ΤΡΑΠΕΖΑ
ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΜονΕφΑθ 62/2024
Ευθύνη Τράπεζας για προσβολή προσωπικότητας και
παραβίαση των προσωπικών δεδομένων -.
Ευθύνη
Τράπεζας για αποζημίωση λόγω παράνομης και υπαίτιας προσβολής προσωπικότητας
και παραβίασης προσωπικών δεδομένων του πελάτη της .
Επιδικάζει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Καθήκον λήψεως εκ μέρους
της Τράπεζας συγκεκριμένων μέτρων επιμέλειας προς αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε
έννομα αγαθά τρίτων προσώπων, αφού η Τράπεζα ως χρηματοδοτικός οργανισμός ασκεί
αποφασιστική επίδραση στην ανάπτυξη των χρηματοδοτούμενων από αυτές επιχειρήσεων,
αλλά οφείλει παράλληλα να μεριμνά όχι μόνον για τα συμφέροντα των πράγματι ωφελουμένων από αυτήν, αλλά επιβάλλεται σε αυτήν η
υποχρέωση πίστης και προστασίας όχι μόνον των συμφερόντων των πελατών τους αλλά
και των φερομένων ως συναλλασσομένων
με αυτές τρίτων. Υποχρέωση εκ μέρους της Τράπεζας καλόπιστης και σύμφωνα με τα
χρηστά συναλλακτικά ήθη συμπεριφοράς και υποχρέωση αποφυγής κάθε κατάχρησης
στην συμπεριφορά των υπαλλήλων τους και ιδίως των καθηκόντων προνοίας και
προστασίας των πελατών και των τρίτων, καθώς και των υπηρεσιακών τους.
ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα 14ο
Αριθμός Αποφάσεως 62/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή
Σπυρίδωνα Γεωργουλέα, Εφέτη, τον οποίο όρισε το
Τριμελές Συμβούλιο Διευθύνσεως του Εφετείου Αθηνών, και από την Γραμματέα
Ερασμία Κανατά.
Συνεδρίασε δημοσίως στο
ακροατήριό του την 23η Νοεμβρίου 2023 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α. (αριθ. πιν. .)
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: εδρεύουσας στην Αθήνα (οδός Σταδίου αριθ. 40) ανώνυμης
τραπεζικής εταιρίας υπό την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» και το
διακριτικό τίτλο «ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ», με Α.Φ.Μ. ., νομίμως εκπροσωπουμένης,
υπό την ιδιότητα της καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας υπό
την επωνυμία «ΑLΡΗΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ», με Α.Φ.Μ. ., λόγω διασπάσεως της
τελευταίας με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητάς της και συστάσεως
της πρώτης τραπεζικής εταιρίας (με έγκριση της διασπάσεως δια της υπ’ αριθ. πρωτ. ./16.4.2021 Αποφάσεως του Υπουργού Αναπτύξεως και
Επενδύσεων, καταχωρισθείσας στο ΓΕ.Μ.Η. και
δημοσιευθείσας στα στοιχεία των ως άνω εταιριών με τις υπ’ αριθ. ./16.4.2021
και ./16.4.2021 Ανακοινώσεις, αντιστοίχως), η οποία εκπροσωπήθηκε με δήλωση του
άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ από την πληρεξούσια
δικηγόρο Μαρία Παπαντώνη (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 34918), ως
μέλος της εδρεύουσας στην Αθήνα (οδός Αμερικής αριθ.
12) δικηγορικής εταιρίας υπό την επωνυμία «ΜΟΥΡΓΕΛΑΣ, ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ,
ΚΩΝΣΤΑΝΤΕΑΙΑΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 80051).
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ...,
κατοίκου Καλλιθέας Αττικής (οδός .), με Α.Φ.Μ. ., ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο
ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ από την πληρεξούσια δικηγόρο Στεφανία Τριγώνη (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 39670), ως μέλος της εδρεύουσας στα Τρίκαλα (οδός Καραϊσκάκη αριθ. 33)
δικηγορικής εταιρίας υπό την επωνυμία «ΤΙΓΚΑΣ - ΤΡΙΓΩΝΗ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ » (Α.Μ. Δ.Σ. Τρικάλων 000004).
Β. (αριθ. πινακίου 48) ΤΟΥ ΑΝΤΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ:
., κατοίκου Καλλιθέας Αττικής (οδός .), με Α.Φ.Μ. . ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο
ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ από την πληρεξούσια δικηγόρο Στεφανία Τριγώνη (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 39670), ως μέλος της εδρεύουσας στα Τρίκαλα (οδός Καραϊσκάκη αριθ. 33)
δικηγορικής εταιρίας υπό την επωνυμία «ΤΙΓΚΑΣ - ΤΡΙΓΩΝΗ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ » (Α.Μ. Δ.Σ. Τρικάλων 000004), με Α.Φ.Μ. .
ΤΗΣ ΑΝΤΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: εδρεύουσας στην Αθήνα (οδός Σταδίου αριθ. 40) ανώνυμης
τραπεζικής εταιρίας υπό την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» και το
διακριτικό τίτλο «ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ», με Α.Φ.Μ. ., νομίμως εκπροσωπουμένης,
υπό την ιδιότητα της καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας υπό
την επωνυμία «ΑLΡΗΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ», με Α.Φ.Μ. ., λόγω διασπάσεως της
τελευταίας με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητάς της και συστάσεως
της πρώτης τραπεζικής εταιρίας (με έγκριση της διασπάσεως δια της υπ’ αριθ. πρωτ. ./16.4.2021 Αποφάσεως του Υπουργού Αναπτύξεως και
Επενδύσεων, καταχωρισθείσας στο ΓΕ.Μ.Η. και
δημοσιευθείσας στα στοιχεία των ως άνω εταιριών με τις υπ’ αριθ. ./16.4.2021
και ./16.4.2021 Ανακοινώσεις, αντιστοίχως), η οποία εκπροσωπήθηκε με δήλωση του
άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ από την πληρεξούσια
δικηγόρο Μαρία Παπαντώνη (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 34918), ως
μέλος της εδρεύουσας στην Αθήνα (οδός Αμερικής αριθ.
12) δικηγορικής εταιρίας υπό την επωνυμία «ΜΟΥΡΓΕΛΑΣ, ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ,
ΚΩΝΣΤΑΝΤΕΛΙΑΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 80051).
Ο ενάγων με την από
10.8.2020 αγωγή προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, η οποία έχει κατατεθεί με
Γ.Α.Κ. ./13.8.2020 και Ε.Α.Κ. ./13.8.2020 ζήτησε να γίνουν δεκτά τα αναφερόμενα
σε αυτήν.
Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε
αντιμωλία των διαδίκων την υπ’ αριθ. 329/2022 οριστική του απόφαση, με την
οποία δέχθηκε την αγωγή εν μέρει.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε η εναγομένη με την από
17.3.2022 έφεση προς το Δικαστήριο τούτο, η οποία έχει κατατεθεί με Γ.Α.Κ.
./21.3.2022 και Ε.Α.Κ. ./21.3.2022 (με στοιχεία προσδιορισμού δικασίμου Γ.Α.Κ.
./24.3.2022 και Ε.Α.Κ. ./24.3.2022). Ο ενάγων και εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον
του Δικαστηρίου τούτου την από 12.7.2023 αντέφεση, η
οποία έχει κατατεθεί με Γ.Α.Κ. ./21.7.2023 και Ε.Α.Κ. ./21.7.2023.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη
σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων.
Οι πληρεξούσιες δικηγόροι
των διαδίκων κατέθεσαν εμπροθέσμως τις προτάσεις τους και παρέστησαν στο
ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νομίμως φέρονται προς
συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου: α) η από 17.3.2022 με Γ.Α.Κ.
./21.3.2022 και Ε.Α.Κ. ./21.3.2022 έφεση, στρεφομένη κατά της υπ’ αριθ.
329/2022 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εκδοθείσας κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των
διαδίκων και β) η από 12.7.2023 με Γ.Α.Κ. ./21.7.2023 και Ε.Α.Κ. ./21.7.2023 αντέφεση, στρεφομένη κατά της αυτής ως άνω οριστικής
αποφάσεως. Η έφεση και η αντέφεση πρέπει να ενωθούν
και ουνεκδικασθούν λόγω συνάφειας, καθ’ όσον δεν
νοείται χωριστή εκδίκαση αυτών ως εκ του παρεπομένου έναντι της εφέσεως
χαρακτήρα της αντεφέσεως (άρθρα 31 παρ. 1, 246 και
524 παρ. 1 ΚΠολΔ - ΕφΠατρ
22/2022, ΕφΠειρ 41/2017 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», Στ. Πανταζόπουλος, εις
Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα [Δ. Κονδύλης/Στ. Πανταζόπουλος], Ερμηνεία ΚΠολΔ2, 2π έκδ.,
2020, άρθρα 495 - 590, Ένδικα μέσα και ανακοπές, υπό το άρθρο 523, αριθ. 24, Β.
Βαθρακοκοίλης, Η έφεση, Ερμηνεία - Νομολογία -
Βιβλιογραφία - Ειδικές διατάξεις, 2015, υπό το άρθρο 523, αριθ. 1588, Μ.
Μαργαρίτης - Ά. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Θεωρία -
Νομολογία, 2η έκδ., 2018, Τ. I, υπό το άρθρο 523,
αριθ. 29).
Α. Η υπό κρίση από 17.3.2022
με Γ.Α.Κ. ./21.3.2022 και Ε.Α.Κ. ./21.3.2022 έφεση, στρεφομένη κατά της υπ’
αριθ. 329/2022 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εκδοθείσας κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των
διαδίκων, έχει ασκηθεί παραδεκτώς και εμπροθέσμως,
καθ’ όσον αποδεικνύεται ότι ακριβές κεκυρωμένο
αντίγραφο της ως άνω οριστικής αποφάσεως επιδόθηκε νομοτύπως με επιμέλεια του εφεσιβλήτου στην εκκαλούσα ανώνυμη τραπεζική εταιρία την
21.2.2022 (σχετ. η από 21.2.2022 επισημείωση του δικαστικού
επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών .
στο σώμα της επιδοθείσας αποφάσεως) και η υπό κρίση
έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου την 21.3.2022 (σχετ. η προαναφερόμενη έκθεση ηλεκτρονικής καταθέσεως
ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Αθηνών - άρθρα 19, 143 παρ. 1, 144 παρ. 1, 495
παρ. 1, 498, 511, 513 παρ. 1 περ. β', 516, 517, 518 παρ. 1 περ. α' ΚΠολΔ, όπως οι διατάξεις αυτές ισχύουν από 1.1.2016, κατά
τα ρητώς οριζόμενα από τη διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ενάτου παρ. 2 Ν.
4335/2015 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του ν. 4334/2015 [Α' 80]», και
εφαρμόζονται στην κρινομένη υπό στοιχείο I έφεση ως
εκ του χρόνου ασκήσεως αυτής μετά την προαναφερομένη
ημερομηνία). Πρέπει, επομένως, η κρινόμενη έφεση να γίνει τύποις
δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά το παραδεκτό και το νόμω
και ουσία βάσιμο των επιμέρους λόγων της κατά την αυτή διαδικασία (άρθρο 533
παρ. 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής
έχει καταβληθεί το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 ΚΠολΔ παράβολο (σχετ. το υπ’
αριθ. ./2022 ηλεκτρονικό παράβολο, η κατάθεση του οποίου βεβαιώνεται στην από
21.3.2022 έκθεση καταθέσεως της κρινόμενης εφέσεως).
Β. Σύμφωνα με τη διάταξη του
άρθρου 523 ΚΠολΔ, όπως η παρ. 2 αυτού αντικαταστάθηκε
με την παρ. 2 του άρθρου 16 Ν. 2915/2001 και την παρ. 2 του άρθρου 8 Ν.
3043/2002, «1. Ο εφεσίβλητος μπορεί, και αφού περάσει η προθεσμία της έφεσης,
να ασκήσει αντέφεση ως προς τα κεφάλαια της απόφασης
που προσβάλλονται με την έφεση και ως προς εκείνα που συνέχονται αναγκαστικά με
αυτά, και αν ακόμη αποδέχτηκε την απόφαση ή παραιτήθηκε από την έφεση. 2. Η αντέφεση ασκείται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο που
κατατίθεται στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και, αφού συnταχθεί έκθεση κάτω από αυτό, κοινοποιείται στον
εκκαλούντα τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης. 3. Αν η έφεση
απορριφθεί ως εκπρόθεσμη ή απαράδεκτη ή τυπικά άκυρη, απορρίπτεται και η αντέφεση, εκτός αν ασκήθηκε όσο διαρκούσε η προθεσμία της
έφεσης για τον εκκαλούντα, οπότε ισχύει ως αυτοτελής έφεση. Η παραίτηση από την
έφεση ή η απόρριψή της ως αβάσιμης δεν επηρεάζει την αντέφεση».
Αντέφεση είναι η έφεση του εφεσιβλήτου
κατά του εκκαλούντος και κατά της δια της εφέσεως προσβαλλομένης αποφάσεως, η
οποία αφορά στα με την έφεση προσβαλλόμενα ή τα αναγκαίως
συνεχόμενα με αυτά κεφάλαια και αίτημα έχει την εξαφάνιση αυτής υπέρ του εφεσιβλήτου - αντεκκαλούντος.
Πρόκειται, κατά μια άποψη (ΑΠ 368/1992 Δ. 1992 796, Ν. Κλαμαρής,
Ο κανών της άπαξ ασκήσεως των ενδίκων μέσων, 1981, σ. 339 επ.,
Κ. Μπέης, ΠολΔ, υπό το άρθρο 523, σ. 1977, Β. Βαθρακοκοίλης, όπ. π., υπό το
άρθρο 523, αριθ. 1542, Σ. Σαμουήλ, Η έφεσις κατά τον ΚΠολΔ, γ’ έκδ., 1986, σ. 138),
περί αυτοτελούς ενδίκου μέσου, ρυθμιζομένου από
προσθέτους ειδικούς κανόνες, ενώ κατ’ άλλη άποψη (ΟλΑΠ
180/1979 ΝοΒ 27 1113, ΕφΘεσ
2518/1995 ΕλλΔνη 38 1163, Στ.
Πανταζόπουλος, όπ. π., υπό
το άρθρο 523, αριθ. 2), περί ιδιομόρφου ενδίκου
βοηθήματος άμυνας και σε περιορισμένη έκταση αντεπιθέσεως, παρεπομένου
χαρακτήρα έναντι της εφέσεως του αντιδίκου. Εάν από την απόφαση βλάπτονται
αμφότεροι οι διάδικοι και έχει αυτή προσβληθεί από τον ένα από αυτούς, με την
εν λόγω διάταξη παρέχεται η δυνατότητα στον εφεσίβλητο να προσβάλει αυτήν με αντέφεση και μετά την πάροδο της προθεσμίας προς άσκηση
εφέσεως ή και την αποδοχή της προσβαλλομένης αποφάσεως ή την παραίτηση από
τυχόν ασκηθείσα έφεση (ΑΠ 1592/2006 Δ. 2007 239),
καθ’ όσον κρίνεται ανεπιεικές να. μην έχει και ο μη ασκήσας
δική του εμπρόθεσμη αυτοτελή έφεση εφεσίβλητος (προσδοκών
τη μη έκκληση της πρωτόδικης αποφάσεως) το δικαίωμα να παραπονεθεί κατά της
βλαπτικής για αυτόν διατάξεως της εκκαλουμένης αποφάσεως. Για το παραδεκτό της
ασκήσεως αντεφέσεως απαιτείται κατά νόμον η σωρευτική συνδρομή των εξής προϋποθέσεων: α)
παραδεκτή άσκηση εφέσεως, β) νομιμοποίηση και έννομο συμφέρον, γ) νομότυπη και
εμπρόθεσμη άσκηση κατά τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 523 ΚΠολΔ και δ) προσβολή μόνον των βαλλομένων δια της εφέσεως
κεφαλαίων ή των αναγκαίως συνεχομένων με αυτά. Λόγω
του παρακολουθηματικού χαρακτήρα της αντεφέσεως, ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού αυτής είναι η
ύπαρξη παραδεκτής εφέσεως. Εάν, λοιπόν, η έφεση απορριφθεί ως εκπρόθεσμη ή
απαράδεκτη ή τυπικώς άκυρη, η αντέφεση απορρίπτεται,
εκτός εάν ασκήθηκε κατά τη διάρκεια της προθεσμίας της εφέσεως για τον αντεκκαλούντα, οπότε ισχύει ως αυτοτελής έφεση (ΑΠ 173/2018
Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΕφΛαρ 318/2011 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2011 515),
υπό την προϋπόθεση ότι τηρούνται οι λοιποί όροι του παραδεκτού της τελευταίας
(άσκηση με ιδιαίτερο δικόγραφο και κατάθεση στη Γραμματεία του Δικαστηρίου),
τούτο δε ισχύει είτε η έφεση απορριφθεί ως απαράδεκτη κλπ. στο σύνολό της είτε
κατά το κεφάλαιό της, προς το οποίο συναρτάται η αντέφεση.
Εάν, αντιθέτως, η έφεση απορριφθεί ως αβάσιμη, η απόρριψη αυτή δεν ασκεί
επιρροή επί της αντεφέσεως, η οποία εξετάζεται. Αντέφεση δικαιούται να ασκήσει μόνο ο εφεσίβλητος και μόνον
κατά του εκκαλούντος, απαιτείται δε προς τούτο έννομο συμφέρον, κατά τα
οριζόμενα από τη διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ.
Περαιτέρω, «κεφάλαιο» κατά την έννοια του άρθρου 523 παρ. 1 ΚΠολΔ,
όπως άλλωστε και κατά την ταυτόσημη έννοια του άρθρ. 520 παρ. 2 ΚΠολΔ σε σχέση με τους προσθέτους λόγους της εφέσεως, είναι
κάθε οριστική διάταξη της πρωτόδικης αποφάσεως, η οποία κρίνει για το παραδεκτό
ή το βάσιμο κάθε αυτοτελούς αιτήσεως παροχής εννόμου προστασίας, η οποία
εισάγει αντιστοίχως ένα ιδιαίτερο αντικείμενο δίκης (ΑΠ 344/2020, ΑΠ 207/2017
Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 132/2004 ΝοΒ 52 1547, ΕφΑΘ 143/2012 ΕφΑΔ 2012 622),
διαφοροποιούμενο από τα λοιπά είτε ως προς το αίτημα είτε ως προς την ιστορική
βάση είτε ως προς αμφοτέρους τους οριοθετούντες αυτό
παράγοντες (Κ. Μακρίδου, Πρόσθετοι λόγοι εφέσεως κατά τον ΚΠολΔ,
2000, σ. 42 - 43). Αντιθέτως, πρόκειται για το αυτό αντικείμενο δίκης και
επομένως και για το αυτό κεφάλαιο της αποφάσεως, όταν υπάρχει ταύτιση τόσο ως
προς το αίτημα όσο και ως προς την ιστορική βάση. Ως αίτηση, πάντως, αυτοτελής
δεν νοείται οπωσδήποτε το αίτημα της διαδικαστικής πράξεως, δηλαδή δεν
πρόκειται περί ισοδυνάμων όρων, αλλά χαρακτηρίζεται ως αυτοτελής η αίτηση, η
οποία εισάγει προς κρίση στο Δικαστήριο ένα αυτοτελές και αμφισβητούμενο
δικαίωμα. Εξάλλου, «αναγκαίος συνεχόμενα» με τα εκκληθέντα
κεφάλαια της αποφάσεως είναι όσα από τα λοιπά κεφάλαιά της παρουσιάζουν προς τα
πρώτα στενή συνάφεια είτε διότι ευρίσκονται σε σχέση προδικαστικότητας
προς αυτά, δηλαδή αφορούν σε προκριματικά για την παραδοχή τους ζητήματα, είτε
διότι έχουν ως αντικείμενο δικαιώματα απορρέοντα από την αυτή ιστορική αιτία,
οπότε και δημιουργείται κίνδυνος αντίθετων ή απλώς ασυμβάτων αποφάσεων, εάν η
κρίση περιορισθεί μόνο στα εκκληθέντα κεφάλαια και
συμβεί αυτή να είναι αντίθετη προς την κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ως
προς τα λοιπά απρόσβλητα κεφάλαια της αποφάσεώς του. Δεν συνιστούν «κεφάλαια»
της αποφάσεως τα διάφορα κριθέντα νομικά και
πραγματικά ζητήματα (ΑΠ 1409/2022, ΑΠ 906/2021, ΑΠ 270/2018 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ
671/2003 ΕλλΔνη 44 1341, ΕφΑΘ
608/2022, ΕφΑΘ 410/2021 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑΘ 6935/2000 ΕλλΔνη 43 495, Β. Βαθρακοκοίλης, όπ. π., υπό το
άρθρο 523, αριθ. 1535).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο
εφεσίβλητος κατέθεσε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την από 12.7.2023
με Γ.Α.Κ. ./21.7.2023 και Ε.Α.Κ. ./21.7.2023 αντέφεση
κατά της εκκαλουμένης, κατά τα προεκτιθέμενα, υπ’
αριθ. 329/2022 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, παραπονούμενος: α) με τον πρώτο λόγο αυτής ότι το
πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο αναγνώρισε ότι οφείλεται σε αυτόν το ποσόν των
επτά χιλιάδων ΕΥΡΩ (7.000 €) ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης,
έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 1, 25
παρ. 3 του Συντάγματος, 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής
Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), 57, 59, 914 επ.,
932 ΑΚ και την εκτίμηση των αποδείξεων (παραβίαση αρχής της αναλογικότητας),
ενώ, εάν ορθώς έκρινε, έπρεπε να επιδικάσει σε αυτόν το σύνολο του ζητουμένου
με την αγωγή ποσού και β) με τον δεύτερο λόγο αυτής ότι το πρωτοβάθμιο
Δικαστήριο παρέλειψε να επιδικάσει υπέρ του - και κατά το σχετικό ρητώς
υποβληθέν αίτημά του - τόκους επιδικίας, κατά παράβαση της διατάξεως του άρθρου
346 ΑΚ, ζητεί δε για τους λόγους αυτούς την μεταρρύθμιση της εκκαλουμένης
οριστικής αποφάσεως κατά τα ως άνω κεφάλαιά της και την καθ’ ολοκληρίαν
παραδοχή της αγωγής του κατά της εκκαλούσας και ήδη αντεφεσιβλήτου
ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας. Η υπό κρίση ασκηθείσα
με ιδιαίτερο δικόγραφο αντέφεση, η οποία έχει
κατατεθεί στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, κατά τα προεκτεθέντα,
επιδόθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως στην εκκαλούσα - αντεφεσίβλητο
ανώνυμη τραπεζική εταιρία την 25.7.2023 (σχετ. η υπ’
αριθ. .Γ/25.7.2023 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας
του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο .), ήτοι σε χρόνο τριάντα ημερών
και πλέον προ της αναφερομένης στην αρχή της παρούσας ορισθείσας προς συζήτηση
της εφέσεως δικασίμου (άρθρο 523 παρ. 2 ΚΠολΔ,
δεδομένου ότι η προθεσμία υπολογίζεται σε σχέση με τη δικάσιμο, καθ’ ην
πράγματι έλαβε χώρα συζήτηση της υποθέσεως, είτε πρόκειται για την αρχική
δικάσιμο της εφέσεως είτε τη μετ’ αναβολή είτε τη μετά ματαίωση δικάσιμο), οι
δε λόγοι αυτής τυγχάνουν παραδεκτοί και πλήρως ορισμένοι και αφορούν ο μεν
πρώτος σε κεφάλαιο της εκκαλουμένης οριστικής αποφάσεως, το οποίο έχει
προσβληθεί με την υπό κρίση έφεση, ήτοι στο ύψος της επιδικασθείσας χρηματικής
ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης (τρίτος λόγος εφέσεως, με τον οποίο αποδίδεται
στην εκκαλουμένη οριστική απόφαση παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας δια
της επιδικάσεως για την ως άνω αιτία του ποσού των επτά χιλιάδων ΕΥΡΩ [7.000
€]), ο δε δεύτερος περί μη επιδικάσεως τόκων επιδικίας (κατά παράλειψη
απαντήσεως σε ρητώς υποβληθέν αγωγικό αίτημα) αφορά
σε κεφάλαιο αναγκαίως συνεχόμενο με το εκκληθέν (με τους πρώτο και τρίτο λόγους εφέσεως) κεφάλαιο
της ως άνω απαιτήσεως, αδιαφόρως του εάν η ίδια η εκκαλούσα ανώνυμη τραπεζική
εταιρία δεν παραπονείται με ειδικό λόγο εφέσεως για το κεφάλαιο των τόκων, αλλά
μόνο για την διάγνωση της υποχρεώσεως αυτής προς καταβολή του κεφαλαίου της
απαιτήσεως (εν προκειμένω χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης) και το
ύψος αυτής, αλλά όχι και για το παρεπόμενο κεφάλαιο των τόκων της εις βάρος της
επιδικασθείσας απαιτήσεως, όπως πράγματι θα ώφειλε
στο πλαίσιο εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 520 ΚΠολΔ,
εάν υπήρχε ειδικό παράπονο αυτής ως προς το παρεπόμενο της κυρίας απαιτήσεως
κεφάλαιο των τυχόν επιδικασθέντων εις βάρος της τόκων (περί του ότι επί αντεφέσεως το κεφάλαιο των τόκων αποτελεί αναγκαίως συνεχόμενο κεφάλαιο με το εκκληθέν
κεφάλαιο της επιδικαζόμενης απαιτήσεως, καθ’ όσον αξίωση τόκων δεν δύναται να
υπάρχει χωρίς αξίωση προς καταβολή κεφαλαίου: ΑΠ 1322/2018, ΑΠ 1449/2014, ΑΠ
1116/2013 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1563/1990 ΕΕΝ 1991 668, ΜονΕφΑΘ
4629/2021 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», Στ. Πανταζόπουλος,
όπ. π., υπό το άρθρο 523, αριθ. 19, Β. ΒαΘρακοκοίλης, όπ. π., υπό το
άρθρο 523, αριθ. 1649, Μ. Μαργαρίτης - Μ. Μαργαρίτη, όπ.
π., υπό το άρθρο 523, αριθ. 16, Σ. Σαμουήλ, όπ. π.,
υπό τον αριθ. 457, ενώ κατ’ άλλη άποψη πρόκειται περί ενιαίου κεφαλαίου με την
απαίτηση και όχι περί αναγκαίως συνεχομένου με το εκκληθέν κεφάλαιο της απαιτήσεως: ΑΠ 165/1974 ΝοΒ 1974 1052), απορριπτομένου
για το λόγο αυτό ως αβασίμου του ισχυρισμού της εκκαλούσας - αντεφεσιβλήτου ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας περί
απαραδέκτου του δευτέρου λόγου της υπό κρίση αντεφέσεως.
Μετά ταύτα, η τελευταία πρέπει να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί ως προς
τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα αμφοτέρων των λόγων της κατά την αυτή
διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), με την
επισήμανση ότι δεν απαιτείται για το παραδεκτό αυτής η καταβολή του προβλεπομένου από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 ΚΠολΔ παράβολου, διότι η τελευταία αναφέρεται αποκλειστικώς
στα ένδικα μέσα της εφέσεως, της αναιρέσεως και της αναψηλαφήσεως και όχι στην αντέφεση, ανεξαρτήτως του εάν αυτή αποτελεί ιδιαίτερο
ένδικο μέσο ή όχι.
