ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜΠρΑθ 1400/2025

 

Ακύρωση κατασχετήριας έκθεσης λόγω καταχρηστικότητας -.

 

Παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, καθώς η κατάσχεση επιβλήθηκε στην πρώτη κατοικία της ανακόπτουσας ενώ υπάρχουν έτερα ακίνητά της που υπερκαλύπτουν την απαίτηση της καθ΄ης. Περαιτέρω, η κατάσχεση επιβλήθηκε ενόψει συλλογικής ρύθμισης των οφειλών της ανακόπτουσας, αφού είχε ήδη υποβληθεί από τον πρωτοφειλέτη της ένδικης απαίτησης αίτηση για την ένταξή του στον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών, η δε ανακόπτουσα είχε υποβάλει τη συναίνεσή της ως εγγυήτρια.

 

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία της δικηγόρου Αθηνών Μάνθας Τσίγκα).

 

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΑΝΑΚΟΠΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ

 

Αριθμός απόφασης 1400/2025

(Αριθμός κατάθεσης ανακοπής …………../…………/2024)

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ακριβή Κωτσοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου, και από την Γραμματέα Βασιλική Παπαθεολόγου.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στην Αθήνα, την 29η Απριλίου 2025, για να δικάσει την υπόθεση:

 

ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑ: ………………… του ………………….. κάτοικος …………………… Αττικής Α.Φ.Μ. ……………………………, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Μάνθας Τσίγκα με ΑΜ Δ.Σ.Α. 41343.

 

ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: Η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «doValue Greece ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ», που εδρεύει στο Μοσχάτο Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία ενεργεί ως διαχειρίστρια απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «BLUEBELL ISSUER DESIGNATED ACTIVITY CΟΜΡΑΝΥ», που εδρεύει στο Δουβλίνο Ιρλανδίας και εκπροσωπείται νόμιμα, που κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΉΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξρύσιας δικηγόρου της Φωτεινής Μπάκου με ΑΜ Δ.Σ.Α. 43451.

 

Η ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 20.12.2024, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………../…………………/2024 ανακοπή της η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και μετά την εκφώνησή της από το οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Η ανακόπτουσα, με την υπό κρίση ανακοπή της ζητεί, για τους αναλυτικά αναφερόμενους στο δικόγραφο λόγους, να ακυρωθούν: α) η από 08.11.2024 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό ………/2008 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, β) η από 18.11.2024 εντολή προς εκτέλεση του πληρεξούσιου δικηγόρου της καθ’ης, Αθανασίου Χαρακτινιώτη, γ) η με αριθμό ………./19.11.2024 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών …………………………, καθώς και να καταδικασθεί η καθ’ης στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η κρινόμενη ανακοπή αρμοδίως καθ' ύλη και κατά τόπο εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρα 933 παρ. 1, 3 ΚΠολΔ) για να συζητηθεί κατά την προκειμένη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. του ΚΠολΔ (άρθρα 632 παρ. 2 εδ. β', 937 παρ. 3 ΚΠολΔ). Έχει δε ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 933 παρ. 1 σε συνδ. με άρθρο 934 παρ. 1 περ. α' ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους από το ν. 4335/2015, 147 παρ. 2 ΚΠολΔ-βλ. την με αριθμό ………../ 23.12.2024 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …). Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.

 

