ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜονΕφΑθ 1721/2023

 

Σύμβαση επενδυτικών υπηρεσιών - Ευθύνη Τράπεζας - Ομόλογα ατελεύτητης διάρκειας (Perpetual Bonds) -.

 

Ευθύνη τράπεζας για παροχή επενδυτικών υπηρεσιών. Απόκρυψη από τους προστηθέντες της τράπεζας του πραγματικού κινδύνου που ενέχει η επένδυση σε ομόλογα ατελεύτητης διάρκειας. Προστασία αντισυμβαλλόμενου τράπεζας ως καταναλωτή.

 

 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

 

Αριθμός Απόφασης 1721/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Τμήμα 13ο

 

 

Συγκροτήθηκε από τον Δικαστή Κωνσταντίνο Βουλγαρίδη, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Εφετείου Αθηνών, και από τον Γραμματέα Νικόλαο Χρονά.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 20 Οκτωβρίου 2022 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: . ή . (ΑΦΜ .), κατοίκου Κορυδαλλού Αττικής (οδός .), τον οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του, Δομίνικος Αρβανίτης (AM ΔΣΑ 29970), με δήλωση σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

 

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ. 1) Της ανώνυμης εταιρείας διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων με την επωνυμία «ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΙΣΤΗ Asset Management Α.Ε.Δ.Α.Κ.», η οποία εδρεύει στο Χαλάνδρι Αττικής (Λεωφ. Κηφισίας αριθμ. 274) και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, Εμμανουήλ ΚΟΜΗΣ (AM ΔΣΠειραιώς 2825), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις και 2) της ανώνυμης εταιρείας γενικών ασφαλίσεων με την επωνυμία «ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΙΣΤΗ Α.Ε.Γ.Α.», η οποία εδρεύει στο Χαλάνδρι Αττικής (Λεωφ. Κηφισίας αριθμ. 274) και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, Θεόδωρος Χρόνης (AM ΔΣΑ 18841), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

 

Ο ενάγων και ήδη εκκαλών, με την από 13-12-2012 αγωγή του, προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών (τακτική διαδικασία), που έχει κατατεθεί με Γ.Α.Κ. ./Α.Κ.Δ. ./2012, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα σε αυτήν αναφέρονται.

 

Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ' αριθμ. 2646/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία η αγωγή απορρίφθηκε.

 

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ο εκκαλών - ενάγων με την από 25-2-2021 έφεση του, προς το Δικαστήριο τούτο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με Γ.Α.Κ. ./Α.Κ. Ενδίκου Μέσου ./25-2-2021 και στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με Γ.Α.Κ. ./Ε.Α.Κ. ./27-4-2021, ορίστηκε, δε, δικάσιμος για τη συζήτηση αυτής η δικάσιμος, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (αριθμ. πινακίου .) οπότε και συζητήθηκε.

 

Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρονται στις κατατεθείσες προτάσεις τους.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Η κρινόμενη έφεση, η οποία στρέφεται κατά της υπ' αριθμ. 2646/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό (άρθρ. 19 του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρ. 495 παρ. 1, 2, 496, 500, 511, 513 παρ.1, 516 παρ.1 και 517 ΚΠολΔ), αλλά και εμπρόθεσμα σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 518 ΚΠολΔ δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση δημοσιεύθηκε στις 5-3-2019 και η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.1 ΚΠολΔ, με την κατάθεση της στη Γραμματεία του Δικαστηρίου, που εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση στις 25-2-2021 (βλ. σχετική έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου της Γραμματείας του Πρωτοδικείου Αθηνών) ήτοι, σε κάθε περίπτωση, πριν την παρέλευση της προθεσμίας του άρθρου 518 παρ.2 ΚΠολΔ. Επίσης, για το παραδεκτό της εφέσεως, έχει κατατεθεί και το προβλεπόμενο παράβολο, ποσού 100 ευρώ (άρθρ. 495 παρ. 3 Αβ ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία.

 

Ο ενάγων και ήδη εκκαλών, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τακτική διαδικασία), κατά των εναγομένων και ήδη εφεσίβλητων την από 13/12/2012 αγωγή του (Γ.Α.Κ. ./Α.Κ.Δ. ./18-12-2012), στην οποία, κατ' εκτίμηση του περιεχομένου αυτής, εκθέτει τα ακόλουθα: Ότι ήταν πελάτης της εταιρείας «ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΙΣΤΗ Finance ΑΕΠΕΥ» εκ της οποίας και μετά από συγχώνευση με την εταιρεία «ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΙΣΤΗ ΑΕΔΑΚ» τον Φεβρουάριο του έτους 2010 προήλθε η πρώτη εναγόμενη εταιρεία, η οποία ανήκει στον επιχειρηματικό όμιλο της δεύτερης εναγόμενης εταιρείας. Ότι τον Φεβρουάριο του έτους 2006 τον προσέγγισαν επενδυτικοί σύμβουλοι της εταιρείας «ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΙΣΤΗ Finance ΑΕΠΕΥ» προτείνοντας του ένα καταθετικό προϊόν που προσέφερε η εταιρεία αυτή με εγγυημένο κεφάλαιο. Ότι οι επενδυτικοί σύμβουλοι της προαναφερόμενης εταιρείας, κάνοντας χρήση του ονόματος της δεύτερης εναγόμενης, του πρότειναν την αγορά τραπεζικού ομολόγου της «ALPHA BANK GROUP» («Alpha Group Jersey Limited Series Β με IS IN DE. Μ2») αορίστου χρόνου, πιστοληπτικής ικανότητας Fitch ΒΒΒ+, με αντικειμενικά υψηλό επιτόκιο, με εγγύηση του κεφαλαίου από την «ALPHA BANK Α.Ε.» και άμεσα ρευστοποιήσιμο μετά τον πρώτο χρόνο της αγοράς. Ότι ο ίδιος (ο ενάγων δηλαδή) ουδέποτε είχε σχέση με το Χρηματιστήριο και με χρηματοπιστωτικά προϊόντα, ούτε και διέθετε τις σχετικές γνώσεις, όντας απόφοιτος του Λυκείου, στερούμενος τραπεζικών γνώσεων και ότι για το λόγο αυτό τόνισε επανειλημμένως στους επενδυτικούς συμβούλους της ανωτέρω εταιρείας ότι δεν επιθυμούσε να επενδύσει τα χρήματα του σε επισφαλή προϊόντα και ότι κατόπιν αυτών έλαβε τη διαβεβαίωση ότι το πρόγραμμα στο οποίο αναφέρονταν ήταν ένα ομόλογο 100% εγγυημένο με μηδενικό ρίσκο και με μεγαλύτερο επιτόκιο σε σχέση με τις προθεσμιακές καταθέσεις. Ότι, κατόπιν των διαβεβαιώσεων αυτώ% αποφάσισε να τοποθετήσει τις οικονομίες του στο ανωτέρω προϊόν, που του πρότειναν και στις 28-2-2006 αγόρασε το ανωτέρω ομόλογο με ημερομηνία πιθανής ανάκλησης την 18-2-2015 ονομαστικής αξίας 222.000 ευρώ με συνολικό καταβληθέν τίμημα ποσού 199.356 ευρώ με εγγυήτρια την εταιρεία «ALPHA BANK Α.Ε.» όπως προκύπτει από σχετικό έντυπο συναλλαγών, που αναφέρεται στην αγωγή. Ότι οι επενδυτικοί σύμβουλοι της ανωτέρω εταιρείας είχαν διαβεβαιώσει αυτόν ότι το εν λόγω προϊόν ήταν ανταλλάξιμο ανά πάσα στιγμή, ότι θα τον ενημέρωναν σε περίπτωση που βρισκόταν κάτι καλύτερο και ότι δεν κινδύνευε με απώλεια του κεφαλαίου του. Ότι, περαιτέρω, στις 13-5-2010 υπέγραψε με την πρώτη εναγόμενη σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών στο πλαίσιο της οποίας εξουσιοδότησε αυτήν να διενεργεί πράξεις και να τον εκπροσωπεί, διαχειριζόμενη το χαρτοφυλάκιο του, στο οποίο περιλαμβανόταν και το ανωτέρω ομόλογο. Ότι στις 25-4-2012 η πρώτη εναγόμενη του απέστειλε επιστολή με την οποία του γνωστοποιούσε ότι: «η ALPHA GROUP LIMITED στις 20-4-2012, ανακοίνωσε προς τους κατόχους των τίτλων που έχουν εκδοθεί, δημόσια πρόταση προς επαναγορά των τίτλων αυτών εκ μέρους της με την καταβολή μετρητών...Εσείς, κατέχοντας τον παραπάνω τίτλο, έχετε το δικαίωμα να πουλήσετε το ομόλογο στην Alpha Group έναντι της τιμής 40, δηλαδή 55,31% χαμηλότερα από την ονομαστική του αξία. Συγκεκριμένα,  εφόσον κατέχετε ονομαστική αξία 222.000 Ευρώ του ομολόγου με ISIN DE., εάν αποδεχθείτε την πρόταση, θα λάβετε 88.800 Ευρώ.» και ότι κατόπιν αυτών υποχρεώθηκε προκειμένου να μην απολέσει πλήρως το κεφάλαιο του υπό τις συνθήκες της οικονομικής κρίσης, να αποδεχθεί την ανωτέρω πρόταση, πλην όμως, έχοντας απολέσει το 55,31% της αξίας του ομολόγου ονομαστικής αξίας 222.000 ευρώ, ήτοι έχοντας απολέσει το ποσό των 133.200 ευρώ. Ότι οι εναγόμενες ουδέποτε προέβησαν σε οποιαδήποτε ενέργεια για την προστασία του κεφαλαίου του, ούτε και τον ενημέρωσαν ποτέ σχετικά με τις διεθνείς εξελίξεις και τους κινδύνους, που ενείχε η τοποθέτηση των κεφαλαίων του στο ανωτέρω ομόλογο, που οι ίδιες τον είχαν πείσει να επενδύσει ως δήθεν εγγυημένο με αποτέλεσμα, εξαιτίας της αμελούς συμπεριφοράς των αρμόδιων υπαλλήλων των εναγομένων, να υποστεί ζημία ύψους 133.200 ευρώ. Ότι η πρώτη εναγόμενη νομιμοποιείται παθητικά ως καθολική διάδοχος της ανωτέρω εταιρείας με την οποία είχε αρχικά συμβληθεί («ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΙΣΤΗ Finance ΑΕΠΕΥ»), καθώς και ως η εταιρεία με την οποία συμβλήθηκε, στη συνέχεια, για τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου του και η δεύτερη εναγόμενη νομιμοποιείται παθητικά ως υποκρυπτόμενη στη συναλλαγή, στην οποία προέβη με την πρώτη εναγόμενη εταιρεία, οι οποίες για τους προαναφερόμενους λόγους του προξένησαν την ανωτέρω ζημία. Ότι πλανήθηκε από τις εναγόμενες μέσω των υπαλλήλων τους καθότι τόυ απέκρυψαν το αληθινό ρίσκο του εν λόγω προϊόντος (ομολόγου) παρουσιάζοντας το ως 100% εγγυημένο προϊόν πείθοντας τον να επενδύσει τις οικονομίες του σε αυτό. Ότι ο λόγος που προέβη στην ανωτέρω επενδυτική κίνηση ήταν οι λανθασμένες και απατηλές εντυπώσεις, που του καλλιέργησαν σχετικά με την εν λόγω επένδυση του και η διαβεβαίωση ότι το κεφάλαιο του ήταν εγγυημένο, καθώς και η εμπιστοσύνη του προς τη δεύτερη εναγόμενη. Ότι οι εναγόμενες δεν αξιολόγησαν επαρκώς το επενδυτικό του προφίλ ώστε να του προτείνουν το κατάλληλο επενδυτικό προϊόν, το οποίο, με απατηλή συμπεριφορά τους, του παρουσίασαν ως 100% εγγυημένο και μηδενικού ρίσκου με αποτέλεσμα να προβεί στην ανωτέρω επένδυση και να υποστεί την ανωτέρω ζημία. Ότι οι εναγόμενες δεν ενήργησαν με την απαιτούμενη διαφάνεια και προσοχή προκειμένου να του παράσχουν τις πληροφορίες εκείνες που θα του επέτρεπαν ν' αξιολογήσει την τοποθέτηση των αποταμιεύσεων του και του παρουσίασαν το εν λόγω προϊόν ως εγγυημένο 100% ως προς το επενδυθέν κεφάλαιο με αποτέλεσμα να επενδύσει τελικώς στο ομόλογο αυτό εκδότριας εταιρείας με αβέβαιη βιωσιμότητα και έχοντας την εντύπωση ότι ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε να αναλάβει είτε στο σύνολο, είτε εν μέρει, το κεφάλαιο, που τελικώς επένδυσε και ότι οι εναγόμενες μετά τη ζημία, που υπέστη δηλώνουν πλέον ότι δεν φέρουν καμία ευθύνη αποστασιοποιούμενες από τις υποχρεώσεις τους κατά τρόπο αντίθετο με τα συναλλακτικά ήθη και την συνήθη επιχειρηματική πρακτική έχοντας προηγουμένως αθετήσει τις υποχρεώσεις τους, που απορρέουν από το νομοθετικό πλαίσιο, που εκτίθεται αναλυτικά στην αγωγή. Ότι, τέλος, εάν ο ενάγων γνώριζε από την αρχή ουσιώδη πραγματικά περιστατικά αναφορικά με τη φύση του επίδικου ομολόγου, ουδέποτε θα αποφάσιζε να προβεί σε οποιαδήποτε συνεργασία με τις εναγόμενες. Κατόπιν αυτών ο ενάγων ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να του καταβάλουν, εις ολόκληρο έκαστη, το ποσό των 133.200 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, καθώς και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων. Η αγωγή αυτή συζητήθηκε, αρχικώς, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στη δικάσιμο της 5-10-2016 και κατόπιν επανασυζήτησης της (υπ' αριθμ. 220/2018 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών) στη δικάσιμο της 9-5-2018 και επ' αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ' αριθμ. 2646/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία η ανωτέρω αγωγή απορρίφθηκε, στο σύνολο της, ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο ενάγων και ήδη εκκαλών και ζητεί την εξαφάνιση της για λόγους, που ανάγονται, καταρχήν, σε εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου ως προς την απόρριψη της αγ(ΰγής ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας αναφερόμενος, συγχρόνως, με τους λόγους της έφεσης του και στην ουσία της υπόθεσης, χωρίς ωστόσο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο να έχει υπεισέλθει σε κρίση επί της ουσίας της διαφοράς.

 

Α. Από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της υποχρέωσης προς αποζημίωση είναι: 1) Ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), 2) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, 3) υπαιτιότητα και 4) πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς (νόμιμου λόγου ευθύνης) και αποτελέσματος (ζημίας). Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς, στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας, για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων, που (επιβάλλεται κοινωνικά και απορρέει από τη θεμελιώδη αρχή του δικαίου, αυτή της συνεπούς συμπεριφοράς (ΑΠ 345/2017 και ΑΠ 93/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η έννομη σχέση που ιδρύεται μεταξύ πελάτη και τράπεζας είναι σχέση αμφίδρομης εμπιστοσύνης, που απορρέει από την καλή πίστη. Η σχέση εμπιστοσύνης εγκαθιδρύεται με την έναρξη των διαπραγματεύσεων, συγκεκριμενοποιείται στο στάδιο της συμβατικής δέσμευσης και συνεχίζεται ακόμη και μετά τη λήξη της τραπεζικής σύμβασης, με νομοθετική αναγνώριση αυτής στα άρθρα 197- 198 και 288 ΑΚ. Έχει δε ως περιεχόμενο την πεποίθηση, την πίστη αφενός μεν κυρίως του πελάτη της τράπεζας ότι αυτή θα πράξει ό,τι είναι αναγκαίο για την εξυπηρέτηση και προστασία των οικονομικών του συμφερόντων και την προστασία των περαιτέρω στοιχείων της προσωπικότητας του, αφετέρου δε της ίδιας της τράπεζας ότι ο πελάτης της συμπεριφέρεται απέναντι της με ειλικρίνεια και διάθεση να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για εκπλήρωση των υποχρεώσεων που αναλαμβάνει.

