ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΜονΔιαιτΔικΓιαννιτσών 1/2025
Αίτηση ετερόρρυθμης εταιρίας κατά
πρώην εταίρων της για θετική ζημία, διαφυγόντα
κέρδη και ηθική βλάβη. Ρήτρα Διαιτησίας σε καταστατικό
ετερόρρυθμης εταιρίας. Υπάγονται και οι απαιτήσεις αποζημίωσης από αδικοπραξία
ή αδικαιολόγητο πλουτισμό, εφόσον συρρέουν και είναι αναπόσπαστα συνδεόμενες με
τις αντίστοιχες συμβατικές. Στη διαιτητική δίκη, όπου λείπει η επίδοση αγωγής, δεν
παράγονται τόκοι επιδικίας από την επίδοση της αίτησης. Διαφυγόν κέρδος
είναι η μη επαύξηση της περιουσίας του ζημιωθέντος λόγω του ζημιογόνου
γεγονότος, η οποία θα επερχόταν με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία
των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις. Απαιτείται βάσιμη πιθανότητα για
την επέλευση του κέρδους. Για την πληρότητα της αγωγής απαιτείται
εξειδικευμένη και λεπτομερής μνεία των περιστατικών που καθιστούν πιθανό το
κέρδος ως προς τα επιμέρους κονδύλια, η επίκληση των κονδυλίων, καθώς και η
αναφορά των περιστατικών που καταδεικνύουν τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ
ζημίας και νόμιμου λόγου ευθύνης. Σε περίπτωση αποθετικής ζημίας εταιρίας, τα
αιτούμενα διαφυγόντα κέρδη θα υπολογιστούν από τα κέρδη που θα αποδειχθεί ότι
παρουσίαζε σε τακτά χρονικά διαστήματα όσο λειτουργούσε. Η πορεία μίας
επιχείρησης δεν δύναται να εξαχθεί αποκλειστικά από μερικές χρήσεις. Σε μία
ελεύθερη αγορά δεν υπάρχουν εγγυήσεις συγκεκριμένης περιουσιακής απόδοσης στις
εμπορικές δραστηριότητες. Σε περίπτωση νομικού προσώπου, για το ορισμένο
της αγωγής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης απαιτείται
να επικαλείται την παράνομη προσβολή της πίστης, της φήμης, του κύρους, του
επαγγέλματος, του μέλλοντος ή των λοιπών αναγνωρισμένων σε αυτό άυλων αγαθών.
Πρέπει να αναφέρεται η επιχειρηματική και περιουσιακή του κατάσταση χωρίς την
παρεμβολή της επιλήψιμης συμπεριφοράς και μετά την εκδήλωση αυτής. Η αμέλεια
και ολιγωρία δεν συνιστούν αδικοπρακτική συμπεριφορά
η οποία, μαζί με την προσβολή της προσωπικότητας, γεννάει υποχρέωση για
χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Με σύμβαση εντολής μπορεί να
ανατεθεί, ρητά ή σιωπηλά, από εταίρους η διεξαγωγή συγκεκριμένων διαχειριστικών
πράξεων σε ετερόρρυθμο εταίρο, χωρίς όμως έτσι να γίνεται και διαχειριστής
αυτής. Ο διαχειριστής ενεργεί όχι απλά υλικές αλλά και νομικές πράξεις σε
περιουσιακά στοιχεία του εντολέα, με εξουσία αντιπροσώπευσης αυτού, την οποία
μπορεί να έχει από το νόμο ή από σύμβαση. Ωστόσο, διαχειριστής ξένης
περιουσίας μπορεί να είναι και εκείνος που εν τοις πράγμασι
(de facto) ασκεί διαχείριση, όπως ο εντολοδόχος εάν έχει διακριτική
ευχέρεια κατά την εκτέλεση της εντολής. Εάν υπάρχουν περισσότεροι
διαχειριστές σε προσωπική εταιρία, η συμπεριφορά των οποίων της προκάλεσε
ζημία, η ευθύνη τους είναι σε ολόκληρο. Δεν πιθανολογείται το ακριβές ύψος
του ελλείμματος λόγω μη απογραφής των αποθεμάτων της εταιρίας την ημερομηνία
σύνταξης του ισολογισμού και λόγω μερικής επιβεβαίωσης των ανεξόφλητων
απαιτήσεών της. Το διαιτητικό δικαστήριο οδηγείται σε σχηματισμό δικανικής πεποίθησης
που δεν είναι σύμφωνη με το πόρισμα της δικαστικής πραγματογνωμοσύνης. Δεν
αρκεί μόνο η πιθανολόγηση της ζημίας, αλλά απαιτείται
η ζημία να είναι απόρροια συγκεκριμένων υπαίτιων πράξεων ή παραλείψεων. Η
απόφαση που απαγγέλει τον αποκλεισμό εταίρου από ετερόρρυθμη εταιρία
επιφέρει την έξοδό του από τη δημοσίευση της. Δεν απαιτείται
τελεσιδικία της. Με δεδομένο ότι στις προσωπικές εταιρίες ισχύει ο κανόνας της
ομόφωνης λήψης των αποφάσεων, η διατήρηση της εταιρικής ιδιότητας από τον
αποκλεισμένο εταίρο μέχρι την τελεσιδικία της απόφασης, λόγω των διαταραγμένων
μεταξύ των εταίρων σχέσεων, θα οδηγούσε σε ισχυρή διακινδύνευση της ομαλής
πορείας της εταιρίας. Η προσβολή εγγράφου ως πλαστού αναφέρεται στο
περιεχόμενό του ενώ η αμφισβήτηση της γνησιότητας του ιδιωτικού εγγράφου μόνο
στην υπογραφή του. Για να έχει αποδεικτική δύναμη ιδιωτικό έγγραφο πρέπει
να έχει ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη, αλλιώς έχει την ισχύ απλού δικαστικού
τεκμηρίου. Δεν προσβάλλονται ως πλαστά μη πληρούνται τους όρους αποδεικτικά
μέσα, όπως δικαστικά τεκμήρια. Ιδιωτικό έγγραφο χωρίς υπογραφή δεν παύει
να είναι υποστατό ως έγγραφο. Αποτελεί αποδεικτικό μέσο που δεν πληροί τους
όρους του νόμου και λαμβάνεται υπόψη στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Ο
ισχυρισμός ότι το περιεχόμενο του εγγράφου είναι ψευδές δεν συνιστά αμφισβήτηση
της γνησιότητάς του αλλά της αποδεικτικής του αξίας. Στο ποινικό δίκαιο,
λόγω της ευρείας έννοιας του εγγράφου, μπορεί το αντικείμενο της πλαστογραφίας
να μη θεωρείται έγγραφο κατά την πολιτική δικονομία.
(Η
απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία
της δικηγόρου Θεσσαλονίκης Μυρτούς Αντωνοπούλου)
Αριθμός απόφασης: 1/2025
Το Μονομελές Διαιτητικό Δικαστήριο Γιαννιτσών
(διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων)
Συγκροτήθηκε από το διαιτητή Γεώργιο Ρόλη, Πρωτόδικη, που διορίστηκε με την από 21-5-2024 πράξη
της Προέδρου Πρωτοδικών Γιαννιτσών.
Συνεδρίασε δημόσια στο μεγάλο ακροατήριο του
Πρωτοδικείου Γιαννιτσών στις 21-2-2025, με την παρουσία και της γραμματέα της
διαιτησίας, Ειρήνης Τσιτλακίδου, που διορίστηκε με τη με αριθμό 65/2024 πράξη
της Προέδρου Πρωτοδικών Γιαννιτσών, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της καλούσας-αιτούσας:
Ετερόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία …», με που εδρεύει στην …ομώνυμης Δ.Ε.
Δήμου και Π.Ε. και εκπροσωπείται
νόμιμα, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο διά της πληρεξούσιας δικηγόρου της
Σταματίας Σωτηροπούλου
Των καθ’ ων η κλήση και η αίτηση: 1)… κατοίκου …
και 2)…, κατοίκου…της ομώνυμης Δ.Ε. Δήμου και Π.Ε., οι οποίοι παραστάθηκαν στο ακροατήριο διά της
πληρεξούσιας δικηγόρου τους Μυρτώς Αντωνοπούλου
Η συζήτηση της υπόθεσης ζητήθηκε με την από
21-5-2024 αίτηση της αιτούσας, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου
Γιαννιτσών με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου…/21-5-2024 και
ακολούθως προσδιορίστηκε να συζητηθεί για τις 18-7-2024. Επί της αίτησης αυτής
εκδόθηκε η με αριθμό 1/2024 (μη οριστική) απόφαση του παρόντος διαιτητικού
δικαστηρίου, που διέταξε τη συμπλήρωση των αποδείξεων. Ήδη η αίτηση
επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 25-1-2025 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης
κατάθεσης δικογράφου …/3-2-2025 κλήση της αιτούσας, με την οποία η υπόθεση
προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι διάδικοι
παραστάθηκαν όπως αναφέρεται και παραπάνω.
Αφού μελέτησε τη δικογραφία και
σκέφτηκε σύμφωνα με τον νόμο
Νόμιμα φέρεται προς περαιτέρω συζήτηση η υπό κρίση
αίτηση με την από 25-1-2025 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου
.../3-2-2025 κλήση της αιτούσας, μετά την έκδοση της με αριθμό 1/2024 (μη
οριστικής) απόφασης του διαιτητικού δικαστηρίου τούτου, που διέταξε τη
συμπλήρωση των αποδείξεων.
Από τις διατάξεις των άρθρων 867, 868 και 869 ΚΠολΔ συνάγεται ότι στη συμφωνία για διαιτησία, η οποία
διακρίνεται από τη βασική σύμβαση, από την οποία προέκυψε η διαφορά, μπορούν να
υπαχθούν οι αξιώσεις, που γεννώνται άμεσα από τη σύμβαση, είτε ανάγονται στα
δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συμβαλλομένων, είτε στην ερμηνεία των
συμβάσεων. Στη διαιτητική συμφωνία υπάγονται, επίσης, αξιώσεις που μπορούν να
προκύψουν και για τα δύο μέρη από σχέσεις, πράξεις ή παραλείψεις (ΑΠ 1281/2019,
ΜΕφΠειρ 1/2024 ΤΝΠ Ν0Μ0Σ). Έτσι, στη συμφωνία
διαιτησίας μπορούν να υπαχθούν, κατά τη βούληση των μερών, οι υφιστάμενες ή
μελλοντικές διαφορές σε σχέση με την ερμηνεία ή την εκτέλεση της σύμβασης, στην
οποία αναφέρεται η διαιτητική συμφωνία, οι απαιτήσεις που απορρέουν από αυτήν,
το κύρος ή η ακυρότητα της σύμβασης και οι συνέπειες της ακυρότητας, η λύση και
οι συνέπειες αυτής και γενικά κάθε διαφορά η οποία αφορά απαιτήσεις ή
υποχρεώσεις οι οποίες έχουν σχέση με τη σύμβαση ή σχέσεις που αναφέρονται σε
αυτήν σε οποιαδήποτε διάταξη νόμου και αν στηρίζονται, όπως και απαιτήσεις
αποζημίωσης από αδικοπραξία, οι οποίες συρρέουν με απαιτήσεις αποζημίωσης από
τη σύμβαση, ή αδικαιολόγητο πλουτισμό, καθόσον και αυτές συνάπτονται με τη
σύμβαση (ΤρΕφΑΘ 1517/2024, ΤρΕφΑΘ
3076/2023, ΤρΕφΑΘ 3073/2023, ΤρΕφΑΘ
2526/2023 ΤΝΠ Ν0Μ0Σ, ΜΕφΠειρ 1/2024 ό.π.). Συνεπώς, από τη ρήτρα διαιτησίας, στην οποία
αναφέρεται ότι υπάγονται όλες οι διαφορές από ορισμένη σύμβαση, νοείται από την
ευρεία και αδιάστικτη αυτή διατύπωση ότι υπάγονται
όχι μόνο οι διαφορές που έχουν αφετηρία και ιστορική βάση τη σχετική σύμβαση,
αλλά και διαφορές που έχουν ως αντικείμενο απαιτήσεις αποζημίωσης από
αδικοπραξία, οι οποίες συρρέουν με απαιτήσεις αποζημίωσης από τη σύμβαση, διότι
και αυτές έχουν σχέση με τη σύμβαση. Στις διαφορές από αδικοπραξία, που είναι
δεκτικές υπαγωγής στη διαιτησία, περιλαμβάνονται και εκείνες που συρρέουν με
απαιτήσεις αποζημίωσης από τη σύμβαση, με την έννοια της συρροής απαιτήσεων ή
αξιώσεων στηριζόμενων σε διαφορετικές διατάξεις, αφενός μεν γιατί οι αξιώσεις
αυτές από αδικοπραξία, ανεξάρτητα από τη νομική τους θεμελίωση, είναι
αναπόσπαστα συνδεόμενες με τις αντίστοιχες συμβατικές, αφετέρου δε γιατί, με
την αντίθετη εκδοχή, το πεδίο εφαρμογής της αντίστοιχης διαιτητικής μήτρας θα
περιοριζόταν δραστικά, με την προσφυγή του ζημιωθέντος ενώπιον των τακτικών
δικαστηρίων, μέσω της άσκησης των αδικοπρακτικών
αξιώσεων, με αποτέλεσμα η λειτουργία της διαιτητικής ρήτρας να καταλείπεται
στην προαίρεση του ενός από τα μέρη που τη συνομολόγησαν. Για τον λόγο αυτό,
στην περίπτωση συρροής αξιώσεων, οι οποίες στηρίζονται στη σύμβαση αλλά και
στην αδικοπραξία ή στον αδικαιολόγητο πλουτισμό και οι εξωσυμβατικές
αυτές αξιώσεις υπάγονται στη διαιτησία, εφόσον, ανεξαρτήτως της νομικής τους
θεμελίωσης, συνδέονται με τις αξιώσεις από τη σύμβαση για τις οποίες υπάρχει
διαιτητική ρήτρα (ΤρΕφΑΘ 1517/2024 ό.π.). Στη διαιτητική συμφωνία υπάγονται μάλιστα διαφορές
από αδικοπραξία που αφορούν είτε αποζημίωση για αποκατάσταση υλικών ζημιών,
είτε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, αφού και αυτές μπορούν να
αποτελέσουν, κατ’ άρθρο 867 ΚΠολΔ, αντικείμενο
διαιτησίας (ΑΠ 506/2010 ΤΝΠ Ν0Μ0Σ· έτσι και ΜΕφΠειρ
597/2020 ΤΝΠ Ν0Μ08). Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 254
§§1,2 εδ. α', 3 εδ. α', 259
§1 εδ. α' περ. δ', 263, 271, 272 §1, 274 §1, 278 ν.
4072/2012, 713, 714, 741, 748 §1 εδ. α', 749 εδ. α', 751 εδ. α' και 754 εδ. α' ΑΚ προκύπτει ότι στις προσωπικές εταιρίες, όπως
είναι και η ετερόρρυθμη εταιρία, η εξουσία διαχείρισης των εταιρικών υποθέσεων
είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την εταιρική ιδιότητα, ενώ μόνο οι απεριόριστα
ευθυνόμενοι ομόρρυθμοι εταίροι μπορούν να είναι
διαχειριστές της ετερόρρυθμης εταιρίας και όχι οι ετερόρρυθμοι εταίροι της ή
τρίτα πρόσωπα. Αυτό ρητά ορίζεται με το άρθρο 274 §1 ν. 4072/2012 για τον
ετερόρρυθμο εταίρο, όμως ισχύει πολύ περισσότερο και για τους τρίτους. Βέβαια
με σύμβαση εντολής (ή και εργασίας) μπορεί να ανατεθεί από τους εταίρους
ετερόρρυθμης εταιρίας η διεξαγωγή συγκεκριμένων διαχειριστικών πράξεων σε
ετερόρρυθμο εταίρο ή τρίτο πρόσωπο και να τους δοθεί και η αναγκαία
πληρεξουσιότητα προκειμένου να ενεργήσουν ως εντολοδόχοι ή αναλόγως ως άμεσοι
αντιπρόσωποι της εταιρίας, χωρίς όμως έτσι να γίνονται και διαχειριστές αυτής
κατά την έννοια του νόμου ούτε όργανα του νομικού προσώπου της. Επομένως, ο
ετερόρρυθμος εταίρος de facto διαχειριστής της, δηλαδή αυτός που ενεργεί με τη
ρητή ή σιωπηρή συναίνεση ή έγκριση των εταίρων διαχειριστικές πράξεις για
λογαριασμό της εταιρίας, δεν καθίσταται υποκατάστατο όργανο διοίκησης της
προσωπικής και ειδικότερα της ετερόρρυθμης εταιρίας, αφού όργανα διοίκησης της
ετερόρρυθμης εταιρίας μπορούν να είναι μόνο οι ομόρρυθμοι εταίροι της. Στην
περίπτωση αυτή η σχέση του de facto διαχειριστή με την εταιρία αποτελεί στην
ουσία σχέση εντολής (βλ. σχετ. ΑΠ 1114/2023 ΤΝΠ
Ν0Μ08, ΑΠ 1859/2011 ΕπισκΕΔ 2012.142 με εισαγωγικό
σημείωμα Κ. Παμπούκη). Εξάλλου, στην περίπτωση των
προσωπικών εταιριών (Ο.Ε. και Ε.Ε.) ο διαχειριστής τους υπέχει απέναντι στην
εταιρία υποχρέωση πίστης. Η υποχρέωση αυτή, η οποία είναι απόρροια του
χαρακτήρα της σχέσης, που συνδέει τον διαχειριστή με την εταιρία, ως σχέση
εμπιστοσύνης, ξεπερνά τα όρια της γενικής αρχής της καλής πίστης (άρθρα 281 και
288 ΑΚ), καθώς παρουσιάζει άλλη ποιοτική διάσταση και ένταση. Το θετικό
περιεχόμενο της υποχρέωσης πίστης επιβάλλει στον διαχειριστή να αφιερώνει όλες
τις δυνάμεις του για την επίτευξη του εταιρικού σκοπού, ακόμη και αν η
απαιτούμενη συμπεριφορά ξεπερνά τις υποχρεώσεις που θα απέρρεαν από μία σύμβαση
εργασίας, ενώ, κατά το αρνητικό περιεχόμενο της υποχρέωσης αυτής, απαγορεύει
στον διαχειριστή, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, να δίνει το προβάδισμα
στην εξυπηρέτηση των προσωπικών του συμφερόντων (ή συμφερόντων τρίτων) σε βάρος
του εταιρικού συμφέροντος. Σε περίπτωση παράβασης των καθηκόντων του, ο διαχειριστής
ευθύνεται απέναντι στο νομικό πρόσωπο της εταιρίας για κάθε πταίσμα (βλ. άρθρο
252 εδ. β' ν. 4072/2012· πρβλ.
ΤρΕφΑνΚρητ 16/2024 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εάν υπάρχουν
περισσότεροι διαχειριστές σε ομόρρυθμη ή ετερόρρυθμη εταιρία, η συμπεριφορά των
οποίων προκάλεσε τη ζημία στην εταιρία, είναι αμφισβητούμενο αν οι διαχειριστές
αυτοί ευθύνονται έναντι της εταιρίας σε ολόκληρο ή αν πρόκειται για διαιρετή
παροχή κατά το άρθρο 480 ΑΚ. Στη νομολογία προκρίνεται η θέση ότι εν προκειμένω
εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 480 ΑΚ, με συνέπεια η υποχρέωση να κατανέμεται
ανάλογα με τον αριθμό των διαχειριστών που ζημίωσαν την εταιρία (ΟλΑΠ 215/1962 ΝοΒ 1962.799, ΑΠ
436/1962 ΝοΒ 1963.14, ΑΠ 221/1962 ΝοΒ
1962.803, ΕφΘεσ 1833/2010 ΕπισκΕΔ
2011.178 με εισαγωγικό σημείωμα Κ. Παμπούκη, ΕφΑΘ 10335/1981 Αρμ 1982.363). Ως
επιχείρημα για την τεκμηρίωση της θέσης αυτής χρησιμοποιείται το ότι σε
περίπτωση κατά την οποία περισσότεροι οφείλουν διαιρετή παροχή, όπως είναι η
χρηματική, εφόσον δε συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 926 ΑΚ ούτε
υπάρχει συμφωνία για ενοχή σε ολόκληρο (άρθρο 481 ΑΚ), σε εφαρμογή καλείται η
διάταξη του άρθρου 480 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία, σε περίπτωση αμφιβολίας, κάθε
οφειλέτης έχει την υποχρέωση να καταβάλει ίσο μέρος. Επισημαίνεται μάλιστα πως
δεν είναι αόριστη η αγωγή όταν δεν προσδιορίζεται το ποσοστό (μερίδιο) της
υποχρέωσης κάθε οφειλέτη και δε διατυπώνεται αίτημα για σύμμετρη καταδίκη, αφού
το δικαστήριο, αν δεν προκύπτει κάτι άλλο, θα υποχρεώσει τους οφειλέτες σε ίση
τον καθένα καταβολή (βλ. ΑΠ 846/1998 ΕλλΔνη 1999.132
= ΝοΒ 2000.40, ΜΕφΠειρ
317/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ωστόσο, στην επιστήμη έχει επικρατήσει η αντίθετη άποψη,
την οποία και το παρόν διαιτητικό δικαστήριο υιοθετεί ως ορθότερη.
Υποστηρίζεται, συγκεκριμένα, ότι η ευθύνη των συνδιαχειριστών
είναι σε ολόκληρο, είτε με βάση το αδιαίρετο της αποζημιωτικής
ευθύνης των συνδιαχειριστών είτε με βάση τη διάταξη
του άρθρου 926 ΑΚ, που εφαρμόζεται αναλογικά και σε περίπτωση αθέτησης
συμβατικής υποχρέωσης [έτσι Ν. Τέλλης/Β. Αντωνόπουλος
(-Β. Τουντόπουλος-Ε. Κικίνη),
Προσωπικές Εμπορικές Εταιρίες-Κατ’ άρθρο ερμηνεία Ν. 4072/2012 (2024), άρθρο
254 αριθ. 159, σελ. 294· Σπ. Ψυχομάνης,
Δίκαιο Εμπορικών Εταιριών, 4η έκδ. (2020), αριθ. 368,
σελ. 108· Ε. Αλεξανδρίδου, Δίκαιο Εμπορικών Εταιριών, 3η έκδ.
(2019), §20.111 αριθ. 30, σελ. 105· Β. Αντωνόπουλος, Δίκαιο Προσωπικών
Εταιριών, 5η έκδ. (2016), §24.3.Α αριθ. 39, σελ. 185·
Π. Παναγιώτου, Το νέο δίκαιο της Ομόρρυθμης και Ετερόρρυθμης εταιρίας (2013),
σελ. 114· Ν. Τέλλης, Διαχείριση και Εκπροσώπηση της
ομόρρυθμης εταιρίας (2001), §8.11 αριθ. 261, σελ. 148· Λιακόπουλος, σε ΑΚ
Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, άρθρο 754 αριθ. 6· πρβλ. και
Β. Αντωνόπουλο(-Λ. Γρηγοριάδη), Δίκαιο Κεφαλαιουχικών Εταιριών, 2ος τομ. (2022), §43.Β.Υ, σελ. 88, σύμφωνα με τον οποίο (μόνο)
αν οι διαχειριστές ενήργησαν από κοινού, ευθύνονται σε ολόκληρο]. Πάντως, από
τη διάταξη του άρθρου 480 ΑΚ συνάγεται ότι στην περίπτωση που ένας από τους
περισσότερους συνοφειλέτες ενάγεται, χωρίς να
συντρέχει νόμιμη περίπτωση οφειλής σε ολόκληρο (από τον νόμο ή από σύμβαση),
τότε η καταψήφιση περιορίζεται στο ίσο μέρος που αναλογεί στο πρόσωπο του
εναγόμενου σε σχέση με τους λοιπούς συνοφειλέτες.
Εάν, πάλι, το αγωγικό αίτημα για τη σε ολόκληρο
καταδίκη περισσοτέρων εναγόμενων σε εκπλήρωση απορριφθεί ως αόριστο ή νομικά
αβάσιμο, το δικαστήριο, ακόμη και αν δε διατυπώνεται επικουρική αίτηση για
σύμμετρη καταδίκη των εναγόμενων, μπορεί να θεωρήσει νόμιμο το αίτημα κατά το
μέτρο αυτό, ως το έλασσον που εμπεριέχεται στο μείζον υποβληθέν, και σε
περίπτωση που δεχτεί ως ουσία βάσιμη την αγωγή να υποχρεώσει καθένα των
εναγόμενων σε ίση προς τον νικήσαντα ενάγοντα
καταβολή (βλ. ΜΕφΠατρ 244/2020 ΝοΒ
2020.1657). Ακολούθως, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 713, 714 και
719 ΑΚ συνάγεται ότι ο εντολοδόχος οφείλει να διεξαγάγει την ανατεθείσα σε
αυτόν υπόθεση, ευθυνόμενος έναντι του εντολέα για
κάθε πταίσμα. Επομένως, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης της σύμβασης ή πλημμελούς
εκπλήρωσης της σύμβασης ή παράβασης των νόμιμων υποχρεώσεων απαιτείται όχι ο
ελαττωμένος βαθμός επιμέλειας των λοιπών χαριστικών συμβάσεων (δόλος ή βαρεία
αμέλεια), αλλά (λόγω του εμπιστευτικού χαρακτήρα της εντολής) η αυξημένη
επιμέλεια του κοινού οφειλέτη. Ο εντολοδόχος υποχρεούται να ανορθώσει τη θετική
ή αποθετική ζημία του εντολέα του, που οφείλεται σε πταίσμα του, κατά τις
διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330 και 335 ΑΚ. Θετική ζημία είναι η ελάττωση
της περιουσίας του εντολέα, ενώ αρνητική ζημία το ματαιωθέν προσδοκώμενο κατά
τη συνήθη πορεία των πραγμάτων κέρδος. Ο εντολοδόχος οφείλει κατά την εκπλήρωση
των υποχρεώσεων του όχι μόνο να απέχει από κάθε δόλια ενέργεια, αλλά και να
καταβάλλει την επιμέλεια, την οποία καταβάλλει στις συναλλαγές ο μέσος συνετός
άνθρωπος, ευθυνόμενος διαφορετικά και για ελαφρά
αμέλεια. Το βάρος της απόδειξης της ευθύνης του εντολοδόχου ρυθμίζεται κατά τις
γενικές διατάξεις και ο εντολέας υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία, την οποία
υπέστη από την πράξη ή παράλειψη του εντολοδόχου, ενώ η ύπαρξη πταίσματος του
εντολοδόχου τεκμαίρεται από τη μη εκπλήρωση των υποχρεώσεών του από τη σύμβαση
εντολής. Για τη θεμελίωση υποχρέωσης του εντολοδόχου για αποζημίωση του εντολέα
απαιτείται η συνδρομή αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του πταίσματος του ή
εντολοδόχου και της επελθούσας στον εντολέα ζημίας
και επομένως εάν ο εντολέας δεν υπέστη ζημία ή εάν αυτή δεν είναι συνέπεια του
πταίσματος του εντολοδόχου, ο τελευταίος δεν υποχρεούται σε αποζημίωση (ΑΠ 63
3/2024 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έτσι, η αξίωση αποζημίωσης για ζημία, που προκλήθηκε από το
ότι ο εντολοδόχος παρέλειψε οφειλόμενη από αυτόν κατά την εκτέλεση της εντολής
ενέργεια, θεμελιώνεται στα άρθρα 330 και 714 ΑΚ, και όχι σε αδικοπραξία, εκτός
αν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 919 ΑΚ ή ειδικές περιστάσεις, που
στοιχειοθετούν αδίκημα (όπως απάτη, υπεξαίρεση κ.λπ.), οπότε υπάρχει συρροή
αξιώσεων (ΑΠ 560/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εάν ο εντολοδόχος χρησιμοποίησε για τον εαυτό
του χρήματα του εντολέα, οφείλει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 720 ΑΚ, τόκο
γι’ αυτά από τότε που τα χρησιμοποίησε. Επομένως, ο εντολοδόχος και χωρίς
οποιαδήποτε υπερημερία του, οφείλει να καταβάλλει τόκο στον εντολέα του για
κάθε ποσό, που ανήκει στον τελευταίο και βρέθηκε στα χέρια του εξαιτίας της
εκτέλεσης της εντολής, το οποίο χρησιμοποίησε για προσωπική του ανάγκη ή για
οποιονδήποτε άλλο λόγο, από τη χρησιμοποίηση αυτού. Η αφετηρία έναρξης της τοκοδοσίας, δηλαδή, θα είναι ο χρόνος της χρησιμοποίησης
των χρηματικών ποσών από τον εντολοδόχο, ο οποίος ορίζεται από τον νόμο ως δήλη
ημέρα, οπότε με την παρέλευσή της γίνεται υπερήμερος. Ως χρησιμοποίηση
θεωρείται και η υπεξαίρεση των δοθέντων για την εκτέλεση της εντολής ή
κτηθέντων από την εκτέλεσή της χρημάτων (ΑΠ 417/2018, ΑΠ 1962/2017, ΜΕφΑΘ 165/2024 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφού συνιστά παράνομη ιδιοποίηση
αυτών, καθώς και η ανάμιξή τους με τα χρήματα του εντολοδόχου (ΑΠ 1962/2017 ό.π.). Για το κατά τη διάταξη του άρθρου 216 §1 ΚΠολΛ ορισμένο της αγωγής του εντολέα κατά του εντολοδόχου
με αίτημα την αποκατάσταση της επελθούσας ζημίας κατά
την εκτέλεση της εντολής πρέπει ο ενάγων να επικαλεσθεί τη ζημία του, το
πταίσμα του εντολοδόχου και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του
πταίσματος του τελευταίου και της επελθούσας ζημίας
(ΑΠ 633/2024 ό.π.· βλ. και ΤρΕφΑν
Κρητ 33/2024, ΜΕφΑΘ
1056/2024 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά συνέπεια στην αγωγή για αποζημίωση από ενδοσυμβατική ευθύνη, όπως είναι και η μη εκτέλεση εντολής,
για την πληρότητα του δικογράφου πρέπει να αναφέρονται τα περιστατικά εκείνα
που θεμελιώνουν την ενδοσυμβατική ευθύνη, δηλαδή την
κατάρτιση της σύμβασης εντολής, με την οποία αυτός αναθέτει και ο εντολοδόχος
αναλαμβάνει τη διεξαγωγή υπόθεσης για λογαριασμό του (του εντολέα), χωρίς
αμοιβή, το περιεχόμενο της εντολής και το είδος της υπόθεσης που ανατέθηκε στον
εντολοδόχο, το πταίσμα του εντολοδόχου, τη ζημία του, το νομικό λόγο που γεννά
την ευθύνη και την αιτιώδη συνάφεια ζημίας και ζημιογόνου γεγονότος (ΑΠ
560/2022 ό.π.). Είναι δυνατόν, όμως, μια ζημιογόνα
ενέργεια, πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση εντολής, να
θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Αυτό συμβαίνει, όταν η
ενέργεια αυτή καθ’ εαυτή και χωρίς την προϋπάρχουσα
συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη στο γενικό καθήκον, που επιβάλλει
η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανένας υπαίτια ζημία σε άλλον.
Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου
προσώπου ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε να
επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα (ΑΠ
633/2024 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Παραπέρα, από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 και
914 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς
αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής
ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και
της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που
αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει
δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, ενώ μπορεί η
συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης
ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου
κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα
του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η
παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της
συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η
παράβαση της, κοινωνικά επιβεβλημένης και από τη θεμελιώδη δικαιϊκή
αρχή της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων
επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Η
παράλειψη ως όρος της αδικοπραξίας συντρέχει, όταν υπήρχε ιδιαίτερη νομική
υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή
συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος. Τέτοια νομική υποχρέωση
μπορεί να προκόψει είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε
από την αρχή της καλής πίστης, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την κρατούσα
κοινωνική αντίληψη, που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ (ΑΠ 633/2024 ό.π.). Συνακόλουθα, αδικοπραξία, κατά την έννοια της
διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, αποτελεί και η παράνομη ιδιοποίηση χρημάτων που
περιήλθαν οπωσδήποτε στην κατοχή του δράστη (άρθρο 375 ΠΚ), όταν δηλαδή ο
υπαίτιος ιδιοποιείται παράνομα ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που
περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο ή του το έχουν εμπιστευθεί, λόγω
ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου,
επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης
περιουσίας. Κατά τη διάταξη αυτή, η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της
υπεξαίρεσης συνίσταται στην παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος, που είναι κάθε
ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, η οποία καταδηλώνει
τη θέληση αυτού να εξουσιάζει και διαθέτει το πράγμα σαν να είναι κύριος, ενώ η
υποκειμενική στην ύπαρξη του δόλου που ενέχει τη γνώση ότι το πράγμα είναι ξένο
(ολικά ή εν μέρει), ανήκει δηλαδή κατά κυριότητα σε άλλον, καθώς και τη θέληση
να ιδιοποιηθεί το πράγμα παράνομα, χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη (ΤρΕφΠειρ 14/2024 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ως κατοχή νοείται η πραγματική
σχέση που καθιστά δυνατή, κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών, την εξουσίαση του πράγματος από τον δράστη κατά τη βούλησή του.
Η έννοια της κατοχής μπορεί να διαφέρει εκείνης του αστικού δικαίου. Στην
κατοχή του δράστη μπορεί να περιέλθει το κινητό με οποιονδήποτε τρόπο, όπως με
σύμβαση, εύρεση από φυσικές δυνάμεις ή και τυχαία περιστατικά, επίσης μίσθωση,
εντολή, από άκυρη ακόμη σύμβαση, αντιπροσώπευση (ΣυμβΑΠ
565/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ως εμπίστευση, νοείται η
παράδοση ή άφεση της κατοχής του πράγματος σε πρόσωπο που έχει τις
προαναφερόμενες ιδιότητες, οι οποίες παρέχουν στον ιδιοκτήτη την προσδοκία ότι
η κατοχή θα ασκηθεί για λογαριασμό του και ότι το πράγμα θα αποδοθεί σ’ αυτόν (ΤρΕφΠειρ 14/2024 ό.π.). Στην
περίπτωση του εντολοδόχου, αυτός έχει υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα καθετί
που έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεσή της. Ο
εντολοδόχος δεν έχει κυριότητα επί των χρημάτων, τα οποία έλαβε για την
εκτέλεση της εντολής ή αποκτά από την εκτέλεσή της, είτε αυτά αποκτώνται σε
μετρητά, είτε με επιταγές ή συναλλαγματικές ή με κατάθεση σε προσωπικό
τραπεζικό λογαριασμό του, με την οποία γίνεται αυτός δικαιούχος και αποκτά
δικαίωμα ανάληψής τους. Για τον λόγο αυτό, σε περίπτωση μη ανάλωσης των
χρημάτων κατά τους σχετικούς όρους της εντολής και παράνομης ιδιοποίησης αυτών,
ο εντολοδόχος διαπράττει το αξιόποινο αδίκημα της υπεξαίρεσης. Εμπιστευμένο
στον εντολοδόχο θεωρείται το πράγμα, όταν με τη θέληση του δικαιούχου
παραδόθηκε στην κατοχή εκείνου (εντολοδόχου), ο οποίος υποχρεούται να το
αποδώσει αυτούσιο ή να το χρησιμοποιήσει για ορισμένο σκοπό. Ο εντολοδόχος
νοείται κατά τις διατάξεις των άρθρων 713 επ. ΑΚ,
δηλαδή πρέπει μεταξύ αυτού και του παθόντος να υπάρχει σύμβαση εντολής, ενώ ως
διαχειριστής νοείται εκείνος που ενεργεί όχι απλά υλικές αλλά και νομικές
πράξεις σε περιουσιακά στοιχεία του εντολέα, με εξουσία αντιπροσώπευσης αυτού,
την οποία μπορεί να έχει από τον νόμο ή από σύμβαση, χωρίς να αποκλείεται και η
άσκηση διαχείρισης «εν τοις πράγμασι». Υπό την έννοια
αυτή, αν η πράξη τελέστηκε από εντολοδόχο και
διαχειριστή ξένης περιουσίας στο ίδιο πεδίο δράσης, η εντολή εμπεριέχεται στη
διαχείριση και ο εντολοδόχος μπορεί να είναι και διαχειριστής, εάν έχει
διακριτική ευχέρεια κατά την εκτέλεση της εντολής [ΑΠ (ποιν.)
580/2024, ΑΠ (ποιν.) 101/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. Διαχειριστής,
επομένως, ξένης περιουσίας μπορεί να είναι και εκείνος που εν τοις πράγμασι de facto ασκεί διαχείριση (ΤρΕφΠειρ
14/2024 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η άρνηση του εντολοδόχου να αποδώσει στην εταιρία τα
εισπραχθέντα για λογαριασμό της χρήματα από εταιρική συναλλαγή, εφόσον
καταλήγει σε ιδιοποίηση απ’ αυτόν των εταιρικών χρημάτων, προκαλεί στην εταιρία
ισόποση ζημία, οπότε δημιουργείται σε βάρος του (και) υποχρέωση αποζημίωσης στο
πλαίσιο αδικοπρακτικής ευθύνης του (ΠΠρΠατρ 1/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Παράλληλα, η ίδια συμπεριφορά είναι
και αντισυμβατική (άρθρα 713 επ. ΑΚ), διότι ο
εντολοδόχος παραβιάζει την αναληφθείσα έναντι της
εταιρίας υποχρέωσή του να της αποδώσει, υπό την ιδιότητά του ως εντολοδόχου,
διαχειριστή της, τα χρήματα που απέκτησε στο πλαίσιο εκτέλεσης της ανατεθείσας
σε αυτόν εντολής από εκείνη (διοίκηση και διαχείρισή της) και των ανατεθέντων
σε αυτόν καθηκόντων (βλ. ΑΠ 146/2024 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση αυτή συρρέουν
οι αξιώσεις από τη σύμβαση με αυτές από το αδίκημα και αν μεν κατατείνουν σε
διαφορετικές παροχές πρόκειται για γνήσια συρροή αξιώσεων, ενώ αν αφορούν την
ίδια παροχή, που απλώς θεμελιώνεται τόσο ενδοσυμβατικά
όσο και εξωσυμβατικά, δηλαδή σε δύο διαφορετικές
νομικές βάσεις, πρόκειται για συρροή των περισσότερων νομικών βάσεων της ίδιας
ενιαίας αξίωσης (ΠΠρΠατρ 1/2022 ,ό.π.).
Εξάλλου, η κακουργηματική μορφή της υπεξαίρεσης της §2 του άρθρου 375 ΠΚ
προϋποθέτει πάντοτε ότι το αντικείμενό της υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ.
Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό μ’ εκείνη του άρθρου 713 ΑΚ, προκύπτει ότι για
την πραγμάτωση της κακουργηματικής μορφής της υπεξαίρεσης, στην περίπτωση που
το αντικείμενο αυτής υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ, πρέπει η εντολή προς
τον υπαίτιο να έχει δοθεί από τον παθόντα, δηλαδή η σύμβαση εντολής, επ’
ευκαιρία της οποίας το αντικείμενο της υπεξαίρεσης περιήλθε στην κατοχή του
υπαιτίου, να έχει συναφθεί μεταξύ του παθόντος ως εντολέα και του υπαιτίου ως
εντολοδόχου, ακόμη και για την εξυπηρέτηση μιας άλλης ευρύτερης σχέσης μεταξύ
τους (λ.χ. αντιπροσωπείας) (βλ. ΑΠ 1890/2023 ΤΝΠ Ν0Μ0Σ). Σε περίπτωση
υπεξαίρεσης κατ’ εξακολούθηση, για την κρίση σχετικά με την αξία του πράγματος,
ότι υπερβαίνει τις 120.000 ευρώ, και για τον ποινικό χαρακτήρα της πράξης,
λαμβάνεται υπ’ όψιν η συνολική αξία του αντικειμένου
όλων των επί μέρους πράξεων, υπό την προϋπόθεση ότι ο δράστης απέβλεπε με τις
μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό [ΑΠ (ποιν.)
101/2022 ό.π.]. Για τον σκοπό αυτό απαιτείται να
υπάρχει ενότητα δόλου του δράστη, δηλαδή ειδικά στην υπεξαίρεση απαιτείται η
απόφασή του να κατακρατά κάθε φορά τα επί μέρους ποσά με ενσωμάτωση αυτών στην
περιουσία του, η οποία να κατευθύνεται στο σύνολο του ποσού που θα επιτύχει
έτσι να υπεξαιρέσει. Ασφαλές κριτήριο διάγνωσης του σκοπού αυτού αποτελεί η
χρονική εγγύτητα των μερικότερων πράξεων και το μικρό διάστημα που καλύπτουν
αυτές, διότι, σε αντίθετη περίπτωση, αποδομείται η
έννοια της ενότητας του δόλου (ΣυμβΕφΘεσ 888/2011 ΠοινΧρ 2013.135). Υπεξαίρεση τελείται, μάλιστα, και όταν ο
δράστης αποκτά την κατοχή του κινητού πράγματος στο πλαίσιο (απόλυτα) άκυρης
σύμβασης, την ακυρότητα της οποίας γνωρίζει ήδη κατά τον χρόνο κατάρτισής της,
καθώς σε αυτήν την περίπτωση η σύμβαση θεωρείται σαν να μην έγινε (άρθρο 180
ΑΚ) και το πράγμα παραμένει ξένο [πρβλ. ΑΠ (ποιν.) 1216/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, που δέχτηκε ότι η μεταβίβαση
ονομαστικών μετοχών, η οποία δεν έγινε με σύμβαση εκχώρησης και αναγγελία,
είναι άκυρη και, κατά συνέπεια, πριν την έκδοση των ονομαστικών μετοχών
δικαιούχος αυτών και μετά την έκδοσή τους κύριος αυτών παρέμεινε ο
κατηγορούμενος πωλητής, κρίνοντάς τον έτσι αθώο για την πράξη της υπεξαίρεσης].
