ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ
«ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΜΠρ(Ασφ.Μ.)Κορίνθου
382/2025
Δεκτή
αίτηση αναστολής κατά επιταγής προς εκτέλεση, κάτω από αντίγραφο πρώτου
εκτελεστού απογράφου τελεσίδικης απόφασης - Έκταση των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου επί καθολικής ή ειδικής διαδοχής -.
Μετά την τροποποίηση που
επήλθε με τον ν. 4842/2021, αναστολή είναι δυνατό να χορηγηθεί και επί έμμεσης
εκτέλεσης που πραγματοποιείται με κατάσχεση εις χείρας τρίτου, με κατάσχεση
ειδικών περιουσιακών στοιχείων, με αναγκαστική διαχείριση ή και με προσωπική
κράτηση, όταν πρόκειται για εκτέλεση τελεσίδικης απόφασης (άρθρο 938 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.). Εξάλλου, ενόψει του ότι δε γίνεται σχετική
διάκριση, εάν πρόκειται για έμμεση εκτέλεση προς ικανοποίηση χρηματικών
απαιτήσεων, η αναστολή είναι δυνατό να χορηγηθεί πλέον, και όταν προσβάλλεται
με ανακοπή η επιταγή προς εκτέλεση, δηλαδή η προδικασία της εκτέλεσης. Αυτό
οφείλεται, κατά βάση, στο ότι δεν είναι γνωστό, στο εν λόγω χρονικό σημείο, το
μέσο της εκτέλεσης που θα επιλεγεί από τον επισπεύδοντα. Από την άλλη πλευρά, η
απαγόρευση αναστολής επί κατάσχεσης ακινήτου για ικανοποίηση χρηματικής
απαίτησης είναι απόλυτη. Σύμφωνα όμως, με όσα προεκτέθηκαν,
οι αιτήσεις αναστολής, που ασκούνται κατόπιν άσκησης ανακοπής κατά της επιταγής
προς εκτέλεση, καθ’ ο χρόνο δεν έχει επιβληθεί κατάσχεση ακινήτου, τυγχάνουν
πλέον νόμω βάσιμες. Ακολούθως, η αίτηση αναστολής
δικάζεται κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. Κ.Πολ.Δ. και για την ευδοκίμηση της, ως προειπώθηκε
απαιτείται να πιθανολογηθεί: α) ότι η αναγκαστική εκτέλεση θα προξενήσει
ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και β) ότι θα ευδοκιμήσει η ασκηθείσα ανακοπή. Τα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου ισχύουν και ως προς τα ζητήματα που κρίθηκαν
παρεμπιπτόντως από την απόφαση και καταλαμβάνονται από το δεδικασμένο
με τις προϋποθέσεις του άρθρου 331 ΚΠολΔ, δηλαδή
εφόσον αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του κύριου ζητήματος και το δικαστήριο
ήταν υλικά αρμόδιο να αποφασίσει και για τα παρεμπίπτοντα αυτά ζητήματα.
(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του
δικηγόρου Αθηνών Γεωργίου Βασιλείου)
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΟΡΙΝΘΟΥ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ
ΜΕΤΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 382/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
ΚΟΡΙΝΘΟΥ
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή
Ευφροσύνη - Μαρία Ντόρτου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, η
οποία ορίσθηκε από τη Διευθύνουσα το Πρωτοδικείο Κορίνθου.
Συνεδρίασε δημοσίως στο
ακροατήριο του, την 21η.11.2024, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέως, για να δικάσει
την υπόθεση, μεταξύ:
Των αιτουσών: 1. . χήρας .
.. το γένος . ., με Α.Φ.Μ.: ., 2. . συζ. . ., το γένος . και . ., με Α.Φ.Μ.: ., 3. . θυγατέρας . και . ., με Α.Φ.Μ.: . και 4. . θυγατέρας . και . ., Α.Φ.Μ.: . της Δ.Ο.Υ. Κορίνθου,
κατοίκων απασών Μελισσιού Κορινθίας, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον
πληρεξούσιο δικηγόρο τους Βασιλείου Γεωργίου (ΔΣΑ 12180).
