ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜΠρΧαλκίδας 331/2024

 

Ανακοπή 933 ΚΠολΔ -κατά επιταγής και κατασχετήριας έκθεσης-εναντίον τρίτου ενυπόθηκου κυρίου, εμπραγμάτως ευθυνόμενου τρίτου και φορέα του δικαιώματος επί του σκινήτου - Ένσταση απαραδέκτου κατ΄αρθ. 935 ΚΠολΔ -.

 

Το θεσπιζόμενο αυτό απαράδεκτο ισχύει μόνο για την ανακοπή του άρθρου 933 του ΚΠολΔ και όχι σε άλλου είδους ανακοπές, όπως σε εκείνες των άρθρων 936, 979 του ΚΠολΔ, ούτε δε το άρθρο 935 του ΚΠολΔ μπορεί να εφαρμοστεί όταν η προηγούμενη δίκη έχει ανοιχθεί με ανακοπή των άρθρων 632 ή 633§2 του ΚΠολΔ. Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος 281 ΑΚ. Παράβαση αρχής της αναγκαιότητας ή του ηπιότερου μέσου και της αρχής της αναλογικότητας. Ως μέτρο εξαιρετικής σκληρότητας εμφανίζεται και η επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της περιουσίας του οφειλέτη, έστω και με την ιδιότητα του τρίτου ενυπόθηκου κυρίου, όταν αυτός εμφανίζεται συνεργάσιμος, έχοντας ήδη ρυθμίσει υφιστάμενες οφειλές προς την τράπεζα, τις οποίες τηρεί ανελλιπώς, καταβάλλοντας ένα μεγάλο ποσό μηνιαίως για την εξόφλησή τους, ενώ ταυτόχρονα η συμπεριφορά του αυτή τυγχάνει αναγνώρισης και επιβράβευσης από την τράπεζα. Ακυρώνει επιταγή προς πληρωμή και έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης.

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία της δικηγόρου Αθηνών Προξενίας Α. Καρτσωνάκη)

 

 

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΛΚΙΔΑΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αριθμός Απόφασης 331/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΛΚΙΔΑΣ

 

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ασπασία Πολυμεροπούλου, Πρωτόδικη, η οποία ορίσθηκε από τη Διευθύνουσα το Πρωτοδικείο Χαλκίδας, Πρόεδρο Πρωτοδικών και από τη Γραμματέα Κωνσταντίνα Μπενέτου.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στην Χαλκίδα την 13η Ιουνίου 2024 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των κάτωθι:

 

ΤΟΥ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΟΣ - ΑΣΚΟΥΝΤΟΣ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ: ., κατοίκου Ιστιαίας Ν. Εύβοιας, με ΑΦΜ ., ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του Προξενιάς Καρτσωνάκη (με ΑΜ 31259 ΔΣ Αθηνών), που κατέθεσε νομότυπα και εμπρόθεσμα προτάσεις και προκατέβαλε τις προβλεπόμενες νόμιμες εισφορές (βλ. το υπ’ αριθμόν Π./2024 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ. Αθηνών).

 

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «CEPAL HELLAS ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» και με τον διακριτικό τίτλο «CEPAL HELLAS Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π.», που εδρεύει στη Νέα Σμύρνη Αττικής επί της Λεωφόρου Συγγρού, αριθμ. 209 - 211, με ΑΦΜ ., νομίμως αδειοδοτηθείσας από την Τράπεζα της Ελλάδας με την υπ’ αριθμόν 207/1/29.11.2016 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων, ως εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις δυνάμει των διατάξεων του ν. 4354/2015 και της υπ’ αριθμόν 118/19.5.2017 πράξης της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδας, στην οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «GALAXY II FUNIDNG DESIGNATED ACTIVITY COMPANY» με έδρα το Δουβλίνο Ιρλανδίας, 1-2 Victoria buildings Haddington Road Dublin 4 D04 ΧΝ 32, κατά τα οριζόμενα στο από 18.06.2021 ιδιωτικό συμφωνητικό διαχείρισης απαιτήσεων και σύμφωνα με την §14 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003, όπως ισχύει, νομίμως καταχωρηθέντος, στην οποία αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ALΡΗΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και τον διακριτικό τίτλο «ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού Σταδίου, αριθμ. 40, όπως εκπροσωπείται νόμιμα έχει εκχωρήσει και μεταβιβάσει ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις της από δάνεια και πιστώσεις δυνάμει της από 30.04.2020 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, αντίγραφο της οποίας έχει νομίμως καταχωρηθεί στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών και με αριθμό πρωτοκόλλου ./30.4.2020, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Κωνσταντίνου Ξύγκη (ΑΜ 274 ΔΣ Χαλκίδας) και κατέθεσε νομότυπα και εμπρόθεσμα προτάσεις δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Μαρίας Ζουμή (ΑΜ 43331 ΔΣ Αθηνών),

 

Ο ανακόπτων - ασκών τους πρόσθετους λόγους ζητεί να γίνει δεκτή η (α) από 08.05.2024 ανακοπή του, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με γενικό αριθμό κατάθεσης ./2024 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 196/2024 καθώς επίσης και (β) οι από 03.06.2024 πρόσθετοι λόγοι ανακοπής, το δικόγραφο των οποίων κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./2024 και ειδικό αριθμό κατάθεσης ./2024, η συζήτηση των οποίων προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, οπότε και γράφτηκαν στο πινάκιο με αριθμούς . και . αντίστοιχα, συνεκφωνήθηκαν και συζητήθηκαν με τη σειρά τους από αυτό.

 

Κατά τη συζήτηση της ανακοπής και των πρόσθετων λόγων αυτής στο ακροατήριο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις, που κατέθεσαν.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

 

I]. Ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου νομίμως φέρονται προς συζήτηση, η από 08.05.2024 με γενικό αριθμό κατάθεσης ./2024 και ειδικό αριθμό κατάθεσης ./2024 ανακοπή και οι από 03.06.2024 πρόσθετοι λόγοι ανακοπής με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./2024 και ειδικό αριθμό κατάθεσης ./2024, που πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν (άρθρα 31 §1, 246 σε συνδυασμό με το άρθρο 591 §1 εδ. α' ΚΠολΔ), αφενός μεν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας για λόγους διευκόλυνσης, επιτάχυνσης διεξαγωγής της δίκης και μείωσης των εξόδων, αφετέρου δε, διότι οι πρόσθετοι λόγοι δεν έχουν αυθυπαρξία, ούτε δημιουργούν υπόθεση ιδιαίτερη σε σχέση με αυτήν της ανακοπής, αλλά την συμπληρώνουν, αποτελώντας ενιαίο σύνολο με την ανακοπή, στηρίζουν προσθέτως το αίτημά της και συζητούνται υποχρεωτικά μαζί με αυτή (ΟλΑΠ 25/2003, ΑΠ 150/2022, ΑΠ 755/2022, ΑΠ 236/2020 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος).

