ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜΠρΠειρ 3243/2025

 

Ανακοπή κατά της εκτέλεσης -.

 

Η λειτουργία του δεδικασμένου, εκτείνεται και στο δικονομικό ζήτημα που κρίθηκε, λ.χ. την έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης. Επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης από εταιρεία διαχείρισης, κατόπιν άρσης κατάσχεσης και επιβολή νέας, παρά την ύπαρξη προηγούμενης τελεσίδικης δικαστικής απόφασης περί έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης, δίχως η επισπεύδουσα να θεραπεύσει το δικονομικό ελάττωμα για το οποίο δημιουργήθηκε δεδικασμένο. Δεκτή η ανακοπή, διότι η επισπεύδουσα επιχείρησε για την ίδια αιτία, νέα εκτέλεση με την ίδια δικονομική έλλειψη, χωρίς να έχει άρει την τελεσιδίκως διαπιστωθείσα πλημμέλεια της μη συγκοινοποίησης συμβάσεων διαχείρισης, επιχειρώντας με αυτόν τον τρόπο να διαρρήξει το δεδικασμένο της προηγούμενης απόφασης.

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Πειραιώς Γεωργίου Καλτσά)

 

 

Αριθμός Απόφασης: 3243/ 2025

 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

Συγκροτήθηκε από τον Δικαστή Ιάκωβο Γ. Απέργη. Πρωτόδικη, και την Γραμματέα Μαρία Πίκκου,

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 13 Ιουνίου 2025, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ: …κατοίκου …, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου, δικηγόρου της Γεωργίου ΚΑΛΤΣΑ.

 

ΤΗΣ ΚΑθ’ ΗΣ: εταιρείας με την επωνυμία … και τον διακριτικό τίτλο …που εδρεύει στο … όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της. Η ανακόπτουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 08ης-04-2025 ανακοπή της, που κατατέθηκε στην Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμ. καταθ. …/08-04-2025, προσδιορίστηκε για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, το Δικαστήριο άκουσε τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί οι ισχυρισμοί αυτοί και όσα αναφέρονται στα Πρακτικά και τις προτάσεις που κατέθεσαν.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

 

Η έννοια του δεδικασμένου δεν καθορίζεται στον Νόμο. Ωστόσο, ως δικονομικό φαινόμενο, που πηγάζει κατά λογική αναγκαιότητα από τον σκοπό της Δίκης, το δεδικασμένο αποτελεί έννομη συνέπεια της δικαστικής απόφασης, που διασφαλίζει την δεσμευτικότητα του περιεχομένου της. Εξάλλου, η υψηλή αξιολογική διαβάθμιση του δεδικασμένου από τον Νομοθέτη αποτελεί βάση επαρκή για την δημιουργία του και από άδικη ή εσφαλμένη τελεσίδικη δικαστική απόφαση, καθώς η υποχρέωση των διαδίκων να σέβονται το περιεχόμενό της εκπορεύεται από επιταγές δικαιϊκής ασφάλειας και κοινωνικής ειρήνης, καθώς και από την μη διάσπαση της επιβαλλόμενης από την φύση του Δικαίου συνοχής, ώστε να εμπεδώνεται και η συνταγματική επιταγή για παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Αυτή η εξατομικεύουσα λειτουργία του δεδικασμένου συνθέτει την ουσιαστική του πλευρά, η οποία, απευθυνόμενη στους διαδίκους, τους καλεί να συμπεριφέρονται εφεξής σύμφωνα με το αυθεντικό περιεχόμενο της δικαστικής απόφασης. Ακόμη, συνεπώς, και σε περίπτωση που κρίνεται ότι ελλείπει συγκεκριμένη διαδικαστική προϋπόθεση (λ.χ. νομιμοποίηση), η απόφαση του Δικαστηρίου είναι δεσμευτική ως προς το δικονομικό ζήτημα που πράγματι κρίθηκε. Πράγματι, το δεδικασμένο, κατά το άρθρ. 322 παρ. 1 εδ. β’ ΚΠολΔ, εκτείνεται και στα δικονομικό ζητήματα που κρίθηκαν οριστικά με την απόφαση. Το δεδικασμένο στην περίπτωση αυτή διαφέρει, κατ’ έκταση μόνο, από το δεδικασμένο που αναφέρεται στο ουσιαστικό ζήτημα, γιατί οι διαδικαστικές προϋποθέσεις (λ.χ. ικανότητα παράστασης στο Δικαστήριο) δεν ανάγονται στην ουσία του δικαιώματος, αλλά στην διαδικασία προς διαπίστωση της ύπαρξής του. Το υπό την κρίση του οικονομικού ζητήματος δεδικασμένο δεσμεύει το Δικαστήριο που εξετάζει την νέα αγωγή μόνο αν αυτή έχει την ίδια δικονομική έλλειψη που είχε και η προηγούμενη, οπότε, χωρίς να ερευνήσει αν ορθώς ή εσφαλμένως έκρινε το προηγούμενο Δικαστήριο, θα απορρίψει ως απαράδεκτη την αγωγή λόγω δεδικασμένου.

