ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜΠρΗλείας 298/2023

 

Ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής και επιταγής προς πληρωμή -.

 

Ο ανακόπτων οφειλέτης αλυσιτελώς προτείνει λόγους ανακοπής κατά του κύρους της σύμβασης πώλησης επιχειρηματικών απαιτήσεων στην εταιρεία ειδικού σκοπού κατά το Ν.3156/2003, καθώς κατά την άποψη που το παρόν Δικαστήριο υιοθετεί ως ορθότερη η εκποιητική δικαιοπραξία της εκχώρησης και επί τιτλοποίησης επιχειρηματικών απαιτήσεων είναι αναιτιώδης έναντι της υποσχετικής και συνεπώς τα αποτελέσματα αυτής [εκχώρησης] επέρχονται ανεξάρτητα από το κύρος ή αναστρέψιμο της αιτίας- παράθεση αντίθετης άποψης.

 

 

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΛΕΙΑΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ

ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αριθμός Απόφασης 298/2023

[αριθμός έκθεσης κατάθεσης δικογράφου Μει …./….8.2022]

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΛΕΙΑΣ

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Βασιλική Ρέππα, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε η Αναπληρώτρια Προϊσταμένη του παρόντος Πρωτοδικείου, Πρόεδρος Πρωτοδικών, και από τη Γραμματέα Σοφία Καυκανιώτη.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 08 Φεβρουαρίου 2023, για να δικάσει την υπόθεση, με αντικείμενο την ακύρωση διαταγής πληρωμής και επιταγής προς εκτέλεση, μεταξύ :

 

Του ανακόπτοντος : Η…. Τ….. του Π….., κατοίκου Τοπικής Κοινότητας Μ…. Δημοτικής Ενότητας Πύργου του Δήμου Πύργου Ηλείας, ΑΦΜ 0….., ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας Δικηγόρου του Παναγιώτας Ξενογιάννη [Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς, ΑΜ 3418, γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων με αριθμό Α…../…….02.2023 του ΔΣΠ] και κατέθεσε προτάσεις.

 

Της καθής η ανακοπή : ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «do Value Greece Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις» και τον διακριτικό τίτλο «do value Greece» πρώην με την επωνυμία «EUROBANK FPS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» και τον διακριτικό τίτλο «EUROBANK FINANCIAL PLANNING SERVICES», η οποία εδρεύει στο Μοσχάτο Αττικής, επί της οδού Κύπρου αρ.27 και Αρχιμήδους, ΑΦΜ 0……, ΔΟΥ ΦΑΕ ΠΕΙΡΑΙΑ, ΓΕΜΗ 1……, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, αδειοδοτηθείσα από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με το Ν.4354/2015, δυνάμει της με αριθμό 220/1/13.3.2017 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων [υπ’αριθμ. 880/16.3.2017 ΦΕΚ τ.Β], η οποία ενεργεί με την ιδιότητά της ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος, διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «FRONTIER  ISSUER DESIGNATED ACTIVITY COMPANY», που εδρεύει στην Ιρλανδία, επί της οδού Fenian, 2ος όροφος Palmerston House, Δουβλίνο 2, με αριθμό μητρώου 669436, όπως εκπροσωπείται νόμιμα. Η ανωτέρω εταιρεία ειδικού σκοπού κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ», ΑΦΜ 0……, ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών, κατόπιν μεταβίβασης στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις σύμφωνα  με τι διατάξεις του Ν.3156/2003. Η ανωτέρω εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων παραστάθηκε στο ακροατήριο  δια της πληρεξούσιας Δικηγόρου της Ρόζας Τσαγκαρουσιάνου [Δικηγορικός Σύλλογος Ηλείας, ΑΜ131, γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων με αριθμό Η…../…..10.2023 του ΔΣΗΛ (παράσταση – προτάσεις), πληρεξούσιος Δικηγόρος Ευάγγελος Ψύχας (προτάσεις) Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, ΑΜ13804, γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων με αριθμό Π…../…...02.2023 του ΔΣΑ] και κατέθεσε προτάσεις.

 

Ο ανακόπτων ζητά να γίνει δεκτή η από 16.8.2022 ανακοπή, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου Μει …../…..8.2022, προσδιορίστηκε να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (08/02/2023) και γράφτηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό […..].

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ότε εκφωνήθηκε κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις που κατέθεσαν.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

[Ι] Κατά τη διάταξη του άρθρου 632 παρ.6 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το Ν.4335/2015, «Με την ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής μπορεί να σωρευθεί και αίτημα ακυρώσεως των πράξεων εκτελέσεως, οι οποίες ενεργούνται με βάση αυτήν, αν συντρέχουν και οι προϋποθέσεις του άρθρου 218 ΚΠολΔ». Κατά τη νέα αυτή διάταξη (ΚΠολΔ 632 παρ.6) με την ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής σωρεύονται παραδεκτά τόσο οι ανακοπές κατά των περισσότερων διαταγών πληρωμής, οπότε η καθ’ύλην  αρμοδιότητα προσδιορίζεται με βάση το ποσό όλων των προσβαλλόμενων διαταγών πληρωμής, όσο και η ανακοπή κατά των πράξεων εκτέλεσης, που ενεργούνται βάσει αυτής, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις αντικειμενικής σώρευσης των αιτημάτων κατά τη διάταξη  του άρθρου 218 ΚΠολΔ [ Απαλλαγάκη Χ.-Σταματόπουλος Σ. Ο Νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’άρθρο μετά τους Ν.4842 και 4855/2021 ΚΠολΔ, τομ.2ος, εκδ.2022, [-Ανδρίτσος Σ.], υπό άρθρο 632, §§§ 37,38,39, σελ.2252-2253, (-Ρεντούλης Π.), υπό άρθρο 933, § 40, σελ. 3003-3004]. Η παράλληλη άσκηση των δύο ανακοπών στο ίδιο δικόγραφο, εφόσον συνέτρεχε η καθ ύλην και κατά τόπο αρμοδιότητα του δικάζοντος δικαστηρίου και αμφότερες υπάγονταν στο ίδιο είδος διαδικασίας, γινόταν δεκτή και υπό το προϊσχύσαν δίκαιο [ΕφΑθ 547/2008, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΜΠΑθ 623/2016, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ]. Ήδη μετά τις τροποποιήσεις που επέφερε ο Ν.4335/2015, η προϋπόθεση της ταυτότητας της διαδικασίας για την αντικειμενική σώρευση των ανωτέρω δύο ανακοπών πληρούται σε κάθε περίπτωση και δεν δημιουργείται πλέον ζήτημα, καθόσον αμφότερες εκδικάζονται με την ειδική διαδικασία των πιστωτικών διαφορών. Ωστόσο, ενόψει της διαφορετικής ρύθμισης της καθ’ ύλην αναρμοδιότητας των δύο ανακοπών, η οποία για την ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής καθορίζεται από το ύψος της απαίτησης ενώ για την ανακοπή κατά της εκτέλεσης αρμόδιο τυγχάνει πάντα το Ειρηνοδικείο ή το Μονομελές Πρωτοδικείο, η δυνατότητα αντικειμενικής σώρευσης κρίνεται κατά τη συγκεκριμένη περίπτωση [ Απαλλαγάκη Χ.-Σταματόπουλος Σ. ο.π. (-Ανδρίτσος Σ.), υπό άρθρο 632, § 39, σελ.2253]. Στο πλαίσιο των §§ 2,3 του άρθρου 31 ΚΠολΔ, οι δύο ανακοπές μπορούν αντικειμενικά να σωρευθούν στο ίδιο δικόγραφο, το οποίο θα εισαχθεί προς συζήτηση  στο Πολυμελές Πρωτοδικείο, ακόμη και αν η ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής υπάγεται στο Πολυμελές, η δε ανακοπή κατά της εκτέλεσης στο Μονομελές Πρωτοδικείο, υπό την προϋπόθεση ότι οι δύο ανακοπές θεμελιώνονται στους ίδιους λόγους ως προς την επίδικη αξίωση [Ανδρίτσος Σ. ο.π. Αντιθέτως, ότι δεν ιδρύεται η δωσιδικία της συνάφειας κατά τη διάταξη του άρθρου 31 ΚΠολΔ όταν σωρεύονται ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής και ανακοπή κατά της εκτέλεσης διότι  δεν υπάρχει μεταξύ τους σχέση κύριου και παρεπόμενου καθώς και ότι υπάρχει περίπτωση το δικαστήριο που καλείται να συνεκδικάσει τις σωρευόμενες αιτήσεις να θεωρήσει απαράδεκτη τη σώρευσή τους λόγω του ότι η σύγχρονη εκδίκασή  επιφέρει σύγχυση δεδομένου των διαφορετικών ρυθμίσεων ως προς τα αποδεικτικά μέσα που μπορούν να ληφθούν υπόψη από δικαστήριο για την απόδειξη εκάστης ανακοπής [ΚΠολΔ 933§4] σε συνδυασμό με το επιτρεπτό ή μη της άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της απόφασης που εκδίδεται για εκάστη εξ αυτών κατά τη διάταξη του άρθρου 937 παρ.1 στοιχ.β ΚΠολΔ, βλ. σχετ. Ρεντούλη ο.π. §40 σελ.3004].

