσταση και την οποία το
αιτούμενο την χρηματική ικανοποίηση νομικό πρόσωπο πρέπει να επικαλεστεί και να
αποδείξει (ΑΠ 488/1983, ΝοΒ 32, 268, ΑΠ 133/1981, ΝοΒ 30, 304, Ε.Α. 5749/2009, ΕλλΔνη
2010, 260, ΕφΟεσ 443/2009, ΕπισκΕμπΔ
2009, 517, Ε.Α. 4556/2005, ΕλλΔνη 48, 868, Ε.Α.
1735/1993, ΕλλΔνη 35, 676, ΕφΠατρ
256/1984, ΝοΒ 32,1567, ΠΠΑ 5925/2003, ΔΕΕ 2005, 1078,
ΠΠΑ 9188/1995, ΕλλΔνη 1996,161, Σπυριδάκης, Γενικές
Αρχές, σελ. 340, Γεωργιάδης, ΕρμΑΚ,
Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, άρθρο 932, αριθ. 13, Πατεράκης, Χρηματική Ικανοποίηση
λόγω Ηθικής Βλάβης, σελ. 130 και 292 επ.).
Ειδικότερα, δε, προκειμένου να κριθεί εάν και κατά πόσο επήλθε, συνεπεία της
αδικοπραξίας, προσβολή της εμπορικής πίστης και επαγγελματικής υπόληψης του
νομικού προσώπου, πρέπει στο δικόγραφο της αγωγής να αναφέρεται η
επιχειρηματική και περιουσιακή κατάσταση του θιγομένου χωρίς την παρεμβολή της
επιλήψιμης συμπεριφοράς και μετά την εκδήλωση αυτής, ώστε να προκύπτει η
διαφορά και να δικαιολογείται η αιτούμενη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής
βλάβης (ΑΠ 1346/2000, ΔΕΕ 2001, 735). Στην προκειμένη περίπτωση το αίτημα για
χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που έχει υποστεί η ενάγουσα ποσού
20.000,00 ευρώ είναι αόριστο και απορριπτέο ως απαράδεκτο, σύμφωνα και με τα
διαλαμβανόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας απόφασης, γιατί στο δικόγραφο της
αγωγής δεν αναφέρεται η επιχειρηματική και περιουσιακή κατάσταση της θιγομένης
ενάγουσας εταιρείας χωρίς την παρεμβολή της επιλήψιμης συμπεριφοράς και μετά
την εκδήλωση αυτής από το εναγόμενο, ώστε να προκύπτει η διαφορά και να
δικαιολογείται η αιτούμενη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (ΑΠ
1346/2000 ό.π.). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο,
που με την εκκαλουμένη απόφαση του έκρινε πως το αίτημα της αγωγής περί
επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης είναι αόριστο και ως εκ
τούτου απορριπτέο, δεν έσφαλε ως προς την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου
και ο σχετικός λόγος της από 30-11-2021 εφέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα
αντίθετα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Με το άρθρο 21 του κώδικα
των νόμων περί δικών του Δημοσίου (κ.δ.
26.6/10.7.1944) που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 109 εδ.
