ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜΠρΑθ 12142/2024

 

Ασφαλιστήριο ζωής - Έννοια των «ασφαλιστικών όρων» -.

 

Eφαρμογή και ερμηνεία του νόμου 2251/1994 για την προστασία των καταναλωτών και κατ΄ επέκταση οι προϋποθέσεις να κριθούν καταχρηστικοί οι ΓΟΣ σε σχέση με τις ασφαλιστικές συμβάσεις. Ερμηνεία του άρθρου 32 ν. 2496/1997 (που ορίζει ότι αν δεν συμφωνήθηκε κάτι άλλο, η ασφάλεια ασθενειών περιλαμβάνει ασθένειες που προέρχονταν από αιτίες που δεν υπήρχαν ή υπήρχαν αλλά ο ασφαλισμένος δικαιολογημένα τις αγνοούσε κατά τη σύναψη της σύμβασης). Εφαρμογή των άρθρων 914 επ. ΑΚ (αδικοπραξίες) και 57-59 ΑΚ (προσβολή προσωπικότητας) σε σχέση με το άρθρο 8 παρ. ν. 2251/1994 (ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες στο πλαίσιο του νόμου για την προστασία του καταναλωτή) στις ασφαλιστικές συμβάσεις. Υλική αποτύπωση οπτικών ή ακουστικών εντυπώσεων ή ακόμη και νοήματος που πραγματοποιείται με μηχανικά ηλεκτρονικά μέσα και η οποία μπορεί να θεωρηθεί και να αντιμετωπισθεί δικονομικά ως ιδιωτικό έγγραφο. Τρόπος πιστοποίησης της γνησιότητας, ακρίβειας και προέλευσης ηλεκτρονικού εγγράφου μέσω της ηλεκτρονικής υπογραφής και πώς η ηλεκτρονική υπογραφή αναπληρώνει την ιδιόχειρη υπογραφή. Ακριβής έννοια της διάταξης του Παραρτήματος Δ΄ της ασφαλιστικής σύμβασης που εξαιρεί τις επιληπτικές κρίσεις. Προϋποθέσεις για να δεσμεύονται οι ασφαλισμένοι από τους ασφαλιστικούς όρους που θέτουν περιορισμούς και εξαιρέσεις.

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία  της δικηγόρου Αθηνών Δέσποινας Γρυσμπολάκη).

 

 

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΕΝΟΧΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

 

Αριθμός Απόφασης 12142/2024

 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

 

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Γεωργία Ράπτη, Πρωτόδικη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών, και τη Γραμματέα Παρασκευή Χριστοδούλου.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 10-10-2024 για να δικάσει την     παρακάτω υπόθεση μεταξύ:

 

Του ενάγοντος: . του . κατοίκου ...  Αττικής, επί της οδού ., αριθ. ., Τ.Κ ... με ΑΦΜ ... ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ευρυδίκη Καραμήτσου, με ΑΜ ΔΣΑ 015728, που προκατέθεσε έγγραφες προτάσεις, κατ' άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α’  του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο, παρ. 2 του Ν. 4335/2015 - ΦΕΚ Α' 87/23.7.2015 και εκ νέου από το άρθρο 12 του Ν. 4842/2021 - ΦΕΚ Α’ 190/13.10.2021), και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

 

Της εναγόμενης: Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΑΝΏΝΥΜΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ “Η ΕΘΝΙΚΗ”», με ΑΦΜ ..., η οπαία εδρεύει στην Αθήνα, επί της Λεωφόρου Συγγρού, αριθ. 103-105, ΤΚ 11745, κατ εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Δέσποινα Γρυσμπολάκη, με ΑΜ ΔΣΑ 019893, που προκατέθεσε έγγραφες προτάσεις, κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015- ΦΕΚ Α' 87/23.7.2015 και εκ νέου από το άρθρο 12 του Ν. 4842/2021-ΦΕΚ Α' 190/134 0.2 021), και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

 

Ο εναγών ζητεί να γίνει δεκτή η από 07-09-2023 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, η οποία κατατέθηκε με ηλεκτρονικά μέσα στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, κατ’ άρθρα 215 παρ. 1 και 119 παρ. 4 ΚΠολΔ, με ΓΑΚ ... και ΕΑΚ ... και προσδιορίστηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, δυνάμει της από -05-2024 Πράξης της αρμόδιας Δικαστή του Δικαστηρίου τούτου, ότε και εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου.

 

Με τις, εμπροθέσμως κατατεθείσες, έγγραφες προτάσεις τους, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων. ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους.

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

I. Α.  Από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2, 9 παρ. 1 και 27 παρ. 1 του Ν. 2496/1997 (ΦΕΚ Α' 87/16-5-1997), που φέρει τον τίτλο «Ασφαλιστική σύμβαση, τροποποιήσεις της νομοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση/και άλλες διατάξεις» (εφεξής ΑσφΝ) συνάγεται ότι με την ασφαλιστική σύμβαση, που αποδεικνύεται με έγγραφο, που εκδίδεται από τον ασφαλιστή, η ασφαλιστική επιχείρηση (ασφαλιστής) αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει, έναντι ασφαλίστρου, στον αντισυμβαλλόμενό της (λήπτη της ασφαλίσεως) ή σε τρίτο, παροχή (ασφάλισμα) και, συγκεκριμένα, την αποζημίωση έως το τυχόν συμφωνημένο ανώτατο όριο (ασφαλιστικό ποσό) σε χρήμα ή, εφόσον υπάρχει ειδική συμφωνία, άλλη παροχή σε είδος, όταν επέλθει ο ζημιογόνος κίνδυνος, το περιστατικό δηλαδή, από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωσή της (ασφαλιστικός κίνδυνος ή ασφαλιστική περίπτωση) κατά την τυχόν συμφωνημένη διάρκεια της ασφαλιστικής κάλυψης. Αναλυτικότερα, στην ασφάλιση προσώπων το ασφάλισμα συνίσταται, είτε στην καταβολή ορισμένου χρηματικού ποσού εφάπαξ ή σε περιοδικές προσόδους (ασφάλιση ποσού), είτε στην αποκατάσταση συγκεκριμένης οικονομικής ζημίας που προήλθε εξαιτίας ασθένειας ή ατυχήματος του ασφαλισμένου (ΑΠ 1957/2013, ΑΠ 13 03/2009, ΕφΑΘ 341/2019, ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Λήπτης της ασφάλισης είναι το πρόσωπο που καταρτίζει την ασφαλιστική σύμβαση με τον ασφαλιστή. Ασφαλισμένος δε, είναι το πρόσωπο που σχετίζεται με την ασφάλιση, αφού αυτή αφορά δικό του κίνδυνο. Είναι, δηλαδή, το πρόσωπο του οποίου το συμφέρον απειλείται από τον κίνδυνο (στις ασφαλίσεις ζημιών) ή το πρόσωπο τη ζωή ή την υγεία του οποίου αφορά η ασφάλιση (στις ασφαλίσεις προσώπων), Κατά κανόνα, οι ιδιότητες του λήπτη της ασφάλισης και του ασφαλισμένου συμπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο. Αν, όμως, οι ως άνω ιδιότητες δεν συμπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο, η ασφάλιση συνάπτεται για λογαριασμό άλλου και είναι γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου, διεπόμενη από τα άρθρα 410 επ. ΑΚ (ΑΠ 13 95/2008, ΤΝΠ «QUALEX»). Σε αυτήν μετέχουν, κατά κανόνα, τρία πρόσωπα, ο ασφαλιστής, ο ασφαλισμένος και ο λήπτης της ασφάλισης (αντισυμβαλλόμενος), ο οποίος μπορεί να συνάψει ασφάλιση για λογαριασμό άλλου (του ασφαλισμένου), που είτε κατονομάζεται, είτε δεν κατονομάζεται στη σύμβαση (άρθρο 9 παρ. 1 του ΑσφΝ). Ο λήπτης δεν ενεργεί ως αντιπρόσωπος του ασφαλισμένου, αφού πρόκειται για ειδική ρύθμιση, διάφορη της αντιπροσωπείας του ΑΚ, αλλά στο όνομά του. Για το λόγο αυτό, κρίνεται στο πρόσωπό του η ικανότητα για δικαιοπραξία, ο δόλος, η πλάνη, η συμφωνία με τον ασφαλιστή, ενώ παράλληλα, βαρύνεται με διάφορα καθήκοντα, όπως το καθήκον πληρωμής του ασφαλίστρου, το καθήκον αποφυγής ή μείωσης της ζημίας κλπ. (άρθρο 9 παρ. 2 εδαφ. α' του ως άνω νόμου). Περαιτέρω, καίτοι ο ασφαλισμένος δεν είναι ο αντισυμβαλλόμενος του ασφαλιστή, συνιστά τον δικαιούχο του ασφαλίσματος, το πρόσωπο, δηλαδή, που ορίστηκε στην ασφαλιστική σύμβαση ότι πλήττεται από την πραγματοποίηση του ασφαλιστικού κινδύνου. Ο προσδιορισμός του ως άνω δικαιούχου είναι κρίσιμος, καθώς μόνον αυτός νομιμοποιείται να ζητήσει την πληρωμή του ασφαλίσματος και να ασκήσει τη σχετική αγωγή κατά του ασφαλιστή. Αν ο ασφαλισμένος δεν είναι ο ίδιος με το λήπτη της ασφάλισης, ο τελευταίας μπορεί να ασκήσει αγωγή με αίτημα την καταβολή στον ασφαλισμένο (ΑΠ 427/2021, ΑΠ 1144/2021, ΤΝΠ «QUALEX»).

 

Στην ασφαλιστική σύμβαση, κρίσιμη είναι η διάκριση μεταξύ αφενός των χειρόγραφων και αφετέρου των έντυπων ασφαλιστικών όρων. Χειρόγραφοι είναι οι εξατομικευμένοι όροι που έχουν συνταχθεί μετά από διαπραγμάτευση με τον λήπτη και περιέχουν το αντικείμενο και το εύρος της ασφαλιστικής κάλυψης, το ασφάλιστρο, την διάρκεια και άλλα εξατομικευμένα στοιχεία της κάλυψης, ήτοι οι συγκεκριμένοι όροι που αποτυπώνουν in concreto την ασφαλιστική κάλυψη. Έντυποι δε, καλούνται οι προδιατυπωμένοι όροι με τους οποίους συναλλάσσεται ο ασφαλιστής με το σύνολο των μελλοντικών ασφαλισμένων, αυτοί δηλαδή που έχουν συνταχθεί χωρίς προηγούμενη διαπραγμάτευση με τον συγκεκριμένο λήπτη της ασφάλισης. Οι χειρόγραφοι όροι υπερισχύουν των έντυπων ως ειδικότεροι, με την έννοια ότι, σε περίπτωση σύγκρουσής τους, θα ισχύει ο χειρόγραφος όρος (βλ. I. Ρόκα, Δίκαιο ιδιωτικής ασφάλισης - Το συμβατικό ασφαλιστικό δίκαιο, 13η έκδ. 2021, σελ. 386). Οι έντυποι όροι μπορεί να είναι γενικοί ή ειδικοί, με την έννοια ότι οι μεν αναφέρονται γενικά στους κινδύνους που καλύπτει η ασφαλιστική σύμβαση, οι δε σε μια συγκεκριμένη κατηγορία κινδύνων ή μια μερικότερη ρύθμιση. Γενικοί και ειδικοί όροι συγκροτούν συλλογικά τους «ασφαλιστικούς όρους», δηλαδή τους όρους με τους οποίους ο ασφαλιστής συναλλάσσεται ομοιόμορφα με τους λήπτες της ασφάλισης/ασφαλισμένους, Ο ΑσφΝ, για να αποφευχθεί η σύγχυση ως προς το πότε οι όροι είναι χειρόγραφοι και πότε έντυποι, ονομάζει όλους τους όρους με τους οποίους συναλλάσσεται ο ασφαλιστής ομοιόμορφα με τους ασφαλισμένους του ως «ασφαλιστικούς όρους» (βλ. Ι. Ρόκα, ό.π., σελ. 387). Στην έννοια αυτή εντάσσονται όλοι οι εκ των προτέρων, χωρίς διαπραγμάτευση, συντεταγμένοι όροι που αναπαράγει σε απεριόριστο αριθμό ο ασφαλιστής, σε αντίθεση με το «ασφαλιστήριο», που περιέχει τα εξατομικευμένα στοιχεία της σύμβασης, αλλά και ορισμένα σημαντικά στοιχεία/ προειδοποιήσεις, ή/ και όρους που συμφωνήθηκαν με τη διαπραγμάτευση (βλ+ Ι. Ρόκα, ό.π., σελ. 387, 389). Το ασφαλιστήριο, συνεπώς, είναι το έγγραφο όπου εγγράφονται τα απαραίτητα στοιχεία της ασφαλιστικής σύμβασης, τα οποία προσδιορίζουν την ασφαλιστική κάλυψη που συμφώνησε ο αϊτών την ασφάλιση, αλλά και οποιοδήποτε άλλο επιπλέον εξατομικευμένο στοιχείο ή όρο τυχόν επιθυμούν και συμφωνούν οι συμβαλλόμενοι να περιληφθεί σε αυτό.

 

Οι ασφαλιστικοί όροι περιέχουν μερικές φορές καταστάσεις ή συμπεριφορές  του λήπτη από τις οποίες εξαρτάται εν όλω ή εν μέρει η καταβολή ασφαλίσματος σε περίπτωση πραγματοποίησης του κινδύνου ή προβλέπουν σημαντικά δικαιώματα του λήπτη, τα οποία ενεργοποιούνται μόνο αν κάνει χρήση αυτών. Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις πρέπει ο ασφαλιστής να εφιστά την προσοχή (να προειδοποιεί - warning) τον λήπτη και να βεβαιώνεται ότι έχει αντιληφθεί τα ανωτέρω, ώστε να δημιουργείται νομική δέσμευση, συνέπεια που δεν επέρχεται με μόνη τη συμπερίληψη στους ασφαλιστικούς όρους (βλ. Ι. Ρόκα, ό.π.( σελ. 389). Απαιτείται, λοιπόν, από τον νομοθέτη να περιέχονται στο ασφαλιστήριο ή σε άλλο έγγραφο (εξαιρέσεις κάλυψης - άρθ. 1 παρ. 2-, δικαιώματα παρέκκλισης -άρθ. 2 παρ. 5 και 6, δικαίωμα υπαναχώρησης -άρθ. 8 παρ. 3 του Ν. 2496/1997). Μάλιστα, «προειδοποίηση» απαιτείται και για άλλους όρους που επιτρεπτά οδηγούν στον αποκλεισμό ή περιορισμό της αξίωσης προς ασφάλισμα, όπως για παράδειγμα για την πρόβλεψη να μην καλύπτονται ασθένειες που προέρχονται από προηγούμενες αιτίες που δεν τις γνώριζε ο λήπτης, καίτοι δεν προβλέπεται ειδικά στον ΑσφΝ, κατ’ επιταγή της γενικής αρχής, εκδήλωση της οποίας αποτελούν οι ως άνω διατάξεις (βλ. I. Ρόκατ ό.π., σελ. 390).

 

Περαιτέρω, οι ασφαλιστικοί όροι, ως συμβατικοί όροι και όχι ως όροι φύσης νομοθετήματος ή διοικητικής πράξης με κανονιστικό περιεχόμενο, ερμηνεύονται κατ1 αρχήν σύμφωνα με τους κανόνες ερμηνείας των συμβάσεων (βλ. I. Ρόκα, ό.π., σελ. 390), Ειδικός η έκταση της κάλυψης και οι περιορισμοί των καλυπτόμενων κινδύνων που συνιστούν περιεχόμενο του ασφαλιστηρίου, ήτοι του εξατομικευμένου τμήματος της σύμβασης (ή της λεγάμενης «πρώτης σελίδας») ερμηνεύονται εν αμφιβολία κατά του εκδότη αυτών, σύμφωνα με τη γενική αρχή contra proferentem (βλ. I. Ρόκα, ό.π. σελ. 390). Επιπροσθέτως, ο ΑσφΝ καθιερώνει ένα ακόμη επίπεδο προστασίας του ασφαλισμένου» προβλέποντας ότι «όλοι οι όροι του ασφαλιστηρίου πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα εύλογα συμφέροντα του λήπτη της ασφάλισης και του ασφαλισμένου και να γράφονται με σαφήνεια και με ευδιάκριτα στοιχεία» (Άρθ. 2 παρ. 8 ΑσφΝ). Εννοείται, βέβαια, ότι η διατύπωση του νόμου «λήψη υπόψη των ευλόγων συμφερόντων του λήπτη της ασφάλισης και επιπλέον του ασφαλισμένου» αφορά τις περιπτώσεις όπου η ασφάλιση έχει συναφθεί για λογαριασμό διαφορετικού προσώπου από αυτό του λήπτη της ασφάλισης (βλ. I. Ρόκα, ό.π., σελ. 391). Επίσης, στο άρθρο 33 παρ. 1 του ΑσφΝ ορίζεται ότι «Κάθε δικαιοπραξία που περιορίζει τα δικαιώματα του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος είναι άκυρη, εκτός αν ορίζεται κάτι άλλο ειδικά στον παρόντα νόμο ή αν πρόκειται για ασφάλιση μεταφοράς πραγμάτων, πίστωσης ή εγγύησης, καθώς και θαλάσσια ή αεροπορική ασφάλιση ζημιών», προστατεύοντας, ούτω, ακόμη περισσότερο τα συμφέροντα του ασθενέστερου μέρους στη σύμβαση ασφάλισης.

