ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜΠρ(Ασφ.Μ.)Αθ 7553/2025

 

Επιταγή προς πληρωμή - Ανακοπή και αίτηση αναστολής με τους ίδιους λόγους - επίδοση δεύτερης επιταγής και παραίτηση από την πρώτη - τόκοι επιδικίας ή υπερημερίας όταν ο τίτλος για την έκδοση διαταγής πληρωμής είναι αναγνωριστική δικαστική απόφαση - περιορισμός κονδυλίων επιταγής - απόρριψη αναστολής.

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Αθηνών LL.M, Κωνσταντίνου Νικολαρόπουλου)

 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

Αριθμός απόφασης: 7553/2025

(ΓΑΚ/ΕΑΚ ././2025)

 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

 

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, που ορίστηκε κατόπιν κληρώσεως, σύμφωνα με το νόμο.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στην Αθήνα την 11η Νοεμβρίου 2025, χωρίς την σύμπραξη Γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΟΥ ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ: .. του ., κατοίκου Αθηνών, οδός . αριθ. ., με ΑΦΜ ., ο οποίος παραστάθηκε διά του πληρεξούσιου δικηγόρου του Δημητρίου Σκύφτα (ΑΜ/ΔΣΑ 36001), που κατέθεσε σημείωμα και προσκόμισε το με αριθμό ./2025 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΑ.

 

ΤΟΥ ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ: .. του ., κατοίκου Αιγάλεω Αττικής, οδός . αριθ. ., με ΑΦΜ ., ο οποίος παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας δικηγόρου του Αναστασίας Χαλκιώτη (ΑΜ/ΔΣΜυτιλ 445), που κατέθεσε σημείωμα και προσκόμισε το με αριθμό ./2025 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΜυτιλήνης,

 

Ο αϊτών ζητεί να γίνει δεκτή η από 12.6.2025 αίτησή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου (ΓΑΚ/ΕΑΚ) ././2025, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο έκθεμα.

 

Κατά τη συζήτηση της αίτησης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτοί.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Με την κρινόμενη αίτησή του, ο αιτών ζητεί να ανασταλεί η εκτέλεση της από 6.6.2025 επιταγής προς εκτέλεση κάτωθι του αντιγράφου εκ πρώτου απογράφου εκτελεστού της υπ’ αριθ. ./2025 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της από 11.6.2025 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης (ΓΑΚ/ΕΑΚ) ././2025 ανακοπής, που έχει ασκήσει ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, σύμφωνα με το άρθρο 933 ΚΠολΔ, νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφενός διότι πιθανολογείται η ευδοκίμηση των λόγων αυτής και αφετέρου διότι η εκτέλεση θα επιφέρει σε αυτόν ανεπανόρθωτη βλάβη για τους λόγους που αναφέρει στην αίτησή του. Η αίτηση παραδεκτώς εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις του άρθρου 938 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ’ ουσία.

 

Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που προσκομίζουν οι διάδικοι, καθώς και από όλη τη διαδικασία, πιθανολογήθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα: Δυνάμει της με αριθμό ./2025 διαταγής πληρωμής της Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ο ήδη αιτών διατάχθηκε να καταβάλει στον καθ’ ου η αίτηση, όπως η σχετική υποχρέωση αναγνωρίστηκε με τη με αριθμό 2771/2019 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, το ποσό των 8.425,53 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της επίδοσης της από 2.9.2013 με αριθμό κατάθεσης ./2013 αγωγής του τελευταίου, δηλαδή από την 7.10.2015 μέχρι την πλήρη εξόφληση, επιβλήθηκαν δε σε βάρος του ήδη αιτούντος τα δικαστικά έξοδα του καθ’ ου, ποσού 282,00 ευρώ. Ακριβές αντίγραφο εκ του υπ’ αριθ. ./2025 α' απογράφου εκτελεστού της εν λόγω διαταγής πληρωμής, μετά της από 30-5-2025 επιταγής, επιδόθηκε στον ήδη αιτούντα στις 2.6.2025 (βλ. την υπ’ αριθ. ./2.6.2025 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ..), επιτάχθηκε δε αυτός να καταβάλει: ι) Για επιδικασθέν κεφάλαιο, ποσό 8.425,53 ευρώ, 2) Για επιδικασθέντες τόκους υπερημερίας από την επομένη της επίδοσης της από 2.9.2013 με αριθμό κατάθεσης ./2013 αγωγής, δηλαδή από 7-10.2015 μέχρι την πλήρη εξόφληση, ποσό 544,09 ευρώ, 3) Για έξοδα αντιγράφου απογράφου εκτελεστού, ποσό 2,οο ευρώ, 4) Για έξοδα αντιγράφου εξ απογράφου εκτελεστού, ποσό 2,50 ευρώ, 5) Για σύνταξη της επιταγής, ποσό 100,00 ευρώ και 6) Για έξοδα επίδοσης της επιταγής, ποσό 45,00 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 9.119,12 ευρώ, και αυτό το ποσό -πλην του κονδυλίου των τόκων-νομιμοτόκως από την επίδοση της από 30.5.2025 επιταγής μέχρις εξοφλήσεως. Ακολούθως, ακριβές αντίγραφο έκτου υπ’ αριθ. ./2025 α' απογράφου εκτελεστού της εν λόγω διαταγής πληρωμής, μετά της από 6.6.2025 επιταγής, επιδόθηκε εκ νέου στον ήδη αιτούντα στις 6.6.2025 (βλ. την υπ’ αριθ. ./6.6.2025 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ..), επιτάχθηκε δε αυτός να καταβάλει: 1) Για επιδικασθέν κεφάλαιο, ποσό 8.425,53 ευρώ, 2) Για επιδικασθέντες τόκους υπερημερίας από την επομένη της επίδοσης της από 2.9-2013 με αριθμό κατάθεσης ./2013 αγωγής, δηλαδή από 7-10-2015 μέχρι την πλήρη εξόφληση, ποσό 15.147,99 ευρώ, 3) Για δικαστικά έξοδα, ποσό 282,00 ευρώ, 4) Για τέλη ψηφιακής συναλλαγής, ποσό 544»°9 ευρώ, 5) Για έξοδα αντιγράφου απογράφου εκτελεστού, ποσό 2,οο ευρώ, 6) Για έξοδα αντιγράφου εξ απογράφου εκτελεστού, ποσό 2,50 ευρώ, γ) Για σύνταξη της επιταγής, ποσό 100,00 ευρώ και 8) Για έξοδα επίδοσης της επιταγής, ποσό 45,00 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 24.549,11 ευρώ, και αυτό το ποσό -πλην του κονδυλίου των τόκων- νομιμοτόκως από την επίδοση της από 6.6.2025 επιταγής μέχρις εξοφλήσεως.