Ο ενάγων ισχυρίσθηκε με την
από 10.8.2020 με Γ.Α.Κ. ./13.8.2020 και Ε.Α.Κ. ./13.8.2020 αγωγή ενώπιον του
Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ότι τυγχάνει εν ενεργεία δικαστικός λειτουργός
(Πρωτόδικης, ήδη Πρόεδρος Πρωτοδικών Δ.Δ., υπηρετών στο Διοικητικό Πρωτοδικείο
Πειραιώς), έλκων την καταγωγή του από την Κυπαρισσία Τριφυλίας Μεσσηνίας. Ότι
περί τις αρχές Μαΐου του έτους 2018 προς μεγάλη έκπληξή του έλαβε την
ενσωματωμένη στο αγωγικό δικόγραφο από 18.4.2018
επιστολή της εναγομένης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας (και
συγκεκριμένα από τη Διεύθυνση Παρακολουθήσεως Καθυστερήσεων αυτής), με την
οποία, σε συνέχεια μάλιστα προηγουμένης επιστολής, «υπενθύμιζε» σε αυτόν ότι
είχε δήθεν καθυστερήσει την εξόφληση οφειλής απαιτήσεως από δάνειο, την
εκπλήρωση του οποίου αυτός είχε εγγυηθεί. Ότι ο ίδιος ουδέποτε είχε καταρτίσει
οιαδήποτε σύμβαση με την εναγομένη ανώνυμη τραπεζική
εταιρία, από την οποία θα ήταν δυνατόν να απορρέει οιαδήποτε οφειλή του, και
ουδέποτε στο παρελθόν είχε λάβει επιστολή με το ως άνω περιεχόμενο, απλώς δε
διατηρούσε στην εναγομένη ανώνυμο τραπεζική εταιρία
ένα απλό καταθετικό λογαριασμό, ο οποίος ήταν από
ετών ανενεργός. Ότι έσπευσε αμέσως στο υποκατάστημα Κυπαρισσίας της εναγομένης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, όπου διατηρούσε
τον προαναφερόμενο από ετών ανενεργό τραπεζικό λογαριασμό, προκειμένου να
ζητήσει εξηγήσεις αναφορικάς με την παρουσίασή του ως
δανειολήπτη, περιαχθέντος μάλιστα σε καθεστώς «μη συνεργασίμου» τελούντος σε
υπερημερία οφειλέτη. Ότι η δεχθείσα τα παράπονά του υπάλληλος του ως άνω υποκαταστήματος
(με το επώνυμο Κυριακοπούλου) αρχικός δεν παρέσχε σε αυτόν οποιαδήποτε
απάντηση, πλην όμως μετά την εκ μέρους του ανακάλυψη (εξ αφορμής συναλλαγής του
με άλλο πιστωτικό ίδρυμα) ότι τα στοιχεία του έχουν καταχωρισθεί στα
ηλεκτρονικά συστήματα της ανώνυμης εταιρίας υπό την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΙΚΑ
ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε.» η ως άνω υπάλληλος, αφού ερεύνησε τα
παράπονά του, τον ενημέρωσε ότι δεν τυγχάνει οφειλέτης της τράπεζας και
χορήγησε σε αυτόν την υπογραφομένη από την ίδια υπ’ αριθ. ./4.5.2018 επιστολή,
στην οποία αναφέρεται ότι «...σας γνωρίζουμε ότι δεν έχετε υπογράψει ως
εγγυητής στην υπ’ αρ. ./2003 σύμβαση ανοικτού
αλληλόχρεου λογαριασμού επ’ ονόματι ...». Ότι ο .
είναι ο αδελφός του, ο οποίος ουδέποτε είχε ζητήσει από αυτόν να υπογράψει ως
εγγυητής στην ως άνω σύμβαση παροχής πιστώσεως δι’ ανοικτού αλληλοχρέου
λογαριασμού. Ότι η ως άνω υπάλληλος της εναγομένης
ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, αντί να ενεργήσει τα δέοντα προς διαγραφή των
στοιχείων του από τα ηλεκτρονικά συστήματα της ανώνυμης εταιρίας υπό την
επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε.», υποχρέωσε αυτόν να
προβεί στις αναγκαίες σχετικές ενέργειες,· Ότι πράγματι την 11.5.2018 κατέθεσε
σχετική αίτηση προς την ανώνυμη εταιρία υπό την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε.», η οποία καταχωρίσθηκε με αριθμό πρωτοκόλλου
./11.5.2018, πλην όμως ενημερώθηκε από τους αρμοδίους υπαλλήλους της τελευταίας
ότι αφ’ ενός μεν η διαδικασία (κατάθεση αιτήσεως από τον ίδιο τον φερόμενο ως
οφειλέτη) δεν ήταν η ορθή, αφ’ ετέρου δε το περιεχόμενο της ως άνω από 4.5.2018
επιστολής ήταν ανεπαρκές για τη ζητουμένη διαγραφή,
γεγονός, το οποίο η εναγομένη ανώνυμη τραπεζική
εταιρία ασφαλώς γνώριζε στο πλαίσιο της συνήθους λειτουργίας της. Ότι την
24.5.2018 απευθύνθηκε σε δικηγόρο και κατέθεσε αίτηση προς το ως άνω
υποκατάστημα της εναγομένης ανώνυμης τραπεζικής
εταιρίας, με την οποία ζητούσε την άμεση (με ενέργειες της τελευταίας) διαγραφή
του από τα ηλεκτρονικά συστήματα της ανώνυμης εταιρίας υπό την επωνυμία
«ΤΡΑΠΕΖΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε.», ενώ την 11.6.2018 κατέθεσε
προς το ως άνω υποκατάστημα νέα (δεύτερη) αίτηση, με την οποία ζήτησε τη
χορήγηση αντιγράφων όλων των δανειακών συμβάσεων οιασδήποτε μορφής, τις οποίες
υποτίθεται ότι αυτός είχε υπογράψει υπό οποιαδήποτε ιδιότητα (πρωτοφειλέτη ή εγγυητή), ως και αντιγράφων όλων των
ενημερωτικών επιστολών της εναγομένης ανώνυμης
εταιρίας σχετικώς με τις δήθεν οφειλές του. Ότι, αντί να λάβει τα ως άνω
έγγραφα και παρά την προφορική διαβεβαίωση του διευθυντή του ως άνω
υποκαταστήματος ότι όλα τα απαραίτητα προς διαγραφή του έγγραφα έχουν
διαβιβασθεί στην ανώνυμη εταιρία υπό την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε.» και ότι επέκειτο η τακτοποίηση του θέματός του, την
20.6.2018 έλαβε δεύτερη επιστολή από τη Διεύθυνση Παρακολουθήσεως Καθυστερήσεων
της εναγομένης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, με την
οποία ενημερώθηκε ότι είχε πλέον κατηγοριοποιηθεί ως «μη συνεργάσιμος
δανειολήπτης», ως και ότι η εναγομένη ανώνυμη
τραπεζική εταιρία είχε πλέον το δικαίωμα να προχωρήσει σε καταγγελία των
συμβάσεων, από τις οποίες απέρρεε η υποτιθεμένη οφειλή του. Ότι κατόπιν της
εξελίξεως αυτής κοινοποίησε αυθημερόν (20.6.2018) στην εναγομένη
ανώνυμη τραπεζική εταιρία εξώδικη απάντηση - δήλωση - διαμαρτυρία, με την οποία
διαμαρτυρήθηκε εντόνως για τη διάδοση ανακριβών ειδήσεων αναφορικώς με το
πρόσωπό του και ζήτησε άμεση αποκατάσταση της αλήθειας με ταυτόχρονη διαγραφή
κάθε αρχείου τηρήσεως δυσμενών στοιχείων σχετικώς με την συναλλακτική του
αξιοπιστία. Ότι σε απάντηση της ως άνω εξώδικης δηλώσεως η εναγομένη
ανώνυμη τραπεζική εταιρία απέστειλε σε αυτόν την υπ’ αριθ. ./23.7.2018
επιστολή, με την οποία ενημέρωνε αυτόν ότι είχε ήδη χορηγηθεί η υπ’ αριθ.
./4.5.2018 επιστολή της (η οποία αφορούσε στην υπ’ αριθ. ./2003 σύμβαση
ανοικτού αλληλοχρέου λογαριασμού με κύριο οφειλέτη -
πιστούχο τον .) και ότι λαμβάνουν χώρα οι αναγκαίες ενέργειες προς διευθέτηση
της υποθέσεώς του. Ότι παραλλήλως την 30.5.2018 είχε αποστείλει αίτημα προς την
ανώνυμη εταιρία υπό την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Α.Ε.», με το οποίο ζητούσε αναλυτική αναφορά επί του συνόλου των τηρουμένων στο
αρχείο της δεδομένων ως προς το πρόσωπό του. Ότι επί του ως άνω αιτήματος του
έλαβε το από 25.6.2018 ενημερωτικό έγγραφο της ανώνυμης εταιρίας υπό την
επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε.» με τίτλο «ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ
ΑΝΑΦΟΡΑ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟ 30/5/2018 ΑΙΤΗΣΗ ΣΑΣ», στο οποίο
απεικονίζεται η καταχώρισή του ως δήθεν εγγυητή σε ρυθμισμένο επιχειρηματικό
δάνειο, χορηγηθέν από την εναγομένη
ανώνυμη τραπεζική εταιρία, με κωδικό δανείου ., με ημερομηνία εγκρίσεως δανείου
22.3.2014, ημερομηνία ρυθμίσεως αυτού 29.5.2017, συνολικού ύψους δεκαέξι
χιλιάδων εννιακοσίων σαράντα ενός ΕΥΡΩ και δέκα λεπτών (16.941,10 €), το μείζον
μέρος του οποίου ήταν, κατά το έγγραφο αυτό, σε καθυστέρηση. Ότι κατόπιν της
εξελίξεως αυτής (λαμβανομένου υπόψη ότι η καταχώρισή του στα ηλεκτρονικά
συστήματα της ανώνυμης εταιρίας υπό
την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε.» με τίτλο «ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ
ΑΝΑΦΟΡΑ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟ 30/5/2018 ΑΙΤΗΣΗ ΣΑΣ» ήταν διαφορετική
εκείνης, στην οποία αφορούσε η υπ’ αριθ. ./4.5.2018 επιστολή), την 30.10.2008
κοινοποίησε νέα εξώδικη δήλωση - διαμαρτυρία στην εναγομένη
ανώνυμη τραπεζική εταιρία, με την οποία ζήτησε εκ νέου την διαγραφή των
στοιχείων του από τα ηλεκτρονικά συστήματα της ανώνυμης εταιρίας υπό την
επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε.» και να ενημερωθεί
εγγράφως για την ολοκλήρωση της διαδικασίας αυτής, ως και να αποσταλεί έγγραφο
της τράπεζας, στο οποίο βεβαιώνεται ότι ουδέποτε έχει υπογράψει σύμβαση μαζί
της, άλλως να του αποσταλούν αντίγραφα των σχετικών συμβάσεων, πλην όμως η εναγομένη ανώνυμη τραπεζική εταιρία ουδέν έπραξε. Ότι την
6.12.2018 απευθύνθηκε στον Συνήγορο του Καταναλωτή με το υπ’ αριθ. πρωτ. ./6.12.2019 έγγραφο, με το οποίο ζήτησε την παρέμβασή
του, μετά δε από σειρά επιστολών μεταξύ του Συνηγόρου του Καταναλωτή και της εναγομένης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας την 17.1.2019 έλαβε
επιστολή της τελευταίας, στην οποία απλώς αναγράφεται αορίστως ότι ο ίδιος «δεν
ενέχεται στην επίμαχη οφειλή», ενώ την 14.1.2019 έλαβε επιστολή της ανώνυμης
εταιρίας υπό την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε.», με
την οποία γνωστοποιήθηκε σε αυτόν ότι έλαβε χώρα διαγραφή της καταχωρίσεως του
ονόματος αυτού ως «δυστροπούντος οφειλέτη» και «μη συνεργασίμου»
δανειολήπτη «επιχειρηματικού» δανείου από τα αρχεία των συστημάτων της. Ότι την
10.5.2019 η πληρεξούσια δικηγόρος του έλαβε πρόσκληση μέσω ηλεκτρονικού
ταχυδρομείου να μεταβεί στο υποκατάστημα Κυπαρισσίας, προκειμένου να «κλείσει η
υπόθεση», πλην όμως η σχετική επιδειχθείσα στην δικηγόρο του επιστολή ήταν
εντελώς αόριστη και απλώς δόθηκε από τον διευθυντή του υποκαταστήματος υπόσχεση
εξετάσεως της υποθέσεως. Ότι την 26.6.2019 έλαβε νέα επιστολή της εναγομένης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, με την οποία
κλήθηκε να υπογράψει, επί σκοπώ διευθετήσεως του ζητήματος, δήλωση, με την
οποία αναγνωρίζει χωρίς επιφύλαξη ότι αυτή (εναγομένη
ανώνυμη τραπεζική εταιρία) ουδεμία ευθύνη φέρει για την ταλαιπωρία και τη
δυσφήμησή του στο καταναλωτικό κοινό και τις αρμόδιες ελεγκτικές και διωκτικές
αρχές και ουδεμία αξίωση έχει ή θα ασκήσει στο μέλλον εναντίον της για την
αιτία αυτή, όμοια δε πρόσκληση με το αυτό περιεχόμενο έλαβε και την 26.6.2019,
την οποία ομοίως αρνήθηκε να υπογράψει. Ότι συνεπεία της παράνομης και υπαίτιας
συμπεριφοράς των αρμοδίων υπαλλήλων της εναγομένης
ανώνυμης εταιρίας έχει υποστεί προσβολή της προσωπικότητάς του εντεύθεν ηθική
βλάβη, κατά τα αναλυτικός εκτιθέμενα στο δικόγραφο της αγωγής, για την
αποκατάσταση της οποίας δικαιούται ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης
το ποσόν των εκατό χιλιάδων ΕΥΡΩ (100.000 €), και επιπλέον το ποσόν των είκοσι
χιλιάδων ΕΥΡΩ (20.000 €) ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης λόγω
παραβιάσεως των προσωπικών του δεδομένων κατά τις διατάξεις του Ν. 4624/2019.
Βάσει του ιστορικού αυτού, ο ενάγων ζήτησε, κατόπιν παραδεκτού με τις προτάσεις
εν συνόλω περιορισμού του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό
σε αναγνωριστικό (άρθρα 223, 294, 295 παρ. 1 εδ. β'
και 297 ΚΠολΔ), να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη ανώνυμη τραπεζική εταιρία υποχρεούται να του
καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση (λόγω ηθικής βλάβης συνεπεία: α. προσβολής
της προσωπικότητας αυτού και β. παραβάσεως των διατάξεων του Ν. 4624/2019 περί
προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα) το συνολικό ποσόν των (100.000 € +
20.000 €=) εκατόν είκοσι χιλιάδων ΕΥΡΩ (120.000 €),
εντόκως νομίμως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρις/ολοσχερούς
εξοφλήσεως, ως και να καταδικασθεί αυτή/σε καταβολή της εν γένει δικαστικής του
δαπάνης.
Επί της εν λόγω αγωγής
εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων η υπ’ αριθ. 329/2022 οριστική απόφαση του
Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τακτική Διαδικασία), με την οποία αυτή έγινε εν
μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν, αναγνωρίσθηκε
ότι η εναγομένη ανώνυμη τραπεζική εταιρία υποχρεούται
να καταβάλει για την ως άνω αιτία στον ενάγοντα το ποσόν των επτά χιλιάδων ΕΥΡΩ
(7.000 €) και επιβλήθηκε στην εναγομένη ανώνυμη
τραπεζική εταιρία μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, ποσού πεντακοσίων
ΕΥΡΩ (500 €), λόγω της μερικής νίκης και μερικής ήττας εκάστου διαδίκου (άρθρο
178 παρ. 1 ΚΠολΔ). Κατά της ως άνω οριστικής
αποφάσεως παραπονούνται: α) η εκκαλούσα ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την απευθυνομένη κατά του ενάγοντος από 17.3.2022 με Γ.Α.Κ.
./21.3.2022 και Ε.Α.Κ. ./21.3.2022 έφεση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή
του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνιση της
εκκαλουμένης οριστικής αποφάσεως, προκειμένου να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η
κατ’ αυτής από 10.8.2020 με Γ.Α.Κ. ./13.8.2020 και Ε.Α.Κ. ./13.8.2020 αγωγή, ως
και να καταδικασθεί ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος σε καταβολή της εν γένει
δικαστικής της δαπάνης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας και β) ο ενάγων και
εφεσίβλητος στην από 17.3.2022 με Γ.Α.Κ. ./21.3.2022 και Ε.Α.Κ. ./21.3.2022
έφεση με την απευθυνομένη κατά της εκκαλούσας στην
αμέσως προαναφερομένη έφεση ανώνυμης τραπεζικής
εταιρίας από 12.7.2023 με Γ.Α.Κ. ./21.7.2023 και Ε.Α.Κ. ./21.7.2023 αντέφεση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και
πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε ομοίως την εξαφάνιση της
εκκαλουμένης οριστικής αποφάσεως, προκειμένου να μεταρρυθμισθεί αυτή κατά το
δι’ αυτής προσβαλλόμενο κεφάλαιο της χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής
βλάβης και το αναγκαίως μετ’ αυτού συνεχόμενο
κεφάλαιο των τόκων και να γίνει καθ’ ολοκληρίαν δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν η ως άνω υπό κρίση αγωγή, ως και να καταδικασθεί η
εκκαλούσα και ήδη αντεφεσίβλητος ανώνυμη τραπεζική
εταιρία σε καταβολή της εν γένει δικαστικής του δαπάνης αμφοτέρων των βαθμών
δικαιοδοσίας.
I. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 57 εδ.
α' και γ' ΑΚ «Όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα
να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον...Αξίωση
αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται». Ως
«προσβολή της προσωπικότητας» θεωρείται κάθε διατάραξη από πράξεις τρίτων των
επιμέρους εκφάνσεων αυτής, όπως είναι η εικόνα του προσώπου, η τιμή, η υπόληψη,
το απόρρητο της ιδιωτικής ζωής, η πίστη, το επάγγελμα, η ελευθερία αναπτύξεως
επαγγελματικής, οικονομικής και επιστημονικής δραστηριότητας (ΑΠ 1017/2022, ΑΠ
611/2019, ΑΠ 726/2015, ΑΠ 69/2013, ΑΠ 1279/2011 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). «Παράνομη»
είναι η προσβολή της προσωπικότητας, όταν η βλαπτική συμπεριφορά του τρίτου
αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου ο οποίος προστατεύει
δικαίωμα ή συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, δύναται δε να συνίσταται σε
θετική ενέργεια ή παράλειψη οφειλομένης ενεργείας από
διάταξη νόμου ή από προηγούμενη συμπεριφορά του δράστη ή από υπάρχουσα έννομη
σχέση μεταξύ αυτών ή από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη,
το δε στοιχείο του «παρανόμου» υφίσταται και όταν ο δράστης ασκεί δικαίωμα, το
οποίο όμως είναι ελάσσονος σημασίας από πλευράς εννόμου τάξεως ή ασκείται υπό
περιστάσεις, οι οποίες καθιστούν καταχρηστική την άσκησή του (ΑΠ 129/2020, ΑΠ
1587/2017, ΑΠ 1354/2015, ΕφΠειρ 33/2021 Τ.Ν.Π.
«ΝΟΜΟΣ»). Η αξίωση άρσεως της προσβολής και της παραλείψεως αυτής στο μέλλον
δεν προϋποθέτει υπαιτιότητα του προσβολέα
(αντικειμενική ευθύνη). Εάν όμως ζητείται η ικανοποίηση της προκληθείσας ηθικής
βλάβης, η επίκληση και απόδειξη παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς, επαγομένης
προσβολή της προσωπικότητας, είναι απαραίτητη, τούτο δε ρητώς προβλέπεται όχι
μόνο στην προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 57 εδ. γ'
ΑΚ (η οποία παραπέμπει στις περί αδικοπραξιών διατάξεις), αλλά και στη διάταξη
του άρθρου 59 ΑΚ, η οποία ορίζει ότι «Στις περιπτώσεις των δύο προηγουμένων
άρθρων το δικαστήριο με απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει
προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να
καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει
προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε
δημοσίευμα, ή σεοτιδήποτε επιβάλλεται από τις
περιστάσεις», και η οποία, κατά την κρατούσα στη νομολογία άποψη (ΑΠ 1017/2022,
ΑΠ 158/2020, ΑΠ 149/2020, ΑΠ 718/2017 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 8/2008 ΧρΙδΔ 2008 509, ΑΠ 408/2007 ΕλλΔνη
49 201, ΑΠ 1987/2007 ΕλλΔνη 48 500, ΑΠ 1897/2006 ΕλλΔνη 47 861), ομοίως απαιτεί πταίσμα. Η επιδίκαση
χρηματικής ικανοποιήσεως προϋποθέτει σημαντική προσβολή. Ο Δικαστής οφείλει να
συνεκτιμήσει όλα τα συνωδά περιστατικά και ιδίως την
έκφανση της προσβληθείσας προσωπικότητας, τη βαρύτητα
της προσβολής, την υπαιτιότητα και το βαθμό της, τον τόπο, χρόνο και διάρκεια
της προσβολής, το επάγγελμα, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του προσβληθέντος,
την περιουσιακή κατάσταση και τις συνθήκες ζωής των μερών, την τυχόν
δημοσιότητα κλπ., χωρίς να απαιτείται ειδική αιτιολόγηση ενός εκάστου επιμέρους
στοιχείου (ΑΠ 917/2022, ΑΠ 392/2022, ΑΠ 170/2020 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Η χρηματική
ικανοποίηση πρέπει να είναι «εύλογη» και λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό
της και η αρχή της αναλογικότητας (ΟλΑΠ 9/2015 ΧρΙδΔ 2015 575, ΑΠ 1488/2022, ΑΠ 548/2021, ΑΠ 368/2021, ΑΠ
184/2021, ΑΠ 298/2019, ΑΠ 90/2017, 159/2017, ΑΠ 302/2016 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»), Η εν
λόγω αρχή συνάγεται προεχόντως από τις διατάξεις του
άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος («Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του
ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας») και του άρθρου 25
παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το Ψήφισμα της 6.4.2001
(«Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και
η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα
τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και
αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύου
και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους
περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά,
πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον
υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας»).
Κατά την αληθή έννοια των διατάξεων αυτών, προσδόθηκε ρητώς στην αρχή της
αναλογικότητας «συνταγματική υφή», ούτως ώστε στο πλαίσιο του κράτους δικαίου η
απόλαυση των ατομικών δικαιωμάτων ενός προσώπου να μην περιορίζεται ούτε από
την κρατική εξουσία ούτε από τη δικαιοδοτική λειτουργία περισσότερο από όσο
είναι αναγκαίο για την προστασία είτε των δημοσίων συμφερόντων είτε των ατομικών
δικαιωμάτων άλλων προσώπων. Ειδικότερα, όταν τα δικαστήρια επιλαμβάνονται
ιδιωτικών διαφορών, οφείλουν να εφαρμόζουν τις προσήκουσες διατάξεις
ουσιαστικού δικαίου υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας. Δηλαδή, πρέπει
να επιλύουν τις ιδιωτικές διαφορές εξασφαλίζοντας δίκαιη ισορροπία μεταξύ των
αντιτιθεμένων συμφερόντων, χάριν της αποτελεσματικής προστασίας των εκατέρωθεν
θεμελιωδών δικαιωμάτων. Τούτο σημαίνει ότι το είδος ή τα μέσα του δικαστικού
καταναγκασμού και οι έννομες συνέπειες, οι οποίες επέρχονται υπέρ του
δικαιούχου ή εις βάρος του υποχρέου, πρέπει να είναι:
α) πρόσφορα, ήτοι απολύτως κατάλληλα για την πραγμάτωση του επιδιωκομένου
σκοπού, β) αναγκαία, ήτοι να τηρούν το μέτρο εν σχέσει
προς άλλα, δυνάμενα να ληφθούν μέσα δικαστικού καταναγκασμού, το οποίο επιφέρει
τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό των δικαιωμάτων του διαδίκου, εις βάρος του
οποίου απαγγέλλονται και γ) αναλογικά, ήτοι να τελούν σε ανεκτή σχέση με τον
επιδιωκόμενο σκοπό, προκειμένου η ωφέλεια, την οποία επιφέρουν στον δικαιούχο, να
μην υπολείπεται της προκαλουμένης στον υπόχρεο βλάβης. Η εκ μέρους του
δικαστηρίου της ουσίας παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, η οποία
εκδηλώνεται με την εκ μέρους αυτού υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής
του ευχέρειας, όπου αυτή προβλέπεται, ελέγχεται ευθέως ως αναιρετική πλημμέλεια
κατά τις διατάξεις των αριθ. 1 ή/και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ
(ΟλΑΠ 9/2022, ΟλΑΠ 9/2015,
ΑΠ 1488/2022, ΑΠ 909/2022, ΑΠ 298/2019 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Επομένως, κατά τον
προσδιορισμό της οφειλομένης χρηματικής ικανοποιήσεως
λόγω ηθικής βλάβης, η οποία επήλθε στον παθόντα από την παράνομη και υπαίτια
συμπεριφορά ενός άλλου προσώπου, η αποκατάσταση της ηθικής βλάβης πρέπει να
αποσκοπεί στην εξασφάλιση επαρκούς ανακουφίσεως του παθόντος από το
συναισθηματικό βάρος, το οποίο προκλήθηκε σε αυτόν από την εν λόγω συμπεριφορά,
ανεξαρτήτως της τυχόν προκληθείσας περιουσιακής ζημίας. Παραλλήλως, όμως, η
αποκατάσταση αυτή πρέπει να οριοθετείται από το κατά
την αντικειμενική κρίση του Δικαστηρίου «εύλογο» μέτρο, με σκοπό την αποτροπή
της εμπορευματοποιήσεως της προσβληθείσας ηθικής
αξίας και τη μη συρρίκνωσή της, αλλά και την αποφυγή της υπέρμετρης επεκτάσεως
του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως, με αφορμή ακριβώς το γεγονός ότι
πρόκειται περί «ηθικής» βλάβης, ήτοι τοιαύτης φύσεως, η οποία, ενώ δεν δύναται
να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα, είναι ευεπίφορη σε υποκειμενική στάθμιση. Η
εκ μέρους του δικαστηρίου αναζήτηση του ποσού, το οποίο, στην εκάστοτε
συγκεκριμένη περίπτωση, πρέπει να θεωρηθεί «εύλογο» ως χρηματική ικανοποίηση
της ηθικής βλάβης συγκεκριμένου προσώπου, χωρεί με τη συνεκτίμηση μιας σειράς
περιστάσεων, όπως οι προαναφερόμενες, οι οποίες, χωρίς να είναι αναγκαίο να
προβληθούν μια προς μια από τους διαδίκους, προκύπτουν από το σύνολο των
προσκομιζόμενων εκ μέρους τους αποδεικτικών στοιχείων. Οι περιστάσεις αυτές
πρέπει να οδηγήσουν το δικαστήριο στο σχηματισμό της κρίσεως περί το «εύλογο»
της χρηματικής ικανοποιήσεως, την οποία αυτό πρέπει να επιδικάσει, με χρήση της
παρεχόμενης από το νόμο διακριτικής ευχέρειας. Κατά τη χρήση, όμως, της
ευχέρειας αυτής, το δικαστήριο δεν έχει εξουσία να κινηθεί ανελέγκτως,
υπακούοντας μόνο στις υποκειμενικές αντιλήψεις του δικάζοντας δικαστή, αλλά
οφείλει να εφαρμόζει το μέτρο, το οποίο αντικειμενικώς θα εφάρμοζε και ο
νομοθέτης, εάν ο ίδιος έθετε τον κανόνα αποκαταστάσεως της ηθικής βλάβης στη
συγκεκριμένη περίπτωση, συμφώνως προς την αρχή της αναλογικότητας. Κατά
συνέπεια, η ως προς το «εύλογο» κρίση του δικαστηρίου της ουσίας δεν πρέπει να
υπερβαίνει τα όρια, τα οποία, συμφώνως προς τις κατ’ ιδίαν περιστάσεις (ως προς
τις οποίες και μόνον οι παραδοχές του παραμένουν αναιρετικός ανέλεγκτες), διαπιστώνονται
σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής και την περί δικαίου
συνείδηση του μέσου κοινωνικού ανθρώπου σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως τα
όρια αυτά αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Η υπέρβαση των
κατά τα ανωτέρω ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου της
ουσίας ελέγχεται αναιρετικός για ευθεία ή εκ πλαγίου παράβαση κανόνα δικαίου
(άρθρο 559 αριθ. 1 και/ή 19 ΚΠολΔ). Και τούτο, διότι
μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή ένα υπερμέτρως μεγάλο
ποσόν, ως δήθεν εύλογο, κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς
αποκατάσταση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης, ευτελίζει στην πρώτη
περίπτωση (καθ’ όσον αφορά στον δικαιούχο - παθόντα) τον σεβασμό της αξίας του
ανθρώπου και στη δεύτερη περίπτωση (καθ’ όσον αφορά στον υπόχρεο) το επί της
περιουσίας δικαίωμά του, καθ’ όσον το δικαστήριο, επεμβαίνοντας στη μεταξύ
ιδιωτών διαφορά, πρέπει να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των αντιτιθεμένων
συμφερόντων, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων (ΟλΑΠ 10/2017, ΑΠ 723/2022, ΑΠ 34/2022, ΑΠ 65/2019, ΑΠ
132/2019, ΑΠ 142/2019, ΑΠ 414/2019, ΑΠ 553/2019 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Τέλος, για το
κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ ορισμένο
της αγωγής, με την οποία ζητείται η επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω
ηθικής βλάβης κατά τις διατάξεις των άρθρων 57 και 59 ΑΚ, αρκεί να αναφέρεται
το είδος της προσβολής, η παράνομη πράξη, η οποία την προκάλεσε, η υπαιτιότητα
του προσβαλόντος και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της
παράνομης και υπαίτιας προσβολής και του επελθόντος
βλαπτικού αποτελέσματος, ενώ δεν απαιτείται αναφορά άλλων ειδικότερων
προσδιορισμών, όπως η έκταση της βλάβης, η βαρύτητα του πταίσματος και οι
λοιπές συνθήκες, όπως η περιουσιακή κατάσταση των μερών, η κοινωνική τους θέση,
οι προσωπικές σχέσεις τους ή ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως, διότι τα
στοιχεία αυτά είτε ανάγονται στην ιστορική βάση της αγωγής είτε αποτελούν
περιστατικά, τα οποία λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό του ευλόγου χρηματικού ποσού για την ικανοποίηση του παθόντος
(ΑΠ 163/2022 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 638/2019 ΧρΙδΔ 2020
193, ΑΠ 565/2018 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1046/2011 ΕΠΙΔΙΚΙΑ 2013 50, ΑΠ 1189/2009 ΝοΒ 57 2402, ΕφΘεσ 2116/2020
Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΕφΘεσ 2356/2019 Αρμ. 2019 842).
