ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΜΠρ(Ασφ.Μ.)Αθ
1502/2024
Για να εκδοθεί εγκύρως διαταγή πληρωμής,
πρέπει να πληρωθεί η αίρεση της καταγγελίας της ένδικης σύμβασης. Καταγγελία
αυτής και απόκρουση της εκ μέρους του ανακόπτοντα,
χωρίς υπαίτια βραδύτητα, αμφισβητώντας ρητά την ακυρότητά της, επειδή δεν του συγκοινοποιήθηκε πληρεξούσιο έγγραφο, από το οποίο να
αποδεικνύεται η προσήκουσα νομιμοποίηση των υπογραφόντων αυτή προσώπων. Στην
περίπτωση αυτή, δηλαδή της απόκρουσης της δήλωσης χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, η
επιχειρούμενη πράξη είναι άκυρη. Η ακυρότητα είναι απόλυτη, δεν θεραπεύεται με
μεταγενέστερη έγκριση και επέρχεται ανεξάρτητα από το αν ο φερόμενος ως
πληρεξούσιος είχε ή όχι την πληρεξουσιότητα, για να επέλθουν δε τα επιδιωκόμενα
αποτελέσματα της πράξεως και μάλιστα ex nunc πρέπει αυτή να επιχειρηθεί εκ νέου εγκύρως. Δεκτή η
αίτηση, αναστέλλεται η εκτέλεση της διαταγής πληρωμής και της επιταγής προς
εκτέλεση.
(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του
δικηγόρου Πειραιώς Γεωργίου Καλτσά)
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ
ΜΕΤΡΩΝ
Αριθμός Απόφασης 1502/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή ... Πρόεδρο
Πρωτοδικών, που ορίστηκε κατόπιν κλήρωσης, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του
στην Αθήνα στις 13 Φεβρουαρίου 2024, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ: 1) ...
κατοίκου 2) ..., κατοίκου με Α.Φ.Μ. ..., οι οποίοι παραστάθηκαν μετά του
πληρεξουσίου δικηγόρου τους Γεώργιου Καλτσά (Δ.Σ. Πειραιώς, Α.Μ. 003231).
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ: Ανώνυμης εταιρείας
με την επωνυμία «do Value Greece Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια
και Πιστώσεις» και τον διακριτικό τίτλο «do Value Greece», η οποία εδρεύει
στο Μοσχάτο Αττικής οδός Κύπρου αρ. 27 και Αρχιμήδους, με Α.Φ.Μ. ., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, αδειοδοτηθείσα από την Τράπεζα της Ελλάδος σύμφωνα με το
νόμο 4354/2015, δυνάμει της με αριθμ.
220/1/13.03.2017 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων
(υπ' αριθμ. 880/16.03.2017 ΦΕΚ τ. Β'), ως μη
δικαιούχου διαδίκου και ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής
εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «ERB RECOVERY DAC», που εδρεύει στο
Δουβλίνο Ιρλανδίας, επί της οδού George' s Dock, αρ. 3, 4ος όροφος IFCS, Δουβλίνο 1 (αριθμός μητρώου .),
όπως εκπροσωπείται δυνάμει της από 13-07-2020 σύμβασης διαχείρισης απαιτήσεων,
όπως αυτή καταχωρήθηκε νομίμως στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου
Αθηνών με αριθ. πρωτοκόλλου ./14-7-2020 (τόμος ., αριθμός .), σύμφωνα με τις
διατάξεις του Ν. 3156/2003 (άρθρα 10 παρ. 14 και 16) και ισχύει τροποποιηθείσα με τη με αριθμό πρωτοκόλλου ./8-11-2022
καταχώρηση στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου
Αθηνών (τόμος ., αριθμός .) της από 08-11-2022 σύμβασης συμπλήρωσης, με την
οποία συμπληρώθηκε η υπ’ αρ. πρωτ.
./14-7-2020 καταχώριση και εξειδικεύτηκαν οι υπό διαχείριση απαιτήσεις, η οποία
κατέστη ειδική διάδοχος κατόπιν μεταβίβασης στο πλαίσιο τιτλοποίησης
απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.3156/2003
της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΕURΟΒΑΝΚ ΑΝΩΝΥΜΗ
ΕΤΑΙΡΕΙΑ», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Όθωνος αρ. 8, όπως εκπροσωπείται νόμιμα (Α.Φ.Μ. .), καθολικής
διαδόχου κατόπιν διασπάσεως της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία
«ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΟΡΟΒΑΝΚ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» (ΑΦΜ:.), η οποία παραστάθηκε δια της
πληρεξούσιας δικηγόρου της που κατέθεσε σημείωμα.
