ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜΠρ(Ασφ.Μ.)Αθ 4889/2023

 

Αναστολή εκτελεστότητας διαταγής πληρωμής και επιταγής προς εκτέλεση, επισπευδόμενη από εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Τιτλοποίηση κατά τις διατάξεις του ν. 3156/2003. Περιεχόμενο συμβάσεων ανάθεσης της διαχείρισης των απαιτήσεων. Συστατικός τύπος των συμβάσεων. Το άρθρο 159 ΑΚ ορίζει ότι «Δικαιοπραξία για την οποία δεν τηρήθηκε ο τύπος που απαιτεί ο νόμος εφόσον δεν ορίζεται το αντίθετο, είναι άκυρη. Εξαιρετική νομιμοποίηση των εταιρειών ως μη δικαιούχων διαδίκων κατά τις διατάξεις του ν. 4354/2015. Επιβάλλεται ενιαία εφαρμογή των διατάξεων του α. 2, ν. 4354/2015. Δεν προκύπτει από τα προσκομιζόμενα έγγραφα για την έκδοση του τίτλου, η νομιμοποίηση της ΑΕΔΑΔΠ να αιτηθεί την έκδοσή του και να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση. Από την εν λόγω περίληψη του δημοσιευθέντος ουσιώδους περιεχομένου της σύμβασης διαχείρισης ευθέως αποδεικνύεται ότι δεν αναφέρονται στη σύμβαση διαχείρισης οι προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης, ως εκ τούτου κι επειδή παραλείπονται, μη πληρουμένου του εγγράφου συστατικού τύπου, η σύμβαση διαχείρισης τυγχάνει άκυρη. Οι προϋποθέσεις των διατάξεων περί εξαιρετικής νομιμοποίησης πρέπει να πληρούνται εν συνόλω, ανεξαρτήτως του νόμου δυνάμει του οποίου επέρχεται η τιτλοποίηση και ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων. Η αιτούσα την έκδοση της ΔΠ και επισπεύδουσα στερείται ενεργητικής νομιμοποίησης λόγω απόλυτης ακυρότητας της σύμβασης διαχείρισης. Δέχεται την αίτηση, αναστέλλει την εκτέλεση τόσο της ΔΠ, όσο και της επιταγής προς εκτέλεση.

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Πειραιώς Γεωργίου Καλτσά)

 

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

 

 

Αριθμός Απόφασης 4889/2023

 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

 

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Αναστασία Σαρήμπαλη, Πρωτοδίκη, η οποία ορίσθηκε κατόπιν κληρώσεως σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου 3327/2005 και χωρίς τη σύμπραξη γραμματέα.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του την 12η Ιουλίου 2023 για να δικάσει την υπόθεση

 

ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ: 1) . , κατοίκου . , οδός . , με ΑΦΜ .  και 2) του .  , κατοίκου ομοίως ως άνω, με ΑΦΜ . ,  οι οποίοι παραστάθηκαν ο μεν πρώτος δια ή δε δεύτερη μετά ...  (ΑΜΔΣΠ ), η οποία κατέθεσε σημείωμα (βλ. υπ' αριθμ. Α.../11-07-2023 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων ΔΣΠ).

 

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΉΣ Η ΑΙΤΗΣΗ : Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «... ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» και τον διακριτικό τίτλο «... Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π.», όπως μετονομάστηκε η εταιρία με την επωνυμία «... Μονοπρόσωπη Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις» και με διακριτικό τίτλο «... Μ.Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π.», που εδρεύει στην Αθήνα, επί της .  με ΑΦΜ . ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος, διαχειρίστρια και πληρεξουσία των απαιτήσεων, της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «...», που εδρεύει στο Δουβλίνο Ιρλανδίας, καταχωρημένης στο Γραφείο Μητρώου Εταιριών υπό τον αριθμό ... δυνάμει της από 01-03-2021 σύμβασης διαχείρισης απαιτήσεων, νομίμως δημοσιευθείσας με αριθμ. πρωτ. . στον τόμο . και με α.α. .  του Ενεχυροφυκαλείου Αθηνών, της τελευταίας ούσας ειδικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «...», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Αμερικής με αρ. 4 (ΑΦΜ . , ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών), δυνάμει μεταβίβασης σε αυτήν απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, δυνάμει της από σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, διεπόμενης από τα άρθρα 10 και 14 του Ν. 3156/2003, νομίμως δημοσιευμένης σε περίληψη με αριθμ. πρωτ. .  στον τόμο . και με α.α. . στα βιβλία του Ν. 2844/2000 που τηρούνται στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, . , ο οποίος κατέθεσε σημείωμα (βλ. υπ' αριθμ. Π.../11-07-2023 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων ΔΣΑ).

 

Οι αιτούντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 24-04-2023 και υπ' αριθμ. κατ. δικ. ΓΑΚ ./ ΕΑΚ ./26-04-2023 αίτησή τους, η οποία προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας, εκφωνήθηκε στη σειρά της και συζητήθηκε.

