ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΕιρΠατρ 112/2024
Αίτηση ερμηνείας
για τρόπο εκτοκισμού της ρύθμισης για την προστασία της κύριας κατοικίας -.
Δεκτή αίτηση ερμηνείας 316 ΚΠΔ. Εκτοκισμός της μηνιαίας δόσης και όχι του
συνολικού κεφαλαίου της ρύθμισης του αρ. 9 παρ. 2 ν.
3869/2010 για την προστασία της κύριας κατοικίας. Υποχρέωση μη υπέρβασης της
μέγιστης ικανότητας αποπληρωμής. Δικαστική ρύθμιση και όχι νέο δανειακό προϊόν.
(Η παρούσα δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου
Αθηνών Μιχαήλ Κούβαρη, MSC Alba Graduate
Business School,
Διαπιστευμένου Διαμεσολαβητή στο Υ.Δ.Δ.Α.Δ.)
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
ΕΚΟΥΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(ν. 3869/2010)
Αριθμός απόφασης: 112/2024
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
Συγκροτήθηκε νόμιμα από την
Ειρηνοδίκη Μαρία - Κωνσταντίνα Αποστολοπούλου και την Γραμματέα Παναγιώτα Τζουβέκα.
Συνεδρίασε δημόσια στο
ακροατήριο του την 20η Οκτωβρίου 2023 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
των ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ ... οι οποίοι
παραστάθηκαν δια της πληρεξούσιας δικηγόρου τους Σοφίας Μαραγκοπούλου.
των ΚΑΘ' ΩΝ μετεχουσών στη
δίκη πιστωτών 1. ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΑLΡΗΑ ΤΡΑΠΕΖΑ
ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και τον διακριτικό τίτλο "ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ" που εδρεύει
στην Αθήνα (οδός Σταδίου αριθμ. 40) με Α.Φ.Μ: . όπως
νομίμως εκπροσωπείται ως καθολικής διάδοχος της ανώνυμης εταιρείας με την
επωνυμία «ΑLΡΗΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» με Α.Φ.Μ: . κατόπιν διάσπασης της
τελευταίας με απόσχιση του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας και εισφοράς
του στο νέο συσταθέν πιστωτικό ίδρυμα σύμφωνα με την
υπ' αριθμ. ./07.04.2021 πράξη διάσπασης του
Συμβολαιογράφου Αθηνών ., η οποία (διάσπαση) εγκρίθηκε με την υπ' αριθμ. πρωτ. ./16.04.2021 απόφαση
της Διεύθυνσης Εταιρειών του Υπουργείου Ανάπτυξης με τις υπ' αριθμ. ./16.04.2021 και ./16.04.2021 ανακοινώσεις, η οποία
δεν εμφανίσθηκε στη δίκη, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. 2. της
ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «CEPAL HELLAS ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ
ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π.» που εδρεύει στην Νέα Σμύρνη Αττικής (Λεωφόρος Συγγρού
αριθμ. 209-211) όπως νομίμως εκπροσωπείται, υπό την
ιδιότητα της διαχειρίστριας απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, που
μεταβιβάστηκαν από την «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.» στην εταιρεία ειδικού σκοπού του ν.