Ακόμα, κατά τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, όποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά
τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Με τη
διάταξη αυτή, που αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα της διάταξης του άρθρου 914
ΑΚ, ανάγεται σε αυτοτελή αδικοπραξία, που γεννά υποχρέωση προς αποζημίωση,
καθώς επίσης και προς καταβολή χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης, η
κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη συμπεριφορά του υπαιτίου, εφόσον αυτή έγινε
με πρόθεση επαγωγής ζημίας. Ως κριτήριο των χρηστών ηθών, η έννοια των οποίων
είναι νομική, χρησιμεύουν οι ιδέες του εκάστοτε κατά τη γενική αντίληψη χρηστώς και με φρόνηση σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού
ανθρώπου. Στην περίπτωση που η εξεταζόμενη συμπεριφορά σχετίζεται με ορισμένη
κατηγορία συναλλαγών και συναλλασσόμενων, οι αντίστοιχες, στην κατηγορία αυτή
των συναλλασσόμενων, κρατούσες αντιλήψεις, λαμβάνονται υπ’ όψιν,
εκτός αν, κατά το κοινό συναίσθημα του πιο πάνω κοινωνικού ανθρώπου, δε
συμβιβάζονται με την κοινωνική ηθική. Προκειμένου να κριθεί αν στη συγκεκριμένη
περίπτωση συμπεριφοράς υπάρχει αντικειμενική αντίθεση, με την πιο πάνω έννοια,
προς τα χρηστά ήθη (την οποία δεν αποκλείει η ύπαρξη σχετικού δικαιώματος ή
ευχέρειας), συνεκτιμώνται τα κίνητρα, ο σκοπός του υποκειμένου της
συμπεριφοράς, το είδος των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη του
σκοπού, έστω και θεμιτού και όλες οι λοιπές περιστάσεις πραγμάτωσης της
συμπεριφοράς, θετικής ή αρνητικής. Όσον αφορά στην πρόθεση, δεν απαιτείται ο ζημιώσας να ενήργησε με τον αποκλειστικό σκοπό να βλάψει
άλλον (άμεσος δόλος), αλλά αρκεί και η θέλησή του να επέλθει ζημία, ότι δηλαδή
προέβλεψε ως ενδεχόμενη την πρόκληση ζημίας από τη συμπεριφορά του και παρ’ όλα
αυτά δεν απείχε από την πράξη ή την παράλειψη, από την οποία επήλθε η ζημία. Η
γένεση, άλλωστε, κατά τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, υποχρέωσης για αποζημίωση,
προϋποθέτει, σύμφωνα με αυτή τη διάταξη συνδυαζόμενη μ’ εκείνη του άρθρου 298
ΑΚ, την ύπαρξη μεταξύ της συμπεριφοράς, που αντίκειται στα χρηστά ήθη, και της
ζημίας, που τυχόν επήλθε, αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου, υπό την έννοια
ότι η συμπεριφορά, εκτός του ότι αποτέλεσε αναγκαίο όρο της επέλευσης της
ζημίας, ήταν καθ’ εαυτή και ικανή, υπό τις συντρέχουσες περιστάσεις, στη συνήθη
πορεία των πραγμάτων, να την επιφέρει, ώστε η ζημία να μπορεί, στη συγκεκριμένη
περίπτωση, να αποδοθεί, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, στην αιτιώδη
δυναμικότητα της συμπεριφοράς, που αντίκειται στα χρηστά ήθη και, αντίστοιχα, η
συμπεριφορά αυτή να συνιστά πρόσφορη, επαρκή αιτία της ζημίας. Αυτή η ζημία
μπορεί να είναι είτε υλική, είτε ηθική, προς αποκατάσταση της οποίας απαιτείται
ανάλογη (εύλογη) χρηματική ικανοποίηση (ΤρΕφΑΘ 2395/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον, κατά τη διάταξη του
άρθρου 298 ΑΚ η αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του
δανειστή (θετική ζημία) καθώς και το διαφυγόν κέρδος. Η διάταξη αυτή -όπως
προκύπτει τόσο από τη γραμματική της ερμηνεία, δεδομένου ότι καμία διάκριση
κάνει στο αν αφορά ζημία που να προέρχεται από παραβίαση σύμβασης ή να
προέρχεται από αδικοπραξία, όσο και τη συστηματική της ερμηνεία, δεδομένου ότι
τίθεται στις αρχικές, γενικές διατάξεις που ισχύουν στις ενοχές (287-334 ΑΚ)
και από την τελολογική της ερμηνεία, που περιλαμβάνει στην έννοια της λέξης
«δανειστής» οποιοδήποτε δικαιούχο παροχής- συνάγεται ότι εφαρμόζεται τόσο στις
αποζημιώσεις λόγω αδικοπρακτικής όσο και στις
αποζημιώσεις λόγω ενδοσυμβατικής ευθύνης. Αποθετική
ζημία ή διαφυγόν κέρδος είναι, κατά την προκειμένη διάταξη, η μη επαύξηση της
περιουσίας του ζημιωθέντος λόγω του ζημιογόνου γεγονότος, η οποία (επαύξηση) θα
επερχόταν με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων (ΑΠ
1208/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το διαφυγόν κέρδος αποτελεί μέγεθος που προσδιορίζεται
μόνο υποθετικά. Είναι το κέρδος που θα αποκομιζόταν,
αν δεν είχε επέλθει το ζημιογόνο γεγονός. Γίνεται, δηλαδή, αναγκαία, ένας
συλλογισμός, για την υποθετική εξέλιξη των πραγμάτων. Η υποθετική αυτή εξέλιξη
δε χαρακτηρίζεται από βεβαιότητα και, ακόμη, δυσχερώς αποδεικνύεται. Για να
διευκολύνει ο νόμος την απόδειξη, αφού η βεβαιότητα στην περίπτωση του
διαφυγόντος κέρδους είναι αδύνατη, αλλά και για να θέσει φραγμό στις αχαλίνωτες
υποθέσεις, ορίζει, στη διάταξη του εδ. β' του άρθρου
298 ΑΚ, ότι ως τέτοιο «λογίζεται εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα
σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και
ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί». Χρειάζεται η δυνατότητα να
προβλεφθεί το κέρδος από κάποιον μέσο, λογικό άνθρωπο, με βάση αντικειμενικά
κριτήρια («σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων») και μάλιστα να
προβλεφθεί εκ των προτέρων, κατά τον χρόνο του ζημιογόνου γεγονότος. Για την
αποκατάσταση, συνεπώς, του διαφυγόντος κέρδους απαιτείται βάσιμη πιθανότητα για
την επέλευση του κέρδους. Η ύπαρξη προπαρασκευαστικών μέτρων καθιστά
ασφαλέστερη την πιθανότητα γι’ αυτό. Το τυχαίο ή απροσδόκητο ή απλώς ενδεχόμενο
και για το λόγο αυτό αβέβαιο, ή το υποθετικό και από αβέβαιους και αστάθμητους
παράγοντες ή ελπίδες εξαρτημένο διαφυγόν κέρδος, δεν αποδίδεται. Ο
απαιτούμενος, στις κατ’ ιδίαν περιπτώσεις, βαθμός πιθανότητας είναι διάφορος,
καθόσον εξαρτάται από τις ιδιαίτερες-συγκεκριμένες περιστάσεις (ΑΠ 15 23/2023 \
ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για την πληρότητα της αγωγής (άρθρο 216 ΚΠολΔ),
με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση διαφυγόντος κέρδους, που συνίσταται στην
απώλεια εσόδων, λόγω διακοπής ή μειωμένης άσκησης επαγγελματικής
δραστηριότητας, πρέπει, αλλά και αρκεί, να εκτίθενται στο δικόγραφό της, σαφώς,
όλα εκείνα τα κρίσιμα περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ότι ο ενάγων θα
εισέπραττε, με πιθανότητα, από την επαγγελματική δραστηριότητα, το αιτηθέν ποσό
κέρδους, δηλαδή τα περιστατικά που προσιδιάζουν στην προσδοκία του αντίστοιχου
κέρδους. Δεν αρκεί, δηλαδή, να αναφέρονται αφηρημένα οι σχετικές με τον
προσδιορισμό του διαφυγόντος κέρδους εκφράσεις του νόμου, αλλά, απαιτείται η
εξειδικευμένη και λεπτομερής, κατά περίπτωση, μνεία των περιστατικών που
καθιστούν πιθανό το κέρδος ως προς τα επιμέρους κονδύλια, καθώς και η ιδιαίτερη
επίκληση των κονδυλίων αυτών (ΟλΑΠ 22/1995 ΕλλΔνη 1995.1538 = ΝοΒ 1996.418 =
ΕΔΚΑ 1995.759, ΑΠ 27/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία
προσδιορίζουν την προσδοκία ορισμένου κέρδους με βάση την κατά τη συνήθη πορεία
των πραγμάτων πιθανότητα, καθώς και οι ειδικές περιστάσεις και τα ληφθέντα προπαρασκευαστικά, μέτρα, πρέπει να εκτίθενται με
σαφήνεια στην αγωγή, αλλιώς αυτή είναι αόριστη (ΤρΕφΑΘ
3 99/2025 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Απαιτείται, συγχρόνως, να αναφέρονται στο δικόγραφο και
τα περιστατικά που καταδεικνύουν τον αιτιώδη σύνδεσμο (αιτιώδης συνάφεια)
μεταξύ αφενός της ζημίας και αφετέρου του νόμιμου λόγου ευθύνης (ενδοσυμβατική ή/και αδικοπρακτική
ευθύνη), κι όχι απλώς του ζημιογόνου γεγονότος ή της παράνομης πράξης ή γενικά
της πράξης του ζημιώσαντος, προς αποζημίωση του
διαφυγόντος κέρδους, υπό την έννοια ότι ο νόμιμος λόγος ευθύνης πρέπει να
αποτελεί αιτία της ζημίας και αυτή αποτέλεσμα (αιτιατό) εκείνου (ΑΠ 1596/2017 ό.π., ΤρΕφΑΘ 303/2024 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Όσον αφορά το ύψος του διαφυγόντος κέρδους, αυτό πρέπει και αρκεί να προσδιορίζεται
με βάση ένα ή περισσότερα αριθμητικά μεγέθη, όπως μπορεί να είναι η αγοραία
αξία ενός προϊόντος ή η αγοραία αμοιβή μίας υπηρεσίας, το ποσοστό του καθαρού
κέρδους επί της αγοραίας αξίας ενός προϊόντος ή της αγοραίας αμοιβής μιας
υπηρεσίας, σε ορισμένο τόπο και χρόνο, στοιχεία τα οποία, κατά την κοινή
αντίληψη και το συνήθως συμβαίνον είναι ή μπορούν να γίνουν γνωστά στους
συναλλασσόμενους του επαγγελματικού χώρου των διαδίκων και κυρίως εκείνου του
εναγόμενου και έτσι να είναι περαιτέρω δυνατό να αποτελέσουν αντικείμενο
δικαστικής εκτίμησης και απόδειξης (ΑΠ 60/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Δεν είναι όμως
ανάγκη να αναφέρεται στην αγωγή ότι ο δικαιούχος δεν εξοικονόμησε δαπάνη ή να
προσδιορίζεται και να αφαιρείται η τυχόν εξοικονομηθείσα,
διότι τα περιστατικά αυτά ανάγονται στον καθορισμό του ύψους της ζημίας που
γίνεται με βάση τις αποδείξεις, ύστερα από πρόταση του υπόχρεου ή και
αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο (ΑΠ 504/2023 ό.π., ΑΠ
1923/2009, ΤρΕφΑΘ 399/2025 ό.π.,
ΤρΕφΑΘ 2666/2021, ΜΕφΑΘ 33
62/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, δεν είναι αναγκαίο να προσδιορίζονται τα καθαρά
κέρδη (ΑΠ 165/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) (μετά την αφαίρεση των εξόδων ή του Φ.Π.Α.), που
απώλεσε ο ενάγων (ΤρΕφΑΘ 155/2018 ό.π.).
Ούτε απαιτείται να εξειδικεύονται τα προσδίδοντα τη
δυναμική του προσδοκώμενου κέρδους στοιχεία με αναφορά συγκεκριμένων
συναλλαγών, προσώπων και παραστατικών (ΑΠ 1596/2017 ό.π.).
Ειδικότερα για την πληρότητα της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση
διαφυγόντος κέρδους που συνίσταται στην απώλεια εσόδων λόγω διακοπής ή μειωμένης
άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας, πρέπει, αλλά και αρκεί, να αναφέρονται
στο δικόγραφό της, όλα εκείνα τα κρίσιμα περιστατικά, από τα οποία προκύπτει
ότι ο ενάγων θα εισέπραττε με πιθανότητα από την επιχειρηματική του
δραστηριότητα το αιτούμενο ποσό κέρδους κατά τη συνηθισμένη πορεία των
πραγμάτων ή με βάση τις ειδικές συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης και ιδίως
τα ληφθέντα προπαρασκευαστικά μέτρα (ΑΠ 1320/2014 ΤΝΠ
ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 979/2014 ΕΕμπΔ 2014.598, ΑΠ 220/2012, ΤρΕφΑΘ 2395/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· βλ. και ΣτΕ 656/2025 ΤΝΠ
ΝΟΜΟΣ), που προκειμένου για μελλοντικές συμβάσεις είναι τα επιμέρους στοιχεία
αυτών, δηλαδή ο χρόνος συνήθους σύναψής τους, το ύψος του εκάστοτε τιμήματος
και το προσδοκώμενο κέρδος από κάθε μία με βάση τις δοθείσες προσφορές και τα λοιπά
προπαρασκευαστικά μέτρα που έλαβε ο δικαιούχος, ώστε να καθίσταται εφικτός ο
προσδιορισμός του ποσοστού κέρδους που υπολογίζεται κατά μέσο όρο από τις
συνήθεις συμβάσεις συγκριτικά με τις πραγματοποιούμενες πωλήσεις για να
προσδιοριστεί η προσδοκία ορισμένου κέρδους [ΤρΕφΑΘ
949/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, που έκρινε το αγωγικό κονδύλιο
του διαφυγόντος κέρδους αόριστο, με την αιτιολογία ότι η ενάγουσα, εκτός από
την αναφορά του ετήσιου γενικά καθαρού κέρδους της από την εν γένει
δραστηριότητά της, θα έπρεπε να προσδιορίζει τα μελλοντικά διαφυγόντα κέρδη της
για κάθε διαγωνισμό που κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα συμμετείχε, ενώ
για το σκοπό αυτό, αρκούσε να επικαλεστεί ότι θα εξακολουθούσε να συμμετέχει σε
συγκεκριμένους διαγωνισμούς, προσδιορίζοντας τον αριθμό των διαγωνισμών ανά
έτος, το αντικείμενο-τίμημα αυτών, το κέρδος από τη συμμετοχή της σε καθένα απ’
αυτούς, έστω και κατά προσέγγιση, με συγκριτικά στοιχεία από τη συμμετοχή της
σε αντίστοιχους διαγωνισμούς κατά τα προηγούμενα έτη κατά μέσο όρο· βλ. και ΑΠ
1596/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, που έκρινε το σχετικό κονδύλιο ορισμένο, με το αιτιολογικό
ότι για την έκταση της ζημίας της ενάγουσας αρκούσε ο προσδιορισμός της με βάση
συγκεκριμένα αριθμητικά μεγέθη και κυρίως με βάση τον αριθμό των ποσοτήτων των
παραγγελιών και της αξίας κάθε μίας, αφού στην αγωγή, ως προς τη ζημία από τη
μη εκτέλεση παραγγελιών, παρατίθετο αναλυτική κατάσταση με τις μη εκτελεσθείσες παραγγελίες σε κιβώτια ανά προϊόν (κωδικό),
ανά ημέρα, ανά αξία κιβωτίου και συνολική αξία και ως προς τα διαφυγόντα κέρδη
ενώ από μη επίτευξη ποσοτικών στόχων εκτίθεντο οι συμφωνηθέντες ποσοτικοί
στόχοι, οι απολεσθείσες αμοιβές και τα συνδεόμενα με την επίτευξη των στόχων
«πριμ»]. Απαιτείται η εξειδικευμένη κατά περίπτωση μνεία των συγκεκριμένων
περιστάσεων και μέτρων, που καθιστούν πιθανό το κέρδος, ως προς τα επί μέρους
κονδύλια και η επίκληση και αναφορά των κονδυλίων αυτών (ΑΠ 504/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,
ΤρΕφΑΘ 399/2025 ό.π., ΤρΕφΑΘ 2709/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση διαφυγόντος
κέρδους εταιρίας λόγω υπαίτιας ζημιογόνας συμπεριφοράς τρίτου, η εταιρία πρέπει
να επικαλεσθεί ότι κατά τον χρόνο, για τον οποίο ζητεί διαφυγόντα κέρδη, θα
εξακολουθούσε να εκμεταλλεύεται την επιχείρησή της με κέρδος από τη
δραστηριότητά της αυτή, ενώ τα αιτούμενα διαφυγόντα κέρδη θα πιθανολογηθούν από
τα κέρδη, που θα αποδειχθεί ότι παρουσίαζε αυτή σε τακτά χρονικά διαστήματα,
όσο λειτουργούσε, δηλαδή στην περίπτωση εμπορικής εταιρίας, σε περισσότερες
διαδοχικές οικονομικές χρήσεις (ετήσιες ή άλλου είδους), που αποτυπώνουν για
επαρκές χρονικό διάστημα την οικονομική της τάση (ανοδική ή πτωτική) με βάση
και τις αρχές της στατιστικής επιστήμης, εφόσον η εταιρία… λειτούργησε για
χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της μιας τέτοιας χρήσης. Και αυτό διότι η πορεία
μιας επιχείρησης δε δύναται να εξαχθεί αποκλειστικά από μερικές (μία, δύο ή και
τρεις) και συγκεκριμένα τις τελευταίες πριν της ύπαρξης των αιτούμενων
διαφυγόντων κερδών χρήσεις, καθώς στα αποτελέσματα αυτών θα μπορούσε να
παρουσιάζει είτε κερδοφορία είτε ζημίες αντίστοιχα, από ευκαιριακούς ή/και πρόσκαιρους
παράγοντες, τα οποία δε θα αντικατόπτριζαν την σε ικανό χρονικό ορίζοντα
πραγματική οικονομική της πορεία, η οποία θα αποτελέσει βάση για την εκτίμηση
των οικονομικών της μεγεθών μετά το ζημιογόνο γεγονός, προκειμένου να κριθεί το
βάσιμο του αϊτού μενού διαφυγόντος κέρδους αυτής. Για την ταυτότητα του νομικού
λόγου δε θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή η αντίθετη προσέγγιση για τη λήψη ως
βάση για την ίδια κρίση του εγγύτερου στην εκτιμώμενη περίοδο χρονικού
διαστήματος προκειμένου να αποτραπεί τυχόν διακινδύνευση εμφιλοχώρησης στη βάση
πρόβλεψης παραγόντων, που επιφέρουν οικονομικές διακυμάνσεις και δημιουργούν
πιθανότητες μεγαλύτερης απόκλισης (ΤρΕφΑΘ 2292/2024 ό.π.· βλ. και ΤρΕφΑΘ 23 95/2023
ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, που έκρινε ότι ορθά το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε απορρίψει το
κονδύλιο των διαφυγόντων κερδών με την αιτιολογία ότι η ενάγουσα δεν
προσδιόριζε στο αγωγικό της δικόγραφο τα
προπαρασκευαστικά μέτρα που είχε λάβει και τις ενέργειες στις οποίες είχε
προβεί ώστε να καθίστανται αναμενόμενα και πιθανά τα επικαλούμενα απωλεσθέντα κέρδη της κατά το κρίσιμο διάστημα με κάλυψη
των ζημιών της προηγούμενης διετίας και αύξηση του τζίρου και των καθαρών
κερδών τουλάχιστον στο επίπεδο των προηγούμενων δύο κερδοφόρων ετών, ενώ το
πρωτοβάθμιο δικαστήριο, σύμφωνα με το σκεπτικό της ίδιας απόφασης, είχε
απορρίψει το κονδύλιο αυτό ως αόριστο, με την αιτιολογία ότι η ενάγουσα είχε
υπολογίσει στην αγωγή τα διαφυγόντα κέρδη της με βάση μόνο τις κερδοφόρες
χρήσεις δύο ετών, παραλείποντας να προσδιορίσει τις συγκεκριμένες περιστάσεις
και τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έλαβε ώστε να καθίστανται αναμενόμενα και
πιθανά -και συνεπώς αντικείμενο απόδειξης- τα επικαλούμενα απωλεσθέντα
κέρδη της). Επίσης, από τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 299, 914, 919
και 932 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη για
την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης (ή της ψυχικής οδύνης) προϋποθέτει
συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους
συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της μη περιουσιακού χαρακτήρα
ζημίας. Η επιδίκαση της ικανοποίησης αυτής αφέθηκε στην κρίση του δικαστηρίου
της ουσίας, το οποίο προσδιορίζει το ποσό της μετά από εκτίμηση των πραγματικών
περιστατικών ως προς το βαθμό του πταίσματος του δράστη, το είδος της
προσβολής, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος, με βάση τους κανόνες της
κοινής πείρας και λογικής, εάν κρίνει ότι επήλθε ηθική βλάβη, καθώς και την
κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών. Στην αγωγή, με την οποία ζητείται
η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, την οποία υπέστη ο
δικαιούχος από την αποδιδόμενη στον υπόχρεο άδικη και υπαίτια πράξη, αρκεί να
αναφέρεται το είδος της προσβολής, η παράνομη πράξη που την προκάλεσε, ο
αιτιώδης μεταξύ τους σύνδεσμος και ότι ο προσβολέας
τελούσε σε υπαιτιότητα. Ειδικότεροι όμως προσδιορισμοί, όπως είναι η έκταση της
βλάβης που υπέστη ο παθών, η βαρύτητα του πταίσματος του υπαιτίου, καθώς και οι
συμπαρομαρτούσες συνθήκες, δηλαδή η περιουσιακή κατάσταση των διαδίκων, η
κοινωνική τους θέση, οι προσωπικές σχέσεις των διαδίκων, ο ποινικός χαρακτήρας
της πράξης του υπαιτίου, αποτελούν είτε ιδιότητες των στοιχείων που συνθέτουν
την ιστορική βάση της αγωγής (έκταση βλάβης, βαρύτητα πταίσματος), είτε
περιστατικά που λαμβάνονται υπ’ όψιν για να
καθορισθεί το εύλογο χρηματικό ποσό για την ικανοποίηση του παθόντος
(συμπαρομαρτούσες συνθήκες). Δηλαδή δεν αποτελούν αυτοτελή στοιχεία, ώστε η
παράθεσή τους να είναι απαραίτητη για την πληρότητα της αγωγής. Αξίωση
χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη λόγω αδικοπραξίας μπορεί να ζητήσει και
το νομικό πρόσωπο, όταν εξαιτίας της πλήττεται η φήμη του και η αξιοπιστία του,
το κύρος του, η επαγγελματική του δραστηριότητα, το μέλλον του ή και τα λοιπά
αναγνωριζόμενα σε αυτό άυλα αγαθά (ΑΠ 146/2024 ό.π.).
Όταν πρόκειται για ομόρρυθμη ή ετερόρρυθμη εταιρία, σε περίπτωση που τελέστηκε άδικη πράξη σε βάρος του νομικού προσώπου της
εταιρίας, δικαιούται, μόνη αυτή, να ζητήσει αποζημίωση ή/και χρηματική
ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και μάλιστα, είτε η αδικοπραξία έχει τελεστεί από τρίτο πρόσωπο, είτε από τα ίδια τα μέλη της
εταιρίας, είτε από τον νόμιμο εκπρόσωπό της ή τον διαχειριστή της (βλ. ΤρΕφΑΘ 3078/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στις περιπτώσεις, λοιπόν, που
νομικό πρόσωπο αξιώνει χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη,
για το ορισμένο της αγωγής του, απαιτείται αυτό να επικαλείται και, στη
συνέχεια, να αποδεικνύει, επιπλέον και την παράνομη προσβολή της πίστης, της
φήμης, του κύρους, του επαγγέλματος, του μέλλοντος ή των λοιπών αναγνωριζόμενων
σ’ αυτό άυλων αγαθών, διότι η ηθική βλάβη στα νομικά πρόσωπα δεν αναφέρεται,
όπως στα φυσικά πρόσωπα, σε ενδιάθετο συναίσθημα, αναγόμενο στον εσωτερικό
κόσμο και κρινόμενο με τα δεδομένα της ανθρώπινης λογικής, αλλά σε συγκεκριμένη
βλάβη που έχει υλική υπόσταση (ΑΠ 146/2024 ό.π., ΤρΕφΑΘ 5 04/2024 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤρΕφΑνΚρητ
16/2024 ό.π.· βλ. ΑΠ 691/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟδ).
Αυτό κατ’ επέκταση σημαίνει ότι για την αποκατάσταση της ηθικής αυτής βλάβης,
τα προσβαλλόμενα νομικά πρόσωπα, πρέπει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216
§1 ΚΠολΔ, να αναφέρουν ορισμένα ότι με την
αδικοπραξία προσβλήθηκε η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους υπόληψη, η
δραστηριότητα και γενικά το εμπορικό τους μέλλον, προσβολές από τις οποίες τους
προκλήθηκε συγκεκριμένη υλική ζημία, την οποία πρέπει να επικαλούνται και να
αποδεικνύουν με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο (ΑΠ 876/2022, ΤρΕφΑΘ
334/2024, ΤρΕφΑΘ 264/2024, ΜΕφΑΘ
595/2024, ΜΕφΑΘ 475/2024 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· βλ. ΤρΕφΑΘ 399/2025 ό.π, ΤρΕφΑΘ 2291/2024 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), διαφορετικά η αγωγή είναι,
σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111 και 216 §1 ΚΠολΔ,
αόριστη (ΑΠ 691/2023 ό.π, ΤρΕφΑΘ
1510/2024, ΤρΕφΑΘ 2407/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Προκειμένου
να κριθεί εάν και κατά πόσο επήλθε, συνεπεία της αδικοπραξίας, προσβολή της
εμπορικής πίστης και επαγγελματικής υπόληψης του νομικού προσώπου πρέπει στο
δικόγραφο της αγωγής να αναφέρεται η επιχειρηματική και περιουσιακή κατάσταση
του θιγόμενου χωρίς την παρεμβολή της επιλήψιμης συμπεριφοράς και μετά την
εκδήλωση αυτής, ώστε να προκύπτει η διαφορά και να δικαιολογείται η αιτούμενη
χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης [ΤρΕφΑΘ
5361/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΤρΕφΑΘ 2666/2021 ό.π.· ΜΕφΑΘ 5 95/2024 ό.π, που έκρινε ότι, για την πληρότητα της αγωγής, η
επικαλούμενη από την ενάγουσα προσβολή της εμπορικής της φήμης θα έπρεπε να
συνδέεται με συγκεκριμένη περιουσιακή της βλάβη (μείωση του τζίρου της ή των
εισρεόντων κερδών της) που έχει υλική υπόσταση και η οποία να δύναται να
διακριβωθεί από την αντιπαραβολή της επιχειρηματικής και περιουσιακής της
κατάστασης χωρίς την παρεμβολή της αδικοπραξίας του υπόχρεου σε σύγκριση με την
επιχειρηματική και περιουσιακή της κατάσταση μετά από αυτή, ώστε από τη
σύγκριση των δύο οικονομικών μεγεθών να προκύπτει η διαφορά, η οποία συνιστά τη
συγκεκριμένη περιουσιακή βλάβη της, με το περαιτέρω επιχείρημα ότι στα νομικά
πρόσωπα δεν αναγνωρίζεται ενδιάθετο συναίσθημα και εσωτερικός κόσμος που να
δικαιολογεί την εύλογη χρηματική τους ικανοποίηση λόγω προσβολής της εμπορικής
τους πίστης, ενώ η τρώση της επαγγελματικής τους φήμης στοιχειοθετείται
αλλά και διακριβώνεται μόνο αν από την αδικοπραξία επλήγησαν οι ταμειακές
εισροές τους λόγω ακριβώς του ότι μειώθηκε η εμπορική τους αξιοπιστία στον χώρο
των συναλλαγών ΜΕφΑΘ 01/2024 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΜΕφΑΘ 953/2023 ΕλλΔνη 2024.530 με
παρατηρήσεις Ο. Κώστα, που έκρινε το αίτημα για χρηματική ικανοποίηση της
ηθικής βλάβης αόριστο, με το σκεπτικό ότι στο δικόγραφο της αγωγής δεν
αναφέρονταν η επιχειρηματική και περιουσιακή κατάσταση της θιγόμενης εταιρίας
χωρίς την παρεμβολή της επιλήψιμης συμπεριφοράς και μετά την εκδήλωση αυτής από
τον υπόχρεο, ώστε να προκύπτει η διαφορά και να δικαιολογείται η αιτούμενη
χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης]. Τα στοιχεία αυτά κρίνονται
απαραίτητα για το ορισμένο της αγωγής λόγω της ιδιομορφίας που παρουσιάζει η
ηθική βλάβη επί νομικών προσώπων, αφού αυτή συνδέεται άμεσα με τον (αρνητικό)
αντίκτυπο από τη ζημιογόνο συμπεριφορά στην οικονομική κατάσταση της εταιρίας
και προσαπαιτεί διαπιστωμένη δυσμενή οικονομική
επίπτωση στην εμπορική πίστη, την επαγγελματική υπόληψη και την επιχειρηματική
δραστηριότητα αυτής (π.χ. πτώση του κύκλου των εμπορικών συναλλαγών της
εξαιτίας του εν λόγω ζημιογόνου γεγονότος, διακοπή εμπορικής συνεργασίας με
άλλη εταιρία, αδυναμία ανταπόκρισης σε συγκεκριμένες υποχρεώσεις κ.λπ.) (βλ. ΤρΕφΑΘ 1268/2024 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Θα πρέπει ειδικότερα να
μνημονεύεται στο οικείο δικόγραφο ότι η εταιρία, συνεπεία της προσβολής του
κύρους και της φερεγγυότητάς της από τον αντίδικό της, υπέστη συγκεκριμένη
βλάβη, όπως ενδεικτικά ότι περιορίστηκε ο κύκλος των εργασιών της (ΜΕφΑΘ 475/2024 ό.π.). Δεν αρκεί
έτσι η επίκληση μόνο ότι προσβλήθηκε η εμπορική φήμη και το επαγγελματικό κύρος
της εταιρίας, όταν η προσβολή αυτή δε συνδέεται με την πρόκληση συγκεκριμένης
υλικής ζημίας, δηλαδή με συγκεκριμένο ποσό το οποίο απώλεσε π.χ. από τον
περιορισμό του κύκλου εργασιών του [έτσι ΜΕφΑΘ
475/2024 ό.π.· βλ. ΤρΕφΑΘ
2292/2024 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, που έκρινε το σχετικό αγωγικό
κονδύλιο αόριστο, επειδή η ενάγουσα αρκούνταν σε γενική και αφηρημένη
./επίκληση της βλάβης της, χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένα, με υλική υπόσταση,
περιστατικά, που, λόγω της άδικης πράξης, διατάραξαν την επαγγελματική της
λειτουργία και δραστηριότητα, προκάλεσαν απώλεια υφιστάμενων ή νέων πελατών,
ανέστειλαν προπαρασκευαστικές επαγγελματικές δράσεις της και οδήγησαν και σε
οικονομική της ζημία ή μείωση των εσόδων της· ομοίως και ΤρΕφΑΘ
2291/2024 ό.π., που έκρινε το αίτημα αόριστο, για το
λόγο ότι δεν αναφερόταν στο σχετικό δικόγραφο και η συγκεκριμένη βλάβη, την
οποία υποστήριζε πως υπέστη η εταιρία, λόγω της παράνομης και υπαίτιας
συμπεριφοράς της υπόχρεης, η οποία μάλιστα θα έπρεπε να έχει ρητά μνημονευόμενη
και ορισμένη υλική υπόσταση, αλλά, απεναντίας, η δικαιούχος επικαλούνταν μόνο,
ως συνέπεια της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της
αντιδίκου της, την επαγωγή σε αυτήν ηθικής βλάβης, με την τρώση της φήμης και
της εμπορικής της πίστη, χωρίς, όμως, να προσδιορίζει με συγκεκριμένα
πραγματικά περιστατικά τον αντίκτυπο που είχε αυτή στα οικονομικά μεγέθη της
εταιρίας, ούτε το μέγεθος απομείωσης αυτών συνεπεία
της άδικης πράξης· ΤρΕφΑΘ 1268/2024 ό.π., που έκρινε την αγωγή αόριστη, με την αιτιολογία ότι η
ενάγουσα επικαλούνταν μόνο την προσβολή της εμπορικής της πίστης, του κύρους
και της φήμης της στον συναλλακτικό της κύκλο, καθώς και τον κλονισμό της
εμπιστοσύνης του κοινού στην εταιρία και γενικά στις επιχειρήσεις της χωρίς,
ωστόσο, να κάνει μνεία σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, στη βάση των
οποίων ήταν δυνατή η πρόσδοση συγκεκριμένης υλικής υπόστασης στην επικαλούμενη
ηθική βλάβη της, δηλαδή χωρίς να προσδιορίζεται ο αντίκτυπος που είχε Ή τρώση
της εμπορικής της πίστης στα οικονομικά δεδομένα της, καθώς και ο βαθμός απομείωσης αυτών, ούτε, άλλωστε, γινόταν μνεία στην
επιχειρηματική και περιουσιακή κατάσταση της ενάγουσας χωρίς την παρεμβολή της
επιλήψιμης συμπεριφοράς και μετά την εκδήλωση αυτής, ώστε να προκύπτει η
διαφορά, η οποία συνιστά συγκεκριμένη βλάβη με υλική υπόσταση, και να
δικαιολογείται η αιτούμενη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για την
επικαλούμενη αιτία (προσβολή εμπορικής φήμης κ.λπ.), ενώ επιπλέον η ενάγουσα
δεν εξέθετε στην αγωγή της εάν το πλαστογραφημένο έγγραφο περιήλθε σε γνώση
οποιουδήποτε τρίτου και ιδίως του κοινού των μέσων συγκοινωνίας ώστε να
κλονιστεί η εμπιστοσύνη του τελευταίου (κοινού) στη σύννομη λειτουργία της
εταιρίας και τη φερεγγυότητά της· ΤρΕφΑΘ 2407/2023 ό.π., που έκρινε το αίτημα επιδίκασης χρηματικής
ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης στην ενάγουσα ομόρρυθμη εταιρία αόριστο, με την
αιτιολογία ότι οι αγωγικοί ισχυρισμοί της
περιορίζονταν σε γενική και αφηρημένη επίκληση βλάβης της, χωρίς αναφορά σε
συγκεκριμένα, με υλική υπόσταση περιστατικά, που διατάραξαν την επαγγελματική
της λειτουργία και δραστηριότητα, προκάλεσαν απώλεια υφιστάμενων ή νέων
πελατών, ανέστειλαν τις προπαρασκευαστικές επαγγελματικές δράσεις της και
οδήγησαν σε οικονομική της ζημία· ΜΕφΑΘ 2191/2023 ΤΝΠ
ΝΟΜΟΣ, που έκρινε το αγωγικό κονδύλιο για χρηματική
ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης αόριστο, με το αιτιολογικό ότι η ενάγουσα
εταιρία περιοριζόταν στην απλή επίκληση της προσβολής της φήμης της, ως
συνέπεια της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της
υπόχρεης, χωρίς όμως να προσδιορίζει, με συγκεκριμένα, που έχουν υλική
υπόσταση, πραγματικά περιστατικά, τον αντίκτυπο που είχε η άδικη πράξη στα
οικονομικά μεγέθη της, ούτε το μέγεθος απομείωσης
αυτών, δηλαδή την οικονομική της ζημία ή τη μείωση των εσόδων της, λόγω της
άδικης πράξης και της από αυτήν διατάραξης της επαγγελματικής της λειτουργίας
και δραστηριότητας, της απώλειας υφιστάμενων ή νέων πελατών και της αναστολής
προπαρασκευαστικών επαγγελματικών δράσεών της ΜΕφΑΘ 6645/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, που έκρινε το αίτημα επιδίκασης
στην ενάγουσα εταιρία χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης αόριστο, με το
σκεπτικό ότι δεν εκτίθεντο στο δικόγραφο της αγωγής η επιχειρηματική και
περιουσιακή κατάσταση του θιγόμενου νομικού προσώπου χωρίς την παρεμβολή της
αδικοπραξίας και μετά από αυτή, ώστε να προκύπτει η διαφορά, η οποία συνιστά
συγκεκριμένη βλάβη με υλική υπόσταση που δικαιολογεί τη χρηματική του
ικανοποίηση λόγω προσβολής της εμπορικής του πίστης και επαγγελματικής του
υπόληψης· βλ. και ΑΠ 1765/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, που έκρινε, απεναντίας, ότι το αγωγικό κονδύλιο για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής
βλάβης είναι ορισμένο, παρά την αντίθετη κρίση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου,
με το αιτιολογικό ότι αρκούσε ο προσδιορισμός της υλικής ζημίας της ενάγουσας,
που συνίστατο, σύμφωνα με όσα αυτή εξέθετε στο αγωγικό
της δικόγραφο, στην πλήρη αδρανοποίηση των εργασιών της εξαιτίας της κατάσχεσης
και επικείμενης πλειστηρίασης του πλοίου, το οποίο αποτελούσε το μοναδικό
περιουσιακό της στοιχείο και αντικείμενο εκμετάλλευσης, γεγονός που συνιστούσε
σοβαρή προσβολή του επαγγελματικού της μέλλοντος ως ναυτιλιακής εταιρίας, χωρίς
να απαιτείται επιπλέον να προσδιορίζεται
εάν επηρεάστηκε αρνητικά η χρηματοδότησή της από τις τράπεζες ή περιορίστηκε ο
κύκλος των εργασιών της λόγω ματαίωσης συνεργασιών ΤρΕφΑΘ
306/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, που ομοίως έκρινε το ίδιο κονδύλιο της αγωγής ορισμένο με
το αιτιολογικό ότι αναφέρονταν στην αγωγή οι από μέρους της εναγόμενης
ενέργειες που συνιστούσαν παράνομη και υπαίτια σε βάρος της ενάγουσας εταιρίας
κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης της εναγόμενης στην αγορά, οι οποίες είχαν ως
αποτέλεσμα και την πρόκληση ηθικής βλάβης στην ενάγουσα, αφού απώλεσε μέρος της
πελατείας της, υπέστη οικονομικό πλήγμα, τέθηκε σε κίνδυνο η βιωσιμότητά της,
επλήγη το εμπορικό της κύρος, η αξιοπιστία και η φήμη της και οι αντιδράσεις
των συνδρομητών της εκδηλώνονταν τόσο ως καταγγελίες των συμβάσεων, όσο και ως
σωρεία παραπόνων προς το τηλεφωνικό της κέντρο εξυπηρέτησης πελατών της, ενώ η
εναγόμενη με την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της καρπωνόταν το μερίδιο
αγοράς που οι δικές της ενέργειες δεν επέτρεπαν στην ενάγουσα να έχει και
καλλιεργούσε στο κοινό ότι μόνο αυτή (εναγόμενη) αποτελεί αξιόπιστη λύση για
τους καταναλωτές, ενώ, επιπλέον, στο δικόγραφο της αγωγής αναφέρονταν η
επιχειρηματική και περιουσιακή κατάσταση της ενάγουσας χωρίς την παρεμβολή της
επιλήψιμης συμπεριφοράς και μετά την εκδήλωση αυτής, στοιχεία απαραίτητα
προκειμένου να κριθεί εάν και κατά πόσο επήλθε, συνεπεία της αδικοπραξίας,
προσβολή της εμπορικής πίστης και επαγγελματικής υπόληψής της. Δεν απαιτείται,
ωστόσο, η εξειδίκευση της προβαλλόμενης ηθικής βλάβης, διότι είναι φανερό ότι
αυτή αναφέρεται στην πίστη, το κύρος, τη φήμη κ.λπ
του νομικού προσώπου, ούτε ιδιαίτερη εξειδίκευση του τρόπου, με τον οποίο
επήλθε η επικαλούμενη βλάβη, αρκεί βέβαια να συνάγεται ότι η προσβολή του
νομικού προσώπου επήλθε από τον αντίκτυπο, που είχαν τα αδικήματα σε βάρος του
(ΤρΕφΑΘ 3 99/2025 ό.π., ΤρΕφΑΘ 2292/2024 ό.π., ΤρΕφΑΘ 264/2024 ό.π.). Ακόμη,
σύμφωνα με το άρθρο 263 ν. 4072/2012 (με τον τίτλο «Αποκλεισμός εταίρου») «Αν
συντρέχει στο πρόσωπο ενός εταίρου περιστατικό που θα δικαιολογούσε τη λύση της
εταιρίας, σύμφωνα με την περίπτωση δ' της παραγράφου 1 του άρθρου 259, το
μονομελές πρωτοδικείο μπορεί, ύστερα από αίτηση των λοιπών εταίρων, η οποία
εκδικάζεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, αντί της λύσης της
εταιρίας να διατάξει τον αποκλεισμό του εταίρου». Η απόφαση που απαγγέλει τον
αποκλεισμό του εταίρου από την ομόρρυθμη εταιρία είναι διαπλαστική, υπόκειται
σε ένδικα μέσα (άρθρο 761 ΚΠολΔ), δεν ανακαλείται,
ούτε μεταρρυθμίζεται κατά τη διάταξη του άρθρου 758 ΚΠολΔ,
διότι ο αποκλεισμός εταίρου είναι μη γνήσια υπόθεση εκούσιας δικαιοδοσίας, με
την οποία συντελείται δεσμευτική διάγνωση του δικαιώματος. Η απόφαση έχει ως
άμεση συνέπεια τη διάπλαση που απαγγέλει, δηλαδή την έξοδο του εταίρου από την
εταιρία. Ωστόσο, στη νομολογία έχουν διατυπωθεί αντίθετες θέσεις για το βαθμό
της απαιτούμενης δικανικής ωριμότητας της απόφασης αυτής ώστε να επέλθουν τα
αποτελέσματά της, δηλαδή εάν απαιτείται τελεσιδικία αυτής. Κατά μία θέση, που
φαίνεται να κρατεί στη νομολογία, ο αποκλεισμός του εταίρου από την προσωπική
εταιρία επέρχεται από την επίδοση τελεσίδικης απόφασης στον αποκλεισμένο όσον
αφορά τις σχέσεις μεταξύ των εταίρων, ενώ έναντι των καλόπιστων τρίτων η απώλεια
της εταιρικής ιδιότητας του αποκλεισμένου επέρχεται από την καταχώρηση του
αποκλεισμού στο Γ.Ε.ΜΗ. (έτσι ΜΕφΘεσ 461/2021 ΤΝΠ
ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΘεσ 2109/2019 ΕλλΔνη
2020.796, ΜΕφΘεσ 1750/2019 Αρμ
2020.1832, ΜΕφΘεσ 1901/2018 Αρμ
2018.1494, 1990, ΜΕφΘεσ 387/2017 Αρμ
2017.1163, ΜΠρΘεσ 8421/2019 Αρμ
2020.2037). Συναφώς υποστηρίζεται στην επιστήμη, χωρίς ειδικότερη πάντως
αιτιολογία από τους περισσότερους, ότι ο αποκλεισμός του εταίρου προσωπικής
εταιρίας επέρχεται από μόνη την τελεσιδικία της απόφασης που απαγγέλλει τον
αποκλεισμό του [βλ. Α. Γρηγοριάδη, Το Δίκαιο των Εταιρικών Μετασχηματισμών
(2020), σελ. 574- Ε. Αλεξανδρίδου, ΔικΕμπΕτ3, §24.IV.4 αριθ. 19, σελ. 132·
Μ.-Θ. Μαρίνο/Γ. Τριανταφυλλάκη (-1. Βενιέρη) Δίκαιο
Προσωπικών Εταιριών (2017), άρθρα 282, 282Α και 283 αριθ. 16-17, σελ. 796· Π. Παπαδρόσου-Αρχανιωτάκη, Επιτομή Δικαίου Εμπορικών Εταιριών,
2η έκδ. (2014), σελ. 44· Ρ. Γιοβαννόπουλο,
Δύο ζητήματα αποκλεισμού ομόρρυθμης εταιρίας, ΕπισκΕΔ
2020, σελ. 643 επ. και ιδίως 656· I. Παπαδημόπουλο, Αποκλεισμός εταίρου από ομόρρυθμη εταιρία
για σπουδαίο λόγο που συντρέχει στο πρόσωπό του (Σχόλιο στην ΕιρΑαρ 72/2015), ΧρΙΔ 2016, σελ.
