ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜΠρΗρακλείου 10/2024

 

 

Αναστολή αναγκαστικής εκτέλεσης ελλείψει εγγράφου απόδειξης της ειδικής διαδοχής του δικαιούχου της απαίτησης. Τιτλοποίηση απαιτήσεων. Πληρεξουσιότητα δικηγόρου για την εκπροσώπηση ομολογιούχων.

 

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Ηρακλείου Γεωργίου Περτσινάκη).

 

 

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ 10/942/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ

(διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων)

 

 

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Μαρία Δαμιανάκη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, η οποία ορίσθηκε έπειτα από κλήρωση, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέως.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Δεκεμβρίου 2023, για να δικάσει την υπόθεση:

 

ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ : 1) Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΓΕΝΙΚΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», που εδρεύει στο Ηράκλειο (Γιάννη Χρονάκη αρ. 6), νομίμως εκπροσωπουμένης, 2) .. και 3) ..., οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου τους δικηγόρου Ηρακλείου Γεωργίου Περτσινάκη (ΑΜ ΔΣΗ 000416 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών ΔΣΗ ./14-12-2023) και κατέθεσαν σημείωμα.

 

ΤΗΣ ΚΑΘ' ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ : Ανώνυμης Εταιρίας την επωνυμία «Τράπεζα Πειραιώς Ανώνυμος Εταιρεία", με ΑΦΜ . της ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών, που εδρεύει στην Αθήνα ( οδός Αμερικής αρ. 4), και εκπροσωπείται νόμιμα, ως οιονεί καθολικής διαδόχου τη ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «Τράπεζα Πειραιώς ΑΕ» με ΑΦΜ ., μετά την διάσπαση της τελευταίας δια της απόσχισης κλάδου τραπεζικής δραστηριότητας της με σύσταση νέας εταιρείας - πιστωτικού ιδρύματος (επωφελούμενης), η οποία εγκρίθηκε με την με αρ. πρωτ. ./30-12-2020 Απόφαση του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων κα· καταχωρήθηκε στο ΓΕΜΗ στις μερίδες και των δύο εταιριών (διασπωμένης και επωφελουμένης) με αρ. καταχώρισης . και ., όπως προκύπτει από τις με αρ. πρωτ. 139264/30-12-2020 και 139406/30-12-2020 Ανακοινώσεις του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, ενεργούσης εν προκειμένω δυνάμει σχετικού συμβατικού όρου, υπό την ιδιότητά της ως Διοργανώτριας του Δανείου και Εκπροσώπου των Ομολογιούχων Δανειστών,η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Ηρακλείου Νικολάου Λογοθέτη (ΑΜ ΔΣΗ 000953, γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών ΔΣΗ Η./15-12-2023) και κατέθεσε έγγραφο σημείωμα.

 

Οι αιτούντες άσκησαν στο Δικαστήριο αυτό την με χρονολογία 4-9-2023 και με αριθ. εκθ. καταθ. ΓΑ ΑΣΦ/./2023 αίτηση, δικάσιμος της οποίας ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης.

 

Η υπόθεση εκφωνήθηκε σύμφωνο με τη σειρά του σχετικού εκθέματος, κατά τη δημόσια συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της παρούσης.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

 

 

I. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 632 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με τον Ν. 4335/2015, με έναρξη ισχύος αυτής την 01-01- 2016 «Με την επιφύλαξη του άρθρου 631, η άσκηση της ανακοπής δεν αναστέλλει την εκτέλεση της διαταγής πληρωμής. Το δικαστήριο όμως, ο δικαστής του οποίου εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής μπορεί, κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. να χορηγήσει αναστολή, με ή και χωρίς εγγύηση, ώσπου να εκδοθεί οριστική απόφαση για την ασκηθείσα ανακοπή». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι προϋποθέσεις για τη χορήγηση της αναστολής είναι: α) η εμπρόθεσμη άσκηση της κατ’ αυτής, ανακοπής, η οποία ασκείται με κατάθεση στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται και με επίδοση αντιγράφου αυτής προς τον καθ’ ου στρέφεται εντός δέκα πέντε (15) εργασίμων ημερών από την επομένη της επίδοσης της διαταγής πληρωμής κατ’ άρθρο 632 παρ. 2 ΚΠολΔ, β) πιθανολόγηση της ευδοκίμησης ενός τουλάχιστον λόγου της ασκηθείσας ανακοπής και γ) πιθανολόγηση ότι με την άμεση εκτέλεση της διαταγής πληρωμής δημιουργείται κίνδυνος να υποστεί ο αϊτών βλάβη, προϋπόθεση που εξετάζεται μόνο όταν καταφάσκονται οι λοιπές προϋποθέσεις, της εμπρόθεσμης και νομότυπης άσκησης της ανακοπής και της πιθανολόγησης της ουσιαστικής βασιμότητας ενός τουλάχιστον λόγου της, αφού στην περίπτωση αυτή η βλάβη είναι αυτονόητη, δεδομένου ότι ο καθ’ ου η διαταγή πληρωμής κινδυνεύει να καταβάλει (είτε εκουσίως είτε δι' αναγκαστικής εκτέλεσης) οφειλή, ενώ πιθανολογείται ότι δεν υφίσταται προς τούτο υποχρέωσή του. Επιπλέον, από την ανωτέρω διάταξη του 632 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως αυτή ισχύει, με σαφήνεια συνάγεται ότι αρμόδιο καθ' ύλη δικαστήριο για τη χορήγηση της αναστολής αυτής είναι σε κάθε περίπτωση το δικαστήριο που, κατ’ άρθρο 625 ΚΠολΔ, εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής, ήτοι το Ειρηνοδικείο ή το Μονομελές Πρωτοδικείο.

 

Εν προκειμένω οι αιτούντες ζητούν να ανασταλεί η εκτέλεση της υπ’ αριθ. ./2022 διαταγής πληρωμής του Δικαστού αυτού του Δικαστηρίου, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της με αριθμό κατάθεσης ΓΑ ./2022 ανακοπής τους και του με αρ. καταθ. ./2023 δικογράφου προσθέτων λόγων ανακοπής ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, κατ’ άρθρο 632 παρ. 1 ΚΠολΔ, την οποία άσκησαν νομότυπα και εμπρόθεσμα κατά της άνω διαταγής πληρωμής, δυνάμει της οποίας υποχρεώθηκαν να καταβάλουν, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον για επιδικασθέν κεφάλαιο το ποσό των 2.819.382,97 ευρώ, πλέον τόκων και λοιπών εξόδων, για την περιγραφόμενη στο δικόγραφο απαίτηση, καθόσον εκθέτουν ότι η ως άνω ανακοπή τους θα γίνει δεκτή, ενώ η εκτέλεση της διαταγής πληρωμής θα τους προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη. Επιπλέον αιτούνται όπως καταδικασθεί η καθ’ ής στην δικαστική δαπάνη και αμοιβή του πληρεξουσίου τους δικηγόρου. Η αίτηση αναστολής παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμοδίου (άρθρ. 632 παρ. 3 ΚΠολΔ), και περαιτέρω ελέγχεται παραδεκτή και νόμιμη, στηριζόμενη στην προμνησθείσα διάταξη, απορριπτομένου του ισχυρισμού της καθ' ής περί αοριστίας του εισαγωγικό δικογράφου, καθόσον κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην προπαρατεθείσα νομική σκέψη επί πιθανολόγησης της ουσιαστικής βασιμότητας ενός τουλάχιστον λόγου της ανακοπής, η βλάβη του αιτούντος είναι αυτονόητη, δεδομένου ότι κινδυνεύει να καταβάλει (είτε εκουσίως είτε δι' αναγκαστικής εκτέλεσης) οφειλή, ενώ πιθανολογείται ότι δεν υφίσταται προς τούτο υποχρέωσή του, σε κάθε δε περίπτωση προσδιορίζεται εν προκειμένω με πληρότητα η επείγουσα περίπτωση για την αιτούμενη αναστολή συνιστάμενη στην υλική και οικονομική ζημία που θα υποστούν οι αιτούντες από την εκτέλεση της ανακοπτομένης. Πρέπει επομένως η αίτηση να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν, καθόσον πιθανολογείται ότι η ανακοπή κατ' άρθρ. 632 ΚΠολΔ ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και δη εντός της προβλεπομένης στην διάταξη του άρθρου 632 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας των δεκαπέντε εργασίμων ημερών από την επίδοση της ανακοπτομένης στους αιτούντες η οποία έλαβε χώρα στις 30-9-2022 (σχετική επισημείωση δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Ηρακλείου . επί αντιγράφου της διαταγής πληρωμής) και η ανακοπή επιδόθηκε στην καθής στις 20-10-2022 (σύμφωνα με την με αρ. .γ/20-10-2022 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Ηρακλείου .), ως άλλωστε δεν αμφισβητήθηκε στα πλαίσια της παρούσης δίκης, ενώ νομίμως κι εμπροθέσμως κατ' άρθρ. 585 παρ. 2 εδ. β ΚΠολΔ ασκήθηκε το δικόγραφο των προσθέτων λόγων ανακοπής, που κατατέθηκε στην γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται η ανακοπή και κοινοποιήθηκε στην καθ’ ής στις 30-8-2023 (με αρ. .Ε/30-8-2023 έκθεση επιδόσεως του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή) και δη τουλάχιστον 8 ημέρες πριν από την ορισθείσα μετ’ αναβολή ημέρα συζήτησης της ανακοπής στις 17-11-2023 (περί του ότι για τον υπολογισμό της προθεσμίας καταθέσεως και κοινοποιήσεως του δικογράφου προσθέτων λόγων ανακοπής ως ημέρα συζήτησης νοείται εκείνη κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε και άρχισε η εκδίκασή της βλ. ΟλΑΠ 1235/1982, ανεξάρτητα αν αυτή είναι εκείνη που προσδιορίσθηκε αρχικά ή μετ’ αναβολή ΟλΑΠ 2091/1986). Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, με την σημείωση ότι το παρεπόμενο αίτημα περί επιβολής των δικαστικών εξόδων σε βάρος της καθ' ής, ελέγχεται απορριπτέο ως νόμω αβάσιμο δεδομένου ότι η δικαστική δαπάνη κατ’ άρθρο 84§2 εδ. β' και γ' ν.4194/2013 Κώδικα Δικηγόρων, επιβάλλεται πάντοτε σε βάρος του αιτούντος την αναβολή ή αναστολή εκτέλεσης, ανεξαρτήτως της ευδοκίμησης ή απόρριψης της αίτησης.

 

II. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 Ν. 3156/2003 «1. Ομολογιακό είναι το δάνειο που εκδίδεται από ανώνυμη εταιρεία που εδρεύει στην Ελλάδα (εκδότρια) και διαιρείται σε ομολογίες, οι οποίες αντιπροσωπεύουν δικαιώματα των ομολογιούχων έναντι της εκδότριας κατά τους ορούς του δανείου.... 2. Για την έκδοση του ομολογιακού δανείου αποφασίζει η Γενική Συνέλευση. ... 3. Οι όροι του ομολογιακού δανείου, ιδίως αυτοί που αφορούν το ανώτατο ποσό του δανείου, τη μορφή, την ονομαστική αξία ή τον αριθμό των ομολογιών, τον τρόπο κάλυψης του ομολογιακού δανείου, το επιτόκιο, τον τρόπο προσδιορισμού του, ωφελήματα και εξασφαλίσεις που παρέχονται στους ομολογιούχους, τον ορισμό πληρεξουσίου καταβολών, την οργάνωση των ομολογιούχων σε ομάδα, τον χρόνο αποπληρωμής και εν γενεί εξόφλησης των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις ομολογίες, τη διαδικασία καταγγελίας και την προθεσμία μέσα στην οποία πρέπει να διατεθούν οι ομολογίες καθορίζονται από το όργανο που αποφασίζει την έκδοση του ομολογιακού δανείου....4. Η εκδότρια εκδίδει πρόγραμμα του ομολογιακού δανείου, το οποίο περιέχει τους ορούς του δανείου και δεσμεύει τον ομολογιούχο και κάθε καθολικό ή ειδικό διάδοχό του, καθώς και κάθε τρίτο που έλκει δικαιώματα από τα ανωτέρω πρόσωπα. 5. Αν για το ομολογιακό δάνειο εκδίδονται ενσώματες ομολογίες, η ολική εξόφληση και η άσκηση των δικαιωμάτων των ομολογιούχων γίνεται με την προσκόμιση των τίτλων και των τόκων και των λοιπών ωφελημάτων με την προσκόμιση των τοκομεριδίων η του ειδικού στελέχους, εφόσον υφίστανται, άλλως, με την προσκόμιση του τίτλου της ομολογίας και τη σημείωση της εξόφλησης επί του σώματος. 6. Αν για το ομολογιακό δάνειο εκδίδονται άυλες ομολογίες... 8. Δεν επιτρέπεται η τροποποίηση του δανείου με όρους που είναι δυσμενέστεροι των αρχικών, εκτός εάν η συνέλευση των ομολογιούχων έχει δώσει με απαρτία και πλειοψηφία δύο τρίτων του συνόλου τοι δανείου την έγκρισή της. Η έγκριση αυτή δημοσιεύεται σύμφωνα με το άρθρο 5 του νόμου αυτού...». Κατά το άρθρο 3 του ίδιου νόμου, «1. Η οργάνωση των ομολογιούχων ομολογιακού δανείου σε ομάδα είναι υποχρεωτική σε περίπτωση έκδοσης οποιουδήποτε είδους δανείου με άυλες ομολογίες, σε περίπτωση έκδοσης ομολογιακού δανείου των άρθρων 10 και 11 και σε κάθε περίπτωση έκδοσης ομολογιακού δανείου, που εξασφαλίζεται με εμπράγματες ασφάλειες. Σε κάθε άλλη περίπτωση έκδοσης ομολογιακού δανείου με ενσώματες ομολογίες, η οργάνωση των ομολογιούχων σε ομάδες είναι προαιρετική. Η ομάδα δεν έχει νομική προσωπικότητα. 2. Η ομάδα των ομολογιούχων λαμβάνει αποφάσεις σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στους όρους του δανείου, δεν επιτρέπεται όμως να καθιερώνει άνιση μεταχείριση μεταξύ των ομολογιούχων ή να αποφασίζει τη μετατροπή των ομολογιών σε μετοχές. 3... 4. Η Συνέλευση των ομολογιούχων συγκαλείται οποτεδήποτε από τον εκπρόσωπο των ομολογιούχων ή το Διοικητικό Συμβούλιο ή τον εκκαθαριστή ή το σύνδικο της πτώχευσης της εκδότριας. Οι όροι του δανείου προβλέπουν υποχρεωτικά το ελάχιστο ποσοστό επί του συνολικού ανεξόφλητου υπολοίπου του ομολογιακού δανείου, που πρέπει να συγκεντρώνουν ένας ή περισσότεροι ομολογιούχοι, προκειμένου να μπορούν να ζητήσουν από τον εκπρόσωπο των ομολογιούχων τη σύγκληση της συνέλευσης των ομολογιούχων. Σε κάθε περίπτωση, η πρόσκληση δημοσιεύεται με ευθύνη του συγκαλούντος και αναφέρει τα θέματα της ημερήσιας διάταξης. 5. Αν δεν προβλέπεται διαφορετικά στο νόμο αυτόν ή στους όρους του δανείου, για τη σύγκληση, τη λειτουργία και τη λήψη αποφάσεων της συνέλευσης των ομολογιούχων εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του κ.ν.2190/1920 περί γενικών συνελεύσεων των μετόχων. Τυχόν ακυρότητα της απόφασης της συνέλευσης των ομολογιούχων για οποιονδήποτε λόγο δεν μπορεί να προταθεί μετά πάροδο έξι μηνών από τη λήψη της απόφασης.». Κατά το άρθρο 4 του ίδιου νόμου «1. Σε κάθε περίπτωση οργάνωσης των ομολογιούχων σε ομάδα, ορίζεται υποχρεωτικά από την εκδότρια εκπρόσωπος των ομολογιούχων με έγγραφη σύμβαση.... 4. Ο εκπρόσωπος εκπροσωπεί τους ομολογιούχους έναντι της εκδότριας και των τρίτων και ενεργεί για την προάσπιση των συμφερόντων των ομολογιούχων σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού, τους όρους του δανείου και τις αποφάσεις της συνέλευσης των ομολογιούχων... 6. Ο εκπρόσωπος εκπροσωπεί τους ομολογιούχους δικαστικώς και εξωδίκως. Ειδικώς: (α) Όπου κατά τις κείμενες διατάξεις απαιτείται η εγγραφή του ονόματος του ομολογιούχου, εγγράφεται η επωνυμία του εκπροσώπου των ομολογιούχων και ο ακριβής προσδιορισμός του ομολογιακού δανείου... (β) Ο εκπρόσωπος των ομολογιούχων ασκεί, στο όνομά του, με μνεία της ιδιότητάς του και ότι ενεργεί για λογαριασμό της ομάδας των ομολογιούχων, χωρίς να απαιτείται ειδική εξουσιοδότηση από τη Συνέλευση των 4 ομολογιούχων, εκτός εάν τέτοια ειδική εξουσιοδότηση απαιτείται κατά τους όρους του ομολογιακού δανείου ή της σύμβασης ορισμού του εκπροσώπου, τα κάθε είδους ένδικα μέσα και βοηθήματα, τακτικό και έκτακτα, με τα οποία σκοπείται η παροχή οριστικής ή προσωρινής ένδικης προστασίας, ... 8. Ο εκπρόσωπος εκδίδει τις πάσης φύσεως βεβαιώσεις και πιστοποιητικά, που αφορούν δικαιώματα και υποχρεώσεις από την έκδοση των τίτλων ομολογιών, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 58 του ν. 2533/1997 όπως ισχύει, του άρθρου 51 του ν. 2396/1996 (ΦΕΚ 73 Α'), όπως ισχύει. Σε περίπτωση καταγγελίας του ομολογιακού δανείου ή αν οπωσδήποτε προκύψουν ληξιπρόθεσμες και απαιτητές υποχρεώσεις της εκδότριας από την έκδοση των άυλων τίτλων, οι σχετικές βεβαιώσεις παρέχουν πλήρη απόδειξη κατά της εκδότριας και μπορούν να προσκομισθούν σε κάθε αρμόδιο δικαστήριο ή αρχή κατά την παροχή δικαστικής προστασίας υπέρ των ομολογιούχων...». Κατά το άρθρο 5 του ίδιου νόμου, «1. Οι αποφάσεις της συνέλευσης των ομολογιούχων γνωστοποιούνται στην εκδότρια αμελλητί και με κάθε πρόσφορο τρόπο, με επιμέλεια του εκπροσώπου των ομολογιούχων» (ΑΠ 99/2020 δημοσίευση τράπεζα νομικών πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Κατά τις ήδη ισχύουσες διατάξεις του Ν. 4548/2018 περί αναμόρφωσης του δικαίου των ανωνύμων εταιριών, κατ’ άρθρο 64 παρ. 1. Σε κάθε περίπτωση οργάνωσης των ομολογιούχων σε ομάδα, ορίζεται υποχρεωτικά από την εκδότρια εκπρόσωπος των ομολογιούχων με έγγραφη σύμβαση. 2. Εκπρόσωπος των ομολογιούχων ορίζεται μόνο πιστωτικό ίδρυμα ή εταιρεία συνδεδεμένη κατά την έννοια του άρθρου 32 του ν. 4308/2014 (Α' 251), με πιστωτικό ίδρυμα ή Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις της περ. α' της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 4354/2015 (Α' 176) ή επιχείρηση επενδύσεων ή κεντρικό αποθετήριο τίτλων ή Διαχειριστής Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων (ΔΟΕΕ) κατά την έννοια της υποπερ. αα της περ. β' της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 4209/2013 (Α' 253) ή διαχειριστής εταιρείας επιχειρηματικού κεφαλαίου κατά την έννοια του στοιχείου γ’ του άρθρου 3 του Κανονισμού (ΕΕ) 345/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (Ι_ 115) ή πολυμερής τράπεζα ανάπτυξης από τις αναφερόμενες στο άρθρο 117 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (I 176). Σε περίπτωση που υπάρχει μόνο ένας ομολογιούχος, αυτός μπορεί να ορίζεται ως εκπρόσωπος, ακόμη και αν δεν πληροί τις προϋποθέσεις του προηγούμενου εδαφίου. Η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται και στα ομολογιακά δάνεια του ν. 3156/2003 (Α’ 157). Κατ' άρθρο 65 παρ. 1 ο εκπρόσωπος εκπροσωπεί τους ομολογιούχους έναντι της εκδότριας και των τρίτων και ενεργεί για την προάσπιση των συμφερόντων των ομολογιούχων, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού, τους όρους του δανείου και τις αποφάσεις της συνέλευσης των ομολογιούχων. 2. Επί ομολογιών που τηρούνται σε λογιστική μορφή, ο εκπρόσωπος συνεργάζεται με το κεντρικό αποθετήριο ή τους εγγεγραμμένους διαμεσολαβητές, κατά περίπτωση, για την καταχώριση των ομολογιών στους λογαριασμούς των δικαιούχων τους και την παρακολούθηση των μεταβολών στα πρόσωπα αυτών. 3. Ο εκπρόσωπος εκπροσωπεί τους ομολογιούχους δικαστικώς και εξωδίκως. Ειδικότερα: α) Όπου κατά τις κείμενες διατάξεις απαιτείται η εγγραφή του ονόματος του ομολογιούχου, εγγράφεται η επωνυμία του εκπροσώπου των ομολογιούχων και ο ακριβής προσδιορισμός του ομολογιακού δανείου, με την επιφύλαξη των διατάξεων για την καταχώριση δικαιούχων άυλων ομολογιών και ομολογιών που υπόκεινται σε ακινητοποίηση. β) Ο εκπρόσωπος των ομολογιούχων ασκεί στο όνομά του, με μνεία της ιδιότητάς του και του ότι ενεργεί για λογαριασμό της ομάδας των ομολογιούχων, χωρίς να απαιτείται ειδική εξουσιοδότηση από τη συνέλευση των ομολογιούχων, εκτός αν τέτοια ειδική εξουσιοδότηση απαιτείται κατά τους όρους του ομολογιακού δανείου ή της σύμβασης ορισμού του εκπροσώπου, τα κάθε είδους ένδικα μέσα και βοηθήματα, τακτικά και έκτακτα, με τα οποία σκοπείται η παροχή οριστικής ή προσωρινής ένδικης προστασίας, τις κάθε είδους διαδικαστικές πράξεις και ενέργειες κατά τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, περιλαμβανομένης και της κατάσχεσης, της αναγγελίας και επαλήθευσης των απαιτήσεων των ομολογιούχων σε πλειστηριασμούς, πτωχεύσεις, ειδικές ή δικαστικές εκκαθαρίσεις και τις δίκες που αφορούν την εκτέλεση ή την πτώχευση και κάθε άλλη διαδικασία αναγκαστικής ή συλλογικής εκτέλεσης. ..5. Ο εκπρόσωπος εκδίδει τις πάσης φύσεως βεβαιώσεις και πιστοποιητικά, που αφορούν δικαιώματα και υποχρεώσεις από την έκδοση των τίτλων ομολογιών, με την επιφύλαξη της δυνατότητας έκδοσης βεβαίωσης της ιδιότητας του ομολογιούχου από το κεντρικό αποθετήριο τίτλων ή τον εγγεγραμμένο διαμεσολαβητή επί ομολογιών που τηρούνται σε λογιστική μορφή. Σε περίπτωση καταγγελίας του ομολογιακού δανείου ή αν οπωσδήποτε προκύψουν ληξιπρόθεσμες και απαιτητές υποχρεώσεις της εκδότριας από την έκδοση των τίτλων σε λογιστική μορφή, οι σχετικές βεβαιώσεις παρέχουν πλήρη απόδειξη κατά της εκδότριας και μπορούν να προσκομισθούν σε κάθε αρμόδιο δικαστήριο ή αρχή κατά την παροχή δικαστικής προστασίας υπέρ των ομολογιούχων. 6. Πράξεις του εκπροσώπου των ομολογιούχων, ακόμη και αν διενεργούνται καθ' υπέρβαση της εξουσίας του, δεσμεύουν τους ομολογιούχους και τους ειδικούς και καθολικούς διαδόχους τους έναντι της εκδότριας και των τρίτων, εκτός αν η εκδότρια ή ο τρίτος γνώριζαν την υπέρβαση της εξουσίας.

 

III. Περαιτέρω, η καταγγελία, επιδόμενη με εξώδικη δήλωση, περιέχει δήλωση βουλήσεως (διαπλαστικού χαρακτήρα μονομερή δικαιοπραξία έχουσα ορισμένο λήπτη), όταν προβλέπεται δικαίωμα καταγγελίας εκ του νόμου ή από τη σύμβαση, πρέπει δε αυτή να απευθύνεται και να επιδίδεται σε όλα τα πρόσωπα στα οποία αφορά (ΜονΕφΠειρ 231/2016, δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, η καταγγελία της συμβάσεως είναι το διαπλαστικό δικαίωμα του δικαιούχου, που ασκείται με μονομερή πράξη/δήλωσή του που απευθύνεται προς τον αντισυμβαλλόμενο, έχει δε ως σκοπό τη λύση μιας διαρκούς ενοχικής σχέσεως για κάποιο νόμιμο λόγο. Περαιτέρω, η καταγγελία ενεργεί ex nunc (για το μέλλον) και όσο υφίσταται και λειτουργεί μια σύμβαση, παράγει έννομα αποτελέσματα μέχρι να καταγγελθεί. Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623 και 624 ΚΠολΔ προκύπτει ότι μεταξύ των ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων, με τη συνδρομή ή μη των οποίων μπορεί να εκδοθεί διαταγή πληρωμής, είναι αφενός, η ύπαρξη χρηματικής απαίτησης του αιτούντος από ορισμένη έννομη σχέση και, αφετέρου, η απαίτηση αυτή καθώς και το ποσό της να αποδεικνύεται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Εάν η απαίτηση ή το ποσόν της δεν αποδεικνύεται εγγράφως, ο Δικαστής οφείλει, κατ' άρθρο 628 ΚΠολΔ, να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής, εάν δε παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋποθέσεως εκδοθεί διαταγή πληρωμής, τότε αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη, κατά τα άρθρα, 632 και 633 ΚΠολΔ. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής για το λόγο αυτόν απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξαρτήτως της ύπαρξης και της δυνατότητας απόδειξης της απαίτησης με άλλα αποδεικτικά μέσα (ΕφΘεσσαλ 1317/2020, ΕφΘεσσαλ 110/2008, δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Η καταγγελία, ως μονομερής δικαιοπρακτική δήλωση βουλήσεως, η οποία απευθύνεται σε ορισμένο πρόσωπο, μπορεί να γίνει και από πληρεξούσιο, οπότε έχει εφαρμογή και η διάταξη του άρθρου 226 ΑΚ κατά το οποίο, μονομερής δικαιοπραξία που επιχειρείται προς άλλον χωρίς επίδειξη του πληρεξουσίου εγγράφου είναι άκυρη αν αυτός προς τον οποίο γίνεται την αποκρούσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Από την τελευταία αυτή διάταξη, προκύπτει ότι εκείνος προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση δια της οποίας συντελείται μονομερής δικαιοπραξία ή οιονεί δικαιοπραξία εκ μέρους προσώπου που φέρεται ως αντιπρόσωπος άλλου, μπορεί, εφόσον δεν του επιδεικνύεται πληρεξούσιο έγγραφο, να την αποκρούσει, για τον λόγο αυτό, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Στην περίπτωση αυτή, δηλαδή της απόκρουσης της δήλωσης χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, η επιχειρούμενη πράξη είναι άκυρη. Η ακυρότητα είναι απόλυτη, δεν θεραπεύεται με μεταγενέστερη έγκριση και επέρχεται ανεξάρτητα από το αν ο φερόμενος ως πληρεξούσιος είχε ή όχι την πληρεξουσιότητα, για να επέλθουν δε τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα της πράξεως και μάλιστα ex nunc πρέπει αυτή να επιχειρηθεί εκ νέου εγκύρως. Το πρόσωπο εξάλλου προς το οποίο απευθύνεται η δήλωση την αποκρούει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση αν ενεργήσει εντός των χρονικών ορίων που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και τις περιστάσεις. Σε περίπτωση που το ως άνω πρόσωπο δεν πράξει τούτο, δηλαδή δεν ενεργήσει εντός των ως άνω χρονικών ορίων, η μονομερής δικαιοπραξία που επιχειρείται προς άλλο χωρίς επίδειξη του πληρεξουσίου είναι ισχυρή, αν υπάρχει πληρεξουσιότητα ή επακολούθησε έγκριση. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των άρθρων 216 και 217 ΑΚ, η εξουσία για αντιπροσώπευση δίνεται με πληρεξουσιότητα προς τον εξουσιοδοτούμενο, που υποβάλλεται στον τύπο τον απαιτούμενο για τη δικαιοπραξία στην οποία αφορά. Επί νομικών προσώπων την πληρεξουσιότητα δίνει εκείνος που για κάθε συγκεκριμένη δικαιοπραξία έχει το δικαίωμα εκπροσωπήσεώς του (ΑΠ 139/2016, δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Από τις ανωτέρω δε σκέψεις συνάγεται ότι, όταν η καταγγελία από τον πληρεξούσιο έγινε εγγράφως, πρέπει αυτός να επιδείξει το πληρεξούσιο έγγραφο, γιατί διαφορετικά έχει το δικαίωμα αυτός προς τον οποίο γίνεται να την αποκρούσει χωρίς υπαίτια βραδύτητα, οπότε επέρχεται ακυρότητα, και μάλιστα ανεξάρτητα αν υπήρχε πράγματι πληρεξουσιότητα ή αν εγκρίθηκε η καταγγελία. Αντίθετα, αν δεν εναντιωθεί αυτός προς τον οποίο γίνεται, το κύρος της καταγγελίας, που βαρύνεται να αποδείξει ο καταγγέλλων ότι έγινε από αντιπρόσωπό του, θα εξαρτηθεί από την ύπαρξη ή μη του πληρεξουσίου εγγράφου ή της έγκρισης εκ μέρους του (καταγγέλλοντας), η οποία πρέπει να γίνει μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, είτε με την προσκόμιση συμβολαιογραφικού ή άλλου εγγράφου είτε με δήλωση του παριστάμενου διαδίκου που καταχωρίζεται στα πρακτικά, διαφορετικά η καταγγελία είναι άκυρη (ΑΠ 139/2016, ΕφΔυτ Μακεδονίας 3/2019, ΜΠρΝαυπλίου 465/2023, δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).