 

Επιπροσθέτως, πέραν της διάκρισης μεταξύ αφενός ασφαλιστικών όρων που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης (ή έντυπων όρων) και αφετέρου αυτών που αποτέλεσαν (ή χειρόγραφων) και της διάκρισης «ασφαλιστήριο» και «ασφαλιστικοί όροι», ο ΑσφΝ διακρίνει και εκείνους τους όρους των ασφαλιστικών όρων που είναι τόσο σημαντικοί, ώστε η εξ αυτών δέσμευση προϋποθέτει να έχουν γραφεί (και) στα ασφαλιστήριο, ήτοι την πρώτη σελίδα αυτού {βλ. I. Ρόκα, ό.π. σελ. 391). Έτσι, ο ΑαφΝ προβλέπει, όπως ελέχθη και ανωτέρω, ότι το ασφαλιστήριο πρέπει να περιέχει και τις τυχόν εξαιρέσεις, πέραν των νομίμων (του άρθρ. 13 ΑσφΝ), ενώ για την έγκυρη άσκηση του δικαιώματος εναντίωσης λόγω παρεκκλίσεων που ισχυρίζεται ο λήπτης ότι υπάρχουν μεταξύ της αίτησης ασφάλισης και του ασφαλιστηρίου ή λόγω μη χορήγησης κατά το προσυμβατικό στάδιο των προβλεπόμενων πληροφοριών, προβλέπεται ότι πρέπει να γίνεται «προειδοποίηση στο ασφαλιστήριο» και μάλιστα στην πρώτη σελίδα αυτού (αν έχει περισσότερες) και με εντονότερα στοιχεία, ότι ο λήπτης έχει το εν λόγω δικαίωμα (βλ. I. Ρόκα, ό.π., σελ. 391). Ούτω, για ρήτρες που οδηγούν σε απώλεια της κάλυψης, ιδιαίτερα όταν αυτό δεν είναι κάτι που εύλογα θα ανέμενε α μέσος λήπτης, θα πρέπει κατ’ αρχήν για το έγκυρό τους να αναφέρεται το εν λόγω δυσμενές αποτέλεσμα και στο ασφαλιστήριο ή να γίνεται εκεί κάποια προειδοποίηση ή ειδική παραπομπή στο σχετικό όρο, όπου περιέχεται η προειδοποίηση (βλ. I. Ρόκα, ό.π. σελ. 392, του ίδιου, Σχόλιο στην ΑΠ 2264/14, ΕΕμπΔ 14, σελ. 354). Αναλυτικότερα, κατά νομοθετική επιταγή, απαιτείται ορισμένοι όροι, από την τήρηση των οποίων εξαρτώνται κρίσιμα δικαιώματα του λήπτη, να αναφέρονται στο ασφαλιστήριο, όπου αναγράφονται και τα στοιχεία εξατομίκευσης (βλ. I. Ρόκα, ό.π.; σελ. 394). Η παραπάνω υποχρέωση πρέπει ερμηνευτικά να επεκτείνεται σε ιδιαίτερα δυσμενείς και μη γνωστούς/ καθιερωμένους όρους, που επιδρούν δυσμενώς στη διατήρηση ή (αντίθετα) στην απώλεια, περιορισμό ή αλλοίωση της κάλυψης, κυρίως όταν τούτο δεν οφείλεται σε υπαίτιες συμπεριφορές του λήπτη, με το σκεπτικό ότι και αυτοί οι όροι συνεπάγονται την εξαίρεση της κάλυψης (βλ. Ι. Ρόκα, ό.π., σελ. 394). Η εγκυρότητα ορισμένων δυσμενών για τον λήπτη προβλέψεων, που περιέχονται σε ασφαλιστικούς όρους, δεν θα πρέπει να εξαρτάται μόνο από το αν περιέχονται στους ασφαλιστικούς όρους, αλλά θα πρέπει να αποδεικνύεται ότι ο ασφαλιστής είχε επιστήσει αποτελεσματικά την προσοχή του λήπτη στις συνέπειές τους προκειμένου να είναι νομικά δεσμευτικοί (βλ. I. Ρόκα, ό.π., σελ. 395). Οι ασφαλιστικοί όροι για να είναι, λοιπόν, έγκυροι πρέπει να μην αντιβαίνουν σε νομοθετικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, να λαμβάνουν υπόψη τα εύλογα συμφέροντα του λήπτη της ασφάλισης και των ασφαλισμένων, να είναι διαφανείς, με την έννοια της σαφήνειας ως προς την κάλυψη και τις προϋποθέσεις με τις οποίες παρέχεται και ως προς το πώς ακριβώς πρέπει να είναι η συμπεριφορά του λήπτη, να μη περιέχουν διφορούμενο νόημα και γενικότερα να μην είναι (και για οποιονδήποτε άλλο λόγο) καταχρηστικοί (βλ. Ι. Ρόκα, ό.π., σελ. 396).

 

Εξάλλου, κατά το άρθρο 2 του Ν. 2251/1994 (ΦΕΚ Α΄Ί91/16.11.1994). που φέρει τον τίτλο «Προστασία Καταναλωτών», όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το Ν. 3587/2007, και έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, αφού η καταχρηστικότητα ενός ΓΟΣ κρίνεται σύμφωνα με το δίκαιο που ισχύει κατά το χρόνο που γίνεται η χρήση του (ΟλΑΠ 15/2007, ΤΝΠ «QUALEX»), «1. Όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις (γενικοί όροι των συναλλαγών), δεν δεσμεύουν τον καταναλωτή, εάν κατά την κατάρτιση της σύμβασης τους αγνοούσε ανυπαιτίως, όπως, ιδίως, όταν ο προμηθευτής δεν του υπέδειξε την ύπαρξή τους ή του στέρησε τη δυνατότητα να λάβει πραγματική γνώση του περιεχομένου τους. 2. Οι γενικοί όροι συμβάσεων και παρεπόμενων συμφωνιών που καταρτίζονται στην Ελλάδα διατυπώνονται γραπτώς στην ελληνική γλώσσα, κατά τρόπο σαφή, συγκεκριμένο και εύληπτο, ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να αντιληφθεί πλήρως το νόημά τους και εκτυπώνονται με ευανάγνωστους χαρακτήρες σε εμφανές μέρος του εγγράφου της σύμβασης .... 3. Όροι που συμφωνήθηκαν μετά από ατομική διαπραγμάτευση μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών (ειδικοί όροι) υπερισχύουν των αντίστοιχων γενικών όρων. 4. Κατά την ερμηνεία των γενικών όρων συναλλαγών λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη προστασίας των καταναλωτών. Γενικοί όροι συναλλαγών που διατυπώθηκαν μονομερώς από τον προμηθευτή ή από τρίτον για λογαριασμό του, σε περίπτωση αμφιβολίας ερμηνεύονται υπέρ του καταναλωτή». Όπως προκύπτει εκ των ανωτέρω, ο έλεγχος της καταχρηστικότητας των ΓΟΣ, της μη εγκυρότητας, δηλαδή, των Γενικών Όρων Συναλλαγών από τη σκοπιά της εξισωτικής δικαιοσύνης προϋποθέτει δύο προηγούμενα στάδια ελέγχου, ήτοι τον έλεγχο εντάξεως των ΓΟΣ στη σύμβαση και την εξακρίβωση του περιεχομένου των ΓΟΣ μέσω της ερμηνείας αυτών. Κατά το στάδιο ελέγχου εντάξεως των ΓΟΣ στη σύμβαση κρίσιμο στοιχείο είναι αυτό της διαπίστωσης μιας ιδιαίτερης συμφωνίας μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών περί εντάξεώς τους. Η ιδιαιτερότητα της συμφωνίας αυτής συνίσταται στο ότι αντικείμενά της δεν αποτελεί η διαπραγμάτευση του περιεχομένου των ΓΟΣ, αλλά απλώς και μόνο η συγκατάθεση του καταναλωτή περί διαμορφώσεως του περιεχομένου των ΓΟΣ από τον αντισυμβαλλόμενό του. Επομένως, το περιεχόμενο των ΓΟΣ δεν ανάγεται σε περιεχόμενο της βουλήσεως του καταναλωτή και δεν καθίσταται αντικείμενο της δηλώσεώς του. Δεδομένου, λοιπόν, ότι ο καταναλωτής στερείται της δυνατότητας να συνεπιδράσει στη διαμόρφωση του περιεχομένου των ΓΟΣ, η αναγωγή τους σε περιεχόμενο της σύμβασης προϋποθέτει τη συνδρομή ορισμένων πρόσθετων προϋποθέσεων, επιπλέον των γενικών προαπαιτούμενων για την κατάρτιση οποιοσδήποτε έγκυρης σύμβασης (πρόταση, αποδοχή, συμφωνία). Οι προϋποθέσεις αυτές, που προκύπτουν από το δεύτερα εδάφιο της πρώτης παραγράφου του άρθρου 2, συνίστανται στην επισήμανση προς τον καταναλωτή κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης ότι η τελευταία θα καταρτισθεί υπό τους προτεινομένους όρους. Επισήμανση θεωρείται ότι υπάρχει όταν ο χρήστης παραπέμπει ανοιχτά στους ΓΟΣ και η βούλησή του περί εντάξεως αυτών στο κείμενο της σύμβασης προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο και σαφώς διαγνωστό για το άλλο μέρος. Επίσης, απαιτείται εξασφάλιση δυνατότητας πραγματικής γνώσης του περιεχομένου των ΓΟΣ από την πλευρά του προμηθευτή. Η τελευταία υπάρχει μόνο όταν αυτοί τίθενται πράγματι στη διάθεση του καταναλωτή και είναι ευανάγνωστοι, σαφείς και διατυπωμένοι απλά ώστε να γίνονται κατανοητοί οπό το μέσο καταναλωτή. Επιπροσθέτως, πρέπει να υφίσταται έλλειψη υπαίτιας άγνοιας του καταναλωτή ως προς την ένταξη των ΓΟΣ στη σύμβαση με τον προμηθευτή.

 

Περαιτέρω, σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994 ως προς την προστασία των καταναλωτών, που αποτελεί εξειδίκευση του άρθρου 281 του ΑΚ στο πεδίο της προστασίας των καταναλωτών, οι ΓΟΣ απαγορεύονται και είναι αναδρομικώς (ex tunc, ΑΚ 180) απολύτως άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών εις βάρος ταυ καταναλωτή. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας τέτοιου γενικού όρου κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία εξαρτάται. Επιπροσθέτως, εκτός από την ανωτέρω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των ΓΟΣ, στην παρ. 7 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 απαριθμούνται ενδεικτικώς περιπτώσεις γενικών όρων που θεωρούνται άνευ ετέρου (per se) καταχρηστικοί, χωρίς ως προς αυτούς να ερευνάται η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας, αφού αυτοί θεωρούνται, κατ’ αμάχητο τεκμήριο, ότι έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα. Η σωρευτική εφαρμογή από το δικαστήριο των παρ. 6 και 7 ταυ άρθρου 2 του Ν. 2251/1994, επιβάλλεται και δεν αποκλείεται, καθώς η επίκληση του γενικού αξιολογικού κριτηρίου «της διατάραξης της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων σε βάρος του καταναλωτή» είναι δυνατό να έχει αξία και χρησιμότητα για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών και αόριστων αξιολογικών κριτηρίων που χρησιμοποιεί ο νόμος στις επιμέρους περιπτώσεις του ενδεικτικού καταλόγου. Εξάλλου, και οι περιγραφόμενες από το νόμο ειδικές περιπτώσεις, κατ' αμάχητο τεκμήριο, καταχρηστικότητας, αποτελούν δείκτες που καθοδηγούν στην ερμηνεία της γενικής ρήτρας και, συγκεκριμένα, της έννοιας της διατάραξης της συμβατικής ισορροπίας. Μεταξύ των καθοδηγητικών αρχών που συνάγονται από τις ειδικές αυτές περιπτώσεις είναι και η αρχή της διαφάνειας. Ειδικότερα, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, η οποία ρητά διατυπώνεται και στα άρθρο 5 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5.4.1993, οι ΓΟΣ πρέπει να είναι διατυπωμένοι με τρόπο ορισμένο, ορθό, σαφή και κατανοητό, ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να διαγνώσει εκ των προτέρων κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της σύμβασης, όπως τη διάρκειά της και τα μεγέθη που περικλείονται στη βασική σχέση παροχής και αντιπαροχής. Η σχέση αυτή παροχής και αντιπαροχής, ενώ καταρχήν δεν λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα κάποιου ΓΟΣ, εντούτοις, σύμφωνα και με το άρθρο 42 της ανωτέρω Οδηγίας ελέγχεται εάν ο σχετικός όρος δεν είναι διατυπωμένος κατά τρόπο ορισμένο, ορθό, σαφή και κατανοητό, εάν δηλαδή έχει παραβιασθεί η αρχή της διαφάνειας (ΟλΑΠ 15/2007, ΔΕΕ 207.975, ΑΠ 1010/2019, ΧρΙΔ 2 019.73 3, ΑΠ 1030/2001, ΔΕΕ 20 01.1125, ΕφΑΘ 23 86/2006, ΕλλΔνη 2006.14 67, ΕφΑΘ 5253/2003, ΕΕμπΔ 2003+643). Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων και, σύμφωνα, με τα αναφερόμενα σε αυτές κριτήρια, για την κρίση της ακυρότητας ή μη ως καταχρηστικών των όρων αυτών λαμβάνεται υπόψη κατά κύρια λόγο το συμφέρον του καταναλωτή, με συνεκτίμηση, όμως, της φύσης των αγαθών ή των υπηρεσιών που αφορά η σχετική σύμβαση, καθώς και του σκοπού της, πάντοτε δε στο πλαίσιο επίτευξης σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών. Ως μέτρο ελέγχου της διατάραξης της ισορροπίας αυτής χρησιμεύει κάθε φορά το ενδοτικά δίκαιο που ισχύει για τη συγκεκριμένη σύμβαση. Τα συμφέροντα, η διατάραξη της ισορροπίας των οποίων εις βάρος του καταναλωτή μπορεί να χαρακτηρίσει ένα γενικά όρο άκυρο ως καταχρηστικό, πρέπει να είναι ουσιώδη, η διατάραξη δε αυτή πρέπει να είναι ιδιαίτερα σημαντική σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης. Λαμβάνονται δε υπόψη τα συμφέροντα αμφοτέρων των συμβαλλόμενων στη συγκεκριμένη σύμβαση μερών και εξετάζεται ποιο είναι το συμφέρον του προμηθευτή για διατήρηση του όρου που ελέγχεται και ποιο είναι εκείνο του καταναλωτή για κατάργησή του. Ερευνάται, δηλαδή, ποιες συνέπειες θα έχει η διατήρηση ή κατάργηση του όρου για κάθε πλευρά, πώς θα μπορούσε κάθε μέρος να εμποδίσει την επέλευση του κινδύνου που θέλει να αποτρέψει ο συγκεκριμένος γενικός όρος και πώς μπορεί κάθε μέρος να προστατευτεί από τις συνέπειες της επέλευσης του κινδύνου με δικές του ενέργειες (ΑΠ 430/20 05, ΔΕΕ 2005.460, ΕφΑΘ 2386/2006, ΕλλΔνη 2006.1431). Σημειώνεται δε ότι οι όροι που καθορίζουν τη σχέση μεταξύ παροχής και αντιπαροχής και το κύριο αντικείμενο της συμβάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 2 της Οδηγίας, δεν υπόκεινται κατ' αρχάς σε έλεγχο από άποψη καταχρηστικότητας, κατ' άρθρο 2 του Ν. 2251/1954, τούτο, όμως, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν διατυπωθεί κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, υπό την προϋπόθεση δηλαδή ότι δεν έχει παραβιασθεί η αρχή της διαφάνειας (βλ. ΟλΑΠ 15/2007, ΔΕΕ 2007.975, ΟλΑΠ 6/2006, ΔΕΕ 2006.665, ΑΠ 237/2012, ΞΕμπΔ 2012.650, Εφθεσ 312/2010, ΔΕΕ 2010.920).

