ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜονΕφΑθ 2632/2023

 

Μετατροπή συμβάσεων stage σε αορίστου χρόνου.

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Αθηνών Ιωάννη Κυμιωνή, Εμμίσθου Δικηγόρου Τμήματος Δικαστηρίων τ. ΟΑΕΔ/ΔΥΠΑ, LL.M., LL.M., ΥΔ Παντείου Πανεπιστημίου, Νομικού Παραστάτη Διαμεσολαβήσεων, Διαπιστευμένου Διαμεσολαβητή). 

 

 

Αριθμός Απόφασης: 2632/2023

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

.............

 

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΕΣ: (1) ... (7) ...

 

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΙ: α) ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Δήμος Καλαμάτας» και β) ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ - ΟΑΕΔ»

 

..............

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Η κρινόμενη από 13.5.2016, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης στην Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ./18.5.2016 και με αριθμούς έκθεσης κατάθεσης ././2018 στην Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, έφεση κατά της με αριθμό 1736/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε κατ' αντιμωλίαν των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. του ΚΠολΔ, όπως αυτά ίσχυαν πριν το ν. 4335/2015) ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως, κατά την ανωτέρω αναφερόμενη ημερομηνία, δηλαδή μέσα στην προβλεπόμενη κατ' άρθρο 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ διετία από την δημοσίευση της προσβαλλόμενης, ως άνω, απόφασης, στις 30.5.2014 (όπως το άρθρο αυτό ισχύει μετά την τροποποίηση του με το ν. 4335/2015, λόγω του χρόνου δημοσίευσης της εκκαλούμενης απόφασης), ενώ, για το παραδεκτό της, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου που προβλέπεται στο άρθρο 495 παρ. 4 εδ. ε' του ΚΠολΔ (όπως αυτό ίσχυε πριν την τροποποίηση του), καθόσον η υποχρέωση κατάθεσης του προβλεπόμενου στη διάταξη αυτή παραβόλου δεν ισχύει, μεταξύ άλλων, για τις κατά το προϊσχύον άρθρο 663 του ΚΠολΔ εργατικές διαφορές. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της, κατά την ίδια ειδική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη ως άνω απόφαση, από το παρόν Δικαστήριο, το οποίο είναι καθ' ύλην αρμόδιο για την εκδίκαση της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίηση του με την παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 3994/2011).

 

Με την από 26.7.2011 και με αριθμούς έκθεσης κατάθεσης ././2011 αγωγή τους οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες ισχυρίστηκαν ότι απασχολήθηκαν για λογαριασμό του πρώτου εναγόμενου και ήδη πρώτου εφεσίβλητου, ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Δήμος Καλαμάτας», ως υπάλληλοι, με τα καθήκοντα και κατά τα χρονικά διαστήματα που εξειδικεύονται στο αγωγικό δικόγραφο, ο καθένας τους. Ότι ενώ μεταξύ των διαδίκων καταρτίστηκαν διαδοχικώς συμβάσεις, που χαρακτηρίζονταν ως συμβάσεις μαθητείας, καθώς η πρόσληψη τους πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια του προγράμματος απόκτησης εργασιακής εμπειρίας ανέργων στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης Α' και Β' Βαθμού του δεύτερου εναγόμενου και εν προκειμένω δεύτερου εφεσίβλητου ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ - ΟΑΕΔ», ο χαρακτηρισμός αυτός ήταν προσχηματικός και πραγματοποιήθηκε προς καταστρατήγηση των νόμιμων δικαιωμάτων τους, εφόσον το εν λόγω πρόγραμμα δεν αποτελούσε γνήσιο πρόγραμμα κατάρτισης και απόκτησης εργασιακής εμπειρίας, αλλά έναν έμμεσο τρόπο πλήρωσης θέσεων εργασίας, δεδομένου ότι από την αρχική πρόσληψη τους, οι ενάγοντες, που πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους με τις ίδιες συνθήκες που ίσχυαν και για το τακτικό προσωπικό του, κάλυπταν, στην πραγματικότητα, πάγιες και διαρκείς ανάγκες του πρώτου εναγόμενου Δήμου και δεν υπήρχε κανένας αντικειμενικός λόγος που να δικαιολογεί την ορισμένη κάθε φορά διάρκεια των συμβάσεων τους. Ότι παρά το γεγονός ότι οι εν λόγω διάδικοι (ενάγοντες) προσλήφθηκαν μέσω του δεύτερου εναγόμενου ως άνω νομικού προσώπου, ο Οργανισμός αυτός δεν είχε καμία ανάμιξη στην εργασιακή τους σχέση με το πρώτο εναγόμενο, αφού ο Δήμος Καλαμάτας, μέσω των εκπροσώπων του, καθόριζε τον τόπο, τον χρόνο καθώς και τον τρόπο κατά τον οποίο οι ενάγοντες έπρεπε να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, δίνοντάς τους σχετικές εντολές και οδηγίες και ασκώντας τους έλεγχο και εποπτεία. Ότι, επιπλέον, η μισθοδοσία τους επιβάρυνε το πρώτο από τα εναγόμενα νομικά πρόσωπα, που κατέβαλε πλήρως στο δεύτερο αυτών τα αντίστοιχα ποσά. Ότι ενόψει των ανωτέρω, η έννομη σχέση που συνέδεε εξ αρχής τους διαδίκους ήταν αυτή της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά και κατόπιν της παραίτησης με το οικείο δικόγραφο των με στοιχεία αγωγής 1 έως και 6 αυτών από το δικόγραφο της από 20.5.2011 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ././2011 αγωγής τους, οι ενάγοντες ζήτησαν : α) να αναγνωριστεί ότι συνδέονται με τα εναγόμενα νομικά πρόσωπα με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, β) να αναγνωριστεί η ακυρότητα της απόλυσής τους και να υποχρεωθούν τα εναγόμενα νομικά πρόσωπα να τους απασχολούν δυνάμει της σύμβασης αυτής, στην θέση, με την ειδικότητα καθώς και με τις αποδοχές που αντιστοιχούν στην υπηρεσιακή τους κατάσταση καθώς και στα τυπικά προσόντα τους, απειλούμενης χρηματικής ποινής για καθένα τους, για κάθε ημέρα μη συμμόρφωσής τους στην εκδοθησόμενη απόφαση, γ) να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και, τέλος δ) να καταδικαστούν τα εναγόμενα νομικά πρόσωπα στην δικαστική τους δαπάνη. Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε η με αριθμό 1736/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, όπως προαναφέρεται, με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήρια την απέρριψε στα σύνολο της ως μη νόμιμη, συμψηφίζοντας, κατά τα λοιπά, τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται τώρα οι ενάγοντες με την κρινόμενη έφεση τους, για τους αναφερόμενους στο οικείο δικόγραφο λόγους, που συνίστανται στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ζητώντας να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη, ως άνω, απόφαση, να γίνει δεκτή στο σύνολο της η από 26.7.2011 αγωγή τους καθώς και να καταδικαστούν τα εναγόμενα - εφεσίβλητα ως άνω νομικά πρόσωπα στην εν γένει δικαστική τους δαπάνη.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 68 του ΚΠολΔ, δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ενεργητικά μεν νομιμοποιείται να ζητήσει έννομη προστασία εκείνος που ισχυρίζεται ότι είναι δικαιούχος του επίδικου δικαιώματος, παθητικά δε, εκείνος, που κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντα, μετέχει στην επίδικη έννομη σχέση (Κ. Μπέης, ΠολΔ, υπ' άρθρο 68 τ. 2, σελ. 360 και εκεί παραπομπές). Για τη νομιμοποίηση δηλαδή αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντα ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης, χωρίς, κατ' αρχήν, να ασκεί επιρροή αν ο ισχυρισμός αυτός είναι αναληθής. Η έλλειψη, εξάλλου, νομιμοποίησης, γεγονός που εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης, ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου, έχει ως συνέπεια την απόρριψη της αγωγής, για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης (Β. Βαθρακοκοίλης, Ερμην. ΚΠολΔ, υπ' άρθρο 68, τ. α, σελ. 394 επ., 397 και εκεί παραπομπές). Ενόψει δε της φύσης της νομιμοποίησης, ως διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης, για κάθε αίτηση παροχής έννομης προστασίας, η από τον εναγόμενο αμφισβήτηση των επικαλουμένων από τον ενάγοντα θεμελιωτικών της νομιμοποίησης περιστατικών, συνιστά όχι ένσταση ελλείψεως νομιμοποίησης, αλλά άρνηση της βάσης της αγωγής του ενάγοντος, ο οποίος φέρει προς τούτο το σχετικό βάρος αποδείξεως, με συνέπεια και σε περίπτωση που δεν αποδείξει τον περί νομιμοποιήσεως ισχυρισμό, την απόρριψη της αγωγής, για έλλειψη (ενεργητικής και παθητικής) νομιμοποιήσεως, κατά τον δικονομικό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο «μη αποδεικνύοντος του φέροντος το βάρος της αποδείξεως, απορρίπτεται η αγωγή (ή η ένσταση)». Τα θεμελιωτικά, εξάλλου, στοιχεία της νομιμοποίησης, ενεργητικής και παθητικής, πρέπει να αναγράφονται στο δικόγραφο της αγωγής, για να προκύπτει ο σύνδεσμος του ενάγοντος και του εναγομένου προς την επίδικη έννομη σχέση, γιατί ο ισχυρισμός για τη νομιμοποίηση αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, η δε συνέπεια της παράλειψης αναφοράς των στοιχείων νομιμοποίησης στο δικόγραφο της αγωγής είναι το απαράδεκτο αυτής (βλ. Β. Βαθρακοκοίλης, όπου προηγ., σελ. 421 και εκεί παραπομπές, βλ. ΕφΑΘ 5685/1999 δημοσίευση σε ΤΝΠ ΔΣΑ, όπου και οι αμέσως προηγούμενες παραπομπές).

 

Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 επ. του ΑΚ και 6 του Ν. 765/1943 (που κυρώθηκε με την 324/1946 ΠΥΣ και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ, άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ) συνάγεται ότι, σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, στην οποία και μόνο εφαρμόζονται οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή εργασίας του μισθωτού για ορισμένο ή αόριστο χρόνο με μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο καθορισμού και καταβολής αυτού, χωρίς ευθύνη του μισθωτού για την επίτευξη ορισμένου αποτελέσματος και ακόμη όταν ο μισθωτός τελεί σε εξάρτηση από τον εργοδότη του, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να ασκεί έλεγχο και εποπτεία ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και την επιμελή εκτέλεση της και με την υποχρέωση του πρώτου να συμμορφώνεται στις αναγκαίες εντολές ή οδηγίες του εργοδότη. Σύμβαση μαθητείας, εξάλλου, είναι η σύμβαση κατά την οποία ο ένας από τους συμβαλλόμενους αναλαμβάνει την υποχρέωση να μεταδώσει στον άλλο τις αναγκαίες εμπειρικές γνώσεις, για την άσκηση από τον τελευταίο ορισμένου επαγγέλματος ή ορισμένης τέχνης. Ειδικότερες μορφές της συμβάσεως μαθητείας είναι η γνήσια σύμβαση μαθητείας και η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου. Στη γνήσια σύμβαση μαθητείας προέχον στοιχείο είναι η παροχή εκπαίδευσης στον μαθητευόμενο, η δε τυχόν παροχή εργασίας από αυτόν δεν γίνεται με σκοπό εκτέλεσης παραγωγικού έργου, αλλά για τις ανάγκες της εκπαίδευσης και της εξοικείωσης του με το αντικείμενο του επαγγέλματος ή της τέχνης του. Στη σύμβαση αυτή, για την οποία δεν υπάρχει ειδική νομοθετική ρύθμιση και κατά την οποία ο μαθητευόμενος παρέχει εργασία για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις της σύμβασης εργασίας του ΑΚ, εφόσον συμβιβάζονται με την φύση και τον σκοπό της σύμβασης αυτής, ενώ δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας για τα χρονικά όρια εργασίας, τις νόμιμες αποδοχές, την καταγγελία της σύμβασης εργασίας, την αποζημίωση απολύσεως κ.λπ.., οι οποίες προϋποθέτουν παροχή εξαρτημένης εργασίας, που δεν αποτελεί προέχον η ωφέλεια που αντλεί από την εργασία του, καθώς και ότι ο μαθητευόμενος είτε δεν θα λαμβάνει μισθό είτε θα καταβάλλει ορισμένο ποσό στον εργοδότη για την μαθήτευσή του. Αντίθετα επί συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου η οποία υφίσταται όταν ο μαθητευόμενος μισθωτός παρέχει εργασία σε επιχείρηση ή εκμετάλλευση, επιδιώκοντας παραλλήλως την απόκτηση γνώσεων ή ικανότητας σε ορισμένη ειδικότητα ή επάγγελμα, η εκμάθηση τέχνης εκ μέρους του επέρχεται ως αυτόματα συνέπεια της εφαρμογής της συμβάσεως και εντός των πλαισίων της συνήθους λειτουργίας αυτής και δεν αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερης υποχρέωσης του εργοδότη και, συνεπώς, επί της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου εφαρμόζονται τόσο οι γενικές, όσο και οι ειδικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, εφόσον προέχων σκοπός της συμβάσεως αυτής είναι η παροχή εκ μέρους του μαθητευόμενου εργασίας, έναντι αμοιβής και παρεπόμενος σκοπός είναι η εκμάθηση τέχνης ή επαγγέλματος σύμφωνα με τις οδηγίες και κατευθύνσεις του εργοδότη (βλ. ΑΠ 2052/1990 ΔΕΝ 48.17, ΕφΠειρ 23/2015, ΕφΑΘ 1536/2009 δημοσίευση σε ΤΝΠ Νόμος). Σε κάθε περίπτωση ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός μιας σχέσης ως σύμβασης έργου, μαθητείας ή εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου αποτελεί κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, τα οποία μετά από εκτίμηση όλων των συγκεκριμένων περιστάσεων κρίνουν με ποια συγκεκριμένη νομική σχέση συνδέεται ο μισθωτός με τον εργοδότη του, ανεξάρτητα από το νομικό χαρακτήρα που έδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη στη συνδέουσα αυτά σχέση, από την απαγόρευση δε της μετατροπής από το νόμο των ιδιωτικού δικαίου συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου των εργαζομένων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, που θεσπίζεται με το άρθρο 103 παρ. 8 του Συντάγματος, δεν συνάγεται και απαγόρευση της αναγνώρισης του πραγματικού χαρακτήρα ορισμένης σχέσης, η οποία δεν αποτελεί «μετατροπή», αλλά ορθό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία (βλ. ΟλΑΠ 19 και 20/2007, 18/2006, ΑΠ 885/2014 δημοσίευση σε ΤΝΠ Νόμος, όπου και οι αμέσως προηγούμενες νομολογιακές παραπομπές).