Οι αιτούντες ζητούν να γίνει δεκτή η από
4-10-2023 αίτησή τους με αντικείμενο την αναστολή εκτελεστότητας
διαταγής πληρωμής και την αναστολή επισπευδόμενης εκτέλεσης βάσει επιδοθείσας επιταγής προς εκτέλεση, η οποία κατατέθηκε στη
Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./5-10-2023 και
προσδιορίστηκε προς συζήτηση κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της
παρούσας, οπότε και εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου εκθέματος.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι
πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους
και ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Για τη χορήγηση της αναστολής της εκτελεστότητας της διαταγής πληρωμής, σύμφωνα με τη διάταξη
του άρ. 632 παρ. 3 ΚΠολΔ,
απαιτείται η σωρευτική συνδρομή των εξής προϋποθέσεων: α) η νομότυπη και
εμπρόθεσμη άσκηση ανακοπής του άρ. 632 παρ. 1 ΚΠολΔ, β) η πιθανολόγηση της
νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας ενός τουλάχιστον λόγου της ανακοπής και γ)
η πιθανολόγηση ότι η διενέργεια της αναγκαστικής
εκτέλεσης με βάση την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής
θα επιφέρει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα (ΜονΠρωτΑΘ
937/2023, ΜονΠρωτΚορ 155/2023, ΜονΠρωτΕδ
42/2023, ΜονΠρωτΑΘ 5708/2020, ΜονΠρωτΘεσ
28805/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Σ. Πανταζόπουλο, Αναγκαστική
Εκτέλεση, 2η έκδ„ 2022, σελ. 315 επ.).
Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρ. 938 παρ. 1-3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή της από τον Ν.
4842/2021, «1. Με εξαίρεση την κατάσχεση ακινήτων, ως προς τα οποία εφαρμόζεται
η παρ. 2, όπως επίσης με εξαίρεση την κατάσχεση κινητών, που υπόκεινται σε
φθορά, με αίτηση του ανακόπτοντος μπορεί να διαταχθεί
η αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης με εγγύηση ή και χωρίς εγγύηση, αν το
δικαστήριο κρίνει ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει
ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση της ανακοπής.
Επίσης, μπορεί να διαταχθεί να προχωρήσει η αναγκαστική εκτέλεση, αφού δοθεί
εγγύηση. Η αίτηση ασκείται στο αρμόδιο κατά τα άρθρα 933 και 936 δικαστήριο και
δικάζεται κατά τα άρθρα 686 επ. 2. Ειδικώς επί
κατάσχεσης ακινήτου δεν εφαρμόζεται η παρ. 1, η δε άσκηση του ενδίκου μέσου δεν
αναστέλλει την πρόοδο της εκτέλεσης, εκτός εάν το δικαστήριο του ενδίκου μέσου,
μετά από αίτηση του ασκούντος αυτό, που υποβάλλεται με το ένδικο μέσο ή με τις
προτάσεις, δικάζοντας με την διαδικασία των άρθρων 686 επ.,
διατάξει την αναστολή με ή χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι η
διενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον
αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση του ενδίκου μέσου. Επίσης, μπορεί να
διαταχθεί να προχωρήσει η αναγκαστική εκτέλεση αφού δοθεί εγγύηση. 3. Στις
προηγούμενες περιπτώσεις είναι δυνατή η έκδοση σημειώματος με το οποίο
εμποδίζεται η εκτέλεση μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί της αίτησης αναστολής ή επί
του ενδίκου μέσου...». Υπό την τελευταία του αυτή μορφή, το άρ.
938 ΚΠολΔ εφαρμόζεται, όταν η επίδοση της επιταγής
προς εκτέλεση διενεργείται μετά από την έναρξη ισχύος του Ν. 4842/2021, ήτοι
μετά την 01-01-2022 (βλ. άρ. 116 παρ. 6 περ. γ' του
ιδίου νόμου). Με το νέο άρ. 938 ΚΠολΔ,
το οποίο είχε καταργηθεί με τον ν. 4335/2015, συνεπώς, επαναφέρεται
περιορισμένα η δυνατότητα αναστολής της εκτέλεσης από το πρωτοβάθμιο
δικαστήριο, στο οποίο εκκρεμεί ανακοπή του άρ. 933 ή
936 κατά του κύρους της εκτέλεσης, χωρίς διάκριση πλέον μεταξύ άμεσης και
έμμεσης εκτέλεσης. Επί άμεσης εκτέλεσης η δυνατότητα τέτοιας αναστολής
προβλεπόταν από το προϊσχύον άρθρο 937 παρ. 1 περ γ'.