 

Ενόψει των ανωτέρω, καθίσταται σαφές ότι όταν οι ασφαλιστικοί όροι απευθύνονται σε λήπτη ασφάλισης- καταναλωτή και δεδομένου ότι, κατά το συνήθως συμβαίνον έχουν συνταχθεί χωρίς προηγούμενη διαπραγμάτευση με τον λήπτη, τότε μπορούν να κριθούν καταχρηστικοί τόσο κατά την ασφαλιστική, όσο και κατά την ειδική καταναλωτική νομοθεσία (άρθ. 2 Ν. 2251/1994 – βλ. Ι. Ρόκα, ό.π., σελ. 397). Μάλιστα, στην εισηγητική έκθεση του ΑσφΝ τονίζεται η ανάγκη προστασίας του λήπτη της ασφάλισης ως καταναλωτή και εκτίθεται ότι με τις διατάξεις του επιδιώκεται «να παρέχεται η ευχέρεια στον ασφαλισμένο πριν τη σύναψη της σύμβασης να έχει ενημερωθεί ικανοποιητικά για τις ασφαλιστικές καλύψεις που αγοράζει και τους βασικούς όρους με τους οποίους θα απολαμβάνει την ασφαλιστική κάλυψη καθώς και «η αναγκαία προσαρμογή της ασφαλιστικής σύμβασης προς τις διατάξεις του Ν. 2251/1994 για την προστασία των Καταναλωτών». Εντούτοις, πρέπει να επισημανθεί ότι ο Ν. 2251/1994 δεν αποτελεί νόμο που έχει ειδικά εισαχθεί για την προστασία του ασφαλισμένου - καταναλωτή, καθώς η ασφαλιστική παροχή έχει ιδιαιτερότητες που την αποστασιοποιούν εν μέρει από άλλες συνήθεις παροχές υπηρεσιών (βλ. Ι. Ρόκα, ό.π. σελ. 393). Έτσι, το κριτήριο του «τελικού αποδέκτη», που τίθεται ως προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994, περί καταχρηστικών ΓΟΣ, δεν αρμόζει στις ασφαλίσεις (βλ. I. Ρόκα, ό.π. σελ. 39 3). Περαιτέρω, λεκτέο ότι οι διατάξεις του Ν. 2251/1994, όσον αφορά την ενημέρωση του καταναλωτή, είναι αυστηρότερες συγκριτικά με την ασφαλιστική νομοθεσία, αναφορικά με τα κριτήρια που θέτει προκειμένου να καταφαθεί η καταχρηστικότητα ενός ΓΟΣ που αποτελεί και ασφαλιστικό όρο. Εντούτοις, ο ασφαλιστής έχει περισσότερες υποχρεώσεις από ό,τι προβλέπει ο Ν. 2251/1994 για τον κοινό προμηθευτή έναντι του καταναλωτή, σχετικά με τους γενικούς όρους των συναλλαγών- ασφαλιστικούς όρους, στους οποίους προσχωρεί ο ασφαλισμένος - καταναλωτής. Έτσι, καίτοι είναι επαρκές στοιχείο για τη δέσμευση του καταναλωτή κατά τον Ν. 2251/1994 το να θέσει τους ΓΟΣ απλά υπόψη του καταναλωτή ή απλώς να μην τον εμποδίσει να τους λάβει υπόψη, εντούτοις, κατά τον ΑσφΝ, αν ο ασφαλιστής δεν παραδώσει τους όρους στον ασφαλισμένο το αργότερο με την έκδοση του ασφαλιστηρίου, εφαρμόζονται οι δυσμενείς για τον ασφαλιστή συνέπειες του άρθ. 2 ΑσφΝ (βλ. Ι. Ροκά, ό.π. σελ. 394). Περαιτέρω, όπως χαρακτηριστικά έκρινε το ΔικΕΕ [Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 23ης Απριλίου 2015 «Jean-Claude Van Hove» κατά «CPN Assurances SA» στην ασφαλιστική σύμβαση πρέπει να εκτίθεται κατά τρόπο διαφανή, ακριβή και κατανοητό η λειτουργία του μηχανισμού ασφάλισης, έτσι ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να εκτιμήσει τις συνέπειες της ως προς την έκταση και τις προϋποθέσεις της κάλυψης που παρέχει ή και των τυχόν άλλων παροχών με τις οποίες είναι συνδεδεμένη (βλ. I. Ρόκα, ό.π. σελ. 398). Σημειώνεται, βέβαια, ότι οι ρήτρες των ασφαλιστηρίων που καθορίζουν ή οριοθετούν με σαφήνεια τον ασφαλιστικό κίνδυνο και την υποχρέωση του ασφαλιστή δεν υπάγονται στην εκτίμηση του κατά πόσο είναι καταχρηστικές, εφόσον οι σχετικοί περιορισμοί που εισάγουν (οι ρήτρες) έχουν ληφθεί υπόψη στον υπολογισμό των ασφαλίστρων (βλ. Ι. Ρόκα, ό.π.: σελ. 398). Το κατά πόσο έχουν τηρηθεί οι ως άνω προϋποθέσεις (σαφής προσδιορισμός του ασφαλιστικού κινδύνου, λήψη υπόψη του για τον προσδιορισμό των ασφαλίστρων κ.λπ.) είναι ζήτημα που καταλείπεται στον εθνικό δικαστή (βλ. I. Ρόκα, ό.π. σελ. 398), Επιπροσθέτως, ο λήπτης της ασφάλισης, όπως και κάθε καταναλωτής που συμβάλλεται με τέτοιους όρους, πρέπει, ανεξάρτητα αν τους διάβασε ή όχι, να εμπιστεύεται ότι σε γενικές γραμμές λαμβάνει την ασφαλιστική κάλυψη (ή οποιαδήποτε άλλη παροχή, αν δεν πρόκειται για ασφάλιση) που εύλογα ανέμενε να λάβει σύμφωνα με τις περιστάσεις. Πρέπει δε να ερευνάται τι ανέμενε ανάλογα και με ποιες παραστάσεις είχε ή ποιες θα έπρεπε να αναμένει και τι παραστάσεις θα έπρεπε να είχε ο μέσος καταναλωτής όταν προέβαινε στη σύναψη της σύμβασης για να διαπιστωθεί αν μια ρήτρα πρέπει να κριθεί ότι αποτελεί (δυσάρεστη) «έκπληξη» γι’ αυτόν, ώστε να κριθεί για το λόγο αυτό καταχρηστική (βλ. I. Ρόκα, ό.π., σελ. 398), Αν συμβαίνει αυτό, τότε η ρήτρα μπορεί να κριθεί λαμβανομένων υπόψη και των λοιπών περιστατικών, καταχρηστική. Πάντως, αν ο ασφαλιστής αποδεικνύει ότι ο συγκεκριμένος λήπτης της ασφάλισης ήταν σε θέση να αντιληφθεί πλήρως τον όρο, που ο μέσος λήπτης δεν θα μπορούσε, τότε ο λήπτης αυτός δεν μπορεί να επικαλεστεί υπέρ αυτού την ακυρότητα, άλλως καταχρηστικότητα του όρου (βλ. I. Ρόκα, ό.π. σελ. 398). Σύμφωνα μάλιστα με την πάγια νομολογία του ΔικΕΕ, το δικαστήριο ερευνά αυτεπαγγέλτως αν κάποιος ΓΟΣ που έχει συναφθεί χωρίς διαπραγμάτευση σε σύμβαση με καταναλωτή είναι καταχρηστικός, αλλά και αν ο δέκτης της υπηρεσίας ή του προϊόντος ενεργεί με την ιδιότητα του καταναλωτή (βλ. I. Ρόκα, ό.π, σελ. 399, με περαιτέρω παραπομπές). Οι εννοιολογικά διφορούμενοι όροι ή δεν θα εφαρμοστούν ή θα εφαρμοστούν με τη δυσμενέστερη για τον ασφαλιστή εκδοχή (ερμηνεία). Όταν υπάρχει αμφιβολία ως προς την έννοια κάποιου όρου λόγω του ότι έχει ασαφές ή διφορούμενο περιεχόμενο, θα ερμηνευτούν κατά του ασφαλιστή, επειδή αυτός τους συνέταξε (βλ. Ι. Ρόκα, ό.π. σελ. 402), Πολλάκις, η θεμελίωση της καταχρηστικότητας αναζητείται στο χαρακτηριστικό του όρου να «προκαλεί έκπληξη» στον λήπτη της ασφάλισης, ήτοι να είναι για τον μέσο καταναλωτή μη αναμενόμενο αυτό που συνεπάγεται, σύμφωνα και με το όλα πνεύμα των ασφαλιστικών όρων και του ασφαλιστηρίου (βλ. I Ρόκα, ό.π., σελ. 403). Ασφαλιστικοί όροι που έχουν συνταχθεί κατά παραβίαση της υποχρέωσης που έχει ο ασφαλιστής να τους συντάσσει με διαφάνεια και σαφήνεια είναι ανίσχυροι και τα κενό που προκύπτει συμπληρώνεται σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη και πάντως, εν αμφιβολία, κατά του συντάξαντα τον όρο, ήτοι του ασφαλιστή, Αν, όμως, δεν υπάρχει ασάφεια, δεν επιτρέπεται η αναδρομή στους κανόνες ερμηνείας των συμβάσεων προς ανεύρεση της βούλησης των συμβαλλομένων (βλ. Ι. Ρόκα, ό.π., σελ. 403).

 

Β. Από τη διάταξη του άρθρου 32 παρ. 1 του Ν. 249 6/1997 για την ιδιωτική ασφάλιση, με την οποία ορίζεται ότι, αν δεν συμφωνήθηκε κάτι άλλο, η ασφάλεια ασθενειών περιλαμβάνει τις ασθένειες που προέρχονται από αιτίες οι οποίες δεν υπήρχαν ή υπήρχαν, αλλά ο ασφαλισμένος δικαιολογημένα αγνοούσε την ύπαρξή τους κατά τη σύναψη της σύμβασης, σαφώς προκύπτει ότι τα μέρη στην ασφαλιστική σύμβαση ασθενειών και νοσοκομειακής περίθαλψης μπορεί να συμφωνήσουν την κάλυψη μιας ή περισσότερων ή όλων των ασθενειών του λήπτη της ασφάλισης ή να εξαιρέσουν, εφόσον πρόκειται για γενική κάλυψη ασθενειών, ορισμένες ασθένειες ή ορισμένη κατηγορία ασθενειών. Στην τελευταία αυτή περίπτωση της εξαίρεσης ορισμένης ασθένειας από τη σύμβαση ασφάλισης, οπότε ελλείπει η ασφαλιστική κάλυψη, δεν ενδιαφέρει αν ο ασφαλισμένος αγνοούσε δικαιολογημένα την ύπαρξη της συγκεκριμένης ασθένειας κατά τη σύναψη της σύμβασης, αφού αυτή, κατά επιτρεπτή, σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη» επιλογή των μερών, τέθηκε εκτός πεδίου ασφαλιστικής κάλυψης (ΑΠ 2264/2913, ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

 

II. Α.  Από τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. ΑΚ περί αδικοπραξιών προκύπτει ότι, για να υπάρξει αδικοπραξία και υποχρέωση του ζημιώσαντος να αποζημιώσει τον παθόντα και περαιτέρω να ικανοποιηθεί η ηθική βλάβη του τελευταίου κατά τα άρθρα 932 ΑΚ, προϋποτίθεται ότι η ζημία (θετική ή αποθετική) προκλήθηκε παρά το νόμο (άρθρο 914 ΑΚ) ή από συμπεριφορά αντίθετη προς τα χρηστά ήθη (άρθρο 919 ΑΚ), από πράξη ή παράλειψη, η οπαία οφείλεται σε πταίσμα του δράστη, ήτοι σε δόλο ή αμέλεια και ότι υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης και της ζημίας, που επήλθε. Η ζημία είναι παράνομη, όταν με την πράξη ή την παράλειψη του υπαιτίου προσβάλλεται δικαίωμα ή και απλό συμφέρον του παθόντος, προστατευόμενο από ορισμένη διάταξη νόμου, η οποία παραβιάσθηκε, ενώ ως κριτήριο των χρηστών ηθών και συνακόλουθα της αντίθετης προς αυτά συμπεριφοράς λαμβάνονται υπόψη οι ιδέες, που κατά τη γενική αντίληψη του χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου επικρατούν σε μια δεδομένη χρονική περίοδο. Μόνη η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής είναι μεν πράξη παράνομη, δεν συνιστά όμως και αδικοπραξία κατά την έννοια των άρθρων 914 επ. ΑΚ, Είναι δυνατό, ωστόσο, μια ζημιογόνα ενέργεια, πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Τούτο συμβαίνει, όταν η ενέργεια αυτή καθ’ εαυτή και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη στο γενικό καθήκον, που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανένας υπαίτια ζημία σε άλλον (ΟλΑΠ 937/1973, ΝοΒ 22.505, ΑΠ 1120/2005, ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 212/2000, ΕΔΠ 2000.258, ΑΠ 555/1999, ΕλλΔνη 41.87, ΕφΑΒ 302/2003, ΔΕΕ 2006.513, ΕφΔωδ 182/2005, ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ» - βλ. Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, Αστικός κώδιξ: ερμηνεία κατ' άρθρον -νομολογία - βιβλιογραφία, Ειδικό ενοχικό, Τόμος IV, Αθήναι 1982, άρθρα 914-338, αρ. 7, με περαιτέρω παραπομπές).

 

Β. Η διάταξη ταυ άρθρου 8 παρ. 1 του Ν. 2251/94 αποτελεί το θεμελιώδη κανόνα στον οποίο βασίζεται το σύστημα ευθύνης του παρέχοντος υπηρεσίες στο πλαίσιο του νόμου. Η διάταξη δεν έχει απλώς καθοδηγητικό χαρακτήρα1 αλλά θέτει τα στοιχεία του πραγματικού και αποτελεί τον ιδρυτικό της ευθύνης κανόνα δικαίου. Η συνειδητή συμπερίληψη ταυ στοιχείου της υπαιτιότητας, σε αντίθεση με την ευθύνη του παραγωγού για ελαττωματικά προϊόντα, υποδεικνύει το χαρακτήρα της διατάξεως και του σχετικού λόγου ως υπαίτιου λόγου ευθύνης (βλ. Ι. Καράκωστα, Δίκαιο προστασίας καταναλωτή, 2004, σελ. 271). Στην ως άνω διάταξη ορίζονται οι προϋποθέσεις καταλογισμού της ευθύνης, που είναι οι ακόλουθες: 1} παροχή υπηρεσιών, 2) παρανομία, 3) υπαιτιότητα, 4) ζημία και 5) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ παροχής υπηρεσίας και ζημίας. Εν άλλοις λόγοις, η ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες προϋποθέτει πρόκληση ζημίας με παράνομη και υπαίτια πράξη ή παράλειψη του παρέχοντος την υπηρεσία (Ε. Αλεξανδρίδου, Δίκαιο προστασίας καταναλωτή, Ελληνικό- Ενωσιακό, Αθήνα 2018, σελ. 543). Η ευθύνη καλύπτει, σύμφωνα με την ισχύουσα διατύπωση του άρθρου, κάθε περιουσιακή ζημία και ηθική βλάβη. Ως παρέχων υπηρεσίες νοείται αυτός που, στο πλαίσιο άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, παρέχει υπηρεσία κατά τρόπο ανεξάρτητο, ενώ η έννοια του καταναλωτή δεν αφίσταται από τη γενική έννοια που δίνει το άρθρο 1α αρ. 1 του Νόμου (βλ. Ε. Αλεξανδρίδου, ό.π., σελ. 544). Οι υπηρεσίες πρέπει να παρέχονται κατά τρόπο ανεξάρτητο στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας του φορέα τους (βλ. I. Καράκωστα, ό.π., σελ. 271-272). Από δε την έννοια της υπηρεσίας ο Ν. 2251/1994, εξαιρεί, κατά το πρότυπο της ΠρΟδηγ, τις υπηρεσίες που έχουν ως άμεσο και αποκλειστικό αντικείμενο την κατασκευή προϊόντων ή τη μεταβίβαση εμπράγματων δικαιωμάτων ή δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.