II. Η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ ορίζει ότι «όποιος ζημιώσει
άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει», κατά δε τη
διάταξη του άρθρου 932 του ίδιου Κώδικα «σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα
από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να
επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.
Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της
αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του...». Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό
με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 ΑΚ, σαφώς συνάγεται ότι προϋποθέσεις
γενέσεως ευθύνης προς αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από
αδικοπραξία είναι: α) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), β) παράνομος
χαρακτήρας της πράξεως ή της παραλείψεως, γ) υπαιτιότητα, δ) ζημία και ε)
πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημιογόνου συμπεριφοράς (ήτοι του «νομίμου λόγου ευθύνης») και του επελθόντος
ζημιογόνου αποτελέσματος (ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 8/2018, ΑΠ 1182/2021, ΑΠ 75/2020, ΑΠ 1/2019 Τ.Ν.Π.
«ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1572/2014, ΑΠ 1361/2013 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α., ΕφΑθ
6675/2014 ΕλλΔνη 57 802). Ως «ανθρώπινη συμπεριφορά»
νοείται η εκούσια εξωτερική κοινωνική συμπεριφορά ανθρώπου και όχι οι
καταστάσεις του εσωτερικού του κόσμου ή οι οφειλόμενες σε άσκηση επ’ αυτού
ακαταμάχητης δυνάμεως ή σε καταστάσεις ελλείψεως συνειδήσεως ή σε άλογες
ενέργειες ζώων, δύναται δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε πράξη ή
παράλειψη. Ευθύνη από παράλειψη δημιουργείται, όταν υπάρχει ιδιαίτερη νομική
υποχρέωση προφυλάξεως του προσβληθέντος δικαιώματος ή
συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος, τούτο δε συμβαίνει,
όταν υφίσταται από το νόμο ή από δικαιοπραξία ή από την καλή πίστη κατά την
κρατούσα κοινωνική αντίληψη και το γενικό πνεύμα του δικαίου υποχρέωση
προστασίας, ειδικότερα δε όταν ο ζημιώσας με
προηγουμένη πράξη του δημιούργησε κατάσταση επικινδυνότητας, χωρίς να έχει
λάβει τα αναγκαία μέτρα αποτροπής του κινδύνου (ΑΠ 449/2014, ΑΠ 1736/2013
Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α.). «Παράνομη» είναι, κατ’ αρχήν, η συμπεριφορά, η οποία αντίκειται
σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου ΚΟΛ προσβάλλει τα προστατευόμενα
δικαιώματα ή συμφέροντα άλλου, ο δε παράνομος χαρακτήρας της πράξεως ή της
παραλείψεως κρίνεται βάσει του ισχύοντος κατά το χρόνο συντελέσεώς της νομικού
καθεστώτος. Το στοιχείο του παρανόμου θεωρείται ότι συντρέχει όχι μόνον όταν
παραβιάζεται απαγορευτικός ή επιτακτικός κανόνας δικαίου, αλλά και όταν
διαπιστώνεται αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή τις
επιταγές της εννόμου τάξεως και ειδικώς παράβαση της κοινωνικώς επιβεβλημένης
από τη θεμελιώδη δικαϊική αρχή της συνεπούς
συμπεριφοράς απορρέουσας υποχρεώσεως λήψεως συγκεκριμένων μέτρων επιμελείας
προς αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων (ΑΠ 1154/2019,
ΑΠ 93/2016, ΕφΑΘ 2709/2021, ΕφΑΘ
6518/2020 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Δηλαδή, η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ δεν περιέχει
επιταγή ή απαγόρευση, αλλά απλώς καθορίζει την κύρωση (ήτοι την υποχρέωση
αποζημιώσεως) σε περίπτωση, κατά την οποία ορισμένη πράξη είναι παράνομη λόγω
παραβάσεως κάποιου κανόνα δικαίου. Για το λόγο αυτό η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ
χαρακτηρίζεται ως «λευκός» κανόνας δικαίου, καθ’ όσον δεν ορίζει τι επιτρέπεται
και τι απαγορεύεται, αλλά παραπέμπει για το χαρακτηρισμό μιας πράξεως ως
παράνομης ή μη στο σύνολο της κειμένης νομοθεσίας (αστικής, ποινικής,
διοικητικής κλπ.) και, εφ’ όσον βάσει της νομοθεσίας αυτής ορισμένη πράξη
χαρακτηρισθεί παράνομη, επιβάλλεται ως κύρωση η υποχρέωση προς αποζημίωση.
Περαιτέρω, «υπαίτια» είναι η συμπεριφορά, η οποία επιτρέπει την απόδοση στο
δράστη προσωπικής μομφής, δηλαδή παριστά τον ψυχικό
δεσμό αυτού με την αδικοπραξία (ΑΠ 266/2021, ΑΠ 810/2019, ΑΠ 1361/2013, ΕφΑΘ 3834/2020 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Η υπαιτιότητα, ως όρος της αδικοπρακτικής ευθύνης, διακρίνεται από τον παράνομο
χαρακτήρα της προσβολής δικαιώματος ή εννόμου συμφέροντος, ενδέχεται όμως η
αμέλεια στην συμπεριφορά να την καθιστά εν ταυτώ παράνομη ή και αντιστρόφως η
πράξη της παράνομης προσβολής να υποδηλώνει η ιδία και την ύπαρξη υπαιτιότητας
με τη μορφή γενικότερα της αμελείας, όταν ιδίως η προσβολή συνίσταται στην
παράβαση του γενικού καθήκοντος επιμελείας, με το οποίο αξιώνεται από κάθε
κοινωνό να συμπεριφέρεται όπως ο μέσος συναλλασσόμενος, ασχέτως του εάν κατά τα
λοιπά η συμπεριφορά του αποτελεί ή όχι και παράβαση συγκεκριμένου απαγορευτικού
ή επιτακτικού κανόνα δικαίου. Υπαιτιότητα νοείται είτε υπό τη μορφή του δόλου
είτε της αμελείας, με πράξη ή παράλειψη, εάν δε η ζημία οφείλεται σε
υπαιτιότητα του ίδιου του παθόντος, αυτός δεν δικαιούται αποζημίωση, ενώ σε
περίπτωση συντρέχοντος πταίσματος αυτού ευρίσκει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου
300 ΑΚ, κατά την οποία το Δικαστήριο δύναται να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να
επιδικάσει αυτή μειωμένη. Εξάλλου, ζημία ως προϋπόθεση της αδικοπραξίας
αποτελεί κάθε δυσμενής μεταβολή (βλάβη), η οποία προκαλείται στα υλικά ή άυλα
αγαθά του προσώπου, αποκαθίσταται δε όχι μόνο η περιουσιακή ζημία, αλλά και η
ηθική βλάβη, πρέπει δε αυτή να είναι άμεση, και ως εκ τούτου αξίωση
αποζημιώσεως αποκτά μόνον ο αμέσως ζημιωθείς, δηλαδή ο φορέας ή ο δικαιούχος
του προσβληθέντος από την άδικη πράξη εννόμου αγαθού
(ΟλΑΠ 18/2004 ΔΕΕ 2004 927, ΑΠ 1253/2012 Τ.Ν.Π.
Δ.Σ.Α., ειδικώς για την ηθική βλάβη: ΑΠ 624/2010 ΕΠΙΔΙΚΙΑ 2010 363, ΑΠ 648/2002
ΕλλΔνη 43 1616, ΕφΠειρ
485/2014 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», Γ. Γεωργιάδης, εις Σ.Ε.Α.Κ. Απ.
Γεωργιάδη, Τ. I, 2010, υπό το άρθρο 932, αριθ. 18 επ.),
ως και ο αμέσως προσβληθείς στα προστατευόμενα συμφέροντά του. Ως χρόνος
υπολογισμού της ζημίας του ενάγοντος νοείται, κατά τους δικονομικούς κανόνες, ο
χρόνος της συζητήσεως της αγωγής ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (ΟλΑΠ 44/1996 ΝοΒ 45 451, ΑΠ
1401/2005 ΕλλΔνη 47 132, ΕφΠειρ
383/2013 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Τέλος, αιτιώδης σύνδεσμος (αιτιώδης συνάφεια)
υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του υπαιτίου προσώπου ήταν, κατά τα
διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και είχε τη δυνατότητα να επιφέρει, κατά τη
συνήθη πορεία των πραγμάτων, το ζημιογόνο αποτέλεσμα (ΑΠ 328/2018 Τ.Ν.Π.
«ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1610/2013 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α.). Πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της
παράνομης συμπεριφοράς του δράστη και της προκληθείσας ζημίας υπάρχει, όταν η
συμπεριφορά αυτή, κατά το χρόνο και τις συνθήκες, υπό τις οποίες έλαβε χώρα,
ήταν ικανή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου
περιστατικού, να επιφέρει τη συγκεκριμένη ζημία ή, αναλόγως, την αντίστοιχη
ηθική βλάβη. Δηλαδή, πρόσφορη θεωρείται η αιτία, η οποία δεν προκάλεσε απλώς
κατά λογική αιτιότητα τη ζημία (υπό την έννοια της condicio
sine qua non), αλλά είχε
γενικώς την τάση και την ικανότητα να οδηγήσει σε αυτήν, κατά τη συνήθη πορεία
των πραγμάτων, εντεύθεν δε ζημία προκληθείσα από απρόοπτο, τυχαίο ή έκτακτο
περιστατικό ή μη οφειλόμενο στην ιδιομορφία της συγκεκριμένης περιπτώσεως και
όχι στη «γενική τάση» του όρου, δεν θεωρείται συνδεόμενη κατά τρόπο πρόσφορο με
αυτόν. Δηλαδή, κατά την κρατούσα στο ουσιαστικό αστικό δίκαιο θεωρία της
πρόσφορης αιτιότητας κρίσιμη για την κατάφαση της ευθύνης προς αποζημίωση είναι
η «προβλεψιμότητα» του αποτελέσματος από τον τρίτο
παρατηρητή μέσο λογικό άνθρωπο (ΟλΑΠ 18/2004 ΝοΒ 53 61, ΑΠ 156/2021, ΑΠ 14/2021, ΑΠ 220/2021, ΑΠ
367/2020, ΑΠ 1163/2020, ΑΠ 102/2020, ΑΠ 424/2019, ΑΠ 1361/2013, ΕφΑΘ 755/2020 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», Μ. Σταθόπουλος, εις ΕρμΑΚ Γεωργιάδη - Σταθόπουλου, Τ. II, Γενικό Ενοχικό, 1979,
υπό τα άρθρα 297 - 398, αριθ. 50 επ.). Ενόψει των
ανωτέρω, η αξίωση προς αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης
βάσει των διατάξεων των άρθρων 914 επ., 919, 920 και
932 ΑΚ προϋποθέτει (όπως και στην περίπτωση των διατάξεων των άρθρων 57 και 59
ΑΚ) συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους
συνδέσμου (αιτιώδους συνάφειας) μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς
και της ζημίας, προσδιορίζεται δε κατά ποσόν, συμφώνως προς την αρχή της
αναλογικότητας, κατά τα αναλυτικώς οριζόμενα ανωτέρω υπό στοιχείο I της
μείζονος σκέψεως.
III. Ο Ν. 2472/1997 «Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία
δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» (Φ.Ε.Κ. Α' 50/10.4.1997), όπως τροποποιηθείς
ίσχυε πρ© της καταργήσεώς του με το άρθρο 84 Ν.
4624/2019 «Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, μέτρα εφαρμογής του
Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27
ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας
δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ενσωμάτωση στην εθνική νομοθεσία της Οδηγίας
(ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27Ί5 Απριλίου
2016 και άλλες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ. Α' 137/29.8.2019) και είχε εισαχθεί σε συμμόρφωση:
α) προς την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία του ατόμου από την
αυτοματοποιημένη επεξεργασία πληροφοριών της 28ης Ιανουάριου 1981, κυρωθείσα από την Ελλάδα με το Ν. 2068/1992 και β) προς την
Οδηγία 95/46 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής
Ενώσεως της 24.10.1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της
επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των
δεδομένων αυτών, ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής: α} «Αντικείμενο του παρόντος νόμου
είναι η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού
χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των
φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής» (άρθρο 1 οπό τον τίτλο
«Αντικείμενο»), β) «Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως: α)
“Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα”, κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο
των δεδομένων. Δεν λογίζονται ως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα στατιστικής
φύσεως συγκεντρωτικά στοιχεία, από τα οποία δεν μπορούν πλέον να προσδιορισθούν
τα υποκείμενα των δεδομένων, β) “Ευαίσθητα δεδομένα”, τα δεδομένα που αφορούν
στη φυλετική ή εθνική προέλευση, στα πολιτικά φρονήματα, στις Θρησκευτικές ή
φιλοσοφικές πεποιθήσεις, στη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, στην υγεία,
στην κοινωνική πρόνοια και στην ερωτική ζωή, στα σχετικά με ποινικές διώξεις ή
καταδίκες, καθώς και στη συμμέτοχή σε συναφείς με τα ανωτέρω ενώσεις προσώπων.
Ειδικά για τα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες δύναται να επιτραπεί η
δημοσιοποίηση μόνον από την εισαγγελική αρχή για τα αδικήματα που αναφέρονται
στο εδάφιο β' της παρ. 2 του άρθρου 3 με διάταξη του αρμόδιου Εισαγγελέα
Πρωτοδικών ή του Εισαγγελέα Εφετών, εάν η υπόθεση εκκρεμεί στο Εφετείο. Η
διάταξη πρέπει να είναι ειδικώς και πλήρως αιτιολογημένη, να προσδιορίζει τον
τρόπο δημοσιοποίησης και το χρονικό διάστημα που θα διαρκέσει. Η δημοσιοποίηση
αυτή αποσκοπεί στην προστασία του κοινωνικού συνόλου, των ανηλίκων, των
ευάλωτων ή ανίσχυρων πληθυσμιακών ομάδων και προς ευχερέστερη πραγμάτωση της
αξίωσης της Πολιτείας για τον κολασμό των παραπάνω αδικημάτων. Κατά της
εισαγγελικής διάταξης επιτρέπεται προσφυγή εντός 2 ημερών από τη γνωστοποίηση
στον κατηγορούμενο ή κατάδικο ενώπιον του Προϊστάμενου της Εισαγγελίας
Πρωτοδικών ή του Προϊστάμενου της Εισαγγελίας Εφετών, εάν η υπόθεση εκκρεμεί
στο Εφετείο, ο οποίος αποφαίνεται εντός 2 ημερών. Μέχρι να αποφανθεί ο αρμόδιος
Εισαγγελέας απαγορεύεται η εκτέλεση της διάταξης και η δημοσιοποίηση δεδομένων.
Κατ' εξαίρεση στα κακουργήματα των άρθρων 187, 187 Α και του 19ου Κεφαλαίου του
Π.Κ. “εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλήματα οικονομικής
εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής” η εισαγγελική διάταξη εκτελείται αμέσως,
επικυρώνεται δε από τον προϊστάμενο της Εισαγγελίας Εφετών εντός είκοσι
τεσσάρων ωρών, εφόσον αυτή έχει εκδοθεί από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών.
Διαφορετικά η ισχύς της σχετικής διάταξης παύει αυτοδικαίως με τη λήξη της
προθεσμίας των είκοσι τεσσάρων ωρών. Οι διατάξεις των δύο προηγουμένων εδαφίων
εφαρμόζονται αναλόγως και στις περιπτώσεις εγκλημάτων, των οποίων ο δράστης
κρίνεται από τον αρμόδιο εισαγγελέα ιδιαίτερα επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη
και ασφάλεια και διαφεύγει τη σύλληψη ή είναι αγνώστου διαμονής, γ) “Υποκείμενο
των δεδομένων", το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και
του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να
προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή
περισσότερων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόστασή του από
άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική.
δ) "Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα" ("επεξεργασία”),
κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται, από το Δημόσιο ή από νομικό
πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο
με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζονται σε δεδομένα
προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση ή
αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε
άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση
(κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή. ε) “Αρχείο δεδομένων προσωπικού
χαρακτήρα” (“αρχείο”), κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα,
τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια. στ)
“Διασύνδεση”, μορφή επεξεργασίας που συνίσταται στη δυνατότητα συσχέτισης των
δεδομένων ενός αρχείου με δεδομένα αρχείου ή αρχείων που τηρούνται από άλλον ή
άλλους υπεύθυνους επεξεργασίας ή που τηρούνται από τον ίδιο υπεύθυνο
επεξεργασίας για άλλο σκοπό. ζ) “Υπεύθυνος επεξεργασίας”, οποιοσδήποτε
καθορίζει το σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού
χαρακτήρα, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε
άλλος οργανισμός. Όταν ο σκοπός και ο τρόπος της επεξεργασίας καθορίζονται με
διατάξεις νόμου ή κανονιστικές διατάξεις εθνικού ή κοινοτικού δικαίου, ο
υπεύθυνος επεξεργασίας ή τα ειδικά κριτήρια βάσει των οποίων γίνεται η επιλογή
του καθορίζονται αντίστοιχα από το εθνικό ή το κοινοτικό δίκαιο, η) “Εκτελών
την επεξεργασία”, οποιοσδήποτε επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για
λογαριασμό υπεύθυνου επεξεργασίας, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή
υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, θ) “Τρίτος”, κάθε φυσικό ή νομικό
πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία, ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, εκτός από το
υποκείμενο των δεδομένων, του υπεύθυνο επεξεργασίας και τα πρόσωπα που είναι
εξουσιοδοτημένα να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον
ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία ή για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας, ι)
“Αποδέκτης”, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή
οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα
δεδομένα, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για τρίτο ή όχι. ια)
“Συγκατάθεση" του υποκειμένου των δεδομένων, κάθε ελεύθερη, ρητή και
ειδική δήλωση βουλήσεως, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρη επιγνώσει, και με την οποία, το υποκείμενο των δεδομένων,
αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας
τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. Η ενημέρωση αυτή περιλαμβάνει
πληροφόρηση τουλάχιστον για το σκοπό της επεξεργασίας, τα δεδομένα ή τις
κατηγορίες δεδομένων που αφορά η επεξεργασία, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες
αποδεκτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και το όνομα, την επωνυμία
και τη διεύθυνση του υπεύθυνου επεξεργασίας και του τυχόν εκπροσώπου του. Η
συγκατάθεση μπορεί να ανακληθεί οποτεδήποτε, χωρίς αναδρομικό αποτέλεσμα, ιβ) “Αρχή”, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού
Χαρακτήρα που θεσπίζεται στο κεφάλαιο Δ ' του παρόντος νόμου» (άρθρο 2 υπό τον
τίτλο «Ορισμοί»), γ) «1. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία, καθώς και στη
μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία
περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο» (άρθρο 3 παρ. 1 υπό τον
τίτλο « Πεδίο εφαρμογής»), δ) «1. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να
τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: α) Να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και
νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή
και νόμιμη επεξεργασία εν όψει των σκοπών αυτών, β) Να είναι συναφή, πρόσφορα
και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται εν όψει των σκοπών της επεξεργασίας,
γ) Να είναι ακριβή και, εφόσον χρειάζεται, να υποβάλλονται σε ενημέρωση, δ) Να
διατηρούνται σε μορφή που να επιτρέπει του προσδιορισμό της ταυτότητας των
υποκειμένων τους μόνο κατά τη διάρκεια της περιόδου που απαιτείται, κατά την
κρίση της Αρχής, για την πραγματοποίηση των σκοπών της συλλογής τους και της
επεξεργασίας τους. Μετά την παρέλευση της περιόδου αυτής, η Αρχή μπορεί, με
αιτιολογημένη απόφασή της, να επιτρέπει τη διατήρηση δεδομένων προσωπικού
χαρακτήρα για ιστορικούς, επιστημονικούς ή στατιστικούς σκοπούς, εφόσον κρίνει
ότι δεν θίγονται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση τα δικαιώματα των υποκειμένων
τους ή και τρίτων 2. Η τήρηση των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου βαρύνει
τον υπεύθυνο επεξεργασίας. Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που έχουν συλλεχθεί ή
υφίστανται επεξεργασία κατά παράβαση της προηγούμενης παραγράφου,
καταστρέφονται με ευθύνη του υπεύθυνου επεξεργασίας. Η Αρχή, εάν εξακριβώσει
αυτεπαγγέλτως ή μετά από σχετική καταγγελία παράβαση των διατάξεων της
προηγούμενης παραγράφου, επιβάλλει τη διακοπή της συλλογής ή της επεξεργασίας
και την καταστροφή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που έχουν ήδη συλλέγει ή
τύχει επεξεργασίας» (άρθρο 4 υπό τον τίτλο «Χαρακτηριστικά δεδομένων προσωπικού
χαρακτήρα»), ε) «1. Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται
μόνον όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεσή του. 2. Κατ’
εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν: α) Η
επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκτέλεση σύμβασης, στην οποία συμβαλλόμενο
μέρος είναι υποκείμενο δεδομένων ή για τη λήψη μέτρων κατόπιν αιτήσεως του
υποκειμένου κατά το προσυμβατικό στάδιο, β) Η
επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκπλήρωση υποχρεώσεως του υπεύθυνου
επεξεργασίας, η οποία επιβάλλεται από το νόμο, γ) Η επεξεργασία είναι αναγκαία
για τη διαφύλαξη ζωτικού συμφέροντος του υποκειμένου, εάν αυτό τελεί σε φυσική
ή νομική αδυναμία να δώσει τη συγκατάθεσή του. δ) Η επεξεργασία είναι αναγκαία,
για την εκτέλεση έργου δημόσιου συμφέροντος ή έργου που εμπίπτει στην άσκηση
δημόσιας εξουσίας και εκτελείται από δημόσια αρχή ή έχει ανατεθεί από αυτή είτε
στον υπεύθυνο επεξεργασίας είτε σε τρίτο, στον οποίο γνωστοποιούνται τα
δεδομένα, ε) Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του
έννομου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι
τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο
υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία
αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών. 3. Η
Αρχή μπορεί να εκδίδει ειδικούς κανόνες επεξεργασίας για τις πλέον συνήθεις
κατηγορίες επεξεργασιών και αρχείων, οι οποίες προφανώς δεν θίγουν τα
δικαιώματα και τις ελευθερίες των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα.
Οι κατηγορίες αυτές προσδιορίζονται με κανονισμούς που καταρτίζει η Αρχή και
κυρώνονται με προεδρικά διατάγματα, τα οποία εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού
Δικαιοσύνης» (άρθρο υπό τον τίτλο "Προϋποθέσεις επεξεργασίας"), στ) "1.