 

II]. Ο ανακόπτων - ασκών τους πρόσθετους λόγους, με την υπό κρίση ανακοπή και τους πρόσθετους σε αυτή λόγους, κατ' ορθή εκτίμηση των δικογράφων αυτών και των αιτημάτων τους και για τους αναλυτικά αναφερόμενους σε αυτά λόγους, ζητεί να ακυρωθούν : α) η από 12.01.2024 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι του αντιγράφου από πρώτο (α') απόγραφο εκτελεστό της με αριθμό ./2015 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας, β) η με αριθμό ./27.03.2024 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Εύβοιας, διορισμένου στο Πρωτοδικείο Χαλκίδας . και το με αριθμό ./04.04.2024 απόσπασμα της ως άνω έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του προαναφερθέντος Δικαστικού Επιμελητή με τις οποίες πράξεις επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση στο δικαίωμα πλήρους κυριότητας επί του αναλυτικά περιγραφόμενου στην ανακοπή ακινήτου και δη ενός αγροτεμαχίου με την εντός αυτού οικοδομή, εμβαδού 252,52 τ.μ. μετά των συστατικών, παραρτημάτων και παρακολουθημάτων αυτού, που βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια στη Δημοτική Κοινότητα Ιστιαίας, της Δημοτικής Κοινότητας Ιστιαίας του Δήμου Ιστιαίας - Αιδηψού, του Δήμου Ιστιαίας, στη θέση «ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΜΑΡΑ» ή «ΚΑΡΑΒΑΔΕΣ», με συνολική έκταση 3.045 τ.μ., όπως αυτό περιγράφεται αναλυτικά στο δικόγραφο, για το ποσό των πενήντα χιλιάδων ευρώ (50.000 €) και το οποίο ακίνητο εκτίθεται σε αναγκαστικό ηλεκτρονικό πλειστηριασμό ενώπιον του Συμβολαιογράφου Αγίας Άννας, . την 30η Οκτωβρίου του έτους 2024, ημέρα Τετάρτη και ώρα 10.00 - 12.00 μ.μ., με τιμή πρώτης προσφοράς το ποσό των εκατόν τριάντα πέντε χιλιάδων ευρώ (135.000 €). Τέλος, ζητεί να καταδικασθεί η καθ' ης η ανακοπή στα δικαστικά του έξοδα. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η ανακοπή και οι πρόσθετοι σε αυτή λόγοι εισάγονται παραδεκτά προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι αρμόδιο τόσο καθ’ ύλην, καθώς ο εκτελεστός τίτλος, επί τη βάσει του οποίου επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση εκδόθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο και όχι από το Ειρηνοδικείο, όσο και κατά τόπον, καθώς μετά την επίδοση της από 12.01.2024 επιταγής προς πληρωμή ακολούθησαν και άλλες πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας [βλ. άρθρο 933§1 παρ. 1 εδ. α', γ' και §3 ΚΠολΔ, όπως τα εδάφια α' και γ' της παραγράφου 1 του εν λόγω άρθρου ισχύουν με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο §2 του ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α' 87/23.07.2015) και εφαρμόζονται, σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρο ένατο §3 του Ν. 4335/2015 σε περίπτωση που η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση πραγματοποιήθηκε μετά την 01.01.2016 σε συνδυασμό με τα άρθρα 57 και 120 του ν. 4842/2021 (ΦΕΚ Α' 190/13.10.2021) και όπως η παράγραφος 3 του εν λόγω άρθρου αντικαταστάθηκε και ισχύει με το άρθρο 207§2 του Ν. 4512/2018 (ΦΕΚ Α' 5/17.01.2018)], προκειμένου να συζητηθεί κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρο 937§3 ΚΠολΔ [όπως η εν λόγω παράγραφος του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 59 του Ν. 4842/2021 (ΦΕΚ Α' 190/13.10.2021) και εφαρμόζεται, δυνάμει της μεταβατικής διάταξης του άρθρου 116§6 περ. β' του Ν. 4842/2021, για τις αποφάσεις που δημοσιεύονται μετά από την έναρξη ισχύος του εν λόγω νόμου, ήτοι μετά την 01.01.2022 κατά το άρθρο 120 του Ν. 4842/2021, σε συνδυασμό με τα άρθρα 591 §1, 614 επ. ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015], ενόψει του ότι η εκτελεστέα αξίωση, για την οποία επισπεύδεται η εκτέλεση, απορρέει από σύμβαση στεγαστικού δανείου. Επιπλέον, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 585§2, 933§1 εδ. γ', 934§1 περ. α, εδ. α ΚΠολΔ) και συγκεκριμένα : α) η μεν ανακοπή ασκήθηκε εντός της προθεσμίας των σαράντα πέντε (45) ημερών, από την ημέρα της κατάσχεσης, ήτοι από την επομένη της ημέρας της επίδοσης του αντιγράφου της προσβαλλομένης κατασχετήριας έκθεσης στον ανακόπτοντα - ασκούντο τους πρόσθετους λόγους οφειλέτη, όπως το χρονικό περιθώριο άσκησης αυτής γίνεται δεκτό για λόγους προστασίας του δικαιώματος υπεράσπισης του τελευταίου, σύμφωνα με το άρθρο 934§1 περ. α' εδ. α' ΚΠολΔ [όπως το εν λόγω άρθρο ισχύει με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο §2 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α' 87/23.07.2015) και εφαρμόζεται, σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρο ένατο §3 του Ν. 4335/2015, όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 01.01.2016], η οποία επιδόθηκε σε αυτόν στις 27.03.2024 (βλ. την επισημείωση του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Εύβοιας, με έδρα το Πρωτοδικείο Χαλκίδας, . επί του προσκομιζόμενου αντιγράφου της προσβαλλομένης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας) και η κρινόμενη ανακοπή, η οποία κατατέθηκε με δικόγραφο στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 08.05.2024, επιδόθηκε στην καθ’ ης η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι την επομένη, ήτοι στις 10.05.2024 (βλ. την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη υπ’ αριθμόν ./ΣΤ/10.05.2024 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, .. Επίσης βλ. σε ΕφΠειρ 172/2021 ΤΝΠ Νόμος, ΜΠρΑΘ 1446/2022 ΤΝΠ 0υ3ΐθχ και σε Γέσιου - Φαλτσή Π., Δίκαιο της Αναγκαστικής Εκτέλεσης, Γενικό Μέρος, έκδ. 2017, σελ. 702, αρ. 28, Πανταζόπουλο Στ., Αναγκαστική Εκτέλεση, έκδ. 2022, σελ. 242), β) οι δε πρόσθετοι λόγοι ανακοπής ασκήθηκαν εντός της προθεσμίας των οκτώ (8) τουλάχιστον ημερών πριν από τη συζήτηση της ανακοπής που ορίστηκε στις 13.06.2024 (άρθρο 933§1 εδ, γ' ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο της §2 του Ν. 4335/2015), καθώς το ιδιαίτερο δικόγραφο αυτών κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, ως το δικαστήριο εκείνο στο οποίο απευθύνεται και η ανωτέρω ανακοπή, στις 03.06.2024 και επιδόθηκε στην καθ’ ης στις 04.06.2024 (βλ. την υπ’ αριθμόν .ζ/04.06.2024 έκθεση επίδοσης του προαναφερθέντος δικαστικού επιμελητή). Ως προς την ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η καθ’ ης η ανακοπή, η οποία κατ’ ορθή εκτίμησή της, ερεδείται στη διάταξη του άρθρου 935 ΚΠολΔ, αυτή τυγχάνει απορριπτέα, διότι το θεσπιζόμενο αυτό απαράδεκτο ισχύει μόνο για την ανακοπή του άρθρου 933 του ΚΠολΔ και όχι σε άλλου είδους ανακοπές, όπως σε εκείνες των άρθρων 936, 979 του ΚΠολΔ, ούτε δε το άρθρο 935 του ΚΠολΔ μπορεί να εφαρμοστεί όταν η προηγούμενη δίκη έχει ανοιχθεί με ανακοπή των άρθρων 632 ή 633§2 του ΚΠολΔ, όπως ισχυρίζεται η καθ’ ης η ανακοπή ότι έχει ήδη διανοιγεί με την κατάθεση της από 17.01.2024 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 158/2024 και ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου 158/2024 ανακοπή που άσκησε ο . κατά της με αριθμό 15/2015 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδος. (Γέσιου - Φαλτσή Φ., ό.π., σελ. 758, αρ. 50 επ., Ρεντούλης Π., ό.π., άρθρο 935, σελ. 3011, αρ. 4). Επιπλέον, κατά προσήκουσα εκτίμηση του δικογράφου της ανακοπής και των πρόσθετων σε αυτή λόγων, το αίτημα αυτών είναι η ακύρωση των ως άνω πράξεων της αναγκαστικής εκτέλεσης (βλ. σελ. 93 της ανακοπής και 17 των πρόσθετων σε αυτή λόγων) και όχι η ακύρωση της προαναφερθείσας διαταγής πληρωμής, η οποία άλλωστε δεν μπορεί να προσβληθεί με την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ. Η δε προβολή λόγων σχετικών με την εκδοθείσα ως άνω διαταγή πληρωμής και την απαίτηση που αυτή ενσωματώνει, πραγματοποιείται στο πλαίσιο της θεμελίωσης των προβαλλόμενων λόγων ανακοπής κατά της από 12.01.2024 επιταγής προς εκτέλεση και της με αριθμό ./27.03.2024 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Εύβοιας, διορισμένου στο Πρωτοδικείο Χαλκίδας . και του με αριθμό ./04.04.2024 αποσπάσματος της ως άνω έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του προαναφερθέντος Δικαστικού Επιμελητή. Επομένως, τόσο η ανακοπή, όσο και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτοί και να ερευνηθούν ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των διαλαμβανόμενων σε αυτούς λόγων.