 Ο αιτών ισχυρίζεται με τον πρώτο λόγο της ανακοπής του κατά το πρώτο σκέλος αυτού ότι η από 6.6.2025 επιταγή προς πληρωμή είναι άκυρη, καθόσον δεν είχαν παρέλθει δεκαπέντε ημέρες από την επίδοση της από 30.5.2025 επιταγής, ώστε να δύναται ο ήδη καθ’ ου να προβεί σε νέα επίδοση της επιταγής. Ο συγκεκριμένος λόγος, πέραν του ότι απαραδέκτως προβάλλεται ως λόγος ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, πιθανολογείται ότι θ’ απορριφθεί ως μη νόμιμος, αφού η πάροδος δεκαπέντε ημερών προβλέπεταικατάτα άρθρα 632 παρ. 2 και 633 παρ. 2 ΚΠολΔ ως προθεσμία για την άσκηση ανακοπής κατά της επιδοθείσας διαταγής πληρωμής, οπότε, αν παρέλθει αυτή άπρακτη, είναι δυνατή η εκ νέου επίδοσή της με απώτερο σκοπό, παρελθούσης άπρακτης και της νέας δεκαπενθήμερης προθεσμίας για την άσκηση ανακοπής, την απόκτηση ισχύος δεδικασμένου από τη διαταγή πληρωμής. Περαιτέρω, όσον αφορά στο δεύτερο σκέλος του κρινόμενου λόγου, όπως ορθά εκτιμάται, περί ακυρότητας της προσβαλλόμενης επιταγής λόγω μη προηγούμενης παραίτησης από την από 30.5.2025 επιταγή προς πληρωμή, σημειώνεται ότι, αν και μόνη η επίδοση της νέας επιταγής δεν υποδηλώνει παραίτηση από την προηγούμενη (βλ. ΑΠ 80/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), στην προκειμένη περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι επιδόθηκε νέα επιταγή προς πληρωμή κάτω από αντίγραφο του απογράφου του ίδιου εκτελεστού τίτλου μόλις τέσσερις (4) ημέρες μετά την επίδοση της αρχικής, με διόρθωση ως προς ορισμένα κονδύλια αυτής και προσθήκη νέων, συνάγεται ότι πρόκειται για σιωπηρή ανάκληση της από 30.5.2025 επιταγής εκ μέρους του επισπεύδοντας, η οποία είναι επιτρεπτή και συνεπάγεται την άρση των δικονομικών και ουσιαστικών συνεπειών που επήλθαν από την επίδοση της αρχικής επιταγής [βλ. σχετ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (-Νικολόπουλο), ΚΠολΔ II (2000) 924 αριθ· 7, με παραπομπές στη νομολογία]. Άλλωστε, μετά την άσκηση της από 11.6.2025 με αριθμό κατάθεσης (ΓΑΚ/ΕΑΚ) ././2025 ανακοπής και της υπό κρίση αναστολής, ο ήδη καθ’ ου η αίτηση κοινοποίησε με τη με αριθμό ./7.11.2025 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, .., στον αιτούντα την από 6.11.2025 εξώδικη δήλωση παραίτησης από την από 30.5.2025 ως άνω επιταγή προς πληρωμή. Η παραίτηση αυτή, που έλαβε χώρα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 294, 297 και 299 ΚΠολΔ, με δικόγραφο που επιδόθηκε στον αντίδικο του επιτάσσοντος, είναι ισχυρή και έχει ως αποτέλεσμα να θεωρείται αυτή (επιταγή) ως μηδέποτε λαβούσα χώρα, καταργούμενη αναδρομικώς και αυτομάτως χωρίς την έκδοση αποφάσεως, με συνέπεια αλυσιτελώς να προβάλλεται ο κατά το ερευνώμενο σκέλος αυτού πρώτος λόγος ανακοπής και πιθανολογείται ομοίως ότι θα απορριφθεί. Ο ισχυρισμός δε περί καταχρηστικής ασκήσεως της εκ νέου επιδόσεως επιταγής προς εκτέλεση, που περιέχεται στο δικόγραφο της αιτήσεως αναστολής και επιχειρείται να θεμελιωθεί στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, τυγχάνει νόμω αβάσιμος και απορριπτέος, δεδομένης της επιτρεπτής, κατά τα ανωτέρω, σιωπηρής ανακλήσεως της από 30.5.2025 επιταγής, προς διόρθωση σφαλμάτων αυτής, ενόψει και της μη εκούσιας συμμόρφωσης του ήδη αιτούντος - καθ’ ου η εκτέλεση προς το διατακτικό της αποφάσεως που προαναφέρθηκε. Περαιτέρω, όσον αφορά στα επιμέρους κονδύλια της από 6.6.2025 προσβαλλόμενης επιταγής προς πληρωμή, ο καθ’ ου η αίτηση, με το έγγραφο σημείωμά του, περιόρισε το αίτημα αυτής, ως προς μεν το κονδύλια των τόκων υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από την 7.10.2015 μέχρι τη σύνταξη της επιταγής στο ποσό των 8.661,87 ευρώ, ως προς δε το κονδύλιο των εξόδων για την επίδοση της επιταγής στο ποσό των 43,40 ευρώ. Ο μερικός αυτός περιορισμός είναι νόμιμος, θεωρείται δε, κατά την παράγραφο 1 εδ. β' του άρθρου 295 του ΚΠολΔ, ως μερική παραίτηση και μπορεί να γίνει και με τις προτάσεις [βλ. ΜΠρΝάξ (ασφ) 