ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΜΠρΑθ 552/2021
Το
χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου υπολογίζεται στο επτάμηνο του άρθρου 954§2 στοιχ. ε΄ ΚΠολΔ
για τον ορισμό ημερομηνίας του πλειστηριασμού. Απαράδεκτος ο λόγος για εσφαλμένη
περιγραφή ακινήτου σε ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ.
Απαράδεκτες οι αντιρρήσεις στην έκταση που ισχύει το δεδικασμένο. Η άσκηση
δικαιώματος δεν συνιστά κατάχρηση ακόμη και αν προκαλεί μεγάλη βλάβη.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Αποφάσεως 552/2021
(Αριθμός Κατάθεσης
Δικογράφου ./01.07.2021)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από τον
Δικαστή Χρήστο Μακρυκώστα, Πρόεδρο Πρωτοδικών, ο οποίος ορίστηκε από την
Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών και τη
Γραμματέα Γεωργία Καρατσάλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο
ακροατήριο του στην Αθήνα την 16.11.2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΟΣ: .,
κατοίκου Καματερού Αττικής, οδός ., με ΑΦΜ ., ο οποίος παραστάθηκε διά της
πληρεξούσιας του δικηγόρου Βασιλικής Γερογιάννη (AM
ΔΣΑ 26019), που κατέθεσε έγγραφες προτάσεις.
ΤΟΥ ΚΑΘ' ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ: .,
κατοίκου Περιστερίου Αττικής, οδός ., με ΑΦΜ ., ο οποίος παραστάθηκε διά του
πληρεξουσίου της δικηγόρου Κωνσταντίνου Καπελάκη (AM ΔΣΑ 16194), που επίσης
κατέθεσε έγγραφες προτάσεις.
Κατά τη συζήτηση της
υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα
αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και τις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ
ΝΟΜΟ
Με την υπό κρίση ανακοπή,
με το δικόγραφο της οποίας νόμιμα παραιτείται από την υπ' αρ. κατάθεσης ./2021
ανακοπή του, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που έχει προσδιορισθεί
να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 26.01.2027, ο ανακόπτων ζητεί την ακύροιση της υπ' αρ. .25.05.2021 έκθεσης αναγκαστικής
κατάσχεσης ακινήτου της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου
Αθηνών ..., καθώς και την καταδίκη του καθ' ου στην καταβολή των δικαστικών του
εξόδων. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η ανακοπή του άρθρου 933 παρ. 1 ΚΠολΔ, αρμοδίως, καθ' ύλην και
κατά τόπο, εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατά την
προκειμένη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρο 937 παρ. 3 ΚΠολΔ) έχει δε ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα και δη εντός
της προθεσμίας του άρθρου 934 παρ. 1 α ΚΠολΔ,
δεδομένου ότι οι προβαλλόμενοι με αυτήν λόγοι αφορούν το κύρος του εκτελεστού
τίτλου και την εκτελούμενη απαίτηση (βλ. την υπ' αρ. ./25.05.2021 έκθεσης
αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας
του Εφετείου Αθηνών
και την επί του σώματος της μνεία περί κοινοποίησης
την 25.05.2021, σε συνδυασμό με την υπ' αρ. ./07.07.2021 έκθεση επίδοσης της
δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ., που προσκομίζει
ο ανακόπτων. Πρέπει, επομένως, η ανακοπή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί
το παραδεκτό, νόμω και ουσία βάσιμο των λόγων της.
1. Σύμφωνα με το άρθρο
940Α εδ. α' ΚΠολΔ «Στο χρονικό
διάστημα από 1 μέχρι 31 Αυγούστου δεν επιτρέπεται η διενέργεια οποιασδήποτε
πράξης εκτέλεσης, συμπεριλαμβανομένης και της επιταγής προς εκτέλεση», με
αποτέλεσμα η έναρξη ή λήξη οποιασδήποτε προθεσμίας σχετιζόμενης με την
εκτελεστική διαδικασία που εμπίπτει εντός του μηνός Αυγούστου να παρατείνεται
για αντίστοιχο χρονικό διάστημα που αρχίζει από την πρώτη Σεπτεμβρίου (ΑΠ
1737/2014, ΜΠΑΘ 93/2021 και 1057/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ στο άρθρο 954 παρ. 2 στ.