 

Περαιτέρω, η «παρανομία» στο άρθρο 8 νοείται με την έννοια της ΑΚ 914, ήτοι ως όρος της αδικοπρακτικής ευθύνης, στην οποία περιλαμβάνεται και η συμπεριφορά που, χωρίς να αντίκειται σε συγκεκριμένη διάταξη νόμου, παραβιάζει τη γενική υποχρέωση πρόνοιας και ασφάλειας στις συναλλαγές (αμέλεια ως μορφή παρανομίας, διευρυμένη έννοια του παρανόμου - βλ. Ε. Αλεξανδρίδου, ό.π., σελ. 549). Εξάλλου, από τη νέα μορφή της διάταξης προκύπτει ότι πλέον ο όρος «υπαιτιότητα» στο άρθρο 8 δεν απέχει από την κοινή του έννοια στο δίκαιο της αποζημίωσης (δόλος, αμέλεια - βλ. Ε. Αλεξανδρίδου, ό.π. σελ. 549). Συναφώς, τίθεται το ερώτημα, αν για την εφαρμογή της υπό εξέταση διάταξης αρκεί και η απλή παράβαση συμβατικής υποχρέωσης, με δεδομένο μάλιστα ότι, σε αντίθεση με όσα ισχύουν στην ευθύνη του παραγωγού ελαττωματικών προϊόντων, η ύπαρξη συμβατικού δεσμού του παρέχοντας την υπηρεσία με τον αποδέκτη της αποτελεί τον κανόνα. Στην ελληνική θεωρία και νομολογία επικράτησε η άποψη ότι η εφαρμογή του άρθρου 8 περιορίζεται στην αδικοπρακτική μόνο ευθύνη (ΑΠ 81/1991, ΕλλΔνη 32.1215, ΕφΑθ 2386/2006, ΕλλΔνη 2006.1467, ΕφΛαρ 226/2005, ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΘεσσαλ 1126/2004, ΕπίσκΕμπΔ 2004.729, ΕφΑθ 2319/1999, ΔΕΕ 1999.1175, ΕφΑθ 647/1994, ΚοΒ 43.3 95, ΕφΑθ 442/1993, ΕλλΔνη 1993.40 9, ΠΠρΘεσσαλ 19932/2009, ΕφΑΔ 2009.803 - βλ. Ε. Αλεξανδρίδου, ό.π., σελ. 549). Η δε άποψη που διευρύνει τα πεδίο εφαρμογής του άρθρου 8 και πέραν της αδικοπρακτικής ευθύνης δεν τεκμηριώνεται επαρκώς. Συνεπώς, ως ορθότερη εμφανίζεται η άποψη ότι μόνη η συμβατική παράβαση δεν αρκεί για την εφαρμογή ταυ άρθρου 8, αλλά απαιτείται παρανομία κατά την ΑΚ 914. Η τελευταία αυτή ερμηνευτική εκδοχή επιβεβαιώνεται και από την προσθήκη του όρου «παρανομία» στη διατύπωση του άρθρου 8, αφού αν ο νομοθέτης ήθελε να καλυφθεί και η απλή παράβαση συμβατικής υποχρέωσης, μπορούσε την αναφέρει επίσης ρητά (βλ. Ε. Αλεξανδρίδου, ό.π., σελ. 550). Με την έννοια αυτή, η διάταξη εφαρμόζεται ανεξάρτητα από την ύπαρξη σύμβασης. Αυτό δεν σημαίνει ότι αποκλείεται η ύπαρξη και συμβατικής ευθύνης. Αν υπάρχει και συμβατική παράβαση, θα συντρέχει περίπτωση συρροής αξιώσεων (ενδοσυμβατική και αδικοπρακτική ευθύνη (βλ. Ε. Αλεξανδρίδου, ό.π. σελ. 550). Στο σημείο αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι δεδομένης της ταύτισης των προϋποθέσεων της ευθύνης του παρέχοντας υπηρεσίες σύμφωνα με το άρθρο 8 με τις προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης κατά το άρθρο 914 ΑΚ (παράνομη και υπαίτια πράξη ή παράλειψη, ζημία και αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς και της ζημίας) υποστηρίζεται βάσιμα ότι το άρθρο 8 δεν εισάγει αυτοτελή λόγο ευθύνης ή δεν αποτελεί κανόνα ιδρυτικό της ευθύνης, αλλά απλώς ρυθμίζει ειδικά ορισμένα θέματα της αδικοπρακτικής ευθύνης του παρέχοντας υπηρεσίες (βλ. Ε. Αλεξανδρίδου, ό.π., σελ. 550).

 

III.  Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 57 και 59 ΑΚ συνάγεται ότι, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του δικαιούται να αξιώσει: α) την άρση της προσβολής, β) την παράλειψή της στο μέλλον, γ) αποζημίωση κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις (άρθρα 914 επ, ΑΚ) και δ) χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Η προσωπικότητα αποτελεί πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επιμέρους εκδηλώσεις- εκφάνσεις (πλευρές) του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, πλην όμως, η προσβολή της προσωπικότητας σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας. Η προσωπικότητα του ανθρώπου μπορεί να προσβληθεί σε οποιαδήποτε εκδήλωσή της (πνευματική, σωματική, υγεία, ελευθερία, τιμή κλπ.). Για να γεννηθεί αξίωση προστασίας από προσβολή της προσωπικότητας απαιτούνται οι εξής προϋποθέσεις: α) η προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας του ατόμου, που προκαλείται με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη τρίτου, με την οποία διαταράσσεται η κατάσταση, που υπάρχει σε μία ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής και β) η προσβολή να είναι παράνομη, ήτοι όταν η προσβολή γίνεται χωρίς δικαίωμα ή κατ’ ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο, όμως, είναι εξ απόψεως έννομης τάξης μικρότερης σπουδαιότητας ή ασκείται υπό περιστάσεις, που καθιστούν την άσκηση αυτού καταχρηστική, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ ή του άρθρου 25 παρ. 3 Σ. Για να γεννηθεί, μάλιστα, αξίωση προστασίας από προσβολή τής προσωπικότητας κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914 και 932 του ΑΚ, είναι αδιάφορη για τον χαρακτήρα της προσβολής ως παράνομης, η φύση της διάταξης, που ενδέχεται να παραβιάζεται με την προσβολή, η οποία έτσι μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε κλάδο ή τμήμα του δικαίου (ΑΠ 756/2 011, 4 08/2007, ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Συντρεχουσών των ως άνω προϋποθέσεων, ο προσβαλλόμενος δικαιούται να απαιτήσει την άρση της προσβολής και την παράλειψή της στο μέλλον, χωρίς, μάλιστα, τη συνδρομή του στοιχείου της υπαιτιότητας, αφού ο νόμος καθιερώνει για την προκειμένη αξίωση αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος (ΑΠ 1355/2015, 1352/2015, 1216/2014, 756/2011, 1339/2008, 1987/2007, 195/2 0 07, ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Ωστόσο, για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, η οποία πρέπει να είναι σημαντική (βλ. Απ. Γεωργιάδη- Μ. Σταθόπουλου, Αστικός κώδιξ: ερμηνεία κατ’ άρθρον- νομολογία- βιβλιογραφία. Τόμος I, Γενικοί αρχαί, Αθήνα 1978, άρθρο 59, αρ. 8, σελ. 117), απαιτείται και πταίσμα εκείνου, από τον οποίο προέρχεται η προσβολή (ΟλΑΠ 2/2008, 812/1980, ΑΠ 1355/2015, 1352/2015, 1750/2014, 1735/2009, 1729/2008, 1339/2008, ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Στην έννοια δε της υπαιτιότητας (πταίσματος) περιλαμβάνονται τόσο ο δόλος, που στο πεδίο εφαρμογής του Αστικού Δικαίου κρίνεται με ανάλογη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 27 του ΠΚ, όσο και η αμέλεια. Η αξίωση χρηματικής ικανοποίησης προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης γεννάται ανεξάρτητα από την επέλευση ή μη περιουσιακής ζημίας (βλ. Μ. Σταθόπουλου, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο 4η έκδοση, Αθήνα- Θεσσαλονίκη 2004, παρ. 15, αρ. 103, σελ. 318). Το ύψος δε του ποσού της προαναφερθείσας εύλογης χρηματικής ικανοποίησης καθορίζεται από το Δικαστήριο της ουσίας ύστερα από εκτίμηση των τιθέμενων υπόψη του πραγματικών περιστατικών και ιδίως του βαθμού του πταίσματος του υποχρέου, του είδους της προσβολής, των συνθηκών τέλεσης της αδικοπραξίας, της περιουσιακής και κοινωνικής κατάστασης των μερών, καθώς και των ενδεχόμενων προσωπικών τους σχέσεων (ΟλΑΠ 19/2011, 13/2002, ΑΠ 1216/2011, 71/2011, 159/2006, 132/2006, ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

 

Με την υπό κρίση αγωγή του, ο ενάγων εκθέτει ότι η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «...» συνήψε με την εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία ασφαλιστική σύμβαση ζωής, ασθένειας και ατυχημάτων, με ασφαλισμένο και δικαιούχο του ασφαλίσματος κινδύνου τον ίδιο, εκδοθέντος του από 29-01-2015 και με αριθμό ... ασφαλιστήριου εγγράφου, ως «Ασφαλιστηρίου Ζωής». Ότι από ενάρξεως της ασφάλισης, ο λήπτης της ασφάλισης κατέβαλλε και εξακολουθεί να καταβάλει προς την εναγόμενη, εμπροθέσμως και προσηκόντως το οριζόμενο από την τελευταία (εναγόμενη) ασφάλιστρο. Ότι τον μήνα Ιανουάριο του έτους 2021 ο ενάγων διαγνώσθηκε ότι πάσχει από αδενοκαρκίνωμα δεξιού πνεύμονα, σε περαιτέρω δε έλεγχο με Μαγνητική Τομογραφία ανευρέθη εκτεταμένη και συστηματική νόσος καρκίνου με μετάσταση στον αριστερό βρεγματικό λοβό του εγκεφάλου του. Ότι υπεβλήθη σε χειρουργική επέμβαση και αντικαρκινική θεραπεία - μονοκλωνικό αντίσωμα Pembrolisumab (σκεύασμα «Keytruda»). Ότι κατά τη διάρκεια της προλεχθείσας θεραπείας, ο εναγών εμφάνισε, αιφνιδίως, εγκεφαλικές κρίσεις, γιο την αντιμετώπιση των οποίων χρειάστηκε να νοσηλευτεί στο θεραπευτήριο με την επωνυμία « ... ΚΛΙΝΙΚΗ Α.Ε.» κατά το χρονικό διάστημα από 27-10-2022 έως 7-11-2022. Ότι οι κρίσεις αυτές του προκάλεσαν απορρύθμιση του εγκεφάλου, η οποία εκδηλώθηκε αιφνιδίως και κατά τη διάρκεια της αντικαρκινικής θεραπείας με συμπτώματα προσομοιάζοντα με αυτά που εμφανίζουν οι επιληπτικές κρίσεις, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην ένδικη αγωγή. Ότι εντούτοις, δεν παρουσιάζει ιστορικό επιληψίας, ούτε είχε εμφανίσει κατά τη διάρκεια της ζωής του επιληπτικές κρίσεις, ούτε είχε λάβει ποτέ στο παρελθόν σχετικά φάρμακα για επιληψία. Ότι εμφάνισε ξανά παρόμοιο επεισόδιο και χρειάστηκε εκ νέου νοσηλεία στο νοσοκομείο «...» κατά το χρονικό διάστημα από 04-01-2023 έως και 07- 01-2023. Ότι επιπλέον, για την ίδια αιτία και με τα ίδια ακριβώς συμπτώματα εισήχθη εκτάκτως για νοσηλεία στο νοσοκομείο «...» και για τρίτη φορά, στις 25-02- 2023, παραμένοντας νοσηλευόμενος έως την 06-03-2023. Ότι σύμφωνα με τις ιατρικές γνωματεύσεις από τους θεράποντες ιατρούς, τα επεισόδια αυτά δεν θεωρούνται αποτέλεσμα ιδιοπαθών/ μόνιμων επιληπτικών κρίσεων, καθόσον ουδέποτε έπασχε - ούτε πάσχει - από επιληψία, ώστε να εκδηλώσει επιληπτικές κρίσεις, άλλα σε άπασες τις ανωτέρω περιπτώσεις νοσηλείας του οι ανωτέρω κρίσεις αποτελούσαν καταγεγραμμένη, γνωστή και συνήθη παρενέργεια της συγκεκριμένης ανοσοθεραπείας που ακολούθησε, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην ένδικη αγωγή. Ότι αμέσως μετά την τρίτη ως άνω νοσηλεία του και καθώς τα δεδομένα της νόσου του (καρκίνου) έβαιναν βελτιούμενα, διέκοψε τη χορήγηση του            ανοσοθεραπεραπευτικού φαρμάκου Keytruda και έκτοτε δεν έχει ξαναπαρουσιάσει καμία εγκεφαλική κρίση και κανένα άλλο σύμπτωμα. Ότι το κόστος για τις τρεις συνολικά προαναφερθεΐσες νοσηλείες του ανήλθε: α) στο ποσό των 17.811,76 ευρώ για την πρώτη (από 27-10-2022 έως 07-11-2022), β) στο ποσό των 6.456,11 ευρώ για τη δεύτερη (από 04-01-2 023 έως 08-01-2023), και γ) στα ποσό των 14,074,40 ευρώ για την τρίτη (από 25-02-2023 έως 06-03-2023), Ότι επελθόντος του ασφαλιστικού κινδύνου, ο ενάγων ως ασφαλισμένος αλλά και ως δικαιούχος του ασφαλίσματος, αιτήθηκε την καταβολή των ποσών για τις δύο πρώτες νοσηλείες του με την από 20 04-2023 Εξώδικη Δήλωση-Όχληση-Διαμαρτυρία του, η οποία επιδόθηκε νόμιμα στην εναγόμενη στις 24-04-2023, πλην όμως, η τελευταία αρνήθηκε να καταβάλει το ασφάλισμα, ισχυριζόμενη ότι το περιστατικό της νοσηλείας του αφορά σε μη καλυπτόμενη δαπάνη, καθώς η αιτία της νοσηλείας εμπίπτει στις μόνιμες εξαιρέσεις του συμβολαίου. Ότι επίσης, η εναγόμενη αρνήθηκε σιωπηρώς να καλύψει τη δαπάνη της τρίτης νοσηλείας του. Ότι όταν εκκαθαρίστηκαν από τα Λογιστήριο του « ... Α.Ε» τα έξοδα και της τρίτης νοσηλείας του, ο ενάγων υπέβαλε προς την Ανεξάρτητη Αρχή με την ονομασία «Συνήγορος του Καταναλωτή» την από -06-2023 αναφορά του κατά της εναγομένης, η οποία με την από 25-07- 2023 και με Αριθ. Πρωτ. ... 25-7-2023 έγγραφη τοποθέτησή της προς τον Συνήγορο του Καταναλωτή επικαλέστηκε την εξαίρεση από την κάλυψη των εξόδων νοσοκομειακής περίθαλψης από οποιαδήποτε αιτία που οφείλονται σε επιληπτικές κρίσεις και δέχθηκε να καταβάλει εξωδικαστικώς το ήμισυ εκ του ποσού της συνολικής δαπάνης των τριών νοσηλειών του αναιτιολόγητα και δίκην ex gratia καταβολής, γεγονός που από μόνο του καθίσταται προσβλητικό για την προσωπικότητα του ενάγοντος. Ότι ακόμη και εάν οι πρόσκαιρες εγκεφαλικές κρίσεις θεωρηθεί ότι αποτελούν μορφή «επιληπτικών κρίσεων», γεγονός που αρνείται ο εναγών, εμπίπτουσες ως τέτοιες στις «εξαιρέσεις» του Ασφαλιστηρίου Ζωής, ο συγκεκριμένος «όρος εξαίρεσης» είναι, ως Γενικός Όρος Συναλλαγών (ΓΟΣ), καταχρηστικός και ως εκ τούτου άκυρος. Ότι η διατύπωση του όρου αυτού, όπως περιέχεται στο άρθρο 4ο (Εξαιρέσεις) των Γενικών Όρων που ακολουθούν το με ... αριθμό ασφαλιστήριο, δεν είναι σαφής, διότι δεν μπορεί να γίνει κατανοητή από έναν άνθρωπο μέσης εμπειρίας στο συγκεκριμένο είδος εμπορικής συναλλαγής (σύναψη ασφαλιστικής σύμβασης ζωής) και μηδενικής εμπειρίας στην ιατρική ορολογία η διαφορά μεταξύ ιδιοπαθούς επιληψίας και επιληπτικών κρίσεων, τις οποίες εκδηλώνει κάποιος που δεν πάσχει- βεβαιωμένα και τεκμηριωμένα ιατρικώς- από τη νόσο της επιληψίας, η οποία είναι ιδιοπαθής, δηλαδή χρόνια και άγνωστης αιτίας ως προς την προέλευσή της, επιληψία. Ότι ως εκ τούτου, ο ασφαλισμένος, κατά το στάδιο συνομολόγησης της ασφάλισης, με προσχώρησή του στους προδιατυπωμένους Γενικούς Όρους της συναλλαγής με τον ασφαλιστή (ασφαλιστική επιχείρηση) δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί το πραγματικό περιεχόμενο του συγκεκριμένου όρου εξαίρεσης, καθόσον είναι ουσιαστικά αδιαφανής. Ότι η άρνηση της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας για την καταβολή του οφείλομενου ασφαλίσματος είναι, κατά τα ανωτέρω, μη νόμιμη (Ν. 2496/1997, Ν. 2251/1994) αλλά και αντισυναλλακτική, ως αντιβαίνουσα τόσο στους όρους άσκησης ενός δικαιώματος, όσο και στην αρχή της καλής πίστης, που οφείλει να διέπει τις συναλλαγές. Ότι ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη από την προεκτεθείσα υπαίτια σε βάρος του συμπεριφορά των προστηθέντων της εναγόμενης, ήτοι από την καταχρηστική χρήση (καταχρηστικού) όρου στην ασφαλιστική σύμβαση, καθώς επίσης και από την προσβολή της προσωπικότητάς του, που προκλήθηκε εξαιτίας των επανειλημμένων τηλεφωνικών οχλήσεων προς αυτόν και την οικογένειά του από το Λογιστήριο του ως άνω ιδιωτικού θεραπευτηρίου για την καταβολή των οφειλόμενων εκ των νοσηλειών του ποσών, αλλά και του άγχους και της επιπλέον στενοχώριας που ταυ δημιουργήθηκε, ενώ έπασχε από σοβαρότατη νόσο, προκειμένου να εξεύρει τα οφειλόμενα προς το Νοσοκομείο ποσά, ενώ θεωρούσε εαυτόν ασφαλισμένο για τις ζημίες αυτές. Με βάση αυτό το ιστορικό, ο ενάτων ζητεί να υποχρεωθεί η εναγόμενη εταιρεία να του καταβάλει το ποσό των 38.342,27 ευρώ, ως ασφάλισμα και το ποσό των 5.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και, εν συνόλω, το ποσό των 43.342,27 ευρώ, νομιμοτόκως, για το μεν, ποσό των 23-967,87 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από τις 25-04-2023 (επομένη της επιδόσεως προς την εναγομένη της από 20-04-2023 εξώδικης δήλωσης και όχλησής του) και με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επίδοση της αγωγής του, για το δε ποσό των 19.074,40 ευρώ (δαπάνη της τρίτης νοσηλείας και κονδύλιο χρηματικής ικανοποίησης) από την επομένη της επιδόσεως της ένδικης αγωγής με το νόμιμο τόκο επιδικίας, έως την εξόφληση. Επίσης ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγόμενη στην καταβολή του συνόλου της δικαστικής του δαπάνης και της αμοιβής της πληρεξούσιας δικηγόρου του.