Μετά την παραπάνω μερική επαναφορά του άρθρου 938 παρέχεται δυνατότητα υποβολής
αίτησης αναστολής και επί αναπληρωματικής και έμμεσης εκτέλεσης, δηλαδή και
αυτής που διενεργείται βάσει των άρθρων 945, 946, 947, 950 και επί έμμεσης
εκτέλεσης για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων με μόνες ρητώς
καθοριζόμενες εξαιρέσεις την κατάσχεση ακινήτων και κινητών που υπόκεινται σε
φθορά. Επομένως, αναστολή μπορεί να χορηγηθεί και επί έμμεσης εκτέλεσης που
πραγματοποιείται δια κατάσχεσης εις χείρας τρίτου, με κατάσχεση ειδικών
περιουσιακών στοιχείων, με αναγκαστική διαχείριση ή και με προσωπική κράτηση,
όταν πρόκειται για εκτέλεση τελεσίδικης απόφασης. Εφόσον όμως δε γίνεται
σχετική διάκριση, εάν πρόκειται για έμμεση εκτέλεση προς ικανοποίηση χρηματικών
απαιτήσεων, η αναστολή μπορεί να δοθεί ήδη όταν προσβάλλεται με ανακοπή μόνον η
επιταγή προς πληρωμή, δηλαδή η προδικασία της εκτέλεσης, και πριν ακόμη
επιλεγεί το ειδικότερο μέσο εκτέλεσης που θα χρησιμοποιηθεί από τον
επισπεύδοντα. Η χορηγούμενη βάσει του άρθρου 938 παρ. 1 αναστολή θα αφορά αναγκαίως, ενόψει των προβλεπόμενων εξαιρέσεων, τα μέσα
εκτέλεσης, στα οποία περιορίζεται η δυνατότητα του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου να
τη διατάξει, είτε αυτό ορίζεται ρητώς στην εκδιδόμενη απόφαση είτε όχι. Η
αίτηση αναστολής δικάζεται κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. (ασφαλιστικών μέτρων) και για τη χορήγηση της αναστολής
απαιτείται να συντρέχουν δύο προϋποθέσεις και συγκεκριμένα πιθανολόγηση
του δικαστηρίου: α) ότι η αναγκαστική εκτέλεση θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη
στον αιτούντα και β) ότι θα ευδοκιμήσει η ανακοπή (βλ. για τα ανωτέρω ΜονΠρωτΑθ 937/2023, ΜονΠρωτΚορ
155/2023, ΜονΠρωτΕδ 42/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ε. Κιουπτσίδου - Στρατουδάκη, Οι σημαντικότερες πρόσφατες
τροποποιήσεις του Γενικού Μέρους του δικαίου της Αναγκαστικής Εκτέλεσης και των
κεφαλαίων για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων διά κατασχέσεως κινητών και
ακινήτων, ΕλλΔνη 2022 σελ. 41-42).
Με την κρινόμενη αίτησή τους, οι
αιτούντες ζητούν να ανασταλεί η εκτέλεση της υπ' αριθ. ./2023 διαταγής πληρωμής
της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών καθώς και η διαδικασία
αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται σε βάρος τους δυνάμει της από 31-7-2023
επιταγής προς πληρωμή που έχει τεθεί κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού
απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής, έως την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί
της από 18-9-2023 και με αριθμό κατάθεσης ./18-9-2023 ανακοπής τους που
νομότυπα και εμπρόθεσμα άσκησαν κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής και της
επιταγής προς εκτέλεση, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, σύμφωνα με
τα άρθρα 632 παρ. 1 και 933 του ΚΠολΔ για τους λόγους
που αναφέρουν στην ανακοπή τους, επικαλούμενοι ότι η ανακοπή τους αυτή θα
ευδοκιμήσει και ότι συντρέχει επικείμενος κίνδυνος ανεπανόρθωτης βλάβης τους
από την επισπευδόμενη σε βάρος τους εκτελεστική διαδικασία. Τέλος, ζητούν να
καταδικαστεί η καθ’ ης στη δικαστική τους δαπάνη.
Με το περιεχόμενο αυτό και αιτήματα η
αίτηση παραδεκτά εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, που είναι καθ’ ύλη
και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 632 παρ. 3, 933 παρ. 1 και 3, 938 παρ. 1 ΚΠολΔ), για να συζητηθεί κατά τη διαδικασία των
ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. του ΚΠολΔ).
Είναι νόμιμη, σύμφωνα και με
όσα αναφέρθηκαν στην προηγηθείσα νομική σκέψη,
στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 632 παρ. 3 και 938 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο ισχύει μετά την τροποποίησή του με
το άρθρο 60 του Ν. 4842/2021, πλην των αιτημάτων α) περί αναστολής της
εκτέλεσης μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της ανακοπής, το οποίο
είναι νόμιμο μέχρι τον χρόνο έκδοσης οριστικής απόφασης επί της ανακοπής,
σύμφωνα με τα άρθρα 632 παρ.3 και 938 παρ.5 ΚΠολΔ και
β) του αιτήματος περί καταδίκης της καθ’ ης στη δικαστική δαπάνη των απούντων, το οποίο είναι νόμω
αβάσιμο και ως εκ τούτου απορριπτέο, καθόσον, κατ’ άρθρο 84 παρ. 2 εδ. β' και γ' Ν. 4194/20213 (Κώδικας Δικηγόρων), η
δικαστική δαπάνη επιβάλλεται πάντοτε σε βάρος του αιτούντος την αναβολή ή
αναστολή εκτέλεσης, ανεξαρτήτως της ευδοκίμησης ή απόρριψης της αίτησης.