370 επ.]. Σύμφωνα με άλλη νομολογιακή
θέση (έτσι ΤρΕφΘεσ 1637/2023 ΕπισκΕΔ
2024.58, ΜΕφΘεσ 170/2021 Αρμ
2021.1522, ΜΕφΘρακ 154/2021, ΜΠρΘεσ
13746/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟδ, ΜΠρΘεσ
11978/2022, αδημ. Στο νομικό τύπο, ΜΠρΘεσ 8500/2022, αδημ. στο
νομικό τύπο), που υποστηρίζεται με πειστικά επιχειρήματα και από σημαντική
μερίδα της επιστήμης [Α. Λαμπριανίδου, Ο Αποκλεισμός
εταίρου Ο.Ε. και Ε.Ε. (2024), σελ. 155 · Π. Αποστολάς,
Η απόφαση που εκδίδεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 263 του νόμου
4072/2012, με την οποία διατάσσεται ο αποκλεισμός εταίρου ομόρρυθμης ή
ετερόρρυθμης εταιρείας, παράγει άμεσα τις έννομες συνέπειές της από τη
δημοσίευσή της, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ X. Μαστροκώστας, Ο χρόνος
αποκλεισμού του εταίρου από την ομόρρυθμη εταιρία, ΕλλΔνη
2017, σελ. 1644 επ. και την οποία υιοθετεί το παρόν
διαιτητικό δικαστήριο ως ορθότερη, δεν απαιτείται τελεσιδικία της απόφασης,
αλλά αυτή παράγει άμεσα τις έννομες συνέπειές της από τη δημοσίευσή της.
Επιχείρημα υπέρ της θέσης αυτής αντλείται κατ’ αρχάς από το γράμμα του νόμου
δηλαδή από το κείμενο της διάταξης του άρθρου 263 ν. 4072/2012, που δεν
αναφέρεται σε τελεσιδικία της απόφασης σε αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 771
ΑΚ, που αφορά τον αποκλεισμό εταίρου από αστική εταιρία και η οποία ρητά
αναφέρει την τελεσιδικία της απόφασης ως προϋπόθεση της διαπλαστικής ενέργειας
της οικείας απόφασης. Αναλογική εφαρμογή της §2 του άρθρου 249 ν. 4072/2012
αποκλείεται, κατά τη θέση αυτή, αφενός διότι υπάρχει ρητή ειδική διάταξη και
αφετέρου διότι ο αποκλεισμός εταίρου από αστική εταιρία εκδικάζεται κατά την
τακτική διαδικασία, όπου η άσκηση της έφεσης έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, ενώ ο
αποκλεισμός από ομόρρυθμη εταιρία εκδικάζεται κατά την εκούσια δικαιοδοσία,
όπου η άσκηση της έφεσης δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα (άρθρο 763 ΚΠολΔ) και η απόφαση εκδηλώνει την ισχύ της από τη
δημοσίευσή της (άρθρο 756 ΚΠολΔ). Άλλο επιχείρημα
συνάγεται και από το γεγονός ότι όπου ο νομοθέτης του ν. 4072/2012 θέλησε
τελεσιδικία, το αναφέρει ρητά, όπως στην περίπτωση αποκλεισμού εταίρου από την
ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρία (Ι.Κ.Ε.), όπου στο άρθρο 93 εδ.
δ' αυτού ορίζει ότι η σχετική αίτηση εκδικάζεται κατά την εκούσια δικαιοδοσία,
αλλά απαιτείται να καταστεί τελεσίδικη η απόφαση που εκδόθηκε για να επέλθουν
τα αποτελέσματά της. Αυτό, άλλωστε, επιρρωνύεται και
από το ότι η επιλογή του νομοθέτη για μη τελεσίδικη απόφαση εναρμονίζεται με
τους κανόνες της εκούσιας δικαιοδοσίας για ταχεία επίλυση της διαφοράς με άμεση
ισχύ της απόφασης, αλλά και με την αποσύνδεση του αποκλεισμού του εταίρου από
την καταβολή σε αυτόν της πλήρους αξίας της εταιρικής του συμμετοχής, όπως π.χ.
συμβαίνει στην περίπτωση εταίρου της Ι.Κ.Ε. (άρθρο 93 ν. 4072/2012) ή Ε.Π.Ε.
(άρθρο 33 §3 ν. 3190/1955). Εκτός αυτών, με δεδομένο ότι στις προσωπικές
εταιρίες ισχύει ο κανόνας της ομόφωνης λήψης των αποφάσεων (άρθρο 253 §1 ν.
4072/2012), η διατήρηση της εταιρικής ιδιότητας από τον αποκλεισμένο εταίρο όλο
το διάστημα από τη δημοσίευση της απόφασης που απαγγέλει αυτό μέχρι την
τελεσιδικία της, λόγω των διαταραγμένων μεταξύ των εταίρων σχέσεων, οδηγεί σε
ισχυρή διακινδύνευση της ομαλής πορείας της εταιρίας και ενδεχομένως στην
οικονομική της καταστροφή. Η ορθότητα της τελευταίας θέσης, πάντως, καθώς και η
επιχειρηματολογία που έχει διατυπωθεί υπέρ αυτής, αμφισβητούνται στην επιστήμη.
Υποστηρίζεται [έτσι Ν. Τέλλης/Β. Αντωνόπουλος (-Ν. Βερβεσός), ό.π., άρθρο 263 αριθ.
115, σελ. 5 29· Ρ. Γιοβαννόπουλος, ό.π., ΕπισκΕΔ 2020, σελ. 643 επ. και ιδίως 657], ειδικότερα, ότι το εξ αντιδιαστολής
επιχείρημα από τη ρύθμιση του αποκλεισμού στο δίκαιο της Ι.Κ.Ε. και της Ε.ΙΙ.Ε.
δεν μπορεί να πείσει, με το σκεπτικό ότι, εφόσον η διάταξη του άρθρου 263 ν.
4072/2012 ρυθμίζει σαφώς το ζήτημα, όπως πράγματι συμβαίνει, ή το αποτέλεσμα
αυτό δεν προκύπτει από τον σκοπό του νόμου, κάτι που άλλωστε είναι το
ζητούμενο, τότε το εξ αντιδιαστολής επιχείρημα είναι εσφαλμένο και η επίλυση
του προβλήματος θα πρέπει να γίνει στη βάση τελεολογικών σταθμίσεων. Για την
αντίκρουση της προκρινόμενης από το διαιτητικό δικαστήριο θέσης, η ίδια άποψη
αντλεί επιχείρημα και από το παράδειγμα της Ι.Κ.Ε. και της Ε.Π.Ε. Όπως
υποστηρίζεται, το από ουσιαστική σκοπιά όμοιο ζήτημα τόσο στην περίπτωση της
Ι.Κ.Ε. και της Ε.Π.Ε. όσο και στην περίπτωση της Ο.Ε. ή Ε.Ε. συνηγορεί στην
όμοια αντιμετώπιση (αρχή της ισότητας) με τις διατάξεις των άρθρων 33 §3 ν.
3190/1955 και 93 εδ. δ' ν. 4072/2012 του κενού που
έχει εμφιλοχωρήσει στη διάταξη του άρθρου 263 ν. 4072/2012. Τονίζεται, μάλιστα,
πως στο ίδιο αποτέλεσμα καταλήγει και η εφαρμογή του άρθρου 771 εδ. β' ΑΚ στην περίπτωση αυτή, ερμηνευτικό αποτέλεσμα το
οποίο επιβάλλεται και από τη διάταξη της §2 του άρθρου 249 ν. 4072/2012, εφόσον
ελλείπει ειδική ρύθμιση, αλλά και από το γεγονός ότι πρόκειται για εταιρίες
στις οποίες κυρίαρχο στοιχείο εξακολουθεί να είναι το προσωπικό. Το αποτέλεσμα
αυτό (διάπλαση με την τελεσιδικία) συμβαδίζει, όπως υπογραμμίζεται στο πλαίσιο
της ίδιας άποψης, με τις αρχές της συνέχειας στο εταιρικό δίκαιο και της
υπερατομικής ανάγκης ασφάλειας του δικαίου, ενώ δεν εμποδίζεται από τη
δικονομική ισχύ της διαπλαστικής απόφασης. Στην επιστήμη έχει διατυπωθεί,
τέλος, και η άποψη ότι ο εταιρικός δεσμός μεταξύ του αποκλεισμένου εταίρου και
εταιρίας καταλύεται από την επίδοση της οριστικής απόφασης στον αποκλειόμενο εταίρο, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου
771 ΑΚ [έτσι Σπ. Ψυχομάνης,
ΔικΕμπΕτ4, αριθ. 450-451, σελ. 132· Μ.-Θ. Μαρίνος/Γ. Τριαντάφυλλάκης
(-Χ. Μαστροκώστας), ΔικΠρΕτ,
άρθρο 263 αριθ. 11-12, σελ. 521-522 και αριθ. 29, σελ. 534· η άποψη αυτή
υιοθετήθηκε και από την ΜΕφΘεσ 1005/2021 Αρμ 2023.194, με σχόλιο X. Σκαλίδη].
Επιπρόσθετα, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 297 εδ.
αξ 340 §1, 345 εδ. αξ 346 εδ. α' και 914 ΑΚ
προκύπτει ότι, όταν ζητείται αποζημίωση για την ανόρθωση ζημίας από
αδικοπραξία, τόκοι οφείλονται από την επίδοση της αγωγής, εφόσον ο οφειλέτης
δεν κατέστη υπερήμερος σε προηγούμενο χρόνο, λόγω όχλησης από τον δικαιούχο της
απαίτησης. Η διάταξη του άρθρου 934 ΑΚ, που ορίζει ότι «όποιος οφείλει πράγμα
που αφαιρέθηκε με παράνομη πράξη είναι υπερήμερος από τον χρόνο της αφαίρεσης»,
εννοεί οφειλή ενσωμάτου πράγματος αυτούσιου, το οποίο αφαιρέθηκε παράνομα,
οπότε επέρχεται υπερημερία χωρίς όχληση, όχι όμως και χρηματική οφειλή (ΤρΕφΑαρ 134/2019, ΜΕφΠατρ 15
7/2022 ΤΝΠ Ν0Μ0Σ). Επιπλέον, η διάταξη του εδ. α' του
άρθρου 346 ΑΚ, που ορίζει ότι: «Ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν
είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή ή η διαταγή
πληρωμής για το ληξιπρόθεσμο χρέος (τόκος επιδικίας)» και επιρρίπτει ευθύνη και
στον αναίτιο για την καθυστέρηση οφειλέτη, δεν είναι βασικά επιδεκτική ανάλογης
σε βάρος του εφαρμογής και έτσι στη διαιτητική δίκη, όπου λείπει η «επίδοση
αγωγής» δεν εφαρμόζεται η διάταξη αυτή, αλλά, όμως, από την τελεσιδικία της
διαιτητικής απόφασης αίρεται η αμφιβολία του οφειλέτη για την ύπαρξη και την
έκταση του χρέους και έκτοτε η καθυστέρηση εκπλήρωσης είναι υπαίτια και
οφείλονται τόκοι υπερημερίας (ΕφΑΘ 8781/1997 ΕλλΔνη 1998.430 = ΝοΒ 1998.531).
Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 895 ΚΠολΔ «1.
Η διαιτητική απόφαση δεν προσβάλλεται με ένδικα μέσα. 2. Με τη συμφωνία
διαιτησίας μπορεί να επιτραπεί προσφυγή κατά της διαιτητικής απόφασης σε άλλους
διαιτητές, αλλά πρέπει να οριστούν συγχρόνως οι προϋποθέσεις, η προθεσμία και η
διαδικασία για την άσκηση και την εκδίκασή της». Από τη διάταξη αυτή σε
συνδυασμό μ’ εκείνες των άρθρων 893, 904 §2 περ. β', 906 και 918 §2 περ. δ' ΚΠολΔ συνάγεται ότι στην κατηγορία των εκτελεστών τίτλων
κατατάσσονται και οι διαιτητικές αποφάσεις, προφανώς οι κατά τη διαδικασία των
άρθρων 867 επ. ΚΠολΔ
εκδιδόμενες ημεδαπές διαιτητικές αποφάσεις, δεδομένου ότι οι αλλοδαπές
εκτελούνται, αφού προηγουμένως κηρυχθούν εκτελεστές κατά τη διαδικασία που
κηρύσσονται εκτελεστές και οι αλλοδαπές δικαστικές αποφάσεις (ΑΠ 1312/2022, ΑΠ
292/2022 2Γ6ίθ8ρ&§θ8.§τ, ΑΠ 1281/2019 ό.π., ΤρΕφΑΘ 3076/2023 ό.π., ΤρΕφΑΘ 3073/2023 ό.π., ΤρΕφΑΘ 1448/2023 ΤΝΠ Ν0Μ0Σ, ΜΕφΠειρ
1/2024 ό.π.). Για την εκτέλεση των (ημεδαπών)
διαιτητικών αποφάσεων δε χρειάζεται να μεσολαβήσει διαδικασία κήρυξής τους ως
εκτελεστών ή διαδικασία επικύρωσής τους· αρκεί αυτές να περιαφθούν τον εκτελεστήριο τύπο, όπως συμβαίνει άλλωστε με όλους τους
εκτελεστούς τίτλους. Προϋποτίθεται φυσικά ότι έχει ήδη υπογραφεί και, αν δεν
ορίζεται διαφορετικά στη διαιτητική συμφωνία, έχει κατατεθεί στη γραμματεία του
μονομελούς πρωτοδικείου της περιφέρειας στην οποία εκδόθηκε, αλλά και ότι
περιέχει καταψηφιστικές διατάξεις. Δεν προβλέπεται
στον νόμο ρητά ο χρόνος έναρξης της εκτελεστότητας
των διαιτητικών αποφάσεων. Θα μπορούσε να διατυπωθεί ο κανόνας, ότι αν δε
συμφωνήθηκε προσφυγή σε άλλους διαιτητές, η διαιτητική απόφαση καθίσταται
εκτελεστή από την έκδοσή της, εκτός αν προκύπτει κάτι διαφορετικό από την ίδια
τη συμφωνία διαιτησίας. Αν προβλέφθηκε προσφυγή σε άλλους διαιτητές, η εκτελεστότητα αρχίζει από την πάροδο της προθεσμίας για την
άσκηση της προσφυγής ή από την απόρριψή της [Ν. Νίκας, Δίκαιο Αναγκαστικής
Εκτελέσεως Ι-Γενικό Μέρος, 3η εκδ. (2023), §18.1
αριθ. 1-3, σελ. 401-402]. Για να εκτελεσθεί συνεπώς μια ελληνική διαιτητική
απόφαση, αρκεί, εφόσον δε συμφωνήθηκε προσφυγή σε άλλους διαιτητές, να έχει
υπογραφεί και, αν δεν ορίζεται διαφορετικά στη διαιτητική συμφωνία, να
κατατεθεί το πρωτότυπό της στη γραμματεία του μονομελούς πρωτοδικείου της
περιφέρειας, στην οποία εκδόθηκε, καθώς επίσης και να περιβληθεί τον εκτελεστήριο τύπο σύμφωνα με το άρθρο 918 §2 περ. δ' ΚΠολΔ, κατά τα γενικά ισχύοντα για όλους τους εκτελεστούς
τίτλους [Κ. Κεραμεύς/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας (-Π. Μάζης), Ερμηνεία ΚΠολΔ-
Αναγκαστική εκτέλεση, 2η έκδ. (2021) άρθρο 904 αριθ.
18, σελ. 14]. Στην προκειμένη περίπτωση, η αιτούσα στην υπό κρίση αίτησή της,
όπως εκτιμάται προσηκόντως το περιεχόμενο αυτής, εκθέτει ότι η ίδια συστάθηκε
με το από 27-6- 2006 ιδιωτικό συμφωνητικό, που δημοσιεύθηκε νόμιμα. Ότι με το από
… ιδιωτικό συμφωνητικό, που δημοσιεύθηκε νόμιμα, τροποποιήθηκε το καταστατικό
της και έκτοτε ομόρρυθμα μέλη της ήταν οι …και πρώτος καθ’ ου η αίτηση, με
εταιρικά μερίδια 50% και 25% αντίστοιχα και ετερόρρυθμο μέλος της ο δεύτερος
καθ’ ου η αίτηση, με μερίδιο 25%, ενώ
διαχειριστής της ορίστηκε ο πρώτος καθ’ ου. Ότι με τη με αριθμό
256/31-5-2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Γιαννιτσών (διαδικασία
εκούσιας δικαιοδοσίας), που εκδόθηκε μετά από σχετική αίτηση του…αποκλείστηκαν
από μέλη της οι εδώ καθ’ ων η αίτηση. Ότι η απόφαση αυτή επιδόθηκε στους καθ’
ων στις 2-6-2022 και έκτοτε αυτοί στερούνται της ιδιότητας των μελών της και
για τον λόγο αυτό ο πρώτος την ιδιότητα του καταστατικού διαχειριστή της, καθώς
σύμφωνα με το καταστατικό της ο διαχειριστής της θα έπρεπε να είναι ομόρρυθμος
εταίρος της. Ότι τόσο η αίτηση αναστολής εκτέλεσης όσο και η έφεση, που άσκησαν
οι καθ’ ων κατά της προαναφερθείσας απόφασης, απορρίφθηκαν με τις με αριθμούς
2254/2022 και 1968/2023 αντίστοιχα αποφάσεις του Μονομελούς Εφετείου
Θεσσαλονίκης (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας). Ότι από τη σύγκριση της
απογραφής της 2ας- 6-2022, ημερομηνία κατά την οποία αποχώρησαν οι καθ’ ων από
την ίδια, με τα ποσά των ίδιων κονδυλίων του ισολογισμού αυτής της 31ης-12-2015
από ορκωτό λογιστή στον οποίο ανατέθηκε ο σχετικός έλεγχος, διαπιστώθηκε από
τον τελευταίο, με βάση το σχετικό πόρισμα που επισυνάπτεται στην αίτηση, ότι ο
ισολογισμός της δεν ισοσκελίζεται, καθώς προκύπτει διαφορά ύψους 263.699,86
ευρώ. Ότι ο πρώτος καθ’ ου, ως διαχειριστής της από τον Ιούλιο του 2011 έως τις
2-6-2022, κατά παράβαση του καταστατικού της, που ορίζει ότι ο διαχειριστής δε
δικαιούται αμοιβής, εισέπραττε μηνιαίως, καθ’ όλο το διάστημα που
προαναφέρθηκε, το ποσό των 1.500 ευρώ καθώς και δώρα, για την άσκηση της διαχείρισής
της. Ότι και ο δεύτερος καθ’ ου, ο οποίος ασκούσε τη διαχειριστική της εξουσία
εν τοις πράγμασι, παρά τη ρητή απαγόρευση του
καταστατικού της να συμμετέχει, ως ετερόρρυθμος εταίρος, στη διαχείρισή της,
εισέπραττε μηνιαίως, καθ’ όλο το διάστημα που προαναφέρθηκε, το ποσό των 1.500
ευρώ καθώς και δώρα. Ότι εκτός αυτών οι καθ’ ων με χρήματα που ανήκαν στην
κυριότητά της, κάλυπταν, χωρίς δικαίωμα, προσωπικά τους έξοδα. Ότι, επιπλέον, ο
πρώτος καθ’ ου, αφού πρώτα οπισθογράφησε στον εαυτό του, τις αναφερόμενες στο
δικόγραφο της αίτησης δύο επιταγές, ποσών 10.000,00 και 12.077,02 ευρώ
αντίστοιχα, προέβη στις 9-6-2022, δηλαδή σε χρόνο μετά τον αποκλεισμό του και
την αποχώρησή του από την εταιρία με τη με αριθμό 256/31-5-2022 απόφαση του
Μονομελούς Πρωτοδικείου Γιαννιτσών, στην εμφάνιση και είσπραξή τους, για δικό
του λογαριασμό, χωρίς δικαίωμα και ιδιοποιήθηκε, στη συνέχεια, παράνομα το
συνολικό ποσό αυτών (22.077,02 ευρώ). Ότι τα ακαθάριστα έσοδά της κατά τα έτη
2012-2013 κυμάνθηκαν κατά μέσο όρο στο ποσό των 467.135,86 ευρώ και τα ετήσια
(«καθαρά») κέρδη της προ φόρων κατά μέσο όρο, επίσης, στο ποσό των 115.650,70
ευρώ, που αντιστοιχούν σε ποσοστό 24,8% επί των πωλήσεών της. Ότι με βάση τα
ακαθάριστα έσοδά της και κέρδη της των ετών 2012-2013, την περίοδο 2014-2022
τόσο τα ακαθάριστα έσοδά της όσο και τα κέρδη της παρουσίασαν αδικαιολόγητη
μείωση σε σχέση με αυτά που μπορούσαν μετά βεβαιότητας να επιτευχθούν και
συγκεκριμένα θα μπορούσαν να ανέλθουν: α) στο ποσό των 85.804,78 ευρώ για το
έτος 2014, β) στο ποσό των 104.771,63 ευρώ για το έτος 2015, γ) στο ποσό των
107.892,47 ευρώ για το έτος 2016, δ) στο ποσό των 114.440,43 ευρώ για το έτος
2017, ε) στο ποσό των 109.190,18 ευρώ για το έτος 2018, στ)
στο ποσό των 109.994,68 ευρώ για το έτος 2019, ζ) στο ποσό των 108.825,28 ευρώ
για το έτος 2020, η) στο ποσό των 134.978,09 ευρώ για το έτος 2021 και θ) στο
ποσό των 77.555,23 ευρώ για το έτος 2022. Ότι τα ποσά αυτά συνιστούν την
αποθετική ζημία που υπέστη λόγω της πλημμελούς διαχείρισής της από μέρους του
πρώτου καθ’ ου, καταστατικού διαχειριστή της από τον Ιούλιο του 2011 έως και
τον Ιούνιο του 2022, και του δευτέρου καθ’ ου, εν τοις πράγμασι
διαχειριστή της κατά το ίδιο διάστημα. Ότι, ειδικότερα, από 1-1-2014 ο πρώτος
καθ’ ου ως καταστατικός διαχειριστής της και ο δεύτερος καθ’ ου ως εν τοις πράγμασι (de facto) διαχειριστής της ολιγώρησαν και αδράνησαν για την
επίτευξη πωλήσεων και διατήρηση και ανάπτυξη της παραγωγικής της
δραστηριότητας, με αποτέλεσμα όλο και χαμηλότερους κύκλους εργασιών της σε
σύγκριση με την πραγματική δυνατότητά της και δυναμική της, συρρικνώνοντας
δραματικά τη δραστηριότητά της και οδηγώντας την σε ολοένα και χαμηλότερα
κέρδη, όπως αυτά παρατίθενται στον συνημμένο στην αίτηση πίνακα. Ότι,
επικουρικά, οι καθ’ ων από κοινού αγόραζαν εμπορεύματα (υλικά) χωρίς τιμολόγησή
τους, τα οποία μεταπωλούσαν σε τρίτους, ατομικά, χωρίς επίσης τιμολόγηση, με
αποτέλεσμα να διαφύγει της δραστηριότητάς της ένα μεγάλο μέρος των ακαθάριστων
εσόδων της και κατ’ επέκταση κερδών της, τα οποία εισέπρατταν αυτοί. Ότι,
σύμφωνα με τις παραπάνω δικαστικές αποφάσεις, οι καθ’ ων προέβησαν σε απολήψεις
μισθών ύψους 1.500 ευρώ μηνιαίως καθώς και δώρων, που ανέρχονταν συνολικά στο
ποσό των 21.000 ευρώ ετησίως για τον καθένα από αυτούς, χωρίς να φαίνεται η
απόληψη των μισθών τους στα λογιστικά βιβλία της και την χρέωσαν με προσωπικά
τους έξοδα. Ότι τα διαφυγόντα κέρδη της από την αιτία αυτή για τα έτη 2014-2021
ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 953.452,73 ευρώ, εκ των οποίων αξιώνει το ποσό
των 250.000 ευρώ, που αντιστοιχεί σε ποσό 31.250 ευρώ διαφυγόντων κερδών κατ’
έτος για το διάστημα από 2014 έως 2021. Ότι από την περιγραφόμενη στο δικόγραφο
της αίτησης συμπεριφορά των καθ’ ων υπέστη ηθική βλάβη, καθώς θίχτηκε η
επιχειρηματική της πίστη προς τους προμηθευτές και πελάτες της στους οποίους
δημιούργησε την εικόνα μιας αναξιόπιστης, πρόχειρης και μη ανταποκρινόμενης σε
υψηλά δεδομένα επιχείρησης, ώστε για την αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης
ζητεί να υποχρεωθεί ο καθένας από τους καθ’ ων να της καταβάλει το ποσό των
50.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση. Και ότι κατά των καθ’ ων ήγειρε την από
13-5-2022 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …2022 αγωγή της
στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Γιαννιτσών, που επιδόθηκε στους τελευταίους στις
8-6-2022, με την οποία αξίωνε μεταξύ άλλων τα κονδύλια του ελλείματος και της
ηθικής βλάβης, που ήδη αξιώνει με την υπό κρίση αίτησή της, υπόθεση η οποία,
ωστόσο, παραπέμφθηκε στη διαιτησία με τη με αριθμό 15/2023 απόφαση του
προαναφερόμενου δικαστηρίου (τακτική διαδικασία). Με βάση αυτά τα πραγματικά
περιστατικά, όπως αναπτύσσονται εκτενέστερα στο δικόγραφο της αίτησης, η
αιτούσα ζητεί να υποχρεωθούν οι καθ’ ων η αίτηση να της καταβάλουν, σε ολόκληρο
ο καθένας, κυρίως μεν με βάση την εταιρική σύμβαση και τις διατάξεις για την
εντολή, επικουρικά δε με βάση τις διατάξεις για την αδικοπραξία για τον λόγο
ότι τέλεσαν το αδίκημα της υπεξαίρεσης, το συνολικό ποσό των 513.699,86 ευρώ με
τον νόμιμο τόκο από τις 8-6-2022, οπότε τους όχλησε
με την επίδοση σε αυτούς της από 13-5-2022 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης
κατάθεσης δικογράφου …2022 αγωγής της εναντίον τους στο Πολυμελές Πρωτοδικείο
Γιαννιτσών, που περιλάμβανε το εν λόγω κονδύλιο, άλλως από την επίδοση της
αίτησης, να υποχρεωθεί ο πρώτος καθ’ ου να της καταβάλει με βάση τις διατάξεις
για τις αδικοπραξίες το ποσό των 22.077,02 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την
επομένη της είσπραξης των αναφερόμενων στην αίτηση επιταγών, δηλαδή από τις
10-6-2022, άλλως από την επίδοση της αίτησης, να υποχρεωθούν οι καθ’ ων να της
καταβάλουν το ποσό των 50.000 ευρώ ο καθένας για την αποκατάσταση της ηθικής
της βλάβης με το νόμιμο τόκο από τις 8-6-2022, οπότε τους όχλησε
με την προαναφερόμενη αγωγή της, άλλως από την επίδοση της αίτησης, να κηρυχθεί
προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί και να καταδικαστούν οι καθ’ ων
στα έξοδα της διαιτησίας. Με αυτό το περιεχόμενο και τα προαναφερθέντα αιτήματα
η διαφορά, που εισάγεται με την υπό κρίση αίτηση, ως διαφορά ιδιωτικού δικαίου,
είναι δεκτική διαιτησίας και επομένως υπάγεται στη δικαιοδοσία του παρόντος
διαιτητικού δικαστηρίου, καθότι, σύμφωνα με τη διάταξη της §1 του άρθρου 17 του
από 30-11-2008 ιδιωτικού συμφωνητικού τροποποίησης του καταστατικού της
αιτούσας, που καταχωρήθηκε στα βιβλία εταιριών του Πρωτοδικείου Γιαννιτσών με
αριθμό …10-12-2008, το οποίο προσκομίζουν με τα σημειώματά τους οι διάδικοι σε
φωτοαντίγραφο και σε ακριβές αντίγραφο αντίστοιχα, προβλέφθηκε ότι κάθε διαφορά
ή διαφωνία που έχει ως ιστορική αιτία την εταιρική σύμβαση κατά τη διάρκεια
ισχύος της και όπως αυτή ίσχυε κατά τον χρόνο που ανέκυψε η διαφορά λύνεται με
διαιτησία. Η επίκληση στην προσθήκη των προτάσεων της αιτούσας, που κατατέθηκαν
στην αρχική συζήτηση, της από 7-6-2022 απόδειξης της ανώνυμης εταιρίας με την
επωνυμία…δε συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αίτησης, όπως
αβάσιμα ισχυρίζονται οι καθ’ ων η αίτηση με τον σχολιασμό της
πραγματογνωμοσύνης κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση της υπόθεσης. Εξάλλου,
προκαταβλήθηκαν, από το μέρος που κάλεσε για συζήτηση τα άλλα μέρη, η αμοιβή
του διαιτητή και τα έξοδα της διαιτησίας [άρθρα 882 §1 εδ.
γ' και 882Α §2 εδ. β' ΚΠολΔ·
βλ. τα με ημερομηνία εκτύπωσης 24-5-2024 (2) αποδεικτικά μεταφοράς σε
λογαριασμό τρίτου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία…και τις με
ημερομηνίες 24-5-2024 και 15-7-2024 (2) αποδείξεις συναλλαγής της ανώνυμης
τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία . που υπάρχουν στον φάκελο της δικογραφίας.
Ωστόσο, με το παραπάνω περιεχόμενο η αίτηση ως προς το κονδύλιο του διαφυγόντος
κέρδους, με το οποίο η αιτούσα αξιώνει από τους καθ’ ων, σε ολόκληρο από τον
καθένα, το ποσό των 250.000 ευρώ για τα κέρδη που απώλεσε κατά τις χρήσεις 2014
έως 2021, κατά το μέρος που η αίτηση επιχειρείται να θεμελιωθεί στην εταιρική
σύμβαση και στις διατάξεις για την εντολή (ενδοσυμβατική
ευθύνη) είναι αόριστη, όπως βάσιμα ισχυρίζονται οι καθ’ ων με το έγγραφο
σημείωμά τους, καθότι η αιτούσα κατ’ αρχάς
δεν προσδιορίζει κατά τρόπο σαφή τις συγκεκριμένες πλημμέλειες των καθ’
ων κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, που εκείνοι ασκούσαν τη διαχείρισή της,
και πώς αυτές συνδέονται αιτιωδώς με την πτώση των κερδών της κατά το ίδιο
διάστημα, παρά μόνο περιορίζεται στη γενικόλογη αναφορά ότι οι καθ’ ων
«ολιγώρησαν» και «αδράνησαν» για την επίτευξη πωλήσεων και διατήρηση και
ανάπτυξη της παραγωγικής της δραστηριότητας, χωρίς όμως να εξειδικεύει με ποιες
συγκεκριμένες πράξεις ή παραλείψεις τους επέδειξαν αυτήν την ολιγωρία και
αδράνεια, παραβιάζοντας έτσι την υποχρέωσή τους για επίτευξη του εταιρικού
σκοπού (λ.χ. αντισυναλλακτικές συμπεριφορές απέναντι
σε σταθερούς πελάτες, μη παροχή πίστωσης ή και έκπτωσης σε πελάτες που μέχρι το
κρίσιμο χρονικό διάστημα συναλλάσσονταν τακτικά με την ίδια και παρέχονταν σε
αυτούς διευκολύνσεις ή και οικονομικά κίνητρα να συναλλάσσονται μαζί της και
γενικά παράλειψή τους να παρέχουν οικονομικά κίνητρα και προσφορές προκειμένου
η ίδια να είναι πιο ανταγωνιστική στην αγορά και συνακόλουθα να διατηρήσει το
πελατολόγιό της και παράλληλα να προσελκύσει νέους πελάτες, παράλειψή τους να
προσεγγίσουν νέο πελατολόγιο, συνεχής απουσία του πρώτου καθ’ ου από τις
εταιρικές εγκαταστάσεις με συνέπεια οι ενδιαφερόμενοι πελάτες, που προσέρχονταν
στον χώρο της, να μην είναι σε θέση να διαπραγματευτούν μαζί της τους όρους
μιας ευνοϊκής γι’ αυτούς συμφωνίας, παραβίαση συμφωνιών με τους
συναλλασσόμενους μαζί της, που είχε ως συνέπεια να μη συναλλαχθούν με αυτήν στο
μέλλον άλλη φορά οι νέοι πελάτες ή οι ήδη πελάτες αντίστοιχα να παύσουν έκτοτε
να συναλλάσσονται μαζί της και να διαμορφωθεί, έτσι, μια άσχημη εικόνα στην
αγορά για την ίδια, από την οποία ευνοήθηκαν ανταγωνίστριες επιχειρήσεις κ.λπ.).
Και ενώ η αιτούσα υπολογίζει τον μέσο όρο των καθαρών της κερδών κατά τις
εταιρικές χρήσεις των ετών 2012 και 2013, κατά τις οποίες, με βάση όσα
επικαλείται στο εξεταζόμενο δικόγραφο, ο πρώτος καθ’ ου ήταν καταστατικός
διαχειριστής της και ο δεύτερος εν τοις πράγμασι, δεν
προσδιορίζει ποια η μεταστροφή στη στάση τους απέναντι στα εταιρικά της
συμφέροντα και εν γένει στον εταιρικό της σκοπό (επίτευξη οικονομικού κέρδους)
κατά το κρίσιμο διάστημα, που οδήγησε στη μείωση των κερδών της και η οποία
συνιστά ολιγωρία τους· με άλλα λόγια δεν προσδιορίζει με ποιες διαχειριστικές
πρακτικές των καθ’ ων, ως διαχειριστών της, πετύχαιναν υψηλά κέρδη για την ίδια
κατά τα έτη 2012 και 2013 («... εάν οι καθ’ ων ή σαν επιμελείς και φρόντιζαν
τις υποθέσεις μου, όπως υποχρεούντο και έπρατταν έως και το έτος 2013») και εάν
στη συνέχεια απέστησαν από τις πρακτικές αυτές, ώστε
από την απομάκρυνσή τους από τις εν λόγω πρακτικές η ίδια οδηγήθηκε σε πτώση
των κερδών της (αιτιώδης συνάφεια). Το ίδιο κονδύλιο κατά την επικουρική του
βάση, με την οποία επιχειρείται να θεμελιωθεί στις διατάξεις για την αδικοπρακτική ευθύνη, στην περίπτωση κατά την οποία ήθελε
εκτιμηθεί πως στο εξεταζόμενο δικόγραφο η αιτούσα επικαλείται ότι οι καθ’ ων
αγόραζαν για λογαριασμό της υλικά και τα μεταπωλούσαν στη συνέχεια για δικό
τους λογαριασμό («... διοχέτευσαν ένα μεγάλο μέρος των πωλήσεών μου σε ατομική
τους δραστηριότητα»), είναι νομικά αβάσιμο. Γιατί υπό την εκτίμηση αυτή του
δικογράφου η ζημία της αιτούσας θα ήταν θετική και όχι αποθετική και θα συνίστατο
στην υπεξαίρεση είτε συγκεκριμένων χρηματικών ποσών από την εταιρική περιουσία
της, τα οποία αποτελούσαν μετέπειτα το καταβληθέν τίμημα στις σχετικές
συμβάσεις, είτε των αντικειμένων των αντίστοιχων συμβάσεων πώλησης, που
αποκτούσε κατά κυριότητα η αιτούσα χωρίς παραστατικά και στη συνέχεια
μεταπωλούσαν οι ίδιοι. Η αιτούσα όμως ρητά σε διάφορα σημεία του εξεταζόμενου
δικογράφου της χαρακτηρίζει το εν λόγω κονδύλιο ως διαφυγόν κέρδος («... κατά
τα έτη 2014 έως 2022 είχα διαφυγόντα κέρδη συνολικού ποσού 953.452,73 ευρώ ...
τα κέρδη μου παρουσίασαν αδικαιολόγητη μείωση και εν τέλει κατάρρευση σε σχέση
με αυτά που μπορούσαν μετά βεβαιότητας να επιτευχθούν και δεν επιτεύχθηκαν εξ
υπαιτιότητας των καθ’ ων ... Τα ανωτέρω ποσά που αντιστοιχούν στα προ φόρων
κέρδη που θα μπορούσαν ευχερώς και μετά βεβαιότητας να επιτευχθούν και δεν
επιτεύχθηκαν-αφαιρουμένων των υπό των καθ’ ων
δηλωθέντων προ φόρων κερδών-συνιστούν την αποθετική ζημία που υπέστην και δη τα
διαφυγόντα κέρδη μου ...»). Η αλήθεια είναι πως η ίδια ζημία δεν μπορεί να
αποτελεί ταυτόχρονα θετική ζημία και αποθετική ζημία, διότι η πρώτη αποτελεί
μείωση του ενεργητικού της περιουσίας της αιτούσας, που υπολογίζεται
συγκεκριμένα με τη μνεία σαφώς προσδιορισμένων χρηματικών ποσών που
ιδιοποιήθηκαν οι καθ’ ων, και η δεύτερη αποτελεί μη επαύξηση του ενεργητικού
της περιουσίας της, που προσδιορίζεται μόνο υποθετικά. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και
αν ήθελε εκτιμηθεί ότι το συγκεκριμένο κονδύλιο κατά την επικουρική του βάση
αξιώνεται ως θετική ζημία, η αιτούσα όφειλε να προσδιορίζει κατά τρόπο σαφή και
ορισμένο με ποιες συγκεκριμένες πράξεις υπέστη τη ζημία αυτή, το χρηματικό ποσό
που αποτέλεσε το τίμημα της κάθε σύμβασης πώλησης, το οποίο ιδιοποιήθηκαν οι
καθ’ ων προτού καταρτίσουν τη σύμβαση, ή το αντικείμενο της σύμβασης αυτής, που
αποκτήθηκε για λογαριασμό της αιτούσας και στη συνέχεια, αφού το ιδιοποιήθηκαν,
το μεταπώλησαν οι ίδιοι, στο βαθμό μάλιστα που διαφοροποιείται η κάθε επί
μέρους πράξη ανάλογα με τον χρόνο τέλεσής της, εάν, δηλαδή, το αντικείμενο της
πράξης είναι το χρηματικό ποσό που οι καθ’ ων ιδιοποιήθηκαν από την εταιρική
περιουσία, προτού καταρτίσουν τη σύμβαση πώλησης και το οποίο έπειτα αποτέλεσε
το τίμημα για την εν λόγω σύμβαση, ή εάν είναι αυτό καθ’ εαυτό το εμπόρευμα
(αντικείμενο της πώλησης), το οποίο έπειτα μεταπώλησαν. Τα ίδια δεν ισχύουν
βέβαια σε περίπτωση που ήθελε εκτιμηθεί ότι στο εξεταζόμενο δικόγραφο η αιτούσα
επικαλείται πως οι καθ’ ων ασκούσαν, στο δικό τους όνομα, παράλληλη
(ανταγωνιστική) επιχειρηματική δραστηριότητα. Η εκτίμηση αυτή αν και δεν
προκύπτει ξεκάθαρα κατά την παράθεση των πραγματικών περιστατικών που
θεμελιώνουν την ιστορική βάση του εν λόγω κονδυλίου (υπό στοιχείο «Γ» κεφάλαιο
της αίτησης), μπορεί να θεωρηθεί ότι προκύπτει από τη σχετική αναφορά στην
ιστορική βάση του κονδυλίου της ηθικής βλάβης για την ανταγωνιστική
δραστηριότητα των καθ’ ων («... διοχέτευσαν τον κύκλο εργασιών μου επί μακράν
και δη από το 2014 και έως το 2022 σε ατομική τους δραστηριότητα, την οποία
διατηρούσαν και δρούσαν παράλληλα με τη δική μου προβαίνοντες
σε αγορές και πωλήσεις εντός των εγκαταστάσεών μου άνευ νομίμων
παραστατικών καρπούμενοι τα κέρδη εξ αυτών ...»).
