ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΕιρΠειρ 2264/2023

 

Υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα - Ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων - Προστασία κύριας κατοικίας - Επιτόκιο καταβολής δόσεων -.

 

Το επιτόκιο καταβολής των δόσεων στο πλαίσιο του αρ. 9 παρ. 2 ν. 3869/2010, υπολογίζεται επί της εκάστοτε μηνιαίας δόσης και όχι επί του συνολικού κεφαλαίου· βασικός στόχος του Ν. 3869/2010 ήταν η διάσωση της κύριας κατοικίας του υπερχρεωμένου δανειολήπτη, όπου αυτή υφίσταται· ο δε Νομοθέτης, ορίζοντας το ανωτέρω αναφερόμενο επιτόκιο ουσιαστικά είχε υπόψη του την μεταβαλλόμενη σε βάθος χρόνου αξία του χρήματος, ήτοι την αξία που θα είχε η ορισθείσα μηνιαία δόση στο πέρασμα των ετών, κατά τα οποία διαρκεί η υποχρέωση καταβολής του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010, ήτοι μετά από 20 έως 35 χρόνια, ανάλογα με την περίπτωση· ως εκ τούτου, και λαμβανομένου υπόψη του γενικότερου σκοπού του Ν. 3869/2010, όπως αυτός αποτυπώνεται από την αιτιολογική του έκθεση, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα, ο οποίος είναι πρωτίστως η επανένταξη του υπερχρεωμένου πολίτη στην οικονομική και κοινωνική ζωή με την επανάκτηση της οικονομικής ελευθερίας που συνεπάγεται η εξάλειψη των χρεών που αδυνατεί να αποπληρώσει, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι το επιτόκιο θα υπολογίζεται στην εκάστοτε μηνιαία δόση που επιβλήθηκε από το Δικαστήριο, διότι μόνο έτσι εξυπηρετείται ο παραπάνω σκοπός του Νόμου.

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Πειραιώς Γεωργίου Καλτσά)

 

 

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ (Ν.3869/2010)

 

ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

 

Αριθμός απόφασης 2264/2023

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ελένη Δασκαλοπούλου, Ειρηνοδίκη και το Γραμματέα Ηλία Βασιλόπουλο.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του τη 19η Σεπτεμβρίου 2023, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ: 1) ... και 2) ... κατοίκων Κερατσινίου που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Καλτσά.

 

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ: 1) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.» που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο 2) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK Α.Ε.», πρώην «ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ERGASIAS Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΝΕΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο.

 

ΤΗΣ ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ: Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «INTRUM HELLAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» και το διακριτικό τίτλο «INTRUM HELLAS Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π.» που εδρεύει στην Αθήνα, και εκπροσωπείται νόμιμα, ενεργούσα εν προκειμένω δυνάμει της από 12-09-2019 συμβάσεως διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων για λογαριασμό της εταιρείας με την επωνυμία «PIRAEUS SNF Finance Designated Activity Company» με έδρα το Δουβλίνο Ιρλανδίας, της τελευταίας ως ειδικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.», η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Οι αιτούντες με την από 02-06-2023 αίτηση που απηύθυναν προς το Δικαστήριο τούτο και για όσους λόγους εκθέτουν στο σχετικό δικόγραφο, ζήτησαν να γίνουν δεκτά τα αιτήματά τους. Με την υπ’ αριθ. 131/2023 πράξη της Ειρηνοδίκη Πειραιά, ορίσθηκε ημερομηνία συζήτησης της αίτησης η δικάσιμος που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, οπότε και η υπόθεση εκφωνήθηκε από το οικείο πινάκιο και οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως ανωτέρω εκτέθηκε. Ακολούθησε συζήτηση της υπόθεσης όπως αναφέρεται στα πρακτικά της παρούσας. Ακολούθως το Δικαστήριο,