 

III]. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281 του ΑΚ, 116 και 933 του ΚΠολΔ και 25 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι η πραγμάτωση με αναγκαστική εκτέλεση της απαίτησης του δανειστή κατά του οφειλέτη, αποτελεί ενάσκηση ουσιαστικού δικαιώματος δημοσίου δικαίου και, συνεπώς, λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ μπορεί να αποτελέσει και η προφανής αντίθεση της επισπευδόμενης διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης στα αντικειμενικά όρια της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος, που θέτει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ (ΟλΑΠ 8/2018, ΑΠ 330/2019, ΑΠ 1208/2018, ΕφΑΘ 1409/2024 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος). Σύμφωνα με το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο (ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 8/2018, ΟλΑΠ 2/2002, ΑΠ 68/2022, ΑΠ 721/2022 δημοσιευμένες ΤΝΠ Νόμος). Και ναι μεν, κατά την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, πλην όμως, μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν αρκεί, για να χαρακτηρίσει ως καταχρηστική την άσκησή του, αλλά πρέπει να συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις, όπως συμβαίνει στην περίπτωση που ο δανειστής δεν έχει στην πραγματικότητα συμφέρον από την άσκηση του δικαιώματος του. Στο πλαίσιο αυτό ο δανειστής, ο οποίος ασκώντας συμβατικό του δικαίωμα επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησής του, ενεργεί ασφαλώς προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντος του συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός ελεύθερα κατ’ αρχήν αποφασίζει, εκτός και πάλι, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, υπάρχει υπέρβαση και μάλιστα προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος. Το ζήτημα, αν οι συνέπειες, που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες, που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματος του. Ειδικότερα, οι Τράπεζες, ως χρηματοδοτικοί οργανισμοί, που ασκούν αποφασιστική επίδραση στην ανάπτυξη και στη λειτουργία των χρηματοδοτούμενων από αυτές επιχειρήσεων, έχουν αυξημένη ευθύνη κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου και οφείλουν να μεριμνούν για τα συμφέροντα των προσώπων, που χρηματοδοτούν, αφού από τη φύση της η πιστωτική σχέση, ως διαρκής έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, επιβάλλει την υποχρέωση πίστης και προστασίας από την πλευρά των Τραπεζών των συμφερόντων των πελατών τους, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς γι’ αυτούς συνέπειες. Συνεπώς, και για τον λόγο αυτό η άσκηση των δικαιωμάτων τους θα πρέπει να κυριαρχείται από τις αρχές της καλόπιστης και σύμφωνης με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη εκπλήρωσης των οφειλόμενων παροχών (ΑΚ 178, 200, 288) και να αποφεύγεται αντίστοιχα κάθε κατάχρηση στη συμπεριφορά τους. Έλλειψη, όμως, συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής, όπως έχει δικαίωμα από τη σύμβαση, αποφασίζει να εισπράξει την απαίτησή του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας (διαχείρισης) αυτός μπορεί να αποφασίζει, εκτός και πάλι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και δη προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 1188/2021, ΑΠ 1185/2019, ΤρΕφΑΘ 5709/2022, ΜΕφΑΘ 786/2022, ΜΕφΔωδ 270/2022 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΘυσΙβχ). Σε περίπτωση δυσχέρειας του πιστούχου της Τράπεζας να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του από την πιστωτική σύμβαση λόγω πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του, που όμως υπερβαίνει τα όρια της αντοχής του, η καλόπιστη από την πλευρά της Τράπεζας συμπεριφορά επιβάλλει σ' αυτή την υποχρέωση να ανεχθεί μια εύλογη καθυστέρηση στην εκπλήρωση της παροχής του οφειλέτη, ιδίως όταν η επιδίωξη της άμεσης εκπλήρωσης της παροχής του πρόκειται να οδηγήσει σε πλήρη οικονομική καταστροφή του, χωρίς ουσιαστικό κέρδος για την ίδια. Κατά την έννοια αυτή η Τράπεζα θα πρέπει, σε περίπτωση πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του πελάτη της, να αποφύγει την εσπευσμένη καταγγελία της μεταξύ τους σύμβασης, προπάντων όταν οι απαιτήσεις της είναι ασφαλισμένες με εμπράγματες ή προσωπικές ασφάλειες, ο δε πελάτης της βρίσκεται σε άμεση οικονομική εξάρτηση απ' αυτή και δεν οφείλει σε τρίτους, αφού τότε οι παραπάνω ενέργειές της προσλαμβάνουν καταχρηστικό χαρακτήρα. Εξάλλου, για να χαρακτηριστεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, απαιτείται οι πράξεις του υπόχρεου και η δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται επαχθείς για τον ίδιο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου. Το ζήτημα αν οι συνέπειες, που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματος του. Επιπλέον, η αρχή της αναλογικότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 25 παρ. 3 του Συντάγματος, θέτει όρια τα οποία απαγορεύουν τη χρήση μέσων εκτέλεσης, άρα και την επιχείρηση των σχετικών πράξεων εκτέλεσης, όταν τα μέσα αυτά δεν είναι κατάλληλα για να επιτύχουν τον σκοπό της εκτελεστικής διαδικασίας (αρχή της καταλληλότητας), όταν δεν είναι αναγκαία επειδή υπάρχει άλλο ηπιότερο μέσο (αρχή της αναγκαιότητας ή του ηπιότερου μέσου) και τρίτον όταν προκαλούν ζημία που είναι δυσανάλογα μεγάλη και επιβαρυντική για τον θιγόμενο, γιατί τα ωφελήματα που επιδιώκει ο επισπεύδων με τις πράξεις εκτέλεσης δεν βρίσκονται σε αρμόζουσα λογική ακολουθία με τις αρνητικές επιπτώσεις του για τον καθ’ ου η εκτέλεση. Ειδικότερα, οι πράξεις κατάσχεσης και πλειστηριασμού περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη παραβιάζουν την αρχή της αναγκαιότητας ή του ηπιότερου μέσου, όταν η αξίωση του δανειστή είναι δυνατό να ικανοποιηθεί με άλλο μέσο ασυγκρίτως ηπιότερο για τον οφειλέτη, όπως με κατάσχεση άλλων περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, η αξία των οποίων είναι μικρότερη του αρχικά κατασχεθέντος στοιχείου, αξία βέβαια που καλύπτει την αξίωση του δανειστή, οπότε η επιδίωξη ικανοποίησης αυτής με κατάσχεση περιουσιακού στοιχείου δυσανάλογης αξίας με την απαίτηση και με ζημία του οφειλέτη είναι άκυρη ως καταχρηστική, ενώ οι πράξεις κατάσχεσης και πλειστηριασμού περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας υπό στενή έννοια, όταν εμφανίζονται ως μέτρα εξαιρετικής σκληρότητας για τον συγκεκριμένο οφειλέτη, τα οποία υπερβαίνουν τα ανεκτά όρια της θυσίας του, ενώ ταυτόχρονα η απαίτηση που εκτελείται είναι μικρής αξίας και, συνεπώς, έκδηλη η μεγάλη δυσαναλογία μεταξύ του μέσου εκτέλεσης και του σκοπού για τον οποίον αυτό επιβάλλεται. Μάλιστα η ακυρότητα των εν λόγω πράξεων εκτέλεσης επέρχεται έστω και αν δεν υπάρχουν άλλα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη τα οποία θα μπορούσαν να κατασχεθούν (ΑΠ 2069/2007 δημ. στην επίσημη ιστοσελίδα του ΑΠ, ΕφΑΘ 13/2024, ΕφΚερκ 72/2024 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος). Ως μέτρο εξαιρετικής σκληρότητας εμφανίζεται και η επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της περιουσίας του οφειλέτη, έστω και με την ιδιότητα του τρίτου ενυπόθηκου κυρίου, όταν αυτός εμφανίζεται συνεργάσιμος, έχοντας ήδη ρυθμίσει υφιστάμενες οφειλές προς την τράπεζα, τις οποίες τηρεί ανελλιπώς, καταβάλλοντας ένα μεγάλο ποσό μηνιαίως για την εξόφλησή τους ενώ ταυτόχρονα η συμπεριφορά του αυτή τυγχάνει αναγνώρισης και επιβράβευσης από την τράπεζα. Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111, 216§1 και 2, 217, 583, 585§2, 933 ΚΠολΔ, όπως αυτές ισχύουν μετά την αντικατάσταση ή τροποποίησή τους με τις διατάξεις του Ν. 4335/2015, ως εκ του χρόνου άσκησης της κρινόμενης ανακοπής, προκύπτει ότι οι λόγοι ανακοπής πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε ο μεν καθ’ ου η ανακοπή να αμυνθεί κατ’ αυτής, το δε δικαστήριο να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους, άλλως απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτες, λόγω αοριστίας (ΑΠ 712/2022, ΑΠ 1346/2022, ΑΠ 196/2020, ΕφΑθ 1023/2022, ΕφΠατρ 307/2022, ΕφΛαμ 5/2022 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος, ΤρΕφΑΘ 818/2022, ΤρΕφΔωδ 47/2022, ΤρΕφΒορΑιγ 2/2022 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΌυαΙβχ. Πανταζόπουλος Στ., ό.π., σελ. 253 επ.). Στην περίπτωση δε του λόγου ανακοπής, που τείνει να θεμελιωθεί στο άρθρο 281 ΑΚ, για την πληρότητα του λόγου αυτού και του παραδεκτού της προβολής του, πρέπει να εκτίθενται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο όλα τα κρίσιμα γεγονότα, που θεμελιώνουν την κατάχρηση, συγχρόνως δε να γίνεται επίκληση από τον ανακόπτοντα του γεγονότος ότι τα περιστατικά αυτά καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος και να διατυπώνεται αίτημα περί αποδοχής της ανακοπής (ΑΠ 2067/2022, ΑΠ 1188/2021, ΑΠ 99/2020, ΤρΕφΔωδ 91/2023, ΤρΕφΑνατΚρητ 12/2023, ΜΕφΙωαν 24/2022 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Qualex).