Απαγορεύεται η συλλογή και η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων. 2. Κατ’ εξαίρεση
επιτρέπεται η συλλογή και η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων, καθώς και η
ίδρυση και λειτουργία σχετικού αρχείου, ύστερα από άδεια της Αρχής, όταν
συντρέχουν μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Το υποκείμενο
έδωσε τη γραπτή συγκατάθεσή του, εκτός εάν η συγκατάθεση έχει αποσπασθεί με τρόπο που αντίκειται στο νόμο ή τα χρηστά ήθη
ή νόμος ορίζει ότι η συγκατάθεση δεν αίρει την απαγόρευση, β) Η επεξεργασία
είναι αναγκαία για τη διαφύλαξη ζωτικού συμφέροντος του υποκειμένου ή προβλεπομένου από το νόμο συμφέροντος τρίτου, εάν το
υποκείμενο τελεί σε φυσική ή νομική αδυναμία να δώσει τη συγκατάθεσή του. γ) Η
επεξεργασία αφορά δεδομένα που δημοσιοποιεί το ίδιο το υποκείμενο ή είναι
αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον
δικαστηρίου ή πειθαρχικού οργάνου. δ) Η επεξεργασία αφορά θέματα υγείας και
εκτελείται από πρόσωπο που ασχολείται κατ’ επάγγελμα με την παροχή υπηρεσιών
υγείας και υπόκειται σε καθήκον εχεμύθειας ή σε συναφείς κώδικες δεοντολογίας,
υπό τον όρο ότι η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την ιατρική πρόληψη, διάγνωση,
περίθαλψη ή τη διαχείριση υπηρεσιών υγείας, τ) Η επεξεργασία εκτελείται από
Δημόσια Αρχή και είναι αναγκαία είτε αα) για λόγους
εθνικής ασφάλειας είτε ββ) για την εξυπηρέτηση των
αναγκών εγκληματολογικής ή σωφρονιστικής πολιτικής και αφορά τη διακρίβωση
εγκλημάτων, ποινικές καταδίκες ή μέτρα ασφαλείας είτε γγ)
για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας, είτε δδ)
για την άσκηση δημόσιου φορολογικού ελέγχου ή δημόσιου ελέγχου κοινωνικών
παροχών. στ) Η επεξεργασία πραγματοποιείται για
ερευνητικούς και επιστημονικούς αποκλειστικά σκοπούς και υπό τον όρο ότι
τηρείται η ανωνυμία και λαμβάνονται όλα τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία
των δικαιωμάτων των προσώπων στα οποία αναφέρονται. ζ) Η επεξεργασία αφορά
δεδομένα δημοσίων προσώπων, εφόσον αυτά συνδέονται με την άσκηση δημοσίου
λειτουργήματος ή τη διαχείριση συμφερόντων τρίτων, και πραγματοποιείται
αποκλειστικά για την άσκηση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος. Η άδεια της αρχής
χορηγείται μόνο εφόσον η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την εξασφάλιση
του δικαιώματος πληροφόρησης επί θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος καθώς και στο
πλαίσιο καλλιτεχνικής έκφρασης και εφόσον δεν παραβιάζεται καθ’ οιονδήποτε
τρόπο το δικαίωμα προστασίας της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής. 3. Η Αρχή
χορηγεί άδεια συλλογής και επεξεργασίας ευαίσθητων δεδομένων, καθώς και άδεια
ιδρύσεως και λειτουργίας σχετικού αρχείου, ύστερα από αίτηση του υπεύθυνου
επεξεργασίας. Εφόσον η Αρχή διαπιστώσει ότι πραγματοποιείται επεξεργασία
ευαίσθητων δεδομένων, η γνωστοποίηση αρχείου, σύμφωνα με το άρθρο 6 του
παρόντος νόμου, επέχει θέση αιτήσεως για τη χορήγηση άδειας. Η Αρχή μπορεί να
επιβάλλει όρους και προϋποθέσεις για την αποτελεσματικότερη προστασία του δικαιώματος
ιδιωτικής ζωής των υποκειμένων ή τρίτων. 4. Η άδεια εκδίδεται για ορισμένο
χρόνο, ανάλογα με το σκοπό της επεξεργασίας. Μπορεί να ανανεωθεί ύστερα από
αίτηση του υπεύθυνου επεξεργασίας. 5. Η άδεια περιέχει απαραιτήτως: α) Το
ονοματεπώνυμο ή την επωνυμία ή τον τίτλο, καθώς και τη διεύθυνση του υπεύθυνου
επεξεργασίας και του τυχόν εκπροσώπου του. β) Τη διεύθυνση όπου είναι
εγκατεστημένο το αρχείο, γ) Το είδος των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που
επιτρέπεται να περιληφθούν στο αρχείο, δ) Το χρονικό διάστημα για το οποίο
χορηγείται η άδεια, ε) Τους τυχόν όρους και προϋποθέσεις που έχει επιβάλει η
Αρχή για την ίδρυση και λειτουργία του αρχείου, στ)
Την υποχρέωση γνωστοποίησής του ή των αποδεκτών ευθύς ως εξατομικευθούν. 6. Αντίγραφο
της άδειας καταχωρίζεται στο Μητρώο Αδειών που διατηρεί η Αρχή. 7. Κάθε
μεταβολή των στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 5 γνωστοποιείται χωρίς
καθυστέρηση στην Αρχή. Κάθε άλλη μεταβολή, πλην της διεύθυνσης του υπευθύνου ή
του εκπροσώπου του, συνεπάγεται την έκδοση νέας άδειας, εφόσον συντρέχουν οι
νόμιμες προϋποθέσεις» (άρθρο 7 υπό τον τίτλο «Επεξεργασία Ευαίσθητων
Δεδομένων»), ζ) «1. Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι
απόρρητη. Διεξάγεται αποκλειστικά και μόνο από πρόσωπα που τελούν υπό τον
έλεγχο του υπεύθυνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία και μόνο
κατ’ εντολήν του. 2. Για τη διεξαγωγή της
επεξεργασίας ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να επιλέγει πρόσωπα με αντίστοιχα
επαγγελματικά προσόντα που παρέχουν επαρκείς εγγυήσεις από πλευράς τεχνικών
γνώσεων και προσωπικής ακεραιότητας για την τήρηση του απορρήτου. 3. ο
υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να λαμβάνει τα κατάλληλα οργανωτικά και τεχνικά
μέτρα για την ασφάλεια των δεδομένων και την προστασία τους από τυχαία ή
αθέμιτη καταστροφή, τυχαία απώλεια, αλλοίωση, απαγορευμένη διάδοση ή πρόσβαση
και κάθε άλλη μορφή αθέμιτης επεξεργασίας. Αυτά τα μέτρα πρέπει να εξασφαλίζουν
επίπεδο ασφάλειας ανάλογο προς τους κινδύνους που συνεπάγεται η επεξεργασία και
η φύση των δεδομένων που είναι Αντικείμενο της επεξεργασίας. Με την επιφύλαξη
άλλων διατάξεων, η Αρχή παρέχει οδηγίες ή εκδίδει κανονιστικές πράξεις σύμφωνα
με το άρθρο 19 παρ. 1ι' για τη ρύθμιση θεμάτων σχετικά με το βαθμό ασφαλείας
των δεδομένων και των υπολογιστικών και επικοινωνιακών υποδομών, τα μέτρα
ασφαλείας που είναι αναγκαίο να λαμβάνονται για κάθε κατηγορία και επεξεργασία
δεδομένων, καθώς και για τη χρήση τεχνολογιών ενίσχυσης της ιδιωτικότητας.
4. Αν η επεξεργασία διεξάγεται για λογαριασμό του υπευθύνου από πρόσωπο μη
εξαρτώμενο από αυτόν, η σχετική ανάθεση γίνεται υποχρεωτικά εγγράφως. Η ανάθεση
προβλέπει υποχρεωτικά ότι ο ενεργών την επεξεργασία τη διεξάγει μόνο κατ’ εντολήν του υπευθύνου και ότι οι λοιπές υποχρεώσεις του
παρόντος άρθρου βαρύνουν αναλόγως και αυτόν» (άρθρο 10 υπό τον τίτλο «Απόρρητο
και ασφάλεια της επεξεργασίας»), η) «1. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει, κατά
το στάδιο της συλλογής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, να ενημερώνει με τρόπο
πρόσφορο και σαφή το υποκείμενο για τα εξής τουλάχιστον στοιχεία, α) την
ταυτότητά του και την ταυτότητα του τυχόν εκπροσώπου του, β) το σκοπό της
επεξεργασίας, γ) τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων, δ)
την ύπαρξη του δικαιώματος πρόσβασης. 2. Εάν για τη συλλογή των δεδομένων
προσωπικού χαρακτήρα ο υπεύθυνος επεξεργασίας ζητεί τη συνδρομή του
υποκειμένου, οφείλει να το ενημερώνει ειδικώς και εγγράφως για τα στοιχεία της
παρ. 1 του παρόντος άρθρου, καθώς και για τα δικαιώματά του, σύμφωνα με το
άρθρα 11 έως και 13 του παρόντος νόμου. Με την αυτή ενημέρωση ο υπεύθυνος επεξεργασίας
γνωστοποιεί στο υποκείμενο εάν υποχρεούται ή όχι να παράσχει τη συνδρομή του,
με βάση ποιες διατάξεις, καθώς και για τις τυχόν συνέπειες της αρνήσεώς του. 3.
Εάν τα δεδομένα ανακοινώνονται σε τρίτους, το [πριν από] υποκείμενο
ενημερώνεται για την ανακοίνωση πριν από αυτούς» (άρθρο 11 παρ. 1-3 υπό τον
τίτλο «Δικαίωμα ενημέρωσης), Θ) «1. Καθένας έχει δικαίωμα να γνωρίζει εάν
δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που του αφορούν αποτελούν ή αποτέλεσαν
αντικείμενο επεξεργασίας. Προς τούτο, ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει υποχρέωση
να του απαντήσει εγγράφως. 2. Το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να
ζητεί και να λαμβάνει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας, χωρίς καθυστέρηση κατά
τρόπο εύληπτο και σαφή, τις ακόλουθες πληροφορίες: α) Όλα τα δεδομένα
προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, καθώς και την προέλευσή τους, β) Τους
σκοπούς της επεξεργασίας, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών, γ) Την
εξέλιξη της επεξεργασίας για το χρονικό διάστημα από την προηγούμενη ενημέρωση
ή πληροφόρησή του. δ) Τη λογική της αυτοματοποιημένης επεξεργασίας. Το δικαίωμα
πρόσβασης μπορεί να ασκείται από το υποκείμενο των δεδομένων και με τη συνδρομή
ειδικού, ε. κατά περίπτωση, τη διόρθωση, τη διαγραφή ή τη δέσμευση (κλείδωμα)
των δεδομένων των οποίων η επεξεργασία δεν είναι σύμφωνη προς τις διατάξεις του
παρόντος νόμου, ιδίως Λόγω του ελλιπούς ή ανακριβούς χαρακτήρα των δεδομένων,
και στ. την κοινοποίηση σε τρίτους, στους οποίους
έχουν ανακοινωθεί τα δεδομένα, κάθε διόρθωσης, διαγραφής ή δέσμευσης
(κλειδώματος) που διενεργείται σύμφωνα με την περίπτωση ε', εφόσον τούτο δεν
είναι αδύνατον ή δεν προϋποθέτει δυσανάλογες προσπάθειες. 3. Το δικαίωμα της
προηγούμενης παραγράφου και τα δικαιώματα του άρθρου 13 ασκούνται με την
υποβολή της σχετικής αίτησης στον υπεύθυνο της επεξεργασίας και ταυτόχρονη
καταβολή χρηματικού ποσού, το ύφος του οποίου, ο τρόπος καταβολής του και κάθε
άλλο συναφές ζήτημα ρυθμίζονται με απόφαση της Αρχής. Το ποσό αυτό επιστρέφεται
στον αιτούντα εάν το αίτημα διόρθωσης ή διαγραφής των δεδομένων κριθεί βάσιμο
είτε από τον υπεύθυνο της επεξεργασίας είτε από την Αρχή, σε περίπτωση
προσφυγής του σε αυτήν. Ο υπεύθυνος έχει υποχρέωση στην περίπτωση αυτή να
χορηγήσει στον αιτούντα, χωρίς καθυστέρηση δωρεάν και σε γλώσσα, κατανοητή,
αντίγραφο του διορθωμένου μέρους της επεξεργασίας που τον αφορά. 4. Εάν ο
υπεύθυνος επεξεργασίας δεν απαντήσει εντός δεκαπέντε (15) ημερών ή εάν η
απάντησή του δεν είναι ικανοποιητική, το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα
να προσφύγει στην Αρχή. Στην περίπτωση κατά την οποία ο υπεύθυνος επεξεργασίας
αρνηθεί να ικανοποιήσει το αίτημα τον ενδιαφερομένου, κοινοποιεί την απάντησή
του στην Αρχή και ενημερώνει του ενδιαφερόμενο ότι μπορεί να προσφύγει σε
αυτήν. 5. Με απόφαση της Αρχής, ύστερα από αίτηση του υπεύθυνου επεξεργασίας, η
υποχρέωση πληροφόρησης, σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 του παρόντος άρθρου, μπορεί
να αρθεί, εν όλω ή εν μέρει, εφόσον η επεξεργασία
δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα γίνεται για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για τη
διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων. Στην περίπτωση αυτή ο Πρόεδρος της
Αρχής ή ο αναπληρωτής του προβαίνει σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες και έχει
ελεύθερη πρόσβαση στο αρχείο. 6. Δεδομένα που αφορούν την υγεία γνωστοποιούνται
στο υποκείμενο μέσω ιατρού» (άρθρο 12 υπό τον τίτλο "Δικαίωμα
πρόσβασης"), ι) «1. Το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να προβάλλει
οποτεδήποτε αντιρρήσεις για την επεξεργασία δεδομένων που το αφορούν. Οι
αντιρρήσεις απευθύνονται εγγράφως στον υπεύθυνο επεξεργασίας και πρέπει να
περιέχουν αίτημα για συγκεκριμένη ενέργεια, όπως διόρθωση, προσωρινή μη
χρησιμοποίηση, δέσμευση, μη διαβίβαση ή διαγραφή. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει
την υποχρέωση να απαντήσει εγγράφως επί των αντιρρήσεων μέσα σε αποκλειστική
προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών. Στην απάντησή του οφείλει να ενημερώσει το
υποκείμενο για τις ενέργειες στις οποίες προέβη ή, ενδεχομένως, για τους λόγους
που δεν ικανοποίησε το αίτημα. Η απάντηση σε περίπτωση ι απόρριψης των
αντιρρήσεων πρέπει να κοινοποιείται και στην Αρχή. 2. Εάν ο υπεύθυνος
επεξεργασίας δεν απαντήσει εμπροθέσμως ή η απάντησή του δεν είναι
ικανοποιητική, το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να προσφύγει στην Αρχή
και να ζητήσει την εξέταση των αντιρρήσεων του. Εάν η Αρχή πιθανολογήσει ότι οι
αντιρρήσεις είναι εύλογες και ότι συντρέχει κίνδυνος σοβαρής βλάβης του υποκειμένου
από τη συνέχιση της επεξεργασίας, μπορεί να επιβάλλει την άμεση αναστολή της
επεξεργασίας έως ότου εκδώσει οριστική απόφαση επί των αντιρρήσεων. 3. Καθένας
έχει δικαίωμα να δηλώσει στην Αρχή ότι δεδομένα που τον αφορούν δεν επιθυμεί να
αποτελέσουν Αντικείμενο επεξεργασίας από οποιοσδήποτε, για λόγους προώθησης
πωλήσεως αγαθών ή παροχής υπηρεσιών εξ αποστάσεως. Η Αρχή τηρεί μητρώο με τα
στοιχεία ταυτότητας των ανωτέρω. Οι υπεύθυνοι επεξεργασίας των σχετικών αρχείων
έχουν την υποχρέωση να συμβουλεύονται πριν από κάθε επεξεργασία το εν λόγω
μητρώο και να διαγράφουν από το αρχείο τους το πρόσωπα της παραγράφου αυτής»
(άρθρο 13 υπό τον τίτλο «Δικαίωμα αντίρρησης») και τα) «1. Φυσικό πρόσωπο ή
νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που κατά παράβαση του παρόντος νόμου προκαλεί
περιουσιακή βλάβη, υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση. Αν προκάλεσε ηθική βλάβη,
υποχρεούται σε χρηματική ικανοποίηση. Η ευθύνη υπάρχει και όταν ο υπόχρεος
όφειλε να γνωρίζει την πιθανότητα να επέλθει βλάβη σε άλλον. 2. Η κατά το άρθρο
932 Α.Κ. χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για παράβαση του παρόντος
νόμου ορίζεται κατ’ ελάχιστο στο ποσό των δύο εκατομμυρίων (2.000.000) δραχμών,
εκτός αν ζητήθηκε από του ενάγοντα μικρότερο ποσό ή η παράβαση οφείλεται σε
αμέλεια. Η χρηματική αυτή ικανοποίηση επιδικάζεται ανεξαρτήτως από την
αιτούμενη αποζημίωση για περιουσιακή βλάβη. 3. Οι απαιτήσεις του παρόντος
άρθρου εκδικάζονται κατά τα άρθρα 664 - 676 του κώδικα Πολιτικής Δικονομίας,
ανεξάρτητα από την τυχόν έκδοση ή μη απόφασης της Αρχής ή την τυχόν άσκηση
ποινικής δίωξης, καθώς και από την αναστολή ή αναβολή της για οποιονδήποτε
λόγο. Η απόφαση του δικαστηρίου εκδίδεται μέσα σε δύο (2) μήνες από την πρώτη
συζήτηση στο ακροατήριο» (άρθρο 23 υπό τον τίτλο «Αστική Ευθύνη»). Η προστασία
του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατοχυρώνεται
πλέον και σε συνταγματικό επίπεδο από την εισαχθείσα με το Ψήφισμα της 6.4.2001
διάταξη του άρθρου 9Α του Συντάγματος, κατά την οποία «Καθένας έχει δικαίωμα
προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα,
των προσωπικών του δεδομένων, όπως νόμος ορίζει. Η προστασία των προσωπικών
δεδομένων διασφαλίζεται από ανεξάρτητη αρχή, που συγκροτείται και λειτουργεί,
όπως νόμος ορίζει», η δε διάταξη αυτή λειτουργεί εξισορροπητικώς
προς την, ομοίως προστεθείσα δια του από 6.4.2001
Ψηφίσματος, διάταξη του άρθρου 5Α του Συντάγματος, κατά την οποία «1. Καθένας
έχει δικαίωμα στην πληροφόρηση, όπως νόμος ορίζει. Περιορισμοί στο δικαίωμα
αυτό είναι δυνατόν να επιβληθούν με νόμο μόνο εφόσον είναι απολύτως αναγκαίοι και
δικαιολογούνται για λόγους εθνικής ασφάλειας, καταπολέμησης του εγκλήματος ή
προστασίας δικαιωμάτων και συμφερόντων τρίτων». Από τον συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων σαφώς συνάγεται ότι τα στοιχεία
της οικονομικής δραστηριότητας ενός φυσικού ή νομικού προσώπου, τα οποία
ευρίσκονται, κατ’ αρχήν νομίμως, στην κατοχή πιστωτικού ιδρύματος στο πλαίσιο
της μεταξύ τους συμβατικής σχέσεως (λ.χ. ανοίγματος τραπεζικού λογαριασμού,
δανείου, παροχής πιστώσεως δι’ αλληλόχρεου λογαριασμού), συνιστούν «απλά» και
όχι «ευαίσθητα» δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, καθ’ όσον δεν εντάσσονται σε
οποιαδήποτε από τις περιοριστικός αναφερόμενες κατηγορίες δεδομένων των άρθρων
2 περ. β’ και 7 Ν. 2472/1997 (δεδομένα αφορώντα στη
φυλετική ή εθνική προέλευση, στα πολιτικά φρονήματα, στις θρησκευτικές ή
φιλοσοφικές πεποιθήσεις, στη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, στην υγεία,
στην κοινωνική πρόνοια και στην ερωτική ζωή, σε ποινικές διώξεις ή καταδίκες
και στη συμμετοχή σε συναφείς με τα ανωτέρω ενώσεις προσώπων), το δε πιστωτικό
ίδρυμα επέχει θέση «υπευθύνου επεξεργασίας» των εν λόγω «απλών» δεδομένων
προσωπικού χαρακτήρα (ίδ. σχετ. ΟλΑΠ
3/2020 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Περαιτέρω, στο πλαίσιο του, κατά τα προεκτιθέμενα,
σκοπουμένου συγκερασμού αφ’ ενός μεν της προστασίας του ατόμου από την
επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (άρθρο 9Α του Συντάγματος), αφ’
ετέρου δε της διασφαλίσεως της ελεύθερης κυκλοφορίας και χρήσεώς
τους (άρθρο 5Α του Συντάγματος), η νομιμότητα της επεξεργασίας των εν λόγω
δεδομένων προϋποθέτει, μεταξύ άλλων: α) την ακρίβεια και επικαιρότητα των
δεδομένων, β) την εκ μέρους του υπευθύνου επεξεργασίας ενημέρωση του
υποκειμένου και γ) τη συγκατάθεση του υποκειμένου για την επεξεργασία των
δεδομένων, εκτός των περιπτώσεων, οι οποίες εξαιρούνται από την υποχρέωση
συγκαταθέσεως κατά τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 Ν. 2472/1997.
Ειδικότερα, η προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 11 Ν. 2472/1997
καθιερώνει βασική υποχρέωση του υπευθύνου επεξεργασίας με αντικείμενο την
ενημέρωση του υποκειμένου των προσωπικών δεδομένων αναφορικός με την
επεξεργασία των εν λόγω δεδομένων με σαφή και πρόσφορο τρόπο, ιδίως ως προς τα
στοιχεία της ταυτότητάς του και της ταυτότητας του τυχόν εκπροσώπου του, το
σκοπό της επεξεργασίας, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων
και την ύπαρξη του δικαιώματος του υποκειμένου για πρόσβαση αυτού σε πληροφορίες
σχετικές με την επεξεργασία των δεδομένων του. Η ενημέρωση, όταν τα δεδομένα
συλλέγονται απ’ ευθείας από το υποκείμενο αυτών, πραγματοποιείται κατά τη
συλλογή τους, χωρεί δε εγγράφως και δύναται να περιλαμβάνεται και σε έντυπο
αιτήσεως, με την οποία το υποκείμενο δηλώνει για συγκεκριμένο σκοπό τα
προσωπικά του δεδομένα. Ταυτοχρόνως, η ενημέρωση αποτελεί και δικαίωμα του
υποκειμένου των δεδομένων, το οποίο προστατεύεται κατά την προπαρατεθείσα
διάταξη του άρθρου 12 Ν. 2472/1997. Η υποχρέωση του υπευθύνου επεξεργασίας προς
ενημέρωση και το αντίστοιχο δικαίωμα του υποκειμένου των δεδομένων αποσκοπούν
αφ’ ενός μεν στη διατύπωση ελεύθερης, ρητής, ειδικής και εν πλήρει
επιγνώσει δηλώσεως βουλήσεως του υποκειμένου των
δεδομένων για παροχή της συγκαταθέσεώς του να αποτελέσουν αυτά αντικείμενο
επεξεργασίας, όπως αξιώνεται από τις προπαρατεθείσες
διατάξεις των άρθρων 2 περ. ια' και 5 παρ. 1 Ν.
