ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

 

ΜΠρΑθ 512/2019

 

Συνταξιούχοι ΕΤΕ - Επικούρηση συνταξιούχων ΕΤΕ - Υποχρέωση ΕΤΕ να καλύπτει τα ελλείμματα του ΛΕΠΕΤΕ -.

 

Συνταξιούχοι ΕΤΕ και δικαιούχοι των προβλεπόμενων μηνιαίων επικουρήσεων του Λογαριασμού Επικούρησης Προσωπικού της Εθνικής Τράπεζας (ΛΕΠΕΤΕ). Ειδικός λογαριασμός συγκέντρωσης περιουσίας που στερείται νομικής προσωπικότητας και όχι φορέας κοινωνικής ασφάλισης. Η οικονομική ενίσχυση των συνταξιούχων ΕΤΕ δεν έχει χαρακτήρα επικουρικής σύνταξης αλλά εργοδοτικής παροχής που έχει καταστεί περιεχόμενο των ατομικών συμβάσεων εργασίας του προσωπικού της. Συνεχής κάλυψη από την ΕΤΕ των ελλειμμάτων ρευστότητας του λογαριασμού. Η αδιάκοπη επί σειρά ετών καταβολή στους ενάγοντες των προβλεπόμενων μετεργασιακών επικουρήσεων που κατέστη επιχειρησιακή συνήθεια. Παραβίαση διαμορφωθείσας επιχειρησιακής συνήθειας η απόφαση της ΕΤΕ να σταματήσει τη χρηματοδότηση του Λογαριασμού και να παύσει μονομερώς τη χορήγηση των επικουρήσεων. Υποχρέωση της ΕΤΕ να καταβάλει στους ενάγοντες τις προβλεπόμενες από τον Ειδικό Κανονισμό του ΛΕΠΕΤΕ μηνιαίες επικουρήσεις.

 

 

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ

ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

Αριθμός απόφασης: 512/2019

(Αριθμός κατάθεσης αγωγής : 78781/2237/2018)

 

 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

 

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Ευαγγελία Τσαπαλιάρη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Αναστασία Καραγγελή.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 8 Οκτωβρίου 2018, προκειμένου να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ : 1) .., έως και 100) …, οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιου δικηγόρου τους ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ του Δ.Σ. ΑΘΗΝΩΝ.

 

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Εθνική Τράπεζα Ελλάδος Α.Ε.» που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Αιόλου αρ. 86, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια των πληρεξούσιων δικηγόρων της ΑΘΗΝΑΣ ΠΕΤΡΟΓΛΟΥ και ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ του Δ.Σ. ΑΘΗΝΩΝ.

 

Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 29/3/2018 και με αριθμό κατάθεσης 78781/2237/2018 αγωγή τους, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που προσδιορίστηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις που νομίμως κατέθεσαν.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

I. Με το άρθρο 62 ΚΠολΔ ορίζεται ότι όποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, έχει την ικανότητα να είναι διάδικος. Ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν κάποιο σκοπό, χωρίς να είναι σωματεία, καθώς και εταιρίες, που δεν έχουν νομική προσωπικότητα, μπορούν να είναι διάδικοι. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η ικανότητα του διαδίκου ρυθμίζεται σε άμεση συσχέτιση με το ουσιαστικό δίκαιο και επομένως, ενόψει των διατάξεων των άρθρων 34, 35, 61, 72 και 748 ΑΚ διάδικος μπορεί να είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων, που επιδιώκουν κάποιο σκοπό χωρίς να είναι σωματεία ή εταιρίες, που δεν έχουν αποκτήσει νομική προσωπικότητα, ή σύνολο περιουσίας, η οποία έχει ταχθεί για την εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού, εφόσον όμως έχει αποκτήσει νομική προσωπικότητα, κατά τους όρους του νόμου. Ειδικότερα, όσον αφορά στην τελευταία περίπτωση (σύνολο περιουσίας), κατά το άρθρο 361 ΑΚ, μπορεί να συμφωνηθεί μεταξύ του εργοδότη και των εργαζομένων σε μία επιχείρηση ή υπηρεσία ή συγκέντρωση περιουσίας σε ειδικό λογαριασμό για ορισμένο σκοπό (παροχή εφάπαξ βοηθημάτων κ.λπ.). Τέτοιους ειδικούς λογαριασμούς δεν τους αποκλείει η νομοθεσία μας, αλλ' αντιθέτως τους προβλέπει ειδικώς στα πλαίσια ασφαλιστικών οργανισμών και για ασφαλιστικές παροχές (άρθρο 4 παρ. 7 του α.ν. 1022/1946). Οι λογαριασμοί αυτοί, κατά κανόνα, δεν έχουν νομική προσωπικότητα, για την απόκτηση της οποίας απαιτούνται οι νόμιμες, κατά περίπτωση, διατυπώσεις και δεν αποτελούν αστικές εταιρίες, ενώ δεν έχουν και ικανότητα να είναι διάδικοι, σύμφωνα με τη διάταξη 62 παρ. 2 ΚΠολΔ, αφού δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως εταιρίες χωρίς νομική προσωπικότητα και ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν κάποιο σκοπό, χωρίς να είναι σωματεία. Για τις ενώσεις προσώπων το Σύνταγμα ορίζει στο άρθρο 12 παρ. 1 ότι οι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνιστούν ενώσεις, τηρώντας τους νόμους του κράτους και το άρθρο 107 εδ. α' ΑΚ ότι η ένωση προσώπων για την επιδίωξη σκοπού, όταν δεν αποτελεί σωματείο, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, διέπεται από τις διατάξεις για την εταιρία. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει ενώσεις προσώπων που έχουν σωματειακή υφή, οι οποίες ως εκ τούτου διαφέρουν σημαντικά από τις εταιρίες. Περαιτέρω ορίζεται με το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος ότι «καθένας έχει δικαίωμα νʼ αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητα του και να συμμετέχει στην κοινωνική οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη», με το άρθρο 20 παρ. 1 ότι «καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σʼ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά του, όπως ο νόμος ορίζει» και με το άρθρο 6 παρ. 1α της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυξημένη έναντι των κοινών νόμων, ισχύ, ότι «κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα, όπως η υπόθεση του δικαστεί δίκαια, δημόσια και μέσα σε λογική προθεσμία από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που λειτουργεί νόμιμα και θʼ αποφασίσει είτε για τις αμφισβητήσεις στα δικαιώματα και υποχρεώσεις του αστικής φύσεως, είτε για το βάσιμο κάθε εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως» (ΟλΑΠ 25/2008 ΝΟΜΟΣ),

 

II. Σύμφωνα με τα άρθρα 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 22 παρ. 5 του Συντάγματος, «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου», «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητα του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη» και «Το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει». Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 2992/2002, ο οποίος εκδόθηκε σε συμμόρφωση του εσωτερικού νομοθέτη προς τον Κανονισμό 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της 19-7-2002 «Για την Εφαρμογή των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων» και τον Κανονισμό 1725/2003 της Επιτροπής της 19-9-2003 «Για την υιοθέτηση ορισμένων Διεθνών Λογιστικών Προτύπων σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου», οι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών επιχειρήσεις, όπως είναι και οι τράπεζες, υποχρεώθηκαν από την 1-1-2005 (ΥΑ 53705/994/2003, ΦΕΚ Βʼ 1129/2003) να εφαρμόζουν τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα (ΔΛΠ) και ιδίως το ΔΛΠ αρ. 19, το οποίο επιβάλλει την ακριβή λογιστική αποτύπωση όλων των παροχών του εργοδότη προς το προσωπικό του (ημερομίσθια, μισθούς, εισφορές κοινωνικών ασφαλίσεων, μελλοντικά προγράμματα παροχών μετά την απασχόληση κ.λπ.), ακόμη και των μη ληξιπροθέσμων. Με την εφαρμογή αυτή, τα πιστωτικά ιδρύματα του ν. 2076/1992, που με βάση ιδιωτικές συμφωνίες είχαν αναλάβει στο διηνεκές τη δέσμευση να καλύπτουν τα ελλείμματα των ταμείων επικουρικής ασφάλισης του προσωπικού τους για την καταβολή συντάξεων, οφείλουν να αναγράφουν στους ισολογισμούς τους τις υποχρεώσεις αυτές σαν υποχρεώσεις προς οποιαδήποτε ιδιωτική ασφάλιση, πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα το να εμφανίζουν μεγαλύτερο παθητικό και χαμηλότερους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας. Το αποτέλεσμα αυτό δεν θα υπήρχε, αν το προσωπικό των πιστωτικών ιδρυμάτων ασφαλιζόταν και για τις επικουρικές παροχές (πολύ περισσότερο, γιʼ αυτές που μέχρι τότε καταβάλλονταν στο πλαίσιο προγραμμάτων προκαθορισμένων παροχών) σε κρατικό φορέα κοινωνικής ασφάλισης, διότι τότε οι σχετικές υποχρεώσεις θα αντιμετωπίζονταν ως υποχρεώσεις του αρμόδιου κρατικού φορέα και, κατʼ επέκταση, του κοινωνικού συνόλου, αλλά όχι των πιστωτικών ιδρυμάτων, που θα περιορίζονταν στις εργοδοτικές εισφορές (όπως συμβαίνει στα ασφαλιστικά προγράμματα προκαθορισμένων εισφορών) και θα απαλλάσσονταν από την κάλυψη των ελλειμμάτων. Προκειμένου να αποσοβηθούν οι κίνδυνοι, τους οποίους τα πιστωτικά ιδρύματα θα αντιμετώπιζαν ως προς την περαιτέρω λειτουργία τους από την εφαρμογή των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων και την εξ αυτής λογιστική μείωση της κεφαλαιακής τους επάρκειας και, παράλληλα, προκειμένου να ενοποιηθεί η κρατική μέριμνα στο πεδίο της κοινωνικής ασφάλισης του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων, με το ν. 3371/2005 «Θέματα Κεφαλαιαγοράς και άλλες διατάξεις» (ιδίως με τις διατάξεις του Κεφαλαίου Ηʼ αυτού, άρθρα 57 ως 64) καθορίσθηκαν τα ακόλουθα: Ως προς την κυρία ασφάλιση, το προσωπικό των πιστωτικών ιδρυμάτων υπήχθη στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (ΙΚΑ-ΕΤΑΜ). Ως προς την επικουρική ασφάλιση, προβλέφθηκε η υποχρεωτική και αυτοδίκαιη υπαγωγή όλων, των προσλαμβανομένων στα πιστωτικά ιδρύματα από 1-1-2005, στο Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών (ΕΤΕΑΜ). Ως προς τους ήδη ασφαλισμένους και συνταξιούχους των ταμείων επικουρικής ασφαλίσεως των πιστωτικών ιδρυμάτων προβλέφθηκε, επίσης, η υπαγωγή στην υποχρεωτική επικουρική ασφάλιση του ΕΤΕΑΜ, συντελούμενη, όμως, μετά τη διάλυση των ήδη υφισταμένων ταμείων, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται από τις κείμενες διατάξεις ή τα καταστατικά αυτών. Για την αντιμετώπιση, κυρίως, ζητημάτων μεταβατικής φύσεως, για τη μη απώλεια δικαιωμάτων που είχαν αποκτηθεί από τους παλαιούς ασφαλισμένους και για την εξίσωση των παροχών που καταβάλλονταν από τα υπό διάλυση ταμεία, προς αυτές που θα καταβάλλονται στο μέλλον από το ΕΤΕΑΜ, ιδρύθηκε το Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων (ΕΤΑΤ). Επιπρόσθετα, προβλέφθηκε η λειτουργία του ΕΤΑΤ ως φορέως σύνδεσης και διαμεσολάβησης μεταξύ του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων, του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ και του ΕΤΕΑΜ, ενώ και πάλι ορίσθηκε ότι στην ασφάλιση του ΕΤΑΤ υπάγονται υποχρεωτικά τα πρόσωπα που εργάζονται στα πιστωτικά ιδρύματα του ν. 2076/1992 και ασφαλίζονται για επικουρική ασφάλιση στα οικεία ταμεία ασφάλισης του προσωπικού τους, μετά τη διάλυση τους σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται από τις κείμενες διατάξεις ή τα καταστατικά αυτών. Η πρόβλεψη του νομοθέτη ήταν να γίνει η διάλυση των κατʼ ιδίαν ταμείων επικουρικής ασφάλισης με συναίνεση των ενδιαφερομένων και, μετά την ένταξη των ασφαλισμένων και συνταξιούχων στο ΕΤΑΤ, να περιέλθει σʼ αυτό το σύνολο της κινητής και ακίνητης περιουσίας των ταμείων που θα διαλυθούν. Προβλέφθηκε, ακόμη, ότι το ποσό της επιβάρυνσης εκάστου πιστωτικού ιδρύματος και του αντίστοιχου, παλαιού ταμείου από την υπαγωγή των ασφαλισμένων και συνταξιούχων στο ΕΤΑΤ θα προσδιορισθεί με εκπόνηση ειδικής οικονομικής μελέτης. Παρά ταύτα, ορίσθηκε ότι σε περίπτωση που δεν αποφασισθεί εκουσίως η διάλυση των επικουρικών ταμείων ή των κλάδων σύνταξης αυτών ή των ενώσεων προσώπων ή των ειδικών λογαριασμών, αλλά θα προκύψουν δικαστικές διενέξεις μεταξύ εργοδότη και εργαζομένων στο πλαίσιο των ιδιωτικών συμφωνιών που είχαν καταρτίσει μεταξύ τους για την ίδρυση και λειτουργία των ταμείων κ.λπ., το ΕΤΑΤ, με αίτημα του αρμόδιου οργάνου του εργοδότη ή των εργαζομένων ή του ταμείου (δηλαδή, υποβαλλόμενο και μονομερώς), αναλαμβάνει τη διεκπεραίωση και διαχείριση των πάσης φύσεως υποθέσεων των ασφαλισμένων και συνταξιούχων των οικείων επικουρικών ταμείων που αφορούν σε ασφαλιστικά ή συνταξιοδοτικά τους ζητήματα, όπως είσπραξη εισφορών ή απονομή και καταβολή συντάξεων, χωρίς, όμως, να εμπλέκεται στις αντιδικίες αυτές. Με τις εν λόγω ρυθμίσεις, ο νομοθέτης απέβλεψε, προεχόντως, στην επέκταση του δημόσιου, καθολικού και υποχρεωτικού χαρακτήρα της κοινωνικής ασφάλισης και στο προσωπικό των πιστωτικών ιδρυμάτων, σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος και της συνταγματικής αρχής της ισότητας, ούτως ώστε η επιβαλλομένη από αυτές κρατική μέριμνα για την των τραπεζοϋπαλλήλων να μην υπολείπεται εκείνης για την κοινωνική ασφάλιση των λοιπών εργαζομένων (ΟλΣτΕ 2197 - 2202/2010). Ταυτόχρονα, όμως, η παρέμβαση του υπαγορεύτηκε από τη σπουδαιότητα, την οποία ο ίδιος αναγνώρισε στο περιστατικό ότι η εφαρμογή των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων από τα πιστωτικά ιδρύματα του ν. 2076/1992, σε συνδυασμό αφʼ ενός με τη διαιώνιση της υποχρέωσης αυτών να εξασφαλίζουν στα οικεία επικουρικά ταμεία τους πόρους, που απαιτούνταν εκάστοτε για την από τα ταμεία πληρωμή των οφειλομένων ασφαλιστικών παροχών και αφ' ετέρου με την αναμενόμενη σημαντική μείωση των προς τα ταμεία ασφαλιστικών εισφορών μετά την από 1-1-2005 υποχρεωτική υπαγωγή των νέων ασφαλισμένων στο ΕΤΕΑΜ, θα έθετε σε διακινδύνευση την κεφαλαιακή τους επάρκεια. Και εφʼ όσον η έλλειψη κεφαλαιακής επάρκειας οδηγούσε στην ανάκληση της άδειας λειτουργίας ενός ή πλειόνων πιστωτικών ιδρυμάτων, θα ετίθετο ζήτημα που ενδιέφερε γενικότερα την εθνική οικονομία (ΟλΑΠ 9/2012 ΧρΙδΔ 2012/685),