ε' ΚΠολΔ προβλέπεται πως «Η κατασχετήρια έκθεση πρέπει
να περιέχει......ε) αναφορά της ημέρας του πλειστηριασμού, η οποία ορίζεται
υποχρεωτικά επτά (7) μήνες από την ημέρα περάτωσης της κατάσχεσης και όχι
πάντως μετά την παρέλευση οκτώ μηνών από την ημέρα αυτή...» και στο άρθρο 998
παρ. 2 ΚΠολΔ ορίζεται ότι «Ο πλειστηριασμός δεν
μπορεί να γίνει από την 1η έως και τις 31 Αυγούστου».
Επιπλέον, οι
προπαρασκευαστικές δικονομικές προθεσμίες (εκείνες δηλαδή που πρέπει να
παρέλθουν προκειμένου να λάβει χώρα η συζήτηση ή να διενεργηθεί η κρίσιμη
διαδικαστική πράξη), όπως η προαναφερθείσα του άρθρου 954 παρ. 2 στ. ε' ΚΠολΔ, βάσει της γενικής θεωρίας των προθεσμιών, δεν
αναστέλλονται κατά το μήνα Αύγουστο, μη εφαρμοζομένου εν προκείμενω
του άρθρου 147 παρ. 2 ΚΠολΔ, το οποίο περιελάμβανε
στην απαρίθμηση του στην προϊσχύσασα μορφή του, τη
διάταξη του άρθρου 998 παρ. 4 εδ. γ ΚΠολΔ (περί των 4 μηνών ως απώτατου ορίου για τη διενέργεια
του πλειστηριασμού) και όχι αυτή του άρθρου 998 παρ. 4 εδ.
α ΚΠολΔ. Κατά συνέπεια, η απαγόρευση της διενέργειας
πράξεων εκτέλεσης από την 1η έως την 31n Αυγούστου δεν μπορεί να έχει ως νόμιμη
συνέπεια την αναστολή της αντίστοιχης προθεσμίας. Εξάλλου, μετά το ν.
4335/2015, ο καθ' ου η εκτέλεση δύναται να ασκήσει αφενός μεν την ανακοπή του άρ. 933 ΚΠολΔ μέσα σε 45 ημέρες
από την ημέρα της κατασχέσεως, αφετέρου δε την ανακοπή του άρθρου 954 παρ. 4 εδ. α' ΚΠολΔ και την αίτηση
αναστολής του άρ. 1000 ΚΠολΔ
20 και 15 εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού, αντίστοιχα.
Επομένως, καθώς τα εν λόγω δικονομικά δικαιώματα του καθ' ου μπορούν να
ασκηθούν σε χρόνο κατά πολύ προγενέστερο σε σχέση με το προϊσχύσαν
δίκαιο, της ημερομηνίας διενέργειας του πλειστηριασμού, η μη πρόβλεψη της
επτάμηνης προθεσμίας του άρρθρου 954 παρ. 2 στ. ε ΚΠολΔ στη διάταξη του άρθρου 147 παρ. 2 ΚΠολΔ
αποτελεί συνειδητή επιλογή του νομοθέτη (εκούσιο κενό), ώστε να μην τίθεται
ζήτημα ανάλογης εφαρμογής της τελευταίας ρύθμισης προς την κατεύθυνση της
αναστολής της εν λόγω προθεσμίας για το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου
(βλ. παρατηρήσεις Ν.Κατηφόρη, επίκουρου καθηγητή
Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ σε προσκομιζόμενο από τον ανακόπτοντα αντίγραφο της ΜΠΑθ 1057/2019 με πηγή Sakkoulas-onlinc).