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

I.          Από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ συνάγεται ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της αποφάσεως που θα εκδοθεί είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως του άρθρου 80 ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν έχει προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υποθέσεως (ΑΠ 368/2019, 1329/2017, ΕφΔυτΜακ 19/2020, ΕφΑΘ 252/2020, ΕφΛαρ 499/2019, ΝΟΜΟΣ). Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 368/2019, 1564/2017, ΑΠ 1485/2006, ΕφΔυτΜακ 19/2020, ΕφΑΘ 252/2020, ΕφΛαρ 499/2019, ΝΟΜΟΣ). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής, κατά το άρθρο 225 παρ. 2 ΚΠολΔ, το οποίο εφαρμόζεται και κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (ΑΠ 877/2019, 1978/2017, ΝΟΜΟΣ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 368/2019, 1564/2017, ΕφΔυτΜακ 19/2020, ΕφΑΘ 252/2020, ΕφΛαρ 499/2019, ο.π.). Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 1 περ. γ' του Ν. 4354/2015 «Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, μισθολογικές ρυθμίσεις και άλλες επείγουσες διατάξεις εφαρμογής της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων», «Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις». Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω Ν. 4354/2015, «Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του Ν. 4307/2014 (Φ.Ε.Κ. Α' 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και το δικαιούχο της απαίτησης» (ΑΠ 368/2019, ΕφΔυτΜακ 19/2020, ΕφΑΘ 252/2020, ΕφΛαρ 499/2019, ο.π.). Στην προκειμένη περίπτωση η εταιρεία με την επωνυμία «INTRUM HELLAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» και το διακριτικό τίτλο «INTRUM HELLAS Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π.», άσκησε με τις προτάσεις της αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της πρώτης των καθ’ ων ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, με την ιδιότητα της νόμιμης διαχειρίστριας των απαιτήσεων της εταιρείας με την επωνυμία «PIRAEUS SNF Finance Designated Activity Company» και ως εκ τούτου νομιμοποιούμενη μη δικαιούχο διάδικο (άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015), η οποία έχει καταστεί εν επιδικία ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.». Η ως άνω αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά την προκειμένη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, κατά την οποία εκδικάζεται και η αίτηση (άρθρα 31, 80, 83, 741 ΚΠολΔ), παραδεκτά ασκήθηκε με τις προτάσεις (752§2 ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη (άρθρα 80, 83, 225 παρ.2 και 752 Κ.Πολ.Δ.), με συνέπεια μεταξύ της πρώτης των καθ’ ων και της αυτοτελώς προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσας να δημιουργηθεί σχέση επιγενόμενης αναγκαστικής ομοδικίας.

 

