ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜονΕφΑθ 2435/2024

 

Αναγνώριση υιοθεσίας τέκνου από δύο γυναίκες, που έλαβε χώρα στο εξωτερικό -.

 

Απόφαση αναγνώρισης υιοθεσίας τέκνου από δύο γυναίκες (η μία ελληνικής καταγωγής), που έλαβε χώρα στο εξωτερικό. Η απόφαση δέχεται ότι η οικογένεια δεν είναι ένας στατικός θεσμός, ότι τα ομόφυλα ζευγάρια είναι εξίσου ικανά με τα ετερόφυλα να δεσμευτούν σε σταθερές σχέσεις και ότι δεν έχει παρατηρηθεί μέχρι σήμερα καμία στατιστική απόκλιση, μεταξύ παιδιών που μεγαλώνουν σε ομόφυλες οικογένειες και παιδιών που μεγαλώνουν σε ετερόφυλες οικογένειες. Επισημαίνει δε ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε τις νομικές διατάξεις και κακώς εκτίμησε τα προσκομισθέντα ενώπιόν του αποδεικτικά μέσα.

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Αθηνών Κωνσταντίνου Δ. Μπίτσιου, ο οποίος παραστάθηκε ενώπιον του Εφετείου Αθηνών και προέρχεται από το αρχείο του).

 

 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 4354/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ 9°

 

       Συγκροτήθηκε από τον Δικαστή Ιωάννη Βαλμαντώνη, Εφέτη, τον οποίο όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Εφετείου Αθηνών και από το Γραμματέα Μιχάλη Αλεξάκη.

 

       Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 18 Απριλίου 2024, για να δικάσει την εξής υπόθεση:

 

       ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ - ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ... η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Κωνσταντίνου Μπίτσιου και κατέθεσε προτάσεις.

 

      Η αιτούσα με την από ... αίτησή της προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με αριθμό κατάθεσης ζήτησε να γίνουν δεκτό τα όσα αναφέρονται σ’ αυτήν. Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ' αριθμ. ... οριστική του απόφαση με την οποία απέρριψε την αίτηση. Την απόφαση αυτή προσέβαλε η εκκαλούσα, με την από            έφεσή της προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με αριθμ. κατ.... και στο παρόν Δικαστήριο (Εφετείο Αθηνών) με αριθμ. κατ....

 

Μετά τη συζήτηση της εφέσεως αυτής, το Εφετείο Αθηνών, εξέδωσε αρχικά την υπ’ αριθμ. ... απόφασή του, με την οποία δέχθηκε τυπικά την έφεση, ανέβαλε τη συζήτηση και έταξε όσα αναφέρονται σ' αυτήν και στη συνέχεια την υπ’ αριθμ.... απόφασή του, με την οποία ανακλήθηκε η ανωτέρω υπ’ αριθμ. ... μη οριστική απόφαση, εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη υπ’ αρ. ... απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, διακρατήθηκε και δικάσθηκε η από ... ένδικη αίτηση, την οποία σπέρριψε ως νόμω αβάσιμη. Κατόπιν δε της από ... (και με αριθ. έκθ. καταθ. ... αίτησης αναίρεσης της εκκαλούσας - απούσας αναιρέθηκε η ανωτέρω απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, δυνάμει της υπ’ αριθ. ... απόφασης του Αρείου Πάγου (Δ’ Πολιτικό Τμήμα), για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται σ’ αυτήν και η υπόθεση παραπέμφθηκε προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο ως άνω Δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλο Δικαστή. Με την από με αρ. εκθ. κατ.... κλήση της εκκαλούσας - απούσας η ως άνω έφεση επανεισάγεται και πάλι προς συζήτηση κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, στο παρόν Δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλο Δικαστή.

 

       Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της απούσας - εκκαλούσας αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε.

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

      I. Με την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας από         με αρ. εκθ. κατ. ...        κλήση της εκκαλούσας - απούσας, νόμιμα φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (με την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας σύνθεση λόγω προαγωγής της Δικαστή που εξέδωσε την προαναφερόμενη υπ’ αριθμ. ... απόφαση του Δικαστηρίου τούτου), η ένδικη από έφεση της απούσας και ήδη εκκαλούσας κατά της υπ' αριθ. οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας και αφορά αναγνώριση δεδικασμένου αλλοδαπής απόφασης. Η κρινόμενη έφεση, η οποία φέρεται προς συζήτηση μετά την έκδοση της με αριθμ. ... απόφασης του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε στο σύνολό της η με αριθμ. ... οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, που είχε εκδοθεί επί της ως άνω έφεσης και παραπέμφθηκε η υπόθεση προς εκδίκαση ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, συγκροτούμενου από διαφορετικό δικαστή από εκείνον που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495, 511, 513, 518, 748, 761 και 762 ΚΠολΔ, και έχει επιδοθεί αντίγραφο αυτής και της από 13.3.2024 κλήσης, κατ' άρθρο 748 ΚΠολΔ στον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών (βλ. τις υπ'αρ. ... εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών,        ενώ για το παραδεκτό αυτής έχει καταβληθεί το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495§4 ΚΠολΔ υπ’ αρ ... παράβολο των 100 ευρώ. Επομένως, πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω για το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (αρθρ. 533 §1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια, ως άνω, διαδικασία.