τελ. του Εισ.Ν.Α.Κ. ορίζονται τ' ακόλουθα: «Ο νόμιμος
και ο της υπερημερίας τόκος πάσης του Δημοσίου οφειλής... άρχεται
από της επιδόσεως της αγωγής» (παρόμοια ρύθμιση εισήγαγε και το άρθρο 45 παρ. 2
ν, 4607/24-4-2019 για τις αξιώσεις τόκου σε βάρος του Δημοσίου που ανάγονται
και υπολογίζονται σε χρόνο μετά την πρώτη του επόμενου μήνα από την έναρξη
ισχύος του νόμου αυτού). Από τη διάταξη του άρθρου 21 του κώδικα των νόμων περί
δικών του Δημοσίου συνάγεται ότι ως προς την έναρξη της τοκογονίας
αρκεί, αλλά και απαιτείται, η γένεση της επιδικίας, από την οποία αρχίζει η
αμφισβήτηση ως προς την ύπαρξη της απαίτησης με την άσκηση της αγωγής και η
επίδοση της αγωγής προς το Ελληνικό Δημόσιο από την οποία αυτό λαμβάνει γνώση
της αμφισβήτησης. Εφόσον όμως ο νόμος (η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 21
του κ.δ. της 26.6/10.7.1944) δεν διακρίνει, δεν
συνδέει δηλαδή την έννομη συνέπεια της τοκογονίας
λόγω επιδικίας προς καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής,
αλλά μόνο προς τη γένεση της επιδικίας, δεν συντρέχει λόγος διαφοροποίησης ως
προς το ζήτημα αυτό της καταψηφιστικής προς την
αναγνωριστική αγωγή (ως τέτοιας νοούμενης και της αγωγής της οποίας το αρχικά καταψηφιστικό αίτημα περιορίσθηκε σε αναγνωριστικό),
δεδομένου ότι και η τελευταία δεν έχει επικουρικό χαρακτήρα έναντι, της πρώτης,
τέμνει δε και αυτή τη διαφορά ως προς την ύπαρξη της απαίτησης με δύναμη δεδικασμένου. Εξάλλου αναγνωριστική καθίσταται και η αγωγή,
της οποίας το αρχικό καταψηφιστικό αίτημα
περιορίζεται σε αναγνωριστικό. Έννομη δε εντεύθεν συνέπεια των ανωτέρω είναι
ότι στην περίπτωση περιορισμού του αρχικά καταψηφιστικού
αιτήματος σε αναγνωριστικό οφείλονται τόκοι επιδικίας (βλ. Α.Ε.Δ. 7/2011, Α.Π.
205/2020, Α.Π. 1287/2018). Ως εκ τούτου χρονική αφετηρία για τον υπολογισμό των
τόκων οποιασδήποτε απαίτησης κατά του Ελληνικού Δημοσίου είναι πάντοτε και μόνο
το χρονικό σημείο επίδοσης της αγωγής και όχι και η εξώδικη όχληση, κατά τα άρθρα
340 341, 345 και 346 ΑΚ, η επίδοση δε της αγωγής συνεπάγεται την υποχρέωση
καταβολής τόκων αποκλειστικά ως διαδικαστική πράξη και όχι ως όχληση. Άλλωστε,
οι ανωτέρω διατάξεις του ΑΚ, περί υπερημερίας του οφειλέτη και χρόνου έναρξης
καταβολής τόκων αντίστοιχα, δεν εφαρμόζονται σε απαιτήσεις κατά του Δημοσίου,
οι οποίες κατά την ρητή διατύπωση του ανωτέρω άρθρου 21 διέπονται
από το ειδικότερο καθεστώς του άρθρου αυτού. Ενόψει αυτών αγωγή κατά του
Δημοσίου από την οποία χώρησε παραίτηση, η οποία κατά
το άρθρο 295 παρ. 1 εδ. α' ΚΠολΔ
έχει ως οιποτέλεσμα ότι η αγωγή θεωρείται πως δεν
ασκήθηκε, δεν επιφέρει συνέπειες ως διαδικαστική πράξη αλλά ούτε και ως όχληση
και δεν μπορεί να αποτελέσει σημείο έναρξης της τοκογονίας
της διεκδικούμενης με αυτήν απαίτησης, δεδομένου ότι με την παραίτηση επήλθε
άρση της αμφισβήτησης ως προς την ύπαρξη της απαίτησης (ΕφΑΘ
48/2022 Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της από
30-11-2021 έφεσης η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι με την εκκαλουμένη απόφαση έπρεπε
να επιδικασθούν τόκοι υπερημερίας από την επομένη της επιδόσεως στο εφεσίβλητο
της από 11-05-2017 επιστολής - αίτησης της. Το αίτημα όμως αυτό είναι νομικά
αβάσιμο και συνεπώς απορριπτέο σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στη νομική
σκέψη της παρούσας απόφασης, γιατί το εναγόμενο έχει όλα ανεξαιρέτως τα
προνόμια του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρα 14 παρ. 1 του ν. 1545/1985, 19 παρ. 2
του ν. 2224/1994, 28 παρ. 4 του ν. 2579/1998) και ως εκ τούτου χρονική αφετηρία
για τον υπολογισμό των τόκων οποιασδήποτε απαίτησης κατ' αυτού είναι πάντοτε
και μόνο το χρονικό σημείο επίδοσης της αγωγής και όχι και η εξώδικη όχληση.
Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση του έκρινε
πως πρέπει να επιδικασθούν τόκοι από την επίδοση της ένδικης αγωγής και μέχρι
την εξόφληση, δεν έσφαλε ως προς την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ο
δεύτερος λόγος της από 30-11-2021 εφέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα
αντίθετα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Από την επανεκτίμηση της υπ'
αρ. ./29-08-2018 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα της
εκκαλούσας - εφεσίβλητης, . , ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών . , που
λήφθηκε με πρωτοβουλία της τελευταίας κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης
του εφεσίβλητου — εκκαλούντος προ δύο εργασίμων ημερών (βλ. την υπ' αρ. ./24-08-2018 έκθεση επίδοσης της δικαστικής
επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιά . ), των ομολογιών που περιέχονται στις
προτάσεις των διαδίκων που κατατέθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και
όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα οι
διάδικοι, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά
περιστατικά: Δυνάμει του υπ' αρ. ./23-09-1996 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών
. η εκκαλούσα - εφεσίβλητη εταιρεία
πώλησε και μεταβίβασε στο Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ
ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ» (Ο.Ε.Κ.), καθολικός διάδοχος του οποίου τυγχάνει το εφεσίβλητο —
εκκαλούν Ν.Π.Δ.Δ,, δυνάμει της παρ. 6 του άρθρου 1 του Ν. 4046/2012 (ΦΕΚ Α
28/14-2-2012), της υπ' αρ. Π.Υ.Σ. 7/2012 (ΦΕΚ Α
39/29-2-2012) και της παρ. 1 του άρθρου 35 του Ν. 4144/2013 (ΦΕΚ Α
88/13-4-2013), την κυριότητα ακινήτου, εκτάσεως 47.386,78 τ.μ., κειμένου στον
Δήμο Μάνδρας, με πρόσοψη στο 28ο χλμ. της Παλαιάς Εθνικής Οδού Αθηνών — Θηβών, έναντι συνολικού τιμήματος 307.354.494 δρχ., το οποίο συμφωνήθηκε να καταβληθεί τμηματικά
ως εξής: α) ποσό 61,470.899 δρχ. μετά την πλήρη περίφραξη του πωληθέντος γεωτεμαχίου και την
ακριβή εμβαδομέτρηση της πωληθείσας έκτασης από την
Τοπογραφική Υπηρεσία του Οργανισμού και την επαλήθευση των στοιχείων του
τοπογραφικού διαγράμματος που προσαρτάται στο ως άνω συμβόλαιο, β) ποσό
200.833.595 δρχ. μετά τη μεταγραφή του παραπάνω συμβολαίου με φροντίδα και
έξοδα της εκκαλούσας — εφεσίβλητης και την προσαγωγή από την τελευταία στον
αγοραστή Οργανισμό των αναφερόμενων στο ως άνω συμβόλαιο εγγράφων και
πιστοποιητικών, γ) ποσό 10.000.000 δρχ. με την προσκόμιση από την πωλήτρια
εκκαλούσα - εφεσίβλητη στον αγοραστή πιστοποιητικού του αρμοδίου
Υποθηκοφυλακείου Ελευσίνας, από το οποίο θα προκύπτει η διαγραφή υφιστάμενης,
κατά το χρόνο σύναψης του ως άνω συμβολαίου, αναγνωριστικής αγωγής
εγγεγραμμένης στα βιβλία διεκδικήσεων του Υποθηκοφυλακείου Ελευσίνας και δ)
ποσό 35.000.000 δρχ. υπό την αναβλητική αίρεση της προσκομιδής από την
εκκαλούσα - εφεσίβλητη στον αγοραστή
εγγράφου της Τεχνικής Υπηρεσίας του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας, από το
οποίο θα προκύπτει ότι έχει απελευθερωθεί ο χώρος στάθμευσης μηχανημάτων,
τροχοφόρων, απορριμματοφόρων κ.λπ. του Δήμου Μάνδρας και θα έχει απελευθερωθεί
η χρήση του ανωτέρω ακινήτου. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι το ως
άνω ακίνητο αγόρασε η εκκαλούσα — εφεσίβλητη τον Ιούλιο του έτους 1993 από την
ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Μεταλλεία Βωξίτου Ελευσίνος Α.Ε.», δυνάμει του υπ' αρ.
