ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΜΠρΗλείας 191/2023
Έφεση.
Κατάσχεση εις χείρας τρίτου (πιστωτικών ιδρυμάτων). Ανακοπή 933 ΚΠολΔ από οφειλέτη κατά επιταγής προς εκτέλεση και
κατασχετηρίου εγγράφου. Προθεσμία άσκησης ανακοπής επί κατάσχεσης εις χείρας
τρίτου. Κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο. Δωσιδικία
υποκαταστήματος. Τοπική αναρμοδιότητα πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Εξέταση αυτής
κατ' έφεση. Ένσταση καταβολής εγγυοδοσίας κατά το άρθρο 169 ΚΠολΔ.
Ορισμένο επιταγής και κατασχετηρίου εγγράφου. 180 ΚΠολΔ.
Δικαστικά έξοδα επί ομοδικίας.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΛΕΙΑΣ
ΕΦΕΣΗ – ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Απόφασης 191/2023
[αριθμός έκθεσης κατάθεσης
έφεσης …./…..02.2022]
[αριθμός έκθεσης
προσδιορισμού συζήτησης έφεσης Μει …./….02.2022]
[αριθμός έκθεσης κατάθεσης
ανακοπής …../...4.2019]
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
ΗΛΕΙΑΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή,
Βασιλική Ρέππα, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε η Προϊσταμένη του παρόντος
Δικαστηρίου, Πρόεδρος Πρωτοδικών, και από τη Γραμματέα Μαρία Σπυροπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο
ακροατήριο του, στις 28 Σεπτεμβρίου 2022, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Του εκκαλούντος: Α….. Π……
του……., κατοίκου Δ…….. του Δήμου Α…… – Κ…… Ηλείας, ΑΦΜ…….., ο οποίος, κατά τη
διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, βάσει της από 18
Σεπτεμβρίου 2022 έγγραφης δήλωσης, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος
Δικαστηρίου στις ….. Σεπτεμβρίου 2022, εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο
Δικηγόρο του Νικόλαο Κατσιώλη [Δικηγορικός Σύλλογος
Κυπαρισσίας, ΑΜ….., γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων ΔΣΚΥΠ Νο : Κ……/26.9.2022] και προκατέθεσε
στις 26 Σεπτεμβρίου 2022 προτάσεις.
Του εφεσίβλητου : Σ…… Γ……
του ……, κατοίκου Δημοτικού Διαμερίσματος Δ…… του Δήμου Α……. – Κ…… Ηλείας, ο
οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας Δικηγόρου του Αλεξάνδρας Κβάσνιουκ [Δικηγορικός Σύλλογος Πατρών, ΑΜ ….. γραμμάτιο
προκαταβολής εισφορών και ενσήμων ΔΣΠατρ Νο : A……/28.6.2023]
και κατέθεσε προτάσεις.
Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον
του Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας την από 01ης.4.2019 και με αριθμό έκθεσης
κατάθεσης …./...4.2019 ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε κατά την ειδική
διαδικασία των περιουσιακών διαφορών η υπ’αριθμ…../06.12.2021
οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας, το οποίο δικάζοντας κατά την
ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών έκανε δεκτή την ανακοπή ως βάσιμη
κατ’ ουσίαν και ακύρωσε τη διαδικασία της
αναγκαστικής εκτέλεσης, που επισπεύστηκε σε βάρος του ανακόπτοντος,
δυνάμει της από 19.02.2019 επιταγής προς πληρωμή, που συντάχθηκε κάτω από το
αντίγραφο εξ απογράφου της με αριθμό …./2018 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πύργου
Ηλείας, και την ίδια ως άνω επιταγή πληρωμής. Κατά της απόφασης αυτής ο καθού η ανακοπή και ήδη εκκαλών άσκησε την από 14.02.2022
έφεση, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του ανωτέρω Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με
αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../….02.2022, και δυνάμει της με αριθμό Μει …./….02.2022 έκθεσης κατάθεσης στη Γραμματεία του
παρόντος Δικαστηρίου προσδιορίστηκε να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται
στην αρχή του προεισαγωγικού τμήματος της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της
υπόθεσης, ότε εκφωνήθηκε κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο, οι
διάδικοι παραστάθηκαν όπως αναφέρεται ανωτέρω.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 14.02.2022
και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./….02.2022 (αριθμός έκθεσης κατάθεσης
δικογράφου έφεσης για τον προσδιορισμό της συζήτησής της, Μει
…../2022) έφεση κατά της υπ’αριθμ……/….12.2021
οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας, που εκδόθηκε αντιμωλία των
διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, έχει ασκηθεί
νομότυπα και εμπρόθεσμα εντός δύο [2] ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης
στις ….12.2021, δεδομένου ότι ουδείς των διαδίκων επικαλείται την επίδοσή της
στον αντίδικό του, ούτε κάτι τέτοιο προκύπτει από τα στοιχεία των φακέλων της
δικογραφίας [ΚΠολΔ 495, 511, 513 παρ.1β, 516, 517,
518 παρ.2]. Σημειωτέον ότι κατά τη διάταξη του άρθρου
495 παρ.3 ΚΠολΔ για το παραδεκτό της έφεσης
κατατέθηκε το νόμιμο παράβολο, όπως προκύπτει από την υπ’αριθμ.
……/…..02.2022 έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου της Γραμματέως του Ειρηνοδικείου
Πύργου Ηλείας. Επομένως πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί
περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ειδική
διαδικασία των περιουσιακών διαφορών με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη [ΚΠολΔ 533 παρ.1].
Κατά τη διάταξη του άρθρου
169 ΚΠολΔ «Το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του
εναγόμενου ή του διαδίκου εναντίον του οποίου ασκήθηκε κύρια παρέμβαση ή ένδικο
μέσο, μπορεί να υποχρεώσει σε εγγυοδοσία τον ενάγοντα ή τον διάδικο που άσκησε
κύρια παρέμβαση ή ένδικο μέσο, για τα έξοδα της διαδικασίας που γίνεται στο
ίδιο δικαστήριο, αν αυτό κρίνει ότι υπάρχει προφανής κίνδυνος αδυναμίας να
εκτελεστεί η ενδεχόμενη καταδίκη του στα έξοδα». Η εξαιρετικού χαρακτήρα
ρύθμιση του άρθρου 169 ΚΠολΔ, θεσπίζοντας περίπτωση
εγγυοδοσίας για τη πληρωμή των εξόδων της δίκης σε βάρος του επιτιθέμενου μόνο
διαδίκου, συνιστά απόκλιση από την αρχή της ισότητας των όπλων κατά τη διάταξη
του άρθρου 110 παρ.1 ΚΠολΔ. Στόχος της ρύθμισης είναι
η ανάσχεση του φαινομένου της καταχρηστικής προσφυγής στη δικαιοσύνη αλλά και η
διασφάλιση του αμυνόμενου διαδίκου που κινδυνεύει να ταλαιπωρηθεί αδικαιολόγητα
και να μην εισπράξει τη δικαστική δαπάνη. Προϋπόθεση της λήψης του μέτρου της
εγγυοδοσίας αποτελεί η οικονομική αδυναμία του επιτιθέμενου διαδίκου,
ανεξάρτητα από τις πιθανότητες ουσιαστικής κρίσεως της διαφοράς υπέρ του ενός ή
του άλλου διάδικου μέρους, η οποία πρέπει να είναι προφανής. Ο κίνδυνος της
αδυναμίας εισπράξεως της απαιτήσεως για τα δικαστικά έξοδα πρέπει να είναι
προφανής, στοιχείο το οποίο συντρέχει όταν ο επιτιθέμενος διάδικος στερείται παντελώς εμφανούς περιουσίας, είναι
αγνώστου διαμονής, είναι αναξιόχρεος λόγω πολλαπλών χρεών έναντι τρίτων.
Αντιθέτως απλή δυσχέρεια εκτέλεσης, εφόσον δεν συνοδεύεται και με επίκληση
περιστατικών αφερεγγυότητας από τον αιτούντα την εγγυοδοσία διάδικο, δεν αρκεί
για τη στοιχειοθέτηση της κατά το άρθρο 169 ΚΠολΔ
ύπαρξης κινδύνου [Απαλαγάκη Χ. – Σταματόπουλος Σ., Ο
Νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο μετά τους Ν.4842 και
4855/2021, εκδ.2022, (-Βεζυρτζή Α.), υπό άρθρο 169,
σελ. 713-717, ΕφΠειρ 21/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών
ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 936/2018, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών
ΝΟΜΟΣ, ΠΠΘες 1209/2022, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών
ΝΟΜΟΣ, ΠΠΑθ 5012/2018, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών
ΝΟΜΟΣ].