Ι. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 924 παρ. 1 ΚΠολΔ, η επιταγή ως πρώτη πράξη της αναγκαστικής εκτέλεσης και συνάμα της προδικασίας της πρέπει απαραίτητα να επιδίδεται στον καθού η εκτέλεση οφειλέτη, ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ σαφώς προκύπτει ότι ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου (δανειστή), ο οποίος δεν αναφέρεται στον εκτελεστό τίτλο και δικαιούται κατ' άρθρο 919 παρ. 1 ΚΠολΔ ή άλλη ειδική διάταξη να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση, υποχρεούται για το έγκυρο της αναγκαστικής εκτέλεσης που ενεργείται απ' αυτόν, να κοινοποιήσει στον καθού η εκτέλεση νέα επιταγή, ακόμη και αν έχει κοινοποιηθεί προηγουμένως επιταγή από τον αναφερόμενο στον εκτελεστό τίτλο αρχικό δικαιούχο, καθώς και τα νομιμοποιητικά της διαδοχής του έγγραφα, είτε αυτά είναι δημόσια, είτε ιδιωτικά, τόσο για την έναρξη όσο και για τη συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης. Η υποχρέωση αυτή είναι ανεξάρτητη και πρέπει να γίνεται ακόμα και όταν ο καθού η εκτέλεση γνωρίζει για την επελθούσα διαδοχή. Απαιτείται δε η επίδοση ολοκλήρων των εγγράφων και όχι αποσπασμάτων. Αυτά πρέπει να κοινοποιούνται ως πρωτότυπα επίσημα έγγραφα, μη αρκούσης, της απλής μνείας τούτων στην επιταγή. Η παράβαση του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ συνεπάγεται ακυρότητα της εκτέλεσης ανεξαρτήτως βλάβης, δεδομένου ότι η φράση του νόμου «δεν δύναται να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση» είναι ισοδύναμη με την απειλή ακυρότητας. Τυχόν ακυρότητα της επιταγής που επέδωσε ο αρχικός δικαιούχος δεν επιδρά στο κύρος της νέας επιταγής, η οποία έχει αυτοτέλεια έναντι της προηγούμενης. Παρά τα ανωτέρω, στην περίπτωση της διαδοχής του δικαιούχου λόγω σύμβασης μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων τραπεζικών απαιτήσεων κατά τους ορισμούς των ν. 4354/2015 και 3156/2003, με δεδομένη τη συνθετότητα και την έκταση των επιμέρους πράξεων, από τις οποίες απαρτίζεται η μεταβίβαση των απαιτήσεων και εν συνεχεία η ανάθεση της διαχείρισης αυτών, άρα και των αντιστοίχων εγγράφων που την πιστοποιούν, η απαίτηση συγκοινοποίησης στον καθού η εκτέλεση οφειλέτη, στο πλαίσιο της ρύθμισης του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, ολόκληρων των σχετικών συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, εκτός του ότι δεν συμπορεύεται με το πνεύμα της ρύθμισης του ανωτέρω άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, είναι ιδιαιτέρως πολυτελής, εξόχως δαπανηρή, στείρα τυπολατρική και παρεμβάλει σοβαρά εμπόδια στην εκτελεστική διαδικασία, παρεμποδίζοντας αδικαιολογήτως την πρόσβαση σε αυτήν των δανειστών. Η αναγκαστική εκτέλεση θέτει μεν συνήθως τον τύπο πριν από την ουσία, όχι, όμως, σε βαθμό που να εγγίζει τα όρια της κατάχρησης. Κατ' ανάγκη λοιπόν, θα πρέπει να επιλεγούν εκείνα μόνο τα έγγραφα, που αποδεικνύουν την συντέλεση της μεταβίβασης και στοιχειοθετούν τη νομιμοποίηση του επισπεύδοντος (πρβλ. ΑΠ 345/2006 δημ. στη ΝΟΜΟΣ). Καθώς δε τα αποτελέσματα της μεταβίβασης επέρχονται αυτοδικαίως εκ του νόμου και χωρίς άλλη διατύπωση και έναντι τρίτων από την καταχώριση της κάθε σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του αρ. 3 του ν. 2844/2000, είναι προφανές ότι και η νομιμοποίηση της εταιρίας που αναλαμβάνει τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων αρχίζει ακριβώς από τότε. Άρα, τα έγγραφα, που πιστοποιούν τις ανωτέρω πράξεις και ολοκληρώνουν τη μεταβίβαση και την ανάθεση της διαχείρισης, είναι τα μόνα κρίσιμα και θα πρέπει να συγκοινοποιούνται στον οφειλέτη με την επιταγή. Όλα τα υπόλοιπα, οσηδήποτε σπουδαιότητα και σοβαρότητα αν παρουσιάζουν για τη διαδικασία της μεταβίβασης καθ' εαυτήν, δεν παύουν να αποτελούν στοιχεία, που αφορούν στις εσωτερικές σχέσεις των εταιρειών. Τα έγγραφα που νομιμοποιούν, συνεπώς, την εταιρεία που ανέλαβε τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων, είναι η καταχώριση σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία των συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, σύμφωνα με το αρ. 3 του ν. 2844/2000, ήτοι η δημοσίευση του εντύπου που καθορίστηκε με την υπ' αριθμ. 161/337/2003 (ήδη ΥΑ 207/2020) απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης στο Ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος με το σχετικό απόσπασμα των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων απ' όπου θα φαίνεται η καταχώριση της μεταβίβασης της απαίτησης του καθ' ου η εκτέλεση. Η κοινοποίηση των εγγράφων αυτών είναι αρκετή και ανταποκρίνεται πλήρως στη νομοτυπική μορφή των εγγράφων που αξιώνει το άρθρο 925 παρ. 1 ΚΠολΔ (βλ. ΕφΘεσ 177/2022, ΕΑ 832/2022, Εφ.Πειρ. 585/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