./02-07-1993 πωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αχαρνών . . Τμήμα του
ακινήτου, εκτάσεως 10.500 τ.μ., είχε εκμισθώσει με ιδιωτικό συμφωνητικό η
δικαιοπάροχος της ενάγουσας εταιρείας (εκκαλούσας) την 31-03-1991 στον Δήμο
Μάνδρας για ένα έτος, έναντι μηνιαίου μισθώματος ύψους 10.000 δρχ., προκειμένου
να το χρησιμοποιήσει ο τελευταίος ως χώρο στάθμευσης των μηχανημάτων,
απορριμματοφόρων και λοιπών τροχοφόρων. Με την παρέλευση του χρόνου που
συμφωνήθηκε ο μισθωτής εξακολούθησε να χρησιμοποιεί το μίσθιο χωρίς να εναντιωθεί
η εκμισθώτρια, με αποτέλεσμα να θεωρείται ότι συνήφθη
σύμβαση μίσθωσης αορίστου χρόνου. Μετά τις διαδοχικές ως άνω πωλήσεις στη
μισθωτική σχέση υπεισήλθε ως εκμισθωτής ο δικαιοπάροχος του εκκαλούντος
Ν.Π.Δ.Δ. — εφεσίβλητου κατά τον κανόνα του άρθρου 615 ΑΚ. Υπό αυτές τις
συνθήκες, ήτοι της ύπαρξης μισθωτή στην πωληθείσα
έκταση, συμφωνήθηκε μεταξύ των μερών αφενός μεν να αναλάβει η εκκαλούσα
εταιρεία την κύρια υτωχρέωση να απελευθερώσει το
μίσθιο, αφετέρου δε να πιστωθεί μέρος του τιμήματος πώλησης ύψους 35.000.000
δρχ. (στοιχείο δ'), το οποίο και θα κατέβαλλε ο δικαιοπάροχος του εφεσίβλητου -
εκκαλούντος όταν η εκκαλούσα — εφεσίβλητη θα προσκόμιζε έγγραφο της τεχνικής
υπηρεσίας του τελευταίου από το οποίο θα προέκυπτε
ότι έχει αποχωρήσει ο μισθωτής. Μάλιστα, με το ως άνω συμβόλαιο αγοραπωλησίας
παρασχέθηκε στην εκκαλούσα — εφεσίβλητη εντολή και πληρεξουσιότητα να προβεί σε
όλες τις απαιτούμενες ενέργειες προκειμένου να εκπληρώσει την ως άνω αναληφθείσα υποχρέωση της. Περαιτέρω, η εκκαλούσα -
εφεσίβλητη παρέδωσε τη νομή και την κατοχή του πωληθέντος
γεωτεμαχίου στον δικαιοπάροχο του εφεσίβλητου -
εκκαλούντος και το τελευταίο προέβη στις υπό στοιχείο α', β' και γ' τμηματικές
καταβολές, πλην της υπό στοιχείο δ' ύψους 35.000.000 δρχ. (102.714,60 ευρώ),
όπως ομολογούν αμφότεροι οι διάδικοι. Στις 27-10-2003 η εκκαλούσα άσκησε αγωγή
ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά του δικαιοπαρόχου
του εφεσίβλητου, ζητώντας την απόδοση του παρακρατηθέντος
μέρους του τιμήματος (102.714,60 ευρώ). Η αγωγή αυτή συζητήθηκε την 1-12-2005
και εκδόθηκε η υπ' αρ. 2852/2006 απόφαση του
Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία την απέρριψε με την σκέψη ότι «η
ενάγουσα όφειλε, λοιπόν, κατά τα συμφωνηθέντα να καταγγείλει τη μίσθωση ως
αντιπρόσωπος του νέου κτήτορα - εκμισθωτή επιδεικνύοντας κατά το άρθρο 226 ΑΚ
το πληρεξούσιο έγγραφο, δηλαδή το ως άνω συμβολαιογραφικό έγγραφο (το υπ' αρ. ./23-09-2006 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών . )
που της παρέσχε την εξουσία αντιπροσώπευσης και στην περίπτωση που ο μισθωτής