 Ειδικότερα, ενώ διαρκεί η συμβατική δέσμευση, η σχέση εμπιστοσύνης, βρίσκοντας νομοθετικό έρεισμα στη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, επιβάλλει στην τράπεζα τις γενικές υποχρεώσεις αφενός μεν της τήρησης εξαιρετικής επιμέλειας ως προς την εξυπηρέτηση του πελάτη της αφετέρου δε της πρόταξης σε περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων, του συμφέροντος αποκλειστικά του πελάτη της (Σ. Ψυχομάνης, Δίκαιο Τραπεζικών Συμβάσεων, τεύχος I. Γενικό Μέρος, έκδοση 2008, σελ 34 - 37).

 

Περαιτέρω, η πρόκληση βλάβης στην περιουσία ορισμένου προσώπου, η οποία συνδέεται προς τις παρεχόμενες από την τράπεζα επενδυτικές υπηρεσίες, συνιστά όρο θεμελίωσης της αστικής ευθύνης της τελευταίας σε καταβολή αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας, εφόσον επιπλέον υφίστανται και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις υπαγωγής της συγκεκριμένης βιοτικής σχέσης στους κανόνες των άρθρων 298, 330, 914 ΑΚ. Οι προϋποθέσεις θεμελίωσης της ανωτέρω μορφής ευθύνης αναλύονται ειδικότερα στην απαιτούμενη σχέση αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των παρεχόμενων υπηρεσιών με το ζημιογόνο αποτέλεσμα που επήλθε, καθώς και στην υπαίτια εκδήλωση παράνομης συμπεριφοράς, μέσω της οποίας εκ μέρους της τράπεζας που παρέχει τις υπηρεσίες παραβιάζονται οι συναλλακτικές υποχρεώσεις της, όπως το ειδικότερο περιεχόμενο αυτών στη συγκεκριμένη περίπτωση προσδιορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281, 288 ΑΚ (ΑΠ 2212/2014, ΑΠ 1738/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μ Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, έκδοση 2004, σελ. 798- 803, Απ Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, έκδοση 1999, σελ. 599-600). Ειδικότερη μορφή παραβίασης των κανόνων αυτών αποτελεί η εκ μέρους της τράπεζας παράλειψη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων εκτίμησης των συμφερόντων του πελάτη, διαφώτισης, παροχής συμβουλευτικής καθοδήγησης και προειδοποίησης αυτού. Υπό την έννοια αυτή οι συγκεκριμένες συναλλακτικές υποχρεώσεις παραβιάζονται, μεταξύ άλλων, και στις περιπτώσεις που παραλείπεται η παροχή όσων πληροφοριών είναι απαραίτητες στον συγκεκριμένο αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών, προκειμένου αυτός να είναι σε θέση να αντιληφθεί την μορφή της προτεινόμενης σε αυτόν τοποθέτησης των κεφαλαίων του και κυρίως να κατανοήσει όσους κινδύνους συνδέονται με την ζημιογόνο για τον ίδιο εξέλιξη αυτής, ώστε, έχοντας ενημερωθεί σχετικώς, ακολούθως να αξιολογήσει ο ίδιος τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και ο ίδιος επίσης να αποφασίσει εάν θα την επιχειρήσει, παρέχοντας την σχετική εντολή στην αντισυμβαλλομένη αυτού τράπεζα. Οι ως άνω προϋποθέσεις, στις οποίες θεμελιώνεται αστική ευθύνη σε αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας, δεν διαφέρουν από εκείνες, η συνδρομή των οποίων επάγεται την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 του ν. 2251/1994, που, μεταξύ άλλων, ρυθμίζει και τις περιπτώσεις ευθύνης λόγω παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμένος της τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής, σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 1 παρ 3 ν. 2251/1994, όπως δεν αμφισβητείται ότι συμβαίνει, με το πρόσωπο που μετέχει στην συγκεκριμένη σχέση ως αποδέκτης των υπηρεσιών, χωρίς να διαθέτει οποιουδήποτε είδους εξειδίκευση, επιχειρώντας να καλύψει προεχόντως ανάγκες ασφαλούς τοποθέτησης του κεφαλαίου του (ΑΠ 2212/2014, ΑΠ 1227/2007, δημοσίευση στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 787/2013, ΔΕΕ 2014. 251, ΕφΛαρ 120/2017, ΤΝΠ Ισοκράτης, Καράκωστα: Οι γενικοί όροι των τραπεζικών συναλλαγών, εκδ. 2001, σελ. 28-35, ίδιου: Ο αποδέκτης τραπεζικών υπηρεσιών ως καταναλωτής ΧρΙΔ 2003.97 επ., Αυγητίδη: Ο αποδέκτης των επενδυτικών υπηρεσιών ως καταναλωτής, ΕπισκΕΔ 2001. 286). Εξάλλου, με τις πρώτη, τρίτη, τέταρτη και έβδομη αρχές του Κώδικα Δεοντολογίας των Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (εφεξής Ε.Π.Ε.Υ.), που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο της υπ' αριθ. 12263/β.500/11-4-1997 απόφασης του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας (ΦΕΚ Β/340/24-4-1997), η οποία εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 7 παρ.1 του Ν. 2396/1996 (τα άρθρα 1-31 του οποίου καταργήθηκαν ήδη από 1-11-2007, με το άρθρο 85 Ν. 3606/2007) ορίσθηκαν τα ακόλουθα: Πρώτη αρχή: Οι εταιρείες και τα καλυπτόμενα πρόσωπα θα λαμβάνουν κάθε ενδεικνυόμενο μέτρο και θα ενεργούν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς." ... Τρίτη αρχή: "Οι εταιρείες που κατά το νόμο παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να ενημερώνονται σχετικά με την οικονομική κατάσταση, τους στόχους και την εμπειρία των πελατών τους στον τομέα των επενδύσεων ούτως ώστε να παρέχουν τις κατάλληλες επενδυτικές συμβουλές." Τέταρτη αρχή: "Οι εταιρείες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα θα γνωστοποιούν στους πελάτες τους όλες τις απαραίτητες και χρήσιμες πληροφορίες στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων τους με αυτούς." ... Έβδομη αρχή: "Οι εταιρείες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να λειτουργούν μέσα στα πλαίσια της νομοθεσίας που ρυθμίζει την άσκηση των δραστηριοτήτων τους, έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να εξασφαλίζεται η ομαλή λειτουργία της αγοράς". Σύμφωνα με τις διατάξεις του καταργηθέντος σήμερα Κανονισμού αυτού Δεοντολογίας των Εταιριών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΚΔΕΠΕΥ), ο οποίος τύγχανε εφαρμοστέος κατά τον χρόνο συνομολόγησης της επίδικης σύμβασης, κύρια υποχρέωση της τράπεζας (και γενικότερα των ΕΠΕΥ), κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, είναι (εκτός των όσων προελέχθηκαν), κατ' αρχήν, η παροχή ορθών και πλήρων συμβουλών. Η ενημέρωση του καταναλωτή θα πρέπει να γίνεται με τρόπο εύλογα κατανοητό και με τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια, πράγμα που σημαίνει ότι η τράπεζα (και η ΕΠΕΥ) οφείλει να λαμβάνει υπόψη την οικονομική κατάσταση, τους στόχους, τη μόρφωση, τις γνώσεις και την εμπειρία του επενδυτή για το αντικείμενο της επένδυσης (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Επίσης, οι συμβουλές θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένες τόσο στο πρόσωπο του πελάτη όσο και στο αντικείμενο της επένδυσης (άρθρο 6.1 ΚΔΕΠΕΥ). Σύμφωνα με την αρχή της καταλληλότητας η τράπεζα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Η έκταση του καθήκοντος παροχής συμβουλών συμπροσδιορίζεται και από τα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, ώστε θα πρέπει στο πλαίσιο της παροχής της συμβουλής να ληφθούν υπόψη το επίπεδο γνώσης, η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική του εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδύνευσης (άρθρο 6.2 ΚΔΕΠΕΥ). Ο δεύτερος πόλος, στον οποίο οφείλει να προσαρμόζεται η διαδικασία της επενδυτικής συμβουλής είναι το αντικείμενο της επένδυσης. Εδώ εντάσσονται πληροφορίες που αφορούν γενικά την αγορά, πληροφορίες για το αντικείμενο της επένδυσης, για την οικονομική κατάσταση και τη φερεγγυότητα του εκδότη των προτεινόμενων τίτλων. Οι συμβουλές του παρέχοντος επενδυτικές υπηρεσίες θα πρέπει να είναι θεμελιωμένες σε επιμελή έρευνα. Η τράπεζα και κάθε ΕΠΕ Υ οφείλει να προμηθεύεται τις πλέον επίκαιρες πληροφορίες για την απόδοση, τη ρευστότητα και την ασφάλεια της προτεινόμενης επένδυσης. Ιδιαίτερα αυξημένο είναι το καθήκον της τράπεζας ή της ΕΠΕΥ για έρευνα ή ενημέρωση στις περιπτώσεις ιδιαίτερα επικίνδυνων ή πολύπλοκων επενδύσεων. Αυτό δεν σημαίνει ότι η τράπεζα πρέπει να αποτρέψει τον επενδυτή από μία επικίνδυνη επένδυση, αλλά οφείλει να καταστήσει σε αυτόν συνειδητό τον κίνδυνο στον οποίο εκτίθεται. Στόχος, των εν λόγω υποχρεώσεων που βαραίνουν τις τράπεζες ή τις ΕΠΕΥ δεν είναι η επιτυχία της επένδυσης, αλλά η εκ μέρους τους καταβολή κάθε δυνατής επιμέλειας για την εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσης, διαφώτισης, έρευνας και παροχής κατάλληλης συμβουλής. Με βάση. επομένως, τις διατάξεις του εν λόγω νόμου, δημιουργούνται, ενδεικτικά, ζητήματα ευθύνης μιας τράπεζας, αν δεν εφιστά εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, αν δεν πραγματοποιεί, με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων της, τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κίνησης των κινητών αξιών που περιλαμβάνει στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, αν δεν ενημερώνει με απολύτως σαφή τρόπο τον επενδυτή ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων για επένδυση τίτλων (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Η παράβαση των προβλεπομένων στις διατάξεις του εν λόγω Κανονισμού Δεοντολογίας ΕΠΕΥ συνιστά παρανομία υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ. Εφόσον, επομένως, η εν λόγω παρανομία, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα, επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον επενδυτή, υποχρεώνει την παρανομούσα τράπεζα (ή ΕΠΕΥ) σε αποζημίωση (ΑΠ 354/2022, ΑΠ 290/2021, ΑΠ 536/2019, ΑΠ 931/2019, ΑΠ 1350/2018). Άλλωστε, συναφές περιεχόμενο έχει και ο μεταγενέστερα εκδοθείς Ν. 3606/2007, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 3756/2009, με τον οποίο μεταφέρθηκε στο ελληνικό νομικό σύστημα η κοινοτική Οδηγία 2004/39/ΕΚ, η οποία αντικατέστησε την Οδηγία 93/22/ΕΟΚ (ΑΠ 1350/2018, ΑΠ 1738/2013). Ειδικότερα, ο Ν. 3606/2007 «Αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και άλλες διατάξεις» (καταργηθείς πλέον με τον ομότιτλο Ν. 4514/2018 «Αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και άλλες διατάξεις ») εξακολουθεί να εφαρμόζεται επί πράξεων ή παραλείψεων τελεσθεισών μέχρι τη θέση σε ισχύ του Ν. 4514/2018 (άρθρο 98 παρ. 1 αυτού), στο δε άρθρο 4 παρ.1 αυτού, ορίζεται, μεταξύ άλλων: «Ως επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες νοούνται οι εξής: (α) Η λήψη και διαβίβαση εντολών, η οποία συνίσταται στη λήψη και διαβίβαση εντολών για λογαριασμό πελατών, για κατάρτιση συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα. (β) Η εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών, η οποία συνίσταται στην κατάρτιση συμβάσεων αγοράς ή πώλησης ενός ή περισσότερων χρηματοπιστωτικών μέσων για λογαριασμό πελατών, (γ) Η διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό, η οποία συνίσταται στη διαπραγμάτευση από ΕΠΕΥ με κεφάλαια της ενός ή περισσότερων χρηματοπιστωτικών μέσων προς κατάρτιση συναλλαγών επ' αυτών, (δ) Η διαχείριση χαρτοφυλακίων, η οποία συνίσταται στη διαχείριση, κατά τη διακριτική ευχέρεια της ΕΠΕΥ, χαρτοφυλακίων πελατών, στο πλαίσιο εντολής τους, που περιλαμβάνουν ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα. (ε) Η παροχή επενδυτικών συμβουλών, η οποία συνίσταται στην παροχή προσωπικών συμβουλών σε πελάτη, είτε κατόπιν αιτήσεως του είτε με πρωτοβουλία της ΕΠΕΥ, σχετικά με μία ή περισσότερες συναλλαγές που αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα στ)...». Επίσης, στο άρθρο 25 (παρ. 1 έως 6) του ν. 3606/2007, το οποίο εφαρμόζεται κατ' άρθρο 3 παρ.2 του ιδίου νόμου και στα πιστωτικά ιδρύματα [τράπεζες], ορίζεται: «1. Οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να ενεργούν κατά την παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών σε πελάτες με αμεροληψία, εντιμότητα και επαγγελματισμό, ώστε να εξυπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα των πελατών τους και ειδικότερα να συμμορφώνονται με τις αρχές που αναφέρονται στις παραγράφους 2 έως 8 του άρθρου αυτού. 2. Οι πληροφορίες που παρέχουν οι ΑΕΠΕΥ σε πελάτες ή σε δυνητικούς πελάτες, συμπεριλαμβανομένων των διαφημιστικών ανακοινώσεων, πρέπει να είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές. Οι διαφημιστικές ανακοινώσεις πρέπει να μπορούν να αναγνωρίζονται σαφώς ως τέτοιες. 3. Οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν στους πελάτες ή στους δυνητικούς πελάτες κατάλληλη πληροφόρηση σε κατανοητή μορφή, ώστε αυτοί να είναι ευλόγως σε θέση να κατανοούν τη φύση και τους κινδύνους της προσφερόμενης επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας και της συγκεκριμένης κατηγορίας του προτεινόμενου χρηματοπιστωτικού μέσου και ως εκ τούτου να λαμβάνουν επενδυτικές αποφάσεις επί τη βάσει αντικειμενικής πληροφόρησης. Οι πληροφορίες αυτές μπορεί να παρέχονται σε τυποποιημένη μορφή. Η πληροφόρηση περιλαμβάνει στοιχεία σχετικά με : (α) την ΑΕΠΕΥ και τις υπηρεσίες της, (β) τα χρηματοπιστωτικά μέσα και τις προτεινόμενες  επενδυτικές  στρατηγικές, καθώς και κατάλληλη καθοδήγηση και προειδοποιήσεις σχετικά με τους κινδύνους που συνδέονται με τις επενδύσεις στα εν λόγω χρηματοπιστωτικά μέσα ή με την υιοθέτηση των εν λόγω επενδυτικών στρατηγικών (γ) τους τόπους εκτέλεσης και (δ) το κόστος και τις σχετικές παρεπόμενες επιβαρύνσεις. 4. Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν επενδυτικές συμβουλές ή προβαίνουν σε διαχείριση χαρτοφυλακίου, οφείλουν να αντλούν τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την εμπειρία του πελάτη ή του δυνητικού πελάτη στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, καθώς και σχετικά με τη χρηματοοικονομική κατάσταση και τους επενδυτικούς στόχους του ώστε να μπορούν να τους συστήσουν τις επενδυτικές υπηρεσίες και τα χρηματοπιστωτικά μέσα που είναι κατάλληλα για την περίπτωση τους (έλεγχος καταλληλότητας). 5. Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν άλλες επενδυτικές υπηρεσίες εκτός από αυτές που αναφέρονται στην παράγραφο 4, ζητούν από τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη να παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία του προσφερόμενου ή ζητούμενου χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, ώστε να μπορούν οι ΑΕΠΕΥ να εκτιμήσουν κατά πόσον η σχεδιαζόμενη επενδυτική υπηρεσία ή το χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλο για τον πελάτη (έλεγχος συμβατότητας). Εφόσον οι ΑΕΠΕΥ κρίνουν, βάσει των πληροφοριών που έχουν λάβει σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, ότι το χρηματοπιστωτικό μέσο ή η υπηρεσία δεν είναι κατάλληλα για τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη, οφείλουν να τον προειδοποιήσουν σχετικά. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή. Εάν ο πελάτης ή ο δυνητικός πελάτης δεν παράσχει τις κατά το πρώτο εδάφιο πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του ή αν παράσχει ανεπαρκείς σχετικές πληροφορίες, οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να τον προειδοποιήσουν ότι η απόφαση του αυτή δεν τους επιτρέπει να κρίνουν κατά πόσον η προσφερόμενη ή ζητούμενη  επενδυτική υπηρεσία ή  το προσφερόμενο ή  ζητούμενο χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλα γι' αυτόν. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή. 6. Οι ΑΕΠΕΥ που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες οι οποίες συνίστανται αποκλειστικά στην εκτέλεση εντολών πελατών ή τη λήψη και διαβίβαση εντολών με ή χωρίς παρεπόμενες υπηρεσίες μπορούν να παρέχουν τις εν λόγω επενδυτικές υπηρεσίες στους πελάτες τους χωρίς να έχουν λάβει τις πληροφορίες και χωρίς να έχουν καταλήξει στην κρίση που προβλέπεται στην παράγραφο 5, εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι παρακάτω προϋποθέσεις : (α) Οι εν λόγω υπηρεσίες αφορούν μετοχές, εισηγμένες για διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά ή σε ισοδύναμη αγορά τρίτης χώρας, μέσα χρηματαγοράς, ομολογίες ή άλλες μορφές τιτλοποιημένου χρέους, (με την εξαίρεση των ομολογιών ή άλλων μορφών τιτλοποιημένου χρέους που ενσωματώνουν παράγωγα), μερίδια ΟΣΕΚΑ και άλλα μη σύνθετα χρηματοπιστωτικά μέσα. Αγορά τρίτης χώρας θεωρείται ισοδύναμη με οργανωμένη αγορά, εάν πληροί ισοδύναμες απαιτήσεις με τις οριζόμενες στο Κεφάλαιο ΣΤ του Πρώτου Μέρους του νόμου αυτού, (β) Η υπηρεσία παρέχεται κατόπιν πρωτοβουλίας του πελάτη ή δυνητικού πελάτη, (γ) Ο πελάτης η δυνητικός πελάτης έχει ενημερωθεί σαφώς ότι, κατά την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας η ΑΕΠΕΥ δεν υποχρεούται να αξιολογήσει τη συμβατότητα του χρηματοπιστωτικού μέσου που προσφέρεται ή της υπηρεσίας που παρέχεται και ότι δεν καλύπτεται από την αντίστοιχη προστασία των σχετικών κανόνων επαγγελματικής συμπεριφοράς." Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή, (δ) Η ΑΕΠΕΥ συμμορφώνεται με τις κατά το άρθρο 13 υποχρεώσεις της». Κατ' εξουσιοδότηση της παρ. 10 του άρθρου 25 Ν. 3606/2007 εκδόθηκε η υπ' αριθ. 1/452/1.11.2007 Απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (Φ.Ε.Κ. B' 2136/1.11.2007) «Κανόνες Συμπεριφοράς Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.)», η οποία ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής :1) Για τους σκοπούς της απόφασης αυτής, νοούνται ως: ....9 «Επενδυτική συμβουλή»: μια προσωπική σύσταση προς ένα πρόσωπο υπό την ιδιότητα του ως υφιστάμενου ή δυνητικού επενδυτή, ή υπό την ιδιότητα του ως αντιπροσώπου υφιστάμενου ή δυνητικού επενδυτή, η οποία: (α) παρουσιάζεται ως κατάλληλη για το πρόσωπο αυτό ή λαμβάνει υπόψη της την κατάσταση του προσώπου αυτού και (β) αποτελεί σύσταση για την: (βα) αγορά, πώληση, εγγραφή, ανταλλαγή, εξαγορά, διακράτηση ή αναδοχή ορισμένου χρηματοπιστωτικού μέσου, (ββ) άσκηση ή μη άσκηση οποιουδήποτε δικαιώματος που παρέχει ορισμένο χρηματοπιστωτικό μέσο για την αγορά, πώληση, εγγραφή, ανταλλαγή, ή εξαγορά χρηματοπιστωτικού μέσου. Μια σύσταση δεν είναι προσωπική σύσταση εάν διαδίδεται αποκλειστικά μέσω διαύλων επικοινωνίας ή απευθύνεται στο κοινό. 10. "Δίαυλος επικοινωνίας": το μέσο ή ο τρόπος, μέσω του οποίου δημοσιοποιείται ή είναι πιθανό ότι θα δημοσιοποιηθεί μία πληροφορία, στην οποία έχει πρόσβαση μεγάλος αριθμός προσώπων, όπως ενδεικτικά, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, το διαδίκτυο και η μαζική ταχυδρομική αποστολή (έγχαρτη ή ηλεκτρονική) » (άρθρο 2 παρ. 9 και 10), 2) «1. Η ΕΠΕΥ, στο πλαίσιο παροχής επενδυτικών συμβουλών, ή της διαχείρισης χαρτοφυλακίων λαμβάνει, από τους πελάτες, τις πληροφορίες οι οποίες είναι απαραίτητες προκειμένου να κατανοήσει τα βασικά δεδομένα του πελάτη και να σχηματίσει εύλογα την πεποίθηση, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και την έκταση της παρεχόμενης επενδυτικής υπηρεσίας, ότι η συγκεκριμένη συναλλαγή, που προτείνει στο πλαίσιο παροχής επενδυτικών συμβουλών, ή που καταρτίζει στο πλαίσιο της διαχείρισης χαρτοφυλακίου, πληροί τα ακόλουθα κριτήρια: (α) είναι σύμφωνη με τους επενδυτικούς στόχους του συγκεκριμένου πελάτη, (β) ο πελάτης έχει την οικονομική δυνατότητα να αναλάβει το βάρος των σχετικών επενδυτικών κινδύνων, σύμφωνα με τους επενδυτικούς του στόχους, (γ) ο πελάτης διαθέτει την αναγκαία πείρα και γνώση, ώστε να είναι σε θέση να κατανοεί τους κινδύνους που ενέχει η προτεινόμενη συναλλαγή ή η διαχείριση του χαρτοφυλακίου του. 2. Η πληροφόρηση, αναφορικά με τους επενδυτικούς στόχους του πελάτη περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, στοιχεία σχετικά: (α) με το χρονικό διάστημα για το οποίο ο πελάτης επιθυμεί να διατηρήσει την επένδυση, (β) με τις προτιμήσεις του όσον αφορά την ανάληψη κινδύνου : (γ) με το επενδυτικό του προφίλ και (δ) με τους σκοπούς της επένδυσης. 3. Η πληροφόρηση, αναφορικά με την οικονομική κατάσταση του πελάτη, περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, στοιχεία σχετικά : (α) με την προέλευση και το ύψος των τακτικών του εισοδημάτων, (β) με τα περιουσιακά του στοιχεία, περιλαμβανομένων των ρευστών του διαθεσίμων, των επενδύσεων και των ακινήτων του, και (γ) με τις τακτικές οικονομικές του υποχρεώσεις. 4. Ο επαγγελματίας πελάτης θεωρείται ότι διαθέτει το απαιτούμενο επίπεδο πείρας και γνώσης, για τα προϊόντα, τις συναλλαγές και τις υπηρεσίες για τις οποίες έχει ενταχθεί στην κατηγορία του επαγγελματία πελάτη. Ο επαγγελματίας πελάτης της περίπτωσης (α) της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του ν. 3606/2007, θεωρείται ότι διαθέτει την οικονομική δυνατότητα να αναλάβει το βάρος των σχετικών επενδυτικών κινδύνων, σύμφωνα με τους επενδυτικούς του στόχους, όταν η παρεχόμενη επενδυτική υπηρεσία συνίσταται στην παροχή επενδυτικών συμβουλών. Ο επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος θεωρείται ότι έχει την οικονομική δυνατότητα να φέρει το βάρος κάθε σχετικού επενδυτικού κινδύνου, που είναι σύμφωνος με τους επενδυτικούς του στόχους. 5. Σε περίπτωση που η ΕΠΕΥ, δεν λάβει ως προς συγκεκριμένο πελάτη την πληροφόρηση που προβλέπεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 25 του ν. 3606/2007 και εξειδικεύεται στις παραγράφους 1 έως 3 αυτού του άρθρου, δεν προβαίνει στην παροχή επενδυτικών συμβουλών προς τον συγκεκριμένο πελάτη ή στη διαχείριση χαρτοφυλακίου του» (άρθρο 12), 3) «1. Η ΕΠΕΥ, στο πλαίσιο της αξιολόγησης της συμβατότητας μίας επενδυτικής υπηρεσίας για έναν πελάτη της, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 25 του ν. 3606/2007, κρίνει αν ο πελάτης αυτός διαθέτει την αναγκαία πείρα και γνώση, ώστε να είναι σε θέση να κατανοεί τους κινδύνους που ενέχει το επενδυτικό προϊόν ή η επενδυτική υπηρεσία, που του παρέχει η ΕΠΕΥ ή που αιτείται ο πελάτης. 2. Ένας επαγγελματίας πελάτης θεωρείται ότι διαθέτει την αναγκαία πείρα και γνώση, ώστε να είναι σε θέση να κατανοεί τους κινδύνους που ενέχουν οι συγκεκριμένες επενδυτικές υπηρεσίες ή συναλλαγές, ή τα είδη των συναλλαγών ή προϊόντων, για τα οποία ο πελάτης αυτός έχει ενταχθεί στην κατηγορία του επαγγελματία πελάτη» (άρθρο 13) και 4) «1. Η πληροφόρηση, αναφορικά με τη γνώση και την πείρα που διαθέτει πελάτης στον τομέα των επενδύσεων, περιλαμβάνει τα παρακάτω στοιχεία, στο μέτρο που είναι κατάλληλα για τον πελάτη αυτό, το είδος και την έκταση της υπηρεσίας που θα παρασχεθεί, καθώς και το είδος του προϊόντος ή της συναλλαγής που προβλέπεται να πραγματοποιηθεί, συμπεριλαμβανομένης της πολυπλοκότητας τους και των κινδύνων που ενέχουν: (α) τα είδη των επενδυτικών υπηρεσιών, των συναλλαγών και χρηματοπιστωτικών μέσων με τα οποία είναι εξοικειωμένος ο πελάτης, (β) τη φύση, τον όγκο και τη συχνότητα των συναλλαγών του πελάτη σε χρηματοπιστωτικά μέσα και τη χρονική περίοδο κατά την οποία πραγματοποιήθηκαν, (γ) το μορφωτικό επίπεδο και το επάγγελμα ή συναφές προηγούμενο επάγγελμα του πελάτη. 2. Η ΕΠΕΥ δεν ενθαρρύνει τους πελάτες να μην παράσχουν την απαιτούμενη πληροφόρηση της αξιολόγησης της καταλληλότητας και της συμβατότητας, σύμφωνα με τις παραγράφους 4 και 5 του άρθρου 25 του ν. 3606/2007, όπως εξειδικεύονται στα άρθρα 13 έως 15. 3. Η ΕΠΕΥ δικαιούται να βασίζεται στην πληροφόρηση που της παρέχουν οι πελάτες της, εκτός εάν γνωρίζει ή όφειλε να γνωρίζει ότι η πληροφόρηση αυτή είναι καταφανώς παρωχημένη, ανακριβής ή ελλιπής » (άρθρο 14). Εκ των ανωτέρω, σαφώς συνάγεται ότι κυρία υποχρέωση του πιστωτικού ιδρύματος κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών αποτελεί η διασφάλιση της ορθότητας και της πληρότητας των συμβουλών αυτών. Η ενημέρωση του επενδυτή πρέπει να χωρεί κατά τρόπο ευλόγως κατανοητό και με τη μεγίστη δυνατή σαφήνεια, όπερ σημαίνει ότι το πιστωτικό ίδρυμα οφείλει να λαμβάνει υπόψη και να συνεκτιμά την οικονομική κατάσταση, τους στόχους, τη μόρφωση, τις γνώσεις και την εμπειρία του επενδυτή αναφορικώς με το αντικείμενο της επενδύσεως, οι δε συμβουλές πρέπει να είναι προσαρμοσμένες τόσο στο πρόσωπο του πελάτη, όσο και στο αντικείμενο της επενδύσεως. Σύμφωνα με την αρχή της καταλληλότητας, το πιστωτικό ίδρυμα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Η έκταση του καθήκοντος παροχής συμβουλών συμπροσδιορίζεται από τα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, ώστε πρέπει, στο πλαίσιο παροχής συγκεκριμένης συμβουλής, να ληφθούν υπόψη το επίπεδο γνώσεως, η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική του εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδυνεύσεως. Ο δεύτερος πόλος, στον οποίο πρέπει να προσαρμόζεται η διαδικασία της επενδυτικής συμβουλής, είναι το αντικείμενο της επενδύσεως. Εδώ εντάσσονται πληροφορίες, οι οποίες αφορούν γενικώς στην αγορά, πληροφορίες για το αντικείμενο της επενδύσεως, ως και πληροφορίες για την οικονομική κατάσταση και τη φερεγγυότητα του εκδότη των προτεινομένων τίτλων. Οι συμβουλές του παρέχοντος επενδυτικές υπηρεσίες πρέπει να είναι θεμελιωμένες σε ενδελεχή έρευνα. Το πιστωτικό ίδρυμα και κάθε εταιρεία παροχής επενδυτικών συμβουλών οφείλουν να διαθέτουν τις πλέον «επικαιροποιημένες» πληροφορίες για την απόδοση, τη ρευστότητα και την ασφάλεια της προτεινομένης επενδύσεως. Ιδιαιτέρως αυξημένο είναι το καθήκον του πιστωτικού ιδρύματος ή της εταιρίας παροχής επενδυτικών συμβουλών για έρευνα ή ενημέρωση σε περιπτώσεις ιδιαιτέρως επικινδύνων ή πολύπλοκων επενδύσεων. Αυτό δεν σημαίνει ότι το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να αποτρέψει τον επενδυτή από μια επένδυση με αυξημένους κινδύνους, πλην όμως οφείλει να καταστήσει σε αυτόν σαφείς τους κινδύνους αυτούς, στους οποίους πρόκειται να εκτεθεί. Στόχος των εν λόγω υποχρεώσεων, οι οποίες βαρύνουν τα πιστωτικά ιδρύματα και τις εταιρείες παροχής επενδυτικών συμβουλών δεν είναι η επιτυχία της επενδύσεως, αλλά η εκ μέρους τους καταβολή πάσης δυνατής επιμελείας κατά την εκπλήρωση της υποχρεώσεως διαφωτίσεως, έρευνας και παροχής καταλλήλων συμβουλών (Γ. Γεωργιάδης, Οι υποχρεώσεις της τράπεζας για ενημέρωση, διαφώτιση και παροχή συμβουλών στον πελάτη, ΧρΙδΔ 2008,856). Βάσει, λοιπόν, των προαναφερομένων διατάξεων δημιουργούνται ζητήματα ευθύνης πιστωτικού ιδρύματος ή εταιρίας παροχής επενδυτικών συμβουλών, εάν, ενδεικτικώς, δεν εφιστούν εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, εάν δεν πραγματοποιούν - με κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων τους - τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κινήσεως των περιλαμβανομένων στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα κινητών αξιών ή εάν δεν ενημερώνουν με απολύτως σαφή τρόπο τον επενδυτή ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων προς επένδυση τίτλων (ΕφΑΘ 2201/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 885/2017 ΔΕΕ 2017 1478, ΕφΑΘ 770/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