 

Σε μια τέτοια περίπτωση, ο ηττηθείς δεν εμποδίζεται να επανέλθει, αρκεί όμως να έχει προηγουμένως θεραπεύσει το δικονομικό ελάττωμα για το οποίο δημιουργήθηκε δεδικασμένο (εν προκειμένω, να συμπληρώσει την ελλείπουσα δικονομική προϋπόθεση). Από το ίδιο ως άνω άρθρο προκύπτει ότι η ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση του διαδίκου ως διαδικαστική προϋπόθεση τής διεξαγωγής της Δίκης μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο δεδικασμένου εφόσον στην νέα μεταξύ των διαδίκων Δίκη πρόκειται για την αυτή έννομη σχέση. Περαιτέρω, στο πλαίσιο των αντικειμενικών ορίων του δεδικασμένου. η τελεσίδικη διάγνωση ρυθμίζει εφεξής αυθεντικός τον έννομο βίο των διαδίκων. Πράγματι, η αποτελεσματική διασφάλιση του δικαιώματος που κρίθηκε τελεσίδικα δεν εξαρτάται μόνον από την αντικειμενική εμβέλεια την οποία ο Νομοθέτης θα προσδώσει στην κάλυψη του δικαιώματος αυτού. Καθώς το ίδιο αυτό δικαίωμα συχνά αποτελεί την απόληξη άλλων διασυνδεόμενων ουσιαστικών έννομων συνεπειών στο πλαίσιο της Οριζόντιας διακλάδωσής τους, η πλήρης του κατοχύρωση μπορεί να επιτευχθεί αν αποκλειστούν οι ουσιαστικές δίοδοι δια μέσου των οποίων θα ήταν δυνατή η άμεση ή έμμεση προσβολή του. Η εμβέλεια, συνεπώς, του δεδικασμένου είναι τέτοια ώστε να μην ανατρέπονται όσα κρίθηκαν τελεσιδίκως. Έτσι, η άσκηση του δικαιώματος θα πρέπει να μην οδηγεί σε παραδοχή έννομης συνέπειας που αντιφάσκει προς το δεδικασμένο· άλλως, θα κατέληγε σε κατάλυση ή περιορισμό του. Τούτων δοθέντων, η αυθεντική διάγνωση της φύσης του δικαιώματος που κρίθηκε τελεσιδίκως δεν μπορεί να ανατρέπεται από την άσκηση δικαιώματος που την αντιμάχεται, καθώς κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε έμμεση -ή ακόμη και άμεση- διάρρηξη του δεδικασμένου (βλ. Κουσουλή σε Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα «Ερμηνεία ΚΠολΔ», Τόμος I, εκδ. Σάκκουλα, 2000, σελ. 631-633, 643, 652-653. 661-663 και 666). Συνεπώς, οι διάδικοι, παρά τις όποιες αμφισβητήσεις, δίκαιες ή άδικες περί της ορθότητας της τελεσίδικης απόφασης, οφείλουν να συμμορφώνονται με αυτήν άλλως, ενεργούν παράνομα. Δεδικασμένο είναι, λοιπόν, η δέσμευση που παράγεται από το περιεχόμενο της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης για την ύπαρξη ή ανυπαρξία έννομης σχέσης ή συνέπειας κατά ορισμένο χρονικό σημείο. Ενώ η τελεσιδικία αποτελεί ιδιότητα της απόφασης, το δεδικασμένο αποτελεί συνέπεια της τελεσίδικης απόφασης που διασφαλίζει την δεσμευτικότητα του περιεχομένου της. Έτσι, η τελεσιδικία προστατεύει την απόφαση από τις άμεσες προσβολές (ένδικα μέσα), το δε δεδικασμένο από τις έμμεσες προσβολές, δηλαδή μελλοντικές αμφισβητήσεις. Το δεδικασμένο -όπως και η εκκρεμοδικία- αποβλέπει στην αποτροπή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων με την απαγόρευση της διαδοχικής διεξαγωγής Δικών. Έτσι, το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εξ αφορμής άλλης Δίκης ανακύπτει ζήτημα που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασής του το δεδικασμένο που προκύπτει από την προηγούμενη απόφαση, λαμβάνοντάς το ως αμάχητη αλήθεια. Το δεδικασμένο ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου ανακύπτει εξ αφορμής άλλης Δίκης οφείλει να έχει ως βάση της απόφασής του το δεδικασμένο που προκύπτει από την προηγούμενη απόφαση, είτε αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέας αγωγής για το ίδιο δικαίωμα για την ύπαρξη ή μη του οποίου υπάρχει δεδικασμένο. Το ποια είναι η έννομη σχέση που κρίθηκε συνάγεται από το περιεχόμενο της απόφασης που παράγει το δεδικασμένο. Περαιτέρω, δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ίδιων προσώπων με την ίδια ιδιότητα μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και την ίδια ιστορική και νομική αιτία. Ιστορική αιτία είναι τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων θεμελιώνεται η αγωγή. Νομική αιτία είναι η διάταξη του Νόμου από την οποία απορρέει το προστατευτέο δικαίωμα. Δεδικασμένο υπάρχει όταν το αντικείμενο της διαφοράς που κρίθηκε με την άλλη απόφαση ταυτίζεται με εκείνο της υπό κρίση, πράγμα που αναλύεται σε ταυτότητα της ιστορικής και νομικής αιτίας, δηλαδή η ενέργεια του δεδικασμένου σε μεταγενέστερη Δίκη προϋποθέτει ότι η νέα αυτή Δίκη αναφέρεται στο ίδιο αντικείμενο και στηρίζεται στην ίδια ιστορική και νομική αιτία. Σκοπός της ιστορικής, όπως και της νομικής, αιτίας είναι να καταστήσει απόλυτα συγκεκριμένη και έτσι να διασφαλίσει την έννομη συνέπεια που απαγγέλλει η απόφαση.