Με τον πρώτο λόγο της
ανακοπής του ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι είναι άκυρη η προσβαλλόμενη έκθεση
αναγκαστικής κατάσχεσης, δεδομένου ότι με αυτή επισπεύδεται αναγκαστικός
πλειστηριασμός ακινήτου, η διενέργεια του οποίου θα γίνει ηλεκτρονικά στις
29.12.2021, ήτοι 7 μήνες και 4 ημέρες μετά την περάτωση της κατάσχεσης που
έλαβε χώρα την 25.5.2021, συμπεριλαμβανομένου όμως για τον υπολογισμό του
επταμήνου και του χρονικού διαστήματος από 1 έως 31 Αυγούστου, κατά παράβαση
της διάταξης του άρθρου 940Α ΚΠολΔ. Με αυτό το
περιεχόμενο όμως ο λόγος αυτός της ανακοπής τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος,
εν όψει όσων εκτέθηκαν στην αμέσως προηγηθείσα μείζονα σκέψη
II. Με το δεύτερο λόγο της
ανακοπής του, ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι στην προσβαλλόμενη έκθεση κατάσχεσης
ακινήτου, το κατασχεθέν ακίνητο περιγράφεται πλημμελώς και ατελώς, καθώς, όπως
ισχυρίζεται, δεν αποτελεί αυτοτελή και ανεξάρτητη οριζόντια ιδιοκτησία, αλλά
αποτελεί τμήμα μίας ενιαίας και αδιάσπαστης οικίας που έχει λειτουργικά και
τυπικά συνενωθεί, δυνάμει της υπ' αρ. ./30.12.2003 αναθεώρησης της υπ' αρ. ./92
οικοδομικής άδειας της Υπηρεσίας Πολεοδομίας Αιγάλεω, με την οποία αναθεωρήθηκε
επ' αόριστον η αρχική άδεια, κατόπιν υποβολής νέων μελετών για παράταση ισχύος
και τροποποίηση μελετών για συνένωση των δύο διαμερισμάτων Α και Β ορόφων σε
μία μεζονέτα, ενώ, όπως περιγράφεται στην προσβαλλόμενη, η αναγκαστική
κατάσχεση επιβλήθηκε στο με στοιχεία .Ι διαμέρισμα του . ορόφου οικοδομής
ευρισκόμενης στον Δήμο Αγίων Αναργύρων-Καματερού Αττικής, στη θέση Πάτημα, στο
Γ. . Ο.Τ., στη συμβολή των οδών .... Η δε συνένωση προκύπτει κατά τους
ισχυρισμούς του ανακόπτοντος από το σώμα της άδειας, τον πίνακα ανακατανομής
ποσοστών συνιδιοκτησίας και κοινοχρήστων της τριώροφης οικοδομής του μηχανικού
., τις δηλώσεις Ε9 και το εκκαθαριστικό
Ε.Ν.Φ.Ι.Α. Επιπλέον δε ισχυρίζεται ότι στην προσβαλλόμενη αναφέρονται εσφαλμένα
το ποσοστό εξ αδιαιρέτου συμμετοχής του κατασχεθέντος ακινήτου στο οικόπεδο, ο
συνολικός όγκος του και οι ψήφοι που του αναλογούν.
Με το ανωτέρω περιεχόμενο
όμως ο λόγος αυτός ανακοπής απαραδέκτως προβάλλεται
με την κρινόμενη ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, αφού
προσιδιάζει σε αυτή του άρθρου 954 παρ. 4 ΚΠολΔ,
δεδομένου ότι, κ αν γινόταν δεκτός, θα οδηγούσε στην διόρθωση του περιεχομένου
της προσβαλλόμενης έκθεσης και όχι στην ακύρωση αυτής, ενώ, σε κάθε περίπτωση,
ο ανακόπτων δεν επικαλείται, προς επίρρωση του, το στοιχείο της βλάβης που δεν
μπορεί να. διορθωθεί με άλλον τρόπο.