 

Περαιτέρω, εργοδότης είναι αυτός, που συνάπτει τη σύμβαση εργασίας με το μισθωτό, δέχεται την εργασία του, ασκώντας επ' αυτού το διευθυντικό δικαίωμα, και καταβάλλει την αμοιβή του. Ο εργοδότης δεν είναι αναγκαίο να είναι κύριος της επιχείρησης, στην οποία ο εργαζόμενος παρέχει την εργασία του (ΕφΑΘ 7481/1995 ΔΣ, ΑΠ 1083/1998 ΕλλΔνη 340.311), ενώ δεν παύει να έχει την ιδιότητα αυτή εκείνος, που έχει εξασφαλίσει την αναγκαία χρηματοδότηση, προς καταβολή της αμοιβής του μισθωτού από τρίτο πρόσωπο, στα πλαίσια της ειδικής συμφωνίας του με τον τελευταίο, αλλά ακόμη και στην περίπτωση που, με βάση μία τέτοια συμφωνία, το μισθό έχει αναλάβει την υποχρέωση, να καταβάλει απευθείας στο μισθωτό κάποιος τρίτος (για όλες τις αμέσως προηγούμενες νομολογιακές παραπομπές βλ. ΕφΑΘ 765/2008 αδημ.).

 

Με την Κοινοτική Οδηγία 1999/70/Ε.Κ., που εκδόθηκε από το Συμβούλιο της Ε.Ε., στις 28.6.1999, ύστερα από τη συμφωνία - πλαίσιο την οποία συνήψαν, στις 18-3-1999, οι διεπαγγελματικές οργανώσεις γενικού χαρακτήρα CES, UNICH και CEEP (κωδ. ΕΕΔ 59.186 επ.), καταλαμβάνει και το δημόσιο τομέα και εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζόμενους με διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου, σε κάθε περίπτωση που υποκρύπτεται σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, καθορίζονται ως βασικοί στόχοι: α) η αποφυγή δυσμενών διακρίσεων εις βάρος των εργαζομένων ορισμένου χρόνου, αναφορικά με τις συνθήκες απασχόλησης, την προϋπηρεσία κ.λ.π. (ρήτρα 4) και β) η λήψη μέτρων από τα κράτη - μέλη για την αποφυγή καταχρήσεων κατά τη σύναψη διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (ρήτρα 5), με τη θέσπιση κανόνων που καθορίζουν αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων διαδοχικών συμβάσεων, τη μέγιστη συνολική διάρκεια τους, τον αριθμό των ανανεώσεων και τον, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους, προσδιορισμό, όταν χρειάζεται, των συνθηκών υπό τις οποίες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται "διαδοχικές" και χαρακτηρίζονται ως συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου, (βλ. ΟλΑΠ 18/2006 ΤΝΠ Νομός). Ειδικότερα, σε σχέση με την παραπάνω οδηγία πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα: Κατά το άρθρο 1 της οδηγίας 1999/70, αυτή αποσκοπεί στην "υλοποίηση της συμφωνίας-πλαισίου [...], η οποία συνήφθη [...] μεταξύ διεπαγγελματικών οργανώσεων γενικού χαρακτήρα (CES, UNICE και CEEP)". Κατά τη ρήτρα 1 της συμφωνίας-πλαισίου, σκοπός της συμφωνίας-πλαισίου είναι, αφενός, η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με τη διασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων και, αφετέρου, η καθιέρωση ενός πλαισίου για να αποτραπεί η κατάχρηση που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.

 

Η ρήτρα 2 της συμφωνίας-πλαισίου,' με τίτλο "Πεδίο εφαρμογής", προβλέπει στο σημείο της 1 τα εξής: "Η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζομένους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική σε κάθε κράτος μέλος.".

 

Η ρήτρα 3 της συμφωνίας-πλαισίου, που τιτλοφορείται "Ορισμοί", προβλέπει τα εξής: "Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας: 1. ως "εργαζόμενος ορισμένου χρόνου" νοείται ένα πρόσωπο που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου συναφθείσα απευθείας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου, η λήξη της οποίας καθορίζεται από αντικειμενικούς όρους, όπως παρέλευση συγκεκριμένης ημερομηνίας, ολοκλήρωση συγκεκριμένου έργου ή πραγματοποίηση συγκεκριμένου γεγονότος 2. ως "αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου" νοείται ο εργαζόμενος που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας αορίστου χρόνου στην ίδια επιχείρηση, και απασχολείται στην ίδια ή παρόμοια εργασία/απασχόληση, λαμβανομένων υπόψη των προσόντων ή των δεξιοτήτων [...]". Η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου, με τίτλο "Αρχή της μη διάκρισης", προβλέπει στο σημείο της 1: "Όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου μόνο επειδή έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.". Η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου απαγορεύει, γενικώς και απεριφράστως, οποιαδήποτε μη αντικειμενικώς δικαιολογημένη διαφορετική μεταχείριση των εργαζομένων με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, όσον αφορά τους όρους απασχολήσεως. Έτσι, το περιεχόμενο της είναι αρκούντως ακριβές ώστε να μπορούν να την επικαλεστούν οι ιδιώτες και να την εφαρμόσει το δικαστήριο (βλ. απόφαση της 22ας Απριλίου 2010, C-486/08, Zentralbetriebsrat der Landeskrankenhauser Tirols, σκέψη 24, βλ. Απόφαση της 22.10.2010, συν. υποθέσεις C-444/09 και C-456/09 Rosa Maria Gavieiro Gavieiro, An Maria Iglesias Torres ν Conselleria e Ordenacion Universitaria de la Xunta de Galiera ). Εξάλλου, η απερίφραστη απαγόρευση την οποία επιβάλλει η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας- πλαισίου δεν απαιτεί την έκδοση άλλης πράξεως των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, ενώ ουδόλως παρέχεται στα κράτη μέλη η ευχέρεια, κατά τη μεταφορά της ως άνω διατάξεως στο εσωτερικό δίκαιο, να εξαρτήσουν από προϋποθέσεις ή να περιορίσουν την έκταση της απαγορεύσεως που επιβάλλει όσον αφορά τις συνθήκες απασχολήσεως (βλ. Απόφαση της 22.10.2010, συν. υποθέσεις C-444/09 και C-456/09 Rosa Maria Gavieiro Gavieiro, An Maria Iglesias Torres ν Conselleria e Ordenacion Universitaria de la Xunta de Galiera). Υπενθυμίζεται ότι, βάσει της ρήτρας 1, στοιχείο α', της συμφωνίας-πλαισίου, ένας από τους σκοπούς της είναι η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με τη διασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων. Ομοίως, η συμφωνία-πλαίσιο, όπως διευκρινίζεται στο τρίτο εδάφιο του προοιμίου της, "αναδεικνύει τη βούληση των κοινωνικών εταίρων να θεσπίσουν ένα γενικό πλαίσιο για τη διασφάλιση της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, προστατεύοντας τους από τις διακρίσεις". Η αιτιολογική σκέψη 14 της οδηγίας 1999/70 επισημαίνει συναφώς ότι σκοπός της συμφωνίας-πλαισίου είναι, μεταξύ άλλων, η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου διά του καθορισμού ελάχιστων προδιαγραφών που θα διασφαλίζουν την εφαρμογή της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων (απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Gavieiro Gavieiro και Iglesias Torres, C-444/09 και C-456/09, EU:C:2010:819, σκέψη 47, διατάξεις της 18ης Μαρτίου 2011, Montoya Medina, C-273/10, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2011:167, σκέψη 29, και της 9ης Φεβρουάριου 2012, Lorenzo Martinez, C-556/11, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2012:67, σκέψη 34). Κατόπιν αυτών, σκοπός της ρήτρας 4 της συμφωνίας-πλαισίου είναι να εφαρμόσει την εν λόγω αρχή στους εργαζομένους με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου προκειμένου να εμποδίσει να χρησιμοποιηθεί μια τέτοια σχέση εργασίας από τον εργοδότη προκειμένου να στερήσει από τους εργαζομένους αυτούς δικαιώματα που αναγνωρίζονται στους εργαζομένους αορίστου χρόνου (αποφάσεις της 13ης Σεπτεμβρίου 2007, Del Cerro Alonso, C-307/05, EU:C:2007:509, σκέψη 37- της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Gavieiro Gavieiro και Iglesias Torres, C-444/09 και C-456/09, EU:C:2010:819, σκέψη 48' διατάξεις της 18ης Μαρτίου 2011, Montoya Medina, C-273/10, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2011:167, σκέψη 30, και της 9ης Φεβρουάριου 2012, Lorenzo Martinez, C-556/11, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2012:67, σκέψη 35). Επομένως, δεδομένων των επιδιωκόμενων από τη συμφωνία-πλαίσιο σκοπών, η ρήτρα της 4 πρέπει να νοηθεί ως έκφραση μιας αρχής του κοινωνικού δικαίου της Ένωσης η οποία δεν μπορεί να ερμηνεύεται συσταλτικώς (βλ., υπ' αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 13ης Σεπτεμβρίου 2007, Del Cerro Alonso, C-307/05, EU:C:2007:509, σκέψη 38- της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Gavieiro Gavieiro και Iglesias Torres, C-444/09 και C-456/09, EU:C:2010:819, σκέψη 49- διατάξεις της 18ης Μαρτίου 2011, Montoya Medina, C-273/10, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2011:167, σκέψη 31, και της 9ης Φεβρουάριου 2012, Lorenzo Martinez, C-556/11, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2012:67, σκέψη 36).

 

Περαιτέρω, η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου, με τίτλο "Μέτρα για την αποφυγή κατάχρησης", ορίζει στο σημείο της 1: "Για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, συλλογικές συμβάσεις ή πρακτική, ή/και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, λαμβάνουν κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή/και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα: α) αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας β) τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου γ) τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ".