Περαιτέρω, κατά των ως άνω διαταγής πληρωμής και επιταγής προς εκτέλεση, που
επιδόθηκαν στους αιτούντες στις 6-9-2023 (βλ. την από 6-9-2023 επισημείωση για
τον χρόνο της επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή επί του
προσκομιζόμενου από τους αιτούντες αντιγράφου της διαταγής πληρωμής με την κάτω
από αυτήν επιταγή προς πληρωμή), οι τελευταίοι έχουν ασκήσει ενώπιον του
παρόντος Δικαστηρίου νόμιμα και εμπρόθεσμα την από 18-9-2023 και με αριθμό
κατάθεσης ./18-9- 2023 ανακοπή τους, κατ’ άρθρα 632 παρ. 1 και 933 ΚΠολΔ, που επιδόθηκε στην καθ’ ης στις 20-9-2023 (βλ. την
υπ’ αριθ. .Γ/20-9-2023 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου
Πειραιά με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά .), δηλαδή εντός της οριζόμενης από το
άρθρο 632 παρ. 2 εδ. α' ΚΠολΔ
προθεσμίας των δεκαπέντε εργάσιμων ημερών και εντός της κατ’ άρθρο 934 παρ. 1 α
ΚΠολΔ προθεσμίας, καθόσον δεν προκύπτει ότι
επακολούθησε άλλη μετά από την επιταγή προς πληρωμή πράξη εκτέλεσης. Επομένως,
η αίτηση πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν ως
προς την πιθανολόγηση της ευδοκίμησης των κατ’ ιδίαν
λόγων της ανακοπής.
II. Τοκοχρεωλυτικό δάνειο είναι εκείνο
του οποίου η απόδοση συμφωνήθηκε να γίνει σε τοκοχρεωλυτικές δόσεις, δηλαδή, σε
δόσεις που να περιλαμβάνουν τμήμα του κεφαλαίου και μέρος των τόκων, με την
προϋπόθεση ότι και τα δύο μέρη ορίζονται για όλες τις δόσεις κατ’ ενιαίο τρόπο,
αλλά όχι αναγκαίως και κατ’ ίσα ποσοστά. Όταν, όμως,
ο δανειστής έχει το δικαίωμα σύμφωνα με τους όρους του τοκοχρεωλυτικού δανείου
να καταγγείλει τη σχετική σύμβαση πρόωρα, αν δεν πληρωθούν οι δόσεις, τότε όλες
οι οφειλόμενες δόσεις του δανείου γίνονται ληξιπρόθεσμες και απαιτητές. Με την
καταγγελία, επομένως, η σύμβαση του δανείου ως τοκοχρεωλυτικού λύεται και ενεργοποιείται ο συμβατικός όρος, που παρέχει
στον δανειστή το δικαίωμα να αξιώσει την άμεση πληρωμή από τον οφειλέτη
ολόκληρου του οφειλόμενου κεφαλαίου, καθώς και των τόκων υπερημερίας από την
καταγγελία. Επομένως, το δάνειο είναι τοκοχρεωλυτικό, υπό την αίρεση της
εμπρόθεσμης και προσήκουσας καταβολής των τοκοχρεωλυτικών δόσεων. Όταν, όμως, η
αίρεση πληρωθεί και καταγγελθεί το δάνειο, τότε δεν οφείλονται πλέον δόσεις,
αλλά ολόκληρο το μέχρι τότε ανεξόφλητο κεφάλαιο (βλ. ΑΠ 1432/2022 δημ. στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου, ΑΠ 1185/2019, ΑΠ
747/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 637/1997 ΔΕΕ 1998.294). Περαιτέρω, η καταγγελία, η οποία
είναι μονομερής δικαιοπρακτική δήλωση βουλήσεως, η οποία απευθύνεται σε
ορισμένο πρόσωπο (άρθρο 167 ΑΚ), μπορεί να γίνει και από πληρεξούσιο, οπότε
έχει εφαρμογή και η διάταξη του άρθρου 226 ΑΚ, κατά το οποίο μονομερής
δικαιοπραξία που επιχειρείται προς άλλον χωρίς επίδειξη του πληρεξουσίου
εγγράφου είναι άκυρη αν αυτός προς τον οποίο γίνεται την αποκρούσει χωρίς
υπαίτια καθυστέρηση. Από την τελευταία αυτή διάταξη, προκύπτει ότι εκείνος προς
τον οποίο απευθύνεται η δήλωση δια της οποίας συντελείται μονομερής δικαιοπραξία
ή οιονεί δικαιοπραξία εκ μέρους προσώπου που φέρεται
ως αντιπρόσωπος άλλου, μπορεί, εφόσον δεν του επιδεικνύεται πληρεξούσιο
έγγραφο, να την αποκρούσει, για τον λόγο αυτό, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Στην
περίπτωση αυτή, δηλαδή της απόκρουσης της δήλωσης χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, η
επιχειρούμενη πράξη είναι άκυρη. Η ακυρότητα είναι απόλυτη, δε θεραπεύεται με
μεταγενέστερη έγκριση και επέρχεται ανεξάρτητα από το αν ο φερόμενος ως
πληρεξούσιος είχε ή όχι την πληρεξουσιότητα, για να επέλθουν δε τα επιδιωκόμενα
αποτελέσματα της πράξεως και μάλιστα ex nunc πρέπει αυτή να επιχειρηθεί εκ νέου εγκύρως. Το
πρόσωπο, εξάλλου, προς το οποίο απευθύνεται η δήλωση την αποκρούει χωρίς
υπαίτια καθυστέρηση αν ενεργήσει εντός των χρονικών ορίων που επιβάλλονται από
την καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και τις περιστάσεις. Σε περίπτωση που το ως
άνω πρόσωπο δεν πράξει τούτο, δηλαδή δεν ενεργήσει εντός των ως άνω χρονικών
ορίων, η μονομερής δικαιοπραξία που επιχειρείται προς άλλο χωρίς επίδειξη του
πληρεξουσίου είναι ισχυρή, αν υπάρχει πληρεξουσιότητα ή επακολούθησε έγκριση.
Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των άρθρων 216 και 217 ΑΚ, η εξουσία για
αντιπροσώπευση δίνεται με πληρεξουσιότητα προς τον εξουσιοδοτούμενο, που
υποβάλλεται στον τύπο τον απαιτούμενο για τη δικαιοπραξία στην οποία αφορά. Επί
νομικών προσώπων την πληρεξουσιότητα δίνει εκείνος που για κάθε συγκεκριμένη
δικαιοπραξία έχει το δικαίωμα εκπροσωπήσεώς του. Από τις ανωτέρω δε σκέψεις
συνάγεται ότι, όταν η καταγγελία από τον πληρεξούσιο έγινε εγγράφως, πρέπει
αυτός να επιδείξει το πληρεξούσιο έγγραφο, γιατί διαφορετικά έχει το δικαίωμα
αυτός προς τον οποίο γίνεται να την αποκρούσει χωρίς υπαίτια βραδύτητα, οπότε
επέρχεται ακυρότητα, και μάλιστα ανεξάρτητα αν υπήρχε πράγματι πληρεξουσιότητα
ή αν εγκρίθηκε η καταγγελία. Αντίθετα, αν δεν εναντιωθεί αυτός προς τον οποίο
γίνεται, το κύρος της καταγγελίας, που βαρύνεται να
αποδείξει ο καταγγέλλων ότι έγινε από αντιπρόσωπό του, θα εξαρτηθεί από την
ύπαρξη ή μη του πληρεξουσίου εγγράφου ή της έγκρισης εκ μέρους του
(καταγγέλλοντος), η οποία πρέπει να γίνει μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης στο
ακροατήριο, είτε με την προσκόμιση συμβολαιογραφικού ή άλλου εγγράφου είτε με
δήλωση του παριστάμενου διαδίκου που καταχωρίζεται στα πρακτικά, διαφορετικά η
καταγγελία είναι άκυρη (ΑΠ 825/2023 δημ. στην
ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου, ΑΠ 139/2016, ΜονΕφΑΘ
577/2022, ΜονΕφΑΘ 2768/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, όπως
προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 18 §§ 1 και 2 και 22 Ν.
2190/1920 «περί Ανωνύμων Εταιριών» και ήδη των διατάξεων των άρθρων 77 παρ.1
και 87 παρ.1 Ν. 4548/2018 «Αναμόρφωση του δικαίου των ανωνύμων εταιρειών», το
διοικητικό συμβούλιο της ανώνυμης εταιρίας είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε
υπόθεση που αφορά στη διοίκηση της εταιρίας και τη διαχείριση της περιουσίας
της με εξαίρεση μόνο τις αποφάσεις εκείνες που κατά το νόμο ή το καταστατικό
υπάγονται στην αρμοδιότητα της γενικής συνελεύσεως. Το διοικητικό συμβούλιο
ενεργώντας συλλογικά, εκπροσωπεί και εξώδικα την εταιρία, μπορεί όμως να ορίσει
ότι ένα ή περισσότερα μέλη του ή άλλα πρόσωπα μπορούν να εκπροσωπούν την
εταιρία γενικά ή σε ορισμένου είδους πράξεις. Επομένως, επί ανώνυμης εταιρίας,
το διοικητικό συμβούλιο αυτής, ενεργώντας συλλογικά, ως έχον γενικό δικαίωμα
εκπροσωπήσεως της εταιρίας, μπορεί να παρέχει πληρεξουσιότητα σε τρίτο πρόσωπο
για την ενέργεια για λογαριασμό της εταιρίας συγκεκριμένης πράξης (ΑΠ 139/2016,
ΜονΕφΑθ 4891/2022, ΜονΕφΑΘ
577/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Οι αιτούντες - ανακόπτοντες
με τον τέταρτο λόγο ανακοπής και κατά το δεύτερο σκέλος αυτού, την έρευνα του
οποίου παραδεκτώς προτάσσει το Δικαστήριο, μη
δεσμευόμενο από τη σειρά προτεραιότητας που επιλέγουν οι αιτούντες- ανακόπτοντες, ανεξάρτητα αν υπάρχει απλή σώρευση ή
επικουρική (ΑΠ 696/2021 ΝΟΜΟΣ), υποστηρίζουν ότι η καταγγελία της ένδικης
δανειακής σύμβασης, από την οποία απορρέει η απαίτηση της καθ’ ης, είναι άκυρη,
διότι δεν υπογράφεται από τα αρμόδια όργανα της δικαιοπαρόχου
της καθ’ ης «Τράπεζα Eurobank», αλλά από τα
αναφερόμενα πρόσωπα χωρίς την επίδειξη του σχετικού πληρεξουσίου εγγράφου,
δυνάμει του οποίου εξουσιοδοτήθηκαν να προβούν για λογαριασμό της δανείστριας
στην επίμαχη καταγγελία, παρά το γεγονός ότι αμφισβητήθηκε από τους ίδιους η
πληρεξουσιότητα των ανωτέρω προσώπων με την από 3-1-2023 εξώδικη δήλωσή τους
που επιδόθηκε στη δανείστρια στις 4-1-2023. Ότι συνεπεία της ακυρότητας της
καταγγελίας αυτής, η απαίτηση δεν κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή και ως εκ
τούτου η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής είναι ακυρωτέα και συνακόλουθα και η ερειδόμενη σε αυτήν εκτελεστική διαδικασία.