Ανεξάρτητα όμως από αυτά, η αιτούσα, κατά τη θεμελίωση τόσο της κύριας βάσης
του κονδυλίου αυτού όσο και της επικουρικής, περιορίζεται απλά στη σύγκριση των
κερδών που αποκόμισε τα έτη 2014 έως 2021 σε σχέση με αυτά των προηγούμενων δύο
ετών (2012 και 2013), από τα οποία υπολογίζει τον μέσο όρο των κερδών που θα
έπρεπε να έχει ετησίως, παραλείπει όμως να προσδιορίσει με εξειδικευμένο και λεπτομερή
τρόπο τις ειδικές περιστάσεις και τα προπαρασκευαστικά μέτρα που είχε λάβει,
ώστε, αφενός να καταστούν αναμενόμενα και πιθανά τα επικαλούμενα απολεσθέντα
κέρδη της κατά τα έτη 2014 έως 2021, αφετέρου να μπορούν να καταστούν
αντικείμενο πιθανολόγησης από το διαιτητικό
δικαστήριο και άμυνας από τους καθ’ ων (πρβλ. ΤρΕφΑΘ 4219/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΘεσ
1529/2024 αδημ. στο νομικό τύπο προσκομιζόμενη από
τους καθ’ ων η αίτηση). Ειδικότερα, για να καταστεί πιθανό το αναμενόμενο
απολεσθέν κέρδος, δεν αρκεί η από μέρους της αιτούσας επίκληση και παράθεση για
το επίμαχο διάστημα των προσδοκώμενων κερδών σε σχέση με τα κέρδη των δύο
προηγούμενων ετών. Ούτε αρκεί η επίκληση ότι κατά το επίμαχο διάστημα η αιτούσα
θα αποκόμιζε ως καθαρό κέρδος το ποσό των 115.650,70 ευρώ ετησίως, το οποίο
είχε αποκομίσει κατά μέσο όρο κατά τις εταιρικές χρήσεις 2012 και 2013, αφού
αυτό τελεί υπό την προϋπόθεση της πραγματοποίησης από την αιτούσα προς τους
πελάτες της κατά τις χρήσεις 2014 έως 2021 πωλήσεων των ίδιων προϊόντων και έναντι
του ίδιου συνολικά τμήματος με αυτές των δύο προηγούμενων χρήσεων, για την
αιτιολόγηση της πιθανής κατάρτισης όμως αυτών η αιτούσα δεν επικαλείται κανένα
προπαρασκευαστικό μέτρο, περιστατικό ή περίσταση (πρβλ.
ΑΠ 823/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Θα έπρεπε για τη θεμελίωση των προσδοκώμενων κερδών να
αναφέρονται οι συνθήκες εκείνες ή οι σταθερές οι οποίες λαμβάνονται ως βάση
υπολογισμού για την εξαγωγή των μαθηματικών συμπερασμάτων, δηλαδή να
αναφέρονται εν προκειμένω η ύπαρξη ενός σαφώς προσδιορισμένου πελατολογίου κατά
το επίμαχο χρονικό διάστημα και οι συγκεκριμένες ενέργειες στις οποίες προέβη
αφενός για τη διατήρηση του υπάρχοντος πελατολογίου και αφετέρου του
απολεσθέντος, λόγω της συμπεριφοράς των καθ’ ων, πελατολογίου που οδήγησε στη
μείωση των καθαρών κερδών της (βλ. ΤρΕφΑΘ 1357/2016 ΕπισκΕΔ 2018.485, ΤρΕφΘεσ
1097/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· βλ. καιΠΠρΑΘ 1164/2016, ΠΠρΑΘ 753/2016, ΠΠρΘεσ 14059/2013
ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Άλλωστε, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας σε μία ελεύθερη αγορά,
όπως η ημεδαπή, δεν υπάρχουν εγγυήσεις συγκεκριμένης περιουσιακής απόδοσης
(κερδών) στις εμπορικές δραστηριότητες (στη διακίνηση προϊόντων). Η άνοδος ή η
πτώση των εμπορικών δραστηριοτήτων, εξαρτάται, από διάφορους, αβέβαιους και
αστάθμητους παράγοντες, εσωτερικούς και εξωτερικούς, όπως είναι οι γενικές
πολιτικές και οικονομικές συνθήκες, οι απρόβλεπτες περιπλοκές στις διεθνείς
εξελίξεις, η ανοδική ή πτωτική τάση του διεθνούς εμπορίου και των διεθνών
χρηματιστηριακών δεικτών, οι οποίοι (παράγοντες) δεν επιτρέπουν να εξακριβωθεί
με πιθανότητα και σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, αν και σε
ποιο ποσοστό θα σημειωθεί άνοδος ή πτώση των κερδών των εμπορικών επιχειρήσεων
σε συγκεκριμένα χρονικά και τοπικά όρια. Συνεπώς η εκτίμηση διαφυγόντων κερδών
απαιτεί ενδελεχή αναφορά. των ληφθέντων
προπαρασκευαστικών μέτρων και των ειδικών περιστάσεων (βλ. ΤρΕφΘεσ
1097/2015 ό.π.). Το ότι η αιτούσα εμφάνισε κέρδη,
ύψους κατά μέσο όρο 115.650,70 ευρώ, (μόνο) κατά τις χρήσεις των ετών 2012 και
2013 αποτελεί μεν μια ένδειξη του ύψους των ετήσιων κερδών της, δε σημαίνει,
ωστόσο, ότι το ίδιο κέρδος θα εμφάνιζε δίχως άλλο -και μάλιστα χωρίς την
επίκληση άλλων, πέραν αυτών των συγκριτικών, στοιχείων- και κατά τις επόμενες
εταιρικές της χρήσεις κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Για τον λόγο αυτό
απαιτείτο για την πληρότητα του εξεταζόμενου κονδυλίου του διαφυγόντος κέρδους,
που συνίσταται στην απώλεια εσόδων από την επιχειρηματική δράση της αιτούσας,
να αναφέρονταν όλα εκείνα τα στοιχεία που καθιστούσαν το κέρδος της, κατά τη
συνήθη πορεία των πραγμάτων και ανεξάρτητα από απρόβλεπτες εξελίξεις που
ενδέχεται να επηρέαζαν τη διαμόρφωσή του, πιθανό, όπως είναι οι σταθερές
παράμετροι που λαμβάνονται ως βάση υπολογισμού για την εξαγωγή μαθηματικών
συμπερασμάτων, οι ειδικές περιστάσεις και τα προπαρασκευαστικά μέτρα που είχε
λάβει η αιτούσα (πρβλ. ΑΠ 5 04/2023 ό.π., που έκρινε το κονδύλιο των διαφυγόντων κερδών
ορισμένο, επειδή οι ενάγοντες όχι μόνο ανέφεραν στο δικόγραφο της αγωγής τους
τα κέρδη που θα αποκόμιζαν κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων αλλά και τις
ειδικές συνθήκες που είχαν διαμορφώσει για την κτήση των κερδών αυτών), ενώ η
απλή παράθεση αριθμών και ο με βάση αυτών των αριθμών υπολογισμός του
(εικαζόμενου) διαφυγόντος κέρδους, στηριζόμενος αποκλειστικά σε συγκριτικά
στοιχεία, όπως λ.χ. ο μέσος όρος του κέρδους σε δύο μόνο (ενδεικτικά)
προηγούμενες χρήσεις, όταν δε γίνεται παράλληλα επίκληση ότι λήφθηκαν τα
απαραίτητα προπαρασκευαστικά μέτρα για τη διατήρηση του ίδιου πελατολογίου και
του ίδιου ύψους συναλλαγών [π.χ. αναφορά σε σταθερούς πελάτες που πραγματοποιούσαν
κατά τα προηγούμενα χρόνια συγκεκριμένου ύψους συναλλαγές ώστε, με βάση τα
στοιχεία αυτά, κατ’ εκτίμηση θα μπορούσαν να υπολογιστούν και οι συναλλαγές που
θα πραγματοποιούσαν και κατά το κρίσιμο διάστημα, αλλά και σε συμφωνίες με
συγκεκριμένους πελάτες-αγοραστές με βάση τις οποίες οι τελευταίοι θα
προμηθεύονταν από την επιχείρηση ετησίως κατά το κρίσιμο διάστημα συγκεκριμένες
ποσότητες προϊόντων έναντι εκ των προτέρων καθορισμένων τιμημάτων και γενικά
μνεία για όλες εκείνες τις προπαρασκευαστικές ενέργειες στις οποίες είχε προβεί
η εταιρία πριν το κρίσιμο διάστημα για τη διατήρηση ενός σταθερού πελατολογίου
(λ.χ. διαρκείς συμβάσεις, συμφωνίες για παροχή πίστωσης ή έκπτωσης με
συγκεκριμένους πελάτες είτε σε περίπτωση συναλλαγών που ξεπερνούσαν συνολικά
ορισμένο ύψος είτε όχι, οι οποίες αποτελούσαν μέχρι τότε κίνητρο για τους
πελάτες της και που θα εξακολουθούσαν να ισχύουν κατά το διάστημα που
ενδιαφέρει κ.λπ.) που θα της απέφερε κέρδη κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων,
τα οποία θα μπορούσαν εκ των προτέρων να προσδιοριστούν κατ’ εκτίμηση], δεν
αρκεί για να το καταστήσει βέβαιο. II γενική αναφορά ότι τα ετήσια («καθαρά»)
κέρδη της αιτούσας ανέρχονται στο ποσό των 115.650,70 ευρώ, όπως αυτό
προσδιορίζεται κατά μέσο όρο με βάση τα κέρδη μόνο δύο προηγούμενων εταιρικών
χρήσεων και συγκεκριμένα των ετών 2012 και 2013, δεν αρκεί για να θεωρηθεί το
εν λόγω κονδύλιο της αίτησης ορισμένο. Επίσης αόριστο και για το λόγο αυτό
απορριπτέο είναι και το κονδύλιο της ηθικής βλάβης, κατά τις υπό στοιχεία «β»
και «γ» ιστορικές του βάσεις, όπως βάσιμα ισχυρίζονται οι καθ’ ων με το έγγραφο
σημείωμά τους. Διότι στη μεν υπό στοιχείο «β» ιστορική βάση αυτού δεν
προσδιορίζεται επακριβώς, με βάση τα πραγματικά περιστατικά που παρατίθενται
για τη θεμελίωσή της, ο χρόνος που διατάχθηκε η αποβολή της αιτούσας από το
μίσθιο και ο χρόνος κατάσχεσης των τραπεζικών της λογαριασμών ώστε από την
αντιπαραβολή της επιχειρηματικής και περιουσιακής της κατάστασης χωρίς την
παρεμβολή της αδικοπραξίας των καθ’ ων σε σύγκριση με την επιχειρηματική και
περιουσιακή της κατάσταση μετά από αυτή και τη σύγκριση των δύο οικονομικών
μεγεθών να προκύπτει η διαφορά, η οποία συνιστά τη συγκεκριμένη περιουσιακή
βλάβη της, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην προηγηθείσα
μείζονα πρόταση. Εκτός αυτών, για τη θεμελίωσή της υπό στοιχείο «β» ιστορικής
βάσης του κονδυλίου αυτού, η αιτούσα δε συνδέει τις αναγκαστικές πράξεις
εκτέλεσης που περιγράφει σε βάρος της με συγκεκριμένη οικονομική της ζημία,
όπως λ.χ. ότι μετά τη μετεγκατάστασή της σε άλλο χώρο, οι μέχρι τότε αλλά και
οι ενδιαφερόμενοι πελάτες της δεν ήταν σε θέση να γνωρίζουν που λειτουργεί
πλέον η επιχείρησή της και επέλεξαν να συναλλαχθούν με ανταγωνιστές της ή ότι η
αδυναμία της να συναλλαχθεί με τραπεζικά εμβάσματα είχε ως συνέχεια την
αποτροπή ενδιαφερομένων πελατών της να συναλλαχθούν μαζί της. Και πολύ
περισσότερο, όταν η εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων των αντισυμβαλλομένων
της αιτούσας με την παράδοση σε αυτήν χάριν ή αντί καταβολής τραπεζικών
επιταγών, όπως αυτή αναφέρει για τη θεμελίωση της ίδιας βάσης, μετά την
κατάσχεση των τραπεζικών της λογαριασμών, δε συνεπάγεται δίχως άλλο οικονομική
της ζημία. Η αιτούσα, άλλωστε, δεν επικαλείται παράλληλα εάν και σε ποιο βαθμό
περιορίστηκε το πελατολόγιό της επειδή επιλέχθηκε ο συγκεκριμένος τρόπος εκπλήρωσης
των συμβατικών υποχρεώσεων των αντισυμβαλλομένων της. Στη δε υπό στοιχείο «γ»
ιστορική βάση του κονδυλίου αυτού δεν προσδιορίζεται ο αντίκτυπος που είχε η
τρώση της εμπορικής πίστης της αιτούσας στα οικονομικά δεδομένα της, καθώς και
ο βαθμός απομείωσης αυτών, από την άδικη πράξη, που
επικαλείται για τη θεμελίωσή της, για την οποία ισχυρίζεται ότι τελέστηκε μετά τον αποκλεισμό του πρώτου καθ’ ου από την
ίδια, πολύ περισσότερο όταν σε άλλο σημείο του εξεταζόμενου δικογράφου η
αιτούσα επικαλείται ότι μετά τον αποκλεισμό των καθ’ ων αυξήθηκαν κατακόρυφα τα
κέρδη της. Ούτε, έξαλλου, επικαλείται η αιτούσα, για τη θεμελίωση της ίδιας
βάσης του κονδυλίου αυτού, εάν πληροφορήθηκε οποιοσδήποτε τρίτος για την
υπεξαίρεση των αναγραφόμενων στις επιταγές ποσών από τον πρώτο καθ’ ου ούτε και
διευκρινίζει αν γνωστοποίησε το αδίκημα αυτό ακόμη και στην εκδότρια των
επιταγών. Ομοίως και κατά την υπό στοιχείο «δ» ιστορική του βάση το κονδύλιο
αυτό είναι αόριστο, καθώς η αιτούσα δεν προσδιορίζει με ποιον τρόπο επέδρασαν στην οικονομική της πορεία οι παραλείψεις των
καθ’ ων, που περιγράφει, δηλαδή πως συνέχονται οι παραλείψεις αυτές με τη
μείωση των εσόδων της, με βάση τον επισυναπτόμενο στην αίτηση πίνακα (με τίτλο
«Διαχρονική εξέλιξη 2012-2022 Πωλήσεων και Κερδών Πρό
Φόρων»), λόγω της από αυτών απώλειας υφιστάμενων ή νέων πελατών και της
αναστολής προπαρασκευαστικών επαγγελματικών δράσεών
της, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην προηγηθείσα
μείζονα πρόταση. Περιορίζεται στη μνεία ότι εξαιτίας της αμέλειας των καθ’ ων
υποχρεώθηκε να δαπανήσει το ποσό των 135.000 ευρώ προκειμένου να συμμορφωθεί
στις υποδείξεις των αρμοδίων αρχών και να διατηρήσει έτσι την άδεια λειτουργίας
της, χωρίς πάντως να αξιώνει το ποσό αυτό ως θετική ζημία. Κατά την υπό
στοιχείο «α» ιστορική του βάση ως προς τη μεν κύρια βάση του το ίδιο κονδύλιο
είναι νομικά αβάσιμο, διότι η «αμέλεια» και η «ολιγωρία» που επικαλείται η
αιτούσα για τη θεμελίωσή της δε συνιστούν αδικοπρακτική
συμπεριφορά, η οποία, μαζί με την προσβολή της προσωπικότητας, γεννούν
υποχρέωση του προσβολέα για χρηματική ικανοποίηση του
δικαιούχου, λόγω της ηθικής βλάβης, που ο τελευταίος υπέστη από την άδικη πράξη
ή την προσβολή της προσωπικότητάς του αντίστοιχα, ως προς τη δε επικουρική του
βάση είναι αόριστο, διότι η αιτούσα επικαλείται βέβαια την αδικοπρακτική
συμπεριφορά των καθ’ ων (άσκηση ανταγωνιστικής επιχειρηματικής δραστηριότητας),
παραλείπει να αναφέρει όμως εάν η δράση αυτή των καθ’ ων ήταν γνωστή στους
τρίτους που συναλλάσσονταν μαζί της ή εάν οι τρίτοι αγνοούσαν γι’ αυτήν,
θεωρώντας εσφαλμένα πως συναλλάσσονται με την ίδια [πολύ περισσότερο όταν
αναφέρει για τη θεμελίωσή της ότι οι πωλήσεις γίνονταν για λογαριασμό της («...
διοχέτευσαν ένα μεγάλο μέρος των πωλήσεών μου ...») και ότι η δράση αυτή των
καθ’ ων ασκούνταν στις εγκαταστάσεις της («... και πωλήσεις εντός των
εγκαταστάσεών μου άνευ νομίμων παραστατικών ...»)],
στοιχείο απαραίτητο ώστε να εξεταστεί περαιτέρω πως συνέχεται η αδικοπρακτική αυτή τους συμπεριφορά με την προσβολή της
εμπορικής της πίστης και τη συνακόλουθη μείωση των κερδών της κατά το επίμαχο
διάστημα. Το αίτημα να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή
υποβάλλεται αλυσιτελώς, καθότι οι ημεδαπές διαιτητικές αποφάσεις αναπτύσσουν εκτελεστότητα, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην προηγηθείσα μείζονα πρόταση, εφόσον έχουν καταψηφιστικό αντικείμενο, κατατεθούν στη γραμματεία του
μονομελούς πρωτοδικείου της περιφέρειας στο οποίο εκδόθηκαν και λάβει χώρα σε
αυτές η περιαφή του εκτελεστηρίου
τύπου, εκτός και αν στη συμφωνία διαιτησίας προβλέφθηκε ρητά ότι η εκτελεστότητα αρχίζει από την πάροδο της προθεσμίας για την
άσκηση προσφυγής κατ’ αυτών ή από την απόρριψη της προσφυγής, κάτι το οποίο δε
συντρέχει, όμως, στην εξεταζόμενη περίπτωση, αφού στη ρήτρα διαιτησίας του
άρθρου 17 του από 30-11- 2008 ιδιωτικού συμφωνητικού τροποποίησης του
καταστατικού της αιτούσας, που κατά τον κρίσιμο χρόνο ρύθμιζε την εταιρική
σύμβαση, δεν παρέχεται δικαίωμα άσκησης προσφυγής σε άλλους διαιτητές κατά της
διαιτητικής απόφασης. Και ναι μεν στη ρήτρα της προαναφερθείσας διάταξης αναφέρεται
γενικά ότι «... λύεται υποχρεωτικός με διαιτησία κατά
τις διατάξεις των άρθρων 867-901 ΚΠολΔ», ωστόσο
προκειμένου να επιτραπεί στα μέρη η προσφυγή κατά της διαιτητικής απόφασης σε
άλλους διαιτητές, θα πρέπει να ορίζονται συγχρόνως στη διαιτητική ρήτρα οι
προϋποθέσεις, η προθεσμία και η διαδικασία για την άσκηση και την εκδίκαση της
προσφυγής, κάτι το οποίο δεν προβλέπεται στην προπαρατεθείσα
διάταξη του καταστατικού της αιτούσας. Περαιτέρω, η αίτηση ως προς το κονδύλιο
της θετικής ζημίας που αφορά το έλλειμα των 263.699,86 ευρώ είναι επαρκώς
ορισμένη, παρά τα όσα αντίθετα υποστηρίζουν οι καθ’ ων με το σημείωμά τους,
αφού περιέχει όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για τη θεμελίωσή τόσο της κύριας
βάσης της αίτησης, που στηρίζεται στην ενδοσυμβατική
ευθύνη, όσο και για τη θεμελίωσή της επικουρικής της βάσης, που στηρίζεται στην
αδικοπρακτική ευθύνη, και πιο συγκεκριμένα η αιτούσα
επικαλείται, για τη μεν πληρότητα της κύριας βάσης της αίτησής της όσον αφορά
το κονδύλιο αυτό, σε τι συνίσταται η πλημμελής άσκηση της διαχειριστικής
εξουσίας από μέρους των καθ’ ων κατά το αναφερόμενο στην αίτηση διάστημα, του
πρώτου ως καταστατικού διαχειριστή της και του δεύτερου ως άε
ί&οΐο («εν τοις πράγμασι»)
διαχειριστή της, για τη δε πληρότητα της επικουρικής της βάσης, την υπαίτια και
παράνομη συμπεριφορά των ίδιων, τη ζημία που υπέστη και τον αιτιώδη σύνδεσμο
μεταξύ της δράσης τους και της ζημίας αυτής («... προέβησαν σε απολήψεις μισθών
ύψους 1.500 ευρώ μηνιαίως μετά δώρων, δηλαδή με ποσό 21.000 ευρώ ετησίως
έκαστος εξ αυτών και 42.000 ευρώ ετησίως και οι δύο μαζί, χωρίς να φαίνεται η
λήψη μισθών τους στα επίσημα βιβλία μου ...»). Βέβαια, πρέπει να σημειωθεί ότι
στο ποσό των 263.699,86 ευρώ δεν μπορούν συμπεριληφθούν τα χρηματικά ποσά που η
αιτούσα επικαλείται ότι οι καθ’ ων εισέπραξαν κατά παράβαση της εταιρικής
σύμβασης και της σύμβασης εντολής, αλλιώς υπεξαίρεσαν από την ίδια, για την
κάλυψη προσωπικών τους δαπανών, καθώς όσον αφορά τις μερικότερες αυτές πράξεις,
που επικαλείται η αιτούσα, η αίτηση είναι αόριστη, μια που δεν εξειδικεύεται
στο εξεταζόμενο δικόγραφο ποια ήταν τα επί μέρους ποσά που εισέπραξαν άλλως
υπεξαίρεσαν οι καθ’ ων για την κάλυψη προσωπικών τους δαπανών. Και πάντως το
προαναφερθέν ποσό που αξιώνει η αιτούσα για τη θετική της ζημία δικαιολογείται
(υπερκαλύπτεται) από μόνη την απόληψη μηνιαίων μισθών ύψους 1.500 ευρώ από τον
καθένα των καθ’ ων η αίτηση καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που επικαλείται ότι
άσκησαν τη διαχείρισή της ο μεν πρώτος ως καταστατικός της διαχειριστής, ο δε
δεύτερος ως εν τοις πράγμασι διαχειριστής της, δηλαδή
από τον Ιούλιο του 2011 έως τις 2-6-2022 («... ο πρώτος των καθ’ ων ως
διαχειριστής μου από του Ιουλίου 2011 έως 2-6-2022, είναι υπεύθυνος για την
αποκατάσταση του παραπάνω ελλείμματος του ισολογισμού μου, ποσού 263.699,86
ευρώ, ενώ ο δεύτερος εναγόμενος ασκών διαχειριστική εξουσία εν τοις πράγμασι όπως δέχθηκε και η παραπάνω απόφαση του Εφετείου
Θεσσαλονίκης- είναι επίσης υπεύθυνος και υποχρεούται στην αποκατάστασή του εις ολόκληρον μετά του πρώτου εναγομένου»)
και σε κάθε περίπτωση από την 1η-1-2016, οπότε, κατά τους ισχυρισμούς της,
διαρρήχθηκαν οι μεταξύ αυτών και του ήδη διαχειριστή της, σχέσεις («...ιδίως
από 1/1/2016 που διερράγησαν οριστικά οι σχέσεις τους με το μέλος μου . , ...»)
μέχρι τις 2-6-2022, στο μέτρο που στο εξεταζόμενο δικόγραφο, όπως προκύπτει από
την προσήκουσα εκτίμησή του, δεν εξαιρείται κάποια χρονική περίοδος κατά την
οποία η αιτούσα να υποστηρίζει πως οι αντίδικοί της δεν προέβαιναν σε απολήψεις
μισθών και δώρων [μόνο από απολήψεις μισθών και δώρων για το διάστημα από
1-1-2016 έως 2-6-2022, με βάση τα ποσά που παραθέτει η αιτούσα στο δικόγραφο
της αίτησής της, η ζημία υπολογίζεται σε 267.000 (252.000 {42.000 ευρώ/ετησίως
χ 6 χρόνια} ευρώ για το διάστημα από 1-1-2016 έως 31-12-2021 + 15.000 {1.500
ευρώ/μηνιαίως χ 5 μήνες = 7.500 ευρώ χ 2} ευρώ) ευρώ για το διάστημα από
1-1-2022 έως 2-6-2022]. Το αίτημα τοκοφορίας κατά την
επικουρική του βάση από την επίδοση της υπό κρίση αίτησης είναι νομικά αβάσιμο
και για το λόγο αυτό απορριπτέο, διότι η διάταξη του εδ.
α' του άρθρου 346 ΑΚ δεν είναι επιδεκτική ανάλογης σε βάρος του οφειλέτη
εφαρμογής και έτσι στη διαιτητική δίκη, όπου λείπει η «επίδοση αγωγής» δεν
εφαρμόζεται η διάταξη αυτή. Στο αίτημα όμως αυτό θα πρέπει να θεωρηθεί ότι
εμπεριέχεται, ως το έλασσον σε σχέση με το μείζον υποβληθέν, το αίτημα τοκοφορίας από την τελεσιδικία της διαιτητικής απόφασης,
που είναι νομικά βάσιμο, διότι από τον χρόνο αυτό αίρεται η αμφιβολία του
οφειλέτη για την ύπαρξη και την έκταση του χρέους και έκτοτε η καθυστέρηση
εκπλήρωσης είναι υπαίτια και οφείλονται τόκοι υπερημερίας, σύμφωνα με όσα
αναφέρονται στην παραπάνω μείζονα πρόταση. Το αίτημα τοκοφορίας
κατά το μέρος που αφορά το κονδύλιο του ελλείματος από την επίδοση της
αναφερόμενης στην αίτηση αγωγής κατά την κύρια βάση του, είναι νομικά βάσιμο,
αφού παρά την παραπομπή της υπόθεσης σε διαιτησία, διατηρούνται οι ουσιαστικές
συνέπειες άσκησης της αγωγής, μεταξύ των οποίων και η όχληση του οφειλέτη (έτσι
ΜΔιαιτΔΓιανν 2/2021 αδημ.
στο νομικό τύπο). Το παρεπόμενο αίτημα τοκοφορίας του
κονδυλίου της θετικής ζημίας των 22.077,02 ευρώ, κατά την κύρια βάση του, από
την επόμενη της είσπραξης των επιταγών που αναφέρονται στην αίτηση, πρέπει να
απορριφθεί ως απαράδεκτο λόγω της αοριστίας του, διότι επί χρηματικής οφειλής
από αδικοπραξία οφείλονται τόκοι από την επίδοση της αγωγής εκτός αν ο
δικαιούχος της απαίτησης επικαλεστεί και αποδείξει ότι ο οφειλέτης κατέστη
υπερήμερος σε προγενέστερο χρόνο συνεπεία όχλησής του (βλ
ΛΠ 12 53/2003 ΕλλΔνη 2004.487 = ΧρΙΔ
2004/13, ΕφΑΘ 2887/2010 ΕΕμπΔ
2010.950 = ΑρχΝ 2010.525, ΕφΘεσ
353/2009 Αρμ 2010.1545, ΕφΘρακ
290/2007 ΧρΙΔ 2008.65) και στην προκειμένη περίπτωση
η αιτούσα δεν επικαλείται -όπως όφειλε- συγκεκριμένη όχληση του πρώτου καθ’ ου
ειδικά για τη συγκεκριμένη αδικοπρακτική αξίωσή της
κατά την παραπάνω ημερομηνία, που θα είχε ως συνέπεια την υπερημερία του. Η
διάταξη, άλλωστε, του άρθρου 934 ΑΚ εφαρμόζεται μόνο σε ενσώματα αντικείμενα
και όχι σε χρηματικές οφειλές, όπως εν προκειμένω, σύμφωνα με όσα αναφέρονται
στην προηγηθείσα μείζονα πρόταση. Και ναι μεν θα
μπορούσε να υποβληθεί τέτοιο αίτημα, ως κάτι το έλασσον σε σχέση με το μείζον,
λόγω της υπερημερίας του πρώτου καθ’ ου κατά το άρθρο 720 ΑΚ, καθώς, με βάση
όσα εκθέτει η αιτούσα στο εξεταζόμενο δικόγραφο, αυτός χρησιμοποίησε τις
χρηματικές αξίες που ενσωματώνουν τα αξιόγραφα στις 2-6-2022, υπεξαιρώντας τα
(«... αποχωρώντας οι εναγόμενοι από τα γραφεία μου στις 2-6-2022 φρόντισαν να
αναλάβουν τις ως άνω επιταγές μου, χωρίς να έχουν κανένα δικαίωμα προς τούτο
»), οπότε κατά τον χρόνο είσπραξής τους ήδη είχε καταστεί υπερήμερος οφειλέτης
(άρθρο 340 §1 σε συνδ. προς το άρθρο 720 ΑΚ· βλ. ΑΠ 417/2018 ό.π., ΑΠ 1962/2017 ό.π.), σύμφωνα
με όσα αναφέρονται στην προηγηθείσα μείζονα πρόταση,
ωστόσο τόκους υπερημερίας από τον οφειλέτη κατά τη διάταξη του άρθρου 720 ΑΚ
μπορεί να ζητήσει ο δικαιούχος μόνο σε περίπτωση που θεμελιώνει τη σχετική
αξίωσή του στις διατάξεις για την εντολή και όχι όταν τη θεμελιώνει
(αποκλειστικά) στις διατάξεις για τις αδικοπραξίες, όπως εν προκειμένω η
αιτούσα (βλ. ΑΠ 1962/2017 ό.π., ΜΠρΘεσ
18102/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟ8). Ο ισχυρισμός του πρώτου καθ’ ου ότι το κονδύλιο της
θετικής ζημίας που αφορά την είσπραξη από τον ίδιο των αναφερόμενων στην αίτηση
επιταγών είναι νομικά αβάσιμο, για το λόγο ότι κατά τον χρόνο οπισθογράφησής
τους από την αιτούσα προς τον ίδιο (1-6-2022) δεν είχε καταστεί τελεσίδικη η
απόφαση που διέτασσε τον αποκλεισμό του από την αιτούσα και σε μ κάθε περίπτωση
δεν είχε δημοσιευτεί η απόφαση αυτή στο ΓΕ.Μ.Η., παρίσταται αλυσιτελής, διότι η
επίκληση από την αιτούσα στο εξεταζόμενο δικόγραφο της ιδιοποίησης από τον
πρώτο καθ’ ου των αξιογράφων αυτών που ενσωματώνουν τα αντίστοιχα χρηματικά
ποσά, χωρίς να υφίσταται μεταξύ τους υποκείμενη σχέση («... φρόντισαν να
αναλάβουν τις ως άνω επιταγές μου, χωρίς να έχουν κανένα δικαίωμα προς τούτο,
και ακολούθως ο πρώτος από αυτούς να τις εισπράξει αναμένοντας το χρόνο
εκδόσεώς τους, χωρίς επίσης να έχει κανένα δικαίωμα ...»), αρκεί για να
στηρίξει την αδικοπρακτική βάση της αίτησης, στην
οποία η αιτούσα επιχειρεί να θεμελιώσει το συγκεκριμένο κονδύλιο, όπως
προκύπτει από την προσήκουσα εκτίμηση του δικογράφου της, είτε ο πρώτος καθ’ ου
διατηρούσε κατά τον χρόνο της οπισθογράφησης την ιδιότητα του διαχειριστή της είτε
όχι. Ανεξάρτητα όμως από αυτό κατά την άποψη που προκρίνει ως ορθότερη το
διαιτητικό δικαστήριο δεν απαιτείται τελεσιδικία της σχετικής απόφασης, αλλά ο
αποκλεισμός του εταίρου προσωπικής εταιρίας επέρχεται από τη δημοσίευση, σε
πρώτο βαθμό, της οριστικής εκείνης απόφασης που τον διατάσσει, σύμφωνα με όσα
αναφέρονται στην παραπάνω μείζονα πρόταση, και συνεπώς κατά τον χρόνο που ο
ίδιος αναφέρει ότι δημοσιεύτηκε η με αριθμό ./2022 απόφαση του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Γιαννιτσών (31-5-2022) είχε ήδη αποκλειστεί από την καθ’ ης και
άρα είχε λήξει η διαχειριστική του εξουσία. Μετά από αυτά η αίτηση, η οποία
συζητείται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. ΚΠολΔ), καθώς δεν ορίζεται
διαφορετικά στη συμφωνία διαιτησίας και επειδή η διαδικασία αυτή προκρίθηκε ως
η καταλληλότερη για την επίλυση της διαφοράς από τον διαιτητή και ορίστηκε από
αυτόν (άρθρο 886 §1 εδ. β' ΚΠολΔ·
βλ. ΑΠ 1795/1983 Δ 1985.358, ΕφΑΘ 953/2004 ΕλλΔνη 2005.1137, ΕφΠειρ
1199/1995 ΔΕΕ 1995.1091, ΕφΘεσ 1950/1993 Αρμ 1995.810 = ΕλλΔνη 1994.684, ΕφΑΘ 6176/1990 ΕΔΠ 1991.286, ΜΔιαιτΔΓιαννιτσών
2/2021 ό.π., ΜΔιαιτΔΓιαννιτσών
1/2021 αδημ. στο νομικό τύπο, ΜΔιαιτΔΠειρ
4/2008 ΕΝαυτΔ 2008.146), είναι επαρκώς ορισμένη, παρά
τα όσα αντίθετα επικαλούνται οι καθ’ ων η αίτηση με το έγγραφο σημείωμά τους
(«προτάσεις»), και νομικά βάσιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 61, 65 εδ. α', 67 εδ. α', 281,288, 297 εδ. α', 298 εδ. α', 330, 333,
335, 340, 341 §1, 345 εδ. α', 361, 481, 713, 714,
719, 741, 748 §1 εδ. α', 749 εδ.
α', 751 εδ. α', 754 εδ. α',
756, 914, 919, 926 ΑΚ, 3 75 §§1 εδ. α', 2 ΠΚ, 254
§§1, 2 εδ. α', 3 εδ. α', 259
§1 εδ. α'περ. δ', 263, 271,
272 §1,274 §1,278 ν. 4072/2012, 74 περ. 1, 106, 176,218 §1, 219 §§1, 2, 867 εδ. α', 868, 869, 871 §1, 871Α §§1, 2 εδ.
α', 3, 6, 7 εδ. α', 873 §1, 880 §1, 882 §§1 εδ. α', γ', 2 εδ. α', 3, 5, 882Α,
886 §1, 880 και 890 §1 ΚΠολΔ, και συνεπώς πρέπει να
ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσία της. Από τον συνδυασμό των διατάξεων
των άρθρων 247, 251, 298, 914 και 937 §1 ΑΚ προκύπτει ότι σε περίπτωση
αδικοπραξίας, αφότου εκδηλώθηκε το ζημιογόνο γεγονός, γεννάται υπέρ του
ζημιωθέντος αξίωση αποζημίωσης για την όλη ζημία, θετική και αποθετική, παρούσα
και μέλλουσα, αν ήταν προβλεπτή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και εφόσον
η δικαστική της επιδίωξη είναι δυνατή, ενώ η παραγραφή της αξίωσης αυτής είναι
πενταετής και αρχίζει να τρέχει για όλες τις ζημίες, επελθούσες
και μέλλουσες, ενιαία, από τότε που ο ζημιωθείς έλαβε γνώση των πρώτων
επιζήμιων συνεπειών και του υπόχρεου προς αποζημίωση. Ως γνώση της ζημίας
νοείται η γνώση των επιζήμιων συνεπειών της αδικοπραξίας, χωρίς ωστόσο να είναι
απαραίτητη η γνώση της ακριβούς έκτασης της ζημίας (ΑΠ 12/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Όμως, κατά τη διάταξη της §2 του άρθρου 937 ΑΚ, αν η αδικοπραξία αποτελεί
συνάμα κολάσιμη πράξη, που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη
παραγραφή, αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημίωσης. Για την εφαρμογή της
παραγράφου αυτής πρέπει να συντρέχουν οι παρακάτω προϋποθέσεις: 1) η
αδικοπραξία να αποτελεί συνάμα κολάσιμη από τον ποινικό νόμο πράξη. Δεν
αποτελεί όμως προϋπόθεση η προηγούμενη άσκηση ποινικής δίωξης και η τιμωρία του
δράστη και 2) η ποινική δίωξη της πολιτείας για την τιμώρηση
της αξιόποινης πράξης πρέπει να υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή. Για τη
διαπίστωση, αν η ποινική παραγραφή της καλύπτουσας την αδικοπραξία κολάσιμης
πράξης είναι ή όχι μακρότερη από την αστική παραγραφή της απαίτησης από την
αδικοπραξία, θα ληφθεί υπ’ όψιν ο χαρακτηρισμός της
κολάσιμης πράξης ως κακουργήματος ή πλημμελήματος και η προβλεπόμενη στον
ποινικό νόμο, ανάλογα, ποινική παραγραφή, όπως αυτή, ως προς τη διάρκειά της
καθορίζεται στο άρθρο 111 ΠΚ ή σε διάταξη άλλου, ειδικού ποινικού νόμου (ΑΠ
1196/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· βλ. ΤρΕφΑΘ 1411/2023, ΤρΕφΠατρ 165/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, σύμφωνα με την οποία η
αδικοπραξία λόγω υπεξαίρεσης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κατ’ εξακολούθηση από
διαχειριστή ξένης περιουσίας και με το αντικείμενό της να υπερβαίνει το ποσό
των 120.000 ευρώ, ως κακουργηματική πράξη, υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή·
βλ. όμως και ΜΕφΑΘ 6483/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, σύμφωνα με
την οποία εάν η αδικοπραξία επαναλαμβάνεται και κάθε επανάληψη επιφέρει νέα
ζημία, κάθε φορά γεννιέται νέα αξίωση για αποζημίωση που υπόκειται σε αυτοτελή
παραγραφή, το δε γεγονός ότι οι επαναλαμβανόμενες ζημιογόνες πράξεις είναι
απόρροια ενός και του ίδιου πταίσματος δεν μπορεί να δικαιολογήσει την άποψη
ότι αυτές σχηματίζουν μια ενιαία αδικοπραξία και συνεπώς η παραγραφή αρχίζει
από τη γνώση της τελευταίας ζημίας που προέκυψε). Εξάλλου, το κατ’ εξακολούθηση
έγκλημα αντιμετωπίζεται ως ενιαίο έγκλημα, με συνέπεια οι επί μέρους πράξεις να
χάνουν την αυτοτέλειά τους. Ο χρόνος της παραγραφής είναι ενιαίος και αρχίζει
από την τέλεση της τελευταίας μερικότερης πράξης του δράστη [ΑΠ (ποιν.) 664/2024, ΑΠ (ποιν.)
212/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· βλ. ΑΠ 101/2022, ΑΠ (ποιν.) 13 5
0/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ], ενώ ο χρόνος συμπλήρωσής της προσδιορίζεται με βάση το
πλαίσιο ποινής του οικείου εγκλήματος στη βαρύτερη μορφή του (ΠεντΕφΘρακ 321/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η εξειδίκευση των
μερικότερων πράξεων του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος απαιτείται μόνον, όταν
αυτή ασκεί επιρροή στην παραγραφή ή στην ταυτότητα της πράξης ή στην περίπτωση
κατά την οποία για μία ή για περισσότερες από τις επί μέρους πράξεις συντρέχει
λόγος εξάλειψης του αξιοποίνου ή απαραδέκτου ή αναστολής της δίωξης ή
ανέγκλητου κ.λπ. [ΑΠ (ποιν.) 1883/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ].
Περαιτέρω, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, η άσκηση του
δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή
πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Ως
«δικαίωμα» νοείται αυτό που απορρέει από διατάξεις ουσιαστικού δικαίου.
Θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά το δικαίωμα και όταν η συμπεριφορά του
δικαιούχου πριν από την άσκησή του καθώς και η πραγματική κατάσταση που
διαμορφώθηκε στο διάστημα που μεσολάβησε, δε δικαιολογούν τη μεταγενέστερη
άσκησή του και καθιστούν αυτή μη ανεκτή κατά τις αντιλήψεις για το δίκαιο του
μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού η άσκησή του τείνει στην ανατροπή κατάστασης
που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ
χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο.
Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος,
να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε
συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα εύλογα, η πεποίθηση ότι ο
δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Μόνο το γεγονός ότι η
άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη έστω και
μεγάλη στον οφειλέτη, δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος κατ’ άρθρο
281 ΑΚ, παρά μόνο αν αυτό μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιστάσεις, όπως
όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη, όμως,
συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής, όπως έχει δικαίωμα από τον
νόμο, αποφασίζει να εισπράξει την απαίτησή του, διότι αυτό αποτελεί δικαίωμα
συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας, του, τον τρόπο της οποίας
(διαχείρισης) αυτός μπορεί να αποφασίζει, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση
υπάρχει υπέρβαση και μάλιστα προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών
ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 375/2023 ΤΝΠ
Ν0Μ0Σ). Κατά την έννοια της προκείμενης διάταξης και από τη ρητή διατύπωσή της
είναι προφανές ότι για την εφαρμογή της και τη θεμελίωσή της σχετικής ένστασης
απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί, κατά νομική και λογική αναγκαιότητα, η ύπαρξη
του σχετικού δικαιώματος και συνακόλουθα η κατ’ αρχάς παραδοχή αυτού (όπως
ισχύει για όλες τις ουσιαστικές ενστάσεις), του οποίου, όμως, η άσκηση και
μόνον υπερβαίνει «προφανώς» στη συγκεκριμένη περίπτωση τα εκεί αναφερόμενα
αντικειμενικά κριτήρια (ΑΠ 1277/2021, ΑΠ 418/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μεταξύ, δηλαδή,
των προϋποθέσεων για τη θεμελίωσή της ένστασης καταχρηστικής άσκησης
δικαιώματος είναι και η επίκληση της ύπαρξης δικαιώματος, καθόσον μόνον
υπαρκτού δικαιώματος μπορεί να νοηθεί καταχρηστική άσκηση. Εάν αυτός που
προτείνει τον σχετικό ισχυρισμό αρνείται τα περιστατικά που στηρίζουν το
ασκούμενο δικαίωμα, δεν μπορεί να θεμελιωθεί η από το άρθρο 281 ΑΚ ένσταση (ΑΠ
721/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ · βλ. ΑΠ 542/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Δηλαδή, η διάταξη του άρθρου
281 ΑΚ έχει εφαρμογή στην περίπτωση άσκησης δικαιώματος από τον δικαιούχο, όταν
δηλαδή αυτός επιδιώκει την παροχή έννομης προστασίας για να επιτύχει την
πραγματοποίηση της κατάστασης που αρμόζει στο δικαίωμά του και όχι όταν ο αντίδικός
του αρνείται, απλά ή αιτιολογημένα να δεχθεί την ύπαρξη ή άσκηση δικαιώματος
του αντιδίκου του ή όταν επικαλείται απλώς νομική αβασιμότητα του αγωγικού δικαιώματος, αποκρούοντας δηλαδή την εφαρμογή του
ως μη αναγνωριζόμενου από τον νόμο. Διότι εάν μεν το δικαίωμα αυτό είναι
νόμιμο, μπορεί να ενασκηθεί και εναντίον της βούλησης του υπόχρεου, οπότε
ελέγχεται ενδεχόμενη καταχρηστικότητα της άσκησής
του, εάν, όμως, είναι ανυπόστατο ή αντίκειται στον νόμο, δεν μπορεί εκ μέρους
του αμφισβητούντος αυτό να γίνει λόγος για κατάχρηση. Επομένως, ο ισχυρισμός
του εναγόμενου περί καταχρηστικής άσκησης «υποτιθέμενου» δικαιώματος, σε κάθε
περίπτωση, δεν αποτελεί ένσταση από το άρθρο 281 ΑΚ, αλλά άρνηση της αγωγής,
ενώ η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν έχει εφαρμογή, όταν ο διάδικος αρνείται την
ύπαρξη του δικαιώματος του αντιδίκου του, καθόσον είναι λογικά αδύνατη η
καταχρηστική άσκηση ανυπάρκτου δικαιώματος (ΤρΕφΑΘ
282/2024 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Παραπέρα, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 457
§§2, 3, 460, 461 και 463 ΚΠολΔ προκύπτει ότι τα
ιδιωτικά έγγραφα, σε αντίθεση με τα δημόσια, δεν έχουν το τεκμήριο γνησιότητας.