Από τον συνδυασμό των
διατάξεων των άρθρων 169, 171 εδ. β` και 172 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του
διαδίκου εναντίον του οποίου ασκήθηκε ένδικο μέσο, μπορεί να υποχρεώσει σε
εγγυοδοσία τον διάδικο που το άσκησε για τα έξοδα της διαδικασίας που γίνεται
στο ίδιο δικαστήριο, αν αυτό κρίνει ότι υπάρχει προφανής κίνδυνος αδυναμίας να
εκτελεστεί η ενδεχόμενη καταδίκη του στα έξοδα. Στη περίπτωση που το δικαστήριο
διέταξε εγγυοδοσία δεν προχωρεί στη συζήτηση του σχετικού ενδίκου μέσου ώσπου
να κατατεθεί το ποσό αυτής, αν δε η προθεσμία που ορίστηκε για την εγγυοδοσία
περάσει άπρακτη, το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση εκείνου που είχε ζητήσει την
εγγυοδοσία, αποφασίζει ότι ανακλήθηκε το ένδικο μέσο. Σημειωτέον
ότι η κατά την ως άνω διάταξη ανάκληση του ενδίκου μέσου είναι υποχρεωτική για
το δικαστήριο και δεν απόκειται στη διακριτική του
ευχέρεια, θεωρείται δε πως αφορά το δικόγραφο και όχι το δικαίωμα προς άσκηση
του ενδίκου μέσου [ΠΠΘεσ 1209/2022 ό.π.].
Σύμφωνα με την κρατούσα στη
νομολογία άποψη η διάταξη του άρθρου 169 ΚΠολΔ σε
συνδυασμό με την εξαίρεση του άρθρου 170 αρ.1 του ιδίου Κώδικα θεωρείται
συμβατή με το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας, όπως αυτό περιχαρακώνεται
στο άρθρο 20 του Συντάγματος και στο άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ [ΑΠ 990/2008,
Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1875/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών
ΝΟΜΟΣ].
Στη προκειμένη περίπτωση, ο καθού η ανακοπή με τις προτάσεις του πρόβαλε το αίτημα να
επιβληθεί εγγυοδοσία σε βάρος του ανακόπτοντος, ύψους
επτακοσίων [700] ευρώ, την οποία πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλει εντός
προθεσμίας τριών [3] ημερών, και σε περίπτωση μη καταβολής της να ανακληθεί το
ένδικο μέσο της έφεσης. Ο ισχυρισμός αυτός συνιστά ένσταση δικονομική διακωλυτική αναβλητική, η οποία εισάγει εξαιρετικό
δικονομικό κανόνα, ο οποίος, πέραν της αοριστίας του, καθώς ο φέρων το βάρος
της απόδειξης καθού η ανακοπή, δεν επικαλέστηκε και
δεν απέδειξε προφανή οικονομική αδυναμία του ανακόπτοντος
ώστε να υφίσταται αδυναμία εισπράξεως της απαιτήσεως για τα δικαστικά έξοδα
μέσω αναγκαστικής εκτέλεσης, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος καθώς δεν μπορεί
να προβληθεί σε βάρος διαδίκου που ασκεί ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής ή
κατά του κύρους της αναγκαστικής εκτέλεσης λόγω του αμυντικού χαρακτήρα αυτής [
Απαλαγάκη Χ.-Σταματόπουλος Σ., Ο Νέος Κώδικας
Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο μετά τους Ν.4842 και 4855/2021, τόμος
1ος,εκδ.2022, [-Βεζυρτζή Α.], υπό άρθρο 169, παρ.3,
σελ.714, όπου παραπομπή σε Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα (-Ορφανίδη) Ι, άρθρο 169 αρ.3].
Με την από 09.5.2019 [ αριθμ.εκθ.καταθ. …../…..4.2019] ανακοπή του ενώπιον του
Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας ο ανακόπτων και ήδη
εφεσίβλητος ζήτησε να ακυρωθούν η από 19.02.2019 επιταγή προς πληρωμή, που
συντάχθηκε κάτωθι αντιγράφου της υπ’αριθμ……/2018
απόφασης του Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας και επιδόθηκε σε αυτόν στις 22.3.2019,
και το από 10.4.2019 κατασχετήριο έγγραφο εις χείρας τρίτου και ειδικότερα εις
χείρας της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Ε….. ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ
ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ» και τον διακριτικό τίτλο «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ», της ανώνυμης τραπεζικής
εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ Π…… ΑΕ», της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας
με την επωνυμία «Α….. ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΕ» και της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την
επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ E…. E…..E…….», για το ποσό των 685,00 ευρώ πλέον τόκων και
εξόδων καθώς και να καταδικαστεί ο καθού η ανακοπή
στη δικαστική του δαπάνη. Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη, η
οποία, αφού έκρινε πρώτο λόγο ανακοπής ως ουσιαστικά βάσιμο, την έκανε δεκτή
και ακύρωσε την διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, που επισπεύστηκε με την
ανωτέρω από 19.02.2019 επιταγή προς πληρωμή. Ήδη ο καθού
η ανακοπή-εκκαλών με την κρινόμενη έφεσή του παραπονείται για εσφαλμένη
ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητεί, κατά παραδοχή της εφέσεώς του, να
εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ώστε να απορριφθεί η ανακοπή και να επικυρωθεί η
ανωτέρω επιταγή προς πληρωμή. Τέλος ζητεί να καταδικαστεί ο εφεσίβλητος στη
δικαστική του δαπάνη.
Επί αναγκαστικής κατάσχεσης
στα χέρια τρίτου τις ελλείψεις του κατασχετηρίου δικαιούται να προβάλει ο
οφειλέτης μέσω της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ αλλά
και ο τρίτος κατά τη διάταξη του άρθρου 987 ΚΠολΔ. Οι
προθεσμίες του άρθρου 934 ΚΠολΔ είναι δικονομικές και
αρχίζουν από την επόμενη ημέρα μετά την πραγματοποίηση της πράξης εκτέλεσης που
τις κινεί και αν ακόμη αυτή είναι αργία. Μετά την τροποποίηση του άρθρου 934 ΚΠολΔ
από το Ν.4335/2015, ο υπολογισμός των προθεσμιών ασκήσεως της ανακοπής του
άρθρου 933 σχετίζεται με το εάν η εκτέλεση είναι άμεση ή έμμεση και σε
περίπτωση που είναι έμμεση με το χρονικό στάδιο στο οποίο βρίσκεται η
εκτελεστική διαδικασία. Το πρώτο στάδιο, στο οποίο μπορεί να προβληθεί
οποιοσδήποτε λόγος, αφορά την απαίτηση και την εγκυρότητα των μέχρι τότε
πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας, εκτείνεται από τη σύνταξη της επιταγής
προς εκτέλεση μέχρι και τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας
έκθεσης, ή, σε περίπτωση κατασχέσεως εις χείρας τρίτου, από της επιδόσεως του
κατασχετηρίου εγγράφου στον καθού, και έχει ως
εναρκτήριο χρονικό σημείο υπολογισμού της προθεσμίας την ημέρα επιβολής της
κατάσχεσης. Το δεύτερο στάδιο αφορά την τελευταία πράξη εκτέλεσης και έχει ως
εναρκτήριο χρονικό σημείο τη διενέργεια της πράξεως αυτής και σε περίπτωση
εκτέλεσης για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων την ημέρα του
πλειστηριασμού και του αναπλειστηριασμού [Απαλαγάκη
Χ.-Σταματόπουλος Σ. ο.π. τομ.
2ος, (-Ρεντούλης), υπό άρθρο 934, σελ.3008]. Ειδικά
σε περίπτωση κατάσχεσης εις χείρας τρίτου, η οποία υπό προϋποθέσεις επιφέρει
την ex lege εκχώρηση της
κατασχόμενης απαίτησης στον δανειστή που επέβαλε την κατάσχεση, αν οι λόγοι της
ανακοπής αφορούν σε ελαττώματα της διαδικασίας από τη σύνταξη της επιταγής προς
εκτέλεση μέχρι και την επίδοση του κατασχετηρίου εγγράφου στον καθού, η ανακοπή του καθού η
εκτέλεση οφειλέτη ασκείται εντός προθεσμίας σαράντα πέντε [45] ημερών από την
επομένη της επίδοσης του κατασχετηρίου στον καθού.