 

[ΙΙ] Σύμφωνα με το άρθρο 934 ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ. 2 του Ν. 4335/2015 (Φ.Ε.Κ. A 87/23.7.2015, έναρξη ισχύος 01.01.2016 - άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 Ν. 4335/2015 ) «1. Ανακοπή σύμφωνα με το άρθρο 933 είναι παραδεκτή: α) Αν αφορά ελαττώματα από τη σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση μέχρι και τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης κατά τα άρθρα 955 και 995 ή την απαίτηση ή σε περίπτωση κατάσχεσης στα χέρια τρίτου μέχρι και την επίδοση του κατασχετηρίου εγγράφου στον καθ`ου, μέσα σε σαράντα πέντε (45) ημέρες από την ημέρα της κατάσχεσης. Σε περίπτωση άμεσης εκτέλεσης, η ανακοπή κατά της επιταγής προς εκτέλεση ασκείται μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την επίδοση της επιταγής. β) Αν αφορά την εγκυρότητα της τελευταίας πράξης εκτέλεσης, μέσα σε τριάντα (30) ημέρες αφότου η πράξη αυτή ενεργηθεί και αν πρόκειται για εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την ημέρα του πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού αν πρόκειται για κινητά, και εξήντα (60) ημέρες αφότου μεταγραφεί η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης, αν πρόκειται για ακίνητα. 2. Αν πρόκειται για εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, τελευταία πράξη εκτέλεσης είναι η σύνταξη έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης».

Η διάταξη του άρθρου 934 ΚΠολΔ καλύπτει οποιαδήποτε μορφή αναγκαστικής εκτέλεσης αλλά εφαρμόζεται μόνο επί της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται στις δίκες περί την εκτέλεση το σύστημα της κατά στάδια προβολής των λόγων ανακοπής.

Κάθε πράξη εκτέλεσης προσβάλλεται με ανακοπή εντός ορισμένης προθεσμίας που ορίζεται στην ανωτέρω διάταξη, η δε παρέλευση της προθεσμίας έχει ως αποτέλεσμα να καθίσταται απρόσβλητη η συγκεκριμένη πράξη εκτέλεσης, δεδομένου ότι η ανακοπή συνιστά το μοναδικό ένδικο βοήθημα. Το άρθρο 934 παρ.1 αρ. α ΚΠολΔ προβλέπει μία ενιαία προθεσμία για όλους τους λόγους ανακοπής που υπάγονταν προηγουμένως στο (παλαιό) άρθρο 934 παρ. 1 αρ. α και β και συνεπώς όλους τους λόγους ανακοπής που βάλλουν κατά των πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας έως και τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης, ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό τους ως πράξεων της προδικασίας ή της κύριας διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, όπως και τους λόγους που αφορούν στην εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου, αν και δεν περιλαμβάνονται στην γραμματική διατύπωση του άρθρου, και στην απαίτηση. Η προσήκουσα κάθε φορά προθεσμία, που πρέπει να τηρήσει ο ανακόπτων υπό το άρθρο 934 ΚΠολΔ, κρίνεται όχι από το αίτημα της ανακοπής, δηλαδή από την πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης που προσβάλλει, αλλά από τους λόγους που προτείνει με την ανακοπή, δηλαδή από τα ιστορούμενα σε αυτήν ελαττώματα, τα οποία πρέπει να αναφέρονται ευθέως και αμέσως στο κύρος της προσβαλλόμενης με την ανακοπή πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης. Στις προθεσμίες του άρθρου 934 ΚΠολΔ υπόκεινται και οι λόγοι ανακοπής που ασκούνται με δικόγραφο προσθέτων λόγων, εφόσον αναφέρονται σε αταξίες και ελλείψεις της ίδιας πράξεως εκτελέσεως. Έτσι σε περίπτωση που οι λόγοι προσβολής αφορούν την έκθεση πλειστηριασμού και κατακύρωσης ακινήτου, για εκτέλεση προς ικανοποίηση xρηματικών απαιτήσεων, η προθεσμία ασκήσεως της ανακοπής και του δικογράφου των προσθέτων λόγων είναι εξήντα (60) ημέρες αφότου μεταγραφεί η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης [ΑΠ 1774/2001, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, (Χ.Τριανταφυλλίδης -) Χ.Απαλλαγάκη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο 2η έκδοση 2010,υπό άρθρο 934, σελ.1818 επ.].

 

Εντός της προθεσμίας του άρθρου 934 ΚΠολΔ θα πρέπει να γίνει η κατάθεση του δικογράφου της ανακοπής στη Γραμματεία του Δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, καθώς και η επίδοσή του στον καθού. Οι προθεσμίες του άρθρου 934 παρ.1 ΚΠολΔ είναι δικονομικές, διεπόμενες από τις διατάξεις των άρθρων 144 επ. του ίδιου Κώδικα, εξετάζονται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και η παρέλευσή τους συνεπάγεται έκπτωση από το δικαίωμα προσβολής της σχετικής πράξης εκτέλεσης (άρθρο 151 ΚΠολΔ), τυχόν ακυρότητα της οποίας καλύπτεται, η δε ανακοπή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Σε περίπτωση έμμεσης εκτέλεσης, αν οι λόγοι της ανακοπής αφορούν σε ελαττώματα της διαδικασίας από τη σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση μέχρι και τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης κατά τις διατάξεις των άρθρων 955 και 995 ΚΠολΔ, χρονικό διάστημα που καλύπτει πλημμέλειες σχετιζόμενες με την προδικασία της επιταγής προς εκτέλεση [ΚΠολΔ 924], την εντολή προς εκτέλεση [ΚΠολΔ 927], την κατάσχεση [ΚΠολΔ 954, 955, 992, 995], την προδικασία του πλειστηριασμού [ΚΠολΔ 955, 995], τότε η ανακοπή πρέπει να ασκηθεί εντός προθεσμίας σαράντα πέντε [45] ημερών από την κατάσχεση. Η ίδια προθεσμία ισχύει και για την απαίτηση. Αφετηρία της προθεσμίας των σαράντα πέντε (45) ημερών θα πρέπει και πάλι, μετά τις τροποποιήσεις που επέφερε ο Ν. 4335/2015, να γίνει δεκτό ότι αποτελεί η επίδοση αντιγράφου της κατασχετήριας έκθεσης στον καθού, για λόγους περιφρούρησης του δικαιώματος άμυνας του τελευταίου [ ΑΠ 640/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 172/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΜΠΑθ 986/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ].

 

Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση ανακοπή, ο ανακόπτων εκθέτει ότι κατόπιν αιτήσεως της καθής η ανακοπή εκδόθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Ηλείας η με αριθμό …../2009 διαταγή πληρωμής, για απαίτηση ποσού 30.495,57 ευρώ, που απορρέει από την υπ’αριθμ……/19.6.2006 σύμβαση παροχής πιστώσεων με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό και την από 20.6.2006 πρόσθετη πράξη σε συνδυασμό με την καταγγελία της σύμβασης πίστωσης, που έλαβε χώρα στις 23.7.2009 δυνάμει της υπ’αριθμ…..Ε/23.7.2009 έκθεσης επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Ηλείας Ν…. Μ….. Ότι η εκδοθείσα διαταγή πληρωμής επιδίκασε στην αιτούσα κεφάλαιο ποσού 30.495,57 ευρώ με τον εκάστοτε ισχύοντα τόκο υπερημερίας και με εξάμηνο ανατοκισμό από τις 24.7.2009, επόμενη ημέρα της καταγγελίας. Ότι η ανωτέρω διαταγή πληρωμής επιδόθηκε σε αυτόν δεκατρία [13] έτη από τον χρόνο δημοσίευσής της από την εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων με την επωνυμία «do value Greece ανώνυμη εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις» και τον διακριτικό τίτλο «do value Greece», δυνάμει της από 04.02.2022 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, η οποία επακολούθησε της από 17.12.2021 σύμβασης μεταβίβασης απαιτήσεων, που καταρτίστηκε μεταξύ της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «Frontier Issuer Designated Activity Company» και της ανώνυμης εταιρείας «Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ». Ότι η καθής η ανακοπή, δυνάμει αντιγράφου εξ απογράφου της υπ’αριθμ…../2009 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, με την παρά πόδας αυτού από 12.7.2022 επιταγή προς πληρωμή για το συνολικό ποσό των 53.495,57 ευρώ, που κοινοποιήθηκε σε αυτόν στις 14.7.2022, επέσπευσε  σε βάρος του αναγκαστική εκτέλεση.

 

Με βάση το ιστορικό αυτό, ο ανακόπτων, για τους διαλαμβανόμενους στην ανακοπή λόγους, ζητά να ακυρωθούν : α]  η υπ’αριθμ. …./2009 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας και β] η από 12.7.2022 επιταγή προς πληρωμή. Τέλος ζητά να καταδικαστεί το καθού η ανακοπή στη δικαστική του δαπάνη.

 