ΙΙΙ. Με τον τρίτο λόγο της
ανακοπής του ο ανακόπτων επικαλείται ότι η προσβαλλόμενη τυγχάνει ακυρωτέα
διότι αυθαιρέτως και ψευδώς αναφέρεται σε αυτήν ότι επιτάχθηκε να καταβάλει
στον καθ' ου το επιδικασθέν υπέρ του τελευταίου με την υπ' αρ. 163/2020 απόφαση
του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου ως κληρονόμος, ενώ στην από 06.04.2021
επιταγή κάτωθι αντιγράφου α' απογράφου εκτελεστού της ανωτέρω απόφασης είχε
εσφαλμένα επιταχθεί ατομικά και όχι ως κληρονόμος του αποβιώσαντος πατρός του
., πρώτου εναγομένου στην αγωγή επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω απόφαση.
Πλην όμως από την
παραδεκτή επισκόπηση της ανωτέρω επιταγής και της προαναφερθείσας απόφασης που συνεπιδόθηκαν στον ανακόπτοντα, αποτελώντας ενιαίο σώμα,
προκύπτει ότι τόσο στο σκεπτικό αυτής (σελ. 4 και 14 αυτής), όσο και στο
διατακτικό της ο νυν ανακόπτων αναφέρεται ως «δεύτερος εναγόμενος, με την
ιδιότητα του μοναδικού κληρονόμου του πρώτου εναγομένου», με αποτέλεσμα να μην
καταλείπεται οποιαδήποτε αμφιβολία και να μην δημιουργείται οποιαδήποτε σύγχυση
σχετικά με την ιδιότητα, με την οποία επιτάχθηκε να καταβάλλει το επιδικασθέν
υπέρ του νυν καθ' ου η ανακοπή χρηματικό ποσό και, συνεπώς, ο σχετικός λόγος
ανακοπής τυγχάνει απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος
IV. Κατά το άρθρο 933 § 4 ΚΠολΔ, ως ισχύει μετά την τροποποίηση του με το ν.
4335/2015, αν ο εκτελεστός τίτλος είναι δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής,
οι αντιρρήσεις είναι απαράδεκτες στην έκταση που ισχύει το δεδικασμένο, σύμφωνα
με τα άρθρα 330 και 633 § 2 εδ. γ' αντίστοιχα. Κατά
την έννοια δε των διατάξεων των άρθρων 321, 322 και 324 ΚΠολΔ,
η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί δεδικασμένο που δεν επιτρέπει να αμφισβητηθεί και
να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το κριθέν δικαίωμα και η δικαιολογική
σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί. Το δεδικασμένο αυτό εκτείνεται στο
ουσιαστικό ζήτημα για έννομη σχέση που προβλήθηκε με αγωγή, ανταγωγή, κύρια
παρέμβαση ή ένσταση. Εξ άλλου, κατά το άρθρο 330 ΚΠολΔ
το δεδικασμένο εκτείνεται στις ενστάσεις που προτάθηκαν, καθώς και σε εκείνες,
που ηδύναντο να προταθούν και δεν προτάθηκαν. Από τις
ενστάσεις που δεν προτάθηκαν εξαιρούνται εκείνες που στηρίζονται σε αυτοτελές
δικαίωμα που δύναται να ασκηθεί και με κύρια αγωγή. Από την διάταξη αυτή
προκύπτει ότι καλύπτονται από το δεδικασμένο όλες οι προταθείσες ενστάσεις,
ασχέτως της νομικής τους θεμελιώσεως. Από εκείνες που δεν προτάθηκαν
καλύπτονται: α) όλες οι ενστάσεις εκ του δικονομικού δικαίου, β) όλες οι
καταχρηστικές ενστάσεις, δηλαδή εκείνες που στηρίζονται επί απλών πραγματικών περιστατικών