Όταν όμως οι λόγοι ανακοπής αφορούν την κατασχεθείσα εις χείρας τρίτου απαίτηση
ή τις πράξεις μετά την επίδοση του κατασχετηρίου στον καθού,
η προθεσμία για την άσκηση της ανακοπής εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από τον
χρόνο κατά τον οποίο συντελείται η εκχώρηση της απαίτησης στον επισπεύδοντα,
δηλαδή δεν είναι προθεσμία σταθερή. Εάν υποβληθεί καταφατική δήλωση του τρίτου
κατά το άρθρο 985 ΚΠολΔ, το απώτερο χρονικό σημείο
άσκησης της ανακοπής κατά το άρθρο 933 ΚΠολΔ από τον καθού η εκτέλεση οφειλέτη είναι η εκπνοή της προβλεπόμενης
στη διάταξη του άρθρου 988 παρ.1 προθεσμίας των οκτώ άλλως τριάντα ημερών,
οπότε και συντελείται η αναγκαστική εκχώρηση της απαίτησης προς τον κατάσχοντα δανειστή. Αντιθέτως σε περίπτωση αρνητικής
δήλωσης του τρίτου, πραγματικής ή πλασματικής, εάν ασκηθεί ανακοπή του άρθρου
986 ΚΠολΔ από τον κατάσχοντα
δανειστή, ο καθού η εκτέλεση οφειλέτης θα δικαιούται
να προσβάλλει την σε βάρος του κατάσχεση μέχρι την τελεσιδικία της απόφασης επί
της ανακοπής του άρθρου 986 ΚΠολΔ. Η προθεσμία
άσκησης της ανακοπής του άρθρου 933 αρχίζει από την επομένη της επίδοσης του
κατασχετηρίου στον καθού, αν η επίδοση στον τρίτο
έγινε σε προγενέστερο χρονικό σημείο, εάν όμως προηγήθηκε η επίδοση στον καθού, από την επομένη της επίδοσης του κατασχετηρίου στον
τρίτο [Απαλαγάκη Χ.-Σταματόπουλος Σ., Ο Νέος Κώδικας
Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’άρθρο μετά τους
Ν.4842 και 4855/2021, τόμος 2ος, [-Ρεντούλης], υπό
άρθρο 934, παρ.6, σελ. 3008, [-Ευθυμίου], υπό άρθρο 988, παρ.2, σελ. 3259, ΑΠ
954/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 954/2019, Τράπεζα Νομικών
Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 166/2021, Τράπεζα Νομικών
Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 476/2021, Τράπεζα Νομικών
Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΜΠΑθ 92/2022, Τράπεζα Νομικών
Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»].
Με την ανακοπή του άρθρου
933 ΚΠολΔ, με την οποία ανοίγεται δίκη περί την
εκτέλεση, προσβάλλονται οι πράξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης, μεταξύ των
οποίων και η αναγκαστική κατάσχεση εις χείρας τρίτου, ως το μοναδικό μέσο
ελέγχου και προσβολής των πράξεων της αναγκαστικής εκτέλεσης [ΜΠΑθ 123/2010, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ]. Στην
περίπτωση κατάσχεσης εις χείρας τρίτου δικαίωμα ασκήσεως της ανακοπής του
άρθρου 933 ΚΠολΔ έχει ο οφειλέτης και κάθε άλλο
πρόσωπο που νομιμοποιείται παθητικά στην επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης κατά
τις διατάξεις των άρθρων 919 – 920, όχι όμως ο τρίτος [ Ευθυμίου Χ. ό.π. παρ.1, σελ. 3235]. Αν πρόκειται για εκτέλεση για την
ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, τόπος εκτέλεσης είναι ο τόπος της
κατάσχεσης. Η αποκλειστική ειδική δωσιδικία του τόπου της εκτέλεσης για την
εκδίκαση της ανακοπής υπερισχύει κάθε άλλης αποκλειστικής ειδικής δωσιδικίας
των γενικών διατάξεων [ Ρεντούλης ο.π.
παρ.10, σελ.2990, ΜΠΡοδοπ 1/2023, Τράπεζα Νομικών
Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ].
Το υποκατάστημα του νομικού
προσώπου δεν έχει αυτοτελή νομική προσωπικότητα ανεξάρτητη του νομικού προσώπου
και συνεπώς δεν έχει την ικανότητα να είναι διάδικος. Επομένως δεν μπορεί να
ασκήσει αγωγή ούτε να είναι εναγόμενο «ιδίω ονόματι». Αυτό είναι μεν ειδική εμπορική κατοικία του νομικού
προσώπου (άρθρο 51 παρ. 3 ΑΚ) αλλά το νομικό πρόσωπο ενάγεται στο δικαστήριο
του τόπου του υποκαταστήματος [ΕφΘες 3660/1995,
Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΠΠΘες 16591/2015,
Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΜΠΑθ 1186/2017,
Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ]. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 25 παρ.2 ΚΠολΔ τα νομικά πρόσωπα ενάγονται καταρχήν στο δικαστήριο της έδρας τους
[δωσιδικία του νομικού προσώπου], κρίσιμη δε τυγχάνει η πραγματική έδρα ως ο
καταλληλότερος σύνδεσμος για τη θεμελίωση της κατά τόπον
αρμοδιότητας στο εσωτερικό δικονομικό δίκαιο, καθόσον το πλέον κατάλληλο
δικαστήριο για την ορθή απονομής της δικαιοσύνης είναι το πλησιέστερο στον τόπο
πραγματικής άσκησης της διοίκησης του νομικού προσώπου, εκεί που υλοποιούνται
οι διοικητικές του αποφάσεις [ Απαλαγάκη
Χ.-Σταματόπουλος Σ. Ο Νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’άρθρο μετά τους Ν.4842 και 4855/2021, τομ.2ος,
εκδ.2022, (-Σταύρου Σ.), υπό άρθρο 25, παρ. 3, σελ.95, ΕφΔωδ
39/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 112/2013,
Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ ]. Ωστόσο, σύμφωνα με την ίδια ως άνω διάταξη
του άρθρου 25 παρ.2 του ΚΠολΔ, το νομικό πρόσωπο
μπορεί να ενάγεται διαζευκτικά και στο δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου
βρίσκεται το υποκατάστημά του, εφόσον πρόκειται για διαφορά που σχετίζεται με
τη δράση του υποκαταστήματος. Περαιτέρω,
όσον αφορά την κατάσχεση εις χείρας πιστωτικού ιδρύματος ως τρίτου, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ.4 του
άρθρου 983, όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 57 του Ν.3994/2011, το κατασχετήριο
επιδίδεται είτε στην έδρα του είτε σε οποιοδήποτε υποκατάστημά του [ (-Ευθυμίου
Χ.) ό.π. υπό άρθρο 983, V, σελ. 3237]. Με τη διάταξη
αυτή δεν αποκτά νομική προσωπικότητα το υποκατάστημα, αλλά απλώς προσδίδεται
νομική αυτοτέλεια στα καταστήματα ή υποκαταστήματα, σε τρόπο ώστε να παρέχεται
η δυνατότητα εμπρόθεσμης υποβολής της σχετικής δήλωσης του τρίτου. Στη θέση του
τρίτου τοποθετείται το αρμόδιο για την πληρωμή της απαίτησης κατάστημα ή
υποκατάστημα, στο οποίο προσδίδεται κάποια νομική αυθυπαρξία, καίτοι δεν
αποτελεί αυτοτελές νομικό πρόσωπο, χωρίς βεβαίως αυτό να αποκτά ιδία νομική
προσωπικότητα. Η επίδοση πρέπει να γίνει στον Διευθυντή του καταστήματος ή
υποκαταστήματος, που προβαίνει και στην κατά το άρθρο 985 δήλωση [ΑΠ 1127/2017,
Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ]. Η νομοθετική επιλογή, που αποτυπώνεται στη
διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 983 ΚΠολΔ (για
την κατάσχεση στα χέρια πιστωτικού ιδρύματος ως τρίτου το έγγραφο επιδίδεται
στην έδρα του ή σε οποιοδήποτε κατάστημά του), είναι εύλογη ενόψει και της
ηλεκτρονικής διασύνδεσης του δικτύου των τραπεζών, υπό την έννοια ότι κάθε
τράπεζα, μέσω του on line ηλεκτρονικού συστήματος που
διαθέτει, έχει άμεση ενημέρωση και πλήρη εποπτεία επί του συνόλου των
τραπεζικών λογαριασμών, οι οποίοι τηρούνται σε όλα τα υποκαταστήματά της [
Ευθυμίου Χ. ο.π. υπό άρθρο 983 παρ.5, σελ. 3237, βλ.
και αιτιολογική έκθεση Ν. 3994/2011 υπό το άρθρο 57].
Στο σημείο αυτό, ως προς την
αρμοδιότητα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου να εκδικάσει την ανακοπή, πρέπει να
επισημανθούν τα ακόλουθα : Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίση
ανακοπή παραδεκτά και αρμοδίως καθ’ ύλην εισήχθη ενώπιον του Ειρηνοδικείου
Πύργου Ηλείας [άρθρο 933 παρ.1 και 3 ΚΠολΔ], καθώς ο
εκτελεστός τίτλος, ήτοι η υπ’αριθμ…../2018 απόφαση
του Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας [εκκαλουμένη], εκδόθηκε από το
Ειρηνοδικείο. Πλην, όμως, αναρμοδίως
κατά τόπο εισήχθη προς εκδίκαση ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας, καθώς,
στη προκειμένη περίπτωση, μετά την επίδοση της επιταγής ακολούθησε και άλλη
πράξη της εκτελεστικής διαδικασίας, ήτοι κατάσχεση σε βάρος του ανακόπτοντος εις χείρας των ως άνω ανώνυμων τραπεζικών
εταιρειών, ως τρίτων, δυνάμει του προσβαλλόμενου κατασχετηρίου εις χείρας
τρίτων, και, επομένως, η υπό κρίση
ανακοπή υπάγεται στην αποκλειστική δωσιδικία του Δικαστηρίου του τόπου της
εκτέλεσης, ήτοι εν προκειμένω, στην αποκλειστική δωσιδικία του Δικαστηρίου του
τόπου του υποκαταστήματος αυτών, που είναι η Κυπαρισσία Μεσσηνίας.
Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τις υπ’αριθμ. 1…..Γ/
12.4.2019, 1…..Γ/12.4.2019 εκθέσεις
επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, με έδρα
το Πρωτοδικείο Κυπαρισσίας, Παναγιώτη Κ…… [ προσκομίστηκαν στη Γραμματεία του
παρόντος Δικαστηρίου, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο
του εφεσίβλητου στα πλαίσια της ρύθμισης του άρθρου 227 ΚΠολΔ],
το από 10.4.2019 κατασχετήριο επιδόθηκε στα υποκαταστήματα των ανώνυμων
τραπεζικών εταιρειών με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ Π….. ΑΕ» και «Ε….. ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ
ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ», αντίστοιχα, στη Κυπαρισσία Μεσσηνίας [σημειωτέον
ότι εκθέσεις επίδοσης του κατασχετηρίου στις ανώνυμες τραπεζικές εταιρείες
«ΤΡΑΠΕΖΑ E….. E…… ΑΕ» και «Α….. ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» δεν προσκομίστηκαν
από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο του εκκαλούντος εντός της ταχθείσας προθεσμίας στα
πλαίσια της ρύθμισης του άρθρου 227 ΚΠολΔ]. Συνεπώς,
σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην ανωτέρω νομική σκέψη της παρούσας, στη
προκειμένη περίπτωση κατάσχεσης εις χείρας τρίτου τόπος εκτέλεσης είναι η
Κυπαρισσία Μεσσηνίας, χωρίς να αμφισβητείται από τον ανακόπτοντα
ότι διατηρεί στα ανωτέρω πιστωτικά ιδρύματα τραπεζικούς λογαριασμούς. Σημειωτέον ότι επί αποκλειστικής δωσιδικίας, όπως είναι η
αποκλειστική ειδική δωσιδικία του τόπου της εκτέλεσης, κατά τη διάταξη του
άρθρου 42 ΚΠολΔ, η συμφωνία παρέκτασης της τοπικής
αρμοδιότητας πρέπει να είναι ρητή [ΕφΘες 1823/2014,
Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»]. Πλην, όμως, η απόφαση με την
οποία το δικαστήριο δέχθηκε εσφαλμένως αρμοδιότητα
κατά τόπο προσβάλλεται μόνο με σχετικό λόγο έφεσης, ο οποίος δεν έχει προβληθεί
εν προκειμένω, και δεν ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, σε αντίθεση
με την καθ’ύλην αρμοδιότητα [ΕφΑιγ
11/2022, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ
533/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΕφΠειρ
124/2016, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ]. Συνεπώς, μη υφισταμένου σχετικού
λόγου έφεσης, παρά τη διαπίστωση της τοπικής αναρμοδιότητας του πρωτοβάθμιου
Δικαστηρίου [Ειρηνοδικείο Πύργου Ηλείας], δεν θα εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ώστε
να παραπεμφθεί η υπόθεση στο τοπικά αρμόδιο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.
Με τον μοναδικό λόγο έφεσης
ο εκκαλών παραπονείται, ότι η εκκαλουμένη κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή
του νόμου δέχτηκε ως βάσιμο τον πρώτο λόγο ανακοπής, με την αιτιολογία ότι στην
από 19.02.2019 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου της υπ’αριθμ…../2018 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας,
με την οποία ο ανακόπτων και ήδη εφεσίβλητος
επιτάχθηκε να καταβάλει το συνολικό ποσό των τριακοσίων πενήντα τριών ευρώ
[353,00€] νομιμοτόκως μέχρις εξοφλήσεως χωρίς να
προσδιορίζεται το οφειλόμενο ποσό των τόκων ή το συνολικώς οφειλόμενο ποσό για
κεφάλαιο και τόκους, δεν προκύπτει με σαφήνεια το ύψος της απαίτησης για την
οποία επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση, με συνέπεια να προκληθεί δικονομική
βλάβη στον ανακόπτοντα, η οποία συνίσταται στην
αδυναμία του να αντικρούσει τα διαλαμβανόμενα στην επιταγή προς πληρωμή
κονδύλια, το ύψος των οποίων δεν γνωρίζει.
Από τα έγγραφα, που οι
διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα
πραγματικά περιστατικά : Επί της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./…..8.2014
αγωγής ομολογήσεως δουλείας του ανακόπτοντος
και ήδη εφεσίβλητου και της Μ….. χήρας Π….. Σ….., το γένος …..και ……Τ……,
ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας, εκδόθηκε η υπ’αριθμ…../…..02.2018
απόφασή του, που απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη και επέβαλε τη δικαστική
δαπάνη του εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος, την οποία όρισε στο ποσό των
διακοσίων δέκα ευρώ [210,00€], σε βάρος των εναγόντων. Στις 22 Μαρτίου 2019
επιδόθηκε στους ανωτέρω ενάγοντες ακριβές αντίγραφο από το υπ’ αριθμ……/….02.2019 πρώτο εκτελεστό απόγραφο της ανωτέρω υπ’ αριθμ…../2018 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας με
την κάτωθι αυτού από 19 Φεβρουαρίου 2019 επιταγή προς πληρωμή, με την οποία
έκαστος των εναγόντων επιτάχθηκε να καταβάλει στον εναγόμενο τα κάτωθι ποσά :
α) το ποσό των 105,00 ευρώ για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, β) το ποσό των
105,00 ευρώ για αμοιβή σύνταξης επιταγής μετά παραγγελίας προς επίδοση πλέον
ΦΠΑ 24% [25,20€], ήτοι συνολικά το ποσό των 130,20 ευρώ, γ) το ποσό των 117,80
ευρώ για έξοδα επίδοσης, ήτοι συνολικά το ποσό των τριακοσίων πενήντα τριών
ευρώ [353,00 €] νομιμοτόκως μέχρι εξοφλήσεως. Την
επισπευδόμενη σε βάρος του διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης και ειδικότερα την
από 19.02.2019 επιταγή προς πληρωμή, που συντάχθηκε κάτωθι αντιγράφου της υπ’αριθμ. 53/2018 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πύργου, ο
δεύτερος των εναγόντων και ήδη εφεσίβλητος ανέκοψε με την από 01ης.4.2019 [αριθμ.εκθ.καταθ. …/2019] ανακοπή του, επί της οποίας
εκδόθηκε η εκκαλουμένη. Στις 17 Απριλίου 2019, όπως προκύπτει από την
υπ’αριθμ.1…..ΣΤ/17.4.2019 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στην
περιφέρεια του Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Ηλείας, Νικολάου Μ…..,
επιδόθηκε στον εφεσίβλητο το από 10.4.2019 κατασχετήριο έγγραφο εις χείρας
τρίτου, με το οποίο επιβλήθηκε κατάσχεση εις χείρας της ανώνυμης τραπεζικής
εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ Π…..ΑΕ», της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας
με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ E…..Ε….. ΑΕ», της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την
επωνυμία «Ε…..ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ» και της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με
την επωνυμία «Α….. ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», για το συνολικό ποσό των
εξακοσίων ογδόντα πέντε ευρώ [685,00 €] πλέον τόκων και εξόδων, με το οποίο τα
εν λόγω πιστωτικά ιδρύματα επιτάχθηκαν να μην καταβάλουν στον εφεσίβλητο το
ανωτέρω ποσό.
Με τον δεύτερο λόγο
ανακοπής, ο ανακόπτων και ήδη εφεσίβλητος ισχυρίστηκε
ότι η ανωτέρω από 19.02.2019 επιταγή προς πληρωμή και το από 10.4.2019
κατασχετήριο είναι αόριστα και συνεπώς πρέπει να ακυρωθούν διότι αφορούν το
ποσό των τριακοσίων πενήντα τριών ευρώ [353,00 €] πλέον νόμιμων τόκων από τις
20.02.2019 χωρίς να διευκρινίζεται το ακριβές ποσό των τόκων που πρέπει να
καταβληθεί.