Με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση ανακοπής η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η καθ’ ης δε νομιμοποιείται ενεργητικά στην επίσπευση των ανακοπτόμενων πράξεων εκτέλεσης αιτούμενη την ακύρωσή τους. Ειδικότερα ισχυρίζεται ότι κατά την επίδοση σε αυτή (ανακόπτουσα) της από 08.11.2024 επιταγής προς πληρωμή, η καθ'ης δεν της συγκοινοποίησε ολόκληρες τις συμβάσεις διαχείρισης απαιτήσεων, που να περιλαμβάνουν κατ' ελάχιστο περιεχόμενο σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 ν. 4354/2015 τις προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης τις πράξεις διαχείρισης που ανατίθενται, την καταβλητέα αμοιβή διαχείρισης παρά μόνο περιλήψεις αυτών, με συνέπεια να μην έχει τηρηθεί ο νόμιμος συστατικός τύπος της σύμβασης διαχείρισης κατ' άρθρο 2 παρ. 2 ν. 4354/2015 και να μην αποδεικνύεται ότι ότι η αληθής δικαιούχος αλλοδαπή εταιρία ειδικού σκοπού, προέβη πράγματι στην ανάθεση της συγκεκριμένης ένδικης απαίτησης προς την καθ' ης. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι μη νόμιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος καθόσον, σύμφωνα με τα αναλυτικά διαλαμβανόμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, αρκεί η κοινοποίηση των περιλήψεων των συμβάσεων που κσταχωρίσθηκαν στα Δημόσια Βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, χωρίς να απαιτείται η κοινοποίηση ολόκληρων των συμβάσεων, ούτε η σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων ή η κοινοποίηση νέου παραρτήματος προσαρτημένου στη σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, αφού η σύμβαση διαχείρισης αφορά στο σύνολο των απαιτήσεων που μεταβιβάζονται με τη σύμβαση μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων στην αλλοδαπή εταιρία ειδικού σκοπού, η οποία εν συνεχεία αναθέτει τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών σε αυτήν απαιτήσεων στην καθ'ης σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. γ' ν. 4354/2015, περί εξάρτησης παραγωγής των έννομων αποτελεσμάτων της σύμβασης μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, από τη σύναψη σύμβασης διαχείρισης αυτών. Πλέον ειδικότερα, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, δεν απαιτείται προς απόδειξη της ενεργητικής νομιμοποίησης της εταιρίας διαχείρισης η κοινοποίηση του παραρτήματος, από το οποίο να προκύπτει ότι η επίδικη απαίτηση έχει ανατεθεί στην ως άνω εταιρία προς διαχείριση, αλλά αρκεί προς τούτο η κοινοποίηση του παραρτήματος της σύμβασης εκχώρησης, από το οποίο να ταυτοποιείται η ένδικη απαίτηση. Συναφώς δεν απαιτείται να αναφέρονται στην σύμβαση διαχείρισης οι προς διαχείριση απαιτήσεις, αφού αυτές περιγράφονται στο παράρτημα της σύμβασης εκχώρησης και σύμφωνα με το άρθρο 10 ν. 3156/2003, η εγγραφή της ανάθεσης διαχείρισης αφορά στις απαιτήσεις που μεταβιβάστηκαν, σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρου 10, όπως σημειώθηκε παραπάνω.

 

II. Από τη διάταξη του άρθρου 626 παρ. 2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι, το δικόγραφο της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να περιέχει: α) όσα ορίζουν τα άρθρα 118 και 117 και το άρθρο 119 παρ. 1 του Κώδικα αυτού, β) αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής και γ) την απαίτηση και το ακριβές ποσό των χρημάτων ή των χρεογράφων, με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους, των οποίων ζητείται η καταβολή, ενώ, σύμφωνα με την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, στην αίτηση του δικαιούχου για την έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα, από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό αυτής. Από τις διατάξεις αυτές, που δεν περιλαμβάνουν παραπομπή στο άρθρο 216 παρ. 1 περ. α' ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 623 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι στο δικόγραφο της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής, για τον προσδιορισμό της χρηματικής απαίτησης για την οποία ζητείται η έκδοσή της ούτως ώστε να πληρούται ο αντίστοιχος νόμιμος όρος δεν απαιτείται να παρατίθεται το σύνολο των γενεσιουργών της απαίτησης περιστατικών, αλλά αρκεί η παράθεση πραγματικών περιστατικών που να εξατομικεύουν την απαίτηση υπό την άποψη αντικειμένου, είδους και τρόπου γένεσής της και που να δικαιολογούν συμπέρασμα αντίστοιχης συγκεκριμένης οφειλής εκείνου, κατά του οποίου απευθύνεται η αίτηση έναντι του αιτούντος (ΑΠ 330/2012 και ΑΠ 15/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 110/2008 ΕπισκΕμπΔ 2008. 740). Ειδικότερα, στην αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής από δανειακή σύμβαση, αρκεί να αναφέρεται η σύμβαση μεταξύ των διαδίκων, η συμφωνία περί αναγωγής του αποσπάσματος των βιβλίων της τράπεζας σε έγγραφο απόδειξης της απαίτησης και του ύψους αυτής το οριστικό κλείσιμο ή η καταγγελία της σύμβασης το ύψος του οριστικού καταλοίπου, καθώς και το απόσπασμα κίνησης του λογαριασμού, δίχως να είναι ανάγκη να εμπεριέχονται στο περιεχόμενο της αίτησης τα επιμέρους κονδύλια χρεοπιστώσεων του λογαριασμού κίνησης εφόσον αυτά εκτίθενται στο συνημμένο στην αίτηση αντίγραφο ή απόσπασμα του λογαριασμού (βλ. ΑΠ 370/2012 ΧρΙΔ 2012. 609). Ως εκ τούτου, δεν απαιτείται να αναφέρεται στη διαταγή πληρωμής (ή στην αίτηση για την έκδοσή της) το επιτόκιο, βάσει του οποίου υπολογίζονται οι τόκοι, αφού δεν αποτελεί στοιχείο της αίτησης ή της διαταγής πληρωμής ούτε είναι αναγκαία η παράθεση του ποσοστού του επιτοκίου, βάσει του οποίου καθορίζονται τα κονδύλια των τόκων, που περιλαμβάνονται στον λογαριασμό, αφού τα λοιπά σταθερά στοιχεία (κεφάλαιο -χρόνος) επιτρέπουν τον υπολογισμό του επιτοκίου βάσει απλών αριθμητικών πράξεων. Εξάλλου, η περιλαμβανόμενη στη σύμβαση ειδική συμφωνία ότι η οφειλή του δανειολήπτη προς την τράπεζα, που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο της σύμβασης θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας είναι, ως δικονομική σύμβαση, έγκυρη. Το απόσπασμα αυτό, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου, το αντίγραφο δε αυτού έχει αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, εφόσον η ακρίβειά του βεβαιώνεται από αρμόδια αρχή ή Δικηγόρο (άρθρα 449 παρ. 1 ΚΠολΔ, 52 Ν.Δ. 3026/1954, 14 Ν. 1599/1986). Στην περίπτωση, όμως των μηχανογραφικώς τηρούμενων εμπορικών βιβλίων, η εκτύπωση του αποσπάσματος των βιβλίων αυτών, που περιέχονται σε ηλεκτρονική μορφή εντός του υπολογιστή, με τη σχετική βεβαίωση της γνησιότητας της εκτύπωσης από τον υπάλληλο που ενήργησε την εκτύπωση, αποτελεί το πρωτότυπο έγγραφο, που έχει εις χείρας της η τράπεζα προς απόδειξη του περιεχομένου του εξαχθέντος από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή αποσπάσματος των βιβλίων της. Συνεπώς το απόσπασμα αυτό μπορεί, σε συνδυασμό με την έγγραφη σύμβαση της πίστωσης να στηρίξει κατά νόμο την έκδοση διαταγής πληρωμής κατά του πιστούχου, ο οποίος δύναται πάντως να αμφισβητήσει το ύψος των περιεχομένων στο απόσπασμα κατ' ιδίαν κονδυλίων πιστοχρεώσεων (βλ. ΑΠ 570/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1472/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