Ο λόγος αυτός της ανακοπής, με τον
οποίο οι ανακόπτοντες βάλλουν κατά της ουσιαστικής
εγκυρότητας του εκτελεστού τίτλου, αμφισβητώντας την ύπαρξη ληξιπρόθεσμης
οφειλής τους λόγω μη έγκυρης λύσης της ένδικης δανειακής σύμβασης, είναι νομικά
βάσιμος, στηριζόμενος στις νομικές διατάξεις που αναφέρονται στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω
κατ’ ουσία.
Από τα έγγραφα που προσκομίζουν και
επικαλούνται οι διάδικοι, πιθανολογούνται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Δυνάμει της υπ’ αριθμόν . σύμβασης στεγαστικού δανείου, που καταρτίσθηκε στις
07.12.2007 μεταξύ των αιτούντων και της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την
επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΕFG ΕURΟΒΑΝΚ ΕRGASIAS Α.Ε.» χορηγήθηκε σε αυτούς στεγαστικό
δάνειο ποσού 215.417,10 ελβετικών φράγκων (CHF 215.417,10) ισόποσου των 129.000
ευρώ. Επειδή οι αιτούντες υπήρξαν ασυνεπείς ως προς την εκπλήρωση των δανειακών
τους υποχρεώσεων λόγω μη εξόφλησης των οφειλόμενων δόσεων από 1-3-2022, η ως
άνω δανείστρια Τράπεζα προέβη με την 4-11-2022 εξώδικη δήλωσή της, η οποία
επιδόθηκε στους αιτούντες στις 22-11-2022 (βλ. τις υπ’ αριθ. .Δ και .Δ από
22-11-2022 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή που Εφετείου Αθηνών .)
στην καταγγελία της ως άνω σύμβασης δανείου, καλώντας αυτούς σε εξόφληση της
συνολικής οφειλής από τη σύμβαση που ανερχόταν κατά την ημερομηνία κλεισίματος
του λογαριασμού που τηρήθηκε για την εξυπηρέτηση της σύμβασης (7-10-2022) σε
166.104,61 ελβετικά φράγκα ή το ισόποσο σε ευρώ με βάση την επίσημη ισοτιμία
ευρώ σε σχέση με το ως άνω νόμισμα κατά την ημέρα της εξόφλησης. Οι αιτούντες
δεν προέβησαν σε εξόφληση της οφειλής τους, αλλά απέστειλαν στην ως άνω Τράπεζα
την από 3-1-2023 εξώδικη δήλωση που επιδόθηκε στις 4-1-2023 (βλ. την υπ’ αρ. .Γ/4-1-2023 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας
του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, ..., με την οποία
προέβαλαν, μεταξύ άλλων, την ακυρότητα της επίμαχης καταγγελίας της σύμβασης,
λόγω της μη ύπαρξης και επίδειξης του πληρεξουσίου εγγράφου των υπογραφουσών
αυτή, Στην εξώδικη αυτή δήλωση η δανείστρια δεν απάντησε. Στη συνέχεια, η
επίδικη απαίτηση μεταβιβάστηκε κατόπιν της από 29-11-2022 μεταβολής/προσθήκης
στην από 13-7-2020 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων
που καταχωρίσθηκε στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αριθ.
πρωτοκόλλου ./1-12-2022 (αριθ. πρωτοκόλλου αρχικής καταχώρισης ./14-7-2020)
στον τόμο . και με αύξοντα αριθμό 166, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.