Του καθού
η αίτηση: . . του ., κατοίκου Καλαμάτας, οδός ., αριθμός ., με Α.Φ.Μ. ., ο
οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Σελούλη (ΔΣΑ 27364).
Οι αιτούσες ζητούν να γίνει
δεκτή η από 8.10.2024 και με αριθμό καταθέσεως δικογράφου ./ΑΣΦ/./2024 αίτηση
του, η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί για την αναφερομένη στην αρχή της
παρούσας δικάσιμο.
Κατά την προφορική συζήτηση της
υπόθεσης στο ακροατήριο, όπου εκφωνήθηκε νομίμως από τη σειρά του οικείου
εκθέματος, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικώς τους
ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα εκτίθενται στα έγγραφα
σημειώματα που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Στη διάταξη του άρθρου 938 Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύει μετά την επαναφορά της με τη διάταξη
του άρθρου 60 του ν. 4842/2021 (ΦΕΚ Α' 190/13.10.2021) και εφαρμόζεται όταν η
επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 01.01.2022 (άρθρο 116
παρ. 6 στοιχ. γ' του ν. 4842/2021) ορίζεται·. «1. Με
εξαίρεση την κατάσχεση ακινήτων, ως προς τα οποία εφαρμόζεται η παρ. 2, όπως
επίσης με εξαίρεση την κατάσχεση κινητών που υπόκεινται σε φθορά, με αίτηση του
ανακόπτοντος μπορεί να διαταχθεί η αναστολή της
αναγκαστικής εκτέλεσης με εγγύηση ή και χωρίς εγγύηση, αν το δικαστήριο κρίνει
ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον
αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση της ανακοπής. Επίσης μπορεί να
διαταχθεί να προχωρήσει η αναγκαστική εκτέλεση αφού δοθεί εγγύηση. Η αίτηση
ασκείται στο αρμόδιο κατά τα άρθρα 933 και 936 δικαστήριο και δικάζεται κατά τα
άρθρα 686 επ. [...]». Όπως αναφέρεται στην
Αιτιολογική Έκθεση του ως άνω ν. 4842/2021, με την προσθήκη της διάταξης του
άρθρου 938 Κ.Πολ.Δ., επαναφέρεται η δυνατότητα
αναστολής εκτέλεσης στην έμμεση εκτέλεση (άρθρο 951 Κ.Πολ.Δ.),
με εξαίρεση την κατάσχεση ακινήτων και κινητών που υπόκεινται σε φθορά, όπου η
αναστολή είναι δυνατή μόνο από το δικαστήριο του ένδικου μέσου, όπως προέβλεπε
και ο ν. 4335/2015. Έτσι, μετά την τροποποίηση που επήλθε με τον ν. 4842/2021,
αναστολή είναι δυνατό να χορηγηθεί και επί έμμεσης εκτέλεσης που
πραγματοποιείται με κατάσχεση εις χείρας τρίτου, με κατάσχεση ειδικών
περιουσιακών στοιχείων, με αναγκαστική διαχείριση ή και με προσωπική κράτηση,
όταν πρόκειται για εκτέλεση τελεσίδικης απόφασης (άρθρο 938 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.). Εξάλλου, ενόψει του ότι δε γίνεται σχετική
διάκριση, εάν πρόκειται για έμμεση εκτέλεση προς ικανοποίηση χρηματικών
απαιτήσεων, η αναστολή είναι δυνατό να χορηγηθεί πλέον, και όταν προσβάλλεται
με ανακοπή η επιταγή προς εκτέλεση, δηλαδή η προδικασία της εκτέλεσης. Αυτό
οφείλεται, κατά βάση, στο ότι δεν είναι γνωστό, στο εν λόγω χρονικό σημείο, το
μέσο της εκτέλεσης που θα επιλεγεί από τον επισπεύδοντα. Από την άλλη πλευρά, η
απαγόρευση αναστολής επί κατάσχεσης ακινήτου για ικανοποίηση χρηματικής
απαίτησης είναι απόλυτη. Σύμφωνα όμως, με όσα προεκτέθηκαν,
οι αιτήσεις αναστολής, που ασκούνται κατόπιν άσκησης ανακοπής κατά της επιταγής
προς εκτέλεση, καθ’ ο χρόνο δεν έχει επιβληθεί κατάσχεση ακινήτου, τυγχάνουν