 

Ταυτότητα υπάρχει όταν τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν το πραγματικό της νομικής διάταξης που εφαρμόστηκε κατά την προηγούμενη Δίκη ήταν αναγκαία κατά Νόμο για την κατάφαση ή άρνηση της διαγνωσθείσας έννομης συνέπειας και τα ίδια συγκροτούν το πραγματικό εν όλω ή εν μέρει της νομικής διάταξης που πρέπει να εφαρμοστεί στην νέα Δίκη, ώστε να πρόκειται για την ίδια δικαιολογητική σχέση. Η βάση επί της οποίας το Δικαστήριο έκρινε, καθώς και ο λόγος, προκύπτουν από την ίδια την απόφαση. Θα ληφθεί, συνεπώς, υπόψη η αιτιολογία της πρώτης απόφασης όσο αφορά στην ιστορική αιτία επί της οποίας έκρινε. Άλλωστε, μεταξύ των προϋποθέσεων του δεδικασμένου είναι η κρίση για το ίδιο δικαίωμα, δηλαδή γι’ αυτό που απορρέει από την ίδια παραγωγική αιτία. Δεν υπάρχει ταυτότητα δικαιώματος όταν το δικαίωμα που κατάγεται στην νέα Δίκη έχει διάφορη παραγωγική αιτία από εκείνο που κρίθηκε. Τη νομική αιτία συνιστά ο νομικός κανόνας ο οποίος διέπει τη σχέση από την οποία απορρέει το προσβαλλόμενο δικαίωμα. Πρέπει να ερευνάται στην νέα Δίκη αν οι σε αυτήν προβαλλόμενοι ισχυρισμοί συνιστούν διάφορο παραγωγικό δικαίωμα ή διάφορη παραγωγική αιτία (βλ. Μαργαρίτη «Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας Θεωρία - Νομολογία», Τόμος I, εκδ. Π.Ν. Σάκκουλα, 2012, σελ. 588-589, 601-602, 604, 612-614 και 641). Ειδικότερα, το δεδικασμένο καλύπτει: α) το δικαίωμα που κρίθηκε, β) την νομική αιτία, δηλαδή τον νομικό χαρακτηρισμό που δόθηκε από το Δικαστήριο στα πραγματικά περιστατικά και γ) την ιστορική αιτία που αποτελείται από τα πραγματικά περιστατικά, που έγιναν δεκτά από το Δικαστήριο και ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης. Ως προς την ιστορική αιτία, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά τα οποία συγκροτούν το πραγματικό της νομικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, αυτά από μόνα τους δεν καλύπτονται από το δεδικασμένο. Με άλλες λέξεις, το δεδικασμένο δεν καλύπτει τα πραγματικά περιστατικά αυτοτελώς λαμβανόμενα, ανεξάρτητα δηλαδή από τον δικανικό συλλογισμό της πρώτης αποφάσεως. Τα ανωτέρω ισχύουν και όταν η έννομη σχέση που έχει αναγνωρισθεί τελεσίδικα αποτελεί προδικαστικό ζήτημα άλλης, μεταγενέστερης αξιώσεως, Κατά το άρθρ. 331 ΚΠολΔ, το δεδικασμένο υφίσταται για προδικαστικό ζήτημα που κρίνεται παρεμπιπτόντως και αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση του κυρίου ζητήματος. Ως παρεμπίπτον (προδικαστικό) ζήτημα νοείται άλλη έννομη σχέση ή δικαίωμα ή συνέπεια του ουσιαστικού δικαίου από το οποίο εξαρτάται η κρίση επί του κυρίου ζητήματος της Δίκης, δηλαδή το δεδικασμένο επεκτείνεται σε εκείνο το προδικαστικό ζήτημα, το οποίο η απόφαση έκρινε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση στηρίζει την διαγνωσθείσα ή απαγγελθείσα από αυτήν έννομη συνέπεια. Το δεδικασμένο του άρθρ. 331 ΚΠολΔ δεν αφορά ούτε πραγματικά περιστατικά ούτε αξιολογικές κρίσεις, εκτείνεται δε μόνο σε δικαίωμα που κρίθηκε (άρθρ. 324 ΚΠολΔ), ενώ η ύπαρξη και η έκτασή του προκύπτουν από το περιεχόμενο της απόφασης και όχι από αυτό της κριθείσας αγωγής, έστω κι αν το Δικαστήριο δεν εξάντλησε το αντικείμενό της ή το υπερέβη ή απομακρύνθηκε από αυτό. Τέλος, η κατά το άρθρ. 331 ΚΠολΔ αυτοτελής κάλυψη του προδικαστικού ζητήματος εναρμονίζεται με τη ρύθμιση του άρθρ. 322 ΚΠολΔ στο μέτρο που προδικαστικό ζήτημα στην έννοια του άρθρ. 331 ΚΠολΔ αποτελούν μόνον οι προδικαστικές έννομες συνέπειες (και όχι τυχόν πραγματικά γεγονότα ή νομικές έννοιες), κατά τον ίδιο ακριβώς λόγο που, σύμφωνα με την βασική ρύθμιση του άρθρ. 322 ΚΠολΔ, αντικείμενο του δεδικασμένου γενικώς μπορούν να αποτελέσουν μόνον έννομες σχέσεις (έννομες συνέπειες) (βλ. ΜΠρΠειρ 3204/2025 αδημ.).