 

Οι αιτούντες - ανακόπτοντες ισχυρίζονται με τον πρώτο λόγο του δικογράφου της ανακοπής τους ότι η απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής δεν είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη, καθόσον οι συμμετέχοντες στην συνέλευση ομολογιούχων της 27-9-2019, στα πλαίσια της οποίας διαπιστώνεται η ύπαρξη ληξιπρόθεσμων οφειλών της πρώτης αυτών - πρωτοφειλέτιδος εκδότριας των ομολογιών εταιρίας και αποφασίσθηκε η καταγγελία του ομολογιακού δανείου και δη οι . και . δεν είχαν την εξουσία να αποφασίσουν την καταγγελία της συμβάσεως ούτε ως όργανα, ούτε ως πληρεξούσιοι του ομολογιούχου δανειστή. Ότι έως την 21-10-2021 οπότε τους επιδόθηκε η από 18-10-2021 εξώδικη δήλωση - γνωστοποίηση- πρόσκληση της αντιδίκου τους, δεν είχαν λάβει γνώση της βούλησής της περί καταγγελίας της συμβάσεως, ενώ από το περιεχόμενο της εξώδικης δήλωσης δεν καθίσταται σαφές εάν η καταγγελία έλαβε χώρα με την από 18-10-2021 εξώδικη δήλωση της αντιδίκου τους, άλλως εάν με την ανωτέρω γνωστοποίηση της από 27-9-2019 απόφασης της ομολογιούχου για καταγγελία καλούνται απλώς να καταβάλουν χρεωστικά υπόλοιπα του λογαριασμού, δεδομένου ότι κατ' άρθρ. 21 του προγράμματος ομολογιακού δανείου εφόσον υπάρχει λόγος καταγγελίας της συμβάσεως η αντίδικος δικαιούται και δεν υποχρεούται να καταγγείλει την σύμβαση, η οικεία δε ασάφεια περί του αν έλαβε χώρα ή όχι η καταγγελία της συμβάσεως καθιστά άκυρη την φερόμενη καταγγελία. Περαιτέρω εκθέτουν ότι την από 18-10-2021 εξώδικη δήλωση της αντιδίκου τους υπογράφει πληρεξούσιος δικηγόρος, ο οποίος δεν είχε την ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα να καταγγείλει το πρόγραμμα δανείου, την έλλειψη δε αυτής της ειδικής πληρεξουσιότητας προέβαλαν άμεσα με την από 26-10-2021 εξώδικη επιστολή τους προς την αντίδικο, επιδοθείσα σε εκείνη την 1-11-2021 με την οποία αρνήθηκαν το κύρος της καταγγελίας, ως άλλωστε συνομολογείται- κατά τους ισχυρισμούς τους- από την τελευταία η οποία επανήλθε με τη από 16-6-2022 εξώδικη απάντηση και επανάληψη γνωστοποίησης καταγγελίας - πρόσκλησης υπογεγραμμένη από τον ίδιο ως ανωτέρω δικηγόρο, το κύρος της οποίας οι αιτούντες- ανακόπτοντες αμφισβήτησαν εκ νέου με την από 20-6-2022 εξώδικη επιστολή τους επικαλούμενοι εκ νέου έλλειψη ειδικής πληρεξουσιότητας για καταγγελία της συμβάσεως, με περαιτέρω συνέπεια λόγω της ακυρότητας της καταγγελίας, η επίμαχη οφειλή να μην καταστεί ληξιπρόθεσμη και απαιτητή έναντι της πιστούχου και των εγγυητών. Ο ερευνώμενος ισχυρισμός κατά το σκέλος που αφορά στην έλλειψη εξουσίας αντιπροσώπευσης των φερομένων ως εκπροσώπων των ομολογιούχων δανειστών κατά την σύνταξη του πρακτικού γενικής συνέλευσης ομολογιούχων δανειστών της 27-9-2019, επί της ουσίας βάλλει κατά της από 27-9-2019 απόφασης της συνέλευσης των ομολογιούχων δανειστών, η οποία ωστόσο δεν πιθανολογείται ότι έχει προσβληθεί εντός προθεσμίας έξι μηνών από την λήψη της οικείας αποφάσεως. Ως εκ των ανωτέρω και λαμβάνοντας υπόψιν ότι κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο II νομική σκέψη η τυχόν ακυρότητα της απόφασης της συνέλευσης των ομολογιούχων κατ’ άρθρ. 63 παρ. 6 Ν. 4548/2018, δεν μπορεί να προταθεί μετά πάροδο έξι (6) μηνών από τη λήψη της απόφασης, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός πιθανολογείται απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος. Κατά το σκέλος που ερείδεται στην ακυρότητα της καταγγελίας τόσο λόγω μη επίδοσης σαφούς δηλώσεως της δικαιούχου, όσο και ότι δεν δεν επιδείχθηκε έγγραφο με το οποίο δίδεται πληρεξουσιότητα στον δικηγόρο που εκπροσώπησε την δικαιούχο του οικείου δικαιώματος, να προβεί στην γνωστοποίηση της απόφασης καταγγελίας της δανειακής συμβάσεως, την οποία έλλειψη πληρεξουσιότητας αμφισβήτησαν εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος και χωρίς υπαίτια καθυστέρηση οι αιτούντες, ο οικείος ισχυρισμός ελέγχεται αρκούντως ορισμένος και νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 226, 232, 233 ΑΚ, 623, 624§1 και 626 ΚΠολΔ και θα ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά του.

 