 

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 7,9,11,12 παρ. 1 ,13, 14 παρ. 2. 25 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά την  προκειμένη τακτική διαδικασία. Είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη πέραν των προπαρατιθέμενων στη μείζονα σκέψη διατάξεων και στις διατάξεις των άρθρων 341, 345τ 346 ΑΚ, 907, 908, 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος περί καταβολής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης που, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, υπέστη ο ενάγων από την αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης, καθ' ο μέρος το αίτημα αυτό στηρίζεται στην επιβολή του, καταχρηστικού γενικού όρου της σύμβασης ασφάλισης περί εξαιρέσεως από την ασφαλιστική κάλυψη των εξόδων νοσηλείας του ενάγοντας λόγω επιληπτικών κρίσεων, διότι όσα ισχυρίζεται ο ενάγων στην υπό κρίση αγωγή του, και αληθή υποτιθέμενα, δεν συνιστούν αδικοπραξία ούτε κατά τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. ΑΚ, ούτε κατά τη διάταξη του άρθρου 8 του Ν. 2251/1994, που δεν αποτελεί κανόνα ιδρυτικό της ευθύνης, αλλά απλώς ρυθμίζει ειδικά ορισμένα θέματα της αδικοκρακτικής ευθύνης του παρέχοντας υπηρεσίες, κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα στην υπό στοιχεία ΙΙΒ. μείζονα σκέψη της παρούσας, αλλά μόνο αθέτηση της μεταξύ του λήπτη και της εναγόμενης συμβατικής σχέσης και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να επιδικαστεί από το Δικαστήριο εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, κατ’ άρθρο 932 του ΑΚ. Αναλυτικότερα, η άρνηση της εναγόμενης να καταβάλει το ασφάλισμα, με την επίκληση καταχρηστικού ασφαλιστικού όρου που περιελήφθη στη σύμβαση ασφάλισης, γεννά αξιώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση και όχι αξίωση χρηματικής ικανοποίησης προς αποκατάσταση ηθικής βλάβης εξ αδικοπρακτικής ευθύνης, εκτός αν η υπαίτια πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάσθηκε η ενοχική σύμβαση, λαμβάνουσα χώρα και χωρίς τη συμβατική σχέση, θα ήταν παράνομη ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον που επιβάλλεται από το νόμο να μη ζημιώνει κανείς άλλον υπαιτίως. Εν προκειμένω δε, χωρίς τη σύμβαση ασφαλίσεως που προϋπήρχε, η συμπεριφορά της εναγόμενης, δεν δα ήταν παράνομη, ως αντίθετη προς το γενικό καθήκον του μη υπαιτίως ζημιούν τον άλλον, ώστε να θεμελιώσει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία κατά τις προδιαληφθείσες διατάξεις. Επίσης, μη νόμιμο και απορριπτέο είναι και το αίτημα της υπό κρίση αγωγής περί επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης καθ’ ο μέρος αυτό στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 57 και 59 του ΑΚ περί προσβολής της προσωπικότητας. Συγκεκριμένα, η άρνηση της εναγομένης να καλύψει ασφαλιστικά τα έξοδα νοσηλείας του ενάγοντας, ενώ αυτός θεωρούσε εαυτόν ασφαλισμένο, αποτελεί απλώς αθέτηση συμβατικής υποχρέωσης, η οποία δεν είναι ικανή από μόνη της να διαταράξει μία ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του ενάγοντος, ήτοι η περιγραφόμενη στην υπό κρίση αγωγή αντισυμβατική συμπεριφορά της εναγόμενης δεν είναι σε θέση να προσβάλει την προσωπικότητα του ενάγοντος και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να προκαλέσει στον τελευταίο ηθική βλάβη, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στην υπό στοιχείο III. μείζονα σκέψη της παρούσας. Σημειώνεται δε ότι δεν μπορεί να θεμελιωθεί ευθύνη της εναγόμενης για χρηματική ικανοποίηση του ενάγοντος λόγω προσβολής της προσωπικότητάς του, συνεπεία των επανειλημμένων τηλεφωνικών του οχλήσεων εκ μέρους του ιδιωτικού θεραπευτηρίου με την επωνυμία «... ΚΛΙΝΙΚΗ Α.Ε.» για την καταβολή των οφειλόμενων νοσηλειών, καθώς οι εν λόγω οχλήσεις αποτελούν πράξεις τρίτου προσώπου και όχι της εναγόμενης, το οποίο μάλιστα, δεν συνδέεται με αυτή με οιαδήποτε έννομη σχέση, όπως για παράδειγμα πρόστηση, κατ’ άρθρο 922 ΑΚ, ούτε αποτελεί όργανο αυτής, κατ’ άρθρο 71 ΑΚ, ώστε να στοιχειοθετείτε ευθύνη της εναγόμενης για την αδικοπρακτική του συμπεριφορά.

 

Συνεπώς, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, η ένδικη αγωγή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω για να κριθεί και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι: α) έλαβε χώρα η προβλεπόμενη στις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 και 2, 6 παρ. 1 περ. β΄ και 7 του Ν. 4640/2019 διαδικασία, καθώς προσκομίζεται η από 03-09-2023 έγγραφη ενημέρωση του ενάγοντος για τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση, κατ1 άρθρο 3 παρ. 2 του Ν. 4640/2019 και την υποχρέωση προσφυγής της κρινόμενης διαφοράς σε Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία (ΥΑΣ) σύμφωνα με το Ν. 4640/2019, και το από 20-10-2023 πρακτικό περάτωσης της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας διαμεσολάβησης, κατ’ άρθρο 6 του Ν. 4640/2019, β) κατεβλήθη, για το αντικείμενό της, το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το με αρ. . e- παράβολο) και γ) κατεβλήθησαν τα σχετικά τέλη συζητήσεως (βλ. με αριθμ. Π ./2024 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων ΔΣΑ).

 

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, για να θεωρηθεί η άσκηση ταυ δικαιώματος καταχρηστική πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός ταυ δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ως αντιτιθέμενη στο περί δικαίου αίσθημα και την ηθική τάξη και προκαλούσα έντονη εντύπωση αδικίας (ΟλΑΠ 6/2016Τ ΟλΑΠ 16/2006, ΑΠ 1083/2 017, ΑΠ 1077/2015, ΑΠ 1871/2014, ΑΠ 1504/2013, ΑΠ 279/20 08, ΑΠ 298/2008, ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Πλην όμως, μόνο το γεγονός ότι η άσκηση ταυ δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει  βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν αρκεί για να χαρακτηρίσει ως καταχρηστική την άσκησή του, αλλά πρέπει να συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν ο δανειστής δεν έχει στην πραγματικότητα συμφέρον από την άσκηση του δικαιώματος του. Στο πλαίσιο αυτό, ο δανειστής, ο οποίος, ασκώντας συμβατικό δικαίωμά του, επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησής του, ενεργεί προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντος του, συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός ελεύθερα κατ’ αρχήν αποφασίζει, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και μάλιστα προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 1472/2004, ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ). Το ζήτημά δε, αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματός του (ΑΠ 385/204 0, ΧρΙΔ 2011.201, ΑΠ 381/2009, ΕφΛαμ 159/2011, ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

 

Η εναγόμενη, με τις, νομίμως και εμπροθέσμως κατατεθείσες, έγγραφες προτάσεις της, αρνήθηκε αιτιολογημένα την ένδικη αγωγή, ως νόμω αβάσιμη αναφορικά με το αιτούμενο κονδύλιο ηθικής βλάβης, διατεινόμενη ότι η παράβαση συμβατικής υποχρέωσης, όπως αυτή που επικαλείται ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του, δεν συνιστά αδικοπραξία και, ως εκ τούτου, δεν γεννάται αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, αλλά και ως ουσία αβάσιμη. Επιπλέον, η εναγόμενη, με τις, νομίμως και εμπροθέσμως κατατεθείσες, έγγραφες προτάσεις της, προέβαλε παραδεκτώς: 1) Ένσταση εξαίρεσης από την υποχρέωση καταβολής ασφαλίσματος, ισχυριζόμενη ότι σύμφωνα με τους όρους του Παραρτήματος Δ’ του υπ' αρ. ... ασφαλιστηρίου συμβολαίου, το οποίο παράρτημα αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του ασφαλιστηρίου, και δη το άρθρο 4 «ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ», παράγραφος Δ' αρ. 3 αυτού, «Δεν καλύπτονται από το παρόν παράρτημα έξοδα νοσοκομειακής περίθαλψης από οποιαδήποτε αιτία που οφείλονται σε: .... επιληπτικές κρίσεις... και τις επιπλοκές τους.». Ότι επίσης, ο σχετικός ΓΟΣ της επίδικης ασφαλιστικής σύμβασης είναι σαφής και κατανοητός, καθώς εξαιρεί τα έξοδα νοσοκομειακής περίθαλψης από οποιαδήποτε αίτια που οφείλονται σε επιληπτικές κρίσεις, χωρίς περαιτέρω διακρίσεις. Ότι στην αδόκητη περίπτωση που κριθεί ότι ο ως άνω ΓΟΣ χρήζει ερμηνείας, δεν μπορεί η τελευταία να οδηγήσει σε αντίθετα συμπέρασμα περί διάκρισης βάσει της αιτίας των επιληπτικών κρίσεων, όπως ισχυρίζεται ο εναγών, λαμβανομένων υπ’ όψη και των κριτηρίων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ και, ιδίως, των συμφερόντων του ασφαλισμένου, των συνθηκών υπό τις οποίες έλαβαν χώρα οι δηλώσεις βούλησης των συμβαλλόμενων και της φύσης της σύμβασης ασφάλισης. Οι υπό κρίση ισχυρισμοί, κατά το σκέλος περί ύπαρξης ασφαλιστικού όρου που εξαιρεί από την ασφαλιστική κάλυψη τις επιληπτικές κρίσεις, συνιστούν ένσταση εξαίρεσης από την υποχρέωση καταβολής ασφαλίσματος, η οποία είναι νόμιμη, στηριζόμενη στο άρθρο 32 παρ. 1 του Ν. 2496/1997 και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Κατά δε το σκέλος τους περί σαφήνειας και μη καταχρηστικότητας του επίδικου ασφαλιστικού όρου συνιστούν αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, οπότε θα εξετασθούν στη συνέχεια μαζί με αυτή. 2) Ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, ισχυριζόμενη ότι ο ενάγων παντελώς αυθαίρετα κρίνει ότι στην περίπτωσή του δεν εφαρμόζονται τα άρθρα που θέτουν τους όρους και τις προϋποθέσεις για την καταβολή των εξόδων νοσηλείας. Ότι εντούτοις τα άρθρα αυτά (εν προκειμένω τα άρθρο 4 του Παραρτήματος Δ') κατά τη λογική τους έννοια, αναφέρονται στην έκταση των κινδύνων που αναλαμβάνει η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία, όσο δε αυξάνονται οι προϋποθέσεις, με τη συνδρομή των οποίων ενεργοποιείται μία κάλυψη ή παρέχεται αυτή, τόσο μειώνονται οι πιθανότητες ενεργοποίησης μίας κάλυψης. Ότι η πιθανότητα επέλευσης του καλυπτόμενου από τη σύμβαση ασφάλισης κινδύνου τελεί σε σχέση ευθέως ανάλογη με το συμφώνου μένα ασφάλιστρο, ήτοι όσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα, τόσο υψηλότερο είναι το ασφάλιστρο. Ότι η εκ των υστέρων επέκταση των ασφαλιζόμενων κινδύνων, με την προσθήκη και άλλης περίπτωσης ή με την αφαίρεση προϋποθέσεων που αποτελούσαν περιορισμό του, γιατί δήθεν δεσμεύουν υπέρμετρα τη βούληση του ασφαλισμένου, ή προσβάλλουν την προσωπικότητά του, αποτελεί αυθαίρετη ενέργεια και αθεμελίωτη επέμβαση στη θεμελιώδη αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, που ανατρέπει την ισορροπία μεταξύ αναλαμβανόμενων κινδύνων και ασφαλίστρου (που στηρίζεται σε παγκόσμιας έκτασης στατιστικές) και θέτει σε κίνδυνο το όλο ασφαλιστικό σύστημα. Η υπό κρίση ένσταση τυγχάνει απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη, καθώς τα ανωτέρω επικαλούμενα από την εναγόμενη πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα, δεν συνιστούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ. Ειδικότερα, η άσκηση της ένδικης αγωγής συνιστά άσκηση εκ μέρους του ενάγοντος νομίμου δικαιώματος, η οποία δεν στοιχειοθετεί υπέρβαση, και μάλιστα προφανή, των ορίων που διαγράφει η καλή πίστη ή ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος του. για να πρέπει να παραλύσουν την άσκησή του, ακόμη κι αν ληφθούν υπόψη τα ανωτέρω περιστατικά τα οποία επικαλείται η εναγόμενη. Οι δε δυσμενείς για την εναγόμενη συνέπειες, που επέρχονται εξαιτίας της άσκησης του δικαιώματος του ενάγοντος, της αναζήτησης των οφειλομένων, δεν μπορούν, άνευ ετέρου, να καταστήσουν, ενόψει των κριτηρίων του άρθρου 281 ΑΚ, καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος του τελευταίου (ενάγοντος). 3) Επικουρικώς, αίτημα εξαίρεσης/ μη εφαρμογής του τόκου επιδικίας και επιδίκασης αντιστοίχως του νομίμου ή συμβατικού τόκου υπερημερίας, λόγω της εύλογης αντιδικίας μεταξύ των διαδίκων σχετικά με το μέγεθος της αποζημίωσης του ενάγοντος και τα εύλογο των απαιτήσεών του. Το εν λόγω αίτημα είναι νόμιμο, στηριζόμενο στο άρθρο 346 ΑΚ, και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω στην ουσία του.

 

Ο ενάγων, με τη, νομίμως και εμπροθέσμως, κατατεθείσα προσθήκη - αντίκρουσή του, αρνήθηκε τις προβληθείσες από την εναγόμενη ενστάσεις, ενώ ειδικώς όσον αφορά την εξαίρεση που προβλέπεται στους όρους του Παραρτήματος Δ΄ του υπ’ αριθμ. ... ασφαλιστηρίου, προέβαλε, καθ' υποφοράν, με την αγωγή του, αντένσταση ότι ο σχετικός όρος τυγχάνει άκυρος, λόγω αντίθεσης στις διατάξεις των άρθρων 281, Ν. 2251/1934 και Ν. 2496/1997, κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα στο ιστορικό της παρούσας.

