ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜΠρΑθ 1354/2024

 

Κατάσχεση εις χείρας τρίτου και προθεσμία ανακοπής αυτής -.

 

Από τα συγκοινοποιηθέντα με την επιταγή προς πληρωμή έγγραφα και δη από τα συνημμένα σε αμφότερες τις συμβάσεις πωλήσεις, αποσπάσματα εξαχθέντα εκ του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, δεν ταυτοποιούνται, κατά παράβαση του αρ. 925 ΚΠολΔ, τα στοιχεία της εκχωρούμενης απαίτησης, εφόσον σε αυτά αναγράφεται μόνο το όνομα της πιστούχου πρωτοφειλέτριας εταιρείας, ενώ δεν αναγράφεται, ούτε το ποσό της οφειλής, ούτε το μεταβιβασθέν ποσό, με αποτέλεσμα να μην αποδεικνύεται ότι μεταξύ των εκχωρηθεισών απαιτήσεων, συμπεριλαμβάνεται και η επίδικη. Δεκτή η ανακοπή, ακυρώνεται η επιταγή προς εκτέλεση και το κατασχετήριο εις χείρας των Τραπεζικών Ιδρυμάτων ως τρίτων.

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Πειραιώς Γεωργίου Καλτσά)

 

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΑΝΑΚΟΠΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 1354/2024

 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Δικαστή Νικόλαο Ασκιανάκη, Πρωτόδικη, που ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Αθηνών, και από τη Γραμματέα Αναστασία Καραγγελή.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του την 14η Μάϊου 2024, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ - ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ - ΚΑΘ’ ΗΣ ΟΙ ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ ΑΝΑΚΟΠΗΣ: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία ... ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» (πρώην Β2Kapital ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ) και το διακριτικό τίτλο … Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π.», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, επί της λεωφόρου ..., με Α.Φ.Μ. ... Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών, Αρ.Γ.Ε.ΜΗ. ... όπως νόμιμα εκπροσωπείται και έχει νομίμως αδειοδοτηθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος με την υπ' αριθμόν 241/10/31.7.2017 Απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, υπό την ιδιότητά της ως Εταιρείας Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παράγραφος 4 του Ν. 4354/2015 και την υπ' αριθμόν 118/2017 Πράξη της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος, ως μη δικαιούχου διαδίκου, εντολοδόχου, ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσώπου, αντικλήτου και διαχειρίστριας, δυνάμει της από 16.11.2018 Σύμβασης διαχείρισης, όπως αυτή τροποποιήθηκε με τις από 12.06.2020, 01.12.2020 και 21.05.2021 συμπληρωματικές συμφωνίες και του υπ’ αριθ. ./16.07.2021 Ειδικού Πληρεξουσίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών … της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία ..., με Αριθμό Μητρώου ... και έδρα στο ..., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, ως ειδικής διαδόχου της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία ... με Αριθμό Μητρώου ... και έδρα στο Λουξεμβούργο, οδός ... όπως νόμιμα εκπροσωπείται, λόγω τιτλοποίησης αξιώσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, δυνάμει της από 16 Οκτωβρίου 2018 Σύμβασης Πώλησης και Μεταβίβασης Απαιτήσεων, αντίγραφο της οποίας έχει νομίμως καταχωρηθεί στα Δημόσια Βιβλία του Ν. 2844/2000 και Ειδικότερα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αριθμό Πρωτοκόλλου ./29.10.2018, η οποία τελευταία εταιρία είχε καταστεί ειδική διάδοχος λόγω τιτλοποίησης αξιώσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία « ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και το διακριτικό τίτλο ..., η οποία εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού ... Α.Φ.Μ. ... Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών και Αρ.Μ.Α.Ε.  ..., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, δυνάμει της από 13 Μαρτίου 2018 Σύμβασης Πώλησης και Μεταβίβασης Απαιτήσεων, αντίγραφο της οποίας έχει νομίμως καταχωρηθεί στα Δημόσια Βιβλία του Ν. 2844/2000 και Ειδικότερα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου .../23.3.2018, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της ... (Α.Μ.Δ.Σ.Α. ...) η οποία κατέθεσε προτάσεις.

 

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ - ΑΝΑΚΟΠΤΩΥΣΩΝ - ΔΙΑ ΠΡΟΣΘΕΤΩΝ ΛΟΓΩΝ ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΩΝ: 1. ... χήρας ... κατοίκου Αχαρνών Αττικής ..., με Α.Φ.Μ. ... και 2. ... κατοίκου ομοίως, με Α.Φ.Μ. ... οι οποίες παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Γεωργίου Καλτσά (Α.Μ. Δ.Σ.Πειρ. 003231), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

 

Οι καθ' ων η κλήση - ανακόπτουσες ζητούν να γίνει δεκτή η από 16-12-2022 ανακοπή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ./16-12-2022, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 17ης-04-2029, κατόπιν δε σχετικής αίτησης επίσπευσης της καθ’ ης η ανακοπή με την από 1-06-2023 και με αριθμό έκθεσης δικογράφου ./9-06-2023 κλήση της, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο. Περαιτέρω, οι ανακόπτουσες - δια προσθέτων λόγων ανακόπτουσες ζητούν να γίνει δεκτό το από 23-11-2023 δικόγραφο πρόσθετων λόγων ανακοπής, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό ... έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ./24-11-2023, που προσδιορίστηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

 

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ των υποθέσεων και μετά την εκφώνησή τους από το σχετικό πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά, όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

 

Ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου εκκρεμούν τα εξής δικόγραφα: α) η από 16-12-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ./16-12- 2022 ανακοπή και β) το από 23-11-2023 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ./24-11-2023 δικόγραφο προσθέτων λόγων, που πρέπει να συνεκδικαστούν λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, επιπροσθέτως δε διότι με τον τρόπο αυτό διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων αυτής (άρθρο 246, 285 και 585 παρ. 2 εδ. β' ΚΠολΔ).