Από το σύνολο των προσκομιζομένων μετ' επικλήσεως εγγράφων πιθανολογούνται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η Γενική Συνέλευση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΓΕΝΙΚΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», πρώτης αιτούσης, στη συνεδρίαση της 15-6-2015, αποφάσισε να εκδώσει κοινό ομολογιακό δάνειο, με ενσώματες ομολογίες, ύψους 2.270.000 ευρώ, εξουσιοδότησε δε το ΔΣ αυτής, να καθορίσει τους λοιπούς όρους του δανείου και να εξειδικεύσει όλους τους όρους του. Ακολούθως, το ΔΣ της άνω εταιρείας, κατά την από 15-6-2015 συνεδρίασή του και στο πλαίσιο της ανωτέρω εντολής και εξουσιοδότησης αυτού από τη ΓΣ, προέβη σε καθορισμό, εξειδίκευση και οριστικοποίηση των όρων του ομολογιακού δανείου, στην επιλογή των ομολογιούχων δανειστών στους οποίους θα διέθετε το ομολογιακό δάνειο, το οποίο είναι εμπραγμάτως εξασφαλισμένο και έλαβε χώρα για την αναχρηματοδότηση υφιστάμενου τραπεζικού δανεισμού στην Τράπεζα Πειραιώς ΑΕ και στον διορισμό της εταιρείας με την επωνυμία «Τράπεζα Πειραιώς ΑΕ» ως εκπροσώπου των ομολογιούχων δανειστών και διοργανώτριας του δανείου. Την 19η.6.2015, η τελευταία (τραπεζική εταιρεία) και η εκδότρια του ομολογιακού δανείου εταιρεία πρώτη αιτούσα προέβησαν στην κατάρτιση της σχετικής συμβάσεως κάλυψης του ανωτέρω κοινού ομολογιακού δανείου, διορισμού πληρεξουσίου καταβολών και εκπροσώπου των ομολογιούχων, την οποία υπέγραψαν ως εγγυητές οι δεύτερος και τρίτος των αιτούντων. Στο άρθρο 1 της συμβάσεως γίνεται αναφορά στην ληφθείσα σε έκτακτη γενική συνέλευση κατά την 15η.6.2015 απόφαση της ανωτέρω εταιρείας, περί εκδόσεως ομολογιακού δανείου ύψους 2.270.000,00 ευρώ και περαιτέρω, στον καθορισμό των όρων αυτού από την εν λόγω ΓΣ, σε συνδυασμό με την από 15.6.2015 απόφαση του ΔΣ της εταιρείας, όροι που, ως παράρτημα, κατά το ίδιο ν άρθρο της συμβάσεως, επισυνάφθηκαν σ' αυτήν. Κατά την οικεία σύμβαση η εκδότρια εταιρεία εξέδωσε τον τίτλο των ομολογιών του δανείου και συγκεκριμένα, έναν τίτλο με Α/Α 1 αποτελούμενο από 2.270.000 ονομαστικές ομολογίες, ονομαστικής αξίας ποσού ενός ευρώ εκάστης εκδοθείσες από την εκδότρια στο άρτιο, με ημερομηνία έναρξης την 26-6-2015 και λήξης την δέκατη επέτειο από την ημερομηνία έναρξης και δη την 26-6-2025, διατεθείσες υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις της σύμβασης μέσω του εκπροσώπου στους αρχικούς ομολογιούχους. Ειδικότερα κατ’ άρθρ. 18 της ανωτέρω σύμβασης η Τράπεζα Πειραιώς ΑΕ ορίσθηκε διοργανώτρια του δανείου και εκπρόσωπος των ομολογιούχων δανειστών, ενώ σύμφωνα με τον όρο 8.1 η εκδότρια όφειλε να αποπληρώσει το κεφάλαιο του δανείου με εξαμηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, η πρώτη δε αυτών καταβλητέα στις 26-6-2018, και κάθε μία από τις επόμενες την ίδια ημερομηνία μετά την πάροδο εξαμήνου με τελική ημερομηνία εξόφλησης την ημερομηνίας λήξης του δανείου και δη την 26-6-2025, οι πρώτες 16 δόσεις ποσού 100.000 ευρώ εκάστη αυτών, η δε 17η ποσού 670.000 ευρώ. Συμφωνήθηκε ακόμη ότι από την ημερομηνία έναρξης μέχρι την ημερομηνία λήξης ή προπληρωμής το ανεξόφλητο κεφάλαιο κάθε ομολογίας θα απέφερε συμβατικό τόκο ως ειδικότερα ορίζεται, ενώ κατά τον όρο 21.1 συμφωνήθηκε ρητώς ότι εάν επέλθει οποιοδήποτε από τα ρητώς οριζόμενα στην σύμβαση (όρος 21.3) γεγονότα καταγγελίας, τότε η εκπρόσωπος των ομολογιούχων δικαιούτο να καταγγείλει εγγράφως για λογαριασμό όλων των ομολογιούχων το δάνειο, οπότε το σύνολο της οφειλής καθίσταται αμέσως ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και είναι τοκοφόρο μέχρι την ημερομηνία πραγματικής αποπληρωμής. Η εκταμίευση του συνολικού ποσού του δανείου έγινε εφάπαξ την 26-6-2015 οπότε η εκδότρια εκταμίευσε το ποσό των 2.270.000 ευρώ στον με κωδικό δανείου ... λογαριασμό που τηρήθηκε στα πλαίσια εξυπηρέτησης της σύμβασης αυτής και παρέδωσε τον συμφωνηθέντα ονομαστικό τίτλο αποτελούμενο από 2.270.0000 ονομαστικές ομολογίες αξίας ποσού ευρώ 1 εκάστης αυτών στην Τράπεζα Πειραιώς ΑΕ ως εκπρόσωπο των ομολογιούχων δανειστών, η οποία ταυτόχρονα κάλυψε το ποσό των ομολογιών στο σύνολό τους ως αρχική Ομολογιούχος Δανείστρια. Ακολούθως καταρτίσθηκε η από 4-5-2017 πράξη τροποποίησης του από 19-6-2015 προγράμματος έκδοσης κοινού ομολογιακού δανείου, το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο με την αρχική σύμβαση, με το οποίο αφού αναγνωρίσθηκε από τους νυν αιτούντες ότι το ανεξόφλητο υπόλοιπο κεφαλαίου του δανείου ανερχόταν στις 4-5-2017 στο ποσό των 2.270.000 ευρώ, συμφωνήθηκε η τροποποίηση του προγράμματος αποπληρωμής και δη συμφωνήθηκε ότι το πρόγραμμα θα εξοφλείτο σε 15 εξαμηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις εκ των οποίων οι 14 πρώτες ποσού 100.000 ευρώ έκαστη αυτών, η δε 15η ανερχόμενη σε 870.000 ευρώ, η πρώτη δόση συμφωνήθηκε καταβλητέα στις 26-6-2018 και κάθε μία από τις επόμενες την ίδια ημερομηνία μετά την πάροδο εξαμήνου με τελική ημερομηνία εξόφλησης την ημερομηνία λήξης του δανείου, και δη την 26-6-2025, ενώ συμφωνήθηκε η έκδοση νέου τίτλου με Α/Α τίτλου 1 αποτελούμενο από 2.270.000 ονομαστικές ομολογίες σε αντικατάσταση του παλαιού τίτλου. Για την εξυπηρέτηση της συμβάσεως τηρήθηκαν οι με κωδικό δανείου ., . και . λογαριασμοί δανείου το περιεχόμενο των οποίων αποτελεί πλήρη απόδειξη σύμφωνα με τον όρο 15 της σύμβασης εκδόσεως ομολογιακού δανείου. Πιθανολογείται περαιτέρω ότι με την από 12-9-2019 σύμβαση η Τράπεζα Πειραιώς ΑΕ μεταβίβασε λόγω πώλησης στην αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «Piraeus SNF Designated Activity Company», στο πλαίσιο τιτλοποίησης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 3156/2003, όλες τις αξιώσεις της από την δανειακή σύμβαση που είχε συνάψει με την πρώτη των αιτούντων εταιρεία, η οποία έτσι κατέστη μοναδική ομολογιούχος του δανείου. Η ανωτέρω σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων καταχωρίσθηκε στις 16-9- 2019 σε περίληψη στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 που τηρείται στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών στον τόμο . και με αύξοντα αριθμό καταχώρισης ., με αρ. πρωτ. ./16-9-2019 και κατόπιν οι διορθωτικές δημοσιεύσεις με αρ. πρωτ. ./1-10-2019 και ./4-11-2019 καταχωρίσθηκαν στον ίδιο τόμο με αρ. . και . αντίστοιχα, η ένδικη δανειακή σύμβαση έχει λάβει τους ειδικούς αριθμούς καταχώρισης ., . και .. Επί μη συμμορφώσεως των οφειλετών στην τήρηση των συμφωνηθέντων, δυνάμει του από 27-9-2019 πρακτικού της συνέλευσης των ομολογιούχων δανειστών του ομολογιακού Δανείου στο οποίο μετείχαν οι κατά τον οικείο χρόνο εξουσιοδοτημένοι προς τούτο υπάλληλοι της μοναδικής Ομολογιούχου Δανείστριας αποφασίσθηκε η καταγγελία της ανωτέρω σύμβασης - προγράμματος και της πρόσθετης πράξης που την συνοδεύει, λόγω μη εμπρόθεσμης εξόφλησης των οφειλομένων, καθώς και λόγω του ότι διαπιστώθηκε η επί τω χείρω μεταβολή της οικονομικής κατάστασης της εκδότριας εταιρίας, αποδεικνυόμενη από την εμφανή αδυναμία αποπληρωμής των οφειλών της και από το γεγονός ότι το ύψος των ληξιπρόθεσμων οφειλών της προερχόμενο από τόκους κεφαλαίου από την 26-12-2017 έως την 27-9-2019 και από δόσεις κεφαλαίου από 26-6-2018 έως και την 27-9-2019 παρέμεινε ληξιπρόθεσμο και απαιτητό. Πιθανολογείται άλλωστε ότι στην καταγγελία της σύμβασης συνέπραξαν υπάλληλοι της ομολογιούχου δανείστριας, οι οποίοι ενεργούσαν ως άμεσοι αντιπρόσωποί της, καθώς τους είχε ανατεθεί ο κύκλος των εργασιών, που αφορούσε την παρακολούθηση του προγράμματος δανείου. Κατά συνέπεια, η καταγγελία ήταν έγκυρη καθόσον έγινε από άτομα, που ενήργησαν στο όνομα και για λογαριασμό της δικαιούχου με την ανάθεση των ως άνω καθηκόντων, στα οποία περιλαμβανόταν και η καταγγελία της σύμβασης που δεν εξυπηρετείτο, παρέχοντας με τον τρόπο αυτό τη σχετική άτυπη και πάγια εξουσιοδότησή της, χωρίς να είναι αναγκαίο να είναι εφοδιασμένοι με έγγραφη πληρεξουσιότητα λόγω του άτυπου χαρακτήρα της μονομερούς δικαιοπραξίας της καταγγελίας (άρθρα 157, 158 ΑΚ, σχετ. ΑΠ 443/2018, ΑΠ 704/2010, ΕΑ 147/2022, δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα με το από 27-9-2019 πρακτικό της συνέλευσης των ομολογιούχων, το δάνειο παρουσίαζε κατά την ημερομηνία αυτή συνολικό υπόλοιπο ποσού 2.439.676,86 ευρώ, ως ειδικότερα αναλύεται σε κεφάλαιο ομολογιών και ληξιπρόθεσμους τόκους. Η προαναφερόμενη απόφαση περί καταγγελίας του ομολογιακού δανείου έλαβε χώρα σε εκτέλεση ρητής συμβατικής πρόβλεψης και δη των όρων 21.1, 21.2 και 21.3 της σύμβασης δανείου που προβλέπει για την καταγγελία και στους οποίους ειδικότερα ορίζεται ότι, οι ομολογιούχοι έχουν το δικαίωμα να καταγγείλουν το δάνειο προ της λήξεως του, στις περιπτώσεις μεταξύ των οποίων (α) ο εκδότης καθυστερήσει την εξόφληση ομολογίας ή οποιοσδήποτε άλλης οφειλής από την ομολογία και δη εάν οποιοδήποτε ποσό του χρέους δεν καταβληθεί εμπροθέσμως, προσηκόντως και ολοσχερώς στον εκπρόσωπο για λογαριασμό των ομολογιούχων και η μη καταβολή συνεχισθεί επί πέντε ημερολογιακές ημέρες από την προβλεπόμενη ημερομηνία πληρωμής και (στ) εάν επέλθει ουσιαστική προς το χειρότερο μεταβολή στην οικονομική γενικά κατάσταση του εκδότη ή/και του εγγυητή. Κατά τον όρο 21.2 της συμβάσεως εάν επέλθει οποιοδήποτε γεγονός καταγγελίας, ο εκπρόσωπος των ομολογιούχων μετά από απόφαση της συνέλευσης των ομολογιούχων θα καταγγείλει για λογαριασμό όλων των ομολογιούχων εγγράφως το δάνειο, στην περίπτωση δε αυτή το σύνολο του χρέους θα καθίσταται αμέσως ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, θα είναι τοκοφόρο μέχρι την αποπληρωμή του. Περαιτέρω, με τον όρο 22 αυτού προβλέφθηκε σε περίπτωση που η συνέλευση των ομολογιούχων αποφασίσει την καταγγελία του δανείου, ο εκπρόσωπος των ομολογιούχων ενεργώντας για λογαριασμό των ομολογιούχων θα επιδίδει στον εκδότη σχετική εξώδικη καταγγελία του δανείου και θα τον καλεί να καταβάλλει στον εκπρόσωπο για λογαριασμό των ομολογιούχων κάθε οφειλόμενο συνεπεία της καταγγελίας ποσό. Ακολούθως δυνάμει της υπ' αρ. πρωτ. ./30-12-2020 αποφάσεως του τμήματος Ασφαλιστικών ΑΕ και Χρηματοδοτικών Ιδρυμάτων της Διεύθυνσης Εταιρειών της Γενικής Διεύθυνσης Αγοράς της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, εγκρίθηκε η διάσπαση δια απόσχισης κλάδου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «Τράπεζα Πειραιώς ΑΕ» με την σύσταση νέας εταιρίας πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «Τράπεζα Πειραιώς Ανώνυμος Εταιρεία», η επωφελούμενη, συνεπεία δε αυτής η επωφελούμενη υποκαταστάθηκε δυνάμει καθολικής διαδοχής κατ' εφαρμογή του νόμου στο σύνολο των περιουσιακών στοιχείων και εννόμων σχέσεων της διασπώμενης σε σχέση με τον κλάδο της τραπεζικής της δραστηριότητας, μεταξύ των οποίων και στα εν γένει δικαιώματα που απορρέουν από την ένδικη σύμβαση ομολογιακού δανείου και δη από την ημερομηνία της διάσπασης και δη την 30-12-2020 στην θέση της διασπώμενης, ως προς την ιδιότητά της ως Διοργανώτριας του Δανείου και Εκπροσώπου των Ομολογιούχων Δανειστών υποκαταστάθηκε η επωφελούμενη και ήδη καθ 'ής η αίτηση ανώνυμη εταιρία. Εν συνεχεία στις 10-3-2021 η αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία «Piraeus SNF Designated Activity Company» προέβη σε επανεκχώρηση - αναμεταβίβαση προς την επωφελούμενη ως άνω εταιρεία μέρους των μεταβιβασθεισών προς αυτήν δυνάμει και σε εκτέλεση της αρχικής από 12-9-2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι απαιτήσεις από την ένδικη σύμβαση, νομίμως καταχωρισθείσης της οικείας συμβάσεως στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών στον τόμο . και με αρ. ., αρ. πρωτ. ./10-3-2021, σύμφωνα με το προσκομιζόμενο απόσπασμα εκ του παραρτήματος στο οποίο η σύμβαση ομολογιακού δανείου έχει λάβει Α/Α ., ενώ εν συνεχεία δυνάμει της από 16-3-2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων η επωφελούμενη μεταβίβασε προς την αλλοδαπή εταιρία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «Sunrise I NPL Finance DAC», χαρτοφυλάκιο απαιτήσεων από χορηγήσεις δανείων μεταξύ δε αυτών και τις έννομες σχέσεις εκ της ένδικης σύμβασης ομολογιακού δανείου, η οικείο σύμβαση δημοσιεύθηκε στις 17-3-2021 σε περίληψη στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αρ. πρωτ. ./17-3-2021 στον τόμο 12 και με α.α. 52 κατά τους όρους του Ν. 3156/2003, κατ' άρθρ. 10 η οικεία καταχώριση επέχει θέση αναγγελίας της εκχώρησης προς του οφειλέτες. Η μεταβίβαση αυτή προκύπτει και από το απόσπασμα παραρτήματος με αρ. πρωτ. ./17-3-2021, στο οποίο η σύμβαση ομολογιακού δανείου έχει λάβει αριθμό 1.076. Ακολούθως με την από 11-6-2021 σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, που καταρτίστηκε σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 παρ. 14 και 16 του Ν. 3156/2003, η ειδική διάδοχος ανέθεσε στην εταιρεία με την επωνυμία «Intrum Hellas ανώνυμη εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις» τη διαχείριση των απαιτήσεων που απέκτησε από την ένδικη δανειακή σύμβαση, περίληψη της ως άνω σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων καταχωρήθηκε στις 11-6-2021 στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμ. πρωτ. ./11-6-2021, στον τόμο . με αύξοντα αριθμό .. Πιθανολογείται περαιτέρω ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στις σελίδες 12 και 13 αυτής εκδόθηκε επί καταγγελίας της σύμβασης δανείου, η οποία ως αναφέρεται στην προσβαλλομένη έλαβε χώρα στις 27-9-2019 υπό τους όρους της σύμβασης ομολογιακού δανείου. Ειδικότερα αναφέρεται ότι παρά τις σχετικές οχλήσεις οι οφειλέτες δεν προέβησαν στην εξόφληση των ληξιπρόθεσμων οφειλών τους και με την από 18-10-2021 εξώδικη δήλωση - γνωστοποίηση - πρόσκληση της «Τράπεζας Πειραιώς Ανώνυμος Εταιρεία», (ως καθολικής διαδόχου της Τράπεζας Πειραιώς ΑΕ και δη και ως προς την ιδιότητα της διοργανώτριας του δανείου κι εκπροσώπου των ομολογιούχων δανειστών), η οποία τους κοινοποιήθηκε στις 20-10-2021, τους γνωστοποιήθηκε η δυνάμει του από 27-9-2019 πρακτικού της συνέλευσης των ομολογιούχων δανειστών καταγγελία της σύμβασης- προγράμματος ομολογιακού δανείου. Πιθανολογείται σχετικά κατά τα προεκτεθέντα ότι στις 27-9-2019 συνεδρίασε η γενική συνέλευση των ομολογιούχων δανειστών οπότε και συνετάγη το ιδίας ημεροχρονολογίας πρακτικό συνέλευσης, κατά το περιεχόμενο του οποίου η πρόεδρος ανάφερε στους ομολογιούχους ότι υπάρχει ουσιαστική προς το χειρότερο μεταβολή της οικονομικής κατάστασης της εκδότριας, κατάσταση η οποία αποδεικνύεται από το γεγονός ότι υπάρχη εμφανής αδυναμία αποπληρωμής των οφειλών της και το ύψος των ληξιπρόθεσμων οφειλών της εκδότριας καθώς και τόκοι κεφαλαίου από την 26-12-2017 μέχρι την ανωτέρω ημερομηνία και οι δόσεις κεφαλαίου από την 26-6-2018 έως την ανωτέρω ημερομηνία παραμένουν ληξιπρόθεσμοι και απαιτητοί και κατόπιν των ανωτέρω κατά τα οριζόμενα στην παρ. 21.1 του Προγράμματος εισηγήθηκε στην μοναδική ομολογιούχο δανείστρια την καταγγελία του ομολογιακού δανείου ανερχόμενο στις 27-9-2019 στο ποσό των 2.439.676,86 ευρώ ως ειδικότερα αναλύεται. Περαιτέρω δε η δανείστρια λαμβάνοντας υπόψιν ότι συνέτρεχαν κατά τον ανωτέρω χρόνο γεγονότα καταγγελίας του προγράμματος ομολογιακού δανείου συμφώνησε στην καταγγελία του προγράμματος του δανείου και στην λήψη κάθε δικαστικού μέτρου για την είσπραξη των απαιτήσεών της αυτό. Καθόσον δε η δανειολήπτρια παρέμεινε ασυνεπής στις υποχρεώσεις της εκ της συμβάσεως, η καθ ής υπό την ιδιότητά της ως εκπρόσωπος των ομολογιούχων απηύθυνε στην πρώτη αιτούσα και τους δεύτερο και τρίτο εγγυητές την από 18-10-2021 εξώδικη δήλωση - γνωστοποίηση - πρόσκληση, επιδοθείσα σε αυτούς στις 20-10-2021 (με αρ. ...Β/20-10-2021 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Ηρακλείου ...) με την οποία τους δήλωσε ότι λόγω μη εμπρόθεσμης εξόφλησης των εκ της σύμβασης οφειλομένων διαπιστώθηκε η επί τα χείρω μεταβολή της οικονομικής κατάστασης της εκδότριας αποδεικνυόμενη από την εμφανή αδυναμία πληρωμής των οφειλών της το ύψος των οποίων ανερχόταν στις 27-9-2019 στο ποσό των 2.439.676,86 ευρώ, ότι δυνάμει του από 27-9-2019 πρακτικού της συνέλευσης των ομολογιούχων δανειστών, η εκπρόσωπος των ομολογιούχων κατήγγειλε στις 27-9-2019 την ανωτέρω σύμβαση πρόγραμμα (σελ. 13 της εξώδικης δήλωσης) και ήδη τους καλούσε να καταβάλουν άμεσα τα οφειλόμενα τα οποία μετά το κλείσιμο των λογαριασμών έχουν μεταφερθεί κατά ρητή συμβατική πρόβλεψη σε λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης. Η εξώδικη δήλωση της καθ’ ης η αίτηση υπογράφεται από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, συγκοινοποιήθηκε δε η από 17-8-2021 εξουσιοδότηση προς αυτόν κατά το περιεχόμενο της οποίας παρέχεται προς αυτόν η ειδική ρητή εντολή και πληρεξουσιότητα να προβεί σε σύνταξη, υπογραφή και κοινοποίηση προς την οφειλέτιδα εταιρία και τους εγγυητές της ανωτέρω εξώδικης δήλωσης- γνωστοποίησης - πρόσκλησης για λογαριασμό της εκπροσώπου των ομολογιούχων δανειστών του ομολογιακού δανείου. Οι αιτούντες παρέλαβαν ανεπιφύλακτα στις 20- 10-2021 την ανωτέρω εξώδικη δήλωση της αντιδίκου τους, ωστόσο της απηύθυναν την από 26-10-2021, επιδοθείσα σε εκείνη την 1-11-2021 (με αρ. .Γ/1-11-2021 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Ηρακλείου .) εξώδικη απάντηση - πρόσκληση- δήλωσή τους με την οποία διαμαρτύρονται ότι ουδέποτε τους κοινοποιήθηκε καταγγελία της συμβάσεως είτε την 27-9-2019 είτε οποτεδήποτε άλλοτε, ότι γνώση αυτής έλαβαν το πρώτον στις 20-10-2021 με την εξώδικη επιστολή της αντιδίκου, η οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί ως καταγγελία της συμβάσεως, πλέον δε τούτου ότι ο υπογράφων αυτήν πληρεξούσιος δικηγόρος της αντιδίκου τους δεν είχε την ειδική εντολή να προβεί στην καταγγελία της σύμβασης και συνακόλουθα δεν οφείλεται από τους ίδιους το σύνολο της οφειλής από το δάνειο. Πράγματι πιθανολογείται ότι σε χρόνο πρωθύστερο της επίδοσης της από 18-10-2021 εξώδικης δήλωσης προς τους αιτούντες δεν τους είχε επιδοθεί αντίγραφο του πρακτικού της συνελεύσεως των ομολογιούχων δανειστών και συνακόλουθα το γεγονός της καταγγελίας της συμβάσεως τους κοινοποιήθηκε το πρώτον με την ανωτέρω εξώδικη επιστολή της αντιδίκου τους, καθολικής διαδόχου της εκπροσώπου των ομολογιούχων δανειστών. Ειδικότερα η καθ 'ής η αίτηση με την προαναφερόμενη εξώδικη επιστολή της δεν γνωστοποίησε μόνο το κλείσιμο των λογαριασμών από 27-9-2019 της επίδικης δανειακής σύμβασης, αλλά διαλαμβάνει σαφή αναφορά στην καταγγελία της συμβάσεως καθώς στην σελ. 13 αναφέρεται ότι δυνάμει του από 27-9-2019 πρακτικού της συνέλευσης των ομολογιούχων δανειστών η εκπρόσωπος των ομολογιούχων κατήγγειλε στις 27-9-2019 την ανωτέρω σύμβαση - πρόγραμμα καθόσον διαπιστώθηκε η εμφανής αδυναμία αποπληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών των αντιδίκων της. Συνακόλουθα από την ανωτέρω εξώδικη επιστολή καθίσταται σαφές ότι καταγγέλθηκε η δανειακή σύμβαση και οι οφειλέτες καλούνται συνεπεία της καταγγελίας να προβούν στην εξόφληση της οφειλής τους από την οικεία σύμβαση. Και ναι μεν οπό το εισφερθέν στην δίκη αποδεικτικό υλικό δεν πιθανολογείται πρωθύστερη έγγραφη επίδοση της καταγγελίας, ωστόσο οι αιτούντες - ανακόπτοντες με τους ερευνώμενους ισχυρισμούς τους που οριοθετούν δεσμευτικώς το αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής (ΑΠ 99/2020, ΕΑ 1763/2022, δημοσίευση τράπεζα νομικών πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), δεν προβάλλουν σαφή και ειδική αιτίαση ως προς τις σε βάρος τους συνέπειες από την καθυστέρηση της γνωστοποίησης της καταγγελίας. Καθόσον οι αιτούντες δεν προέβησαν στην εξόφληση των οφειλών τους, η καθ’ ής με την από 16-6-2022 εξώδικη απάντηση - επανάληψη γνωστοποίησης καταγγελίας - πρόσκλησή της, η οποία κοινοποιήθηκε στους αιτούντες στις 17-6-2022, ως εκπρόσωπος των ομολογιούχων δανειστών γνωστοποίησε εκ νέου την από 27-9-2019 καταγγελία της συμβάσεως και τους κάλεσε να καταβάλουν στην ίδια ως εκπρόσωπο της μοναδικής ομολογιούχου δανείστριας και δικαιούχου της απαίτησης και δη της αλλοδαπής εταιρίας "Sunrise I NPL Finance DAC" ευθυνόμενοι αλληλεγγύως τα οφειλόμενα νομιμοτόκως κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα. Την ανωτέρω εξώδικη δήλωση υπογράφει εκ νέου για λογαριασσμό της εκπροσώπου των ομολογιούχων δανειστών ο ίδιος ως άνω πληρεξούσιος δικηγόρος της, συγκοινοποιήθηκαν δε τόσο η από 17-8-2021 εξουσιοδότηση προς αυτόν, όσο και η από 15-6-2022 νεότερη τοιαύτη, κατά το περιεχόμενο της οποίας παρέχεται προς τον ανωτέρω δικηγόρο η ειδική ρητή εντολή και πληρεξουσιότητα να προβεί σε σύνταξη, υπογραφή και κοινοποίηση προς την οφειλέτιδα εταιρία και τους εγγυητές της ανωτέρω εξώδικης δήλωσης- επανάληψης γνωστοποίησης καταγγελίας- πρόσκλησης για λογαριασμό της εκπροσώπου των ομολογιούχων δανειστών του ομολογιακού δανείου. Σε απάντηση της ανωτέρω εξώδικης δήλωσης-γνωστοποίησης οι αιτούντες απηύθυναν στην καθ’ ής την από 20- 6-2022 εξώδικη επιστολή τους (επιδοθείσα σε εκείνη στις 27-6-2002 σύμφωνα με την με αρ. ./27-6-2022 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Ηρακλείου .) με την οποία εκ νέου δηλώνουν ότι δεν έχει λάβει χώρα νόμιμη καταγγελία της συμβάσεως δανείου εμμένοντας στους ισχυρισμούς τους που περιλαμβάνονται στην προηγηθείσα από 26-10-2021 εξώδικη επιστολή τους. Ωστόσο σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν πιθανολογείται ότι έλαβε χωρά καταγγελία της δανειακής σύμβασης, για την οποία κατά τους όρους της σύμβασης δανείου απαιτούνται σωρευτικά η λήψη απόφασης της συνέλευσης των ομολογιούχων δανειστών περί της καταγγελίας, κι ακολούθως η έγγραφη κοινοποίηση της καταγγελίας της σύμβασης από την εξουσιοδοτηθείσα προς τούτο από την προηγηθείσα συνέλευση εκπρόσωπο των ομολογιούχων δανειστών, στοιχεία που αμφότερα πληρούνται εν προκειμένω καθόσον προηγήθηκε η σχετική απόφαση κι έλαβε χώρα γνωστοποίηση της καταγγελίας από την εκπρόσωπο των ομολογιούχων δανειστών, νομίμως εκπροσωπούμενη από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της. Επομένως, δεν υπάρχει ασάφεια ως προς την καταγγελία της δανειακής σύμβασης, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών των αιτούντων, με περαιτέρω συνέπεια αφού υπάρχει καταγγελία της σύμβασης, η επίμαχη οφειλή κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή έναντι της πρωτοφειλέτιδος πρώτης αιτούσης, αλλά και έναντι των λοιπών αιτούντων - εγγυητών η ευθύνη των οποίων είναι παρεπόμενη και προϋποθέτει την ύπαρξη έγκυρης οφειλής σε βάρος της πρώτης αυτών. Εξάλλου οι προαναφερόμενες εξώδικες δηλώσεις της καθ’ ής, επί τη βάση των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλομένη, αμφότερες διαλαμβάνουν σαφή αναφορά στην καταγγελία της δανειακής σύμβασης δυνάμει προηγηθείσης αποφάσεως των ομολογιούχων δανειστών και συνιστούν (ήδη από την πρώτη αυτών και χρονικά πρωθύστερη) κοινοποίηση της αποφάσεως περί καταγγελίας του προγράμματος ομολογιακού δανείου, ως προκύπτει από το κείμενο αυτών (χωρίς άλλωστε - παρά την σαφή σχετική αναφορά- να απαιτείτο προς τούτο προσήλωση στις λέξεις, βλ. σχετ. Τριμ Εφετ Πειραιώς 74/2023, www.efeteio-peir.gr), με αποτέλεσμα εγκύρως να επιφέρουν το διωκόμενο αποτέλεσμα. Περαιτέρω  πιθανολογούνται απορριπτέοι ως ουσιαστικά αβάσιμοι οι ισχυρισμοί των αιτούντων περί του ότι ο δικηγόρος που υπογράφει για λογαριασμό της εκπροσώπου των ομολογιούχων δανειστών τις εξώδικες δηλώσεις - γνωστοποιήσεις στερείται της σχετικής εξουσιοδοτήσεως. Ειδικότερα κατά τα ήδη εκτιθέμενα ανωτέρω κατά τον χρόνο αυτών πιθανολογείται ότι συγκοινοποιήθηκαν στους οφειλέτες αντιστοίχως οι από 17-8-2021 και 15-6-2022 εξουσιοδοτήσεις με τις οποίες ο δικηγόρος της καθ' ής εξουσιοδοτείται να προβεί στην γνωστοποίηση της απόφασης καταγγελίας της δανειακής σύμβασης. Και δη κατά τον χρόνο της επίδοσης προς τους αιτούντες συνεπιδόθηκαν κατά σχετική αναφορά στις εκθέσεις επιδόσεως οι συνημμένες εξουσιοδοτήσεις προς τον δικηγόρο της καθ' ής και δη τα πληρεξούσια έγγραφα με τα οποία εξουσιοδοτείτο ο ως άνω υπογράφων τα κείμενα δικηγόρος, να προβεί για λογαριασμό της καθ' ης στην γνωστοποίηση της απόφασης καταγγελίας της σύμβασης δανείου. Ως προς την πρώτη γνωστοποίηση, οι αιτούντες ναι μεν δεν απέκρουσαν κατά τον χρόνο της επίδοσης (20-10-2021) της εξώδικης όχληση, την εγκυρότητα της σχετικής καταγγελίας λόγω μη επίδειξης του ως άνω πληρεξουσίου εγγράφου, ωστόσο, την 1-11-2021 οι ίδιοι επέδωσαν στην καθ’ ης την από 26-10- 2021 εξώδικη απάντηση -δήλωση - πρόσκλησή τους με την οποία, κατά κύριο λόγο, επικαλούνται, όπως αναφέρθηκε, την ακυρότητα της εν λόγω καταγγελίας ως γενόμενη χωρίς επίδειξη πληρεξουσίου εγγράφου του υπογράφοντας αυτήν δικηγόρου. Η εκ μέρους των αιτούντων απόκρουση της ως άνω καταγγελίας με την ανωτέρω εξώδικη απάντησή τους για τον παραπάνω λόγο, ήταν άμεση, καθόσον αυτή (η εξώδικη απάντηση) επεδόθη στην καθ' ης μετά την παρέλευση επτά (7) εργασίμων ημερών μετά την επίδοση της καταγγελίας Συνεπώς, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η αντίδραση τους έλαβε χώρα αμελλητί, εντός των χρονικών ορίων που επιβάλλονται από την καλή πίστη και ία συναλλακτικά ήθη, δοθέντος ότι ο ανωτέρω χρόνος ήταν ο απολύτως αναγκαίος και καθ' όλα εύλογος, προκειμένου να συγκεντρώσει τις αναγκαίες πληροφορίες, να συντάξει την εξώδικη απάντηση, και να επιδώσουν το σχετικό έγγραφο. Εν προκειμένω ωστόσο πιθανολογείται ότι κατά τον χρόνο της επίδοσης συγκοινοποιήθηκε στους αιτούντες ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της από 17-8-2021 εξουσιοδοτήσεως προς τον υπογράφοντα πληρεξούσιο δικηγόρο της καθ' ής. Η ως άνω εξουσιοδότηση χορηγήθηκε στον τελευταίο από τον ., ενεργώντας δυνάμει του με αρ. ./18-1- 2021 συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου του Συμβολαιογράφου Πειραιά ., ως πληρεξουσίου με δικαίωμα χορήγησης μεταπληρεξουσιότητας, αντιπροσώπου και αντικλήτου της Τράπεζας Πειραιώς Ανώνυμος Εταιρεία, ενεργούσης εν προκειμένω ως εκπροσώπου των ομολογιούχων δανειστών του ένδικου ομολογιακού δανείου. Σε κάθε περίπτωση άλλωστε και σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν η καθ' ής με την από 16-6-2022 εξώδικη απάντηση - επανάληψη γνωστοποίησης καταγγελίας- πρόσκλησή της, η οποία κοινοποιήθηκε στους αιτούντες στις 17-6-2022, επανέλαβε την γνωστοποίηση της καταγγελίας, συγκοινοποιώντας, όπως πιθανολογείται από το προσκομιζόμενο από τους αιτούντες με αρ. 7 σχετικό έγγραφο, αμφότερες τις εξουσιοδοτήσεις προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, καθώς και αντίγραφο του προμνησθέντος με ./18-1- 2021 συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου του Συμβολαιογράφου Πειραιά ., με το οποίο προβλέπεται η δυνατότητα υποκατάστασης του αρχικού πληρεξουσίου της καθ' ής, δεκτού γενομένου ότι στην περίπτωση της καθ' υποκατάσταση πληρεξουσιότητας (μεταπληρεξουσιότητας) ως εν προκειμένω η προς αντιπροσώπευση εξουσία του υποκαταστάτου στηρίζεται σε δύο διαδοχικές πράξεις παροχής πληρεξουσιότητας (βλ. Αστικό Κώδιξ, τόμος I, κατ' αρθρ. ερμηνεία Γεωργιάδη -Σταθόπουλου, άρθρ. 216-217, αρ. 28, σελ. 378). Ως εκ των ανωτέρω δεν συντρέχει εν προκειμένω έλλειψη πληρεξουσιότητας, απορριπτομένου του αντίθετου ισχυρισμού των αιτούντων και του ερευνώμενου λόγου ανακοπής.