 

Ο νομοθέτης του ΚΠολΔ εξομοίωσε με ιδιωτικά έγγραφα και τις φωτογραφικές ή κινηματογραφικές αναπαραστάσεις, τις φωνοληψίες και κάθε λογής μηχανικές απεικονίσεις (ΚΠολΔ 444 παρ. 1γ). Η δε απαρίθμηση του νόμου είναι ενδεικτική (βλ. Ν. Νίκα, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, Δ'  Έκδοσητ Αθήνα- Θεσσαλονίκη, 2022, §85, αρ. 40, σελ. 682). Ως εκ τούτου, κάθε υλική αποτύπωση οπτικών ή ακουστικών εντυπώσεων ή ακόμη και νοήματος, που πραγματοποιείται με μηχανικά ηλεκτρονικά μέσα, μπορεί να θεωρηθεί και να αντιμετωπιστεί δικονομικά ως ιδιωτικό έγγραφο, παρότι δεν συγκεντρώνει τα στοιχεία του (παραδοσιακού) εγγράφου κατά τον ΚΠολΔ, λόγω κυρίως της έλλειψης του στοιχείου της σταθερότητας κατά την ενσωμάτωσή του σε υλικό που παρουσιάζει διάρκεια ζωής, αλλά πρόκειται για μία ενδιάμεση μορφή, την οποία, όμως, ο νομοθέτης εξομοίωσε προς τα ιδιωτικά έγγραφα, ενόψει της εγγύτητας της προς αυτά (βλ. Στ. Κουσούλη, Σύγχρονες Μορφές Έγγραφης Συναλλαγής, Αθήνα, 1992, σελ. 138, 142). Μάλιστα, ο πρόσφατος νομοθέτης του Ν. 3994/2011 (ΦΕΚ ΑΊ 65/25.07.2011) ήδη κατέταξε ρητά στις μηχανικές απεικονίσεις «και κάθε μέσο το οποίο χρησιμοποιείται από υπολογιστή ή περιφερειακή μνήμη υπολογιστή, με ηλεκτρονικό, μαγνητικό ή άλλο τρόπο, για εγγραφή, αποθήκευση, παραγωγή ή αναπαραγωγή στοιχείων, που δεν μπορούν να διαβαστούν άμεσα, όπως επίσης και κάθε μαγνητικό, ηλεκτρονικό ή άλλο υλικό στο οποίο εγγράφεται οποιαδήποτε πληροφορία, εικόνα, σύμβολο ή ήχος, αυτοτελώς ή σε συνδυασμό, εφόσον τα μέσα και τα υλικά αυτά προορίζονται ή είναι πρόσφορα να αποδείξουν γεγονότα που έχουν έννομη σημασία» (ΚΠολΔ 444 παρ. 2, όπως προστέθηκε δυνάμει του άρθρου 4 0 παρ. 1 του Ν. 3994/2011). Όπως συμβαίνει και με τα ιδιωτικά έγγραφα, η αμφισβήτηση της γνησιότητας των μηχανικών απεικονίσεων ενεργοποιεί το βάρος του διαδίκου, που τις επικαλείται και τις προσάγει, να την αποδείξει (ΚΠολΔ 457 παρ. 4) με κάθε αποδεικτικό μέσο και με μάρτυρες. Μολονότι οι μηχανικές απεικονίσεις εξομοιώνονται με ιδιωτικά έγγραφα, η αποδεικτική τους δύναμη ρυθμίζεται με ειδική διάταξη, που διαφοροποιείται αισθητά από εκείνη των εγγράφων. Σύμφωνα με το άρθρο 448 παρ. 2 ΚΠολΔ, τα ανωτέρω (ΚΠολΔ 444 παρ. 1γ) τεχνικά μέσα παρέχουν πλήρη απόδειξη για τα γεγονότα ή πράγματα που αναγράφουν, επιτρέπεται όμως ανταπόδειξη. Είναι, επομένως προφανές ότι η πλήρης αποδεικτική δύναμη των μηχανικών απεικονίσεων αναφέρεται και καλύπτει την ίδια την αποτύπωση των γεγονότων ή πραγμάτων, που περιέχονται σ' αυτές και όχι την αλήθεια του κειμένου ή της αναπαραστάσης καθεαυτής (βλ. Μ Νίκα, ό.π., §85, αρ. 42, σελ. 663). Εν άλλοις λόγοις, με αυξημένη αποδεικτική δύναμη περιβάλλεται «η ακρίβεια της απεικονίσεως καθεαυτής, η πιστότητα του μετασχηματισμού των δεδομένων σε κατανοητά για τον άνθρωπο σημεία» (βλ. Ν. Νίκα, ό.π., §85, αρ, 42, σελ. 663), Αν οι μηχανικές απεικονίσεις περιέχουν απλά πραγματικά γεγονότα, η εξωτερική αυτή αποδεικτική δύναμη είναι πληρέστερη εκείνης των ιδιωτικών εγγράφων, ενώ όταν αυτές αποδεικνύουν δικαιοπρακτικές δηλώσεις, υπολείπεται εκείνης (βλ. Ν. Νίκα, ό.π. §85, αρ. 42, σελ. 683).

 

Κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω, στην έννοια του ιδιωτικού έγγραφου εμπίπτει και η ηλεκτρονική αλληλογραφία (e-mail). Αναλυτικότερα, τα λειτουργικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ηλεκτρονικού εγγράφου, ιδιαιτέρως δε του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, επιτρέπουν την υπαγωγή του στην έννοια του ιδιωτικού εγγράφου, όχι απλώς ως μηχανικής απεικονίσεως, αλλά, και ως stricto sensu ιδιωτικού εγγράφου, που παράγει την πλήρη αποδεικτική δύναμη του άρθρου 445 ΚΠολΔ. Τα ηλεκτρονικά έγγραφα δεν συνοδεύονται βέβαια από την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη τους, η οποία προσδίδει στα ιδιωτικά έγγραφα πλήρη αποδεικτική δύναμη, κατ’ άρθρο 443 ΚΠολΔ. Εντούτοις, η έλλειψη αυτή της παραδοσιακής υπογραφής μπορεί να αναπληρωθεί και να υποκατασταθεί. Εφόσον πιστοποιείται η γνησιότητα, η ακρίβεια και η προέλευση του ηλεκτρονικού εγγράφου, μέσω της ηλεκτρονικής υπογραφής, αναπληρώνεται πλήρως ο σκοπός της ιδιόχειρης υπογραφής, που προσδίδει την αξιοπιστία στα ιδιωτικά έγγραφα. Αναλυτικότερα, ο χρήστης (αποστολέας ή παραλήπτης) του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου είναι εφοδιασμένος μ' έναν προσωπικό κωδικό, που αποτελεί την ηλεκτρονική ταυ διεύθυνση (e-mail). Ο κωδικός αυτός διαμορφώνεται κατά πρωτότυπο τρόπο από τον ίδιο τον χρήστη με τη χρήση χαρακτήρων της επιλογής του, οι οποίοι συνδυάζονται με το σύμβολο «@» και με χαρακτήρες που θέτει ο διαμετακομιστής κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ο συγκεκριμένος συνδυασμός να αφορά μόνον τον ίδιο τον χρήστη που τον όρισε και να μη μπορεί να χρησιμοποιηθεί από άλλον (βλ. Ν, Νίκα, ό.π. §85, αρ. 44, σελ. 665). Η απεικόνιση της διευθύνσεως του αποστολέα επί του μηνύματος, καθιστά τον ίδιο απολύτως συγκεκριμένο για τον παραλήπτη, ώστε να μην είναι δυνατό να επέλθει σύγχυσή του με άλλον χρήστη του ίδιου συστήματος, Εξάλλου, η αποστολή του ηλεκτρονικού μηνύματος είναι δυνατή μόνον αν συνοδεύεται από την ηλεκτρονική διεύθυνση. Δήλωση βουλήσεως και ηλεκτρονική διεύθυνση απαρτίζουν αναποχώριστο σύνολο, ταυτιζόμενες απόλυτα. Ο καθορισμός, συνεπώς, της ηλεκτρονικής διευθύνσεως κατά τρόπο μοναδικό από τον ίδιο τον χρήστη και η δήλωσή της σε κάθε αποστελλόμενο ηλεκτρονικό μήνυμα συνιστά απόδειξη της ταυτότητας του εκδότη του. Συνεπώς, αφού η ηλεκτρονική διεύθυνση λειτουργεί ως ηλεκτρονική υπογραφή και η ηλεκτρονική υπογραφή επιτελεί τη λειτουργία της ιδιόχειρης υπογραφής, η μεταφορά των ρυθμίσεων του νόμου για την αποδεικτική δύναμη των ιδιωτικών εγγράφων και στην περίπτωση του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου καθίσταται δυνατή (βλ. Ν.  Νίκα, ό.π., §85, αρ. 44, σελ. 366), με αποτέλεσμα, το ηλεκτρονικό έγγραφο, που αποστέλλεται από συγκεκριμένη ηλεκτρονική διεύθυνση, να παράγει την τυπική αποδεικτική δύναμη των ιδιωτικών εγγράφων, τόσο ως προς την ταυτότητα του εκδότη, όσο και ως προς την ακρίβεια του περιεχομένου του. Συνακόλουθα, η εκτύπωση του περιεχομένου μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, της οποίας η ακρίβεια βεβαιώνεται από κατά νόμο αρμόδιο πρόσωπο, παρέχει πλήρη απόδειξη για αυτό, ενώ και τα ανεπικύρωτα αντίγραφά της λαμβάνονται υπόψη συμπληρωματικά από το δικαστήριο ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 405/2008, ΠΠρΑΘ 4370/2011, ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

 

Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε αμέσως, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρο 339 ΚΠολΔ), χωρίς να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της παρούσας διαφοράς, συμπεριλαμβανομένων και των εκτυπώσεων μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail), που προσκομίσθηκαν μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους, εφόσον η γνησιότητα αυτών δεν αμφισβητήθηκε (άρθρα 444 παρ. 1γ, 445, 448 παρ. 2, 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), και με την επισήμανση ότι τα προσκομιζόμενα με επίκληση από τους διαδίκους ιδιωτικά ανυπόγραφα έγγραφα (ΠΠρΑΘ 2884/2019, ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), και ιδιωτικά υπέρ του εκδότη τους έγγραφα (ΠΠρΑΘ 2884/2019, ό.π.), καθώς επίσης και οι προσκομιζόμενες με επίκληση από τους διαδίκους φωτοτυπίες εγγράφων, των οποίων δεν βεβαιώνεται η ακρίβεια, από αρμόδιο, για το σκοπό αυτό, πρόσωπο (ΑΠ 718/2021, ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), λαμβάνονται υπόψη, κατ’ άρθρο 340 παρ. 1 ΚΠολΔ, ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, τα οποία εκτιμώνται και αξιολογούνται ελεύθερα παράλληλα με τα πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, από το Δικαστήριο, με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394 ΚΠολΔ, ήτοι εφόσον είναι επιτρεπτή η εμμάρτυρη απόδειξη, τη με αρ. πρωτ. ΔΣΑ .../ -10-2023 ένορκη βεβαίωση της ... του ... και της ... , η οποία ελήφθη ενώπιον του Δικηγόρου Αθηνών ., με πρωτοβουλία του ενάγοντος, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγόμενης (βλ. με αρ. ./21-09-2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών . και η οποία προσκομίζεται από τον ενάγοντα με επίκληση, από τη με αρ. πρωτ. ΔΣΑ... /-10-2023 ένορκη βεβαίωση της ., του . και της .,  η οποία ελήφθη ενώπιον του Δικηγόρου Αθηνών . του., με ΑΜ ΔΣΑ ... με πρωτοβουλία του ενάγοντος, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγόμενης (βλ. με αρ. .../21-09-2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών .) και η οποία προσκομίζεται από τον ενάγοντα με επίκληση, από τη με αριθμό ... 2024 ένορκη βεβαίωση του . του . και της ., η οποία ελήφθη ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών ., με πρωτοβουλία της εναγόμενης, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του ενάγοντος (βλ. με αρ. .../29-12-2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών διορισμένου στο Πρωτοδικείο Αθηνών . και η οποία προσκομίζεται από την εναγομένη με επίκληση, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο και χωρίς απόδειξη (άρθρα 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει ταυ υπ’ αρ. .... ασφαλιστηρίου ζωής, η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «... ΑΒΕΕ» συνήψε με την εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία σύμβαση ασφαλίσεως προσώπου με ισόβια διάρκεια και έναρξη ασφάλισης την 28-01-2015.  Ως ασφαλισμένος και δικαιούχος του ασφαλίσματος ορίσθηκε ο ενάγων. Στην πρώτη δε σελίδα του ως άνω ασφαλιστηρίου προβλέφθηκαν ως καλύψεις, η βασική ασφάλιση ζωής ισόβιας διάρκειας και τα έξοδα νοσοκομειακής περίθαλψης, κατά τα προβλεπόμενα στο παράρτημα Δ' του Ασφαλιστηρίου, ως εξαιρέσεις, οι αναφερόμενες στο άρθρο 4 των γενικών όρων του Ασφαλιστηρίου και της Βασικής Ασφάλισης Ζωής και ως δικαίωμα εναντίωσης, το περιγραφόμενο στο κεφάλαιο «ΔΙΚΑΙΏΜΑΤΑ ΕΝΑΝΤΙΩΣΗΣ» (βλ. προσκομιζόμενο αντίγραφο του υπ. αριθμ. ... ασφαλιστηρίου ζωής). Ειδικότερα, στα άρθρο 4ο του Παραρτήματος Δ’ του ασφαλιστηρίου υπό τον τίτλο «ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ», προβλέφθηκε ότι «Δεν καλύπτονται από το παρόν παράρτημα έξοδα νοσοκομειακής περίθαλψης από οποιαδήποτε αιτία που οφείλονται σε... επιληπτικές κρίσεις...».

 

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων τον μήνα Ιανουάριο του έτους 2021 διαγνώσθηκε ότι πάσχει από αδενοκαρκίνωμα δεξιού πνεύμονα (βλ. από 05-01-2021 γνωμάτευση FDG-PET-CT πυρηνικών ιατρών και ιατρού ακτινοδιαγνώστη Ιδιωτικής Ειδικής Παθολογικής Κλινικής «...») και στις 19-01-2021 υπεβλήθη σε θωρακαχειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση του αδενοκαρκινώματος (βλ. από 19-01-2021 πρακτικό χειρουργείου, ενημερωτικό σημείωμα- εξιτήριο και έκθεση παθολογοανατομίας εξέτασης ιατρών ιδιωτικής κλινικής «...»). Σε περαιτέρω δε έλεγχο με PET-CT ανευρέθη εκτεταμένη και συστηματική νόσος καρκίνου κατόπιν μεταστάσεων στον αριστερό βρεγματικό λοβό του εγκεφάλου του ενάγοντος. Εν συνεχεία, στις 14-04-2021, ο τελευταίος υπεβλήθη σε ακτινοχειρουργική επέμβαση εγκεφάλου με γ-knife (βλ. από 14-04-2021 Ενημερωτικό Σημείωμα νευροχειρουργού Διευθυντή Α' Νευροχειρουργικής Κλινικής .). Παράλληλα, από το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2021 του χορηγήθηκε το μονοκλωνικό αντίσωμα Pembrolizumab (σκεύασμα «Keytruda», δραστική ουσία Πεμπρολιζουμάμπη) σε συνδυασμό με χημειοθεραπεία που περιείχε πλατινούχο ουσία (βλ. ενημερωτικό σημείωμα- εξιτήριο ιδιωτικού θεραπευτηρίου με την επωνυμία «...». Ακολούθως από τον Ιούλιο του έτους 2021 συνέχισε με μονοθεραπεία ανοσοθεραπείας (βλ. από 27-12-2022 ιατρική γνωμάτευση του ογκολόγου-παθολόγου ., Διευθυντή Ογκολογικής Κλινικής του θεραπευτηρίου με την επωνυμία «... ΚΛΙΝΙΚΗ Α.Ε.»).