 

Με την υπό κρίση ανακοπή τους και τους πρόσθετους λόγους αυτής, οι ανακόπτουσες ζητούν, για τους εκτιθέμενους λόγους, να ακυρωθούν αφενός η από 7-09-2022 επιταγή προς πληρωμή που έχει τεθεί κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ' αριθ. ./2016 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και αφετέρου το από 2-12-2022 κατασχετήριο της καθ' ης εις χείρας α) της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», β) της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.», γ) της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΕURΟΒΑΝΚ Α.Ε.», δ) της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.», ε) της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΟΡΤΙΜΑ ΒΑΝΚ Α.Ε.» και στ) της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «VIVΑΒΑΝΚ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και τον διακριτικό τίτλο «VIVΑΒΑΝΚ Α.Ε.», καθώς και να καταδικασθεί η καθ’ ης στην πληρωμή των δικαστικών τους εξόδων.

 

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η ανακοπή, αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (αρ. 933 παρ. 1 και 2,583, 584, 22 ΚΠολΔ), για να συζητηθεί κατά την προκειμένη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών {άρθρα 937 § 3 και 614 σε συνδ. με 591 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν πλέον, λόγω της επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση, βάσει της οποίας επισπεύδεται η προσβαλλόμενη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, μετά την 01.01.2016, ημερομηνία έναρξης ισχύος Ν. 4335/2015 - βλ. άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2, 3 και 4 Ν. 4335/2015, και όπως η παρ. 3 του άρθρου 937, που είχε αντικατασταθεί από το άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ. 2 ν. 4335/2015, ισχύει μετά την εκ νέου αντικατάστασή της από το άρθρο 59 ν. 4842/2021 (ΦΕΚ Α 190/13-10-2021) σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 116 παρ. 6 περ. β’ ν. 4842/2021, κατά την οποία το άρθρο 937, όπως τροποποιείται με το άρθρο 59, εφαρμόζεται για τις αποφάσεις που θα δημοσιευθούν μετά την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου, ήτοι μετά τις 1-1-2022 (άρθρο 120 ν. 4842/2021). Περαιτέρω, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα, δηλαδή εντός της οριζόμενης, κατ’ άρθρο 934 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ, προθεσμίας των σαράντα πέντε (45) ημερών από την επιβληθείσα κατάσχεση, ήτοι της επίδοσης του κατασχετήριου εγγράφου του άρθρου 983 παρ. 1 ΚΠολΔ στις τράπεζες ως τρίτες και στις καθ’ ων η εκτέλεση - ανακόπτουσες, που έλαβε χώρα στις 7-12-2022 και 13-12-2022 αντίστοιχα, (βλ. τις προσκομιζόμενες από την καθ’ ης υπ’ αριθ. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών υπ’ αριθ. ... εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ..., υπ’ αριθ. . και ... εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών και τις υπ’ αριθ. ... εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ...), ενώ αντίγραφο του δικογράφου της υπό κρίση ανακοπής επιδόθηκε στην καθ' ης την 20η-12-2022 (βλ. την προσκομιζόμενη από τις ανακόπτουσες υπ’ αριθ. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών) (για το εμπρόθεσμο της άσκησης της ανακοπής του οφειλέτη κατά της κατάσχεσης εις χείρας τρίτων βλ. Π.Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Ειδικό Μέρος, τ.ΙΙβ, 2018, σελ.268 επ.). Επιπλέον, το από 23-11-2023 δικόγραφο προσθέτων λόγων ανακοπής, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός της προθεσμίας του άρθρου 933 παρ. 1 εδ. γ’ ΚΠολΔ, όπως η διάταξη αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ. 2 Ν. 4335/2015, που είναι οκτώ (8) ημέρες τουλάχιστον πριν από τη συζήτηση της ανακοπής, καθόσον, το δικόγραφο των προσθέτων λόγων επιδόθηκε στην καθ’ ης η ανακοπή, την 4η-12-2023 (βλ. σχετ. την προσκομιζόμενη μετ’ επίκλησης με αριθμό ... έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά. Πρέπει, επομένως, η ανακοπή και το δικόγραφο των προσθέτων λόγων αυτής, να ερευνηθούν περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό, το νόμιμο και το βάσιμο των λόγων τους.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 4354/2015, σχετικά με τη διαχείριση μη εξυπηρετούμενων δανείων, όπως ισχύει μετά και την τροποποίηση που επέφερε ο Ν. 4643/2019 (ΦΕΚ Α’ 193/3.12.2019), ορίζεται ότι «1.α. Η διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις που χορηγούνται ή έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, όπως και των απαιτήσεων εταιρειών προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, εκτός των αναφερόμενων στην περίπτωση δ' της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του ν. 4261/2014 (Α' 107) ανατίθεται στους κατωτέρω, ως προς μέντα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα αποκλειστικά, ως προς δε τις εταιρείες προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας δυνητικά: αα) σε ανώνυμες εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, ειδικού και αποκλειστικού σκοπού, υπό την επιφύλαξη της παρ. 20, που εδρεύουν στην Ελλάδα και ββ) σε εταιρίες που εδρεύουν σε κράτος - μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ), με την προϋπόθεση ότι έχουν εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος με σκοπό τη διαχείριση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, με την επιφύλαξη των διατάξεων της ανωτέρω Οδηγίας, καθώς και της Οδηγίας 2004/39 (ΕΕL 145/2004), και της περίπτωσης δ' της παρούσας παραγράφου. Οι παραπάνω εταιρίες, που είναι χρηματοδοτικά ιδρύματα, λαμβάνουν ειδική άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και εποπτεύονται για τη συμμόρφωση προς τις διατάξεις του παρόντος νόμου από την Τράπεζα της Ελλάδος. Οι εταιρίες αυτές, μετά τη λήψη άδειας λειτουργίας, καταχωρούνται σε ειδικό Μητρώο του Γενικού Εμπορικού Μητρώου (ΓΕΜΗ) και διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 (Α' 37) για τις ανώνυμες εταιρίες, β. Η μεταβίβαση απαιτήσεων από πιστώσεις και δάνεια που έχουν χορηγήσει ή χορηγούν πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, όπως και απαιτήσεων εταιρειών προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, πλην της περίπτωσης δ' της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του ν. 4261/2014 (Α' 107), μπορεί να λάβει χώρα μόνο λόγω πώλησης, δυνάμει σχετικής έγγραφης συμφωνίας, σύμφωνα και με τα όσα προβλέπονται στο άρθρο 3, προς τους κατωτέρω, ως προς μεν τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα αποκλειστικά, ως προς δε τις εταιρείες προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας δυνητικά: αα) Ανώνυμες εταιρίες που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, εδρεύουν στην Ελλάδα και καταχωρίζονται στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΓΕΜΗ), ββ) Εταιρίες που έχουν έδρα στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και γγ) σε εταιρίες που έχουν έδρα σε τρίτες χώρες, που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, υπό την επιφύλαξη διατάξεων της ενωσιακής νομοθεσίας, οι οποίες έχουν τη διακριτική ευχέρεια να εγκαθίστανται στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος υπό την προϋπόθεση ότι: γγα) Η έδρα τους δεν βρίσκεται σε κράτος που έχει προνομιακό φορολογικό καθεστώς, όπως αυτό προσδιορίζεται στις εκάστοτε κανονιστικές πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 6 και 7 του άρθρου 65 του ν. 4172/2013 (Α' 167) και γγβ) η έδρα τους δεν βρίσκεται σε μη συνεργάσιμο κράτος, όπως αυτό προσδιορίζεται στις εκάστοτε κανονιστικές πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 65 του ν. 4172/2013. γ. Η πώληση των παραπάνω απαιτήσεων είναι ισχυρή μόνο εφόσον έχει υπογράφει συμφωνία ανάθεσης διαχείρισης μεταξύ εταιρίας απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά τον παρόντα νόμο από την Τράπεζα της Ελλάδος. Η προϋπόθεση αυτή οφείλει να πληρούται και σε κάθε περαιτέρω μεταβίβαση. Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις...». Εξάλλου, κατά το άρθρο 2 του ίδιου ως άνω ν. 4354/2015 «1. Στις εταιρίες της περίπτωσης α' της παρ. 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου δύναται να ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή/και πιστώσεων που έχουν χορηγηθεί ή χορηγούνται από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, πλην της περίπτωσης δ' της παρ. 5 του άρθρου 2 του ν. 4261/2014. 2. Η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης των απαιτήσεων αυτών υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο και περιλαμβάνει κατ' ελάχιστο περιεχόμενο τα ακόλουθα: α. Τις προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης, β. Τις πράξεις της διαχείρισης, οι οποίες μπορεί να συνίστανται ιδίως στη νομική και λογιστική παρακολούθηση, την είσπραξη, τη διενέργεια διαπραγματεύσεων με τους οφειλέτες των προς διαχείριση απαιτήσεων και τη σύναψη συμβάσεων συμβιβασμού κατά την έννοια των άρθρων 871 - 872 ΑΚ ή ρύθμισης και διακανονισμού οφειλών σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας, όπως έχει θεσπισθεί με την υπ' αριθμ. 116/25.8.2014 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος κατ' εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013. γ. Την καταβλητέα αμοιβή διαχείρισης, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να μετακυλίεται στον υπόχρεο καταβολής της απαίτησης. Αντίγραφο της συμβάσεως κοινοποιείται στην Τράπεζα της Ελλάδος εντός δέκα (10) ημερών από την υπογραφή της. 3. Το ελάχιστο περιεχόμενο της σύμβασης ανάθεσης διαχείρισης της προηγούμενης παραγράφου δύναται να εξειδικεύεται περαιτέρω με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος. Τα σχέδια των συμβάσεων ανάθεσης διαχείρισης αποτελούν αντικείμενο εποπτείας από την Τράπεζα της Ελλάδος για σκοπούς συμμόρφωσης στον παρόντα νόμο. 4. Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α' 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης...». Κατά δε το άρθρο 3 του ίδιου ως άνω ν. 4354/2015: «1. Η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων, που έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα πλην της περίπτωσης δ’ της § 5 του άρθρου 2 του ν. 4261/2014, υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο και αντικείμενό της μπορεί να είναι μεμονωμένες απαιτήσεις ή ομάδες απαιτήσεων κατά οποιοσδήποτε δανειολήπτη, μη εφαρμοζόμενου στην περίπτωση αυτή του άρθρου 479 ΑΚ. Αλλά δικαιώματα, ακόμα κι αν δεν αποτελούν παρεπόμενα δικαιώματα κατά την έννοια του άρθρου 458 ΑΚ, εφόσον συνδέονται με τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις, μπορούν να μεταβιβάζονται μαζί με αυτές. Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 513 επ. ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου. 2 [...] 3. Η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων καταχωρίζεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000. Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης επέρχεται η μεταβίβαση των πωλούμενων απαιτήσεων του μεταβιβάζοντας πιστωτικού ιδρύματος. 4. Αναγγελία της καταχώρισης γίνεται ατύπως προς τους οφειλέτες και τους εγγυητές με κάθε πρόσφορο μέσο, συμπεριλαμβανομένων και των μέσων ηλεκτρονικής επικοινωνίας. Πριν από την καταχώριση δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση απαιτήσεων της παραγράφου 1». Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι πριν από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 δεν επέρχεται η μεταβίβαση των πωλούμενων απαιτήσεων του μεταβιβάζοντας πιστωτικού ιδρύματος. Σύμφωνα δε με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000 η δημοσίευση συντελείται με κατάθεση εντύπου που περιέχει περιληπτικά τα στοιχεία του άρθρου 1 το οποίο αναφέρει ότι «Στη συμφωνία πρέπει να προσδιορίζεται η ασφαλιζόμενη απαίτηση και το ποσό έως το οποίο αυτή ασφαλίζεται, να περιγράφεται το ενεχυραζόμενο πράγμα και να αναφέρεται ο τόπος όπου αυτό θα βρίσκεται, καθώς και η διεύθυνση της κατοικίας ή της έδρας του ενεχυραστή.». Συνεπώς, η ανωτέρω καταχώριση γίνεται με δημοσίευση (κατάθεση εντύπου, η μορφή του οποίου καθορίστηκε με την 161337/30-10- 2003 - ΦΕΚ Β' 1688/2003 υπουργική απόφαση και ήδη με την 20783/09-11- 2020 - ΦΕΚ Β' 4944/09-11-2020 - απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης) στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντας, ως ενεχυροφυλακείο δε, έως την ίδρυση τους με π.δ/γμα, ορίζονται τα κατά τόπους λειτουργούντα σήμερα υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία της έδρας των Πρωτοδικείων. Συνοπτικώς, τα στοιχεία που περιέχονται στο άνω έντυπο με την προκαθορισμένη μορφή είναι: α) τα στοιχεία των συμβαλλομένων, β) οι όροι της σύμβασης (λ.χ. νόμισμα και ποσό του τιμήματος της αγοράς), γ) ο τύπος των επιχειρημαπκών απαιτήσεων, δ) το οφειλόμενο κεφάλαιο ανά επιχειρηματική απαίτηση και ανά σύνολο, ε) τα στοιχεία των οφειλετών και οι παρεπόμενες εμπράγματες και ενοχικές απαιτήσεις. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 924 παρ. 1 ΚΠολΔ, η επιταγή ως πρώτη πράξη της αναγκαστικής εκτέλεσης και συνάμα της προδικασίας της πρέπει απαραίτητα να επιδίδεται στον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη, ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου (δανειστή), ο οποίος δεν αναφέρεται στον εκτελεστό τίτλο και δικαιούται κατ’ άρθρο 919 παρ. 1 ΚΠολΔ ή άλλη ειδική διάταξη να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση, υποχρεούται για το έγκυρο της αναγκαστικής εκτέλεσης που ενεργείται απ’ αυτόν, να κοινοποιήσει στον καθ’ ου η εκτέλεση νέα επιταγή, ακόμη και αν έχει κοινοποιηθεί προηγουμένως επιταγή από τον αναφερόμενο στον εκτελεστό τίτλο αρχικό δικαιούχο, καθώς και τα νομιμοποιητικά της διαδοχής του έγγραφα, είτε αυτά είναι δημόσια, είτε ιδιωτικά, τόσο για την έναρξη όσο και για τη συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης. Η υποχρέωση αυτή είναι ανεξάρτητη και πρέπει να τηρείται ακόμα και όταν ο καθ’ ου η εκτέλεση γνωρίζει για την επελθούσα διαδοχή. Απαιτείται δε η επίδοση ολοκλήρων των εγγράφων και όχι αποσπασμάτων. Αυτά πρέπει να κοινοποιούνται ως