3156/2003 με την επωνυμία «ORION X SECURITISATION DESIGNATED ACTIVITY COMPANY»,
που εδρεύει στο Δουβλίνο με αριθμό καταχώρησης: ., όπως νομίμως εκπροσωπείται η
οποία κατέστη ειδική διάδοχος των επίδικων έννομων σχέσεων της ανώνυμης
τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.» που εδρεύει στην Αθήνα
(οδός Σταδίου αριθμ. 40) με Α.Φ.Μ: ., η οποία
παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ ΠΡΟΣΘΕΤΟΣ
ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ υπέρ της πρώτης των καθ' ων, εταιρείας με την επωνυμία «VERALTIS
ASSET MANAGEMENT ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ
ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» (πρ. Β2Κapital ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ) και το διακριτικό
τίτλο «VERALTIS ASSET ΜΑΝΑGΕΜΕΝΤ Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π.» (πρ. «ΒΖΚapital Α.Ε.»), η οποία εδρεύει στην Αθήνα, επί της
Λεωφόρου Κηφισίας αρ. 1-3,
Τ.Κ. 11523, με Α.Φ.Μ. ., με αριθμ. Γ.Ε.ΜΗ. ., νομίμως
εκπροσωπούμενης και νομίμως αδειοδοτηθείσας από την
Τράπεζα της Ελλάδος (Απόφαση αριθμ. 241/10/31-7-2017
της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος), ως
Εταιρείας Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις - Μη Δικαιούχου
Διαδίκου, σύμφωνα με τη διάταξη του αρ. 2 παρ. 4 του
Ν, 4354/2015 και την Πράξη 118/2017 της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της
Ελλάδος, ως ισχύουν, και ως εντολοδόχου και ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσώπου
και αντικλήτου της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «ΗΕLLAS 3Ρ ΙΝESTMENT
DESIGNATED ACTIVITY COMPANY» (εφ' εξής Hellas 3Ρ») με
έδρα το Δουβλίνο Ιρλανδίας (οδός Μοlesworth Streed, Dublin), 2), ως νομίμως
εκπροσωπείται, δυνάμει της από 16 Νοεμβρίου 2018 Σύμβασης Διαχείρισης, όπως
τροποποιήθηκε και ισχύει, και του υπ' αρ.
./16.07.2021 Ειδικού Πληρεξουσίου, της τελευταίας («Η3Ρ») ως ειδικής διαδόχου
απαιτήσεων της εταιρείας με την επωνυμία «ULTIMO PORTFOLIO INVESTMENT
(LUXERMBOUG) S.Α.» (με διακριτικό τίτλο «UΡΙ» ), με έδρα το Λουξεμβούργο, 1 rue Schiller L-1925, νομίμως
καταχωρημένης με αριθμό ., ως νομίμως εκπροσωπείται, δυνάμειτης
από 16 Οκτωβρίου 2018 Σύμβασης Πώλησης και Μεταβίβασης Απαιτήσεων που υπεγράφη
μεταξύ της «Η3Ρ» και της «UΡΙ» σε συνέχεια της οποίας υπεγράφη η από 29
Οκτωβρίου 2019 Συνοπτική Σύμβαση Πώλησης και Εκχώρησης, όπως αυτή καταχωρήθηκε
νομίμως στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου
Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου ./29.10.2018, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.
4354/2015 (άρθρο 3 παρ. 3 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του Ν. 2844/2000), και της
τελευταίας («ΟΡΙ») ως ειδικής διαδόχου απαιτήσεων της ανώνυμης τραπεζικής
εταιρείας με την επωνυμία «ΑLΡΗΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και τον διακριτικό
τίτλο «ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ», η οποία εδρεύει στην Αθήνα (οδός Σταδίου αριθμ. 40), με αριθμό ΜΑΕ . και ΑΦΜ ., Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε.
Αθηνών, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, δυνάμει της από 13 Μαρτίου 2018 Σύμβασης
Πώλησης και Μεταβίβασης Απαιτήσεων, όπως αυτή καταχωρήθηκε νομίμως στα δημόσια
βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό
πρωτοκόλλου ./23-3-2018, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015 (άρθρο 3
παρ. 3 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του Ν. 2844/2000) και της από 14 Σεπτεμβρίου
2018 Σύμβασης Πώλησης και Μεταβίβασης Απαιτήσεων, όπως αυτή καταχωρήθηκε
νομίμως στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου
Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου 206/14-09- 2018, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.
4354/2015 (άρθρο 3 παρ. 3 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του Ν. 2844/2000) η οποία
παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της ...
Φέρεται προς συζήτηση η από...