 Περαιτέρω, υφίσταται δεδικασμένο και όταν το δικαίωμα που επιδιώκεται στην νέα Δίκη προϋπόθεση έχει άλλο δικαίωμα το οποίο ήταν αντικείμενο προηγούμενης Δίκης και κρίθηκε σε αυτήν τελεσιδίκως και η δικαιολογητική σχέση από την οποία έχει αυτό παραχθεί. Έτσι, η ταυτότητα αντικειμένου διαφοράς ουδόλως αίρεται από το ότι το ζητούμενο στην δεύτερη Δίκη είναι τυχόν διάφορο από το αντικείμενο που ζητήθηκε στην αρχική, του οποίου όμως είναι αναγκαία προϋπόθεση ύπαρξης το δικαίωμα που κρίθηκε στην προηγούμενη Δίκη. Αν στην νέα Δίκη πρόκειται για άλλο δικαίωμα, δεν υπάρχει δεδικασμένο (βλ. Βαθρακοκοίλη «ΚΠολΔ Ερμηνευτική- Νομολογιακή Ανάλυση Κατ’ Άρθρο», τόμος Β\ 1994, σελ. 460, 469, 472, 491, 495-496, 511 και 5 3 5).

 

Εξάλλου στις Δίκες περί την εκτέλεση, όπου προδήλως έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρ. 330 ΚΠολΔ, καλύπτονται τόσο οι καταχρηστικές (όπως, για παράδειγμα, η ένσταση ακυρότητας λόγω μη τήρησης τύπου), όσο και οι γνήσιες μη αυτοτελείς ενστάσεις, αρκεί προς τούτο κατά τον χρόνο της προηγούμενης Δίκης να είχαν ολοκληρωθεί οι όροι που τις θεμελιώνουν. Άλλωστε, στο πλαίσιο των Δικών περί την εκτέλεση, η ανάγκη να αποφεύγεται η άσκηση πολυάριθμων ανακοπών επιτάσσει τη συμμόρφωση των διαδίκων με το περιεχόμενο απόφασης που δέχεται ή, αντιστοίχως, ακυρώνει προηγούμενη επιταγή ή κατασχετήρια έκθεση. Πράγματι, το δεδικασμένο μπορεί να απορρέει και από απόφαση επί ανακοπής κατά άλλης πράξης εκτέλεσης, που καλύπτει ορισμένο προδικαστικό ζήτημα ως προς την επόμενη πράξη εκτέλεσης, υπό τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρ. 331 ΚΠολΔ (βλ. Αντώνη Βαθρακοκοίλη «Η ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ», εκδ. Σάκκουλα, 2022, σελ. 260). Πράγματι, το νόημα του άρθρ. 933 παρ. 4 ΚΠολΔ είναι ότι στις Δίκες περί την εκτέλεση, οι οποίες χρονικά ακολουθούν προηγούμενη διαγνωστική Δίκη, δεν μπορούν να προταθούν οι ενστάσεις οι οποίες καλύπτονται ήδη από το δεδικασμένο της Δίκης αυτής. Το ίδιο ισχύει ευνόητα και στις σχέσεις των αλλεπάλληλων ανακοπών, αφού και αυτές οι Δίκες έχουν διαγνωστικό χαρακτήρα (βλ. Πελαγία ΓΕΣΙΟΥ - ΦΑΛΤΣΗ «Αναγκαστική Εκτέλεση Γενικό Μέρος» εκδ. Σάκκουλα, 1998, σελ. 278). Έτσι, το δεδικασμένο μιας τελεσιδίκως διαγνωσθείσας έννομης σχέσης που προέκυψε από Δίκη περί την εκτέλεση, σύμφωνα με το άρθρ. 933 ΚΠολΔ, κατά παραδοχή της ασκηθείσας ανακοπής, καλύπτει αφενός την ακυρωτική λειτουργία της τελευταίας και αφετέρου την ιστορική αιτία που έγινε δεκτή από την απόφαση, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τους προβληθέντες λόγους ανακοπής. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι το ουσιώδες για την απόφαση πραγματικό υλικό καθίσταται απρόσβλητο όχι αυτοτελώς, αλλά πάντα σε σχέση με τον δικανικό συλλογισμό, προκειμένου να στηρίξει το δεσμευτικό αυτού πόρισμα σε μια νέα Δίκη, όπου αυτό επανακύπτει κυρίως ως προδικαστικό ζήτημα. Επομένως, το δεδικασμένο από τελεσίδικη απόφαση δημιουργείται κι όταν το αντικείμενο της Δίκης που διεξάγεται μεταξύ των ίδιων προσώπων είναι διαφορετικό από εκείνο που ζητήθηκε στην Δίκη που προηγήθηκε, έχει, όμως, ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στην Δίκη εκείνη τούτο δε συμβαίνει, όταν στην νέα Δίκη πρόκειται να κριθεί η ίδια έννομη σχέση και το ίδιο νομικό ζήτημα με αυτό που κρίθηκε με την προηγούμενη απόφαση (βλ. ΜΠρΡόδου 160/2003 Α’ Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, θα αποτελούσε αξιολογική αντινομία και θα ήταν αντίθετο με την αρχή της ισότητας των όπλων ο καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτης να δεσμεύεται από το δεδικασμένο του άρθρ. 933 παρ. 4 ΚΠολΔ και την έκταση του άρθρ. 935 ΚΠολΔ, αλλά ο δανειστής του να μην δεσμεύεται από πλημμέλειες της εκτέλεσης που κρίθηκαν τελεσιδίκως και να τις επαναλαμβάνει επακριβώς όταν εκκινεί για την αυτή απαίτηση νέα εκτέλεση (βλ. τέτοιες περιπτώσεις σε ΜΠρΠειρ 1639/2025, αλλά και 1805/202 5 αδημ.). Με την κρινομένη ανακοπή της, η ανακόπτουσα ζητάει, κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου της, να ακυρωθεί: α) η από 20ης-02-2025 Επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου της υπ’ αριθμ. ./2022 Διαταγής Πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθώς και β) η με αριθμ. …/27-02-2025 Έκθεση Αναγκαστικής Κατάσχεσης Ακίνητης Περιουσίας του Δικαστικού Επιμελητή δυνάμει της οποίας επισπεύδεται εναντίον της ηλεκτρονικός δημόσιος αναγκαστικός πλειστηριασμός επί του περιγραφέντος στην έκθεση αυτή ακινήτου της, για την 01η-10-2025. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η κρινόμενη ανακοπή, στο δικόγραφο της οποίας παραδεκτά σωρεύονται αντιρρήσεις κατά περισσοτέρων πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας που επισπεύδεται σε βάρος της ανακόπτουσας, αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρ. 933 παρ. 1 εδ» α’ και 3 ΚΠολΔ), αφού το κατασχεθέν ακίνητο βρίσκεται στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά την προκειμένη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρ. 614 επ. ΚΠολΔ (άρθρ. 937 παρ. 3 ΚΠολΔ), έχει δε ασκηθεί εμπρόθεσμα, ήτοι εντός της προθεσμίας των 45 ημερών από την ημέρα της κατάσχεσης, σύμφωνα με το άρθρ. 934 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ, δεδομένου ότι η κατάσχεση έλαβε χώρα στις 27-02-2025, ενώ η κρινόμενη ανακοπή επιδόθηκε στην καθ’ ης την 09η-04-2025. Επομένως, η ανακοπή είναι παραδεκτή και νόμιμη και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.