πρωτότυπα επίσημα έγγραφα, μη αρκούσης, της απλής μνείας τούτων στην επιταγή. Η παράβαση του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ συνεπάγεται ακυρότητα της εκτέλεσης ανεξαρτήτως βλάβης, δεδομένου ότι η φράση του νόμου «δεν δύναται να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση» είναι ισοδύναμη με την απειλή ακυρότητας (ΑΠ 345/2006 ΔΙΚΗ 2006.1170, ΕφΑΘ 3577/2022 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Τυχόν ακυρότητα της επιταγής που επέδωσε ο αρχικός δικαιούχος δεν επιδρά στο κύρος της νέας επιταγής, η οποία έχει αυτοτέλεια έναντι της προηγούμενης. Παρά τα ανωτέρω, στην περίπτωση της διαδοχής του δικαιούχου λόγω σύμβασης μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων τραπεζικών απαιτήσεων κατά τους ορισμούς του ν. 4354/2015 και του ν. 3156/2003, με δεδομένη τη συνθετότητα και την έκταση των επιμέρους πράξεων, από τις οποίες απαρτίζεται η μεταβίβαση των απαιτήσεων και εν συνεχεία η ανάθεση της διαχείρισης αυτών, άρα και των αντιστοίχων εγγράφων που την πιστοποιούν, η απαίτηση συγκοινοποίησης στον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη, στο πλαίσιο της ρύθμισης του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, ολόκληρων των σχετικών συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, εκτός του ότι δεν συμπορεύεται με το πνεύμα της ρύθμισης του ανωτέρω άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, είναι ιδιαιτέρως πολυτελής, εξόχως δαπανηρή και παρεμβάλει σοβαρά εμπόδια στην εκτελεστική διαδικασία, παρεμποδίζοντας αδικαιολόγητα την πρόσβαση σε αυτήν των δανειστών. Η αναγκαστική εκτέλεση θέτει μεν συνήθως τον τύπο πριν από την ουσία, όχι, όμως, σε βαθμό που να εγγίζει τα όρια της κατάχρησης. Κατ’ ανάγκη λοιπόν, θα πρέπει να επιλεγούν εκείνα μόνο τα έγγραφα, που αποδεικνύουν την συντέλεση της μεταβίβασης και στοιχειοθετούν τη νομιμοποίηση του επισπεύδοντας (πρβλ. ΑΠ 345/2006 ο.π.). Καθώς δε τα αποτελέσματα της μεταβίβασης επέρχονται αυτοδικαίως εκ του νόμου και χωρίς άλλη διατύπωση και έναντι τρίτων από την καταχώριση της κάθε σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000, είναι προφανές ότι και η νομιμοποίηση της εταιρίας που αναλαμβάνει τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων αρχίζει ακριβώς από τότε. Άρα, τα έγγραφα, που πιστοποιούν τις ανωτέρω πράξεις και ολοκληρώνουν τη μεταβίβαση και την ανάθεση της διαχείρισης, είναι τα μόνα κρίσιμα και θα πρέπει να συγκοινοποιούνται στον οφειλέτη με την επιταγή. Όλα τα υπόλοιπα, οιαδήποτε σπουδαιότητα και σοβαρότητα και αν παρουσιάζουν για τη διαδικασία της μεταβίβασης καθ’ εαυτήν, δεν παύουν να αποτελούν στοιχεία, που αφορούν στις εσωτερικές σχέσεις των εταιρειών. Τα έγγραφα που νομιμοποιούν, συνεπώς, την εταιρεία που ανέλαβε τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων, είναι η καταχώριση σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία των συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 2844/2000, ήτοι η δημοσίευση του εντύπου που καθορίστηκε με την υπ’ αριθμ. 161/337/2003 (ήδη ΥΑ 207/2020) απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, με το σχετικό απόσπασμα των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων απ’ όπου θα φαίνεται η καταχώριση της μεταβίβασης της απαίτησης κατά του καθ’ ου η εκτέλεση. Η κοινοποίηση των εγγράφων αυτών είναι αρκετή και ανταποκρίνεται πλήρως στη νομοτυπική μορφή των εγγράφων που αξιώνει το άρθρο 925 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 909/2021, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 345/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 432/2022, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΕφΘεσ. 177/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, πρβλ σχετ. με το συναφές ζήτημα των εγγράφων που νομιμοποιούν την επωφελούμενη εταιρεία, που προήλθε από την απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητας, και πρέπει να κοινοποιούνται κατά το άρθρο 925 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ΕφΑθ 291/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΗλ 231/2022, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΜΠρΘεσ 6562/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), τα οποία βεβαίως μπορεί να είναι περισσότερα, όταν έχουν λάβει χώρα πλείονες συμβάσεις εκχώρησης και ανάθεσης της διαχείρισης των απαιτήσεων (ΜΠρΘεσ 1127/2023 αδημ., ΜΠρΘεσ 8190/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η έλλειψη των παραπάνω στοιχείων δεν θεραπεύεται με τη μεταγενέστερη προσκόμιση αυτών στη δίκη της ανακοπής (ΑΠ 914/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 782/1994, ΕλλΔ/νη 1995.838, ΠΠρΘεσ 3236/2019, ΠΠρΘεσ 38/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Παρέπεται δε, ότι με τα συγκοινοποιούμενα με την επιταγή έγγραφα, πρέπει να εξατομικεύονται, επαρκώς και οι προς διαχείριση, κρίσιμες απαιτήσεις, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη, να ελέγξει τη νομιμοποίηση της επισπεύδουσας διαχειρίστριας εταιρείας με το να επαληθεύσει την ταυτότητα της απαίτησης σε βάρος του, την διαχείριση της οποίας επικαλείται η τελευταία ότι της ανατέθηκε (βλ. ΜΠρΑΘ 1805/2023, αδημ. ΜΠρΑΘ 936-937/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΘεσ 6554/2022 Επιθεώρηση Ακινήτων 3 (2022).646, ΜΠρΑΘ 1104/2022 αδημ., ΜΠρΑΘ 4485/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΑΘ 560/2021 αδημ.).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο ανακοπής, οι ανακόπτουσες διώκουν την ακύρωση των προσβαλλόμενων πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης ισχυριζόμενες ότι ελλείπει η ενεργητική νομιμοποίηση της καθ’ ης η ανακοπή, καθόσον από τα συγκοινοποιηθέντα με την από 7-09-2022 επιταγή προς πληρωμή έγγραφα, δεν αποδεικνύεται ότι μεταξύ των μεταβιβασθέντων απαιτήσεων τις οποίες διαχειρίζεται η καθ’ ης περιλαμβάνεται και η ένδικη απαίτησή τους, με αποτέλεσμα να μην αποδεικνύεται η νομιμοποίηση αυτής ώστε να προβεί στην επίσπευση της προκείμενης σε βάρος τους διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης. Επιπρόσθετα, με το συναφές δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου της ανακοπής, οι ανακόπτουσες διατείνονται, κατά τη δέουσα εκτίμηση του περιεχομένου του λόγου αυτού, ότι δεν τους κοινοποιήθηκε παράρτημα της περίληψης της σύμβασης διαχείρισης, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται αμφιβολίες ως προς την πραγματική ανάθεση της διαχείρισης της ένδικης απαίτησης προς την καθ’ ης η ανακοπή και ως εκ τούτου να μην θεμελιώνεται εν προκειμένω η ενεργητική της νομιμοποίηση. Με αυτό το περιεχόμενο, οι ανωτέρω λόγοι είναι, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα ανωτέρω στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη, νόμιμοι, στηριζόμενοι στις διατάξεις των άρθρων 159 παρ. 1, 325 περ. 2, 919 περ. 2, 925 παρ. 1, 933 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 στ. α' περ. αα, 2 παρ. 4 και 3 του Ν. 4354/2015 και 3 του Ν. 2844/2000 και πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα.