Στην προκειμένη περίπτωση ο ανακόπτων - ασκών τους πρόσθετους λόγους με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου της ανακοπής του κατά προσήκουσα εκτίμηση του περιεχομένου του, ισχυρίζεται ότι η επίσπευση σε βάρος του αναγκαστικής εκτέλεσης με την ιδιότητα του τρίτου ενυπόθηκου κυρίου του προπεριγραφέντος ακινήτου τυγχάνει άκυρη, ως καταχρηστική. Ειδικότερα ισχυρίζεται ότι, τα έτη 2009 - 2010 ένεκα της οικονομικής κρίσης επλήγη ο κλάδος των οικοδομικών εργασιών στον οποίο δραστηριοποιείται με επακόλουθο την κατακόρυφη πτώση των εισοδημάτων του. Ότι, από το έτος 2019 έχει ρυθμίσει όλες τις οφειλές του προς τα πιστωτικά ιδρύματα, μεταξύ των οποίων και δεκατρείς (13) σε αριθμό οφειλές που απορρέουν από συμβάσεις που διαχειρίζεται η καθ’ ης η ανακοπή, όπως αυτές αναλυτικά εκτίθενται στο δικόγραφο της ανακοπής. Ότι, έκτοτε τηρεί ανελλιπώς τη ρύθμιση των οφειλών του, καταβάλλοντας μηνιαίως στην καθ' ης το συνολικό ποσό των χιλίων εξακοσίων ευρώ (1.600 €) καθώς και ότι εφαρμόζεται σε αυτόν το πρόγραμμα επιβράβευσης της καθ' ης λόγω της συνέπειας που έχει επιδείξει στην εξόφληση των ρυθμισμένων οφειλών του. Ότι, με την επίδοση της ως άνω διαταγής πληρωμής κάλεσε άμεσα τηλεφωνικά την καθ’ ης αιτούμενος τη ρύθμιση και της οφειλής αυτής, όπως έπραξε και για όλες τις λοιπές οφειλές του. Ότι, παρά την αγαστή συνεργασία με την καθ’ ης, ουδέποτε οχλήθηκε από εκείνη από το έτος 2015, ότε και εκδόθηκε η ως άνω διαταγή πληρωμής έως και το έτος 2024 για την οφειλή αυτή σε βάρος του πατέρα του Δημήτριου Πατσούρα, για την οποία έχει εγγράφει προσημείωση υποθήκης στο προπεριγραφόμενο ακίνητο ιδιοκτησίας του, προκειμένου να προβεί στη ρύθμιση της οφειλής αυτής και στην αποπληρωμή της, ούτε ακόμη και κατά τον χρόνο που ρύθμισε όλες τις υπόλοιπες οφειλές του στην καθ’ ης. Ότι, παρά το γεγονός ότι επικοινώνησε με τους αρμοδίους υπαλλήλους της καθ’ ης αμέσως μετά την επίδοση της διαταγής πληρωμής, η καθ’ ης προέβη στην επίδοση και σε εκείνον της ως άνω διαταγής πληρωμής μετά της προσβαλλομένης επιταγής προς εκτέλεση και ακολούθως και στην αναγκαστική κατάσχεση του ακινήτου του με την προσβαλλομένη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης. Επίσης, ότι, η επιβολή αναγκαστικής σε βάρος του εκτέλεσης με την κατάσχεση του ακινήτου του επί του οποίου εδράζεται η επιχείρησή του, η οποία αποφέρει σε αυτόν εισοδήματα και μέσω της οποίας καταφέρνει να καταβάλει μηνιαίως το ως άνω ποσό στην καθ’ ης, συνιστά καταχρηστική άσκηση δικαιώματος. Το σκέλος αυτό του τρίτου λόγου της ανακοπής είναι ορισμένο, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της καθ’ ης η ανακοπή περί αοριστίας, καθόσον περιγράφονται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που επιχειρούν να θεμελιώσουν την επικαλούμενη από τον ανακόπτοντα καταχρηστική άσκησης δικαιώματος. Τυγχάνει δε και νόμιμο, ερειδόμενο στις διατάξεις που αναφέρονται στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω στην ουσία του.

 

Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα, ανεξαρτήτως δε από τον διάδικο εκείνον, που τα προσκόμισε, λόγω της αρχής της κοινότητας των αποδεικτικών μέσων (άρθρο 346 ΚΠολΔ. Βλ. σε ΑΠ 1218/2018, ΕφΘεσ 735/2021, ΕφΘεσ 1747/2021 δημοσιευμένες ΤΝΠ Νόμος), για να χρησιμεύσουν, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336§3, 339, 395, 591 §1 εδ. α, 614 επ. και 937§3 του ΚΠολΔ), μερικά των οποίων μνημονεύονται ειδικά, χωρίς, ωστόσο, να παραλείπεται κανένα απολύτως κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης και χωρίς η ρητή αναφορά ορισμένων εξ αυτών να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική βαρύτητα σε σχέση με τα υπόλοιπα νομίμως επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα, ως προς τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία (ΑΠ 68/2021, ΑΠ 83/2021 δημοσιευμένες ΤΝΠ Νόμος), πλην των εμπεριεχόμενων σε ψηφιακό δίσκο (cd) συνομιλιών μεταξύ του ανακόπτοντος και ασκούντος τους πρόσθετους λόγους και των υπαλλήλων της καθ' ης, διότι ναι μεν αυτές λήφθησαν κατόπιν υποβολής αιτήματος (βλ. σχετ. 27), ωστόσο δεν συνοδεύονται από έγγραφο κείμενο, το οποίο να περιέχει τις αποτυπωθείσες σε αυτό ομιλίες, από κοινού με πιστοποίηση αρμόδιου οργάνου, όπως είναι ο δικηγόρος (άρθρο 52 του Κώδικα περί Δικηγόρων) που να βεβαιώνει την ακρίβεια της μεταφοράς, στο πλαίσιο ανάλογης εφαρμογής του άρθρου 454 του ΚΠολΔ (πρβλ. σε ΑΠ 1133/2013, ΑΠ 228/2012, ΤρΕφΘεσ 2495/2017, ΤρΕφΠειρ 285/2014, ΜΕφΘεσ 642/2021, ΜΕφΠειρ 261/2020 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος, ΜΕφΑνατΚρητ 139/2020, ΜΕφΘεσ 665/2018 ΤΝΠ Qualex), από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρα 336§4, 339 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά: Δυνάμει της με αριθμό ./09.02.2004 σύμβασης στεγαστικού δανείου μεταξύ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.» και του ., πατέρα του ανακόπτοντος - ασκούντος τους πρόσθετους λόγους μετά της ταυτάριθμης και με ίδια ημεροχρονολογία πρόσθετης σε αυτή πράξης χορηγήθηκε σε αυτόν πίστωση ποσού ύψους εκατόν τριάντα δύο χιλιάδων ευρώ (132.000 €). Σε εξασφάλιση της απαίτησης αυτής ενεγράφη προσημείωση υποθήκης δυνάμει της με αριθμό 232/2004 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων) ποσού εκατόν πενήντα εννέα χιλιάδων ευρώ (159.000 €) επί ενός αγροτεμαχίου με την εντός αυτού οικοδομή, εμβαδού 252,52 τ.μ. μετά των συστατικών, παραρτημάτων και παρακολουθημάτων αυτού, που βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια στη Δημοτική Κοινότητα Ιστιαίας, της Δημοτικής Κοινότητας Ιστιαίας του Δήμου Ιστιαίας - Αιδηψού, του Δήμου Ιστιαίας στη θέση «ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΜΑΡΑ» ή «ΚΑΡΑΒΑΔΕΣ», με έκταση 3.045 τ.μ. και το οποίο συνορεύει με ιδιοκτησία . με πλευρά Β-Γ μήκους μέτρων 74,10, νότια με ιδιοκτησία . με πλευρά Α-Δ μήκους μέτρων 93,20, ανατολικά με εθνική οδό Χαλκίδας - Αιδηψού πλάτους 10 μέτρων, με πρόσοψη Α-Β μήκους μέτρων 43, δυτικά με ιδιοκτησία . με πλευρά Γ-Δ μήκους μέτρων 36,75, το οποίο είχε περιέλθει στην κυριότητα του ως άνω πιστούχου δυνάμει του με αριθμό ./03.02.2004 πωλητηρίου συμβολαίου, νομίμως μεταγεγραμμένου. Ακολούθως, ο ως άνω πιστούχος με τις από 19.05.2010 και 01.12.2011 πρόσθετες στην αρχική σύμβαση του δανείου πράξεις αναγνώρισε το υπόλοιπο της οφειλής του, το οποίο κατά την τελευταία ως άνω ημερομηνία ανερχόταν στο ποσό των εκατόν μία χιλιάδων επτακοσίων εβδομήντα ενός ευρώ και εβδομήντα οκτώ λεπτών (101.771,78 €). Ωστόσο, ένεκα της μη προσήκουσας εκπλήρωσης των συμβατικών του υποχρεώσεων, η προαναφερθείσα πιστοδότρια εταιρεία κατήγγειλε τη δανειακή σύμβαση και έκλεισε τον τηρούμενο για την εξυπηρέτηση του δανείου λογαριασμό, επιδίδοντας τη σχετική καταγγελία στον ως άνω πιστούχο, ., όπως προκύπτει από την από 06.06.2014 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Χαλκίδας .. Υπέβαλε δε στη συνέχεια την από 13.01.2015 αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής, οπότε και εκδόθηκε η με αριθμό ./2015 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας, με την οποία επιτάχθηκε να καταβάλει το ποσό των εκατόν δέκα έξι χιλιάδων σαράντα οκτώ ευρώ και εξήντα τεσσάρων λεπτών (116.048.64 €), αναλυόμενο σε ποσό καθυστερημένου κεφαλαίου (107.021,85 ευρώ) και ποσό μη λογιστικοποιημένων τόκων 9.026,79 ευρώ, εντόκως από 02.12.2014, επομένη της επίδοσης της εξώδικης καταγγελίας με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας, το οποίο υπερβαίνει κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες το ενήμερο συμβατικό επιτόκιο και έως την ολοσχερή εξόφληση, καθώς και ποσό δύο χιλιάδων τετρακοσίων πενήντα ευρώ (2.450 €) για δικαστική δαπάνη. Η ως άνω διαταγή πληρωμής επιδόθηκε στον καθ’ ου η έκδοσή της οφειλέτη, ., στις 18.02.2015, όπως προκύπτει από τη με αριθμό .Γ/18.02.2015 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Χαλκίδας ., χωρίς ωστόσο να αποδεικνύεται ότι κατά τον χρόνο εκείνον ασκήθηκε ανακοπή του άρθρου 632 του ΚΠολΔ κατά αυτής, καθώς τέτοιο δικόγραφο δεν προσκομίστηκε. Ακολούθησε δεύτερη επίδοση αυτής στις 28.12.2023 στον καθ’ ου η έκδοσή της, όπως προκύπτει από τη με αριθμό .