117/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, με παραπομπή σε Β. Βαθρακοκοίλη, ΕρμΚΠολΔ, έκδ. 1994. άρθρο 295, αρ· 7, σελ. 346]· Σχετικά με τον ερειδόμενο στο άρθρο 924 εδ. β' ΚΠολΔ δεύτερο λόγο ανακοπής, που ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι η επιταγή προς εκτέλεση πρέπει να ορίζει με ακρίβεια την απαίτηση, αναφέρονται τα εξής: Ο αϊτών ισχυρίζεται αρχικά ότι το κονδύλιο των τόκων αορίστως υπολογίστηκε με την από 30.5.2025 επιταγή προς πληρωμή στο ποσό των 544.09 ευρώ και, ακολούθως, με την προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή, στο ποσό των 15.147,99 ευρώ, ήτοι σε ποσό σχεδόν διπλάσιο του επιδικασθέντος κεφαλαίου, ενώ ο ίδιος υπολογίζει το σχετικό κονδύλιο στο ποσό των 6.732,55 ευρώ. Προς απόδειξη του ισχυρισμού του αυτού ο αιτών προσκομίζει εκτύπωση από την ψηφιακή εφαρμογή υπολογισμού τόκων υπερημερίας της ΤΝΠ ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ενώ το ποσό στο οποίο περιόρισε ο καθ’ ου η αίτηση το σχετικό κονδύλιο της επιταγής, ήτοι αυτό των 8.661,87 ευρώ, προκύπτει με βάση τους αναλυτικούς υπολογισμούς ανά τα επιμέρους χρονικά διαστήματα που έχει ενσωματώσει στο σημείωμά του. Ειδικότερα, το ποσό των 8.661,87 ευρώ προκύπτει κατόπιν υπολογισμού τόκων επιδικίας για το ως άνω χρονικό διάστημα -πλην των επιμέρους χρονικών διαστημάτων προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας, 13.3.2020-31.5-2020 και 7-11-2020-6.4.2021, οπότε, με νομοθετικές ρυθμίσεις, δεν έτρεχαν τόκοι επιδικίας-, οι οποίοι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 346 ΑΚ, είναι ανώτεροι των τόκων υπερημερίας. Σχετικά με την οφειλή εν προκειμένω τόκων υπερημερίας ή τόκων επιδικίας, λεκτέα τα εξής: Το άρθρο 346 ΑΚ, που όριζε ότι «ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους, αφότου επιδόθηκε η αγωγή για το ληξιπρόθεσμο χρέος», αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν. 4055/2012, ισχύει, κατά το άρθρο 113 του νόμου αυτού από 2.4.2012, κατά το οποίο: «Ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής και εάν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους, αφότου επιδόθηκε η αγωγή ή η διαταγή πληρωμής για το ληξιπρόθεσμο χρέος (τόκος επιδικίας). Το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι δύο (2) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας, όπως ο τελευταίος ορίζεται εκάστοτε από το νόμο ή με δικαιοπραξία. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει, εάν πριν από τη συζήτηση της αγωγής, ο οφειλέτης αναγνωρίσει εγγρόφως την οφειλή ή συμβιβασθεί εξωδίκως, ή εάν δεν ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, αντιστοίχως. Με αίτημα του εναγομένου το δικαστήριο δύναται, κατ’ εξαίρεση, εκτιμώντας τις περιστάσεις να επιδικάσει την απαίτηση με το νόμιμο ή συμβατικό τόκο υπερημερίας. Η εξαίρεση ισχύει ιδίως για τις κατ’ εύλογη κρίση του δικαστηρίου επιδικαζόμενες απαιτήσεις. Από τη δημοσίευση της οριστικής αποφάσεως, που επιδικάζει εντόκως χρηματική οφειλή ή απορρίπτει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει εάν δεν ασκηθεί ένδικο μέσο». Σύμφωνα με τη νέα αυτή ρύθμιση, αυξάνεται το ποσοστό των τόκων επιδικίας, προκειμένου να περιορισθούν η φιλοδικία και η άσκοπη απασχόληση των δικαστηρίων από δικαστικούς αγώνες που δεν έχουν ουσία, ενώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο οφειλέτης που, μεταξύ των άλλων, πριν από τη συζήτηση της αγωγής, αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβασθεί εξωδίκως. Αν μάλιστα εμμένει να αντιδικεί, μολονότι ηττήθηκε πρωτοδίκως, διακινδυνεύει περαιτέρω αύξηση του επιτοκίου επιδικίας, γι’ αυτό και εδώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο διάδικος που ηττήθηκε, αν αποδεχθεί την οριστική απόφαση και τερματίσει την αντιδικία. Η εξαίρεση που προβλέπεται επιτρέπει στον δικαστή να σταθμίσει εκείνες τις περιπτώσεις, που ο εναγόμενος ευλόγως αντιδικεί, επειδή πρόκειται για απαίτηση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης (π.