 

Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, μερικά μάλιστα από τα οποία (έγγραφα), λόγω της ιδιαίτερης σημασίας τους, μνημονεύονται ειδικότερα παρακάτω, χωρίς να παραγνωρίζεται η αποδεικτική δύναμη των λοιπών (ΑΠ 76/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 139/2009 ΝΟΜΟΣ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Κατόπιν της από ... αίτησης της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία ... και τον διακριτικό τίτλο ..., εκδόθηκε σε βάρος, μεταξύ άλλων, και των ανακοπτουσών, ως νομίμων κληρονόμων του ..., συζύγου της πρώτης και πατέρα της δεύτερης, ο οποίος απεβίωσε την 21η-12-2013 και είχε εγγυηθεί ως αυτοφειλέτης υπέρ της πρωτοφειλέτριας εταιρίας με την επωνυμία … στην υπ’ αριθ. .../24-01-2003 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, η με αριθμό 876/2016 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία οι ανακόπτουσες υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στην ως άνω αιτούσα, κατά το ποσοστό της κληρονομικής τους μερίδας, ήτοι η μεν πρώτη ανακόπτουσα, κατά ποσοστό % η δε δεύτερη ανακόπτουσα κατά ποσοστό %, επί του συνολικού ποσού των 20.043,78 ευρώ, πλέον νομίμων τόκων, κατά τα οριζόμενα στη σύμβαση και εξόδων από 23-10-2014 μέχρι πλήρους εξοφλήσεως. Ακριβές αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ανωτέρω διαταγής πληρωμής επιδόθηκε στις ανακόπτουσες στις 23-03-2016 (βλ. τις υπ’ αριθ. .../23-03-2016 και .../23-03-2016 του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ..., χωρίς να ασκήσουν κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής την ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ. Ακολούθως, η ως άνω ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία πώλησε και μεταβίβασε απαιτήσεις της προς την αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία ... με έδρα στο Λουξεμβούργο (οδός ...) λόγω τιτλοποίησης αξιώσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, δυνάμει της από 13 Μαρτίου 2018 Σύμβασης Πώλησης και Μεταβίβασης Απαιτήσεων, που έχει νόμιμα καταχωρηθεί στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου ./23-03-2018, εν συνεχεία δε, η ως άνω εταιρία με την επωνυμία ... μεταβίβασε απαιτήσεις της, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, προς την αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία ...,  με έδρα στο ... δυνάμει της από 16 Οκτωβρίου 2018 Σύμβασης Πώλησης και Μεταβίβασης Απαιτήσεων, που έχει νόμιμα καταχωρηθεί στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου .../29-10-2018, ενώ η τελευταία ως άνω αλλοδαπή εταιρία με την από 16 Νοεμβρίου 2018 Σύμβαση Διαχείρισης, όπως τροποποιήθηκε με τις από 12-06- 2020, 1-12-2020 και 21-05-2021 συμπληρωματικές συμφωνίες ανέθεσε τη διαχείριση απαιτήσεών της προς την καθ’ ης η ανακοπή ανώνυμη εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων. Στη συνέχεια η καθ’ ης η ανακοπή, ανώνυμη εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων, ως μη δικαιούχος διάδικος, εντολοδόχος και ειδικός πληρεξούσιος, αντιπρόσωπος και αντίκλητος της αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία ..., δυνάμει της από 16-11-2018 Σύμβασης ανάθεσης διαχείρισης, όπως αυτή τροποποιήθηκε με τις από 12-06-2020, 1-12-2020 και 21-05-2021 τροποποιητικές συμφωνίες και του υπ’ αριθ. .../16.07.2021 Ειδικού Πληρεξουσίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών ... ως ειδικής διαδόχου της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία ..., λόγω τιτλοποίησης αξιώσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, δυνάμει της από 16 Οκτωβρίου 2018 Σύμβασης Πώλησης και Μεταβίβασης Απαιτήσεων, η οποία με τη σειρά της είχε καταστεί ειδική διάδοχος λόγω τιτλοποίησης αξιώσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, της ως άνω ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «... ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και το διακριτικό τίτλο …, δυνάμει της από 13 Μαρτίου 2018 Σύμβασης Πώλησης και Μεταβίβασης Απαιτήσεων, επέδωσε για δεύτερη φορά στις ανακόπτουσες την 12η-09-2022 (βλ. τις υπ’ αριθ. .../13-09-2022 και .../13-09-2022 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ...), αντίγραφο εξ απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής με την κάτωθι αυτής προσβαλλόμενη από 7-9-2022 επιταγή προς πληρωμή, με την οποία τις επέτασσε να της καταβάλουν, κατά τα προαναφερόμενα ποσοστά της κληρονομικής τους μερίδας, για κεφάλαιο 20.043,78 ευρώ, πλέον νομίμων τόκων και εξόδων από 23-10-2014, για δικαστική δαπάνη 400 ευρώ, εντόκως από την πρώτη επίδοση της διαταγή πληρωμής, ήτοι από την 24-03-2016, για απόγραφο και αντίγραφο ποσό 6,00 ευρώ, για σύνταξη επιταγής 100,00 ευρώ και κοινοποίηση της επιταγής 60,00 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 20.609,78 ευρώ, χωρίς οι επιτασσόμενες οφειλέτριες και ήδη ανακόπτουσες να ασκήσουν ανακοπή του άρθρου 633 παρ. 2 ΚΠολΔ. Ακολούθως, η καθ’ ης η ανακοπή επέσπευσε διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος των ανακοπτουσών (μεταξύ και έτερου συνοφειλέτη) και συγκεκριμένα με το από 2-12-2022 κατασχετήριο εις χείρας των τρίτων ανώνυμων τραπεζικών εταιριών με τις επωνυμίες «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.», «ΤΡΑΠΕΖΑ ΕURΟΒΑΝΚ Α.