Στο δικόγραφο του ενδίκου βοηθήματος-ανακοπής καθίσταται σαφές ότι παραδεκτά σωρεύονται ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής [υπ’αριθμ…../2009 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας] και κατά της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης [από 12.7.2022 επιταγή προς πληρωμή εγγεγραμμένη παρά πόδας της ανωτέρω διαταγής πληρωμής]. Η ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, εφόσον κατατέθηκε μετά την 01.01.2016, διέπεται από τις διατάξεις του Ν.4335/2015, ως ισχύει, ανεξαρτήτως του ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε προ της ισχύος αυτού, εν προκειμένω το έτος 2009 [βλ. σχετ. Απαλαγάκη Χ. – Σταματόπουλος Σ. Ο Νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο μετά τους Ν.4842 και 4855/2021 ΚΠολΔ, τομ.2ος, εκδ.2022, [-Ανδρίτσος Σ.], υπό άρθρο 632 § 11, σελ. 2242]. Η παράλληλη άσκηση των δύο ανακοπών στο ίδιο δικόγραφο, εφόσον συνέτρεχε η καθ ύλην και κατά τόπο αρμοδιότητα του δικάζοντος δικαστηρίου και αμφότερες υπάγονταν στο ίδιο είδος διαδικασίας, γινόταν δεκτή και υπό το προϊσχύσαν δίκαιο [ΕφΑθ 547/2008, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΜΠΑθ 623/2016, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ]. Ήδη μετά τις τροποποιήσεις που επέφερε ο Ν.4335/2015, η προϋπόθεση της ταυτότητας της διαδικασίας για την αντικειμενική σώρευση των ανωτέρω δύο ανακοπών πληρούται σε κάθε περίπτωση και δεν δημιουργείται πλέον ζήτημα, καθόσον αμφότερες εκδικάζονται με την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών. Ωστόσο, ενόψει της διαφορετικής ρύθμισης της καθ’ ύλην αναρμοδιότητας για τις δύο ανακοπές, η οποία για την ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής καθορίζεται από το ύψος της απαίτησης ενώ για την ανακοπή κατά της εκτέλεσης αρμόδιο τυγχάνει πάντα το Ειρηνοδικείο ή το Μονομελές Πρωτοδικείο, η δυνατότητα αντικειμενικής σώρευσης κρίνεται κατά τη συγκεκριμένη περίπτωση [ Απαλλαγάκη Χ.-Σταματόπουλος Σ. ο.π. (-Ανδρίτσος Σ.), υπό άρθρο 632 § 39, σελ.2253]. Στη προκειμένη περίπτωση αρμόδιο καθ’ύλην Δικαστήριο για την εκδίκαση της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής τυγχάνει λόγω ποσού το Μονομελές Πρωτοδικείο, καθώς το ύψος της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε ανέρχεται στο ποσό των τριάντα χιλιάδων τετρακοσίων ενενήντα πέντε ευρώ και πενήντα επτά λεπτών [30.495,57€], [ΚΠολΔ 632 § 1, 14 § 1 α] ενώ κατά τόπον αρμόδιο Δικαστήριο για την εκδίκασή της τυγχάνει το δικαστήριο του τόπου έκδοσής της, ήτοι εν προκειμένω το Μονομελές Πρωτοδικείο Ηλείας. Όσον αφορά τη σωρευμένη ανακοπή κατά της πράξης εκτέλεσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 933 § 1 εδ.α ΚΠολΔ, καθ’ύλην αρμόδιο είναι το δικαστήριο από το οποίο έχει εκδοθεί ο τίτλος ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 933 παρ.3 ΚΠολΔ κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο, εφόσον μετά την επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση επακολούθησε κατάσχεση, είναι αυτός του τόπου της εκτέλεσης, ο οποίος, εάν πρόκειται για εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, είναι αυτός του τόπου της κατάσχεσης, ήτοι εν προκειμένω αρμόδιο είναι το παρόν Δικαστήριο [Μονομελές Πρωτοδικείο Ηλείας].  Συνεπώς το παρόν Δικαστήριο τυγχάνει καθύλην και κατά τόπο αρμόδιο για την εκδίκαση της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης. Η καθής η ανακοπή συνιστά ανώνυμη εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις που έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ιδρύματα, στην οποία η διαχείριση των απαιτήσεων που ανήκουν στην αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «FRONTIER ISSUER DESIGNATED ACTIVITY COMPANY», μεταξύ των οποίων η επιδικασθείσα απαίτηση με την ανωτέρω διαταγή πληρωμής, ανατέθηκε από την τελευταία, δυνάμει της από 17.12.2021 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων κατά το άρθρο 10 § 14 και 16 Ν.3156/2003, που ενεγράφη στις 04.02.2022 στο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν.2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον τόμο 13 με αριθμό 319 (άρθρο 10 παρ.8 Ν.3156/2003). Περαιτέρω η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής επιδόθηκε στον καθού η διαταγή - ανακόπτοντα για δεύτερη φορά στις 14.7.2022 μετά της παρά πόδας αυτής από 14.7.2022 επιταγής προς πληρωμή, όπως προκύπτει από την από 14.7.2022 ενυπόγραφη σημείωση της Δικαστικής Επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Ηλείας, Α…. Γ….. επί του ακριβούς αντιγράφου της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, που προσκομίζει με επίκληση ο ανακόπτων. Η κρινόμενη ανακοπή  κατά της έμμεσης διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης είναι εμπρόθεσμη καθότι της επιταγής εκτέλεσης δεν έχει επακολουθήσει κατάσχεση [ΚΠολΔ 934 § 1 στοιχ.α εδ.α ΚΠολΔ]. Επομένως η κρινόμενη ανακοπή πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της κατά τη προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ.ΚΠολΔ [άρθρα 632 παρ.2, 937 παρ.3 ΚΠολΔ].

 

Ο ανακόπτων με το δικόγραφο της ανακοπής του, όπως και με το δικόγραφο των προτάσεων του, ισχυρίζεται ότι η αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «Frontier Issuer Designated Activity Company» δεν κατέστη ειδική διάδοχος της πιστώτριας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ» και δεν απέκτησε από την τελευταία τις χρηματικές απαιτήσεις της από δάνεια και πιστώσεις έναντι των πιστούχων οφειλετών της, μεταξύ των οποίων και οι επίδικες, καθώς η μεταξύ τους συναφθείσα σύμβαση πώλησης των επιχειρηματικών απαιτήσεων είναι άκυρη για τους διαλαμβανόμενους στην αίτηση λόγους. Ότι κατόπιν τούτου η καθής η ανακοπή ανώνυμη εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων με την επωνυμία «du value Greece ανώνυμη εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις» δεν απέκτησε τη διαχείριση των απαιτήσεων από την εταιρεία ειδικού σκοπού δυνάμει της από 04.02.2022 σύμβασης διαχείρισης απαιτήσεων. Ειδικότερα ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η σύμβαση πώλησης επιχειρηματικών απαιτήσεων ανάμεσα στην εταιρεία ειδικού με την επωνυμία «Frontier Issuer Designated Activity Company» και στην πιστώτρια εταιρεία με την επωνυμία «Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος» είναι άκυρη καθότι : α] στα έγγραφα που αφορούν τη σύμβαση πώλησης επιχειρηματικών απαιτήσεων δεν αναφέρεται η κατάθεση ενεχύρου υπέρ των ομολογιούχων και λοιπών δικαιούχων, β] είναι εικονική διότι δεν προβλέφθηκε η καταβολή τιμήματος ούτε καταβλήθηκε τίμημα, γ] είναι ανήθικη άλλως καταχρηστική αντιβαίνουσα στα χρηστά ήθη και στον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, διότι δεν προβλέφθηκε και δεν καταβλήθηκε τίμημα, με την οποία πλούτισε παράνομα η εταιρεία απόκτησης [Fund] σε βάρος του ελληνικού λαού και του χρηματοπιστωτικού συστήματος, δ) δεν υπεγράφη από ειδικά εξουσιοδοτημένους εκπροσώπους κατά τη διάταξη του άρθρου 18 παρ.1 Ν.2190/1920, όσον αφορά τη συμβαλλόμενη τραπεζική εταιρεία, ε] η μεταβιβασθείσα απαίτηση είναι αόριστη διότι κατά τη μεταγραφή της απαιτήσεως δεν αναφέρεται το ύψος της, στ] δεν αρκεί η καταχώρηση της μεταβίβασης στο δημόσιο βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών αλλά για να επέλθουν τα αποτελέσματα της αναγγελίας της εκχώρησης έπρεπε να κοινοποιηθεί σε αυτόν ως οφειλέτη η σύμβαση εκχώρησης.

 

Επί του ισχυρισμού αυτού του ανακόπτοντος θα πρέπει να επισημανθούν τα ακόλουθα :