Η επίκληση και προσκομιδή ιδιωτικού εγγράφου για την απόδειξη ουσιώδους
ισχυρισμού εμπεριέχει τον ισχυρισμό του διαδίκου για τη γνησιότητά του, ενώ ο
αντίδικός αυτού έχει το βάρος της δήλωσης για την άρνηση της γνησιότητας και ο
πρώτος της απόδειξης αυτής, όταν αμφισβητηθεί, καθόσον η αμφισβήτηση της
γνησιότητας συνιστά άρνηση. Έτσι, εφόσον το έγγραφο είναι ενυπόγραφο, αδιάφορο
αν φέρει την υπογραφή εκείνου, κατά του οποίου προσάγεται ή τρίτου, η
αμφισβήτηση της γνησιότητας αναφέρεται στην υπογραφή του εγγράφου και η
απόδειξη της γνησιότητας της υπογραφής δημιουργεί αμάχητο τεκμήριο για τη
γνησιότητα του υπερκείμενου περιεχομένου του εγγράφου που καλύπτεται από την
υπογραφή, το οποίο τεκμήριο ανατρέπεται μόνο με την προσβολή του εγγράφου ως
πλαστού. Αυτό διότι η προσβολή του εγγράφου ως πλαστού αναφέρεται στο
περιεχόμενο του εγγράφου, ενώ η αμφισβήτηση της γνησιότητας ενός ιδιωτικού
εγγράφου μόνο στην υπογραφή του (ΑΠ 535/2019, ΜΕφΠειρ
8/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για να έχει αποδεικτική δύναμη ιδιωτικό έγγραφο, σύμφωνα με
το άρθρο 443 ΚΠολΔ, πρέπει να έχει ιδιόχειρη υπογραφή
του εκδότη ή αντί για υπογραφή ένα σημάδι που αυτός έβαλε και επικύρωσε από
συμβολαιογράφο ή άλλη δημόσια αρχή, που βεβαιώνει πως το σημάδι έχει τεθεί αντί
για την υπογραφή και ότι ο εκδότης δήλωσε ότι δεν μπορεί να υπογράψει (ΜΕφΠατρ 183/2023 ΤΝΠ Ν0Μ0Σ). Η ιδιόχειρη υπογραφή στο
ιδιωτικό έγγραφο είναι αναγκαία προϋπόθεση, για να έχει το έγγραφο το κύρος του
επώνυμου αποδεικτικού μέσου (άρθρο 339 ΚΠολΔ) και να
αναπτύξει την αυξημένη αποδεικτική του δύναμη κατ’ άρθρο 445 ΚΠολΔ, άλλως, αν στερείται υπογραφής, έχει την ισχύ απλού
δικαστικού τεκμηρίου (ΑΠ 210/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εκδότης, κατά την έννοια του
άρθρου 443 ΚΠολΔ, θεωρείται εκείνος ο οποίος
αναλαμβάνει υποχρεώσεις από το έγγραφο. Ως ιδιωτικά έγγραφα, βέβαια, θεωρούνται
σύμφωνα με τη διάταξη της περ. α' της §1 του άρθρου 444 ΚΠολΔ,
και τα βιβλία που έμποροι και επαγγελματίες τηρούν κατά τον εμπορικό νόμο ή
άλλες διατάξεις. Η αποδεικτική δύναμη των βιβλίων αυτών ρυθμίζεται στο άρθρο
448 ΚΠολΔ, κατά το οποίο, τα βιβλία που αναφέρονται
στην περ. α της §1 του άρθρου 444 του ίδιου Κώδικα, εφόσον είναι συνταγμένα
κατά τους νόμιμους τύπους, αποτελούν μεταξύ εμπόρων ή άλλων προσώπων
υποχρεωμένων να τηρούν όμοια -βιβλία πλήρη απόδειξη για όσα αναφέρονται σε
αυτά, αλλά επιτρέπεται η ανταπόδειξή. Εξ αντιδιαστολής από τις ρυθμίσεις αυτές,
οι οποίες αφορούν τα Υποχρεωτικά από τον νόμο βιβλία των αναφερομένων στο άρθρο
444 ΚΠολΔ Προσώπων, τα προαιρετικά βιβλία των
προσώπων αυτών αποτελούν ιδιωτικά έγγραφα και έχουν αποδεικτική δύναμη μόνο υπό
τους όρους του άρθρου 443 ΚΠολΔ (ΜΕφΔωδ
65/2024 ΤΝΠ Ν0Μ0Σ). Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των §§2 και 3 του άρθρου 457 ΚΠολΔ, εκείνος κατά του οποίου προσκομίζεται ιδιωτικό
έγγραφο οφείλει να δηλώσει αμέσως αν αναγνωρίζει ή αρνείται τη γνησιότητα της
υπογραφής, διαφορετικά το έγγραφο θεωρείται αναγνωρισμένο. Η αλήθεια ή μη του
περιεχομένου των εγγράφων όμως, των οποίων έχει αποδειχθεί η γνησιότητα,
εκτιμάται ελεύθερα (άρθρο 340 ΚΠολΔ) από το
δικαστήριο της ουσίας. Αυτονόητη προϋπόθεση της εφαρμογής των διατάξεων αυτών
είναι το ενυπόγραφο ιδιωτικό έγγραφο να φέρει την υπογραφή εκείνου κατά του
οποίου προσκομίζεται ή τρίτου και όχι την υπογραφή του διαδίκου που το
προσκομίζει (ΑΠ 1401/2024 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αντικείμενο απόδειξης της αμφισβητούμενης
γνησιότητας ιδιωτικού εγγράφου είναι η γνησιότητα της υπογραφής και μόνο, χωρίς
να επεκτείνεται στην απόδειξη της αλήθειας του περιεχομένου του εγγράφου (ΤρΕφΑνΚρητ 16/2024 ό.π.).
Άλλωστε, η αποδεικτική δύναμη (πλήρης απόδειξη) ενός εγγράφου αναφέρεται μόνο
στο ότι αυτή προέρχεται από τον υπογραφέα του. Δεν
αναφέρεται στο περιεχόμενο της δήλωσης. Αντίθετα, ως προς την αλήθεια του
περιεχομένου της δήλωσης, επιτρέπεται ανταπόδειξη (ΜΕΦΠειρ
370/2024 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο ισχυρισμός ότι το περιεχόμενο του εγγράφου είναι ψευδές
δε συνιστά αμφισβήτηση της γνησιότητάς του, αλλά αμφισβήτηση της αποδεικτικής
αξίας του για τον σχηματισμό δικανικής πεποίθησης σχετικά με το αποδεικτικό
πόρισμα του δικαστηρίου (πρβλ. ΤρΕφΛαρ
49/2021 Δικογραφία 2021.709). Η αμφισβήτηση της γνησιότητας της υπογραφής
ενυπόγραφου ιδιωτικού εγγράφου πρέπει να γίνεται κατά την ίδια συνεδρίαση, κατά
την οποία προσκομίζεται (για πρώτη φορά) το έγγραφο, με προσθήκη στις προτάσεις
και να είναι ρητή, σαφής και ειδική, χωρίς ενδοιαστικές ή υποθετικές εκφράσεις.
Αν αυτό δε γίνει, θεωρείται ότι αναγνωρίστηκε σιωπηρά η γνησιότητα του εγγράφου
και τυχόν αμφισβήτηση αυτής σε μεταγενέστερη συζήτηση είναι απαράδεκτη (ΑΠ
1860/2024, ΑΠ 1701/2022 ΤΝΠ Ν0Μ0Σ). Η αμφισβήτηση της γνησιότητας όλων
συλλήβδην των εγγράφων δεν καλύπτει όσον αφορά τα ιδιωτικά έγγραφα τις
προϋποθέσεις του νόμου για ρητή, σαφή και ειδική αμφισβήτηση (ΑΠ 239/2017 ΤΝΠ
ΝΟΜΟΣ). Βέβαια, κάθε έγγραφο μπορεί να προσβληθεί ως πλαστό (άρθρο 460 ΚΠολΔ). Όταν η πλαστογραφία αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο,
η ένσταση πλαστότητας μπορεί να προβληθεί σε οποιαδήποτε στάση της δίκης
ενώπιον των δικαστηρίων της ουσίας, πρωτόδικης ή κατ’ έφεση, με το δικόγραφο
της έφεσης ή τις προτάσεις (άρθρο 461 ΚΠολΔ), χωρίς
να απαιτείται γι’ αυτό η κατ’ άρθρο 98 περ. β' ΚΠολΔ,
για την υποβολή της από πληρεξούσιο δικηγόρο, ειδική πληρεξουσιότητα, εφόσον
έχει υποβληθεί αρμοδίως σχετική μήνυση. Θα πρέπει, όμως, κατ’ άρθρο 463 ΚΠολΔ ο προβάλων την ένσταση αυτή
να προσκομίσει ταυτόχρονα τα έγγραφα που αποδεικνύουν την πλαστότητα και να
αναφέρει ονομαστικά τους μάρτυρες και τα άλλα αποδεικτικά μέσα, αλλιώς οι
ισχυρισμοί του είναι απαράδεκτοι (ΑΠ 1577/2023 ΤΝΠ Ν0Μ0Σ). Το άρθρο αυτό είναι εντεταγμένο στο κεφάλαιο της απόδειξης και συνιστά, λόγω
και της θέσης του στον ΚΠολΔ, παρά τη γενική του
διατύπωση, κανόνα της αποδεικτικής μόνο διαδικασίας (ΟλΑΠ
23/1999 ΕλλΔνη 2000.29 = ΕΕΝ 2000.28 = ΝοΒ 2000.474, ΑΠ 618/2023 ΤΝΠ Ν0Μ0Σ). Ο ΚΠολΔ
με το άρθρο αυτό επιβάλλει την προαπόδειξη. Αυτό σημαίνει ότι ο μη
συνοδευόμενος με προσαγωγή ή με επίκληση μέσων απόδειξης ισχυρισμός για την
πλαστότητα είναι απαράδεκτος, Η ταυτόχρονη προσκομιδή των αποδεικτικών μέσων
έχει την έννοια ότι κατά τον ίδιο χρόνο και με το ίδιο μέσο (π.χ. προτάσεις)
που προβάλλεται η ένσταση πλαστότητας πρέπει να γίνεται και η επίκληση και
προσαγωγή των αποδεικτικών μέσων (ΜΕφΘεσ 1778/2024
ΤΝΠ Ν0Μ0Σ). Η υποχρέωση της κατονόμασης των μαρτύρων
υφίσταται ακόμη και όταν έχει υποβληθεί μήνυση για πλαστογραφία, στην οποία
αναφέρονται οι μάρτυρες (ΑΠ 20/2017, ΜΕφΘεσ 545/2021
ΤΝΠ Ν0Μ08) και τα αποδεικτικά της πλαστότητας έγγραφα [X. Απαλαγάκη/Στ. Σταματόπουλος (-1. Βαλμαντώνης),
Ο νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, 1ος τόμος-Αρθρα
1-494 (2022), άρθρο 463 αριθ. 3, σελ.1449]. Επομένως βαίνει απαράδεκτος ο
ισχυρισμός για πλαστότητα αν ο ενιστάμενος προσκόμισε μόνο έγγραφα και δεν
ανέφερε ονομαστικά τους μάρτυρες ταυτόχρονα με την προβολή του ισχυρισμού
πλαστότητας. Μεταγενέστερη συμπλήρωση του ισχυρισμού πλαστότητας ως προς τα
στοιχεία αυτά (ονομαστική αναφορά μαρτύρων και άλλων αποδεικτικών μέσων και
προσκομιδή αποδεικτικών εγγράφων) και, μάλιστα, με την προσθήκη ή με την
υποβολή έγκλησης δεν αίρει τον χαρακτήρα του ισχυρισμού ως απαραδέκτου [Π. Κατσιρούμπας(-Στ. Κουταλιανός), Ενστάσεις στην Πολιτική Δίκη (2018),
§22.ν.Γ.1.γ αριθ. 34, σελ. 494-495]. Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου
προσκομίσθηκε το έγγραφο, του οποίου προβάλλεται πλαστότητα του περιεχομένου
του, διατάσσει αποδείξεις επί της πλαστότητας, μόνον αν η ένσταση προτάθηκε
παραδεκτά (ΑΠ 401/2019 ΝοΒ 2020.1286). Όταν το
αδίκημα της πλαστογραφίας έχει παραγραφεί, αν η πλαστογραφία αποδίδεται σε
ορισμένο πρόσωπο, ο σχετικός ισχυρισμός δεν μπορεί να προτείνεται σε κάθε στάση
της δίκης, αλλά πρέπει να προταθεί επί ποινή απαραδέκτου κατά τη συζήτηση, κατά
την οποία προσήχθη το έγγραφο. Και αυτό γιατί
εκλείπουν οι ποινικές συνέπειες που ενδιαφέρουν τη δημόσια τάξη και επέβαλαν
την εν λόγω ρύθμιση (ΑΠ 488/2024, ΑΠ 762/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αν όμως στην
περίπτωση αυτή προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι ο διάδικος εν γνώσει χρησιμοποιεί
πλαστό έγγραφο και ότι συνεπώς διαπράττει το αυτοτελές έγκλημα της χρήσης
πλαστού εγγράφου (άρθρο 216 §2 ΠΚ), ισχύουν ανάλογα όσα ορίζονται για την
περίπτωση απόδοσης της πλαστογραφίας σε ορισμένο πρόσωπο (Α762/2023 ό.π.) αναφορικά με τη δυνατότητα προβολής της σχετικής
ένστασης. Στον ισχυρισμό πλαστότητας της υπογραφής του εκδότη ιδιωτικού
εγγράφου εμπεριέχεται εννοιολογικά, ως κάτι λιγότερο, η από μέρους του προτείνοντος την πλαστότητα άρνηση της γνησιότητας της
υπογραφής. Συνεπώς, αν η ένσταση πλαστότητας της υπογραφής του εκδότη ιδιωτικού
εγγράφου δεν υποβληθεί παραδεκτά είναι ερευνητέος ο
ισχυρισμός για τη γνησιότητα της υπογραφής αυτού, ο οποίος συνιστά άρνηση (ΜΕφΘεσ 1778/2024 ΤΝΠ Ν0Μ0Σ). Η προσβολή, πάντως, της
πλαστότητας είναι ευρύτερη της γνησιότητας του εγγράφου, καθόσον αφορά όχι μόνο
αποκλειστικά την υπογραφή, αλλά και το περιεχόμενό του [X. Απαλαγάκη/Στ. Σταματόπουλος (-1. Βαλμαντώνης),
Ο νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας I, άρθρο 460 αριθ. 2, σελ. 1440]. Το βάρος
απόδειξης της ένστασης πλαστότητας το επωμίζεται ο ενιστάμενος [Π Κατσιρούμπας(-Στ. Κουταλιανός), ό.π., §22.ν.Β αριθ.
27, σελ. 490]. Σύμφωνα με την κρατούσα στη νομική επιστήμη άποψη, την οποία
υιοθετεί το παρόν διαιτητικό δικαστήριο, η προσβολή για πλαστότητα αναφέρεται
στο επώνυμο αποδεικτικό μέσο των εγγράφων και μάλιστα εκείνων, που αν δεν ήταν
πλαστά, θα είχαν τυπική αποδεικτική δύναμη ως τέτοια, διότι, είτε είναι
πρωτότυπα δημόσια έγγραφα, ή ιδιωτικά έγγραφα, που φέρουν την ιδιόχειρη
υπογραφή του εκδότη (άρθρο 443 ΚΠολΔ), είτε ως
εμπορικά κ.λπ. νόμιμα βιβλία εμπίπτουν στο άρθρο 444 ΚΠολΔ,
είτε, τέλος, είναι αντίγραφα που εξομοιώνονται με πρωτότυπα επειδή η ακρίβειά
τους βεβαιώνεται αρμοδίως (άρθρο 449 ΚΠολΔ).
Επομένως, κατά την άποψη αυτή, δεν προσβάλλονται ως πλαστά μη πληρούντα τους όρους αποδεικτικά μέσα, όπως η ανεπικύρωτη
φωτοτυπία, ή δικαστικά τεκμήρια [X. Απαλαγάκη/Στ. Σταματόπουλος (-1. Βαλμαντώνης),
Ο νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας I, άρθρο 460 αριθ. 7, σελ. 1442· Π. Κατσιρούμπας (-Στ. Κουταλιανός), ό.π., §22.111.β
αριθ. 7, σελ. 481 · Σπ. Τσαντίνης,
Ελαττωματικά μέσα αποδείξεως στην τακτική διαδικασία του ΚΠολΔ,
ΧρΙΔ 2005, σελ. 707 επ.· Κ.
Μπέης, Προϋποθέσεις της παραδεκτής προσβολής εγγράφου ως πλαστού, όταν ο
αντίδικος είχε προσκομίσει στο δικαστήριο ανεπικύρωτη φωτοτυπία του (γνμδ), Δ 2004, σελ. 957 επ. και
ιδίως 961-962· πρβλ. και ΑΠ 1238/1990 ΠοινΧρ 1991.533 = Λογιστής 1992.353]. Ωστόσο, στη ποινική
νομολογία γίνεται δεκτό ότι και το ανεπικύρωτο φωτοτυπικό αντίγραφο, παρότι δεν
είναι πρωτότυπο, είναι δυνατόν να καταστεί υλικό αντικείμενο πλαστογραφίας.
Κατά τη νομολογιακή αυτή θέση η δημιουργία εγγράφου
με τη μέθοδο της φωτοτυπίας και η αλλοίωση, κατά τη φωτοτύπηση,
στοιχείων του γνήσιου εγγράφου, συνιστά κατάρτιση νέου πλαστού εγγράφου, ενώ η
χρήση ανεπικύρωτων φωτοτυπικών αντιγράφων εγγράφου, που έχει νοθευτεί, συνιστά
ειδική μορφή χρήσης πλαστού εγγράφου. Αυτό γιατί η αποδεικτική δύναμη του
εγγράφου, με την έννοια του άρθρου 13 περ. γ' ΠΚ, δε συμπίπτει κατ’ ανάγκη με
την αποδεικτική δύναμη που έχουν τα έγγραφα, ως μέσα απόδειξης, κατά την
πολιτική δικονομία και, επομένως, δεν είναι απαραίτητο να ερευνάται, αν είναι
σύμφωνα με τους κανόνες της. Κατά συνέπεια, στον χώρο του ποινικού δικαίου, το
φωτοτυπικό αντίγραφο εγγράφου αποτελεί έγγραφο με την προαναφερθείσα έννοια,
χωρίς να απαιτείται η βεβαίωση της ακρίβειάς του από αρμόδιο, κατά τον νόμο,
πρόσωπο, κατά το άρθρο 449 §2 ΚΠολΔ [ενδεικτικά ΟλΑΠ 2/2000 ΝοΒ 2000.145 8 - ΠοινΧρ 2000.120 Υπεράσπιση 2000.983, Α11 (ποιν.) 367/2019 ΤΝΠ Ν0Μ0Σ]. Η διαφορετική αυτή αντιμετώπιση
έγκειται στο ότι στο ποινικό δίκαιο μπορεί να στοιχειοθετείται
πλαστογραφία λόγω της ευρείας έννοιας του εγγράφου κατά το άρθρο 13 περ. γ' ΠΚ,
στην οποία αναμφίβολα υπάγεται το έγγραφο κατά το αστικό δικονομικό δίκαιο, το
αντικείμενο όμως της πλαστογραφίας να μη θεωρείται ως έγγραφο κατά την πολιτική
δικονομία [Σ.-Σ. Πανταζόπουλος, Αναψηλάφηση της
απόφασης λόγω ψευδών αποδεικτικών μέσων (2009), σελ. 74], Στην προκειμένη
περίπτωση, οι καθ’ ων η αίτηση με προφορική δήλωση της ανωτέρω πληρεξούσιας
δικηγόρου τους στο ακροατήριο κατά την αρχική συζήτηση της υπόθεσης, αλλά και
με το έγγραφο σημείωμά τους, που κατέθεσαν κατά την αρχική συζήτηση, αρνούνται
τα θεμελιωτικά της ιστορικής βάσης της υπό κρίση αίτησης περιστατικά.
Περαιτέρω, οι καθ’ ων, προς αντίκρουση της αίτησης ισχυρίζονται, επικουρικά, με
προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου τους στο ακροατήριο κατά την αρχική
συζήτηση της υπόθεσης, που περιέχεται στα με αριθμό 1/2024 πρακτικά δημόσιας
συνεδρίασης του διαιτητικού δικαστηρίου τούτου, αλλά και με το έγγραφο σημείωμά
τους, όπως εκτιμάται προσηκόντως το περιεχόμενο αυτού, ότι η αιτούσα, διά του
νυν διαχειριστή της…, ήδη από το 2016 γνώριζε τόσο τις πρώτες άδικες πράξεις σε
βάρος της από τους καθ’ ων όσο και τις πρώτες επιζήμιες συνέπειες των πράξεων
αυτών και συνεπώς, εφόσον η υπό κρίση αίτηση ασκήθηκε στις 21-5-2024, η αδικοπρακτική απαίτησή της για θετική ζημία, που συνίσταται
στο επικαλούμενο στην αίτηση έλλειμα του ισολογισμού, αλλά και για αποθετική
ζημία (διαφυγόν κέρδος της), καθώς και η απαίτησή της για χρηματική ικανοποίηση
λόγω ηθικής βλάβης, έχει υποπέσει σε πενταετή παραγραφή. Ο ισχυρισμός αυτός,
που επιχειρείται να θεμελιωθεί στις διατάξεις των άρθρων 251, 277 και 937 § 1
ΑΚ, ως ένσταση πενταετούς παραγραφής, κατά το μεν μέρος του που βάλει κατά των
κονδυλίων των διαφυγόντων κερδών και της ηθικής βλάβης υποβάλλεται αλυσιτελώς
και άρα είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος μετά την απόρριψη των κονδυλίων αυτών
ως αόριστων, κατά το δε μέρος του που βάλει κατά του κονδυλίου του ελλείματος
είναι νομικά αβάσιμος και για το λόγο αυτό απορριπτέος, καθότι, στο μέτρο που η
ζημία για το κονδύλιο του ελλείματος στον ισολογισμό της αιτούσας υπερβαίνει
τις 120.000 ευρώ, η άδικη πράξη της κατ’ εξακολούθηση υπεξαίρεσης που
καταλογίζει στους καθ’ ων η αιτούσα, από την οποία απορρέει το έλλειμα κατά την
προσήκουσα εκτίμηση του δικογράφου της αίτησης, έχει κακουργηματικό χαρακτήρα
και υπόκειται, σύμφωνα με τη διάταξη της §2 του άρθρου 375 ΠΚ, όπως ισχύει, σε
δεκαετή παραγραφή, που σε κάθε περίπτωση ξεκίνησε από την τέλεση της τελευταίας
μερικότερης πράξης, ώστε, ως ποινικά κολάσιμη πράξη, υπόκειται στην ίδια
παραγραφή και η αξίωση αποζημίωσης της αιτούσας για το εν λόγω κονδύλιο, η
οποία δεν έχει συμπληρωθεί μέχρι τον χρόνο άσκησης της αίτησης, σύμφωνα με όσα
αναφέρονται στην προηγηθείσα μείζονα πρόταση, με τη
σημείωση, μάλιστα, πως και στο διαχρονικό δίκαιο που ίσχυσε από την αναφερόμενη
στο σημείωμα των καθ’ ων γνώση εκ μέρους της αιτούσας των άδικων πράξεων σε
βάρος της, των υπαιτίων γι’ αυτές και των πρώτων επιζήμιων συνεπειών τους μέχρι
την άσκηση της αίτησης δεν προβλέφθηκε στον νόμο μικρότερος χρόνος παραγραφής
για το έγκλημα αυτό. Περαιτέρω, οι καθ’ ων με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας
δικηγόρου τους στο ακροατήριο κατά την αρχική συζήτηση της υπόθεσης, που
περιέχεται στα με αριθμό 1/2024 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του διαιτητικού
δικαστηρίου τούτου, αλλά και με το έγγραφο σημείωμά τους, όπως εκτιμάται το
περιεχόμενο αυτού, ισχυρίζονται, επικουρικά και σε περίπτωση που κριθεί ότι
υφίσταται το ασκούμενο με την αίτηση δικαίωμα της αιτούσας, ότι ο νυν
διαχειριστής της αιτούσας, …άσκησε, για λογαριασμό της αιτούσας, την υπό κρίση
αίτηση, ως συνέχεια των μέχρι σήμερα προσχηματικών δικογράφων που έχει ασκήσει
εναντίον τους (ο ίδιος προσωπικά), στην προσπάθειά του να τους προκαλέσει
οικονομική ζημία, ότι ο εκείνος από τον Ιούνιο του έτους 2011 που ο πρώτος από
αυτούς ανέλαβε τη διαχείριση της αιτούσας μέχρι και το έτος 2016, καμία
αντίρρηση στον τρόπο που ασκούσε τα καθήκοντά του εξέφρασε, μολονότι γνώριζε
τόσο τον τρόπο λειτουργίας της αιτούσας όσο και τον τρόπο διαχείρισής της από
αυτόν, αφού ήταν ο ίδιος που τον καθοδήγησε και του υπέδειξε τον τρόπο με τον
οποίο θα λειτουργούσε η αιτούσα, ότι το έτος 2016 οι σχέσεις τους διερράγησαν
οριστικά, όταν πλέον αντιλήφθηκαν την κακή και αλόγιστη διαχείριση εκ μέρους
του στην άλλη ετερόρρυθμη εταιρία στην οποία συμμετέχουν ως συνέταιροι, επίσης,
με την επωνυμία…την οποία προσπαθεί να συγκαλύψει με την άσκηση (προσχηματικών)
αγωγών σε βάρος τους προκειμένου να δημιουργήσει δυσμενείς και εσφαλμένες
εντυπώσεις, ότι μέχρι τη διάρρηξη των μεταξύ τους σχέσεων τούς δημιούργησε την
εντύπωση ότι ενέκρινε τον τρόπο διαχείρισης της αιτούσας από τον πρώτο από
αυτούς και πως δε θα στρεφόταν εναντίον τους και ότι για τους λόγους αυτούς η
μεταστροφή στη συμπεριφορά του με την άσκηση των ενδίκων αξιώσεων της αιτούσας,
ως διαχειριστή της, αντίκειται στα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά
ήθη και ο οικονομικός σκοπός των σχετικών δικαιωμάτων και επομένως η αίτηση
πρέπει να απορριφθεί ως καταχρηστικά ασκούμενη. Ο ισχυρισμός αυτός, που
επιχειρείται να θεμελιωθεί στο άρθρο 281 ΑΚ, ως ένσταση καταχρηστικής άσκησης
δικαιώματος, είναι νομικά αβάσιμος και για τον λόγο αυτό απορριπτέος, διότι οι
καθ’ ων ουσιαστικά αρνούνται το ένδικο δικαίωμα της αιτούσας, όταν ισχυρίζονται
ότι η εξεταζόμενη αίτηση έχει προσχηματικό χαρακτήρα και, με αυτήν, ο νυν
διαχειριστής της αποσκοπεί αποκλειστικά και μόνο στην οικονομική τους εξόντωση,
ενώ, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην προηγηθείσα
μείζονα πρόταση, η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν έχει εφαρμογή όταν ο διάδικος
αρνείται την ύπαρξη του δικαιώματος του αντιδίκου του, αφού είναι λογικά
αδύνατη η καταχρηστική άσκηση ανύπαρκτου δικαιώματος. Οι καθ’ ων δηλαδή
επικαλούνται πως δεν υφίσταται η απαίτηση της αιτούσας εναντίον τους, που
ασκείται με την αίτηση, αλλά αυτή ασκείται προσχηματικά και μόνο προκειμένου να
δημιουργήσει δυσμενείς και εσφαλμένες εντυπώσεις στους τρίτους για τους ίδιους
όμως, όπως ήδη ειπώθηκε, η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν μπορεί να προβληθεί
προς απόκρουση δικαιωμάτων την ύπαρξη των οποίων αρνείται ο υπόχρεος (βλ. ΤρΕφΑΘ 508/2024 ΤΝΠ Ν0Μ0Σ). Σε κάθε περίπτωση η προηγηθείσα της άσκησης του ενδίκου δικαιώματος συμπεριφορά
που επικαλούνται οι καθ’ ων για τη θεμελίωση του ισχυρισμού τους αφορά
αποκλειστικά το πρόσωπο του ήδη διαχειριστή της αιτούσας, ο οποίος, όμως, δεν
είχε αυτήν την ιδιότητα κατά τον χρόνο που επέδειξε τη συμπεριφορά που
περιγράφουν, οπότε τα πιο πάνω περιστατικά, ακόμη και αν κριθούν αληθή, δε
συνιστούν στην ουσία αντιφατική συμπεριφορά του δικαιούχου του δικαιώματος (venire contra factum proprium). Τέλος, οι καθ’
ων με τον σχολιασμό της πραγματογνωμοσύνης, που κατέθεσαν κατά την
επαναλαμβανόμενη συζήτηση, ισχυρίζονται ότι οι εξωλογιστικές
καταστάσεις παρακολούθησης συναλλαγών των ετών 2014 και 2.015 και της ημερήσιας
κίνησης του ταμείου της αιτούσας του έτους 2015, που προσκόμισε η αντίδικός
τους κατά την αρχική συζήτηση της υπόθεσης και οι οποίες δε συνιστούν
αποσπάσματα από τα εμπορικά βιβλία της αιτούσας και δε φέρουν υπογραφή του
συντάκτη τους, είναι πλαστές, ότι αυτές έχουν καταρτιστεί από τον ίδιο τον
νόμιμο εκπρόσωπο της αιτούσας, κατά του οποίου έχουν υποβάλει την από 31-1-2025
μήνυσή (έγκλησή) τους για τα αδικήματα, μεταξύ άλλων, της πλαστογραφίας (εξ
υπαρχής κατάρτισης) και χρήσης πλαστών εγγράφων και ότι, σε κάθε περίπτωση,
μετά την προσκόμισή τους κατά την αρχική συζήτηση από την αιτούσα αμφισβήτησαν
τη γνησιότητά τους ως ιδιωτικών εγγράφων. Ο ισχυρισμός αυτός κατά την κύρια
βάση του, με τον οποίο οι καθ’ ων επιχειρούν να θεμελιώσουν ένσταση
πλαστότητας, προτείνεται κατ’ αρχάς παραδεκτά στο στάδιο αυτό της δίκης, στο
μέτρο που οι καθ’ ων η αίτηση κατονομάζουν τον πλαστογράφο, χωρίς να απαιτείται
για την υποβολή του από την πληρεξούσια δικηγόρο των καθ’ ων, που υπογράφει τον
σχολιασμό της πραγματογνωμοσύνης, ειδική πληρεξουσιότητα, εφόσον έχει ήδη
υποβληθεί σχετική μήνυση. Βέβαια, σύμφωνα με όσα οι ίδιοι οι καθ’ ων
επικαλούνται στο σημείωμά τους, για τη θεμελίωση της ιστορικής βάσης της
ένστασης παραγραφής που πρότειναν κατά την αρχική συζήτηση, οι καταστάσεις που
προσβάλλουν ως πλαστές συντάχθηκαν το έτος 2016 («... υποστηρίζει ότι ήδη από
τις αρχές του 2016 ο…είχε λάβει στα χέρια του αντίγραφο των δήθεν καταστάσεων
της εταιρίας ...»), οπότε κατά τον χρόνο υποβολής της μήνυσης (έγκλησης) από
αυτούς σε βάρος του νόμιμου εκπροσώπου της αιτούσας τον Ιανουάριο του 2015 το
αποδιδόμενο στον τελευταίο αδίκημα της πλαστογραφίας θα μπορούσε να κριθεί ότι
παραγράφηκε, αφού η πράξη, λόγω του ύψους της φερόμενης συνολικής ζημίας των
μηνυτών (70.883 ευρώ, όπως οι ίδιοι αναφέρουν στον σχολιασμό της
πραγματογνωμοσύνης), έχει πλημμεληματικό χαρακτήρα
(άρθρο 216 §1 ΠΚ) και συνεπώς υπόκειται σε πενταετή παραγραφή (άρθρα 111 §§1, 3
και 112 ΠΚ), η οποία είχε συμπληρωθεί σε προγενέστερο της υποβολής της μήνυσης
χρόνο. Και ενώ, υπό μία τέτοια παραδοχή, η πρόταση της ένστασης πλαστότητας
κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση θα έπρεπε να κριθεί απαράδεκτη, εφόσον,
όμως, συντρέχει, κατά τους ισχυρισμούς των καθ’ ων, το αυτοτελές αδίκημα της
χρήσης πλαστών εγγράφων από την αιτούσα, είναι επιτρεπτή η προβολή του σχετικού
ισχυρισμού ακόμη και στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση, παρά την προσκόμιση των
καταστάσεων αυτών κατά την αρχική συζήτηση, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην προηγηθείσα μείζονα πρόταση. Παρ’ όλα αυτά, με δεδομένο ότι
οι «ανεπίσημες» αυτές καταστάσεις, όπως τις χαρακτηρίζουν οι ίδιοι καθ’ ων, που
προσβάλλουν ως πλαστές, δε συνιστούν ιδιωτικά έγγραφα κατά την έννοια του
άρθρου 443 ΚΠολΔ, μια που δε φέρουν την ιδιόχειρη
υπογραφή του φερόμενου εκδότη τους ή αντί για υπογραφή οποιοδήποτε άλλο σημάδι
που επικυρώθηκε από συμβολαιογράφο ή άλλη δημόσια αρχή, που επιβεβαιώνει πως το
σημάδι αυτό έχει τεθεί αντί για την υπογραφή (βλ. άρθρο 443 ΚΠολΔ),
ούτε όμως κατά την έννοια της περ. α/ της §1 του άρθρου 444 του ίδιου Κώδικα,
καθώς δεν αποτελούν αποσπάσματα από τα εμπορικά βιβλία που τηρεί η αιτούσα κατά
τον εμπορικό νόμο, όπως αναφέρουν και οι ίδιοι οι καθ’ ων στον σχολιασμό της
πραγματογνωμοσύνης [βλ. και τις σχετικές αναφορές των καθ’ ων στα δικόγραφα του
σημειώματος τους και του σχολιασμού της πραγματογνωμοσύνης: «... (πρόκειται για
ιδιωτικό έγγραφο ανυπόγραφο με καμία αποδεικτική ισχύ-αρθ
443 ΚΠολΔ) » και «... (πρόκειται για ιδιωτικά έγγραφα
ανυπόγραφα με καμία αποδεικτική ισχύ-αρθ. 443 ΚΠολΔ)...» αντίστοιχα], συνιστούν, ως ανεπικύρωτες
φωτοτυπίες ανυπόγραφων εγγράφων, όπως προκύπτει και από την παραδεκτή
επισκόπησή τους, μη πληρούντα τους όρους του νόμου
αποδεικτικά μέσα και κατά συνέπεια δεν μπορούν να προσβληθούν ως πλαστές,
σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην προηγηθείσα μείζονα
πρόταση. Μάλιστα, ακόμη και οι καθ’ ων η αίτηση στον σχολιασμό της
πραγματογνωμοσύνης, που κατέθεσαν κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση, αναφέρουν
ότι ο λόγος που δεν πρότειναν την πλαστότητα των εγγράφων αυτών σε προγενέστερο
δικονομικό στάδιο της διαιτητικής δίκης ή σε άλλη μεταξύ τους δίκη που
προηγήθηκε είναι γιατί πρόκειται για ανυπόγραφα έγγραφα («Άλλωστε, πρόκειται
για έγγραφα που δεν φέρουν καν σφραγίδα της ή υπογραφή του διαχειριστή της,
λόγος για τον οποίο δεν ήταν άλλωστε εφικτή η προβολή ένστασης πλαστότητας από
μέρους μας δυνάμει του αρθ. 460 ΚΠολΔ
στα πλαίσια των ως άνω αστικών αντιδικιών»). Ανεξάρτητα βέβαια από αυτό, οι
ίδιοι οι καθ’ ων επικαλούνται και προσκομίζουν τις εξωλογιστικές
καταστάσεις παρακολούθησης συναλλαγών των ετών 2014 και 2015 με το σημείωμα που
κατέθεσαν κατά την αρχική συζήτηση της υπόθεσης [«16. Τις “ανεπίσημες”
καταστάσεις που επικαλείται η αντίδικοςγια τα έτη
2014 και 2015 (σχετ. 16)»], ως αποδεικτικά μέσα για
την αντιπιθανολόγηση της υπό κρίση αίτησης, ώστε, από
το λόγο αυτό και μόνο, ο ισχυρισμός τους ότι αυτές είναι πλαστές και δε θα
πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν από το διαιτητικό
δικαστήριο ως έγγραφα προσκομιζόμενα από την αντίδικό τους παρίσταται, σε κάθε
περίπτωση, αλυσιτελής. Κατ’ επάλληλη σκέψη οι καθ’ ων στον σχολιασμό της
πραγματογνωμοσύνης που κατέθεσαν παραλείπουν να κατονομάσουν τους μάρτυρες και
ν’ αναφέρουν τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίζουν (ειδικά) για την πιθανολόγηση (απόδειξη) της πλαστότητας των καταστάσεων
αυτών, χωρίς να αρκεί η μνεία ότι έχουν υποβάλει σχετική μήνυση («έγκληση»),
ακόμη και αν σε αυτήν γίνεται επίκληση από τους ίδιους των αποδεικτικών μέσων,
που προτείνουν για την απόδειξη της πλαστογραφίας, σύμφωνα με όσα αναφέρονται
στην προηγηθείσα μείζονα πρόταση, ούτε βέβαια αρκεί η
επίκληση από τους καθ’ ων αποδεικτικών μέσων (εγγράφων) γενικά στο δικόγραφο
του σχολιασμού της πραγματογνωμοσύνης, όταν δεν προκύπτει με σαφήνεια ότι τα
αποδεικτικά αυτά μέσα αφορούν κατ’ εξοχήν την απόδειξη του εξεταζόμενου
ισχυρισμού τους, πολύ περισσότερο από τη στιγμή που με το ίδιο δικόγραφο
επιχειρείται η αντιπιθανολόγηση της ιστορικής βάσης
της αίτησης και πιθανολόγηση των ισχυρισμών που
πρότειναν με το σημείωμά τους, μετά την κατάθεση της πραγματογνωμοσύνης, ώστε
δεν καθίσταται απολύτως σαφές εάν τα έγγραφα που επικαλούνται -καθώς μάρτυρες
δεν προτείνουν σε κάθε περίπτωση- προτείνονται για την πιθανολόγηση
της πλαστότητας των παραπάνω καταστάσεων ή για την πιθανολόγηση
άλλου ισχυρισμού τους. Συνεπώς, ο ισχυρισμός αυτός, με τον οποίο οι καθ’ ων η
αίτηση επιχειρούν να θεμελιώσουν ένσταση πλαστότητας, πρέπει, για καθένα από
τους λόγους που προαναφέρθηκαν, να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Ο επικουρικά
προτεινόμενος ισχυρισμός των καθ’ ων ότι αμφισβητούν τη γνησιότητα των ίδιων
καταστάσεων υποβάλλεται κατ’ αρχάς αλυσιτελώς και άρα πρέπει να απορριφθεί ως
απαράδεκτος, καθότι, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στην προπαρατεθείσα
μείζονα πρόταση, η αμφισβήτηση της γνησιότητας αφορά την υπογραφή του εγγράφου
και στην προκειμένη περίπτωση τα παραπάνω έγγραφα, τη γνησιότητα των οποίων
αρνούνται οι καθ’ ων, είναι, κατά τους ισχυρισμούς τους, ανυπόγραφα (βλ. ΜΠρΦλωρ 103/2018 αδημ. στο νομικό
τύπο), σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στην προηγηθείσα
μείζονα πρόταση. Σε κάθε περίπτωση, από το -περιεχόμενο του σημειώματος και της
προσθήκης σε αυτό, που κατέθεσαν οι καθ’ ων κατά την αρχική συζήτηση, δεν
προκύπτει ότι οι ίδιοι αμφισβήτησαν ρητά και σαφώς τη γνησιότητα των συγκεκριμένων
-ανυπόγραφων πάντως- εγγράφων, αλλά, ουσιαστικά, αρνήθηκαν το αποδεικτικό κύρος
τους, καθώς δε δήλωσαν ρητά ότι αμφισβητούν τη γνησιότητά τους, σύμφωνα και με
όσα αναφέρονται στην προηγηθείσα μείζονα πρόταση,
παρά μόνο, κατά την άρνηση του κονδυλίου της θετικής ζημίας, περιορίστηκαν στην
επισήμανση ότι τα έγγραφα αυτά δεν αποτελούν αποσπάσματα από τα φορολογικά
βιβλία της αιτούσας και δε φέρουν υπογραφή του συντάκτη τους («...πρόκειται για
έγγραφα που δεν αποτελούν αποσπάσματα των επίσημων βιβλίων της ενάγουσας, ούτε
φέρουν σφραγίδα της ή υπογραφή του διαχειριστή της...»). Η χρήση των φράσεων
«φερόμενες καταστάσεις εσόδων-εξόδων», «δήθεν αφορούν οι καταστάσεις εξόδων»,
«η ανακρίβεια των καταστάσεων» και «δήθεν καταστάσεων» στο δικόγραφο του σημειώματος
των καθ’ ων αναμφίβολα δε συνιστά ρητή και σαφή αμφισβήτηση της γνησιότητας των
ανωτέρω καταστάσεων, όπως απαιτεί ο νόμος για την παραδεκτή προβολή του
ισχυρισμού αμφισβήτησης της γνησιότητας, ούτε άλλωστε και η φράση «Μάλιστα
κανένα Δικαστήριο ή/και δικαστική αρχή δεν έχει εκφέρει κρίση για τη βασιμότητα
των ισχυρισμών ως προς τη δήθεν γνησιότητα των εγγράφων αυτών», που
χρησιμοποιείται από τους ίδιους τόσο στο δικόγραφο του σημειώματος τους όσο και
της προσθήκης σε αυτό. Ακόμη και η φράση της ανωτέρω πληρεξούσιας δικηγόρου
τους κατά την ακροαματική διαδικασία στην αρχική συζήτηση της υπόθεσης ότι
«εμείς τα έχουμε αμφισβητήσει αυτά» δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί σαφή
και ρητή αμφισβήτηση της γνησιότητας των εγγράφων. Συνεπώς, ο σχετικός ισχυρισμός
των καθ’ ων, με τον οποίο αυτοί επιχείρησαν, με το σημείωμά τους, να
αμφισβητήσουν τη γνησιότητα των παραπάνω εγγράφων, εάν ήθελε εκτιμηθεί ότι
υποβλήθηκε τέτοιος ισχυρισμός κατά την αρχική συζήτηση της υπόθεσης, προτάθηκε απαραδέκτως. Απαράδεκτη είναι όμως και η αμφισβήτηση των
εγγράφων αυτών, που εμπεριέχεται στον ισχυρισμό πλαστότητας, που πρότειναν κατά
την επαναλαμβανόμενη συζήτηση οι ίδιοι και απορρίφθηκε ως απαράδεκτος, αφού,
σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στην προηγηθείσα
μείζονα πρόταση, η αμφισβήτηση της γνησιότητας ενός εγγράφου πρέπει να γίνεται
ρητά κατά τη συνεδρίαση που αυτό προσκομίζεται για πρώτη φορά και όχι σε
μεταγενέστερο στάδιο.