με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ... αίτησή του άρθρου 316 ΚΠολΔ
για την οποία ορίσθηκε δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, ότε και
συζητήθηκε, μετά την εκφώνηση από το σχετικό πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της
υποθέσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού προσκόμισαν να νόμιμα
τέλη συζήτησης, ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν
δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν
στο ακροατήριο. Ακολούθως το Δικαστήριο
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η συζήτηση της αιτήσεως
διορθώσεως ή ερμηνείας γίνεται, αφού κληθούν τουλάχιστον οκτώ τουλάχιστον
ημέρες πριν τη συζήτηση, στην οποία δεν υπολογίζεται η ημέρα ειιιδύυεως και η ημέρα της δικασίμου (ΑΠ 502/2012, ΝΟΜΟS),
όλοι οι διάδικοι, που αναφέρονται στην απόφαση (άρθρο 318 § 1 του ΚΠολΔ). Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί ειδική εφαρμογή
της αρχής της «εκατέρωθεν ακροάσεως», πρόδηλο έχει σκοπό την προστασία των
συμφερόντων των διαδίκων, οι οποίοι μετείχαν στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η
προς διόρθωση απόφαση και στους οποίους πρέπει να δίδεται η ευχέρεια να
διατυπώσουν προσηκόντως και νομοτύπως τις απόψεις τους περί του θέματος της
διορθώσεως. Από τις διατάξεις αυτές σαφώς συνάγεται ότι για την έγκυρη συζήτηση
της αιτήσεως διορθώσεως αποφάσεως ή ερμηνείας οριστικής αποφάσεως, σε περίπτωση
που απουσιάζει κάποιος από τους διαδίκους είναι αναγκαίο να έχει προκληθεί
εμπρόθεσμη και νομότυπη επίδοσή της προς αυτούς και κλήτευσή τους αφού η αίτηση
αυτή ανοίγει νέα αυτοτελή δίκη, για την οποία ουδεμία πληρεξουσιότητα ή εξουσία
αντικλήτου αυτού υφίσταται ή τεκμαίρεται (ΑΠ 795/2012, ΕΠολΔ
2013. 553, ΑΠ 1045/1998, ΕλλΔνη 1998.1556). Στην
περίπτωση, όμως, κατά την οποία οι μη κληθέντες και μη παραστάντες
διάδικοι της αρχικής δίκης δεν έχουν άμεσο ή έμμεσο έννομο συμφέρον να
εναντιωθούν στη διωκόμενη διόρθωση της αποφάσεως, δεν πρέπει να αναβάλλεται η
συζήτηση για να κληθούν οι διάδικοι της υπό διόρθωση απόφασης και η συζήτηση
προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (ΑΠ 1856/1999, ό.π./ ΕφΠειρ 26/2013, ΠειρΝ 2013. 145) χωρίς να ορίζονται παράβολο και έξοδα
ερημοδικίας, δεδομένου ότι δεν επιτρέπεται κατά της απόφασης αυτής ανακοπή
ερημοδικίας (άρθρο 319 ΚΠολΔ, βλ. και ΕφΑΘ 1378/1978, ΑρχΝ 29. 252, ΠΠρΑΘ 204/2010, ΝΟΜΟΣ). Από την υπ’ αριθμ.
819Γ'/02.05.2023 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών,
με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών Αθανάσιου Μπουσδούνη που προσκομίζουν οι
αιτούντες αποδεικνύεται ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αίτησης
με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την δικάσιμο που
αναφέρεται στην αρχή της παρούσας επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην πρώτη
των καθ' ών η αίτηση αντίστοιχα. Πλην όμως η ανωτέρω
δεν εμφανίστηκε κατά την ορισθείσα ανωτέρω δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε
από τη σειρά του οικείου πινακίου, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο
και, συνεπώς, πρέπει να δικαστεί ερήμην, το Δικαστήριο ωστόσο θα προχωρήσει στη
συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρο 318 παρ. 2 ΚΠολΔ), Σημειώνεται ότι από την επισκόπηση της δικογραφίας
δεν προκύπτει η κλήτευση στην παρούσα συζήτηση των λοιπών διαδίκων που
αναφέρονται στην με αριθμ. 462/2018 οριστική απόφαση
του Δικαστηρίου (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας - ν. 3869/2010) ήτοι των
πιστωτών «ΜΑRFΙΝ ΡΟΡULAR ΒΑΝΚ ΡUBLIC CO LTD», «ΤΡΑΠΕΖΑ ΕURΟΒΑΝΚ ΕRGASIAS ΑΈ.»