Με τον δεύτερο λόγο της υπό κρίση ανακοπής, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η με αριθμό ………../2008 διαταγή πληρωμής και η από 08.11.2024 επιταγή προς πληρωμή είναι άκυρες, καθόσον περιγράφουν την απαίτηση κατά τρόπο αόριστο, που δημιουργεί αμφιβολίες για τον ορθό υπολογισμό της και ειδικότερα δεν προσδιορίζεται το είδος των τόκων (συμβατικοί, υπερημερίας) και σε ποιό ύψος του κεφαλαίου αφορούν, δεν προσδιορίζεται το ποσό των τόκων υπερημερίας ούτε και η έναρξη της τοκοφορίας με συνέπεια η απαίτηση να μην είναι εκκαθαρισμένη. Ζητεί δε, την ακύρωση της ως άνω πράξης αναγκαστικής εκτέλεσης. Ο ως άνω λόγος ανακοπής είναι μη νόμιμος και πρέπει να απορριφθεί, διότι δεν είναι αναγκαίο να περιλαμβάνεται στη διαταγή πληρωμής και στην αίτηση για την έκδοση αυτής ο τρόπος, με τον οποίο υπολογίστηκε και διαμορφώθηκε το κατάλοιπο της δανειακής συμβάσεως (μετά από τυχόν καταβολές του δανειολήπτη), δοθέντος ότι ο τρόπος υπολογισμού και διαμόρφωσης αυτού προκύπτει από το προσκομισθέν προς απόδειξη της απαίτησης της καθ' ης απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της. Εξάλλου, το επιτόκιο (συμβατικό και υπερημερίας) δεν απαιτείται να αναφέρεται στα προσκομιζόμενα για την έκδοση της διαταγής πληρωμής αποσπάσματα της κίνησης του τηρηθέντος για την εξυπηρέτηση της δανειακής σύμβασης λογαριασμού, διότι αυτό προκύπτει από την δανειακή σύμβαση, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι η περιλαμβανόμενη στη σύμβαση ειδική συμφωνία ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια, που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο του μεταξύ τους λογαριασμού, θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της είναι, ως δικονομική σύμβαση, έγκυρη και συνεπώς δύναται, σε συνδυασμό με την έγγραφη σύμβαση της πιστώσεως, να στηρίξει κατά νόμον την έκδοση διαταγής πληρωμής κατά του πιστούχου, ο οποίος μπορεί να αμφισβητήσει το ύψος των περιεχομένων στο απόσπασμα κατ' ιδίαν κονδυλίων πιστοχρεώσεως (βλ. ΑΠ 1808/2013 ΧρΙΔ 2014. 621), όπως επισημάνθηκε και στις προηγηθείσες νομικές σκέψεις της παρούσας.