 

       II. Κατά το άρθρο 580§4 του ΚΠολΔ οι αποφάσεις της Ολομέλειας και των Τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν, κατά δε το άρθρο 581 §2 του ίδιου κώδικα, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 524§1 εδ. β Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι η υποχρέωση του δικαστηρίου της παραπομπής να συμμορφωθεί προς την αναιρετική απόφαση περιορίζεται μόνο στο νομικό ζήτημα που έλαβε θέση ο Άρειος Πάγος, δεχόμενος το σχετικό λόγο αναίρεσης. Αντίθετα, τέτοια υποχρέωση δεν υφίσταται ως προς την ουσία της διαφοράς, η περί της οποίας κρίση του είναι αναιρετικές ανέλεγκτη (ΑΠ 548/2008 ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, κατά μεν το άρθρο 579§1 ΚΠολΔ αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση, κατά δε το άρθρο 581 §§ 1 και 2 του ιδίου Κώδικα, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση εισάγεται και συζητείται με κλήση μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση. Από τις τελευταίες διατάξεις προκύπτει ότι, αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολο της αποβάλλει πλήρως την ισχύ της, μη παράγουσα δεδικασμένο επί οποιουδήποτε ζητήματος έκρινε αυτή, οι δε διάδικοι επανέρχονται στην προ της έκδοσης αυτής κατάσταση, δηλαδή, με την αναίρεση της απόφασης εξαφανίζεται αυτή και αναβιώνει η εκκρεμοδικία της αγωγής ή έφεσης επί της οποίας εκδόθηκε. Στο σύνολο της θεωρείται ότι αναιρείται η απόφαση όταν η αναιρετική, κατά το διατακτικό της, δεν περιορίζει με σχετική διάταξη αυτού την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς μόνον από τους διαδίκους (ΟλΑΠ 27/200 7, ΑΠ 2057/2006 ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα δε, σε περίπτωση αναίρεσης εφετειακής απόφασης στο σύνολο της, οι διάδικοι επανέρχονται στη θέση που ήταν πριν οπό τη συζήτηση της έφεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση (ΑΠ 1220/2007. ΑΠ 553/2008 ΤΝΠ Νόμος).

 

         III. Στην προκειμένη περίπτωση, η αιτούσα, ελληνικής καταγωγής και μόνιμος κάτοικος ... με την από ... αίτησή της, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με αριθμό κατάθεσης ..., ισχυρίσθηκε ότι αφού αρχικά κατήρτισε στις σύμφωνο συμβίωσης στην ως άνω πόλη με την... ακολούθως, τέλεσε και γάμο μετά της τελευταίας στην ίδια πόλη στη ... Ότι κατόπιν της αναφερομένης στην ένδικη αίτηση αιτήσεως των δύο συζύγων, εκδόθηκε η από ...     απόφαση του Οικογενειακού δικαστηρίου με την οποία κηρύχθηκε θετό τέκνο τους ένα θήλυ τέκνο το οποίο γεννήθηκε στις ... στην πόλη της ίδιας και φέρει έκτοτε το ονοματεπώνυμο ... (ήτοι τα επώνυμα των δυο υιοθετουσών συζύγων). Ότι επιπλέον στις ... συνήψε και σύμφωνο συμβίωσης στην Ελλάδα με την ως άνω ...          και ότι η ίδια διατηρεί στην Ελλάδα εμπράγματα δικαιώματα επί ακινήτων τα οποία επιθυμεί μελλοντικά να μεταβιβάσει στην ως άνω υιοθετημένη ανήλικη. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι η ανωτέρω απόφαση του αλλοδαπού δικαστηρίου έχει αποκτήσει και στην ελληνική επικράτεια ισχύ δεδικασμένου. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η υπ’ αρ. ... οριστική του απόφαση, η οποία απέρριψε την αίτηση με το σκεπτικό ότι η προαναφερόμενη απόφαση του αλλοδαπού δικαστηρίου αντίκειται στη δημόσια τάξη κατά τη διάταξη του άρθρου 33 του ΑΚ και τα χρηστά ήθη, διότι η υιοθεσία ανήλικου τέκνου από ομόφυλο παντρεμένο ζευγάρι γυναικών, την οποία η αλλοδαπή αυτή απόφαση επέτρεψε, είναι αντίθετη σε κυριαρχικές αρχές και αντιλήψεις, που διέπουν στην παρούσα χρονική περίοδο τη ζωή και το βιοτικό ρυθμό της Ελλάδος. Κατά της αποφάσεως αυτής, ασκήθηκε η ένδικη από ... έφεση από την αιτούσα, με την οποία παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, για τους ειδικότερα αναφερόμενους στα δικόγραφα λόγους, ζητεί δε να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση άλλως να μεταρρυθμιστεί κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια και στη συνέχεια να γίνει δεκτή η αίτηση στο σύνολό της και καθ’ όλα αυτής τα αιτήματα. Όπως προαναφέρθηκε, επί της ως άνω έφεσης εκδόθηκε αρχικά η υπ’ αριθμ. ... απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που δέχθηκε τυπικά την έφεση, ανέβαλε τη συζήτηση και έταξε όσα αναφέρονται σ' αυτήν και στη συνέχεια η υπ’ αριθμ. ... απόφασή του ως άνω δικαστηρίου με την οποία ανακλήθηκε η ανωτέρω υπ’ αριθμ. ... μη οριστική απόφαση, εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. · απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, διακρατήθηκε και δικάσθηκε η από ... ένδικη αίτηση, την οποία απέρριψε ως νόμω αβάσιμη. Κατά της αμέσως προαναφερθείσας υπ’ αριθμ. …. απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η αιτούσα άσκησε αίτηση αναίρεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό … απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε στο σύνολο της η άνω απόφαση του Εφετείου, και παραπέμφθηκε η υπόθεση προς περαιτέρω συζήτηση ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου, συγκροτούμενο από διαφορετικό Δικαστή, όπως προαναφέρθηκε. Επομένως, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην ως άνω μείζονα σκέψη, εφόσον η υπόθεση συζητείται στο δικαστήριο της παραπομπής, η κρινόμενη έφεση θα ερευνηθεί κατά την ίδια διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, εντός των ορίων που διαγράφονται από την παραπάνω αναιρετική απόφαση, ενώ η διάδικος επανέρχεται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε.