πλέον νόμω βάσιμες. Ακολούθως, η αίτηση αναστολής
δικάζεται κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. Κ.Πολ.Δ. και για την ευδοκίμηση της, ως προειπώθηκε
απαιτείται να πιθανολογηθεί: α) ότι η αναγκαστική εκτέλεση θα προξενήσει
ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και β) ότι θα ευδοκιμήσει η ασκηθείσα ανακοπή (ΜΠρΑθ 937/2023
ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση,
οι αιτούσες με την υπό κρίση αίτηση τους ισχυρίζονται, ότι δυνάμει της από
18.9.2024 επιταγής προς εκτέλεση, κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου πρώτου
εκτελεστού της υπ' αριθ. 103/2023 τελεσίδικης αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου
Ναυπλίου η οποία τους κοινοποιήθηκε την 4.10.2024, ο καθού,
επέσπευσε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος τους, επιτασσόμενες να καταβάλουν σ'
αυτόν, έκαστη εις ολόκληρον,
ως νόμιμες εξ αδιαθέτου κληρονόμοι και καθολικοί διάδοχοι του αποβιώσαντος την
9.6.2013, . . του ., συζύγου της πρώτης και πατρός των λοιπών αυτών, για το
συνολικό ποσό των 36.307,75 ευρώ, μετά τόκων και εξόδων. Ότι κατά της ανωτέρω
επιταγής προς εκτέλεση, άσκησαν νομίμως και εμπροθέσμως, ενώπιον του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Κορίνθου, ανακοπή, αιτούμενες την ακύρωση της για τους
αναφερόμενους σ' αυτήν λόγους, πιθανολογείται δε βάσιμα ότι θα ευδοκιμήσει. Ότι
η τυχόν πρόοδος της αναγκαστικής εκτέλεσης, δυνάμει της προσβαλλόμενης επιταγής
προς εκτέλεση, θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη στην περιουσία τους, κατά τα
ειδικότερα σ' αυτήν αναφερόμενα. Εν όψει αυτών, ζητούν να ανασταλεί η σε βάρος
τους αναγκαστική εκτέλεση που επισπεύδεται, δυνάμει της από 18.9.2024 επιταγής
προς εκτέλεση, κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου του ανωτέρω
εκτελεστού τίτλου, μέχρι, την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ασκηθείσας ανακοπής τους, άλλως να προχωρήσει αυτή υπό τον
όρο καταβολής εγγύησης εκ μέρους του καθού εκ ποσού
50.000 ευρώ. Επιπρόσθετα, ζητούν να καταδικαστεί ο καθού
η αίτηση στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων.
Με αυτό το περιεχόμενο, η
υπό κρίση αίτηση, αρμόδια και παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του
Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 938 παρ. 1 και 933 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.),
κατά την προκειμένη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 938 παρ. 1 και
686 επ. Κ.Πολ.Δ.). Είναι
ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη, στη διάταξη του άρθρου 938 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., ως ισχύει, δοθέντος ότι η προσβαλλόμενη επιταγή
προς εκτέλεση επιδόθηκε μετά την 01.01.2022 (και συγκεκριμένα την 8.10.2024),
πλην του αιτήματος καταδίκης του καθού στα δικαστικά
τους έξοδα, διότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. β' και γ' του ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων», τα
δικαστικά έξοδα επιβάλλονται πάντοτε σε βάρος του αιτούντος την αναβολή ή
αναστολή της εκτέλεσης ανεξαρτήτως της ευδοκίμησης ή απόρριψης της αίτησης.