και γ) όλες οι γνήσιες αυτοτελείς ή αυθύπαρκτες ενστάσεις, δηλαδή εκείνες που,
όπως και οι καταχρηστικές στηρίζονται επί απλού πραγματικού γεγονότος, αλλά
περαιτέρω στηρίζουν διαπλαστικό δικαίωμα του εναγομένου, ώστε να αποτελούν
παραλλήλως και ενστάσεις υπό ουσιαστική έννοια. Όλες αυτές οι ενστάσεις, είτε
αφορούν στις διαδικαστικές προϋποθέσεις, είτε αφορούν στο κατ ουσία βάσιμο της
αγωγής, καλύπτονται από το δεδικασμένο. Η μη προταθείσα, ένσταση καλύπτεται από
το δεδικασμένο, εφ' όσον ήταν δυνατόν να προταθεί κατά την διάρκεια
προηγούμενης δίκης, εφ' όσον δηλαδή υπήρχαν έκτοτε όλα τα απαιτούμενα για την
θεμελίωση της γεγονότα, έστω και αν ο διάδικος τα αγνοούσε υπαιτίως
ή ανυπαιτίως (ΑΠ 856/2014, 1017/2001). Στην κατηγορία
των καταχρηστικών ενστάσεων που αν δεν προτάθηκαν, κατά τα ανωτέρω, καλύπτονται
από το δεδικασμένο, ανήκει και η ένσταση της παραγραφής (ΑΠ 243/2018, ΤΝΠ
ΝΟΜΟΣ).
Με τον τέταρτο λόγο της
υπό κρίση ανακοπής, ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η απαίτηση του καθ' ου η
ανακοπή υπέπεσε σε παραγραφή εν επιδικία (πενταετή κατ' άρθρο 250 παρ. 1 ΑΚ),
δεδομένου ότι από την έκδοση της μη οριστικής υπ' αρ. 12/2011 απόφασης του
Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου, μέχρι την επαναφορά της υπόθεσης προς συζήτηση
με την από 14.12.2017 και με αριθμό κατάθεσης ./21.12.2017 κλήση του καθ'ου η ανακοπή παρήλθε χρονικό διάστημα μείζον της
πενταετίας. Πλην όμως, από την παραδεκτή επισκόπηση τόσο του από 16.10.2019
δικογράφου των προτάσεων που ο ανακόπτων κατέθεσε ενώπιον του Τριμελούς
Εφετείου Δωδεκανήσου, όσο και της υπ' αρ. 163/2020 οριστικής απόφασης του
Δικαστηρίου αυτού, προκύπτει ότι ο τελευταίος δεν προέβαλε την ένσταση
παραγραφής, καίτοι υπήρχαν έκτοτε όλα τα απαιτούμενα για τη θεμελίωση της
γεγονότα, με αποτέλεσμα να καλύπτεται αυτή πλέον από το δεδικασμένο και ο
σχετικός λόγος ανακοπής να τυγχάνει απορριπτέος ως απαράδεκτος.
V. Με τον πέμπτο λόγο της
ανακοπής του, ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη τυγχάνει ακυρωτέα
διότι ο ίδιος έχει ασκήσει την από 18.07.2017 έφεση του κατά της υπ' αρ. 157/2017
απόφασης του Ειρηνοδικείου Αχαρνών (εκούσια δικαιοδοσία-ν.3869/2010), με την
οποία απορρίφθηκε η αίτηση του για υπαγωγή του στις διατάξεις του ν. 3869/2010,
με προσδιορισμένη δικάσιμο την 28.01.2022. ότι η έφεση του είναι άκρως πιθανόν
να ευδοκιμήσει και ζητεί, βάσει αυτού, να διατηρηθεί η πραγματική και νομική
κατάσταση της περιουσίας του μέχρι την έκδοση απόφασης επί της έφεσης του, ώστε
να μην απωλέσει το κατασχεθέν ακίνητο που τυγχάνει μοναδική ακίνητη περιουσία
του και πρώτη κατοικία του.