Η τιτλοποίηση απαιτήσεων συνιστά χρηματοδοτικό θεσμό, που εισήχθη το πρώτον στη Ελλάδα με το Ν.2801/2000, ο οποίος αφορά τις τιτλοποιήσεις που διενεργεί το Δημόσιο. Του τελευταίου αυτού Ν.2801/2000 ακολούθησε ο Ν.3156/2003, στο πεδίο εφαρμογής του οποίου ανήκουν οι ιδιώτες. Η τιτλοποίηση συνιστά μέθοδο χρηματοδότησης των εταιρειών, οι οποίες έχουν στο ενεργητικό τους ομάδα απαιτήσεων. Οι απαιτήσεις μπορεί να είναι ληξιπρόθεσμες και απαιτητές, ληξιπρόθεσμες και μη απαιτητές, μη ληξιπρόθεσμες ακόμα και μη γεννημένες. Η μεταβιβάζουσα πωλεί και μεταβιβάζει [εκχωρεί] τις απαιτήσεις της στην εταιρεία ειδικού σκοπού, η οποία καταβάλει στην αντισυμβαλλόμενη της το τίμημα για την πώληση αυτή. Μετά δε τη μεταβίβαση η εκχωρήτρια εταιρεία μπορεί να αναλάβει τη διαχείριση των μεταβιβασθέντων απαιτήσεων. Η εταιρεία ειδικού σκοπού συνιστά τον αγοραστή και εκδοχέα των απαιτήσεων. Κατά τη διάταξη του άρθρου 10 παρ.3 Ν.3156/2003 η εταιρεία ειδικού σκοπού δεν απαιτείται να εδρεύει στην Ελλάδα, εάν  όμως εδρεύει στην Ελλάδα πρέπει να έχει τη μορφή ανώνυμης εταιρείας. Η εκχώρηση των απαιτήσεων στην εταιρεία ειδικού σκοπού συνιστά εκποιητική δικαιοπραξία με την οποία επέρχεται η μεταβίβασή της και η αλλαγή του δικαιούχου αυτής. Κατά τη διάταξη του άρθρου 10 παρ.1 Ν.3156/2003 η μεταβίβαση των απαιτήσεων στην εταιρεία ειδικού σκοπού γίνεται αιτία πωλήσεως. Συνεπώς η υποσχετική σύμβαση της πώλησης συνιστά αιτία της εκποιητικής δικαιοπραξίας της εκχώρησης. Η σύμβαση της πώλησης κατά τη διάταξη του άρθρου 513 ΑΚ συνιστά ενοχική, υποσχετική, αμφοτεροβαρή, αιτιώδη, επαχθή δικαιοπραξία, με την οποία ο πωλητής αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει στον αγοραστή την κυριότητα του πωληθέντος πράγματος, ο δε αγοραστής να καταβάλει το αντάλλαγμα ως συμφωνηθέν τίμημα [ΑΠ 577/2016, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΑΠ 899/2015, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ]. Για το κύρος της καταρτισθείσας σύμβασης πώλησης δεν ασκεί καμία επιρροή το γεγονός αν και πως ο αγοραστής κατέβαλε το τίμημα που συμφωνήθηκε, ούτε η μη καταβολή του τιμήματος καθιστά τη πώληση εικονική. Απλώς το γεγονός της μη καταβολής του τιμήματος μπορεί να αποτελέσει δικαστικό τεκμήριο για την εικονικότητα της δικαιοπραξίας κατά την έρευνα της συναλλακτικής πρόθεσης των συμβληθέντων [ΑΠ 1534/2001, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»]. Η σύμβαση εκχώρησης είναι δικαιοπραξία εκποιητική αφού άμεσο αποτέλεσμά της είναι η ανάληψη όχι κάποιας ενοχικής υποχρέωσης από τον εκχωρητή αλλά η απώλεια της απαιτήσεως υπέρ του εκδοχέα. Είναι σύμβαση αναιτιώδης με αποτέλεσμα να μην επηρεάζεται το κύρος της από την ύπαρξη ή ανυπαρξία ή ακυρότητα της υποκείμενης σε αυτήν εσωτερικής αιτίας, δηλαδή της υποσχετικής δικαιοπραξίας, η οποία αποτέλεσε την αιτία και τον σκοπό της συνάψεώς της. Περαιτέρω η εκχώρηση είναι άτυπη δικαιοπραξία, όπως προκύπτει εξ αντιδιαστολής από την ΑΚ 457, που επιβάλλει την υποχρέωση συντάξεως περί αυτής δημοσίου εγγράφου, εάν το ζητήσει ο εκδοχέας. Συνέπεια δε του αναιτιώδους χαρακτήρα της συμβάσεως εκχωρήσεως είναι ότι δεν απαιτείται η τήρηση τύπου και όταν η αποτελούσα την αιτία της εκχωρήσεως βασική σύμβαση είναι τυπική δικαιοπραξία [ ΑΠ 476/2023, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΕφΛαρ 316/2011, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΑΠ 335/1999 ΕλλΔνη 1999, 1398]. Σε αντίθεση με τη κοινή εκχώρηση του ΑΚ, η οποία συνιστά άτυπη δικαιοπραξία [ ΑΚ 158, 457], στη τιτλοποίηση για την εκχώρηση των απαιτήσεων κατά τη διάταξη του άρθρου 10 παρ.1 Ν.3156/2003 πρέπει να τηρηθεί ο έγγραφος τύπος, αρκούντος του ιδιωτικού εγγράφου κατά τη διάταξη του άρθρου 160 ΑΚ. Στην πράξη συνάπτεται μια ενιαία σύμβαση, η οποία περιλαμβάνει τόσο την υποσχετική όσο και την εκποιητική δικαιοπραξία υπό ενιαίο τύπο. Κατά τη διάταξη της παρ.8 εδ.α του άρθρου 10 Ν.3156/2003, η σύμβαση μεταβίβασης των απαιτήσεων καταχωρίζεται στα οικεία βιβλία του Ενεχυροφυλακείου του τόπου της έδρας του εκχωρητή. Η καταχώριση αυτή κατά τη διάταξη του άρθρου 9 του Ν.3156/2003 επιφέρει τη μεταβίβαση των τιτλοποιημένων απαιτήσεων στην εταιρεία ειδικού σκοπού. Τα στοιχεία που πρέπει να φέρει η σύμβαση εκχώρησης, ως ελάχιστο περιεχόμενο αυτής, τα οποία υπόκεινται σε δημοσιότητα με την καταχώριση της σύμβασης στο Ενεχυροφυλακείο, είναι τα ακόλουθα : α] τα στοιχεία των συμβαλλομένων, β] οι όροι της σύμβασης, γ] ο τύπος των επιχειρηματικών απαιτήσεων, δ] το οφειλόμενο κεφάλαιο ανά επιχειρηματική απαίτηση και ανά σύνολο και ε] τα στοιχεία των οφειλετών και οι παρεπόμενες εμπράγματες και ενοχικές απαιτήσεις. Περαιτέρω, μετά την αναγγελία της εκχώρησης στον οφειλέτη αποκόπτεται κάθε δεσμός του τρίτου [οφειλέτη] προς τον εκχωρητή, ο οποίος αποξενώνεται και δεν μπορεί να αναμειχθεί με οποιονδήποτε τρόπο στην απαίτηση, και αποκλειστικός δικαιούχος είναι πλέον ο εκδοχέας, ο οποίος νομιμοποιείται πλέον να ασκήσει αγωγή κατά του οφειλέτη [ΑΠ 151/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΑΠ 224/2018, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»]. Στη τιτλοποίηση απαιτήσεων, επειδή αφορά εκχώρηση πληθώρας απαιτήσεων, η αναγγελία, κατά παρέκκλιση από τη διάταξη του άρθρου 460 ΑΚ, δεν αφορά την κάθε απαίτηση ξεχωριστά, αλλά η αναγγελία λαμβάνει χώρα πλασματικά για όλες τις απαιτήσεις, με την καταχώριση της περίληψης της μεταβιβαστικής συμφωνίας στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 Ν.2844/2000, που τηρείται στο Ενεχυροφυλακείο. Στη διάταξη της παραγράφου 9 του άρθρου 10 προβλέπεται η αναγγελία της εκχώρησης στον οφειλέτη από τον εκδοχέα με τη τήρηση του έγγραφου τύπου. Η τελευταία αυτή αναγγελία της παρ.9 δεν έχει σχέση με την αναγγελία που λαμβάνει χώρα με τη καταχώρηση της εκχώρησης στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου, συνιστά δε απλή υλική πράξη και όχι δικαιοπραξία. Μετά την αναγγελία ο οφειλέτης έχει έναντι του εκδοχέα όλες τις ενστάσεις που είχε έναντι του εκχωρητή, με κρίσιμο χρόνο αυτόν της αναγγελίας. Αμφισβητήσιμο ζήτημα στην τιτλοποίηση των επιχειρηματικών απαιτήσεων συνιστά το εάν η στενή σχέση της υποσχετικής δικαιοπραξίας της πώλησης με την εκποιητική δικαιοπραξία της εκχώρησης, ως αποκλειστική αιτία κατάρτιση της τελευταίας, μετατρέπει την εκχώρηση σε αιτιώδη δικαιοπραξία κατ’ απόκλιση από τον ΑΚ. Κατά μια άποψη η εκχώρηση στη τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι αιτιώδης λόγω του ότι η δικαιοπραξία της πώλησης συνιστά την αποκλειστική της αιτία. Συνεπώς τυχόν ακυρότητα της πώλησης θα συμπαρασύρει την εκχώρηση. Ωστόσο η ακυρότητα της εκχώρησης, εάν πάσχει η πώληση, είναι σχετική και ενεργεί μεταξύ μεταβιβάζοντος-εκχωρητή και αποκτώντος-εκδοχέα [άρθρο 175 εδ. β ΑΚ], [ Λέκκας Γ., Εμπράγματη εξασφάλιση του ομολογιακού δανείου και τιτλοποίηση απαιτήσεων, εκδ. 2005,§ 6 αρ.231]. Κατά την έτερη άποψη η εκχώρηση παραμένει και επί της τιτλοποίησης αναιτιώδης δικαιοπραξία [Βενιέρης, Τιτλοποίηση απαιτήσεων σύμφωνα με το Ν.3156/2003 υπό το πρίσμα της διεθνούς πρακτικής, εκδ.2005], [ ως προς τη τιτλοποίηση των απαιτήσεων βλ. σχετ. Μαργαρίτη Γ. Διπλωματική Εργασία με θέμα « Νομικά ζητήματα του θεσμού της τιτλοποίησης απαιτήσεων», Νοέμβριος 2021, Π.Μ.Σ. Εμπορικό Δίκαιο, Ειδίκευση : Εταιρείες και Χρηματοδότηση, Πανεπιστημιακό Έτος 2020-2021, Νομική Σχολή ΕΚΠΑ, ιδίως σελ. 28-33, δημοσιευμένη στο διαδίκτυο, Βουρβουτσιώτη Μ. Διπλωματική Εργασία με θέμα « Ο θεσμός της τιτλοποίησης απαιτήσεων σύμφωνα με τον Ν.3156/2003», 2008, Τομέας Εμπορικού και Οικονομικού Δικαίου, Τμήμα Μεταπτυχιακών Σπουδών, Α.Π.Θ, δημοσιευμένη στο διαδίκτυο, ιδίως σελ.72, Κουλουριάνος Θ. Ο θεσμός της τιτλοποίησης απαιτήσεων ως μορφή χρηματοδότησης των επιχειρήσεων σύμφωνα με το Ν.3156/2003, ΧρΙΔ 2006, σελ.182, Ρούσσης Δ., Το ειδικό δίκαιο της εκχώρησης απαιτήσεων, από την πρακτορεία και τιτλοποίηση στη διάθεση απαιτήσεων με αιτία τη διαχείριση ή την πώληση: συστηματική εναρμόνιση με το γενικό δίκαιο εκχώρησης, ΧρΙΔ 2016, σελ. 569, Τσολακίδης Ζ. Μεταβίβαση απαιτήσεων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια, ΧρΙΔ 2016, σελ.641].