 

Η ρήτρα 8 της συμφωνίας-πλαισίου, με τίτλο Διατάξεις εφαρμογής "1. Τα κράτη μέλη ή/και οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν να διατηρήσουν ή να εισαγάγουν ευνοϊκότερες διατάξεις για τους εργαζομένους από τις διατάξεις της παρούσας συμφωνίας. 2. Η παρούσα συμφωνία δεν θίγει άλλες ειδικότερες κοινοτικές διατάξεις και ιδιαίτερα τις κοινοτικές διατάξεις που αφορούν την ίση μεταχείριση και τις ίσες ευκαιρίες ανδρών και γυναικών. 3. Η εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επαρκή αιτιολογία για την υποβάθμιση του γενικού επιπέδου προστασίας των εργαζομένων στον τομέα που καλύπτεται από την παρούσα συμφωνία...." Συνεπώς, από τη ρήτρα 8, σημείο 3, της συμφωνίας-πλαίσιο προκύπτει ότι η θέση σε εφαρμογή της συμφωνίας αυτής δεν μπορεί να αποτελεί για τα κράτη μέλη έγκυρη αιτιολογία για την υποβάθμιση του γενικού επιπέδου : προστασίας των εργαζομένων που παρεχόταν προηγουμένως στην εσωτερική έννομη τάξη στον τομέα που καλύπτεται από την εν λόγω συμφωνία. Η λέξη "εφαρμογή", που χρησιμοποιείται χωρίς άλλη διευκρίνιση στη ρήτρα 8, σημείο 3, της συμφωνίας-πλαίσιο, δεν μπορεί να αφορά μόνο την αρχική μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 1999/70 και, ιδίως, του παραρτήματος της που περιέχει τη συμφωνία-πλαίσιο, αλλά πρέπει να καλύπτει κάθε εθνικό μέτρο που αποσκοπεί στο να εγγυηθεί τη δυνατότητα επιτεύξεως του επιδιωκομένου από την οδηγία σκοπού, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων τα οποία, μετά την κυρίως ειπείν μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο, συμπληρώνουν ή τροποποιούν τους ήδη θεσπισθέντες εθνικούς κανόνες (βλ. ΔΕΚ 0144/2004 ΤΝΠ Νόμος).

 

Εξάλλου, όπως προκύπτει από το γράμμα της ρήτρας 2, σημείο 1, της συμφωνϊας-πλαισίου, το πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας αυτής ορίζεται κατά τρόπο ευρύ, με αναφορά γενικώς στους "εργαζομένους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας, όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική σε κάθε κράτος μέλος". Επιπλέον, ο ορισμός της έννοιας των "εργαζομένων ορισμένου χρόνου", κατά τη συμφωνία-πλαίσιο, όπως διατυπώνεται στη ρήτρα 3, σημείο 1, της συμφωνίας αυτής, καταλαμβάνει το σύνολο των εργαζομένων, χωρίς να κάνει διάκριση ανάλογα με τον δημόσιο ή ιδιωτικό χαρακτήρα του. εργοδότη με τον οποίο συνδέονται και ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού της συμβάσεως τους στο εσωτερικό δίκαιο [αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2006, Αδενέλερ κ.λπ., C-212/04, EU:C:2006:443, σκέψη 56, της 13ης Μαρτίου 2014, Marquez Samohano, C-190/13, EU;C:2014:146, σκέψη 38, της 3ης Ιουλίου 2014, Fiamingo κ.λπ., C-362/13, C-363/13 και C-407/13, EU:C:2014:2044, σκέψεις 28 και 29, καθώς και της 26ης Νοεμβρίου 2014,1 Mascolo κ.λπ., C-22/13, C-61/13, C-63/13 και C-418/13, EU:C:2014:2401, σκέψη 67, βλ. επίσης Απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2016 επί της υποθέσεως C-16/15 Maria Elena Perez Lopez κατά Servicio Madrileno de Salud (Comunidad de Madrid)].

 

Όσον αφορά την ερμηνεία της ρήτρας 5 της συμφωνίας-πλαισίου, υπενθυμίζεται ότι με τη ρήτρα αυτή, επιδιώκεται η επίτευξη ενός από τους σκοπούς της ως άνω συμφωνίας-πλαισίου, και συγκεκριμένα η δημιουργία ορισμένου πλαισίου για τη διαδοχική χρησιμοποίηση συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, η οποία θεωρείται δυνητική πηγή καταχρήσεων σε βάρος των εργαζομένων, προβλέποντας τη θέσπιση ορισμένων διατάξεων ελάχιστης προστασίας προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να περιέρχονται οι μισθωτοί σε κατάσταση αβεβαιότητας (αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2006, Αδενέλερ κ.λπ., C-212/04, EU:C:2006:443, σκέψη 63, της 23ης Απριλίου 2009, Αγγελιδάκη κ.λπ., C-378/07 έως C-380/07, EU:C:2009:250, σκέψη 73 της 26ης Ιανουαρίου 2012, Kucuk, C-586/10, EU:C:2012:39, σκέψη 25 , της 13ης Μαρτίου 2014, Marquez Samohano, C-190/13, EU:C:2014:146, σκέψη 41 της 3ης Ιουλίου 2014, Fiamingo κ.λπ., C-362/13, C-363/13 και C-407/13, EU:2014:2044, σκέψη 54, καθώς και της 26ης Νοεμβρίου 2014, Mascolo κ.λπ., C-22/13, C-61/13, C-63/13 και C-418/13, EU:C:2014:2401, σκέψη 72, βλ. επίσης Απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, επί της υποθέσεως C-16/15 Maria Elena Perez Lopez κατά Serviciο Madrileno de Salud (Comunidad de Madrid).

 

Πράγματι, όπως τούτο προκύπτει από το δεύτερο εδάφιο του προοιμίου της συμφωνίας-πλαισίου καθώς και από τα σημεία 6 και 8 των γενικών παρατηρήσεων της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου, η σταθερότητα της απασχόλησης θεωρείται μείζον στοιχείο της προστασίας των εργαζομένων, ενώ μόνο σε ορισμένες περιστάσεις μπορούν οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου να ανταποκριθούν στις ανάγκες τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων (αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2006, Αδενέλερ κ.λπ., C-212/04, EU:C:2006:443, σκέψη 62, της 3ης Ιουλίου 2014, Fiamingo κ.λπ., C-362/13, C-363/13 και C-407/13, EU:C:2014:2044, σκέψη 55, και της 26ης Νοεμβρίου 2014, Mascolo κ.λπ., C-22/13, C-61/13, C-63/13 και C-418/13, EU:C:2014:2401, σκέψη 73, βλ. Απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2016 επί της υποθέσεως C-16/15 Maria Elena Perez Lopez κατά Servicio Madrileno de Salud (Comunidad de Madrid ).

 

Συνεπώς, προκειμένου να αποτραπεί η κατάχρηση των διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου επιβάλλει στα κράτη μέλη τη λήψη ενός, τουλάχιστον, πραγματικού και δεσμευτικού μέτρου εξ αυτών που απαριθμούνται σε αυτήν, εφόσον το εθνικό τους δίκαιο δεν περιλαμβάνει ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα. Τα τρία συνολικώς μέτρα που απαριθμούνται στο σημείο 1, στοιχεία α' έως γ', της εν λόγω ρήτρας αφορούν, αντιστοίχως, την ύπαρξη αντικειμενικών λόγων που δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας, τη μέγιστη συνολική διάρκεια αυτών των διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας και τον αριθμό των ανανεώσεων τους (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 23ης Απριλίου 2009, Αγγελιδάκη κ.λπ., C-378/07 έως C-380/07, EU:C:2009:250, σκέψη 74 της 26ης Ιανουαρίου 2012, Kucuk, C-586/10, EU:C:2012:39, σκέψη 26 της 13ης Μαρτίου 2014, Marquez Samohano, C-190/13, EU:C:2014:146, σκέψη 42, της 3ης Ιουλίου 2014, Fiamingo κ.λπ., C-362/13, C-363/13 και C-407/13, EU:C:2014:2044, σκέψη 56, καθώς και της 26ης Νοεμβρίου 2014, Mascolo κ.λπ., C-22/13, C-61/13, C-63/13 και C-418/13, EU:C:2014:2401, σκέψη 74, βλ. επίσης Απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2016 επί της υποθέσεως C-16/15 Maria Elena Perez Lopez κατά Servicio Madrileno de Salud (Comunidad de Madrid).

 

Συναφώς, τα κράτη μέλη διαθέτουν περιθώριο εκτιμήσεως, εφόσον έχουν την ευχέρεια είτε να λάβουν ένα ή περισσότερα από τα μέτρα που απαριθμούνται στο σημείο 1, στοιχεία α΄ έως γ΄, της ρήτρας αυτής είτε, ακόμη, να αρκεστούν σε υφιστάμενα ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα, λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες συγκεκριμένων κλάδων και/ή κατηγοριών εργαζομένων (αποφάσεις της 3ης Ιουλίου 2014, Fiamingo κ.λπ., C-362/13, C-363/13 και C-407/13, EU:C:2014:2044, σκέψη 59 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 26ης Νοεμβρίου 2014, Mascolo κ.λπ., C-22/13, C-61/13, C-63/13 και C-418/13, EU:C:2014:2401, σκέψη 75, βλ. επίσης Απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2016 επί της υποθέσεως C-16/15 Maria Elena Perez Lopez κατά Servicio Madrileno de Salud (Comunidad de Madrid).

 

Επομένως, η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου επιτάσσει στα κράτη μέλη την επίτευξη γενικού σκοπού, δηλαδή της αποτροπής τέτοιων καταχρηστικών πρακτικών, παρέχοντας τους τη δυνατότητα να επιλέξουν τα μέσα για την επίτευξη του, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά δεν θα αντιβαίνουν προς τον σκοπό και δεν θα περιορίζουν την πρακτική αποτελεσματικότητα της συμφωνίας-πλαισίου (αποφάσεις της 3ης Ιουλίου 2014, Fiamingo κ.λπ., C-362/13, C-363/13 και C-407/13, EU:C:2014:2044, σκέψη 60, καθώς και της 26ης Νοεμβρίου 2014, Mascolo κ.λπ., C-22/13, C-61/13, C-63/13 και C-418/13, EU:C:2014:2401, σκέψη 76, βλ. επίσης Απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2016 επί της υποθέσεως C-16/15 Maria Elena Perez Lopez κατά Servicio Madrileno de Salud (Comunidad de Madrid).

 

Επιπλέον, όταν το δίκαιο της Ένωσης δεν προβλέπει ειδικές κυρώσεις για την περίπτωση κατά την οποία παρά ταύτα διαπιστώνονται καταχρηστικές πρακτικές, απόκειται στις εθνικές αρχές να λαμβάνουν μέτρα που πρέπει να είναι όχι μόνον αναλογικά, αλλά και αρκούντως αποτελεσματικά και αποτρεπτικά για να εξασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων που έχουν θεσπισθεί κατ’ εφαρμογήν της συμφωνίας-πλαισίου (αποφάσεις της 3ης Ιουλίου 2014, Fiamingo κ.λπ., C-362/13, C-363/13 και C-407/13, EU:C:2014:2044, σκέψη 62 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 26ης Νοεμβρίου 2014, Mascolo κ.λπ., C-22/13, C-61/13, C-63/13 και C 418/13, EU:C:2014:2401, σκέψη 77, βλ. επίσης Απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2016 επί της υποθέσεως C-16/15 Maria Elena Perez Lopez κατά Servicio Madrileno de Salud (Comunidad de Madrid ).

 

Καίτοι, εφόσον δεν υπάρχει σχετική ρύθμιση της Ένωσης, οι λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής τέτοιων κανόνων εμπίπτουν στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών δυνάμει της αρχής της διαδικαστικής αυτονομίας των κρατών αυτών, εντούτοις δεν πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϊκοί από αυτούς που διέπουν παρεμφερείς καταστάσεις εσωτερικής φύσεως (αρχή της ισοδυναμίας) ούτε να καθιστούν στην πράξη αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει η έννομη τάξη της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (αποφάσεις της 3ης Ιουλίου 2014, Fiamingo κ.λπ., C-362/13, C-363/13 και C-407/13, EU:C:2014:2044, σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 26ης Νοεμβρίου 2014, Mascolo κ.λπ.., C-22/13, C-61/13, C-63/13 και C-418/13, EU:C:2014:2401, σκέψη 78).

 

Επομένως, σε περίπτωση καταχρηστικής συνάψεως διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, πρέπει να υπάρχει δυνατότητα εφαρμογής μέτρου που να παρέχει αποτελεσματικές και ισοδύναμες εγγυήσεις για την προστασία των εργαζομένων, ώστε να επιβάλλονται οι δέουσες κυρώσεις και να εξαλείφονται οι συνέπειες της παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης (αποφάσεις της 3ης Ιουλίου 2014, Fiamingo κ.λπ., C-362/13, C-363/13 και C-407/13, EU:C:2014:2044, σκέψη 64 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 26ης Νοεμβρίου 2014, Mascolo κ.λπ., C-22/13, C-61/13, C-63/13 και C-418/13, EU:C:2014:2401, σκέψη 79, βλ. επίσης Απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2016 επί της υποθέσεως C-16/15 Maria Elena Perez Lopez κατά Servicio Madrileno de Salud (Comunidad de Madrid).