3156/2003, στην αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «ERB RECOVERY
DESIGNATED ACTIVITY COMPANΥ», ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της οποίας
ενεργεί η καθ’ ης η αίτηση ανώνυμη εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια
και πιστώσεις δυνάμει της από 13-07-2020 σύμβασης διαχείρισης απαιτήσεων, όπως
αυτή καταχωρήθηκε νομίμως στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου
Αθηνών με αριθ. πρωτοκόλλου ./14-7-2020 (τόμος ., αριθμός .), σύμφωνα με τις
διατάξεις του Ν. 3156/2003 (άρθρα 10 παρ. 14 και 16) και ισχύει τροποποιηθείσα κατόπιν της με αριθμό πρωτοκόλλου
./8-11-2022 καταχώρησης στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου
Αθηνών (τόμος ., αριθμός .) της από 08-11- 2022 σύμβασης συμπλήρωσης. Η
τελευταία με την ως άνω ιδιότητά της επιδίωξε την έκδοση διαταγής πληρωμής με
την από 15-3-2023 αίτησή της, κατ’ αποδοχή της οποίας εκδόθηκε η ανακοπτόμενη με αριθμό ./2023 διαταγή πληρωμής της Δικαστή
του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία οι αιτούντες υποχρεώθηκαν να
καταβάλουν εις ολόκληρο το ποσό των 166.738,22 ευρώ, με βάση την ισοτιμία με το
ευρώ του οφειλόμενου ποσού των 166.104,61 ελβετικών φράγκων, πλέον τόκων και
εξόδων. Με βάση τα ανωτέρω, πιθανολογείται ότι η από 4-11-2022 εξώδικη δήλωση -
καταγγελία της αρχικής δανείστριας και δικαιοπαρόχου
της ως άνω αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού δεν υπογράφτηκε από τα αρμόδια
κατά νόμο εκπροσωπευτικά όργανά της, αλλά από τις
ανωτέρω υπαλλήλους της, ως προς τη νομιμοποίηση των οποίων να προβούν στην
καταγγελία αυτή δεν επιδείχθηκε στους αιτούντες το πληρεξούσιο έγγραφο, βάσει
του οποίου εξουσιοδοτούνταν οι τελευταίες να προβούν για λογαριασμό της
δανείστριας στην ως άνω ενέργεια, μολονότι αμφισβητήθηκε από τους ήδη αιτούντες
η πληρεξουσιότητα αυτή με την επιδοθείσα στις
4-1-2023 εξώδικη δήλωσή τους. Εξάλλου, η απόκρουση της ανωτέρω καταγγελίας από
τους αιτούντες έλαβε χώρα χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, δεδομένου ότι δεν είχε
εκδοθεί σε βάρος τους η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής ούτε και είχε υποβληθεί
η σχετική αίτηση της δανείστριας και επιπλέον το χρονικό διάστημα που
μεσολάβησε από την επίδοση της καταγγελίας έως την απόκρουση αυτής, κρίνεται
απολύτως αναγκαίο, προκειμένου ο στερούμενος, κατά κανόνα, νομικών γνώσεων
συναλλασσόμενος να προσφύγει σε νομικό παραστάτη και να οργανώσει την άμυνά του
κατά της επιθετικής, οπωσδήποτε, πράξης της καταγγελίας (βλ. έτσι ως προς το
χρονικό διάστημα που μπορεί να μεσολαβεί μεταξύ της επίδοσης της καταγγελίας
και της αμφισβήτησης του κύρους της λόγω έλλειψης πληρεξουσιότητας ΜονΠρωτΑλεξ 16/2024, ΜονΠρωτΣαμ
76/2023 αδημ. στον νομικό τύπο, προσκομιζομ.)