 

III. Κατά τη διάταξη του άρθρου 249 ΑΚ, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά οι αξιώσεις παραγράφονται σε είκοσι χρόνια. Στη γενική δε αυτή εικοσαετή παραγραφή υπόκεινται και οι αξιώσεις από δάνειο (806 ΑΚ). Ωστόσο, κατά τις διατάξεις των άρθρων 250 αρ. 15 και 253 ΑΚ, ο χρόνος παραγραφής των τόκων και των χρεωλύτρων είναι πενταετής και αρχίζει από τη λήξη του έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη. Χρεώλυτρο, κατά την έννοια του πρώτου των άρθρων τούτων, είναι το αποδιδόμενο μέρος του οφειλώμενου κεφαλαίου, το οποίο καταβάλλεται, είτε κεχωρισμένως είτε κατόπιν αθροίσεως και των τόκων, οπότε σχηματίζεται το τοκοχρεώλυτρο. ’Οταν ο δανειστής έχει το δικαίωμα, σύμφωνα με τους όρους της δανειακής συμβάσεως να την καταγγείλει προώρως αν δεν πληρωθούν οι δόσεις, τότε όλες οι οφειλώμενες περιοδικές εκ του δανείου δόσεις, αφορώσες χρεώλυτρο ή τοκοχρεώλυτρο ή τόκο, γίνονται απαιτητές. Με την καταγγελία η σύμβαση του δανείου λύεται και επομένως ενεργοποιείται ο συμβατικός όρος, που παρέχει στο δανειστή το δικαίωμα να αξιώσει την άμεση πληρωμή από τον οφειλέτη ολοκλήρου του οφειλομένου κεφαλαίου, καθώς και τους τόκους υπερημερίας από την καταγγελία. Το δάνειο συνεπώς είναι τοκοχρεωλυτικό, με την έννοια ότι έχει συνομολογηθεί η εξόφλησή του δια καταβολής είτε χρεωλύτρων και τόκων κεχωρισμένως, είτε ενιαίων τοκοχρεωλύτρων, υπό την αίρεση της εμπρόθεσμης και προσήκουσας καταβολής των δόσεων. Μόνον, όμως, όταν η αίρεση πληρωθεί και καταγγελθεί το δάνειο, δεν οφείλονται πλέον δόσεις, αλλά ολόκληρο το μέχρι τότε ανεξόφλητο κεφάλαιο και η αξίωση του δανειστή προς απόδοση του δανείου υπόκειται στη συνήθη εικοσαετή παραγραφή, ενώ αν δεν γίνει καταγγελία, η αξίωση των περιοδικών δόσεων, αφού αυτές διατηρούν την αυθυπαρξία τους υπόκεινται στην πενταετή παραγραφή, (ΑΠ 1440/2017 Δημοσίευση www.areiospagos.gr). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 634 παρ. 1 ΚΠολΔ, η επίδοση της διαταγής πληρωμής διακόπτει την παραγραφή. Από τις διατάξεις των άρθρων 262 παρ. 1 ΚΠολΔ και 249, 250 επ. και 277 του ΑΚ συνάγεται ότι, για να είναι ορισμένη η ένσταση πενταετούς παραγραφής περιοδικών παροχών που αναφέρονται σε τοκοχρεωλυτικές δόσεις πρέπει να εκτίθενται προς θεμελϊωση της: α) ο χρόνος γέννησης κάθε περιοδικής παροχής β) το ύψος κάθε μιας περιοδικής παροχής ανά έτος εφόσον οι τόκοι που συνιστούν την περιοδική παροχή δεν εξάγονται για όλη τη μελλοντική περίοδο βάσει σταθερού κεφαλαίου, διαφορετικά η ένσταση είναι αόριστη, γ) ο χρόνος έναρξης της παραγραφής κάθε επιμέρους παροχής για να είναι ευχερής ο προσδιορισμός του χρόνου συμπλήρωσης της πενταετούς παραγραφής για κάθε μια από αυτές και ο χρόνος επίδοσης της διαταγής πληρωμής προκειμένου να διαπιστωθεί αν, με αφετηρία το ανωτέρω χρονικό σημείο και μέχρι της επιδόσεως της διαταγής πληρωμής από της οποίας διακόπτεται η παραγραφή, συμπληρώθηκε ο χρόνος αυτής (ΑΠ 623/2011, Εφ.Θεσ. 422/2025 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της υπό κρίση ανακοπής η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η ανακοπτόμενη επιταγή προς πληρωμή περιλαμβάνει παραγραφόμενους τόκους, όπως αναλύονται στο δικόγραφο της ένδικης ανακοπής, αλλά και τόκους τόκων, των οποίων το ύψος είναι αδύνατο να υπολογιστεί, με συνέπεια να καθίσταται άκυρη στο σύνολό της η ως άνω επιταγή προς πληρωμή. Ο λόγος αυτός θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, λόγω αοριστίας, καθόσον δεν εκτίθενται τα αναφερόμενα στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη στοιχεία, δεδομένου ότι δεν διευκρινίζεται αν τα ποσά των παραγραφέντων τόκων αφορούν σε τόκους κεφαλαίου ή τόκους υπερημερίας, ενώ η ανακόπτουσα καταλήγει σε αυθαίρετα ποσά, των οποίων αιτείται την ακύρωση, χωρίς να αναφέρεται η μέθοδος συναγωγής τους.