 

Οι ανωτέρω υπό στοιχεία α, β, γ, δ, ε ισχυρισμοί του ανακόπτοντος, που βάλλουν κατά του κύρους της σύμβασης πώλησης, πέραν της αοριστίας και αβασιμότητάς τους, πρωτίστως αλυσιτελώς προτείνονται από τον οφειλέτη-ανακόπτοντα και πρέπει να απορριφθούν, καθώς, σύμφωνα και με τα όσα διαλαμβάνονται στην ανωτέρω νομική σκέψη της παρούσας, κατά την άποψη που το παρόν Δικαστήριο υιοθετεί ως ορθότερη,  η εκχώρηση και επί της τιτλοποίησης απαιτήσεων ως εκποιητική δικαιοπραξία είναι αναιτιώδης έναντι της υποσχετικής και συνεπώς τα αποτελέσματα αυτής (εκχώρησης) επέρχονται ανεξάρτητα από το κύρος ή αναστρέψιμο της αιτίας. Ο υπό στοιχείο (στ) ισχυρισμός του ανακόπτοντος τυγχάνει αόριστος καθώς δεν αναφέρει το ποσό που αναγράφεται ως μεταβιβασθείσα απαίτηση στα στοιχεία που καταχωρήθηκαν στο Ενεχυροφυλακείο και του κοινοποιήθηκαν και το ποσό στο οποίο ανερχόταν κατά τη μεταβίβαση η απαίτησή του. Ο υπό στοιχείο (ζ) ισχυρισμός του ανακόπτοντος είναι αβάσιμος καθώς, σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην ανωτέρω νομική σκέψη της παρούσας, επί τιτλοποίησης, όπου λαμβάνει χώρα εκχώρηση πλήθους απαιτήσεων, δεν γίνεται εξατομικευμένη αναγγελία σε κάθε οφειλέτη, όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 460 ΑΚ, αλλά η αναγγελία της εκχώρησης λαμβάνει χώρα πλασματικά και απρόσωπα με καταχώριση  περίληψης της μεταβιβαστικής σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου.

 

Με τον πρώτο λόγο ανακοπής, ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η ανακοπτόμενη υπ’αριθμ…../2009 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας τυγχάνει άκυρη καθώς δεν επιδόθηκε σε αυτόν εντός δύο μηνών από την ημερομηνία δημοσίευσής της, με αποτέλεσμα να έχει απωλέσει  την ισχύ της.

 

Κατά το άρθρο 630 Α ΚΠολΔ, η διαταγή πληρωμής επιδίδεται σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από την έκδοσή της. Αν η επίδοση δεν γίνει μέσα στην προθεσμία των δύο μηνών, η διαταγή πληρωμής παύει να ισχύει. Η διάταξη αυτή καθιστά υποχρεωτική την επίδοση της διαταγής πληρωμής στον καθ' ού και θεσπίζει ανώτατο χρονικό όριο για τη διενέργειά της. Η τασσόμενη προθεσμία είναι δύο μήνες από την ημερομηνία έκδοσης της διαταγής πληρωμής. Συνεπώς, η μη εμπρόθεσμη ή η μη επίδοση καθόλου ή η προς μη επίδοση εξομοιούμενη μη νόμιμη επίδοση της διαταγής πληρωμής μέσα στην άνω προθεσμία επιφέρει ανατροπή της ισχύος της, δηλαδή η διαταγή πληρωμής από την παράλειψη αυτή θεωρείται ανύπαρκτη και κατά νομική αναγκαιότητα συμπαρασύρονται σε αυτοδίκαιη ανατροπή και οι σε αυτή επιστηριζόμενες συνέπειες της, ενώ και τα αποτελέσματα, που τυχόν επήλθαν, ανατρέπονται αναδρομικά. Η παύση της ισχύος της διαταγής είναι αυτοδίκαιη. Μάλιστα δεν απαιτείται η συνδρομή δικονομικής βλάβης, αφού ο νόμος απαιτεί με ποινή ακυρότητας την πραγματοποίηση της επίδοσης εντός του χρονικού διαστήματος των δυο (2) μηνών από την έκδοση της. Επομένως, δεν εξαρτάται από την ευδοκίμηση ανακοπής (άρθρο 632 ΚΠολΔ) εναντίον της, που δεν είναι καν απαραίτητο να ασκηθεί. Σε περίπτωση πάντως αμφισβήτησης ως προς την αυτοδίκαιη παύση της ισχύος της, η άσκηση ανακοπής με λόγο τη μη επίδοση της διαταγής εντός διμήνου δεν αποκλείεται (βλ. σχετ. Βαθρακοκοίλη, Ερμηνευτική - Νομολογιακή Ανάλυση ΚΠολΔ, Συμπληρωματικής τόμος μετά τον Ν.2915/2001, υπό άρθρο 630Α, αριθμ. 2, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμηνείαΚΠολΔ, Τόμος II, 2002, κάτω από άρθρο 630Α, αρ. 3-4, σελ. 1177-1179 και κάτω από άρθρο 632 αρ 21, σελ, 1187).

 

Από τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο ανακόπτων συνήψε με την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ» την υπ’αριθμ……/19.6.2006 σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό και την από 20.6.2006 πρόσθετη πράξη αυτής, που καταρτίστηκαν στον Πύργο Ηλείας, με την οποία του χορηγήθηκε πίστωση με ανοικτό [αλληλόχρεο] λογαριασμό μέχρι του ποσού των 35.000,00 ευρώ υπό τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες που διαλαμβάνονται στη σύμβαση και στη σχετική πρόσθετη πράξη. Λόγω μη καταβολής των ληξιπρόθεσμων δόσεων του δανείου, με την από 23.7.2009 επιστολή, που επιδόθηκε αυθημερόν στον ανακόπτοντα, όπως προκύπτει από την υπ’αριθμ…..Ε/23.7.2009 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Ηλείας Ν….. Μ…., η πιστώτρια τράπεζα κατήγγειλε την ανωτέρω σύμβαση δανείου, η οποία εμφάνιζε χρεωστικό υπόλοιπο ποσού 30.433,81 €, εντόκως από τις 24.7.2009 μέχρις εξοφλήσεως, των οφειλόμενων τόκων υπερημερίας ανατοκιζόμενων ανά εξάμηνο. Εν συνεχεία η πιστώτρια ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ» προχώρησε στην έκδοση της υπ’αριθμ. …./23.9.2009 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, με την οποία ο καθού και ήδη ανακόπτων διατάχθηκε να καταβάλει στην τελευταία [πιστώτρια] το ποσό των τριάντα χιλιάδων τετρακοσίων ενενήντα πέντε ευρώ και πενήντα επτά λεπτών [30.495,57€] εντόκως με το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας και με ανά εξάμηνο ανατοκισμό των οφειλόμενων τόκων από τις 24.7.2009 πλέον εξόδων. Όπως προκύπτει από την υπ’αριθμ……Ε/28.9.2009 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Ηλείας Ν….. Μ….., που προσκομίζει με επίκληση η καθής η ανακοπή, ακριβές φωτοαντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της ανωτέρω διαταγής πληρωμής επιδόθηκε στον ανακόπτοντα επιμελεία της πιστώτριας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας στις 28.9.2009.

Επομένως ο πρώτος λόγος ανακοπής είναι αβάσιμος κατ’ουσίαν και πρέπει να απορριφθεί.

 

Με τον δεύτερο λόγο ανακοπής ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι ο όρος της σύμβασης δανείου, βάσει της οποίας εκδόθηκε η ανακοπτόμενη υπ’αριθμ. …./2009 διαταγή πληρωμής, σύμφωνα με τον οποίο η απαίτηση της πιστώτριας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας και αιτούσας την έκδοση της διαταγής πληρωμής θα αποδεικνύεται από τα προσκομισθέντα αποσπάσματα από τα βιβλία της είναι άκυρος αφενός διότι το ιδιωτικό έγγραφο καταρχήν δεν αποδεικνύει υπέρ του εκδότη του και αφετέρου διότι ο όρος αυτός συνιστά δικονομική σύμβαση, η οποία είναι άκυρη ως καταχρηστική, διότι κατά παράβαση του άρθρου 2 παρ.6 του Ν.2251/1994 περί προστασίας των καταναλωτών, όπως η διάταξη αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 2 Ν.3587/2007, διαταράσσει την ισορροπία των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, καθότι πρόκειται για όρο που δεν αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης αλλά ήταν προδιατυπωμένος.

 

Η περιλαμβανόμενη στη σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό ειδική συμφωνία ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα, που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο της πίστωσης, θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τελευταίας δεν προσκρούει στη δημόσια τάξη και είναι έγκυρη ως δικονομική σύμβαση. Το απόσπασμα αυτό, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου. Στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, μεταξύ της αιτούσας πιστώτριας τράπεζας και του καθού η αίτηση πιστούχου, αρκεί να αναφέρεται, ότι μεταξύ των διαδίκων συμφωνήθηκε, ότι το ποσό αυτό θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της αιτούσας και ότι ο σχετικός λογαριασμός έκλεισε με ορισμένο υπόλοιπο υπέρ αυτής, το οποίο αποδεικνύεται από το πλήρες απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της, στο οποίο εμφανίζεται η όλη κίνηση του λογαριασμού, από την υπογραφή της σύμβασης πίστωσης μέχρι το κλείσιμό της, χωρίς να είναι απαραίτητο να αναφέρονται και τα επιμέρους κονδύλια πιστώσεων και χρεώσεων, και ειδικότερα να προσδιορίζεται το επιτόκιο που εφαρμόστηκε για τον υπολογισμό των τόκων, αφού τα κονδύλια αυτά περιλαμβάνονται στο επισυναπτόμενο απόσπασμα, από το οποίο, κατά τη συμφωνία των διαδίκων, αποδεικνύεται η απαίτηση της τράπεζας. Το αντίγραφο δε αυτού έχει αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, εφόσον η ακρίβειά του βεβαιώνεται από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο (άρθρα 449 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., 52 ΝΔ 3026/1954, 14 Ν 1599/1986), και δεν μπορεί να προσδώσει  την αποδεικτική αυτή δύναμη η βεβαίωση της ακρίβειας του αντιγράφου από τον αρμόδιο υπάλληλο της πιστώτριας τράπεζας. Στην περίπτωση όμως των μηχανογραφικών τηρούμενων εμπορικών βιβλίων, που περιέχονται σε ηλεκτρονική μορφή εντός του υπολογιστή με τη σχετική βεβαίωση της γνησιότητας της εκτυπώσεως από τον υπάλληλο της τράπεζας που ενήργησε την εκτύπωση, αποτελεί το πρωτότυπο έγγραφο που έχει εις χείρας της η τράπεζα προς απόδειξη του περιεχομένου του εξαχθέντος από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή αποσπάσματος των βιβλίων της. Επομένως, στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται βεβαίωση της ακρίβειας τούτου από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο, αφού δεν πρόκειται περί αντιγράφου [ΑΠ 589/2008, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 153/2023, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1296/2023,Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 248/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»] .