δεν αποχωρούσε από το μίσθιο να διόριζε πληρεξούσιο δικηγόρο στον οποίο θα
ανέθετε την άσκηση αγωγής απόδοσης του μισθίου στο
όνομα του εναγόμενου εκμισθωτή (ενν. Ο.Ε.Κ.)». Συμμορφούμενη η εκκαλούσα —
εφεσίβλητη προς την ανωτέρω απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ως
αντιπρόσωπος του Ο.Ε.Κ., επέδωσε νόμιμα στις 2-11-2006 στον Δήμο Μάνδρας την
από 31-6-2006 εξώδικη δήλωση και καταγγελία, με την οποία κατήγγειλε την ένδικη
μίσθωση. Σημειώνεται ότι η ως άνω εξώδικη δήλωση και καταγγελία δεν
προσκομίστηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ωστόσο το περιεχόμενο της
δεν αμφισβητήθηκε από το εφεσίβλητο - εκκαλούν. Περαιτέρω, η εκκαλούσα -
εφεσίβλητη έδωσε εντολή στο δικηγόρο Πέτρο Σφηκάκη
(ΔΣΑ 14882) να συντάξει και να καταθέσει αγωγή απόδοσης του ως άνω μισθίου για λογαριασμό του Ο.Ε.Κ. Ο τελευταίος συνέταξε και
κατέθεσε την από 29-1-2009 αγωγή απόδοσης μισθίου με
ενάγοντα τον Ο.Ε.Κ. και εναγόμενο τον Δήμο Μάνδρας. Αντίγραφο της ως άνω αγωγής
επιδόθηκε στον Δήμο Μάνδρας στις 18-2-2009 και στον Ο.Ε.Κ. στις 13-2-2009 προς
γνώση. Η συζήτηση της ανωτέρω αγωγής απόδοσης μισθίου
αρχικά προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 25-6-2009, οπότε αναβλήθηκε
συναινετικά για τη δικάσιμο της 19-11-2009, ενόψει συμβιβαστικής λύσης.
Ακολούθως, στις 19-11-2009, κατόπιν της από 18-11-2009 έγγραφης εντολής του
δικηγόρου του Ο.Ε.Κ. Αλέξανδρου Σκουλαρίκη προς το δικηγόρο Πέτρο Σφηκάκη, η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε, ενόψει
πρότασης για τριετή μίσθωση του επιδίκου μισθίου από
τον Ο.Ε.Κ. στον Δήμο Μάνδρας. Στη συνέχεια, με την από 8-1-2010 και με αριθμό
κατάθεσης ./2010 κλήση, επαναφέρθηκε προς συζήτηση η ως άνω αγωγή ενώπιον του
Ειρηνοδικείου Ελευσίνας για τη δικάσιμο της 24-6-2010, οπότε και ματαιώθηκε
λόγω αποχής των δικηγόρων. Με την από 10-11-2010 και με αριθμό κατάθεσης ./2010
κλήση, επαναφέρθηκε η ως άνω αγωγή προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 19-5-2011.
Κατά την τελευταία δικάσιμο η συζήτηση της ανωτέρω υπόθεσης αναβλήθηκε εκ νέου
για τη δικάσιμο της 24-11-20113 κατόπιν της από 16-05-2011 έγγραφης εντολής του
Προϊσταμένου της Νομικής Υπηρεσίας του Ο.Ε.Κ. .
προς το δικηγόρο Πέτρο Σφηκάκη, ενόψει της
συνεχιζόμενης προσπάθειας εξεύρεσης συμβιβαστικής λύσης. Κατά την ως άνω
δικάσιμο, η συζήτηση της αγωγής αναβλήθηκε εκ νέου για τη δικάσιμο της
22-3-2012, λόγω της από 23-11-2011 έγγραφης εντολής του δικηγόρου Ο.Ε.Κ. Χρ.
Θλιβερή προς τον δικηγόρο Πέτρο Σφηκάκη προκειμένου
να βρεθεί εξωδικαστική λύση, ενώ στις 22-3-2012 η συζήτηση της αγωγής
ματαιώθηκε, εξαιτίας της από 21-3-2012 έγγραφης εντολής του δικηγόρου Ο.Ε.Κ.