Β. Τα χαρακτηριζόμενα ως «perpetual bonds», δηλαδή «ομόλογα ατελεύτητης διάρκειας», άλλως «διηνεκή», ή «αιώνια» ή «αόριστης διάρκειας» ομόλογα συνιστούν ομολογίες οι οποίες εκδίδονται ως ονομαστικά ή ανώνυμα αξιόγραφα (χρεόγραφα, τίτλοι παραστατικοί αξίας) στο πλαίσιο σύναψης ομολογιακού δανείου από μία ανώνυμη εταιρεία ή ένα κράτος και παρέχουν στον κομιστή, ο οποίος καταβάλλει στον εκδότη κατά την απόκτηση των αξιόγραφων την ονομαστική τους αξία, δικαίωμα απόληψης των συμφωνημένων, σε υψηλά συνήθως επίπεδα, τόκων. Οι τίτλοι αυτοί, παρέχουν μεν στον κομιστή, (ο οποίος καταβάλει στον εκδότη κατά την κτήση τους την ονομαστική τους αξία), δικαίωμα απόληψης των ανωτέρω τόκων, όχι, όμως, και το βασικό δικαίωμα να ζητήσει από τον εκδότη την επιστροφή της καταβεβλημένης αξίας τους σε κάποιο απώτερο χρόνο λήξης τους. Ο κομιστής, δηλαδή, ενός τέτοιου ομολόγου δεν δικαιούται σε παράδοση (επιστροφή) του ομολόγου στον εκδότη του προς τον σκοπό είσπραξης της ονομαστικής του αξίας μετά τη λήξη μιας συμφωνηθείσας διάρκειας ή οποτεδήποτε. Ο εκδότης, αντιθέτως, διατηρεί το δικαίωμα της μονομερούς ανάκλησης του ομολόγου, κατ' ελεύθερη αυτού βούληση του. Οι τίτλοι αυτοί χαρακτηρίζονται ως υβριδικοί, καθώς παρουσιάζουν ομοιότητες τόσο με τα ομόλογα των ομολογιακών δανείων, όσο και με τις προνομιούχες μετοχές χωρίς δικαίωμα ψήφου, χωρίς, ωστόσο, να ταυτίζονται με κανένα εκ των δύο. Συνεπώς, είναι προφανές ότι τα ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetual bonds) δεν είναι απλά στη σύλληψη και στη λειτουργία τους επενδυτικά προϊόντα, με αποτέλεσμα οι παρέχουσες επενδυτικές υπηρεσίες ανώνυμες εταιρείες να υπέχουν ιδιαιτέρως αυξημένη υποχρέωση ενημέρωσης του εκάστοτε πελάτη τους επενδυτή, δεδομένου ότι η χρήση και κυκλοφορία των perpetual bonds ως ομολόγων, ομολογιακού δανείου, αποδίδει μια ψευδή, εικονική εικόνα, ικανή να παραπλανήσει τον οποιονδήποτε, ακόμη και τον πιο βαθύ γνώστη επενδυτή, ως προς τη νομική φύση και τη λειτουργία τους (ΑΠ 354/2022, ΑΠ 536/2019). Με το άρθρο 20 § 1 του ν. 1806/1988, που αντικατέστησε το άρθρο 16 του ν. 3632/1938, ορίστηκε ότι χρηματιστηριακή συναλλαγή θεωρείται κάθε αγοραπωλησία που καταρτίζεται σύμφωνα με τη νομοθεσία περί χρηματιστηρίων, καθώς (περ. γλ) και κάθε δικαιοπραξία συναφής με τη διενέργεια και την εκτέλεση αγοραπωλησίας χρηματιστηριακών πραγμάτων και αξιών. Η αγορά ομολόγου συνιστά χρηματιστηριακή συναλλαγή που συντελείται με την παραγγελία χρηματιστηριακής αγοραπωλησίας. Η ανωτέρω σύμβαση (χρηματιστηριακή παραγγελία) έχει ως αντικείμενο αφενός την ανάληψη από τον χρηματιστή της υποχρεώσεως να εκτελέσει, με την κατάρτιση κύριας χρηματιστηριακής συμβάσεως, την παραγγελία (εντολή) του πελάτη για αγορά ή πώληση χρεογράφων (χρηματιστηριακών πραγμάτων) και αφετέρου την ανάληψη από τον πελάτη της υποχρεώσεως να καταβάλει στο χρηματιστή τη συμφωνηθείσα αμοιβή (προμήθεια) για την εκτέλεση της χρηματιστηριακής συναλλαγής, καθώς και το τίμημα των χρεογράφων που απετέλεσαν το αντικείμενο της συναλλαγής. Η σύμβαση παραγγελίας χρηματιστηριακής συναλλαγής αποτελεί σύμβαση εμπορικής παραγγελίας κατά τα άρθρα 90 επ. του ΕΝ, επί της οποίας έχουν ευθεία εφαρμογή οι περί εντολής διατάξεις των άρθρων 713 επ. ΑΚ, της οποίας αποτελεί ειδικότερη μορφή. Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις των άρθρων α) 713 ΑΚ, με τη σύμβαση της εντολής ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να διεξάγει χωρίς αμοιβή την υπόθεση που του ανέθεσε ο εντολέας, β) 714 ΑΚ, ο εντολοδόχος ευθύνεται για κάθε πταίσμα και γ) 719 ΑΚ, ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα καθετί που έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεση της. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 297, 298 ΑΚ, προκύπτει ότι ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να ανορθώσει κάθε ζημία την οποία υπέστη ο εντολέας και η οποία έχει γενεσιουργό αιτία το πταίσμα του εντολοδόχου. Ζημία, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, θετική μεν είναι η ελάττωση της περιουσίας, αρνητική δε το κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων με πιθανότητα προσδοκώμενο κέρδος που ματαιώθηκε (ΑΠ 536/2004 Ελλ.Δνη 47.479).

 

Γ. Από τις διατάξεις του άρθρου 8 του ν. 2251/1994, προκύπτει ότι η ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες, ο οποίος, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, μπορεί να είναι και τράπεζα, έναντι του πελάτη της ή άλλου, με αυτή συμβεβλημένου προσώπου, μπορεί να είναι είτε ενδοσυμβατική είτε αδικοπρακτική, ανεξάρτητα από προϋφιστάμενη ενοχική σχέση, μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος (ΑΠ 1028/2015). Υπό τη συνδρομή των προϋποθέσεων των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει, περαιτέρω, ότι με αυτές θεμελιώνεται αστική ευθύνη σε αποζημίωση, λόγω αδικοπραξίας και στις περιπτώσεις ευθύνης, λόγω παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της Τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής, σύμφωνα με την ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 2251/1994. Η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 8 ν. 2251/1994 περιέχει ειδικότερο κανόνα, ο οποίος εντασσόμενος στο γενικότερο σύστημα θεμελίωσης αστικής ευθύνης διαμορφώνει την ενοχή που καταλαμβάνεται από αυτόν κατά τρόπο, ώστε κύριο χαρακτηριστικό της να είναι η απομάκρυνση από την αρχή της υποκειμενικής ευθύνης μέσω της αντιστροφής του σχετικού βάρους απόδειξης. Η αντίστροφη αυτή του αποδεικτικού βάρους επεκτείνεται αναγκαίως και στο μέγεθος της παρανομίας, διότι παραλλήλως των εννοιολογικών διακρίσεων μεταξύ αυτής και του πταίσματος, που δεν αμφισβητούνται και εξακολουθούν να υφίστανται, η προσέγγιση των σχετικών όρων θεμελίωσης της ευθύνης από την οπτική της αμέλειας επιδρά στη συγκρότηση του περιεχομένου της τελευταίας, κατά τρόπο ώστε, μέσω της χρήσης της συγκεκριμένης έννοιας, να αποτυπώνεται και η εκδήλωση μιας μορφής παράνομης συμπεριφοράς. Εξαιτίας της διαλαμβανόμενης στον προαναφερόμενο κανόνα κατανομής του βάρους απόδειξης, στην περίπτωση που η ευθύνη του υπόχρεου αποζημίωσης θεμελιώνεται στη συγκεκριμένη ρύθμιση, ο δικαιούχος επιβάλλεται να αποδεικνύει τη ζημία, την παροχή των υπηρεσιών προς τον ίδιο και τον υφιστάμενο μεταξύ τους αιτιώδη σύνδεσμο, ενώ ο οφειλέτης την εκ μέρους του έλλειψη εκδήλωσης παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς, ενώ μπορεί να επικαλεστεί την εμφάνιση κάποιου λόγου άρσης ή μείωσης της ευθύνης του (ΑΠ 2212/2014, ΑΠ 1227/2007 και ΕφΛαμ 8/2018, όλες στην ΤΝΠ Νόμος). Υφίσταται δε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης και ζημίας όταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, το φερόμενο ως ζημιογόνο γεγονός, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, ήταν πρόσφορο να επιφέρει και πράγματι επέφερε το επιζήμιο αποτέλεσμα (σχετ. ΑΠ 394/2002, ΕλλΔνη 2003.419, ΑΠ 274/1999, ΕλλΔνη 1999 1298). Στην έννοια των παρεχόντων υπηρεσίες κατά την προαναφερθείσα διάταξη εμπίπτουν και οι τράπεζες, οι οποίες συνεπώς υπέχουν έναντι του καταναλωτικού κοινού συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, η παραβίαση των οποίων συνιστά, εκτός της αθέτησης της σύμβασης, και αδικοπραξία (σχετ. ΑΠ 865/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1028/2015, ό.π., ΑΠ 589/2001, ό.π. , ΕφΛαρ 120/2017, ό π., ΕφΑνατΚρητ 70/2017, ό.π., ΕφΑΘ 2556/2010, ΕλλΔνη 201.251, ΕφΠειρ 826/2005, ό.π., Εφθεσ 147/2005, ΕπισκΕμπΔ 2005.168, ΕφΑΘ 2214/2001, ΔΕΕ 2001 620, ΕφΑΘ 5025/1990, ΕλλΔνη 1992.193). Ο ανωτέρω νόμος έχει συμπεριλάβει ειδικές διατάξεις, που επιβάλλουν στον οποιονδήποτε «προμηθευτή»- και στις τράπεζες- την ορθή, αναγκαία και κατάλληλη πληροφόρηση του μέσου «καταναλωτή»- και του ιδιώτη επενδυτή- ώστε αυτός να λαμβάνει, τεκμηριωμένα, τη σωστή απόφαση της πράγματι ηθελημένης συναλλαγής. Να μην παραπλανάται, δηλαδή, αποφασίζοντας να ενεργήσει συναλλαγή, την οποία, διαφορετικά, δεν θα αποφάσιζε να ενεργήσει. Οι υποχρεώσεις αυτές του «προμηθευτή» προβλέπονται, ιδίως, στα άρθρα 9γ-9ε του νόμου, που αναφέρονται στην «απαγόρευση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών». Εμμέσως, ωστόσο, προκύπτουν και από τις διατάξεις των άρθρων 4 και 4α, τα οποία αναφέρονται μεν ευθέως σε «εμπορία υπηρεσιών από απόσταση», αφορούν, όμως- με τελολογική ερμηνεία τους- αυτονόητα κάθε συναλλαγή, με ταυτόχρονη φυσική παρουσία των συναλλασσόμενων. Η προβλεπόμενη στο νόμο κύρωση, για την περίπτωση παράβασης της εν λόγω υποχρέωσης, εκ μέρους του "προμηθευτή", συνίσταται, κυρίως, σε αποζημίωση του καταναλωτή (άρθρο 9Θ του ανωτέρω νόμου). Προστατευόμενο έννομο αγαθό της διάταξης του άρθρου 8 του ως άνω νόμου, είναι η περιουσία του αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών και η εμπιστοσύνη στην ορθή λειτουργία του συστήματος παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. Οι αποδέκτες των επενδυτικών υπηρεσιών είναι, επομένως, αμέσως ζημιωθέντες από την παράβαση της εν λόγω διάταξης (ΑΠ 354/2022, ΑΠ 974/2018, ΑΠ 865/2017).

 

Δ. Περαιτέρω (χωρίς να υφίσταται αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 361 του ΑΚ και εφόσον αυτή αντανακλάται στο εκάστοτε αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας), στις περιπτώσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών εκ μέρους των Τραπεζών, μεταξύ της διαμεσολαβούσας Τράπεζας και του πελάτη συνήθως υπάρχει σύμβαση με αντικείμενο την παροχή επενδυτικών συμβουλών, η οποία προϋποθέτει την υποχρέωση της Τράπεζας να δίνει συμβουλές στους πελάτες της για χρηματοπιστωτικά προϊόντα. Πρέπει, στις περιπτώσεις αυτές, να γίνεται δεκτό ότι έχει συναφθεί σιωπηρά μία τέτοια σύμβαση, έστω και αν δεν έχει τηρηθεί κάποιος τύπος ή η συναφθείσα σύμβαση χαρακτηρίζεται διαφορετικά, πράγμα που είναι σύνηθες στην πράξη. Στοιχεία, που φανερώνουν τη δικαιοπρακτική βούληση των μερών σε τέτοιες περιπτώσεις είναι, πρώτον, ότι για τον παρέχοντα επενδυτικές υπηρεσίες είναι προφανές ότι η πληροφόρηση έχει μεγάλη σημασία για τον δυνητικό επενδυτή, αφού θα αποτελέσει για αυτόν τη βάση για τη λήψη σοβαρών αποφάσεων για επένδυση των κεφαλαίων του. Δεύτερο στοιχείο, που μπορεί να αναφερθεί, είναι ότι, καθώς ο μέσος επενδυτής είναι συνήθως άπειρος, ενώ οι επιχειρήσεις αυτές διαθέτουν ειδικές γνώσεις για τις χρηματιστηριακές συναλλαγές, ο επενδυτής αποφασίζει με βάση τις συμβουλές των εν λόγω επιχειρήσεων, τις εμπιστεύεται και περιμένει μία υπεύθυνη πληροφόρηση, η παροχή της οποίας ανάγεται στην επαγγελματική ενασχόληση τους. Οι εν λόγω επιχειρήσεις έχουν και ίδιο οικονομικό όφελος για την παροχή των συμβουλών τους, άμεσο ή τουλάχιστον έμμεσο (Ε. Αλεξανδρίδου, Τα επενδυτικά προϊόντα της ... και η κάλυψη των ζημιών των επενδυτών, ΔΕΕ 2010/136). Από τη συναλλακτική σχέση που δημιουργείται μεταξύ Τράπεζας και πελάτη προκύπτουν τόσο γενικής φύσης υποχρεώσεις, όσο και ειδικής, οι οποίες έχουν τη βάση τους σε συγκεκριμένη σχέση. Τούτο συμβαίνει, κυρίως, για τους εξής λόγους: α) η Τράπεζα είναι επαγγελματίας και γνώστης της αγοράς χρήματος, με ευρύτατη πληροφόρηση στον Χρηματοπιστωτικό Τομέα, λόγω, δε, της θέσης της αυτής, μπορεί να προκύψει υποχρέωση της να καταστήσει τον πελάτη της κοινωνό ορισμένων πληροφοριών ή να του παράσχει συμβουλές, β) από τη συμπεριφορά της Τράπεζας εξαρτάται πολλές φορές, ακόμη και η οικονομική κατάσταση του πελάτη της, γ) οι σχέσεις Τράπεζας και πελάτη έχουν εμπιστευτικό και άρα, ιδιαίτερα ευαίσθητο χαρακτήρα, δεδομένου ότι η Τράπεζα γνωρίζει πολλά προσωπικά και ενδεχομένως απόρρητα στοιχεία του πελάτη της, δ) τα Πιστωτικά Ιδρύματα δεν είναι απλές εμπορικές επιχειρήσεις, αλλά επιτελούν σημαντικότατη λειτουργία στην Εθνική Οικονομία κάθε χώρας, διότι χρηματοδοτούν το εμπόριο και τη βιομηχανία. Η θέση αυτή των Τραπεζών τους επιβάλλει την υποχρέωση ομαλής και καλόπιστης συνεργασίας τους με τους πελάτες τους και ε) η Τράπεζα κατά κανόνα μεγαλύτερη οικονομική ισχύ από τον πελάτη της. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η θέση της Τράπεζας είναι κατά πλεονεκτικότερη από αυτή των πελατών της, πράγμα που δικαιολογεί τη " δημιουργία αυξημένης υποχρέωσης προστασίας των συμφερόντων των πελατών της, η οποία εξειδικεύεται με βάση και τις ειδικές συνθήκες κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης. Τούτο, δε, διότι, μεταξύ Τράπεζας και πελάτη δημιουργείται μία εξειδικευμένη σχέση εμπιστοσύνης αλλά εν μέρει και εξάρτησης του πελάτη, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, η Τράπεζα έχει ειδικές γνώσεις των συνθηκών της αγοράς, καθώς και ευρύτατο φάσμα πληροφοριών. Από τη γενική αυτή υποχρέωση απορρέει, αφενός, η ειδικότερη υποχρέωση της Τράπεζας να μην επιδιώκει μονομερώς την πρόταξη των ατομικών της συμφερόντων, καθώς και ότι η υπό ευρεία έννοια παροχή της πρέπει να τελεί σε σχέση αναλογίας με την αιτούμενη από τον πελάτη της αντιπαροχή και, αφετέρου, η ειδικότερη υποχρέωση ενημέρωσης και παροχής συμβουλών, ανάλογα και με τις συγκεκριμένες συνθήκες και το επίπεδο γνώσεων του πελάτη της. Έτσι, η Τράπεζα έχει τέτοιου είδους υποχρέωση, όταν είναι πρόδηλο ότι ο συγκεκριμένος πελάτης δεν αντιλαμβάνεται τους κινδύνους από τη σκοπούμενη συναλλαγή ή όταν η Τράπεζα γνωρίζει ορισμένα γεγονότα, που αν γνώριζε ο πελάτης της, πιθανότατα δεν θα προέβαινε στη σύναψη της. Αντίστοιχα, ισχύουν σχετικά με την υποχρέωση της Τράπεζας για παροχή συμβουλών, σε περίπτωση που το ζητήσει ο πελάτης και το αποδεχθεί η Τράπεζα (ΕφΑΘ 3424/2019, ΕφΑΘ 622/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ν. Ρόκα, Στοιχεία Τραπεζικού Δικαίου 2002, σελ. 352, Ψυχομάνη, Τραπεζικό Δίκαιο - Δίκαιο Τραπεζικών Συμβάσεων Γεν. μέρος, 2008, σελ. 31 επ.). Ωστόσο, δεν μπορεί να γίνει λόγος για την έστω και σιωπηρή κατάρτιση μιας σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, όταν απλώς και μόνο ο επενδυτής αναθέτει στην τράπεζα την εκτέλεση συγκεκριμένων επενδυτικών κινήσεων [αγοράς, πώλησης αξιόγραφων κ.λπ.] και αυτή τις εκτελεί. Και τούτο διότι, υπό τις συνθήκες αυτές δεν αναπτύσσεται μια προσωπική σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στα δύο μέρη, η οποία επιτρέπει στην τράπεζα να επηρεάσει την επενδυτική βούληση του πελάτη της. Στην περίπτωση αυτή, ήτοι όταν η τράπεζα απλώς και μόνο παρέχει την υπηρεσία της εκτέλεσης εντολών, πρέπει μόνο να προχωρήσει στον προβλεπόμενο στην παρ. 5 του άρθρου 25 του ν. 3606/2007 έλεγχο συμβατότητας και να ειδοποιήσει σχετικά τον πελάτη, εκτός αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ.6 του άρθρου 25 του ιδίου νόμου, οπότε η τράπεζα απαλλάσσεται και από τον έλεγχο συμβατότητας [βλ. Λιάππη, Αποζημίωση των επενδυτών και το δίκαιο της κεφαλαιαγοράς, 2012, σελ. 167-168]. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου τα ανωτέρω ισχύουν και στις περιπτώσεις των ΑΕΠΕΥ.