 

       IV. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 780 ΚΠολΔ, με την επιφύλαξη αυτών που ορίζουν διεθνείς συμβάσεις, απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου έχει στην Ελλάδα, χωρίς άλλη διαδικασία, την ισχύ, που της αναγνωρίζει το δίκαιο του κράτους του δικαστηρίου που την εξέδωσε, εφ' όσον συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις: 1) αν η απόφαση εφάρμοσε τον ουσιαστικό νόμο που έπρεπε να εφαρμοστεί κατά το ελληνικό δίκαιο και εκδόθηκε από δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία κατά το δίκαιο της πολιτείας της οποίας τον ουσιαστικό νόμο εφάρμοσε και 2) αν δεν είναι αντίθετη προς τα χρηστά ήθη ή προς τη δημόσια τάξη. Η ως άνω διάταξη εφαρμόζεται σε υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας και έχει προδήλως τον χαρακτήρα ειδικού κανόνα έναντι εκείνης του άρθρου 905§4 του ίδιου Κώδικα, με την οποία ορίζονται οι προϋποθέσεις αναγνωρίσεως δεδικασμένου από απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου που αφορά στην προσωπική κατάσταση, καθόσον η τελευταία αυτή διάταξη αναφέρεται στις υποθέσεις της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας. Από την ίδια διάταξη του άρθρου 780 ΚΠολΔ συνάγεται περαιτέρω ότι δεν απαιτείται οποιαδήποτε διαδικασία για την αναγνώριση στην Ελλάδα των αλλοδαπών αποφάσεων επί υποθέσεων της εκούσιας δικαιοδοσίας, άρα και εκείνων για την τέλεση υιοθεσίας (άρθρ. 800 ΚΠολΔ), εκτός αν υπάρχει διεθνής σύμβαση, που ορίζει διαφορετικά. Οι αποφάσεις αυτές ισχύουν στην ημεδαπή αυτοδικαίως, έτσι ώστε, οποιοδήποτε δικαστήριο ή άλλη αρχή, ενώπιον των οποίων ανακύπτει ως κύριο ή προδικαστικό το ζήτημα της ισχύος μιας τέτοιας αποφάσεως, δικαιούται και οφείλει να ελέγχει αυτεπαγγέλτως τη συνδρομή των προϋποθέσεων, που αξιώνει για την ισχύ της το άρθρο 780 ΚΠολΔ (ΟΛΑΠ 9/2016, ΟλΑΠ 17/2008 ΤΝΠ Νόμος). Πλην, όμως, επειδή τις περισσότερες φορές είναι δυσχερής η διάγνωση της συνδρομής των προαναφερόμενων προϋποθέσεων ισχύος της (αλλοδαπής αποφάσεως) από τις αρμόδιες, προς εφαρμογή της, δημόσιες αρχές, παρίσταται ανάγκη δικαστικής διάγνωσης και διαπίστωσής τους (προϋποθέσεων ισχύος), ούτως ώστε, κατ’ αναλογία της διατάξεως του άρθρου 905^4 ΚΠολΔ, να αναγνωρίζεται, όταν υφίσταται ανάγκη προς τούτο, από το Μονομελές Πρωτοδικείο κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρ. 905§1 ΚΠολΔ) η ισχύς αλλοδαπής απόφασης που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας και αφορά την προσωπική κατάσταση, με τις ουσιαστικές προϋποθέσεις του άρθρ. 780 ΚΠολΔ, υπό την έννοια της διαπλαστικής ή διαπιστωτικής ενέργειας, που αυτές αναπτύσσουν, η οποία διαμέσου των ρυθμίσεων του ουσιαστικού δικαίου διαμορφώνει ή κατοχυρώνει την υπόσταση ή το περιεχόμενο ορισμένης έννομης σχέσης ή κατάστασης (ΜΕφΠειρ 353/2014 ΤΝΠ Νόμος, Αρβανιτάκης σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ II. 2020, άρθρο 780, αρ 11). Περαιτέρω, με το Ν. 3765/2009 κυρώθηκε, κατ’ άρθρο 28§1 του Συντάγματος, η Σύμβαση για την προστασία των παιδιών και ιη συνεργασία σχετικά με τη διακρατική υιοθεσία που υπογράφηκε στη Χάγη στις 29.5.1993, στο άρθρο 23 της οποίας ορίζονται τα εξής: «1. Υιοθεσία, για την οποία η αρμόδια αρχή Συμβαλλόμενου Κράτους παρέχει πιστοποίηση ότι έγινε σύμφωνα με τη Σύμβαση, αναγνωρίζεται ως νόμιμη στα άλλα Συμβαλλόμενα Κράτη. Η πιστοποίηση προσδιορίζει πότε και από ποιόν δόθηκαν οι συμφωνίες που προβλέπονται από το άρθρο 17 υποπαράγραφο γ. 2. Κάθε Συμβαλλόμενο Κράτος, κατά το χρόνο της υπογραφής, της επικύρωσης, της αποδοχής, της έγκρισης ή της προσχώρησης, γνωστοποιεί στο Θεματοφύλακα της Σύμβασης την ταυτότητα και τις λειτουργίες της Αρχής ή των Αρχών οι οποίες, σε αυτό το κράτος, είναι αρμόδιες να προβούν στην πιστοποίηση. Επίσης γνωστοποιεί στο Θεματοφύλακα της Σύμβασης οποιαδήποτε τροποποίηση στο διορισμό αυτών των αρχών». Κατά δε το άρθρο 2§6 του ως άνω Νόμου: «Η αναγνώριση από την Ελλάδα μιας υιοθεσίας που πραγματοποιήθηκε σε αλλοδαπό Συμβαλλόμενο Κράτος τελεί υπό τις προϋποθέσεις: α) ότι έχει παρασχεθεί η πιστοποίηση από την Αρμόδια Αρχή του Συμβαλλόμενου Κράτους ότι η υιοθεσία έγινε σύμφωνα με τη Σύμβαση και β) ότι η υιοθεσία δεν είναι προδήλως αντίθετη προς τη δημόσια