Επομένως, η ανωτέρω καταγγελία της επίδικης δανειακής σύμβασης ήταν άκυρη και
δεν παρήχθησαν αποτελέσματα από αυτή, ήτοι δεν ενεργοποιήθηκε ο σχετικός
συμβατικός όρος που παρείχε στη δανείστρια το δικαίωμα να αξιώσει την άμεση
πληρωμή από τους ανακόπτοντες ολόκληρου του
οφειλόμενου κεφαλαίου και των τόκων. Ως εκ τούτου, καθόσον η ένδικη απαίτηση
δεν είχε καταστεί ληξιπρόθεσμη και απαιτητή κατά την υποβολή της αίτησης για
την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, δεν υφίσταντο οι νόμιμες
προϋποθέσεις της έκδοσής της. Σε κάθε περίπτωση, επισημαίνεται ότι, παρά την
επίκληση εκ μέρους των αιτούντων της έλλειψης της πληρεξουσιότητας των
υπογραφουσών την καταγγελία υπαλλήλων της δανείστριας επιπρόσθετα και με τον ως
άνω λόγο της ανακοπής, η καθ’ ης, που φέρει κατά τα ως άνω αναφερόμενα στην υπό
στοιχείο II νομική σκέψη της παρούσας, και το σχετικό βάρος απόδειξης του
κύρους της ως άνω καταγγελίας, δεν απέδειξε ούτε κατά τη συζήτηση της αίτησης
την ύπαρξη της σχετικής πληρεξουσιότητας, αν έδρασαν δηλαδή ως υποκατάστατοι
του διοικητικού συμβουλίου ή ως εντολοδόχοι τρίτοι δυνάμει εξουσιοδότησης, είτε
προσκομίζοντας το σχετικό πληρεξούσιο, είτε εγκρίνοντας την καταγγελία με
προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της, αλλά ούτε και από κανένα
έγγραφο προκύπτει ότι μεταγενέστερα η δανείστρια ενέκρινε, διά των αρμοδίων
κατά νόμο εκπροσωπευτικών της οργάνων, την καταγγελία
της σύμβασης, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στις νομικές σκέψεις της παρούσας,
ώστε, ακόμη κι αν ήθελε θεωρηθεί ότι υπήρξε καθυστερημένη προβολή της έλλειψης
αυτής εκ μέρους των αιτούντων, πάλι δε Θα ισχυροποιούνταν η κατ’ αρχάς άκυρη
καταγγελία. Εξάλλου, δε συνιστά έγκριση μόνη η κατάθεση της αίτησης για την
έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής ή η εντολή προς επίδοση της
τελευταίας προς τους ανακόπτοντες-οφειλέτες,
δεδομένης της μη προσκομιδής οποιουδήποτε εγγράφου, που να προέρχεται από τα
εκπροσωπούντο τη δανείστρια όργανα και να δίδεται με αυτό η εξουσιοδότηση για
τη διενέργεια οποιοσδήποτε από τις προαναφερθείσες διαδικαστικές πράξεις (βλ.
και ΜονΕφΑΘ 2768/2022 ό.π.).
Με βάση τα ανωτέρω, πιθανολογείται η
ευδοκίμηση του εξεταζόμενου λόγου της ανακοπής που άγει στην εν όλω ακύρωση του εκτελεστού τίτλου λόγω της ανυπαρξίας
ληξιπρόθεσμης απαίτησης της δανείστριας - οπότε παρέλκει
η πιθανολόγηση της νομικής και ουσιαστικής
βασιμότητας των λοιπών λόγων που προβάλλονται - και ότι συνακόλουθα θα
ακυρωθούν τόσο η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, όσο και η συμπροσβαλλόμενη
επιταγή προς εκτέλεση κάτω από το επικυρωμένο αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού
απογράφου της άνω διαταγής πληρωμής, αφού δε νοείται συνέχιση της διαδικασίας
αναγκαστικής εκτέλεσης δυνάμει άκυρου εκτελεστού τίτλου. Εξάλλου, συντρέχει και
το στοιχείο της ανεπανόρθωτης βλάβης των αιτούντων, αφού από την εκτελεστότητα του τίτλου και την έναρξη της διαδικασίας
αναγκαστικής εκτέλεσης εις βάρος τους, αυτοί κινδυνεύουν να υποχρεωθούν να
καταβάλουν την ως άνω οφειλή (εκουσίως ή αναγκαστικά), χωρίς να πιθανολογείται
ότι έχουν νόμιμη προς τούτο υποχρέωση στο παρόν χρονικό στάδιο και ενώ
αντιμετωπίζουν εισοδηματική στενότητα, καθόσον η πρώτη από αυτούς είναι άνεργη,
πάσχοντας από ρευματοειδή αρθρίτιδα και το οικογενειακό τους εισόδημα
προέρχεται από τον μισθό του δεύτερου από αυτούς ως δημοσίου υπαλλήλου. Πρέπει,
επομένως, η αίτηση να γίνει δεκτή και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα και
να διαταχθεί η αναστολή εκτέλεσης: α) της υπ’ αριθ. ./2023 διαταγής πληρωμής
της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και β) της αναγκαστικής
εκτέλεσης που επισπεύδεται σε βάρος των αιτούντων δυνάμει της από 31-7-2023
επιταγής προς πληρωμή που έχει τεθεί κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού
απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής, έως την έκδοση οριστικής απόφασης επί
της από 18-9- 2023 και με αριθμό κατάθεσης ./18-9-2023 ανακοπής τους ενώπιον
του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η
αίτηση πρέπει, κατόπιν σχετικού αιτήματος της, να επιβληθούν σε βάρος των
αιτούντων, κατ’ άρθρο 84 παρ. 2 εδ. γ’ του Ν.
4194/2013, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.
ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ την εκτέλεση της υπ’ αριθ.
./2023 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών καθώς
και την αναγκαστική εκτέλεση που επισπεύδεται σε βάρος των αιτούντων δυνάμει
της από 31-7-2023 επιταγής προς πληρωμή που έχει τεθεί κάτω από αντίγραφο του
πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής, έως την έκδοση
οριστικής απόφασης επί της από 18-9-2023 και με αριθμό κατάθεσης ./18-9-2023
ανακοπής που άσκησαν οι αιτούντες ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των αιτούντων τα
δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η αίτηση, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων
(300) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε
στην Αθήνα στις 22-3-24, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση,
απάντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ
ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