 

Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι δεν απόκειται στο Δικαστήριο (ECJ) να αποφαίνεται επί της ερμηνείας των διατάξεων του εσωτερικού δικαίου, καθόσον τούτο αποτελεί έργο αποκλειστικά του αιτούντος δικαστηρίου ή, ενδεχομένως, των αρμόδιων εθνικών δικαστηρίων, τα οποία πρέπει να εξετάζουν εάν οι διατάξεις της εφαρμοστέας εθνικής ρυθμίσεως ανταποκρίνονται στις επιταγές της ρήτρας 5 της συμφωνίας-πλαισίου (αποφάσεις της 3ης Ιουλίου 2014, Fiamingo κ.λπ., C-362/13, C-363/13 και C-407/13, EU:C:2014:2044, σκέψη 66 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 26ης Νοεμβρίου 2014, Mascolo κ.λπ., C-22/13, C-61/13, q-63/;13 και C-418J!3,EU:C:2014:2401, σκέψη 81).

 

Συνεπώς, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εκτιμήσει εάν και κατά πόσον οι προϋποθέσεις εφαρμογής καθώς και η αποτελεσματική εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του εσωτερικού δικαίου συνιστούν πρόσφορο μέτρο για την αποτροπή και, εν ανάγκη, την επιβολή κυρώσεων για, την καταχρηστική σύναψη διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (αποφάσεις της 3ης Ιουλίου 2014, Fiamingo κ.λπ., C-362/13, C-363/13 και G-407/13, EU:C:2014:2044, σκέψη 67 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 26ης Νοεμβρίου 2014, Mascolo κ.λπ., C-22/13, C-61/13, C-63/13 και C-418/13, EU:C:2014:2401, σκέψη 82).

 

Περαιτέρω, από το άρθρο 249 παρ. 1, 3 της Ενοποιημένης απόδοσης της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (πρώην άρθρο 189 παρ. 1, 3), προκύπτει σαφώς ότι οι Οδηγίες που εκδίδουν προς εκπλήρωση των καθηκόντων τους τα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο από κοινού με το Συμβούλιο, το Συμβούλιο ή η Επιτροπή) αποτελούν παράγωγο Κοινοτικό δίκαιο και δεσμεύουν κάθε κράτος μέλος της Ένωσης στο οποίο απευθύνονται όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνουν την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών. Έτσι οι Οδηγίες απευθύνονται όχι απ' ευθείας στους ιδιώτες θεσπίζοντας δικαιώματα και υποχρεώσεις τους, αλλά μόνον προς τα κράτη μέλη της Ε.Ε., αφού μόνον αυτά έχουν τη δυνατότητα να λάβουν τα μέτρα με τα οποία θα, καταστεί εφικτή η επίτευξη του επιδιωκομένου αποτελέσματος. Το κράτος μέλος που είναι αποδέκτης της οδηγίας, έχει την υποχρέωση να πραγματοποιήσει το αποτέλεσμα αυτό μέσα στην τασσόμενη προθεσμία, με μέσα και τύπο όμως τα οποία το ίδιο θα επιλέξει (νόμο, προεδρικό διάταγμα, υπουργική απόφαση και εν γένει κανόνες δικαίου της εθνικής έννομης τάξης). Αν η Οδηγία περιέχει κανόνες σαφείς και ορισμένους που δεν έχουν μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο, δεκτικούς απ' ευθείας εφαρμογής, δηλαδή οι διατάξεις της είναι χωρίς .αιρέσεις, επιφυλάξεις, περιθώρια επιλογής και επαρκώς ακριβείς, ώστε να καθίσταται δυνατό στα εθνικά δικαστήρια να προσδιορίσουν το ακριβές περιεχόμενο του δικαιώματος, το δικαιούχο και τον υπόχρεο αυτού καθώς και τον τρόπο άσκησης του, τότε υπάρχει η δυνατότητα 07ους ιδιώτες να την επικαλεσθούν έναντι του κράτους. Εξάλλου, το άρθρο 10 Συνθ.Ε.Κ. υποχρεώνει όλες τις κρατικές λειτουργίες, άρα και τη δικαστική, στη λήψη γενικών ή ειδικών μέτρων, καταλλήλων να εξασφαλίσουν την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Συνθήκη, συμπεριλαμβανομένης βεβαίως και της μεταφοράς των Οδηγιών στο εσωτερικό δίκαιο και της σύμφωνης με το Κοινοτικό δίκαιο ερμηνείας του εθνικού δικαίου.

 

Εξάλλου, θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι η υποχρέωση σύμφωνης με το Κοινοτικό Δίκαιο ερμηνείας (του εθνικού δικαίου), που απορρέει από την αρχή της υπεροχής του, υφίσταται και πριν την πάροδο της προθεσμίας προσαρμογής της νομοθεσίας των κρατών μελών στις απαιτήσεις -της σχετικής Οδηγίας [βλ. Δ.Ε.Κ. Case 80/86, Criminal proceeding against Kolpinghuis Nijmegen BV (1987) ECR 3969, (1989) 2 CMLR 18, 88/1986 Ε.Δ.Κ.Α. 1988, 562, Case 14/1983, Von Colson and Kamann ν Land Nordheim Westefalen (1984) ECR 1891, (1986) 2 CMLR 430, βλ. επίσης Υποθέσεις C74/95 και 129/95 (1996) ECR 1-6609, (1997) 1 CMLR 300)- Εξάλλου, ο εθνικός νομοθέτης δεν έχει την εξουσία να μεταβάλει ούτε να παρερμηνεύει τις διατάξεις της Οδηγίας, διότι τότε παραβιάζει το κοινοτικό δίκαιο, το οποίο υπερισχύει κάθε άλλης αντίθετης διάταξης του εσωτερικού δικαίου κατ' άρθρο 28 παρ. 1 Σ., βάσει του οποίου η Ελλάδα προσχώρησε στις ευρωπαϊκές κοινότητες από 1.1.1981 δυνάμει της από 28.5. 1979 συνθήκης προσχωρήσεως της Ελλάδος στην Ε.Ο.Κ., που κυρώθηκε με το ν. 945/1979 (ΟλΑΠ. 23/1998 ΕλΔ 39, 793, Α.Π. 1330/2000 ΕλΔ 43, 387), ακόμη και του Συντάγματος κατά τα άρθρα 2, 10 (πρώην 5) της Ενοποιημένης Απόδοσης της Συνθήκης περί Ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (Δ.Ε.Κ. 6/64 Da Costa ENEL II, 2, Δ.Ε.Κ. 34/73 Frateli Variola S.p.A. Administratione del le Finanzie dell Italia 88, 4, Δ.Ε.Κ. 106/77 Administratione delle Finanzie dello Statp Simmenthal 413, 7, Δ.Ε.Κ. 118/75 L. Watson A. Belmarm 549, 5, Δ.Ε.Κ. 40/69 P. Bollamann Hauptdollmant Hamburg Oberelle 586, 2). Σημειώνεται επιπρόσθετα εδώ ότι όταν μια Οδηγία μεταφέρεται καθυστερημένα στο εσωτερικό δίκαιο του Κράτους Μέλους και οι σχετικές προβλέψεις της οδηγίας δεν έχουν άμεση εφαρμογή, τα εθνικά δικαστήρια είναι υποχρεωμένα να ερμηνεύσουν το εσωτερικό δίκαιο, όσο είναι δυνατόν, καθ' ο χρόνο η προθεσμία της μεταφοράς έχει παρέλθει, υπό την σκοπιά της γραμματικής και τελολογικής ερμηνείας της Οδηγίας, με την πρόθεση να επιτευχθούν τα αποτελέσματα που σκοπεύει η Οδηγία, ευνοώντας την ερμηνεία των εθνικών κανόνων, οι οποίοι είναι περισσότερο σύμφωνοι με τον σκοπό, προκειμένου να επιτευχθεί ένα αποτέλεσμα συμβατό με τις προβλέψεις της Οδηγίας (ΔΕΚ C-212/04/47-2006). Στην ελληνική έννομη τάξη, ανεξάρτητα από το χρόνο ενσωμάτωσης της ως άνω οδηγίας, στις 2.4.2003 με το Π.Δ. 81/2003 και ως προς το δημόσιο τομέα με το Π.Δ. 164/2004, δηλαδή μετά την προβλεπόμενη από το άρθρο 2 παρ. 1 της οδηγίας, στις 10-7-2001 και την παράταση της προθεσμίας για ένα ακόμη έτος, η διασφάλιση των εργαζομένων από την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους, δια της προσχηματικής επιλογής της συμβάσεως ορισμένου αντί αορίστου χρόνου, αντιμετωπίζεται βασικά με το άρθρο 8 παρ. 3 ν. 2112/1920, σε συνδυασμό με τα άρθρα 281, 671 ΑΚ, 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, ως "ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο", που εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν έχουν συναφθεί στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή "οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, εάν ο καθορισμός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται εκ της φύσεως της συμβάσεως αλλά ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγηση των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου". Κατά την παγιωθείσα στη νομολογία και τη θεωρία ερμηνεία της εν λόγω διάταξης, ενώ αυτή αναφέρεται στην προστασία των εργαζομένων από τη μη τήρηση, από τον εργοδότη, των τυπικών όρων που επιβάλλει κατά την απόλυση ο ν. 2112/1920, αξιοποιήθηκε γενικότερα για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ως ορισμένης ή αόριστης χρονικής διάρκειας, με πληρέστερη μάλιστα προστασία έναντι εκείνης της ως άνω κοινοτικής οδηγίας, αφού για την εφαρμογή της αρκεί και μία μόνο σύμβαση ορισμένου χρόνου αντί περισσότερων διαδοχικών  συμβάσεων όπως απαιτεί η  κοινοτική  οδηγία.  Τούτο  δε, λαμβανομένου υπόψη ότι ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός ορισμένης σχέσης, που δεν αφορά μόνο το χαρακτηρισμό της ως εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας ή έργου αλλά και το χαρακτηρισμό της ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου, αποτελεί κατ1 εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, ανεξάρτητα από τον εκ του νόμου χαρακτηρισμό της συμβατικής σχέσης ως ορισμένου χρόνου. Έτσι, και κατ' εφαρμογή του εθνικού δικαίου, είτε πρόκειται για προγενέστερες είτε μεταγενέστερες της οδηγίας διατάξεις, οι εθνικές αρχές, στα πλαίσια της συνεργασίας των κρατών - μελών με την Ευρωπαϊκή Ένωση και της διασφάλισης του πεδίου εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, κατά τα άρθρα 10, 249 παρ. 3 της Συνθ./Ε.Κ. και 28 του Συντάγματος, έχουν την υποχρέωση να εξασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα  του  Ευρωπαϊκού  Κοινοτικού  Δικαίου,  συμπεριλαμβανομένων των οδηγιών, έστω και αν αυτές δεν έχουν ακόμη μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο, εφόσον είναι αρκούντως ακριβείς και ανεπιφύλακτες ή στα σημεία που είναι ακριβείς και ανεπιφύλακτες. Τέλος, και κατά τις αναθεωρημένες διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος, που τέθηκαν σε ισχύ από 17.4.2001 α) παρέχεται η δυνατότητα πρόσληψης προσωπικού με ιδιωτικού δικαίου σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου από το Δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ., τους Ο.Τ.Α. και από τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, εφόσον εκδοθεί ειδικός νόμος και οι ανάγκες κάλυψης είναι απρόβλεπτες, πρόσκαιρες και επείγουσες β) απαγορεύεται η μετατροπή από το νόμο των συμβάσεων αυτών σε αορίστου χρόνου, όταν οι καλυπτόμενες ανάγκες είναι τέτοιες, όπως παραπάνω, οπότε αν δεν είναι τέτοιες οι για την κάλυψη αυτών εκδοθέντες νόμοι, ένεκα συνταγματικής επιταγής, και οι γι’ αυτές προσλήψεις συνιστούν καταστρατήγηση των διατάξεων αυτών και των με βάση τις διατάξεις αυτές εκδοθέντων ειδικών νόμων γ) στην περίπτωση πρόσληψης προσωπικού για κάλυψη δήθεν απρόβλεπτων, πρόσκαιρων και επειγουσών αναγκών, πλην για κάλυψη πάγιων, μόνιμοι και διαρκών αναγκών, εξ αντιδιαστολής, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις αυτές και οι κατ' επιταγή αυτών εκδοθέντες ειδικοί νόμοι, αλλά οι διατάξεις που καλύπτουν τις συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου, αορίστου χρόνου. Επομένως, από την απαγόρευση "μετατροπής" από το νόμο των συμβάσεων ορισμένου σε αορίστου χρόνου δεν συνάγεται και απαγόρευση για την αναγνώριση του πραγματικού χαρακτήρα ορισμένης σχέσης, που δεν είναι "μετατροπή" αλλά ορθός χαρακτηρισμός της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία ή τη διοικητική διαδικασία υπό τον έλεγχο του ΑΣΕΠ (ΟλΑΠ 18/2006).