 

Κατά τη συζήτηση της αίτησης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί καθώς και όσα αναφέρονται στα έγγραφα σημειώματα τους.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Με την κρινόμενη αίτηση, οι αιτούντες ζητούν να ανασταλεί η εκτελεστότητα της υπ’ αριθμ. ./2023 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στην καθ' ης η αίτηση αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ο καθένας το ποσό των 97.838,38 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, από απαίτηση απορρέουσα από την υπ' αριθμ. ./20-10-2004 δανείου, που σύναψαν ως συνοφειλέτες με την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «...», η οποία μετονομάσθηκε σε «...», καθολική διάδοχος της οποίας είναι η «...», καθώς και η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται σε βάρος τους με βάση την κοινοποιηθείσα σε αυτούς από 13-03-2023 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι του επικυρωμένου αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της άνω διαταγής πληρωμής, έως την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της ασκηθείσας νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ' άρθρα 632 και 933 ΚΠολΔ από 07-04-2023 και υπ' αριθμ. κατ. δικ. ΓΑΚ ./ ΑΚΔ ./07-04-2023 ανακοπής τους κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής και της βάσει αυτής επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης, επικαλούμενοι ότι η ανακοπή τους αυτή θα ευδοκιμήσει και ότι άλλως, θα υποστούν ανεπανόρθωτη βλάβη από την εκτέλεση σε βάρος τους. Τέλος, ζητούν να καταδικαστεί η καθ' ης στη δικαστική τους δαπάνη.

 

Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα η κρινόμενη αίτηση αρμοδίως και παραδεκτώς εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 25 παρ. 2, 42, 74, 682, 683 παρ. 1 και 3 και 686 του Κ.Πολ.Δ.) για να δικασθεί κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, είναι δε ορισμένη, διότι διαλαμβάνει τα υπό του νόμου απαιτούμενα στοιχεία για την δικαστική εκτίμηση και αξιολόγηση της, απορριπτόμενου του αντίθετου ισχυρισμού της καθ' ης, διότι από το περιεχόμενο του δικογράφου αυτής, το οποίο εκτέθηκε αναλυτικά ανωτέρω, προκύπτει ότι αναφέρονται με σαφήνεια και πληρότητα τα περιστατικά ανεπανόρθωτης βλάβης των αιτούντων σε περίπτωση εξακολούθησης της εκτελεστικής διαδικασίας. Περαιτέρω, η αίτηση είναι και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 632 παρ. 3, 938 παρ. 1 ΚΠολΔ, ως ισχύει, πλην: α) του αιτήματος περί αναστολής εκτέλεσης μέχρι εκδόσεως τελεσίδικης απόφασης επί της ασκηθείσας ανακοπής, το οποίο πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο, καθώς σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 938 ΚΠολΔ, η αναστολή εκτέλεσης μπορεί να διαταχθεί μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της ανακοπής και β) του αιτήματος της, περί καταδίκης της καθ’ ης στη δικαστική δαπάνη των αιτούντων, το οποίο είναι νόμω αβάσιμο και, ως εκ τούτου, απορριπτέο, καθόσον, κατ' άρθρο 84 παρ. 2 εδ. β΄ και γ΄ Ν. 4194/20213 (Κώδικας Δικηγόρων), η δικαστική δαπάνη επιβάλλεται πάντοτε σε βάρος του αιτούντος την αναβολή ή αναστολή εκτέλεσης, ανεξαρτήτως της ευδοκίμησης ή απόρριψης της αίτησης. Περαιτέρω, η ανωτέρω από 07-04-2023 και υπ' αριθμ. κατ. δικ. ΓΑΚ ./ ΑΚΔ ./07-04-2023 ανακοπή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 632 παρ. 2 ΚΠολΔ, αφού αντίγραφο της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής επιδόθηκε στους ανακόπτοντες στις 20-03-2023, το δε δικόγραφο της ανακοπής επιδόθηκε στην καθ' ης στις 10-04-2023 (βλ. υπ' αριθμ. ./10-04-2023 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιά με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά),  ήτοι εντός της οριζόμενης από το άρθρο 632 παρ. 2 εδ. α' ΚΠολΔ προθεσμίας των δεκαπέντε εργάσιμων ημερών και εντός της κατ' άρθρο 934 παρ. 1 α ΚΠολΔ προθεσμίας (καθόσον δεν προκύπτει ότι επακολούθησε άλλη μετά από την επιταγή προς πληρωμή πράξη εκτέλεσης). Επομένως, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν ως προς την πιθανολόγηση της ευδοκίμησης των κατ' ιδίαν λόγων της ανακοπής.