Πλην όμως η αίτηση
υπαγωγής στις διατάξεις του ν. 3869/2010, εφόσον γίνει δεκτή, είτε σε πρώτο,
είτε σε δεύτερο βαθμό, προστατεύει τον αιτούντα μόνο έναντι των πιστωτών που
έχουν συμπεριληφθεί στην αίτηση και δεν ισχύει έναντι όλων, όπως εσφαλμένα
υπολαμβάνει ο ανακόπτων. Αυτό προκύπτει και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1
του εν λόγω νόμου. Δεδομένου δε ότι η αίτηση του ανακόπτοντος στρέφεται μόνο
κατά της τράπεζας με την επωνυμία «ALPHA BANK Α.Ε.» είναι σαφές ότι τυχόν
ευδοκίμηση της προαναφερθείσας έφεσης δεν καταλαμβάνει τον καθ' ου και ο
σχετικός λόγος της ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελούς προβαλλόμενος.
VI. Κατά τη διάταξη του
άρθρου 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος
απαγορεύεται αν αυτή υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή
τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. ’σκηση
ουσιαστικού δικαιώματος, που ανήκει στο δημόσιο δίκαιο, αποτελεί και η
πραγμάτωση με την αναγκαστική εκτέλεση της απαίτησης του δανειστή έναντι του
οφειλέτη, η οποία ελέγχεται κατά τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ (ΟλΛΠ 62/1990, ΑΠ 1202/2018, ΑΠ 261/2017, ΑΠ 1077/2015, ΑΠ
2089/2013, δημ. όλες στη Νόμος). Η αναγκαστική
εκτέλεση αποτελεί συνταγματικά κατοχυρωμένη μορφή έννομης προστασίας για την
παροχή της οποίας προσβάλλονται επίσης συνταγματικά κατοχυρωμένα ατομικά
δικαιώματα του οφειλέτη, διότι στη στάθμιση των αγαθών που επιχειρεί ο
νομοθέτης κρίνει αναγκαία και προέχουσα την ικανοποίηση του δανειστή. Από την
άλλη, όμως, πλευρά, τα μέτρα εκτέλεσης θα πρέπει να υπόκεινται σε έλεγχο με βάση
την αρχή της αναλογικότητας, η οποία απορρέει από τη διάταξη του άρθρου 25 παρ.
1 του Συντάγματος. Έτσι, οι πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης, που παραβιάζουν την
αρχή της αναλογικότητας, θα πρέπει να κηρύσσονται άκυρες, μετά από την άσκηση
ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ. Η αρχή της
αναλογικότητας, με τις επιμέρους αρχές στις οποίες αναλύεται, θέτει όρια τα
οποία απαγορεύουν τη χρήση μέσων εκτέλεσης, άρα και την επιχείρηση των σχετικών
πράξεων εκτέλεσης, όταν τα μέσα αυτά δεν είναι κατάλληλα για να επιτύχουν το
σκοπό της εκτελεστικής διαδικασίας (αρχή της καταλληλότητας), όταν δεν είναι
αναγκαία επειδή υπάρχει άλλο ηπιότερο μέσο (αρχή της αναγκαιότητας ή του
ηπιότερου μέσου) και όταν προκαλούν ζημία αυτή είναι δυσανάλογα μεγάλη και
επιβαρυντική για τον θιγόμενο, γιατί τα ωφελήματα που επιδιώκει ο επισπεύδων με
τις πράξεις εκτέλεσης δεν βρίσκονται σε αρμόζουσα λογική ακολουθία με τις
αρνητικές επιπτώσεις για τον καθ' ου η εκτέλεση (βλ Π. Γεσίου-Φαλτσή, ο.π., παρ. 9, περ.
αριθμός 26,27 σελ 156 και τις εκεί παραπομπές στη Νομολογία, ΟλΑΠ 43/2005, ΑΠ 724/2017, δημ.