 

Εξάλλου, από την απόφαση του ΔΕΚ της 23-4-2009, που επελήφθη των υποθέσεων 0378/07, IC379/07 και C380/07 με αντικείμενο αιτήσεις εκδόσεως προδικαστικής απόφασης δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, τις οποίες υπέβαλε το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρεθύμνης, προκύπτουν τα ακόλουθα: α) ότι εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξετάσει κατά πόσον η δυνατότητα που προβλέπεται, στο άρθρο 8, παράγραφος 3, του νόμου 2112/1920 σχετικά με τη μετατροπή, στον δημόσιο τομέα, των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, όταν η σύμβαση καλύπτει στην πραγματικότητα πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη, μπορεί να συμβάλλει σε τέτοια αποτελεσματική πρόληψη της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Αν το εν λόγω δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω διάταξη έχει το αποτέλεσμα αυτό, ή διάταξη αυτή πρέπει να θεωρηθεί ως "ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο" κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας- πλαισίου, β) ότι αφού σκοπός της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου είναι να επιβληθεί στα κράτη μέλη η υποχρέωση να διασφαλίσουν στην εσωτερική έννομη τάξη, την αποτελεσματική πρόληψη της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, η θέσπιση της εθνικής ρύθμισης για τη μεταφορά της συμφωνίας δεν μπορεί να καταλήγει, να θίγει την αποτελεσματικότητα της εν λόγω πρόληψης, όπως διασφαλιζόταν προηγουμένως από ένα "ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο" κατά την έννοια της εν λόγω ρήτρας 5, σημείο 1, γ) ότι, αφού η ερμηνεία του εθνικού δικαίου εναπόκειται, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 48 της απόφασης, αποκλειστικά και μόνο στα εθνικά δικαστήρια, τα εν λόγω δικαστήρια έχουν επίσης την υποχρέωση να εξακριβώνουν κατά πόσον οι παραπάνω τροποποιήσεις που επέφερε το προεδρικό διάταγμα 164/2004 στο προϊσχύον εθνικό δίκαιο, όπως είχε διαμορφωθεί με το άρθρο 8, παράγραφος 3, του νόμου 2112/1920, είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση της προστασίας των εργαζομένων που έχουν συνάψει σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, για την εξακρίβωση δε αυτή οφείλουν να συγκρίνουν τον βαθμό προστασίας που παρέχει καθεμία από τις εθνικές αυτές διατάξεις, δ) ότι το ΔΕΚ έχει δεχτεί ότι μια εθνική διάταξη που θεωρεί διαδοχικές μόνον τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου 1 χρόνου (μεταξύ των οποίων μεσολαβεί ορισμένο χρονικό διάστημα κατώτερο ή ίσο των 20 εργασίμων ημερών πρέπει να θεωρηθεί ότι μπορεί να διακυβεύσει το αντικείμενο, το σκοπό και την πρακτική αποτελεσματικότητα της συμφωνίας - πλαισίου. Συγκεκριμένα, ένας τόσο αυστηρός και περιοριστικός ορισμός του διαδοχικού χαρακτήρα των συμβάσεων εργασίας που συνάπτονται η μία κατόπιν της άλλης θα καθιστούσε δυνατή την επί πολλά έτη προσωρινή απασχόληση των εργαζομένων, αφού, στην πράξη, ο εργαζόμενος δεν θα είχε στις περισσότερες περιπτώσεις άλλη επιλογή από το να δεχθεί διακοπές της τάξης των 20 εργάσιμων ημερών στο πλαίσιο μιας αλυσίδας συμβάσεων που τον συνδέουν με τον εργοδότη του. Το ΔΕΚ έχει δεχτεί επίσης ότι η ρύθμιση, η οποία αναγνωρίζει ως "διαδοχικές" μόνο τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου μεταξύ των οποίων μεσολαβούν διαστήματα μικρότερα των τριών μηνών δεν είναι, καθαυτή, τόσο αυστηρή και περιοριστική. Οι εθνικές αρχές και τα εθνικά δικαστήρια1 πάντως που έχουν αρμοδιότητα για την εφαρμογή των μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 1999/70 και της συμφωνίας - πλαισίου και καλούνται επομένως να αποφαίνονται επί του χαρακτηρισμού των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου οφείλουν να εξετάζουν σε κάθε περίπτωση όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τον αριθμό των εν λόγω διαδοχικών συμβάσεων που έχουν συναφθεί με το ίδιο πρόσωπο ή για την εκτέλεση της ίδιας εργασίας, προκειμένου να αποκλείουν το ενδεχόμενο να χρησιμοποιούνται καταχρηστικά από τους εργοδότες οι σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, ε) ότι κατά τη νομολογία του ΔΕΚ, από τη συνδυασμένη εφαρμογή των άρθρων 10, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ και 249, τρίτο εδάφιο, ΕΚ και της σχετικής οδηγίας προκύπτει ότι, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας μεταφοράς μιας οδηγίας, τα κράτη μέλη αποδέκτες της οφείλουν να απέχουν από τη θέσπιση διατάξεων ικανών να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο την επίτευξη του αποτελέσματος που επιδιώκει η οδηγία αυτή. Δεν έχει σημασία από την άποψη αυτή αν η επίμαχη διάταξη του εθνικού δικαίου, η οποία θεσπίστηκε μετά την έναρξη της ισχύος της σχετικής οδηγίας, έχει ως σκοπό τη μεταφορά της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο, κατά συνέπεια, όλες οι αρχές των κρατών !μελών έχουν την υποχρέωση να εξασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου, ακόμη και όταν οι αρχές αυτές προβαίνουν σε αναθεώρηση του Συντάγματος.

 

Από τα ανωτέρω συνάγονται τα ακόλουθα: α) ότι η διαμόρφωση στο εσωτερικό δίκαιο όρων που καθορίζουν ποσοτικούς περιορισμούς στον ορισμό της διαδοχικότητας των συμβάσεων ορισμένου χρόνου είναι αντίθετη με τους σκοπούς της Κοινοτικής Οδηγίας, υπό την έννοια ότι έτσι καθίσταται δυνατή η καταστρατήγηση της προστασίας που το άρθρο 5 θέλει να παράσχει στους εργαζόμενους (βλ. ανωτέρω απόφαση ΔΕΚ, ιδίως παρ.84 - 88), β) ότι τα εθνικά δικαστήρια έχουν την υποχρέωση να εξασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα του Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των οδηγιών γ) ότι ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός ορισμένης σχέσης αποτελεί αντικείμενο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων. Κατά λογική συνέπεια, αντίθετη στο πνεύμα της ανωτέρω Κοινοτικής Οδηγίας είναι και η θέση στο εσωτερικό δίκαιο περιορισμών όχι μόνο ποσοτικού, αλλά και ποιοτικού χαρακτήρα για τον αποκλεισμό βιοτικών σχέσεων που υποκρύπτουν εργασιακές συμβάσεις. Ειδικότερα, με την Κοινοτική Οδηγία, ο Κοινοτικός Νομοθέτης είχε την πρόθεση να θέσει φραγμούς σε κάθε περίπτωση που ο εργοδότης εκμεταλλευόμενος την ασθενέστερη θέση του εργαζόμενου κατά την διαπραγμάτευση των όρων εργασίας του δημιουργεί περιβάλλον καταστρατήγησης των υποχρεώσεων που επιβάλει μια σχέση εργασίας αορίστου χρόνου. Κατ' ακολουθία, ενόψει των ανωτέρω, εφόσον η πρόσληψη του εργαζόμενου έγινε προσχηματικά για την κάλυψη έκτακτων και απρόβλεπτων αναγκών, στην πραγματικότητα όμως για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών, η άσκηση του διευθυντικού αυτού δικαιώματος ως εργοδότη εκ μέρους των οργάνων του γίνεται προς καταστρατήγηση των από το άρθρο 8 παρ.1 του Ν.2112/1920 δικαιωμάτων των εργαζομένων που απορρέουν από τις διατάξεις για την υποχρεωτική καταγγελία της υπαλληλικής σύμβασης, κατά προφανή υπέρβαση από μέρους του εργοδότη των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του διευθυντικού αυτού δικαιώματος, και ως εκ τούτου είναι καταχρηστική κατ' άρθρο 281 ΑΚ (ΟλΑΠ 7/2011, ΟλΑΠ 18/2006 και ΑΠ 816/ 2011).

 

Τέλος, θα πρέπει σε σχέση με το άρθρο 8 του Ν.2112/1920 να αναφερθούν επίσης τα ακόλουθα: Στο σήμερα ισχύον δίκαιο το άρθρο 8 παρ. 3 ν. 2112/1920 έχει υπεροχή έναντι του δικαίου των π.δ. 81/2003, 164/2004 και 180/2004 και για ένα ακόμη λόγο. Την υπεροχή του ορίζει ρητά η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 π.δ. 81/2003, που παραμένει σε ισχύ μετά την τροποποίηση του με τα π.δ. 180 και 164/2004, "το διάταγμα αυτά δεν θίγει ευνοϊκότερες για τους εργαζόμενους γενικώς ρυθμίσεις ή ευνοϊκότερες ρυθμίσεις για τους εργαζομένους με αναπηρίες". Επομένως υπερισχύει η ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 3 ν. 2112/1920, σε όσα θέματα είναι ευνοϊκότερη των ρυθμίσεων του π.δ. 81/2003 όπως ισχύει σήμερα. Το άρθρο 8 παρ. 3 ν. 2112/1920 δεν γνωρίζει εξαιρέσεις, ούτε θέτει χρονικούς ή άλλους περιορισμούς για την αποτελεσματική προστασία των εργαζομένων. Για τις εργασιακές σχέσεις που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του π.δ. 164/2004 η υπερίσχυση της ευνοϊκότερης ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 3 ν. 2112/1920 προκύπτει από την, ομοίου περιεχομένου προς την του άρθρου 8 παρ. 1 π.δ. 81/2003, διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 π.δ. 164: "Το παρόν διάταγμα δεν θίγει ρυθμίσεις ευνοϊκότερες για τους εργαζομένους εν γένει, καθώς και για τους εργαζομένους με αναπηρίες". Υπερισχύει, επομένως, η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 3 ν. 2112/1920, για όσα θέματα είναι ευνοϊκότερη των ρυθμίσεων του π.δ. 164/2004, που θεσπίζουν εξαιρέσεις και θέτουν χρονικές και άλλες προϋποθέσεις για την προστασία των εργαζομένων. Οι δύο επιφυλάξεις υπέρ των ευνοϊκότερων για τους εργαζομένους ρυθμίσεων βρίσκονται σε αρμονία και με την αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης που καθιερώνει το άρθρο 137 παρ. 5 Συνθ.Ε.Ε. ("οι διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει του παρόντος άρθρου (κοινοτικών Οδηγιών) δεν εμποδίζουν την εκ μέρους των κρατών - μελών διατήρηση ή θέσπιση αυστηρότερων προστατευτικών μέτρων τα οποία συμβιβάζονται με την παρούσα Συνθήκη") και επιβεβαιώνει το άρθρο 8 παρ. 1 της Οδηγίας 1999/70. Στο βαθμό, τέλος, που τα π.δ. 81/2003, 164/2004 και 180/2004 χειροτερεύουν - υποβαθμίζουν την προστασία που παρέχει στους εργαζομένους η Οδηγία 1999/70 παραβιάζεται η απαγόρευση χειροτέρευσης, που περιέχεται στο άρθρο 8 παρ. 3 της Οδηγίας (βλ. μειοψηφία σε ΑΠ 538/2018, δημοσίευση σε ΤΝΠ Νόμος, εκτός δε αυτής βλ. επί της μειοψηφίας σε ΑΠ 63/2018, ΑΠ 300/2019, δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος).