Δ/28.12.2014 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Εύβοιας, με έδρα το Πρωτοδικείο Χαλκίδας, ., κατά της οποίας ασκήθηκε η από 17.01.2024 ανακοπή και με γενικό αριθμό κατάθεσης ./2024 και ειδικό αριθμό κατάθεσης ./2024 ενώπιον του Πρωτοδικείου Χαλκίδας, η οποία συζητήθηκε στις 23.05.2024 και εκκρεμεί η έκδοση απόφασης. Εν τω μεταξύ δυνάμει του με αριθμό ./25.01.2008 συμβολαίου γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Ιστιαίας ., νομίμως μεταγεγραμμένου, ο . και πιστούχος κατά τα προεκτεθέντα μεταβίβασε στον υιό του και νυν ανακόπτοντα - ασκούντο τους πρόσθετους λόγους το προπεριγραφέν ακίνητο, επί του οποίου η πιστοδότρια τράπεζα είχε εγγράφει προσημείωση υποθήκης. Ένεκα της μεταβίβασης αυτής η καθ’ ης η ανακοπή, υπό την ιδιότητά της ως μη δικαιούχου διαδίκου στην οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «GΑLΑΧΥ II FUNIDNG DESIGNATED ACTIVIYY COMPANY» κατά τα οριζόμενα στο από 18.06.2021 ιδιωτικό συμφωνητικό διαχείρισης απαιτήσεων και σύμφωνα με την §14 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003, όπως ισχύει, νομίμως καταχωρηθέντος, στην οποία αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ALPΗΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και τον διακριτικό τίτλο «ΑLPΗΑ ΒΑΝΚ» και αρχική δικαιούχος της απαίτησης έχει εκχωρήσει και μεταβιβάσει ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις της από δάνεια και πιστώσεις δυνάμει της από 30.04.2020 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, αντίγραφο της οποίας έχει νομίμως καταχωρηθεί στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών και με αριθμό πρωτοκόλλου ./30.4.2020, μεταξύ των οποίων και η επίδικη, επέδωσε στον ανακόπτοντα και ασκούντο τους πρόσθετους λόγους με την ιδιότητα του ως τρίτου ενυπόθηκου κυρίου την από 12.01.2024 επιταγή προς πληρωμή, όπως προκύπτει από τη με αριθμό .Δ/25.01.2024 έκθεση επίδοσης του προαναφερθέντος δικαστικού επιμελητή και με την οποία τον επέτασσε να εξοφλήσει την απαίτηση κατά την έκταση που αυτή ασφαλίζεται με προσημείωση υποθήκης. Ειδικότερα, τον επέτασσε να καταβάλει το συνολικό ποσό των εκατόν δέκα έξι χιλιάδων σαράντα οκτώ ευρώ και εξήντα τεσσάρων λεπτών (116.048,64 €), αναλυόμενο σε ποσό καθυστερημένου κεφαλαίου (107.021,85 ευρώ) και ποσό μη λογιστικοποιημένων τόκων 9.026,79 ευρώ, εντόκως από 02.12.2014, επομένη της επίδοσης της εξώδικης καταγγελίας με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας, το οποίο υπερβαίνει κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες το ενήμερο συμβατικό επιτόκιο και έως την ολοσχερή εξόφληση, ποσό δύο χιλιάδων τετρακοσίων πενήντα ευρώ (2.450 €) για δικαστική δαπάνη, ποσό έξι ευρώ (6 €) για απόγραφο, ποσού εκατό ευρώ (100 €) για σύνταξη της επιταγής και ποσό εξήντα ευρώ (60 €) για κοινοποίηση της επιταγής, άλλως θα διατασσόταν η επιβολή αναγκαστικής κατάσχεσης στο προπεριγραφέν ακίνητο. Ωστόσο, η επίδοση της ως άνω επιταγής προς εκτέλεση (25.01.2024) έλαβε χώρα σε χρόνο που ο ανακόπτων - ασκών τους πρόσθετους λόγους είχε ήδη επικοινωνήσει με τους αρμόδιους υπαλλήλους της καθ’ ης, προκειμένου να ρυθμίσει την οφειλή που προερχόταν από την με αριθμό . σύμβαση δανείου με οφειλέτη τον πατέρα του, για την οποία είχε επιδοθεί στον τελευταίο στις 28.12.2023 η προαναφερθείσα διαταγή πληρωμής μετά της από 18.12.2023 επιταγής προς εκτέλεση. Πλέον συγκεκριμένα, αμέσως μετά την επίδοση της με αριθμό ./2015 διαταγής πληρωμής μετά της από 28.12.2023 επιταγής προς εκτέλεση στον πατέρα του ο ανακόπτων στις 04.01.2024 επικοινώνησε τηλεφωνικά με τους αρμόδιους υπαλλήλους της καθ’ ης, αιτούμενος τη ρύθμιση της οφειλής του, όπως τούτο αποδεικνύεται από την προσκομισθείσα ανάλυση του λογαριασμού του κινητού του τηλεφώνου (βλ. σχετ. 27 των προσκομιζόμενων από τον ανακόπτοντα - ασκούντο τους πρόσθετους λόγους), γεγονός το οποίο η καθ' ης η ανακοπή δεν αρνείται ειδικά, ούτε άλλωστε αντικρούει ειδικά στις νομοτύπως κατατεθειμένες προτάσεις της, συναγομένης ομολογίας κατ’ άρθρο 261 εδ. β' του ΚΠολΔ εκ μέρους της. Η δε πρόθεση του ανακόπτοντος - ασκούντος τους πρόσθετους λόγους να ρυθμίσει και την οφειλή αυτή κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτο δεν κρίνεται παρελκυστική, αλλά αντίθετα ειλικρινής στο μέτρο που ήδη ο ανακόπτων - ασκών τους πρόσθετους λόγους έχει ρυθμίσει όλες τις υπόλοιπες σε αριθμό δεκατρείς (13) οφειλές προς την καθ’ ης, γεγονός άλλωστε το οποίο επίσης δεν αρνείται ειδικά η τελευταία. Ειδικότερα, αποδεικνύεται ότι ο ανακόπτων - ασκών τους πρόσθετους λόγους έχει ήδη ρυθμίσει τις απορρέουσες από τις με αριθμούς ... συμβάσεις οφειλές του προς την καθ’ ης για την αποπληρωμή άλλωστε των οποίων καταβάλει το συνολικό ποσό των χιλίων εξακοσίων ευρώ (1.600 €) (βλ. σχετ. 25 των προσκομιζόμενων από τον ανακόπτοντα - ασκούντα τους πρόσθετους λόγους). Ένεκα δε της συνέπειας που επιδεικνύει ο ανακόπτων - ασκών τους πρόσθετους λόγους στην εκπλήρωση των συμβατικών του υποχρεώσεων, μετά τον χρόνο ρύθμισης αυτών, με την προσήκουσα και αδιάλειπτη καταβολή του συμφωνηθέντος ποσού ύψους χιλίων εξακοσίων ευρώ (1.600 €), η ίδια η καθ’ ης τον έχει επιβραβεύσει, εντάσσοντάς τον στο πρόγραμμα επιβράβευσης και διευκόλυνσης αποπληρωμής δανειακής οφειλής, αναγνωρίζοντας με τον τρόπο αυτό τη συνέπεια που έχει επιδείξει στις συναλλαγές και επεκτείνοντας το