 

Ε. Από την ίδια διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ., σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 147-149 ΑΚ. και 386 ΠΚ προκύπτει ότι, γενεσιουργό λόγο υποχρέωσης σε αποζημίωση αποτελεί και η απατηλή συμπεριφορά σε βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο, προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί με κάθε μέσο ή τέχνασμα σε άλλον, τη σφαλερή αντίληψη πραγματικών γεγονότων, ένεκα της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βούλησης ή επιχείρηση πράξης από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για την γενομένη δήλωση βούλησης ή την επιχειρηθείσα πράξη, ενώ δεν αποκλείεται η τυχόν χρησιμοποιηθείσα για την απάτη ψευδής παράσταση να αναφέρεται σε μελλοντικό γεγονός ή να συνδέεται με απόκρυψη κρίσιμων γεγονότων, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε ο ζημιωθείς και γνώριζε αυτός που τον εξαπάτησε (ΑΠ 895/2011). Κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του άρθρου 386 ΠΚ, ερμηνευομένης ενόψει και του άρθρου 27 του Ποινικού Κώδικα, δόλος συντρέχει όχι μόνον όταν ο δράστης επιδιώκει την πρόκληση της ζημίας αυτής, αλλά και όταν την γνωρίζει ως ενδεχόμενη και αποδέχεται την δυνατότητα πρόκλησης της ίδιας ζημίας είτε ως αναγκαία είτε ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράνομης συμπεριφοράς του. Εξάλλου, απάτη κατά την έννοια του αρθρ. 147ΑΚ αποτελεί κάθε συμπεριφορά από πρόθεση που τείνει να παράγει, ενισχύσει ή διατηρήσει πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση με σκοπό να οδηγηθεί κάποιος σε δήλωση βούλησης, συνίσταται δε η απατηλή συμπεριφορά είτε σε παράσταση ανύπαρκτων γεγονότων ως υπαρκτών, κατά παράβαση του καθήκοντος αλήθειας, είτε στην απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακρίνωση υπαρκτών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη σ' αυτόν που τα αγνοούσε επιβαλλόταν από το καθήκον διαφώτισης του με βάση την καλή πίστη ή την υπάρχουσα ιδιαίτερη σχέση μεταξύ αυτού και εκείνου προς τον οποίο απηύθυνε τη δήλωση του (ΑΠ 1269/2017, ΑΠ 282/2010). Σε κάθε περίπτωση δεν ενδιαφέρει το είδος της πλάνης που δημιουργήθηκε από την απάτη, δηλαδή αν αυτή είναι ή δεν είναι συγγνωστή, ουσιώδης ή επουσιώδης, καθώς και αν αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά αίτια της βούλησης, αρκεί η πλάνη να υφίσταται κατά τον χρόνο που δηλώνεται η βούληση (ΑΠ 1269/2017, ΑΠ 373/2008). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 298 εδ. βλ του ΑΚ προκύπτει, ότι η απαραίτητη για τη θεμελίωση της αξίωσης αποζημίωσης αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της προκληθείσας ζημίας υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρ. 336 § 4 ΚΠολΔ), η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρθ. 298 ΑΚ) ήταν επαρκής, ήτοι ικανή (πρόσφορη), να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα και επέφερε αυτό στη συγκεκριμένη περίπτωση. [ΑΠ 1046/2019, ΑΠ 1007/2019, ΑΠ 209/2018, ΑΠ 345/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ].

 

ΣΤ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλον σε μία υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του, δηλαδή διαπράττοντας αδικοπραξία. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής προστηθείς είναι το πρόσωπο το οποίο με τη βούληση κάποιου άλλου που χαρακτηρίζεται ως προστήσας, παρέχει σ' αυτόν, διαρκώς ή ευκαιριακά, υπηρεσίες διεκπεραίωσης των υποθέσεων του ή προώθησης των οποιωνδήποτε συμφερόντων του, εφόσον ενεργεί υπό τον έλεγχο του ή έστω υπό την επίβλεψη του, με την έννοια ότι δεν απαιτούνται οπωσδήποτε δεσμευτικές εντολές, αλλά αρκούν και γενικές οδηγίες στο πλαίσιο χαλαρής εξάρτησης. Η σχέση πρόστησης δεν είναι αναγκαίο να είναι εμφανής στους τρίτους και ούτε απαιτείται η ύπαρξη δικαιοπρακτικής σχέσης μεταξύ προστήσαντος και προστηθέντος από τον ίδιο τον προστήσαντα ή από τρίτο για λογαριασμό του. Με τις προϋποθέσεις αυτές θεμελιώνεται η αντικειμενική ευθύνη του προστήσαντος για τις ζημίες, που παράνομα και υπαίτια προκάλεσε ο προστηθείς με τον οποίο ευθύνεται εις ολόκληρο, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 481- 486 και 926 ΑΚ (ΑΠ 346/2018, 196/2015, ΤριμΕφΑΘ 2365/2018, δημοσιευμένες στην Τ.Ν.Π «ΝΟΜΟΣ»). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 334 ΑΚ, όπως αυτό ίσχυε πριν από την αντικατάσταση της παρ. 2 αυτού με το άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 3043/2002, το οποίο εφαρμόζεται αναλογικά και για την ευθύνη του προστήσαντος από πράξεις του προστηθέντος κατά τα άρθρα 914 και 922 ΑΚ, ο οφειλέτης ευθύνεται για το πταίσμα των προσώπων που χρησιμοποιεί για να εκπληρώσει την παροχή, όπως για δικό του πταίσμα (παρ. 1). Αν στη συγκεκριμένη ενοχή ο οφειλέτης ευθύνεται περιορισμένα, πχ. μόνο για δόλο, ή μόνο για δόλο και βαρεία αμέλεια ή μόνο για ελαφρά συγκεκριμένη αμέλεια, θα απαιτηθεί και θα αρκεί ανάλογος βαθμός και για το πταίσμα του βοηθού εκπλήρωσης προστηθέντος (Ζέπος I παρ.29 III 3, Μιχαηλιδης - Ι.Νουάρος, ΕρμΑΚ 334 αρ.47, Φουρκιώτης παρ. 43 σημ. 116, Μαντζούφας παρ. 18 III 2γ). Και τούτο διότι η ΑΚ 334 δεν μεταβάλλει το μέτρο της ευθύνης, αλλά απλώς ορίζει ότι το πταίσμα του βοηθού ισχύει σαν πταίσμα του οφειλέτη (ΕρμΑΚ Απόστολου Γεωργιάδη- Μιχαήλ Σταθόπουλου, υπ' άρθρο 334 αρ. 15-16 καιυπ'άρθρο 922 αρ.24).

 

Ζ. Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 914 και 930 παρ. 3 ΑΚ προκύπτει ότι, η αποζημίωση, την οποία οφείλει ο παρά το νόμο ζημιώσας άλλον υπαιτίως, περιλαμβάνει τη διαφορά μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης του ζημιωθέντος μετά την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος και εκείνης στην οποία θα τελούσε ο ζημιωθείς αν δεν συνέβαινε αυτό το γεγονός. Όταν δε από το ζημιογόνο γεγονός προκύπτει και ωφέλεια, η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτό, με την έννοια ότι το γεγονός (αυτό) ήταν πρόσφορο να παραγάγει το όφελος, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων (ΑΚ 298), πραγματική ζημία είναι ό,τι υπολείπεται μετά την αφαίρεση της ωφέλειας. Σε περίπτωση, επομένως, ωφέλειας από το ζημιογόνο γεγονός επιβάλλεται, (εφόσον υποβληθεί σχετική ένσταση), για τον προσδιορισμό της ζημίας, ο συνυπολογισμός του οφέλους που προέκυψε, εκτός αν τέτοιος συνυπολογισμός αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη. Ειδικότερα, όταν ο υπόχρεος να αποζημιώσει το ζημιωθέντα είναι και ο ίδιος υπόχρεος να χορηγήσει στο ζημιωθέντα και την ωφέλεια, είναι δυνατόν από τις γενικές διατάξεις του δικαίου να μην δικαιολογείται στη συγκεκριμένη περίπτωση ο συνυπολογισμός της ωφέλειας στη ζημία, είναι δε επίσης δυνατόν η καλή πίστη να μην ανέχεται το κέρδος από το ζημιογόνο γεγονός να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος (ΑΠ 1350/2018, ΑΠ 244/2016, ΕφΑΘ 1144/2019, ΕφΛαμ 8/2018, δημοσίευση στη ΝΟΜΟΣ).

 

Με το ως άνω περιεχόμενο η αγωγή και κατ' εκτίμηση του περιεχομένου της είναι πλήρως ορισμένη διότι περιέχει όλα τα απαιτούμενα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 216 παρ.1, 111 παρ.2 και 118 ΚΠολΔ στοιχεία, απορριπτόμενου ως αβάσιμου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού των εναγομένων. Ειδικότερα, στο δικόγραφο της αγωγής εκτίθεται η παράνομη συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων των εναγομένων, συνιστάμενης αυτής στην έλλειψη ενημέρωσης του ενάγοντος αναφορικά με τη φύση του επίδικου ομολόγου και στη διαβεβαίωση ότι το κεφάλαιο, που επένδυσε στο ομόλογο αυτό ήταν εγγυημένο, η υπαίτια συμπεριφορά των ως άνω προστηθέντων υπαλλήλων, καθώς και η ζημία του ενάγοντος τελούσα σε άμεση αιτιώδη συνάφεια με την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά αυτών, συνιστάμενης αυτής (ζημίας) στην απώλεια μέρους του κεφαλαίου, που επένδυσε στο επίδικο ομόλογο, καθώς και στο κέρδος, που θα αποκόμιζε λόγω της ονομαστικής αξίας του ομολόγου, που ήταν υπέρτερη του ποσού του κεφαλαίου της επένδυσης του. Ειδικότερα στο δικόγραφο της αγωγής δεν απαιτούνταν να εκτίθενται οι επικρατούσες για το ανωτέρω τραπεζικό προϊόν συνθήκες στο οικονομικό και χρηματοπιστωτικό περιβάλλον, στο οποίο εντάσσονταν και οι οποίες διαμόρφωναν την αξία της διαπραγμάτευσης του ώστε να διαπιστωθεί εάν η αξία του είχε τέτοια διακύμανση ώστε να θεωρείται βέβαιη η απώλεια του κεφαλαίου της επένδυσης του ενάγοντος, ούτε και απαιτούνταν για τη στοιχειοθέτηση της αιτιώδους συνάφειας να εκτίθενται ειδικώς οι τυχόν επενδυτικές συμβουλές των εναγομένων προς τον ενάγοντα να προβεί στην τελική του επιλογή εκποίησης του ομολόγου στην προτεινόμενη από την εκδότρια του ομολόγου τιμή, διότι τα ανωτέρω στοιχεία δεν αποτελούν στοιχεία της ιστορικής βάσεως της αγωγής, αλλά σχετίζονται με την ουσία της κρινόμενης διαφοράς. Το πρωτοβάθμιο, επομένως, Δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφαση του, απέρριψε την αγωγή, στο σύνολο της, ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και δη τις ανωτέρω διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και θα πρέπει, για το λόγο αυτό, να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι και κατ' ουσία οι πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγοι της έφεσης (κατά το μέρος, που ο εκκαλών παραπονείται ότι εσφαλμένα απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας), να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολο της, το παρόν. δε. Δικαστήριο θα κρατήσει την υπόθεση και θα δικάσει επί. της αγωγής, ενώ, περαιτέρω, παρέλκει η έρευνα της τυπικής και ουσιαστικής βασιμότητας των λοιπών λόγων εφέσεως, οι οποίοι, σημειωτέον, συνάπτονται με την ουσία της υποθέσεως χωρίς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο να έχει υπεισέλθει στην έρευνα της ουσιαστικής ή μη βασιμότητας της αγωγής, ενώ, επίσης παρέλκει η έρευνα και του 11ου λόγου εφέσεως (σχετικά με το ύψος της επιδικασθείσας από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δικαστικής δαπάνης) διότι, με την εξαφάνιση της εκκαλούμενης αποφάσεως, εξαφανίζεται και η διάταξη περί δικαστικών εξόδων.