 

Έχοντας το ανωτέρω περιεχόμενο η αγωγή, κατά το τμήμα της που αυτή στρέφεται κατά του δεύτερου εναγόμενου και ήδη δεύτερου εφεσίβλητου, ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ - ΟΑΕΔ» και ήδη «Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης (Δ.Υ.Π.Α.)», όπως ο Οργανισμός αυτός μετονομάστηκε σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 και 82 παρ. 1 και 4 του ν. 4921/2022, είναι απαράδεκτη και για το λόγο αυτό απορριπτέα. Κι’ αυτό γιατί σύμφωνα με όσα οι ενάγοντες και εν προκειμένω εκκαλούντες ισχυρίζονται αναφορικά με το ως άνω νομικό πρόσωπο, παρ' όλο που αυτοί προσλήφθηκαν στα πλαίσια προγράμματος κατάρτισης και απόκτησης εργασιακής εμπειρίας του προαναφερόμενου νομικού προσώπου (Ο.Α.Ε.Δ.), εντούτοις απασχολήθηκαν αποκλειστικά σε δραστηριότητες που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες του πρώτου εναγόμενου -εφεσίβλητου, Δήμου Καλαμάτας, που ουσιαστικά καθόριζε τον τόπο, το χρόνο καθώς και τον τρόπο, παροχής των υπηρεσιών τους και ουδέποτε για λογαριασμό του Ο.Α.Ε.Δ., που σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στο οικείο δικόγραφο, κατά την πρόσληψή τους ενήργησε ως παρένθετο πρόσωπο και περαιτέρω δεν είχε ουσιαστική ανάμιξη στις εργασιακές τους σχέσεις. Εφόσον, λοιπόν, οι ενάγοντες - εκκαλούντες επικαλέστηκαν την κατάρτιση στην πραγματικότητα συμβάσεων εργασίας με εργοδότη τους τον πρώτο των εναγόμενων -εφεσίβλητων, ως άνω, Δήμο, το δεύτερο εναγόμενο - εφεσίβλητο νομικό πρόσωπο δεν νομιμοποιείται παθητικά, στοιχείο που ελέγχεται και αυτεπαγγέλτως κατά την προκειμένη δευτεροβάθμια δίκη. Επομένως, με το να αποφανθεί το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ότι αυτή (αγωγή) στρεφόταν παραδεκτά και κατά του δεύτερου εναγόμενου - εφεσίβλητου νομικού προσώπου, και στη συνέχεια να την κρίνει μη νόμιμη ως προς αμφότερα τα εναγόμενα νομικά πρόσωπα, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερόμενες στην νομιμοποίηση των διαδίκων διατάξεις και εν προκειμένω στην παθητική νομιμοποίηση του δεύτερου εναγόμενου – εφεσίβλητου ως άνω νομικού προσώπου. Πρέπει, συνεπώς, κατ' αυτεπάγγελτη ενέργεια, λόγω του κατ’ άρθρο 522 ΚΠολΔ μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης και κατά παραδοχή, συγχρόνως, του σχετικώς προβληθέντος πρωτοδίκως και επαναφερόμενου από πλευράς του τελευταίου σχετικού ισχυρισμού, η προσβαλλόμενη απόφαση να εξαφανιστεί ως προς την αντίστοιχη διάταξή της όσον αφορά το συγκεκριμένο διάδικο. Περαιτέρω, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση κατά το οικείο τμήμα της και εκδικαζόμενη κατ' αυτά (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ) να απορριφθεί η αγωγή όσον αφορά το δεύτερο εναγόμενο νομικό πρόσωπο.

 