 

III. Από τις διατάξεις των άρθρων 361, 648, 649, 653 ΑΚ και 1 της 95/1949 Διεθνούς Συμβάσεως "περί προστασίας του ημερομισθίου" που κυρώθηκε με το ν. 3248/1955, συνάγεται ότι στη σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας ως μισθός θεωρείται κάθε παροχή, την οποία σύμφωνα με το νόμο ή τη σύμβαση ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει στον εργαζόμενο, ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Πέραν του μισθού, όμως, ενδέχεται κατά τη διάρκεια της συμβάσεως ο εργοδότης να προβαίνει σε διάφορες, πρόσθετες παροχές προς τον εργαζόμενο, σε χρήμα ή σε είδος, τις οποίες δεν χορηγεί από νομική υποχρέωση, αλλά για ποικίλους λόγους ευαρέσκειας ή σκοπιμότητας, απλά και μόνο επειδή ο ίδιος το θέλει (= εκουσίως, από ελευθεριότητα). Οι παροχές αυτές, που δεν έχουν το χαρακτήρα μισθού, αποκαλούνται συνήθως "οικειοθελείς". Ο εργοδότης μπορεί να διακόψει τη χορήγηση τους κατά πάντα χρόνο και, για το λόγο αυτό, ο εργαζόμενος δεν αποκτά αξίωση για την καταβολή τους. 2. Περαιτέρω, είναι ενδεχόμενο μία παροχή, η χορήγηση της οποίας άρχισε ως "οικειοθελής", να εξελιχθεί κατά τη διάρκεια της συμβάσεως εργασίας σε "επιχειρησιακή συνήθεια" και να καταστεί υποχρεωτική. Αυτό μπορεί να συμβεί όταν η χορήγηση της παροχής επαναλαμβάνεται σταθερά και ομοιόμορφα για μεγάλο χρονικό διάστημα, με τρόπο που από τις δημιουργούμενες συνθήκες να συνάγεται σιωπηρώς η βούληση αφʼ ενός του εργοδότη να τη διατηρήσει στο διηνεκές και αφʼ ετέρου του εργαζόμενου να την αποδέχεται, προσβλέποντας σʼ αυτήν σαν σε μισθολογική παροχή. Οπότε, παράγεται σιωπηρή συμφωνία, από την οποία η μεν παροχή αποκτά μισθολογικό χαρακτήρα, ο δε εργοδότης δεν μπορεί να αποστεί μονομερώς από τη χορήγησή της. 3. Η ως άνω (αρ.2) εξέλιξη, όμως, αποκλείεται να επέλθει, όταν εξ αρχής ο εργοδότης κατέστησε γνωστό στον εργαζόμενο ότι η παροχή χορηγείται με την "επιφύλαξη ελευθεριότητας". Η επιφύλαξη έχει την έννοια ότι ο εργοδότης χορηγεί μεν την παροχή με τη θέλησή του, αλλά επιφυλάσσει στον εαυτό του το δικαίωμα να τη διακόψει, οποτεδήποτε, μονομερώς και αναιτιολόγητα, όταν και πάλι ο ίδιος το θελήσει. Στην περίπτωση αυτή, ο εργαζόμενος δεν δικαιολογείται να προσβλέπει στη διηνεκή διατήρηση της παροχής. Οπότε, η χορήγησή της, ανεξάρτητα προς το αν παρατείνεται για μακρό χρονικό διάστημα, ούτε επιχειρησιακή συνήθεια ούτε σιωπηρή συμβατική δέσμευση του εργοδότη και αντίστοιχη αξίωση του εργαζόμενου δημιουργεί. Ο εργοδότης, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να προβεί σε κάποια πανηγυρική, διαπλαστική δήλωση, μπορεί κατά πάντα χρόνο να παύσει την καταβολή της παροχής. 4. Διαφορετική έννοια και λειτουργία ως προς την "επιφύλαξη ελευθεριότητας" έχει η διατύπωση της "ρήτρας ανακλήσεως" κατά την έναρξη χορήγησης της οικειοθελούς παροχής (ΑΚ 185, 186). Στην περίπτωση αυτή, το δικαίωμα ανάκλησης δεν εμποδίζει τη δημιουργία επιχειρησιακής συνήθειας και, κατ’ επέκταση, σιωπηρής συμβατικής δέσμευσης του εργοδότη και αντίστοιχης αξίωσης του εργαζόμενου για την καταβολή της παροχής, όταν αυτή χορηγείται σταθερά και ομοιόμορφα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο εργοδότης, όμως, έχει την ευχέρεια να ανατρέψει την κατάσταση αυτή, ασκώντας με μονομερή, απευθυντέα δήλωση του το δικαίωμα ανακλήσεως. Η διαφορά μεταξύ των δύο περιπτώσεων έγκειται στο ότι στην πρώτη ("επιφύλαξη ελευθεριότητας") δεν γεννιέται αξίωση του εργαζόμενου για να λάβει την παροχή, ενώ στη δεύτερη ("ρήτρα ανακλήσεως") γεννιέται τέτοια αξίωση, η οποία απόλλυται για το μέλλον, μετά την άσκηση του δικαιώματος ανακλήσεως (ΑΠ 1174/2017 ΝΟΜΟΣ).

 