 

Περαιτέρω με τον πρώτο λόγο του δικογράφου των προσθέτων λόγων ανακοπής αιτούνται την ακύρωση της προσβαλλομένης διατεινόμενοι ότι από τα προσκομισθέντα για την έκδοση της διαταγής πληρωμής έγγραφα δεν αποδεικνύεται η κατά τον χρόνο συγκλήσεως της συνελεύσεως των ομολογιούχων δανειστών νομιμότητα της αποκτήσεως από την εταιρεία Piraeus SNF των δικαιωμάτων εκ του ενδίκου ομολογιακού δανείου και συνακόλουθα δεν πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις για το κύρος της αποφάσεως της συνελεύσεως της 27-9-2019 για καταγγελία του δανείου, με περαιτέρω αποτέλεσμα να πάσχει η γενόμενη καταγγελία του δανείου από την εκπρόσωπο των ομολογιούχων δανειστών λόγω ακυρότητας της απόφασης της γενικής συνέλευσης, ώστε να μην έχει καταστεί ληξιπρόθεσμο και απαιτητό το συνολικό ποσό του δανείου. Ο εν λόγω ισχυρισμός πιθανολογείται απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, καθόσον κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 63 παρ. 6 Ν. 4548/2018 τυχόν ακυρότητα της απόφασης της συνέλευσης των ομολογιούχων για οποιονδήποτε λόγο δεν μπορεί να προταθεί μετά πάροδο έξι (6 μηνών από τη λήψη της απόφασης. Σε κάθε περίπτωση ελέγχεται ουσιαστικά Η αβάσιμος, καθόσον ως προαναφέρθηκε στην διαταγή πληρωμής διαλαμβάνεται σαφής αναφορά στα προσκομιζόμενα έγγραφα που αφορούν στην απόκτηση από την εταιρία Piraeus SNF των δικαιωμάτων εκ του ομολογιακού δανείου κατά τον χρόνο λήψης της αποφάσεως της συνελεύσεως της 27-9-2019 και συγκεκριμένα αναφέρεται ότι με την από 12-9-2019 σύμβαση η Τράπεζα Πειραιώς ΑΕ μεταβίβασε λόγω πώλησης στην αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «Piraeus SNF Designated Activity Company», στο πλαίσιο τιτλοποίησης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 3156/2003, όλες τις αξιώσεις της από τις αναφερόμενες παραπάνω δανειακές συμβάσεις που είχε συνάψει με την πρώτη των αιτούντων εταιρεία, η οποία έτσι κατέστη μοναδική ομολογιούχος του δανείου, ότι η ανωτέρω σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων καταχωρίσθηκε στις 16-9-2019 σε περίληψη στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 που τηρείται στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών στον τόμο 10 και με αύξοντα αριθμό καταχώρισης ., προσκομίσθηκαν δε κατά τον χρόνο έκδοσης αυτής σχετικά αντίγραφα της με αρ. πρωτ. ./16-9-2019 δημοσίευσης περίληψης της συμβάσεως και κατόπιν οι διορθωτικές δημοσιεύσεις με αρ. πρωτ. ./1-10-2019 και ./4-11-2019, οι οποίες καταχωρίσθηκαν στον ίδιο τόμο με αρ. . και . αντίστοιχα, καθώς και αποσπάσματα από το Ενεχυροφυλακείο Αθηνών των στοιχείων των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων που επισυνάφθηκαν ως Παράρτημα στην με αρ. πρωτ. ./2019 περίληψη και στις διορθωτικές δημοσιεύσεις, από τα οποία προκύπτει η εκχώρηση των απαιτήσεων από την ένδικη δανειακή σύμβαση, η οποία έχει λάβει τους ειδικούς αριθμούς καταχώρισης ...