Χρ. Θλιβερή προς τον δικηγόρο Πέτρο Σφηκάκη για να
εξευρεθεί συμβιβαστική λύση. Σημειώνεται ότι πριν από κάθε δικάσιμο της ως άνω
αγωγής απόδοσης μισθίου η εκκαλούσα — εφεσίβλητη
καλούσε εξωδίκως τον Ο.Ε.Κ. να συμπράξει χορηγώντας τα απαιτούμενα από το νόμο
δικαιολογητικά για την παραδεκτή συζήτηση της αγωγής απόδοσης, όπως το
απαιτούμενο από το άρθρο 81 του ν. 2238/1994 πιστοποιητικό του Προϊσταμένου της
αρμόδιας Δ.Ο.Υ., από το οποίο θα προέκυπτε ότι τα
μισθώματα του ακινήτου δηλώθηκαν στη φορολογία εισοδήματος κατά την τελευταία
διετία πριν από τη συζήτηση της αγωγής. Παράλληλα, εκδόθηκε και η υπ' αρ. Π.Υ.Σ. 7/2012 (ΦΕΚ Α 39/29-02-2012), με την οποία
ορίστηκε η Προσωρινή Ενιαία Διοικούσα Επιτροπή για το μεταβατικό στάδιο που οι
αρμοδιότητες του Ο.Ε.Κ. μεταβιβάστηκαν στο εκκαλούν — εφεσίβλητο, το οποίο
τυγχάνει καθολικός του διάδοχος. Μετά την τελευταία ματαίωση της συζήτησης της
ως άνω αγωγής απόδοσης μισθίου, η Προσωρινή Ενιαία
Διοικούσα Επιτροπή στην από 06-04-2012 συνεδρίαση της ενέκρινε την κατάρτιση
σύμβασης μίσθωσης δωδεκαετούς διάρκειας με τον Δήμο Μάνδρας. Στην απόφαση αυτή
η Προσωρινή Ενιαία Διοικούσα Επιτροπή οδηγήθηκε εξαιτίας του γεγονότος ότι το
οικόπεδο αυτό δεν μπορούσε να αξιοποιηθεί για την ανέγερση οικισμού, όπως αυτό
προοριζόταν κατά την αγορά του, διότι ήταν εκτός σχεδίου. Επομένως, η
αναβλητική αίρεση που έθεσαν οι διάδικοι κατά τη σύναψη της μεταξύ τους
σύμβασης πώλησης δεν πληρώθηκε, εξαιτίας των πράξεων και παραλείψεων του
εφεσίβλητου — εκκαλούντος Ν.Π.Δ.Δ., που εμπόδισαν την απόδοση σε αυτό ελεύθερου
του χώρου που χρησιμοποιούσε ο Δήμος Μάνδρας ως χώρο στάθμευσης των
μηχανημάτων, απορριμματοφόρων και λοιπών τροχοφόρων. Όμως η συμπεριφορά αυτή
αντίκεται και στην καλή πίστη, διότι ο δικαιοπάροχος του εφεσίβλητου -
εκκαλούντος, αφού είχε δώσει την εξουσιοδότηση του προς την εκκαλούσα -
εφεσίβλητη προκειμένου να προβεί η τελευταία σε όλες τις νόμιμες ενέργειες για
να της παραδώσει τον ως άνω χώρο ελεύθερο, δεν της χορήγησε τα απαιτούμενα από
το νόμο δικαιολογητικά για την παραδεκτή συζήτηση της αγωγής απόδοσης. Επιπλέον,
το τελευταίο επιθυμούσε συνεχώς την αναβολή της συζήτησης της ανωτέρω αγωγής
κατά τις προαναφερόμενες δικάσιμους, προκειμένου να εξευρεθεί συμβιβαστική λύση
μεταξύ αυτού και του Δήμου Μάνδρας. Με τον τρόπο όμως αυτό εξυπηρετούσε τα δικά
του συμφέροντα. Περαιτέρω, με την απόφαση που λήφθηκε από την Προσωρινή Ενιαία
Διοικούσα Επιτροπή στην από 06-04-2012 συνεδρίαση της το εφεσίβλητο - εκκαλούν
εκδήλωσε με σαφή τρόπο την πρόθεση του να μην προχωρήσει η διαδικασία απόδοσης
του μισθίου, που είχε ήδη αρχίσει με την άσκηση της
από 29-1-2009 αγωγής από την εφεσίβλητη - εκκαλούσα για λογαριασμό του σε βάρος
του Δήμου Μάνδρας και συνεπώς εμπόδισε την πλήρωση της ως άνω αίρεσης,
αδιαφορώντας για τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει έναντι της εκκαλούσας -
εφεσίβλητης από τη μεταξύ τους συναφθείσα σύμβαση πώλησης. Επομένως, το
πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ότι πληρώθηκε
η αναβλητική αίρεση στις 06-04-2012, δεν έσφαλε ως προς την ορθή ερμηνεία και
εφαρμογή του νόμου και την ορθή εκτίμηση των αποδείξεων και ο σχετικός λόγος
της από 22-11-2021 εφέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα πρέπει να
απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, με το άρθρο 90 παρ. 1 του ν. 2362/1995
ορίστηκε ότι «Οποιαδήποτε απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφεται μετά
πενταετία, εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος
χρόνος παραγραφής». Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η ίδια διάταξη επαναλαμβάνεται
μετά την κατάργηση των διατάξεων του ως άνω ν. 2362/1995 και στο άρθρο 140 παρ.