II.         Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 316 του Κ.Πολ.Δ., αν η απόφαση είναι διατυπωμένη με τρόπο που γεννά αμφιβολίες ή είναι ασαφής, το δικαστήριο που την έχει εκδώσει μπορεί, αν το ζητήσει κάποιος διάδικος, να την ερμηνεύσει με νέα του απόφαση έτσι που η έννοιά της να γίνει αναμφίβολη, η ερμηνεία όμως δεν μπορεί ποτέ να αλλάξει το διατακτικό της αποφάσεως που ερμηνεύεται. Όπως προκύπτει από τη διάταξη αυτή, η ερμηνεία γίνεται από το ίδιο δικαστήριο που έχει εκδώσει την αρχική απόφαση και με την ίδια διαδικασία, χωρίς χρονικό περιορισμό και μόνον ύστερα από αίτημα διαδίκου και όχι αυτεπάγγελτα. Η ερμηνεία αποβλέπει στην αποκατάσταση του αληθινού νοήματος της αποφάσεως, εφόσον αυτό δεν είναι κατανοητό από τους διαδίκους για το λόγο ότι η διατύπωση είναι ασαφής ή αμφίβολη και, έτσι, με την ερμηνεία αίρονται οι ασάφειες και οι αοριστίες της διατυπώσεως των σχετικών σημείων της αποφάσεως με την επεξήγηση της αληθούς έννοιας και την αποκατάσταση του ακριβούς νοήματος αυτών. Αμφίβολο, κατ' αρχήν, θεωρείται το νόημα της αποφάσεως, όταν η λεκτική διατύπωση, λόγω των όρων που χρησιμοποιήθηκαν, οδηγεί σε διάφορες ερμηνευτικές εκδοχές, ενώ η ασάφεια της αποφάσεως πρέπει να είναι τέτοια ώστε να δυσχεραίνεται ή να καθίσταται αδύνατη η κατανόηση αυτής ή η εκτέλεσή της και η οριοθέτηση του ουσιαστικού δεδικασμένου που απορρέει απ' αυτή. Το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου εισάγεται η αίτηση ερμηνείας δικαστικής αποφάσεως, θα εξετάσει, σε πρώτη φάση, αν πράγματι η απόφαση είναι ασαφής, αόριστη και με αμφίβολο νόημα. Μόνο τότε, ήτοι, αν διαγνωστεί ότι η απόφαση δεν είναι "σαφής" αλλά έχει ανάγκη ερμηνείας, θα προχωρήσει στην ερμηνεία της αποφάσεως, αναζητώντας την αληθινή βούληση του δικαστή (και όχι το νόημα της αποφάσεως καθ’ εαυτό), λαμβάνοντας υπόψη, εφόσον είναι αναγκαίο, και τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η ερμηνευόμενη απόφαση (αγωγή, προτάσεις και λοιπά δικόγραφα της δίκης εκείνης). Δεν ερευνάται, δηλαδή, πώς θα ήταν ορθό να αποφανθεί το δικαστήριο κατά τη δίκη εκείνη, αλλά πώς πράγματι αποφάνθηκε. Νομικές ή ουσιαστικές πλημμέλειες της αποφάσεως δεν είναι δυνατό να καλυφθούν με τη μέθοδο της ερμηνείας και, συνεπώς, δεν επιτρέπεται, κατά την ερμηνεία, η επανεκτίμηση των αποδείξεων που είχαν διεξαχθεί τότε, ούτε το δικαστήριο έχει εξουσία, με ερμηνεία ή προσθήκη νέας διατάξεως, να αλλοιώσει την ουσία της αποφάσεως και την έννοια αυτής, ούτε να συμπληρώσει παραλείψεις σε αιτήματα που υποβλήθηκαν από τους διαδίκους, διότι τούτο αντίκειται στους κανόνες του δεδικασμένου. Το δικαστήριο, κατά την ερμηνεία της αποφάσεώς του, περιορίζεται στην επεξήγηση της αληθινής έννοιάς της, ήτοι στον καθορισμό των αόριστων και στην αποσαφήνιση των ασαφών σημείων του διατακτικού της ή και των αιτιολογιών της, όταν οι τελευταίες επέχουν θέση διατακτικού, χωρίς όμως να αλλάξει το διατακτικό της αποφάσεώς του (ΑΠ 1735/2014, ΑΠ 1235/2014).

 