Στην υπό κρίση αγωγή, όπως παραδεκτά περιορίστηκε το αίτημά της, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου των εναγόντων στο ακροατήριο, που καταχωρίστηκε στα πρακτικά και με τις προτάσεις τους, οι ενάγοντες εκθέτουν ότι τυγχάνουν συνταξιούχοι, πρώην εργαζόμενοι της εναγομένης και δικαιούχοι των προβλεπόμενων μετεργασιακών παροχών (μηνιαίων επικουρήσεων) του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε., ο οποίος ιδρύθηκε κατόπιν συμφωνίας των εργαζομένων της Εθνικής Τράπεζας και της Διοικήσεως της και λειτούργησε επί σειρά ετών ως εσωτερική υπηρεσία της. Ότι ο Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. συνιστά λογαριασμό συγκέντρωσης περιουσίας, χωρίς νομική προσωπικότητα, ταυτιζόμενος ουσιαστικά με το νομικό πρόσωπο της εναγομένης και ότι από την ίδρυση του μέχρι σήμερα λειτουργεί λογιστικά ως σύστημα καθορισμένων παροχών. Ότι η εναγόμενη μέχρι και τον Νοέμβριο του έτους 2017 επιδοτούσε ανελλιπώς τον ανωτέρω Λογαριασμό, καταβάλλοντος πλέον της προβλεπόμενης εισφοράς της τα απαιτούμενα ποσά για την κάλυψη των ταμειακών ελλειμμάτων του, με αποτέλεσμα να καταβάλλονται μέχρι τότε στο ακέραιο στους ενάγοντες οι σχετικώς προβλεπόμενες επικουρήσεις. Ότι η συνεχής κάλυψη από την εναγόμενη των ελλειμμάτων ρευστότητας του Λογαριασμού και η αδιάκοπη επί σειράν ετών καταβολή στους ενάγοντες των προβλεπόμενων μετεργασιακών επικουρήσεων έχει καταστεί επιχειρησιακή συνήθεια στην εκμετάλλευση της εναγομένης, η οποία αποτέλεσε περαιτέρω όρο των ατομικών συμβάσεων εργασίας των εναγόντων. Ότι ωστόσο από τον Δεκέμβριο του 2017 η εναγόμενη διέκοψε μονομερώς και αυθαίρετα τη χρηματοδότηση του ανωτέρω Λογαριασμού, γεγονός που συντέλεσε στην αιφνίδια περικοπή των καταβαλλόμενων στους ενάγοντες μηνιαίων επικουρήσεων. Βάσει του ανωτέρω ιστορικού οι ενάγοντες, επικαλούμενοι : Α) τη συμβατική ευθύνη της εναγομένης και ειδικότερα τις διατάξεις περί καλόπιστης εκπλήρωσης των ενοχών (ΑΚ 288) καθώς και της ήδη διαμορφωθείσας στην επιχείρησή της πρακτικής-επιχειρησιακής συνήθειας (ΑΚ 361), ως προς την κάλυψη από την ίδια των εκάστοτε χρηματικών ελλειμμάτων του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε., προκειμένου να καταβάλλονται στους δικαιούχους του οι προβλεπόμενες από τον Κανονισμό του μηνιαίες επικουρήσεις και επικουρικά τις διατάξεις περί εντολής (ΑΚ 713 επ.), συμβάσεως υπέρ τρίτου (ΑΚ 410 επ.), παρακαταθήκης (ΑΚ 822 επ.), μεσεγγύησης (ΑΚ 833) και λογοδοσίας (άρθρο 303 ΑΚ), Β) τη διάταξη περί απαγόρευσης της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (ΑΚ 281) και Γ) τις διατάξεις για την προστασία των εργασιακών αμοιβών, ζητούν, κατʼ εκτίμηση των αιτημάτων τους και κατόπιν παραδεκτού περιορισμού τους, κατά τα ως άνω : α) Να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να συνεχίσει να καταβάλλει στον ΛΕΠΕΤΕ τα ποσά που αντιστοιχούν στα εκάστοτε ταμειακά ελλείμματα του, όπως έπραττε και πριν την 1/12/2017, καταθέτοντας σε αυτόν τα αντίστοιχα χρηματικά ποσά. σε όποιο ύψος και αν αυτά ανέρχονται, καθιστώντας κατά τον τρόπο αυτό δυνατή την καταβολή στους ενάγοντες των προβλεπόμενων από τον Κανονισμό του ΛΕΠΕΤΕ μηνιαίων επικουρήσεων, άλλως να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη οφείλει να καταβάλλει στους ενάγοντες τις προβλεπόμενες από τον Κανονισμό του ΛΕΠΕΤΕ μηνιαίες επικουρήσεις, στο ύψος που τις κατέβαλλε και πριν την 1/12/2017, νομιμότοκα από το τέλος κάθε μήνα, που η κάθε παροχή κατέστη απαιτητή, άλλως από την επίδοση της ένδικης αγωγής και β) Να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ΛΕΠΕΤΕ τα ποσά που αντιστοιχούν στις πέντε μηνιαίες επικουρήσεις του χρονικού διαστήματος από 1/12/2017 μέχρι και 31/3/2018 (και δη επικουρήσεις των μηνών Δεκεμβρίου 2017, Ιανουαρίου, Φεβρουαρίου και Μαρτίου 2018 καθώς και αντιστοιχούντος επιδόματος δώρου Χριστουγέννων 2017), άλλως να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη οφείλει στους ενάγοντες τα χρηματικά ποσά που αντιστοιχούν στις ανωτέρω πέντε μηνιαίες επικουρήσεις, νομιμότοκα από το τέλος κάθε μήνα, που η κάθε παροχή κατέστη απαιτητή, άλλως από την επίδοση της ένδικης αγωγής. Τέλος, ζητούν να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η εκδοθησομένη απόφαση και να καταδικαστεί η εναγόμενη στην καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης, Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή παραδεκτώς εισάγεται ενώπιον του καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιου τούτου Δικαστηρίου (άρθρα 14 παρ. 2, 16 αρ. 2, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρα 614 παρ. 3 και 621 επ. ΚΠολΔ). Οι ισχυρισμοί της εναγομένης, περί ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησης της καθώς και ενεργητικής νομιμοποίησης των εναγόντων, θα ερευνηθούν κατωτέρω, κατά την εξέταση της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής, ενόψει του ότι, κατά τα διαλαμβανόμενα στην υπό I. προηγηθείσα νομική σκέψη, η νομιμοποίηση του διαδίκου, αποτελεί ουσιαστική προϋπόθεση για την παροχή δικαστικής προστασίας και ως εκ τούτου, στο παρόν στάδιο διερεύνησης της συνδρομής ή μη των διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης, αρκεί καταρχήν, για την κατά κανόνα-συνήθη νομιμοποίηση των διαδίκων, όπως εν προκειμένω, ο ισχυρισμός των εναγόντων ότι οι ίδιοι και η εναγόμενη είναι τα υποκείμενα της καταγόμενης προς κρίση εννόμου σχέσεως (βλ. επίσης ΑΠ 458/2017 ΕλΔ 2017/1076, ΑΠ 628/2010 ΝΟΜΟΣ). Για τον ίδιο εξάλλου λόγο και ειδικότερα επειδή το έννομο συμφέρον (όσο και η νομιμοποίηση των διαδίκων) συνιστούν ουσιαστικές προϋποθέσεις παροχής εννόμου προστασίας, απορρέουσες από τον νόμο και δη κυρίως από διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου ή κάποτε και του δικονομικού (ΟλΑΠ 25/2008, ό.π.), η άρνηση της εναγομένης, ως προς τη συνδρομή της διαδικαστικής προϋπόθεσης του εννόμου συμφέροντος των εναγόντων, θα ερευνηθεί κατά τη διερεύνηση της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής.

 

Περαιτέρω απορριπτέος τυγχάνει ο ισχυρισμός της εναγομένης περί αοριστίας του αγωγικού δικογράφου ως προς τους ειδικότερα αναφερόμενους ενάγοντες, για τους οποίους δεν αναγράφεται ο αριθμός του φορολογικού τους μητρώου, δοθέντος ότι, κατά την άποψη που κρίνεται ορθότερη από το παρόν Δικαστήριο, η μη αναγραφή των στοιχείων του άρθρου 118 ΚΠολΔ, με εξαίρεση την υπογραφή, δεν αποτελούν προϋπόθεση για το κύρος της διαδικαστικής πράξης που περιέχεται στο δικόγραφο και έτσι δεν επέρχεται ακυρότητα αυτής όταν, παρά την έλλειψη ή την εσφαλμένη αναγραφή, επιτυγχάνεται με άλλο τρόπο ο σκοπός για τον οποίο τέθηκε η συγκεκριμένη διατύπωση, όπως με την επαρκή ταυτοποίηση των διαδίκων από τα λοιπά στοιχεία της αγωγής ή τη μεταγενέστερη συμπλήρωση τους (βλ. Χ. Μακρίδου, Κ. Απαλαγάκη, Γ. Διαμαντόπουλο, Πολιτική Δικονομία, εκδ. 2018, σελ. 3 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ωστόσο η αγωγή κρίνεται απορριπτέα ως αόριστη ως προς αμφότερα τα κύρια αιτήματά της, κατ' αποδοχή και των σχετικών ισχυρισμών της εναγομένης, δοθέντος ότι δεν προσδιορίζονται στο δικόγραφο της τα ποσά που αντιστοιχούν στα εκάστοτε ταμειακά ελλείμματα του ΛΕΠΕΤΕ, ώστε να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να τα καταβάλλει, ούτε εξάλλου εκτίθεται ο τρόπος υπολογισμού τους, ώστε να καταστεί δυνατή για την εναγόμενη η αντίκρουση των αγωγικών ισχυρισμών, να ταχθεί από το Δικαστήριο το προσήκον θέμα απόδειξης και να εκδοθεί απόφαση δεκτική εκτελέσεως (ενδ. ΕφΔωδ 16/2015 ΝΟΜΟΣ). Ομοίως απορριπτέα, λόγω αοριστίας, κρίνεται η αγωγή ως προς τις επικουρικές νομικές βάσεις της, δυνάμει των οποίων επιχειρείται να θεμελιωθεί η επίδικη υποχρέωση της εναγομένης στις διατάξεις περί εντολής, άλλως περί συμβάσεως υπέρ τρίτου, άλλως περί παρακαταθήκης, άλλως περί μεσεγγύησης, καθόσον δεν γίνεται επίκληση στο δικόγραφο της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας να καταρτίσουν αντιστοίχου περιεχομένου συμβάσεις και με δεδομένο ότι η δεσμευτικότητα της (όποιας) σύμβασης είναι άμεση απόρροια της αρχής ελευθερίας των μερών, η οποία περιλαμβάνει αναγκαίως και την ελευθερία τους να καθορίζουν το περιεχόμενο της σύμβασης τους (ΕφΘεσ 1440/2009 Αρμ 2011/25, ΕφΑθ 8596/2002 ΕλΔ 2003/860, βλ. επίσης Σταθόπουλο σε ΕρμΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, τόμος II, υπό άρθρο 361, σελ. 288, παρ. 3). Απορριπτέα ως αόριστη κρίνεται, τέλος, η αγωγή και καθ' ό μέρος επιχειρείται να θεμελιωθεί στις διατάξεις περί λογοδοσίας (άρθρο 303 ΑΚ), καθόσον δεν ζητείται από τους ενάγοντες συγκεκριμένο ποσό από τη διαχείριση ούτε προσδιορίζεται το εικαζόμενο έλλειμμα (ΑΠ 1318/2014 ΧρΙδΔ 2015/191).

 

Περαιτέρω, κατά το μέρος που η αγωγή κρίθηκε παραδεκτή και κατά την νομική βάση με την οποία ζητείται να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να εξακολουθήσει να καταβάλλει στους ενάγοντες τις καθοριζόμενες από τον Κανονισμό του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. μηνιαίες επικουρήσεις, δυνάμει συμβατικής ευθύνης καθώς και βάσει της διαμορφωθείσας στην επιχείρηση της μακροχρόνιας πρακτικής (επιχειρησιακής συνήθειας), η αγωγή κρίνεται νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 173, 200, 281, 288, 341, 345, 346, 361, 648 επ. ΑΚ, 68, 70, 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 1 παρ. 1-3 ν. 1082/1980, 1 παρ. 1-3, 3 παρ. 1, 6 και 10 παρ. 1 της υπ' αριθμ. 19040/1981 ΚΥΑ, 2 παρ. 1 ν. 539/1945, 3 παρ. 16 ν. 4504/1966 (σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων περί επιχειρησιακής συνήθειας και επί οικειοθελών παροχών που γίνονται μεν μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας, ένεκα όμως της παρασχεθείσας από τον εργαζόμενο, πριν από τη λύση της σύμβασης εργασίας και κατά τη διάρκεια αυτής, υπηρεσίας βλ. ενδ. ΑΠ 1521/2008 ΕΕργΔ 2010/ 440). Απορριπτέο, ως μη νόμιμο, κρίνεται, τέλος, το αίτημα περί κηρύξεως της εκδοθησομένης απόφασης προσωρινά εκτελεστής, καθόσον εκτελεστές κηρύσσονται μόνο οι καταψηφιστικές δικαστικές, ενώ αντίθετα δεν αναπτύσσουν εκτελεστότητα όσες αποφάσεις έχουν απλώς αναγνωριστικό χαρακτήρα και αποτελούν προϋπόθεση για την ικανοποίηση άλλων αξιώσεων του ενάγοντος (βλ. ενδ. ΕφΑΘ 628/2003 ΕλΔ 2004/1470). Πρέπει, επομένως, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω η αγωγή ως προς και την ουσιαστική βασιμότητα της, καθόσον, λόγω του αναγνωριστικού χαρακτήρα των αγωγικών αιτημάτων, δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου.

 

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του εξετασθέντος νομότυπα στο ακροατήριο μάρτυρα των εναγόντων …, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι προσκομίζουν νόμιμα με επίκληση, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση και άλλα προς έμμεση απόδειξη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), λαμβανομένων υπόψη στο σύνολο τους, παρότι κατωτέρω μνημονεύονται μερικά εξ αυτών, από τις προσκομιζόμενες ιδιωτικές νομικές γνωμοδοτήσεις, που εκτιμώνται ελεύθερα (ΚΠολΔ 390) και από τις ομολογίες των διαδίκων, όπως αυτές διαλαμβάνονται στα δικόγραφά τους και εκτίθενται κατωτέρω (άρθρα 261 παρ. 1 και 352 παρ. 1 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Κατά την υπ' αριθμ. ./18-11-1949 συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της εναγομένης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας,  με την επωνυμία  «Εθνική Τράπεζα Ελλάδος», συστάθηκε ο Λογαριασμός Επικούρησης του Προσωπικού της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (στο εξής Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε.), με ταυτόχρονη έγκριση του Κανονισμού Λειτουργίας του. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Κανονισμού του, ο εν λόγω έντοκος ειδικός λογαριασμός ιδρύθηκε «παρά τη Εθνική Τράπεζα», με σκοπό την παροχή μηνιαίας επικουρήσεως στο εξελθόν και εξερχόμενο προσωπικό της ΕΤΕ, με την πρόβλεψη ότι στον λογαριασμό αυτό θα πιστώνονταν οι προβλεπόμενοι από τη διάταξη του άρθρου 3 του Κανονισμού πόροι. Ο ως άνω εξάλλου εγκριθείς από το Γενικό Συμβούλιο της εναγομένης Κανονισμός, που τέθηκε σε ισχύ την 1/10/1949, μετά τη συγχώνευση της Εθνικής Τράπεζας με την Τράπεζα Αθηνών, (προκειμένου να εισέλθει στην επικούρηση και το προερχόμενο από την Τράπεζα Αθηνών προσωπικό), τροποποιήθηκε και αναμορφώθηκε από την 1/1/1996, μετονομαζόμενος έκτοτε σε «Ειδικό Κανονισμό Επικουρήσεως του Προσωπικού της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος».