χ. ηθική βλάβη) ή επειδή προβάλλει ένσταση συμψηφισμού (βλ. αιτιολογική έκθεση ν. 4055/2012). Έτσι ο νόμιμος τόκος, μετά την επίδοση της αγωγής είναι πλέον ο (αυξημένος) τόκος επιδικίας. Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται ρητή μνεία γι’ αυτό στη δικαστική απόφαση, ενώ, αντίθετα, απαιτείται ρητή αναφορά σ’ αυτήν, όταν το δικαστήριο κατ’ εξαίρεση επιδικάζει την απαίτηση με το νόμιμο ή το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας. Με βάση αυτά, ο περιορισμός του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό δεν συνιστά, σύμφωνα με τη νέα ρύθμιση, λόγο για την κατ’ εξαίρεση επιδίκαση του τόκου υπερημερίας, ο οποίος κατά τη σαφή πρόθεση του νομοθέτη, πρέπει να επιδικάζεται μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο οφειλέτης χρηματικής απαίτησης ευλόγως αντιδικεί, δεδομένου ότι μοναδικό κριτήριο για την εξαίρεση από την επιδίκαση τόκου επιδικίας είναι το εύλογο ή όχι της αντιδικίας. Το πότε υφίσταται εύλογη αντιδικία θα κριθεί in concrete από το δικάζον δικαστήριο, συνεκτιμώντας το σύνολο των περιστάσεων, λ.χ. αν το αντικείμενο της δίκης είναι ερμηνεία νέας νομικής διατάξεως ή αν υφίστανται ενγένεικατά τη δικαστική διάγνωση της υποθέσεως σοβαρές ερμηνευτικές δυσχέρειες (ΑΠ 457/2025, ΤριμΕφΑθ 150/2025, ΤριμΕφΑθ 773/2025 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, με παραπομπές σε νομολογία). Συνεπώς, ορθά υπολογίζεται στην προσβαλλόμενη επιταγή το κονδύλιο των τόκων βάσει του ποσοστού των τόκων επιδικίας για έκαστο επιμέρους χρονικό διάστημα -με τις προαναφερθείσες εξαιρέσεις- και καμία αοριστία δεν προκύπτει. Περαιτέρω, όσον αφορά στην αιτίαση ότι δεν εξειδικεύεται με την επιταγή ποια είναι η «ψηφιακή συναλλαγή» για την οποία ο αιτών επιτάσσεται να καταβάλει τέλη ύψους 544>Ο9 ευρώ, από το ίδιο το σώμα της επιδοθείσας -με την προσβαλλόμενη επιταγή- διαταγής πληρωμής προκύπτει ότι για την έκδοση α' απογράφου εκτελεστού αυτής «καταβλήθηκαν για τέλη ψηφιακής συναλλαγής 544>Ο9 ευρώ, με το υπ’ αριθ. . ηλεκτρονικό παράβολο». Επίσης, τα έξοδαγιατη σύνταξη της επιταγής και τη δαπάνη επιδόσεώς της προκύπτουν αντίστοιχα από το άρθρο 72 παρ. ι του Ν. 4194/2013 (Κώδικας Δικηγόρων), σύμφωνα με το οποίο «Για τη σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση τίτλων εκτελεστών, η αμοιβή του δικηγόρου ορίζεται στο σύνολο της δικαστικής δαπάνης, όπως αυτή επιδικάστηκε από το δικαστήριο», και από την υπ’ αριθ. 21.798/Π.3.2016 απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών, χωρίς να απαιτείται οποιοσδήποτε ειδικότερος προσδιορισμός τους. Μετά ταύτα, δεδομένου ότι ο αϊτών δεν αποδεικνύει τον εσφαλμένο υπολογισμό των τόκων ούτε την ανακρίβεια ή το παράνομο των επιμέρους κονδυλίων, ο δεύτερος λόγος ανακοπής πιθανολογείται ότι θ’ απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσία. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, εφόσον δεν κρίνεται πιθανή η ευδοκίμηση των λόγων της ανακοπής κατά της από 6.6.2025 επιταγής προς πληρωμή, της οποίας ζητείται η αναστολή, όρος απαιτούμενος για τη χορήγηση της αναστολής, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Τέλος, πρέπει ο αιτών, λόγω της ήττας του στην παρούσα δίκη, να καταδικαστεί στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του καθ’ ου η αίτηση, κατά ουσιαστική παραδοχή σχετικού προς τούτο αιτήματός του, υποβαλλόμενου με το εμπροθέσμως και νομοτύπως κατατεθέν έγγραφο σημείωμά του (βλ. άρθρα 176, 191 παρ. 2 και 84 του Ν. 4194/2013 περί του κώδικα δικηγόρων), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση.

 

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αιτούντα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του καθ’ ου η αίτηση, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιών τους δικηγόρων, στις 8-12-2025.

 

                                                     ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