Επί του λόγου αυτού ανακοπής
θα πρέπει να επισημανθούν τα ακόλουθα :
Από τις διατάξεις των άρθρων
904, 915, 916 και 924 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι η
επιταγή προς εκτέλεση, η οποία αποτελεί την προδικασία της αναγκαστικής
εκτέλεσης, πρέπει να περιέχει βέβαιη και εκκαθαρισμένη απαίτηση, για την οποία
επισπεύδεται η εκτέλεση, κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Όταν το αιτούμενο
ποσό περιέχει διάφορα κονδύλια, αυτά πρέπει μεν να αναφέρονται αναλυτικά αλλά δεν απαιτείται να εκτίθεται στην επιταγή
το ιστορικό εκάστου κονδυλίου, αρκεί για τη πληρότητα της επιταγής να προκύπτει
η οφειλή κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Αν η επιταγή δεν περιέχει τα πιο πάνω
στοιχεία επέρχεται ακυρότητα, που κηρύσσεται από το δικαστήριο με την
προϋπόθεση ότι η αοριστία επιφέρει στον καθού η
εκτέλεση δικονομική βλάβη, που δεν μπορεί να επανορθωθεί άλλως παρά μόνο με την
κήρυξη της ακυρότητας (βλ. ΑΠ 474/1999 ΕλλΔνη 41. 80,
ΑΠ 194/1995 ΕλλΔνη 37. 101, ΕφΑΘ
2838/2002 ΕλλΔνη 43. 1460, ΕφΑΘ
2535/1998 ΕλλΔνη 40. 384). Η ακυρότητα αυτή επέρχεται
ως προς το αντίστοιχο ελαττωματικό μέρος της διαδικαστικής πράξης, η οποία,
όμως, δεν πλήττει την επιταγή στο σύνολό της αλλά μόνο κατά το ελαττωματικό της
μέρος. Για την πληρότητα όμως της επιταγής δεν χρειάζεται να αναφέρεται
ειδικότερα το ποσοστό του τόκου, αφού αυτό ορίζεται από το νόμο, αλλά ούτε και
το ποσό του τόκου που θα καταβληθεί, εφόσον τούτο μπορεί να εξευρεθεί με απλό
μαθηματικό υπολογισμό βάσει του ποσοστού του τόκου και του χρονικού διαστήματος
που θα παρέλθει μέχρι την ημερομηνία εξόφλησης της επιταγής. Η αναφορά του
είδους των τόκων σε συσχετισμό με το κεφάλαιο και το χρονικό διάστημα είναι
αρκετή, ώστε ο οφειλέτης να είναι σε θέση να παρακολουθήσει και να αντιληφθεί
τα περιστατικά στα οποία θεμελιώνεται η οφειλή, ώστε να μπορεί να τα ελέγξει
και να αντιτάξει την άμυνά του (ΑΠ 72/1995 ΕλλΔνη
38.585, ΑΠ 474/1999, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ
490/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ
145/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΕφΔωδ
7/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαμ
259/2011, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΜΠΠειρ
1041/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΜΠΣερ
139/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΜΠΠειρ
2186/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», Απαλαγάκη
Χ. – Σταματόπουλος Σ. ό.π. τόμος 2ος, [-Ρεντούλης],
υπό άρθρο 924, παρ.6, σελ.2968).
Το κατασχετήριο έγγραφο, το
οποίο είναι δικόγραφο και συντάσσεται με επιμέλεια του κατάσχοντος
δανειστή, πρέπει, πλην άλλων, να αναφέρει το ποσό για το οποίο επιβάλλεται η
κατάσχεση, το οποίο πρέπει να είναι ανάλογο προς την απαίτηση του κατάσχοντος με τους τόκους, τα δικαστικά έξοδα και τα έξοδα
της εκτέλεσης και γενικά οτιδήποτε δικαιούται να λάβει ο κατασχών
δανειστής από τον οφειλέτη του, το οποίο δικαιούται να το αναλάβει από τον
τρίτο και με την επιβαλλόμενη κατάσχεση
[Απαλαγάκη Χ. – Σταματόπουλος Σ. ό.π. [-Ευθυμίου Χ.] υπό άρθρο 983, παρ.1, σελ.3234].
Ο λόγος αυτός ανακοπής περί
αοριστίας της επιταγής και του κατασχετηρίου, πέραν του ότι είναι μη νόμιμος,
καθώς για το έγκυρο της επιταγής προς πληρωμή και του κατασχετηρίου αρκεί ο
διαχωρισμός της απαίτησης κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, χωρίς να απαιτείται
περαιτέρω για το κύρος της η παράθεση του ακριβούς τρόπου υπολογισμού των
οφειλόμενων τόκων, διότι αρκεί η αναφορά του χρόνου έναρξης του τόκου
υπερημερίας, η απαίτηση, για την οποία η επιταγή και η κατάσχεση, αφορούσε τη
δικαστική δαπάνη και συγκεκριμένα μέρος αυτής [ ποσό 105,00 € εκ του συνολικού
ποσού των 210,00 €], η οποία δυνάμει της υπ’αριθμ…../2018
οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πύργου επιδικάστηκε σε βάρος του ενάγοντος
και ήδη ανακόπτοντος-εφεσίβλητου και υπέρ του εναγομένου και ήδη καθού η
ανακοπή – εκκαλούντος, άνευ νόμιμων τόκων υπερημερίας. Ενόψει του ότι η
απαίτηση, την οποία επιτάχθηκε ο καθού η ανακοπή να
καταβάλει και για την οποία επιβλήθηκε η κατάσχεση, αποτελείται από δικαστικά
έξοδα, αμοιβή σύνταξης επιταγής, έξοδα επίδοσης του αντιγράφου εξ απογράφου του
εκτελεστού τίτλου με την κάτωθι αυτού επιταγή προς εκτέλεση και δαπάνη εντολής
προς εκτέλεση, ο νόμιμος τόκος αρχίζει από την επομένη της επίδοσης της
επιταγής προς εκτέλεση, που έλαβε χώρα στις 22 Μαρτίου 2019, και εφεξής έως την
πλήρη εξόφληση. Συνεπώς πρόκειται για απαίτηση μελλοντικά τοκοφόρα, της οποίας
το ύψος των τόκων ήταν αδύνατο να καθοριστεί κατά τον χρόνο σύνταξης της
επιταγής και του κατασχετηρίου, και για αυτό αρκούσε μόνο η αναφορά του χρόνου
έναρξης της τοκοφορίας, που συνέπιπτε με την επίδοση
της επιταγής προς πληρωμή. Η εκκαλουμένη, η οποία έκρινε ότι η επιταγή πάσχει
αοριστίας εκ της οποίας προκαλείται δικονομική βλάβη στον ανακόπτοντα,
καθώς δεν αναγράφει το οφειλόμενο ποσό των τόκων, και ακύρωσε την ως άνω από
19.02.2019 επιταγή προς πληρωμή και εν γένει τη διαδικασία της αναγκαστικής
εκτέλεσης που επισπεύστηκε βάσει αυτής, προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και
εφαρμογή του νόμου. Συνεπώς ο λόγος έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος κατ’ουσίαν, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη στο σύνολό της, να
διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου της εφέσεως στον
εκκαλούντα και να κρατηθεί η υπόθεση και να δικαστεί εκ νέου η ανακοπή κατά
τους λοιπούς λόγους αυτής που δεν εξετάστηκαν στην ουσία της από το παρόν
Δικαστήριο [άρθρο 535 ΚΠολΔ].
Η κρινόμενη ανακοπή έχει
ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 934 παρ. 1
περ. α προθεσμίας των 45 ημερών από την ημέρα της κατάσχεσης αναφορικά με το
μέρος που βάλλει κατά ελαττωμάτων από τη σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση μέχρι
και την επίδοση του κατασχετηρίου εγγράφου στον καθού,
αφού ακριβές αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο (υπ’αριθμ.
7/2019) της υπ’αριθμ……/2018 απόφασης του
Ειρηνοδικείου Πύργου μετά της κάτωθι αυτού από 19.02.2019 επιταγής προς πληρωμή
επιδόθηκε στον ανακόπτοντα και ήδη εφεσίβλητο στις 22
Μαρτίου 2019, όπως προκύπτει από την υπ’αριθμ. 1…..
ΣΤ/22.3.2019 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του
Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Ηλείας, Νικολάου Μ….. ( το κατασχετήριο
επιδόθηκε στον καθού η εκτέλεση-ανακόπτοντα
στις 17 Απριλίου 2019, όπως προκύπτει από την από 17.4.2019 σημείωση του
Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, με έδρα το
Πρωτοδικείο Ηλείας, Νικολάου Μ…., επί αυτού [βλ. και την υπ’αριθμ.1……ΣΤ/17.4.2019
έκθεση επίδοσης του ιδίου ως άνω Δικαστικού Επιμελητή, ενώ το δικόγραφο της υπό κρίση ανακοπής
επιδόθηκε στον καθού η ανακοπή-εκκαλούντα στις 16
Απριλίου 2019, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ.
1…..Α/16.4.2019 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του
Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Ηλείας, Δημητρίου Τ…... Επομένως,
πρέπει η υπό κρίση ανακοπή να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό, τη
νομική και ουσιαστική βασιμότητα των
λόγων της.
Με τον πρώτο λόγο ανακοπής,
ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι το από 10.4.2019
κατασχετήριο τυγχάνει αόριστο διότι αναφέρεται σε απαίτηση του καθού η ανακοπή απορρέουσα από την υπ’αριθμ…../2018
απόφαση του Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας, ύψους 353,00€, ενώ με τη τελευταία
απόφαση επιβλήθηκε σε βάρος των εναγόντων της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης
1…../25.8.2014 αγωγής, μεταξύ των οποίων ο ανακόπτων,
το ποσό των διακοσίων δέκα [210,00€] ευρώ για δικαστική δαπάνη.