Ακολούθως, καθ' ο μέρος κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να εξεταστεί, περαιτέρω, και ως
προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δοθέντος ότι η από 8.10.2024 ανακοπή των
αιτουσών, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου (αριθ. έκθ. κατ.: ./ΠΔ - ./2024
Διαδικασία Περιουσιακών Διαφορών), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με
την διάταξη του άρθρου 934 παρ. 1 στοιχ. α' Κ.Πολ.Δ. (βλ. σχετ. την υπ’ αριθ.
. Β'/31.10.2024 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου
Καλαμάτας, . .), πιθανολογούμενη συνεπώς, ότι θα γίνει τυπικά δεκτή.
Από το συνδυασμό των
διατάξεων των άρθρων 321, 322 και 324 ΚΠολΔ
προκύπτει, ότι δεδικασμένο παράγεται από την
τελεσιδικία της αποφάσεως, ανεξάρτητα από το είδος της παρεχόμενης έννομης
προστασίας. Η ύπαρξη και η έκταση του δεδικασμένου
προκύπτει από το περιεχόμενο της αποφάσεως, έστω και αν το δικαστήριο δεν
εξάντλησε το αντικείμενο της αγωγής ή το υπερέβη ή απομακρύνθηκε από αυτό, αφού
δεδικασμένο παράγεται και από εσφαλμένη απόφαση (Ολ. ΑΠ 1/2005). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 324 ΚΠολΔ , που ορίζει ότι το δεδικασμένο
υπάρχει μεταξύ των ίδιων προσώπων, με την ίδια ιδιότητα, μόνο για το δικαίωμα
που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και την ίδια ιστορική
και νομική αιτία, προκύπτει, ότι το δεδικασμένο
προϋποθέτει ταυτότητα αντικειμένου, στο οποίο αναφέρεται το κριθέν
και υπό κρίση δικαίωμα, καθώς και ταυτότητα της ιστορικής και νομικής αιτίας.
Κατά την έννοια των εν λόγω διατάξεων, η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί δεδικασμένο που δεν επιτρέπει να αμφισβητηθεί και να
καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί. Η
απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το δικαστήριο, ενώπιον
του οποίου ανακύπτει εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό
ζήτημα, το δικαίωμα που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση, οφείλει να θέσει ως βάση
της αποφάσεως του το δεδικασμένο, που προκύπτει από
την απόφαση αυτή, όσο και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση
νέας αγωγής, για το ίδιο δικαίωμα, για την ύπαρξη ή μη του οποίου υπάρχει δεδικασμένο, η οποία, αν παρόλα αυτά ασκηθεί, απορρίπτεται
ως απαράδεκτη. Περαιτέρω, το δεδικασμένο εκτείνεται
στο ουσιαστικό ζήτημα για την έννομη σχέση, που προβλήθηκε με αγωγή, ανταγωγή,
κύρια παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού. Έννομη σχέση κατά την έννοια των ανωτέρω
διατάξεων είναι το σύνολο των έννομων συνεπειών που κρίθηκαν τελεσίδικα και όχι
τα πραγματικά γεγονότα που τη γέννησαν ή αναλόγως την κατέλυσαν. Εξάλλου, η
ταυτότητα των προσώπων, ως αναγκαία κατ' αρχήν υποκειμενική προϋπόθεση για την
ενέργεια του δεδικασμένου και επακόλουθο του
συζητητικού συστήματος, που ισχύει κατά το άρθρο 106 ΚΠολΔ