Επισημαίνεται ότι από το συνδυασμό των προαναφερόμενων διατάξεων των άρθρων 315 και 316 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι, όπου χωρεί διόρθωση δικαστικής απόφασης, δεν χωρεί ερμηνεία αυτής και αντίστροφα (ΑΠ 359/2017). Κατά την ερμηνεία, τέλος, αναζητείται η βούληση των δικαστών, που εξέδωσαν την ερμηνευμένη απόφαση, με βάση τα στοιχεία γενικά της δίκης (ΑΠ 1479/2019,ΑΠ 962/2017, ΑΠ 75/2017). Σύμφωνα εξάλλου με την αιτιολογική έκθεση του Ν. 3869/2010: «Η εισοδηματική στενότητα, τα υψηλά επιτόκια στο χώρο ιδίως της καταναλωτικής πίστης, οι επιθετικές πρακτικές προώθησης των πιστώσεων, ατυχείς προγραμματισμοί, απρόβλεπτα γεγονότα στη ζωή των δανειοληπτών (απώλεια εργασίας κ.α.), αποτέλεσαν παράγοντες που, δρώντας υπό την απουσία θεσμών συμβουλευτικής υποστήριξης των καταναλωτών σε θέματα υπερχρέωσης, συνέβαλαν ανενόχλητα στην αυξανόμενη υπερχρέωση νοικοκυριών που, αδυνατώντας εν συνεχεία να αποπληρώσουν τα χρέη τους, υπέστησαν και υφίστανται, τις αλυσιδωτά επερχόμενες καταστροφικές συνέπειές της. Σημαντικό μέρος των πολιτών έχει οδηγηθεί σήμερα στη περιθωριοποίηση, καθώς, μη διαθέτοντας σοβαρή αγοραστική δύναμη και δυνατότητα απεγκλωβισμού από την υπερχρέωση, δεν είναι σε θέση να σχεδιάσει τη συμμετοχή του στην οικονομική και κοινωνική ζωή. Η υπερχρέωση αναδεικνύεται πλέον ως ένα από τα μεγαλύτερα κοινωνικά προβλήματα και στη χώρα μας και ως σύγχρονο κοινωνικό κράτος δικαίου έχουμε καθήκον να αντιμετωπίσουμε. Κανείς δεν μπορεί πια να αγνοεί την αδήριτη ανάγκη να δοθεί η πραγματική δυνατότητα στους υπερχρεωμένους καταναλωτές και επαγγελματίες να πραγματοποιήσουν πλέον ένα νέο οικονομικό ξεκίνημα στη ζωή τους. Η δυνατότητα της ρύθμισης, για το φυσικό πρόσωπο των χρεών του, με απαλλαγή από αυτά βρίσκει τη νομιμοποίησή της ευθέως στο ίδιο το κοινωνικό κράτος δικαίου που επιτάσσει να μην εγκαταλειφθεί ο πολίτης σε μία χωρίς διέξοδο και προοπτική κατάσταση, από την οποία, άλλωστε, και οι πιστωτές δεν μπορούν να αντλήσουν κανένα κέρδος. Μία τέτοια απαλλαγή χρεών δεν παύει όμως να εξυπηρετεί και ευρύτερα το γενικό συμφέρον, καθώς οι πολίτες επανακτούν ουσιαστικά μέσω των εν λόγω διαδικασιών την αγοραστική τους δύναμη προάγοντας την οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα. Στόχος των εν λόγω διατάξεων είναι η επανένταξη του υπερχρεωμένου πολίτη στην οικονομική και κοινωνική ζωή με την επανάκτηση της οικονομικής ελευθερίας που συνεπάγεται η εξάλειψη των χρεών που αδυνατεί να αποπληρώσει. Η συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών αποβλέπει εν προκειμένω στη δυνατότητα μίας δεύτερης ευκαιρίας στο υπερχρεωμένο φυσικό πρόσωπο για ένα νέο οικονομικό ξεκίνημα, χωρίς τα ανυπέρβλητα βάρη του παρελθόντος, με τη δυνατότητα απαλλαγής από υποχρεώσεις που έχει αναλάβει, εφόσον για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα εξαντλήσει τις δυνατότητες ικανοποίησης των πιστωτών του. Η (μερική έστω) ικανοποίηση των πιστωτών από το εισόδημα του οφειλέτη για μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο προβάλλει ως δοκιμασία και επίδοση του οφειλέτη προκειμένου να επιτύχει με το πέρας αυτής το ευεργετικό αποτέλεσμα της απαλλαγής των χρεών. Το νομοσχέδιο δίνει μία ρεαλιστική προοπτική απεγκλωβισμού από τα χρέη σε όλους τους υπερχρεωμένους πολίτες. Διασφαλίζει στα υπερχρεωμένα νοικοκυριά που θα θελήσουν να αξιοποιήσουν τις ρυθμίσεις του σχεδίου νόμου ένα ελάχιστο επίπεδο οικονομικής διαβίωσης. Με μία πρωτοποριακή ρύθμιση λαμβάνει ιδιαίτερη μέριμνα για τη διατήρηση και προστασία της κύριας κατοικίας των οφειλετών, αφού επιτρέπει σε αυτούς να την εξαιρέσουν από την ρευστοποίηση της περιουσίας τους. Τούτο δε υπό όρους και διαδικασίες που δεν θίγουν τα συμφέροντα των πιστωτών».