 

(I) Με τον ν. 4354/2015 "Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων κλπ.", εισήχθησαν στην ελληνική έννομη τάξη δύο διακριτά εταιρικά σχήματα οι «εταιρείες απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις» (ΕΑΑΔΠ) και οι «εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις» (ΕΔΑΔΠ), οι οποίες δραστηριοποιούνται υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος ενώ προβλέπονται δύο νέα συμβατικά μορφώματα η σύμβαση πώλησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και η σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Αμφότερα τα συμβατικά μορφώματα υπόκεινται σε σοβαρούς περιορισμούς ως προς τον τύπο, τα πρόσωπα που δικαιούνται να συμβληθούν και το περιεχόμενο τους που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 1 έως 3 του άνω ν. 4354/2015. Ειδικότερα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 β' του ν. 4354/2015, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4643/2019, η μεταβίβαση απαιτήσεων από πιστώσεις και δάνεια που έχουν χορηγήσει ή χορηγούν πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα , μπορεί να λάβει χώρα μόνο λόγω πώλησης δυνάμει σχετικής έγγραφης συμφωνίας σύμφωνα και με τα όσα προβλέπονται στο άρθρο 3, αποκλειστικά προς αα) Ανώνυμες εταιρίες που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις εδρεύουν στην Ελλάδα και καταχωρίζονται στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΓΕΜΗ), ββ) Εταιρίες που έχουν έδρα στον Ευρωπαϊκό Χώρο, που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και γγ) Εταιρίες που έχουν έδρα σε τρίτες χώρες που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις υπό την επιφύλαξη διατάξεων της ενωσιακής νομοθεσίας οι οποίες έχουν διακριτική ευχέρεια να εγκαθίστανται στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος υπό την προϋπόθεση ότι η έδρα τους δεν βρίσκεται σε κράτος που έχει προνομιακό φορολογικό καθεστώς ή σε μη συνεργάσιμο κράτος. Η πώληση και μεταβίβαση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων, που έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, ρυθμίζεται στο άρθρο 3 του ν. 4354/2015, και μπορεί να γίνει μόνον προς αδειοδοτημένη ΕΑΑΔΠ (Εταιρεία απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις ή ανάλογη αλλοδαπή εταιρεία που έχει εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 1 παρ. 1 β΄ περ. ββ και γγ Ν.4354/2015) και διέπονται (όπως και στις περιπτώσεις της μεταβίβασης απαιτήσεων με βάση τις διατάξεις του άρθρου 10 του Ν. 3156/2003 για την τιτλοποίηση απαιτήσεων), η μεν πώληση από τις διατάξεις του άρθρου 513 επ. ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. ΑΚ (άρθρο 3 παρ. 1). Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 περ. γ του ν. 4354/2015, η πώληση των παραπάνω απαιτήσεων είναι ισχυρή, μόνο εφόσον έχει υπογραφεί συμφωνία ανάθεσης διαχείρισης μεταξύ εταιρίας απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων, που αδειοδοτείται και εποπτεύεται από την Τράπεζα της Ελλάδος τα δε δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παραγράφου αυτής Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβαση τους Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις Το άρθρο 2 ν. 4354/2015 ορίζει ότι η διαχείριση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή/και πιστώσεων που έχουν χορηγηθεί ή χορηγούνται από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα δύναται να ανατίθεται στις ΑΕΔΑΔΠ που προβλέπονται στο άρθρο 1 παρ. 1 περ. α του ιδίου νόμου. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 4354/2015, η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή και πιστώσεων προς τις ΕΑΑΔΠ (Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις) υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο και περιλαμβάνει, κατ' ελάχιστο περιεχόμενο, τα ακόλουθα (α) τις προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης (β) τις πράξεις της διαχείρισης οι οποίες μπορεί να συνίστανται ιδίως στη νομική και λογιστική παρακολούθηση, την είσπραξη, τη διενέργεια διαπραγματεύσεων με τους οφειλέτες των προς διαχείριση απαιτήσεων και τη σύναψη συμβάσεων συμβιβασμού κατά την έννοια των άρθρων 871 - 872 ΑΚ ή ρύθμισης και διακανονισμού οφειλών σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας όπως έχει θεσπισθεί με την υπ' αριθμ 116/25.8.2014 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος κατ' εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013 και (γ) την καταβλητέα αμοιβή διαχείρισης η οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να μετακυλίεται στον υπόχρεο καταβολής της απαίτησης Επίσης σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α' 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης. Η προβλεπόμενη από το άρθρο 2 παρ. 4 του ν. 4354/2015 εξαιρετική νομιμοποίηση της εταιρείας διαχείρισης ως μη δικαιούχου διαδίκου, διευκολύνει τις εταιρίες απόκτησης οι οποίες συνήθως έχουν έδρα στην αλλοδαπή, καθώς απαλλάσσονται από το βάρος της διαχείρισης των απαιτήσεων αυτών και της επιμέλειας της δικαστικής επιδίωξης τους αφού αυτή ασκείται αποκλειστικά από τις εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων (άρθρο 1 στοιχ. γ ν. 4354/2015), χωρίς να βλάπτει τα ουσιαστικά δικαιώματα των δανειοληπτών - καταναλωτών, οι οποίοι ασκούν τα δικαιώματα τους ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων κατά εταιρειών, οι οποίες έχουν λάβα ειδική άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος που έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και οι, οποίες εδρεύουν στην Ελλάδα και λειτουργούν εντός ενός συγκεκριμένου -αυστηρού νομικού καθεστώτος εποπτευόμενες από την Τράπεζα της Ελλάδος. Από τη σύγκριση των προπαρατιθέμενων διατάξεων προκύπτει ότι αμφότεροι οι ως άνω νόμοι 3156/2003 και 4354/2015 έχουν παραπλήσιο αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής καθώς και οι δύο καθορίζουν τις προϋποθέσεις για την μεταβίβαση - πώληση των απαιτήσεων (ειδικά δε στην περίπτωση του ν. 4354/2015 των τραπεζικών) από τους φορείς τους προς τρίτους με τη διαφοροποίηση ότι στην περίπτωση του ν. 3156/2003, μετά την πώληση ακολουθεί το στάδιο τη έκδοσης ομολογιών (της τιτλοποίησης) και ρυθμίζουν τη διαχείριση και είσπραξη των απαιτήσεων αυτών από εταιρίες διαχείρισης. Ωστόσο ο ν.4354/2015 περιέχει πληρέστερο ρυθμιστικό πλαίσιο για το καθεστώς λειτουργίας των εταιριών διαχείρισης τόσο στο πεδίο του ουσιαστικού, όσο και στο πεδίο του δικονομικού δικαίου. Όπως προεκτέθηκε, στην περίπτωση της μεταβίβασης απαιτήσεων με σκοπό την τιτλοποίηση σύμφωνα με το ν. 3156/2003, στο άρθρο 10 παρ. 14 αυτού ορίζεται ότι η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των τιτλοποιημένων απαιτήσεων μπορεί να ανατίθεται συμβατικά σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, στον ίδιο τον μεταβιβάζοντα ή σε τρίτο - εγγυητή με τις προϋποθέσεις που ειδικότερα ορίζονται σ' αυτή. Με τη διάταξη αυτή δεν παρέχεται ρητά στην εταιρία διαχείρισης η οποία, συμβαλλόμενη με την εταιρία απόκτησης αποκτά κατά το ουσιαστικό δίκαιο την εξουσία είσπραξης αλλότριας απαίτησης (της απαίτησης της εταιρίας απόκτησης), και η δικονομική εξουσία να εγείρει αγωγή και κάθε άλλο ένδικο βοήθημα για την είσπραξη της με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, αιτούμενη έννομη προστασία στο όνομα της όπως ρητά προβλέπεται τούτο για τις εταιρίες διαχείρισης στην προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 του ν. 4354/2015, δυνάμει της οποίας ο νομοθέτης εξόπλισε τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων, στις οποίες ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων, με βάση το νόμο αυτό, και με τη δικονομική εξουσία να ενεργούν, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, στο όνομα τους το σύνολο των αναγκαίων δικαστικών, αλλά και εξώδικων ενεργειών, προς είσπραξη των υπό την διαχείριση τους απαιτήσεων. Ωστόσο, οι εταιρίες διαχείρισης που προβλέπονται στο άρθρο 2 ν.4354/2015 υπάγονται σε μια ευρύτερη κατηγορία εταιριών διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις όπως είναι και εκείνες του ν. 3156/2003. Ως εκ τούτου η διαφορετική αντιμετώπιση των εταιριών διαχείρισης του ν. 3156/2003 από εκείνες του ν. 4354/2015 θα έχει ως συνέπεια λογική ανακολουθία στο εσωτερικό σύστημα του νόμου. Αυτό, άλλωστε, συνάγεται και από τη συστηματική ερμηνεία των ως άνω κανόνων δικαίου, οι οποίοι παρουσιάζουν νοηματική και λειτουργική συνοχή μεταξύ τους, αφού και οι δύο ρυθμίζουν τη διαχείριση και είσπραξη απαιτήσεων τρίτων. Επιπλέον στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 δ΄ του ν. 4354/2015 ορίζεται ότι οι διατάξεις του δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων του ν. 3156/2003, ενώ και στην αιτιολογική έκθεση αυτού σημειώνεται ότι «παρέχονται στα πιστωτικά ιδρύματα τα θεσμικά εργαλεία αξιοποίησης του χαρτοφυλακίου τους, καθώς θα έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν είτε την εφαρμογή του νόμου περί τιτλοποίησης απαιτήσεων (ν. 3156/2003) είτε το θεσμικό πλαίσιο που προκρίνεται με το ν. 4354/2015». Κατόπιν των ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι οι ανωτέρω δύο νόμοι θα πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται κατά τέτοια τρόπο, ώστε να βρίσκονται σε αρμονία μεταξύ τους ανεξαρτήτως αν η απόκτηση των απαιτήσεων από τις εταιρείες ειδικού σκοπού έγινε με τη διαδικασία της τιτλοποίησης και εκχώρησης βάσει του ν. 3156/2003 ή με τη διαδικασία της πώλησης βάσει του ν. 4354/2015. Επομένως επιβάλλεται μια ενιαία εφαρμογή του άρθρου 2 ν. 4354/2015, τόσο στις περιπτώσεις που η διαχείριση των απαιτήσεων έχει αναληφθεί με βάση τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 14 του ν. 3156/2003, όσο και όταν έχει αναληφθεί με βάση τις διατάξεις του ν. 4354/2015, αφού έτσι εξυπηρετείται ο νομοθετικός σκοπός της διευκόλυνσης της διαχείρισης των απαιτήσεων και επιλύεται κατά τρόπο ενιαίο το ζήτημα της δικονομικής υπόστασης των εταιριών διαχείρισης απαιτήσεων, επιτυγχάνοντας έτσι την αρμονική ένταξη του ερμηνευόμενου ν. 3154/2003 στο σύστημα, χωρίς η προσέγγιση αυτή να επηρεάζεται από τις διαφορετικές συνθήκες κάτω από τις οποίες θεσπίστηκαν τα ως άνω δύο νομοθετήματα Διαφορετική αντιμετώπιση των εταιριών διαχείρισης των δύο νομοθετημάτων θα ήταν αντίθετη προς την αρχή της ενότητας και ασφάλειας του δικαίου, η οποία απορρέει από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδαφ. α' του Συντάγματος και επιβάλλει τη σαφήνεια και την προβλέψιμη εφαρμογή των εκάστοτε νομοθετικών ρυθμίσεων, η οποία πρέπει να τηρείται, ιδίως όταν πρόκειται για διατάξεις που μπορούν να έχουν σοβαρές οικονομικές συνέπειες για τους ενδιαφερόμενους όπως οι προαναφερόμενες διατάξεις (βλ ΟλΑΠ 1/2023, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ για το επί μέρους ζήτημα της εφαρμογής της παρ. 4 του άρθρου 2 ν. 4354/2015 σε περίπτωση μεταβίβασης δανειακής απαίτησης λόγω τιτλοποίησης).