 

 Περαιτέρω, η αγωγή είναι νόμιμη διότι στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 330 εδ.β', 288, 334, 343, 345, 361, 914, 922, 932 ΑΚ, 68, 176 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ, 8 ν. 2251/1994, στην υπ' αριθ. 1/452/1-11-2007 απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, στις πρώτη, τρίτη, τέταρτη και έβδομη αρχές του Κώδικα Δεοντολογίας των Ε.Π.Ε.Υ., καθώς και στα όσα έχουν εκτεθεί στις νομικές σκέψεις της παρούσας. Πρέπει, επομένως, η αγωγή να ερευνηθεί, περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα δεδομένου ότι έχει καταβληθεί και το απαιτούμενο για το καταψηφιστικό της αίτημα τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. το υπ' αριθμ. ./7-10-2016 διπλότυπο είσπραξης της Δ.Ο.Υ. Κηφισιάς, που προσκομίζει ο ενάγων - εκκαλών).

 

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιλαμβάνονται στα από 5-10-2016 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, καθώς και από όλα τα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, στην παρούσα υπόθεση, που δικάζεται, με την τακτική διαδικασία, στην οποία λαμβάνονται υπόψη και αποδεικτικά μέσα, που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, λαμβανομένων υπόψη και των διδαγμάτων της κοινής πείρας, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

 

Ο ενάγων, εργαζόμενος σε εταιρεία (διανομέας) το έτος 2006 και ασχολούμενος με το εμπόριο τροφίμων στη συνέχεια, υπήρξε πελάτης της εταιρείας παροχής επενδυτικών υπηρεσιών με την επωνυμία «ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΙΣΤΗ Finance ΑΕΠΕΥ» (στο εξής ΑΕΠΕΥ) εκ της οποίας και ειδικότερα μετά από τη συγχώνευση της με την εταιρεία «ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΙΣΤΗ ΑΕΔΑΚ», τον Φεβρουάριο του έτους 2010, προήλθε η πρώτη εναγόμενη εταιρεία, η οποία ανήκει στον επιχειρηματικό όμιλο της δεύτερης εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας (ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΙΣΤΗ Α.Ε.Γ.Α.), της οποίας ο ενάγων υπήρξε, επίσης, πελάτης. Ο ενάγων διατηρούσε τις αποταμιεύσεις του από την εργασία του στην τράπεζα Alpha Bank και ειδικότερα σε προθεσμιακή κατάθεση. Περί τις αρχές του έτους 2006, ο ενάγων, ο οποίος ήταν συντηρητικός επενδυτής και ουδόλως αποδεικνύεται ότι ασχολούνταν με επενδύσεις υψηλού ρίσκου ή ότι γνώριζε τη χρηματοοικονομική αγορά, καθώς και τη λειτουργία σύνθετων χρηματοοικονομικών προϊόντων, ενδιαφερόταν να επενδύσει το κεφάλαιο του σε προϊόντα, τα οποία, προεχόντως, θα διασφάλιζαν το κεφάλαιο του (τις αποταμιεύσεις του δηλαδή) και θα του απέδιδαν και ένα επιτόκιο υψηλότερο από το αντίστοιχο των προθεσμιακών καταθέσεων. Για το λόγο αυτό, και επειδή δεν διέθετε τις σχετικές γνώσεις, απευθύνθηκε, αρχικώς, σε ασφαλιστικό σύμβουλο, τον οποίο γνώριζε από τη συνεργασία του με τη δεύτερη εναγόμενη εταιρεία προκειμένου να τον κατευθύνει σχετικώς και ο οποίος, ακολούθως, μεσολάβησε προκειμένου ο ενάγων να έρθει σε επικοινωνία με διευθυντικό στέλεχος της ανωτέρω ΑΕΠΕΥ και συγκεκριμένα τον ..., ο οποίος ενεργούσε μόνο για λογαριασμό της προαναφερόμενης επενδυτικής εταιρείας ως προστηθείς αυτής και ουδέποτε υπήρξε εργαζόμενος στη δεύτερη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία. Μετά, δε, από τηλεφωνική επικοινωνία του ενάγοντος με τον ..., αλλά και κάποιων συναντήσεων, που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ τους, ξεκίνησε και η συνεργασία του ενάγοντος με την ανωτέρω ΑΕΠΕΥ (πριν, δηλαδή, συσταθεί η πρώτη εναγόμενη με την ανωτέρω συγχώνευση). Μάλιστα, στις 26 Φεβρουαρίου του έτους 2006 ο ενάγων υπέγραψε με την εταιρεία αυτή σύμβαση, παροχής επενδυτικών υπηρεσιών σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους της σύμβασης αυτής.  Τον ίδιο μήνα του έτους αυτού και συγχρόνως, σχεδόν, με τη σύναψη της ανωτέρω συμβάσεως, ο ανωτέρω επενδυτικός σύμβουλος και διευθυντικό, συγχρόνως, στέλεχος της εταιρείας «ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΙΣΤΗ Finance ΑΕΠΕΥ» πρότεινε στον ενάγοντα να επενδύσει το κεφάλαιο του σε ένα καταθετικό προϊόν, που προσέφερε η εταιρεία αυτή, διαβεβαιώνοντας, συγχρόνως αυτόν ότι στο καταθετικό αυτό προϊόν το κεφάλαιο του θα ήταν εγγυημένο.

 

Ειδικότερα, όπως προαναφέρθηκε, κατά την εποχή εκείνη, ο ενάγων, ο οποίος είναι απόφοιτος του Λυκείου, ενδιαφερόταν να επενδύσει τις αποταμιεύσεις του σε καταθετικά προϊόντα, που, καταρχήν, θα του παρείχαν ένα επιτόκιο υψηλότερο σε σχέση με τα αντίστοιχα επιτόκια των προθεσμιακών καταθέσεων, συγχρόνως, όμως, και κατά κύριο λόγο, λόγω του συντηρητικού επενδυτικού του προφίλ, ουδόλως επιθυμούσε να επενδύσει σε προϊόντα υψηλού ρίσκου, που θα έθεταν σε κίνδυνο απώλειας το κεφάλαιο, που είχε αποφασίσει να επενδύσει, δηλαδή τις αποταμιεύσεις του εκ της εργασίας του. Ουδόλως, δε, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων ήταν έμπειρος επενδυτής ή ότι γνώριζε τη λειτουργία σύνθετων χρηματοοικονομικών προϊόντων ή ότι είχε επενδύσει ποτέ, μέχρι τότε, τα κεφάλαια του, σε χρηματοοικονομικά προϊόντα υψηλού ρίσκου, ούτε και είχε σχέση με το Χρηματιστήριο και με τις χρηματιστηριακές συναλλαγές γενικότερα και γι' αυτό, βάσει του επενδυτικού του προφίλ, η κατάλληλη για τον ίδιο (ενάγοντα) πρόταση επένδυσης θα μπορούσε να επικεντρωθεί μόνο στην αγορά κρατικών ομολόγων. Η υποβολή της ανωτέρω επενδυτικής πρότασης εκ μέρους της ανωτέρω ΑΕΠΕΥ προς τον ενάγοντα και δεδομένου ότι η πρόταση αυτή αφορούσε στην αξιοποίηση του συνόλου, σχεδόν, των αποταμιεύσεων του ενάγοντος, συνεπαγόταν και αυξημένη υποχρέωση πρόνοιας και ενημέρωσης αυτού σύμφωνα με το κανονιστικό πλαίσιο (Κώδικας Δεοντολογίας των ΑΕΠΕΥ), που παρατίθεται στη μείζονα σκέψη της παρούσας και ουσιαστικά η καταρτισθείσα μεταξύ αυτών σύμβαση συνιστούσε σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών. Ουδόλως, δε, αποδείχθηκε, ότι ο ενάγων είχε επιλέξει μόνος του το χρηματοοικονομικό προϊόν, στο οποίο επιθυμούσε να επενδύσει και που θα περιγραφεί στη συνέχεια και ότι η ανωτέρω ΑΕΠΕΥ διαμεσολάβησε, απλά και μόνο, στη διαβίβαση της σχετικής εντολής αγοράς, έναντι προμήθειας, δεδομένου, μάλιστα, ότι, όπως προαναφέρθηκε, ο ενάγων δεν γνώριζε τη συγκεκριμένη αγορά χρηματοοικονομικών προϊόντων και για το λόγο αυτό ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός της πρώτης εναγομένης, ως καθολικής διαδόχου της ανωτέρω ΑΕΠΕΥ, ότι η υπηρεσία που προσέφερε η τελευταία ήταν μόνο διαμεσολαβητική στην αγορά του ανωτέρω τραπεζικού προϊόντος, θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ειδικότερα, στο πλαίσιο αυτό, ο ανωτέρω επενδυτικός σύμβουλος της προαναφερόμενης εταιρείας, ο οποίος γνώριζε το συντηρητικό προφίλ του ενάγοντος, πρότεινε στον τελευταίο την αγορά ενός τραπεζικού ομολόγου εκδόσεως της «ALPHA BANK GROUP», με στοιχεία «Alpha Group Jersey Limited Series Β με ISIN DE.», πιστοληπτικής ικανότητας Fitch BBB+, με αντικειμενικά υψηλό επιτόκιο, υπέρτερου των αντίστοιχων επιτοκίων των προθεσμιακών καταθέσεων, όπως και ο ενάγων, καταρχήν, επιθυμούσε, με εγγύηση του κεφαλαίου από την «ALPHA BANK Α.Ε.» και με δυνατότητα πιθανής ανακλήσεως του στις 18-2-2015, διαβεβαίωσε, δε, τον ενάγοντα ότι το κεφάλαιο της επένδυσης του θα ήταν εγγυημένο 100% και ότι1 η επένδυση στο ομόλογο αυτό θα ήταν μηδενικού ρίσκου ως προς το κεφάλαιο, που επένδυσε. Ουδόλως, δε, ενημέρωσε τον ενάγοντα ότι το ομόλογο αυτό θα έφερε ως ημερομηνία λήξεως την 28-2-2049, ούτε και ενημέρωσε τον ενάγοντα σχετικά με τις έννομες συνέπειες αυτού του χαρακτηριστικού του ομολόγου, που είχε ουσιαστικά ανάλογη λειτουργία με τα ομόλογα αόριστης διάρκειας και κυρίως ουδέποτε ενημέρωσε τον ενάγοντα σχετικά με το γεγονός ότι μέχρι την ημερομηνία λήξεως του ομολόγου (28-2-2049) δεν θα μπορούσε να αναζητήσει και να ρευστοποιήσει το κεφάλαιο της επένδυσης του παρά μόνο στη δευτερογενή αγορά ομολόγων, καθώς επίσης, ουδέποτε ενημέρωσε τον ενάγοντα σχετικά και με το γεγονός ότι η δυνατότητα ανάκλησης του ομολόγου στις 18-2-2015 συνιστούσε δυνατότητα μόνο της εκδότριας του ως άνω ομολόγου εταιρείας και όχι του ιδίου. Κατόπιν, δε, αυτών, ο ενάγων αποφάσισε να τοποθετήσει τις οικονομίες του στο ανωτέρω προϊόν, που του προτάθηκε ως κατάλληλο και συμφέρον και στις 28-2-2006 προέβη στην αγορά του ανωτέρω ομολόγου, με ημερομηνία πιθανής ανάκλησης την 18-2-2015, ονομαστικής αξίας 222.000 ευρώ με συνολικό καταβληθέν τίμημα ποσού 200.000 ευρώ (συμπεριλαμβανομένης και της προμήθειας της άνω ΑΕΠΕΥ ύψους 5.550 ευρώ) και με εγγυήτρια την εταιρεία «ALPHA BANK Α.Ε.» και με ημερομηνία λήξεως του ομολόγου την 28-2-2049. Η σχετική συναλλαγή της αγοράς του ομολόγου πραγματοποιήθηκε την 1-3-2006 με τη διαμεσολάβηση χρηματιστηριακής εταιρείας. Το επιτόκιο της επένδυσης αυτής θα ανέρχονταν σε ποσοστό 6% ετησίως για τα πρώτα πέντε χρόνια της επένδυσης και από το έκτο έτος της επένδυσης και μετά σε ποσοστό 4% περίπου ετησίως. Ο επενδυτικός σύμβουλος της ανωτέρω εταιρείας (ΑΕΠΕΥ), καθολική διάδοχος της οποίας είναι η πρώτη εναγόμενη, είχε διαβεβαιώσει τον ενάγοντα ότι το εν λόγω προϊόν ήταν ανταλλάξιμο ανά πάσα στιγμή και ότι δεν κινδύνευε με απώλεια του κεφαλαίου του. Αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι ο ενάγων την 13-5-2010 υπέγραψε με την πρώτη εναγόμενη και σχετική σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών στο πλαίσιο της οποίας εξουσιοδότησε αυτήν να διενεργεί πράξεις και να τον εκπροσωπεί διαχειριζόμενη το χαρτοφυλάκιο του, στο οποίο περιλαμβανόταν και το ανωτέρω ομόλογο, ενώ, δύο περίπου μήνες πιο πριν, και συγκεκριμένα στο από 1-3-2010 παράρτημα 1 της συμβάσεως αυτής του ζητήθηκαν πληροφορίες σχετικά με τον επενδυτικό του προφίλ. Ωστόσο, στις 25-4-2012 η πρώτη εναγόμενη (καθολική διάδοχος της ανωτέρω ΑΕΠΕΥ, που υπεισήλθε στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της τελευταίας), χωρίς να έχει στο μεταξύ, ενημερώσει τον ενάγοντα για τις εν γένει εξελίξεις στην αγορά του ανωτέρω χρηματοπιστωτικού προϊόντος, απέστειλε στον τελευταίο επιστολή της, με την οποία του γνωστοποιούσε ότι: «η ALPHA GROUP LIMITED» (η εκδότρια του ομολόγου εταιρεία δηλαδή) στις 20-4-2012, ανακοίνωσε προς τους κατόχους των τίτλων που έχουν εκδοθεί, δημόσια πρόταση προς επαναγορά των τίτλων αυτών εκ μέρους της με την καταβολή μετρητών...Εσείς, κατέχοντας τον παραπάνω τίτλο, έχετε το δικαίωμα να πουλήσετε το ομόλογο στην Alpha Group έναντι της τιμής 40, δηλαδή 55,31% χαμηλότερα από την ονομαστική του αξία. Συγκεκριμένα,  εφόσον κατέχετε ονομαστική αξία 222.000 Ευρώ του ομολόγου με ISIN DE0000A 0DX3M2, εάν αποδεχθείτε την πρόταση, θα λάβετε 88.800 Ευρώ.». Κατόπιν, δε, αυτών και ενόψει του κινδύνου απώλειας του συνόλου του κεφαλαίου του υπό συνθήκες οικονομικής κρίσης στην τραπεζική αγορά, ο ενάγων υποχρεώθηκε να αποδεχθεί την ανωτέρω πρόταση με αποτέλεσμα να απολέσει κεφάλαιο ύψους (193.806 ευρώ - 88.800 ευρώ=) 105.006 ευρώ, ενώ κατέβαλε και ως προμήθεια στην πρώτη εναγόμενη το ποσό των 5.550 ευρώ.