 

IV. Από τη διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η νομιμοποίηση των διαδίκων είναι η εξουσία διεξαγωγής συγκεκριμένης δίκης για συγκεκριμένη έννομη σχέση, καθοριζόμενη κατά κανόνα ως προς το αντικείμενό της και τους φορείς της από το ουσιαστικό δίκαιο. Το υποκείμενο που εμφανίζεται κατά το ουσιαστικό δίκαιο ως δικαιούχος, νομιμοποιείται ενεργητικό για την άσκηση του συγκεκριμένου ένδικου βοηθήματος, ενώ ο φερόμενος ως υπόχρεος νομιμοποιείται παθητικά. Η νομιμοποίηση του διαδίκου απορρέει κατά κανόνα αμέσως από τον νόμο και κυρίως από διατάξεις του ουσιαστικού ή κάποτε και του δικονομικού δικαίου. Η νομιμοποίηση συμπίπτει κατά κανόνα με την ιδιότητα του υποκειμένου του επίδικου δικαιώματος ή της επίδικης έννομης σχέσης, αλλά υπάρχουν και οι περιπτώσεις των μη δικαιούχων ή μη υπόχρεων διαδίκων. Η νομιμοποίηση των ως άνω μη δικαιούχων διαδίκων μπορεί να είναι συντρέχουσα ή αποκλειστική προς την αντίστοιχη νομιμοποιητική εξουσία του αληθούς δικαιούχου.

 

Με τον πέμπτο λόγο του δικογράφου διατείνονται ότι η Τράπεζα Πειραιώς ΑΕ με την ιδιότητα της διοργανώτριας του Δανείου και εκπροσώπου των ομολογιούχων δανειστών δεν νομιμοποιείται να ζητήσει την έκδοση διαταγής πληρωμής, δικαιουμένης προς τούτο αποκλειστικά της φερομένης ως διαχειρίστριας της ένδικης απαιτήσεως εταιρίας με την επωνυμία «Ιntrum Hellas ΑΕ», στην οποία η δικαιούχος εταιρία με την επωνυμία "Sunrise I NPL Finance DAC" ανέθεσε την διαχείριση των απαιτήσεων με την από 11-6-2021 σύμβαση διαχείρισης. Ο εν λόγω ισχυρισμός είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος καθόσον η Τράπεζα Πειραιώς ΑΕ, υπό την ιδιότητα της εκπροσώπου των ομολογιούχων δανειστών, νομιμοποιείται συμβατικά κατά ρητή συμβατική πρόβλεψη που περιλαμβάνεται στο πρόγραμμα ομολογιακού δανείου (όρος 18 της σύμβασης ομολογιακού δανείου) και σε κάθε περίπτωση εκ του νόμου και δη των διατάξεων των άρθρων 63 και 64 Ν. 4548/2018 ως ειδικότερα αναπτύσσονται στην υπό στοιχείο II νομική σκέψη, με την ανωτέρω ιδιότητά της ενεργώντας για λογαριασμό των ομολογιούχων δανειστών, χωρίς να απαιτείται ειδική προς τούτο εξουσιοδότηση από την συνέλευση των ομολογιούχων, να ασκεί τα κάθε είδους ένδικα μέσα και βοηθήματα, ως εν προκειμένω, με τα οποία σκοπείται η παροχή οριστικής ή προσωρινής ένδικης προστασίας, τις κάθε είδους διαδικαστικές πράξεις και ενέργειες κατά τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, περιλαμβανομένης και της κατάσχεσης, της αναγγελίας και επαλήθευσης των απαιτήσεων των ομολογιούχων σε πλειστηριασμούς, πτωχεύσεις, ειδικές ή δικαστικές εκκαθαρίσεις και τις δίκες που αφορούν την εκτέλεση ή την πτώχευση και κάθε άλλη διαδικασία αναγκαστικής ή συλλογικής εκτέλεσης. Εξάλλου σημειώνεται ότι ανεξάρτητα από το γεγονός ότι τα συμβαλλόμενα μέρη σε κάθε σύμβαση διαχείρισης έχουν την εξουσία να διορθώσουν τη νομιμοποίηση της ΕΔΑΔΠ ως αποκλειστική (συνθήκη που δεν πιθανολογείται εν προκειμένω), ακόμη και όταν ο εντολέας είναι πιστωτικό ίδρυμα, κανόνας παραμένει η παράλληλη νομιμοποίηση, κατά συνεπή εφαρμογή της αρχής ότι εν αμφιβολία η νομιμοποίηση του μη δικαιούχου διαδίκου είναι συντρέχουσα και παράλληλη με εκείνη του δικαιούχου (ΕφΠειρ 467/2022,δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), επιχείρημα που ενισχύει την κρίση του Δικαστηρίου περί νομιμοποίησης της καθ’ ής.

 

V. Εξάλλου με το άρθρο 70 ν. 4389/2016 τροποποιήθηκαν τα άρθρα 1,2 και 3 του ν. 4354/2015 και επήλθαν ριζικές αλλαγές στο μέχρι τότε ισχύον νομοθετικό καθεστώς, τόσο ως προς το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής του νόμου αυτού, όσο και ως προς το ρυθμιστικό του πεδίο, αφού επανακαθορίστηκε το πλαίσιο διαχείρισης και μεταβίβασης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, με την πρόβλεψη δύο νέων τύπων εταιριών απόκτησης και διαχείρισης απαιτήσεων και συγκεκριμένα των Εταιριών Απόκτησης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Α.Α.Δ.Π.) και των Εταιριών Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.), σε αντικατάσταση των μέχρι τότε προβλεπόμενων Ε.Μ.Α.Μ.Ε.Δ. και Ε.Δ.Α.Μ.Ε.Δ., δοθείσας πλέον της δυνατότητας πώλησης και μεταβίβασης μεμονωμένων απαιτήσεων ή ομάδων απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων, ανεξαρτήτως εάν οι σχετικές συμβάσεις εξυπηρετούνται ή όχι. Ειδικότερα, με το άρθρο 1 § 1 στοιχ. β' και γ* του ν. 4354/2015 ορίστηκε πλέον ότι «β. Η μεταβίβαση απαιτήσεων από πιστώσεις και δάνεια που έχουν χορηγήσει ή χορηγούν πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα πλην της περίπτωσης δ’ της παρ. 5 του άρθρου 2 του ν. 4261/2014 (Α' 107), μπορεί να λάβει χώρα μόνο λόγω πώλησης, δυνάμει σχετικής έγγραφης συμφωνίας, σύμφωνα και με τα όσα προβλέπονται στο άρθρο 3, και αποκλειστικά και μόνο προς: αα) Ανώνυμες εταιρίες που σύμφωνα με το καταστατικό τούς μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, εδρεύουν στην Ελλάδα και καταχωρίζονται στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΓΕΜΗ). ββ) Εταιρίες που έχουν έδρα στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και γγ) εταιρίες που έχουν έδρα σε τρίτες χώρες, που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, υπό την επιφύλαξη διατάξεων της ενωσιακής νομοθεσίας, οι οποίες έχουν τη διακριτική ευχέρεια να εγκαθίστανται στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος υπό την προϋπόθεση ότι: γγα) η έδρα τους δεν βρίσκεται σε κράτος που έχει προνομιακό φορολογικό καθεστώς, όπως αυτό προσδιορίζεται στις εκάστοτε κανονιστικές πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 6 και 7 του άρθρου 65 του ν. 4172/2013 (Α’ 167) και γγβ) η έδρα τους δεν βρίσκεται σε μη συνεργάσιμο κράτος, όπως αυτό προσδιορίζεται στις εκάστοτε κανονιστικές πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 65 του ν. 4172/2013. γ. Η πώληση των παραπάνω απαιτήσεων είναι ισχυρή μόνο εφόσον έχει υπογράφει συμφωνία ανάθεσης διαχείρισης μεταξύ εταιρίας απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά τον παρόντα νόμο από την Τράπεζα της Ελλάδος», ενώ με το άρθρο 3 § 1 του ίδιου νόμου ορίστηκε: ότι «Η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων, που έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα πλην περίπτωσης δ' της παρ. 5 του άρθρου 2 του ν. 4261/2014, υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο και αντικείμενό της μπορεί να είναι μεμονωμένες απαιτήσεις ή ομάδες απαιτήσεων κατά οποιοσδήποτε δανειολήπτη, μη εφαρμοζομένου στην περίπτωση αυτή του άρθρου 479 ΑΚ. Άλλα δικαιώματα, ακόμα και αν δεν αποτελούν παρεπόμενα δικαιώματα κατά την έννοια του άρθρου 458 ΑΚ, εφόσον συνδέονται με τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις, μπορούν να μεταβιβάζονται μαζί με αυτές. Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 513 επ. ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου». Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι οι βασικές αλλαγές που επήλθαν με τον ν. 4389/2016 στον ν. 4354/2015 συνοψίζονται στα εξής: i) καταργήθηκε η διάκριση εξυπηρετούμενων και μη εξυπηρετούμενων δανείων, αφού πλέον είναι, δυνατή η μεταβίβαση και ενήμερων δανείων, ii) καταργήθηκε η αδειοδότηση και η εποπτεία των εταιριών απόκτησης και έτσι κατέστη ουσιαστικά ελεύθερη και απεριόριστη η απόκτηση από κάθε ημεδαπή ΑΕ και από τα λοιπά αναφερόμενα πρόσωπα του ΕΟΧ, υπό τους παρατιθέμενους στην προαναφερθείσα διάταξη περιορισμούς και iii) οι εταιρίες απόκτησης στερούνται πλέον την εξουσία να ασκούν οι ίδιες τα απορρέοντα από τα αποκτηθέντα δάνεια δικαιώματα, υποχρεούμενες σε ανάθεση της διαχείρισης στις αδειοδοτούμενες και εποπτευόμενες εταιρίες διαχείρισης, των οποίων ενισχύθηκε η εποπτεία από την Τράπεζα της Ελλάδος. Κατ' αυτόν τον τρόπο εκφράστηκε σαφώς η νομοθετική επιλογή για περαιτέρω απελευθέρωση των αγοραπωλησιών δανείων, ανεξάρτητα από το αν αυτά είναι εξυπηρετούμενα ή ενήμερα, αφού η μεταβίβαση επιτρέπεται σε κάθε ΑΕ και σε κάθε αλλοδαπό νομικό πρόσωπο (πλην των εξαιρέσεων που αναφέρθηκαν), στους καταστατικούς σκοπούς των οποίων περιλαμβάνεται η απόκτηση δανείων και ως εκ τούτου δεν μπορεί να γίνει λόγος περί του ότι αποκλειστικός σκοπός του νομοθέτη είναι η εξυγίανση τού χαρτοφυλακίου των πιστωτικών ιδρυμάτων, αφού το νέο νομικό πλαίσιο καλύπτει όλους τους σκοπούς για τους οποίους ένα πιστωτικό ίδρυμα επιθυμεί να μεταβιβάσει τις δανειακές απαιτήσεις του, ακόμη και τις πλήρως εξυπηρετούμενες. Έτσι, η κτήση τραπεζικών απαιτήσεων δεν υπόκειται σε ουσιώδεις περιορισμούς (π.χ. κρατική εποπτεία, ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο κ.λπ.) από απόψεως του προσώπου του εκδοχέα, δηλαδή των Ε.Α.Α.Δ.Π. και τούτο προκειμένου να υπάρξει προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων. Η ελαστικότητα των κριτηρίων ως προς τις Ε.Α.Α.Δ.Π. αντισταθμίζεται, όμως, θεσμικά από την υποχρεωτική αδειοδότηση και τις λοιπές αυστηρές προϋποθέσεις που προβλέπει ο ν. 4354/2015 για την ίδρυση και λειτουργία των εταιριών διαχείρισης (Έ.Δ.Α.Δ.Π.), στις οποίες επικεντρώθηκε ο ρόλος της προστασίας των δανειοληπτών και με τις οποίες οι Ε.Α.Α.Δ.Π. υποχρεούνται να υπογράψουν συμφωνία ανάθεσης διαχείρισης, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για την έγκυρη μεταβίβαση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Παρά το γεγονός ότι στις νέες διατάξεις του ν. 4354/2015 δεν γίνεται πλέον ρητή αναφορά για τη δυνατότητα απόκτησης των απαιτήσεων από πιστώσεις και δάνεια εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων, εντούτοις επαναλήφθηκε και στο νέο άρθρο 1 του ν. 4354/2015 η αρχική ρύθμιση της παρ. 1 περ. δ' του αντικατασταθέντος άρθρου 1 ότι οι διατάξεις του παρόντος νόμου δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων των νόμων 3156/2003 (Α' 157), ν. 1905/1990 (Α' 147), 1665/1986 (Α' 194), 3606/2007 (Α’ 195) και 4261/2014 (Α' 107)» (άρθρο 1 § 1 περ. δ' ν. 4354/2015), με αποτέλεσμα να συνεχίζει να είναι επιτρεπτή, και υπό την ισχύ του ν. 4389/2016 (όπως και των μεταγενέστερων νόμων που επέφεραν τροποποιήσεις στο ν. 4354/2015), η απόκτηση από τις τράπεζες απαιτήσεων από δάνεια (εξυπηρετούμενα ή μη), όπως, άλλωστε, ανέκαθεν οι τελευταίες είχαν τη δυνατότητα αυτή είτε κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα (άρθρα 455 επ.) είτε κατά τις διατάξεις ειδικών νόμων που είχαν κατά καιρούς θεσπιστεί. Μεταξύ των ως άνω διατάξεων που επιτρέπει - και οπωσδήποτε δεν απαγορεύει την αγοραπωλησία απαιτήσεων από δάνεια μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και ειδικώς την αγορά τέτοιων απαιτήσεων από τράπεζες, περιλαμβάνεται και το άρθρο 11 του ν. 4261/2014, αφού στις επιτρεπόμενες στα πιστωτικά ιδρύματα δραστηριότητες, που αναφέρει, περιλαμβάνεται κι εκείνη της χορήγησης δανείων ή λοιπών πιστώσεων (άρθρο 11 § 1 περ. β'), στην έννοια της οποίας, ως τραπεζικής δραστηριότητας, συγκαταλέγεται, κατ’ εφαρμογήν του κριτηρίου των αντιλήψεων των συναλλαγών, εκτός από την πρωτογενή τυπική παροχή δανείων ή πιστώσεων και η επιγενόμενη απόκτηση δανειακών απαιτήσεων από άλλα πιστωτικά ιδρύματα, που συνιστά δευτερογενή παροχή δανείων μέσω ειδικής ή οιονεί καθολικής διαδοχής. Η διασταλτική αυτή ερμηνεία δεν αντιστρατεύεται το πνεύμα της απαρίθμησης της διάταξης του άρθρου 11 ν. 4261/2014, καθώς δεν υφίσταται λόγος διαφοροποίησης ανάλογα με το εάν το πιστωτικό ίδρυμα παρείχε την πίστωση πρωτογενώς ή απέκτησε τη σχετική απαίτηση από την παροχή της αρχικής πίστωσης επιγενόμενα. Εξάλλου, λαμβάνοντας υπόψη ότι ή διαχείριση χαρτοφυλακίου περιλαμβάνεται ρητά στις δραστηριότητες που μπορεί να αναπτύξει ένα πιστωτικό ίδρυμα (άρθρο 11 § 1 περ. ια' ν. 4261/2014), δεν υφίσταται λόγος να μην μπορεί να αποκτήσει τούτο τις διαχειριζόμενες απαιτήσεις, δεδομένου μάλιστα ότι ο νόμος επιφυλάσσει στα ημεδαπά πιστωτικά ιδρύματα το ίδιο κανονιστικό και ρυθμιστικό καθεστώς που προβλέπει για τις Ε.Δ.Α.Δ.Π.. Ούτε προβλέπεται στον ν. 4354/2015 υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων να μεταβιβάζουν τις απαιτήσεις από τα δάνεια που έχουν χορηγήσει σε κάποιες από τις μη τραπεζικές οντότητες του άρθρου 1 ν. 4354/2015, παρά μόνο προβλέπεται στο άρθρο 2 § 1 ν. 4354/2015 ότι δύνανται να αναθέσουν με σχετική σύμβαση τη διαχείριση αυτών σε Ε.Δ.Α.Δ.Π., καθώς υπάρχει εμπιστοσύνη στα ιδρύματα που είναι φορείς της πιστωτικής δραστηριότητας υπό την ιδιότητα είτε του αρχικού δανειστή είτε του διαδόχου του να διατηρήσουν τις δανειακές απαιτήσεις υπό την ευθύνη τους. Υπό την αντίθετη εκδοχή, δηλαδή ότι ο νομοθέτης του ν. 4354/2015 θέλησε να αποκλείσει τη μεταβίβαση απαιτήσεων προς πιστωτικά ιδρύματα, θα οδηγούμασταν στο προφανές άτοπο αποτέλεσμα να αποκλείονται συναλλαγές που αναμφίβολα εμπίπτουν στις τραπεζικές εργασίες, όπως η μεταβίβαση μέρους μιας δανειακής σχέσης από ένα πιστωτικό ίδρυμα σε περισσότερα (αντί της αρχικής έκδοσης κοινοπρακτικού δανείου) ή η προεξόφληση απαιτήσεων από άλλο πιστωτικό ίδρυμα, δομικό στοιχείο της οποίας αποτελεί η μεταβίβαση της απαίτησης, ή η ενεχύραση απαιτήσεων μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων, που συνεπάγεται την εκχώρηση της απαίτησης από τον οφειλέτη προς τον πιστώτρια τράπεζα κ.λπ. Τέλος, αν και ο ν. 4354/2015, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση των άρθρων 1, 2 και 3 αυτού με το άρθρο 70 του ν. 4389/2016, ρυθμίζει τις προϋποθέσεις της μεταβίβασης τραπεζικών απαιτήσεων και απόκτησης αυτών κυρίως από εξωτραπεζικές οντότητες (επενδυτές) προς το σκοπό άντλησης πρόσθετης ρευστότητας για τα μεταβιβάζοντα πιστωτικά ιδρύματα μέσω της δημιουργούμενης δευτερογενούς αγοράς απαιτήσεων, εντούτοις δεν αποκλείει την υπαγωγή στις Ε.Α.Α.Δ.Π. των πιστωτικών ιδρυμάτων και επομένως είναι νοητή η απόκτηση από τα τελευταίο απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και με βάση τις νέες διατάξεις του ν. 4354/2015. Το γεγονός ότι στις διατάξεις του ν. 4354/2015 (μετά την ισχύ του ν. 4389/2016) δεν γίνεται ρητή αναφορά για τη δυνατότητα απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις εκ μέρους των πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, σε αντίθεση με την αρχική γραμματική διατύπωση του ίδιου νόμου, δεν συνεπάγεται ότι ο νομοθέτης θέλησε να αποκλείσει στο εξής τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα από την απόκτηση δανείων και πιστώσεων με βάση το νόμο αυτό. Η διαφοροποίηση στη γραμματική διατύπωση μετά την ισχύ του ν. 4389/2016 αποδίδεται στο ότι, υπό το αρχικό καθεστώς, τις απαιτήσεις δανείων και πιστώσεων μπορούσαν να αποκτούν ειδικές προς τούτο αδειοδοτημένες εταιρίες, των οποίων τα προβλεπόμενα από το τότε νομικό καθεστώς χαρακτηριστικά ήταν πιθανόν να μην ταυτίζονται με εκείνα των πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων και για το λόγο αυτό ήταν αναγκαία η ρητή αναφορά των τελευταίων στη διάταξη του άρθρου 3 § 1 του ν. 4354/2015. Τέτοια ρητή αναφορά δεν καθίσταται αναγκαία μετά την ισχύ του ν. 4389/2016, αφού οι εταιρίες απόκτησης έπαυσαν να αδειοδοτούνται και οι μόνες κατά τον νόμο προϋποθέσεις για να μπορούν να αποκτήσουν δάνεια και πιστώσεις είναι αφενός μεν να έχουν ιδρυθεί στην Ελλάδα υπό τον εταιρικό τύπο της ΑΕ και να έχουν καταχωρηθεί στο ΓΕΜΗ, αφετέρου δε να περιλαμβάνεται στον καταστατικό σκοπό τους η απόκτηση δανείων και πιστώσεων από δάνεια, προϋποθέσεις που αμφότερες είναι δυνατόν να απαντώνται στα πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία ιδρύονται εκ του νόμου (άρθρο 8 § 1 ν. 4261/2014) ως ανώνυμες εταιρίες και μεταξύ των σκοπών τους περιλαμβάνεται η κατ’ άρθρο 11 § I περ. β' ν. 4261/2014 βασική τραπεζική εργασία της πρωτογενούς και δευτερογενούς χορήγησης δανείων και πιστώσεων, κατά τα προεκτεθέντα (ΕΑ 1279/2023, δημοσίευση τράπεζα νομικών πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