τάξη, λαμβανομένου υπόψη του συμφέροντος του παιδιού». Σύμφωνα δε με το άρθρο 24: «Οι αρμόδιες αρχές ενός Συμβαλλόμενου Κράτους μπορούν να αρνηθούν την αναγνώριση μας υιοθεσίας εφόσον αυτή είναι προδήλως αντίθετη προς τη δημόσια τάξη αυτού, λαμβανομένου υπ’ όψη του συμφέροντος του παιδιού» Επιπλέον στο άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ (άρθ. 28 § 1 του Συντάγματος) ορίζεται ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής του ζωής, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του. Κατά την ενάσκηση αυτού του δικαιώματος, δεν επιτρέπεται παρέμβαση δημόσιας αρχής, παρά μόνον εφόσον είναι σύμφωνη με τον νόμο και είναι αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία για λόγους εθνικής ασφάλειας, δημόσιας ασφάλειας ή οικονομικής ευημερίας της χώρας, για την αποτροπή των εκτροπών ή του εγκλήματος, για την προστασία της υγείας ή των ηθών ή για την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων, στο δε άρθρο 14 της ίδιας ως άνω Ευρωπαϊκής Σύμβασης ορίζεται ότι: «η χρήσις των αναγνωριζομένων εν τη παρούση Συμβάσει δικαιωμάτων και ελευθεριών δέον να εξασφαλισθεί ασχέτως διακρίσεως φύλου, φυλής, χρώματος, γλώσσης, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προελεύσεως, συμμετοχής ας εθνικήν μειονότητα, περιουσίας, γεννήσεως ή άλλης καταστάσεως». Επίσης από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1542, 1543, 1544, 1546, 1549, 1550, 1555 ΑΚ προκύπτει ότι η υιοθεσία επιτρέπεται μόνο όταν αυτός που υιοθετείται είναι ανήλικος και πρέπει να αποβλέπει στο συμφέρον του υιοθετούμενου. Σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, αυτός που υιοθετεί πρέπει να είναι ικανός για δικαιοπραξία, να έχει συμπληρώσει τα τριάντα χρόνια του και να μην έχει υπερβεί τα εξήντα, να είναι μεγαλύτερος από τον υιοθετούμενο τουλάχιστον κατά δεκαοχτώ αλλά όχι και περισσότερο από πενήντα χρόνια, ενώ η υιοθεσία τελείται με δικαστική απόφαση, ύστερα από αίτηση του υποψηφίου θετού γονέα, που συναινεί αυτοπροσώπως ενώπιον του Δικαστηρίου, όπως και ο ίδιος ο υιοθετούμενος (εφόσον έχει συμπληρώσει το 12ο έτος της ηλικίας του) αλλά και οι φυσικοί του γονείς Απαραίτητη είναι τέλος και η διεξαγωγή έρευνας από την αρμόδια κοινωνική υπηρεσία Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 23 και 33 ΑΚ, προκύπτει ότι οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη σύσταση και τη λύση της υιοθεσίας ρυθμίζονται από το δίκαιο της ιθαγένειας του κάθε μέρους, δηλαδή του υιοθετούντος και του υιοθετούμενου, εφόσον οι διατάξεις του αλλοδαπού δικαίου δεν προσκρούουν στα χρηστά ήθη ή γενικά στη δημόσια τάξη της Ελληνικής Πολιτείας. Το επιλαμβανόμενο, δηλαδή, Δικαστήριο, ως έχον, κατά τα ανωτέρω, την απαιτούμενη διεθνή δικαιοδοσία, θα κρίνει, εάν οι διατάξεις του αλλοδαπού δικαίου, που τυγχάνουν εφαρμογής ως προς τον αλλοδαπό διάδικο, παραβιάζουν ή όχι την ημεδαπή δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη και αν, κατ' επέκταση, θα εφαρμοσθούν ή όχι από αυτό, δεδομένου ότι η επιφύλαξη της δημόσιας τάξης, που θεσπίζεται με τη διάταξη του άρθρου 33 ΑΚ, είναι πρόκριμα στην εφαρμογή κάθε αλλοδαπής διάταξης και επομένως, όταν το εφαρμοστέο δίκαιο είναι αλλοδαπό δίκαιο, ο δικαστής προκαταρκτικά οφείλει να κρίνει αν αυτή προσαρμόζεται στην ημεδαπή δημόσια τάξη και συμβιβάζεται με αυτήν. Ακολούθως, δημόσια τάξη, υπό την αναφερόμενη στο άρθρο 33 ΑΚ έννοια, είναι το σύνολο των θεμελιωδών κανόνων και αρχών που κρατούν κατά ορισμένο χρόνο στη χώρα και απηχούν τις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτειακές, πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές και άλλες αντιλήψεις, οι οπαίες διέπουν τον βιοτικό ρυθμό αυτής και αποτελούν το φράγμα εφαρμογής στην ημεδαπή κανόνων αλλοδαπού δικαίου, η οποία μπορεί να προξενήσει διαταραχή στα βιοτικό ρυθμό, ο οποίος κυριαρχεί στη χώρα και διέπεται από τις εν λόγω αρχές (ΟλΑΠ 6/1990 ΤΝΠ Νόμος). Η δημόσια τάξη, ως ανασχετικός παράγων εφαρμογής του αλλοδαπού δικαίου, λειτουργεί περιπτωσιολογικά, και μόνη η άγνοια ή η απαγόρευση αυτή καθ' εαυτή ενός γνωστού σε εμάς θεσμού από το αλλοδαπό δίκαιο, δεν μπορεί να οδηγήσει στην κρίση, ότι η εφαρμογή του δικαίου αυτού κατ' ανάγκη προσκρούει στην