Νόμος). Επομένως, λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ
μπορεί να αποτελέσει και η αντίθεση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης
στα αντικειμενικά όρια του άρθρου 281 ΑΚ. και η εντεύθεν ακυρότητα της
εκτέλεσης, ήτοι και όταν υφίσταται προφανής δυσαναλογία μεταξύ του
χρησιμοποιουμένου μέσου και του επιδιωκόμενου σκοπού, ασκούμενου του σχετικού
δικονομικού δικαιώματος με κακοβουλία, κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη ή
την καλή πίστη (ΑΠ 1202/2018, ΑΠ 724/2017, ΑΠ 893/2008, ΕφΘεσ
2613/2017, ΕφΠειρ 36/2017, δημ.
Νόμος). Σχετικά, έχει κριθεί ότι οι πράξεις κατάσχεσης και πλειστηριασμού
περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη παραβιάζουν την αρχή της αναγκαιότητας ή
του ηπιότερου μέσου, όταν η αξίωση του δανειστή είναι δυνατό να ικανοποιηθεί με
άλλο μέσο ασυγκρίτως ηπιότερο για τον οφειλέτη, όπως με κατάσχεση άλλων
περιουσιακών στοιχείων του, η αξία των οποίων είναι μικρότερη του αρχικά
κατασχεθέντος στοιχείου, αξία βέβαια που καλύπτει την αξίωση του δανειστή, όπως
και όταν οι πράξεις κατάσχεσης και πλειστηριασμού περιουσιακών στοιχείων του
οφειλέτη παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας υπό στενή έννοια και, δη, όταν
εμφανίζονται σαν μέτρα εξαιρετικής σκληρότητας για το συγκεκριμένο οφειλέτη, τα
οποία υπερβαίνουν τα ανεκτά όρια της θυσίας του, ενώ, ταυτόχρονα, το ποσό της
απαίτησης που εκτελείται είναι ελάχιστο σε σχέση με τη δυσανάλογα μεγάλη αξία
του κατασχεθέντος (Β. Βαθρακοκοίλης: ΚΠολΔ-Ερμηνεία και Νομολογιακή Ανάλυση, τομ.
Ε, υπό άρθρο 951 αρ. 14) και, συνεπώς, έκδηλη η μεγάλη δυσαναλογία μεταξύ του
μέσου εκτέλεσης και του σκοπού για τον οποίο αυτό επιβάλλεται. Επίσης, ο
οφειλέτης μπορεί, για την απόκρουση του επισπευδομένου
ή για την ακύρωση του ήδη διενεργηθέντος πλειστηριασμού, να προβάλλει ότι, λόγω
των συνθηκών που συντρέχουν, η πραγμάτωση του δικαιώματος από τον επισπεύδοντα
δανειστή απαγορεύεται γιατί υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή
πίστη ή τα. χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος (ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 6/2016, ΟλΑΠ 16/2006, ΑΠ 126/2019, ΑΠ 1116/2018, ΑΠ 1871/2014, ΑΠ
1504/2013, ΑΠ 279/2008, ΑΠ 298/2008, δημ.