 

Με τον όγδοο λόγο ανακοπής της η ανακόπτουσα ισχυρίζεται, κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου της, ότι η επισπευδόμενη αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της είναι άκυρη, επειδή η καθ’ ης επισπεύδει εκ νέου εκτέλεση σε βάρος της, αγνοώντας τις παραδοχές της με αρ. 3424/2024 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου επί προηγούμενης ανακοπής που της είχε ασκήσει και δυνάμει της οποίας ακυρώθηκε η Επιταγή προς πληρωμή και η Κατασχετήρια Έκθεση, λόγω μη συγκοινοποίησης από την καθ’ ης των με αρ. …/8-11-2022 και …/8-11-2022 συμβάσεων πλημμέλεια την οποία η καθ’ ης, κατά τους ισχυρισμούς της ανακόπτουσας, επαναλαμβάνει, αγνοώντας την διαπλαστική ενέργεια και το δεδικασμένο που παρήχθη εκ της ανωτέρω απόφασης. Ο λόγος αυτός της ανακοπής της είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρ. 321, 322, 324, σε συνδυασμό με το άρθρ. 331 και 332 ΚΠολΔ, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, και, συνεπώς, πρέπει να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα. Από την δέουσα εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που νομίμως οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, άλλα εκ των οποίων μνημονεύονται ρητά στην παρούσα και άλλα όχι, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική εκτίμηση της διαφοράς (δεν εξετάστηκε μάρτυρας στο ακροατήριο του Δικαστηρίου), αλλά και από την όλη εν γένει διαδικασία αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της με αρ. ./27-07-2022 Διαταγής Πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και της παρά πόδας από 20ης-02-2025 Επιταγής προς πληρωμή επιτάχθηκε η ανακόπτουσα να καταβάλει στην καθ’ ης το ποσό των 51.375,10€ κατά κεφάλαιο, έντοκα, από 20ης-04-2018, με επιτόκιο υπερημερίας, που υπερβαίνει το εκάστοτε συμβατικό επιτόκιο της ενήμερης οφειλής (4,348%), πλέον της νόμιμης εισφοράς, κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες και με 6/μηνιαίο ανατοκισμό των τόκων, μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, πλέον της δικαστικής δαπάνης και των εξόδων σύνταξης της Επιταγής και επίδοσής της. Η ανωτέρω απαίτηση απέρρεε εκ της με αρ. …/26-01-207 σύμβασης πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και των από 12ης-06-2013 και 29ης-04-201 5 ιδιωτικών συμφωνητικών ρύθμισης οφειλής. Ωστόσο, για την ίδια ως άνω απαίτηση, η καθ’ ης επέσπευδε για τις 11-12-2024 δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό κατά της ανακόπτουσας, δυνάμει της από 17ης-04-2024 Επιταγής προς πληρωμή και της υπ’ αρ. …/30-04-2024 Κατασχετήριας Έκθεσης της Δικαστικής Επιμελήτριας Η ανακόπτουσα είχε ασκήσει ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την από 09ης-05-2024 ανακοπή της, με αρ. καταθ. …/10-05-2024 ζητώντας αφενός μεν την ακύρωση της ανωτέρω Διαταγής Πληρωμής, αφετέρου δε την ακύρωση των αμέσως ανωτέρω αναφερόμενων πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης. Επ' αυτής εξεδόθη η με αρ. 3424/2024 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών), δυνάμει της οποίας: ι) απορρίφθηκε η ανακοπή των άρθρ. 632 - 633 ΚΠολΔ, επειδή απέρρεε δεδικασμένο εκ της Διαταγής Πληρωμής και ιι) έγινε δεκτή η ανακοπή του άρθρ. 933 ΚΠολΔ και ακυρώθηκαν οι παραπάνω αναφερόμενες πράξεις εκτέλεσης, επειδή η καθ’ ης δεν συγκοινοποίησε την -μεταγενέστερη της αρχικής, από 18ης-06-2019 σύμβαση διαχείρισης, με αρ. πρωτ. …/8-11-2022, που καταχωρήθηκε σε περίληψη στις 8-11-2022 στα Βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, τόμος ... Πιο συγκεκριμένα, στην ανωτέρω απόφαση αναφέρονται επί λέξει τα εξής: «Περαιτέρω με τον υπό στοιχείο 3 λόγο της υπό κρίση ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ η ανακόπτουσα ζητεί να ακυρωθεί η επισπευδόμενη εκτέλεση που ερείδεται στην άνω επιταγή, για τον λόγο ότι η καθής δεν νομιμοποιούνταν ενεργητικώς να επισπεύσει μετά την έκδοση της άνω διαταγής πληρωμής αναγκαστική εκτέλεση με τα ίδια νομιμοποιητικά έγγραφα , που επικαλέστηκε η καθης προς έκδοση της άνω διαταγής πληρωμής ως διαχειρίστρια προς απόδειξη της ιδιότητας της και της μεταβίβασης απαιτήσεων μεταξύ της αρχικής πιστώτριας και της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία την οποία η καθης εκπροσωπεί, δεδομένου ότι η αρχική από 18-6-2019 σύμβαση διαχείρισης τροποποιήθηκε και επικαιροποιήθηκε σε χρόνο προγενέστερο της σύνταξης της από 17-4-2024 επιταγής , με την καταχώρηση την 8-1-2022 του με αρ πρωτ …/8-/1-2022 εγγράφου σε περίληψη στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον τόμο ... Ο εξεταζόμενος