ελληνική δημόσια τάξη, δηλαδή αυτό που προσκρούει ή όχι στη δημόσια τάξη δεν είναι ο κανόνας του αλλοδαπού δικαίου, αλλά η συγκεκριμένη εκάστοτε εφαρμογή του. Ειδικότερα, ο δικάζων δικαστής δεν αξιολογεί το εφαρμοστέο αλλοδαπό δίκαιο, ούτε τον ειδικότερο εφαρμοστέο αλλοδαπό κανόνα δικαίου κατά τρόπο απόλυτο, γενικό και αφηρημένο Εξετάζει μόνο κατά πόσο οι έννομες συνέπειες, οι οποίες θα παραχθούν στην ημεδαπή από την εφαρμογή του αλλοδαπού δικαίου επί των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών της κάθε ειδικότερης περίπτωσης, γίνονται ή όχι ανεκτές από τον κρατούντα στη χώρα μας βιοτικό κοινωνικό ρυθμό Επίσης, επί αιτήσεως υιοθεσίας ανηλίκου με στοιχεία αλλοδαπότητος, το δικαστήριο θα πρέπει εξατομικευμένα να ερευνήσει τις ιδιαίτερες συνθήκες και περιστάσεις, οι οποίες θα καθιστούσαν αφόρητη, για τις θεμελιώδεις, ως άνω, αντιλήψεις της ελληνικής κοινωνίας και του ελληνικού δικαίου, την απόρριψη της αιτήσεως. Να σημειωθεί επίσης ότι, στην ημεδαπή έννομη τάξη το ενδιαφέρον σχετικά με το θεσμό της υιοθεσίας έχει επικεντρωθεί στο συμφέρον του υιοθετουμένου και στην παροχή δυνατότητας σε αυτόν να μεγαλώσει σε ένα οικογενειακό περιβάλλον με ανάπτυξη σχέσεων στοργής και αφοσίωσης, με σωστή ηθική και πνευματική διαπαιδαγώγηση και με ομαλή εξέλιξη της προσωπικότητάς του. Εξάλλου κεφαλαιώδους σημασίας αποτελεί η επαναπροσέγγιση της έννοιας της οικογένειας προ κειμένου αυτή να προσαρμοσθεί στα επίκαιρα κοινωνικά δεδομένα και τις εξελίξεις που έχουν επέλθει στην παρεχόμενη προστασία σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο. Ο όρος «οικογένεια» προσδιορίζεται από την κοινωνική εμπειρία, και κρίνεται από τον νομοθέτη και τον δικαστή. Δεν πρόκειται λοιπόν για ένα στατικό θεσμό αλλά αντίθετα για ένα δυναμικό που προσαρμόζεται με βάση τις εξελίξεις στην κοινωνία και τις αλλαγές στην αντίληψη των κοινωνικών και πολιτειακών ζητημάτων και σχέσεων (Παπαδοπούλου. Η νομική έννοια της «Οικογένειας» και τα Ομόφυλα Ζευγάρια: Μαθήματα από το ΕΔΔΑ. σε Τιμ. Τομ. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη. 2016, σελ 361). Επιπλέον τα ομόφυλα ζευγάρια είναι εξίσου ικανά με τα ετερόφυλα να δεσμευτούν σε σταθερές σχέσεις και βρίσκονται σε συγκρίσιμη κατάσταση με ένα ζευγάρι διαφορετικού φύλου όσον αφορά στην ανάγκη τους για νομική αναγνώριση και προστασία της σχέσης τους. Προς τούτο, σημαντική επιρροή ασκεί η μετάδοση των ψυχολογικών, κοινωνιολογικών και ιατρικών δεδομένων. Σύμφωνα με αυτά, δεν έχει παρατηρηθεί μέχρι σήμερα καμία στατιστική απόκλιση, μεταξύ παιδιών που μεγαλώνουν σε ομόφυλες οικογένειες και παιδιών που μεγαλώνουν σε ετερόφυλες οικογένειες, ως προς τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό, την ακαδημαϊκή, την ψυχική, την κοινωνική τους ανάπτυξη. Αυτό που έχει σημασία είναι η ποιότητα της σχέσης γονέων και παιδιών καθώς και τα υλικά αγαθά (Κουκούλης, Δυνατότητες απόκτησης παιδιών από ομόφυλα ζεύγη στην ελληνική δικαιοταξία, ΕΦΑΠΟΛΔ 2019.280, Γαλάνη, Η αναδοχή ανηλίκου από ομόφυλα ζευγάρια που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης υπό το φως του Συντάγματος και της ΕΙΔΑ - Από την αναδοχή στην τεκνοθεσία: ΕΦΑΠΟΛΔ 2021.25. Ρεθυμιωτάκη. Συντροφικότητα, γάμος και συγγένεια χωρίς έμφυλη διαφορά: μια πρόκληση για το οικογενειακό δίκαιο, σε Τιμ.Τομ. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη 2016, σελ. 807-808). Τέλος καθοριστικό ρόλο για τη διαμόρφωση των νέων αντιλήψεων διαδραματίζει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το   οποίο, έχει αναγνωρίσει ότι η σχέση ομόφυλων ζευγαριών εμπίπτει στην έννοια της οικογενειακής ζωής του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, διότι πληρούν τους όρους των κοινωνικό - συναισθηματικών δεσμών και της αμοιβαίας φροντίδας (βλ. ΕΔΔΑ, Schalk και Κοpf κατά Αυστρίας της 24.6.2010, X. κ.ά. κατά Αυστρίας της 19.2.2013, Ollari κ.ά. κατά Ιταλίας της 21.7.2015, Taddeucci και McCall κατά Ιταλίας της 30.6.2016, ΝοΒ 2017,740, Οrlandi κ.ά. κατά Ιταλίας της 14.12.2017, Fedotova κ.ά. κατά Ρωσίας της 17.1.2023, Buhuceanu κ.ά κατά Ρουμανίας της 23.5.2023, Ακτύπης, Απαγόρευση διακρίσεων και σύμφωνο συμβίωσης στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ΝοΒ 2015,702).