Επί του συγκεκριμένου λόγου
ανακοπής πρέπει να επισημανθούν τα ακόλουθα :
Με το άρθρο 983 παρ.1 ΚΠολΔ καθορίζονται ως επί πλέον απαραίτητα στοιχεία του
κατασχετηρίου: 1) Η ακριβής περιγραφή του εκτελεστού τίτλου και της απαίτησης
βάσει των οποίων γίνεται η κατάσχεση. Ως ακριβής περιγραφή νοείται η αληθινή
και όχι η λεπτομερής περιγραφή, συνήθως δε ο επισπεύδων, ο οποίος συντάσσει το
κατασχετήριο, αναφέρεται στο ποσό το οποίο δικαιούται να λάβει και περαιτέρω
παραπέμπει στη δικαστική απόφαση που επιδίκασε την απαίτησή του και εν γένει
στον εκτελεστό τίτλο από τον οποίο αποδεικνύεται η απαίτηση. Αποφασιστικό δε
κριτήριο της πληρότητας του κατασχετηρίου αποτελεί η βλάβη του προτείνοντος την ακυρότητα. 2) Ως δεύτερο στοιχείο του
κατασχετηρίου καθορίζεται με το άρθρο 982 παρ.1 περ. β΄του
ίδιου Κώδικα το ποσό για το οποίο επιβάλλεται η κατάσχεση. Η διάταξη αναφέρεται
τόσο στην απαίτηση υπέρ της οποίας γίνεται η κατάσχεση, όσο, και ιδίως, στην
απαίτηση που κατάσχεται (αντικείμενο της κατασχέσεως). Από την κατασχόμενη
απαίτηση προσδιορίζεται ένα ορισμένο ποσό, το οποίο κατάσχεται και αυτό το ποσό
καλείται ο τρίτος να παρακρατήσει προς ικανοποίηση της απαιτήσεως του κατασχόντος. Επομένως το ποσό που κατάσχεται πρέπει να
είναι ανάλογο προς την απαίτηση του κατασχόντος με
τους τόκους, τα δικαστικά έξοδα και τα έξοδα της εκτελέσεως και γενικώς ό,τι
δικαιούται να λάβει ο κατασχών από τον οφειλέτη του
δικαιούται να λάβει και από τον τρίτο με την κατάσχεση (Ευθυμίου Χ. ο.π. υπό άρθρο 983 ΚΠολΔ, παρ.1,
σελ. 3234).
Με το από 10.4.2019
κατασχετήριο επιβλήθηκε κατάσχεση εις χείρας τρίτου για το συνολικό ποσό των
685,00 € πλέον τόκων και εξόδων αποτελούμενο από το ποσό των 353,00 €, πλέον
εξόδων επιδόσεων [43,00 € x 4 επιδόσεις
+ 117,00 € για επίδοση + 40€ για αμοιβή εντολής προς εκτέλεση]. Το δε ποσό των
353,00 €, όπως αναλυτικά αναφέρεται στην από 19.02.2019 επιταγή προς εκτέλεση,
που επιδόθηκε στον ανακόπτοντα στις 22.3.2019,
επιμερίζεται στα ποσά των 105,00 € για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, που
αφορά το ήμισυ της επιδικασθείσας δικαστικής δαπάνης συνολικού ύψους 210,00 €,
των 105,00 € για αμοιβή σύνταξης επιταγής μετά παραγγελίας προς επίδοση πλέον
ΦΠΑ 24% [25,20 €], ήτοι συνολικά 130,20 €, των 117,80 € για έξοδα επίδοσης.
Συνεπώς το ποσό των 105,00 € συνιστά μέρος της επιδικασθείσας δικαστικής
δαπάνης ενώ των ποσών από τα οποία συντίθεται το συνολικό ποσό των 353,00 €
έλαβε γνώση ο ανακόπτων με την επιδοθείσα
σε αυτόν επιταγή προς πληρωμή και συνεπώς ουδεμία βλάβη υπέστη [την οποία δεν
επικαλείται] από την αναγραφή στο κατασχετήριο του συνολικού ποσού των 353,00
ευρώ. Επομένως ο πρώτος λόγος ανακοπής είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Με τον δεύτερο λόγο ανακοπής ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι το κατασχετήριο τυγχάνει αόριστο
διότι επιτάσσει τις ανώνυμες εταιρείες να μην καταβάλλουν στον καθού το ποσό για το οποίο η κατάσχεση χωρίς να
διευκρινίζεται όμως το ποσό αυτό. Ο λόγος αυτός ανακοπής τυγχάνει αβάσιμος
διότι με σαφήνεια προκύπτει από το κατασχετήριο ότι η κατάσχεση επιβάλλεται για
το ποσό των 685,00 €, το οποίο οι ανώνυμες τραπεζικές εταιρείες, ως τρίτες,
επιτάχθηκαν να μην καταβάλουν στον καθού η εκτέλεση
και ήδη ανακόπτοντα.
Με τον τέταρτο λόγο
ανακοπής, ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι το από
10.4.2019 κατασχετήριο εις χείρας τρίτου τυγχάνει αόριστο διότι δεν
προσδιορίζεται το ακριβές ποσό των νόμιμων τόκων και εξόδων και τα στοιχεία από
τα οποία προκύπτει η απαίτηση ποσού 353,00 €, δεν διευκρινίζεται η αιτία των
τεσσάρων επιδόσεων κόστους 43,00 € και η αιτία της αμοιβής εντολής προς
εκτέλεση ποσού 40,00 € το πρώτο με το ανωτέρω κατασχετήριο. Ο λόγος αυτός
ανακοπής είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Και τούτο διότι, σύμφωνα με
τα όσα αναφέρονται σε ανώτερο σημείο της παρούσας κατά την εξέταση της
βασιμότητας του λόγου εφέσεως, δεν απαιτείται αναφορά στην επιταγή και κατ’
επέκταση στο κατασχετήριο του ποσού των τόκων της απαίτησης, το οποίο μπορεί να
προκύψει με μαθηματικό υπολογισμό κατόπιν αναφοράς του χρονικού σημείου έναρξης
της τοκοφορίας. Εξάλλου το ποσό των 105,00 € αφορά το
ήμισυ της δικαστικής δαπάνης συνολικού ύψους 210,00 €, το οποίο δεν
επιδικάστηκε νομικοτόκως. Επιπλέον τα επιμέρους ποσά,
που συνθέτουν το συνολικό ποσό των 353,00 €, σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται κατά
την εξέταση του τρίτου λόγου έφεσης, και αναλυτικά παρατίθενται στην από
19.02.2019 επιταγή προς εκτέλεση, ήτοι οι τέσσερις επιδόσεις, κόστους εκάστης
43,00 €, και η επίδοση, κόστους 117,00 €, είναι σαφές ότι αφορούν την επίδοση
του κατασχετηρίου εγγράφου στις τέσσερις ανώνυμες τραπεζικές εταιρείες εις
χείρας των οποίων επιβλήθηκε η κατάσχεση, ως τρίτες, και στον καθού η εκτέλεση, ενώ η αμοιβή εντολής προς εκτέλεση, ποσού
40,00 €, αναφέρεται ως δαπάνη και στην από 19.02.2019 επιταγή ως έξοδο
εκτέλεσης σε περίπτωση που δεν υπάρξει εκούσια συμμόρφωση στην επιταγή του καθού η εκτέλεση-ανακόπτοντος.
Ωστόσο, ενόψει του ότι το ποσό που κατάσχεται πρέπει είναι ανάλογο προς την
απαίτηση του κατασχόντος με τους τόκους, τα δικαστικά
έξοδα και τα έξοδα της εκτέλεσης, το κατασχετήριο όσον αφορά τα έξοδα, που
αορίστως αναφέρονται, χωρίς προσδιορισμό αυτών, πέραν των εξόδων που συνθέτουν
το ποσό των 353,00 € και εκείνων που αφορούν τις τέσσερις επιδόσεις του
κατασχετηρίου στις ανώνυμες τραπεζικές εταιρείες, ως τρίτων, την επίδοση του
κατασχετηρίου στον καθού η εκτέλεση και την αμοιβή
εντολής προς εκτέλεση, είναι άκυρο και συνεπώς ως προς τα έξοδα αυτά πρέπει να
ακυρωθεί. Επιπλέον το κατασχετήριο τυγχάνει άκυρο κατά το μέρος που αφορά
τόκους για τη δαπάνη των τεσσάρων επιδόσεων του κατασχετηρίου στις ανώνυμες
τραπεζικές εταιρείες, ως τρίτων, της επίδοσης του κατασχετηρίου στον καθού η εκτέλεση και της αμοιβής για την εντολή προς
εκτέλεση, καθώς η επιταγή προς εκτέλεση, που συνιστά όχληση, αφορούσε το ποσό
των 353,00 €. Επομένως ο τέταρτος λόγος ανακοπής πρέπει να γίνει εν μέρει
δεκτός και να ακυρωθεί εν μέρει το 10.4.2019 κατασχετήριο έγγραφο εις χείρας
τρίτου κατά το μέρος που αφορά τόκους, πλην της απαιτήσεως ύψους 353,00 €, για
την οποία η από 19.02.2019 επιταγή προς εκτέλεση, και τα έξοδα, πέραν των
εξόδων που συνθέτουν το ποσό των 353,00 € και εκείνων που αφορούν τις τέσσερις
επιδόσεις του κατασχετηρίου στις ανώνυμες τραπεζικές εταιρείες, ως τρίτων, την
επίδοση του κατασχετηρίου στον καθού η εκτέλεση και
την αμοιβή εντολής προς εκτέλεση.