Από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες ένορκες βεβαιώσεις που πραγματοποιήθηκαν με την επιμέλεια των εναγόντων - εκκαλούντων επ' αφορμής άλλης δίκης μεταξύ των διαδίκων, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς το παρόν Δικαστήριο να έχει υποχρέωση να τις μνημονεύσει ειδικά (βλ. ΟλΑΠ 8/2017, ΑΠ 1076/2010,1 ΑΠ 897/2014, ΑΠ 5/2020 δημοσίευση σε ΤΝΠ Νόμος, ΕφΛαρ 418/2019, ΕφΠειρ 140/2017 δημοσίευση σε ΤΝΠ ΔΣΑ) καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται με τις εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις τους και νομίμως προσκομίζουν, έστω κι αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου (βλ. ΟλΑΠ 15/2003 Δ 35.513, ΑΠ 1628/2003, ΑΠ 882/2013, ΑΠ 934/2014 δημοσίευση σε ΤΝΠ Νόμος), για μερικά από τα οποία γίνεται παρακάτω ιδιαίτερη μνεία, χωρίς, πάντως, να παραλείπεται κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, αποδείχτηκαν τα ακόλουθα : Δυνάμει της υπ' αριθμ. 31220/2007 (ΦΕΚ 1399/Β'/6.8.2007) Κοινής Απόφασης των Υπουργών Οικονομίας & Οικονομικών και Απασχόλησης & Κοινωνικής Προστασίας, που εκδόθηκε βάσει των άρθρων 20 παρ. 1 και 15 του ν. 2639/1998, καταρτίστηκε πρόγραμμα απόκτησης εργασιακής εμπειρίας 8.000 ανέργων ηλικίας 22 - 40 ετών σε Ο.Τ.Α. α' και β' βαθμού με σκοπό παράλληλα την προσαρμογή των επαγγελματικών προσόντων στην εξέλιξη και τις ανάγκες της αγοράς εργασίας στον τομέα ειδίκευσης των ανέργων. Η διάρκεια του προγράμματος αυτού ορίστηκε σε 18 μήνες με υπεύθυνο φορέα της υλοποίησης και διαχείρισής του τον Ο.Α.Ε.Δ. και με δικαιούχους φορείς υλοποίησης τους Ο.Τ.Α. α΄και β΄ βαθμού. Περαιτέρω, με απόφαση του Διοικητή του Ο.Α.Ε.Δ. καθορίστηκε η κατανομή των θέσεων και των ειδικοτήτων και παράλληλα οι ωφελούμενοι δικαιούχοι άνεργοι όπως και τα προσόντα αυτών. Η χρηματοδότηση του οικείου προγράμματος καλυπτόταν από τον προϋπολογισμό του Ο.Α.Ε.Δ., οι υπηρεσίες του οποίου είχαν την ευθύνη της παρακολούθησης του προγράμματος, πραγματοποιώντας με τους υπαλλήλους τους σχετικούς ελέγχους. Μετά απ' αυτά και αφού επιλέχθηκαν οι δικαιούχοι άνεργοι, στους οποίους περιλαμβάνονταν και οι ενάγοντες -εκκαλούντες, μεταξύ αυτών και των εναγόμενων - εφεσίβλητων ως άνω νομικών προσώπων καταρτίστηκαν σχετικές συμβάσεις, που χαρακτηρίζονταν ως συμφωνητικά συνεργασίας στο πλαίσιο του προγράμματος για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας (stage) στους Ο.Τ.Α. α' και β' βαθμού. Βάσει των καταρτισθέντων κατά τα ανωτέρω συμφωνητικών ο φορέας υλοποίησης ανέλαβε να τοποθετήσει τους αντισυμβαλλόμενους και καθένας των τελευταίων αποδέχτηκε την τοποθέτησή του σε θέση για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας και ανέλαβε την υποχρέωση να ανταποκριθεί κατά τον προσήκοντα τρόπο. Ο Ο.Α.Ε.Δ. ανέλαβε την χρηματοδότηση του προγράμματος, καταβάλλοντος στους αντισυμβαλλόμενους ημερήσια αποζημίωση. Παράλληλα ορίστηκε ότι ο Ο.Α.Ε.Δ. θα ήταν υπεύθυνος για την υλοποίηση, την διαχείριση, τον έλεγχο καθώς και την γενική επίβλεψη της εκτέλεσης του προγράμματος, σε σχέση με τους αντισυμβαλλόμενους και την εν γένει πορεία τους καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της εξάσκησής τους αλλά και με τον φορέα υλοποίησης. Ακόμη ορίστηκε ότι ο Ο.Α.Ε.Δ. θα ήταν αποκλειστικά υπεύθυνος για τον έλεγχο της εφαρμογής του ανωτέρω προγράμματος όπως και οι υπόλοιπες λεπτομέρειες αυτού (προγράμματος - δηλ. ωράριο, απουσίες, δικαιολογητικά κ.λπ.). Εν συνεχεία, δυνάμει της υπ' αριθμ. 17948/540/8.7.2009 (ΦΕΚ 1516/B'/ 24.7.2009) ΚΥΑ και κατόπιν της υπ' αριθμ. 2425/20/19.5.2009 απόφασης του Ο.Α.Ε.Δ. παρατάθηκε για δώδεκα (12) επιπλέον μήνες η διάρκεια του ως άνω προγράμματος, την δαπάνη του οποίου θα κάλυπτε και πάλι ο Ο.Α.Ε.Δ.. Στα πλαίσια αυτά οι ενάγοντες - εκκαλούντες απασχολήθηκαν για λογαριασμό του πρώτου εναγόμενου και ήδη πρώτου εφεσίβλητου, ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Δήμος Καλαμάτας» ως ακολούθως. Ειδικότερα (1) ο πρώτος αυτών (. ) αρχικά από την 1.8.2008 έως τις 26.2.2010 και εν συνεχεία από την 1.3.2010 έως τις 28.2.2011 στο Τμήμα Δημοτικών Προσόδων της Διεύθυνσης Οικονομικών του οικείου Δήμου με καθήκοντα που συνίσταντο στην γραμματειακή - διοικητική υποστήριξη του συγκεκριμένου τμήματος και συγκεκριμένα στην εξυπηρέτηση των δημοτών για την έκδοση αδειών λειτουργίας καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος, στην παραλαβή και τον έλεγχο φακέλου για την έκδοση αδειών, στην ενημέρωση βιβλίων αλληλογραφίας, κίνησης φακέλων, στην αρχειοθέτηση καθώς και στις κοινοποιήσεις εγγράφων σε διάφορες υπηρεσίες, (2) η δεύτερη αυτών (. ) κατά το χρονικό διάστημα από την 7.10.2009 έως την 6.4.2011 στη Διεύθυνση Γεωτεχνικής Υπηρεσίας του οικείου Δήμου, ως διοικητική υπάλληλος ΔΕ, με καθήκοντα που συνίσταντο στην γραμματειακή υποστήριξη του γραφείου του Διευθυντή (αρχειοθέτηση, υπογραφές, συσκέψεις, ραντεβού κ.λπ..), στην κάλυψη της λειτουργίας του τηλεφωνικού κέντρου, στην ευθύνη για τα δελτία εργασίας, την παρουσία και τις άδειες των υπαλλήλων, την γραπτή αλλά και την τηλεφωνική επικοινωνία με δημότες για υποθέσεις που αφορούσαν την υπηρεσία, την διακίνηση και την πρωτοκόλληση εγγράφων, τις παρατηρήσεις καθώς και τις μετρήσεις για την συγκέντρωση στοιχείων για τους φοιτητές που ασκούνταν πρακτικά στην υπηρεσία αυτή, (3) η τρίτη αυτών (. ) κατά το χρονικό διάστημα από την 7.10.2009 έως την 6.4.2011 στην Δημοτική Αστυνομία του Δήμου, ως διοικητική υπάλληλος ΤΕ, με αντικείμενο την εξυπηρέτηση των δημοτών, την καταγραφή και αντιμετώπιση καταγγελιών των πολιτών, την αρχειοθέτηση και ταξινόμηση, την κατάρτιση διαβιβαστικών εγγράφων, την σύνταξη υπηρεσιακών εγγράφων, την καταγραφή καταγγελιών στα σχετικά βιβλία και στον Η/Υ καθώς και την ενημέρωση των προϊσταμένων, (4) η τέταρτη αυτών (. ) κατά το χρονικό διάστημα από την 7.10.2009 έως την 6.4.2011, ως διοικητική υπάλληλος ΔΕ στην Διεύθυνση Οικονομικών του Δήμου αυτού, με αντικείμενο την γραμματειακή - διοικητική  υποστήριξη του οικείου τμήματος και συγκεκριμένα την εξυπηρέτηση των δημοτών, την έκδοση παραστατικών για κάρτες στάθμευσης, την πληρωμή λογαριασμών Δήμου και ΔΕΚΟ, την κατάθεση στους λογαριασμούς ενοικίων δημοτικών αιθουσών, την κατάθεση μισθοδοσίας στους υπαλλήλους των νομικών προσώπων του Δήμου, την ημερήσια λήψη ενημερώσεων κινήσεων λογαριασμών του Δήμου, την αρχειοθέτηση καθώς και την αποστολή εγγράφων σε Υπουργεία και δημόσιες υπηρεσίες, την οργάνωση συναντήσεων για τα Δημοτικά Συμβούλια σχετικά με τα οικονομικά, την περιουσία και τα έσοδα, την έκδοση διαφόρων εγγράφων που αφορούσαν το Οικονομικό Τμήμα καθώς και με οτιδήποτε γενικά αφορούσε την γραμματειακή υποστήριξη του συγκεκριμένου τμήματος, (5) η πέμπτη αυτών (. ), αρχικά από τις 30.9.2008 έως την 8.4.2010 και εν συνεχεία από την 9.4.2010 έως την 6.5.2011, ως διοικητική υπάλληλος ΔΕ, κατ' αρχήν στο Κ.Ε.Π., με αντικείμενο την έκδοση πιστοποιητικών οικογενειακής  κατάστασης  από  άλλους  δήμους,  τις  φορολογικές  ενημερότητες,  τα εκκαθαριστικά, τις επιδοτήσεις ενοικίου,  τα( οικογενειακά επιδόματα, το  γνήσιο της υπογραφής, το ακριβές των αντιγράφων εγγράφων, τις ληξιαρχικές πράξεις γεννήσεων και θανάτων, το οικονομικό βοήθημα, ακολούθως δε στο Γραφείο Εξυπηρέτησης Πολίτη, με αντικείμενο την παροχή πληροφοριών προς τους δημότες σχετικά με τις υπηρεσίες του Δήμου, την συλλογή και καταγραφή καταγγελιών αλλά και προβλημάτων που άπτονταν της καθημερινότητας των δημοτών και την προώθηση τους για την επίλυση τους στις αρμόδιες υπηρεσίες, επιπλέον δε τον έλεγχο για την ικανοποίηση αιτημάτων μέσω τηλεφωνικής επικοινωνίας της με τους δημότες, (6) ο έκτος αυτών (. ) αρχικά από την 1.10.2008 έως τις 31.3.2010 και εν συνεχεία από την 1.4.2010 έως τις 31.3.2011, ως διοικητικός υπάλληλος ΔΕ, κατ' αρχήν στην Διεύθυνση Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (στο τμήμα Δακοκτονίας, στο Οικονομικό καθώς και στην Γραμματειακή Υποστήριξη) και έπειτα στη Διεύθυνση Πρόνοιας του Δήμου καθώς και στο Τμήμα Παιδικής Προστασίας με καθήκοντα την γραμματειακή υποστήριξη, την χορήγηση δελτίων κυκλοφορίας πολιτικών αναπήρων καθώς και την αλληλογραφία ενώ (7) η έβδομη αυτών (. ) αρχικά από τις 25.9.2008 έως τις 26.4.2010 και εν συνεχεία από τις 27.4.2010 έως τις 24.5.2011, ως διοικητική υπάλληλος ΔΕ, στο Δημοτολόγιο του Δήμου Καλαμάτας με αντικείμενο την έκδοση διαφόρων πιστοποιητικών, την εξυπηρέτηση του κοινού, τις εγγραφές παιδιών στα δημοτολόγια, τις δηλώσεις γάμων και διαζυγίων, τις διαγραφές λόγω θανάτου, τα πιστοποιητικά εγγυτέρων συγγενών, τις μεταδημοτεύσεις, το άνοιγμα νέων μερίδων, την διεκπεραίωση της αλληλογραφίας καθώς και των αιτήσεων για πιστοποιητικά σε συνεργασία με ΚΕΠ άλλων Δήμων και γενικά υπηρεσιών. Η ανάθεση των παραπάνω καθηκόντων στους ενάγοντες - εκκαλούντες έγινε χωρίς να εκτιμηθούν άλλοι παράγοντες, καθόσον δεν προέκυψε ότι για τις πιο πάνω θέσεις στις οποίες οι εν λόγω διάδικοι απασχολήθηκαν απαιτούνταν συγκεκριμένα τυπικά ή ουσιαστικά προσόντα αυτών, τα οποία να αποτέλεσαν κριτήριο για την κατά τα ανωτέρω τοποθέτηση τους. Επιπλέον δεν προέκυψε ότι για την διεκπεραίωση των ως άνω καθηκόντων τους απαιτούνταν ιδιαίτερες γνώσεις ή ενασχόληση τους επί μακρό χρονικό διάστημα, προκειμένου να ανταποκριθούν σ' αυτά, δεδομένου ότι επρόκειτο για απλά διοικητικά καθήκοντα, που, εκτός μιας πρώτης περιόδου που ενδεχομένως ; απαιτήθηκε προκειμένου οι ενάγοντες - εκκαλούντες να εξοικειωθούν, κατά το υπόλοιπο διάστημα αυτοί δεν απέκτησαν καμία περαιτέρω εργασιακή εμπειρία. Από κανένα αποδεικτικό μέσο, άλλωστε, δεν αποδείχτηκε ότι η εργασιακή εμπειρία που οι ενάγοντες - εκκαλούντες απέκτησαν κατά την διάρκεια της προεκτεθείσας απασχόλησής τους συνδέθηκε καθ' οιονδήποτε τρόπο με την εξάσκηση εκ μέρους αυτών (εναγόντων - εκκαλούντων) στη συνέχεια συγκεκριμένου επαγγέλματος, συναφούς, μάλιστα, με τα εν γένει προσόντα τους. Αντιθέτως, καθ' όλο το χρονικό διάστημα που κάλυπταν οι προαναφερόμενες συμβάσεις και κατ' εφαρμογή των σχετικών όρων τους, οι ενάγοντες -εκκαλούντες, που δεν είχαν συγκεκριμένη επαγγελματική ειδικότητα, ούτε προκύπτει ότι είχαν λάβει προηγουμένως άλλη εκπαίδευση, τοποθετήθηκαν στις παραπάνω υπηρεσίες, παρέχοντας τακτικά και αδιάλειπτα τις παραπάνω υπηρεσίες τους, σε καθημερινή βάση, με το ίδιο ωράριο εργασίας που ίσχυε και για το τακτικό προσωπικό του πρώτου εναγόμενου -εφεσίβλητου νομικού προσώπου, ακολουθώντας τις εντολές και τελώντας υπό την εποπτεία των ορισθέντων από το τελευταίο οργάνων του για τον συντονισμό και την παρακολούθηση των ανατεθέντων σε αυτούς ως άνω καθηκόντων. Από τα ανωτέρω αποδειχθέντα, σε συνδυασμό με την επικρατούσα πραγματική κατάσταση, προκύπτει ότι το πρώτο εναγόμενο - εφεσίβλητο νομικό πρόσωπο, που ήταν και αντισυμβαλλόμενο των εναγόντων -εκκαλούντων, τόσο κατά τη σύσταση, αυτή καθ' εαυτή, όσο και κατά τη λειτουργία των παραπάνω συμβάσεων, είχε αποφασιστικής σημασίας αρμοδιότητες στην υλοποίηση του συγκεκριμένου προγράμματος (καθορισμός των όρων απασχόλησης, παροχή οδηγιών και παρακολούθηση της τήρησης των υποχρεώσεων των χαρακτηριζόμενων ως ασκούμενων). Στο Δήμο Καλαμάτας αυτοί (ενάγοντες - εκκαλούντες) πρόσφεραν πραγματικά τις υπηρεσίες τους, απασχολούμενοι επί επτά (7) τουλάχιστον ώρες ημερησίως και αυτός αντλούσε τα ωφέλη από την κατά τα ανωτέρω απασχόλησή τους, γεγονός που του προσδίδει την ιδιότητα του εργοδότη, απορριπτόμενων ως εκ τούτου των όσων αντιθέτως προέβαλε το πρώτο εναγόμενο - εφεσίβλητο νομικό πρόσωπο πρωτοδίκως και επανέλαβε στα πλαίσια της παρούσας δίκης ως αβάσιμων. Προκειμένου δε να προσφέρει στους δημότες του τις προπεριγραφόμενες υπηρεσίες, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την λειτουργία του, ο πρώτος εναγόμενος - εφεσίβλητος Δήμος Καλαμάτας διαθέτει τα παραπάνω τμήματα, όπου, παράλληλα με το προσωπικό που απασχολεί σε σταθερή βάση, είχε εντάξει και τους ενάγοντες - εκκαλούντες. Ο μόνιμος χαρακτήρας των αναγκών που οι τελευταίοι κάλυπταν προκύπτει άλλωστε και από την προαναφερόμενη παράταση της διάρκειας των καταρτισθεισών ως άνω συμβάσεων καθώς και από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες 1. υπ' αριθμ. πρωτ. ./28.3.2011, που αφορά τις 2η και 3η των εναγόντων, 2. υπ' αριθμ. ./24.1.2014, που αφορά την 5η αυτών και 3. υπ' αριθμ. ./21.10.2010, που αφορά τους 1ο, 7η και 5η αυτών, βεβαιώσεις του τότε Δημάρχου Καλαμάτας . , σύμφωνα με τις οποίες οι εν λόγω διάδικοι κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του οικείου Δήμου. Ως αντιπαροχή (οι ενάγοντες - εκκαλούντες) αμείβονταν με ημερήσια αποζημίωση ύψους 30 ευρώ για τους απόφοιτους ΑΕΙ και ΤΕΙ ή ισότιμων τίτλων σπουδών και ποσού 25 ευρώ για τους απόφοιτους ΤΕΛ, ΕΠΑ, TEE Β' Κύκλου και Λυκείου Γενικής Εκπαίδευσης.  Από τα ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι, ανεξαρτήτως του τίτλου που έφερε το πρόγραμμα αυτό, η εν τοις πράγμασι εφαρμογή του δεν είχε να κάνει με την κατάρτιση και την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας, καθόσον δεν στόχευε στην πρακτική εξάσκηση στην πραγματικότητα των εναγόντων - εκκαλούντων, αλλά στην διεκπεραίωση εκ μέρους τους απλών, κατά βάση, καθηκόντων, για την εκμάθηση των οποίων δεν απαιτούνταν ούτε ιδιαίτερες γνώσεις, αλλά ούτε και ο εκτεταμένος χρόνος κατά τον οποίο αυτό (πρόγραμμα), μετά και την παράταση του, διήρκεσε, ο οποίος κρίνεται δυσανάλογος, σε σχέση τόσο με το σκοπό που το πρόγραμμα προοριζόταν να επιτελέσει (απόκτηση εργασιακής εμπειρίας) όσο και με τις προεκτεθείσες συνθήκες εφαρμογής του (έλλειψη συγκεκριμένης επαγγελματικής ειδικότητας των εναγόντων - εκκαλούντων). Ούτε, εξάλλου, προέκυψε ότι στους ενάγοντες -εκκαλούντες, παράλληλα με την πρακτική εξάσκηση τους, παρεχόταν συμπληρωματικώς μεθοδική θεωρητική κατάρτιση, έτσι ώστε οι ανωτέρω παρεχόμενες υπηρεσίες τους να προσφέρονται για την καλύτερη κατανόηση του αντικειμένου της εργασίας τους, αλλά ότι, αντιθέτως, σκοπός των συμβληθέντων εν προκειμένω διαδίκων ήταν η από μέρους αυτών (εναγόντων - εκκαλούντων) προσφορά συγκεκριμένης εργασίας, η οποία δεν στόχευε στην επαγγελματική εκπαίδευση τους, ώστε να έχει δευτερεύοντα, σε σχέση με την τελευταία, χαρακτήρα. Ως προς δε την αμοιβή που οι ενάγοντες - εκκαλούντες κατά τα παραπάνω εισέπρατταν,   αυτή   είχε   σαφώς  τον   χαρακτήρα   μισθού,   καθώς,   ανεξαρτήτως  του χαρακτηρισμού της, ως ημερήσιας αποζημίωσης, ο λόγος για τον οποίο καταβαλλόταν σ' αυτούς ήταν η παροχή εκ μέρους τους των προπεριγραφόμενων υπηρεσιών. Επομένως, ανεξαρτήτως των όσων τυπικώς αναγράφονταν στις επί μέρους καταρτισθείσες ως άνω συμβάσεις και ενόψει των λειτουργικών αναγκών ιδίως του πρώτου εναγόμενου -εφεσίβλητου Δήμου Καλαμάτας, η σχέση που συνέδεε τους διαδίκους αυτούς ήταν εξαρχής σχέση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, μετά από ορθό νομικό χαρακτηρισμό αυτής, ο οποίος αποτελεί έργο του δικαστηρίου της ουσίας κατά την άσκηση της δικαιοδοτικής λειτουργίας του, χωρίς το Δικαστήριο να δεσμεύεται από τον χαρακτηρισμό που της δίνουν ο νόμος ή οι δικαιοπρακτούντες, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη νομική σκέψη που προηγήθηκε και δεν συνιστά απαγορευμένη από το άρθρο 103 παρ. 8 του Συντάγματος μετατροπή της σύμβασης σε αορίστου χρόνου, καθώς η εν λόγω συνταγματική απαγόρευση, με βάση τη σαφή γραμματική διατύπωση της δεν αφορά εκείνες που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, κατ' εφαρμογή του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920, σε συνδυασμό με τα άρθρα 281, 671 ΑΚ, 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος (ΟλΑΠ 18/2006 και 7/2011). Κι αυτό, γιατί, αφ'  ενός, οι ενάγοντες -εκκαλούντες κάλυπταν με την εργασία τους πάγιες και διαρκείς ανάγκες του πρώτου εναγόμενου - εφεσίβλητου Δήμου, αφ' ετέρου η κατάτμηση της εργασιακής αυτής σχέσης, σε ορισμένου χρόνου συμβάσεις, δεν δικαιολογείται από τη φύση, το είδος και το σκοπό της παρεχόμενης από πλευράς των πρώτων (εναγόντων - εκκαλούντων) εργασίας ή από τις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της υπηρεσίας, καθώς οι συγκεκριμένες ανάγκες του τελευταίου (πρώτου εναγόμενου - εφεσίβλητου), δεν έπαυσαν μετά την τυπική λήξη των κατ' επίφαση χαρακτηριζόμενων ως συμφωνητικών συνεργασίας για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας συμβάσεων καθενός των εναγόντων - εκκαλούντων, δεδομένου ότι   ο χαρακτηρισμός αυτός  επιβλήθηκε ώστε να διατηρείται η δυνατότητα καταγγελίας της ενεργούς, εν τοις πράγμασι υπάρχουσας, σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, με καταστρατήγηση των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας που διέπουν την σύμβαση αυτή (εργασίας αορίστου χρόνου). Κι αυτό, γιατί η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920, που αποτελεί σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, κατά την έννοια της ρήτρας 5 παρ. 1 της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της Ε.Ε. της 28.6.1999 «ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο», για την πρόληψη των καταχρήσεων από την χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο τομέα (ΟλΑΠ 18/2006) εφαρμόζεται στις διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ή κατ' επίφαση έργου ορισμένου χρόνου που καταρτίστηκαν και έπειτα από την έναρξη ισχύος του π.δ/τος 164/2004, δηλαδή από τις 19.7.2004 και μετά, διάστημα που συνήφθησαν οι αρχικές συμβάσεις, δεδομένου ότι το άρθρο 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920 κατισχύει έναντι των άρθρων 5, 6 και 7 του π.δ/τος 164/2004 : α) ως κανόνας δικαίου με ανώτερη τυπική ισχύ από το εν λόγω π.δ. και β) βάσει ρητής πρόβλεψης του άρθρου 10 παρ. 1 του π.δ/τος 164/2004, ότι το διάταγμα αυτό δεν θίγει ρυθμίσεις ευνοϊκότερες για τους εργαζόμενους εν γένει, όπως είναι στην προκειμένη περίπτωση το άρθρο 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920. Εξάλλου, σιωπηρή κατάργηση του ως άνω άρθρου με το ανωτέρω π.δ. θα αντέβαινε επίσης στο κοινοτικό δίκαιο, διότι στην περίπτωση αυτή, θα επρόκειτο για καταστρατήγηση του κοινοτικού δικαίου από νομοθετικό μέτρο της εσωτερικής έννομης τάξης, δια του οποίου, υποτίθεται, ενσωματώνεται η Οδηγία σε αυτήν. Περαιτέρω, ουδέποτε έχει κριθεί από το ΔΕΚ (νυν ΔΕΕ) ότι η Οδηγία δεν είναι επιδεκτική απευθείας εφαρμογής (βλ. ΕφΑΘ 3221/2014 αδημ., ΕφΑΘ 2401/2016, ΕφΑΘ 552/2018 αδημ., η οποία προσκομίζεται). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε την αγωγή ως μη νόμιμη, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ανωτέρω διατάξεις, όπως βάσιμα παραπονούνται με την κρινόμενη έφεση τους οι ενάγοντες - εκκαλούντες.