 

         V. Από τα προσκομιζόμενα με επίκληση έγγραφα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά. Η αιτούσα, ελληνικής καταγωγής, που διαμένει μόνιμα στη ..., έχει συνάψει το με αρ. κατ. ... σύμφωνο συμβίωσης με την ..., μόνιμη κάτοικο, επίσης. Τα ανωτέρω πρόσωπα τέλεσαν νόμιμο γάμο στις ... ενώ μετέπειτα συνήψαν και σύμφωνο συμβίωσης στην Ελλάδα, δυνάμει της υπ' αριθ. ... πράξης της Συμβολαιογράφου ... Στις ... η αιτούσα γέννησε ένα τέκνο, το οποίο στη συνέχεια, τον ... του ... υιοθετήθηκε από την ... Στη συνέχεια, κατόπιν κοινής αιτήσεως της αιτούσας μετά της ως άνω συζύγου της, εκδόθηκε η από ... οριστική απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία ανήλικη γεννηθείσα στις ... από την ... στην πόλη ... υιοθετήθηκε από το ανωτέρω ζευγάρι και φέρει το ονοματεπώνυμο ... (βλ. αντίγραφο της ως άνω απόφασης, που προσκομίζεται στην αγγλική γλώσσα και σε επίσημη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, με επισημείωση APOSTILLE κατά τη σύμβαση της Χάγης της 5.10.1961). Σύμφωνα με την από ... με apostille, βεβαίωση του ως άνω αλλοδαπού δικαστηρίου, η ως άνω απόφαση είναι τελεσίδικη, καθόσον μέχρι τις ... δεν είχε καταχωρηθεί κάποια ένσταση, ούτε μπορεί έκτοτε να καταχωρηθεί κάποια, λόγω παρέλευσης της νομοθετημένης προθεσμίας. Η υιοθεσία έγινε κατόπιν κοινής αίτησης των συζύγων ... και ... και όπως προκύπτει από το κείμενο της απόφασης και αφού διαπιστώθηκε ότι όλες οι νόμιμες απαιτήσεις έχουν καλυφθεί, το δικαστήριο έκρινε ότι είναι ικανοποιημένο ως προς την ικανότητά τους να διατηρήσουν τη φροντίδα και τη μόρφωση του ως άνω θήλυ τέκνου και ότι είναι προς το συμφέρον του να προωθηθεί η προτεινόμενη συμφωνία. Σημειώνεται ότι η βιολογική μητέρα του τέκνου είχε παραιτηθεί των γονεϊκών δικαιωμάτων και ο πατέρας του τέκνου ήταν άγνωστος, με συνέπεια αρχικά τα γονεϊκά δικαιώματα των γονέων να μεταφερθούν ... με σκοπό την υιοθεσία (βλ. την από ... απόφαση του ως άνω οικογενειακού δικαστηρίου), οπότε δεν απαιτείτο η προβλεπόμενη από τις διατάξεις της Σύμβασης προϋπόθεση της συναίνεσης της φυσικής μητέρας του άρθρου 4 της Σύμβασης της Χάγης. Από την επίδικη απόφαση προκύπτει ακόμη, ότι αυτή δεν εκδόθηκε ερήμην κάποιου διαδίκου και κατά συνέπεια ί κανείς διάδικος δεν στερήθηκε τα δικαιώματα του και γενικώς της συμμετοχής του στη δίκη αυτή, η υπόθεση αυτή της υιοθεσίας, υπαγόταν κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Δικαίου, στη δικαιοδοσία του ως άνω Δικαστηρίου, στην περιφέρεια του οποίου βρισκόταν ο τόπος της συνήθους διαμονής της υιοθετούμενης (άρθρο 800§1 ΚΠολΔ). εφαρμόσθηκε δε το δίκαιο ... ως χώρας της ιθαγένειας του υιοθετούμενου (άρθρο 23§1 ΑΚ), ενώ μεταξύ άλλων, πληρούνται και τα ηλικιακά όρια, που θέτει το ελληνικό δίκαιο για την τέλεση της υιοθεσίας (ανήλικο, έχει γεννηθεί την ... και οι αιτούσες - θετές μητέρες την ... και … αντίστοιχα). Περαιτέρω, από καμία διάταξη του ελληνικού δικαίου δεν καθιερώνεται αποκλειστική διεθνής δικαιοδοσία των ημεδαπών δικαστηρίων για την εκδίκαση της εν λόγω υπόθεσης. Τέλος η αιτούσα προσκομίζει τα με αριθμ. ... και ... καθώς και ... πιστοποιητικά της Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών, σύμφωνα με τα οποία κανένα δικόγραφο δεν έχει κατατεθεί για υιοθεσία κήρυξη αλλοδαπής απόφασης εκτελεστής, πλην της ένδικης. Αναφορικά με την αντίθεση της υπό αναγνώριση της εκτελεστότητας απόφασης προς τα χρηστά ήθη ή προς τη δημόσια τάξη, λαμβανομένων υπόψη και όσων εκτενώς αναφέρονται στην ανωτέρω νομική σκέψη, λεκτέα τα εξής: Η ελληνική νομοθεσία και νομολογία, με θεμέλιο και μοναδικό κριτήριο τις βασικές και θεμελιώδους σημασίας αρχές και αντιλήψεις, που διέπουν σήμερα τη ζωή στην ελληνική κοινωνία, αποβλέπει κυριαρχικά στο συμφέρον και στη δυνατότητα ομαλής ψυχοπνευματικής ανάπτυξης των ανηλίκων παιδιών σε ένα υγιές κοινωνικό περιβάλλον, διασφαλιζόμενων πλήρως των δικαιωμάτων και των συμφερόντων τους. Κατά συνέπεια, το μοντέλο της οικογένειας, που η σύνθεση των μελών της αποτελεί διαφορετική περίπτωση σε σχέση με τα καθιερωμένα δεν προκαλεί τις κυρίαρχες κοινωνικές αντιλήψεις διότι τελικά αυτή η διαφορετικότητα δεν μπορεί να αποβεί σε βάρος του πραγματικού συμφέροντος του τέκνου, ενώ η ελληνική κοινωνία τυγχάνει πλέον αρκετά προετοιμασμένη να αντιμετωπίσει και να διαχειριστεί τέτοιες καταστάσεις και αρκετά προοδευτική να φιλοξενήσει αρμονικά στους κόλπους της και να ανεχθεί την ύπαρξη και της ομόφυλης οικογένειας μετά τέκνων (ΜΕφΘεσ 159/2022 ΕλλΔνη 2022,1404 με σύμφωνες παρατηρήσεις Πανταζόπουλου) Ήδη, με το Ν. 5089/2024 τροποποιήθηκε το άρθρο 1350 ΑΚ. προκειμένου να αναγνωρισθεί η δυνατότητα σύναψης γάμου από πρόσωπα του ίδιου φύλου. Επίσης με το άρθρο 11 του Ν. 5089/2024 επιχειρείται η προστασία της οικογένειας που έχει ήδη συσταθεί σε χώρα του εξωτερικού και ιδίως των τέκνων που έχουν γεννηθεί και θεμελιώσει νομική σχέση με τον γονέα ή τους ομόφυλους γονείς τους Ειδικότερα με τη διάταξη του άρθρου 11§1 του Ν 5089/2024, εισάγεται κανόνας αναγνώρισης της γονεϊκής σχέσης που έχει δημιουργηθεί μέσω νόμιμων διαδικασιών της ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής στο εξωτερικό (ακόμη και μη προβλεπόμενων στο ελληνικό δίκαιο), ανεξαρτήτως του φύλου του ενός ή των δύο γονέων και της πρόβλεψης ή μη του τρόπου δημιουργίας της ως άνω σχέσης στην εσωτερική έννομη τάξη. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, τα δικαστήρια ή άλλες αρμόδιες αρχές, όπως τα ληξιαρχεία, δεν θα έχουν τη δυνατότητα να μην αναγνωρίσουν δημόσιο έγγραφο ή δικαστική απόφαση τρίτης χώρας, για λόγο που ανάγεται αποκλειστικά στο φύλο του γονέα ή των γονέων ή στην πρόβλεψη ή μη του τρόπου δημιουργίας της σχέσης στην εσωτερική έννομη τάξη. Περαιτέρω με τη διάταξη του άρθρου 11§2 του Ν. 5089/2024, ρυθμίζεται ξεχωριστά η νομική μεταχείριση της υιοθεσίας από συζύγους του ίδιου φύλου ή της υιοθεσίας του παιδιού του ενός ομόφυλου συζύγου από τον άλλο σύζυγο η οποία έχει τελεσθεί στο εξωτερικό. Προβλέπεται ότι αυτές οι υιοθεσίες αναγνωρίζονται με δικαστική απόφαση και ισχύουν αναδρομικά από τον χρόνο που έγιναν, σύμφωνα με τις διατάζεις που διέπουν την αναγνώριση των σχετικών νομικών πράξεων, υπό την επιφύλαξη πάντως του άρθρου 23 ΑΚ, που συναρτά τις ουσιαστικές προϋποθέσεις της υιοθεσίας με το δίκαιο της ιθαγένειας υιοθετούντος και υιοθετουμένου Ως εκ τούτου, στην προκειμένη περίπτωση, η άρνηση αναγνώρισης του δεδικασμένου που απορρέει από την ως άνω δικαστική απόφαση για την υιοθεσία της ανήλικης, θα αποτρέψει τελικώς να παράγει και στη χώρα μας τα έννομα αποτελέσματα της η από απόφαση του Οικογενειακού δικαστηρίου με την οποία κηρύχθηκε θετό τέκνο της απούσας το οποίο γεννήθηκε στις ... στην πόλη ..  ίδιας ... και φέρει το ονοματεπώνυμο ... γεγονός που προσκρούει βάναυσα και αντιστρατεύεται το πραγματικό συμφέρον του ανηλίκου και είναι αποδοκιμαστέο από τη διεθνή και ελληνική έννομη τάξη, αφού θα εισάγει δυσμενή διάκριση σε βάρος της ανήλικης εξαιτίας του γενετήσιου προσανατολισμού των γονέων της. Και τούτο, διότι όπως προκύπτει από τις προοκομιζόμενες φωτογραφίες το ως άνω ανήλικο θήλυ τέκνο των διαδίκων έχει διαμορφώσει σχέσεις με τους ομόφυλους γονείς του, που. εάν διαταραχθούν, θα θίξουν καίρια το ψυχικό του κόσμο και την ομαλή ψυχοκοινωνική του ανάπτυξη. Χαρακτηριστική προς την κατεύθυνση αυτή είναι η ΕΔΔΑ, ΩΌ και άλλοι κατά Ελβετίας της 22.11.2022, η οποία διακήρυξε ρητά ότι το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού μειώνει το περιθώριο εκτίμησης των συμβαλλόμενων κρατών όσον αφορά την αναγνώριση της σχέσης παιδιού- γονέα και διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 ΕΣΔΑ από την Ελβετία, η οποία δεν υπέδειξε το δέοντα σεβασμό της ιδιωτικής ζωής ενός παιδιού που είχε γεννηθεί μέσω παρένθετης μητρότητας στις ΗΠΑ με βιολογικό υλικό άνδρα που βρίσκεται σε καταχωρισμένη συμβίωση, διότι δεν προέβη στην αναγνώριση ως γονέα και του δεύτερου μη βιολογικού γονέα λαμβάνοντας υπόψη ότι η σχέση συγγένειας είχε ήδη αναγνωριστεί από το αρμόδιο αμερικανικό δικαστήριο, ενώ αποκλείσθηκε ακόμη και η δυνατότητα εκ των υστέρων υιοθεσίας του παιδιού. Διαφορετική αντιμετώπιση στέλνει το μήνυμα στα παιδιά ότι ενδέχεται να χάσουν τους γονείς τους, από νομική άποψη, όταν εισέρχονται σε ένα άλλο κράτος. Επιπλέον η αιτούσα διατηρεί στην Ε εμπράγματα δικαιώματα επί ακινήτων (βλ. τα υπ' αρ. ... και ... συμβόλαια γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου ..., τα οποία επιθυμεί μελλοντικά να μεταβιβάσει στο ως άνω υιοθετημένο ανήλικο με συνέπεια τελευταία να διατηρεί κληρονομικό δικαίωμα, το οποίο δεν πρέπει να αποστερηθεί. Επομένως, η προαναφερόμενη αλλοδαπή απόφαση δεν αντίκειται στη δημόσια τάξη κατά τη διάταξη του άρθρου 33 του ΑΚ και τα χρηστά ήθη, ούτε, είναι αντίθετη σε κυριαρχικές ηθικές αρχές και αντιλήψεις, που διέπουν τη ζωή και το βιοτικό ρυθμό της Ελλάδας, ούτε προκαλεί διαταραχή στην ελληνική έννομη τάξη, και είναι βέβαιο ότι η αναγνώρισή της διά του ανωτέρω περιγραφόμενου τρόπου, είναι καθόλα ανεκτή από τον κρατούντα στη χώρα μας βιοτικό και κοινωνικό ρυθμό, ενώ αντίθετα η απόρριψη της κρινόμενης αίτησης καταλήγει στο, απολύτως αποδοκιμαστέο από την ελληνική δημόσια τάξη, αποτέλεσμα της καταπάτησης του αληθινού, σωματικού, υλικού, πνευματικού, ψυχικού, ηθικού και γενικά κάθε είδους, βέλτιστου συμφέροντος της ανήλικης κόρης της αιτούσας, συμφέροντος, που αποσκοπεί στην ανάπτυξή της σε μια ανεξάρτητη και υπεύθυνη προσωπικότητα. Επομένως, αφού δεν υπάρχει λόγος, ο οποίος να αποκλείει την αναγνώριση του δεδικασμένου που απορρέει από την προαναφερόμενη απόφαση, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να γίνει δεκτή, ως βάσιμη και κατ’ ουσία και να αναγνωριστεί ότι υφίσταται δεδικασμένο και στην Ελληνική Επικράτεια, που απορρέει από την ως άνω από ... απόφαση του Οικογενειακού δικαστηρίου ... την οποία κηρύχθηκε θετό τέκνο τους ένα τέκνο το οποίο γεννήθηκε στις ... στ... της ... και φέρει έκτοτε το ονοματεπώνυμο ... Ως εκ τούτου, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε την αίτηση εσφαλμένα ερμήνευσε τις προαναφερθείσες νομικές διατάξεις και κακώς εκτίμησε τα προσκομισθέντα ενώπιον του αποδεικτικά μέσα, κατά τα ορθώς, υποστηριζόμενα με την έφεση η οποία πρέπει να γίνει δεκτή, να εξαφανιστεί η πρωτοβάθμια απόφαση, να κρατηθεί η υπόθεση προς εκδίκαση, να γίνει δεκτή η από ... και με αρ. κατ. δικ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ... αίτηση και να αναγνωριστεί το δεδικασμένο στην Ελληνική Επικράτεια της από ... απόφασης του Οικογενειακού δικαστηρίου.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