 

Όπως προκύπτει από τις με αριθμούς ... 2023 και ... 2023 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιά με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά ..., που προσκομίζουν και επικαλούνται οι αιτούντες, ακριβές αντίγραφο της αίτησής τους με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη σημερινή δικάσιμο, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στις καθ’ ων η αίτηση. Επομένως, εφόσον αυτές δεν παραστάθηκαν κατά την παραπάνω δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, πρέπει να δικασθούν ερήμην, πλην όμως η συζήτηση της υπόθεσης θα προχωρήσει σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (αρθρα 318 παρ. 2 και 754 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

 

Με την υπό κρίση αίτηση οι αιτούντες εκθέτουν τα εξής: Ο πρώτος των αιτούντων .  εκθέτει ότι με την με αριθμό 66/2018 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού έγινε δεκτή η αίτησή του περί υπαγωγής του στο νόμο Ν. 3869/2010, ρυθμίστηκαν τα χρέη του με τον ορισμό καταβολών ως προς τη ρύθμιση του άρθρου 8 του νόμου Ν. 3869/2010 και εξαιρέθηκε της εκποίησης η κύρια κατοικία του, για τη διάσωση της οποίας ορίστηκαν μηνιαίες καταβολές προς την πρώτη των καθ’ ων, ύψους 124,94 ευρώ εκάστης, για χρονικό διάστημα 240 μηνών, ήτοι συνολικά για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του ορίστηκε να καταβάλει το συνολικό ποσό των 29.986,35 ευρώ. Η καταβολή των μηνιαίων αυτών δόσεων ορίστηκε να ξεκινήσει τον επόμενο μήνα πέντε χρόνια μετά τη δημοσίευση της ανωτέρω απόφασης, η δε αποπληρωμή του ανωτέρω ποσού ορίστηκε να γίνει εντόκως, χωρίς ανατοκισμό με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου που θα ισχύει κατά τον χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η δεύτερη των αιτούντων . εκθέτει ότι με την με αριθμό 68/2018 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού έγινε δεκτή η αίτησή της περί υπαγωγής της στο νόμο Ν. 3869/2010, ρυθμίστηκαν τα χρέη της με τον ορισμό καταβολών ως προς τη ρύθμιση του άρθρου 8 του νόμου Ν. 3869/2010 και εξαιρέθηκε της εκποίησης η κύρια κατοικία της, για τη διάσωση της οποίας ορίστηκαν μηνιαίες καταβολές προς την πρώτη των καθ’ ων, ύψους 124,94 ευρώ εκάστης, για χρονικό διάστημα 240 μηνών, ήτοι συνολικά για τη διάσωση της κύριας κατοικίας της ορίστηκε να καταβάλει το συνολικό ποσό των 29.986,35 ευρώ. Η καταβολή των μηνιαίων αυτών δόσεων ορίστηκε να ξεκινήσει τον επόμενο μήνα πέντε χρόνια μετά τη δημοσίευση της ανωτέρω απόφασης, η δε αποπληρωμή του ανωτέρω ποσού ορίστηκε να γίνει εντόκως, χωρίς ανατοκισμό με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου που θα ισχύει κατά τον χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Αμφότεροι οι αιτούντες ισχυρίζονται ότι η διατύπωση του διατακτικού στις ανωτέρω αποφάσεις όσον αφορά στον υπολογισμό του μέσου επιτοκίου στεγαστικού δανείου, είναι ασαφής και θα πρέπει να ερμηνευτεί. Συγκεκριμένα, θα πρέπει να ερμηνευτεί, εάν το επιτόκιο θα πρέπει να υπολογίζεται στην εκάστοτε μηνιαία δόση που επιβλήθηκε από το Δικαστήριο ή στο συνολικό κεφάλαιο, δηλαδή εν προκειμένω στο συνολικό ποσό των 29.986,35 ευρώ, το οποίο επιβλήθηκε σε έκαστο των αιτούντων. Με το περιεχόμενο αυτό η υπό κρίση αίτηση αρμόδια καθ' ύλη και κατά τόπο φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρο 317 παρ.2 Κ.Πολ.Δ.) κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρο 318 παρ.1 εδ. α’ Κ.Πολ.Δ.) και είναι παραδεκτή και νόμιμη, στηριζόμενη στο άρθρο 316 Κ.Πολ.Δ.. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν.