λόγος είναι νόμιμος και πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος κατ' ουσίαν διότι ελλείψει της αναγγελίας και κοινοποίησης των εγγράφων επικαιροποίησης των προαναφερθέτων νομιμοποιητικών εγγράφων της ιδιότητας της καθης ως διαχειρίστριας στην ανακόπτουσα, όπως συνομολογεί και η καθης, η οποία εκθέτει ότι αφορούν την εσωτερική της σχέση με την αλλοδαπή εταιρεία την οποία εκπροσωπεί , δεν δύναται η ανακόπτουσα να ελεγξει την ανάθεση της οφειλής της στην καθης ως διαχειρίστρια. Κατόπιν τούτων πρέπει να γίνει υπό κρίση ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ δεκτή ως βάσιμη κατ' ουσίαν». Η απόφαση αυτή επιδόθηκε στην καθ’ ης στις 06-03-2025, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη με αρ….06-03-2025 Έκθεση Επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας η δε καθ’ ης δεν άσκησε έφεση κατ’ αυτής και γενικότερα δεν έχει προσβάλει την απόφαση με τακτικό ή έκτακτο ένδικο μέσο, όπως αποδεικνύεται από το με αρ. …/02-06-2025 Πιστοποιητικό του Πρωτοδικείου Πειραιά (τμήμα πολιτικό - ένδικων μέσων), με αποτέλεσμα η απόφαση αυτή, ως προς την ανακοπή του άρθρ. 933 ΚΠολΔ, να συνιστά τελεσίδικη κρίση, η οποία, σύμφωνα με τα ειδικότερα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, καθίσταται δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο καθόσον το δεσμευτικό πόρισμα της ανωτέρω απόφασης επανακύπτει στην παρούσα Δίκη ως προδικαστικό ζήτημα. Έτσι, το δεδικασμένο της ανωτέρω απόφασης, το οποίο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το παρόν Δικαστήριο, και προκύπτει από το προσκομιζόμενο και επικαλούμενο αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας, εκτείνεται δεσμευτικά επί της παρούσας Δίκης περί την εκτέλεση, καθόσον και στην Δίκη αυτή κρίνεται η ίδια έννομη σχέση και το ίδιο νομικό ζήτημα με αυτό που κρίθηκε με την προηγούμενη απόφαση. Ωστόσο, η καθ’ ης επισπεύδει για την ίδια ανωτέρω αιτία νέα εκτέλεση κατά της ανακόπτουσας με την ίδια δικονομική έλλειψη, χωρίς δηλαδή να έχει άρει την ανωτέρω πλημμέλεια και να έχει συγκοινοποιήσει αντίγραφο της ανωτέρω σύμβασης, πράγμα που η ίδια ουδόλως αρνείται, με τις νόμιμα κατατεθείσες από 13ης-06-2025 Προτάσεις της, ότι παρέλειψε. Άλλωστε, η καθ' ης δεν επικαλείται ούτε, πολύ περισσότερο, προσκομίζει Έκθεση Επίδοσης δυνάμει της οποίας να αποδεικνύεται ότι συγκοινοποιήθηκε η επίδικη σύμβαση στην ανακόπτουσα. Εξάλλου, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, το δεδικασμένο αποτελεί έννομη συνέπεια της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης, που διασφαλίζει την δεσμευτικό τη τα του περιεχομένου της και καλύπτει και τα τυχόν νομικά σφάλματά της. Ειδικότερα, οι διάδικοι πρέπει να συμπεριφέρονται σύμφωνα με το περιεχόμενό της, ώστε να μην ανατρέπονται όσα κρίθηκαν τελεσίδικα, πράγμα που η καθ' ης δεν έπραξε. Περαιτέρω, το δεδικασμένο εκτείνεται και στα δικονομικά ζητήματα, αναφορικά δε με το επίμαχο ζήτημα έχει ήδη κριθεί ότι) η καθ’ ης δεν νομιμοποιείται να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της ανακόπτουσας, δίχως την προηγούμενη συγκοινοποίηση του ανωτέρω εγγράφου, το δε περιεχόμενο της ανωτέρω απόφασης λαμβάνεται υπόψη από το παρόν Δικαστήριο ως αμάχητη αλήθεια. Άλλωστε. η καθ’ ης θα μπορούσε να επανέλθει επισπεύδοντας νέα εκτέλεση, συγκοινοποιώντας το επίμαχο έγγραφο και θεραπεύοντας αυτό που κρίθηκε ως πλημμέλεια, πλην όμως ουδόλως συμμορφώθηκε με την απόφαση. Σε κάθε περίπτωση, η προηγούμενη απόφαση που εξεδόθη επί της ανακοπής είχε διαγνωστικό χαρακτήρα, που η καθ’ ης, μη συμμορφούμενη με το περιεχόμενό της, επιχειρεί να διαρρήξει. Περαιτέρω, το αντικείμενο της διαφοράς ταυτίζεται, καθώς πρόκειται για την ίδια δικαιολογητική σχέση και την ίδια παραγωγική αιτία. Συνεπώς, το ζήτημα αυτό, κατά την αυτή νομική και ιστορική αιτία, μεταξύ των αυτών διαδίκών, όπως απορρέει από την αυτή δικαιολογητική βιοτική σχέση, έχει καλυφθεί από την ισχύ / δεσμευτική δύναμη, ως προδικαστικό ζήτημα, του δεδικασμένου που παράγει η ανωτέρω απόφαση. Ως εκ τούτου, ο λόγος αυτός ανακοπής, ένεκα δικονομικού απαραδέκτου δυνάμει δεδικασμένου, πρέπει να γίνει δεκτός και ως ουσία βάσιμος. Συνακόλουθα, οι ανακοπτόμενες πράξεις της εκτέλεσης τυγχάνουν ακυρωτέες, κατά παραδοχή του ανωτέρω λόγου της ανακοπής, παρελκόμενης της εξέτασης των υπόλοιπων λόγων, καθόσον επί ανακοπής του άρθρ. 933 ΚΠολΔ, αρκεί να γίνει δεκτός ένας λόγος που επιφέρει την ακυρότητα των προσβαλλόμενων πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας, καθιστώντας την εξέταση των υπολοίπων λόγων άνευ αντικειμένου.