       ΔΙΚΑΖΕΙ με την παρουσία της αιτούσας.

 

       ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ουσιαστικά την από ... έφεση, που έχει κατατεθεί στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με αριθμ. κατ. ... και στο παρόν Δικαστήριο (Εφετείο Αθηνών) με αριθμ. κατ. ... κατά της υπ' αρ. ... οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, η οποία φέρεται προς συζήτηση με την από ... με αρ. εκθ. κατ. ... κλήση της εκκαλούσας - αιτούσας.

 

        ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του με αρ. ... παραβόλου, ποσού 100 ευρώ που κατατέθηκε με την άσκηση της έφεσης, στην εκκαλούσα.

 

        ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την ανωτέρω εκκαλουμένη απόφαση.

 

        ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ ουσίαν την από ... και με αρ. κατ. δικ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ... αίτηση.

 

        ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.

 

        ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η από ... τελεσίδικη και αμετάκλητη απόφαση του Οικογενειακού δικαστηρίου ..., με την οποία κηρύχθηκε θετό τέκνο τους ένα νήπιο το οποίο γεννήθηκε στις ... στην πόλη ... της ίδιας ... και φέρει έκτοτε το ονοματεπώνυμο ... έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου και στην Ελληνική Επικράτεια,

 

        ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα στις 13 Ιουνίου 2024 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την εκκαλούσας και του πληρεξουσίου δικηγόρου της.

 

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                  Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