πρόγραμμα επιβράβευσης με μειωμένη αύξηση των βασικών επιτοκίων για τις οφειλές του, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως από 02.01.2024, 24.01.2023, 24.02.2023 επιστολές της καθ’ ης προς τον ανακόπτοντα - ασκούντα τους πρόσθετους λόγους (βλ. σχετ. 25 και 26 των προσκομιζόμενων από τον ανακόπτοντα - ασκούντα τους πρόσθετους λόγους). Σημειώνεται δε ότι η αποστολή των από 02.01.2024 επιστολών έλαβε χώρα το ίδιο χρονικό διάστημα (04.01.2024) κατά το οποίο επικοινώνησε ο ανακόπτων - ασκών τους πρόσθετους λόγους με την καθ' ης για να ρυθμίσει και την οφειλή του πατέρα του, για την οποία ενέχεται ως τρίτος ενυπόθηκος κύριος. Στο πλαίσιο δε της πρόθεσής του αυτής απέστειλε και το από 08.02.2024 αίτημά του προς την καθ’ ης, με αντικείμενο τη ρύθμιση και της οφειλής αυτής, όπως τούτο προκύπτει από το αποσταλθέν από 08.02.2024 ηλεκτρονικό μήνυμα που απέστειλε από την ηλεκτρονική του διεύθυνση στην ηλεκτρονική διεύθυνση της καθ’ ης (βλ. σχετ. 29 των προσκομιζόμενων από τον ανακόπτοντα - ασκούντα τους πρόσθετους λόγους). Και ναι μεν, η καθ’ ης ασκώντας τα συμβατικά της δικαιώματα να επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησής της ενεργεί ασφαλώς προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντος του συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας της, τον τρόπο της οποίας αυτή ελεύθερα κατ’ αρχήν αποφασίζει, πλην όμως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ενόψει και των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών, υπάρχει προφανής υπέρβαση των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος, καθόσον κατά την άσκηση των δικαιωμάτων της η καθ’ ης δεν έλαβε υπόψη τις προπεριγραφείσες συγκεκριμένες περιστάσεις αναφορικά με τον συγκεκριμένο οφειλέτη. Ειδικότερα, ο ανακόπτων - ασκών τους πρόσθετους λόγους έχει επιδείξει έμπρακτα τη βούλησή του να μειώσει και αποπληρώσει τις οφειλές του προς την καθ’ ης, προβαίνει δε σε καταβολή ανελλιπώς των ρυθμισμένων οφειλών του, ενώ, αμέσως μετά την επίδοση της ως άνω διαταγής πληρωμής μετά της επιταγής προς εκτέλεση στον πατέρα του και πριν ακόμη επιδοθεί σε αυτόν επέδειξε ενδιαφέρον να ρυθμίσει και την οφειλή αυτή. Άλλωστε, όπως εκτέθηκε η ίδια η καθ’ ης είναι που αναγνωρίζει τη συνέπεια του στην καταβολή των οφειλόμενων ρυθμισμένων ποσών και τον εντάσσει σε πρόγραμμα επιβράβευσης τουλάχιστον τα τελευταία δύο έτη. Εξάλλου, ουδείς λόγος προτάθηκε και αποδείχτηκε από την καθ' ης, για τον οποίο ο εν λόγω ανακόπτων - ασκών τους πρόσθετους λόγους δεν θα προέβαινε και στη ρύθμιση της συγκεκριμένης οφειλής, τη στιγμή που ήδη έχει ρυθμίσει όλες τις λοιπές οφειλές του, οι οποίες ανέρχονται σε δεκατρείς (13) στον αριθμό προς την καθ' ης. Επιπλέον, η επιβολή της προσβαλλομένης κατάσχεσης μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα από τότε που επιδόθηκε η από 25.01.2024 επιταγή προς εκτέλεση, χωρίς να δοθεί ο απαραίτητος κατά την κοινή πείρα και λογική, χρόνος διαπραγματεύσεων, ώστε να επιτευχθεί η εξεύρεση κατάλληλης λύσης ρύθμισης ή οριστικής διευθέτησης της οφειλής, παρά το γεγονός ότι ήδη έχει ρυθμίσει όλες τις λοιπές οφειλές του σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας μέσω αντίστοιχων διαδικασιών διαπραγμάτευσης, εμφανίζεται, τη δεδομένη χρονική στιγμή, πρόωρη και συνεπώς αδικαιολόγητη, υπερβαίνουσα προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του υπό κρίση δικαιώματος, ενώ προκαλεί στον ανακόπτοντα - ασκούντο τους πρόσθετους λόγους επαχθείς συνέπειες, αφού κινδυνεύει να απωλέσει το ακίνητο επί του οποίου εδρεύει η επιχείρησή του, η οποία είναι ενεργή και λειτουργεί και μέσω της οποίας αποπληρώνει και το σύνολο των λοιπών οφειλών του κάθε μήνα. Τυχόν δε συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του ακινήτου θα επάγετο την αδυναμία λειτουργίας της επιχείρησής του, γεγονός που σημαίνει ότι οι συνέπειες της εκτέλεσης θα είναι μη αναστρέψιμες και ιδιαίτερα επαχθείς σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες που μπορεί να επέλθουν εις βάρος της καθ’ ης δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματος της (ΟλΑΠ 6/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 330/2019, ΑΠ 736/2012, ΕφΑΘ 1556/2015 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος). Υπό τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δεν αμφισβητεί ειδικά η καθ’ ης η ανακοπή, συναγόμενης ομολογίας της κατ’ άρθρο 261 εδ. β' ΚΠολΔ, ύστερα από στάθμιση των αντίθετων συμφερόντων των διάδικων μερών, λαμβανομένης υπόψη της συμπεριφοράς τους που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματος της καθ’ ης η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα και τις περιστάσεις που μεσολάβησαν, και με δεδομένο ότι η ένδικη αξίωση είναι εμπραγμάτως εξασφαλισμένη, το Δικαστήριο καταλήγει στην κρίση ότι η συμπεριφορά της καθ’ ης να επισπεύσει σε βάρος του ανακόπτοντος - ασκούντος τους πρόσθετους λόγους αναγκαστική εκτέλεση, παρά το γεγονός ότι ο τελευταίος όχι μόνον εμφανίζεται συνεργάσιμος, αλλά επιβραβεύεται από την ίδια την καθ’ ης για τη συνέπειά του στην εξυπηρέτηση των ρυθμισμένων και σε αριθμό δεκατριών (13) οφειλών του, είναι κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου μη ανεκτή και συνεπώς καταχρηστική.