και «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.» λαμβανομένου υπόψιν αφενός ότι δεν έχουν άμεσο ή
έμμεσο έννομο συμφέρον να εναντιωθούν στην διωκόμενη ερμηνεία της απόφασης
γίνεται δεκτό ότι, για λόγους οικονομίας της δίκης, δεν πρέπει να αναβληθεί η
συζήτηση για να κλητευθούν οι ως άνω διάδικοι, οι οποίοι θα δικαστούν ερήμην
και το Δικαστήριο να προχωρήσει στην έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας της
αίτησης, σαν να ήταν αυτοί παρόντες.
Από το συνδυασμό των
διατάξεων του άρθρου 225 ΚΠολΔ με εκείνες των άρθρων
79, 80, 81 και 325 του Κώδικα αυτού, προκύπτει ότι η μεταβίβαση του επιδίκου
αντικειμένου δεν επιφέρει βίαια διακοπή της δίκης ή μεταβολή της δίκης, αλλά η
δίκη συνεχίζεται με τη συμμετοχή του διαδίκου που μεταβίβασε το επίδικο αυτό
δικαίωμα, εωσότου νομίμως περατωθεί. Μέχρι τότε μόνος νομιμοποιούμενος να
διεξαγάγει τη δίκη είναι ο διάδικος που μεταβίβασε μετά την επέλευση της
εκκρεμοδικίας το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα (ΑΠ 1541/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ
1345/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο ειδικός διάδοχος δεν αποκτά αυτοδικαίως την ιδιότητα
του διαδίκου, ούτε εισέρχεται στη θέση του δικαιοπαρόχου
του διαδίκου, αλλά έχει δικαίωμα να ασκήσει παρέμβαση, η οποία δεν
εξειδικεύεται στο νόμο, αν θα είναι κυρία ή πρόσθετη. Στο Σχέδιο της
Συντακτικής Επιτροπής (άρθρο 241 παρ. 2) οριζόταν, ότι ο ειδικός διάδοχος
δικαιούται να ασκήσει κυρία ή πρόσθετη παρέμβαση, στη συνέχεια όμως η
Αναθεωρητική Επιτροπή διέγραψε τις λέξεις ... “κυρία ή πρόσθετη” γιατί θεωρήθηκαν
ως περιττές (βλ. Πρακτικά Αναθεωρ. Επιτροπής, σελ.
86). Επομένως, κατ' αρχήν είναι δυνατή η άσκηση κυρίας ή πρόσθετης παρέμβασης
(βλ. σχ. ΑΠ 621/1980 ΝοΒ 28.1980, ΕφΑΘ
10087/1986 Δίκη 18.698, ΕφΘεσ 328/1996 ΕλΔνη 31.1318, βλ. Μακρίδου σε Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα,
ΕρμΚΠολΔ, εκδ. 2000, αρ. 225 αριθμ. 8). Πότε θα
ασκηθεί η μία ή η άλλη εξαρτάται από την έκταση της παροχής έννομης προστασίας
την οποία επιδιώκει ο παρεμβαίνων. Μόνη η μεταβίβαση
του επιδίκου αντικειμένου δεν στερεί από τον μεταβιβάσαντα διάδικο την εξουσία
διεξαγωγής της δίκης, ούτε θεμελιώνει υπέρ του ειδικού διαδόχου δικαίωμα για
άσκηση κυρίας παρέμβασης. Περίπτωση άσκησης πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται,
όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του πάρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του
νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της αποφάσεως που θα εκδοθεί είτε υπάρχει
κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειες της. Αντίθετα,
περίπτωση άσκησης κυρίας παρέμβασης συντρέχει όταν ο ειδικός διάδοχος έχει
έννομο συμφέρον να δημιουργήσει δεδικασμένο όχι μόνο
έναντι του αντιδίκου, αλλά και απέναντι στο δικαιοπάροχό του ή στους καθολικούς
διαδόχους του, αν αυτός εν τω μεταξύ πέθανε.
Αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα στην περίπτωση που είτε ο ίδιος ο δικαιοπάροχος
είτε οι καθολικοί του διάδοχοι αμφισβητούν ότι ο ειδικός διάδοχος απέκτησε
έγκυρα το επίδικο πράγμα. Αν τέτοιο έννομο συμφέρον, είτε δεν εκτίθεται στο
δικόγραφο της παρέμβασης, είτε δεν δικαιολογείται, τότε η παρέμβαση αυτή δεν
ισχύει ως κυρία αλλά, εφόσον περιέχει τα στοιχεία της πρόσθετης, θα ισχύει με
το χαρακτήρα αυτό (ΑΠ 1004/1992 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ
103/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. Νίκα, Πολιτική Δικονομία II, εκδ.
2005, § 65 αριθμ. 10, Μακρίδου σε Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα,
ΕρμΚΠολΔ, εκδ. 2000, αρ. 225 αριθμ. 8, Μπαλογιάννη/Ρεντούλη σε Απαλαγάκη, ΕρμΚΠολΔ, εκδ, 4η, αρ. 225 αριθμ. 5). Σύμφωνα δε με το άρθρο 83 ΚΠολΔ,
η πρόσθετη παρέμβαση χαρακτηρίζεται αυτοτελής όταν τα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου ή της εκτελεστότητας
ή της άμεσης διαπλαστικής ενέργειας καταλαμβάνουν και τον προσθέτως παρεμβαίνοντα. Αυτοτελής είναι συνεπώς και η πρόσθετη
παρέμβαση που ασκεί αυτός που έγινε ειδικός διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε
η δίκη ή μετά το πέρας αυτής, αφού το δεδικασμένο από
τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 368/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠεφ
744/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η ασκούμενη, κατά τις διατάξεις του άρθρου 83 ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου
περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος
με τον υπέρ ου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων
θεωρείται ως, κατά πλάσμα δικαίου, αναγκαίος ομόδικός με τις παρεχόμενες
δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεση του διαδικαστικές
ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ
1564/2017, ΑΠ 727/2017, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1485/2006, ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ.
78/2017, Αρμ. 2017.1156, ΜονΕφΠειρ. 583/2014, ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 3990/2009, ΕλλΔνη
2010.233,251, ΕφΑθ. 2809/2008 ΕλλΔνη
2011.183). Περαιτέρω, με το ν. 4354/2015 επιδιώχθηκε να επιλυθεί το ζήτημα των
μη εξυπηρετούμενων δανείων, μέσω της δημιουργίας δευτερογενούς αγοράς αυτών,
δια της γενικευμένης μεταβίβασης εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων ομάδων
απαιτήσεων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια και πιστώσεις σε φορείς που θα
επιδιώξουν την είσπραξη ή την αναδιάρθρωση αυτών των απαιτήσεων. Το άρθρο 1
παρ. 1 του ν. 4354/2015 ορίζει ότι «Ι.α Η διαχείριση
των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις που χορηγούνται ή έχουν χορηγηθεί από
πιστωτικά ιδρύματα εκτός των αναφερομένων στην περίπτωση δ' της παρ. 5 του
άρθρου 2 του ν. 4261/2014 (Α' 107) ανατίθεται αποκλειστικά: αα)
σε ανώνυμες εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, ειδικού
και αποκλειστικού σκοπού, υπό την επιφύλαξη της παρ. 20, που εδρεύουν στην
Ελλάδα». Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015 «Οι
Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν
κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την
είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή
συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης,
πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και
ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν.
4307/2014 (Α' 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την
ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο
της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης». Από την ανωτέρω
διάταξη συνάγεται ότι, κατά παρέκκλιση του κανόνα που ισχύει στο δικονομικό μας
σύστημα που επιβάλλει να συμπίπτουν σε ένα πρόσωπο το υποκείμενο της επίδικης
έννομης σχέσης και ο νομιμοποιούμενος προς διεξαγωγή της δίκης, οι εν λόγω
εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων έχουν την εξουσία να δικάζουν (ενεργητικά) ή να
δικάζονται (παθητικά) στο δικό τους όνομα ν^ συγκεκριμένη διαφορά που προκύπτει
από έννομη σχέση της οποίας δεν είναι φορείς. Πηγή δε της εξαιρετικής αυτής
νομιμοποίησης είναι αποκλειστικά οι ως άνω συγκεκριμένες διατάξεις του ν.