 

Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 του νέου Ειδικού Κανονισμού του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε., ο τελευταίος συστάθηκε, παρά τη Εθνική Τράπεζα, ως έντοκος κοινός ειδικός λογαριασμός «επί τω σκοπό της επικουρήσεως, υπό του Ταμείου Αλληλοβοήθειας των υπαλλήλων της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος και του Ταμείου Αλληλοβοήθειας Εισπρακτόρων και Κλητήρων Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, των μελών αυτών, εξελθόντων και εξερχόμενων της υπηρεσίας της Τραπέζης ταύτης, συμφώνως προς τα εδάφια ε' των άρθρων 2 των Καταστατικών αμφοτέρων των ειρημένων Ταμείων». Από την παράγραφο δε 2 του άρθρου 1 του νέου Ειδικού Κανονισμού, συνάγεται ότι προϋπόθεση παροχής της μηνιαίας επικουρήσεως στο εξερχόμενο προσωπικό είναι η ιδιότητα του, προ της εξόδου του, ως ασφαλισμένου στο Ταμείο Συντάξεων Προσωπικού της Τραπέζης (πρώην) Εθνικής ή το τοιούτο της Τραπέζης (πρώην) Αθηνών και η συνταξιοδότησή του παρά των Ταμείων αυτών. Περαιτέρω, κατά την παρ. 1 του άρθρου 2 του Ειδικού Κανονισμού του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε., όπως αυτός τροποποιήθηκε με την υπ' αριθμ. ./2008 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Εθνικής Τράπεζας, τον Λογαριασμό διαχειρίζεται οκταμελής Διαχειριστική Επιτροπή, απαρτιζόμενη από: α) Τον Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο της Εθνικής Τράπεζας ως Πρόεδρο, β) Δύο υπαλλήλους της Εθνικής Τράπεζας εκ των υπηρετούντων στην Αθήνα, με τον βαθμό τουλάχιστον του Υποδιευθυντή Β', οι οποίοι ορίζονται από τη Διοίκηση της Τράπεζας, γ) Τους προέδρους των διοικητικών συμβουλίων: 1) του Τ.Υ.Π.-Ε.Τ.Ε., 2) του Συλλόγου Υπαλλήλων ΕΤΕ και 3) του Συλλόγου Εργαζομένων στην ΕΤΕ Ταμιακών, Τεχνικών και κλάδου Ασφαλείας (ΣΥΤΑΤΕ), οριζόμενων από τα αντίστοιχα διοικητικά συμβούλια, δ) Ένα μέλος του Δ.Σ. του Τ.Υ.Π.-Ε.Τ.Ε., οριζόμενο από το Δ.Σ. του εν λόγω Ταμείου και ε) Τον Πρόεδρο του Δ.Σ. του Συλλόγου των Συνταξιούχων ΕΤΕ, οριζόμενο από το Δ.Σ. του Συλλόγου. Κατά δε την παρ. 2 του άρθρου 2 του ανωτέρω Ειδικού Κανονισμού «Η Διαχειριστική Επιτροπή διοικεί και διαχειρίζεται την περιουσίαν του Ειδικού Λογαριασμού και μεριμνά δια την επωφελεστέραν τοποθέτησιν των διαθεσίμων κεφαλαίων, απαγορευομένης πάσης χορηγήσεως δανείων, μεριμνά και ελέγχει την κανονικήν είσπραξη των εισφορών και των λοιπών πόρων αυτού, ως και των υπ' αυτού ενεργούμενων καταβολών, συμφώνως προς τα δια των σχετικών άρθρων καθοριζόμενα. Ομοίως αποφασίζει κυριαρχικώς, συμφώνως τω άρθρω 9, εδαφ. 3, περί του ποσού της καταβλητέας εκάστοτε εις τους δικαιούχους επικουρήσεως, αναλόγως των οικονομικών δυνατοτήτων του Ειδικού Λογαριασμού, της αποφάσεως της ισχυούσης καθολικώς δι' απαντάς τους επικουρουμένους, ήτοι τόσον δια τους μέχρι της ισχύος τούτης επικουρουμένους όσον και τους μετ' αυτήν, ή περί επιστροφής γενομένων κρατήσεων εις μη δικαιωθέντας επικουρήσεως, ή περί διακοπής απονεμηθείσης επικουρήσεως και εγκρίνει τους προϋπολογισμούς, ισολογισμούς και απολογισμούς, βάσει του ημερολογιακού έτους».

 

Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 3 του Ειδικού Κανονισμού «Η Υπηρεσία του Ειδικού Λογαριασμού εν γένει διεξάγεται υπό υπαλλήλων της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, οριζομένων υπό του Προέδρου της Διαχειριστικής Επιτροπής Διευθύνοντος Συμβούλου της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος ή, απόντος ή κωλυομένου αυτού, υπό του αναπληρωτού του. Μεταξύ των υπαλλήλων τούτων ορίζεται υπό της Δ.Ε. ο Διευθυντής και ο αναπληρωτής αυτού ως και ο Προϊστάμενος του Γραφείου», ενώ κατά τις διατάξεις του άρθρου 5 του Ειδικού Κανονισμού : «Πόροι (του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε.) είναι οι κάτωθι : 1) Εισφορά των εν ενεργεία ή διαθεσιμότητι μισθωτών της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος 3,5%, επί των πάσης φύσεως αποδοχών αυτών ως και τυχόν καταβαλλομένων ποσοστών επί των κερδών της Τραπέζης, 2) Εισφορά της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος 9% επί των αυτών ποσών (εφ' ων υπολογίζεται η εισφορά των μισθωτών ως αμέσως ανωτέρω αναφέρεται),. 3) Εφ' άπαξ εισφορά των από της ισχύος του παρόντος εις πρώτον γάμον ερχομένων ασφαλισμένων, ίση προς το λόγω γάμου παρεχόμενον υπό της Τραπέζης επίδομα τριών μηνών …, 4) Εφ' άπαξ εισφορά διʼ έκαστον αποκτώμενον τέκνον, ίση προς το λόγω του δηλουμένου τέκνου παρεπόμενον υπό της Τραπέζης επίδομα τριών μηνών …, 5) Εισφορά της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος ίση με την καταβαλλομένην τοιαύτην παρά των ησφαλισμένων ή συνταξιούχων λόγω γάμου και τέκνων, κατά τα εις τα υπ' αριθ. 3 και 4 εδάφια του παρόντος άρθρου αναφερόμενα, 6) Ποσόν εκ των προμηθειών εξ ασφαλιστικών εργασιών διενεργούμενων μέσω των Υπηρεσιών της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, καθοριζομένου εκάστοτε υπό τις Διοικήσεως της Τραπέζης ταύτης, 7) Οι τόκοι των κεφαλαίων του Ειδικού Λογαριασμού και οι πρόσοδοι εξ επενδύσεων τούτων, 8) Οι πρόσοδοι εξ εκποιήσεως αχρήστου τη Εθνική Τραπέζη της Ελλάδος υλικού και 9) Πάσα άλλη πρόσοδος εκ δωρεάς, κλπ. Τέλος, κατά τις διατάξεις του άρθρου 9 του ως άνω Ειδικού Κανονισμού, περί των αποθεματικών και παροχών του Λογαριασμού: «1. Εκ του συνόλου των ετησίων εσόδων του Ειδικού Λογαριασμού, καθορίζεται υπό της Διαχειριστικής Επιτροπής το ποσοστό της κρατήσεως βάσει των εκάστοτε λογιστικών δεδομένων, δια τον σχηματισμόν αποθεματικού. Το απομένον υπόλοιπο χρησιμοποιείται προς εξυπηρέτηση των επικουρήσεων, 2. Η Επικούρηση των δικαιούχων του άρθρου 8 του παρόντος, καθορίζεται σε ποσοστά επί των συνταξίμων αποδοχών, ανάλογα των συνταξίμων ετών, πλέον οικογενειακών επιδομάτων, όπως παρακάτω … 5. Ως συντάξιμες αποδοχές, με εξαίρεση τις περιπτώσεις της παρ. 6, λαμβάνονται υπόψη αποκλειστικά και μόνο: α) Ο βασικός μισθός του μισθολογικού κλιμακίου ή του βαθμού που κατείχαν ή κατέχουν οι ασφαλισμένοι ή οι επικουρούμενοι κατά την ημερομηνία κατά την οποία εξήλθαν ή εξέρχονται από την ενεργό υπηρεσία της Τραπέζης … β) Τυχόν προσαυξήσεις των βασικών μισθών, εφόσον λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της χορηγούμενης συντάξεως, κατά τις διατάξεις του Κανονισμού του Ταμείου Συντάξεων, γ) Το επίδομα πολυετούς υπηρεσίας, το οποίο υπολογίζεται επί του βασικού μισθού και των προσαυξήσεων των εδ. α' και β 'της παρούσης, για κάθε συντάξιμο έτος, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 3 του παρόντος, με τα ίδια ποσοστά, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις και στην ίδια έκταση, όπως κατ "αναλογία χορηγείται κάθε φορά από την Τράπεζα στο εν ενεργεία προσωπικό της, δ) Το επιστημονικό επίδομα το οποίο υπολογίζεται επί του βασικού μισθού και των προσαυξήσεων των εδ. α ʽκαι βʼ της παρούσης, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις και στην ίδια έκταση, όπως κατ "αναλογία χορηγείται κάθε φορά από την Τράπεζα στο εν ενεργεία προσωπικό της … ε) Το επίδομα του βαθμού, τον οποίο οι ασφαλισμένοι ή επικουρούμενοι κατείχαν κατά την έξοδο τους από την Τράπεζα και το οποίο υπολογίζεται όπως το χορηγεί η Τράπεζα στους εν ενεργεία υπαλλήλους της του αντίστοιχου βαθμού. 8. Το κατώτατο ποσό καταβλητέας επικούρησης δεν μπορεί να είναι μικρότερο από τα εκάστοτε ισχύοντα κατώτατα όρια των παροχών του ΙΚΑ - TEAM για περιπτώσεις γήρατος ή θανάτου, 9. Με κάθε αναπροσαρμογή του μισθολογίου του εν ενεργεία προσωπικού της Τραπέζης, η Διαχειριστική Επιτροπή αποφασίζει ανάλογη αναπροσαρμογή των επικουρήσεων, με βάση τα απολογιστικά στοιχεία της προηγούμενης χρήσεως και τα προϋπολογιστικά της τρέχουσας. Η Διαχειριστική Επιτροπή, αν κρίνει, βάσει των παραπάνω στοιχείων, ότι η οικονομική κατάσταση του Λογαριασμού δεν το επιτρέπει, μπορεί να αποφασίζει την αναστολή της αναπροσαρμογής για όσο διάστημα κρίνει αναγκαίο ή τη σταδιακή αναπροσαρμογή των επικουρήσεων ή την αναπροσαρμογή τους σε μικρότερο ποσοστό...... Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι ο Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. συνιστά συμβατικής προέλευσης (ΑΚ 361) ειδικό λογαριασμό συγκέντρωσης περιουσίας, ο οποίος στερείται νομικής προσωπικότητας και έχει ως βασικό σκοπό την μετεργασιακή επικούρηση των αποχωρούντων από την ενεργό υπηρεσία υπαλλήλων της εναγομένης (με τη μορφή της παροχής σε αυτούς εν είδει επικουρικής μηνιαίας σύνταξης). Πρόκειται επομένως για ειδικό λογαριασμό ιδιωτικής προαιρετικής επικουρικής ασφάλισης, ο οποίος ιδρύθηκε και διατηρείται επί περίπου εβδομήντα έτη από την εναγόμενη ως εργοδότρια, λειτουργώντας ως εσωτερική υπηρεσία της, στελεχωμένη από υπαλλήλους της, οι οποίοι ορίζονται κάθε φορά από τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της εναγομένης και Πρόεδρο της Διαχειριστικής Επιτροπής του λογαριασμού (βλ. σχετικά άρθρο 3 του Ειδικού Κανονισμού του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε.). Συνακόλουθα ο Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. δεν συνιστά φορέα επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγόμενη, ενόψει και του ότι ουδέποτε υπήρξε στον εν λόγω λογαριασμό οιαδήποτε κρατική εποπτεία ή παρέμβαση τόσο κατά την ίδρυση του όσο και κατά τη λειτουργία του και ιδίως τη χρηματοδότηση του (βλ. σχετικά με την αρχή της τριμερούς χρηματοδότησης της κοινωνικής ασφάλισης Κρεμαλή Κ., Γνωμοδοτήσεις κοινωνικού δικαίου, Αθήνα 2000, σελ. 308). Οι ανωτέρω παραδοχές δεν αναιρούνται από την, κατά τα άρθρα 57-64 του ν. 3371/2005, υποχρεωτική υπαγωγή στην ασφάλιση των προσλαμβανομένων από την 1/1/2005 εργαζομένων της εναγομένης στο επικουρικό κοινωνικοασφαλιστικό ταμείο του Ε.Τ.Ε.Α.Μ. (Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών) αντί αυτής του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε., δοθέντος ότι ο νομοθέτης δύναται να δημιουργεί ασφαλιστικούς φορείς, υπάγοντας υποχρεωτικώς σε αυτούς κατηγορίες εργαζομένων και συνταξιούχων, έστω και αν αυτοί καλύπτονται ασφαλιστικούς από ταμεία, στηριζόμενα στην ιδιωτική βούληση και, μάλιστα, ανεξαρτήτως των συμφωνιών μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών, εφόσον, όμως, τα ταμεία αυτά ούτε διαλύονται με νόμο, ούτε αφαιρείται η περιουσία τους και, ως εκ τούτου, καταλείπεται έδαφος να συνεχίσουν τη λειτουργία τους, σύμφωνα, κατʼ αρχήν, με τις ειδικότερες συμφωνίες των μερών (ΟλΣτΕ 2200/2010 ΝΟΜΟΣ). Ενόψει των ανωτέρω παραδοχών και εφόσον ο Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. δεν συστάθηκε ούτε λειτούργησε ως φορέας κοινωνικής ασφάλισης, ουδέποτε η εναγόμενη, μέχρι και το έτος 2017, εφάρμοσε στον λογαριασμό τις κοινωνικοασφαλιστικές διατάξεις του ν. 2084/1992, όπως εκείνη του άρθρου 52 παρ. 2 περί εισφοράς 1 προς 1 ασφαλισμένου και εργοδότη στους πόρους του λογαριασμού, ενώ αντίθετα εξακολούθησε να εφαρμόζει την προβλεπόμενη από το άρθρο 5 του Ειδικού Κανονισμού του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. εισφορά 3,5% από τους ασφαλισμένους επί των πάσης φύσεως μισθολογικών αποδοχών τους προς 9% επί των ως άνω αποδοχών από την ίδια. Το γεγονός δε ότι ο λογαριασμός δεν συνιστά φορέα κοινωνικής ασφάλισης, αλλά φορέα ιδιωτικής προαιρετικής επικουρικής ασφάλισης επιβεβαίωσε ομόφωνα και η Διαχειριστική Επιτροπή του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. κατά την υπ' αριθμ. ./26-10-1995 συνεδρίασή της, κατά την οποία ρητώς αποδέχθηκε τη συμβατική φύση του λογαριασμού και προσδιόρισε τον κύριο σκοπό του, ως αναγόμενο στην οικονομική ενίσχυση των αποχωρούντων από την υπηρεσία εργαζόμενων της Ε.Τ.Ε., εκ των οποίων συνάγεται ότι η προβλεπόμενη από τον Κανονισμό του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. μηνιαία επικούρηση δεν έχει τον χαρακτήρα της επικουρικής σύνταξης, αλλά εκείνον της εργοδοτικής παροχής, που είχε καταστεί περιεχόμενο των ατομικών συμβάσεων εργασίας του προσωπικού της εναγομένης. Επιχείρημα υπέρ της θέσεως αυτής προκύπτει και από το γεγονός ότι ήδη από το έτος 1995, με τροποποίηση του άρθρου 9 του Ειδικού Κανονισμού του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. και κατόπιν ομόφωνης απόφασης της Διαχειριστικής του Επιτροπής, αποσυνδέθηκε ο υπολογισμός των χορηγούμενων επικουρήσεων του λογαριασμού επί των εκάστοτε καταβαλλόμενων συντάξιμων αποδοχών των δικαιούχων και πλέον έκτοτε γίνεται επί των εκάστοτε καταβαλλόμενων μισθολογικών αποδοχών των εν ενεργεία υπαλλήλων της εναγομένης (βλ. ιδίως άρθρο 9 παρ. 5 Ειδικού Κανονισμού του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε., όπως τροποποιήθηκε το έτος 1995, κατά την προαναφερόμενη υπ' αριθμ. ./26-10-1995 συνεδρίαση της Διαχειριστικής Επιτροπής σε συνδυασμό και με την υπʼ αριθμ. 1047/22-11-1995 συνεδρίασή της). Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι, με την ίδια, από έτους 1995 τροποποίηση του Κανονισμού του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε., καταργήθηκε η παρ. 3 του άρθρου 9 του εν λόγω Κανονισμού, η οποία προέβλεπε τη δυνατότητα μείωσης των χορηγούμενων επικουρήσεων, κατόπιν απόφασης της Διαχειριστικής Επιτροπής και έγκρισης του Διοικητικού Συμβουλίου της εναγομένης, βάσει της εκάστοτε οικονομικής κατάστασης του λογαριασμού και ως εκ τούτου δεν υπόκειται πλέον έκτοτε στη διακριτική ευχέρεια των οργάνων διαχείρισης του  Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. η περικοπή του ύψους των καταβαλλόμενων επικουρήσεων στους δικαιούχους του. Ωστόσο, επειδή από την επισκόπηση του Ειδικού Κανονισμού του Λογαριασμού, δεν προκύπτει ότι προβλέπεται από συγκεκριμένη διάταξη του νομική δέσμευση της εναγομένης να καλύπτει, πέραν της προβλεπόμενης στο άρθρο 5 εισφοράς της, τα όποια προκύπτοντα χρηματικά ελλείμματα του λογαριασμού, ώστε να συνεχίζεται απρόσκοπτα η καταβολή στους ασφαλισμένους του των προβλεπόμενων μηνιαίων επικουρήσεων, συνάγεται καταρχήν ότι προϋπόθεση καταβολής των επικουρήσεων αυτών είναι η οικονομική βιωσιμότητα του Λογαριασμού, ο οποίος επομένως δεν λειτουργεί ρητά ως πρόγραμμα καθορισμένων παροχών, σύμφωνα με το υπ' αριθμ. 19 Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο (βλ. τα διαλαμβανόμενα στην υπό II. νομική σκέψη). Ερευνητέο συνεπώς εάν υφίσταται τεκμαιρόμενη δέσμευση της εναγομένης ως εργοδότριας να καλύπτει τις οικονομικές αδυναμίες του Λογαριασμού για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του, βάσει πρακτικής, με την μακρόχρονη εκ μέρους της κάλυψη των σχετικών ταμειακών ελλειμμάτων, ώστε να προκύπτει η κατάρτιση σιωπηρής συμφωνίας των μερών για τη συνέχιση της πρακτικής αυτής στο διηνεκές. Όπως εκτίθεται στην υπό κρίση αγωγή και συνομολογείται από την εναγόμενη, η τελευταία προέβαινε, κατά τα τελευταία δέκα τουλάχιστον έτη, σε αδιάλειπτη κάλυψη των ταμειακών ελλειμμάτων του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. και μάλιστα, παρά τα οριζόμενα στη διάταξη του εδ. γ' της παρ. 2 του άρθρου 52 του ν. 2084/1992, ο οποίος απαγόρευε στους εργοδότες των ασφαλισμένων σε επικουρικούς φορείς κοινωνικής ασφάλισης (όπως ο Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. κατά τους ισχυρισμούς της εναγομένης) να καλύπτουν τα οργανικά ελλείμματα των φορέων αυτών με ποσά που υπερέβαιναν τα καταβληθέντα για την κάλυψη των ελλειμμάτων του έτους 1992. Η ανάγκη χρηματοδότησης του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. ανέκυψε επιτακτικά από το 2005, όταν ο λογαριασμός άρχισε να εμφανίζει ταμειακά ελλείμματα, οφειλόμενα αφενός στις αποφασισθείσες αυξήσεις των καταβαλλόμενων επικουρήσεων σε όλους του εξερχόμενους πριν την 1/11/2004 δικαιούχους του και αφετέρου -ιδίως- στην υποχρεωτική, βάσει του ν. 3371/2005, υπαγωγή των νεοπροσλαμβανόμενων από την 1/1/2005 εργαζομένων της εναγομένης στο Ε.Τ.Ε.Α.Μ. και όχι στον Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε., με αποτέλεσμα ο τελευταίος να καταστεί χρηματοδοτούμενος από κλειστή ομάδα εν ενεργεία εργαζομένων της Ε.Τ.Ε., που έβαιναν συνεχώς μειούμενοι, γεγονός που είχε ως συνέπεια να μειώνεται βαθμιαία η τροφοδότηση του λογαριασμού από εισφορές των εργαζομένων και της εναγόμενης και να αναμένεται μελλοντικά η παύση χρηματοδότησης του λογαριασμού από τις πηγές αυτές. Για τον λόγο δε αυτό και προκειμένου να διασφαλιστεί η ταμειακή επάρκεια του λογαριασμού, ο οποίος από την ίδρυση του λειτουργεί ως ομάδα περιουσίας, αποφασίστηκε ομόφωνα, κατά την υπ' αριθμ. ./26-10-2005 συνεδρίαση της Διαχειριστικής του Επιτροπής, η ανασυγκρότηση της επιτροπή επενδύσεων του, έτσι ώστε να μετέχουν σε αυτήν, εκτός από τους Προέδρους των Δ.Σ. του Τ.Υ.Π.Ε.Τ., του Σ.Υ.Ε.Τ.Ε. και του Συλλόγου Συνταξιούχων της Ε.Τ.Ε., που την συγκροτούσαν μέχρι τότε και δύο υψηλόβαθμα διευθυντικά στελέχη της εναγομένης και συγκεκριμένα ο Γενικός Διευθυντής της Διεθνικής Α.Ε. και ο Διευθυντής Διαχείρισης και Χρηματαγοράς, οι οποίοι διαθέτουν εξειδικευμένες γνώσεις της χρηματαγοράς και οι οποίοι, κατόπιν ρητής απόφασης της Διαχειριστικής Επιτροπής του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. θα συνεργάζονταν υποχρεωτικά με τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της εναγομένης και Πρόεδρο του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. για θέματα επενδύσεων του αποθεματικού του λογαριασμού (βλ. σχετικά την πέμπτη ομόφωνη απόφαση της υπ' αριθμ. ./26-1-2005 συνεδρίασης της Διαχειριστικής Επιτροπής). Έκτοτε έγινε προσπάθεια οικονομικής ενδυνάμωσης του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. με επενδυτικές κινήσεις, που οδήγησαν μάλιστα την κατηγοριοποίηση του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. σε «επαγγελματία πελάτη» κατά την έννοια των διατάξεων του ν. 3606/2007, όπως άλλωστε επιβεβαιώθηκε ομόφωνα στην υπ' αριθμ. ./23-2-2010 συνεδρίαση Διαχειριστικής Επιτροπής του. Πλην όμως, αν και μοναδικός σκοπός της επενδυτικής επιτροπής ήταν η επωφελής τοποθέτηση των διαθεσίμων κεφαλαίων του λογαριασμού, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 2 του Ειδικού Κανονισμού του, η επιτροπή, υπό τη νέα διευρυμένη σύνθεσή της, προέβη συστηματικά σε επένδυση των αποθεματικών του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. αποκλειστικά σε μετοχές της Ε.Τ.Ε., με αποτέλεσμα, όταν με την πάροδο των ετών μειώθηκε ραγδαία η αξία των εν λόγω μετοχών, να μειωθούν αναλόγως τα αποθεματικά του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. και να σημειωθούν τα πρώτα ταμειακά του ελλείμματα. Στην οικονομική αποδυνάμωση του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. συνέτειναν περαιτέρω οι επιχειρηματικές αποφάσεις της εναγομένης να εξαγγέλλει, κατά καιρούς, προγράμματα εθελουσίας εξόδου των εργαζομένων της, προκειμένου να πετύχει μείωση των δαπανών της από μισθολογικό κόστος (ενδεικτικά αναφέρονται τα προγράμματα εθελουσίας εξόδου των ετών 2000, 2001, 2002, 2004, 2006, 2008, 2013, 2016, κατά τη διάρκεια των οποίων αποχώρησαν από την Ε.Τ.Ε. πάνω από 7.000 εργαζόμενοι). Συγκεκριμένα από την εφαρμογή των διαφόρων προγραμμάτων εθελουσίας εξόδου ο Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. αφενός απώλεσε σημαντικό ποσοστό των πόρων του και δη των εργατικών και εργοδοτικών εισφορών, λόγω της αποχώρησης προώρως από την ενεργό υπηρεσία μεγάλου αριθμού εργαζομένων και αφετέρου υποβλήθηκε πολύ νωρίτερα απ' ό,τι αναμενόταν στο κόστος της καταβολής επικουρήσεων στους συμμετέχοντες στις εθελούσιες εξόδους και συνακόλουθα συνταξιοδοτούμενους δικαιούχους. Ως εκ τούτου με τα προγράμματα εθελουσίας εξόδου της εναγομένης ανατράπηκε η αναλογιστική ισορροπία του Λογαριασμού, αφού αποδυναμώθηκε το κεφάλαιο του. Κατόπιν των ανωτέρω, σε όλους τους προϋπολογισμούς του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε., από το έτος 2005 και μετά, τα έξοδα του Λογαριασμού (από τις παροχές) άρχισαν να υπερβαίνουν βαθμιαία τα έσοδά του (από τις εισφορές), γεγονός που οδήγησε σε κίνδυνο βιωσιμότητάς του και σε οξύ πρόβλημα ταμειακής ρευστότητας, ως προς την δυνατότητα απρόσκοπτης καταβολής των μηνιαίων επικουρήσεων στους δικαιούχους του. Εξάλλου, σε σχέση με την κάλυψη από την εναγόμενη των ταμειακών ελλειμμάτων του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. παρατηρείται ότι, από το έτος 2007 μέχρι και το έτος 2017, ακολουθήθηκε η αδιάλειπτη χρηματοδότηση του λογαριασμού εκ μέρους της, με την καταβολή, πέραν της προβλεπόμενης εισφοράς της 9% επί των αποδοχών των εν ενεργεία εργαζομένων της, των απαιτούμενων κάθε φορά ταμειακών ελλειμμάτων του λογαριασμού, ώστε να καθίσταται εφικτή η συνέχιση καταβολής των προβλεπόμενων επικουρήσεων στους δικαιούχους του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε., σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 9 του Κανονισμού του. Ειδικότερα, το έτος 2007, η Ε.Τ.Ε. κατέβαλε στον Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. το ποσό των 13.631.000 ευρώ, το έτος 2008 τα ποσά των 3.500.000, 3.000.000, 6.100.000 και 3.550.000 ευρώ, το έτος 2009 τα ποσά των 3.500.000, 3.550.000 και 3.600.000 ευρώ, το έτος 2010 το ποσό των 2.260.000 ευρώ, το έτος 2011 το ποσό του 1.565.000 ευρώ, το έτος 2012 το ποσό των 5.350.000 ευρώ, το έτος 2013 το ποσό των 3.900.000 ευρώ, το έτος 2014 το ποσό των 6.600.000 ευρώ, το έτος 2015 το ποσό των 7.800.000 ευρώ, το έτος 2016 το ποσό των 6.900.00 ευρώ και το έτος 2017 το ποσό των 12.160.000 ευρώ. Για όλες τις ανωτέρω καταβολές καταρτίστηκαν μεταξύ της καταβάλλουσας εναγομένης και του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε., εκπροσωπούμενου από τον Διευθυντή της Διαχειριστικής Επιτροπής του, ιδιωτικά συμφωνητικά συμβάσεων δανείων, στα οποία προβλέφθηκε ότι οι χορηγήσεις των αντίστοιχων ποσών συνιστούσαν απλώς έκτακτες ταμειακές διευκολύνσεις, χωρίς να δημιουργούν δέσμευση της εναγομένης για την καταβολή τους στο μέλλον και χωρίς να συνιστούν αναγνώριση της υποχρέωσης της εναγομένης να τις καταβάλλει και ότι περαιτέρω, ο δανειζόμενος Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. αναλάμβανε την υποχρέωση να επιστρέψει στην εναγόμενη τις εν λόγω καταβληθείσες ταμειακές διευκολύνσεις, το συντομότερο δυνατόν, ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητές του. Οι ανωτέρω ωστόσο επικαλούμενες από την εναγόμενη δανειακές συμβάσεις είναι άκυρες, καθόσον καταρτίστηκαν εκ μέρους της με αντισυμβαλλόμενο τον Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε., ο οποίος, ως μη αυτοτελές νομικό πρόσωπο ή αναγνωρισμένη από την έννομη τάξη αυτόνομη οντότητα και δη ως ομάδα περιουσίας, δεν διαθέτει νομική προσωπικότητα ούτε ικανότητα διαδίκου (βλ. ανωτέρω ΟλΑΠ 25/2008) και ως εκ τούτου στερείται δικαιοπρακτικής ικανότητας για την ανάληψη συμβατικής ευθύνης από την κατάρτιση δανείου, δοθέντος και του ότι υφίσταται του καταστατικού σκοπού του συγκεκριμένου νομικού μορφώματος η κατάρτιση εκ μέρους του αμφοτεροβαρών συμβάσεων, όπως το -άτοκο έστω εν προκειμένω- δάνειο (ΑΠ 1081/2015 ΝΟΜΟΣ), ως νομικώς αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου συγκεκριμένου σκοπού του δικαιοπραξία (βλ. σχετικά με την ατελή ικανότητα δικαίου οντοτήτων χωρίς νομική προσωπικότητα, όπως οι ομάδες περιουσίας, Κ. Παναγόπουλο, Τα «οιωνεί» νομικά πρόσωπα ως υποκείμενα δικαίου, εκδ. 2016, σελ. 41).