Κατά
τη διάταξη της § 1 του άρθρου 691 ΚΠολΔ, που εισάγει
στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων εν μέρει το ανακριτικό σύστημα
συνδυαζόμενο πάντως με το συζητητικό σύστημα (άρθρο 106 ΚΠολΔ),
το δικαστήριο μπορεί και αυτεπάγγελτα να συγκεντρώσει όλα τα στοιχεία που
απαιτούνται για τον σχηματισμό της κρίσης του (ΜΕφΑνΚρητ
100/2024 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι στη διαδικασία των
ασφαλιστικών μέτρων ο δικαστής δε δεσμεύεται από τα απαριθμούμενα στη διάταξη
του άρθρου 339 ΚΠολΔ αποδεικτικά μέσα, ούτε από τους
περιορισμούς σχετικά με το παραδεκτό, την αποδεικτική δύναμη και τους κανόνες
της αποδεικτικής διαδικασίας και δύναται να χρησιμοποιεί οποιαδήποτε πρόσφορα
κατά την κρίση του αποδεικτικά μέσα. Έτσι, η εξέταση των μαρτύρων γίνεται και
χωρίς την τήρηση των διατάξεων των άρθρων 393 επ. ΚΠολΔ, δεν ισχύει αριθμητικός περιορισμός κ.λπ. Αυτό
επιβάλλει η ταχύτητα της όλης διαδικασίας που αποσκοπεί στην παροχή προσωρινής
μόνο δικαστικής προστασίας με την έκδοση απόφασης προσωρινής αντίστοιχα ισχύος
κατά το άρθρο 695 ΚΠολΔ. Το ίδιο ισχύει και στις
υποθέσεις οριστικής δικαστικής προστασίας, που για λόγους ταχύτητας, μολονότι
δεν αφορούν τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, δικάζονται κατά την αντίστοιχη
διαδικασία, αφού με διαφορετική άποψη φαλκιδεύεται ο σκοπός της παραπομπής τους
στη διαδικασία αυτή (ΑΠ 1857/2011, ΜΕφΑΘ 2/2022, ΜΕφΑιγ 39/2021 ΤΝΠ Ν0Μ0Σ). Έτσι, στη διαδικασία των
ασφαλιστικών μέτρων λαμβάνονται υπ’ όψιν και μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, όχι όμως
και παράνομα αποδεικτικά μέσα (ΜΠρΠατρ 249/2023 ΤΝΠ
ΝΟΜΟΣ). Δηλαδή και έγγραφα αχρονολόγητα, ανεπικύρωτα, άκυρα ή ιδιωτικά
ανυπόγραφα ή ιδιωτικά υπέρ του εκδότη τους και γενικά κάθε είδους έγγραφα. Δεν
λαμβάνονται υπ’ όψιν μόνο πλαστά ή μη γνήσια έγγραφα,
γιατί δε συγχωρείται η χρησιμοποίηση ψευδών αποδεικτικών στοιχείων (ΜΕφΠειρ 65/2024 ΤΝΠ Ν0Μ0Σ). Το δικαστήριο μπορεί και
αυτεπαγγέλτως να συγκεντρώσει όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για τον
σχηματισμό της κρίσης του, όπως για τη λήψη ακόμα και οίκοθεν δημόσιου εγγράφου
ή πληροφοριών από δημόσια υπηρεσία ή στοιχείων από άλλη δικογραφία. Η διάταξη
δε θέτει κάποιο χρονικό όριο ούτε καθορίζει τον τρόπο συλλογής των αποδεικτικών
στοιχείων. Για τον λόγο αυτό, με σκοπό την ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας, η
αποδεικτική ελευθερία του δικαστή ισχύει και μετά την περάτωση της συζήτησης
και απόκειται στη διακριτική του ευχέρεια η χρήση των
πιο πρόσφορων μέσων για την ταχεία επίλυση της διαφοράς [X. Απαλαγάκη/Στ. Σταματόπουλος (-1. Βαλμαντώνης),
Ο νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, 2ος τόμος-Άρθρα 495-1054 & ΕισΝΚΠολΔ (2022), άρθρο 691 αριθ. 1, σελ. 2342].
Υποστηρίζεται, ωστόσο, πως οι διάδικοι πρέπει να λαμβάνουν γνώση των οίκοθεν
νέων στοιχείων και να τους δίνεται η δυνατότητα να αμυνθούν [X. Απαλαγάκη/Στ. Σταματόπουλος (-1. Βαλμαντώνης), Ο νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας II, άρθρο
691 αριθ. 2, σελ. 2342]. Έτσι, κατά την άποψη αυτή, το δικαστήριο μπορεί μεν να
συγκεντρώσει και αυτεπάγγελτα όλα τα αναγκαία για τον σχηματισμό της κρίσης του
στοιχεία, δεν μπορεί να το κάνει με τρόπο που θα αιφνιδιάζονται οι διάδικοι από
την αξιοποίηση άγνωστων σ’ αυτούς στοιχείων [βλ. Κ. Κεραμέα/Δ. Κονδύλη/Ν. Νίκα
(-Δ. Κράνη), Ερμηνεία ΚΠολΔ-Ασφαλιστικά
μέτρα-Διαδικασία Εκούσιας Δικαιοδοσίας-Διαιτησία, 2η έκδ.
(2020), άρθρο 691 αριθ. 1, σελ. 77]. Το σύστημα της ανάκρισης σαφώς δεν
αντικαθιστά το σύστημα της συζήτησης (άρθρο 106 ΚΠολΔ),
αλλά λειτουργεί συνδυαστικά με αυτό για την υποβοήθηση όλων των παραγόντων της
δίκης (ΤρΕφΑΘ 1123/2014 ΝοΒ
2015.55). Παράλληλα, σύμφωνα με το ανακριτικό σύστημα δεν καθιερώνεται δικονομικό
βάρος του αιτούντος να υποστηρίξει την αίτησή του, ούτε ο αντίδικος έχει
δικονομικό βάρος να την αποκρούσει (ΠΠρΑΘ 6961/1990 Αρμ 1991.63). Συνακόλουθα, από τον συνδυασμό των διατάξεων
των άρθρων 432, 433 και 445 ΚΠολΔ συνάγεται ότι ένα
ιδιωτικό έγγραφο για να υπάρχει ως αποδεικτικό μέσο και να καταλέγεται στα
επώνυμα αποδεικτικά μέσα, σύμφωνα με το άρθρο 339 ιδίου Κώδικα, θα πρέπει να
είναι αναγνώσιμο, να μην έχει υποστεί τεμαχισμό, διάτρηση ή διαγραφή, οπότε
τεκμαίρεται πως έχει εκμηδενιστεί η αποδεικτική του δύναμη (άρθρο 433 ΚΠολΔ) και να είναι γνήσιο. Ένα ιδιωτικό έγγραφο για να
έχει αποδεικτική δύναμη, δηλαδή για να μπορεί να συμβάλει στη διαμόρφωση
δικανικής πεποίθησης, πρέπει να φέρει την υπογραφή του εκδότη του (άρθρο 443 ΚΠολΔ) ενώ δεν αποδεικνύει, κατ’ αρχάς, υπέρ του εκδότη του
(άρθρο 447 ΚΠολΔ). Επομένως, ένα ιδιωτικό έγγραφο που
απλώς περιέχει κάποιες «ιδιόγραφες σημειώσεις» χωρίς υπογραφή ή απλά ιδιωτικό
έγγραφο χωρίς υπογραφή δεν έχει, κατ’ αρχάς, αποδεικτική ισχύ υπέρ του εκδότη
του, σύμφωνα με τα άρθρα 443 και 447 ΚΠολΔ. Δεν παύει
όμως να έχει τα τυπικά χαρακτηριστικά του εγγράφου και είναι υποστατό ως
έγγραφο. Αποτελεί ένα αποδεικτικό μέσο που δεν πληροί τους όρους του νόμου και
έτσι λαμβάνεται υπ’ όψιν στη διαδικασία των
ασφαλιστικών μέτρων (βλ. ΟλΑΠ 15/2003 ΕλλΔνη 2003.937 = ΑρχΝ 2005.30 = ΝοΒ 2004.1169· βλ. και ΑΠ 1135/2021, ΑΠ 78/2020, ΜΕφΠειρ 79/2022 ΤΝΠ Ν0Μ0Σ), όπου το δικαστήριο το εκτιμά
ελεύθερα ως δικαστικό τεκμήριο (βλ. ΜΕφΑΘ 3 3 8/2024
ΤΝΠ Ν0Μ0Σ). Τέλος, στις υποθέσεις που αφορούν ασφαλιστικά μέτρα αρκεί, κατά τη
διάταξη του άρθρου 690 §1 ΚΠολΔ, η πιθανολόγηση των ισχυρισμών των διαδίκων, δηλαδή μικρότερος
βαθμός δικανικής πεποίθησης ως προς τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά. Το ίδιο
όμως ισχύει και στις υποθέσεις οριστικής δικαστικής προστασίας που για λόγους
ταχύτητας, μολονότι δεν αφορούν τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, δικάζονται κατά τη
διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, αφού με διαφορετική άποψη φαλκιδεύεται ο
σκοπός της παραπομπής τους στη διαδικασία αυτή [ΑΠ 136/2022, ΑΠ 48/2021, ΑΠ
434/2020, ΑΠ 1470/2017, ΑΠ 401 /2016, ΑΠ 317/2016, ΜΕφΠειρ
592/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟ8 (κρατούσα θέση στη νομολογία)· έτσι και ΑΠ 19/2018 ΤΝΠ
ΝΟΜΟΣ· αντιθ. X. Απαλαγάκη/Στ.
Σταματόπουλος (-1. Βαλμαντώνης), Ο νέος Κώδικας
Πολιτικής Δικονομίας II, άρθρο 690 αριθ. 2, σελ. 23 3 8· Π. Κατσιρούμπας
(-1. Βαλμαντώνης), Η απόδειξη στην Πολιτική Δίκη
(2019), σελ. 12· Γ. Νικολόπουλος, Δίκαιο αποδείξεως, 2η έκδ.
(2011), σελ. 146-147, υποσημ. 54, σύμφωνα με τους οποίους στις περιπτώσεις
αυτές δεν αρκεί η δημιουργία μειωμένου βαθμού δικανικής πεποίθησης, αλλά
απαιτείται το δικαστήριο να σχηματίζει πλήρη δικανική πεποίθηση, λαμβάνοντας
υπ’ όψιν ότι επέρχεται οριστική λύση της διαφοράς],
βασικό γνώρισμα της οποίας είναι η πιθανολόγηση των
κρίσιμων περιστατικών (ΑΠ 1470/2017 ό.π., ΜΕφΠειρ 592/2022 ό.π.). Έτσι,
ανεξαρτήτως του ότι η απόφαση που εκδίδεται σε τέτοιες διαφορές τέμνει οριστικά
την υπόθεση και δεν έχει το χαρακτήρα ασφαλιστικού μέτρου, λόγω της εφαρμογής
της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων για τον σκοπό της ταχύτερης εκδίκασής
της, δεν απαιτείται να τηρηθούν οι εγγυήσεις της τακτικής διαδικασίας, αλλά
εφαρμόζονται ειδικά οι διατάξεις της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων και
συγκεκριμένα και εκείνη του άρθρου 690 ΚΠολΔ, σύμφωνα
με την οποία το δικαστήριο αρκείται σε πιθανολόγηση
των κρίσιμων πραγματικών γεγονότων (ΑΠ 1326/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη
περίπτωση, από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων πιθανολόγησης και αντιπιθανολόγησης
της ιστορικής βάσης της αίτησης αντίστοιχα (ενός από κάθε πλευρά) και την
ελεύθερη εκτίμηση των χωρίς όρκο εξετάσεων των νομίμου
εκπροσώπου της αιτούσας και πρώτου καθ’ ου η αίτηση (άρθρα 415 §§1, 3, 416, 417
§1 εδ. α', 420 σε συνδ. προς 888 §1 εδ. γ' ΚΠολΔ), που περιέχονται
στα με αριθμό 1/2024 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του διαιτητικού δικαστηρίου
τούτου, οι οποίες εκτιμώνται ξεχωριστά και σε συνδυασμό μεταξύ τους ανάλογα με
το βαθμό αξιοπιστίας του καθενός, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που προσκομίζουν
και επικαλούνται οι διάδικοι με τα σημειώματά τους και την προσθήκη σε αυτά,
καθώς και τα έγγραφα που προσκομίζουν με τον σχολιασμό στην πραγματογνωμοσύνη,
τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν στο πλαίσιο του
ανακριτικού συστήματος που ισχύει στην παρούσα διαδικασία των ασφαλιστικών
μέτρων, άλλα από τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν επειδή
πληρούν τους όρους του νόμου και άλλα παρότι δεν τους πληρούν, μεταξύ των
οποίων και οι φωτογραφίες που προσκομίζουν και επικαλούνται με τα σημειώματά
τους οι διάδικοι και με την προσθήκη σε αυτό οι καθ' ων, το απεικονιζόμενο
περιεχόμενο των οποίων δεν αμφισβητείται από τους αντίστοιχους αντιδίκους τους
(άρθρα 444 §1 περ. γ' και 445 σε συνδ. προς τα άρθρα 457 §4 και 690 §1 ΚΠολΔ), καθώς και εκείνα που αναζητήθηκαν αυτεπάγγελτα από
το διαιτητή με βάση το ανακριτικό σύστημα, που ισχύει στην παρούσα διαδικασία
των ασφαλιστικών μέτρων, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην προηγηθείσα
μείζονα πρόταση, την εκτίμηση της από 19-12-2024 έκθεσης πραγματογνωμοσύνης
του…την εκτίμηση της με αριθμό …/27-1-2021 ένορκης βεβαίωσης του . ενώπιον της
συμβολαιογράφου ., των με αριθμών .../26- 2-2021 και .../3-2-2023 ενόρκων
βεβαιώσεων του ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης …και της Ειρηνοδίκη
Θεσσαλονίκης αντίστοιχα, των με αριθμών …/26-1-2021, …/26-2-2021, …/7-5-2021
ενόρκων βεβαιώσεων, ενώπιον του συμβολαιογράφου Γιαννιτσών… και των με αριθμών
…/19-8-2022, …/3-2-2023 ενόρκων βεβαιώσεων, αντίστοιχα ενώπιον της
συμβολαιογράφου Γιαννιτσών… , που προσκομίζει σε φωτοαντίγραφα και επικαλείται
η αιτούσα με το σημείωμά της, καθώς και της με αριθμό …/20-10-2022 ένορκης
βεβαίωσης της ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης …που προσκομίζει σε
ακριβές αντίγραφο και επικαλείται η αιτούσα με το σημείωμά της και οι οποίες
δόθηκαν στο πλαίσιο άλλων δικών και διαδικασιών και στην παρούσα διαιτητική
δίκη λαμβάνονται υπ’ όψιν ως μη πληρούντα
τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα και συγκεκριμένα για τη συναγωγή
δικαστικών τεκμηρίων (βλ. ΟλΑΠ 8/2016, ΑΠ 277/2020, ΤρΕφΠατρ 21/2021, ΤρΕφΠατρ
148/2020, ΤρΕφΔωδ 72/2017, ΜΕφΠατρ
362/2020 ΤΝΠΝ0Μ0Σ), την εκτίμηση, ομοίως, της με αριθμό πρωτοκόλλου
10.008/16-7-2024 ένορκης βεβαίωσης του…ενώπιον της δικηγόρου Θεσσαλονίκης…, που
προσκομίζει και επικαλείται η αιτούσα με το σημείωμά της και η οποία δόθηκε
ύστερα από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των καθ’ ων η αίτηση (βλ.
φωτοαντίγραφα από τις με αριθμούς …/2024 αντίστοιχα εκθέσεις επίδοσης της
δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Θεσσαλονίκης…, που προσκομίζει και
επικαλείται η αιτούσα με το σημείωμά της), την εκτίμηση των με αριθμών
…/2-11-2022 και …/22-11-2021 ενόρκων βεβαιώσεων των … αντίστοιχα ενώπιον της
συμβολαιογράφου Γιαννιτσών ... και των με αριθμών …/2-2-2023 και …/3- 2-2023
ενόρκων βεβαιώσεων αντίστοιχα ενώπιον του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ..., που
προσκομίζουν και επικαλούνται οι καθ’ ων με το σημείωμά τους σε ακριβή αντίγραφα,
της με αριθμό .../1-1 1-202.2 ένορκης βεβαίωσης του... ενώπιον του
συμβολαιογράφου Ιωαννίνων…, που προσκομίζουν και επικαλούνται οι καθ’ ων με την
προσθήκη στο σημείωμά τους, οι οποίες (ένορκες βεβαιώσεις) δόθηκαν στο πλαίσιο
άλλων δικών και διαδικασιών και στην παρούσα διαιτητική δίκη λαμβάνονται υπ’ όψιν ως μη πληρούντα τους όρους
του νόμου αποδεικτικά μέσα και συγκεκριμένα για τη συναγωγή δικαστικών
τεκμηρίων, την εκτίμηση της με αριθμό .../17-7-2024 ένορκης βεβαίωσης του…
ενώπιον του συμβολαιογράφου Γιαννιτσών και της με αριθμό .../17-7-2024 ένορκης
βεβαίωσης του … ενώπιον του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ..., που προσκομίζουν
και επικαλούνται οι καθ’ ων με το σημείωμά τους και οι οποίες δόθηκαν ύστερα
από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της αιτούσας (βλ. τη με αριθμό ...-7-2024
έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Θεσσαλονίκης ..., που
προσκομίζουν και επικαλούνται οι καθ’ ων με το σημείωμά τους), τα διδάγματα της
κοινής λογικής και πείρας, που το διαιτητικό δικαστήριο λαμβάνει υπ’ όψιν του αυτεπάγγελτα (άρθρο 336 §4 σε συνδ. προς το άρθρο
690 §1 ΚΠολΔ) και, τέλος, τις ομολογίες των διαδίκων
που περιέχονται στα δικόγραφά τους ή συνάγονται από αυτά (άρθρα 261 εδ. β' και 352 §1 ΚΠολΔ) και
αναφέρονται ειδικότερα παρακάτω, πιθανολογούνται τα ακόλουθα πραγματικά
περιστατικά: Η αιτούσα, ετερόρρυθμη εταιρία, συστήθηκε με σύμβαση που
καταρτίστηκε μεταξύ των ..., πατέρα των καθ’ων, …
αδερφού του πατέρα των καθ’ ων, με το από 27-6-2006 ιδιωτικό συμφωνητικό, που
δημοσιεύθηκε στα βιβλία εταιριών του Πρωτοδικείου Γιαννιτσών με αύξοντα αριθμό
καταχώρισης …/30-6-2006. Ομόρρυθμα μέλη της αιτούσας κατά τη σύστασή της
υπήρξαν οι ... ενώ η προαναφερθείσα αλλοδαπή εταιρία υπήρξε το ετερόρρυθμο
μέλος της. Έδρα της αιτούσας ορίστηκε, με τον 3° όρο του καταστατικού της, η
πόλη των … , η διάρκεια της ορίστηκε, με τον 4° όρο του καταστατικού, 20ετής
και διαχειριστής της ορίστηκε, με τον 7° όρο του καταστατικού, ο … σκοπός της
εταιρίας ορίστηκε, με τον 2° όρο του καταστατικού της, μεταξύ άλλων, η
διαχείριση, απορρύπανση, αποσυναρμολόγηση, επεξεργασία των ΟΤΚΖ, η διαχείριση
των ΑΗΗΕ (ηλεκτρονικών και ηλεκτρικών αποβλήτων), η διαχείριση και επεξεργασία
των μη επικίνδυνων στερεών αποβλήτων, η παραγωγή προϊόντων-υλικών και
εναλλακτικών καυσίμων από απόβλητα και η εμπορία ανακτώμενων υλικών ή προϊόντων
από απόβλητα (περ. 2, 3, 5 και 6). Ακολούθως, με το από 25-9-2006 ιδιωτικό
συμφωνητικό, που δημοσιεύθηκε στα βιβλία εταιριών του Πρωτοδικείου Γιαννιτσών
με αύξοντα αριθμό καταχώρισης .../27-9-2006, ο ..., μεταβίβασε στους καθ’ ων η
αίτηση, υιούς του, το μερίδιό του στην αιτούσα (23%) κατά το ήμισυ στον καθένα
και τροποποιήθηκε για τον λόγο αυτό το καταστατικό της εταιρίας. Με τον τρόπο
αυτό εισήλθαν στην αιτούσα οι καθ’ ων η αίτηση, ως ομόρρυθμα μέλη της, κατά
ποσοστό 11,50% ο καθένας. Στη συνέχεια με το από 19-5-2008 ιδιωτικό
συμφωνητικό, που δημοσιεύθηκε στα βιβλία εταιριών του Πρωτοδικείου Γιαννιτσών
με αύξοντα αριθμό καταχώρισης …/22-5-2008, τροποποιήθηκε εν νέου το καταστατικό
της αιτούσας, με την μετατροπή της ετερόρρυθμης εταίρου της σε ομόρρυθμη εταίρο
και αντίστοιχα του δεύτερου καθ’ ου η αίτηση σε ετερόρρυθμο εταίρο της. Με το
ίδιο συμφωνητικό ο ...μεταβίβασε στον... μέρος της εταιρικής του συμμετοχής, ο
οποίος εισήλθε στην αιτούσα ως ομόρρυθμος εταίρος της και, παράλληλα, η
παραπάνω αυστριακή εταιρία μεταβίβασε μέρος του μεριδίου της στους λοιπούς
εταίρους και συγκεκριμένα μεταβίβασε ποσοστό 3,6% της εταιρικής της συμμετοχής
κατά 1,2% στον ... κατά 0,6% στον πρώτο καθ’ ου, κατά 0,6% και κατά 0,6%
στον... Μετά τις μεταβιβάσεις αυτές τα εταιρικά μερίδια των μελών της απούσας …
καθ’ ων η αίτηση, … αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία ... διαμορφώθηκαν σε
24,2%, 12,1%, 12,1%, 12,6%, 27,4% και 11,6% αντίστοιχα. Λίγους μήνες μετά, με
το από 30-11-2008 ιδιωτικό συμφωνητικό, που δημοσιεύθηκε στα βιβλία εταιριών
του Πρωτοδικείου Γιαννιτσών και καταχωρήθηκε στο Επιμελητήριο Πέλλας με αριθμό
πρωτοκόλλου .../10-12-2008, η αυστριακή εταιρία με την επωνυμία . μεταβίβασε το
εταιρικό της μερίδιο στην αιτούσα (27,40%) στους υπόλοιπους εταίρους της
τελευταίας και συγκεκριμένα μεταβίβασε τη συμμετοχή της κατά ποσοστά 9,5%, 4,75%, 4,75% και 8,40% στους … καθ’ων η αίτηση και
… αντίστοιχα. Έτσι η αλλοδαπή αυτή εταιρία εξήλθε από την αιτούσα, ενώ τα
εταιρικά μερίδια των καθ’ ων η αίτηση… μετά την αποχώρησή της και τις
αντίστοιχες μεταβιβάσεις, προσαυξήθηκαν κατά τα προαναφερθέντα ποσοστά και
διαμορφώθηκαν σε 33,70%, 16,85%, 16,85%, 12,60% και 20% αντίστοιχα. Λόγω των
μεταβολών αυτών στα εταιρικά μερίδια των μελών της απούσας και τη νέα διαμόρφωση
του εταιρικού σχηματισμού της τροποποιήθηκε ανάλογα και το καταστατικό αυτής.
Παράλληλα με το ίδιο συμφωνητικό τροποποιήθηκαν κάποιοι από τους ουσιώδεις
όρους του καταστατικού της απούσας και οι υπόλοιποι όροι του επαναδιατυπώθηκαν,
ώστε ουσιαστικά καταρτίστηκε ένα νέο καταστατικό της εταιρίας και καταργήθηκε
το αρχικό (από 27 6 2006 καταστατικό). Με το νέο καταστατικό της απούσας,
μεταξύ άλλων, ορίστηκε, με τη διάταξη § 1 του 8ου όρου αυτού, ότι διαχειριστής
της θα -εξακολουθήσει να- είναι ο ... Στην §2 του ίδιου όρου απαριθμήθηκαν οι
αρμοδιότητες και εξουσίες του διαχειριστή της εταιρίας. Ειδικότερα, με τη
διάταξη αυτή καθορίστηκαν αρχικά το εύρος της εξουσίας εκπροσώπησης της απούσας
από τον διαχειριστή της, στο οποίο εντάχθηκε, μεταξύ άλλων, η αντιπροσώπευσή
της στις συναλλαγές με τρίτους και τράπεζες και στη συνέχεια οι ειδικότερες
εκφάνσεις της διαχειριστικής εξουσίας και οι αρμοδιότητες του διαχειριστή, στις
οποίες, μεταξύ άλλων, συμπεριελήφθησαν η είσπραξη χρημάτων από οποιοδήποτε
Δημόσιο Ταμείο, Οικονομική Υπηρεσία, νομικό πρόσωπο ιδιωτικού ή δημοσίου
δικαίου, η σύναψη κάθε είδους συμβάσεων, η εξόφληση επιταγών, εμβασμάτων και
κάθε είδους πιστωτικών τίτλων, η κατάθεση χρημάτων, η έκδοση γραμματίων και
επιταγών και η αποδοχή συναλλαγματικών και η μεταβίβαση αξιογράφων με
οπισθογράφηση ή εκχώρηση σε τρίτους για λογαριασμό της εταιρίας, καθώς και η
μεριμνά για την τήρηση των λογιστικών και λοιπών βιβλίων της. Στην επόμενη
παράγραφο (§3) του ίδιου όρου προβλέφθηκε το δικαίωμα του διαχειριστή να εξουσιοδοτεί
τρίτα πρόσωπα για την εκτέλεση συγκεκριμένων πράξεων ή την κατάρτιση
δικαιοπραξιών, υπό την προϋπόθεση ότι η σχετική πληρεξουσιότητα θα έχει
χορηγηθεί στον τρίτο με συμβολαιογραφικό έγγραφο. Επίσης, στην §4 του
προαναφερθέντος όρου απαγορεύτηκε η λήψη αμοιβής από τον διαχειριστή, ενώ στην
§7 επαναλήφθηκε η διάταξη του αρχικού καταστατικού που απαγόρευε τους
ετερόρρυθμους εταίρους να ασκούν οποιουδήποτε είδους διαχειριστικές πράξεις,
ακόμη και υπό την ιδιότητα των ειδικών πληρεξουσίων του διαχειριστή. Και αφού
παρήλθαν μερικά έτη από την τελευταία τροποποίηση, με το από 4-4-2011 ιδιωτικό
συμφωνητικό, που δημοσιεύθηκε στα βιβλία εταιριών του Πρωτοδικείου Γιαννιτσών
με αύξοντα αριθμό καταχώρισης .../6-6-2011, μεταβίβασαν τα αντίστοιχα εταιρικά
τους μερίδια στα υπόλοιπα μέλη της αιτούσας και έτσι αποχώρησαν από αυτήν,
ώστε, για τον λόγο αυτό, τροποποιήθηκε ξανά το καταστατικό της. Συγκεκριμένα, ο
μεν , … μεταβίβασε το εταιρικό του
μερίδιο (20%) στον... και τον δεύτερο καθ’ ου η αίτηση κατά ποσοστά 16,30% και
3,70% αντίστοιχα, ο δε … μεταβίβασε το εταιρικό του μερίδιο (12,6%) στους καθ’
ων η αίτηση κατά ποσοστά 8,15% και 4,45% αντίστοιχα. Τα ποσοστά συμμετοχής στην
αιτούσα των… και καθ’ων η αίτηση διαμορφώθηκαν, έτσι,
σε 50%, 25% και 25% αντίστοιχα. Η εταιρία απέκτησε, τότε, αμιγώς «οικογενειακό»
χαρακτήρα, λόγω της εξ αίματος συγγένειας σε πλάγια γραμμή δεύτερου βαθμού
μεταξύ των καθ’ ων η αίτηση και τρίτου βαθμού μεταξύ αυτών και του... Μάλιστα,
για πρώτη φορά ορίστηκε διαχειριστής της αιτούσας ο πρώτος καθ’ ου η αίτηση
(«Διαχειριστής της εταιρίας αυτής για το εφεξής χρονικό διάστημα ο ορίζεται ο
... ο οποίος θα έχει όλες τις διαχειριστικές αρμοδιότητες που αναφέρονται στο
εταιρικό της»). Παράλληλα, με το ιδιωτικό αυτό συμφωνητικό, ορίστηκε ότι κατά
τα λοιπά ισχύει το καταστατικό της εταιρίας. Λόγω της συγγενικής σχέσης μεταξύ
των ... και καθ’ ων η αίτηση υπήρχε εμπιστοσύνη μεταξύ τους, ενώ οι τελευταίοι
έδειχναν αυξημένη εμπιστοσύνη στον θείο τους κυρίως επειδή εκείνος είχε πολυετή
εμπειρία στον χώρο της ανακύκλωσης οχημάτων, όπου κατά κανόνα
δραστηριοποιούνταν η αιτούσα, καθώς και στο γεγονός ότι για πολλά χρόνια αυτός
είχε τη διαχείριση της εταιρίας. Επιπλέον τα μέλη της αιτούσας υπήρξαν εταίροι
και στην άλλοτε ετερόρρυθμη εταιρία με την ίδια με την αιτούσα επωνυμία . η
οποία ιδρύθηκε το έτος 1986 και λύθηκε τον Αύγουστο του έτους 2018, επειδή δεν
επιθυμούσαν τη συνέχιση της οι καθ’ ων η αίτηση. Οι δύο εταιρίες, λόγω του
αμιγώς «οικογενειακού» χαρακτήρα τους, από το έτος 2011 βρίσκονταν σε στενή
σύνδεση, όχι μόνο τοπική μια που και οι δύο είχαν την έδρα τους στην … αλλά και συναλλακτική με διευρυμένο κύκλο
συναλλαγών μεταξύ τους. Μάλιστα η αιτούσα από τη σύστασή της εγκαταστάθηκε σε
αγροτεμάχιο κυριότητας της ετερόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία … το οποίο
είχε μισθώσει από την τελευταία. Οι σχέσεις μεταξύ των μελών της αιτούσας, όταν
αυτή απέκτησε χαρακτήρα «οικογενειακής επιχείρησης» υπήρξαν στην αρχή αρμονικές
στο πλαίσιο της λειτουργίας της. Από τα μέσα, όμως, του έτους 2016 αυτές
διαταράχθηκαν, όταν ανέκυψαν σοβαρές διαφωνίες, τις οποίες επακολούθησαν
έντονες διενέξεις μεταξύ τους με τη δημιουργία δύο αντιμαχόμενων πλευρών του …
από τη μια και των καθ’ ων η αίτηση από την άλλη. Και ενώ οι διενέξεις τους
αρχικά περιορίστηκαν στην ανταλλαγή εξωδίκων, τα οποία κατ’ εξοχήν αφορούσαν
στην προβολή αιτιάσεων του ... κατά του πρώτου καθ’ου
η αίτηση, καταστατικού διαχειριστή, σχετικά με το έργο της διαχείρισης κατά τα
έτη 2014 και 2015, τα επόμενα χρόνια κλιμακώθηκαν, καταλήγοντας σε σφοδρή
μεταξύ τους αντιδικία. Στο πλαίσιο της αντιδικίας αυτής ο μεν ... άσκησε κατά
των καθ’ ων την από 10-9-2020 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης
δικογράφου .../21-9-2020 αίτησή του στο Μονομελές Πρωτοδικείο Γιαννιτσών
(διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας), με την οποία ζητούσε, μεταξύ άλλων, τον
αποκλεισμό των συνεταίρων του από την αιτούσα, οι δε καθ’ ων η αίτηση άσκησαν,
από την πλευρά τους, κατά του … την από 15-9-2021 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης
κατάθεσης δικογράφου .../15-9-2021 αίτησή τους στο ίδιο δικαστήριο, με την
οποία ζητούσαν, μεταξύ άλλων, τον αποκλεισμό του συνεταίρου τους από την
αιτούσα. Οι αντίθετες αιτήσεις συνεκδικάστηκαν στις
23-11-2021 και εκδόθηκε επ’ αυτών η με αριθμό .../2022 (οριστική) απόφαση του
Μονομελούς Πρωτοδικείου Γιαννιτσών, που δημοσιεύτηκε στις 31-5-2022 κατά τη
διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, με την οποία έγινε δεκτή η πρώτη αίτηση,
ως ουσία βάσιμη, ενώ απορρίφθηκε η δεύτερη, ως ουσία αβάσιμη, και διατάχθηκε ο αποκλεισμός
των καθ’ ων η αίτηση από την αιτούσα. Από τη δημοσίευση της απόφασης αυτής οι
καθ’ ων απέβαλαν, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα πρόταση που εκτίθεται
στην αρχή της παρούσας, όπου και παρατίθεται η άποψη που το παρόν διαιτητικό
δικαστήριο προκρίνει ως ορθότερη, την εταιρική ιδιότητα με παράλληλη συνέπεια ο
πρώτος από αυτούς να απωλέσει και τη διαχειριστική εξουσία, στο μέτρο που η
ιδιότητα του διαχειριστή της αιτούσας προϋπέθετε, σύμφωνα με τη ρητή πρόβλεψη
της διάταξης του εδ. α' της §7 του 8ου όρου του από
19-5-2008 καταστατικού της, το πρόσωπο αυτού να συμμετέχει στην εταιρία ως
ομόρρυθμο μέλος της. Η προαναφερθείσα δικαστική απόφαση επιδόθηκε στους καθ’ ων
η αίτηση στις 2-6- 2022. Την ίδια κιόλας ημέρα ο ..., ύστερα από την αποχώρηση
των εργαζομένων της αιτούσας και των καθ’ ων από τις εγκαταστάσεις της, μετά το
πέρας του ωραρίου λειτουργίας της, τοποθέτησε λουκέτο στην είσοδο της εταιρίας,
ώστε με τον τρόπο αυτό να εμποδίσει τους αποκλεισθέντες εταίρους της από την
πρόσβαση στους χώρους της, κάτι που εκείνοι αντιλήφθηκαν την επόμενη ημέρα το
πρωί (3-6-2022), όταν εμφανίστηκαν στις εγκαταστάσεις της. Την τελευταία
ημερομηνία ο, αφαίρεσε το λουκέτο προκειμένου να μπορούν να εισέλθουν στις
εγκαταστάσεις της εταιρίας μόνον οι εργαζόμενοί της και στη συνέχεια με τη
συνδρομή αστυνομικών του Α.Τ. Γιαννιτσών πέτυχε την απομάκρυνση των καθ’ ων από
τις εγκαταστάσεις της αιτούσας. Παράλληλα ο ίδιος υπέβαλε κατά των καθ’ ων
έγκληση για το αδίκημα της διατάραξης οικιακής ειρήνης. Δύο ημέρες ωστόσο πριν
το προπεριγραφέν περιστατικό και μία ημέρα πριν την
επίδοση στον πρώτο καθ’ ου η αίτηση της απόφασης που διέτασσε τον αποκλεισμό
του (1-3-2022), αυτός παρέλαβε, για λογαριασμό της αιτούσας, τις με αριθμούς
... και … τραπεζικές επιταγές, ποσών 10.000 και 12.077,02 ευρώ αντίστοιχα, που
εκδόθηκαν στην Θεσσαλονίκη από την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία σε διαταγή
της κομίστριας αιτούσας, πληρωτέες στο υποκατάστημα της ανώνυμης τραπεζικής
εταιρίας με την επωνυμία ... στην ... Θεσσαλονίκης στις 8-6-2022 και 9-6-2022
αντίστοιχα. Τις επιταγές αυτές ο πρώτος καθ’ ου η αίτηση, υπογράφοντας ως
διαχειριστής της αιτούσας, οπισθογράφησε στον εαυτό του σε χρόνο προτού του
επιδοθεί ακόμα η απόφαση που διέτασσε τον αποκλεισμό του. Από τη σφραγίδα της
αιτούσας με την υπογραφή του πρώτου καθ’ ου στις πίσω όψεις (φύλλα) των
επιταγών σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο τελευταίος μετά το περιστατικό της
3ης-6-2022 μέχρι την πληρωμή των επιταγών δεν επισκέφτηκε, όπως πιθανολογείται,
τις εγκαταστάσεις της αιτούσας, χωρίς να πιθανολογείται ότι, παρά την οριστική
αποχώρησή του, διατηρούσε στην κατοχή του κάποια σφραγίδα της εταιρίας,
συνάγεται ότι οι οπισθογραφήσεις των επιταγών έγιναν σε χρόνο προγενέστερο της
προαναφερθείσας ημερομηνίας. Στη συνέχεια ο ίδιος, ως νόμιμος κομιστής πλέον
των επιταγών, εμφάνισε αυτές προς πληρωμή στις 9-6-2022, οπισθογραφώντας τες σε
υποκατάστημα διάφορο εκείνου επί του οποίου είχαν εκδοθεί και συγκεκριμένα στο
υποκατάστημα της πληρώτριας τράπεζας στην Τ.Κ. Γιαννιτσών και εισπράττοντας,
έτσι, τα αντίστοιχα ποσά των αξιογράφων, τα οποία και ιδιοποιήθηκε. Ο
ισχυρισμός της αιτούσας ότι οι επιταγές παραδόθηκαν στον πρώτο καθ’ ου η αίτηση
στις 7-6-2022 και όχι την 1η-6-2022 δεν πιθανολογείται από τα παραπάνω
αποδεικτικά μέσα. Όπως προκύπτει από τη με αριθμό …/1-6-2022 απόδειξη είσπραξης
της αιτούσας, που προσκομίζουν και επικαλούνται σε φωτοαντίγραφο με το σημείωμά
τους οι καθ’ ων, οι παραπάνω επιταγές είχαν παραδοθεί στην ίδια τουλάχιστον
κατά την ημερομηνία έκδοσης της εν λόγω απόδειξης. Η κρίση αυτή δεν αναιρείται
από τη με αριθμό …/7-6-2022 απόδειξη πληρωμής της εκδότριας των επιταγών, που
προσκομίζει και επικαλείται σε φωτοαντίγραφο η αιτούσα με την προσθήκη στο
σημείωμά της, διότι το μόνο που βεβαιώνει η συγκεκριμένη απόδειξη είναι ότι
στις 7-6-2022 εκδόθηκε από την εκδότρια των επιταγών παραστατικό ότι εξοφλήθηκε
η οφειλή της προς την αιτούσα με τις δύο επιταγές και όχι πότε παραδόθηκαν οι
επιταγές στον πρώτο καθ’ ου η αίτηση. Κατά τον χρόνο, όμως, οπισθογράφησης των
πιο πάνω επιταγών από τον πρώτο καθ’ ου η αίτηση, ο ίδιος είχε ήδη απωλέσει την
ιδιότητα του ομόρρυθμου εταίρου της αιτούσας και κατά συνέπεια και του
διαχειριστή της, όπως προαναφέρθηκε, καθότι η απόφαση που διατάσσει τον
αποκλεισμό εταίρου σε προσωπική εταιρία, ως διαπλαστική, αναπτύσσει ισχύ από τη
δημοσίευσή της, χωρίς να απαιτείται επίδοσή της στον αποκλεισθέντα εταίρο και
πολύ περισσότερο τελεσιδικία της. Επομένως, δεν είχε εξουσία εκπροσώπησης της
αιτούσας, να υπογράψει για λογαριασμό της ως καταστατικός της διαχειριστής,
κατά τον χρόνο οπισθογράφησης των αξιογράφων, δοθέντος ότι σύμφωνα με την
παραπάνω διάταξη της §2 του 8ου όρου του καταστατικού της μεταξύ των εξουσιών
του διαχειριστή ήταν και η μεταβίβαση αξιογράφων με οπισθογράφηση. Δεν
πιθανολογείται βέβαια ότι ο πρώτος καθ’ ου η αίτηση, κατά τον χρόνο
οπισθογράφησης των παραπάνω επιταγών προς αυτόν, γνώριζε για τη δημοσίευση της
ανωτέρω οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Γιαννιτσών που διέτασσε
τον αποκλεισμό του. Το γεγονός αυτό όμως δεν αναιρεί την αδικοπρακτική
του ευθύνη. Διότι μόνη η οπισθογράφηση στον εαυτό του των συγκεκριμένων
παραστατικών αξίας εγγράφων, χωρίς να υφίσταται νόμιμη αιτία για τη μεταβίβασή
τους, συνιστά παράνομη ιδιοποίηση πραγμάτων που είχαν περιέλθει στην κατοχή του
με την ενσωμάτωση στην περιουσία του της χρηματικής τους αξίας. Ο πρώτος καθ’
ου, μεταβιβάζοντας στον εαυτό του τα αξιόγραφα, που περιήλθαν στην κατοχή του
με την παράδοσή τους στον ίδιο από την εκδότριά τους, εκδήλωσε τη θέλησή του να
εξουσιάζει και διαθέτει τα αξιόγραφα σαν να είναι κύριός τους, καθώς και τη
θέλησή του να τα ιδιοποιηθεί, με πρόθεση, φυσικά χωρίς τη συγκατάθεση της
αιτούσας. Το αδίκημα της υπεξαίρεσης τελέστηκε,
επομένως, από αυτόν κατά τη στιγμή της οπισθογράφησης των επιταγών στον εαυτό
του, υπογράφοντας ως διαχειριστής της αιτούσας, καθότι, ανεξάρτητα από το εάν
γνώριζε ή όχι για τη δημοσίευση της απόφασης που διέτασσε τον αποκλεισμό του,
δεν πιθανολογείται ότι η μεταβίβασή τους έγινε στο πλαίσιο υποκείμενης σχέσης
που τον συνέδεε με την αιτούσα. Εξάλλου, υπεξαίρεση τελείται και όταν ο δράστης
αποκτά την κατοχή του κινητού πράγματος ακόμη και στο πλαίσιο σύμβασης που έχει
λήξει σύμφωνα με όσα αναφέρονται σχετικά στη μείζονα πρόταση στην αρχή της
παρούσας, όπως εν προκειμένω που ο πρώτος καθ’ ου οπισθογράφησε τις επιταγές στον
εαυτό του σε χρόνο που είχε λήξει η διαχειριστική του εξουσία με βάση το
καταστατικό της αιτούσας. Σε κάθε περίπτωση τόσο η οπισθογράφηση των αξιόγραφων
από τον πρώτο καθ’ ου στον εαυτό του όσο και η είσπραξή τους, χωρίς να
συντρέχει υποκείμενη αιτία για τη μεταβίβαση, συνιστά πράξη αντίθετη με την
καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, που τελέστηκε με δόλο
(άρθρα 281, 288, 330 εδ. α',914 και 919 ΑΚ). Ο
ισχυρισμός του πρώτου καθ’ ου η αίτηση ότι οπισθογράφησε τα ανωτέρω αξιόγραφα
στον εαυτό του προς εκπλήρωση ενοχικής υποχρέωσης της αιτούσας στον ίδιο, που