 

Κατά τη διάρκεια της ανωτέρω αντικαρκινικής θεραπείας και συγκεκριμένα στις 27-10-2022, ο εναγών εμφάνισε αιφνιδίως επιληπτικές κρίσεις, οι οποίες οφείλονταν στην παρουσία εγκεφαλικής εντόπισης της νόσου στον αριστερό βρεγματικό λοβό, ήτοι στη θέση της δευτεροπαθούς εστίας του εγκεφάλου του κινητικού φλοιού, με αποτέλεσμα να νοσηλευθεί στο ιδιωτικό θεραπευτήριο με την επωνυμία «... ΑΕ» από το οποίο εξήλθε στις 07-11-2022 (βλ. σχετ. ενημερωτικό σημείωμα- εξιτήριο ιδιωτικού θεραπευτηρίου με την επωνυμία «...ΚΛΙΝΙΚΗ Α.Ε», με αρ. .../01-11-2022 πιστοποιητικό νοσηλείας του ίδιου ως άνω ιδιωτικού θεραπευτηρίου, από 27-42-2022 ιατρική γνωμάτευση του νευροχειρουργού . της Α΄ Νευροχειρουργικής Κλινικής της ..., από 27-12-2022 ιατρική γνωμάτευση του ογκολόγου- παθολόγου ., Διευθυντή Ογκολογικής Κλινικής ιδιωτικού θεραπευτηρίου με την επωνυμία «... Α.Ε.», προνοσηλευτική εξέταση ασθενή ελέγκτριας ιατρού «ACCURATE HEALTH AUDITING AND CONSULTING AE», ωτορινολαρυγγολόγου . και από 22-11-2022 έλεγχο εξιτηρίου ελέγκτριας ιατρού «ACCURATE HEALTH AUDITING AND CONSULTING AE» (…). Το κόστος δε για την προαναφερθείσα νοσηλεία ανήλθε στο ποσό των 17.811,76 ευρώ, εκδοθείσης της με αρ. …/04-12-2022 απόδειξης παροχής υπηρεσιών από το ιδιωτικό Θεραπευτήριο με την επωνυμία «…». Ακολούθησε η από 07-11-2022 έγγραφη «Ενημέρωση περί αναμονής τελικής ασφαλιστικής κάλυψης», με την οποία ενημερώθηκε ο ενάγων κατά την έξοδό του από την Κλινική, ότι η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία δεν έχει αποστείλει την τελική κάλυψη του περιστατικού της νοσηλείας του από 27-10-2022 έως 07-11-2022 και ότι σε μεταγενέστερο χρόνο θα λάβει τη σχετική ενημέρωση από την Κλινική, για την όποια συμμετοχή/ επιβάρυνσή του προκύψει, κατόπιν έγγραφης τοποθέτησης της ασφαλιστικής εταιρείας, βάσει των όρων του ασφαλιστηρίου συμβολαίου και οπότε αυτή λάβει χώρα. Κατόπιν, εκδόθηκε η από 21-11-2022 βεβαίωση της εναγομένης, σύμφωνα με την οποία, η προπεριγραφείσα δαπάνη, κατόπιν ελέγχου της σχετικής συμβάσεως, δεν καλύπτεται από την ασφαλιστική σύμβαση (βλ. από 21-11-2022 βεβαίωση της εναγόμενης), η οποία επιβεβαιώνεται από την ελέγκτρια ιατρό της «ACCURATE HEALTH AUDITING AND CONSULTING AE», ., η οποία συνέταξε τον από 22-11-2022 Έλεγχο Εξιτηρίου (βλ. από 22-11-2022 έλεγχο εξιτηρίου ελέγκτριας ιατρού «ACCURATE HEALTH AUDITING AND CONSULTING AE».

 

Ακολούθως, ο ενάγων εμφάνισε εκ νέου επιληπτικές κρίσεις στις 04-01-2023, για την αντιμετώπιση των οποίων νοσηλεύθηκε στο ιδιωπκό θεραπευτήριο με την επωνυμία «... ΑΕ.», από τις 04-01-2023 έως τις 08-01-2023 (βλ. σχετ. ενημερωτικό σημείωμα- εξιτήριο ιδιωτικού θεραπευτηρίου με την επωνυμία «... ΚΛΙΝΙΚΗ ΑΕ», από 05-01-2023 ηλεκτροεγκεφαλογράφημα ιατρού νευρολόγου ., ειδικής συνεργάτη Νευρολογικής Κλινικής του ίδιου ως άνω ιδιωτικού θεραπευτηρίου, προνοσηλευτική εξέταση ασθενή ελέγκτριας ιατρού «ACCURATE HEALTH AUDITING AND CONSULTING AE», ωτορινολαρυγγολόγου . και από 24-02-2023 έλεγχο εξιτηρίου ελέγκτριας ιατρού «ACCURATE HEALTH AUDITING AND CONSULTING AE», και εκ νέου στις 28-02-2023, για την αντιμετώπιση των οποίων νοσηλεύθηκε στο ίδιο ως άνω ιδιωτικό θεραπευτήριο από τις 28-02-2023 έως τις 06- 03-2023 (βλ. σχ. ενημερωτικό σημείωμα-εξιτήριο, μετά εγγράφου Πορείας Νόσου του ιδιωτικού Θεραπευτηρίου με την επωνυμία «... ΚΛΙΝΙΚΗ Α.Ε.», με αρ. ... πιστοποιητικό νοσηλείας ταυ ίδιου ως άνω ιδιωτικού θεραπευτηρίου, προνοσηλευτική εξέταση ασθενή ελέγκτριας ιατρού «ACCURATE HEALTH AUDITING AND CONSULTING AE», ωτορινολαρυγγολόγου . και από 15-03-2023 έλεγχο εξιτηρίου ελέγκτριας ιατρού «ACCURATE HEALTH AUDITING AND CONSULTING AE» . . Το κόστος δε για την πρώτη προαναφερθείσα νοσηλεία ανήλθε στο ποσό των 6.456,11 ευρώ, εκδοθείσης της με αρ. .../15-02-2023 απόδειξης παροχής υπηρεσιών από το ιδιωτικά θεραπευτήριο με την επωνυμία «... ΚΛΙΝΙΚΗ ΔΕ.».  Ακολούθησε η από 0801-2023 έγγραφη «Ενημέρωση περί αναμονής τελικής ασφαλιστικής κάλυψης» με την οποία ενημερώθηκε ο εναγών κατά την έξοδο του από την Κλινική, ότι η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία δεν έχει αποστείλει την τελική κάλυψη του περιστατικού της νοσηλείας του από 04-01-2023 έως 08-01-2023 και ότι σε μεταγενέστερο χρόνο θα λάβει τη σχετική ενημέρωση από την Κλινική, για την όποια συμμετοχή / επιβάρυνσή του προκύψει, κατόπιν έγγραφης τοποθέτησης της ασφαλιστικής εταιρείας, βάσει των όρων του ασφαλιστηρίου συμβολαίου και όποτε αυτή λάβει χώρα. Κατόπιν, εκδόθηκε η από 09-02-2023 Βεβαίωση της εναγόμενης, σύμφωνα με την οποία, η προπεριγραφείσα δαπάνη, κατόπιν ελέγχου της σχετικής συμβάσεως, δεν καλύπτεται από την ασφαλιστική σύμβαση (βλ. από 09-02-2023 βεβαίωση της εναγόμενης), και η οποία επιβεβαιώνεται από την ελέγκτρια ιατρό της «ACCURATE HEALTH AUDITING AND CONSULTING AE», η οποία συνέταξε τον από 24-02-2023 Έλεγχο Εξιτηρίου (βλ. από 24-02-2023 έλεγχο εξιτηρίου ελέγκτριας ιατρού «ACCURATE HEALTH AUDITING AND CONSULTING AE». Περαιτέρω, το κόστος για τη δεύτερη προαναφερθείσα νοσηλεία ανήλθε στο ποσό των 14.074,40 ευρώ, εκδοθέντων των με αρ. .../27-03-2023 και .../05-05-2023 αποδείξεων παροχής υπηρεσιών από το ιδιωτικό θεραπευτήριο με την επωνυμία «... ΚΛΙΝΙΚΗ Α.Ε.». Ακολούθησε η από 06-03-2023 έγγραφη «Ενημέρωση περί αναμονής τελικής ασφαλιστικής κάλυψης», με την οποία ενημερώθηκε ο εναγών κατά την έξοδο του από την Κλινική, ότι η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία δεν έχει αποστείλει την τελική κάλυψη του περιστατικού της νοσηλείας του από 25-02-2023 έως 06-03-2023 και ότι σε μεταγενέστερο χρόνο θα λάβει τη σχετική ενημέρωση από την Κλινική, για την όποια συμμετοχή/ επιβάρυνσή του προκύψει, κατόπιν έγγραφης τοποθέτησης της ασφαλιστικής εταιρείας, βάσει των όρων του ασφαλιστηρίου συμβολαίου και όποτε αυτή λάβει χώρα. Κατόπιν, εκδόθηκε η από 0 9-03-2023 Βεβαίωση της Εναγόμενης, σύμφωνα με την οποία η προπεριγραφείσα δαπάνη, κατόπιν ελέγχου της σχετικής συμβάσεως δεν καλύπτεται από την ασφαλιστική σύμβαση (βλ. από 09-03-2023 Βεβαίωση της εναγομένης), η οποία επιβεβαιώνεται από την ελέγκτρια ιατρό της «ACCURATE HEALTH AUDITING AND CONSULTING AE», η οποία συνέταξε τον από 15-03-2023 Έλεγχο Εξιτηρίου (βλ. από 15-03-2023 έλεγχο εξιτηρίου ελέγκτριας ιατρού «ACCURATE HEALTH AUDITING AND CONSULTING AE»).

 

Εν συνεχεία, η εναγόμενη απέστειλε, δια της προστηθείσας υπαλλήλου της  - Προϊσταμένης Τμήματος Εγγυητικών Επιστολών, Διεύθυνσης Αποζημιώσεων Ζωής και Υγείας Κας . στον διαμεσολαβήσαντα στη σύναψη της επίδικης σύμβασης ασφαλίσεως ασφαλιστή . μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας με το οποίο τον ενημέρωνε ότι το περιστατικό νοσηλείας του ενάγοντας αφορά σε μη καλυπτόμενη δαπάνη, καθώς η αιτία της νοσηλείας εμπίπτει στις μόνιμες εξαιρέσεις του συμβολαίου. Ακολούθησε δε το από 30-03-2023 μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας του ενάγοντος προς τον ως άνω διαμεσολαβήσαντα, το οποίο προωθήθηκε από τον τελευταίο στην εναγομένη και στο οποίο ο πρώτος εξέθετε ότι υπέστη εγκεφαλικές κρίσεις ως παρενέργειες της φαρμακευτικής αγωγής που ελάμβανε, η οποία δημιουργούσε οίδημα γύρω από την αλλοίωση στον αριστερό βρεγματικό λοβό, επικαλούμενος και νέα ιατρική βεβαίωση του ογκολόγου του. Καλούσε δε την εναγόμενη να προβεί στην άμεση καταβολή του ασφαλίσματος. Κατόπιν, ο ενάγων απέστειλε στην εναγόμενη την από 20-04-2023 εξώδικη δήλωση - όχληση - διαμαρτυρία του, επιδοθείσα σε αυτή στις 24-04-2023 (βλ. με αρ. .../24- 04-2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών .), με την οποία κάλεσε την εναγόμενη να του καταβάλει το οφειλόμενο ασφάλισμα, εκθέτοντας το ιστορικό των νοσηλειών του και τονίζοντας ότι οι εγκεφαλικές κρίσεις που εμφάνισε είχαν συμπτώματα παρόμοια με επιληπτικές κρίσεις και αποδίδονται στην παρουσία εγκεφαλικής εντόπισης της νόσου στον αριστερό βρεγματικό λοβό, ενώ ουδέποτε έπασχε -ούτε πάσχει- από επιληψία και, ως εκ τούτου, καλύπτεται από την επίδικη ασφαλιστική σύμβαση. Ότι ακόμη, η απάντηση της εναγόμενης στον ως άνω διαμεσολάβησαντα . ότι το περιστατικό νοσηλείας του ενάγοντος αφορά σε μη καλυπτόμενη δαπάνη, καθώς η αιτία της νοσηλείας εμπίπτει στις μόνιμες εξαιρέσεις του συμβολαίου, είναι παντελώς αναιτιολόγητη και προσχηματική. Στο σημείο δε αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι καίτοι ο ενάγων ισχυρίζεται ότι η εναγομένη αρνήθηκε να καταβάλει το ασφάλισμα αναιτιολόγητα, εντούτοις, στο επακολούθησαν την εν λόγω άρνηση και απευθυνόμενο στην εναγόμενη ως άνω μήνυμά του ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, αιτιολογεί ειδικώς γιατί δεν εμπίπτει στην επικαλούμενη από την εναγόμενη εξαίρεση τον επίδικου ασφαλιστικού όρου περί επιληπτικών κρίσεων. Εν συνεχεία, ο ενάγων υπέβαλε την από 22-06-2023 και με αρ. πρωτ. ... αναφορά του ενώπιον της Ανεξάρτητης Αρχής «Συνήγορος του Καταναλωτή», εκθέτοντας τα ως άνω περιστατικά νοσηλείας του και επισυνάπτοντας την από 28-03-2023 ιατρική γνωμάτευση της νευρολόγου . και την από 05-04-2023 ιατρική γνωμάτευση του ογκολόγου . σύμφωνα με τις οποίες, ο ενάγων εμφάνισε εγκεφαλικές κρίσεις, οι οποίες, σύμφωνα με την πρώτη γνωμάτευση, δεν θεωρούνται ιδιοπαθείς επιληπτικές κρίσεις, ενώ, σύμφωνα με τη δεύτερη (γνωμάτευση), παρουσιάζουν συμπτώματα παρόμοια με τις επιληπτικές κρίσεις. Επί της εν λόγω αναφοράς, η εναγόμενη απήντησε με την από 25-07-2023 και με αρ. πρωτ. εισερχ. .../25-07-2023 έγγραφη τοποθέτησή της, στην οποία πρότεινε με σκοπό τη συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς, χωρίς να επιβεβαιώνει ή να αποδέχεται την εκδοχή του ενάγοντος, την κάλυψη ποσοστού 50% του συνόλου των δαπανών.

 