 

Περαιτέρω, ο Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. δεν δύνατο να εκπροσωπηθεί δικαιοπρακτικά για την κατάρτιση των δανειακών συμβάσεων από την Διαχειριστική του Επιτροπή, καθόσον από καμία διάταξη του Ειδικού Κανονισμού του δεν χορηγείται αρμοδιότητα ανάληψης υποχρεώσεων για τον Λογαριασμό από την Επιτροπή αυτή, η οποία δύναται να διαχειρίζεται την περιουσία του (βλ. σχετικά άρθρο 2 παρ. 2 του Κανονισμού, όπου περιοριστικά αναφέρονται οι αρμοδιότητες της Διαχειριστικής Επιτροπής, χωρίς να περιλαμβάνονται σε αυτές η ικανότητα της να δεσμεύει νομικά το λογαριασμό, με την κατάρτιση επαχθών ή μη δικαιοπραξιών στο όνομά του). Σε κάθε όμως περίπτωση, ακόμα και αν υποτεθεί ότι οι ανωτέρω συμβάσεις είχαν καταρτιστεί νόμιμα μεταξύ της εναγομένης και του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε., προκύπτει αδιαμφισβήτητα από το περιεχόμενο τους ότι επρόκειτο για συμβάσεις, που χαρακτηρίστηκαν προσχηματικά από αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη ως δανειακές, καθόσον αμφότεροι οι αντισυμβαλλόμενοι γνώριζαν εξαρχής ότι υπήρχε αντικειμενική αδυναμία επιστροφής των χρημάτων από τον Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. στην εναγόμενη εις το διηνεκές, ενόψει της προδιαγεγραμμένης αδυναμίας οικονομικής ανάκαμψης του λογαριασμού στο μέλλον. Επρόκειτο συνεπώς για εικονικές και ως εκ τούτου άκυρες δανειακές συμβάσεις, οι οποίες συνιστούσαν στην πραγματικότητα οικειοθελείς παροχές της εναγομένης προς τους δικαιούχους του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε., με τη μορφή της άνευ νομικής υποχρέωσης διαρκούς χρηματοδότησης του, προς επίτευξη της αδιάλειπτης εκ μέρους του παροχής των επικουρήσεων. Οι ως άνω μάλιστα οικειοθελείς παροχές της εναγομένης έλαβαν χώρα χωρίς διατύπωση ρητής επιφύλαξης διακοπής τους στο μέλλον, καθόσον προϋπόθεση της «επιφύλαξης ελευθεριότητας» της οικειοθελούς παροχής στο μέλλον συνιστά η προηγούμενη γνωστοποίηση της από τον εργοδότη στον εργαζόμενο (βλ. σχετικώς τα διαλαμβανόμενα στην υπό III. νομική σκέψη), η οποία ωστόσο (γνωστοποίηση) ουδέποτε υπήρξε στην υπό κρίση περίπτωση, καθόσον δεν προέκυψε ότι το περιεχόμενο των επικαλούμενων από την εναγόμενη ιδιωτικών συμφωνητικών δανείων κατέστη γνωστό στους εργαζομένους της εναγομένης ή ότι ενημερώθηκαν αυτοί καθοιονδήποτε τρόπο από την εναγόμενη για το ενδεχόμενο διακοπής της καταβολής των επικουρήσεων στο μέλλον. Συνεπώς ευλόγως δημιουργήθηκε στους δικαιούχους των επικουρήσεων (πρώην και νυν εργαζομένους της Ε.Τ.Ε.), μεταξύ των οποίων οι ενάγοντες, η πεποίθηση ότι οι επικουρήσεις θα εξακολουθούσαν να καταβάλλονται ανελλιπώς και στο μέλλον, παρά τις όποιες ταμειακές δυσχέρειες του Λογαριασμού, δημιουργώντας βάσιμο δικαίωμα προσδοκίας για την παροχή τους. Ενόψει των ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι από την γενική, μακρόχρονη και ομοιόμορφη συμπεριφορά της εναγομένης, που συνίστατο στην κάλυψη, επί έντεκα τουλάχιστον συναπτά έτη, των ταμειακών ελλειμμάτων του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε., ώστε να λαμβάνουν οι δικαιούχοι του τις προβλεπόμενες από τον Κανονισμό του μηνιαίες επικουρήσεις, καταρτίστηκε μεταξύ αφενός της εναγομένης και αφετέρου των εργαζομένων της- δικαιούχων του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε.- σιωπηρή συμφωνία, δυνάμει της οποίας η εναγόμενη δεσμεύτηκε να χρηματοδοτεί και στο μέλλον τον Λογαριασμό, ώστε να καθίσταται εφικτή η καταβολή των μηνιαίων επικουρήσεων τόσο στο σύνολο των δικαιούχων του Λογαριασμού όσο και για το σύνολο των οφειλόμενων παροχών του. Όταν επομένως τον Δεκέμβριο του 2017 η εναγόμενη διέκοψε αιφνιδίως τη χρηματοδότηση του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε., με αποτέλεσμα την άμεση διακοπή καταβολής των μηνιαίων επικουρήσεων στους ενάγοντες καθώς και στους λοιπούς δικαιούχους του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε., παραβίασε συμβατική της υποχρέωση. Επομένως η απόφαση της εναγομένης να σταματήσει τη χρηματοδότηση του Λογαριασμού και να παύσει μονομερώς τη χορήγηση των επικουρήσεων αποτελεί μη νόμιμη ανάκληση συμβατικής παροχής και ως εκ τούτου συνιστά αυθαίρετη αθέτηση της προαναφερόμενης σιωπηρής συμφωνίας. Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ' ουσίαν, κατά το σκέλος που αφορά στην παραβίαση διαμορφωθείσας επιχειρησιακής συνήθειας από την εναγομένη και να αναγνωριστεί η υποχρέωση αυτής να καταβάλλει στους ενάγοντες τις προβλεπόμενες από το άρθρο 9 του Ειδικού Κανονισμού του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. μηνιαίες επικουρήσεις, σύμφωνα με το αιτητικό της αγωγής, απορριπτόμενων των ενστάσεων της εναγομένης περί έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης και εννόμου συμφέροντος των εναγόντων και, περαιτέρω, έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης της ίδιας, καθόσον προέκυψε από τα ως άνω αποδειχθέντα περιστατικά αφενός η ικανότητα και το άμεσο έννομο συμφέρον ενός εκάστου δικαιούχου του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. να διεξάγει ατομικά τη δίκη, αφού ο ίδιος ο λογαριασμός στερείται ικανότητας διαδίκου (ανωτ. ΟλΑΠ 25/2008) και αφετέρου ο χαρακτήρας του Λογαριασμού ως συνόλου περιουσίας ειδικού σκοπού, αφενός τηρούμενου από την εναγόμενη («παρ' αυτή», κατά τη διατύπωση του Κανονισμού του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε.) και αφετέρου, κατά το πλείστον, χρηματοδοτούμενου από την ίδια.