 

Με τον έκτο λόγο του δικογράφου των προσθέτων λόγων διατείνονται ότι κατά την διάταξη του άρθρ. 1 παρ. 1 εδ. β Ν. 4354/2015 τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των προσώπων που δικαιούνται να αποκτήσουν απαιτήσεις από μη εξυπηρετούμενα δάνεια κι αιτούνται την ακύρωση της προσβαλλομένης διατεινόμενοι ότι κατά το σκεπτικό της η δικαιούχος της ένδικης απαίτησης εταιρία «Sunrise I NPL Finance daC" απέκτησε τις αξιώσεις της δυνάμει της από 16-3-2021 σύμβασης πώλησης από την «Τράπεζα Πειραιώς ΑΕ», η οποία είχε προηγουμένως καταστεί δικαιούχος αυτής δυνάμει της από 10-3-2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων από την «Ρireaus SNF Designated Activity Company», εταιρία ειδικού σκοπού συσταθείσα κατά το ιρλανδικό δίκαιο, ωστόσο η Τράπεζα Πειραιώς ΑΕ δεν κατέστη δικαιούχος της ένδικης απαίτησης καθότι η από 10-3-2021 σύμβαση είναι άκυρη κατ’ άρθρ. 174 ΑΚ ως αντιβαίνουσα στις διατάξεις του Ν. 4353/2015 και σε αυτές του ν. 4261/2014, καθόσον δεν δύναται ως ελληνική τράπεζα να αποκτήσει δανειακές απαιτήσεις από μη εξυπηρετούμενα δάνεια, όπως την ένδικη δανεική σύμβαση, και δη επιχείρησε δικαιοπραξία που δεν επιτρέπεται κατά τον νόμο και πάσχει από απόλυτη ακυρότητα. Συνακόλουθα η «Τράπεζα Πειραιώς ΑΕ» δεν κατέστη ειδική διάδοχος και δικαιούχος της απαίτησης και δη δεν είχε την δυνατότητα περαιτέρω διάθεσης και μεταβίβασης αυτής στην φερόμενη ως δικαιούχο «Sunrise I NPL Finance DAC», με περαιτέρω συνέπεια η τελευταία ουδέποτε να αποκτήσει την ένδικη απαίτηση. Ωστόσο, η απόκτηση των ενδίκων απαιτήσεων μη εξυπηρετούμενου δανείου από την Τράπεζα Πειραιώς ΑΕ, που είναι ημεδαπό πιστωτικό ίδρυμα, δεν προσκρούει στις διατάξεις του ν. 4354/2015, όπως αβάσιμα υποστηρίζουν οι αιτούντες. Και τούτο καθόσον με τον ν. 4354/2015, με τον οποίο δημιουργήθηκαν το πρώτον τα εταιρικά οχήματα των Ε.Μ.Α.Μ.Ε.Δ. και Ε.Δ.Α.Μ.Ε.Δ, για την απόκτηση και διαχείριση, αντίστοιχα, απαιτήσεων από δάνεια και λοιπές πιστώσεις, όχι μόνο δεν απαγορεύθηκε στα ημεδαπά πιστωτικά ιδρύματα να αποκτούν απαιτήσεις, από δάνεια, όπως γινόταν μέχρι τότε βάσει άλλων διατάξεων είτε του ΑΚ (άρθρα 455 επ.) είτε ειδικών νόμων (π.χ. ν. 3156/2002 και ν. 1905/1990), οι οποίες διατηρήθηκαν σε ισχύ με ρητή πρόβλεψη του άρθρου 1 § 1 περ. δ' ν. 4354/2015, αλλά, τουναντίον, με το άρθρο 3 § 1 του ν. 4354/2015 (όπως αυτό εισήχθη και ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του από το άρθρο 70 του ν. 4389/2016), προβλέφθηκε ρητά, ως επιπλέον δυνατότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων βάσει των διατάξεων του νέου αυτού νόμου, να αποκτούν απαιτήσεις από συμβάσεις χορήγησης κάθε μορφής δανείων και πιστώσεων, τα οποία είχαν καθυστέρηση μεγαλύτερη των ενενήντα (90) ημερών, εισαχθείσας κατ' αυτόν τον τρόπο πρόσθετης οδού εκποίησης και απόκτησης απαιτήσεων από πιστωτικά ιδρύματα. Η δυνατότητα απόκτησης απαιτήσεων δανείων από πιστωτικά ιδρύματα δεν εξέλιπε ούτε με τη θέσπιση του ν. 4389/2016 και την αντικατάσταση με το άρθρο 70 § 1 αυτού των άρθρων 1, 2 και 3 του ν. 4354/2015, έστω κι αν στις νέες αυτές διατάξεις δεν γίνεται πλέον ρητή αναφορά για την απόκτηση απαιτήσεων από πιστώσεις και δάνεια εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων, για όσους λόγους αναλυτικώς εκτίθενται σχετικώς στην υπό στοιχείο IV νομική σκέψη της παρούσας, επισημαινομένων ιδιαιτέρως των κάτωθι: α) ότι υπό την ισχύ του ν. 4389/2016 κατέστη πλέον επιτρεπτή η μεταβίβαση απαιτήσεων όχι μόνο από μη εξυπηρετούμενα δάνεια, όπως ίσχυε αρχικώς, αλλά και από ενήμερα δάνεια, με αποτέλεσμα να μη δικαιολογείται τυχόν απαγόρευση της απόκτησης τέτοιων δανείων και πιστώσεων από πιστωτικά ιδρύματα, όταν τα τελευταία, υπό την ισχύ του ν. 4354/2015 με την αρχική μορφή του, είχαν την δυνατότητα να αποκτούν απαιτήσεις αποκλειστικά και μόνο μη εξυπηρετούμενων δανείων και β) στο νέο άρθρο 1 του ν. 4354/2015 επαναλήφθηκε η αρχική ρύθμιση της παρ. 1 περ. δ' του αντικατασταθέντος άρθρου 1 ότι «οι διατάξεις του παρόντος 4 νόμου δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων των νόμων 3156/2003 (Α' 157), ν. 1905/1990 (Α' 147), 1665/1986 (Α 194), 3606/2007 (Α’ 195) και 4261/2014 (Α' 107)» (άρθρο 1 § 1 περ. δ' ν. 4354/2015)». Υπό αυτή την έννοια, τα πιστωτικά και — χρηματοδοτικά, ιδρύματα μπορούν να πωλούν μεταξύ τους απαιτήσεις ή να αναλαμβάνουν τη διαχείρισή τους χωρίς να απαιτείται να τηρήσουν τις διαδικασίες που προβλέπει ο ν. 4354/2015 είτε για την αδειοδότηση των εταιρειών διαχείρισης είτε για τις προϋποθέσεις πώλησης απαιτήσεων προς μη αδειοδοτημένες οντότητες» (ΕΑ 1279/2023, δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Ως εκ των ανωτέρω ο ερευνώμενος ισχυρισμός ελέγχεται απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος.