Σημειωτέον ότι ο ενάγων είχε καταβάλει συνολικώς για την αγορά του ομολόγου το ποσό των 200.000 ευρώ εκ των οποίων ποσό 5.550 ευρώ αντιστοιχούσε (όπως έχει ήδη αναφερθεί) στην προμήθεια της ανωτέρω ΑΕΠΕΥ, ενώ ποσό 644 ευρώ του είχε, στο μεταξύ, επιστραφεί. Ωστόσο, η ανωτέρω εταιρεία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, ουδέποτε ενημέρωσε τον ενάγοντα για τη φύση του εν λόγω ομολόγου, ως υπείχε σχετική υποχρέωση (βλ. ανωτέρω νομικές σκέψεις) ούτε και τον πληροφόρησε, μετά τη σύναψη και της ανωτέρω συμβάσεως διαχείρισης του χαρτοφυλακίου του, σχετικά με τις διεθνείς εξελίξεις και τους κινδύνους, που ενείχε η τοποθέτηση των κεφαλαίων του στο ανωτέρω ομόλογο, ως, δήθεν, εγγυημένου, με αποτέλεσμα, εξαιτίας της αμελούς συμπεριφοράς του προστηθέντος υπαλλήλου της ανωτέρω ΑΕΠΕΥ, να υποστεί την ανωτέρω ζημία ύψους 105.006 ευρώ. Ειδικότερα, ουδόλως τον ενημέρωσε ότι το εν λόγω ομόλογο με ημερομηνία λήξης την 28-2-2049, ήτοι 43 χρόνια μετά την αγορά του, έφερε ουσιαστικά τα χαρακτηριστικά της λειτουργίας ομολόγου αόριστης διάρκειας, που σημαίνει ότι δεν θα μπορούσε να ζητήσει ανά πάσα στιγμή τη ρευστοποίηση του παρά μόνο στη δευτερογενή αγορά. Δεν ενημερώθηκε, επίσης, ο ενάγων σχετικά με το ότι και το δικαίωμα ανακλήσεως αυτού του ομολόγου κατά την ανωτέρω ημερομηνία (18-2-2015) ήταν μονομερές και θα μπορούσε να ασκήσει αυτό μόνο η εκδότρια του ομολόγου εταιρεία, ούτε και ενημερώθηκε ειδικώς σχετικά με τις ενδεχόμενες δυσμενείς εξελίξεις στην αγορά και τις επιπτώσεις στην πορεία του ομολόγου δεδομένου, μάλιστα, ότι αυτό είχε λειτουργία παρόμοια με τη λειτουργία των ομολόγων ατελεύτητης διάρκειας και ουσιαστικά με την ανωτέρω επένδυση, που εξασφάλιζε μεν στον ενάγοντα ένα υψηλό ετήσιο επιτόκιο, ο τελευταίος δεν είχε τη δυνατότητα ανάληψης του κεφαλαίου του παρά μόνο είχε τη δυνατότητα να προβεί στην πώληση του ομολόγου στη δευτερογενή αγορά ομολόγων στο ύψος, όμως, της χρηματιστηριακής του αξίας. Το γεγονός ότι στην από 26-2-2006 σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ήταν ενσωματωμένο παράρτημα, στο οποίο αναφέρονταν κάποιοι γενικοί κίνδυνοι σχετικά με τις επενδύσεις σε χρηματοοικονομικά προϊόντα και τις αιτίες δημιουργίας των κινδύνων αυτών, δεν ισοδυναμεί και με παροχή πλήρους και ειδικής ενημέρωσης σχετικά με τη φύση του επίδικου ως άνω ομολόγου. Έτσι, ο ενάγων δεν γνώριζε ούτε έλαβε την απαιτούμενη πληροφόρηση σχετικά με το ρίσκο, που αναλάμβανε δια της επενδύσεως του στο ανωτέρω ομόλογο θεωρώντας, σε κάθε περίπτωση, ότι το κεφάλαιο του θα ήταν εγγυημένο. Ο λόγος, που προέβη στην ανωτέρω επενδυτική κίνηση ήταν οι λανθασμένες και απατηλές εντυπώσεις, που του καλλιέργησε σχετικά με την εν λόγω επένδυση του ο προστηθείς της ανωτέρω ΑΕΠΕΥ περί του ότι το κεφάλαιο του ήταν εγγυημένο, ο οποίος, περαιτέρω, δεν πρότεινε στον ενάγοντα το κατάλληλο επενδυτικό προϊόν, που θα ήταν ανάλογο με το προφίλ του. Ο προστηθείς της ανωτέρω ΑΕΠΕΥ δεν ενήργησε με την απαιτούμενη διαφάνεια και προσοχή προκειμένου να παράσχει στον ενάγοντα τις πληροφορίες εκείνες, που θα του επέτρεπαν να αξιολογήσει την τοποθέτηση των αποταμιεύσεων του και του παρουσίασε το εν λόγω προϊόν ως εγγυημένο 100% ως προς το επενδυθέν κεφάλαιο με αποτέλεσμα ο ενάγων να αποφασίσει να επενδύσει, τελικώς, στο ομόλογο αυτό εκδότριας εταιρείας με αβέβαιη βιωσιμότητα και έχοντας την εντύπωση ότι ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε να αναλάβει είτε στο σύνολο, είτε εν μέρει, το κεφάλαιο, που τελικώς επένδυσε. Εάν ο ενάγων γνώριζε από την αρχή ουσιώδη πραγματικά περιστατικά αναφορικά με τη φύση του επίδικου ομολόγου και ειδικότερα εάν γνώριζε ότι το εν λόγω ομόλογο είχε παρόμοια ουσιαστικά λειτουργία με τα ομόλογα αόριστης διάρκειας, ότι η δυνατότητα ανάκλησης του ομολόγου στις 18-2-2015 αποτελούσε δικαίωμα μόνο της εκδότριας του ομολόγου εταιρείας και όχι του ιδίου, καθώς και ότι μέχρι την ημερομηνία λήξης του ομολόγου στις 28-2-2049 δεν θα μπορούσε να ζητήσει τη ρευστοποίηση του ομολόγου παρά μόνο είχε τη δυνατότητα να πωλήσει αυτό στη δευτερογενή αγορά με κίνδυνο, βέβαια, σε μία τέτοια περίπτωση, να απολέσει μέρος του κεφαλαίου του αναλόγως της αξίας του ως άνω ομολόγου, ουδέποτε θα αποφάσιζε να προβεί στην εν λόγω επένδυση, ενώ ο ενάγων ουδέποτε είχε ως σκοπό να δεσμεύσει για τόσα έτη το κεφάλαιο των αποταμιεύσεων του ακόμη και με το υψηλό επιτόκιο, που απέδιδε η εν λόγω επένδυση του. Το ομόλογο αυτό ουσιαστικά ήταν ανάλογο, ως προς τον τρόπο της λειτουργίας του, με την κατηγορία των perpetual bonds, δηλαδή με «ομόλογα ατελεύτητης διάρκειας», άλλως «διηνεκή» ή «αόριστης διάρκειας», τα οποία, συνιστούν ομολογίες, οι οποίες εκδίδονται ως ονομαστικά ή ανώνυμα αξιόγραφα στο πλαίσιο σύναψης ομολογιακού δανείου από μία ανώνυμη εταιρία ή ένα κράτος και παρέχουν στον κομιστή, ο οποίος καταβάλει στον εκδότη, κατά την απόκτηση των αξιόγραφων την ονομαστική τους αξία, δικαιώματα απολήψεως των συμφωνημένων, σε υψηλά συνήθως επίπεδα, τόκων. Έτσι, ο κομιστής ενός τέτοιου ομολόγου δεν δικαιούται σε παράδοση- επιστροφή του ομολόγου στον εκδότη του προς τον σκοπό είσπραξης της ονομαστικής του αξίας, μετά τη λήξη μιας συμφωνηθείσας διάρκειας ή οποτεδήποτε, ενώ ο τελευταίος αντιθέτως διατηρεί το δικαίωμα μονομερούς ανακλήσεως του ομολόγου, κατ' ελεύθερη αυτού βούληση. Στην περίπτωση αυτή και μόνο, αν δηλαδή ο εκδότης αποφάσιζε την πρόωρη ανάκληση του ομολόγου κατ' ελεύθερη αυτού βούληση (ανάκληση που θα μπορούσε να μη γίνει και ποτέ), η ανωτέρω ΑΕΠΕΥ, καθολική διάδοχος της οποίας είναι η πρώτη εναγόμενη, παρείχε εγγύηση επιστροφής του επενδυμένου κεφαλαίου στο σύνολο του. Η εγγύηση δηλαδή κάλυπτε μόνο την περίπτωση της πρόωρης ανάκλησης, όχι όμως την περίπτωση πτωχεύσεως του εκδότη ή εν γένει μείωσης της πιστοληπτικής του ικανότητας. Συνεπώς, είναι προφανές ότι το επίδικο ομόλογο, αφενός, ήταν υψηλού ρίσκου, αφετέρου, δεν ήταν απλό στη σύλληψη και στη λειτουργία του επενδυτικό προϊόν, με αποτέλεσμα η παρέχουσα τις σχετικές επενδυτικές υπηρεσίες ανωτέρω ΑΕΠΕΥ να υπείχε ιδιαιτέρως αυξημένη υποχρέωση ενημέρωσης του κάθε υποψήφιου επενδυτή, που θα μπορούσε εύκολα να παραπλανηθεί ως προς τη νομική φύση και τη λειτουργία των ομολόγων αυτών. Ο επενδυτής μπορούσε βέβαια να πωλήσει το ομόλογο στη δευτερογενή αγορά οποτεδήποτε επιθυμούσε, εφόσον υπήρχε αγοραστικό ενδιαφέρον, στην χρηματιστηριακή του, όμως, τιμή και όχι στην ονομαστική του αξία. Ο εκδότης του τίτλου υποχρεούνταν στην καταβολή (συνήθως) ετησίων τοκομεριδίων σε υψηλό επίπεδο, υπερβαίνον τα τραπεζικά επιτόκια. Είναι, συνεπώς, προφανές ότι το, εν λόγω, ομόλογο δεν ήταν απλό στη σύλληψη και τη λειτουργία του επενδυτικό προϊόν. Ο ενάγων σε καμία περίπτωση δεν ενδιαφέρονταν για μία υψηλού ρίσκου επένδυση, από την οποία θα αποκόμιζε υψηλά κέρδη σε βραχύ χρονικό διάστημα. Αντίθετα, ενδιαφέρονταν για ασφαλή επενδυτικά προϊόντα, τα οποία θα διασφάλιζαν, πρωτίστως, την ύπαρξη και σταθερότητα του κεφαλαίου του και μακροπρόθεσμα θα του απέφεραν κέρδη από τους τόκους. Τούτο καθίσταται σαφές και από το επενδυτικό προφίλ του ενάγοντος, ο οποίος ουδέποτε είχε επενδύσει σε επισφαλή επενδυτικά προϊόντα. Περαιτέρω, ο ενάγων, δεν διέθετε οποιασδήποτε μορφής ειδικότερη εκπαίδευση ή εμπειρία, η οποία θα του επέτρεπε να επιλέγει ο ίδιος τις μορφές επωφελούς τοποθέτησης των κεφαλαίων του, περαιτέρω δε, λόγω της έλλειψης εξειδικευμένων γνώσεων, δεν ήταν σε καμία περίπτωση σε θέση να κατανοήσει, να συνδυάσει και να αξιολογήσει το σύνολο των ειδικών και περίπλοκων πληροφοριών, που αφορούν τα πιο εξειδικευμένα επενδυτικά προϊόντα, με αποτέλεσμα να μην έχει τη δυνατότητα να ταξινομήσει τα προϊόντα αυτά ανάλογα με τον κίνδυνο, που μπορούσε να περικλείει η επιλογή τους. Προκειμένου να προβεί στην τελευταία (επιλογή), ο ενάγων είχε ανάγκη τις επενδυτικές υπηρεσίες και συμβουλές της ανωτέρω ΑΕΠΕΥ, που ήταν, μάλιστα, αυτή που του είχε προτείνει να επενδύσει στο ανωτέρω προϊόν. Επομένως, όπως ήδη έχει αναφερθεί, μεταξύ του ενάγοντος και της ανωτέρω ΑΕΠΕΥ, καθολική διάδοχος της οποίας είναι η πρώτη εναγόμενη, καταρτίστηκε, στην πραγματικότητα, σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών- συμβουλών, δεδομένου ότι ο προστηθείς αυτής ήταν αυτός που διαμόρφωσε το περιεχόμενο της επιλογής του ενάγοντος, δηλαδή της αγοράς του επίδικου ομολόγου. Υπό τους ανωτέρω όρους, το Δικαστήριο, το οποίο και μόνο είναι αποκλειστικά αρμόδιο να κρίνει το είδος μίας σχέσης με βάση τα χαρακτηριστικά αυτής, ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό, που θα προσδώσουν σε αυτήν τα ενδιαφερόμενα μέρη, πολύ δε περισσότερο στην περίπτωση που ο χαρακτηρισμός αυτής γίνεται από το κυρίαρχο μέρος της, όπως στην προκειμένη περίπτωση, λαμβανομένης υπόψη και της έλλειψης γνώσεων και εμπειρίας του ενάγοντος, κρίνει ότι η σχέση που συνέδεε αυτόν με την προαναφερόμενη εταιρεία δεν ήταν αυτή της εκτέλεσης απλώς από την τελευταία, των εντολών του για την απόκτηση επενδυτικών προϊόντων κατόπιν απόφασης, στην οποία είχε καταλήξει αποκλειστικά και μόνο ο ίδιος, προηγουμένως, μετά από μία απλή ενημέρωση εκ μέρους του διευθυντικού στελέχους αυτής για τα προϊόντα που ήταν διαθέσιμα, αλλά ήταν αυτή της παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και συμβουλών. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, πριν προβεί στην αγορά του επίδικου ομολόγου, δεν είχε λάβει ακριβή και σαφή πληροφόρηση σχετικά με το συγκεκριμένο επενδυτικό προϊόν, με αποτέλεσμα να μην κατανοήσει τους κινδύνους, που η επιλογή του περιέκλειε για το κεφάλαιο του, δεδομένου, ότι παρουσιάστηκε σε αυτόν μόνο το θετικό γεγονός της είσπραξης μεγαλύτερου τόκου από αυτόν που απέδιδαν εκείνη την εποχή οι προθεσμιακές καταθέσεις, χωρίς την επισήμανση των κινδύνων για το κεφάλαιο της επένδυσης. Περαιτέρω, το συγκεκριμένο προϊόν δεν ήταν συμβατό με το επενδυτικό προφίλ του ενάγοντος, δεδομένου ότι η πιστοληπτική διαβάθμιση του, όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, για την οποία, σε κάθε περίπτωση, δεν είχε ενημερωθεί ο ενάγων, περιελάμβανε την ανάληψη κινδύνου, όχι, όμως, με την έννοια του περιστασιακού στοιχείου, που μπορεί να υφίσταται σε οποιαδήποτε δραστηριότητα, όπως τούτο συμβαίνει και στην επένδυση, αλλά με την έννοια ότι ο κίνδυνος αυτός αποτελεί την ουσία της επιχειρούμενης πράξης και συνδυάζεται με την προσδοκία κέρδους από τις διακυμάνσεις των τιμών στην αγορά, επί τη βάσει βραχυπρόθεσμων προβλέψεων. Τούτο, όμως, δεν περιλαμβανόταν στους στόχους του ενάγοντος, δεδομένου, ότι το κεφάλαιο του αποτελούνταν από τις αποταμιεύσεις από την εργασία του, οι οποίες προορίζονταν για τη μελλοντική εξασφάλιση της οικογένειας του, γεγονός που ήταν γνωστό στην εταιρεία, ενώ, περαιτέρω, ο ενάγων δεν είχε ενημερωθεί ότι το κεφάλαιο του θα κινδύνευε σε περίπτωση πτωτικής οικονομικής πορείας της εκδότριας ή της εγγυήτριας του ομολογιακού δανείου εταιρείας. Άλλωστε, ο λόγος που ο ενάγων εμπιστεύθηκε την ανωτέρω εταιρεία (ΑΕΠΕΥ) ήταν το γεγονός ότι ήταν γνώστης του χώρου των επενδύσεων και ανέμενε ότι θα τον ενημέρωνε έγκυρα και θα τον προστάτευε από τυχόν λανθασμένη επιλογή. Πληροφορίες για τις συγκεκριμένες επενδύσεις δεν θα μπορούσε να έχει ο ενάγων, αφού για το συγκεκριμένο ομόλογο ουδόλως αποδεικνύεται εάν είχε εγκριθεί από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερωτικό δελτίο. Βάσει των ανωτέρω, εάν ο ενάγων είχε λάβει πλήρη και σαφή πληροφόρηση σχετικά με τα πλήρη χαρακτηριστικά του επίδικου ομολόγου, το οποίο, γι' αυτόν, ήταν άγνωστο προϊόν, δεν θα είχε προβεί, στην επιλογή του αυτή και δεν θα είχε υποστεί ζημία. Η ανωτέρω περιγραφόμενη συμπεριφορά του προστηθέντος υπαλλήλου της ανωτέρω ΑΕΠΕΥ συνιστά αθέτηση του καθήκοντος διαφώτισης, ορθής παροχής συμβουλευτικής καθοδήγησης και προειδοποίησης του ενάγοντος πελάτη της, και, εξεταζόμενη υπό το πρίσμα των κανόνων των άρθρων 281 και 288 του ΑΚ, σε συνδυασμό με τον Ν. 2396/1996, συνιστά υπαίτια εκ μέρους της εταιρείας αυτής πλημμελή εκπλήρωση των υποχρεώσεων της, που απορρέουν από τη συναφθείσα, μεταξύ αυτής και του ενάγοντος, σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών, όπως ειδικότερα αναλύθηκε ανωτέρω. Παράλληλα, στην προκείμενη περίπτωση παραβιάστηκε ο τότε ισχύον Κώδικας Δεοντολογίας Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, όπως οι αρχές αυτού αναλύθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, σύμφωνα με τις οποίες (αρχές), δημιουργούνται ζητήματα ευθύνης της εταιρείας παροχής επενδυτικών υπηρεσιών καθώς και των πιστωτικών ιδρυμάτων, που παρέχουν τέτοιες υπηρεσίες, ενδεικτικά, εάν δεν εφιστούν εγγράφως αλλά και προφορικά την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, ιδιαίτερα εάν πρόκειται για ένα προϊόν πιο περίπλοκο ή πιο επικίνδυνο από αυτά που μέχρι τότε επέλεγε, εάν δεν πραγματοποιούν, με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων τους, τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κίνησης των κινητών αξιών, που περιλαμβάνονται στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, εάν δεν ενημερώνουν τον επενδυτή, κατά τρόπο απολύτως σαφή και ακριβή, ως προς τις αποδόσεις των προτεινόμενων για επένδυση τίτλων, δεδομένου ότι οι συμβουλές πρέπει να είναι προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη και στο αντικείμενο της επένδυσης. Αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι ο ενάγων υπάγεται στην έννοια του καταναλωτή, καθόσον, σε κάθε περίπτωση, δεν υπερβαίνει το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή, δεδομένου, μάλιστα, ότι αυτός (ενάγων) διέθετε κυρίως καταθετικό λογαριασμό προς διασφάλιση των οικονομιών του.