Ε.», «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.», «ΤΡΑΠΕΖΑ ΟΡΤΙΜΑ ΒΑΝΚ Α.Ε.» και «VIVΑΒΑΝΚ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και τον διακριτικό τίτλο «VIVΑΒΑΝΚ Α.Ε.» επέβαλε κατάσχεση επί των πάσης φύσεως χρηματικών ποσών σε οποιοδήποτε νόμισμα από κάθε είδους λογαριασμό τους που ενδέχεται να τηρούν στις παραπάνω τράπεζες από οποιονδήποτε λόγο, περιλαμβανομένων τόσο των τυχόν υφισταμένων ποσών όσο και των μελλοντικών. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι μαζί με την ως άνω από 7-09-2022 επιταγή προς πληρωμή η καθ’ ης η ανακοπή συγκοινοποίησε προς τις ανακόπτουσες και τα κάτωθι νομιμοποιητικά της έγγραφα, ήτοι: 1) την υπ’ αριθ. 241/10/31-07-2017 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, 2) την με αριθ. πρωτ. ./5-11-2018 Ανακοίνωση καταχώρισης στο Γ.Ε.ΜΗ. του από 23-10-2019 πρακτικού του Δ.Σ. καθώς και του από 23-10-2019 πρακτικού της Γ.Σ. των μετόχων της καθ’ ης εταιρίας, 3) επικυρωμένο αντίγραφο του από 21-05-2021 ιδιωτικού συμφωνητικού ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων μεταξύ της αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία ... και της: καθ’ ης η ανακοπή, 4) επικυρωμένο αντίγραφο του υπ’ αριθ. ./16.07.2021 Ειδικού Πληρεξουσίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών 5) επικυρωμένο αντίγραφο της με αριθ. πρωτ. ./29-10-2018 περίληψης της από 16-10-2018 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, που έχει καταχωρηθεί νόμιμα στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον τόμο … με αύξοντα αριθμό καταχώρισης …, δυνάμει της οποίας η αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία ... » πώλησε και μεταβίβασε απαιτήσεις της, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 του Ν. 4354/2015, προς την ως άνω αλλοδαπή εταιρία ..., 6) αντίγραφο του παραρτήματος της ως άνω σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης που έχει καταχωρηθεί νόμιμα στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθ. πρωτ. .../29-10-2018, 7) επικυρωμένο αντίγραφο της με αριθ. πρωτ. .../23-03-2018 περίληψης της από 13-03-2018 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, που έχει καταχωρηθεί νόμιμα στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον τόμο 9 με αύξοντα αριθμό καταχώρισης ..., δυνάμει της οποίας ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία ... η πώλησε και μεταβίβασε απαιτήσεις της, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 του Ν. 4354/2015, προς την αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία ..., 8) αντίγραφο του παραρτήματος της ως άνω σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης που έχει καταχωρηθεί νόμιμα στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθ. πρωτ. ./23-03-2018 και 9) την με αριθ. πρωτ. ./5-11-2019 Ανακοίνωση καταχώρισης στο Γ.Ε.ΜΗ. και το από 13-08-2019 Πρακτικό Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της καθ’ ης εταιρίας. Ωστόσο, από τα ανωτέρω έγγραφα που συγκοινοποιήθηκαν στις ανακόπτουσες, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεν αποδεικνύεται ότι η ένδικη απαίτησή τους περιλαμβάνεται στις πωληθείσες και μεταβιβασθείσες απαιτήσεις αρχικά από την ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία ..., προς την αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία ... και ακολούθως από την τελευταία προς την αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία ..., απαιτήσεις της οποίας διαχειρίζεται η καθ’ ης ανακοπή. Τούτο διότι, από τα συγκοινοποιηθέντα αποσπάσματα του παραρτήματος των προαναφερομένων από 13-03-2018 (σελ. 3364) και 16-10-2018 (σελ. 3410) συμβάσεων πώλησης και μεταβίβασης που έχουν καταχωρηθεί σε περιλήψεις στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αριθ. πρωτ. ./23-03-2018 και ./29-10-2018 αντίστοιχα, αναγράφονται στα οικεία πεδία με αύξοντες αριθμούς 161.423 και 165.785 αντίστοιχα, μόνο η επωνυμία της εταιρίας           ·, χωρίς να αναφέρεται η ιδιότητα αυτής και στη θέση του αριθμού δανειακής σύμβασης μνημονεύεται ο αριθμός του τηρούμενου λογαριασμού «...», χωρίς να αναγράφεται οποιοδήποτε άλλο στοιχείο της ένδικης σύμβασης (αριθμός και ημερομηνία υπογραφής της σύμβασης πίστωσης), ονοματεπώνυμο του αποβιώσαντος εγγυητή οφειλέτη, αλλά ούτε και το οφειλόμενο κεφάλαιο, ώστε να μπορεί το Δικαστήριο να ταυτοποιήσει χωρίς αμφιβολία ότι η ένδικη απαίτηση που απορρέει από την υπ’ αριθ. ./24-01- 2003 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό περιλαμβάνεται στις μεταβιβασθείσες απαιτήσεις. Επιπλέον δε, η καθ’ ης η ανακοπή κοινοποίησε