Η συμφωνία μεταξύ της τράπεζας και του οφειλέτη, κατά την οποία το απόσπασμα του τηρούμενου από την τράπεζα λογαριασμού θα αποτελεί πλήρη απόδειξη της αξίωσης της τράπεζας, χωρίς να υπάρχει ανάγκη να διατάξει αποδείξεις σε βάρος της, είναι έγκυρη ως δικονομική σύμβαση και δεν προσκρούει στη δημόσια τάξη, εναπόκειται δε στον οφειλέτη να αμφισβητήσει το ύψος των επιμέρους κονδυλίων πιστοχρέωσης, που περιέχονται στα αποσπάσματα, αλλά φέρει ο ίδιος το βάρος της απόδειξης των σχετικών ισχυρισμών, οι οποίοι πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να μπορεί η τράπεζα να αμυνθεί και το δικαστήριο να τάξει το οικείο θέμα απόδειξης [ΕφΠατρ 307/2022, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ].

 

Από την ανακοπτόμενη υπ’αριθμ. …./2009 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας [ουδείς των διαδίκων προσκομίζει την αίτηση έκδοσης διαταγής πληρωμής], προκύπτει ότι για την έκδοσή της, όπως βεβαιώνεται σε αυτήν, προσκομίστηκαν τα αποσπάσματα του υπ’αριθμ…… ανοικτού [αλληλόχρεου] λογαριασμού, που εξήχθησαν από τα μηχανογραφικώς τηρούμενα εμπορικά βιβλία της τράπεζας, που περιέχονται σε ηλεκτρονική μορφή εντός των υπολογιστών της, βεβαιώνεται δε από τους προς τούτο αρμοδίους υπαλλήλους της, καθώς επρόκειτο περί «πρωτοτύπων αποσπασμάτων», όπως βεβαιώνεται στο κείμενο της διαταγής πληρωμής, και όχι περί αντιγράφων, ώστε να χρειάζεται επικύρωση από δικηγόρο, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητεί ο ανακόπτων. Σημειωτέον ότι και ο ανακόπτων στην υπό κρίση ανακοπή κάνει αναφορά σε αποσπάσματα του λογαριασμού, που τηρήθηκαν στα πλαίσια της επίδικης σύμβασης δανείου, ως εξηγμένα από τα εμπορικά βιβλία της αντιδίκου του. Εξάλλου, από την επισκόπηση της από 18.4.2006 [αριθμός ……] σύμβασης παροχής πίστωσης με ανοικτό [αλληλόχρεο] λογαριασμό, σαφώς προκύπτει ότι η προαναφερθείσα αποδεικτική δύναμη των αποσπασμάτων των βιβλίων της τράπεζας αποτέλεσε περιεχόμενο σχετικής συμφωνίας, η οποία αποτυπώθηκε στον όρο 5.4 της σύμβασης πίστωσης και έχει υπογραφεί από τους εκπροσώπους της τελευταίας και τον οφειλέτη - ανακόπτοντα, ενώ δεν αποδεικνύεται ότι ο ανακόπτων δεν ενημερώθηκε πλήρως από τους υπαλλήλους της τράπεζας για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του από τη σύμβαση και δεν του επεξηγήθηκαν οι όροι της.

 

Επομένως ο δεύτερος λόγος ανακοπής είναι αβάσιμος κατ’ουσίαν και πρέπει να

απορριφθεί.

 

Με τον τρίτο λόγο ανακοπής ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι είναι άκυρος ως παράνομος και καταχρηστικός ο συμπεριλαμβανόμενος στη σύμβαση ανοικτού [αλληλόχρεου] λογαριασμού όρος που προβλέπει ότι οι τόκοι υπολογίζονται με βάση έτος 360 ημερών, διότι αφενός προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν.2251/1994, καθώς ο δανειολήπτης δεν πληροφορείται το (πραγματικό) ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 243 παρ. 3 ΑΚ, και συνεπώς η τράπεζα διασπά, με τον εν λόγο όρο, εντελώς τεχνητά και κατ’ απόκλιση των δικαιολογημένων προσδοκιών του δανειολήπτη, το χρονικό διάστημα (έτος), στο οποίο οφείλεται, δημιουργώντας έτσι μια πρόσθετη επιβάρυνση του δανειολήπτη, ο οποίος πλέον, όταν το επιτόκιο μιας ημέρας προσδιορίζεται με βάση έτος 360 ημερών, για κάθε ημέρα επιβαρύνεται με τόκους κατά 1,3889% περισσότερο και αφετέρου διότι το έτος 365 ημερών ισχύει και εφαρμόζεται σήμερα κατ’ επιταγή της Κοινοτικής Οδηγίας 98/7/ΕΚ, που ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο με την ΚΥΑ 21.178/13.2.2001 (ΦΕΚ Β  255/8.3.2001). Ότι στην αίτηση της πιστώτριας τράπεζας για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, ο υπολογισμός των τόκων γίνεται με βάση έτος 360 ημερών και όχι με βάση έτος 365 ημερών. Με βάση το ιστορικό αυτό, ο ανακόπτων αμφισβητεί το σύνολο της απαίτησης που ενσωματώνεται στον εκτελεστό τίτλο, δηλαδή στην υπ’ αριθ. 192/2009 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας και ζητεί να ακυρωθεί η ως άνω διαταγή πληρωμής.

 

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του Ν. 2842/2000 περί λήψεως συμπληρωματικών μέτρων για την εφαρμογή των κανονισμών (ΕΚ) 1103/97, 971/98 και 2866/98 του Συμβουλίου, όπως ισχύουν σχετικά με την εισαγωγή του ευρώ, οποιαδήποτε αναφορά στο διατραπεζικό επιτόκιο δανεισμού Αθηνών, που προβλέπεται σε υφιστάμενες νομικές πράξεις κατά την έννοια του άρθρου 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 1103/97 του Συμβουλίου, αντικαθίσταται αυτοδικαίως από αναφορά στο επιτόκιο Euribor, στο οποίο λαμβάνονται υπ’ όψιν ως βάση υπολογισμού των τόκων οι πραγματικές ημέρες και το έτος των 360 ημερών, προσαρμοσμένο κατά τον λόγο 365 προς 360, εφ’ όσον δεν έχει προβλεφθεί ή δεν έχει συμφωνηθεί ή ορισθεί αναφορά σε άλλο ισχύον επιτόκιο. Ακολούθησε μετά ταύτα, σε συμμόρφωση προς τις παραπάνω διατάξεις, η υπ’ αριθμ. 30/14-2-2000 (ΦΕΚ Α` 43/2000) απόφαση του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής της Τραπέζης της Ελλάδος, που τέθηκε σε ισχύ από 10.3.2000, σύμφωνα με την οποία ως βάση υπολογισμού των τόκων στις πράξεις νομισματικής πολιτικής λαμβάνονται οι πραγματικές ημέρες και το έτος των 360 ημερών και, εν τέλει, η υπ’ αριθμ. 15/19-4-2000 απόφαση της εκτελεστικής επιτροπής της Ενώσεως Ελληνικών Τραπεζών, με την οποία υιοθετήθηκε το εμπορικό έτος των 360 ημερών ως βάση υπολογισμού των τόκων από 1-1-2001. Εξαίρεση έχει τεθεί αποκλειστικά και μόνο για την καταναλωτική πίστη, για την οποία ήδη ισχύει από 23.6.2010 η υπ’ αριθμ. ΖΙ-699/2010 Κοινή Υπουργική Απόφαση (ΦΕΚ Β` 917/2010), εκδοθείσα εν αρμονία προς την κοινοτική οδηγία 87/103/ΕΟΚ, που ήδη αντικαταστάθηκε με την οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2008, η οποία καθιερώνει διάρκεια έτους 365 ημερών, 52 εβδομάδων και ίσων με αυτές 12 μηνών στις συναλλαγές που πραγματοποιούνται με μέσα ηλεκτρονικής πληρωμής και ιδίως στις σχέσεις μεταξύ του εκδότη και κατόχου πιστωτικής κάρτας. Περαιτέρω, ο Γ.Ο.Σ. που προβλέπει, ότι οι τόκοι υπολογίζονται με βάση έτος 360 ημερών αντί 365 ημερών, προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994 διότι οι Γ.Ο.Σ. των συμβάσεων πρέπει να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο απρόσεκτος ως προς την ενημέρωσή του, αλλά διαθέτων τη μέση αντίληψη, κατά τον σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης, καταναλωτής, να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις που αναλαμβάνει, ιδίως όσον αφορά τη σχέση παροχής και αντιπαροχής. Με το να υπολογίζεται το επιτόκιο σε 360 ημέρες, ο καταναλωτής δεν πληροφορείται το πραγματικό ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 243 παρ. 3 ΑΚ. Όταν η Τράπεζα διασπά εντελώς τεχνητά και κατ’ αποκλεισμό των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή, το χρονικό διάστημα (έτος), στο οποίο όφειλε να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργεί μια πρόσθετη επιβάρυνση του καταναλωτή/δανειολήπτη, ο οποίος πλέον (όταν το επιτόκιο μιας ημέρας προσδιορίζεται με βάση έτος 360 ημερών), για κάθε ημέρα επιβαρύνεται με περισσότερους τόκους κατά ποσοστό 1,3889%. Άλλωστε, το έτος των 365 ημερών ισχύει και εφαρμόζεται σήμερα κατ’ επιταγή της κοινοτικής οδηγίας 98/7/ΕΚ, που ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο με την ΚΥΑ 21178 /13.2.2001 (ΦΕΚ Β’ 255/8.3.2001) στην καταναλωτική πίστη, με τη στενή έννοια, ρύθμιση που δείχνει τη σημασία που απονέμει και ο κοινοτικός νομοθέτης για τον κατ’ αυτόν τον τρόπο ακριβή προσδιορισμό του επιτοκίου (Εφ Αθ 1296/2023, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 180/2022, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 575/2022, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 65/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