 

Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλλει σε κάθε ενάγοντα την προβλεπόμενη από το άρθρο 9 του Κανονισμού του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. μηνιαία επικούρηση και περαιτέρω να αναγνωριστεί η υποχρέωση αυτής να τους καταβάλλει τις μηνιαίες επικουρήσεις του χρονικού διαστήματος από Δεκέμβριο 2017 μέχρι και Μάρτιο 2018, πλέον της αντιστοιχούσας επικούρησης του επιδόματος δώρου Χριστουγέννων 2017, (ήτοι συνολικά πέντε μηνιαίες επικουρήσεις σε κάθε ενάγοντα), ενόψει και του ότι η εναγόμενη δεν αμφισβήτησε ειδικότερα το ύψος των αιτούμενων ποσών και ειδικότερα: 1) Στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 2.812,80 ευρώ (562,56 Χ 5), 2) Στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 2.839,80 ευρώ (567,96 Χ 5), 3) Στην τρίτη ενάγουσα το ποσό των 167,55 ευρώ (633,51 Χ5),4) Στην τέταρτη ενάγουσα το ποσό των 2.958,8 ευρώ (591,76 Χ 5), 5) Στον πέμπτο ενάγοντα το ποσό των 4.490,80 ευρώ (898,16 Χ 5), 6) Στον έκτο ενάγοντα το ποσό των 3.184,60 ευρώ (636,92 Χ 5), 7) Στην έβδομη ενάγουσα το ποσό των 2.583,95 ευρώ (516,79 Χ 5), 8) Στην όγδοη ενάγουσα το ποσό των 4.430 ευρώ (886,00 Χ 5), 9) Στην ένατη ενάγουσα το ποσό των 2.539,85 ευρώ (507,97 Χ 5), 10) Στον δέκατο ενάγοντα το ποσό των 4.298,55 ευρώ (859,71 Χ 5), 11) Στον εντέκατο ενάγοντα το ποσό των 4.050,7 ευρώ (810,14 Χ 5), 12) Στον δωδέκατο ενάγοντα το ποσό των 4.098,80 ευρώ (819,76 Χ 5), 13) Στον δέκατο τρίτο ενάγοντα το ποσό των 3.767,55 ευρώ (753,51 Χ 5), 14) Στην δέκατη τέταρτη ενάγουσα το ποσό των 2.804,85 ευρώ (560,97 Χ 5), 15) Στην δέκατη πέμπτη ενάγουσα το ποσό των 2.600,25 ευρώ (520,05 Χ 5), 16) Στην δέκατη έκτη ενάγουσα το ποσό των 2.948,51 ευρώ (589,70 Χ 5), 17) Στην δέκατη έβδομη ενάγουσα το ποσό των 1.761,15 ευρώ (352,23 Χ 5), 18) Στην δέκατη όγδοη ενάγουσα το ποσό των 2.731,45 ευρώ (546,29 Χ 5), 19) Στην δέκατη ένατη ενάγουσα το ποσό των 2.365,45 ευρώ (473,09 Χ 5), 20) Στον εικοστό ενάγοντα το ποσό των 3.876,4 ευρώ (775,28 Χ 5), 21) Στην εικοστή πρώτη ενάγουσα το ποσό των 1.990,50 ευρώ (398,10 Χ 5), 22) Στην εικοστή δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 3.195,45 ευρώ (639,09 Χ 5), 23) Στον εικοστό τρίτο ενάγοντα το ποσό των 4.304,80 ευρώ (860,96 Χ5), 24) Στην εικοστή τέταρτη ενάγουσα το ποσό των 4.171,65 ευρώ (834,33 Χ 5), 25) Στην εικοστή πέμπτη ενάγουσα το ποσό των 2.766,65 ευρώ (553,33 Χ 5), 26) Στην εικοστή έκτη ενάγουσα το ποσό των 2.329,5 ευρώ (465,90 Χ 5), 27) Στην εικοστή έβδομη ενάγουσα το ποσό των 3.037,4 ευρώ (607,48 Χ 5), 28) Στον εικοστό όγδοο ενάγοντα το ποσό των 4.721,05 ευρώ (944,21 Χ 5), 29) Στον εικοστό ένατο ενάγοντα το ποσό των 3.530,65 ευρώ (706,13 Χ 5), 30) Στον τριακοστό ενάγοντα το ποσό των 3.393,35 ευρώ (678,67 Χ 5), 31) Στον τριακοστό πρώτο ενάγοντα το ποσό των 5.283,55 ευρώ (1.056,71 Χ 5), 32) Στην τριακοστή δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 5.834,30 ευρώ (1.166,86 Χ 5), 33) Στον τριακοστό τρίτο ενάγοντα το ποσό των 3.914,40 ευρώ (782,88 Χ 5), 34) Στον τριακοστό τέταρτο ενάγοντα το ποσό των 7.745,55 ευρώ (1.549,11 Χ 5), 35) Στην τριακοστή πέμπτη ενάγουσα το ποσό των 2.148,2 ευρώ (429,64 Χ 5), 36) Στην τριακοστή έκτη ενάγουσα το ποσό των 4.310,85 ευρώ (862,17 Χ 5), 37) Στην τριακοστή έβδομη ενάγουσα το ποσό των 4.591,60 ευρώ [(356,47 Χ 5) + (561,85 Χ 5)= 1.782,35 + 2.809,25 ευρώ], 38) Στην τριακοστή όγδοη ενάγουσα το ποσό των 3.603,20 ευρώ (720,64 Χ 5), 39) Στον τριακοστό ένατο ενάγοντα το ποσό των 4.515,70 ευρώ (903,14 Χ 5), 40) Στην τεσσαρακοστή ενάγουσα το ποσό των 2.191,50 ευρώ (438,30 Χ 5), 41) Στην τεσσαρακοστή πρώτη ενάγουσα το ποσό των 4.268,35 ευρώ (853,67 Χ 5), 42) Στην τεσσαρακοστή δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 2.902,75 ευρώ (580,55 Χ 5), 43) Στην τεσσαρακοστή τρίτη ενάγουσα το ποσό των 2.608,25 ευρώ (521,65 Χ 5), 44) Στον τεσσαρακοστό τέταρτο ενάγοντα το ποσό των 4.444,65 ευρώ (888,93 Χ 5), 45) Στην τεσσαρακοστή πέμπτη ενάγουσα το ποσό 1.547,90 ευρώ (309,58 Χ 5), 46) Στην τεσσαρακοστή έκτη ενάγουσα το ποσό των 2.840,10 ευρώ (568,02 Χ 5), 47) Στον τεσσαρακοστό έβδομο ενάγοντα το ποσό 6.000 ευρώ (1.200 Χ 5), 48) Στον τεσσαρακοστό όγδοο ενάγοντα το ποσό των 4.500,65 ευρώ (900,13 Χ 5), 49) Στην τεσσαρακοστή ένατη ενάγουσα το ποσό των 5.312,9 ευρώ (1.062,58 Χ 5), 50) Στην πεντηκοστή ενάγουσα το ποσό των 3.350,70 ευρώ (670,14 Χ 5), 51) Στον πεντηκοστό πρώτο ενάγοντα το ποσό των 3.810,80 ευρώ (762,16 Χ 5), 52) Στον πεντηκοστό δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 5.055,10 ευρώ (1.011,02 Χ 5), 53) Στην πεντηκοστή τρίτη ενάγουσα το ποσό των 1.401,30 ευρώ (280,26 Χ 5), 54) Στον πεντηκοστό τέταρτο ενάγοντα το ποσό των 6.024,60 ευρώ (1.204,92 Χ 5), 55) Στην πεντηκοστή πέμπτη ενάγουσα το ποσό των 3.571,95 ευρώ (714,39 Χ 5), 56) Στον πεντηκοστό έκτο ενάγοντα το ποσό των 4.750,05 ευρώ (950,01 Χ 5), 57) Στην πεντηκοστή έβδομη ενάγουσα το ποσό των 3.292,75 ευρώ (658,55 Χ 5), 58) Στην πεντηκοστή όγδοη ενάγουσα το ποσό των 5.404,15 ευρώ (1.080,83 Χ 5), 59) Στον πεντηκοστό ένατο ενάγοντα το ποσό των 4.487,60 ευρώ (897,52 Χ 5), 60) Στον εξηκοστό ενάγοντα το ποσό των 5.077,45 ευρώ (1.015,49 Χ 5), 61) Στην εξηκοστή πρώτη ενάγουσα το ποσό των 2.564,65 ευρώ (512,93 Χ 5), 62) Στον εξηκοστό δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 4.350,95 ευρώ (870,19 Χ 5), 63) Στην εξηκοστή τρίτη ενάγουσα το ποσό των 3.226,85 ευρώ (645,37 Χ 5), 64) Στην εξηκοστή τέταρτη ενάγουσα το ποσό των 3.735,65 ευρώ (747,13 Χ 5), 65) Στον εξηκοστό πέμπτο ενάγοντα το ποσό των 5.182,85 ευρώ (1.036,57 Χ 5), 66) Στην εξηκοστή έκτη ενάγουσα το ποσό των 5.150,8 ευρώ, [(827,02 Χ5) + (203,14 Χ5)= 4.135,10 + 1.015,70], 67) Στον εξηκοστό έβδομο ενάγοντα το ποσό των 4.082,55 ευρώ (816,51 Χ 5), 68) Στην εξηκοστή όγδοη ενάγουσα το ποσό των 4.344,90 ευρώ (868,98 Χ 5), 69) Στον εξηκοστό ένατο ενάγοντα το ποσό των 3.868,15 ευρώ (773,63 Χ 5), 70) Στον εβδομηκοστό ενάγοντα το ποσό των 5.271,95 ευρώ (1.054,39 Χ 5), 71) Στην εβδομηκοστή πρώτη ενάγουσα το ποσό των 2.828,35 ευρώ (565,67 Χ 5), 72) Στην εβδομηκοστή δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 1.990,50 ευρώ (398,10 Χ 5), 73) Στην εβδομηκοστή τρίτη ενάγουσα το ποσό των 2.812,80 ευρώ (562,56 Χ 5), 74) Στην εβδομηκοστή τέταρτη ενάγουσα το ποσό των 2.393,10 ευρώ (478,62 Χ 5), 75) Στον εβδομηκοστό πέμπτο ενάγοντα το ποσό των 5.508,95 ευρώ (1.101,79 Χ 5), 76) Στην εβδομηκοστή έκτη ενάγουσα το ποσό των 2.597,55 ευρώ (519,51 Χ 5), 77) Στον εβδομηκοστό έβδομο ενάγοντα το ποσό των 5.533,50 ευρώ (1.106,70 Χ 5), 78) Στην εβδομηκοστή όγδοη ενάγουσα το ποσό των 3.762,6 ευρώ (752,52 Χ 5), 79) Στην εβδομηκοστή ένατη ενάγουσα το ποσό των 3.767 ευρώ (753,40 Χ 5), 80) Στον ογδοηκοστό ενάγοντα το ποσό των 3.810,80 ευρώ (762,16 Χ 5), 81) Στον ογδοηκοστό πρώτο ενάγοντα το ποσό των 4.965,85 ευρώ (993,17 Χ 5), 82) Στον ογδοηκοστό δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 2=399,25 ευρώ (479,85 Χ 5), 83) Στην ογδοηκοστή τρίτη ενάγουσα το ποσό των 1.968,65 ευρώ (393,73 Χ 5), 84) Στον ογδοηκοστό τέταρτο ενάγοντα το ποσό των 4.507,70 ευρώ (901,54 Χ 5), 85) Στον ογδοηκοστό πέμπτο ενάγοντα το ποσό των 4.279,50 ευρώ (855,90 Χ 5), 86) Στην ογδοηκοστή έκτη ενάγουσα το ποσό των 2.069,25 ευρώ (413,85 Χ5), 87) Στην ογδοηκοστή έβδομη ενάγουσα το ποσό των 2.191,50 ευρώ (438,30 Χ 5), 88) Στον ογδοηκοστό όγδοο ενάγοντα το ποσό των 3.997,50 ευρώ (799,50 Χ 5), 89) Στον ογδοηκοστό ένατο ενάγοντα το ποσό των 3.282,45 ευρώ (656,49 Χ 5), 90) Στον ενενηκοστό ενάγοντα το ποσό των 5.010,05 ευρώ (1.002,01 Χ 5), 91) Στην ενενηκοστή πρώτη ενάγουσα το ποσό των 2,276,15 ευρώ (455,23 Χ 5), 92) Στην ενενηκοστή δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 3.407,50 ευρώ (681,50 Χ 5), 93) Στον ενενηκοστό τρίτο ενάγοντα το ποσό των 3.875,30 ευρώ (775,06 Χ 5), 94) Στην ενενηκοστή τέταρτη ενάγουσα το ποσό των 2.719,55 ευρώ (543,91 Χ 5), 95) Στην ενενηκοστή πέμπτη ενάγουσα το ποσό των 2.176,80 ευρώ (435,36 Χ 5), 96) Στον ενενηκοστό έκτο ενάγοντα το ποσό των 3.810,80 ευρώ (762,16 Χ 5), 97) Στον ενενηκοστό έβδομο ενάγοντα το ποσό των 3.773,20 ευρώ (754,64 Χ5), 98) Στην ενενηκοστή όγδοη ενάγουσα το ποσό των 4.474,10 ευρώ (894,82 Χ 5), 99) Στον ενενηκοστό ένατο ενάγοντα το ποσό των 5.485,60 ευρώ (1.097,12 Χ 5) και 100) Στην εκατοστή ενάγουσα το ποσό των 5.371,60 ευρώ (1.074,32 Χ 5), όλες δε οι ανωτέρω επικουρήσεις πρέπει να αναγνωριστεί ότι οφείλονται στους ενάγοντες νομιμότοκα από το τέλος κάθε μήνα για τον οποίο οφείλεται κάθε μηνιαία επικούρηση, συμπεριλαμβανομένης της αντιστοιχούσας στο αιτούμενο επίδομα δώρου Χριστουγέννων.