γεννήθηκε στο πλαίσιο μεταξύ τους σύμβασης άτυπου δανείου, δεν πιθανολογείται
από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα. Τα όσα ανέφερε αυτός κατά τη χωρίς όρκο
εξέτασή του στο ακροατήριο του παρόντος δικαστηρίου, ότι κατά καιρούς δάνειζε
διάφορα χρηματικά ποσά στην αιτούσα και πως η οπισθογράφηση στον εαυτό του των
παραπάνω επιταγών έγινε για την ικανοποίηση απαίτησής του έναντι της εταιρίας
από σύμβαση δανείου, δεν κρίνονται πειστικά, μια που δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει
πότε καταρτίστηκε η δανειακή σύμβαση ή οι δανειακές συμβάσεις, που συνήψε με
την αντίδικό του, από την οποία ή τις οποίες απέρρεε η απαίτηση που, κατά τους
ισχυρισμούς του, ικανοποίησε με τη μεταβίβαση των επιταγών στον ίδιο, το
αντικείμενο της σύμβασης αυτής ή των συμβάσεων αυτών και τους ειδικότερους
όρους της ή των (χρόνος αποπληρωμής, χαρακτήρας δανείου ως άτοκου ή έντοκου
κ.λπ.). Ο πρώτος καθ’ ου η αίτηση περιορίστηκε στη γενικόλογη και αόριστη
αναφορά ότι αρκετές φορές παρείχε οικονομική διευκόλυνση στην αιτούσα, όταν
υπήρχε έλλειψη ρευστότητας, δανείζοντας της διάφορα χρηματικά ποσά προκειμένου
να εξοφλήσει εκείνη οφειλές της προς τη Δ.Ο.Υ. και τον Ε.Φ.Κ.Α. καθώς και να
καταβάλλει τους μισθούς των εργαζομένων της, χωρίς όμως να εξειδικεύσει τα επί
μέρους χρηματικά ποσά που της μεταβίβασε κατά κυριότητα για καθένα από τους
λόγους αυτούς και χωρίς να εξηγήσει πειστικά γιατί επέλεξε να εισπράξει τις
επιταγές τη δεδομένη χρονική στιγμή, μετά δηλαδή τον αποκλεισμό του από την
είσοδο στις εγκαταστάσεις της αιτούσας από τον… και την επίδοση σε αυτόν της
απόφασης που διέτασσε τον αποκλεισμό του. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, που μετά
τα περιστατικά που επακολούθησαν της δημοσίευσης της απόφασης που διέτασσε τον
αποκλεισμό του και του κλίματος που δημιουργήθηκε, θα ήταν πιο συνετό, με βάση
τα διδάγματα της κοινής λογικής, να στραφεί δικαστικά εναντίον της αντιδίκου
του για την ικανοποίηση μέρους της (συνολικής) απαίτησης που επικαλείται ότι
διατηρεί σε βάρος της, δοθέντος ότι κατά τη χωρίς όρκο εξέτασή του ανέφερε πως
δεν έχει εξοφληθεί ολοσχερώς το χρέος της αιτούσας προς τον ίδιο («... και έχω
να πάρω κι άλλα»), παρά να προστρέξει να εισπράξει τα αξιόγραφα. Ακόμα και για
το υπόλοιπο της απαίτησής του, που ισχυρίζεται ότι διατηρεί, δεν πιθανολογείται
ότι έχει ασκήσει τη σχετική αξίωσή του μέχρι τον χρόνο της επαναλαμβανόμενης
συζήτησης τουλάχιστον. Επιπλέον, μολονότι ισχυρίστηκε ότι κατέβαλε τα χρηματικά
ποσά που δάνεισε στην αιτούσα σε τραπεζικούς λογαριασμούς των εργαζομένων της
και πλήρωσε, μέσω τραπεζικών εμβασμάτων, τις οφειλές της προς το Δημόσιο και
τον Ε.Φ.Κ.Α., κανένα αποδεικτικό τέτοιας τραπεζικής συναλλαγής προσκόμισε προς
επίρρωση των όσων κατέθεσε εξεταζόμενος χωρίς όρκο στο ακροατήριο. Η κρίση αυτή
δεν αναιρείται από την από 12-1-2024 εξώδικη απάντηση του πρώτου καθ’ ου προς
τον…(βλ. ακριβές αντίγραφο της με αριθμό …/15-1-2024 έκθεσης επίδοσης της
δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Θεσσαλονίκης ..., που προσκομίζουν και
επικαλούνται με το σημείωμά τους οι καθ’ ων), ούτε όμως και από τις από 25-4-2024
έγγραφες εξηγήσεις του ίδιου στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης μετά την
υποβολή σε βάρος του της με Α.Β.Μ… έγκλησης για το αδίκημα της υπεξαίρεσης,
ακριβές αντίγραφο των οποίων προσκομίζουν και επικαλούνται με το σημείωμά τους
οι καθ’ ων, όπου αυτός αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι πριν την είσπραξη από τον
ίδιο των επιταγών προηγήθηκαν μήνες κατά τους οποίους οι υποχρεώσεις προς
δανειστές της εταιρίας δεν μπορούσαν να καλυφθούν με τα έσοδά της, με
αποτέλεσμα να χρειάζεται πολλές φορές να τις καλύπτει με δικά του χρήματα,
παραθέτοντας μάλιστα τα έσοδα της αιτούσας σε αντιπαραβολή με τα έξοδά της από
την 1η-1-2021 έως τον αποκλεισμό του. Ωστόσο και στα δύο έγγραφα ο πρώτος καθ’
ου επισημαίνει πως επιφυλάσσεται για την ακρίβεια των ποσών που παραθέτει,
γιατί ακριβώς δεν έχει στη διάθεσή του τα φορολογικά βιβλία της αιτούσας και
σχετικά παραστατικά, ενώ τα ποσά που αναφέρει στηρίζει αποκλειστικά σε
προσωπικές του σημειώσεις, τις οποίες παρ’ όλα αυτά δεν επικαλείται. Αλλά και
ο… στη με αριθμό .../17-7-2024 ένορκη βεβαίωσή του δεν ήταν σε θέση να
προσδιορίσει το ύψος της απαίτησης του υιού του, πρώτου καθ’ ου, έναντι της
αιτούσας για την ικανοποίηση της οποίας οπισθογράφησε τις επιταγές, παρά μόνο
γενικά και αόριστα ανέφερε ότι ο τελευταίος κάλυπτε τις οφειλές της εταιρίας
έναντι τρίτων με δικά του χρήματα («Ειδικά ο ... στήριζε την εταιρία ακόμα και
με αποπληρωμή υποχρεώσεών της με προσωπικά του χρήματα, χωρίς να νοιάζεται πότε
θα τα πάρει πίσω. Θα τα έπαιρνε οπότε η εταιρία είχε έσοδα και εφόσον είχαν καλυφθεί
οι τρέχουσες υποχρεώσεις της, με μετρητά ή επιταγές, αν και γνωρίζω ότι πολλά
είναι τα χρήματα που δεν πήρε ποτέ πίσω...»). Τα περιστατικά, λοιπόν, που
επικαλέστηκε ο πρώτος καθ’ ου κατά τη χωρίς όρκο εξέτασή του, αλλά και στα
προαναφερθέντα έγγραφα, αναφορικά με τη σύμβαση δανείου ή τις συμβάσεις δανείων
που ισχυρίστηκε ότι συνήψε με την αιτούσα από κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο
ενισχύονται. Κατά συνέπεια με τις πράξεις του αυτές (οπισθογράφηση στον εαυτό
του, χωρίς δικαίωμα να προβεί στη μεταβίβαση των αξιογράφων και χωρίς να
υπάρχει νόμιμη αιτία που να δικαιολογεί τη μεταβίβασή τους και είσπραξή τους
στη συνέχεια στο όνομά του και ιδιοποίηση των χρηματικών αξιών που ενσωμάτωναν
οι επιταγές αντίθετα με τα χρηστά ήθη και την καλή πίστη) ο πρώτος καθ’ ου η
αίτηση προκάλεσε ισόποση ζημία στην αιτούσα που αντιστοιχεί στις ενσωματωμένες
στα αξιόγραφα χρηματικές αξίες. Μετά, λοιπόν, τον αποκλεισμό των καθ’ ων από
την αιτούσα, … ως μόνος εταίρος πλέον αυτής, με το από 7-6-2022 ιδιωτικό
συμφωνητικό, που καταχωρήθηκε στην Υπηρεσία Γ.Ε.ΜΗ. του Επιμελητηρίου Πέλλας με
αριθμό πρωτοκόλλου … /22-6-2022, μεταβίβασε στα τέκνα του, ... ποσοστό 45% του
εταιρικού του μεριδίου κατά ποσοστά 10%, 15% και 20% αντίστοιχα και, έτσι,
εισήλθαν στην αιτούσα ως ετερόρρυθμος εταίρος της ο ... και ως ομόρρυθμοι
εταίροι της οι υπόλοιποι, ενώ τροποποιήθηκε ξανά και για τελευταία φορά το
καταστατικό της εταιρίας, μέχρι τουλάχιστον τον χρόνο αρχικής συζήτησης της
υπόθεσης. Διαχειριστής της αιτούσας ορίστηκε ο .... (όρος 8§ 1). Λίγες ημέρες μετά
τη δημοσίευση του προαναφερθέντος συμφωνητικού οι καθ’ ων άσκησαν κατά της
απόφασης που διέτασσε τον αποκλεισμό τους και του… την από 28-6-2022 και με
αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου .../28-6-2022 έφεσή τους στο
Μονομελές Εφετείο Θεσσαλονίκης και παράλληλα, σχεδόν, άσκησαν κατά του
τελευταίου στο ίδιο δικαστήριο την από 21-7-2022 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης
κατάθεσης δικογράφου …21-7-2022 αίτηση αναστολής της απόφασης αυτής. Τόσο την
αίτηση αναστολής της προαναφερθείσας απόφασης όσο και την έφεση κατ’ αυτής το
Μονομελές Εφετείο Θεσσαλονίκης απέρριψε, ως ουσία αβάσιμες, με τις με αριθμούς
.../2023 και .../2022 αντίστοιχες αποφάσεις του, που δημοσιεύτηκαν κατά τη
διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, πιθανολογώντας στο πλαίσιο της δίκης επί
της αίτησης αναστολής ότι η έφεση θα απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη και
απορρίπτοντας την έφεση ως ουσία αβάσιμη. Ειδικά στην περίπτωση της έφεσης το
δευτεροβάθμιο δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η πρωτόδικη κρίση είναι κατ’ αποτέλεσμα
ορθή, με το αιτιολογικό ότι συνέτρεχαν σπουδαίοι λόγοι που δικαιολογούσαν τον
αποκλεισμό των καθ’ ων από την αιτούσα, οι οποίοι συνίσταντο, μεταξύ άλλων,
όσον αφορά μεν τον πρώτο στην απόληψη αμοιβών για την εκτέλεση των
διαχειριστικών του καθηκόντων κατά παράβαση της διάταξης της §4 του 8ου όρου
του καταστατικού, καθώς και στην ανάθεση πράξεων διαχείρισης στον δεύτερο καθ’
ου, όσον αφορά δε τον τελευταίο στην άσκηση πράξεων διαχείρισης, για τις οποίες
ελάμβανε αμοιβή, κατά παράβαση της διάταξης της §7 του 8ου όρου του
καταστατικού της αιτούσας. Και πράγματι, όπως πιθανολογείται, οι καθ’ ων κατά
τα έτη 2014 και 2015 ελάμβαναν μισθούς από την αιτούσα, ο μεν πρώτος από αυτούς
για την εκτέλεση των διαχειριστικών του καθηκόντων, ο δε δεύτερος για την εν
τοις πράγμασι άσκηση της διαχείρισής της, μολονότι το
καταστατικό της εταιρίας, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, απαγόρευε τη λήψη
αμοιβής από τον διαχειριστή της, πολύ περισσότερο τη χορήγηση αμοιβής, για την
εκτέλεση διαχειριστικών πράξεων, σε ετερόρρυθμο εταίρο, που, κατά ρητή πρόβλεψη
αυτού, αποκλειόταν από κάθε πράξη διαχείρισης. Τη de facto διαχείριση
της αιτούσας ο δεύτερος καθ’ ου ασκούσε μέχρι τον αποκλεισμό του, για τον λόγο
κυρίως ότι ο καταστατικός της διαχειριστής απούσιαζε
συχνά, όπως και ο ίδιος παραδέχτηκε, άλλωστε, κατά τη χωρίς όρκο εξέτασή του
στο ακροατήριο, είτε, συνήθως, εκπροσωπώντας την σε τραπεζικά ιδρύματα, όπου
κυρίως πραγματοποιούσε αναλήψεις μετρητών για λογαριασμό της [παραβιάζοντας και
με τον τρόπο αυτό το καταστατικό της εταιρίας, που απαγόρευε την πραγματοποίηση
τέτοιων συναλλαγών από τον ετερόρρυθμο εταίρο, ακόμη και αν του είχε χορηγηθεί
σχετική πληρεξουσιότητα από τον διαχειριστή (όρος 7 εδ.
β' σε συνδ. προς τον όρο 8 §2), η οποία, σε κάθε περίπτωση, έπρεπε να είχε
παρασχεθεί με συμβολαιογραφικό έγγραφο (όρος 8 §3)], είτε επιβλέποντας τη
λειτουργία της επιχείρησης, εγκατεστημένος στο γραφείο του αδερφού του,
προκειμένου, μεταξύ άλλων, να εξυπηρετεί τους ενδιαφερομένους να συναλλαχθούν
με την εταιρία. Κατά τα έτη αυτά και οι δύο καθ’ ων έλαβαν, ως μηνιαίους
μισθούς και δώρα, τα συνολικά ποσά των 36.503,45 και 34.380 ευρώ αντίστοιχα,
όπως πιθανολογείται από τις αντίστοιχες ανυπόγραφες καταστάσεις (πίνακες) των
ετών 2014 και 2015, που προσκομίζουν και επικαλούνται σε φωτοαντίγραφα με το
σημείωμά τους και οι δύο πλευρές, οι οποίες εκτυπώθηκαν από το υπολογιστή της
αιτούσας και παραδόθηκαν στον ήδη διαχειριστή της ... το Δεκέμβριο του 2015,
ύστερα από πιέσεις του τελευταίου προς τον πρώτο καθ’ ου η αίτηση και όταν
εκείνος ζητούσε επισταμένως εξηγήσεις από τον πρώτο καθ’ ου η αίτηση για την
πτωτική οικονομική πορεία της εταιρίας, και στην παρούσα διαιτητική δίκη
λαμβάνονται υπ’ όψιν για τη συναγωγή δικαστικών
τεκμηρίων (βλ. ΜΕφΠειρ 47/2021 ΤΝΠ Ν0Μ0Σ για τη
συναγωγή δικαστικού τεκμηρίου από ανυπόγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό δανειακής
σύμβασης). Η απόληψη αμοιβών από τους καθ’ ων κατά το έτος 2015 φαίνεται και
στον εκτυπωμένο πίνακα (αρχείο excel) του έτους
αυτού, που προσκομίζει και επικαλείται με το σημείωμά της σε φωτοαντίγραφο η
αιτούσα, όπου παρατίθενται οι οικονομικές συναλλαγές της εταιρίας
(εισπράξεις-πληρωμές) σε ορισμένες ημερομηνίες εντός του συγκεκριμένου έτους.
Και ο πίνακας αυτός παραδόθηκε από την εταιρία στον... στις αρχές του 2016 και
ομοίως λαμβάνεται υπ’ όψιν για τη συναγωγή δικαστικών
τεκμηρίων. Στην κρίση αυτή αναφορικά με την άσκηση διαχειριστικών πράξεων από
τον δεύτερου καθ’ ου η αίτηση και την απόληψη αμοιβών από τους καθ’ ων το
διαιτητικό δικαστήριο οδηγείται στηριζόμενο κυρίως στις παραπάνω τρεις δικαστικές
αποφάσεις, που προσκομίζει και επικαλείται με το σημείωμά της σε φωτοαντίγραφα
η αιτούσα, οι οποίες στην παρούσα διαδικασία λαμβάνονται υπ’ όψιν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε συνδυασμό με
τις προαναφερόμενες καταστάσεις (εκτυπωμένους πίνακες). Και οι τρεις δικαστικές
αποφάσεις που προαναφέρθηκαν δέχονται τόσο την de facto διαχείριση
της αιτούσας από τον δεύτερο καθ’ ου όσο και την απόληψη αμοιβών από τους καθ’
ων για την άσκηση της διαχείρισής της. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη με αριθμό
1968/2023 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης «... ο πρώτος των καθών προέβη σε αναλήψεις από το ταμείο της εταιρείας, ενώ
δεν είχε δικαίωμα από το καταστατικό της εταιρίας και δη σε λήψη μισθού της
τάξεως των 1.500,00 ευρώ κατά μήνα, ... τέτοιου είδους αναλήψεις έλαβαν χώρα
και από τον δεύτερο των καθών-ετερόρρυθμο εταίρο»,
ενώ σύμφωνα με τη με αριθμό 2254/2022 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου «... οι
αιτούντες αναλάμβαναν από το ταμείο της εταιρίας, ενώ δεν είχαν δικαίωμα από το
καταστατικό για λήψη μισθού, ποσά της τάξης των 1500,00 ευρώ κατά μήνα έκαστος,
..». Όπως μάλιστα επισημαίνεται στην τελευταία απόφαση τα ποσά που έλαβαν οι
αιτούντες κατά το προαναφερόμενο διάστημα ήταν πολλαπλάσια από εκείνα που
φαίνονται καταχωρισμένα στα φορολογικά και εμπορικά βιβλία της εταιρίας, ώστε
από το γεγονός αυτό συνήγαγε το δικαστήριο που την εξέδωσε ότι προέρχονταν από
συναλλαγές στο πλαίσιο δραστηριότητας της εταιρίας που πραγματοποιήθηκαν χωρίς
νόμιμα παραστατικά. Επίσης το διαιτητικό δικαστήριο οδηγείται στην ίδια κρίση
και στηριζόμενο στη χωρίς όρκο εξέταση του ήδη διαχειριστή της αιτούσας. Αυτός
επιβεβαίωσε τη συμμετοχή του δεύτερου καθ’ ου η αίτηση στη διαχείριση της
εταιρίας, τονίζοντας ότι διαρκώς στα γραφεία της εταιρίας βρισκόταν εκείνος
(«Ήταν ουσιαστικός διευθυντής της επιχείρησης. Ο… ήταν στις καφετέριες και ο …
ήταν τα πόδια πάνω και έκανε διοίκηση»), ενώ ο πρώτος καθ’ ου συνήθως απούσιαζε («... κάθε μέρα στις καφετέριες, στο μαγαζί δεν
πήγαινε καθόλου ... Ο …ήταν όλη μέρα στις καφετέριες»), και την είσπραξη
αμοιβών από τους καθ’ ων τουλάχιστον κατά τα έτη 2014 και 2015. Επίσης, την
κρίση αυτή το διαιτητικό δικαστήριο στηρίζει στην από 19-12-2024 έκθεση
πραγματογνωμοσύνης του ’ . Όπως παρατηρεί ο πραγματογνώμονας αυτός, ο πίνακας
που αποτυπώνει την ημερήσια κίνηση ταμείο- απαιτήσεων-υποχρεώσεων της αιτούσας
αποτελεί μια εξωλογιστική κατάσταση και περιλαμβάνει
τις συναλλαγές 18 τυχαίων ημερών εντός του έτους 2015. Ο συγκεκριμένος πίνακας
περιέχει, κατά τον πραγματογνώμονα, πλήθος εγγραφών που εμφανίζονται με την
ένδειξη «Χ.Α.» (Χωρίς Απόδειξη), η οποία αναγράφεται σε όλες τις πληρωμές με
τις ενδείξεις «.2», χωρίς όμως οι συγκεκριμένες εγγραφές να είναι
καταγεγραμμένες στις αντίστοιχες ημερομηνίες του αναλυτικού ημερολογίου του έτους 2015. Τούτο τον οδηγεί
στο συμπέρασμα πως οι εγγραφές με τις προαναφερόμενες ενδείξεις διενεργήθηκαν
δίχως παραστατικά και εκτός της λογιστικής διαχείρισης. Παράλληλα, από τη
δειγματοληπτική επισκόπηση των λοιπών κινήσεων της εξωλογιστικής
κατάστασης του έτους 2015 ο πραγματογνώμονας διαπιστώνει ότι οι εγγραφές που δε
φέρουν την ένδειξη «Χ.Α.» έχουν καταχωρηθεί στις αντίστοιχες ημερομηνίες στο
αναλυτικό ημερολόγιο του ίδιου έτους. Ο πραγματογνώμονας, στη συνέχεια,
αναζητώντας δείγμα παραστατικών που υποστηρίζουν τις εγγραφές του αναλυτικού
ημερολογίου, διαπιστώνει ότι συμφωνούν και από τη συμφωνία αυτή συμπεραίνει ότι
η εξωλογιστική κατάσταση του έτους 2015 περιέχει
αποδεδειγμένα τις συναλλαγές που καταχωρήθηκαν στα επίσημα φορολογικά βιβλία
της αιτούσας και εκείνες που διενεργήθηκαν δίχως παραστατικά. Αναφορικά με τις εξωλογιστικές καταστάσεις που περιέχουν συγκεντρωτικά τις
οφειλές και πληρωμές των ετών 2014 και 2015, ο ίδιος επιχείρησε να ελέγξει εάν
συμφωνούν τα κονδύλιά τους με τα υπόλοιπα λογαριασμών δαπανών ισοζυγίου της
31ης-12-2014 και 31ης-12-2015, αντίστοιχα, χωρίς κάτι τέτοιο να καταστεί τελικά
δυνατό. Πιθανολογεί, για τον λόγο αυτό, ότι οι συγκεντρωτικές εξωλογιστικές καταστάσεις των ετών 2014 και 2015
περιλαμβάνουν τις δαπάνες σε ταμειακή βάση (πραγματικές εκροές), μεταξύ των
οποίων και εκείνες που πληρώθηκαν δίχως παραστατικά, ενώ τα υπόλοιπα δαπανών
των ισοζυγίων περιλαμβάνουν τις δαπάνες σε δεδουλευμένη βάση (δηλαδή όχι μόνο
τις πληρωθείσες, αλλά και εκείνες τις δαπάνες που
τιμολογήθηκαν και δεν πληρώθηκαν), όχι όμως και τις δαπάνες δίχως παραστατικά
Μετά από αυτά ο πραγματογνώμονας καταλήγει, μεταξύ άλλων, στο συμπέρασμα ότι οι
εξωλογιστικές καταστάσεις ημερήσιας κίνησης
ταμείου-απαιτήσεων-υποχρεώσεων, αν και δεν αποτελούν προϊόν των επίσημων
βιβλίων της αιτούσας, περιλαμβάνουν τις καθημερινές κινήσεις των εισπράξεων-πληρωμών
της. Η κρίση αυτή του δικαστηρίου ενισχύεται από τη με αριθμό 5012/2025 διάταξη
του εισαγγελέα Πρωτοδικών Γιαννιτσών, που αναζητήθηκε αυτεπάγγελτα από το
διαιτητή στο πλαίσιο του ανακριτικού συστήματος που ισχύει στην παρούσα
διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρο 691 § 1 ΚΠολΔ),
ύστερα από τηλεφωνική ενημέρωση των ανωτέρω πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων
μέσω της γραμματέα της διαιτησίας, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην προηγηθείσα μείζονα πρόταση, η οποία, επίσης, λαμβάνεται
υπ’ όψιν ως δικαστικό τεκμήριο. Με τη διάταξη αυτή
απορρίφθηκε ως αβάσιμη στην ουσία της η από 31-1-2025 και με Α.Β.Μ… μήνυση
(«έγκληση») των καθ’ ων κατά του…μεταξύ άλλων, για το αδίκημα της πλαστογραφίας
με αντικείμενο τις πιο πάνω ανυπόγραφες καταστάσεις. Από τη συγκεκριμένη
διάταξη πιθανολογείται, άλλωστε, και η γνησιότητα των εγγράφων που προσβλήθηκαν
ως πλαστά, καθότι σε αυτήν γίνεται δεκτό ότι οι καταστάσεις δεν αποτελούν
προϊόν πλαστογραφίας αλλά συντάχθηκαν από τους ίδιους του καθ’ ων
(«...προκύπτει το συμπέρασμα ότι οι καταχωρίσεις στις εξωλογιστικές
καταστάσεις ήταν πραγματικές και είχαν τεθεί από τους εγκαλούντες
διαχειριστές κατά τον χρόνο εκείνο της εταιρείας»), Η ίδια κρίση ενισχύεται και
από την από 25-10-2022 έκθεση λογιστικής πραγματογνωμοσύνης, που συνέταξε η
λογίστρια που προσκομίζει και επικαλείται σε φωτοαντίγραφο με το σημείωμά της η
αιτούσα. Στην έκθεσή της αυτή η λογίστρια, αναφορικά με το ζήτημα του συντάκτη
των πιο πάνω καταστάσεων και κατ’ επέκταση της γνησιότητάς τους, καταλήγει στο
συμπέρασμα ότι συντάχθηκαν από πρόσωπο το οποίο είχε άμεση πρόσβαση και γνώση
των καθημερινών τρεχουσών συναλλαγών της αιτούσας, της κίνησης των τραπεζικών
λογαριασμών της και του Γενικού Ημερολογίου της, το οποίο θα μπορούσε να είναι
είτε ο διαχειριστής της είτε εργαζόμενοι υπεύθυνοι της γραμματειακής
υποστήριξης και του λογιστηρίου εντός της εταιρίας και σαφώς όχι κάποιο μέλος
της που δε βρισκόταν καθημερινά στην έδρα της και δεν παρακολουθούσε
συστηματικά τις καθημερινές κινήσεις του ταμείου της. Ακόμη η κρίση αυτή ενισχύεται
από τη με αριθμό .../7-5-2021 ένορκη βεβαίωση του … ο οποίος επιβεβαιώνει την
παράδοση στον … σύγαμπρό του, των ως άνω εξωλογιστικών
καταστάσεων από τον πρώτο καθ’ ου η αίτηση. Μάλιστα ο μάρτυρας αυτός αναφέρει
πως υπήρξε παρών σε κάποια τηλεφωνική συνομιλία του ήδη διαχειριστή της
αιτούσας με τον πρώτο καθ’ ου στα τέλη του 2015, κατά τη διάρκεια της οποίας ο
πρώτος κατηγορούσε τον δεύτερο για την απόληψη μισθών. Επιπλέον, η ίδια κρίση
ενισχύεται και από τη με αριθμό …/26-2-2021 ένορκη βεβαίωση του ο οποίος
κατάθεσε πως υπήρξε αυτήκοος μάρτυρας ενός καυγά μεταξύ του ήδη διαχειριστή της
αιτούσας και του αδερφού … που έλαβε χώρα στο διάστημα ανάμεσα στα τέλη του
2015 και στις αρχές του 2016, χωρίς να προσδιορίσει την ακριβή ημερομηνία, κατά
τον οποίο ο πρώτος ανέφερε στον δεύτερο ότι τα τέκνα του λαμβάνουν μισθούς από
την εταιρία. Η κρίση αυτή δεν αναιρείται από την από 14- 12-2021 έκθεση
πραγματογνωμοσύνης του ... που προσκομίζουν σε φωτοαντίγραφο και σε ακριβές
αντίγραφο αντίστοιχα και επικαλούνται με τα σημειώματά τους και οι δύο διάδικες πλευρές και η οποία συντάχθηκε στο πλαίσιο
προκαταρκτικής εξέτασης μετά την υποβολή της με Α.Β.Μ… έγκλησης … εναντίον των
καθ’ ων για το αδίκημα της υπεξαίρεσης και στην παρούσα δίκη λαμβάνεται υπ’ όψιν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Την έκθεση αυτή
επικαλούνται οι καθ’ ων για την πιθανολόγηση της
βασιμότητας του ισχυρισμού τους, όπως εκτιμάται προσηκόντως το σημείωμά τους,
ότι οι εξωλογιστικές αυτές καταστάσεις δεν αποτελούν
έγγραφα που έχουν εξαχθεί από τους υπολογιστές της εταιρίας και συνεπώς δεν
απεικονίζουν πραγματικές συναλλαγές. Στην πραγματικότητα, όμως, στην έκθεσή του
ο λογιστής… ουσιαστικά αποφεύγει να πάρει θέση αναφορικά με τη γνησιότητα των εξωλογιστικών καταστάσεων και κατ’ επέκταση σχετικά με το
ζήτημα της απόληψης μισθών από τους καθ’ ων, αναφέροντας ότι, επειδή ακριβώς οι
καταστάσεις δε φέρουν τη σφραγίδα της αιτούσας και υπογραφή του διαχειριστή
της, αδυνατεί να αξιολογήσει εάν είναι γνήσιες ή πλαστές. Σε καμία περίπτωση
αυτός αποφαίνεται ότι δεν περιέχουν πραγματικές συναλλαγές και δεν προέρχονται
από τους υπολογιστές της αιτούσας, όπως αβάσιμα υποστηρίζουν οι καθ’ ων με το
σημείωμά τους και την προσθήκη σε αυτό («...το ότι οι καρτέλες αυτές δεν
προκύπτει ότι απεικονίζουν πραγματικές συναλλαγές και συνεπώς δεν μπορούν να
ληφθούν υπόψη ... επιβεβαιώθηκε από την πραγματογνωμοσύνη που διατάχθηκε από
τον Πταισματοδίκη Γιαννιτσών...»), καθώς και με τον σχολιασμό της
πραγματογνωμοσύνης («,.. παρά το γεγονός, μάλιστα, ότι ήδη είχαν αξιολογηθεί
από τον πραγματογνώμονα , ως μη προερχόμενες από την εταιρία ...»), ούτε πολύ
περισσότερο τις χαρακτηρίζει ως πλαστές, όπως οι καθ’ ων υποστηρίζουν με τον
σχολιασμό της πραγματογνωμοσύνης («... προκύπτει ότι ο πραγματογνώμονας θεώρησε
πλαστά τα επίμαχα έγγραφα ...»). Όπως επισημαίνεται μάλιστα και στην παραπάνω
εισαγγελική διάταξη ο λογιστής στην έκθεσή του δεν αποφαίνεται για την
πλαστότητα των καταστάσεων αυτών («Δεν θεωρεί, δηλαδή ότι οι προσκομισθείσες
καταστάσεις ήταν πλαστές, απλά αναφέρει ότι δεν μπορεί να αξιολογήσει τη
γνησιότητά τους»). Αναφορικά με την άσκηση de facto
διαχειριστικής εξουσίας από τον δεύτερο καθ’ ου η κρίση του δικαστηρίου
ενισχύεται και από τη χωρίς όρκο εξέταση του ίδιου στο ακροατήριο του
Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Γιαννιτσών, που περιέχεται στα πρακτικά της με
αριθμό 377/2020 απόφασής του (με ενσωματωμένα τα πρακτικά της συζήτησης) και
στην παρούσα διαιτητική δίκη λαμβάνεται υπ’ όψιν για
τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Στην κατάθεσή του αυτή ο δεύτερος καθ’ ου
ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι βρισκόταν, μέχρι τον αποκλεισμό του, στις
εγκαταστάσεις της αιτούσας κάθε μέρα και καθ’ όλη τη διάρκεια του ωραρίου
λειτουργίας της επιχείρησης. Η συνεχής παρουσία του στις εγκαταστάσεις της
αιτούσας και με δεδομένο ότι, όπως πιθανολογείται, μολονότι ελάμβανε μισθούς
κατά τα έτη 2014 και 2015, ουδέποτε τον συνέδεε μαζί της σύμβαση εργασίας,
γεγονός, άλλωστε, που συνομολογεί και ο ίδιος με το σημείωμα που κατέθεσε κατά
την αρχική συζήτηση («... καθώς ουδέποτε συνδέθηκα με αυτή με σύμβαση εργασίας
...»), ώστε να δικαιολογείται η σταθερή παρουσία του και η απόληψη μισθών,
συνηγορεί υπέρ της κρίσης ότι ασκούσε εν τοις πράγμασι
τη διαχείριση της εταιρίας. Συνεπώς, οι καθ’ ων, κατά παράβαση των διατάξεων
των §§4 και 7 του 8ου όρου του καταστατικού της αιτούσας, εισέπραξαν με την
ιδιότητα των διαχειριστών της εταιρίας, ως αμοιβές και δώρα, τα παραπάνω
αντίστοιχα χρηματικά ποσά κατά τα έτη 2014 και 2015, προκαλώντας με τον τρόπο
αυτό ισόποση περιουσιακή ζημία στην αιτούσα, την οποία θα πρέπει να της
αποκαταστήσουν. Αυτοί, παράλληλα, παραβίασαν και την αναληφθείσα
έναντι της αιτούσας υποχρέωσή τους να της αποδώσουν, υπό την ιδιότητά τους ως
διαχειριστών της (καταστατικού και εν τοις πράγμασι
αντίστοιχα), τα χρήματα που απέκτησαν στο πλαίσιο εκτέλεσης της ανατεθείσας σε
αυτούς εντολής από εκείνη (διαχείρισή της) και των ανατεθέντων σε αυτούς
καθηκόντων. Συγχρόνως η συμπεριφορά τους συνιστά και υπαίτια πλημμελή εκπλήρωση
της σύμβασης εντολής μεταξύ τους και συγκεκριμένα παράβασης της παρεπόμενης
υποχρέωσης διαφύλαξης της εταιρικής περιουσίας, που πηγάζει από την καλή πίστη
(άρθρα 281 και 288 ΑΚ· πρβλ. σχετ.
ΜΠρΠατρ 183/2021 ΤΝΠ Ν0ΜOΣ). Επομένως, για τους λόγους αυτούς πρέπει οι καθ’
ων να αποζημιώσουν, με βάση την ενδοσυμβατική τους
ευθύνη, την αιτούσα για τη θετική ζημία που της προκάλεσαν, η οποία αντιστοιχεί
στο συνολικό ποσό που εισέπραξαν και οι δύο κατά τα έτη 2014 και 2015. Η ευθύνη
τους να αποζημιώσουν την αιτούσα είναι σε ολόκληρο, σύμφωνα με όσα αναφέρονται
στη μείζονα πρόταση στην αρχή της παρούσας κατά την άποψη που το παρόν
διαιτητικό δικαστήριο προκρίνει ως ορθότερη, με βάση το αδιαίρετο της αποζημιωτικής ευθύνης των συνδιαχειριστών,
ακόμα και όταν ο ένας είναι εν τοις πράγμασι, και σε
κάθε -περίπτωση με βάση τη διάταξη του άρθρου 926 ΑΚ, που εφαρμόζεται αναλογικά
και σε περίπτωση αθέτησης συμβατικής υποχρέωσης. Ακόμα, όμως, και αν ήθελε
κριθεί ότι δεν υφίσταται ενδοσυμβατική ευθύνη των
καθ’ ων, οπότε θα έπρεπε, λόγω της δικονομικής επικουρικότητας, να εξεταστεί η
επικουρική βάση του συγκεκριμένου κονδυλίου, εφόσον οι καθ’ ων απέκτησαν την
κατοχή των ανωτέρω ποσών, στο πλαίσιο άσκησης της διαχειριστικής τους εξουσίας,
και με πρόθεση τα ιδιοποιήθηκαν στη συνέχεια χωρίς νόμιμο λόγο (παράνομα),
ενσωματώνοντάς τα στην περιουσία τους (με την είσπραξή τους ως μισθών και
δώρων, μολονότι δε δικαιούνταν την απόληψη μισθών και δώρων σύμφωνα με το
καταστατικό), τέλεσαν το αδίκημα της υπεξαίρεσης και άρα υπέχουν αδικοπρακτική ευθύνη. Από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα,
ωστόσο, δεν πιθανολογείται ότι οι καθ’ ων ελάμβαναν μισθούς και δώρα και κατά
το υπόλοιπο χρονικό διάστημα που η αιτούσα επικαλείται στην υπό κρίση αίτησή
της, καθώς οι παραπάνω εξωλογιστικές καταστάσεις, που
η ίδια προσκομίζει, αφορούν μόνο τα έτη 2014 και 2015 και από κανένα άλλο
αποδεικτικό μέσο μπορεί να συναχθεί έστω και ο μικρότερος βαθμός δικανικής
πεποίθησης (πιθανολόγηση) ως προς τα κρίσιμα
πραγματικά περιστατικά (βλ. ΑΠ 136/2022 ό.π.), με την
έννοια της ελάχιστης αποδεικτικής διαβάθμισης για την εξαγωγή αποδεικτικού
πορίσματος ως προς τη βασιμότητα των περιστατικών αυτών. Η αιτούσα, που έχει το
σχετικό βάρος πιθανολόγησης, δεν πέτυχε, με τα
αποδεικτικά μέσα που προσκομίζει, να σχηματισθεί πιθανότητα σχετικά με την
αλήθεια των πραγματικών περιστατικών, που επικαλείται στην αίτησή της,
αναφορικά με την απόληψη μισθών από τους καθ’ ων και κατά το υπόλοιπο χρονικό
διάστημα. Επομένως, δεν πιθανολογείται ότι οι καθ’ ων εισέπρατταν αμοιβές και
κατά τα διαστήματα από τον Ιούνιο του 2011 έως τις 31-12-2013 και από 1-1-2016
έως 2-6-2022 καθώς και το ακριβές ύψος τους -με δεδομένο ότι και κατά τα έτη
2014 και 2015 τα αντίστοιχα συνολικά ποσά διαφοροποιούνται-. Από το γεγονός και
μόνο ότι αυτοί εισέπραξαν αμοιβές κατά τα έτη 2014 και 2015 δεν τεκμαίρεται,
δίχως άλλο, ότι τέτοιες αμοιβές ελάμβαναν καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της
διαχείρισης της εταιρίας από τους ίδιους και μάλιστα του ίδιου συνολικού ύψους
σε ετήσια βάση, χωρίς να αρκεί για την κατάφαση μιας τέτοιας κρίσης μόνη η
χωρίς όρκο εξέταση του νομίμου εκπροσώπου της στο
ακροατήριο. Όσον αφορά το έλλειμα που η αιτούσα επικαλείται στην αίτησή της,
πιθανολογείται ότι μετά τον αποκλεισμό των καθ’ ων από αυτήν και την είσοδο των
νέων μελών της, αυτή, στις 3-10-2023, ανέθεσε στην ανώνυμη εταιρία ορκωτών
ελεγκτών με την επωνυμία «…» τον προσδιορισμό του τυχόν ελλείμματος της που θα προέκυπτε κατά το χρονικό διάστημα της διαχείρισής της από
τους καθ’ ων η αίτηση. Για τον προσδιορισμό τυχόν ελλείματος η αιτούσα προέβη
στη σύνταξη ισολογισμού με ακριβή ημεροχρονολογία την
2α-6-2022, οπότε επιδόθηκε στους καθ’ ων η απόφαση που διέτασσε τον αποκλεισμό
τους. Στον ισολογισμό αυτό αποτυπώθηκε από τον διαχειριστή της αιτούσας η
κατάσταση της περιουσίας της κατά την προαναφερθείσα ημερομηνία. Τον ισολογισμό
η αιτούσα ακολούθως υπέβαλε, διά του διαχειριστή της, με όλα τα έγγραφα που τον
συνόδευαν στον ορκωτό …, ο οποίος ανέλαβε, για λογαριασμό της ανώνυμης εταιρίας
με την επωνυμία … », ελέγχοντας την ακρίβειά του, να προσδιορίσει τυχόν
έλλειμα. Όπως, βέβαια, συνομολογεί και η ίδια η αιτούσα, με το δικόγραφο της
αίτησής της, ο ορκωτός ελεγκτής, στον οποίο ανέθεσε τον προσδιορισμό τυχόν
ελλείματος της, τής τόνισε από την αρχή πως σε προσωπικές εταιρίες που δεν
τηρούν βιβλία Γ' Κατηγορίας, όπως αυτή, θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να
διαπιστωθεί οποιοδήποτε έλλειμμα, ιδίως όταν έχουν πραγματοποιηθεί συναλλαγές
που δεν έχουν καταχωρηθεί στα εμπορικά βιβλία της. Με βάση, έτσι, τον
ισολογισμό που παρέδωσε στον ορκωτό ελεγκτή η αιτούσα, αυτός συνέταξε την από
10-5-2024 έκθεσή του, με την οποία διαπιστώνει ότι ο ισολογισμός της εταιρίας στις
2-6-2022 εμφανίζει έλλειμα ύψους 263.699,86 ευρώ, εικάζοντας ότι το έλλειμα θα
μπορούσε να συνίσταται, με βάση και τον τελευταίο διαθέσιμο επίσημο ισολογισμό
της εταιρίας της 31ης-12-2015, και σε ταμιακά διαθέσιμα. Ο έλεγχος της
ορθότητας του πορίσματος της προαναφερθείσας τεχνικής έκθεσης του ορκωτού
ελεγκτή και μάρτυρα πιθανολόγησης της αίτησης, …
αναφορικά με τη διαπίστωση ελλείματος στον ισολογισμό της αιτούσας στις 2-6-
2022, ζητήθηκε -ουσιαστικά- από τον διορισμένο πραγματογνώμονα από το παρόν
διαιτητικό δικαστήριο, ιδίως ύστερα από την αμφισβήτησή της από τον τεχνικό
σύμβουλο και μάρτυρα αντιπιθανολόγησης … , τόσο με
την από 23-6-2024 έκθεσή του όσο και κατά την ένορκη κατάθεσή του στο
ακροατήριο του διαιτητικού δικαστηρίου κατά την αρχική συζήτηση. Στην
πραγματογνωμοσύνη του ο ορκωτός ελεγκτής που διορίστηκε από το διαιτητικό
δικαστήριο, απαντώντας, με την έκθεσή του, στα ειδικότερα ερωτήματα που του
τέθηκαν με την προδικαστική απόφαση του διαιτητικού δικαστηρίου τούτου,
επιβεβαιώνει το συμπέρασμα της έκθεσης του ορκωτού ελεγκτή … αναφορικά με τη
διαπίστωση ελλείματος, ενώ, παράλληλα, αποδέχεται την αξιοπιστία της μεθόδου
που ακολούθησε ο τελευταίος προκειμένου να καταλήξει στο πόρισμα που
προαναφέρθηκε, διαφοροποιούμενος μόνο ως προς το τελικό ύψος του ελλείματος.