 

IV. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281ΑΚ, 116 και 933 ΚΠολΔ, 20 § 1 και 25 § 3 του Συντάγματος συνάγεται ότι άσκηση ουσιαστικού δικαιώματος, που ανήκει στο δημόσιο δίκαιο, αποτελεί και η μέσω αναγκαστικής εκτελέσεως πραγμάτωση της απαίτησης του δανειστή. Επομένως, λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ μπορεί να αποτελέσει και η αντίθεση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως στα αντικειμενικά όρια του άρθρου 281 ΑΚ και η εντεύθεν ακυρότητα της εκτελέσεως, ήτοι και όταν υφίσταται προφανής δυσαναλογία μεταξύ του χρησιμοποιούμενου μέσου και του επιδιωκόμενου σκοπού, ασκούμενου του σχετικού δικονομικού δικαιώματος με κακοβουλία, κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη ή την καλή πίστη (ΑΠ 724/2017, ΑΠ 893/2008 www.areiospagos.gr). Περαιτέρω, οι πράξεις του υπόχρεου και η διαμορφωθείσα υπέρ αυτού κατάσταση πραγμάτων, είναι αναγκαίο να τελούν σε αιτιώδη σχέση προς την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως, τις συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά δεν συγχωρείται να επικαλεσθεί ο υπόχρεος προς απόκρουση του δικαιώματος (Ολ. ΑΠ 62/1990, ΑΠ 563/2003 ΤΝΠ Νόμος). Μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος κατ' άρθρου 281ΑΚ, παρά μόνον αν τούτο μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιπτώσεις, ως λ.χ. όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος, Έλλειψη όμως συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής, όπως έχει δικαίωμα από τη σύμβαση, αποφασίζει να εισπράξει την απαίτησή του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας (διαχειρίσεως) αυτός μπορεί να αποφασίζει, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και δη προφανής των αρχών της καλής πίστεως, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος (Ολ. ΑΠ 5/2011, ΑΠ 1202/2018, ΑΠ 535/2015, ΑΠ 91/2011, ΑΠ 823/2010 www.areiospagos.gr). Εξάλλου, κατά την παρ. 2 του άρθρου 951 ΚΠολΔ, η κατάσχεση δεν επιτρέπεται να επεκταθεί σε περισσότερα από όσα χρειάζονται για να ικανοποιηθεί η απαίτηση και για να καλυφθούν τα έξοδα της εκτέλεσης. Με την τελευταία αυτή διάταξη, η ρύθμιση της οποίας αποτελεί έκφανση της γενικής αρχής του ΚΠολΔ για την απαγόρευση καταχρηστικής διαδικαστικής συμπεριφοράς, επιβάλλεται ο περιορισμός της κατάσχεσης σε τόσα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη όσα απαιτούνται προς ικανοποίηση της απαίτησης και κάλυψη των εξόδων εκτέλεσης, σκοπό δε έχει να αποτρέψει την από τον δανειστή υπερβολική καταπίεση του οφειλέτη διά της δέσμευσης δυσανάλογης προς την απαίτηση περιουσίας. Η εν λόγω διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται σε συνδυασμό με τα άρθρα 25 παρ. 3 του Συντάγματος και 281 ΑΚ, κατά τους κανόνες της καλής πίστης και των χρηστών ηθών και με ευρύτητα, διότι η κατάσχεση κατατείνει στην ικανοποίηση όχι μόνον του επισπεύδοντος, αλλά και άλλων δανειστών, οι οποίοι πρόκειται να αναγγελθούν. Η συνέπεια της παράβασης της διάταξης δεν είναι η ακυρότητα της κατάσχεσης συνολικά, αλλά ο περιορισμός σε ανάλογα περιουσιακά στοιχεία με δικαστική απόφαση, κατόπιν ανακοπής του οφειλέτη της διάταξης του άρθρου 933 παρ.1 ΚΠολΔ. Η αξία των κατασχεθέντων αποτελεί ζήτημα παρεμπιπτόντως ερευνώμενο από το Δικαστήριο, λαμβανομένης υπόψη και της εκτίμησης αυτής από την κατασχετήρια έκθεση. Απαραίτητα στοιχεία για το ορισμένο του σχετικού λόγου είναι ο προσδιορισμός: α) Του κατασχεμένου, στο οποίο θα περιοριστεί η κατάσχεση, β) της αξίας αυτού, από την οποία εξαρτάται το πλειστηρίασμα και γ) των απαιτήσεων του επισπεύδοντος και των λοιπών δανειστών, οι οποίοι πρόκειται να αναγγελθούν (ΑΠ 551/2005, ΕφΠειρ 592/2024, ΕφΠειρ 600/2022 σε Νίΐρ5://νννννν.€Τβ1:βίο-ρβϊΓ.9Γ/ ΕφΑιγ 16/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, εκτός της προβλεπομένης μη αναγκαίας επέκτασης της κατάσχεσης σε περισσότερα περιουσιακά στοιχεία, η κατάσχεση δύναται να κριθεί καταχρηστική και υπό άλλες προϋποθέσεις, όπως όταν το κατασχεθέν έχει αξία δυσανάλογα μεγαλύτερη του ύψους της απαίτησης του επισπεύδοντος και των λοιπών δανειστών, οι οποίοι αναμένεται να αναγγελθούν, όταν υπάρχουν άλλα πράγματα δεκτικά κατάσχεσης ελάσσονος αξίας, που υπερκαλύπτουν την απαίτηση αυτή ή όταν υπάρχουν και άλλα περιουσιακά στοιχεία και το κατασχεθέν αποτελεί, εν γνώσει του κατασχόντος, ουσιώδες για την επιβίωση του οφειλέτη και της οικογένειας του στοιχείο ή τον μοναδικό χώρο, όπου ασκεί την επαγγελματική του δραστηριότητα. Στις περιπτώσεις αυτές (και σε άλλες παρόμοιες) δεν τίθεται ζήτημα περιορισμού της κατάσχεσης αλλά ακύρωσης αυτής κατόπιν ανακοπής του άρθρου 933 του ΚΠολΔ (ΕφΑνΚρ 19/2024, 182/2024, ΕφΑΘ. 1543/2022, ΕφΑΘ 2634/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