2472/1997, και για το λόγο αυτό, άλλωστε, πρέπει να προηγείται της
συγκαταθέσεως, αφ’ ετέρου δε στην αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων του
υποκειμένου: α) για πρόσβαση στις πληροφορίες τις σχετικές με την επεξεργασία
των προσωπικών του δεδομένων, ήτοι τη συλλογή και τον τρόπο αυτής, το σκοπό της
επεξεργασίας, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες των αποδεκτών, την εξέλιξη της
επεξεργασίας, τις μεταβολές και τις διορθώσεις των δεδομένων, την τυχόν
κοινοποίηση σε τρίτους των δεδομένων, την ικανοποίηση από πλευράς του υπευθύνου
επεξεργασίας σχετικής αιτήσεώς του εντός των οριζομένων
προθεσμιών και τη δυνατότητα του υποκειμένου να προσφύγει στην αρμόδια Αρχή
προς ικανοποίηση του αιτήματος του, κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 12
Ν. 2472/1997 και β) για την προβολή αντιρρήσεως κατά την προπαρατεθείσα
διάταξη του άρθρου 13 Ν. 2472/1997, δηλαδή του δικαιώματος του υποκειμένου των
δεδομένων να προβάλει οποτεδήποτε στον υπεύθυνο επεξεργασίας έγγραφες
αντιρρήσεις αναφορικώς με την επεξεργασία των αφορώντων
αυτό δεδομένων και να ζητήσει συγκεκριμένη ενέργεια, όπως, ενδεικτικώς, τη
διόρθωση, την προσωρινή μη χρησιμοποίηση, τη δέσμευση, τη μη διαβίβαση ή τη
διαγραφή των εν λόγω δεδομένων. Ειδικότερα, καθ’ όσον αφορά στο στοιχείο της
ενημερώσεως για τους αποδέκτες των δεδομένων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας
υποχρεούται να ενημερώνει το υποκείμενο είτε ως προς το συγκεκριμένο πρόσωπο
του αποδέκτη, του οποίου θα προκύπτει κατά τον τρόπο αυτό η ταυτότητα, είτε,
κατά ρητή αναφορά του Νόμου, ως προς την κατηγορία, των αποδεκτών, οπότε, στην
τελευταία αυτή περίπτωση, δεν προσδιορίζεται κάθε πρόσωπο της κατηγορίας, ώστε
να προκύπτει η ταυτότητά του. Η απαιτουμένη κατά τη
διάταξη του άρθρου 11 παρ. 1 περ. γ' Ν. 2472/1997 για τη νομιμότητα της
επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προϋπόθεση της ενημερώσεως του
υποκειμένου των εν λόγω δεδομένων πληρούται από την
αναφορά της κατηγορίας των αποδεκτών των δεδομένων, όπως ρητώς αναφέρεται στην
εν λόγω διάταξη. Τέλος, η παραβίαση των προπαρατεθεισών
διατάξεων του Ν. 2472/1997 ενεργοποιεί τις διατάξεις του άρθρου 23 αυτού και
του ταυταρίθμου άρθρου της Οδηγίας 95/46/ΕΚ, από τις
οποίες, σε συνδυασμό με τις αναλόγως εφαρμοζόμενες διατάξεις των άρθρων 57, 59,
299 και 932 ΑΚ, συνάγεται ότι σε περίπτωση καθ’ ην ο υπεύθυνος επεξεργασίας
προκαλεί ηθική βλάβη στο υποκείμενο των δεδομένων, η ευθύνη του πρώτου είναι
νόθος αντικειμενική και προϋποθέτει: α) συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), η
οποία συνιστά παραβίαση των διατάξεων του Ν. 2472/1997 ή (και) των κατ’
εξουσιοδότηση αυτού εκδοθεισών κανονιστικών πράξεων
της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, β) ηθική βλάβη, γ) αιτιώδη
σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς του υπευθύνου επεξεργασίας και της ηθικής
βλάβης και δ) υπαιτιότητα, ήτοι γνώση ή υπαίτια άγνοια τόσο των συνιστώντων την παράβαση περιστατικών, όσο και της
πιθανότητας προκλήσεως ηθικής βλάβης. Η ύπαρξη υπαιτιότητας τεκμαίρεται και ως
εκ τούτου ο υπεύθυνος επεξεργασίας, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη
του, φέρει το βάρος να αποδείξει ότι ανυπαιτίως
αγνοούσε τα θεμελιωτικά του πταίσματος πραγματικά γεγονότα, κατά τα
προβλεπόμενα από τη διάταξη του άρθρου 23 παρ. 2 της ως άνω Οδηγίας, η οποία
ορίζει ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας δύναται να απαλλαγεί εν άλω εν μέρει της
ευθύνης, εάν αποδείξει ότι δεν ευθύνεται για το ζημιογόνο γεγονός (ΑΠ 860/2022
Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 186/2020 ΝοΒ 68 1269, ΑΠ 1079/2018
Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑΘ 3649/2019 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Την
25.5.2018 τέθηκε σε εφαρμογή (ισχύων από την εικοστή ημέρα της δημοσιεύσεώς του
στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως - άρθρο 99 παρ. 1 και 2) ο
Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της
27.4.2016 «Για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των
δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων
αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την
Προστασία Δεδομένων)» (ΠΟΡΕ), ο οποίος κατά τη διάταξη του άρθρου 288 της
Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (πρώην άρθρο 249 της Συνθήκης
Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων) και κατά την παρ. 3 του άρθρου 99 αυτού είναι
δεσμευτικός και έχει άμεση και γενική ισχύ σε όλα τα κράτη - μέλη, προβλέπει
δε, μεταξύ άλλων, τα εξής: α) «Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού
νοούνται ως: 1) “δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα”: κάθε πληροφορία που αφορά ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο
φυσικό πρόσωπο (“υποκείμενο των δεδομένων”). Το ταυτοποιήσιμο
φυσικό πρόσωπο είναι εκείνο του οποίου η ταυτότητα μπορεί να εξακριβωθεί, άμεσα
ή έμμεσα, ιδίως μέσω αναφοράς σε αναγνωριστικό στοιχείο ταυτότητας, όπως όνομα,
σε αριθμό ταυτότητας, σε δεδομένα θέσης, σε επιγραμμικό
αναγνωριστικό ταυτότητας ή σε έναν ή περισσότερους παράγοντες που προσιδιάζουν
στη σωματική, φυσιολογική, γενετική, ψυχολογική, οικονομική, πολιτιστική ή
κοινωνική ταυτότητα του εν λόγω φυσικού προσώπου, 2) “επεξεργασία”: κάθε πράξη
ή σειρά πράξεων που πραγματοποιείται με ή χωρίς τη χρήση αυτοματοποιημένων
μέσων, σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ή σε σύνολα δεδομένων προσωπικού
χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διάρθρωση, η αποθήκευση,
η προσαρμογή ή η μεταβολή, η ανάκτηση, η αναζήτηση πληροφοριών, η χρήση, η
κοινολόγηση με διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλη μορφή διάθεσης, η συσχέτιση ή ο
συνδυασμός, ο περιορισμός, η διαγραφή ή η καταστροφή, 3) “περιορισμός της
επεξεργασίας”: η επισήμανση αποθηκευμένων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με
στόχο τον περιορισμό της επεξεργασίας τους στο μέλλον, 4) ..., 5) ...., 6)
“σύστημα αρχειοθέτησης”: κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα
τα οποία είναι προσβάσιμα με γνώμονα συγκεκριμένα
κριτήρια, είτε το σύνολο αυτό είναι συγκεντρωμένο είτε αποκεντρωμένο είτε
κατανεμημένο σε λειτουργική ή γεωγραφική βάση, 7) “υπεύθυνος επεξεργασίας”: το
φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή, η υπηρεσία ή άλλος φορέας που, μόνα ή
από κοινού με άλλα, καθορίζουν τους σκοπούς και τον τρόπο της επεξεργασίας
δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Όταν οι σκοποί και ο τρόπος της επεξεργασίας
αυτής καθορίζονται από το δίκαιο της Ένωσης ή το δίκαιο κράτους μέλους, ο
υπεύθυνος επεξεργασίας ή τα ειδικά κριτήρια για του διορισμό του μπορούν να
προβλέπονται από το δίκαιο της Ένωσης ή το δίκαιο κράτους μέλους, 8) “εκτελών
την επεξεργασία”: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή, η υπηρεσία ή
άλλος φορέας που επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για λογαριασμό του
υπευθύνου της επεξεργασίας, 9) “αποδέκτης”: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η
δημόσια αρχή, η υπηρεσία ή άλλος φορέας, στα οποία κοινολογούνται τα δεδομένα
προσωπικού χαρακτήρα, είτε πρόκειται για τρίτον είτε όχι. Ωστόσο, οι δημόσιες
αρχές που ενδέχεται να λάβουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο
συγκεκριμένης έρευνας σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης ή κράτους μέλους δεν
θεωρούνται ως αποδέκτες. Η επεξεργασία των δεδομένων αυτών από τις ευ λόγω
δημόσιες αρχές πραγματοποιείται σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες προστασίας
των δεδομένων ανάλογα με τους σκοπούς της επεξεργασίας, 10) “τρίτος”:
οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή, υπηρεσία ή φορέας, με
εξαίρεση το υποκείμενο των δεδομένων, τον υπεύθυνο επεξεργασίας, του εκτελούντα
την επεξεργασία και τα πρόσωπα τα οποία, υπό την άμεση εποπτεία του υπευθύνου
επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία, είναι εξουσιοδοτημένα να
επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, 11) “συγκατάθεση” του
υποκειμένου των δεδομένων: κάθε ένδειξη βουλήσεως, ελεύθερη, συγκεκριμένη, ρητή
και εν πλήρει επιγνώσει, με
την οποία το υποκείμενο των δεδομένων εκδηλώνει ότι συμφωνεί, με δήλωση ή με
σαφή θετική ενέργεια, να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα
προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, 12) “παραβίαση δεδομένων προσωπικού
χαρακτήρα”: η παραβίαση της ασφάλειας που οδηγεί σε τυχαία ή παράνομη καταστροφή,
απώλεια, μεταβολή, άνευ άδειας κοινολόγηση ή πρόσβαση δεδομένων προσωπικού
χαρακτήρα που διαβιβάστηκαν, αποθηκεύτηκαν ή υποβλήθηκαν κατ' άλλο τρόπο σε
επεξεργασία. 13) ..., 14) ..., 15) ..., 16) ..., 17) ..., 18) ..., 19) ..., 20)
.... 21) ..., 22) ..., 23) ..., 24) ..., 25) ..., 26) ...» (άρθρο 4 υπό τον
τίτλο «Ορισμοί»), β) «1. Η επεξεργασία είναι σύννομη μόνο εάν και εφόσον ισχύει
τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) το υποκείμενο των δεδομένων
έχει συναινέσει στην επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του για
έναν ή περισσότερους συγκεκριμένους σκοπούς, β) η επεξεργασία είναι απαραίτητη
για την εκτέλεση σύμβασης της οποίας το υποκείμενο των δεδομένων είναι
συμβαλλόμενο μέρος ή για να ληφθούν μέτρα κατ’ αίτηση του υποκειμένου των
δεδομένων πριν από τη σύναψη σύμβασης, γ) η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τη
συμμόρφωση με έννομη υποχρέωση του υπευθύνου επεξεργασίας, δ) η επεξεργασία
είναι απαραίτητη για τη διαφύλαξη ζωτικού συμφέροντος του υποκειμένου των
δεδομένων ή άλλου φυσικού προσώπου, ε) η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την
εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση
δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας, στ) η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τους σκοπούς των
έννομων συμφερόντων που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τρίτος, εκτός εάν
έναντι των συμφερόντων αυτών υπερισχύει το συμφέρον ή τα θεμελιώδη δικαιώματα
και οι ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων που επιβάλλουν την προστασία
των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ιδίως εάν το υποκείμενο των δεδομένων είναι
παιδί. Το στοιχείο στ) του πρώτου εδαφίου δεν
εφαρμόζεται στην επεξεργασία που διενεργείται από δημόσιες αρχές κατά την
άσκηση των καθηκόντων τους...» (άρθρο δ παρ. 1 από τον τίτλο «Νομιμότητα της
επεξεργασίας»), γ) 1)· Όταν η επεξεργασία βασίζεται σε συγκατάθεση, ο υπεύθυνος
επεξεργασίας είναι σε θέση να αποδείξει ότι το υποκείμενο των δεδομένων
συγκατατέθηκε για την επεξεργασία των δεδομένων του προσωπικού χαρακτήρα. 2.
Εάν η συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων παρέχεται στο πλαίσιο γραπτής
δήλωσης η οποία αφορά και άλλα Θέματα, το αίτημα για συγκατάθεση υποβάλλεται
κατά τρόπο ώστε να είναι σαφώς διακριτό από τα άλλα Θέματα, σε κατανοητή και
εύκολα προοβάσιμη μορφή, χρησιμοποιώντας σαφή και
απλή διατύπωση. Κάθε τμήμα της δήλωσης αυτής το οποίο συνιστά παράβαση του
παρόντος κανονισμού δεν είναι δεσμευτικό. 3. Το υποκείμενο των δεδομένων έχει
δικαίωμα να ανακαλέσει τη συγκατάθεσή του ανά πάσα στιγμή. Η ανάκληση της
συγκατάθεσης δεν θίγει τη νομιμότητα της επεξεργασίας που βασίστηκε στη
συγκατάθεση προ της ανάκλησής της. Πριν την παροχή της συγκατάθεσης, το
υποκείμενο των δεδομένων ενημερώνεται σχετικά. Η ανάκληση της συγκατάθεσης
είναι εξίσου εύκολη με την παροχή της. 4. Κατά την εκτίμηση κατά πόσο η
συγκατάθεση δίνεται ελεύθερα, λαμβάνεται ιδιαιτέρως υπόψη κατά πόσο, μεταξύ
άλλων, για την εκτέλεση σύμβασης, συμπεριλαμβανομένης της παροχής μιας
υπηρεσίας, τίθεται ως προϋπόθεση η συγκατάθεση στην επεξεργασία, δεδομένων
προσωπικού χαρακτήρα που δεν είναι αναγκαία για την εκτέλεση της εν λόγω
σύμβασης" (άρθρο 7 υπό τον τίτλο
«Προϋποθέσεις για συγκατάθεση»), δ) «1. Απαγορεύεται η επεξεργασία
δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αποκαλύπτουν τη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές
ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις ή τη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, καθώς και
η επεξεργασία γενετικών δεδομένων, βιομετρικών δεδομένων με σκοπό την
αδιαμφισβήτητη ταυτοποίηση προσώπου, δεδομένων που αφορούν την υγεία ή
δεδομένων που αφορούν τη σεξουαλική ζωή φυσικού προσώπου ή τον γενετήσιο
προσανατολισμό. 2. Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) το υποκείμενο των δεδομένων έχει παράσχει ρητή συγκατάθεση για την
επεξεργασία αυτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για έναν ή περισσότερους
συγκεκριμένους σκοπούς, εκτός εάν το δίκαιο της Ένωσης ή κράτους μέλους
προβλέπει ότι η απαγόρευση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν μπορεί να αρθεί
από το υποκείμενο των δεδομένων, β) η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την
εκτέλεση των υποχρεώσεων και την άσκηση συγκεκριμένων δικαιωμάτων του υπευθύνου
επεξεργασίας ή του υποκειμένου των δεδομένων στον τομέα του εργατικού δικαίου
και του δικαίου κοινωνικής ασφάλισης και κοινωνικής προστασίας, εφόσον
επιτρέπεται από το δίκαιο της Ένωσης ή κράτους μέλους ή από συλλογική συμφωνία
σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο παρέχοντας
κατάλληλες εγγυήσεις για τα θεμελιώδη δικαιώματα και τα συμφέροντα του
υποκειμένου των δεδομένων, γ) η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την προστασία
των ζωτικών συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων ή άλλου φυσικού προσώπου,
εάν το υποκείμενο των δεδομένων είναι σωματικά ή νομικά ανίκανο να συγκατατεθεί,
δ) η επεξεργασία διενεργείται, με κατάλληλες εγγυήσεις, στο πλαίσιο των νόμιμων
δραστηριοτήτων ιδρύματος, οργάνωσης ή άλλου μη κερδοσκοπικού φορέα με πολιτικό,
φιλοσοφικό, θρησκευτικό ή συνδικαλιστικό στόχο και υπό την προϋπόθεση ότι η
επεξεργασία αφορά αποκλειστικά τα μέλη ή τα πρώην μέλη του φορέα ή πρόσωπα τα
οποία έχουν τακτική επικοινωνία μαζί του σε σχέση με τους σκοπούς του και ότι
τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν κοινοποιούνται εκτός του συγκεκριμένου
φορέα χωρίς τη συγκατάθεση των υποκειμένων των δεδομένων, ε) η επεξεργασία
αφορά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία έχουν προδήλως δημοσιοποιηθεί από
το υποκείμενο των δεδομένων, στ) η επεξεργασία είναι
απαραίτητη για τη θεμελίωση, άσκηση ή υποστήριξη νομικών αξιώσεων ή όταν τα
δικαστήρια ενεργούν υπό τη δικαιοδοτική τους ιδιότητα, ζ) η επεξεργασία είναι
απαραίτητη για λόγους ουσιαστικού δημόσιου συμφέροντος, βάσει του δικαίου της Ένωσης
ή κράτους μέλους, το οποίο είναι ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο στόχο, σέβεται
την ουσία του δικαιώματος στην προστασία των δεδομένων και προβλέπει κατάλληλα
και συγκεκριμένα μέτρα για τη διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των
συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων, η) η επεξεργασία είναι απαραίτητη
για σκοπούς προληπτικής ή επαγγελματικής ιατρικής, εκτίμησης της ικανότητας
προς εργασία του εργαζομένου, ιατρικής διάγνωσης, παροχής υγειονομικής ή
κοινωνικής περίθαλψης ή θεραπείας ή διαχείρισης υγειονομικών και κοινωνικών
συστημάτων και υπηρεσιών βάσει του ενωσιακού δικαίου
ή του δικαίου κράτους μέλους ή δυνάμει σύμβασης με επαγγελματία του τομέα της
υγείας και με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων και των εγγυήσεων που αναφέρονται
στην παράγραφο 3, θ) η επεξεργασία είναι απαραίτητη για λόγους δημόσιου
συμφέροντος στον τομέα της δημόσιας υγείας, όπως η προστασία έναντι σοβαρών
διασυνοριακών απειλών κατά της υγείας ή η διασφάλιση υψηλών προτύπων ποιότητας
και ασφάλειας της υγειονομικής περίθαλψης και των φαρμάκων ή των ιατροτεχνολογικών προϊόντων, βάσει του δικαίου της Ένωσης ή
του δικαίου κράτους μέλους, το οποίο προβλέπει κατάλληλα και συγκεκριμένα μέτρα
για την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών του υποκειμένου των δεδομένων,
ειδικότερα δε του επαγγελματικού απορρήτου, ή ι) η επεξεργασία είναι απαραίτητη
για σκοπούς αρχειοθέτησης προς το δημόσιο συμφέρον, για σκοπούς επιστημονικής ή
ιστορικής έρευνας ή για στατιστικούς σκοπούς σύμφωνα με το άρθρο 89 παράγραφος
1 βάσει του δικαίου της Ένωσης ή κράτους μέλους, οι οποίοι είναι ανάλογοι προς
τον επιδιωκόμενο στόχο, σέβονται την ουσία του δικαιώματος στην προστασία των
δεδομένων και προβλέπουν κατάλληλα και συγκεκριμένα μέτρα για τη διασφάλιση των
θεμελιωδών δικαιωμάτων και των συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων. 3. Τα
δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 μπορεί να τύχουν
επεξεργασίας για τους σκοπούς που προβλέπονται στην παράγραφο 2 στοιχείο η),
όταν τα δεδομένα αυτά υποβάλλονται σε επεξεργασία από ή υπό την ευθύνη
επαγγελματία που υπόκειται στην υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου
βάσει του δικαίου της Ένωσης ή κράτους μέλους ή βάσει κανόνων που θεσπίζονται
από αρμόδιους εθνικούς φορείς ή από άλλο πρόσωπο το οποίο υπέχει επίσης
υποχρέωση τήρησης του απορρήτου βάσει του δικαίου της Ένωσης ή κράτους μέλους ή
βάσει κανόνων που θεσπίζονται από αρμόδιους εθνικούς φορείς. 4. Τα κράτη μέλη
μπορούν να διατηρούν ή να θεσπίζουν περαιτέρω όρους, μεταξύ άλλων και
περιορισμούς, όσον αφορά την επεξεργασία γενετικών δεδομένων, βιομετρικών
δεδομένων ή δεδομένων που αφορούν την υγεία» (άρθρο 9 υπό τον τίτλο
«Επεξεργασία ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικοί χαρακτήρα»), ε) «1. Όταν
δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν υποκείμενο των δεδομένων συλλέγονται
από το υποκείμενο των δεδομένων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας, κατά τη λήψη των
δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων όλες τις
ακόλουθες πληροφορίες: α) την ταυτότητα και τα στοιχεία επικοινωνίας του
υπευθύνου επεξεργασίας και, κατά περίπτωση, του εκπροσώπου του υπευθύνου
επεξεργασίας, β) τα στοιχεία επικοινωνίας του υπευθύνου προστασίας δεδομένων, κατά
περίπτωση, γ) τους σκοπούς της επεξεργασίας για τους οποίους προορίζονται τα
δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και τη νομική βάση για ^ - την
επεξεργασία, δ) εάν η επεξεργασία βασίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο στ), τα έννομα συμφέροντα που επιδιώκονται από τον υπεύθυνο
επεξεργασίας ή από τρίτο, ε) τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των
δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, εάν υπάρχουν, στ)
κατά περίπτωση, την πρόθεση του υπευθύνου επεξεργασίας να διαβιβάσει δεδομένα
προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό και την ύπαρξη ή την
απουσία απόφασης επάρκειας της Επιτροπής ή, όταν πρόκειται για τις διαβιβάσεις
που αναφέρονται στο άρθρο 46 ή 47 ή στο άρθρο 49 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο,
αναφορά στις ενδεδειγμένες ή κατάλληλες εγγυήσεις και τα μέσα για να αποκτηθεί
αντίγραφό τους ή στο πού διατέθηκαν. 2. Εκτός από τις πληροφορίες που
αναφέρονται στην παράγραφο 1, ο υπεύθυνος επεξεργασίας, κατά τη λήψη των
δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων τις εξής
επιπλέον πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εξασφάλιση θεμιτής και
διαφανούς επεξεργασίας: α) το χρονικό διάστημα για το οποίο θα αποθηκευτούν τα
δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ή, όταν αυτό είναι αδύνατο, τα κριτήρια που
καθορίζουν το εν λόγω διάστημα, β) την ύπαρξη δικαιώματος υποβολής αιτήματος
στον υπεύθυνο επεξεργασίας για πρόσβαση και διόρθωση ή διαγραφή των δεδομένων
προσωπικού χαρακτήρα ή περιορισμό της επεξεργασίας που αφορούν το υποκείμενο
των δεδομένων ή δικαιώματος αντίταξης στην
επεξεργασία, καθώς και δικαιώματος στη φορητότητα των
δεδομένων, γ) όταν η επεξεργασία βασίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο )
ή στο άρθρο 9 παράγραφος 2 στοιχείο α), την ύπαρξη του δικαιώματος να
ανακαλέσει τη συγκατάθεσή του οποτεδήποτε, χωρίς να θίγει η νομιμότητα. της
επεξεργασίας που βασίστηκε στη συγκατάθεση πριν από την ανάκλησή της, δ) το
δικαίωμα υποβολής καταγγελίας σε εποπτική αρχή, ε) κατά πόσο η παροχή δεδομένων
προσωπικού χαρακτήρα αποτελεί νομική ή συμβατική υποχρέωση ή απαίτηση για τη
σύναψη σύμβασης, καθώς και κατά πόσο το υποκείμενο των δεδομένων υποχρεούται να
παρέχει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και ποιες ενδεχόμενες συνέπειες θα
είχε η μη παροχή των δεδομένων αυτών, στ) την ύπαρξη
αυτοματοποιημένης λήψης αποφάσεων, συμπεριλαμβανομένης της κατάρτισης προφίλ,
που αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφοι 1 και 4 και, τουλάχιστον στις
περιπτώσεις αυτές, σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τη λογική που
ακολουθείται, καθώς και τη σημασία και τις προβλεπόμενες συνέπειες της εν λόγω
επεξεργασίας για το υποκείμενο των δεδομένων. 3. Όταν ο υπεύθυνος επεξεργασίας
προτίθεται να επεξεργαστεί περαιτέρω τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για άλλο
σκοπό από εκείνο για τον οποίο τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα συλλέχθηκαν, ο
υπεύθυνος επεξεργασίας παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων, πριν από την εν
λόγω περαιτέρω επεξεργασία, πληροφορίες για τον σκοπό αυτόν και άλλες τυχόν
αναγκαίες πληροφορίες, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2» (άρθρο 13 παρ. 1-3 υπό
τον τίτλο «Πληροφορίες που παρέχονται εάν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα
συλλέγονται από το υποκείμενο των δεδομένων»), στ)
«1. Το υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να λαμβάνει από του υπεύθυνο
επεξεργασίας επιβεβαίωση για το κατά πόσον ή όχι τα δεδομένα προσωπικού
χαρακτήρα που το αφορούν υφίστανται επεξεργασία και, εάν συμβαίνει τούτο, το
δικαίωμα πρόσβασης στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και στις ακόλουθες
πληροφορίες: α) τους σκοπούς της επεξεργασίας, β) τις σχετικές κατηγορίες
δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, γ) τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών
στους οποίους κοινολογήθηκαν ή πρόκειται να κοινολογηθούν τα δεδομένα
προσωπικού χαρακτήρα, ιδίως τους αποδέκτες σε τρίτες χώρες ή διεθνείς
οργανισμούς, δ)εάν είναι δυνατόν, το χρονικό διάστημα για το οποίο θα
αποθηκευτούν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ή, όταν αυτό είναι αδύνατο, τα
κριτήρια που καθορίζουν το εν λόγω διάστημα, ε) την ύπαρξη δικαιώματος υποβολής
αιτήματος στον υπεύθυνο επεξεργασίας για διόρθωση ή διαγραφή δεδομένων
προσωπικού χαρακτήρα ή περιορισμό της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα
που αφορά το υποκείμενο των δεδομένων ή δικαιώματος αντίταξης
στην εν λόγω επεξεργασία, στ) το δικαίωμα υποβολής
καταγγελίας σε εποπτική αρχή, ζ) όταν τα. δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν
συλλέγονται από το υποκείμενο των δεδομένων, κάθε διαθέσιμη πληροφορία σχετικά
με την προέλευσή τους, η) την ύπαρξη αυτοματοποιημένης λήψης αποφάσεων, συμπεριλαμβανομένης
της κατάρτισης προφίλ, που προβλέπεται στο άρθρο 22 παράγραφοι 1 και 4 και,
τουλάχιστον στις περιπτώσεις αυτές, σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τη λογική
που ακολουθείται, καθώς και τη σημασία και τις προβλεπόμενες συνέπειες της εν
λόγω επεξεργασίας για το υποκείμενο των δεδομένων. 2. Όταν δεδομένα προσωπικού
χαρακτήρα διαβιβάζονται σε τρίτη χώρα ή σε διεθνή οργανισμό, το υποκείμενο των
δεδομένων έχει το δικαίωμα να ενημερώνεται για τις κατάλληλες εγγυήσεις σύμφωνα
με το άρθρο 46 σχετικά με τη διαβίβαση. 3. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας παρέχει
αντίγραφο των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία.
Για επιπλέον αντίγραφα που ενδέχεται να ζητηθούν από το υποκείμενο των
δεδομένων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας μπορεί να επιβάλει την καταβολή εύλογου
τέλους για διοικητικά έξοδα. Εάν το υποκείμενο των δεδομένων υποβάλλει το
αίτημα με ηλεκτρονικά μέσα και εκτός εάν το υποκείμενο των δεδομένων ζητήσει
κάτι διαφορετικό, η ενημέρωση παρέχεται σε ηλεκτρονική μορφή που
χρησιμοποιείται συνήθως. 4. Το δικαίωμα να λαμβάνεται αντίγραφο που αναφέρεται
στην παράγραφο 3 δεν επηρεάζει δυσμενώς τα δικαιώματα και τις ελευθερίες άλλων»
(άρθρο 15 υπό τον τίτλο «Δικαίωμα πρόσβασης του υποκειμένου των δεδομένων»), ξ)
«Το υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να απαιτήσει από τον υπεύθυνο
επεξεργασίας χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση τη διόρθωση ανακριβών δεδομένων
προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. Έχοντας υπόψη τους σκοπούς της
επεξεργασίας, το υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να απαιτήσει τη
συμπλήρωση ελλιπών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, μεταξύ άλλων μέσω
συμπληρωματικής δήλωσης» (άρθρο 16 υπό τον τίτλο «Δικαίωμα διόρθωσή»), η) «1.