1 του ν. 4270/2014. Εξάλλου, με το ΠΔ 1022/1977 (ΦΕΚ Α΄ 343) ο ΟΑΕΔ εξαιρέθηκε
από την εφαρμογή των διατάξεων του ΝΔ 496/1974 «περί Λογιστικού των ΝΠΔΔ» (ΦΕΚ
Α΄ 204), επομένως και από εκείνες που αφορούν την παραγραφή απαιτήσεων κατά του
Οργανισμού (δηλαδή των άρθρων 46-54 του ΝΔ 496/1974). Με το άρθρο μόνο του ΠΔ
314/1987 (ΦΕΚ Α΄ 149) ορίστηκε ότι «Οι διατάξεις των άρθρων 4, 8, 17, 18 και 19
του ΝΔ 496/1974 "περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου
Δικαίου", όπως διαμορφώθηκαν με το Ν. 369/1976, καθώς και οι διατάξεις του
ΠΔ 470/1975 (που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 19 του ανωτέρω Ν.Δ/τος)
εφαρμόζονται και για τον Οργανισμό Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ),
καταργούμενης της εξαίρεσης που θεσπίστηκε για τα θέματα αυτά με το ΠΔ
1022/1977. Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 33 του ΝΔ 2961/1954
«περί συστάσεως Οργανισμού Απασχολήσεως και Ανεργίας» (ΦΕΚ Α΄ 197), όπως
αντικαταστάθηκε με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 6 του Ν. 3252/1955 (ΦΕΚ Α
142), «αι διατάξεις των άρθρων 19,26 και 27 του Α-Ν. 1846/1951 ως
τροποποιήθηκαν μεταγενεστέρως εφαρμόζονται αναλόγως
και επί του Οργανισμού Απασχολήσεως και Ασφαλίσεως Ανεργίας». Σύμφωνα δε με τη
διάταξη του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 19 του ΑΝ 1846/1951 (ΦΕΚ Α΄
179), «το Ι.Κ.Α. απαλλάσσεται παντός δημοσίου, δημοτικού, κοινοτικού ή
λιμενικού φόρου, άμεσου ή εμμέσου, παντός τέλους ταχυδρομικού ως και δικαστικού
εις πάσαν δίκην του και απολαύει ανεξαιρέτως απασών των ατελειών και προνομίων
δικαστικών και οικονομικών, ως εάν είναι αυτό το Δημόσιον». Επανάληψη δε των ως
άνω ρυθμίσεων συνιστά η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 14 του Ν. 1545/1985
«Εθνικό σύστημα προστασίας από την ανεργία και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 91),
σύμφωνα με την οποία «Ο Ο.Α.Ε.Δ. απαλλάσσεται από κάθε άμεσο ή έμμεσο φόρο,
τέλος, δασμό ή εισφορά υπέρ του δημοσίου, καθώς και από τα δικαστικά τέλη και
έχει όλες ανεξαίρετα τις ατέλειες και τα δικαστικά, διοικητικά και οικονομικά
προνόμια που ισχύουν κάθε φορά για το δημόσιο». Από την όλη διατύπωση των ως
άνω διατάξεων συνάγεται ότι όσον αφορά στην εξομοίωση του ΟΑΕΔ και του ΓΚΑ με
το Δημόσιο περιλαμβάνονται και τα ουσιαστικού περιεχομένου προνόμια αυτού (βλ.