στην πολιτική δίκη, αποτυπώνεται και στο άρθρο 325 ΚΠολΔ
, που θέτει τον κανόνα, ότι το δεδικασμένο ισχύει
πρωταρχικά υπέρ και κατά των διαδίκων. Αποκλείεται έτσι η επέκταση του δεδικασμένου σε τρίτα πρόσωπα απλώς και μόνον επειδή η
διαφορά τους είναι όμοια, κατά την ιστορική και νομική αιτία της, με το
αντικείμενο δίκης στην οποία δεν μετείχαν. Τα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου ισχύουν και ως προς τα ζητήματα που κρίθηκαν
παρεμπιπτόντως από την απόφαση και καταλαμβάνονται από το δεδικασμένο
με τις προϋποθέσεις του άρθρου 331 ΚΠολΔ, δηλαδή
εφόσον αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του κύριου ζητήματος και το δικαστήριο
ήταν υλικά αρμόδιο να αποφασίσει και για τα παρεμπίπτοντα αυτά ζητήματα. Κατά
το άρθρο 330 ΚΠολΔ "το δεδικασμένο
εκτείνεται και στις ενστάσεις που προτάθηκαν καθώς και σ' εκείνες που μπορούσαν
να προταθούν και δεν προτάθηκαν". Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων
των άρθρων 325-329 ΚΠολΔ και 486, 492 ΑΚ που
καθορίζουν τα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου
προκύπτει περαιτέρω ότι η ενέργεια του δεδικασμένου
περισώζεται καταρχήν στους διαδίκους και τους διαδόχους τους, μόνο δε κατ'
εξαίρεση επεκτείνεται και σε τρίτους. Αυτό δικαιολογείται από το ότι ο διάδικος
είχε τη δικονομική δυνατότητα (σε αντίθεση με τους τρίτους) να επηρεάσει με τις
πράξεις του το αποτέλεσμα της δίκης και συνεπώς σωστό είναι να δεσμεύεται από
το περιεχόμενο της δικαστικής απόφασης (βλ. Stein-Jonas
§ 325 σ. 1375). Διάδικος κατά την έννοια του άρθρου 325 ΚΠολΔ
πρέπει να θεωρείται το πρόσωπο υπέρ ή κατά του οποίου παρέχεται με την απόφαση
έννομης προστασίας αφού το δεδικασμένο είναι συνέπεια
της δικαστικής απόφασης (βλ. Δ. Κονδύλη, Τα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου, εισήγηση στο 11ο πανελλήνιο συνέδριο της
Ένωσης Ελλήνων Δικονομολόγων, Δ 14.337 επ., ιδία σ. 338, Stein-Jonas, αρ. 325 II αρ. 1 σ. 1377). Λόγοι
αυτονόητης σκοπιμότητας επιβάλλουν την κάλυψη από το δεδικασμένο
και των προσώπων που παίρνουν τη θέση των διαδίκων, ώστε να μην εξανεμίζονται
τα αποτελέσματα της δίκης από το τυχαίο γεγονός της διαδοχής (βλ. Κ. Κεραμέα, ο.π. § 120 σ. 312). Δεν έχει σημασία αν πρόκειται για
καθολική ή ειδική διαδοχή στο αντικείμενο της δίκης, αρκεί να έλαβε χώρα κατά
τη διάρκεια ή μετά το τέλος της δίκης που τερματίστηκε με τελεσίδικη απόφαση,
εφόσον δε ο αρχικός ενάγων πεθάνει κατά την διάρκεια ή μετά το τέλος αυτής, η
μεταβίβαση του επίδικου αντικειμένου λαμβάνει χώρα από τους καθολικούς
διαδόχους (κληρονόμους του) οι οποίοι υπεισέρχονται αυτοδικαίως στην έννομη
σχέση της δίκης. Περαιτέρω, κατά το
άρθρο 325 ΚΠολΔ "Το δεδικασμένο
ισχύει υπέρ και κατά 1) των διαδίκων, 2) εκείνων που έγιναν διάδοχοι τους όσο
διαρκούσε η δίκη ή μετά το τέλος της, 3)...", κατά δε το άρθρο 919 ΚΠολΔ "Η αναγκαστική εκτέλεση γίνεται 1) όταν