 

Όταν με την ανακοπή αμφισβητείται η ύπαρξη ή το ύψος της απαίτησης, ο λόγος αυτός έχει αρνητικό χαρακτήρα, αφού ο καθ’ ου η ανακοπή, ο οποίος επέχει θέση ενάγοντος, έχει το υποκειμενικό βάρος, κατά τον γενικό δικονομικό κανόνα του άρθρου 338 παρ. 1 ΚΠολΔ, για την απόδειξη  με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο της ύπαρξης και του ποσού της απαιτήσεώς του. Είναι δε επιτρεπτή συμφωνία με την οποία η οφειλή του πιστούχου στην πιστώτρια τράπεζα, που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο της πιστώσεως, θα αποδεικνύεται από τα αποσπάσματα των εμπορικών  βιβλίων της τράπεζας (ΑΠ 370/2012, ΑΠ 925/2006, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Με την εν λόγω συμφωνία προσδίδεται άνευ ετέρου σε ιδιωτικά έγγραφα πλήρη αποδεικτική ισχύ, την οποία διαφορετικά θα είχαν μόνο υπό τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 448 ΚΠολΔ, ελλείψει των οποίων θα περιέπιπταν σε απλά δικαστικά τεκμήρια (339 ΚΠολΔ), πλην, όμως, δεν αντιστρέφεται το βάρος απόδειξης, καθώς ο δανειολήπτης διατηρεί το δικαίωμα ανταπόδειξης, ακόμα και αν συμφωνηθεί το αντίθετο. Το βάρος απόδειξης και η δυνατότητα ανταπόδειξης ισχύουν και ως προς τις προϋποθέσεις εφαρμογής των δικονομικών κανόνων δικαίου, κάθε δε διάδικος φέρει το βάρος απόδειξης των γεγονότων τα οποία στηρίζουν τα δικονομικά αιτήματα του. Προκειμένου δε να εκδοθεί διαταγή πληρωμής απαιτείται η σωρευτική συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων του άρθρου 623 ΚΠολΔ και των αρνητικών προϋποθέσεων του άρθρου 614ΚΠολΔ. Αν ο λόγος ανακοπής στηρίζεται στην αμφισβήτηση των ως άνω προϋποθέσεων, τότε ο δανειστής έχει υποχρέωση να αποδείξει τη συνδρομή τους, διότι οι προϋποθέσεις αυτές είναι απαραίτητες για την επέλευση της επιδιωκόμενης δια της σχετικής αιτήσεως του έννομης συνέπειας, ήτοι της έκδοσης έγκυρης διαταγής πληρωμής. Αν ο οφειλέτης αμφισβητήσει με λόγο ανακοπής το εκκαθαρισμένο της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε διαταγή πληρωμής δεν απαιτείται για το ορισμένο του λόγου αυτού να προσδιορίσει και το ύψος στο οποίο θα ανερχόταν η απαίτηση αν αυτή ήταν εκκαθαρισμένη, καθώς, όπως προεκτέθηκε, το βάρος της συνδρομής των θετικών και αρνητικών προϋποθέσεων έκδοσης διαταγής πληρωμής φέρει ο δανειστής. Ο ανακόπτων, προκειμένου να ευδοκιμήσει η ανακοπή του, δεν χρειάζεται να αποδείξει ότι η απαίτηση είναι ανεκκαθάριστη ότι δηλαδή δεν είναι ορισμένη, αρκεί μόνο αμφισβητώντας την αρνητική αυτή προϋπόθεση στα πλαίσια της ανταποδεικτικής του ευχέρειας να δημιουργήσει αμφιβολία στο Δικαστήριο σχετικά με τη συνδρομή της και περαιτέρω να μην επιτύχει ο καθ’ ου η ανακοπή να άρει τη σχετική αμφιβολία, παρότι φέρει τον κίνδυνο της ως έχων το υποκειμενικό και αντικειμενικό βάρος απόδειξης της. Όσο δε αφορά απαίτηση τράπεζας από σύμβαση δανείου, η οποία κατά δικονομική συμφωνία των διαδίκων αποδεικνύεται πλήρως από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων, στην περίπτωση κατά την οποία ο οφειλέτης, σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί βάσει των αποσπασμάτων διαταγή πληρωμή, επικαλεσθεί με την ανακοπή του και αποδείξει ότι είναι άκυρος όρος του δανείου δυνάμει του οποίου έχει επιβαρυνθεί η εκ του δανείου οφειλή με επιπλέον χρηματικά ποσά πέραν του κεφαλαίου, όπως τόκους και έξοδα τα οποία έχουν ανατοκισθεί, κεφαλαιοποιηθεί και επανατοκισθεί με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο διαχωρισμός και η αφαίρεση τους από τη συνολική απαίτηση με απλούς μαθηματικούς υπολογισμούς και ως εκ τούτου να μην αποδεικνύεται το ακριβές ύψος της από τα προσκομιζόμενα για την έκδοση διαταγής πληρωμής αποσπάσματα, αμφισβητεί όχι μόνο τη συνδρομή της αρνητικής προϋπόθεσης που σχετίζεται με το ορισμένο ποσό της απαίτησης, το να μην είναι δηλαδή αυτή ανεκκαθάριστη, αλλά και της θετικής προϋπόθεσης της σχετικής με την έγγραφη απόδειξη του ακριβούς ύψους της. Η αντίθετη άποψη κατά την οποία ο ανακόπτων πρέπει να επικαλεστεί το ανεκκαθάριστο της απαίτησης, αλλά επιπλέον και να προσδιορίσει το ποσό κατά το οποίο είναι ανεκκαθάριστη η απαίτηση, προκειμένου να είναι ορισμένος ο σχετικός λόγος ανακοπής, συνεπάγεται την ανεπίτρεπτη κεκαλυμμένης αντιστροφή του βάρους απόδειξης, αφού κατ’ αυτόν τον τρόπο μετατίθεται στον ανακόπτοντα η υποχρέωση του καθ’ ου η ανακοπή και αιτούντος την έκδοση διαταγής πληρωμής να επικαλεστεί το ακριβές ύψος της απαίτησης του και να αποδείξει εγγράφως το βέβαιο και εκκαθαρισμένο αυτής. Όμως, ο φέρων το βάρος απόδειξης, φέρει και το βάρος επίκλησης των αποδεικτέων και ως εκ τούτου σε περίπτωση που ο ανακόπτων αμφισβητήσει και κατά μείζονα λόγο σε περίπτωση που η απόδειξη το ανεκκαθάριστο της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, ο καθ’ είναι αυτός που πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει μέχρι ποσού ύψους είναι εκκαθαρισμένη η απαίτηση του, εφόσον βέβαια αυτό είναι εφικτό από τα προσκομιζόμενα με την αίτηση του έγγραφα, άλλως η διαταγή πληρωμής είναι ακυρωτέα στο σύνολο της λόγω μη συνδρομής της εν λόγω αρνητικής δικονομικής προϋπόθεσης για την έκδοσή της. Εξάλλου, σε περίπτωση αμφισβήτησης του εκκαθαρισμένου της απαίτησης, το Δικαστήριο δεν δύναται να διατάσσει τη διενέργεια λογιστικής πραγματογνωμοσύνης, η οποία, ενδεχομένως, να ήταν η προσήκουσα, αν επιδιωκόταν η επιδίκαση της απαίτησης εκ δανείου με αγωγή κατά την τακτική διαδικασία, προς ανεύρεση του ποσού κατά το οποίο τυγχάνει αυτή ανεκκαθάριστη, προκειμένου να ακυρωθεί κατά το αντίστοιχο μέρος η διαταγή πληρωμής, καθόσον τούτο καταδεικνύει την αοριστία του ποσού της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής. Αν, όμως, από τα επισυναπτόμενα στην αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής έγγραφα δεν αποδεικνύεται η απαίτηση ή το ποσό αυτής δεν εκδίδεται διαταγή πληρωμής, η τυχόν δε εσφαλμένα εκδοθείσα ακυρώνεται μετά από αποδοχή σχετικού λόγου ανακοπής περί μη αποδείξεως του ποσού της απαίτησης εκ των επισυναφθέντων εγγράφων και συνεπώς περί μη συνδρομής της νόμιμης αυτής προϋπόθεσης για έκδοση διαταγής πληρωμής, μετά από επανεκτίμηση, από το δικαστήριο που δικάζει επί της ανακοπής, μόνο των άνω, κατά την υποβολή της αίτησης, επισυναφθέντων εγγράφων, αφού δεν επιτρέπεται η απόδειξη της απαίτησης, για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, με νέα, το πρώτον επικαλούμενα και προσκομιζόμενα στη δίκη της ανακοπής, αποδεικτικά στοιχεία. Κατά συνέπεια η τυχόν διενέργεια λογιστικής πραγματογνωμοσύνης θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη εκ των υστέρων αναδρομική αναπλήρωση της διαπιστούμενης έλλειψης των ως άνω προϋποθέσεων και δη με αποδεικτικό μέσο το οποίο δεν είναι πρόσφορο για την έκδοση διαταγής πληρωμής, καθώς δεν είναι έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 623 Κ.Πολ.Δ (Εφ.Δωδ. 10/2020 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