Το υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να ζητήσει από τον υπεύθυνο
επεξεργασίας τη διαγραφή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν χωρίς
αδικαιολόγητη καθυστέρηση και ο υπεύθυνος επεξεργασίας υποχρεούται να διαγράφει
δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, εάν ισχύει ένας
από τους ακόλουθους λόγους: α) τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν είναι πλέον
απαραίτητα σε σχέση με τους σκοπούς για τους οποίους συλλέχθηκαν ή υποβλήθηκαν
κατ' άλλο τρόπο σε επεξεργασία, β) το υποκείμενο των δεδομένων ανακαλεί τη
συγκατάθεση επί της οποίας βασίζεται η επεξεργασία σύμφωνα με το άρθρο 6
παράγραφος 1 στοιχείο α) ή το άρθρο 9 παράγραφος 2 στοιχείο α) και δεν υπάρχει
άλλη νομική βάση για την επεξεργασία, γ) το υποκείμενο των δεδομένων
αντιτίθεται στην επεξεργασία σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 1 και δεν
υπάρχουν επιτακτικοί και νόμιμοι λόγοι για την επεξεργασία ή το υποκείμενο των
δεδομένων αντιτίθεται στην επεξεργασία σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 2, δ)
τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υποβλήθηκαν σε επεξεργασία παράνομα, ε) τα
δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να διαγραφούν, ώστε να τηρηθεί νομική
υποχρέωση βάσει του ενωσιακού δικαίου ή του δικαίου
κράτους μέλους, στην οποία υπόκειται ο υπεύθυνος επεξεργασίας, στ) τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα έχουν συλλεχθεί σε
σχέση με την προσφορά υπηρεσιών της κοινωνίας των πληροφοριών που αναφέρονται
στο άρθρο 8 παράγραφος 1. 2. Όταν ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει δημοσιοποιήσει
τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και υποχρεούται σύμφωνα με την παράγραφο 1 να
διαγράψει τα I δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, ο υπεύθυνος επεξεργασίας,
λαμβάνοντας υπόψη τη διαθέσιμη τεχνολογία και το κόστος εφαρμογής, Λαμβάνει
εύλογα μέτρα, συμπεριλαμβανομένων των τεχνικών μέτρων, για να ενημερώσει τους
υπευθύνους επεξεργασίας που επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα,
ότι το υποκείμενο των δεδομένων ζήτησε τη διαγραφή από αυτούς τους υπευθύνους
επεξεργασίας τυχόν συνδέσμων με τα δεδομένα αυτά ή αντιγράφων ή αναπαραγωγών
των εν λόγω δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. 3. Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν
εφαρμόζονται στον βαθμό που η επεξεργασία είναι απαραίτητη: α) για την άσκηση
του δικαιώματος ελευθερίας της έκφρασης και του δικαιώματος στην ενημέρωση, β)
για την τήρηση νομικής υποχρέωσης που επιβάλλει την επεξεργασία βάσει του
δικαίου της Ένωσης ή του δικαίου κράτους μέλους στο οποίο υπάγεται ο υπεύθυνος
επεξεργασίας ή για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο
συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο
της επεξεργασίας, γ) για λόγους δημόσιου συμφέροντος στον τομέα της δημόσιας
υγείας σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 2 στοιχεία η) και θ), καθώς και το
άρθρο 9 παράγραφος 3, δ) για σκοπούς αρχειοθέτησης προς το δημόσιο συμφέρον,
για σκοπούς επιστημονικής ή ιστορικής έρευνας ή για στατιστικούς σκοπούς
σύμφωνα με το άρθρο 89 παράγραφος 1, εφόσον το δικαίωμα που αναφέρεται στην
παράγραφο 2 είναι πιθανόν να καταστήσει αδύνατη ή να εμποδίσει σε μεγάλο βαθμό
την επίτευξη σκοπών της εν λόγω επεξεργασίας, ή ε) για τη θεμελίωση, άσκηση ή
υποστήριξη νομικών αξιώσεων» (άρθρο 17 υπό τον τίτλο «Δικαίωμα διαγραφής
[“δικαίωμα στη λήθη”]»), θ) «1. Το υποκείμενο των δεδομένων δικαιούται να
εξασφαλίζει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας τον περιορισμό της επεξεργασίας, όταν
ισχύει ένα από τα ακόλουθα: α) η ακρίβεια των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα
αμφισβητείται από το υποκείμενο των δεδομένων, για χρονικό διάστημα που
επιτρέπει στον υπεύθυνο επεξεργασίας να επαληθεύσει την ακρίβεια των δεδομένων
προσωπικού χαρακτήρα, β) η επεξεργασία είναι παράνομη και το υποκείμενο των
δεδομένων αντιτάσσεται στη διαγραφή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και
ζητεί, αντ' αυτής, τον περιορισμό της χρήσης τους, γ) ο υπεύθυνος επεξεργασίας
δεν χρειάζεται πλέον τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για τους σκοπούς της
επεξεργασίας, αλλά, τα δεδομένα αυτά απαιτούνται από το υποκείμενο των
δεδομένων για τη θεμελίωση, την άσκηση ή την υποστήριξη νομικών αξιώσεων, δ) το
υποκείμενο των δεδομένων έχει αντιρρήσεις για την επεξεργασία σύμφωνα με το
άρθρο 21 παράγραφος 1, εν αναμονή της επαλήθευσης του κατά πόσου οι νόμιμοι
λόγοι του υπευθύνου επεξεργασίας υπερισχύουν έναντι των λόγων του υποκειμένου
των δεδομένων. 2. Όταν η επεξεργασία έχει περιοριστεί σύμφωνα με την παράγραφο
1, τα εν λόγω δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εκτός της αποθήκευσης, υφίστανται
επεξεργασία μόνο με τη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων ή για τη
θεμελίωση, άσκηση ή υποστήριξη νομικών αξιώσεων ή για την προστασία των
δικαιωμάτων άλλου φυσικού ή νομικού προσώπου ή για λόγους σημαντικού δημόσιου
συμφέροντος της Ένωσης ή κράτους μέλους. 3. Το υποκείμενο των δεδομένων το
οποίο έχει εξασφαλίσει τον περιορισμό της επεξεργασίας σύμφωνα με την παράγραφο
1 ενημερώνεται από τον υπεύθυνο επεξεργασίας πριν από την άρση του περιορισμού
επεξεργασίας» (άρθρο 18 υπό τον τίτλο «Δικαίωμα περιορισμού της επεξεργασίας»),
ι) «1. Το υποκείμενο των δεδομένων δικαιούται να αντιτάσσεται, ανά πάσα στιγμή
και για λόγους που σχετίζονται με την ιδιαίτερη κατάστασή του, στην επεξεργασία
δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, η οποία βασίζεται στο άρθρο 6
παράγραφος 1 στοιχείο ε) ή στ), περιλαμβανομένης της
κατάρτισης προφίλ βάσει των εν λόγω διατάξεων. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν
υποβάλλει πλέον τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε επεξεργασία, εκτός εάν ο
υπεύθυνος επεξεργασίας καταδείξει επιτακτικούς και νόμιμους λόγους για την επεξεργασία
οι οποίοι υπερισχύουν των συμφερόντων, των δικαιωμάτων και των ελευθεριών του
υποκειμένου των δεδομένων ή για τη θεμελίωση, άσκηση ή υποστήριξη νομικών
αξιώσεων» (άρθρο 21 παρ. 1 υπό τον τίτλο «Δικαίωμα εναντίωσης»), ια) «1. Λαμβάνοντας υπόψη τις τελευταίες εξελίξεις, το
κόστος εφαρμογής και τη φύση, το πεδίο εφαρμογής, το πλαίσιο και τους σκοπούς
της επεξεργασίας, καθώς και τους κινδύνους διαφορετικής πιθανότητας επέλευσης
και σοβαρότητας για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων από
την επεξεργασία, ο υπεύθυνος επεξεργασίας εφαρμόζει αποτελεσματικά, τόσο κατά
τη στιγμή του καθορισμού των μέσων επεξεργασίας όσο και κατά τη στιγμή της
επεξεργασίας, κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα, όπως η ψευδωνυμοποίηση, σχεδιασμένα για την εφαρμογή αρχών
προστασίας των δεδομένων, όπως η ελαχιστοποίηση των δεδομένων, και την
ενσωμάτωση των απαραίτητων εγγυήσεων στην επεξεργασία κατά τρόπο ώστε να
πληρούνται οι απαιτήσεις τον παρόντος κανονισμού και να προστατεύονται τα
δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων. 2. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας εφαρμόζει
κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα για να διασφαλίζει ότι, εξ ορισμού,
υφίστανται επεξεργασία μόνο τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που είναι απαραίτητα
για τον εκάστοτε σκοπό της επεξεργασίας. Αυτή η υποχρέωση ισχύει για το εύρος
των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που συλλέγονται, τον βαθμό της επεξεργασίας
τους, την περίοδο αποθήκευσης και την προσβασιμότητά τους. Ειδικότερα, τα ευ
λόγω μέτρα διασφαλίζουν ότι, εξ ορισμού, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν
καθίστανται προσβάσιμα χωρίς την παρέμβαση του
φυσικού προσώπου σε αόριστο αριθμό φυσικών προσώπων» (άρθρο 25 παρ. 1 και 2 οπό
τον τίτλο «Προστασία των δεδομένων ήδη από το σχεδίασμά και εξ ορισμού»), ιβ) «2. Η διαδικασία κατά υπευθύνου επεξεργασίας ή
εκτελούντος την επεξεργασία κινείται ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους
στο οποίο ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία έχουν
εγκατάσταση. Εναλλακτικά, η ευ λόγω διαδικασία μπορεί να κινηθεί ενώπιον των
δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο το υποκείμενο των δεδομένων έχει τη
συνήθη διαμονή του, εκτός εάν ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την
επεξεργασία είναι δημόσια αρχή κράτους μέλους η οποία ενεργεί κατά την άσκηση των
δημόσιων εξουσιών της» (άρθρο 79 παρ. 2 από τον τίτλο «Δικαίωμα πραγματικής
δικαστικής προσφυγής κατά υπευθύνου επεξεργασίας ή εκτελούντος την
επεξεργασία») και ιγ) «1. Κάθε πρόσωπο το οποίο
υπέστη υλική ή μη υλική ζημία ως αποτέλεσμα παραβίασης του παρόντος κανονισμού
δικαιούται αποζημίωση από τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή του εκτελούντα την
επεξεργασία για τη ζημία που υπέστη. 2. Κάθε υπεύθυνος επεξεργασίας που συμμετέχει
στην επεξεργασία είναι υπεύθυνος για τη ζημία που προκάλεσε η εκ μέρους του
επεξεργασία που παραβαίνει του παρόντα κανονισμό. Ο εκτελών την επεξεργασία
ευθύνεται για τη ζημία που προκάλεσε η επεξεργασία μόνο εφόσον δεν
ανταποκρίθηκε στις υποχρεώσεις του παρόντος κανονισμού που αφορούν ειδικότερα
τους εκτελούντες την επεξεργασία ή υπερέβη ή ενήργησε αντίθετα προς τις νόμιμες
εντολές του υπευθύνου επεξεργασίας. 3. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την
επεξεργασία απαλλάσσεται από την ευθύνη που έχουν δυνάμει της παραγράφου 2, εάν
αποδεικνύει ότι δεν φέρει καμία ευθύνη για το γενεσιουργό γεγονός της ζημίας.
4. Εάν περισσότεροι του ενός υπεύθυνοι επεξεργασίας ή εκτελούντες την
επεξεργασία ή αμφότεροι ο υπεύθυνος επεξεργασίας και ο εκτελών την επεξεργασία
εμπλέκονται στην ίδια επεξεργασία και, εάν δυνάμει των παραγράφων 2 και 3 είναι
υπεύθυνοι για τυχόν ζημία που προκάλεσε η επεξεργασία, κάθε υπεύθυνος
επεξεργασίας ή εκτελών την επεξεργασία ευθύνεται για τη συνολική ζημία,
προκειμένου να διασφαλιστεί αποτελεσματική αποζημίωση του υποκειμένου των
δεδομένων. 5. Εάν ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία έχει
καταβάλει, σύμφωνα με την παράγραφο 4, πλήρη αποζημίωση για τη ζημία που
προκάλεσε, ο εν λόγω υπεύθυνος ή εκτελών την επεξεργασία δικαιούται να ζητήσει
από τους άλλους υπευθύνους επεξεργασίας ή εκτελούντες την επεξεργασία που
εμπλέκονται στην ίδια επεξεργασία την ανάκτηση μέρους της αποζημίωσης που
αντιστοιχεί στο μέρος της ευθύνης τους λόγω της ζημίας που προκλήθηκε σύμφωνα
με τις προϋποθέσεις της. παραγράφου 2. 6. Οι δικαστικές διαδικασίες για την
άσκηση του δικαιώματος αποζημίωσης υποβάλλονται ενώπιον των αρμόδιων
δικαστηρίων δυνάμει του δικαίου του κράτους μέλους που αναφέρεται στο άρθρο 79
παράγραφος 2» (άρθρο 82 υπό τον τίτλο «Δικαίωμα αποζημίωσης και ευθύνη»).
Τέλος, ο Ν. 2472/1997 καταργήθηκε (πλην συγκεκριμένων διατάξεών του) από την
29.8.2019 με το άρθρο 84 Ν. 4624/2019 «Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού
Χαρακτήρα, μέτρα εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των
φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και
ενσωμάτωση στην εθνική νομοθεσία της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 και άλλες διατάξεις»
(Φ.Ε.Κ. Α' 137/29.8.2019). Η διάταξη του άρθρου 25 του Νόμου αυτού (υπό τον
τίτλο «Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για άλλους σκοπούς από
ιδιωτικούς φορείς») προβλέπει ότι «1. Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού
χαρακτήρα από ιδιωτικούς φορείς για σκοπό διαφορετικό από αυτόν για ν οποίο
έχουν συλλεχθεΐ, επιτρέπεται, εφόσον είναι
απαραίτητη: α) για την αποτροπή απειλών κατά της εθνικής ασφάλειας ή της
δημόσιας ασφάλειας κατόπιν αιτήματος δημόσιου φορέα, ή β) για τη δίωξη ποινικών
αδικημάτων ή γ) για τη θεμελίωση, άσκηση ή υποστήριξη νομικών αξιώσεων, εκτός
και εάν υπερτερεί το συμφέρον του υποκειμένου των δεδομένων να μην τύχουν
επεξεργασίας τα δεδομένα αυτά. 2. Η επεξεργασία ειδικών κατηγοριών δεδομένων
προσωπικού χαρακτήρα, όπως αυτά αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του ΓΚΠΔ,
για σκοπό διαφορετικό από αυτόν για τον οποίο έχουν συλλεχθεί, επιτρέπεται,
εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου και εφαρμόζεται
μία από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 9 παράγραφος 2 του ΓΚΠΔ εξαιρέσεις ή το
άρθρο 22 του παρόντος». Από το συνδυασμό των προαναφερομένων
διατάξεων τόσο του προϊσχύσαντος Ν. 2472/1997, όσο
και των ήδη ισχυόντων Κανονισμού Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27.4.2016 και Ν. 4624/2019 συνάγεται ότι τα
πιστωτικά ιδρύματα έχουν τη ιδιότητα του «υπευθύνου επεξεργασίας» των («απλών»,
κατά προεκτιθέμενα) δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα
των συναλλασσομένων με αυτές προσώπων, τα οποία
αφορούν στην οικονομική δραστηριότητα και φερεγγυότητα αυτών, «επεξεργασία» δε
των δεδομένων αυτών αποτελούν, μεταξύ άλλων, η οιασδήποτε φύσεως «καταχώριση»,
η «διατήρηση σε φυσική ή ηλεκτρονική μορφή» και η «διάθεση» των στοιχείων αυτών
προς τρίτους (είτε προς περαιτέρω επεξεργασία είτε προς κοινοποίηση σε ευρύτερο
κύκλο μη προσδιοριζόμενων εκ των προτέρων προσώπων με σκοπό την ενημέρωσή τους
για τη διαμόρφωση της δικής τους συναλλακτικής συμπεριφοράς), με συνέπεια να
απαιτείται κατ’ αρχήν, δηλαδή εφ’ όσον δεν συντρέχει εξαιρετική περίπτωση, προβλεπομένη από τις ανωτέρω αναφερόμενες διατάξεις,
προηγουμένη συναίνεση των υποκειμένων των δεδομένων - συναλλασσομένων
για την εν λόγω επεξεργασία, η οποία αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση της
δυνατότητας ασκήσεως - υπό το καθεστώς ισχύος του Ν. 2472/1997 - των
δικαιωμάτων ενημερώσεως, προσβάσεως και αντιρρήσεως ή - υπό το καθεστώς ισχύος
του Κανονισμού Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του
Συμβουλίου της 27.4.2016 και του Ν. 4624/2019 - των δικαιωμάτων προσβάσεως,
διορθώσεως, διαγραφής, περιορισμού της επεξεργασίας και εναντιώσεως. Επομένως,
η μη διασφάλιση εκ μέρους του υπευθύνου της επεξεργασίας των δεδομένων
οικονομικής δραστηριότητας (εν προκειμένω του πιστωτικού ιδρύματος) της
ακώλυτης και πλήρους δυνατότητας ασκήσεως των ως άνω δικαιωμάτων εκ μέρους του
υποκειμένου των δεδομένων αυτών (εν προκειμένω του συναλλασσομένου
ή του φερομένου ως συναλλασσομένου
με το πιστωτικό ίδρυμα) παρέχει, υπό τη συνδρομή των λοιπών προϋποθέσεων του
εκάστοτε ισχύοντος εσωτερικού ουσιαστικού δικαίου, στο υποκείμενο των δεδομένων
δικαίωμα αποκαταστάσεως της τυχόν προκληθείσας σε αυτό περιουσιακής ζημίας ή
ηθικής βλάβης, κατά τις προπαρατεθείσες διατάξεις.
Από την επανεκτίμηση των
προσκομισθέντων ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου αποδεικτικών μέσων και
ειδικότερα από όλα ανεξαιρέτως τα νομίμως προσκομιξόμενα
μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους έγγραφα (είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα
είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων), τις υπ’ αριθ. ./7.12.2020 και
./7.12.2020 ένορκες βεβαιώσεις των ., αντίστοιχος, ενώπιον της Συμβολαιογράφου
Καλαμάτας ., οι οποίες έχουν ληφθεί με επιμέλεια του εφεσιβλήτου
- αντεκκαλούντος ύστερα από νομότυπη και εμπρόθεσμη
κλήτευση της εκκαλούσας - αντεφεσιβλήτου ανώνυμης
τραπεζικής εταιρίας να παραστεί κατά τη λήψη τους (σχετ.
η υπ’ αριθ. .Γ/3.12.2020 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της
περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών .) και τις υπ’
αριθ. ./7.12.2020 και ./7.12.2020 ένορκες βεβαιώσεις των ..., οι οποίες έχουν
ληφθεί με επιμέλεια της εφεσιβλήτου - αντεκκαλούσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας ύστερα από
νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του εφεσιβλήτου - αντεκκαλούντος να παραστεί κατά τη λήψη τους (σχετ. οι υπ’ αριθ. .Α/2.12.2020 και .Β/2.12.2020 εκθέσεις
επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα
στο Πρωτοδικείο Αθηνών .), λαμβανομένων υπόψη των διδαγμάτων της κοινής πείρας,
αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Ο εφεσίβλητος αντεκκαλών,
ο οποίος τυγχάνει δικαστικός λειτουργός (Πρόεδρος Πρωτοδικών Δ.Δ., υπηρετών στο
Διοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιώς), έλκων την καταγωγή του από την Κυπαρισσία
Τριφυλίας Μεσσηνίας, περί τις αρχές μηνάς Μαΐου του έτους 2018 έλαβε την από
18.4.2018 επιστολή της εκκαλούσας - αντεφεσιβλήτου
ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, η οποία έχει επί λέξει ως εξής: »Αθήνα,
18.04.2018. Αγαπητέ Πελάτη, Σας υπενθυμίζουμε ότι, με προηγούμενη επιστολή μας,
σας είχαμε επισημάνει την καθυστέρηση εξοφλήσεως υποχρεώσεώς σας προς την Αlpha Βank για διάστημα άνω των
εξήντα (60) ημερών. Ως εκ τούτου, σας καλέσαμε να εξοφλήσετε την εν λόγω οφειλή
σας και να υποβάλετε την “Τυποποιημένη Οικονομική Κατάσταση”, που προβλέπεται
στον Κώδικα Δεοντολογίας του Ν. 4224/2013 της Τραπέζης της Ελλάδος (ΦΕΚ τ. Β,
2378/2.8.2016), δεόντως συμπληρωμένη, μαζί με τα αναγκαία δικαιολογητικά που
κατ’ ελάχιστου προσδιορίζονται σε αυτήν. Επειδή δεν ανταποκριθήκατε στην ως άνω
πρόσκλησή μας, σας καλούμε και πάλι, το αργότερο εντός δεκαπέντε (15) εργασίμων
ημερών από την παραλαβή της παρούσης, να εξοφλήσετε την ανωτέρω ληξιπρόθεσμη
οφειλή σας και να προσκομίσετε τα ως άνω στοιχεία και δικαιολογητικά στο
“Ειδικό Σημείο Επικοινωνίας” του Καταστήματος της Αlpha
Βank με το οποίο συνεργάζεσθε για την εξέταση λύσεων
ρυθμίσεως ή οριστικής διευθετήσεως της οφειλής σας. Τυχόν παρέλευση και αυτής
της προθεσμίας θα έχει ως αποτέλεσμα την κατηγοριοποίησή σας ως “Μη
Συνεργάσιμου Δανειολήπτη” και τον ενδεχόμενο αποκλεισμό σας από ειδικές
διατάξεις της νομοθεσίας (Ν. 3869/2010 και Ν. 4354/2015). Επιπλέον, σας
ενημερώνουμε ότι με την ολοκλήρωση της “Διαδικασίας Επίλυσης Καθυστερήσεων” η
Τράπεζα δύναται να προχωρήσει σε καταγγελία της των συμβάσεως συμβάσεών σας, από την/τις οποία/ες
απορρέει η ανωτέρω οφειλή, καθώς και σε δικαστικές ενέργειες για την
αναγκαστική είσπραξη των συνολικώς οφειλομένων, ακόμη
και με ρευστοποίηση της περιουσίας σας. Εάν δε μετά τη ρευστοποίηση αυτή
παραμείνει ανεξόφλητο υπόλοιπο από τη συνολική οφειλή σας, αυτό θα συνεχίσει να
εκτοκίζεται με το συμβατικό επιτόκιο που ίσχυε πριν
από τη ρευστοποίηση προσαυξημένο με το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας και
θα εξακολουθείτε να ευθύνεσθε έναντι της Τραπέζης μέχρι την πλήρη και ολοσχερή
εξόφληση των οφειλών σας προς την Τράπεζα. Εάν μέχρι τη λήψη της παρούσης έχετε
εξοφλήσει την ανωτέρω ληξιπρόθεσμη οφειλή σας, δεν είναι υποχρεωτικό να μας
υποβάλετε τα ως άνω στοιχεία. Σας γνωστοποιούμε ότι, εφόσον επιθυμείτε,
μπορείτε να αποταθείτε για συμβουλευτική υποστήριξη αφενός στα “Ειδικά Σημεία
Επικοινωνίας” των Καταστημάτων και στην αρμόδια Υπηρεσία Τηλεφωνικής
Εξυπηρετήσεων Πελατών της Τραπέζης (στον αριθμό τηλεφώνου 210 326 9080) και
αφετέρου σε εξουσιοδοτημένους φορείς (κρατικούς ή μη) της δικής σας επιλογής.
Σημειώνεται ότι παρόμοια με την παρούσα ενημέρωση αποστέλλεται προς όλους τους ενεχομένους
- φυσικά πρόσωπα (οφειλέτη/συνοφειλέτη/εγγυητή)
στη/στις σύμβαση/συμβάσεις, την/ις οποία/ες απορρέει η ληξιπρόθεσμη οφειλή, εφόσον δεν συνεργάσθηκαν
με την Τράπεζα κατά τα αναφερόμενα στην αρχή της παρούσης, καθένας από τους
οποίους έχει τις ίδιες ως άνω υποχρεώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα
Δεοντολογίας. Αναμένουμε τ?] θετική σας ανταπόκριση στα ανωτέρω. Με εκτίμηση,
ΑΤΡΗΑ ΒΑΝΚ Διεύθυνση Παρακολουθήσεως Καθυστερήσεων». Ο εφεσίβλητος - αντεκκαλών, αιφνιδιασθείς και θορυβηθείς από το περιεχόμενο
της ως άνω επιστολής της Διευθύνσεως Παρακολουθήσεως Καθυστερήσεων της
εκκαλούσας - αντεφεσιβλήτου ανώνυμης τραπεζικής
εταιρίας, καθ’ όσον πέραν ενός από πολλών ετών ανενεργού απλού καταθετικού λογαριασμού, δεν είχε συμβληθεί υφ’ οιανδήποτε
ιδιότητα (πρωτοφειλέτη, πιστούχου ή εγγυητή) σε
οποιαδήποτε σύμβαση δανείου ή άλλη σύμβαση παροχής πιστώσεως με την εκκαλούσα -
αντεφεσίβλητο ανώνυμη τραπεζική εταιρία, απευθύνθηκε
αμέσως στο υποκατάστημα της τελευταίας στην Κυπαρισσία Τριφυλίας Μεσσηνίας, από
όπου καταγόταν και είχε ανοίξει τον προαναφερόμενο ανενεργό καταθετικό
λογαριασμό. Στις σχετικές προφορικές διαμαρτυρίες του και στο υποβληθέν αίτημα
παροχής εξηγήσεων ουδεμία απάντηση έλαβε από την υπάλληλο Δήμητρα
Κυριακοπούλου, η οποία δεν ήταν σε θέση να παράσχει οποιαδήποτε ενημέρωση,
ιδίως δε να αιτιολογήσει το περιεχόμενο της επιστολής αυτής και να
γνωστοποιήσει σε αυτόν τα ειδικότερα στοιχεία της φερομένης
κατ’ αυτού απαιτήσεως της τράπεζας. Περαιτέρω, εξ αφορμής διεκπεραιώσεως
συναλλαγής του σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα πληροφορήθηκε ότι τα στοιχεία
ταυτότητάς του είχαν εν αγνοία του διαβιβασθεί με σχετική αναγγελία από την
εκκαλούσα - αντεφεσίβλητο ανώνυμη τραπεζική εταιρία
στην ανώνυμη εταιρία υπό την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε.» και ο ίδιος είχε καταχωρισθεί στο σύστημα αθετήσεως υποχρεώσεων
της τελευταίας, χωρίς να έχει ειδοποιηθεί σχετικός, καΐτοι
η εκκαλούσα - αντεφεσίβλητος ανώνυμη τραπεζική
εταιρία, υπό την ιδιότητα του «υπευθύνου επεξεργασίας» (απλών) δεδομένων
προσωπικού χαρακτήρα του εφεσιβλήτου - αντεκκαλούντος, ήτοι στοιχείων ταυτότητας του προσώπου και
στοιχείων οικονομικής δραστηριότητας και φερεγγυότητας αυτού, είχε υποχρέωση
προηγουμένης ειδικής ενημερώσεως - πληροφορήσεως αυτού, την οποία δεν
διενήργησε, ούτε έλαβε ειδική συναίνεση αυτού προς επεξεργασία των εν λόγω
δεδομένων, αντιθέτως δε προέβη αυθαιρέτως σε επεξεργασία αυτών, αφ’ ενός μεν με
συλλογή, καταχώριση, αποθήκευση και χρήση των ήδη υπαρχόντων στην κατοχή της
από άλλη αιτία (ήτοι από τον προαναφερόμενο ανενεργό καταθετικό
λογαριασμό) στοιχείων ταυτότητας (ονοματεπωνύμου, πατρωνύμου, διευθύνσεως
κατοικίας, αριθμού τηλεφώνου και επαγγέλματος) του εκκαλούντος - αντεφεσιβλήτου ως οφειλέτη από (πράγματι ανύπαρκτη) σύμβαση
δανείου ή παροχής πιστώσεως, αφ’ ετέρου δε με διαβίβαση των εν λόγω στοιχείων
ταυτότητας και οικονομικής δραστηριότητας αυτού (οφειλής από χρέος) στην
ανώνυμη εταιρία υπό την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Α.Ε.», παραλείποντας την απαιτουμένη προηγουμένη
ειδική (και όχι γενική) ενημέρωσή του, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων
1, 5 παρ. 1 και 11 παρ. 1-3 του προϊσχύσαντος Ν.
2472/1997, 4, 6 παρ. 1, 7 και 13 παρ. 1-3 του ήδη ισχύοντος και έχοντος άμεση
και γενική ισχύ στο εσωτερικό δίκαιο Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27^5 Απριλίου 2016 και 25 Ν. 4624/2019,
κατά τα αναλυτικός εκτιθέμενα ανωτέρω υπό στοιχείο III. της μείζονος σκέψεως.
Μετά την αποκάλυψη αυτή ο εφεσίβλητος - αντεκκαλών
μετέβη εκ νέου στο υποκατάστημα Κυπαρισσίας της εκκαλούσας - αντεφεσιβλήτου ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας,
διαμαρτυρόμενος εντόνως για την παράνομη, κατά τα προεκτιθέμενα,
επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων αυτού με διαβίβαση στην ανώνυμη εταιρία
υπό την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε.»,
υποχρεώνοντας την αρμόδια υπάλληλο αυτής Δήμητρα Κυριακοπούλου να προβεί στην
έρευνα της υποθέσεως του, κατόπιν δε ολοκληρώσεως αυτής ενημερώθηκε ότι τελικώς
δεν είχε την ιδιότητα του οφειλέτη (εγγυητή, όπως εφέρετο)
εκ της υπ’ αριθ. 1050504/2003 συμβάσεως παροχής πιστώσεως δι’ ανοικτού αλληλοχρέου λογαριασμού με πιστούχο - πρωτοφειλέτη
τον αδελφό του . και χορηγήθηκε σε αυτόν η υπογραφομένη από τους αρμοδίους
υπαλλήλους του υποκαταστήματος Κυπαρισσίας της εκκαλούσας - αντεφεσιβλήτου
ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας … η υπ’ αριθ. ./4.5.2018 επιστολή, στην οποία
αναφέρεται επί λέξει: «Κατόπιν προφορικού σας αιτήματος, σας γνωρίζουμε ότι δεν
έχετε υπογράψει ως εγγυητής στην υπ’ αριθμόν ./2003 σύμβαση ανοικτού
αλληλόχρεου λογαριασμού, επ’ ονόματι .. Η εν λόγω
επιστολή χορηγείται για κάθε νόμιμη χρήση». Την 11.5.2018 ο εφεσίβλητος - αντεκκαλών κατέθεσε, καθ’ υπόδειξη των προαναφερομένων
υπαλλήλων της εκκαλούσας - αντεφεσιβλήτου ανώνυμης
τραπεζικής εταιρίας, την ως άνω επιστολή στην ανώνυμη εταιρία υπό την επωνυμία
«ΤΡΑΠΕΖΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε.», λαβών αριθμό πρωτοκόλλου
./11.5.2018, πλην όμως ενημερώθηκε από τους αρμοδίους υπαλλήλους της τελευταίας
ότι το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής δεν είναι επαρκές προς διαγραφή του.