πρόκειται για δικαστικές και διαιτητικές αποφάσεις, υπέρ και κατά των προσώπων
έναντι των οποίων ισχύει δεδικασμένο και κατά των
προσώπων που απέκτησαν τη νομή ή κατοχή του επίδικου πράγματος κατά τη διάρκεια
της δίκης ή μετά το τέλος της, 2) Η από τις διατάξεις αυτές δέσμευση, από το δεδικασμένο της απόφασης, του ειδικού (άμεσου ή απώτερου) ή
καθολικού διαδόχου και, κατ' ακολουθίαν, η εκτελεστότητα,
προϋποθέτει περιέλευση στον τελευταίο του επιδίκου
πράγματος ή δικαιώματος συμβατικώς, δηλαδή βάσει
σύμβασης με το διάδικο ή με κληρονομική διαδοχή ή οιονεί
καθολική διαδοχή και την επ' αυτής της σχέσης στήριξη του δικαιώματος που
επικαλείται (ΑΠ 890/2018, ΑΠ 1150/2017, ΑΠ 257/2016, ΑΠ 182/2016, ΑΠ 1415/2009,
ΕΦΠατρ 293/2019, ΕφΑιγ
174/2019 ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση,
με τον πρώτο λόγο ανακοπής, οι ανακόπτουσες
ισχυρίζονται ότι ο νυν καθού, ως ενάγων, άσκησε,
μεταξύ άλλων, εις βάρος του . . του . (εναγόμενου), αγωγή (με αντικείμενο,
συνοπτικά, την αναγνώριση συγκυριότητας τους και υποχρέωση εκ μέρους του εναγομένου καταβολής σ' αυτόν της ωφέλειας από την χρήση
του σ' αυτήν περιγραφόμενου ακινήτου, βάσει των διατάξεων περί κοινωνίας, άλλως
περί αδικαιολογήτου πλουτισμού), εκδοθείσας
σχετικά της υπ' αρ. 136/2013 (και διορθωθείσας με την
283/2013) οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου, με την οποία
υποχρεώθηκε να καταβάλει στον ενάγοντα και ήδη καθού,
το ποσό 15.917,45 ευρώ, πλέον νομίμων τόκων και
εξόδων. Ότι ο ανωτέρω εναγόμενος, απεβίωσε την 9.6.2013, οι δε ανακόπτουσες ως καθολικές διάδοχοι αυτού (η 1η εξ αυτών ως
σύζυγος του και οι λοιπές ως τέκνα του), άσκησαν έφεση κατά της προαναφερθείσας
οριστικής απόφασης. Ότι, ωστόσο, με την υπ' αρ.
103/2023 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου, κρίθηκε με δύναμη δεδικασμένου, ότι οι τρεις πρώτες αυτών δεν ευθύνονται ως
καθολικές διάδοχοι του ανωτέρω αποβιώσαντος . ., παρά μόνον η 4η αυτών, ως εκ
διαθήκης μοναδική κληρονόμος του, η δε έφεση απορρίφθηκε ως απαράδεκτη για τις
λοιπές (ενώ απορρίφθηκε κατ' ουσίαν ως προς την 4η).
Ότι με την προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή, παρανόμως επιτάσσονται άπασες οι
ανακόπτουσες, ως εις ολόκληρον
ευθυνόμενες, στην καταβολή της ανωτέρω επιδικασθείσας
απαίτησης, εφόσον ως προς τρεις πρώτες αυτών δεν υφίσταται εκτελεστός τίτλος
εις βάρος τους.
Ο λόγος αυτός της ανακοπής
είναι ορισμένος και νόμω βάσιμος, σύμφωνα με τις
διαλαμβανόμενες ανωτέρω στη μείζονα σκέψη διατάξεις και πρέπει επομένως να
ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.
Απ' όλα τα έγγραφα που οι
διάδικοι προσκομίζουν νομίμως, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά
περιστατικά: Ο νυν καθού, με την από 04-01-2011
(αριθ. Εκθ. καταθ. δικογρ. ./ΤΠ ./18- 01-2011) αγωγή του προς το Πολυμελές
Πρωτοδικείο Κορίνθου, στρεφόμενη κατά των . . του . (αρχικού διαδίκου) και . .