Με τον πέμπτο λόγο ανακοπής
ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η από 19.02.2019 επιταγή
προς πληρωμή είναι άκυρη καθώς
επιτάχθηκε να καταβάλει το συνολικό ποσό των 353,00 € νομιμότοκα,
χωρίς να ορίζεται το συγκεκριμένο ποσό των τόκων που υποχρεούται να καταβάλει.
Επίσης, με τον έκτο λόγο ανακοπής, ο ανακόπτων
ισχυρίζεται ότι η από 19.02.2019 επιταγή προς πληρωμή είναι άκυρη καθώς δεν προσδιορίζονται τα
στοιχεία εκ των οποίων προκύπτουν οι τόκοι που πρέπει να καταβάλει. Οι λόγοι
αυτοί κατά τα προαναφερόμενα στην εξέταση της βασιμότητας του λόγου της εφέσεως
τυγχάνουν αβάσιμοι καθώς ο τρόπος υπολογισμού των τόκων και του ποσού αυτών δεν
συνιστά περιεχόμενο της επιταγής.
Με τον έβδομο λόγο ανακοπής
ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η από 19.02.2019 επιταγή
προς πληρωμή τυγχάνει αόριστη διότι δεν αναφέρεται σε αυτήν ο επισπεύδων
δανειστής.
Επί του ισχυρισμού αυτού θα
πρέπει να επισημανθούν τα ακόλουθα :
Η επιταγή πρέπει να περιέχει
μνεία των ονομάτων του επισπεύδοντος και του καθού η
εκτέλεση οφειλέτη και όχληση του οφειλέτη που επιτάσσεται να συμμορφωθεί προς
την σε βάρος του αξίωση, όπως αυτή περικλείεται στον εκτελεστό τίτλο οφειλή του
[Ρεντούλης ό.π. υπό άρθρο
924, παρ.4, σελ. 2968].
Εν προκειμένω, στην επιταγή
προς πληρωμή δεν αναφέρεται το όνομα του επισπεύδοντος καθού,
πλην, όμως, από τη μη αναφορά αυτή δεν δημιουργείται δικονομική βλάβη στον ανακόπτοντα, την οποία σε κάθε περίπτωση ο τελευταίος δεν
επικαλείται, δεδομένου ότι η επιταγή έχει εγγραφεί κάτωθι του αντιγράφου του
πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’αριθμ.53/2018 απόφασης του Ειρηνοδικείου
Πύργου Ηλείας, στην οποία διάδικος και συγκεκριμένα εναγόμενος ήταν ο καθού η ανακοπή, ενώ ο πληρεξούσιος Δικηγόρος, ο οποίος
στην ανωτέρω επιταγή ορίστηκε αντίκλητος του επιτάσσοντος
και δεκτικός κατάθεσης, παραστάθηκε και κατά τη συζήτηση της με αριθμό έκθεσης
κατάθεσης 136/2014 αγωγής ενώπιον του ανωτέρω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στη
δικάσιμο της 29ης.9.2017, με αποτέλεσμα με σαφήνεια να προκύπτει ότι επισπεύδων
την εκτέλεση ήταν ο εναγόμενος της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 136/2014 αγωγής.
Συνεπώς ο έβδομος λόγος ανακοπής είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Με τους όγδοο και ένατο
συναφείς λόγους ανακοπής ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι
η από 19.02.2019 επιταγή προς πληρωμή είναι άκυρη διότι δεν αναφέρεται σε αυτήν
εκ του συνολικού ποσού των 353,00 €, που επιτάσσεται εντόκως να καταβάλει, πως προκύπτει το ποσό των 105,00 € για επιδικασθείσα
δικαστική δαπάνη, αφού η υπ’αριθμ…../2018 απόφαση του
Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας επέβαλε σε βάρος των εναγόντων, ήτοι του νυν ανακόπτοντος και της ομοδίκου του
ενάγουσας, το ποσό των 210,00 € για δικαστική δαπάνη και το ποσό των 105,00 €
πλέον ΦΠΑ 24% για σύνταξη επιταγής μετά παραγγελίας προς επίδοση, αφού από τη
γραμματική ερμηνεία της επιταγής προκύπτει ότι μια επιταγή προς πληρωμή
συντάχθηκε για αμφότερους τους ενάγοντες της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης
1…./2014 αγωγής επί της οποίας εξεδόθη η υπ’αριθμ…../2018 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας.
Επίσης ισχυρίζεται ότι δεν διευκρινίζεται με ποιο τρόπο έκαστος των εναγόντων
καθίσταται οφειλέτης για το ποσό των 353,00 €, δεδομένου ότι για τους ομοδίκους της υπ’αριθμ. …./2018
απόφασης του Ειρηνοδικείου Πύργου σε σχέση με την επιδικασθείσα δικαστική
δαπάνη ισχύει η παθητική εις ολόκληρον ενοχή.
Επιπλέον ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η από 19.02.2019
επιταγή τυγχάνει άκυρη διότι επιτάχθηκε να καταβάλει το ποσό των 117,80€ για
έξοδα επίδοσης, χωρίς να διευκρινίζεται εάν η επιταγή επιδόθηκε μόνο στον ίδιο
ή και στην ομόδικό του, έτσι ώστε με τα έξοδα επίδοσης να βαρύνονται
αμφότεροι οι ομόδικοι.
Επί του λόγου αυτού ανακοπής
θα πρέπει να επισημανθούν τα ακόλουθα :
Κατά τη διάταξη του άρθρου
180 παρ.1 ΚΠολΔ «Αν καταδικαστούν περισσότεροι, είτε
είναι ομόδικοι είτε όχι, να πληρώσουν τα έξοδα, ενέχονται κατά ίσα μέρη, το
δικαστήριο όμως μπορεί κατά την κρίση του, να κατανείμει τα έξοδα με βάση το
μερίδιο που αναλογεί σε καθέναν επάνω στο επίδικο αντικείμενο». Κατά δε τη διάταξη
της παρ.2 του ίδιου άρθρου « Αν καταδικάστηκαν περισσότεροι ως συνοφειλέτες εις ολόκληρον, έχουν
εις ολόκληρον υποχρέωση και για την πληρωμή των
εξόδων, εφόσον η απόφαση δεν ορίζει διαφορετικά, με την επιφύλαξη της διάταξης
της παρ.2». Με τη διάταξη της παρ.1 του άρθρου 180 ΚΠολΔ
θεσπίζεται ο κανόνας της ισομερούς κατανομής των δικαστικών εξόδων, στη
περίπτωση που καταδικαστούν περισσότεροι στη καταβολή αυτών. Η διάταξη
εφαρμόζεται τόσο σε ομόδικους, απλούς ή αναγκαίους, όσο και σε διαδίκους
περισσότερων συνεκδικασθεισών κατά το άρθρο 246 ΚΠολΔ υποθέσεων. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη § 3 του άρθρου
180 ΚΠολΔ, σε περίπτωση περισσότερων καταδικασθέντων
σε κοινή διαδικασία, ως εις ολόκληρον οφειλετών, η
εις ολόκληρον ενοχή τους επεκτείνεται και στην
πληρωμή των δικαστικών εξόδων, εκτός αν η απόφαση ορίζει διαφορετικά, δηλαδή
σύμμετρα [Απαλαγάκη Χ.-Σταματόπουλος Σ. Ο Νέος
Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, τόμος 1ος, εκδ.2022, (-Καποδίστριας Σ.), υπό
άρθρο 180, §§1,2, σελ.747, 748, ΑΠ1338/2008, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ,
ΑΠ 409/1996, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ
108/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ].
Η διάταξη του άρθρου 180 ΚΠολΔ ισχύει και για τα έξοδα της αναγκαστικής εκτέλεσης
και των ενδίκων μέσων [ Καποδίστριας Σ. ο.π. υπό
άρθρο 180, §4,σελ.748, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας
(-Ορφανίδης), τομ.Ι, άρθρο 180, αρ.4].
Στη προκειμένη περίπτωση με
την από 19.02.2019 επιταγή προς εκτέλεση έκαστος των εναγόντων της με αριθμό
έκθεσης κατάθεσης …./2014 αγωγής επιτάχθηκε να καταβάλει στον εναγόμενο και ήδη
καθού η ανακοπή το ποσό των 105,00 € για
επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη. Με την υπ’αριθμ…../2018
απόφαση του Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας επιβλήθηκαν σε βάρος των εναγόντων τα
δικαστικά έξοδα του εναγομένου, τα οποία ορίστηκαν
στο ποσό των διακοσίων δέκα ευρώ [210,00 €], για την καταβολή των οποίων, κατά
τη διάταξη του άρθρου 180 παρ.1 ΚΠολΔ και σύμφωνα με
τα όσα αναφέρονται στην ανωτέρω νομική σκέψη της παρούσας, έκαστος των
εναγόντων ενέχεται κατά ίσα μέρη. Συνεπώς ορθώς ο ανακόπτων
επιτάχθηκε να καταβάλει το ήμισυ της δικαστικής δαπάνης ύψους 105,00 €.