προς τις ανακόπτουσες αντίγραφο της από 21-05-2021 συνοπτικής σύμβασης ανάθεσης διαχείρισης, δυνάμει της οποίας η αλλοδαπή εταιρία ανέθεσε προς την καθ’ ης η ανακοπή τη διαχείριση των απαιτήσεών της που αναφέρονται στο Παράρτημα του εν λόγω συμφωνητικού, χωρίς ωστόσο να συγκοινοποιήσει το σχετικό απόσπασμα του παραρτήματος της σύμβασης διαχείρισης από το οποίο να προκύπτει ότι μεταξύ των απαιτήσεων τη διαχείριση των οποίων ανέλαβε η καθ’ ης η ανακοπή, περιλαμβάνεται και η ένδικη απαίτηση, ενώ σημειώνεται ότι στην ως άνω κοινοποιηθείσα σύμβαση διαχείρισης δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στην προαναφερόμενη από 16-10-2018 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης, ώστε να εξατομικεύονται με άλλο τρόπο οι διαχειριζόμενες απαιτήσεις. Επομένως, δεν αποδεικνύεται από τα ως άνω συγκοινοποιηθέντα έγγραφα η απόκτηση της εκτελούμενης απαίτησης από την αναφερόμενη ως αληθή δικαιούχο αλλοδαπή εταιρεία και η περαιτέρω ανάθεση της διαχείρισής της στην καθ’ ης, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 925 § 1 ΚΠολΔ, ενόψει του ότι πρέπει να αποδεικνύεται η διαδοχή της εκτελούμενης απαίτησης, προκειμένου να στοιχειοθετείται η νομιμοποίηση του επισπεύδοντος δανειστή στην εκτελεστική διαδικασία που κατατείνει στην ικανοποίησή της. Αξίζει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 925 § 1 ΚΠολΔ, ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου δεν μπορεί να αρχίσει ή να συνεχίσει αναγκαστική εκτέλεση, αν δεν κοινοποιήσει προηγουμένως στον καθ' ου η εκτέλεση επιταγή, συγκοινοποιώντας και τα έγγραφα που τον νομιμοποιούν (βλ. ΕφΠατρ 10/2021 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ανεξαρτήτως εάν ο καθ’ ου η εκτέλεση έλαβε γνώση της διαδοχής με άλλον τρόπο (βλ. ΑΠ 345/2006 ΕΕμπΔ 2006, 940). Συνεπώς, εφόσον από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων δεν αποδείχθηκε με βεβαιότητα ότι μεταξύ των απαιτήσεων που μεταβιβάστηκαν αρχικά από την δανείστρια τράπεζα ... προς την αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία «...S.Α.» και ακολούθως από την τελευταία προς την αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία ... η οποία ανέθεσε τη διαχείριση απαιτήσεών της προς την καθ' ης, ήταν και η απορρέουσα από την ένδικη σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό απαίτηση, η προσβαλλόμενη από 7-09-2-22 επιταγή προς πληρωμή και το από 2-12-2022 κατασχετήριο εις χείρας των προαναφερόμενων ανώνυμων τραπεζικών εταιρειών, τυγχάνουν άκυρα, καθώς διενεργήθηκαν από την καθ’ ης η ανακοπή με την ιδιότητά της, όμως, ως διαχειρίστριας της ένδικης απαίτησης, με δικαιούχο αυτής την αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία με την επωνυμία ..., όπως ρητώς αναγράφεται στις ανωτέρω προσβαλλόμενες πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας, η οποία, ωστόσο, (καθ’ ης η ανακοπή, ενεργούσα με την προαναφερόμενη ιδιότητα) δεν αποδείχθηκε από τα συγκοινοποιηθέντα, κατ' εφαρμογή του άρθρου 925 ΚΠολΔ, έγγραφα, ότι νομιμοποιείται ενεργητικά προς τούτο. Σημειώνεται δε, ότι η παράλειψή αυτή, κατά παράβαση της ανωτέρω διάταξης, από την οποία ευθέως και ρητά συνάγεται η υποχρέωση του επισπεύδοντας δανειστή, επί μετάθεσης της νομιμοποίησης προς δικαστική επιδίωξη της απαίτησης από το πρόσωπο του δικαιούχου της απαίτησης σε τρίτο - μη δικαιούχο διάδικο, προς κοινοποίηση των εγγράφων που αποδεικνύουν τη διαδοχή του, ειδική ή καθολική, ως πρόσθετη ειδική διατύπωση της έναρξης ή συνέχισης αναγκαστικής εκτέλεσης, συνεπιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας της προκείμενης εκτέλεσης και δη ανεξαρτήτως βλάβης του ανακόπτοντος (άρθρο 159 αριθ. 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι η φράση του νόμου «δεν δύναται να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση» είναι ισοδύναμη με την απειλή ακυρότητας (βλ. Μπρίνια, I., Αναγκαστική Εκτέλεσις, άρθρο 925, αριθ. 124 V, Βαθρακοκοίλη, Β., ΕρμΚΠολΔ, τόμ. Ε’, άρθρο 925, αριθ. 2). Συνακόλουθα, πρέπει οι κρινόμενοι λόγοι της ανακοπής να γίνουν δεκτοί ως και κατ' ουσίαν βάσιμοι, παρελκούσης της εξέτασης των λοιπών λόγων της ανακοπής και του δικογράφου των προσθέτων λόγων αυτής, καθώς από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68, 216, 218, 583, 585 και 933 ΚΠολΔ σαφώς συνάγεται ότι, όταν υπάρχουν περισσότεροι λόγοι, νομικοί ή πραγματικοί, που όλοι μαζί ή καθένας χωριστά αποβλέπουν στο ίδιο αποτέλεσμα, δηλαδή στην ακύρωση πράξης αναγκαστικής εκτέλεσης, τότε αν το δικαστήριο κάνει δεκτό ένα λόγο και ικανοποιώντας το αίτημα της ανακοπής ακυρώσει την πράξη, δεν πρέπει να προχωρήσει στην έρευνα των λοιπών λόγων, καθώς μετά την ακύρωση της πράξης θεωρείται ότι έχει ικανοποιηθεί πλήρως το έννομο συμφέρον των ανακοπτουσών (βλ. σχετ. ΕφΔυτΜακ 3/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 260/2001, ΕλλΔ/νη 2001/1372, ΜΠρΑΘ 1058/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