 

Από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, κατά την οποία «η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός οικονομικός σκοπός του δικαιώματος», προκύπτει ότι για να είναι καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, εκτός από την αδράνεια του δικαιούχου επί μεγάλο χρονικό διάστημα που υπολείπεται του χρόνου παραγραφής, απαιτείται η συνδρομή και άλλων περιστατικών, τα οποία ανάγονται στην συμπεριφορά ιδίως του δικαιούχου, από τα οποία εν όψει και των λοιπών περιστάσεων δημιουργείται εύλογα στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι το δικαίωμα δεν θα ασκηθεί, γι' αυτό και η παρά όλα αυτά άσκηση του, εφόσον η συμπεριφορά του δικαιούχου εμφανίζεται υπερακοντίζουσα καταφανώς τα υπό της καλής πίστεως ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή του οικονομικού σκοπού του δικαιώματος επιβαλλόμενα όρια, γεγονός το οποίο δεν προϋποθέτει απαραιτήτως ότι από την άσκηση του δικαιώματος δημιουργείται κατάσταση συνεπαγόμενη αφόρητες συνέπειες για τον οφειλέτη, είναι καταχρηστική (ΟλΑΠ 16/2006, 17/1995, ΑΠ 609/1993, ΕφΑΘ 552/2018 ο.π., όπου και οι τελευταίες νομολογιακές παραπομπές). Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το πρώτο εναγόμενο νομικό πρόσωπο πρότεινε παραδεκτά ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με σχετική προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του αλλά και με τις κατατεθείσες εν συνεχεία πρωτοδίκως προτάσεις του την ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος, επικαλούμενο προς το σκοπό αυτό ότι οι ενάγοντες α) γνώριζαν εξ αρχής την φύση των προγραμμάτων στα οποία ελάμβαναν μέρος και συγκεκριμένα ότι επρόκειτο για προγράμματα απόκτησης εργασιακής εμπειρίας, με αποτέλεσμα η επ' αφορμής αυτών απασχόληση τους στο Δήμο Καλαμάτας να έχει ακριβώς αυτή την έννοια, β) γνώριζαν τους ειδικότερους όρους των σχετικών προγραμμάτων στα οποία είχαν οικειοθελώς δηλώσει συμμετοχή καθώς αυτοί (όροι) είχαν δημοσιευθεί στον τύπο αλλά και στα κατά τόπους καταστήματα του Ο.Α.Ε.Δ., ενώ με την συμμετοχή τους στα εν λόγω προγράμματα οι εν λόγω διάδικοι εξασφάλιζαν επιπροσθέτως μόρια στην περίπτωση που θα διαγωνίζονταν για την πρόσληψη τους στο δημόσιο τομέα μέσω του Α.Σ.Ε.Π., γ) έχοντας υπογράψει τα παραπάνω συμφωνητικά συνεργασίας, αναμφισβήτητα γνώριζαν το συγκεκριμένο σκοπό καθώς και την διάρκεια των επίμαχων προγραμμάτων και ότι ως εκ τούτου η συμμετοχή τους & αυτά αφορούσε στην άσκηση κοινωνικής πολιτικής από πλευράς του Ελληνικού Δημοσίου και όχι στην πρόθεση σύναψης εργασιακής σχέσης, αορίστου, μάλιστα, χρόνου. Τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, όμως, ακόμη κι αν κατά τα παραπάνω αποδείχτηκαν αληθή κατά ένα μέρος τους (δεδομένου ότι οι ενάγοντες σαφώς υπέγραψαν τα παραπάνω συμφωνητικά, γνωρίζοντας ακριβώς τους όρους τους), δεν κρίνονται ικανά να δημιουργήσουν στο πρώτο εναγόμενο - εφεσίβλητο την πεποίθηση ότι οι ενάγοντες - εκκαλούντες δεν θα ασκήσουν τα δικαιώματα τους, έτσι ώστε η άσκησή τους με την ένδικη αγωγή να υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος (άρθρο 281 ΑΚ), διότι, παρά τα όσα φέρονταν ότι συμφωνήθηκαν μεταξύ των εν λόγω διαδίκων, οι τελευταίοι στην πραγματικότητα ουδέποτε εξασκήθηκαν πρακτικά για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας και την βάσει αυτής μοριοδότησή τους εν συνεχεία σε περίπτωση συμμετοχής τους σε διαγωνισμό για την πρόσληψη τους στο δημόσιο τομέα, αλλά αντιθέτως, απασχολούνταν κανονικά ως υπάλληλοι για λογαριασμό του Δήμου Καλαμάτας, υπό τις ίδιες με το τακτικό προσωπικό αυτού συνθήκες, εκτελώντας απλά διοικητικά καθήκοντα, που, επιπλέον, δεν προέκυψε ότι ήταν συναφή με τις σπουδές τους ή την επαγγελματική εν γένει κατάρτιση τους και τα οποία δεν συνδέονταν με την μελλοντική εξάσκηση εκ μέρους τους συγκεκριμένου επαγγέλματος. Επομένως, ο σχετικώς προβαλλόμενος εκ μέρους του πρώτου εναγόμενου ισχυρισμός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

 

Κατόπιν αυτών, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση, ως βάσιμη και από ουσιαστικής άποψης και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση. Στη συνέχεια δε, αφού κρατηθεί η υπόθεση στο παρόν Δικαστήριο και εκδικαστεί εκ νέου η από 26.7.2011 αγωγή, πρέπει αυτή να κριθεί νόμιμη ως προς το τμήμα της με το οποίο στρέφεται κατά του πρώτου εναγόμενου νομικού προσώπου. Κατά παραδοχή δε αυτής ως βάσιμης και από ουσιαστικής άποψης όσον αφορά το τελευταίο, πρέπει να αναγνωριστεί ότι οι ενάγοντες συνδέονται με το ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Δήμος Καλαμάτας», με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία δεν έληξε μετά την ισοδυναμούσα με καταγγελία παύση αποδοχής των υπηρεσιών τους από πλευράς του ως άνω Δήμου, κατά τις ημερομηνίες της τυπικής λήξης των ανωτέρω συμβάσεών τους, η οποία δεν επάγεται έννομες συνέπειες, και να υποχρεωθεί το ν.π.δ.δ. Δήμος Καλαμάτας να τους απασχολεί δυνάμει αυτής, στη θέση και την ειδικότητα που τους απασχολούσε και προηγουμένως, και με τις καταβλητέες κατά νόμο αποδοχές, απειλούμενης χρηματικής ποινής ποσού 150 ευρώ υπέρ καθενός για κάθε ημέρα παράλειψης του να συμμορφωθεί με την υποχρέωση του αυτή. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους, μεταξύ αυτών, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Δικάζει κατ' αντιμωλίαν των διαδίκων την από 13.5.2016, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./2016 στην Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και με αριθμούς έκθεσης κατάθεσης στη Γραμματεί του παρόντος Δικαστηρίου ././2018, έφεση κατά της με αριθμό 1736/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατ' αντιμωλίαν των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών.

 

Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.

 

Εξαφανίζει την με αριθμό 1736/2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

 

Κρατά και δικάζει την από 26.7.2011 και με αριθμούς έκθεσης κατάθεσης ././2011 αγωγή.

 

Απορρίπτει αυτή όσον αφορά το δεύτερο των εναγόμενων, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης (Δ.ΥΠ.Α.)», όπως μετονομάστηκε ο Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ.).

 

Δέχεται την αγωγή ως προς το πρώτο εναγόμενο, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Δήμος Καλαμάτας».

 

Αναγνωρίζει ότι οι ενάγοντες συνδέονται με το πρώτο εναγόμενο ως άνω νομικό πρόσωπο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου.

 

Αναγνωρίζει ότι η ισοδυναμούσα με καταγγελία παύση της αποδοχής των υπηρεσιών των εναγόντων εκ μέρους του πρώτου εναγόμενου μετά την τυπική λήξη των συμβάσεων των πρώτων δεν επάγεται έννομες συνέπειες.

 

Υποχρεώνει το πρώτο εναγόμενο να αποδέχεται τις υπηρεσίες των εναγόντων, στις θέσεις και με τις ειδικότητες που οι τελευταίοι απασχολούνταν προηγουμένως, καταβάλλοντος τους τις νόμιμες αποδοχές τους με την απειλή χρηματικής ποινής ποσού 150 ευρώ υπέρ καθενός αυτών (εναγόντων), για κάθε ημέρα παράλειψης συμμόρφωσης του πρώτου στην παραπάνω υποχρέωση του.

 

Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων στο σύνολο τους τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

 

Κρίθηκε κ.λπ..

 

Δημοσίευση 30/5/2023

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ

 

Α. ΠΡΙΦΤΗ