του . (μη διαδίκου στην παρούσα δίκη) με αντικείμενο, μεταξύ άλλων, την
αναγνώριση συγκυριότητας του κατά εξ αδιαιρέτου με τον . . και υποχρέωση
αμφοτέρων να καταβάλουν στον καθού την ωφέλεια από
την χρήση του σ' αυτήν περιγραφόμενου ακινήτου, εκ ποσού 119.500 ευρώ, βάσει
των διατάξεων περί κοινωνίας, άλλως περί αδικαιολογήτου
πλουτισμού). Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την
τακτική διαδικασία η με αριθμό 136/2013 οριστική απόφαση του Πολυμελούς
Πρωτοδικείου Κορίνθου (όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ' αριθ. 283/2013 απόφαση
του ιδίου), με την οποία, η εν λόγω αγωγή απορρίφθηκε ως προς τον εναγόμενο (.
. του .), ενώ έγινε εν μέρει δεκτή ως προς τον πρώτο εναγόμενο . . του ..
Ειδικότερα, ο ενάγων και ήδη καθού αναγνωρίστηκε
συγκύριος κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου του περιγραφέντος
σ' αυτήν ακινήτου και ο . . υποχρεώθηκε να του καταβάλει το ποσό των 15.917,45
ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της
ένδικης αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση του, καθώς και μέρος των
δικαστικών του εξόδων. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν οι
ανακόπτουσες ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου,
ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του ως άνω αρχικού διαδίκου . . του ., συζύγου της
πρώτης και πατρός των λοιπών, ο οποίος απεβίωσε την 09-06-2013 (ήτοι μετά τη
συζήτηση και πριν την δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης), με την από
26-05-2016 έφεση τους, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πολυμελούς
Πρωτοδικείου Κορίνθου, την 27-05-2016 με αύξοντα αριθμό κατάθεσης ./2016, καθώς
και στην Γραμματεία του Εφετείου Ναυπλίου, την 06-11-2019 με αύξοντα αριθμό
κατάθεσης 525/2019. Επί της άνω εφέσεως, εκδόθηκε η με αριθμό 103/2023
τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου, η οποία απέρριψε την έφεση
ως προς την 1η, 2η και 3η των εκκαλουσών και ήδη ανακοπτουσών,
ως απαράδεκτη, δέχθηκε τυπικά και απέρριψε κατ' ουσίαν
αυτήν ως προς την 4η αυτών, διέταξε την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο των
παραβολών που κατατέθηκαν από τις εκκαλούσες, συνολικού ποσού διακοσίων (200)
ευρώ και τις καταδίκασε στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου για
τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων καθόρισε στο ποσό των
εξακοσίων (600) ευρώ. Κατόπιν αυτών, ο καθού -
εφεσίβλητος, δυνάμει της από 18-9-2024 επιταγής προς πληρωμή και εκτέλεση
κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού της υπ' αριθ. 136/2013
αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου και όπως αυτή διορθώθηκε,
δυνάμει της υπ' αριθμ. 283/2013 αποφάσεως του αυτού
Δικαστηρίου και η οποία κατέστη τελεσίδικη δυνάμει της υπ' αριθμ.
103/2023 οριστικής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου, επέταξε, άπασες
τις ανακόπτουσες να καταβάλουν σ' αυτόν, εκάστη εις ολόκληρον, ως νόμιμες εξ αδιαθέτου κληρονόμοι και καθολικές
διάδοχοι του ως άνω αποβιώσαντος, το συνολικό ποσό των 36.307,75 € (ήτοι
κεφαλαίου, τόκων και εξόδων). Παρά ταύτα, από την επισκόπηση της ανωτέρω
τελεσίδικης απόφασης - εκτελεστού τίτλου, κρίθηκε με δύναμη δεδικασμένου,
ότι «...ο ως άνω αποβιώσας αρχικώς διάδικος κατέλιπε
την από 09-08-2009 ιδιόγραφη διαθήκη του, νόμιμα δημοσιευθείσα στις 23-09-2016
με το υπ' αρ. 91/2016 πρακτικό του Ειρηνοδικείου Σικυώνος, με την οποία εγκατέστησε μοναδική καθολική του
διάδοχο του επί του ανήκοντος σ' αυτόν ποσοστού συγκυριότητας επί του επιδίκου
ακινήτου της τέταρτη εκκαλούσα . θυγ. . ., κληρονομιά
την οποία η τελευταία αποδέχθηκε με την υπ' αριθμ.