 

Από τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, προκύπτει ότι σύμφωνα με τον όρο [4.1] της σύμβασης «Ο τόκος υπολογίζεται τοκαριθμικώς, με έτος 360 ημερών». Στα πλαίσια της ως άνω σύμβασης τηρήθηκε από την πιστώτρια ο υπ’ αριθμ. ……λογαριασμός, ο οποίος κινήθηκε από την 03.6.2009 μέχρι την 23.7.2009, όταν το χρεωστικό υπόλοιπο μεταφέρθηκε στον υπ’ αριθμ. 4…./7……-…..6.2009 λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης, ο οποίος στις 23.7.2009 εμφάνιζε χρεωστικό υπόλοιπο ποσού 30.433,81 ευρώ. Με την από 28.7.2009 εξώδικη επιστολή της η καθ’ ης γνωστοποίησε στον  οφειλέτη την καταγγελία της ως άνω σύμβασης πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό. Η ως άνω εξώδικη επιστολή και καταγγελία της τράπεζας κοινοποιήθηκε νόμιμα στον ανακόπτοντα, όπως προκύπτει από την υπ’αριθμ. …..Ε/28.7.2009 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Ηλείας. Ακολούθως, η πιστώτρια με την από 07.9.2009 αίτησή της πέτυχε την έκδοση της υπ’ αριθ. …../2009 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, δυνάμει της οποίας διατάχθηκε ο καθού να καταβάλει στην αιτούσα το ποσό των 30.495,57 ευρώ εντόκως με το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας και με ανά εξάμηνο ανατοκισμό των οφειλόμενων τόκων από 24.7.2009 πλέον εξόδων και μέχρι ολοσχερούς εξόφλησης. Ωστόσο, με βάση την ως άνω σύμβαση ο υπολογισμός των τόκων από την πιστώτρια λάμβανε χώρα με βάση έτος 360 ημερών, όπως συνομολογείται από την καθής η ανακοπή. Με τον τρόπο αυτό υπερχρέωσε την ένδικη οφειλή του ανακόπτοντος, με τόκο προσαυξημένο κατά 1,3889 %. Ο εν λόγω όμως τρόπος υπολογισμού των τόκων δεν αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης και συμφωνίας, αλλά επιβλήθηκε μονομερώς από την καθ’ ής, στο πλαίσιο της λογικής ότι είτε ο δανειολήπτης θα αποδεχόταν (εν είδει πακέτου) μεταξύ άλλων και τον όρο αυτό είτε δεν θα κατήρτιζε καθόλου την επίδικη σύμβαση. Η καθ’ ης επέβαλε στον ανακόπτοντα τον σχετικό όρο, ως κάτι δεδομένο και ανεπίδεκτο διαπραγμάτευσης, παρά τη συνδρομή στο πρόσωπό του της ιδιότητας του καταναλωτή κατά την έννοια του Ν. 2251/1994, δεδομένου ότι ήταν ο τελικός αποδέκτης του επίδικου δανείου. Ο όρος, όμως, αυτός της δανειακής σύμβασης, ο οποίος προβλέπει ότι οι τόκοι υπολογίζονται με βάση έτος 360 ημερών, είναι άκυρος ως καταχρηστικός και αδιαφανής και δημιουργεί πρόσθετη επιβάρυνση σε βάρος του καταναλωτή, ενόψει του ότι προσκρούει στην απορρέουσα από το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994 αρχή της διαφάνειας, αλλά και στην ενσωματωθείσα στο εθνικό μας δίκαιο με την ΚΥΑ /13.2.2001 (ΦΕΚ Β΄ 2555/8.3/2001), κοινοτική οδηγία 97/7/ΕΚ, κατ’ επιταγή της οποίας εφαρμόζεται στην καταναλωτική πίστη, με τη στενή έννοια, το έτος των 365 ημερών, όπως αναλυτικά εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Συνεπεία αυτού επέρχεται σημαντική και ουσιώδης διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων  των συμβαλλομένων μερών σε βάρος του ανακόπτοντος, με αποτέλεσμα να δημιουργείται αδιαφάνεια, μη συγκρισιμότητα με αντίστοιχες παροχές άλλων τραπεζών και μη ομαλή λειτουργία του ανταγωνισμού σε βάρος των καταναλωτών. Η παράνομη και καταχρηστική αυτή χρήση ημερολογιακού έτους 360 ημερών κατ’ εφαρμογή του άκυρου αυτού Γ.Ο.Σ της επίμαχης σύμβασης, επέδρασε στην διαμόρφωση του τελικώς οφειλόμενου ποσού και συνεπώς η απαίτηση της καθ’ ης δεν είναι εκκαθαρισμένη, λόγω της ενσωμάτωσης σε αυτήν των ως άνω παρανόμως υπολογιζόμενων επιπλέον τόκων, καθώς και των ποσών που προέκυπταν από τον ανατοκισμό τους κάθε εξάμηνο βάσει της παράνομης και αθέμιτης πρακτικής της καθ’ ης. Δεδομένων δε των ανωτέρω παραδοχών, δεν υπάρχει μερική ακυρότητα στην προκειμένη περίπτωση της διαταγής πληρωμής  που αφορά μόνο στους  υπολογισθέντες τόκους με βάση το έτος των 360 ημερών, αλλά πλήττεται συνολικά το κύρος αυτής, αφού δεν είναι εφικτός, με βάση τα αποδεικτικά έγγραφα δυνάμει των οποίων εκδόθηκε, ο διαχωρισμός των ποσών αυτών, ούτε καν με βάση απλούς μαθηματικούς υπολογισμούς, ώστε να προκύπτει από αυτά το ακριβές ποσό της απαίτησης. Και τούτο διότι δεν δύναται ο ανακόπτων να προβεί κατά τρόπο αναλυτικό στους ακριβείς υπολογισμούς προς διακρίβωση του τρόπου που η ανωτέρω χρήση ημερολογιακού έτους 360 ημερών επενέργησε στο πληττόμενο με την ανακοπή συνολικό  ύψος αμφισβητούμενης οφειλής, καθόσον λόγω του πλήθους των κονδυλίων και του πολύπλοκου των αριθμητικών και λογιστικών πράξεων απαιτούνται ειδικές γνώσεις της οικονομικής (λογιστικής επιστήμης). Συνεπώς στη προκειμένη περίπτωση επηρεάζεται η έγγραφη απόδειξη του συνόλου της απαίτησης, αφού στους προσκομιζόμενους λογαριασμούς δεν είναι δυνατός ο διαχωρισμός των επιμέρους παρανόμως υπολογισθέντων ποσών, ώστε να καθίσταται δυνατός εκ μέρους του ανακόπτοντος αλλά και εκ μέρους του παρόντος Δικαστηρίου ο υπολογισμός της παράνομης επιβάρυνσής τους και η μερική ως προς το ποσό αυτό ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, χωρίς, συγχρόνως, να δύναται να διαταχθεί η διενέργεια λογιστικής πραγματογνωμοσύνης, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας. Κατόπιν αυτού δεν δύναται να αποδειχθεί εν γένει η ακριβής ποσότητα της απαίτησης, αλλά, αντιθέτως υπάρχει αμφιβολία για το ύψος αυτής, καθισταμένης της απαίτησης μη εκκαθαρισμένης στο σύνολο της (Ε.Πειρ. 511/2014, Ε.Λαμ. 124/2007 ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, έχει κριθεί νομολογιακά ότι ο όρος αυτός περί υπολογισμού τόκων με βάση το έτος των 360 ημερών και όχι των 365 αντίκειται στην Κοινοτική Οδηγία (98/7/ΕΚ που ενσωματώθηκε στο Εθνικό μας Δίκαιο, με την ΚΥΑ Ζ1-178/13.0.2001 (ΦΕΚ Β΄  255/08.03.2001), κατά το ρητό περιεχόμενό της καθώς και στη διάταξη του άρθρου 243 παρ. 3 ΑΚ, καθώς ο καταναλωτής δεν πληροφορείται το πραγματικό επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται με βάση την ως άνω διάταξη.

 

Με βάση τα ανωτέρω ο όρος της επίδικης σύμβασης πίστωσης είναι κατά την κρίση του Δικαστηρίου άκυρος ως καταχρηστικός καθώς αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 243 παρ. 3, 281 ΑΚ, 2 παρ. 6 και 7 του Ν. 2251/1994. Επομένως ο τρίτος λόγος έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος κατ’ ουσίαν.

 

Κατ’ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτός ο τρίτος λόγος ανακοπής και η ανακοπή στο σύνολό της, παρέλκουσας της έρευνας των λοιπών λόγων ανακοπής, και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. ……/2009 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας και την παρά πόδας του αντιγράφου εξ απογράφου της διαταγής αυτής από 12.7.2022 επιταγή προς πληρωμή. Τα δικαστικά έξοδα του ανακόπτοντος  πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της καθής, λόγω της ήττας της (άρθρα 176 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή.

 

ΑΚΥΡΩΝΕΙ την υπ’αριθμ……./23.9.2009 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας και την παρά πόδας του αντιγράφου εξ απογράφου της διαταγής αυτής από 12.7.2022 επιταγή προς πληρωμή.

 

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της καθής η ανακοπή τα δικαστικά έξοδα του ανακόπτοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα ευρώ [350,00 €].

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στον Πύργο, στις  08  Νοεμβρίου 2023.

 

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