Κατόπιν της εξελίξεως αυτής ο εφεσίβλητος - αντεκκαλών
την 24.5.2018 απευθύνθηκε εκ νέου στο υποκατάστημα Κυπαρισσίας της εκκαλούσας -
αντεφεσιβλήτου ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, παραπονούμενος για τις παραλείψεις των αρμοδίων υπαλλήλων
αυτής και τη χορήγηση σε αυτόν ανεπαρκούς προς διαγραφή του από τα ηλεκτρονικά
αρχεία της ανώνυμης εταιρίας υπό την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε.» επιστολής, ενώ την 11.6.2018 κατέθεσε στο αυτό υποκατάστημα
αίτηση, με την οποία ζητεί να του χορηγηθούν: α) αντίγραφα όλων των δανειακών
συμβάσεων οποιοσδήποτε μορφής, τις οποίες φέρεται να έχει αυτός υπογράψει υφ’
οιανδήποτε ιδιότητα (πρωτοφειλέτη ή εγγυητή) και β)
αντίγραφα όλων των ενημερωτικών επιστολών της εκκαλούσας αντεφεσιβλήτου
ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας προς αυτόν σχετικώς με τις φερόμενες ως
υφιστάμενες οφειλές του. Ωστόσο, παρά τις προφορικές διαβεβαιώσεις του
διευθυντή του ως άνω υποκαταστήματος μετά την κατάθεση της προαναφερομένης
αιτήσεως ότι το ζήτημα θα διευθετηθεί, την 20.6.2018 ο εφεσίβλητος - αντεκκαλών έλαβε νέα (δεύτερη) επιστολή της Διευθύνσεως
Παρακολουθήσεως Καθυστερήσεων της εκκαλούσας - αντεφεσιβλήτου
ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, με την ενημερώνεται ότι έχει κατηγοριοποιηθεί ως
«Μη Συνεργάσιμος Δανειολήπτης», μετά παρέλευση δε δύο ημερών (ήτοι την
22.6.2018) κοινοποίησε στην τελευταία την από 20.6.2018 εξώδικη δήλωση (κοινοποιηθείσα ομοίως στην ανώνυμη εταιρία υπό την επωνυμία
«ΤΡΑΠΕΖΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε.», στην Αρχή Προστασίας
Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, στον Συνήγορο του Καταναλωτή και στον
Μεσολαβητή Τραπεζικών - Επενδυτικών Υπηρεσιών), με την οποία ζητούσε: α) να
διαγραφούν τα στοιχεία του από τα ηλεκτρονικά αρχεία της ανώνυμης εταιρίας υπό
την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε.» και οποιαδήποτε
δυσμενής καταχώριση αυτού ως οφειλέτη, ως και να ενημερωθεί εγγράφως για την
ολοκλήρωση της διαδικασίας αυτής, β) να αποσταλεί σε αυτόν έγγραφο, με το οποίο
βεβαιώνεται ότι δεν έχει υπογράψει ως εγγυητής την υπ’ αριθ. ./2003 σύμβαση
ανοικτού αλληλοχρέου λογαριασμού με πρωτοφειλέτη - πιστούχο τον (αδελφό του) . και ότι ουδέν
οφείλει στην τράπεζα, γ) να απαντηθούν οι δύο αιτήσεις, τις οποίες έχει
υποβάλει στο υποκατάστημα Κυπαρισσίας της εκκαλούσας - αντεφεσιβλήτου
ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας και δ) να ενημερωθεί εγγράφως για τον τρόπο, με
τον οποίο παρανόμως και υπαιτίως ενεπλάκη το όνομά του ως δήθεν εγγυητή της
συμβάσεως και για την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων του χωρίς την
ενημέρωση και τη συναίνεσή του. Σε απάντηση της ως άνω εξώδικης δηλώσεως η
εκκαλούσα - αντεφεσίβλητος ανώνυμη τραπεζική εταιρία
απέστειλε στον εφεσίβλητο αντεκκαλούντα την υπ’ αριθ.
./23.7.2018 επιστολή (υπογραφομένη από την Προϊσταμένη Ειδικών Εργασιών
Εξυπηρετήσεως Πελατών ….), στην οποία αναφέρεται επί λέξει: «...Λαμβάνουτας υπόψη τα θίγόμενα από
μέρους σας σημεία και αιτήματα, η θέση της Τραπέζης περιγράφεται στην από
4.5.2018 επιστολή, την οποία παραλάβατε από το Κατάστημα Κυπαρισσίας (504), τα
Στελέχη του οποίου έχουν εκκινήσει τις απαιτούμενες ενέργειες προς τη
διευθέτηση της υποθέσεώς σας, με την ολοκλήρωση των οποίων πρόκειται να λάβετε
ενημέρωση...». Ωστόσο, παρά την παρέλευση ικανού χρονικού διαστήματος, ο
εφεσίβλητος - αντεκκαλών ουδεμία σχετική ενημέρωση
έλαβε, για το λόγο δε αυτό αφ’ ενός μεν κοινοποίησε στην εκκαλούσα - αντεφεσίβλητο ανώνυμη τραπεζική εταιρία την από 30.10.2018
νέα (δεύτερη) εξώδικη δήλωση - διαμαρτυρία (κοινοποιηθείσα
ομοίως προς τον Μεσολαβητή Τραπεζικών - Επενδυτικών Υπηρεσιών και την Αρχή
Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα), με την οποία αυτή καλείται να
προβεί στις αναφερόμενες στην από 20.6.2018 εξώδικη δήλωση - διαμαρτυρία
ενέργειες και στην οποία αναφέρεται επιπλέον επί λέξει ότι «...Δεδομένου ότι
μεγάλο χρονικό διάστημα δεν είχα λάβει ουδεμία ενημέρωση από την Τράπεζα τόσο
για την υποτιθέμενη οφειλή μου όσο και για το αν υφίστανται τελικώς δανειακές
συμβάσεις που να. φέρονται υπογεγραμμένες από εμένα ή όχι, και ενόψει της
τουλάχιστον ασαφούς και περίεργης και ασφαλώς μη καλόπιστης συμπεριφοράς των
υπαλλήλων της Τράπεζας και προκειμένου να ενημερωθώ αναλυτικά περί της
καταχώρισής μου στο Τραπεζικό Σύστημα Πληροφοριών “Τειρεσίας", απέστειλα
στις 4.6.2018 αίτηση προς την “Τειρεσίας Α.Ε.” με την οποία ζήτησα αναλυτική
αναφορά των δεδομένων μου που τηρούνται στο αρχείο του. Επί της αίτησης αυτής
έλαβα το με ημερομηνία 25.6.2018 έγγραφο με τίτλο “ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟ 30/5/2018 ΑΙΤΗΣΗ ΣΑΣ" στο οποίο απεικονίζεται
καταχώρισή μου στο Σύστημα λόγω οφειλής μου ως δήθεν εγγυητή σε ρυθμισμένο
επιχειρηματικό δάνειο της Άλφα Τράπεζας με κωδικό δανείου . (με ημερομηνία
έγκρισης δανείου 22.3.2014 και ημερομηνία ρύθμισης 29.5.2017), ύψους 16.941,10
ευρώ, μεγαλύτερο μέρος του οποίου είναι σε καθυστέρηση, σύμφωνα με το ως άνω
έγγραφο (με ημερομηνία 25.6.2018)» (δηλαδή γίνεται αναφορά σε άλλη σύμβαση
δανείου, διαφορετική από την υπ’ αριθ. ./2003 σύμβαση ανοικτού αλληλόχρεου
λογαριασμού με πρωτοφειλέτη - πιστούχο τον ., στην
οποία αφορά η προαναφερομένη υπ’ αριθ. ./4.5.2018
επιστολή), αφ’ ετέρου δε κατέθεσε την από 6.12.2018 με αριθ. πρωτ. . αναφορά του προς τον Συνήγορο του Καταναλωτή, με
την οποία, αφού παρέθεσε το ιστορικό της "καταναλωτικής διαφοράς"
μεταξύ αυτού και της εκκαλούσας - αντεφεσιβλήτου
ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, ζήτησε την παρέμβαση αυτού για τη διευθέτηση
αυτής. Μετά ταύτα, την 14.1.2019 ο εφεσίβλητος - αντεκκαλών
έλαβε επιστολή της ανώνυμης εταιρίας υπό την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε.», στην οποία αναφέρονται επί λέξει τα εξής: «Σας
γνωρίζουμε ότι, την 14.12.2018, διεγράφη το επιχειρηματικό δάνειο ρύθμισης με
αριθμό . της Τράπεζας Αlpha Βank,
από το αρχείο Συγκέντρωσης Χορηγήσεων της εταιρίας μας και από το όνομά σας, ως
εγγυητή, κατόπιν ηλεκτρονικής ενημέρωσής μας από την αρμόδια τράπεζα, σύμφωνα
με τη διαδικασία που σας έχουμε ήδη περιγράφει σε προηγούμενη επιστολή μας»,
και την 17.1.2019 την υπ’ αριθ. πρωτ. ./17.1.2019
επιστολή του Συνηγόρου του Καταναλωτή, στην οποία αναφέρεται ότι «Σε συνέχεια
της διαβίβασης της αναφοράς σας προς την Αlpha Βank λάβαμε την επισυναπτόμενη απάντηση με αριθ. πρωτ. Εισερχομένου ./17.1.2019 την οποία και σας
επισυνάπτουμε προς ενημέρωσή σας. Παρακαλούμε να μας ενημερώσετε για την
εξέλιξη της υπόθεσής σας. Σε αντίθετη
περίπτωση θεωρούμε ότι δημιουργείται τεκμήριο επίλυσης της από μέρους σας
καταγγελλόμενης καταναλωτικής διαφοράς και η αναφορά σας θα τεθεί στο
αρχείο...». Εν τέλει, η εκκαλούσα - αντεφεσίβλητος
ανώνυμη τραπεζική εταιρία απέστειλε μόλις την 25.9.2019 επιστολή στον
εφεσίβλητο - αντεκκαλούντα, στην οποία αναφέρει τα
ακόλουθα: «Σε απάντηση της από 20.6.2018 εξώδικης απαντήσεως - δηλώσεως -
διαμαρτυρίας σας και κατόπιν επόμενων επικοινωνιών, επισημαίνουμε τα εξής: Όπως
σας έχουμε ήδη ενημερώσει, δια των λειτουργών του αρμοδίου Καταστήματος της
Τραπέζης (Υποκατάστημα Κυπαρισσίας) αλλά και με την από 04.05.2018 επιστολή της
Τραπέζης, κατόπιν ενδελεχούς ελέγχου των συστημικά τηρούμενων αρχείων της
Τραπέζης, διαπιστώθηκε ότι δεν ενέχεστε καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην υπ’ αριθμ. ./2003 σύμβαση ανοικτού αλληλόχρεου λογαριασμού.
Προσθέτως η Τράπεζα έχει ήδη προβεί στην αποκατάσταση της συναλλακτικής σας
εικόνας σε κάθε σχετικό αρχείο αλλά και ενώπιον της ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε.. Στο πλαίσιο
αυτό και ς καλέσαμε όπως προσέλθετε στο Κατάστημα Κυπαρισσίας της Τραπέζης,
προκειμένου να υπογραφεί και σας παραδοθεί σχετική δήλωση, πλην όμως μέχρι
σήμερα αυτό δεν έχει καταστεί εφικτό. Κατόπιν τούτων σας καλούμε εκ νέου όπως
υπογράφετε τη σχετική δήλωση, μεταβαίνοντας στο αρμόδιο Κατάστημα Κυπαρισσίας,
μη δυνάμενοι να προβούμε σε έτερη ενέργεια επί των
όσων έχετε αιτηθεί και αναφέρετε στις προς ημάς επιστολές σας...». Ο
εφεσίβλητος - αντεκκαλών παρέλαβε την ως άνω επιστολή
δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του, επιφυλασσόμενος παντός νομίμου
δικαιώματος του, πλην όμως την 13.11.2020 η εκκαλούσα - αντεφεσίβλητος
ανώνυμη εταιρία απέστειλε σε αυτόν νέα επιστολή, με την οποία του γνωστοποίησε
ότι ανέθεσε τη διαχείριση των χαρτοφυλακίων της στην ανώνυμη εταιρία
διαχειρίσεως απαιτήσεων υπό την επωνυμία «CEPAL HELLAS ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ
ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ Α.Ε. ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» κατά τις
διατάξεις του Ν. 4354/2015, στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι «η παρούσα
επιστολή εντάσσεται στο πλαίσιο υποχρεώσεων της Τράπεζας για ενημέρωση του
συνόλου των Πελατών της που διατηρούν δανειακά προϊόντα και, ως εκ τούτου, σας
αποστέλλεται ανεξαρτήτως ύπαρξης ή μη οφειλής σας προς την Τράπεζα σε
καθυστέρηση». Δηλαδή, η εκκαλούσα - αντεφεσίβλητος
ανώνυμη τραπεζική εταιρία εξακολούθησε, ακόμη και μετά την αποστολή της
τελευταίας ως άνω από 25.9.2019 επιστολής και την διαγραφή των προσωπικών και
οικονομικών στοιχείων του εφεσιβλήτου - αντεκκαλούντος από τα ηλεκτρονικά αρχεία της ανώνυμης
εταιρίας υπό την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε.» να
εκλαμβάνει αυτόν ως διατηρούντο «δανειακά προϊόντα», ήτοι ως πρωτοφειλέτη ή εγγυητή συμβάσεως δανείου ή συμβάσεως
ανοικτού αλληλοχρέου λογαριασμού ή άλλης πιστωτικής
συμβάσεως, παρά το γεγονός ότι αυτός διατηρεί σε αυτήν απλώς ένα ανενεργό καταθετικό λογαριασμό και δεν φέρεται αντισυμβαλλόμενος
αυτής υφ’ οιανδήποτε ιδιότητα σε οιαδήποτε πιστωτική σύμβαση, εν πόση δε περιπτώσει ουδόλως αναφέρεται από την εκκαλούσα - αντεφεσίβλητο ανώνυμη εταιρία ο λόγος αποστολής της
επιστολής αυτής σε μη διατηρούντο οποιοδήποτε δανειακό προϊόν πελάτη της ή, εάν
πράγματι ο εφεσίβλητος - αντεκκαλών τυγχάνει
αντισυμβαλλόμενος αυτής σε σύμβαση αυτής της κατηγορίας (δάνειο, ανοικτός
αλληλόχρεος λογαριασμός κλπ.), ποια είναι τα στοιχεία της συμβάσεως αυτής και
σε ποιο ποσόν ανέρχεται η οφειλή ή, αυτού (είτε έχει ρυθμισθεί η πληρωμή της
είτε όχι). Από πλευράς της η εκκαλούσα - αντεφεσίβλητος
ανώνυμη εταιρία ισχυρίσθηκε με τις νομίμως κατατεθείσες ενώπιον του
πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου προτάσεις της και επαναλαμβάνει με τον πρώτο λόγο
εφέσεως ότι: α) εκ προφανούς παραδρομής (ήτοι αμελείας) των προστηθέντων
υπαλλήλων της ο εφεσίβλητος αντεκκαλών, ο οποίος
τυγχάνει δικαιούχος απλού καταθετικού λογαριασμού,
θεωρήθηκε ως παρασχών εγγύηση σε σύμβαση πιστώσεως
ανοικτού αλληλοχρέου λογαριασμό με πιστούχο τον αδελφό
του ., β) η εκ παραδρομής εγγραφή του εφεσιβλήτου - αντεκκαλούντος ως εγγυητή επιχειρηματικού ουδόλως προσδίδει
σε αυτόν την ιδιότητα του επιχειρηματία, γ) η προρρηθείσα
υπ’ αριθ. ./4.5.2018 επιστολή παρείχε στον εφεσίβλητο - αντεκκαλούντα
πλήρη και τελέσφορη προστασία έναντι τρίτων,
καταλυτική της όποιας εγγυητικής ευθύνης του, δ) η αυτή ως άνω επιστολή ήταν
μεν επαρκής προς διαγραφή του εφεσιβλήτου - αντεκκαλούντος από τα ηλεκτρονικά αρχεία της ανώνυμης
εταιρίας υπό την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε.»,
προς την οποία αυτός απευθύνθηκε την 11.5.2018, πλην όμως η μη διαγραφή του
οφείλεται σε λόγους αναγομένους στην εσωτερική λειτουργία της τελευταίας, η
οποία, εφ’ όσον έκρινε ότι το ως άνω έγγραφο δεν επαρκεί και απαιτούνται
πρόσθετα στοιχεία, ώφειλε να απευθυνθεί στην ίδια
(εκκαλούσα αντεφεσίβλητο ανώνυμη τραπεζική εταιρία),
προκειμένου να αρθεί η εν λόγω τυπική εκκρεμότητα σε σχετικώς σύντομο χρόνο, ε)
η διαδικασία διερευνήσεως της υποθέσεως του εφεσιβλήτου
- αντεκκαλούντος έλαβε χώρα κατά την προβλεπομένη από τον εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας των
υπηρεσιών της, με αποτέλεσμα την ανάλωση χρόνου, ο οποίος κρίνεται εύλογος,
λαμβανομένου υπόψη ότι δεν συνέτρεχε περίπτωση λήψεως δικαστικών μέτρων κατ’
αυτού και στ) ουδεμία βλάβη (περιουσιακή ή ηθική)
υπέστη ο εφεσίβλητος - αντεκκαλών από τη συμπεριφορά
των προστηθέντων υπαλλήλων της, πολλώ
δε μάλλον ουδεμία δυσμενής μεταβολή επήλθε στην επαγγελματική - υπηρεσιακή
κατάσταση αυτού ως εν ενεργεία δικαστικού λειτουργού (τότε Πρωτόδικη και ήδη
Προέδρου Πρωτοδικών Δ.Δ.) λόγω υποβολής εκ μέρους του ανακριβούς δηλώσεως
περιουσιακής καταστάσεως («πόθεν έσχες») κατά τις διατάξεις του τότε ισχύοντος
Ν. 3213/2003 «Δήλωση και έλεγχος περιουσιακής κατάστασης βουλευτών, δημοσίων
λειτουργών και υπαλλήλων, ιδιοκτητών μέσων μαζικής ενημέρωσης και άλλων
κατηγοριών προσώπων», εν πάση δε περιπτώσει η όποια
προσβολή κατά του εφεσιβλήτου - αντεκκαλούντος
είχε ήδη αρθεί αμέσως με την αποστολή της υπ’ αριθ. ./4.5.2018 επιστολής (ήτοι
σε χρόνο κατά πολύ προγενέστερο της ασκήσεως της υπό κρίση αγωγής), η οποία
είναι απολύτως ισοδύναμη με την τυπική διαγραφή αυτού από τα ηλεκτρονικά αρχεία
της ανώνυμης εταιρίας υπό την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε.», η οποία έλαβε χώρα την 14.12.2018, κατά τα προεκτιθέμενα.
Ωστόσο, η εφεσίβλητος - αντεκκαλούσα ανώνυμη τραπεζική εταιρία (η οποία, σημειωτέον, συνομολογεί την αμελή συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων της):
α) παραβίασε το απορρέον από
τη θεμελιώδη δικαϊική αρχή της συνεπούς συμπεριφοράς
καθήκον λήψεως συγκεκριμένων μέτρων επιμελείας προς αποφυγή προκλήσεως ζημίας
σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων, καθ’ όσον, ως χρηματοδοτικός οργανισμός, ο
οποίος ασκεί αποφασιστική επίδραση στην ανάπτυξη των χρηματοδοτουμένων από
αυτές επιχειρήσεων και προσώπων, φυσικών και νομικών, έχει αυξημένη ευθύνη κατά
την άσκηση του χρηματοδοτικού της έργου και οφείλει να μεριμνά για τα
συμφέροντα όχι μόνο των πράγματι χρηματοδοτουμένων από αυτήν, αλλά και των φερομένων ως τελούντων σε
συναλλακτική σχέση με αυτήν, διότι εκ της φύσεώς της
η πιστωτική σχέση, ως διαρκής έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των
συμβαλλόμενων μερών, επιβάλλει την υποχρέωση πίστεως και προστασίας από πλευράς
των τραπεζών των συμφερόντων των πελατών τους, αλλά και των φερομένων
ως συναλλασσομένων με αυτές τρίτων, ώστε να
αποφεύγονται υπερμέτρως επαχθείς γι’ αυτούς συνέπειες, εντεύθεν δε η άσκηση των
δικαιωμάτων τους πρέπει να κυριαρχείται από της αρχές της καλόπιστης και της
σύμφωνης προς τα χρηστά συναλλακτικά ήθη εκπληρώσεως των οφειλομένων
παροχών (άρθρα 178, 200 και 288 ΑΚ), ώστε να αποφεύγεται, αντιστοίχως, κάθε
κατάχρηση στη συμπεριφορά της, στην προκειμένη δε περίπτωση οι προστηθέντες υπάλληλοι αυτής, κατά τα παράβαση των ως άνω
καθηκόντων προνοίας και προστασίας, αλλά και των υπηρεσιακών καθηκόντων τους,
δεν ερεύνησαν ενδελεχώς, ως ώφειλαν, προτού προβούν
σε οποιαδήποτε διαδικασία οχλήσεως προς είσπραξη απαιτήσεως, εάν ο εφεσίβλητος
- αντεκκαλών πράγματι είχε υπογράψει οποιαδήποτε
πιστωτική σύμβαση (δανείου, ανοικτού αλληλόχρεου λογαριασμού κλπ.) υφ’
οιανδήποτε ιδιότητα (πρωτοφειλέτης, πιστούχος,
εγγυητής κλπ.) και εάν είχε αναλάβει οιαδήποτε έναντι αυτής υποχρέωση,
περαιτέρω δε, όταν αυτός διαμαρτυρήθηκε για την εμπλοκή του ονόματος του στις
ανωτέρω αναφερόμενες στο σκεπτικό οφειλές, αρνήθηκε, παρά τις επανειλημμένες
προς τούτο οχλήσεις, να ενημερώσει αυτόν για την ακριβή αιτία και το ύψος της φερομένης ως εκκρεμούς ληξιπρόθεσμης οφειλής του, αρκουμένη είτε σε προφορικές αόριστες και γενικόλογες
διαβεβαιώσεις περί τακτοποιήσεως του ζητήματος είτε στην παροχή μη επαρκών προς
άμεση διευθέτηση του ζητήματος εγγράφων, β) αρνήθηκε, κατά παράβαση της
διατάξεως του άρθρου 47 παρ. 3 εδ. α’ Ν. 2873/2000
«Φορολογικές ελαφρύνσεις και απλουστεύσεις και άλλες διατάξεις» (όπως αυτή
ισχύει μετά την τροποποίησή από τη διάταξη του άρθρου 42 παρ. 1 Ν. 2912/2001
και προβλέπει ότι «Τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται, εντός ενενήντα (90)
ημερών από την υποβολή σχετικής αίτησης, να χορηγούν στον αιτούντα οφειλέτη
αντίγραφα των δανειακών συμβάσεων και κατάσταση με ανάλυση του ύφους της
οφειλής, καθώς και αντίγραφα των υφιστάμενων καρτελών και παραστατικών»), να
απαντήσει εμπροθέσμως στην από 11.6.2018 αίτηση του εφεσιβλήτου
- αντεκκαλούντος με αίτημα τη χορήγηση αντιγράφων
όλων των δανειακών συμβάσεων οιασδήποτε μορφής, τις οποίες υποτίθεται ότι αυτός
είχε υπογράψει υπό οποιαδήποτε ιδιότητα (πρωτοφειλέτη
ή εγγυητή), ως και αντιγράφων όλων των ενημερωτικών επιστολών αυτής σχετικώς με
τις δήθεν οφειλές του, κατά παράβαση της ως άνω υποχρεώσεώς της, απορρέουσας
ούτως ή άλλως από το βαρύνον αυτή γενικό καθήκον προνοίας και προστασίας του φερομένου ως αντισυμβαλλομένου αυτής και οφειλέτη εφεσιβλήτου - αντεκκαλούντος,
κατά τα προεκτιθέμενα, υποχρεώνοντας τον τελευταίο να
προβεί, είτε αυτοπροσώπως είτε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του, σε σύνταξη
και αποστολή αλλεπαλλήλων γραπτών εξωδίκων διαμαρτυριών και εγγράφων τόσο προς
αυτή, όσο και προς τον Συνήγορο του Καταναλωτή (προκειμένου η εν λόγω
Ανεξάρτητη Αρχή να διαμεσολαβήσει στη διευθέτηση του ζητήματος), ως και να
πραγματοποιήσει μεταβάσεις από τον τόπο της κατοικίας του (στην Καλλιθέα
Αττικής) στο αρμόδιο υποκατάστημα Κυπαρισσίας Τριφυλίας Μεσσηνίας, αλλά και στα
γραφεία της εδρεύουσας στο Αμαρούσιο Αττικής ανώνυμης
εταιρίας υπό την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε.»,
υποβαλλόμενος σε δαπάνες και ταλαιπωρία, αντιθέτως δε απέστειλε σειρά ανακριβών
επιστολών στον εφεσίβλητο -αντεκκαλούντα, καλώντας
αυτόν να καταβάλει σε αυτήν ανύπαρκτο (όπως συνομολογείται)
χρέος, γ) παραβίασε υπαιτίως τις διατάξεις των άρθρων 1, 5 παρ. 1 και 11 παρ.