 

(II) Περαιτέρω, οι λόγοι της ανακοπής μπορεί να συνίστανται σε άρνηση της συνδρομής των τυπικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έκδοση αυτής, οι οποίες προβλέπονται στα άρθρα 623-630 ΚΠολΔ. Στις τυπικές προϋποθέσεις περιλαμβάνεται και η έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης του αιτούντος, καθώς και αναφοράς στην αίτηση και προσκόμισης των εγγράφων που θεμελιώνουν την ενεργητική νομιμοποίηση αυτού (αιτούντος την έκδοση διαταγής πληρωμής) σε χρόνο πριν από την έκδοση αυτής, σε περίπτωση που χώρησε μεταβολή ή διαδοχή στο πρόσωπο του αρχικού φορέα της ουσιαστικής έννομης σχέσης. Αν δεν συντρέχει η διαδικαστική προϋπόθεση της ενεργητικής νομιμοποίησης του αιτούντος ο δικαστής οφείλει, κατ' άρθρο 628 ΚΠολΔ, να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής, εάν δε, παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης, εκδοθεί διαταγή πληρωμής, τότε αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη κατά τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής για το λόγο αυτό απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου. Εξάλλου με την ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία υπόκειται και στη ρύθμιση των άρθρων 583 επ. ΚΠολΔ, προβάλλονται λόγοι είτε κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης, είτε κατά της ύπαρξης της απαίτησης. Κατά των λόγων της ανακοπής αυτής, εκείνος κατά του οποίου στρέφεται, μπορεί να αμυνθεί, είτε αρνούμενος αυτούς, είτε με την προβολή αντενστάσεων κατ’ αυτών (ΟλΑΠ 10/1997 Δνη 1997. 768, ΑΠ 665/2006 Δνη 2006. 130, Εφθ 1374/2014, ΕφΑΘ 1601/2003 ΝΟΜΟΣ).