 

Από τα έγγραφα που οι παρασταθέντες διάδικοι προσκόμισαν μετ' επικλήσεως αποδείχθηκαν τα εξής: Με την με αριθμό 66/2018 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού έγινε δεκτή η αίτησή του πρώτου των αιτούντων περί υπαγωγής του στο νόμο Ν. 3869/2010, ρυθμίστηκαν τα χρέη του με τον ορισμό καταβολών ως προς τη ρύθμιση του άρθρου 8 του νόμου Ν. 3869/2010 και εξαιρέθηκε της εκποίησης η κύρια κατοικία του, για τη διάσωση της οποίας ορίστηκαν μηνιαίες καταβολές προς την πρώτη των καθ’ ων, ύψους 124,94 ευρώ εκάστης, για χρονικό διάστημα 240 μηνών, ήτοι συνολικά για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του ορίστηκε να καταβάλει το συνολικό ποσό των 29.986,35 ευρώ. Η καταβολή των μηνιαίων αυτών δόσεων ορίστηκε να ξεκινήσει τον επόμενο μήνα πέντε χρόνια μετά τη δημοσίευση της ανωτέρω απόφασης, η δε αποπληρωμή του ανωτέρω ποσού ορίστηκε να γίνει εντόκως, χωρίς ανατοκισμό με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου που θα ισχύει κατά τον χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Πράγματι, η διατύπωση της ανωτέρω απόφασης, κατά την κρίση του δικαστηρίου, είναι ασαφής και χρήζει ερμηνείας, καθόσον δεν διευκρινίζεται αν το επιτόκιο θα πρέπει να υπολογίζεται στην εκάστοτε μηνιαία δόση ή στο συνολικό κεφάλαιο. Περαιτέρω με την με αριθμό 68/2018 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού έγινε δεκτή η αίτησή της δεύτερης των αιτούντων περί υπαγωγής της στο νόμο Ν. 3869/2010, ρυθμίστηκαν τα χρέη της με τον ορισμό καταβολών ως προς τη ρύθμιση του άρθρου 8 του νόμου Ν. 3869/2010 και εξαιρέθηκε της εκποίησης η κύρια κατοικία της, για τη διάσωση της οποίας ορίστηκαν μηνιαίες καταβολές προς την πρώτη των καθ’ ων, ύψους 124,94 ευρώ εκάστης, για χρονικό διάστημα 240 μηνών, ήτοι συνολικά για τη διάσωση της κύριας κατοικίας της ορίστηκε να καταβάλει το συνολικό ποσό των 29.986,35 ευρώ. Η καταβολή των μηνιαίων αυτών δόσεων ορίστηκε να ξεκινήσει τον επόμενο μήνα πέντε χρόνια μετά τη δημοσίευση της ανωτέρω απόφασης, η δε αποπληρωμή του ανωτέρω ποσού ορίστηκε να γίνει εντόκως, χωρίς ανατοκισμό με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου που θα ισχύει κατά τον χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η διατύπωση της ανωτέρω απόφασης, κατά την κρίση του δικαστηρίου, είναι ασαφής και χρήζει ερμηνείας, καθόσον δεν διευκρινίζεται αν το επιτόκιο θα πρέπει να υπολογίζεται στην εκάστοτε μηνιαία δόση ή στο συνολικό κεφάλαιο. Εδώ θα πρέπει να παρατηρηθούν τα - εξής: Αναμφισβήτητα, βασικός στόχος του Ν. 3869/2010 ήταν η διάσωση της κύριας κατοικίας του υπερχρεωμένου δανειολήπτη, όπου αυτή υφίσταται. Επιπλέον, η επιλογή της εκούσιας ως δικαιοδοσίας, με το ευρύ ρυθμιστικό της πεδίο και τις πέραν του συζητητικού συστήματος εξουσίες που παρέχει στον δικάζοντα, σαφώς υποδηλώνει ότι απομακρυνόμαστε έστω έως έναν βαθμό από την τραπεζική ορολογία με τη στενή έννοια. Αλλά και ο ίδιος ο Νόμος αναφέρει ότι οι μη εμπραγμάτως εξασφαλισμένες οφειλές σταματούν να εκτοκίζονται, πράγμα που δεν συνάδει με τα τραπεζικώς ισχύοντα. Θα πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτό ότι ο Νομοθέτης, ορίζοντας το ανωτέρω αναφερόμενο επιτόκιο ουσιαστικά είχε υπόψη του την μεταβαλλόμενη σε βάθος χρόνου αξία του χρήματος, ήτοι την αξία που θα είχε η ορισθείσα μηνιαία δόση στο πέρασμα των ετών, κατά τα οποία διαρκεί η υποχρέωση καταβολής του άρθρ. 9 παρ. 2 Ν. 3869/2010 ήτοι μετά από έως 20 ή 35 χρόνια, ανάλογα την περίπτωση. Εξάλλου, καθώς ο Νομοθέτης ρητώς πλέον ορίζει ότι ο οφειλέτης υποχρεούται να καταβάλει το μέγιστο της δυνατότητας αποπληρωμής του, η οριζόμενη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 αποτελεί την οροφή και όχι τη βάση υπολογισμού. Αντίθετη ερμηνεία θα είχε ως αποτέλεσμα τον εκ νέου εγκλωβισμό του υπερχρεωμένου δανειολήπτη σε μία κατάσταση από όπου δεν θα μπορούσε να απεγκλωβιστεί, με την καταβολή υπέρμετρων δόσεων πέραν των οικονομικών του δυνατοτήτων και καταστρατηγώντας το σκοπό και το πνεύμα του Νόμου. Ως εκ τούτου, και λαμβανομένου υπόψη του γενικότερου σκοπού του Ν. 3869/2010 όπως αυτός αποτυπώνεται ρητά στην αιτιολογική του έκθεση (βλ. ανωτέρω), ο οποίος είναι πρωτίστως η επανένταξη του υπερχρεωμένου πολίτη στην οικονομική και κοινωνική ζωή με την επανάκτηση της οικονομικής ελευθερίας που συνεπάγεται η εξάλειψη των χρεών που αδυνατεί να αποπληρώσει, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι το επιτόκιο θα υπολογίζεται στην εκάστοτε μηνιαία δόση που επιβλήθηκε από το Δικαστήριο, διότι μόνο έτσι εξυπηρετείται ο παραπάνω σκοπός του Νόμου.