Επιπλέον με την ίδια ως άνω επιταγή έκαστος των εναγόντων της με αριθμό έκθεσης
κατάθεσης …../2014 αγωγής επιτάχθηκε να καταβάλει στον εναγόμενο για αμοιβή
σύνταξης της από 19.02.2019 επιταγής μετά παραγγελίας προς επίδοση το ποσό των
130,20 € [105,00 € πλέον ΦΠΑ 24%]. Επί του τελευταίου αυτού κονδυλίου πρέπει να
επισημανθούν τα ακόλουθα : Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 72 παρ. 1 N.
4194/2013 «Για τη σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση τίτλων εκτελεστών, η
αμοιβή του δικηγόρου ορίζεται στο σύνολο της δικαστικής δαπάνης, όπως αυτή
επιδικάστηκε από το δικαστήριο». Από τη γραμματική διατύπωση της παραπάνω
διάταξης, προκύπτει ότι ο νομοθέτης στόχευε να καθορίσει την εν λόγω αμοιβή ως
διακριτό κονδύλιο στην επιταγή προς πληρωμή, το οποίο ισούται με την
επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη. Για αυτό άλλωστε χρησιμοποιείται το ρήμα
«ορίζεται» και η φράση «στο σύνολο της δικαστικής δαπάνης», ώστε να καθίσταται
σαφές ότι ο προσδιορισμός του ποσού που γίνεται άμεσα και ευθέως από το νόμο,
ανέρχεται στο ύψος της δικαστικής δαπάνης που επιδικάστηκε και ταυτίζεται με το
ποσό αυτό (πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ). Mε το N.
4194/2013 δεν καθορίζεται περιθώριο μεταξύ ελάχιστης και ανώτατης αμοιβής, την
οποία δεν μπορεί να υπερβεί ο δικηγόρος του επισπεύδοντος, αλλά ορίζεται
αποκλειστικά ως ταυτόσημη με το ποσό της επιδικασθείσας δικαστικής δαπάνης [ΕφΠειρ 174/2022, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ].
Συνεπώς ορθά ο ανακόπτων επιτάχθηκε να καταβάλει για
αμοιβή σύνταξης επιταγής το ποσό των 105,00 €, που συνιστά το ήμισυ της επιβληθείσας δικαστικής δαπάνης, συνολικού ποσού 210,00 €,
για την οποία έκαστος των εναγόντων ενέχεται κατά το ήμισυ πλέον του
αναλογούντος ΦΠΑ. Περαιτέρω, με την ανωτέρω από 19.02.2019 επιταγή προς
εκτέλεση, έκαστος των εναγόντων επιτάχθηκε να καταβάλει στον εναγόμενο και ήδη ανακόπτοντα το ποσό των 117,80 € για έξοδα επίδοσης, χωρίς
να προκύπτει από την επιταγή εάν η επίδοση αυτή αφορά αμφότερους τους ενάγοντες
ή έκαστο χωριστά, ήτοι εάν υπήρξαν δύο επιδόσεις που αφορούσαν έκαστο των
εναγόντων ή μία κοινή επίδοση για αμφοτέρους. Πλην όμως από την υπ’αριθμ. 1….. ΣΤ/22.3.2022 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού
Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Ηλείας,
Νικολάου Μ…. [ προσκομίστηκε από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο του καθού η ανακοπή -εκκαλούντος στη Γραμματεία του παρόντος
Δικαστηρίου στα πλαίσια του άρθρου 227 ΚΠολΔ], που
αφορούσε επίδοση στον ανακόπτοντα [ενάγοντα],
προκύπτει ότι για την επίδοση της επιταγής στους ενάγοντες της με αριθμό
έκθεσης κατάθεσης ./2014 αγωγής δεν συντάχθηκε κοινή έκθεση επίδοσης. Παρά δε
την αοριστία του κονδυλίου της επιταγής ουδεμία δικονομική βλάβη προκλήθηκε
στον ανακόπτοντα καθώς από την ίδια την έκθεση
επίδοσης προκύπτει ότι αυτή δεν αφορούσε και την ομόδικό του ενάγουσα. Επομένως
ο ένατος λόγος ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.
Με τον δέκατο λόγο ανακοπής
ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι μη νόμιμο τυγχάνει το
κονδύλιο της επιταγής για αμοιβή του δικηγόρου για τη σύνταξη της επιταγής
καθόσον το άρθρο 72 Ν.4194/2013 ορίζει ότι η αμοιβή του δικηγόρου για τη
σύνταξη της επιταγής ισούται με την επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, η οποία εν
προκειμένω ορίστηκε για αμφότερους τους ενάγοντες της με αριθμό έκθεσης
κατάθεσης 1…./2014 αγωγής στο ποσό των 210,00 €.
Ο λόγος αυτός τυγχάνει
αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σε σχέση με
τον ένατο λόγο της ανακοπής όσον αφορά το κονδύλιο για αμοιβή σύνταξης
επιταγής.
Κατ’ακολουθία των
ανωτέρω, η κρινόμενη έφεση πρέπει να
γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανιστεί η υπ’αριθμ.
…./2021 εκκαλούμενη απόφαση του Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας, εν συνεχεία δε,
αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (ΚΠολΔ
535 παρ.1), να δικαστεί η υπόθεση κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών
διαφορών, να γίνει εν μέρει δεκτή η από 01ης.4.2019 και με αριθμό έκθεσης
κατάθεσης …./…..4.2019 ανακοπή και να ακυρωθεί εν μέρει το 10.4.2019
κατασχετήριο έγγραφο εις χείρας τρίτου κατά το μέρος που αφορά τους τόκους,
πλην της απαιτήσεως ύψους 353,00 €, για την οποία η από 19.02.2019 επιταγή προς
εκτέλεση, και τα έξοδα, πλην των εξόδων, που συνθέτουν το ποσό των 353,00 €,
και εκείνων που αφορούν τις τέσσερις επιδόσεις του κατασχετηρίου στις ανώνυμες
τραπεζικές εταιρείες, ως τρίτων, την επίδοση του κατασχετηρίου στον καθού η εκτέλεση και την αμοιβή εντολής προς εκτέλεση. Το
αίτημα του εκκαλούντος να επιβληθεί σε βάρος του εφεσίβλητου ποινή τάξης κατά
τη διάταξη του άρθρου 205 ΚΠολΔ είναι ουσιαστικά
αβάσιμο και πρέπει να απορριφθεί καθόσον η ανακοπή του εφεσίβλητου δεν ήταν
προφανώς αβάσιμη διότι έγινε κατά ένα μέρος δεκτή ως βάσιμη κατ’ουσίαν
και επιπλέον και πρωτίστως δεν συντρέχει το στοιχείο του δόλου [άμεσου δόλου,
όπως απαιτεί η διάταξη ΑΠ 642/2015 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ]. Επειδή η
έφεση έγινε δεκτή και εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη, πρέπει να διαταχθεί η
επιστροφή στον εκκαλούντα του παράβολου, που κατατέθηκε από αυτόν για την
άσκηση της έφεσης (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως η
παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ.2 Ν.4055/2012 και έχει ήδη αναριθμιστεί σε παρ.3 μετά την ισχύ του Ν.4335/2015), όπως
ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος ο εφεσίβλητος – ανακόπτων
πρέπει να καταδικαστεί σε μέρος της δικαστικής δαπάνης του εκκαλούντος- καθού η ανακοπή λόγω της εν μέρει ήττας του και κατά το
μέρος αυτής [ΚΠολΔ 178 παρ.1, 191 παρ.2], όπως
ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό αυτής.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των
διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν την από 14.02.2022 [αρ.εκθ.κατ…./2022,
Μει …./2022] έφεση κατά της υπ’αριθμ.
…../2021 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’αριθμ. …../2021
απόφαση του Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου της εφέσεως στον εκκαλούντα .
ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την
υπόθεση κατ’ουσίαν .
ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ επί της από
01ης.4.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../….4.2019 ανακοπής ενώπιον του
Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας :
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την
ανακοπή.
ΑΚΥΡΩΝΕΙ εν μέρει το
10.4.2019 κατασχετήριο έγγραφο εις χείρας τρίτου κατά το μέρος που αφορά τους
τόκους, πλην της απαιτήσεως ύψους 353,00 €, για την οποία η από 19.02.2019
επιταγή προς εκτέλεση, και τα έξοδα, πλην των εξόδων που συνθέτουν το ποσό των
353,00 € και εκείνων που αφορούν τις τέσσερις επιδόσεις του κατασχετηρίου στις
ανώνυμες τραπεζικές εταιρείες, ως τρίτων, την επίδοση του κατασχετηρίου στον καθού η εκτέλεση και την αμοιβή εντολής προς εκτέλεση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του
εφεσίβλητου- ανακόπτοντος μέρος των δικαστικών εξόδων
του εκκαλούντος – καθού η ανακοπή για αμφότερους τους
βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εκατόν
πενήντα ευρώ [150,00€].
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και
δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, χωρίς την
παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων Δικηγόρων τους, στον Πύργο Ηλείας, στις 19 Ιουλίου 2023.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