 

Τέλος, η δικαστική δαπάνη πρέπει να συμψηφιστεί μεταξύ των διαδίκων, λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

 

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλλει σε κάθε ενάγοντα την προβλεπόμενη από το άρθρο 9 του Κανονισμού του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. μηνιαία επικούρηση και ειδικότερα αναγνωρίζει την υποχρέωση της να καταβάλει : 1) Στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 2.812,80 ευρώ, 2) Στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 2.839,80 ευρώ, 3) Στην τρίτη ενάγουσα το ποσό των 167,55 ευρώ, 4) Στην τέταρτη ενάγουσα το ποσό των 2.958,8 ευρώ, 5) Στον πέμπτο ενάγοντα το ποσό των 4.490,80 ευρώ, 6) Στον έκτο ενάγοντα το ποσό των 3.184,60 ευρώ, 7) Στην έβδομη ενάγουσα το ποσό των 2.583,95 ευρώ, 8) Στην όγδοη ενάγουσα το ποσό των 4.430 ευρώ, 9) Στην ένατη ενάγουσα το ποσό των 2.539,85 ευρώ, 10) Στον δέκατο ενάγοντα το ποσό των 4.298,55 ευρώ, 11) Στον εντέκατο ενάγοντα το ποσό των 4.050,7 ευρώ, 12) Στον δωδέκατο ενάγοντα το ποσό των 4.098,80 ευρώ, 13) Στον δέκατο τρίτο ενάγοντα το ποσό των 3.767,55 ευρώ, 14) Στην δέκατη τέταρτη ενάγουσα το ποσό των 2.804,85 ευρώ, 15) Στην δέκατη πέμπτη ενάγουσα το ποσό των 2.600,25 ευρώ, 16) Στην δέκατη έκτη ενάγουσα το ποσό των 2.948,51 ευρώ, 17) Στην δέκατη έβδομη ενάγουσα το ποσό των 1.761,15 ευρώ, 18) Στην δέκατη όγδοη ενάγουσα το ποσό των 2.731,45 ευρώ, 19) Στην δέκατη ένατη ενάγουσα το ποσό των 2.365,45 ευρώ, 20) Στον εικοστό ενάγοντα το ποσό των 3.876,4 ευρώ, 21) Στην εικοστή πρώτη ενάγουσα το ποσό των 1.990,50 ευρώ, 22) Στην εικοστή δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 3.195,45 ευρώ, 23) Στον εικοστό τρίτο ενάγοντα το ποσό των 4.304,80 ευρώ, 24) Στην εικοστή τέταρτη ενάγουσα το ποσό των 4.171,65 ευρώ, 25) Στην εικοστή πέμπτη ενάγουσα το ποσό των 2.766,65 ευρώ, 26) Στην εικοστή έκτη ενάγουσα το ποσό των 2.329,5 ευρώ, 27) Στην εικοστή έβδομη ενάγουσα το ποσό των 3.037,40 ευρώ, 28) Στον εικοστό όγδοο ενάγοντα το ποσό των 4.721,05 ευρώ, 29) Στον εικοστό ένατο ενάγοντα το ποσό των 3.530,65 ευρώ, 30) Στον τριακοστό ενάγοντα το ποσό των 3.393,35 ευρώ, 31) Στον τριακοστό πρώτο ενάγοντα το ποσό των 5.283,55 ευρώ, 32) Στην τριακοστή δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 5.834,30 ευρώ, 33) Στον τριακοστό τρίτο ενάγοντα το ποσό των 3.914,40 ευρώ, 34) Στον τριακοστό τέταρτο ενάγοντα το ποσό των 7.745,55 ευρώ, 35) Στην τριακοστή πέμπτη ενάγουσα το ποσό των 2.148,20 ευρώ, 36) Στην τριακοστή έκτη ενάγουσα το ποσό των 4.310,85 ευρώ, 37) Στην τριακοστή έβδομη ενάγουσα το ποσό των 4.591,60 ευρώ, 38) Στην τριακοστή όγδοη ενάγουσα το ποσό των 3.603,20 ευρώ, 39) Στον τριακοστό ένατο ενάγοντα το ποσό των 4.515,70 ευρώ, 40) Στην τεσσαρακοστή ενάγουσα το ποσό των 2.191,50 ευρώ, 41) Στην τεσσαρακοστή πρώτη ενάγουσα το ποσό των 4.268,35 ευρώ, 42) Στην τεσσαρακοστή δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 2.902,75 ευρώ, 43) Στην τεσσαρακοστή τρίτη ενάγουσα το ποσό των 2.608,25 ευρώ, 44) Στον τεσσαρακοστό τέταρτο ενάγοντα το ποσό των 4.444,65 ευρώ, 45) Στην τεσσαρακοστή πέμπτη ενάγουσα το ποσό 1.547,90 ευρώ, 46) Στην τεσσαρακοστή έκτη ενάγουσα το ποσό των 2.840,10 ευρώ, 47) Στον τεσσαρακοστό έβδομο ενάγοντα το ποσό 6.000 ευρώ, 48) Στον τεσσαρακοστό όγδοο ενάγοντα το ποσό των 4.500,65 ευρώ, 49) Στην τεσσαρακοστή ένατη ενάγουσα το ποσό των 5.312,90 ευρώ, 50) Στην πεντηκοστή ενάγουσα το ποσό των 3.350,70 ευρώ, 51) Στον πεντηκοστό πρώτο ενάγοντα το ποσό των 3.810,80 ευρώ, 52) Στον πεντηκοστό δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 5.055,10 ευρώ, 53) Στην πεντηκοστή τρίτη ενάγουσα το ποσό των 1.401,30 ευρώ, 54) Στον πεντηκοστό τέταρτο ενάγοντα το ποσό των 6.024,60 ευρώ, 55) Στην πεντηκοστή πέμπτη ενάγουσα το ποσό των 3.571,95 ευρώ, 56) Στον πεντηκοστό έκτο ενάγοντα το ποσό των 4.750,05 ευρώ, 57) Στην πεντηκοστή έβδομη ενάγουσα το ποσό των 3.292,75 ευρώ, 58) Στην πεντηκοστή όγδοη ενάγουσα το ποσό των 5.404,15 ευρώ, 59) Στον πεντηκοστό ένατο ενάγοντα το ποσό των 4.487,60 ευρώ, 60) Στον εξηκοστό ενάγοντα το ποσό των 5.077,45 ευρώ, 61) Στην εξηκοστή πρώτη ενάγουσα το ποσό των 2.564,65 ευρώ, 62) Στον εξηκοστό δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 4.350,95 ευρώ, 63) Στην εξηκοστή τρίτη ενάγουσα το ποσό των 3.226,85 ευρώ, 64) Στην εξηκοστή τέταρτη ενάγουσα το ποσό των 3.735,65 ευρώ, 65) Στον εξηκοστό πέμπτο ενάγοντα το ποσό των 5.182,85 ευρώ, 66) Στην εξηκοστή έκτη ενάγουσα το ποσό των 5.150,80 ευρώ, 67) Στον εξηκοστό έβδομο ενάγοντα το ποσό των 4.082,55 ευρώ, 68) Στην εξηκοστή όγδοη ενάγουσα το ποσό των 4.344,90 ευρώ, 69) Στον εξηκοστό ένατο ενάγοντα το ποσό των 3.868,15 ευρώ, 70) Στον εβδομηκοστό ενάγοντα το ποσό των 5.271,95 ευρώ, 71) Στην εβδομηκοστή πρώτη ενάγουσα το ποσό των 2.828,35 ευρώ, 72) Στην εβδομηκοστή δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 1.990,50 ευρώ, 73) Στην εβδομηκοστή τρίτη ενάγουσα το ποσό των 2.812,80 ευρώ, 74) Στην εβδομηκοστή τέταρτη ενάγουσα το ποσό των 2.393,10 ευρώ, 75) Στον εβδομηκοστό πέμπτο ενάγοντα το ποσό των 5.508,95 ευρώ, 76) Στην εβδομηκοστή έκτη ενάγουσα το ποσό των 2,597,55 ευρώ, 77) Στον εβδομηκοστό έβδομο ενάγοντα το ποσό των 5.533,50 ευρώ, 78) Στην εβδομηκοστή όγδοη ενάγουσα το ποσό των 3.762,60 ευρώ, 79) Στην εβδομηκοστή ένατη ενάγουσα το ποσό των 3.767 ευρώ, 80) Στον ογδοηκοστό ενάγοντα το ποσό των 3.810,80 ευρώ, 81) Στον ογδοηκοστό πρώτο ενάγοντα το ποσό των 4.965,85 ευρώ, 82) Στον ογδοηκοστό δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 2.399,25 ευρώ, 83) Στην ογδοηκοστή τρίτη ενάγουσα το ποσό των 1.968,65 ευρώ, 84) Στον ογδοηκοστό τέταρτο ενάγοντα το ποσό των 4.507,70 ευρώ, 85) Στον ογδοηκοστό πέμπτο ενάγοντα το ποσό των 4.279,50 ευρώ, 86) Στην ογδοηκοστή έκτη ενάγουσα το ποσό των 2.069,25 ευρώ, 87) Στην ογδοηκοστή έβδομη ενάγουσα το ποσό των 2.191,50 ευρώ, 88) Στον ογδοηκοστό όγδοο ενάγοντα το ποσό των 3.997,50 ευρώ, 89) Στον ογδοηκοστό ένατο ενάγοντα το ποσό των 3.282,45 ευρώ, 90) Στον ενενηκοστό ενάγοντα το ποσό των 5.010,05 ευρώ, 91) Στην ενενηκοστή πρώτη ενάγουσα το ποσό των 2.276,15 ευρώ, 92) Στην ενενηκοστή δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 3.407,5 ευρώ, 93) Στον ενενηκοστό τρίτο ενάγοντα το ποσό των 3.875,30 ευρώ, 94) Στην ενενηκοστή τέταρτη ενάγουσα το ποσό των 2.719,55 ευρώ, 95) Στην ενενηκοστή πέμπτη ενάγουσα το ποσό των 2.176,80 ευρώ, 96) Στον ενενηκοστό έκτο ενάγοντα το ποσό των 3.810,80 ευρώ, 97) Στον ενενηκοστό έβδομο ενάγοντα το ποσό των 3.773,20 ευρώ, 98) Στην ενενηκοστή όγδοη ενάγουσα το ποσό των 4.474,10 ευρώ, 99) Στον ενενηκοστό ένατο ενάγοντα το ποσό των 5.485,60 ευρώ και 100) Στην εκατοστή ενάγουσα το ποσό των 5.371,60 ευρώ, νομιμότοκα κατά τα εκτιθέμενα στο ιστορικό της παρούσας.

 

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 26η Φεβρουαρίου 2019, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίασή του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