ΑΠ 255/2021 Νόμος), στα οποία εντάσσεται και η προβλεπόμενη από τις ανωτέρω
διατάξεις παραγραφή, Επομένως η ως άνω αξίωση της εκκαλούσας - εφεσίβλητης έχει
υποπέσει στην προβλεπόμενη από τις ως άνω διατάξεις πενταετή παραγραφή, διότι
έχει ήδη παρέλθει διάστημα πέντε (5) ετών από την πλασματική πλήρωση της
ανωτέρω αναβλητικής αίρεσης (06-04-2012). Επίσης πρέπει να επισημανθεί ότι η παραγραφή
διακόπτεται με την υποβολή της υπόθεσης στο Δικαστήριο κατ' άρθρο 143 παρ. 1
του ν. 4270/2014 (βλ. και άρθρο 93 εδ. α του ν.
2362/1995). Επομένως δεν επήλθε διακοπή της πενταετούς παραγραφής με την
επίδοση της ένδικης αγωγής στο εφεσίβλητο - εκκαλούν Ν.Π.Δ.Δ. στις 4-5-2018
(βλ. την υπ' αρ. ./4-5-2018 έκθεση επίδοσης της
δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιά . ), δεδομένου ότι αυτή είχε
συμπληρωθεί κατά τα προαναφερόμενα στις 06-04-2017. Τέλος πρέπει να σημειωθεί
ότι η παραγραφή κατά του Δημοσίου (άρα και κατά του ΟΑΕΔ που έχει όλα τα
προνόμια του Δημοσίου) λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από τα Δικαστήρια σε
οποιοδήποτε βαθμό δικαιοδοσίας και δεν χρειάζεται να υποβληθεί σχετική ένσταση
ή λόγος έφεσης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη
απόφαση του απέρριψε την ένσταση παραγραφής που είχε προτείνει το εφεσίβλητο -
εκκαλούν ως ουσιαστικώς αβάσιμη, έσφαλε ως προς την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή
του νόμου και την ορθή εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, η από 22-11-2021
έφεση πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ' ουσία, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη
απόφαση και αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο τούτο και ερευνηθεί κατ'
ουσία (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει η από
20-4-2018 (././25-4-2018) αγωγή να απορριφθεί, λαμβανομένης αυτεπαγγέλτως υπόψη
της παραγραφής της ένδικης αξίωσης της εκκαλούσας—εφεσίβλητης. Κατόπιν των
ανωτέρω, παρέλκει η έρευνα της βασιμότητας των λοιπών
λόγων της από 22-11-2021 έφεσης. Σημειώνεται ότι το εκκαλούν σύμφωνα με το
άρθρο 19 παρ. 1 του κ.δ/τος από 26-6/10-7-1944 «περί
κώδικας νόμων περί δικών του Δημοσίου, το άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 1545/1985, το
άρθρο 19 παρ. 2 του ν. 2224/1994, σε συνδυασμό με το άρθρο 28 παρ. 4 του Ν.
2579/1998, δεν υποχρεούται σε κατάθεση του προβλεπομένου
από το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ παραβόλου,
για την άσκηση έφεσης, γι' αυτό και δεν διαλαμβάνεται σχετική διάταξη στο
διατακτικό της παρούσας απόφασης. Αντιθέτως η από 30-11-2021 έφεση πρέπει να
απορριφθεί ως ουσιαστικώς αβάσιμη στο σύνολο της. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η
εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από την εκκαλούσα e παραβόλου, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 35 ν. 4446/2016, κατά
τα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων
αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολο τους, λόγω
της ιδιαίτερης δυσχέρειας της ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν
(άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει,
αντιμωλία των διαδίκων, τις από 22-11-2021 (././24-11-202J) και 30-11-2021
(././1-12-2021) εφέσεις κατά της υπ' αρ.
1741/10-2-2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Δέχεται τυπικά και
απορρίπτει ουσιαστικά την από 30-11-2021 (././1-12-2021) έφεση.
Διατάσσει την εισαγωγή στο
Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από την εκκαλούσα υπ' αρ.
./2021 e παραβόλου ποσού εκατό (100,00) ευρώ.
Δέχεται τυπικά και
ουσιαστικά την από 22-11-2021 (././24-11-2021) έφεση.
Εξαφανίζει την υπ' αρ. 1741/2021 εκκαλουμένη απόφαση του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Αθηνών.
Κρατεί την υπόθεση και
δικάζει κατ' ουσία την από 20-4-2018 (././25-4-2018) αγωγή.
Απορρίπτει την αγωγή.
Συμψηφίζει στο σύνολο τους
τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και
δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στην Αθήνα στις
21 Φεβρουαρίου 2023, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