 

Στην προκειμένη περίπτωση οι αιτούντες-ανακόπτοντες με τον πέμπτο λόγο ανακοπής την έρευνα του οποίου παραδεκτώς προτάσσει το Δικαστήριο, μη δεσμευόμενο από τη σειρά προτεραιότητας που επιλέγουν οι αιτούντες-ανακόπτοντες (ΑΠ 696/2021 ΝΟΜΟΣ), ισχυρίζονται ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής τυγχάνει ακυρωτέα ένεκα διαδικαστικού απαραδέκτου και έλλειψης έγγραφης απόδειξης διότι από τα προσκομιζόμενα για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής έγγραφα και δη στην υπ' αριθμ. ./17-03-2021 σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης μεταξύ της δικαιούχου της απαίτησης εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «...» και της ανώνυμης εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις (ΑΕΔΑΔΠ) με την επωνυμία «...» και τον διακριτικό τίτλο «...», δεν αναφέρεται κανένα προσδιοριστικό στοιχείο της ένδικης απαίτησης και δη τα στοιχεία και οι ιδιότητες των συμβαλλομένων, οι αριθμοί και τα προσδιοριστικά στοιχείων της δανειακής σύμβασης κλπ., με αποτέλεσμα να μην αποδεικνύεται ότι η διαχείριση της ένδικης απαίτησης πράγματι ανατέθηκε στην καθ’ ης, έτσι ώστε η τελευταία να νομιμοποιείται ενεργητικά για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής.

 