4354/2015 και όχι η δικαιοπρακτική θεμελίωση, πράγμα το οποίο δεν προβλέπεται
στο ελληνικό δικονομικό δίκαιο, καθώς οι διάδικοι στερούνται της εξουσίας
διάθεσης των διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης, ήτοι και της νομιμοποίησης
ως ανήκουσας σε αυτές (ΑΠ 45/2007 ΕλλΔ/νη 2007/439). Η περίπτωση δε αυτή, δεν θα πρέπει να
συγχέεται με αυτή των νομίμων αντιπροσώπων διαδίκων,
οι οποίοι ενεργούν εν ονόματι και για λογαριασμό
άλλου, γνωστού προσώπου (άρθρα 211 επ. ΑΚ), καθώς η
παρούσα εξαιρετική νομιμοποίηση αφετηρία έχει τη νομοθετική βούληση και όχι τη
συμβατική θεμελίωση. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων γίνεται δεκτό ότι
σε περίπτωση ήδη εκκρεμούς δίκης μεταξύ του οφειλέτη και της δανείστριας
τραπεζικής εταιρίας, η εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων που απέκτησε τη
διαχείριση της επίδικης απαίτησης κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας, πρέπει να
ασκήσει παρέμβαση ώστε να μετάσχει ως μη δικαιούχος διάδικος στην ανοιγείσα δίκη. Η παρέμβασή της, σύμφωνα με τα παραπάνω,
έχει τον χαρακτήρα αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης (ΑΠ 368/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ
70/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 84/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΠρΘεσ 7072/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΠρΠειρ
3604/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΠρΕυρ 16/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην κρινόμενη υπόθεση η
ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «VERALTIS ASSET MANAGEMENT ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ», που εδρεύει στη
Αθήνα επί της Λεωφόρου Κηφισίας αρ.
1-3, με Α.Φ.Μ. . και αρ. Γ.Ε.ΜΗ ., νομίμως αδειοδοτηθείσα από την Τράπεζα της Ελλάδος (Απόφαση απ'
αριθ. 241/10/31-07- 2017 της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της
Τράπεζας της Ελλάδος), ενεργούσα ως εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια
και Πιστώσεις, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της που
καταχωρήθηκε στα πρακτικά και με τις προτάσεις, άσκησε, πρόσθετη παρέμβαση υπέρ
της πρώτης των καθ' ων ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, επικαλούμενη ότι με την
από 13-03-2018 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων που καταχωρήθηκε στο
δημόσιο βιβλίο του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου
Αθηνών, με αριθ. πρωτ. ./23-03-2018, σύμφωνα με τις
διατάξεις του Ν. 4354/2015 (άρθρο 3 παρ. 3 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του Ν.
2844/2000), η πρώτη των καθ' ων μεταβίβασε στην αλλοδαπή εταιρία ειδικού σκοπού
με την επωνυμία «ULTIMO PORTFOLIO INESTMENT (LUXEMBOURG) S.Α.» με έδρα στο
Λουξεμβούργο, απαιτήσεις της από δάνεια ή πιστώσεις μεταξύ των οποίων και μέρος
των οφειλών που έχουν ρυθμιστεί με την υπ' αριθμ.