Ενόψει όλων των ανωτέρω εκτιθέμενων, προκύπτει ότι ο εναγών, ο οποίος ουδέποτε έπασχε από επιληψία και αρχικά διεγνώσθη με αδενοκαρκίνωμα πνεύμονα, συνεπεία της παρουσίας εγκεφαλικής εντόπισης της νόσου του καρκίνου στον αριστερά βρεγματικό λοβό του εγκεφάλου, με απεικονιστικά χαρακτηριστικά απολύτως συμβατά με δευτεροπαθή εντόπιση, εμφάνισε επιληπτικές κρίσεις, για την αντιμετώπιση των οποίων νοσηλεύθηκε τρεις φορές στο ιδιωτικό θεραπευτήριο με την επωνυμία «...ΚΛΙΝΙΚΗ Α.Ε», γνωρίζοντας ήδη από το πέρας της πρώτης νοσηλείας και μετά την έκδοση της σχετικής από 21-11-2022 βεβαίωσης της εναγόμενης, ότι αυτή αρνείται την κάλυψη των εξόδων νοσηλείας του. Ο δε αγωγικός ισχυρισμός ότι δεν πρόκειται για επιληπτικές κρίσεις, αλλά για εγκεφαλικές κρίσεις, που εμφανίζουν συμπτώματα παρόμοια με επιληπτικές κρίσεις, δεν κρίνεται βάσιμος. Αναλυτικότερα, ο εν λόγω ισχυρισμός επιρρωνύεται από τις ανωτέρω αναφερόμενες, προσκομιζόμενες από τον ενάγοντα ένορκες βεβαιώσεις της συζύγου (. του .) και της αδελφής του (. του .),  οι οποίες ανήκουν σε έτερους, πλην του ιατρικού, επαγγελματικούς κλάδους και δη, η μεν πρώτη είναι αρχιτέκτων μηχανικός, η δε δεύτερη ελεύθερη επαγγελματίας, σύμφωνα με τις δηλώσεις τους κατά τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης εκάστης, με αποτέλεσμα οι ως άνω ένορκες βεβαιώσεις τους να μην κρίνονται πειστικές, καθώς στερούνται ιατρικών γνώσεων. Επιπλέον, ο εν λόγω ισχυρισμός στηρίζεται στην από 28-03-2023 ιατρική γνωμάτευση της νευρολόγου ., σύμφωνα με την οποία, οι επιληπτικές κρίσεις αποτελούν εγκεφαλικές δυσλειτουργικές κρίσεις συνεπεία εγκεφαλικού οιδήματος και ανοσοθεραπείας, και στην από 05-04-2023 ιατρική γνωμάτευση του ογκολόγου .  σύμφωνα με την οποία, ο ενάγων εμφάνισε εγκεφαλικές κρίσεις, οι οποίες εμφανίζουν συμπτώματα παρόμοια με επιληπτικές κρίσεις και αποδίδονται στην παρουσία εγκεφαλικής εντόπισης της νόσου στον αριστερό βρεγματικό λοβό. Πλην όμως, οι εν λόγω ιατρικές γνωματεύσεις έρχονται σε ευθεία και πλήρη αντίθεση με πλήθος προσκομιζόμενων από την εναγόμενη ιατρικών εγγράφων και, συγκεκριμένα, αναφορικά με την πρώτη νοσηλεία, με ενημερωτικό σημείωμα- εξιτήριο του ιδιωτικού θεραπευτηρίου με την επωνυμία «...», το με αρ. .../01-11-2022 πιστοποιητικό νοσηλείας του προλεχθέντος ιδιωτικού θεραπευτηρίου, την από 27-12-2022 ιατρική γνωμάτευση του νευροχειρουργου ., Διευθυντή της Α' Νευροχειρουργικής Κλινικής της Ιδιωτικής Κλινικής ..., την από 27-12-2022 ιατρική γνωμάτευση του ογκολόγου- παθολόγου ., Διευθυντή Ογκολογικής Κλινικής του ιδιωτικού θεραπευτηρίου με την επωνυμία: «...», την προνοσηλευτική εξέταση ασθενή της ελέγκτριας ιατρού «ACCURATE HEALTH AUDITING AND CONSULTING AE», ωτορινολαρυγγολόγου ., υπογεγραμμένη και από τον ίδιο τον ενάγοντα, και τον από 22-11-2022 έλεγχο εξιτηρίου της ελέγκτριας ιατρού «ACCURATE HEALTH AUDITING AND CONSULTING AE» αναφορικά με τη δεύτερη νοσηλεία, με το ενημερωτικό σημείωμα- εξιτήριο του ιδιωτικού θεραπευτηρίου με την επωνυμία «... ΑΕ», το από 05-01-2023 ηλεκτροεγκεφαλογράφημα της ιατρού νευρολόγου ., ειδικής συνεργάτη Νευρολογικής Κλινικής του προλεχθέντος ιδιωτικού θεραπευτηρίου, την προνοσηλευτική εξέταση ασθενή της ελέγκτριας ιατρού «ACCURATE HEALTH AUDITING AND CONSULTING AE», ωτορινολαρυγγολόγου ., υπογεγραμμένη και από τον ίδιο τον ενάγοντα και τον από 24-02-2023 έλεγχο εξιτηρίου της ελέγκτριας ιατρού «ACCURATE HEALTH AUDITING AND CONSULTING AE», ., και, τέλος, αναφορικά με την τρίτη νοσηλεία, με το ενημερωτικό σημείωμα- εξιτήριο, μετά εγγράφου Πορείας Νόσου του ιδιωτικού θεραπευτηρίου με την επωνυμία «... ΑΕ», το με αρ. ... πιστοποιητικό νοσηλείας του προλεχθέντος ιδιωτικού θεραπευτηρίου, την προνοσηλευτική εξέταση ασθενή της ελέγκτριας ιατρού «ACCURATE HEALTH AUDITING AND CONSULTING AE», ωτορινολαρυγγολόγου ., υπογεγραμμένη και από τον ίδιο τον ενάγοντα, και τον από 15-03- 2023 έλεγχα εξιτηρίου της ελέγκτριας ιατρού «ACCURATE HEALTH AUDITING AND CONSULTING AE». Σε άπαντα τα προλεχθέντα έγγραφα αναφέρεται ρητώς ότι ο ενάγων εμφάνισε επιληπτικές κρίσεις. Επισημαίνεται δε ότι η προσκομιζόμενη από τον ενάγοντα από 05-04-2023 ιατρική γνωμάτευση του ογκολόγου . που χορηγήθηκε για κάθε νόμιμη χρήση, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την από 27-12-2022 ιατρική γνωμάτευση του ίδιου ιατρού, που συντάχθηκε σε χρόνο εγγύτερο στην πρώτη νοσηλεία, εν συγκρίσει με τη δεύτερη χρονικά γνωμάτευση. Επίσης στο προσκομιζόμενο από τον ίδιο τον ενάγοντα φύλλο οδηγιών χρήσης του σκευάσματος KEYTRUDA 25 mlg/ml πυκνού διαλύματος για παρασκευή διαλύματος προς έγχυση pembrolizumab, το οποίο χορηγήθηκε στον ενάγοντα και στη χρήση του οποίου αποδίδει ο τελευταίος τις εγκεφαλικές του κρίσεις, αναφέρονται ως ανεπιθύμητες ενέργειες οι επιληπτικές και όχι οι εγκεφαλικές κρίσεις.

 

Περαιτέρω, οι επιληπτικές κρίσεις που εμφάνισε ο εναγών εμπίπτουν στην ως άνω περιγραφόμενη εξαίρεση του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, η οποία, σε αντίθεση με όσα ισχυρίζεται ο ενάγων, δεν εξαιρεί μόνο τις ιδιοπαθείς/ μόνιμες επιληπτικές κρίσεις, αλλά κάθε επιληπτική κρίση από οποιαδήποτε αιτία, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου αγωγικού ισχυρισμού ως ουσία αβάσιμου. Ο σχετικός δε όρος του ασφαλιστηρίου συμβολαίου (άρθρο 4 του παραρτήματος Δ΄ παρ. Δ, αρ. 3), που εντάσσεται, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο I. Α. μείζονα σκέψη της παρούσας, στην έννοια του «ασφαλιστικού όρου», καθώς είχε διατυπωθεί εκ των προτέρων για αόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων και ο οποίος διέπει και την επίδικη σύμβαση, είχε διατυπωθεί στην ελληνική γλώσσα, είχε εκτυπωθεί με ευανάγνωστους χαρακτήρες, ομοίου μεγέθους και διάταξης με τους λοιπούς όρους του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, την παράδοση του οποίου στον ασφαλισμένο δεν αρνείται ο ενάγων, βρισκόταν σε εμφανές σημείο και αποτελούσε τμήμα του περιεχομένου του, με τρόπο ώστε ο ενδιαφερόμενος να είναι σε θέση να λάβει γνώση τούτου και να τον κατανοήσει, γνωρίζοντας απλή ανάγνωση και διαθέτοντας τη μέση αντίληψη κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του βούλησης και απόφασης, χωρίς την ανάγκη να καταφύγει σε κάποια ερμηνευτική διαδικασία, καθώς ήταν σαφώς διατυπωμένος, κατά τρόπο απολύτως κατανοητό, χωρίς παραπλανητικές εκφράσεις. Επιπροσθέτως, η εναγόμενη, όπως εκτίθεται και ανωτέρω, τηρώντας τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1 και 5 του Ν. 2496/1997, ρητώς μνημόνευσε στην πρώτη σελίδα του ασφαλιστηρίου, εντός πλαισίου και με εντονότερα στοιχεία, ότι ο λήπτης έχει δικαίωμα εναντιώσεως. Ειδικότερα, ανέφερε στο τέλος της εν λόγω σελίδας επί λέξει «Σχετικά με τα δικαιώματα εναντίωσης προς το - παρόν ασφαλιστήριο βλέπετε αναλυτικά στη σελίδα “ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΕΝΑΝΤΙΩΣΗΣ” του παρόντος», ενώ περαιτέρω, χορήγησε στο λήπτη της ασφάλισης μαζί με το ασφαλιστήριο, υπόδειγμα έντυπης δηλώσεως εναντιώσεως, ο δε λήπτης της ασφαλίσεως δεν εναντιώθηκε γραπτώς στους κατά παρέκκλιση της αιτήσεως τεθέντες στο ασφαλιστήριο όρους και κυρίως στον όρο του άρθρου 4 του παραρτήματος Δ’  παρ. Δ, αρ. 3, εντός της προβλεπόμενης από τη διάταξη του άρθρου 2 § 6 του Ν. 2496/1997 προθεσμίας, συμπληρώνοντας την προαναφερόμενη έντυπη δήλωση του άρθρου 2 § 5 του ίδιου Νόμου, ασκώντας ούτω, το σχετικό δικαίωμά του εναντίωσης στην ως άνω σύμβαση. Εξάλλου, δεν συντρέχει περίπτωση έλλειψης σχετικής πληροφόρησης, λόγω παρέκκλισης των όρων του ασφαλιστηρίου από τους όρους που περιείχε η αίτηση του λήπτη της ασφάλισης για σύναψη της σύμβασης, ισχυρισμό, άλλωστε, που δεν προβάλλει ο ενάγων. Ως εκ τούτου, ο λήπτης της ασφάλισης δεσμεύεται από τον όρο αυτό, χωρίς να καθίσταται αναγκαίο το παρόν Δικαστήριο να προσφύγει στους γενικούς ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ, οι οποίοι εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση που υφίσταται κενό στη σύμβαση και γενικά στη δικαιοπραξία ή γεννάται αμφιβολία για την έννοια των δηλώσεων βούλησης, αφού, στην προκειμένη περίπτωση, κατά την ερμηνεία του όρου αυτού, δεν διαπιστώθηκε, ούτε καν εμμέσως, κενό ή αμφιβολία ως προς το περιεχόμενό του, ώστε να καταστεί αναγκαία η προσφυγή στους ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών, αφού ο επίμαχος αυτός όρος, όπως το περιεχόμενό του προεκτέθηκε, ήταν σαφώς διατυπωμένος και δεν έχρηζε οποιοσδήποτε ερμηνείας. Συνεπώς, τυχόν πληροφοριακό έλλειμμα του λήπτη της ασφάλισης σχετικά με τον επίδικο όρο οφείλεται στον ίδιο, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου αγωγικών ισχυρισμών ως ουσία αβάσιμων. Περαιτέρω, ο επίδικος ασφαλιστικός όρος δεν παραβλέπει εξ ορισμού τα εύλογα συμφέροντα του λήπτη της ασφάλισης και του ασφαλισμένου, ώστε να αντιτίθεται αφ' εαυτού στη ρύθμιση του άρθρου 2 παρ. 8 του ίδιου Νόμου, κατά την οποία, όλοι οι όροι του ασφαλιστηρίου πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα εύλογα συμφέροντα των προσώπων αυτών. Ως εκ τούτου, τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 2 του Ν. 2496/1997. Επιπροσθέτως, ο όρος αυτός δεν αντίκειται ούτε στο άρθρο 33 του Ν. 2496/1997, αφού δεν περιορίζει τα δικαιώματα του λήπτη της ασφάλισης ή του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος, αλλά τα οριοθετεί, συγκεκριμενοποιώντας την παροχή και το αντικείμενο της σύμβασης ασφαλίσεως. Εξάλλου, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχεία Ι.Β. μείζονα σκέψη της παρούσας, από τη διάταξη του άρθρου 32 παρ. 1 του ΑσφΝ, προκύπτει ότι στη σύμβαση ασθενειών και νοσοκομειακής περίθαλψης τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να αποκλείσουν από την ασφαλιστική κάλυψη ορισμένες ασθένειες, έστω και εάν ο ασφαλισμένος αγνοούσε ανυπαιτίως την ύπαρξή τους κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης (βλ. ΑΠ 2264/2013, ΕφΑθ 16 69/2021, ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») και, ως εκ τούτου, ο επίδικος ασφαλιστικός όρος επιτρεπτώς περιελήφθη στη σύμβαση ασφάλισης. Επιπλέον, ο ως άνω επίδικος ασφαλιστικός όρος, ο οποίος φέρει τα χαρακτήρα Γενικού Όρου των Συναλλαγών, εντάχθηκε δε στην επίδικη σύμβαση ασφάλισης και διατυπώθηκε με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς να καταλείπονται περιθώρια παρερμηνείας, όπως αναλυτικώς ελέχθη ανωτέρω, δεν κρίνεται καταχρηστικός και, συνεπώς, άκυρος. Αναλυτικότερα, κατά τη σύναψη της σύμβασης ασφάλισης, ο λήπτης της ένδικης ασφαλίσεως κατέστη καταναλωτής, που εντάσσεται στην έννοια του αρ. 1 παρ. 4 εδ. β' του Ν. 2251/1994, όπως ίσχυσε πριν την, τροποποίησή του από το Ν. 4512/2018 (ΦΕΚ Α 5/17.1.2018). ο οποίος δεν εφαρμόζεται στις συμβάσεις που έχουν συναφθεί έως και τις 17.3.2018 παρά μόνο στις ανανεώσεις των συμβάσεων αυτών (βλ. άρθρα 111 και 126 του αυτού νόμου), δεδομένου μάλιστα ότι σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχεία Ι.Α. μείζονα σκέψη της παρούσας, το κριτήριο του «τελικού αποδέκτη», που τίθεται ως προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994, περί καταχρηστικών ΓΟΣ, δεν αρμόζει στις ασφαλίσεις. Η δε εναγόμενη εταιρία εμπίπτει στην έννοια του προμηθευτή του αρ. 1 παρ. 4 εδ, β' του ίδιου ως άνω νόμου, όπως ίσχυσε πριν την τροποποίησή του από το Ν. 4512/2018, κατά τα προλεχθέντα, δεδομένου ότι πρόκειται για νομικά πρόσωπο, το οποίο κατά την άσκηση της επιχειρηματικής του δραστηριότητας παρείχε υπηρεσίες στον καταναλωτή. Συνεπώς, η ένδικη σύμβαση διέπεται από το πεδίο εφαρμογής του αρ. 2 του ν. 2251/1994 των ΓΟΣ. Εντούτοις, ο εν λόγω όρος του επίδικου ασφαλιστήριου συμβολαίου καθορίζει τη σχέση μεταξύ παροχής και αντιπαροχής και το κύριο αντικείμενο της συμβάσεως, δεδομένου ότι προσδιορίζει τις καλύψεις της συμβάσεως ασφαλίσεως και τις εξαιρέσεις αυτών και, ως εκ τούτου, δεν υπόκειται σε έλεγχο από άποψη καταχρηστικότητας, κατ’ άρθρο 2 του Ν. 2251/1994, υπό την προϋπόθεση ότι είναι διατυπωμένος κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στην υπό στοιχεία Ι.Α. μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, προϋπόθεση που συντρέχει εν προκειμένω, καθώς δεν παραβιάζει την αρχή της διαφάνειας, κατά τα προλεχθέντα. Σε κάθε δε περίπτωση, ακόμη κι αν ήθελε κριθεί ότι ο εν λόγω όρος υπόκειται σε έλεγχο καταχρηστικότητας, δεν κρίνεται καταχρηστικός σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2 του Ν. 2251/19 54 και 2 81 του ΑΚ, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου αγωγικού ισχυρισμού ως ουσία αβάσιμου, Τούτο διότι αφενός μεν δεν εμπίπτει σε καμία κατηγορία από τον κατάλογο των ενδεικτικώς αναφερόμενων περιπτώσεων καταχρηστικών όρων, που αναφέρονται στο άρθρο 2 παρ. 7 του Ν. 2251/1994, αφετέρου δε δεν προκαλεί σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών σε βάρος του καταναλωτή, κατά το γενικό κριτήριο του άρθρου 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994, ενώ παράλληλα δεν υφίσταται διάψευση κάποιας δικαιολογημένης προσδοκίας του, ως προς το όλο περιεχόμενο της σύμβασης, ήτοι λαμβανομένων υπόψη της σπουδαιότητας της ασφαλιστικής κάλυψης και των συμφερόντων και προσδοκιών αμφοτέρων των μερών. Αναλυτικότερα, όπως ήδη ελέχθη, ο εν λόγω όρος εξειδικεύει και προσδιορίζει την ασφαλιστική κάλυψη, ρυθμίζοντας την παροχή που αντιστοιχεί στην αντιπαροχή του λήπτη της ασφάλισης, με βάση τον κανόνα της αναλογίας που πρέπει να υπάρχει μεταξύ ασφαλιστικής κάλυψης και ασφαλίστρου, η εισαγόμενη δε με αυτόν εξαίρεση από την ασφαλιστική κάλυψη αποτελεί μία δίκαιη, εύλογη και λογική απαίτηση της προμηθεύτριας, η οποία αναλαμβάνει τον κίνδυνο κάλυψης εξόδων νοσοκομειακής περίθαλψης, έως το ποσό των 507.500,00 ευρώ, με απαλλαγή ποσού 1.500,00 ευρώ, έναντι ασφαλίστρων ύψους 650,92 ευρώ για ετήσια κάλυψη.

 

Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η ένδικη αγωγή να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο ενάγων, λόγω της ήττας του, στη δικαστική δαπάνη της εναγομένης, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας, κατά παραδοχή του σχετικού, παραδεκτώς προβληθέντος με τις προτάσεις της, και νομίμου αιτήματός της (άρθρο 176,191 παρ. 2 ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

 

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ εις βάρος του ενάγοντος τη δικαστική δαπάνη της εναγόμενης, την οποία ορίζει σε τετρακόσια εβδομήντα ευρώ (470,00 €).

 

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα, στις 27-12-2024, απόντων των διαδίκων.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

ΓΕΩΡΓΙΑ ΡΑΠΤΗ               ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