 

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου της ανακοπής να γίνει δεκτό, παρελκομένης της εξέτασης των λοιπών λόγων της ανακοπής καθώς και των πρόσθετων σε αυτή λόγων, και να ακυρωθεί : α) η από 12.01.2024 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι του αντιγράφου από πρώτο (α') απόγραφο εκτελεστό της με αριθμό ./2015 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας και β) η με αριθμό ./27.03.2024 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Εύβοιας, διορισμένου στο Πρωτοδικείο Χαλκίδας . και το με αριθμό ./04.04.2024 απόσπασμα της ως άνω έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του προαναφερθέντος Δικαστικού Επιμελητή με τις οποίες πράξεις επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση στο δικαίωμα πλήρους κυριότητας επί του αναλυτικά περιγραφόμενου στην ανακοπή ακινήτου και δη ενός αγροτεμαχίου με την εντός αυτού οικοδομή, εμβαδού 252,52 τ.μ. μετά των συστατικών, παραρτημάτων και παρακολουθημάτων αυτού, που βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια στη Δημοτική Κοινότητα Ιστιαίας, της Δημοτικής Κοινότητας Ιστιαίας του Δήμου Ιστιαίας - Αιδηψού, του Δήμου Ιστιαίας, στη θέση «ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΜΑΡΑ» ή «ΚΑΡΑΒΑΔΕΣ», με συνολική έκταση 3.045 τ.μ., όπως αυτό περιγράφεται αναλυτικά στο δικόγραφο, για το ποσό των πενήντα χιλιάδων ευρώ (50.000 €) και το οποίο ακίνητο εκτίθεται σε αναγκαστικό ηλεκτρονικό πλειστηριασμό ενώπιον του Συμβολαιογράφου Αγίας Άννας, . την 30η Οκτωβρίου του έτους 2024, ημέρα Τετάρτη και ώρα 10.00 - 12.00 μ.μ., με τιμή πρώτης προσφοράς το ποσό των εκατόν τριάντα πέντε χιλιάδων ευρώ (135.000 €). Τέλος, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της καθ’ ης η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι, λόγω της ήττας της, τα δικαστικά έξοδα του ανακόπτοντος - ασκούντος τους πρόσθετους λόγους σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό (άρθρα 176, 191 §2 ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων (α) την από 08.05.2024 ανακοπή με γενικό αριθμό κατάθεσης ./2024 και ειδικό αριθμό κατάθεσης ./2024 και (β) τους από 03.06.2024 πρόσθετους λόγους ανακοπής με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης 1824/2024 και ειδικό αριθμό κατάθεσης ./2024.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή.

 

ΑΚΥΡΩΝΕΙ την από 12.01.2024 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι του αντιγράφου από πρώτο (α') απόγραφο εκτελεστό της με αριθμό ./2015 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας.

 

ΑΚΥΡΩΝΕΙ τη με αριθμό ./27.03.2024 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Εύβοιας, διορισμένου στο Πρωτοδικείο Χαλκίδας . και το με αριθμό ./04.04.2024 απόσπασμα της ως άνω έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του προαναφερθέντος Δικαστικού Επιμελητή με τις οποίες πράξεις επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση στο δικαίωμα πλήρους κυριότητας επί του αναλυτικά περιγραφόμενου στην ανακοπή ακινήτου και δη ενός αγροτεμαχίου με την εντός αυτού οικοδομή, εμβαδού 252,52 τ.μ. μετά των συστατικών, παραρτημάτων και παρακολουθημάτων αυτού, που βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια στη Δημοτική Κοινότητα Ιστιαίας, της Δημοτικής Κοινότητας Ιστιαίας του Δήμου Ιστιαίας - Αιδηψού, του Δήμου Ιστιαίας, στη θέση «ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΜΑΡΑ» ή «ΚΑΡΑΒΑΔΕΣ», με συνολική έκταση 3.045 τ.μ., όπως αυτό περιγράφεται αναλυτικά στο δικόγραφο, για το ποσό των πενήντα χιλιάδων ευρώ (50.000 €) και το οποίο ακίνητο εκτίθεται σε αναγκαστικό ηλεκτρονικό πλειστηριασμό ενώπιον του Συμβολαιογράφου Αγίας Άννας, . την 30η Οκτωβρίου του έτους 2024, ημέρα Τετάρτη και ώρα 10.00 - 12.00 μ.μ., με τιμή πρώτης προσφοράς το ποσό των εκατόν τριάντα πέντε χιλιάδων ευρώ (135.000 €).

 

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της καθ’ ης η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι τα δικαστικά έξοδα του ανακόπτοντος - ασκούντος τους πρόσθετους λόγους, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων ευρώ (400 €).

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Χαλκίδα σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, απάντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους στις 14 Οκτωβρίου 2024.

 

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