Με το ως άνω περιεχόμενο ο υπό κρίση λόγος ανακοπής είναι επαρκώς ορισμένος και νόμιμος ερειδόμενος στις διατάξεις που αναφέρονται στις ως άνω μείζονες σκέψεις και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα. Από όλα τα έγγραφα που προσκομίζονται με επίκληση από τους διαδίκους τα οποία λαμβάνονται υπ' όψη έστω και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου (συμπληρωματικά στην τελευταία αυτή περίπτωση), είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Από την υπ' αριθμ. πρωτ. ./17-03-2021 περίληψη του δημοσιευθέντος ουσιώδους περιεχομένου της από 01-03-2021 σύμβασης διαχείρισης που συνήφθη μεταξύ της εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «...» και της ανώνυμης εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις (ΑΕΔΑΔΠ) με την επωνυμία «... ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» και τον διακριτικό τίτλο «...», προκύπτει ότι δεν αναφέρονται στη σύμβαση διαχείρισης οι προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης το οποίο θα έπρεπε να αναφέρεται στο χωρίο της περίληψης «στ. λοιποί ουσιώδεις όροι», αν στη σύμβαση περιλαμβανόταν κατάλογος (βλ. σε αντίθεση, την από 21-07-2020 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης στη δημοσίευση της οποίας στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αριθμ. πρωτ. ./22-07-2020 επισυνάφθηκε ως παράρτημα με αύξοντα αριθμό καταχώρησης .  η ένδικη απαίτηση). Περαιτέρω, η ως άνω παράλειψη, συνιστά μη τήρηση του νόμιμου συστατικού τύπου ως προς το ουσιώδες ελάχιστο περιεχόμενο της από 01-03-2021 σύμβασης διαχείρισης για την οποία τυγχάνει ευθείας εφαρμογής το άρθρο 2 ν. 4354/2015, η παρ. 2 του οποίου ορίζει ότι η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης προς τις ΕΔΑΔΠ (Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις) υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο και περιλαμβάνει, κατ' ελάχιστο περιεχόμενο: (α) τις προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης, (β) τις πράξεις της διαχείρισης και (γ) την καταβλητέα αμοιβή διαχείρισης. Ειδικότερα, ναι μεν η μεταβίβαση της ένδικης απαίτησης έλαβε χώρα λόγω τιτλοποίησης κατ' άρθρο 10 παρ. 1 ν. 3156/2003, και για τη διαχείριση αυτής τα μέρη επικαλέστηκαν την παρ. 14 του άρθρου 10 ν. 3156/2003, πλην όμως η καθ’ ης είναι ΑΕΔΑΔΠ, που έχει συσταθεί με βάση τον ν. 4354/2015, όπως προκύπτει τόσο από την περίληψη της ως άνω σύμβασης διαχείρισης δημοσιευμένης με αριθμ. πρωτ. ./17-03-2021 στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, στην οποία αναφέρεται ότι η καθ’ ης είναι εταιρεία διαχείρισης αδειοδοτημένη σύμφωνα με το Ν. 4354/2015... και στην οποία ως χρηματοδοτικό ίδρυμα σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 εδ. (α), στοιχ. (αα) του ν. 4354/2015 ανατίθεται η διαχείριση τιτλοποιημένων απαιτήσεων, όσο και στο κωδικοποιημένο καταστατικό αυτής, στο άρθρο 4 του οποίου υπό τον τίτλο «Σκοπός» αναφέρεται ότι σκοπός της εταιρείας είναι μεταξύ άλλων η διαχείριση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις... και η διαχείριση οποιωνδήποτε άλλων απαιτήσεων επιτρέπεται από το ν. 4354/2015 ή άλλως από την ελληνική νομοθεσία στις εταιρείες διαχείρισης του άρθρου 1 παρ. 1 περ. α' του νόμου 4354/2015 (βλ. υπ' αριθμ. πρωτ. ./09-03-2020 καταχώρηση στο ΓΕΜΗ). Αλλά και στο εισαγωγικό τμήμα του κατατεθειμένου ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από 12-07-2023 σημειώματος της, η καθ’ ης αναφέρει ότι ενεργεί εν προκειμένω ως μη δικαιούχος διάδικος και διαχειρίστρια (κατ' εξαίρεση) νομιμοποιούμενη κατά τις διατάξεις του ν. 4354/2015. Επομένως, προκειμένου η εν λόγω εταιρεία να έχει τη δικονομική δυνατότητα να καταθέτει αιτήσεις για έκδοση διαταγών πληρωμής όπως εν προκειμένω και να επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση δυνάμει και κατ' επίκληση της παρ. 4 του άρθρου 2 ν. 4354/2015, απαιτείται να πληρούνται οι προϋποθέσεις ολόκληρου του άρθρου αυτού, συμπεριλαμβανομένης και της παρ. 2 του ιδίου άρθρου. Τούτο επιβάλλει η ασφάλεια δικαίου, που επιτάσσει, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην υπ' αριθμ. (I) μείζονα σκέψη της παρούσας την ενιαία εφαρμογή του άρθρου 2 ν. 4354/2015, τόσο στις περιπτώσεις που η διαχείριση των απαιτήσεων έχει αναληφθεί με βάση τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 14 του ν. 3156/2003, όσο και όταν έχει αναληφθεί με βάση τις διατάξεις του ν. 4354/2015, αλλά και η ασφάλεια των συναλλαγών, αφού ο δανειολήπτης πρέπει να γνωρίζει ανά πάσα στιγμή τόσο το πρόσωπο του δανειστή της απαίτησης όσο και το πρόσωπο του εγκατεστημένου στην Ελλάδα διαχειριστή που δύναται να την εισπράξει, ακόμη και αναγκαστικά, πληροφορία εξ ίσου (ή και περισσότερο) σημαντική. Εξάλλου ερμηνεία, κατά την οποία το άρθρο 2 παρ. 2 ν. 4354/2015 εφαρμόζεται μόνον στην περίπτωση αυτοτελούς ανάθεσης της διαχείρισης ανεξάρτητα δηλαδή από σύμβαση πώλησης δεν μπορεί να υιοθετηθεί ως αντιβαίνουσα στο γράμμα του νόμου αλλά και στην τελεολογία της διάταξης. Κατ' αρχάς το άρθρο 2 ν. 4354/2015 εξειδικεύει το περιεχόμενο κάθε σύμβασης διαχείρισης ανεξάρτητα από το αν έχει λάβει χώρα μεταβίβαση της δανειακής απαίτησης. Τούτο προκύπτει από το σαφές γράμμα της παρ. 1 του ιδίου άρθρου, στο οποίο αναφέρεται ότι «Στις εταιρίες της περίπτωσης α' της παρ. 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου (δηλαδή στις ΑΕΔΑΔΠ) δύναται να ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων...» και όχι «Στην περίπτωση α' της παρ. 1 του άρθρου 1..». Δηλαδή στην εισαγωγική αναφορά του άρθρου 2 εκτίθεται σαφώς ότι πρόκειται να ρυθμιστούν στις επόμενες παραγράφους του άρθρου αυτού - γενικώς - τα περί ανάθεσης της διαχείρισης σε ΑΕΔΑΔΠ (αυτές μνημονεύονται - για πρώτη φορά - στην περίπτωση α' της παρ. 1 του άρθρου 1) και όχι ότι οι ρυθμίσεις του άρθρου αυτού αφορούν περιοριστικά μόνον στην «στην περίπτωση α' της παρ. 1 του άρθρου 1». Άλλωστε και στο σκεπτικό της ΟλΑΠ 1/2023 αναφέρεται ότι «ο ν. 4354/2015 (σε αντίθεση με τον ν. 3156/2003) περιέχει πληρέστερο ρυθμιστικό πλαίσιο για το καθεστώς λειτουργίας των εταιριών διαχείρισης τόσο στο πεδίο του ουσιαστικού, όσο και στο πεδίο του δικονομικού δικαίου». Το ρυθμιστικό αυτό πλαίσιο περιλαμβάνεται ως προς το περιεχόμενο της σύμβασης στο άρθρο 2 υπό τον τίτλο «συμβάσεις ανάθεσης της διαχείρισης». Επιπλέον η παρ. 4 του άρθρου 2 αναφέρεται σε κάθε περίπτωση ανάθεσης της διαχείρισης. Εξάλλου ο λόγος για τον οποίο θεσπίζεται ελάχιστο περιεχόμενο της σύμβασης διαχείρισης συνιστάμενος σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου, στην προστασία των μικρών δανειοληπτών, και επιβάλλεται στο πλαίσιο αυτό, ειδικότερα, η αναφορά μεταξύ άλλων, των προς διαχείριση απαιτήσεων ισχύει προδήλως για κάθε περίπτωση ανάθεσης της διαχείρισης είτε συνοδεύεται από μεταβίβαση της απαίτησης είτε όχι. Πράγματι σε αμφότερες τις περιπτώσεις καταφάσκεται (δυνητικά τουλάχιστον) ανάγκη εξατομίκευσης των προς διαχείριση απαιτήσεων, αφού ακόμη και στην περίπτωση της μεταβίβασης δανειακών απαιτήσεων, οπότε είναι υποχρεωτική η προηγούμενη σύναψη σύμβασης διαχείρισης δεν απαγορεύεται η αλλαγή του προσώπου του διαχειριστή ως προς ορισμένες από -τις ήδη αποκτηθείσες απαιτήσεις ώστε εν τέλει από ένα σύνολο δανειακών απαιτήσεων που ανήκουν σε μια συγκεκριμένη ΑΕΔΑΔΠ, ορισμένες ανατίθενται προς διαχείριση σε μία εταιρεία και ορισμένες σε άλλη εταιρία. Σε κάθε πάντως περίπτωση η ερμηνεία του νόμου δεν μπορεί να είναι συγκυριακή ή περιπτωσιολογική. Αλλά και ανεξάρτητα από τα παραπάνω η χρεία αναφοράς «του τυχόν σταδίου μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης» καταφάσκεται σε κάθε περίπτωση ανεξαιρέτως, δεδομένου ότι δεν αποτελεί υποχρεωτικό περιεχόμενο της σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης. Πρέπει στο σημείο αυτό να επισημανθεί, ότι όπως σαφώς αναφέρεται και στην αιτιολογική έκθεση του νόμου «Οι συμβάσεις ανάθεσης διαχείρισης υπόκεινται σε προληπτικό έλεγχο από την Τράπεζα της Ελλάδος πριν ισχύσουν. Σημειώνεται, ωστόσο,-ότι ο εν λόγω έλεγχος δεν υποκαθιστά τη δικαστική κρίση» (βλ. ΜΠΑΘ 936/2023 ΝΟΜΟΣ). Κατόπιν των ανωτέρω, και με δεδομένο ότι δεν προσδιορίζεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο η ως άνω σύμβαση διαχείρισης, η τελευταία δεν είναι ικανή ώστε να αποδείξει την ενεργητική νομιμοποίηση της καθ’ ης για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής και τη συνακόλουθη επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης, σύμφωνα με τα αναλυτικώς εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο (II) μείζονα σκέψη.