 

Κατά συνέπεια, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ' ουσίαν βάσιμη, να ερμηνευθούν οι υπ’ αριθμ. 66/2018 και 68/2018 αποφάσεις, ως προς τον τρόπο εκτοκισμού της καταβλητέας για τη διάσωση της κύριας κατοικίας των αιτούντων μηνιαίας δόσης, όπως καθορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας και να διαταχθεί η σημείωση, κατ' άρθρο 320 Κ.Πολ.Δ., της παρούσας ερμηνευτικής απόφασης στο πρωτότυπο των υπ’ αριθμ. 66/2018 και 68/2018 αποφάσεων, οι οποίες ερμηνεύονται, ως και η αναγραφή στα αντίγραφα ή αποσπάσματά τους του αριθμού και της ημερομηνίας της ερμηνευτικής απόφασης. Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται, κατ'αναλογική εφαρμογή του άρθρου 8 παρ. 6 του Ν. Ν. 3869/2010.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Δικάζει ερήμην της δεύτερης των καθ' ων και κατ' αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, της πρώτης των καθ’ ων αντιπροσωπευόμενης από την αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα.

 

Δέχεται την αίτηση.

 

Ερμηνεύει τις υπ' αριθμ. 66/2018 και 68/2018 αποφάσεις του Ειρηνοδικείου Πειραιά και δη το διατακτικό αυτών, ως προς τη διάταξή τους για τη διάσωση της κύριας κατοικίας των αιτούντων, κατά το ότι το αναφερόμενο σε αυτές επιτόκιο θα υπολογίζεται στην μηνιαία δόση που επιβλήθηκε από το Δικαστήριο σε καθένα από τους αιτούντες, ήτοι στο ποσό των 124,94 ευρώ και όχι στο σύνολο του κεφαλαίου που ορίστηκε να καταβληθεί για την παραπάνω αιτία από έκαστο των αιτούντων, ήτοι στο ποσό των 29.986,35 ευρώ.

 

Διατάσσει τη σημείωση της παρούσας ερμηνευτικής απόφασης στο πρωτότυπο των υπ' αριθμ. 66/2018 και 68/2018 αποφάσεων και την αναγραφή στα αντίγραφα ή αποσπάσματα των τελευταίων του αριθμού και της ημερομηνίας της ερμηνευτικής απόφασης.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε, σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στον Πειραιά στις 24 Οκτωβρίου 2023.

 

Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ                  Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