1-3 του προϊσχύσαντος Ν. 2472/1997, 4, 6 παρ. 1, 7
και 13 παρ. 1-3 του ήδη ισχύοντος και έχοντος άμεση και γενική ισχύ στο
εσωτερικό δίκαιο Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του
Συμβουλίου της 27ης-15 Απριλίου 2016 και 25 Ν. 4624/2019, καθ’ όσον
προέβη σε παράνομη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (ήτοι στοιχείων
ταυτότητας και στοιχείων οικονομικής δραστηριότητας) του εφεσιβλήτου
- αντεκκαλούντος, κατά τα αναλυτικός εκτιθέμενα
ανωτέρω στο σκεπτικό, δ) εις ουδεμία άμεση ενέργεια (ήδη από το μήνα Μάιο του
έτους 2018) προέβη δια των αρμοδίων υπαλλήλων της προς την ανώνυμη εταιρία υπό
την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε.» επί σκοπώ
διαγραφής από τα ηλεκτρονικά αρχεία της των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του εφεσιβλήτου - αντεκκαλούντος,
καίτοι γνώριζε ότι ουδεμία προς αυτήν οφειλή του υφίσταται και ε) κατά παράβαση
του γενικού καθήκοντος προστασίας στο πλαίσιο καλόπιστης γενικής συμπεριφοράς
εξέθεσε υπαιτίως τον εφεσίβλητο - αντεκκαλούντα, εν
ενεργεία δικαστικό λειτουργό και ως εκ της ιδιότητάς
του υπόχρεο σε υποβολή δηλώσεως περιουσιακής καταστάσεως («πόθεν έσχες») κατά
τις διατάξεις του τότε ισχύοντος Ν. 3213/2003 «Δήλωση και έλεγχος περιουσιακής
κατάστασης βουλευτών, δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, ιδιοκτητών μέσων
μαζικής ενημέρωσης και άλλων κατηγοριών προσώπων», στον κίνδυνο ασκήσεως κατ’
αυτού ποινικής και πειθαρχικής διώξεως λόγω υποβολής ανακριβούς δηλώσεως, καθ’
όσον θα είχε την υποχρέωση, προς αποφυγή του κινδύνου επιβολής ποινικών και
πειθαρχικών κυρώσεων, να καταγράψει σε σχετική στήλη της δηλώσεως την ανύπαρκτη
οφειλή του βάσει σχετικής (υποχρεωτικός χορηγούμενη από την εκκαλούσα - αντεφεσίβλητο ανώνυμη τραπεζική εταιρία) βεβαιώσεως, καίτοι
τοιαύτη οφειλή δεν υφίστατο, και ως εκ τούτου η αποτύπωση της πραγματικότητας
στη δήλωση (ήτοι η μη αναγραφή των επιμάχων οφειλών),
ως μη επιβεβαιουμένη από τη διασταύρωση των στοιχείων
από την αρμόδια ελεγκτική Αρχή, θα αποτελούσε αφετηρία ελέγχου εις βάρος του με
πιθανές δυσμενείς για την προσωπική και υπηρεσιακή του κατάσταση συνέπειες.
Επομένως, αποδεικνύεται πλήρως ότι από την παράνομη και υπαίτια (έστω απλώς
αμελή και όχι αναγκαίως δόλια) λεπτομερώς περιγραφομένη ανωτέρω στο σκεπτικό συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων της εκκαλούσας - αντεφεσιβλήτου
ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας ο εφεσίβλητος - αντεκκαλών
υπέστη σοβαρή προσβολή της προσωπικότητας αυτού, κατά παράβαση των ως άνω
διατάξεων, ως και των διατάξεων των άρθρων 57, 59, 71, 200, 288, 299, 914 επ., 922 και 932 ΑΚ, κατά τα αναλυτικός εκτιθέμενα ανωτέρω
υπό στοιχεία I., II. και III. της μείζονος σκέψεως. Κατά συνέπεια, το
πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε τα ίδια, έστω και με ελλιπή εν μέρει
αιτιολογία, η οποία παραδεκτός συμπληρώνεται από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 534
ΚΠολΔ), δεν έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή των
ως άνω διατάξεων και την εκτίμηση των αποδείξεων, ο υποστηρίζων
δε τα αντίθετα πρώτος λόγος εφέσεως παρίσταται αβάσιμος και απορριπτέος, ομοίως
δε απορριπτέος ως αλυσιτελής τυγχάνει και ο δεύτερος αυτής περί αντιφατικών και
αναιτιολογήτων της εκκαλουμένης οριστικής αποφάσεως,
καθ’ λόγος κρίσει όσον η εκκαλούσα - αντεφεσίβλητος
ανώνυμη εταιρία δεν ισχυρίζεται ότι από μόνο το σφάλμα αυτό το Δικαστήριο
κατέληξε σε εσφαλμένο αιτιολογικό, διότι, όπως συνάγεται από τη διάταξη του
άρθρου 534 ΚΠολΔ, ουσιώδες μέρος της αποφάσεως δεν
είναι οι αιτιολογίες, αλλά το διατακτικό αυτής (ΕφΛαρ
666/2002 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2003 610, ΜονΕφΑθ 4613/2019
Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΜονΕφΛαρ 33/2015 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2015 565,
Β. Βαθρακοκοίλης, όπ. π.,
υπό το άρθρο 520, αριθ. 1079). Μετά ταύτα, από την προκειμένη παράνομη και
υπαίτια συμπεριφορά της εκκαλούσας - αντεφεσιβλήτου
ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, η οποία προκάλεσε προσβολή της προσωπικότητας του
εφεσιβλήτου - αντεκκαλούντος
(καθ’ όσον τον εξέθεσε στο τραπεζικό σύστημα ως αναξιόχρεο και δύστροπο
οφειλέτη, δυσχέρανε εξ αντικειμένου τη δυνατότητα χρηματοδοτήσεώς του από τα
ημεδαπά πιστωτικά ιδρύματα και έθιξε την προσωπική και υπηρεσιακή υπόσταση
αυτού ως εν ενεργεία δικαστικού λειτουργού, έχοντος αυξημένο υπηρεσιακό καθήκον
γενικής ευπρεπούς συμπεριφοράς, στοιχείο της οποίας είναι, μεταξύ άλλων, η
προσήκουσα εκπλήρωση συμβατικών υποχρεώσεων) ο τελευταίος υπέστη ηθική βλάβη,
για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται χρηματική ικανοποίηση, η οποία
προσδιορίσθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στο ποσόν των επτά χιλιάδων ΕΥΡΩ
(7.000 €). Η εκκαλούσα - αντεφεσίβλητος ανώνυμη
τραπεζική εταιρία παραπονείται εν προκειμένω με τον τρίτο λόγο εφέσεως ότι το
πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο αναγνώρισε ότι οφείλεται στον εφεσίβλητο - αντεκκαλούντα το ως άνω ποσόν, έσφαλε περί τον υπολογισμό
του ύψους της επιδικασθείσας σε αυτόν χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής
βλάβης και παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, ενώ, εάν ορθώς εκτιμούσε τις
περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ουδέν ποσόν έπρεπε να επιδικάσει,
λαμβάνοντας υπόψη ότι η όποια προσβολή της προσωπικότητας του εφεσιβλήτου - αντεκκαλούντος είχε
ήδη αρθεί την 4.5.2018 με την αποστολή προς αυτόν της υπ’ αριθ. 22 προς αυτόν
επιστολής της, άλλως έπρεπε να επιδικάσει έλασσον ποσόν. Από πλευράς του ο
εφεσίβλητος - αντεκκαλών ομοίως παραπονείται με τον
πρώτο λόγο της υπό κρίση αντεφέσεως ότι το
πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο επιδίκασε σε αυτόν ως χρηματική ικανοποίηση
λόγω ηθικής βλάβης το ποσόν των επτά χιλιάδων ΕΥΡΩ (7.000 €), έσφαλε περί την
ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 57, 59, 914 επ.,
932 ΑΚ και την εκτίμηση των αποδείξεων αναφορικώς με το ύψος της επιδικασθείσας
χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, ενώ, εάν ορθώς έκρινε, έπρεπε να
επιδικάσει το σύνολο του αιτηθέντος ποσού των εκατόν
είκοσι χιλιάδων ΕΥΡΩ (120.000 €) ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης
και όχι μόνο το ποσόν των επτά χιλιάδων ΕΥΡΩ (7.000 €), το οποίο εν τέλει
επιδίκασε, λαμβανομένου ιδίως υπόψη ότι: α) η προσβολή της προσωπικότητας αυτού
ελαβε χώρα με πλείονες
πράξεις, οι οποίες δεν τελούν εν συνόλω σε αδιάσπαστη οργανική συνάφεια, αλλά
αποκλειστικώς και μόνον σε ενότητα σκοπού, οι οποίες πληρούν την ειδική
υπόσταση των εγκλημάτων της δυσφημήσεως, της έργω εξυβρίσεως, της εκβάσεως και
της παραβάσεως της νομοθεσίας περί προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα,
β) ακόμη και εάν ήθελε κριθεί ότι η επελθούσα
προσβολή της προσωπικότητάς του επήλθε με περισσότερες πράξεις, οι οποίες
εμφανίζουν, ενόψει των περιστάσεων, χρονική αμεσότητα, τοπική εγγύτητα και
λειτουργική συνάφεια, ώστε να συνιστούν, κατά τη φυσική αντίληψη των πραγμάτων,
ενιαία πράξη, και πάλι πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά τον προσδιορισμό του ύψους
της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποιήσεως, ο
εξακολουθητικός χαρακτήρας της προσβολής και γ) ότι στο πρόσωπό του συντρέχει
περίπτωση εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 91 παρ. 2 περ. δ' του τότε
ισχύοντος Ν. 1756/1988 «Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών
Λειτουργών», καθ’ όσον ο χαρακτηρισμός του ως «Μη Συνεργασίμου
(Επιχειρηματικού) Δανειολήπτη» και μη ορθής διαγωγής οφειλέτη, καθ’ όσον
τυγχάνει εν ενεργεία δικαστικός λειτουργός και ως εκ τούτου ο ως άνω
χαρακτηρισμός του επάγεται την απόδοση σε αυτόν του πειθαρχικού παραπτώματος
της απάδουσας στο δικαστικό λειτούργημα μη κοσμίας,
απρεπούς ή αναξιοπρεπούς συμπεριφοράς, επιδεικνυόμενης εκτός των πλαισίων της
ανατεθειμένης σε αυτόν δημόσιας λειτουργίας. Ωστόσο, κρίνεται ότι το
πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του κατά την επιμέτρηση του ύψους της επιδικαστέας στον εφεσίβλητο - αντεκκαλούντα
χρηματικής ικανοποιήσεως το σύνολο των ειδικών περιστάσεων της υπό κρίση
υποθέσεως, ήτοι το είδος, τις συνθήκες και τις λοιπές ειδικές περιστάσεις της
προσβολής (με ιδιαίτερη αναφορά στην ιδιότητα του εφεσιβλήτου
αντεκκαλούντος ως εν ενεργεία δικαστικού λειτουργού
και στον κίνδυνο εκθέσεως αυτού σε ποινική και πειθαρχική δίωξη λόγω υποβολής
ανακριβούς δηλώσεως περιουσιακής καταστάσεως κατά παράβαση των διατάξεων του Ν.
3213/2003 «Δήλωση και έλεγχος περιουσιακής κατάστασης βουλευτών, δημοσίων
λειτουργών και υπαλλήλων, ιδιοκτητών μέσων μαζικής ενημέρωσης και άλλων
κατηγοριών προσώπων», στην υποβολή αυτού σε δαπάνες για τη σύνταξη εξωδίκων
δηλώσεων και αιτήσεων προς την εκκαλούσα αντεφεσίβλητο
ανώνυμη τραπεζική εταιρία και προς άλλες Ανεξάρτητες Αρχές, με σκοπό τον
αποχαρακτηρισμό του ως οφειλέτη και τη διαγραφή του από τα ηλεκτρονικά αρχεία
της ανώνυμης εταιρίας υπό την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε.», αλλά και στην εξακολουθητική αναφορά αυτού ως οφειλέτη σε
έγγραφα της εκκαλούσας - αντεφεσιβλήτου ανώνυμης
τραπεζικής εταιρίας, ακόμη και μετά την προς αυτή γνωστοποίηση της αρνήσεως
οποιοσδήποτε σχέσεως με τις αναφερόμενες στα έγγραφα οφειλές, στην άρνηση της
τελευταίας να χορηγήσει στον εφεσίβλητο - αντεκκαλούντα
αντίγραφα των επιμάχων πιστωτικών συμβάσεων και των
σχετικών με αυτές τραπεζικών εγγράφων), το μέσο τελέσεως της προσβολής και τη
δραστικότητα του (με ιδιαίτερη αναφορά στην παράνομη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού
χαρακτήρα και δη στην καταχώριση των φερομένων ως
δυσμενών οικονομικών στοιχείων του εφεσιβλήτου - αντεκκαλούντος στο ως άνω διατραπεζικό πληροφοριακό
σύστημα, στο οποίο έχουν άμεση πρόσβαση όλα τα δραστηριοποιούμενα στην Ελλάδα
πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία δύνανται να λάβουν ευχερώς τις συγκεκριμένες
πληροφορίες, να χαρακτηρίσουν τον εφεσίβλητο - αντεκκαλούντα
ως αναξιόχρεο πρόσωπο και να δυσχεράνουν τις τραπεζικές συναλλαγές αυτού στο
μέλλον), τον βαθμό του πταίσματος της εκκαλούσας - αντεφεσιβλήτου
ανωνύμου τραπεζικής εταιρίας (παράλειψη ευχερούς, εγκαίρου και αποτελεσματικού
ελέγχου εκ μέρους των αρμοδίων τραπεζικών υπαλλήλων, ενεργούντων
στο πλαίσιο των υπηρεσιακών καθηκόντων τους, της βασιμότητας του επανειλημμένως
και επιμόνως προβληθέντος ισχυρισμού του εφεσιβλήτου αντεκκαλούντος ότι
δεν έχει καταστεί οφειλέτης υφ’ οιανδήποτε ιδιότητα από οποιαδήποτε πιστωτική
σύμβαση με την εκκαλούσα - αντεφεσίβλητο ανώνυμη
τραπεζική εταιρία), την οικονομική κατάσταση των διαδίκων πλευρών (ισχυρή
οικονομική θέση της εκκαλούσας - αντεφεσιβλήτου
ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, υποβολή του εφεσιβλήτου
- αντεκκαλούντος σε δαπάνες για τη σύνταξη εξωδίκων
δηλώσεων αιτήσεων προς την εκκαλούσα - αντεφεσίβλητο
ανώνυμη τραπεζική εταιρία και προς άλλες Ανεξάρτητες Αρχές), την κοινωνική θέση
αυτών (βαρύνουσα την εκκαλούσα - αντεφεσίβλητο
ανώνυμο τραπεζική εταιρία αυξημένη ευθύνη επιμελείας στις συναλλαγές και
προστασίας των φερομένων ως αντισυμβαλλομένων της
λόγω της θέσεως των πιστωτικών ιδρυμάτων ως σημαντικών παραγόντων οικονομικής
και κοινωνικής σταθερότητας, ιδιαίτερες υποχρεώσεις κοινωνικής παραστάσεως και
συμπεριφοράς του εφεσιβλήτου - αντεκκαλούντος,
απορρέουσες από την ιδιότητα αυτού ως εν ενεργεία δικαστικού λειτουργού και
φερόμενες ως παραβιαζόμενες από την αποδιδόμενη σε αυτόν αντισυναλλακτική
συμπεριφορά) και τα διδάγματα της κοινής πείρας, εντεύθεν δε η επιδίκαση για
την αιτία αυτή του ποσού των επτά χιλιάδων ΕΥΡΩ (7.000 €) δεν υπερβαίνει τα
ακραία όρια της διακριτικής προς τούτο ευχέρειας του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου
και δεν συντρέχει περίπτωση παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας, κατά τα
αναλυτικώς εκτιθέμενα ανωτέρω υπό στοιχείο I. της προπαρατεθείσας
μείζονος σκέψεως. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο επιδίκασε
στον εφεσίβλητο - αντεκκαλούντα το ως άνω ποσόν ως
χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, δεν έσφαλε περί την ερμηνεία και
εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 57, 59, 914 επ. και
932 ΑΚ και την εκτίμηση των αποδείξεων, με συνέπεια να τυγχάνουν αβάσιμοι και
απορριπτέοι τόσο ο τρίτος λόγος εφέσεως, όσο και ο πρώτος λόγος αντεφέσεως. Τέλος, με τον δεύτερο λόγο αντεφέσεως
ο εφεσίβλητος - αντεκκαλών παραπονείται ότι το
πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο παρέλειψε να αποφανθεί επί ειδικού αιτήματος
αυτού περί επιδικάσεως τόκων επιδικίας κατά την διάταξη του άρθρου 346 ΚΠολΔ, καίτοι αναγνώρισε την υποχρέωση της εκκαλούσας - αντεφεσιβλήτου ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας να καταβάλει σε
αυτόν ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσόν των επτά χιλιάδων
ΕΥΡΩ (7.000 €), έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή της ως άνω διατάξεως,
ενώ, εάν ορθώς έκρινε έπρεπε να επιδικάσει υπέρ του και τόκους του ως άνω
κεφαλαίου. Επί του προκειμένου δευτέρου Λόγου αντεφέσεως
λεκτέα τα ακόλουθα: Σε περίπτωση παραδεκτού
περιορισμού του εντόκου καταψηφιστικού αιτήματος σε
έντοκο αναγνωριστικό κατά τις διατάξεις των άρθρων 223, 294, 295 παρ. 1 εδ. β' και 297 ΚΠολΔ δεν
οφείλονται πλέον τόκοι επιδικίας κατά τη διάταξη του άρθρου 346 ΑΚ, πλην όμως
διατηρούνται οι συνέπειες της επιδόσεως της κρινομένης
αγωγής ως οχλήσεως κατά τις διατάξεις των άρθρων 340 και 345 ΑΚ (ΟλΑΠ 1.3/1994 ΕλλΔνη 35 1259, ΑΠ
234/2022, ΑΠ 1045/2021, ΑΠ 206/2021, ΑΠ 160/2021 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 9879/2007 ΕλλΔνη 48 1444). Περαιτέρω, στο αγωγικό
δικόγραφο πρέπει να διαλαμβάνονται όλα εκείνα τα πραγματικά περιστατικά, τα
οποία απαιτούνται από τον εφαρμοστέο στην εκάστοτε συγκεκριμένη περίπτωση
κανόνα δικαίου, ώστε να παραχθεί η επικαλουμένη από τον ενάγοντα έννομη
συνέπεια (θεωρία του «συγκεκριμένου ή ουσιαστικού προσδιορισμού» υπό τη
σύγχρονη εκδοχή της «λειτουργίας του κανόνα δικαίου» - ΑΠ 1966/2008 ΕΠολΔ 2009 625, ΑΠ 1192/2007 ΝοΒ
56 641), ενώ δεν απαιτείται λεπτομερής αναφορά και ανάλυση των χαρακτηριστικών
εκάστης νομικής έννοιας, αλλά αρκεί η παράθεση εκείνων των βασικών
περιστατικών, τα οποία επιτρέπουν στο μεν Δικαστήριο να ελέγξει εάν πληρούται το πραγματικό του κανόνα (η νομική έννοια), στον
δε εναγόμενο να αμυνθεί αποτελεσματικώς (ΑΠ 1966/2008 όπ.
π.). Ωστόσο, ο κανόνας «jura novit
curia» («Ο Δικαστής γνωρίζει το δίκαιο») ή, κατ’ άλλη
έκφραση, «Da mi facta er dabo
tibi jus» («Δώσε μου
γεγονότα και θα σου παράσχω δίκαιο») απαλλάσσει τον διάδικο από την υποχρέωση
αναφοράς στην αγωγή των νομικών κανόνων, επί των οποίων αυτή ερείδεται (ΑΠ
1958/2009 ΝοΒ 56 911, ΑΠ 157/2004 ΕλλΔνη
45 1642), περαιτέρω δε ο διάδικος δεν υποχρεούται να προβεί σε νομικό
χαρακτηρισμό της συνδέουσας αυτόν σχέσεως με τον αντίδικό του (ΕφΑΘ 3048/2003 ΕλλΔνη 44 1272),
ενώ, εάν πράξει τούτο, ο γενόμενος από αυτόν χαρακτηρισμός των γεγονότων δεν
δεσμεύει το Δικαστήριο, το οποίο οφείλει αυτεπαγγέλτως να προβεί στην ορθή
νομική υπαγωγή, λαμβάνοντας υπόψη την ιστορική βάση και το ανωγικό
αίτημα (ΑΠ 488/2010 ΝοΒ 58 2056, ΑΠ 1468/2005 ΕλλΔνη 47 90, ΑΠ 431/2005 ΕλλΔνη
45 1058). Στην προκειμένη περίπτωση, ο εφεσίβλητος - αντεκκαλών,
ο οποίος είχε υποβάλει καταψηφιστικό αίτημα
επιδικάσεως κονδυλίων χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης «νομιμοτόκως από την επίδοση της παρούσας και μέχρι πλήρους
εξοφλήσεως» περιόρισε παραδεκτώς με τις νομίμως
κατατεθείσες ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου από 9.12.2020 προτάσεις του
το ως άνω αίτημα (κατ’ αμφότερα τα επιμέρους δύο κονδύλιά του) σε αναγνωριστικό
«υομιμοτόκως από την επίδοση της παρούσας και μέχρι πλήρους
εξοφλήσεως». Επομένως, εφ’ όσον διαλαμβάνεται σαφές αίτημα επιδικάσεως τόκων
του - αναγνωριστικού πλέον - αιτήματος της υπό κρίση αγωγής από την επίδοση
αυτής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, το (παρόν Δικαστήριο προβαίνει κυριαρχικώς σε ορθό νομικό χαρακτηρισμό αυτού ως αιτήματος
αναγνωρίσεως οφειλής τόκων υπερημερίας κατά τις διατάξεις των άρθρων 340 και
345 ΚΠολΔ και όχι τόκων επιδικίας κατά τη διάταξη του
άρθρου 346 ΚΠολΔ (οι οποίοι εσφαλμένως
ζητούνται με τον υπό κρίση λόγο αντεφέσεως), κατά τα
αναλυτικός εκτιθέμενα στην αμέσως προπαρατεθείσα μείζονα
σκέψη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δεν απάντησε στο ως άνω
αίτημα και παρέλειψε να αναγνωρίσει ότι οφείλονται τόκοι υπερημερίας (και όχι
επιδικίας) επί του επιδικασθέντος κεφαλαίου των επτά χιλιάδων ΕΥΡΩ (7.000 €),
έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 223, 294, 295
παρ. 1 εδ. β', 297 ΚΠολΔ,
340 και 345 ΑΚ, ενώ, εάν ορθώς έκρινε, έπρεπε να δεχθεί ότι οφείλονται τόκοι
υπερημερίας επί του ως άνω ποσού από την επομένη της (επέχουσας
θέση οχλήσεως) επιδόσεως της υπό κρίση αναγνωριστικής αγωγής και μέχρις
ολοσχερούς εξοφλήσεως, γενομένου δεκτού ως βάσιμου του δευτέρου λόγου αντεφέσεως. Μετά ταύτα, πρέπει: α) να απορριφθεί καθ’
ολοκληρίαν ως αβάσιμη η κρινομένη από 17.3.2022 με
Γ.Α.Κ. ./21.3.2022 και Ε.Α.Κ. ./21.3.2022 έφεση, να διαταχθεί η εισαγωγή του
κατατεθέντος υπ’ αριθ. ./2022 ηλεκτρονικού παραβόλου
στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως η
αρχική παρ. 4 προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 Ν. 4055/2012 και αναριθμήθηκε σε
παρ. 3 με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο Ν. 4335/2015, ισχύοντος από 1.1.2016, και εν
συνεχεία τροποποιήθηκε από το άρθρο 35 παρ. 2 Ν. 4446/2016) και να επιβληθεί
στην εκκαλούσα ανώνυμη τραπεζική εταιρία η δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 και 191
παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 63 παρ. 1 περ.
α' και β', 68 παρ. 1 και 69 παρ. 1 - 2 Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων», ίδ.
και ΟλΑΠ 6/2021 ΕλλΔνη 63
411), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό και β) να γίνει δεκτή ως βάσιμη η από
12.7.2023 με Γ.Α.Κ. ./21.7.2023 και Ε.Α.Κ. ./21.7.2023 αντέφεση
κατά το δεύτερο αυτής λόγο, να εξαφανισθεί εν συνόλω η εκκαλουμένη οριστική
απόφαση (ήτοι και κατά τα κεφάλαια αυτής, τα οποία είτε δεν προσβλήθηκαν με
ειδικό λόγο εφέσεως, είτε προσβλήθηκαν μεν, αλλά οι σχετικοί λόγοι εφέσεως
απορρίφθηκαν, και τα οποία θα περιληφθούν αυτούσια στο διατακτικό της
παρούσας), διότι τούτο κρίνεται σκόπιμο για την ενότητα της δικανικής κρίσεως
(ΑΠ 1279/2004 ΕλλΔνη 46 141, ΕφΑΘ
3620/2022 αδημ., ΕφΑΘ
2666/2021, ΕφΠειρ 9/2021, ΕφΠειρ
90/2020, ΕφΑΘ 476/2019 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»), να κρατηθεί
και δικασθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει εν μέρει δεκτή ως
βάσιμη κατ’ ουσίαν η υπό κρίση από 10.8.2020 με
Γ.Α.Κ. 57596/13.8.2020 και Ε.Α.Κ. 6989/13.8.2020 αγωγή και να αναγνωρισθεί ότι
η εναγομένη - αντεφεσίβλητος
ανώνυμη τραπεζική εταιρία υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα — αντεκκαλούντα για την αναφερομένη στο σκεπτικό της παρούσας
αιτία το ποσόν των επτά χιλιάδων ΕΥΡΩ (7.000 €), εντόκως νομίμως από την
επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, ως και να
υποχρεωθεί αυτή σε καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος - αντεκκαλούντος για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας,
λόγω της μερικής νίκης και μερικής ήττας έκαστου
διαδίκου μέρους (άρθρα 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ,
σε συνδυασμό με τα άρθρα 63 παρ. 1 περ. α' και β', 68 παρ. 1 και 69 παρ. 1 - 2
Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΑΤΑΖΕΙ την ένωση και συνεκδίκαση: α) της από 17.3.2022 με Γ.Α.Κ. ./21.3.2022 και
Ε.Α.Κ. ./21.3.2022 εφέσεως και β) της από 12.7.2023 με Γ.Α.Κ. ./21.7.2023 και
Ε.Α.Κ. ./21.7.2023 αντεφέσεως.
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των
διαδίκων.
Ι. Επί της από 17.3.2022 με
Γ.Α.Κ. ./21.3.2022 και Ε.Α.Κ. ./21.3.2022 εφέσεως:
ΔΕΧΕΤΑΙ τύποις
την έφεση.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του
./2022 ηλεκτρονικού παράβολου στο Δημόσιο Ταμείο.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα σε
καταβολή της δικαστικής δαπάνης του εφεσιβλήτου για
τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσόν των τετρακοσίων
πενήντα ΕΥΡΩ (450 €).
II. Επί της από 12.7.2023 με
Γ.Α.Κ. ./21.7.2023 και Ε.Α.Κ. ./21.7.2023 αντεφέσεως:
ΔΕΧΕΤΑΙ τύποις
και κατ’ ουσίαν την αντέφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθ.
329/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τακτική Διαδικασία).
ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την
υπόθεση κατ’ ουσίαν.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε
απορριπτέο.
ΔΕΧΕΤΑΙ την από 10.8.2020 με
Γ.Α.Κ. ./13.8.2020 και Ε.Α.Κ. ./13.8.2020 αγωγή εν μέρει.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η εναγομένη - αντεφεσίβλητος
υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα - αντεκκαλούντα
το ποσόν των επτά χιλιάδων ΕΥΡΩ (7.000 €), εντόκως νομίμως από την επομένη της
επιδόσεως της αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγομένη - αντεφεσίβλητο σε
καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος - αντεκκαλούντος
για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας» το οποίο ορίζει στο ποσόν των
τετρακοσίων ΕΥΡΩ (400 €).
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και
δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα την 8η
Ιανουάριου 2024, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι ή οι/πληρεξούσιοι
δικηγόροι τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