./22-02-2018 πράξη αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Ξυλοκάστρου . .,
που έχει νομίμως μεταγραφεί στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σικυώνος, στο τόμο . και α.α. ..
Επομένως, η κρινόμενη έφεση απαράδεκτα ασκήθηκε από την 1η, 2η και 3η των
εκκαλουσών και πρέπει εκ του λόγου τούτου να απορριφθεί ως προς αυτές...». Η
ανωτέρω κρίση επαναλαμβάνεται και σε άλλη θέση της ανωτέρω απόφασης και
συγκεκριμένα «.../] αξίωση του ενάγοντος δε κρίνεται έναντι των κληρονόμων του
αρχικού διαδίκου (που στην προκείμενη περίπτωση κληρονόμος του πρώτου
εναγόμενου είναι μόνο η 4η εκκαλούσα, όπως ανωτέρω αναφέρθηκε)....». Εκ των
ανωτέρω συνάγεται, ότι από το δεδικασμένο καλύπτεται
μόνο το πρόσωπο που παίρνει τη θέση του θανόντος
διαδίκου, ήτοι, εν προκειμένω, η 4η εκκαλούσα και ήδη 4η ανακόπτουσα,
ως καθολική διάδοχος του αρχικού διαδίκου - πατέρα της, στο αντικείμενο της
δίκης, η οποία έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της δίκης που τερματίστηκε με
τελεσίδικη απόφαση, υπεισήλθε δε αυτοδικαίως στην επίδικη έννομη σχέση,
περαιτέρω δε η εκτελεστότητα του ανωτέρω εκτελεστού
τίτλου περιορίζεται μόνο σε αυτήν και κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη επιταγή
προς πληρωμή πάσχει ακυρότητα, εφόσον εσφαλμένως
στράφηκε και προς τις υπόλοιπες 1η, 2η και 3η των ανακοπτουσών.
Κατ' ακολουθία των ανωτέρω
εφόσον πιθανολογείται η ευδοκίμηση του λόγου αυτού της ανακοπής, πρέπει η
κρινόμενη αίτηση να γίνει δεκτή ως ουσιαστικώς βάσιμη και να διαταχθεί η
αναστολή της εκτέλεσης της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται από τον καθού σε βάρος των ανακοπτουσών
με την από 18.9.2024 επιταγή προς εκτέλεση κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου
πρώτου εκτελεστού του προαναφερόμενου εκτελεστού τίτλου μέχρι την έκδοση
οριστικής απόφασης επί της ασκηθείσας από 8.10.2024
ανακοπής των αιτουσών, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου (αριθ. έκθ. κατ.: ./ΠΔ - ./2024
Διαδικασία Περιουσιακών Διαφορών). Τέλος οι αιτούσες πρέπει να καταδικαστούν
στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του καθού, κατόπιν
υποβολής σχετικού αιτήματος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 176 Κ.Πολ.Δ. και 84 παρ. 2 εδ. τελ.
του ν. 4194/2013, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των
διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.
ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ την εκτέλεση της
από 18.9.2024 επιταγής προς εκτέλεση κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου πρώτου
εκτελεστού της με αριθμό 103/2023 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου,
μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ασκηθείσας
από 8.10.2024 ανακοπής των αιτουσών, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου
Κορίνθου (αριθ. έκθ. κατ.:
./ΠΔ -./2024 Διαδικασία Περιουσιακών Διαφορών).
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τις αιτούσες στα
δικαστικά έξοδα του καθού, τα οποία ορίζει στο ποσό των
διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και
δημοσιεύθηκε στην Κόρινθο σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του την
02/6/2025
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