 

Ως εκ τούτου, υπάγεται στην προβλεπόμενη στο Ν. 2251/1994 προστασία ως το ασθενέστερο μέρος έναντι της ανωτέρω ΑΕΠΕΥ, καθολική διάδοχος της οποίας είναι η πρώτη εναγόμενη. Βάσει των ανωτέρω, η πρώτη εναγόμενη, ως καθολική διάδοχος της ανωτέρω ΑΕΠΕΥ, υπεισερχόμενη στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις αυτής, ευθύνεται αντικειμενικά για την αδικοπρακτικη συμπεριφορά του προστηθέντος από αυτή προσώπου (άρθρο 922 του ΑΚ), δεδομένου ότι υφίσταται εσωτερική συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου πράξης και της υπηρεσίας, που του είχε ανατεθεί από αυτή, ενώ, περαιτέρω, ουδόλως αποδείχθηκε ελαφριά αμέλεια στο πρόσωπο του ανωτέρω προστηθέντος υπαλλήλου. Έτσι, λόγω της μείωσης της αξίας του επίδικου ομολόγου, ο ενάγων υπέστη ζημία, ίση με το, ως άνω, χρηματικό ποσό του κεφαλαίου, που τελικώς απώλεσε (105.006 ευρώ), χωρίς να συμπεριλαμβάνεται στη ζημία του αυτή και η προμήθεια, που κατέβαλε στην ανωτέρω ΑΕΠΕΥ, ύψους 5.550 ευρώ για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών δεδομένου ότι το κονδύλιο αυτό δεν τελεί σε άμεση αιτιώδη συνάφεια με την ανωτέρω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του προστηθέντος υπαλλήλου αυτής (ΑΕΠΕΥ) δεδομένου ότι ο ενάγων ανέθεσε στην τελευταία την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ανεξαρτήτως εάν αυτές δεν παρασχέθηκαν σύμφωνα με το ανωτέρω πλαίσιο ενημέρωσης και επομένως το αίτημα αποζημιώσεως ως προς το ποσό αυτό θα πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο. Περαιτέρω, το αίτημα να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα και το ποσό των 22.644 ευρώ ήτοι το ποσό της διαφοράς μεταξύ της ονομαστικής αξίας του ένδικου ομολόγου και του ποσού, που κατέβαλε ο ενάγων (συμπεριλαμβανομένης σε αυτό και της ανωτέρω προμήθειας) θα πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο διότι ο ενάγων αφενός μεν δεν κατέβαλε το σύνολο της ονομαστικής αξίας του ομολόγου για την αγορά του και αφετέρου ουδόλως αποδείχθηκε ότι το ένδικο ομόλογο κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα είχε ρευστοποιηθεί στο ποσό της ανωτέρω ονομαστικής του αξίας κατά το χρόνο, που υποβλήθηκε η πρόταση για την επαναγορά του, ενώ το ποσό των 644 ευρώ, όπως προαναφέρθηκε του έχει ήδη επιστραφεί. Ο ισχυρισμός της πρώτης εναγόμενης, ότι ο αιτιώδης σύνδεσμος διακόπηκε, λόγω του ότι μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και της ζημίας του ενάγοντος παρεμβλήθηκαν απρόβλεπτες περιστάσεις και συγκεκριμένα η οικονομική κρίση, κρίνεται αβάσιμος δεδομένου ότι, στην προκείμενη επένδυση, η αγορά του ένδικου ομολόγου αποφασίσθηκε ως αποτέλεσμα της παράβασης, η οποία εμφιλοχώρησε κατά το στάδιο πριν από την αγορά του, λόγω της πλημμελούς πληροφόρησης και συμβουλής, καθώς και της ελλιπούς ενημέρωσης περί του ανωτέρω κινδύνου και γενικότερα ενημέρωσης σχετικά με το πως θα εξελισσόταν η πορεία των ομολόγων σε μία τέτοια περίπτωση και, συνεπώς, η ίδια η αγορά των ομολόγων, αφού, χωρίς την πλημμελή πληροφόρηση και συμβουλή, δηλαδή υπό συνθήκες σωστής πληροφόρησης για τα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης επένδυσης, ο ενάγων δεν θα είχε επιλέξει να προχωρήσει σ' αυτή και θα απείχε από την τοποθέτηση των χρημάτων του. Έτσι, η πλήρωση του αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στο νόμιμο λόγο ευθύνης και στη ζημία είναι από τα πράγματα πρόδηλη, αφού χωρίς τις συγκεκριμένες πράξεις και παραλείψεις δεν θα είχαν επενδυθεί τα ποσά και θα είχε αποφευχθεί η ζημία του ενάγοντος. Συνακόλουθα, κατ' εφαρμογή της θεωρίας της διαφοράς (σύγκριση της υποθετικής με την υπάρχουσα περιουσιακή κατάσταση), η αποκαταστατέα ζημία του ενάγοντος, που συνδέεται αιτιωδώς με την ανωτέρω εκτιθέμενη παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά, ανέρχεται στο ποσό των 105.006 ευρώ. Την ανωτέρω αποζημίωση είναι υποχρεωμένη να καταβάλει στον ενάγοντα η πρώτη εναγόμενη, ως καθολική διάδοχος της ανωτέρω ΑΕΠΕΥ, υπεισερχόμενη στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της τελευταίας, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Ο ισχυρισμός ότι εν προκειμένω η επελθούσα στον ενάγοντα ζημία δεν τελεί σε άμεση αιτιώδη συνάφεια με την ανωτέρω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του προστηθέντος υπαλλήλου της ανωτέρω Α.Ε.Π.Ε.Υ. για το λόγο ότι η πρώτη εναγόμενη διαβίβασε προς τον ενάγοντα απλώς και μόνο πρόταση προκειμένου, κατά την ελεύθερη βούληση του, να λάβει μέρος στο πρόγραμμα της επαναγοράς των ομολόγων από την εκδότρια αυτών εταιρεία έναντι της ανωτέρω μειωμένης αξίας χωρίς αυτή η επαναγορά να είναι υποχρεωτική για τον ενάγοντα και δεν μεσολάβησαν υποδείξεις ή συμβουλές της πρώτης εναγόμενης, που να οδήγησαν τον ενάγοντα στην απόφαση να προχωρήσει στην ρευστοποίηση του ομολόγου στην ανωτέρω μειωμένη τιμή, θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Και τούτο διότι κατά το χρόνο υποβολής της ανωτέρω προτάσεως και λόγω των οικονομικών συνθηκών, που επικρατούσαν, η πιο πάνω πρόταση της εκδότριας του ομολόγου εταιρείας και μάλιστα πριν το συμφωνημένο χρόνο άσκησης του δικαιώματος ανάκλησης του ομολόγου, αποτελούσε ουσιαστικά αναγκαστική επιλογή για τον ενάγοντα προκειμένου αυτός να διασφαλίσει έστω ένα τμήμα του κεφαλαίου του, ενώ ουδόλως αποδείχθηκε ότι καθ' όλη τη διάρκεια του μετέπειτα χρονικού διαστήματος το εν λόγω ομόλογο εμφάνιζε αυξητικές τάσεις5ως προς την αξία του στην χρηματιστηριακή αγορά. Κατά το χρόνο, μάλιστα, υποβολής της ανωτέρω προτάσεως η εκδότρια του ομολόγου εταιρεία είχε διακόψει την καταβολή τόκων γεγονός, που καταδεικνύει ότι είχε περιέλθει σε κατάσταση οικονομικής αδυναμίας. Η πρόταση δηλαδή της εκδότριας εταιρείας περί επαναγοράς του ομολόγου από την ίδια σε μειωμένη τιμή (εν προκειμένω στην τιμή των 88.800 ευρώ) σχετικά με την ονομαστική του αξία, λαμβανομένων υπόψη των εν γένει περιστάσεων υπό τις οποίες αυτή υποβλήθηκε, αποτελούσε ουσιαστικά για τον ενάγοντα πρόταση, που έπρεπε να ακολουθήσει υποχρεωτικά προκειμένου να διασώσει μέρος του κεφαλαίου, που τοποθέτησε στην ανωτέρω επένδυση. Περαιτέρω, και αναφορικά με τη δεύτερη εναγόμενη εταιρεία η αγωγή θα πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη στο σύνολο της διότι ουδόλως αποδείχθηκε ότι στην όλη συναλλακτική σχέση μεταξύ του ενάγοντος και της ανωτέρω ΑΕΠΕΥ συνέπραξαν και προστηθέντες υπάλληλοι της δεύτερης εναγόμενης ή ότι υπάλληλοι της ανωτέρω ΑΕΠΕΥ ενεργούσαν για λογαριασμό της δεύτερης εναγόμενης εταιρείας. Περαιτέρω, η πρώτη εναγόμενη και για την περίπτωση που κριθεί βάσιμη η αξίωση του ενάγοντος, ισχυρίζεται ότι από το επιδικασθέν ποσό, θα πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό 68.175,50 ευρώ, που αντιστοιχεί στο ποσό των τόκων, που εισέπραξε ο ενάγων από την ανωτέρω επένδυση μέχρι την επαναγορά του ομολόγου από την εκδότρια αυτού εταιρεία στην τιμή των 88.800 ευρώ. Η προαναφερθείσα ένσταση και σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη νομική σκέψη της παρούσας θα πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη, διότι, υπό τα εκτιθέμενα, για τη θεμελίωση της, περιστατικά, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους. Τούτο δε διότι (πάντοτε υπό τα εκτιθέμενα για τη θεμελίωση της ανωτέρω ενστάσεως περιστατικά), ναι μεν το ανωτέρω ποσό των 68.175,50 ευρώ, το οποίο εισέπραξε ο ενάγων αποτελεί κέρδος του τελευταίου από την κυριότητα του ομολόγου, πλην, όμως, το, εν λόγω, κέρδος δεν προέρχεται από τη ζημία, που αυτός υπέστη, εξαιτίας της απώλειας τμήματος του κεφαλαίου του, αλλά από την παραχώρηση αυτού (κεφαλαίου) στην εκδότρια των τίτλων εταιρεία, η οποία το εκμεταλλεύθηκε, αποδίδοντας σε αυτόν τους συμφωνημένους καρπούς του και κατά συνέπεια δεν μπορεί να συνυπολογιστεί στη ζημία του τελευταίου, καθόσον δεν υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας και της ωφέλειας, αφού η καθεμία στηρίζεται σε διαφορετική αιτία. Προϋπόθεση, ειδικότερα, για τον ανωτέρω συνυπολογισμό είναι να προήλθε το κέρδος και η ζημία από το ίδιο επιζήμιο γεγονός, προϋπόθεση η οποία δεν συντρέχει εν προκειμένω (πάντοτε υπό τα εκτιθέμενα για τη θεμελίωση της ανωτέρω ενστάσεως περιστατικά), δεδομένου ότι το κέρδος δεν προκλήθηκε από το επιζήμιο γεγονός της απώλειας τμήματος του κεφαλαίου του ενάγοντος, αλλά από το (μη επιζήμιο, διαφορετικό) γεγονός της παραχώρησης του κεφαλαίου του προς εκμετάλλευση, από την απόκτηση της κυριότητας του τίτλου (ομολόγου), που απέδωσε ως καρπούς τους εισπραχθέντες από τον ενάγοντα τόκους, τους οποίους αυτός, επίσης, ανέμενε να αποκομίσει (βλ. ΑΠ 354/2022, δημοσίευση Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Κατόπιν όλων των ανωτέρω θα πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και κατ' ουσία η έφεση και ακολούθως: α) να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολο της, β) να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και να δικασθεί η αγωγή, η οποία θα πρέπει να απορριφθεί ως προς τη δεύτερη εναγόμενη και να γίνει εν μέρει δεκτή ως προς την πρώτη εναγόμενη και να υποχρεωθεί η τελευταία να καταβάλει στον ενάγοντα ως αποζημίωση για τη θετική ζημία, που αυτός υπέστη το ποσό των 105.006 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. Περαιτέρω, λόγω της ήττας του ως προς τη δεύτερη εναγόμενη ο ενάγων θα πρέπει να καταδικασθεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων αυτής και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, όπως προσδιορίζονται στο διατακτικό, και η πρώτη εναγόμενη θα πρέπει να καταδικασθεί στην εν μέρει πληρωμή των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, όπως, επίσης, στο διατακτικό προσδιορίζονται (άρθρα 183, 176 και 178 ΚΠολΔ). Τέλος θα πρέπει, κατ' άρθρο 495 παρ. 3 εδ. τελευτ. ΚΠολΔ, να επιστραφεί στον καταθέσαντα εκκαλούντα το κατατεθέν παράβολο.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ' ουσία την από 25-2-2021 έφεση (αριθμ. καταθ. ./25-2-2021 Πρωτοδικείου Αθηνών και Γ.Α.Κ. ./ΕΑΚ ./2021 Εφετείου Αθηνών).

 

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση του παραβόλου της αμέσως ανωτέρω έφεσης ύψους 100 ευρώ στον εκκαλούντα.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ' αριθμ. 2646/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τακτική διαδικασία).

 

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και ΔΙΚΑΖΕΙ επί της από 13-12-2012 ασκηθείσας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αγωγής (Γ.Α.Κ. ./Α.Κ.Δ. ./2012).

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς την δεύτερη εναγόμενη.

 

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον ενάγοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της δεύτερης εναγόμενης και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ, περαιτέρω, ότι κρίθηκε απορριπτέο.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή ως προς την πρώτη εναγόμενη.

 

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την πρώτη εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των εκατόν πέντε χιλιάδων ευρώ και έξι λεπτών (105.006 ευρώ) με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.

 

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την πρώτη εναγόμενη στην εν μέρει πληρωμή των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων και πεντακοσίων (4.500) ευρώ.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα στις αρτίου 2023 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

 

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                      Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