Στην προκειμένη περίπτωση η ανακόπτουσα, με τον πέμπτο λόγο της ανακοπής κατά τη δέουσα εκτίμηση του περιεχομένου του, ισχυρίζεται ότι η επισπευδόμενη σε βάρος της διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης αντίκειται στα χρηστά ήθη και στην καλή πίστη, επειδή με την κατάσχεση του ακινήτου της που εκτιμήθηκε στο ποσό των 90.000 ευρώ, παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας καθόσον η καθ' ής έχει επιβάλει αναγκαστική κατάσχεση στην πρώτη κατοικία της ανακόπτουσας για το ποσό των 20.000 ευρώ, η αξία δηλαδή του κατασχεθέντος ακινήτου δεν τελεί σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό της ικανοποίησης της καθ'ής. Ότι διαθέτει έτερα ακίνητα, τα οποία παραθέτει αναλυτικά στην ανακοπή, και τα οποία δύνανται να υπερκαλύψουν την απαίτηση της καθ' ης χωρίς η τελευταία να υφίσταται βλάβη. 'Ότι η ανακόπτουσα είναι ηλικίας 77 ετών και πάσχει από σοβαρά προβλήματα υγείας με αποτέλεσμα η επισπευδόμενη σε βάρος της αναγκαστική εκτέλεση να έχει ιδιαίτερα επαχθείς συνέπειες για την ίδια και να της προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη. Ότι επιπροσθέτως έγιναν προσπάθειες ρύθμισης της ένδικης οφειλής ενώ ο υιός της πρωτοφειλέτης έχει υποβάλλει την από 13.11.2024 αίτηση για την ένταξή του στον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών του ν. 4738/2020. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι νόμιμος στηριζόμενος στις προμνησθείσες διατάξεις και θα πρέπει να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

 

Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα της ανακόπτουσας που εξετάστηκε ενώπιον του ακροατηρίου και η οποία (κατάθεση) περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης (η καθ'ης δεν επιμελήθηκε την εξέταση μάρτυρα) και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, αποδείχθηκαν τα εξής. Δυνάμει της με αριθμό ………./2008 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η ανακόπτουσα υποχρεώθηκε εις ολόκληρον με έτερους συνοφειλέτες (μη διαδίκους), να καταβάλει στην πιστώτρια «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΉΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.» το ποσό των 64.306,46 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, για απαίτηση που πηγάζει από την με αριθμό …/08.11.2004 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, που καταρτίστηκε ανάμεσα στην εταιρία με την επωνυμία «……………………… Ο.Ε.» και την ως άνω πιστώτρια τράπεζα, υπέρ της οποίας εγγυήθηκ, μεταξύ άλλων, και η ανακόπτουσα. Ακολούθως, η καθ' ης επέδωσε στην ανακόπτουσα την από 08.11.2024 επιταγή προς πληρωμή, επιτάσσοντάς τη να της καταβάλει το ως άνω ποσό με τους νόμιμους τόκους. Με την από 18.11.2024 εντολή προς εκτέλεση του πληρεξούσιου δικηγόρου της καθ' ης, Αθανασίου Χαρακτινιώτη, δόθηκε η εντολή στην δικαστική επιμελήτρια στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………………………………, να προβεί στην αναγκαστική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της οφειλέτιδας και συγκεκριμένα επί του δικαιώματος της πλήρους κυριότητας σε ποσοστό 100% μια οριζόντιας ιδιοκτησίας, εμβαδού 70 τ.μ., που βρίσκεται στον Δήμο Περιστεριού Δυτικού Τομέα, της Περιφερειακής Ενότητας Δυτικού Τομέα Αθήνας, της Περιφέρειας Αττικής με ΚΑΕΚ………………………………………. Δυνάμει δε της με αριθμό ………………………./19.11.2024 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστική επιμελήτρια στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …, κατασχέθηκε αναγκαστικά το ως άνω ακίνητο της ανακόπτουσας και ορίστηκε η διενέργεια ηλεκτρονικού πλειστηριασμού την 02.07.2025 ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών …, με τιμή πρώτης προσφοράς το ποσό των 90.000 ευρώ. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι το εν λόγω ακίνητο, εμβαδού 70 τ.μ., αποτελεί την μοναδική πρώτη κατοικία της αιτούσας η οποία είναι ηλικίας 77 περίπου ετών με προβλήματα υγείας αφού πάσχει από σακχαρώδη διαβήτη, ενώ τα μηνιαία εισοδήματά της δεν υπερβαίνουν το ποσό των 665 ευρώ. Διαθέτει έτερη περιουσία και συγκεκριμένα είναι κυρία σε ποσοστό 95,24% εξ αδιαιρέτου ενός ακινήτου, εμβαδού12 τ.μ., στο Κεράσοβο Ιωαννίνων, σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ενός γεωτεμαχίου, εμβαδού 1000 τ.μ., στο Κεράσοβο Ιωαννίνων (θέση Αλώνι) και σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ενός γεωτεμαχίου, εμβαδού 1000 τ.μ., στο Κεράσοβο Ιωαννίνων (θέση Παντζάρι), Πρόκειται για τουριστική περιοχή, κοντά στα Ζαγοροχώρια του Νομού Ιωαννίνων, με αγοραστικό ενδιαφέρον. Επίσης διαθέτει και την επικαρπία ενός διαμερίσματος στο Ίλιον Αττικής όπου διαμένει ο υιός της. Με βάση τα παραπάνω, αποδεικνύεται ότι υφίσταται έτερος τρόπος ικανοποίησης της δανείστριας-καθ' ης χωρίς να παραβιάζεται το δικαίωμα του επισπεύδοντος προς αναγκαστική ικανοποίηση της απαίτησής του, εφόσον, σκοπός του νόμου είναι η ικανοποίησή του δανειστή κατά τον δυνατόν λιγότερο επαχθή για τον οφειλέτη τρόπο. Εξάλλου, η ανακόπτουσα επικαλείται προηγούμενη συμπεριφορά της καθ’ης που να της δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα προβει στην άσκηση του δικαιώματος της, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην προηγηθεισα νομική σκέψη και ειδικότερα προσπάθεια ρύθμισης της οφειλής και ένταξης του πρωτοφειλέτη-υιού της … στον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών του ν. 4738/2020 με την από 13.11.2024 αίτησή του. Τα παραπάνω στοιχειοθετούν υπέρβαση και μάλιστα προφανή των αρχών της καλής πίστης των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του συμβατικού δικαιώματος της καθ' ης η ανακοπή, η οποία επέλεξε να επιβάλει αναγκαστική κατάσχεση στην μοναδικής της κατοικία, ούσα η ανακόπτουσα σε προχωρημένη ηλικία, ενώ υφίστανται έτερα περιουσιακά στοιχεία, ικανά να εξασφαλίσουν την απαίτηση της καθ’ης με μικρότερη βλάβη της ανακόπτουσας παραβιάζοντας την αρχή της αναλογικότητας σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν αναλυτικά ανωτέρω. Συνεπώς ο ως άνω λόγος ανακοπής θα πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος και να ακυρωθούν η από 18.11.2024 εντολή προς εκτέλεση του πληρεξούσιου δικηγόρου της καθ’ης Αθανασίου Χαρακτινιώτη, καθ’ο μέρος δίδεται η εντολή κατάσχεσης στο συγκεκριμένο διαμέρισμα της ανακόπτουσας και η με αριθμό ………/19.11.2024 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ….

 

Κατόπιν των ανωτέρω, ο σχετικός λόγος ανακοπής θα πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος παρελκούσης της εξέτασης του τέταρτου λόγου ανακοπής που κατατείνει στην ακύρωση της προσβαλλόμενης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης και να ακυρωθούν η από 18.11.2024 εντολή προς εκτέλεση του πληρεξούσιου δικηγόρου της καθ’ης Αθανασίου Χαρακτινιώτη, καθ’ο μέρος δίδεται η εντολή κατάσχεσης στο συγκεκριμένο διαμέρισμα της ανακόπτουσας και η με αριθμό …………/19.11.2024 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών Μυρτούς Σιώρη, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος τα δικαστικά έξοδα της ανακόπτουσας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της καθ' ης ανάλογα με την έκταση της νίκης και της ήττας καθενός διαδίκου (άρθρο 178 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό, λαμβανομένου υπόψη ότι η αξία του αντικειμένου της υπό κρίση ανακοπής, προκειμένου να υπολογισθούν τα δικαστικά έξοδα, ταυτίζεται πάντοτε εκ των πραγμάτων με το χρηματικό ποσό, για το οποίο επισπεύδεται η εκτέλεση και όταν ακόμη η προσβαλλόμενη με την ανακοπή αντίρρηση δεν αφορά στην ίδια την απαίτηση, αλλά στο κύρος καθεαυτό των πράξεων εκτέλεσης (ΑΠ 1117/1993 ΕλΔ 1195.621).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ την ανακοπή αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ ΕΝ ΜΕΡΕΙ την ανακοπή.

 

ΑΚΥΡΩΝΕΙ την από 18.11.2024 εντολή προς εκτέλεση του πληρεξούσιου δικηγόρου της καθ’ης Αθανασίου Χαρακτινιώτη, προς την δικαστική επιμελήτρια στο Πρωτοδικείο Αθηνών …, καθ'ο μέρος δίδεται η εντολή κατάσχεσης στο συγκεκριμένο διαμέρισμα της ανακόπτουσας και την με αριθμό ………/19.11.2024 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών…………………….

 

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την καθ’ης στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της ανακόπτουσας τα οποία ορίζει στο ποσό των ………………..ευρώ.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Αθήνα, στο ακροατήριό του, και σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, την 23η Μαΐου 2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