 

Κατόπιν των ανωτέρω, εφόσον αποδεικνύεται η βασιμότητα αυτού του λόγου ανακοπής, η κρινόμενη ανακοπή πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσία βάσιμη και να ακυρωθεί η κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου της Διαταγής Πληρωμής Επιταγή, δυνάμει της οποίας επισπεύδεται σε βάρος της ανακόπτουσας αναγκαστική εκτέλεση, όπως και η προσβαλλόμενη Κατασχετήρια Έκθεση. Τέλος, η καθ’ ης πρέπει να καταδικαστεί, λόγω της ήττας της, στην δικαστική δαπάνη της ανακόπτουσας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρ. 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρ. 63, 65, 68 και 84 παρ. 1 Ν.4194/2013 (Κώδικας Δικηγόρων), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή.

 

ΑΚΥΡΩΝΕΙ α) την από 20ης-02-2025 Επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου της υπ’ αριθμ. ./2022 Διαταγής Πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθώς και β) την με αριθμ. …/27-02-2025 Έκθεση Αναγκαστικής Κατάσχεσης Ακίνητης Περιουσίας του Δικαστικού Επιμελητή

 

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στην καθ’ ης την δικαστική δαπάνη της ανακόπτουσας, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες εκατόν τριάντα πέντε ευρώ (2.135,00 €).

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 15 Ιουλίου 2025.

 

 Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