Κατόπιν τούτων, πρέπει η υπό κρίση ανακοπή να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης, σύμφωνα με τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί η καθ’ ης η ανακοπή, λόγω της ήττας της, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των ανακοπτουσών, κατά το νόμιμο αίτημα των τελευταίων (άρθρα 176 ΚΠολΔ, 63 παρ. 1α, 65, 66 και 68 παρ. 1 Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ α) την από 16-12-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ./16-12-2022 ανακοπή και β) το από 23-11-2023 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ./24-11-2023 δικόγραφο προσθέτων λόγων αυτής, αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή.

 

ΑΚΥΡΩΝΕΙ: i) την από 7-09-2022 επιταγή προς πληρωμή που έχει τεθεί κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθ. ./2016 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και ii) το από 2-12-2022 κατασχετήριο της καθ’ ης εις χείρας α) της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», β) της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.», γ) της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΕURΟΒΑΝΚ Α.Ε.», δ) της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.», ε) της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΟΡΤΙΜΑ ΒΑΝΚ Α.Ε.» και στ) της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «VIVΑΒΑΝΚ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και τον διακριτικό τίτλο «VIVΑΒΑΝΚ Α.Ε.», κατά το μέρος που αφορά τις ανακόπτουσες.

 

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την καθ’ ης η ανακοπή στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των ανακοπτουσών, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριό του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στην Αθήνα στις 18 Ιουνίου 2024 χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                  Η ΓΡΆΜΜΑΤΕΑΣ