 

Εξ αυτού του λόγου, πιθανολογείται η ευδοκίμηση τουλάχιστον του πέμπτου λόγου της από 07-04-2023 και υπ’ αριθμ. κατ. δικ. ΓΑΚ ./ ΑΚΔ ./2023 ανακοπής, καθόσον, κατά την έκδοση της διαταγής πληρωμής, δεν συνέτρεχαν οι τυπικές προϋποθέσεις της έκδοσης της, και συγκεκριμένα η προϋπόθεση της έγγραφης και πλήρους απόδειξης της ενεργητικής νομιμοποίησης της καθ' ης η αίτηση, και τυγχάνει, για τον λόγο αυτόν, ακυρωτέα η υπ' αριθμ. ./2023 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Εξάλλου, συντρέχει και το στοιχείο της ανεπανόρθωτης βλάβης των αιτούντων, αφού από την εκτελεστότητα του τίτλου και την έναρξη της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης εις βάρος τους, αυτοί κινδυνεύουν να καταβάλουν την οφειλή τους (εκουσίως ή αναγκαστικά) χωρίς να πιθανολογείται ότι έχουν νόμιμη προς τούτο υποχρέωση. Πρέπει, επομένως, η αίτηση να γίνει δεκτή και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα και να διαταχθεί η αναστολή εκτέλεσης α) της υπ' αριθμ. ./2023 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και β) της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται με την από 13-03-2023 επιταγή προς εκτέλεση κάτωθι του επικυρωμένου αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής, μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της από 07-04-2023 και υπ' αριθμ. κατ. δικ. ΓΑΚ ./ ΑΚΔ ./2023 ανακοπής ενώπιον ταυ Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Ειδική Διαδικασία Περιουσιακών Διαφορών). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της καθ' ης πρέπει να επιβληθούν εις βάρος των αιτούντων, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.

 

ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ την εκτέλεση: α) της υπ' αριθμ. ./2023 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και β) της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται με την από 13-03-2023 επιταγή προς εκτέλεση κάτωθι του επικυρωμένου αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής, μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της από 07-04-2023 και υπ' αριθμ. κατ. δικ. ΓΑΚ ./ ΑΚΔ ./2023 ανακοπής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Ειδική Διαδικασία Περιουσιακών Διαφορών).

 

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αιτούντες στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της καθ’ ης η αίτηση το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250,00) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Αθήνα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στις 29-08-2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

                                  (για την δημοσίευση)