Πιο συγκεκριμένα ο πραγματογνώμονας, ελέγχοντας πρώτα τη διαδικασία
προσδιορισμού του ελλείματος που ακολούθησε ο συνάδελφός του, αναφορικά με την
αξιοπιστία που παρέχει αυτή για την εξαγωγή ενός ασφαλούς συμπεράσματος, με
βάση τα σχετικά ερωτήματα που του τέθηκαν, καταλήγει στο ίδιο με εκείνον
πόρισμα, με μια μικρή διαφοροποίηση ως προς το ύψος του ελλείματος, το οποίο
προσδιορίζει σε 245.323,37 ευρώ. Παράλληλα επισημαίνει ότι το έλλειμα μπορεί να
οφείλεται σε ποικίλους λόγους ή συνδυασμό αυτών, όπως έλλειψη χρηματικών
διαθεσίμων, πώληση περιουσιακού στοιχείου χωρίς παραστατικά, απόληψη
διαθεσίμων, χωρίς αντίστοιχη καταχώρηση είτε της μείωσης υφιστάμενης
υποχρέωσης, είτε της αύξησης απαίτησης της αιτούσας έναντι κάποιου τρίτου. Τόσο
από την έκθεση του ορκωτού ελεγκτή όσο και από την πραγματογνωμοσύνη
πιθανολογείται, συνεπώς, ότι ο ισολογισμός της αιτούσας στις 2-6-2022 δεν είναι
ισοσκελισμένος, διότι εμφανίζει απόκλιση (έλλειμα). Ωστόσο, δεν πιθανολογείται
το ακριβές ύψος του ελλείματος. Κατ’ αρχάς, διότι δεν πραγματοποιήθηκε φυσική
απογραφή των αποθεμάτων της αιτούσας στις 2-6-2022 με αποτέλεσμα να μην μπορεί
να γίνει αναλυτική περιγραφή αυτών κατ’ είδος και ποσότητα στην παραπάνω έκθεση
του ορκωτού ελεγκτή,., ώστε αυτά στη συνέχεια να αποτιμηθούν σε αξία και να
καταγραφούν στα περιουσιακά στοιχεία του ισολογισμού. Η παράλειψη απογραφής των
αποθεμάτων προϊόντων της αιτούσας στις 2-6-2022 συνομολογείται
από την ίδια την αιτούσα ήδη με το δικόγραφο της αίτησής της [βλ. τη σημείωση
με αριθμό 2 των από 31-1-2024 επεξηγήσεων απογραφής-ισολογισμού παραλαβής της
εταιρίας στις 2-6-2022, που υπογράφονται από τον διαχειριστή της και
επισυνάπτονται στο δικόγραφο αυτό («Λόγω της μη πραγματοποίησης απογραφής
αποθεμάτων προϊόντων κατά την 02.06.2022 ...»)]. Για την απογραφή των
αποθεμάτων της αιτούσας ήταν απαραίτητη η διενέργεια φυσικής καταμέτρησης και
καταγραφής τους κατ’ είδος και ποσότητα στο αρχείο (βιβλίο) ιδιόκτητων
αποθεμάτων αυτής (αποτίμηση) στις 2-6-2022. Το ενδεχόμενο, άλλωστε, να μην
είναι ακριβής ο ισολογισμός που συνέταξε, λόγω μη πραγματοποίησης απογραφής των
αποθεμάτων της αιτούσας στις 2-6-2022, δεν αποκλείει και ο ..., τονίζοντας στην
έκθεσή του ότι η παράλειψη αυτή δημιουργεί πρόβλημα στη σύνταξη του ισολογισμού
και ειδικά στην ακρίβεια και πληρότητά του. Σημειώνει μάλιστα ο ίδιος ότι ακόμη
και υπό την υποθετική εκδοχή ότι τα αποθέματα κινούνται μεταξύ του ποσού των
132.745,51 ευρώ, όπως η αξία τους αναφέρεται στο ποσό αυτό στο έντυπο Ε3 της
αιτούσας με ημερομηνία αναφοράς την 31η-12-2021, και του ποσού των 91.775,70
ευρώ, όπως η αξία τους αναφέρεται στο ποσό αυτό στο έντυπο Ε3 της αιτούσας με
ημερομηνία αναφοράς την 31η-12-2022, ενδέχεται να υπάρχει απόκλιση 20.484,91
ευρώ, μεγαλύτερη ή μικρότερη, από την τιμή που προσδιόρισε. Αλλά και κατά την
κατάθεσή του στο ακροατήριο ο ορκωτός αυτός ελεγκτής ανέφερε το ενδεχόμενο το
έλλειμα να παρουσιάζει απόκλιση 20.000 ευρώ, μεγαλύτερο ή μικρότερο, από αυτό
που υπολογίζει στην έκθεσή του, λόγω μη απογραφής των αποθεμάτων της αιτούσας
στις 2-6-2022. Επιπλέον, όπως προκύπτει από την παραπάνω έκθεση του ορκωτού
ελεγκτή … για τη σύνταξη του ισολογισμού της 2ας-6-2022 έγινε μερική
επιβεβαίωση από την αιτούσα των ανεξόφλητων απαιτήσεών της από οφειλέτες της
και συγκεκριμένα απαιτήσεων ύψους 21.773,06 ευρώ από το σύνολο των απαιτήσεών
της ποσού 36.699,93 ευρώ (ποσοστό 59,30%). Εκτός αυτών από τα παραπάνω
αποδεικτικά μέσα δεν μπορεί να συναχθεί ασφαλές συμπέρασμα, έστω και σε βαθμό πιθανολόγησης, εάν πράγματι, όταν άλλαξε η διαχείριση της
αιτούσας τον Ιούνιο του 2011, παραδόθηκαν από τον ήδη διαχειριστή της… στον
πρώτο καθ’ ου η αίτηση ταμειακά διαθέσιμα («ταμείο») ή εάν η σχετική εγγραφή
στον ισολογισμό της 31ης- 12-2011, ποσού 78.311,18 ευρώ, αποτελεί λογιστική
απεικόνιση για την ισοσκέλιση του ισολογισμού της αιτούσας. Ακόμα και ο ήδη
διαχειριστής της αιτούσας κατά τη χωρίς όρκο εξέτασή του στο ακροατήριο δεν
ήταν σε θέση να επιβεβαιώσει εάν κατά την αλλαγή της διαχείρισης παραδόθηκε
κάποιο ποσό, ως ταμειακά διαθέσιμα («ταμείο»), στον ανιψιό του, πρώτο καθ’ ου,
παρά μόνο περιορίστηκε στη γενικόλογη αναφορά ότι η παράδοση οποιουδήποτε
χρηματικού ποσού αποτυπώνεται στα επίσημα βιβλία της εταιρίας («-Το 2011 άλλαξε
η διαχείριση. Φαίνεται εδώ λοιπόν ότι τότε υπήρχε ένα ταμείο 78.000 που το
κρατούσατε εσείς και το δώσατε στον ... Δώσατε αυτό το ποσό 78.000 το 2011;
Υπήρχε δηλαδή αυτό το νούμερο; -Ό,τι γράφει στα βιβλία τα πήρε ο ... Ό,τι λένε
οι υπογραφές. -Ναι, υπάρχει δηλαδή υπογραφή από κάποιο χαρτί που λέει ότι εσείς
το 2011 παραδώσατε στον ταμείο 78.000; Υπάρχει τέτοιο χαρτί υπογεγραμμένο; -Δεν
ξέρω. -Όχι γιατί είπατε είναι με υπογραφές. -Τι να σου πω τώρα. -Δεν θυμάστε
δηλαδή αν αυτό το ποσό που αναγραφόταν ως ταμείο αν υπήρχε ή όχι. Δεν το
θυμάστε. -Ότι γράφουν τα βιβλία»). Αλλά και η ίδια η αιτούσα στην από 31-5-2022
και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …/6- 6-2022 αγωγή της κατά
των καθ’ ων στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Γιαννιτσών, που προσκομίζουν και
επικαλούνται με την προσθήκη στο σημείωμά της η αιτούσα σε φωτοαντίγραφο και σε
ακριβές αντίγραφο οι καθ’ ων με το σημείωμά τους, φαίνεται να αποδέχεται το
ενδεχόμενο τα ταμειακά διαθέσιμα που αναφέρονται στον ισολογισμό της
31ης-12-2021 να μην υφίσταντο στην πραγματικότητα, αφού θεμελιώνει την
επικουρική βάση της και στην εκδοχή αυτή («Ακόμα και εάν με την αλλαγή
διαχείρισης δεν παραδόθηκε στον πρώτο εναγόμενο το δηλούμενο ταμείο των 78.000
ευρώ της 31-12-2011, ...»). Στο ερώτημα εάν μπορεί να διαπιστωθεί η ύπαρξη
ταμειακών διαθεσίμων κατά την αλλαγή της διοίκησης, ο πραγματογνώμονας, που
ορίστηκε από το διαιτητικό δικαστήριο, απαντά - ουσιαστικά- αρνητικά στην
έκθεσή του, για τον λόγο ότι δε συντασσόταν πρωτόκολλο καταμέτρησης ταμείου
κατά το τέλος κάθε χρήσης, ούτε συντάχθηκε ορισμένο πρωτόκολλο
παράδοσης-παραλαβής κατά την εναλλαγή των διαχειριστών και την ανάληψη
καθηκόντων διαχειριστή από τον πρώτο καθ’ ου. Επισημαίνει, βέβαια, ότι σε κάθε
περίπτωση η σύνταξη του ισολογισμού της 31ης- 12-2011 έγινε υπό την ευθύνη του
πρώτου καθ’ ου η αίτηση. Και μολονότι ο ίδιος στην πραγματογνωμοσύνη του
υποστηρίζει πως δεν είναι ορθή η άμεση συσχέτιση του ταμείου της 31ης-12-2011
με το διαπιστωθέν έλλειμμα της 2ας-6-2022, επειδή τα έτη που μεσολαβούν και το
πλήθος των ταμειακών κινήσεων δεν επιτρέπουν αυτή τη συσχέτιση, στη συνέχεια
τονίζει πως εφόσον υφίσταντο τα ταμειακά διαθέσιμα της 31ης 12 2011, το
έλλειμμα της 2ας-6-2022 αφορά εξ ολοκλήρου στην περίοδο διαχείρισης από τον
πρώτου καθ’ ου. Εξάλλου, από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα δεν μπορεί να
συναχθεί δικανικό πόρισμα, σε βαθμό ατελούς απόδειξης, και για τις εγγραφές
στους επόμενους ισολογισμούς της αιτούσας μέχρι τις 31-12-2015 αναφορικά με τα
ταμειακά διαθέσιμα χρήματα αυτής και συγκεκριμένα εάν πράγματι το ποσό των
ταμειακών διαθεσίμων της ανήλθε στις 31-12-2012 σε 175.546,92 ευρώ, στις
31-12-2013 σε 255.849,73 ευρώ, στις 31-12- 2014 σε 200.304,17 ευρώ και στις
31-12-2015 σε 179.952,66 ευρώ ή οι σχετικές εγγραφές αποτελούν λογιστικές
απεικονίσεις για την ισοσκέλιση των αντίστοιχων ισολογισμών της. Εάν πράγματι
υπήρξαν ταμειακά διαθέσιμα στις 31-12-2011, τότε, με βάση τα διδάγματα της
κοινής λογικής, θα ήταν πιο πιθανό το ταμειακό υπόλοιπο να αυξηθεί και να
ανέλθει στα προαναφερθέντα ποσά κατά τα επόμενα έτη. Εάν όμως το παραπάνω ποσό
δεν υφίστατο στις 31-12-2011, τότε, με βάση τα διδάγματα της κοινής λογικής, είναι
πιθανό και η σχετική εγγραφή σε κάθε επόμενο ισολογισμό να είναι εικονική. Λυτό
ενισχύεται και από το γεγονός ότι ενώ οι ισολογισμοί της αιτούσας που
συντάχθηκαν στις 31-12-2014 και στις 31-12-2015 εμφανίζονται ισοσκελισμένοι, οι
καθ’ ων κατά τις ίδιες χρήσεις (2014 και 2015 αντίστοιχα) είχαν λάβει ως
αμοιβές και δώρα, όπως ήδη αναφέρθηκε, τα ποσά των 36.503,45 ευρώ και 34.380
ευρώ αντίστοιχα, που προέρχονταν από τα ταμειακά διαθέσιμα της εταιρίας, χωρίς
οι απολήψεις των μισθών και των δώρων τους να φαίνονται καταχωρισμένες στα
λογιστικά βιβλία της εταιρίας κατά τις συγκεκριμένες χρήσεις, όπως
επισημαίνεται και στη με αριθμό 2254/2022 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου
Θεσσαλονίκης. Δηλαδή οι ισολογισμοί της αιτούσας κατά τα έτη που
προαναφέρθηκαν, εφόσον τα προαναφερθέντα κονδύλια δεν είχαν καταχωρηθεί στα
φορολογικά της βιβλία, θα έπρεπε να παρουσιάζουν έλλειμα τουλάχιστον κατά τα
αντίστοιχα ποσά. Αφού όμως οι ισολογισμοί εμφανίζονται ισοσκελισμένοι, δεν
αποκλείεται, με βάση τα διδάγματα της κοινής λογικής, οι εγγραφές σε αυτούς ως
προς τα ταμειακά διαθέσιμα της εταιρίας να μην αποτυπώνουν την πραγματική
κατάσταση. Όπως ανέφερε και ο μάρτυρας που μ’ επιμέλεια της αιτούσας εξετάστηκε
στο ακροατήριο κατά την αρχική συζήτηση, ο τελευταίος ισολογισμός της εταιρίας,
που συντάχθηκε στις 31-12-2015, είναι ισοσκελισμένος, γεγονός που σημαίνει,
κατά τον ίδιο, πως εάν δεν περιέχει ψευδείς καταγραφές, το έλλειμα στην αιτούσα
δημιουργήθηκε μετά τη σύνταξή του. Επιπρόσθετα ο πραγματογνώμονας που ορίστηκε
από το διαιτητικό δικαστήριο τονίζει στην έκθεσή του ότι η ύπαρξη τόσο υψηλών
ταμειακών διαθεσίμων δεν αποτελεί ορθή διαχειριστική πρακτική, δεδομένου του
κινδύνου απώλειάς τους αλλά και ταυτόχρονα απουσίας επενδυτικής τους
χρησιμοποίησης με επακόλουθο την οικονομική τους απαξίωση. Συνάγεται, επομένως,
πως και ο ίδιος δεν αποκλείει το ενδεχόμενο οι ισολογισμοί να περιείχαν ψευδείς
καταγραφές προκειμένου να εμφανίζονται ισοσκελισμένοι. Και ναι μεν σύμφωνα με
τη δικαστική πραγματογνωμοσύνη το έλλειμα στον ισολογισμό της αιτούσας στις
2-6-2022 ανέρχεται σε 245.323,37 ευρώ, κατά τη διάταξη όμως του άρθρου 387 ΚΠολΔ η πραγματογνωμοσύνη εκτιμάται ελεύθερα από το
δικαστήριο (διαιτητικό εν προκειμένω) και δεν έχει αυξημένη δύναμη σε σχέση με
τα άλλα αποδεικτικά μέσα, που να το δεσμεύει να δεχθεί την πιθανολόγηση
που προκύπτει από αυτή. Συνεπώς, από τη συνεκτίμησή της με τα άλλα αποδεικτικά
μέσα το διαιτητικό δικαστήριο οδηγείται σε σχηματισμό δικανικής πεποίθησης που
δεν είναι σύμφωνη με το πόρισμα της πραγματογνωμοσύνης, διότι δεν πιθανολογείται
το ύψος του ελλείματος (βλ. ΑΠ 1226/2022 ό.π.). Η
ίδια η αιτούσα, μάλιστα, εξ αρχής, ήδη με το δικόγραφο της αίτησής της,
επισημαίνει ότι η διακρίβωση του ελλείματος στον ισολογισμό της υπήρξε
εξαιρετικά δύσκολη, για τον λόγο ότι αυτό οφείλεται, κατά τους ισχυρισμούς της,
σε συναλλαγές που δε φαίνονται στα φορολογικά ή εμπορικά της βιβλία και
σημειώνοντας παράλληλα ότι το έλλειμα υπολογίστηκε στο δικόγραφο της αίτησής
της κατά προσέγγιση με βάση ορισμένα στοιχεία. Ανεξάρτητα όμως από αυτά, δεν
πιθανολογείται, με βάση τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα, με ποιες συγκεκριμένα
πράξεις των καθ’ ων, από αυτές που η αιτούσα επικαλείται στην υπό κρίση αίτηση,
υπό την προσήκουσα εκτίμηση του δικογράφου της, προκλήθηκε συγκεκριμένη ζημία
στην ίδια κατά το χρονικό διάστημα της από κοινού διαχείρισής της από αυτούς, η
οποία συνδέεται αιτιωδώς με την υπαίτια συμπεριφορά τους, μ’ εξαίρεση την
απόληψη μισθών και δώρων κατά τα έτη 2014 και 2015. Η αιτούσα επικαλείται στην
αίτησή της, όπως εκτιμάται το περιεχόμενο αυτής και κατά το μέρος που κρίθηκε
ορισμένη, πως η θετική της ζημία, η οποία συνίσταται στο έλλειμα στον
ισολογισμό της 2ας-6-2022, προκλήθηκε από την παραβίαση της υποχρέωσης των καθ’
ων να της αποδώσουν, υπό την ιδιότητά τους ως διαχειριστές της, καταστατικού
και εν τοις πράγμασι αντίστοιχα, το συνολικό
χρηματικό ποσό που αντιστοιχεί στο έλλειμα το οποίο απέκτησαν στο πλαίσιο
εκτέλεσης της ανατεθείσας σε αυτούς εντολής (διαχείριση) και το οποίο
εισέπραξαν ως αμοιβές και δώρα κατά το διάστημα της διαχείρισης, αλλιώς
υπεξαίρεσαν το εν λόγω ποσό τμηματικά. Όμως για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης
του διαχειριστή απαιτείται πταίσμα του, το οποίο υπάρχει όταν αυτός αθετεί
υπαίτια τις συμβατικές του υποχρεώσεις ή τελεί άδικη και παράνομη πράξη με
πρόθεση ή από αμέλεια. Έτσι για την κατάφαση αποζημιωτικής
ευθύνης των καθ’ ων είτε με βάση την εταιρική σύμβαση και τις διατάξεις για την
εντολή (ενδοσυμβατική) είτε με βάση τις διατάξεις για
την αδικοπραξία (εξωσυμβατική), θα πρέπει να
πιθανολογούνται συγκεκριμένες υπαίτιες πράξεις τους (και μάλιστα του καθενός
τους) που να συνδέονται αιτιωδώς είτε με συγκεκριμένη κάθε φορά ζημία της
αιτούσας είτε με το συνολικό αποτέλεσμα (όπως λ.χ. είσπραξη μισθών κάθε μήνα
και δώρων και για ορισμένο χρονικό διάστημα -και ποιο διάστημα, δεδομένου ότι,
όπως ήδη αναφέρθηκε παραπάνω, μόνο με την είσπραξη μισθών και δώρων για ένα
μέρος του χρονικού διαστήματος της διαχείρισης της αιτούσας από τους καθ’ ων θα
μπορούσε να φτάσει η ζημία της στο ποσό που αξιώνει ως έλλειμα- κατά παράβαση
του καταστατικού της εταιρίας, άλλως υπεξαίρεση συγκεκριμένων χρηματικών ποσών
από τα ταμειακά διαθέσιμα αυτής, αφού σε περίπτωση υπεξαίρεσης εμπορευμάτων,
υλικών ή εξοπλισμού της η κρίση διαφοροποιείται). Από τα παραπάνω, όμως,
αποδεικτικά μέσα, μ’ εξαίρεση την απόληψη μισθών και δώρων από τους καθ’ ων
κατά τα έτη 2014 και 2015, δεν πιθανολογούνται συγκεκριμένες υπαίτιες
συμπεριφορές των καθ’ ων (πράξεις ή παραλείψεις τους) που συνδέονται αιτιωδώς
με το έλλειμα της εταιρίας. Δεν πιθανολογούνται με άλλα λόγια τα κρίσιμα εκείνα
περιστατικά που η αιτούσα επικαλείται για τη θεμελίωση της ιστορικής βάσης του
συγκεκριμένου κονδυλίου και που είναι απαραίτητα για τη στοιχειοθέτηση ενδοσυμβατικής, άλλως αδικοπρακτικής,
ευθύνης των καθ’ ων, αφού δεν αρκεί μόνο η πιθανολόγηση
της ζημίας της δικαιούχου, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν προσδιορίζεται
επακριβώς, παρά μόνο για τα ποσά που έλαβαν οι καθ’ ων ως μισθούς και δώρα κατά
τα έτη 2014 και 2015, αλλά απαιτείται η ζημία αυτή να είναι απόρροια
συγκεκριμένων υπαίτιων πράξεων ή παραλείψεων. Ακόμα και ο ορκωτός ελεγκτής…,
κατά την κατάθεσή του στο ακροατήριο δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει σε τι
συνίσταται η ζημία της αιτούσας που εντοπίζεται στο έλλειμα στον ισολογισμό της
2ας-6-2022. Όπως ανέφερε αυτός, το έλλειμα μπορεί να συνίσταται σε ταμειακά
διαθέσιμα, στην παράλειψη απογραφής κάποιου οφειλέτη ή και σε εμπορεύματα («...
Λείπει μια αξία τόση, η οποία μπορεί να είναι ταμείο, μπορεί να είναι κάποιος
πελάτης ο οποίος δεν απογράφηκε, μπορεί να είναι εμπορεύματα»). Βέβαια στην έκθεση
που συνέταξε εικάζει πως το έλλειμα συνίσταται σε ταμειακά διαθέσιμα, εικασία,
μάλιστα, που στηρίζει στον τελευταίο ισοσκελισμένο ισολογισμό της εταιρίας.
Μόνη όμως η εικασία του αυτή δεν αρκεί για να οδηγήσει το διαιτητικό δικαστήριο
στη διαμόρφωση δικανικού πορίσματος, ακόμα και σε βαθμό πιθανολόγησης,
για το κρίσιμο ζήτημα του προσδιορισμού του ελλείματος (σε τι συνίσταται
ειδικότερα) ώστε να συνδεθεί στη συνέχεια με συγκεκριμένες υπαίτιες πράξεις ή
παραλείψεις. Αλλά και ο πραγματογνώμονας που διορίστηκε από το διαιτητικό
δικαστήριο δεν προσδιορίζει στην έκθεσή του εάν το έλλειμα συνίσταται σε
ταμειακά διαθέσιμα και ποιου ύψους ή σε άλλου είδους περιουσιακά στοιχεία της
εταιρίας και ποια («Η απόκλιση μεταξύ των ενεργητικών και παθητικών στοιχείων της
Εταιρείας κατά την 02.06.2022, μπορεί να οφείλεται σε ποικίλους λόγους ή
συνδυασμό τους όπως: -έλλειψη χρηματικών διαθεσίμων, -πώληση περιουσιακού
στοιχείου δίχως παραστατικά, -απόληψη διαθεσίμων, δίχως αντίστοιχη καταχώρηση
είτε της μείωσης υφιστάμενης υποχρέωσης, είτε της αύξησης απαίτησης της
Εταιρείας έναντι του λαβόντος»), ώστε το διαιτητικό
δικαστήριο να είναι σε θέση να συνδέσει συγκεκριμένη ζημία με ορισμένη υπαίτια
συμπεριφορά. Παρ’ όλα αυτά, ο ίδιος τονίζει ότι το έλλειμα θα μπορούσε να
δικαιολογηθεί ποσοτικά, με την έννοια ενός μέρους του, με την απόληψη μηνιαίων
μισθών δίχως παραστατικά από τους καθ’ ων κατά τα έτη 2014 και 2015, δεδομένου
ότι η ποσότητα των απολήψεων αυτών προκάλεσε μείωση των πραγματικών ενεργητικών
στοιχείων της αιτούσας (μείωση των διαθεσίμων), ο… κατά τη χωρίς όρκο εξέτασή
του στο ακροατήριο ανέφερε πως οι καθ’ ων πραγματοποιούσαν συναλλαγές χωρίς
αποδείξεις και τα χρήματα που εισέπρατταν από αυτές υπεξαιρούσαν στη συνέχεια,
χωρίς όμως να προσδιορίσει τις συναλλαγές αυτές κατά τα ειδικότερα
χαρακτηριστικά τους και συγκεκριμένα τους αντισυμβαλλόμενους της αιτούσας, το
αντικείμενο της κάθε πώλησης που κατήρτιζαν και το ύψος του αντιτίμου της, το
οποίο, κατά τους ισχυρισμούς του, υπεξαίρεσαν οι καθ’ ων -προφανώς εισπράττοντας
στη συνέχεια μισθούς και δώρα χωρίς δικαίωμα, σύμφωνα με την υπό κρίση αίτηση-,
παρά μόνο ανέφερε γενικά και αόριστα ότι οι αντισυμβαλλόμενοι της αιτούσας στις
συμβάσεις αυτές ήταν Σύριοι, Άραβες και Αφρικανοί και το τίμημα αυτών
κυμαινόταν συνήθως μεταξύ 50-200 ευρώ, ενώ υπήρξαν και φορές που παρότι το
τίμημα ανήλθε στις 15.000 ευρώ, εκδόθηκε παραστατικό για 1.000 ευρώ. Ανέφερε
βέβαια πως κάποιος . από τη Νιγηρία του γνωστοποίησε, χωρίς πάντως να
προσδιορίσει πότε, ότι οι καθ’ ων πραγματοποιούσαν συναλλαγές χωρίς παραστατικά
και υπεξαιρούσαν τα ποσά που εισέπρατταν στο πλαίσιο αυτών, χωρίς όμως να
προσδιορίσει τις συγκεκριμένες συναλλαγές. Η κατάθεσή του άλλωστε όσον αφορά τα
περιστατικά αυτά δεν ενισχύεται από κάποιο άλλο αποδεικτικό μέσο. Και παρότι
αναφέρει επιπλέον ότι ο λόγος που υ αποχώρησε από την αιτούσα το 2011 ήταν
επειδή διαπίστωσε πως οι καθ’ ων κατήρτιζαν συμβάσεις πώλησης χωρίς να εκδίδουν
τα σχετικά παραστατικά και υπεξαιρώντας στη συνέχεια το αντίστοιχο χρηματικό
που εισέπρατταν, σε προηγούμενο σημείο της κατάθεσής του υποστηρίζει ότι ο
πρώτος καθ’ ου ασκούσε πλημμελή διαχείριση και υπεξαιρούσε χρήματα, κυριότητας
της αιτούσας, από το 2014 και μετά (-Ναι, εγώ σας ρωτάω γιατί δεν το έκανε και
πιο πριν αυτό. Να το έκανε από το 2011. -Δεν μπορούσε κατευθείαν μόλις ανέλαβε,
σιγά σιγά. Κατευθείαν θα έκανε ... -Από την πρώτη στιγμή κ. Πρόεδρε δεν
μπορούσε να το κάνει αυτό. Από την πρώτη μέρα. Κατευθείαν λοιπόν να βουλιάξει
την εταιρεία; Σιγά σιγά. Τον πρώτο χρόνο καλούτσικα. -Εξηγήστε το μου για ποιο λόγο
εσείς θεωρείτε ότι το κάνει το 2015; Άλλαξε κάτι; -Γιατί υπεξαιρούσε χρήματα.
Από μέσα. -Υπεξαιρούσε από το 2011; -Όχι. Από εκεί και μετά. -Από το 2015 και
μετά; Γιατί δεν υπεξαίρεσε και το 2011; .-Ίσως επειδή ήμασταν πολύ καλά μετά
αρχίσαμε να έχουμε τα προβλήματα που είχαμε και άλλαξε η στάση»). Εκτός αυτού
ο... αποχώρησε από την αιτούσα προτού οριστεί διαχειριστής της ο πρώτος καθ’ ου
η αίτηση. Και ναι μεν η αιτούσα αναφέρει στην προσθήκη στο σημείωμά της, που
κατέθεσε μετά την αρχική συζήτηση της υπόθεσης, ότι και πριν την αλλαγή της
διαχείρισής της τον Ιούνιο του 2011, ο… τυπικά διαχειριστής της και την
ουσιαστική διαχείρισή της ασκούσαν οι καθ’ ων μαζί με τον πατέρα τους, η ίδια,
ωστόσο, στην αίτησή της προσδιορίζει την αντισυμβατική και αδικοπρακτική
συμπεριφορά των αντιδίκων της μετά την αλλαγή της διαχείρισής της («... ο
πρώτος των καθ’ ων ως διαχειριστής μου από του Ιουλίου 2011 έως 2-6-2022, είναι
υπεύθυνος για την αποκατάσταση του παραπάνω ελλείμματος του ισολογισμού μου,
ποσού 263.699,86 ευρώ, ενώ ο δεύτερος εναγόμενος -ασκών διαχειριστή εξουσία εν
τοις πράγμασι όπως δέχθηκε και η παραπάνω απόφαση του
Εφετείου Θεσσαλονίκης- είναι επίσης υπεύθυνος και υποχρεούται στην αποκατάστασή
του εις ολόκληρον μετά του πρώτου εναγομένου»),
ενώ κατά την θεμελίωση της ιστορικής βάσης του κονδυλίου των διαφυγόντων κερδών
υποστηρίζει ότι οι καθ’ ων υπήρξαν επιμελείς στην άσκηση της διαχείρισής της
μέχρι και το έτος 2013 («.., οι καθ’ ων ήσαν
επιμελείς και φρόντιζαν τις υποθέσεις μου, όπως υποχρεούντο και έπρατταν έως
και το έτος 2013»), Επιπλέον ο ... αδερφός του άλλοτε ομόρρυθμου εταίρου της
αιτούσας…στη με αριθμό .../26-2-2021 ένορκη βεβαίωσή του, που προσκομίζει και
επικαλείται με το σημείωμά της η αιτούσα, αναφέρει ότι ο πρώτος καθ’ ου η
αίτηση άρχισε να επισκέπτεται τις εγκαταστάσεις της αιτούσας τακτικά από το
2011, κάτι το οποίο, όπως δηλώνει, γνωρίζει από προσωπική του αντίληψη, διότι
απασχολήθηκε στην αιτούσα από το 2007 έως τα τέλη του 2011 («Το 2008 μπήκε και
ο νέος συνεταίρος …Το 2011 και ο γιος του … που ήδη πήγαινε από καμιά φορά, από
το 2011 όμως πιο τακτικά. Εγώ ο ίδιος εργάστηκα στην εταιρία αυτή από το 2007
έως τα τέλη του 2011 ...»). Από την ένορκη αυτή βεβαίωσή του…, για την
αξιοπιστία της οποίας το διαιτητικό δικαστήριο κανένα λόγο έχει να αμφιβάλλει,
αναιρείται ουσιαστικά ο ισχυρισμός της αιτούσας ότι ο πρώτος καθ’ ου ασκούσε
την εν τοις πράγμασι διαχείρισή της και ενόσω ο …
ήταν καταστατικός διαχειριστής της. Μετά από αυτά θα πρέπει η υπό κρίση αίτηση
να γίνει μερικά δεκτή -κατά την κύρια βάση της ως προς το κονδύλιο του
ελλείματος- και να υποχρεωθεί ο πρώτος καθ’ ου η αίτηση να καταβάλει στην
αιτούσα το συνολικό ποσό των 92.960,47 (70.883,45 + 10.000 + 12.077,02) ευρώ,
έκτων οποίων το ποσό των 70.883,45 ευρώ σε ολόκληρο με τον δεύτερο καθ’ ου η
αίτηση. Το μεν ποσό των 70.883,45 ευρώ ο πρώτος καθ’ ου θα πρέπει να καταβάλει
στην αιτούσα με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επόμενη της επίδοσης στους
καθ’ ων της από 13-5-2022 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου
.../6-6-2022 αγωγής στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Γιαννιτσών (βλ. τις με αριθμούς …
και … 8-6- 2022 αντίστοιχα εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο
Εφετείο Θεσσαλονίκης …, που προσκομίζει και επικαλείται σε φωτοαντίγραφα η
αιτούσα με το σημείωμά της), με την οποία η αιτούσα αξίωνε, μεταξύ άλλων, από
τον πρώτο καθ’ ου το χρηματικό ποσό των 221.804,65 ευρώ, που, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς της, αποτελούσε το έλλειμά της για τα
έτη 2014 και 2015 καθώς και από τους δύο καθ’ ων, ως σε ολόκληρο ευθυνόμενους, το ποσό των 40.151,50 ευρώ, που, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς της, είχε λάβει ως μισθούς κατά τα
έτη 2014 και 2015 ο δεύτερος καθ’ ου, το δε ποσό των 22.077,02 ευρώ (ο πρώτος
καθ’ ου) με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της κατάθεσης του πρωτοτύπου της
παρούσας στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Γιαννιτσών, καθώς κατ’ αυτής δεν
προβλέπεται προσφυγή ενώπιον άλλων διαιτητών, όπως ήδη αναφέρθηκε, και άρα
είναι τελεσίδικη (βλ. ΜΔιαιτΔΓιαννιτσών ./2021 ό.π.). Ο δεύτερος καθ’ ου θα πρέπει να καταβάλει στην
αιτούσα το ποσό των 40.151,50 ευρώ, από το συνολικό ποσό των 70.883,45 ευρώ,
από την επομένη της επίδοσης στον ίδιο της προαναφερθείσας αγωγής (9-6-2022),
καθώς μόνο για το ποσό αυτό τον όχλησε με την αγωγή
της η αιτούσα και το υπόλοιπο ποσό των 30.731,95 (70.883,45 - 40.151,50) ευρώ
από την επομένη της κατάθεσης του πρωτοτύπου της παρούσας στη γραμματεία του
Πρωτοδικείου Γιαννιτσών. Πρέπει να σημειωθεί άλλωστε ότι επί της
προαναφερθείσας αγωγής εκδόθηκε η με αριθμό 15/2023 απόφαση του Πολυμελούς
Πρωτοδικείου Γιαννιτσών (τακτική διαδικασία), με την οποία η υπόθεση
παραπέμφθηκε στη διαιτησία. Παρά την παραπομπή όμως της υπόθεσης στη διαιτησία,
διατηρούνται οι ουσιαστικές συνέπειες της άσκησής της, μεταξύ των οποίων και η
όχληση των οφειλετών. Επίσης, με την παρούσα πρέπει να γίνει ο τελικός
καθορισμός της αμοιβής του διαιτητή και των εξόδων της διαιτησίας, στα οποία
περιλαμβάνεται και η αμοιβή της γραμματέα (άρθρο 882 §3 ΚΠολΔ).
Στην προκειμένη περίπτωση, από το ποσό της αμοιβής, που ανέρχεται σε 8.371,768
ευρώ και ήδη έχει καταβληθεί από την αιτούσα, ο δικαστικός λειτουργός έλαβε
ποσοστό 35%, δηλαδή 2.930,12 ευρώ, 25%, δηλαδή 2.092,94 ευρώ, καταβλήθηκε σε
ειδικό λογαριασμό του Ταμείου Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτηρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.)
και το υπόλοιπο 40%, δηλαδή 3.348,70 ευρώ, κατατέθηκε σε έντοκο λογαριασμό και
περιέχεται σε κοινό ταμείο που τηρείται από την Πρόεδρο Πρωτοδικών του
Πρωτοδικείου Γιαννιτσών (βλ. άρθρο 882Α §2 εδ. α' ΚΠολΔ). Η αμοιβή, εξάλλου, της δικαστικής υπαλλήλου που
εκτελεί χρέη γραμματέα περιλαμβάνεται στα έξοδα διεξαγωγής της διαιτησίας και
είναι το 15% της αμοιβής του διαιτητή (άρθρο 6 §1 εδ.
α', γ', δ' ν. 1816/1988), δηλαδή ποσό 1.255,765 ευρώ, το οποίο ήδη έχει
καταβληθεί από την αιτούσα. Στη γραμματέα της διαιτησίας καταβλήθηκε ποσοστό
της προαναφερθείσας αμοιβής ίσο με το 40% αυτής, δηλαδή 502,30 ευρώ, ενώ το
υπόλοιπο ποσοστό της αμοιβής (60%, δηλαδή 753,46 ευρώ) καταβλήθηκε σε ειδικό
λογαριασμό του Ταμείου Αρωγής Υπαλλήλων αρμοδιότητας Υπουργείου Δικαιοσύνης
(άρθρο 6 § 1 εδ. ε', στ' ν. 1816/1988). Τέλος, θα πρέπει
να οριστεί πως τα διάδικα μέρη της διαιτητικής
συμφωνίας που θα επιβαρυνθούν με την αμοιβή και τα έξοδα της διαιτησίας είναι
οι καθ’ ων, οι οποίοι, λόγω της (μερικής) ήττας τους, πρέπει να καταδικαστούν
σε μέρος αυτών, ανάλογα με την έκταση της ήττας τους, στα οποία, ωστόσο, δε θα
περιληφθεί και η αμοιβή του ανωτέρω πραγματογνώμονα, αφού από κανένα στοιχείο
της δικογραφίας προκύπτει ότι η αιτούσα επιβαρύνθηκε με την αμοιβή του (π.χ.
απόδειξη παροχής υπηρεσιών, αποδεικτικό τραπεζικής κατάθεσης της αμοιβής του
κ.α.), στοιχείο αναγκαίο για την επιδίκασή της σε αυτήν (βλ. ΠΠρΡοδόπης 50/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· πρβλ.
ΤρΕφΔωδ 88/2017 ΤΝΠ Ν0Μ08) (άρθρα 106, 178 §1, 180
§1, 189 §1, 191 §2, 882 §§1, 3, 5, 882Α §§1 εδ. α', 2
εδ. α', β' ΚΠολΔ, 58 §§3, 4
περ. α', 63 §2 εδ. α' και β' και 68 ν. 4194/2013- για
τον υπολογισμό των δικαστικών εξόδων βλ. και ΟλΑΠ
8/2021, ΟλΑΠ 7/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όπως ορίζεται
ειδικότερα στο διατακτικό.
Για
τους λόγους αυτούς
Δικάζει
αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει
ό,τι κρίθηκε απορριπτέο στο αιτιολογικό.
Δέχεται,
κατά τα λοιπά, εν μέρει την αίτηση.
Υποχρεώνει
τον πρώτο καθ' ου η αίτηση να καταβάλει στην αιτούσα το ποσό των ενενήντα δύο
χιλιάδων εννιακοσίων εξήντα και 0,47 (92.960,47) ευρώ, εκ των οποίων το ποσό
των εβδομήντα χιλιάδων οκτακόσιων ογδόντα τριών και 0,4 5 (70.883,4 5) ευρώ σε
ολόκληρο με τον δεύτερο καθ’ ου η αίτηση και με το νόμιμο τόκο (υπερημερίας) ο
μεν πρώτος καθ’ ου η αίτηση από τις 9-6-2022 το ποσό των εβδομήντα χιλιάδων
οκτακόσιων ογδόντα τριών και 0,45 (70.883,45) και από την επομένη της κατάθεσης
του πρωτοτύπου της παρούσας στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Γιαννιτσών το ποσό
των είκοσι δύο χιλιάδων εβδομήντα επτά και 0,02 (22.077,02) ευρώ, ο δε δεύτερος
καθ’ ου η αίτηση από τις 9-6-2022 το ποσό των σαράντα χιλιάδων εκατόν πενήντα ενός και 0,50 (40.151,50) ευρώ και από την
επομένη της κατάθεσης του πρωτοτύπου της παρούσας στη γραμματεία του
Πρωτοδικείου Γιαννιτσών το ποσό των τριάντα χιλιάδων επτακοσίων τριάντα ενός
και 0,95 (30.731,95) ευρώ.
Καταδικάζει
τους καθ’ ων η αίτηση σε μέρος των εξόδων της διαιτητικής διαδικασίας και της
αμοιβής του διαιτητή υπέρ της αιτούσας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των
τριών χιλιάδων διακοσίων (3.200) ευρώ.
Το
πρωτότυπο της παρούσας απόφασης, η υπό κρίση αίτηση, τα πρακτικά του
διαιτητικού δικαστηρίου και οι προτάσεις των διαδίκων θα κατατεθούν από το
διαιτητή στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Γιαννιτσών, ο οποίος, καθώς
και η γραμματέας θα υπογράψουν την σχετική πράξη κατάθεσης, ενώ, παραγγέλλεται
η γραμματέας να παραδώσει αντίγραφο της παρούσας στους διαδίκους της υπόθεσης.
Κρίθηκε,
αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στα Γιαννιτσά στις 16-6-2025.