 

VI. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623 και 626 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι βασική προϋπόθεση για την έκδοση διαταγής πληρωμής είναι η έγγραφη απόδειξη της απαίτησης, και συγκεκριμένα, πρέπει να αποδεικνύονται από τα προσαγόμενα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα, τα δικαιοπαραγωγικά γεγονότα της απαίτησης, το ακριβές οφειλόμενο ποσό, καθώς και τα πρόσωπα του δικαιούχου και του υπόχρεου. Ενόψει των ανωτέρω, για το ορισμένο της αίτησης με αντικείμενο την έκδοση διαταγής πληρωμής, στην περίπτωση κατά την οποία έχει χωρήσει μεταβολή στα υποκείμενα της ουσιαστικής έννομης σχέσης, πρέπει να μνημονεύεται από τον αιτούντα το γεγονός ότι έχει χωρήσει ειδική διαδοχή ή άλλη μεταβολή, επί της οποίας στηρίζεται η ενεργητική του νομιμοποίηση, ενώ για την ευδοκίμηση της αίτησης και την έγκυρη έκδοση της επιδιωκόμενης με αυτήν διαταγής πληρωμής απαιτείται περαιτέρω η έγγραφη απόδειξη της κατά τα ανωτέρω διαδοχής ή μεταβολής που τον νομιμοποιεί ενεργητικά στην άσκηση της αίτησης και κατ’ επέκταση η έγγραφη απόδειξη της ιδιότητας του αιτούντος ως δικαιούχου της απαίτησης, στην οποία η αίτησή του αφορά (ΑΠ 914/2018 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Αν δεν αποδεικνύεται από τα προσαγόμενα έγγραφα η ενεργητική νομιμοποίηση του αιτούντος, ο δικαστής οφείλει να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής, και αν παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης εκδοθεί διαταγή πληρωμής, τότε αυτή ακυρώνεται μετά από άσκηση ανακοπής του οφειλέτη, ανεξάρτητα αν υπάρχει πράγματι η απαίτηση και είναι δυνατή η απόδειξή της με άλλα αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 682/2015, ΕφΠειρ 399/2020, δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, κατά την παρ. 2 του άρθρου 626 ΚΠολΔ, το δικόγραφο της αίτησης για έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να περιέχει: α) όσα ορίζουν τα άρθρα 117 ή 118 και η παράγραφος 1 του άρθρου 119 του Κώδικα αυτού, β) αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής και γ) την απαίτηση και το ακριβές ποσό των χρημάτων ή των χρεογράφων, με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους, των οποίων ζητείται η καταβολή, κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, στην αίτηση του δικαιούχου για την έκδοση διαταγής πληρωμής, πρέπει να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα, από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Από τις διατάξεις αυτές, που δεν περιλαμβάνουν παραπομπή το άρθρο 216 παρ. 1 περ. α' του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 623 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι, στο δικόγραφο της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής, για τον προσδιορισμό της χρηματικής απαίτησης, για την οποία ζητείται η έκδοσή της, ούτως ώστε να πληρούται ο αντίστοιχος νόμιμος όρος, δεν απαιτείται να παρατίθεται το σύνολο των γενεσιουργών της απαίτησης περιστατικών, αλλά αρκεί η παράθεση πραγματικών περιστατικών που να εξατομικεύουν την απαίτηση, όσον αφορά στο αντικείμενο, το είδος και τον τρόπο γέννησής της και που να δικαιολογούν συμπέρασμα αντίστοιχης συγκεκριμένης οφειλής εκείνου κατά του οποίου απευθύνεται η αίτηση, έναντι του αιτούντος (ΑΠ 999/2019, ΑΠ 15/2007, ΕΑ 3467/2023 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).

 

Με τον δεύτερο λόγο του δικογράφου των προσθέτων λόγων διατείνονται ότι δεν προσκομίστηκε κατά την έκδοση της ανακοπτομένης σύμβαση ανάθεσης της διαχείρισης των απαιτήσεων που φέρεται ότι απέκτησε λόγω πώλησης από την αντίδικο τράπεζα η εταιρία ειδικού σκοπού Piraeus SNF με νόμιμα αδειοδοτημένη και λειτουργούσα στην Ελλάδα εταιρία και συνακόλουθα δεν αποδεικνύεται ότι πληρούται η προϋπόθεση που ορίζει ο νόμος για την ισχύ των συμβάσεων πώλησης των επιχειρηματικών απαιτήσεων, ως εκ τούτοι δεν αποδεικνύεται η νομιμότητα της συμμετοχής της εταιρίας Piraeus SNF στην συνέλευση των ομολογιούχων και δη ως αντιπροσωπεύουσας το σύνολο των ομολογιών, με περαιτέρω συνέπεια η απόφαση της συνέλευσης για την καταγγελία της σύμβασης δανείου να μην είναι νόμιμη, επικουρικά δε εκθέτουν ότι κατά το περιεχόμενο του από 27-9-2019 πρακτικού συνελεύσεως παρέστη ως μετέχουσα 100 % στο ομολογιακό δάνειο η εταιρία Piraeus SNF δια της «ΑFS ΜΑΕΔΑΔΠ» η οποία φέρεται ότι είναι διαχειρίστρια τη πρώτης, στοιχείο ωστόσο που δεν μνημονεύεται στην διαταγή πληρωμής, ούτε άλλωστε αποδεικνύεται από έγγραφα η εξουσία της τελευταίας για αντιπροσώπευση στην συνέλευση της Piraeus SNF καθόσον δεν προσκομίσθηκε μεταξύ τους καταρτισθείσα σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης, με περαιτέρω συνέπεια να μην αποδεικνύεται η νομιμότητα της συμμετοχής της τελευταίας και το κύρος της ληφθείσας αποφάσεως και της καταγγελίας αυτής καθ' εαυτής. Συναφώς με τον τρίτο λόγο του δικογράφου τους αιτούνται την ακύρωση της ανακοπτομένης διατεινόμενοι ότι η καθ' ής δεν προσκόμισε για την έκδοση της διαταγής πληρωμής ολόκληρο το κείμενο της από 12-9-2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων μεταξύ της Τράπεζας Πειραιώς ΑΕ και της Piraeus SNF, ούτε και ολόκληρο το κείμενο διαχείρισης τιτλοποιημένων απαιτήσεων που φέρεται να συνήφθη μεταξύ της Piraeus SNF και της εταιρίας διαχείρισης και συνακόλουθα δεν μπορούν να ελέγξουν τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες με βάση τις οποίες συνήφθησαν οι οικείες συμβάσεις, περαιτέρω δε δεν δύναται να ελεγχθεί το κύρος της καταγγελίας και το κύρος των αποφάσεως της συνέλευσης των ομολογιούχων, χωρίς να αρκούν προς τούτο μόνο τα αποσπάσματα που προσκομίσθηκαν κατά την έκδοση αυτής, τα οποία σε κάθε περίπτωση δεν περιέχουν τα στοιχεία του ν. 2844/2000 και δη το ποσό του τιμήματος μεταβίβασης, τους ουσιώδεις όρους των συμβάσεων και το οφειλόμενο κεφάλαιο. Τέλος, με τον τέταρτο λόγο του δικογράφου αναφερόμενοι εκ νέου στην σύμβαση ανάθεσης της διαχείρισης των μεταβιβαζομένων απαιτήσεων διώκουν την ακύρωση της ανακοπτομένης διατεινόμενοι ότι της κτήσεως εκ μέρους της φερομένης ως σημερινής δικαιούχου της ένδικης απαιτήσεως είχαν προηγηθεί τρεις χωριστές και ανεξάρτητες μεταβιβάσεις ως προς τις οποίες κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης δεν προσκομίσθηκαν τα έγγραφα που αποδεικνύουν την ειδική διαδοχή για την έρευνα της νομιμότητας των εκχωρήσεων και μεταβιβάσεων των απαιτήσεων και περαιτέρω δεν μνημονεύεται ότι κατά την αρχική μεταβίβαση της απαίτησης από την Τράπεζα Πειραιώς προς την Piraeus SNF Designated Activity Company καταρτίσθηκε σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης των απαιτήσεων, ως επιβάλλεται από τον νόμο με ποινή ακυρότητας της σύμβασης μεταβίβασης και δη αιτούνται την ακύρωση της διαταγής πληρωμής ως απαραδέκτως εκδοθείσης, λόγω έλλειψης έγγραφης απόδειξης της ειδικής διαδοχής και άρα του δικαιούχου της απαίτησης, που αναγνωρίστηκε ως οφειλόμενη και επιδικάσθηκε με αυτήν. Οι ερευνώμενοι ισχυρισμοί καθόσον βάλλουν κατά του κύρους της απόφασης της συνέλευσης των ομολογιούχων ελέγχονται απορριπτέοι ως νόμω αβάσιμος καθόσον κατά τα ήδη εκτιθέμενα ανωτέρω η ακυρότητα της απόφασης της συνέλευσης των ομολογιούχων για οποιονδήποτε λόγο δεν μπορεί να προταθεί μετά πάροδο έξι (6) μηνών από τη λήψη της απόφασης. Ομοίως πιθανολογούνται απορριπτέες οι αιτιάσεις για την παράλειψη να προσκομισθούν τα πλήρη κείμενα των συμβάσεων, καθόσον σε περίπτωση που η μεταβίβαση της απαιτήσεως συντελείται με καταχώριση σε δημόσιο έγγραφο, για τη νομιμοποίηση του δικαιούχου ειδικού διαδόχου της απαιτήσεως αρκεί η κοινοποίηση του εγγράφου αυτού, χωρίς να απαιτείται να συγκοινοποιηθούν και τα προγενέστερα έγγραφα που αφορούν στην εσωτερική διαδικασία των συμβαλλομένων. Συνεπώς σε περίπτωση μεταβιβάσεως τραπεζικών απαιτήσεων για τη νομιμοποίηση της ειδικής διαδόχου των απαιτήσεων αρκούν τα έγγραφα, που αποδεικνύουν την συντέλεση της μεταβιβάσεως, τα οποία και στοιχειοθετούν τη νομιμοποίησή της, ειδικότερα δε τα έγγραφα που νομιμοποιούν την αποκτώσα εταιρία είναι η καταχώριση σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία των συμβάσεων μεταβιβάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 3 Ν. 2844/2000, στο Ενεχυροφυλάκειο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντας, με το σχετικό απόσπασμα των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων, απ' όπου θα φαίνεται η καταχώριση της μεταβιβάσεως της απαιτήσεως του οφειλέτη, χωρίς να απαιτείται να επισυναφθεί ολόκληρη η σύμβαση μεταβίβασης, καθόσον αρκεί προς τούτο η περίληψης αυτής κατά τα προδιαληφθέντα (ΕφΘεσσαλ 1771/2021, δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Ωστόσο κατά το σκέλος που οι ερευνώμενοι ισχυρισμοί κατατείνουν στην έλλειψη έγγραφης απόδειξης της ειδικής διαδοχής, του δικαιούχου της απαίτησης και των δικαιοπαραγωγικών αυτής γεγονότων, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός ελέγχεται αρκούντως ορισμένος και νόμιμος ερειδόμενος στις διατάξεις που αναφέρονται στην προπαρατεθείσα νομική σκέψη και περαιτέρω από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων πιθανολογείται ουσιαστικά βάσιμος. Ειδικότερα η καθ' ης κατά την έκδοση της προσβαλλομένης προς τον σκοπό απόδειξης της επιδικαζομένης απαιτήσεως σε βάρος των αιτούντων επισύναψε ως αναφέρονται στο κείμενο της διαταγής πληρωμής ως προς τις εν θέματι μεταβιβάσεις της ένδικης απαίτησης και δη ως προς την πρώτη αυτών ακριβές αντίγραφο της καταχώρισης στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου ./16-9-2019 της από 16-9-2019 σύμβασης μεταβίβασης απαιτήσεων από την Τράπεζα Πειραιώς ΑΕ προς την Piraeus SN και των διορθωτικών αυτής δημοσιεύσεων στο πλαίσιο τιτλοποίησης, μεταβίβασης και εκχώρησης χαρτοφυλακίου δανείων και πιστώσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, χωρίς ωστόσο για την ανωτέρω μεταβίβαση, ως προς την οποία κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο V νομική σκέψη αναφορικά με όσα προβλέπονται στις διατάξεις του Ν. 4354/2015, η πώληση των απαιτήσεων να είναι ισχυρή μόνο εφόσον έχει υπογράφει συμφωνία ανάθεσης διαχείρισης μεταξύ εταιρίας απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων που αδειοδοτείται και εποπτεύεται από την Τράπεζα της Ελλάδος», να διαλαμβάνεται αναφορά σε προσκομιζόμενο ακριβές αντίγραφο της καταχώρισης στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών Σύμβασης Διαχείρισης των μεταβιβαζόμενων Επιχειρηματικών Απαιτήσεων, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται έγγραφη και πλήρης απόδειξη, αφενός ως προς το πρόσωπο του δικαιούχου της απαιτήσεως, αφετέρου ως προς τα παραγωγικά γεγονότα της απαίτησης. Και ναι μεν στο από 27-9-2019 πρακτικό της συνέλευσης ομολογιούχων αναφέρεται ότι η αποκτώσα ως άνω εταιρία ανέθεσε την διαχείριση των απαιτήσεων της από την σύμβαση ομολογιακού δανείου στην εταιρία με την επωνυμία "Alternative Financial Solutions ΜΑΕΔΑΔΠ", ωστόσο ως προαναφέρθηκε δεν αναφέρεται στην διαταγή πληρωμής αντίγραφο της καταχώρισης της σύμβασης διαχείρισης στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών και συνακόλουθα δεν πιθανολογείται ότι προσκομίστηκε πριν από την έκδοση αυτής το έγγραφο αυτό. Η οικεία δε παράλειψη πλήττει την διαταγή πληρωμής και δεν θεραπεύεται ανεξάρτητα αν έχει καταρτισθεί εγκύρως η σύμβαση διαχείρισης, δεκτού γενομένου ότι σε περίπτωση που ως εν προκειμένω ο λόγος της ανακοπής είναι τυπικός και αφορά στην μη απόδειξη της απαίτησης εγγράφως, αντικείμενο της δίκης δεν καθίσταται το ζήτημα της ύπαρξης ή μη της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, αλλά η έλλειψη της διαδικαστικής προϋπόθεσης της έγγραφης απόδειξης της απαίτησης προς έκδοση αυτής (ΑΠ 355/1999). Ως εκ τούτου πιθανολογείται η ευδοκίμηση του ερευνώμενου λόγου, καθόσον, κατά την έκδοση της διαταγής πληρωμής, δεν συνέτρεχαν οι τυπικές προϋποθέσεις της έκδοσής της, και συγκεκριμένα η προϋπόθεση της έγγραφης και πλήρους απόδειξης της επιδικαζομένης απαιτήσεως και δη των δικαιοπαραγωγικών αυτής γεγονότων. Δοθέντος ότι συντρέχει το στοιχείο της ανεπανόρθωτης βλάβης των αιτούντων, αφού από την εκτελεστότητα του τίτλου και την διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος τους αυτοί καλούνται να καταβάλουν την επιδικασθείσα απαίτηση, πρέπει, η αίτηση να γίνει δεκτή και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα και να διαταχθεί η αναστολή εκτέλεσης της με αρ. ./2022 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου, μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της ανακοπής. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των αιτούντων (άρθρο 84 παρ. 2 του Ν. 4194/2013, όπως τροποποιήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 του Ν. 4236/2014), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.

 

ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ την εκτέλεση της με αριθμό ./2022 διαταγής πληρωμής της Δικαστή αυτού του Δικαστηρίου μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της με αριθμό κατάθεσης ΓΑ ./2022 ανακοπής τους και του με αρ. καταθ. ./2023 δικογράφου προσθέτων λόγων.

 

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αιτούντες στην δικαστική δαπάνη της καθ’ ής την οποία καθορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο Ηράκλειο, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 16 Ιανουάριου 2024.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

                                            (για τη δημοσίευση)