όλες στη Νόμος). Ειδικά δε μόνη η αδράνεια του δικαιούχου για την άσκηση του
δικαιώματος επί χρόνο μικρότερο από τον απαιτούμενο για την παραγραφή, καθώς
και η καλόπιστη πεποίθηση του υπόχρεου ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα κατ' αυτού ή
ότι αυτό δεν πρόκειται να ασκηθεί εναντίον του, έστω και αν αυτή δημιουργήθηκε
από την αδράνεια του δικαιούχου, δεν αρκεί καταρχήν να καταστήσει καταχρηστική
την επιγενόμενη άσκηση του δικαιώματος. Αν όμως η αδράνεια συνοδεύεται από
ειδικές περιστάσεις που συνδέονται κυρίως με προηγούμενη συμπεριφορά του
δικαιούχου και ο ίδιος μεταβάλλοντας την στάση
του επιχειρεί εκ των υστερούν ανατροπή της κατάστασης που έχει ήδη
διαμορφωθεί και παγιωθεί, δεν είναι απαραίτητο να προκαλούνται από την
επιχειρούμενη ανατροπή αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο καταστάσεις,
αλλά αρκεί να επέρχονται δυσμενείς απλώς για τα συμφέροντα του επιπτώσεις, στην
περίπτωση δε αυτή η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή κατά
την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και συνεπώς καταχρηστική και απαγορευμένη (ΟλΑΠ 5/2011, ΕλΔ 20Π.614, ΟλΑΠ 8/2001, ΕΕργΔ 2002.1407, ΑΠ
109/2019, ΑΠ 1225/2017, ΑΠ 553/2017, ΑΠ 151/2016, ΑΠ 131/2015, ΑΠ 971/2014, ΑΠ
436/2013, δημ. όλες στη Νόμος, ΑΠ 298/2012, ΔΕΕ
2013.855). Μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη
περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη» δεν μπορεί να
αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος κατά την παραπάνω διάταξη, παρά μόνο αν το
γεγονός αυτό μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιστάσεις, όπως λ.χ. όταν ο
δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη συμφέροντος
δεν μπορεί να υπάρχει, όταν ο δανειστής, όπως έχει το δικαίωμα από την σύμβαση,
αποφασίζει να εισπράξει την απαίτηση του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα
συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας
(διαχείρισης) αυτός μπορεί να
αποφασίζει, εκτός αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, υπάρχει υπέρβαση και,
μάλιστα, προφανής, των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του
οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 1352/2011, ΑΠ 1472/2004, ΕφΑΘ 535/2018, ΕφΘεσσ 473/2017, ΕφΔυτΜακ 26/2007, δημ. Νόμος).
Με τον έκτο λόγο της
ανακοπής του ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι ο καθ' ου καταχρηστικά επισπεύδει σε
βάρος του τη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, καθώς άφησε να παρέλθουν επτά
έτη από την έκδοση της υπ' αρ. 12/2011 μη οριστικής απόφασης του Εφετείου
Δωδεκανήσου, μέχρι να επαναφέρει την έφεση του προς συζήτηση με κλήση ενώπιον
του ιδίου Δικαστηρίου, με αποτέλεσμα να επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση για
συνολικό ποσό 24.718,32 Ευρώ, έναντι αρχικού κεφαλαίου 14.673,51 Ευρώ.
Πλην όμως, όπως
προαναφέρθηκε, μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη
περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν μπορεί να
αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος κατά την διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, παρά μόνο
αν το γεγονός αυτό μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιστάσεις, όπως λ.χ.
όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη
συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει, όταν ο δανειστής, αποφασίζει να εισπράξει
την απαίτηση του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση
της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας (διαχείρισης) αυτός μπορεί να
αποφασίζει, εκτός αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, υπάρχει υπέρβαση και,
μάλιστα, προφανής, των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του
οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος, η οποία όμως δεν προκύπτει
από τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της ανακοπής και κατά συνέπεια, ο σχετικός
λόγος ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος. Μη υπάρχοντος δε, άλλου
λόγου ανακοπής προς εξέταση, θα πρέπει η υπό κρίση ανακοπή να απορριφθεί και να
επιβληθούν, σε βάρος του ανακόπτοντος, λόγω της ήττας του, τα δικαστικά έξοδα
του καθ' ου, κατά παραδοχή του σχετικού, νόμιμα υποβληθέντος με το δικόγραφο
των προτάσεων της, αιτήματος του τελευταίου (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 63, 65, 66 και 68 Ν. 4194/2013), όπως ορίζεται στο
διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔίΚΑΖΟΝΤΛΣ
αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπό κρίση
ανακοπή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον
ανακόπτοντα, στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του καθ' ου, τα οποία ορίζει
στο ποσό των τριακοσίων (300,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε
σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στην Αθήνα στις 28 Δεκεμβρίου
2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