462/2018 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πατρών. Ότι, στη συνέχεια, η αλλοδαπή
εταιρία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «ULTIMO PORTFOLIO INESTMENT (LUXEMBOURG)
S.Α.» μεταβίβασε στην αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία «ΗΕLLΑS 3Ρ INVESTMENT
DESIGNATED ACTIVITY COMPANY» με έδρα στο Δουβλίνο Ιρλανδίας, απαιτήσεις της από
δάνεια ή πιστώσεις των οποίων οφειλές και ότι στη συνέχεια, η διαχείριση των
απαιτήσεων αυτών ανατέθηκε σε αυτήν (την προσθέτως παρεμβαίνουσα)
με την από 16-11-2018 ιδιωτική σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων. Με βάση δε το
ιστορικό αυτό, η παρεμβαίνουσα ζητά να απορριφθεί η
αίτηση. Η παρέμβαση αυτή συνιστά πρόσθετη και δη αυτοτελή παρέμβαση, σύμφωνα
και με τα όσα εκτίθενται στις ανωτέρω νομικές σκέψεις της παρούσας, καθώς
ασκείται από τη διαχειρίστρια της ένδικης απαίτησης και ως εκ τούτου
νομιμοποιούμενη μη δικαιούχο διάδικο, ενόψει του ότι η ισχύς της εκδοθησομένης απόφασης, δηλαδή το εξ αυτής δεδικασμένο, η εκτελεστότητα και
η τυχόν διαπλαστική ενέργεια, καταλαμβάνει και αυτή μετά την εκκρεμοδικία, παρά
το γεγονός ότι η αποκλειστική νομιμοποίηση στη συνέχιση της δίκης παραμένει στη
δικαιοπάροχό της εταιρεία, και είναι παραδεκτή και νόμιμη, στηριζόμενη στις
διατάξεις των άρθρων 80, 83, 325 αρ. 1 και 2, 752 ΚΠολΔ, 15 ν. 3869/2010. Συνεπώς μεταξύ των δύο διαδίκων,
ήτοι της ανωτέρω αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας
και της υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση πρώτης των καθ' ων διαδίκου, δημιουργείται
σχέση επιγενόμενης αναγκαστικής ομοδικίας και η νομίμως κλητευθείσα,
αλλά μη παριστάμενη πρώτη των καθ' ων ανώνυμη τραπεζική εταιρεία «ΑLΡΗΑ ΤΡΑΠΕΖΑ
ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από την αναγκαία ομόδικό της
αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα.
Σύμφωνα με τη διάταξη του
άρθρου 316 του ΚΠολΔ, αν η απόφαση είναι διατυπωμένη
με τρόπο που γεννά αμφιβολίες ή είναι ασαφής, το δικαστήριο που την έχει
εκδώσει μπορεί, αν το ζητήσει κάποιος διάδικος, να την ερμηνεύσει με νέα του
απόφαση έτσι που η έννοιά της να γίνει αναμφίβολη, η ερμηνεία όμως δεν μπορεί
ποτέ να αλλάξει το διατακτικό της αποφάσεως που ερμηνεύεται. Όπως προκύπτει από
τη διάταξη αυτή, η ερμηνεία γίνεται από το ίδιο δικαστήριο που έχει εκδώσει την
αρχική απόφαση και με την ίδια διαδικασία, χωρίς χρονικό περιορισμό και μόνον
ύστερα από αίτημα διαδίκου και όχι αυτεπάγγελτα. Η ερμηνεία αποβλέπει στην
αποκατάσταση του αληθινού νοήματος της αποφάσεως, εφόσον αυτό δεν είναι
κατανοητό από τους διαδίκους για το λόγο ότι η διατύπωση είναι ασαφής ή
αμφίβολη και, έτσι, με την ερμηνεία αίρονται οι ασάφειες και οι αοριστίες της
διατυπώσεως των σχετικών σημείων της αποφάσεως με την επεξήγηση της αληθούς
έννοιας και την αποκατάσταση του ακριβούς νοήματος αυτών. Αμφίβολο, κατ' αρχήν,
θεωρείται το νόημα της αποφάσεως, όταν η λεκτική διατύπωση, λόγω των όρων που
χρησιμοποιήθηκαν, οδηγεί σε διάφορες ερμηνευτικές εκδοχές, ενώ η ασάφεια της
αποφάσεως, πρέπει, να είναι τέτοια, ώστε να δυσχεραίνεται ή να καθίσταται
αδύνατη η κατανόηση αυτής ή η εκτέλεσή της και η οριοθέτηση του ουσιαστικού δεδικασμένου που απορρέει απ' αυτή (ΜΠρΑΘ
1706/2020, Δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου εισάγεται η
αίτηση ερμηνείας δικαστικής αποφάσεως, Θα εξετάσει, σε πρώτη φάση, αν πράγματι
η απόφαση είναι ασαφής, αόριστη και με αμφίβολο νόημα. Μόνο τότε, ήτοι, αν
διαγνωστεί ότι η απόφαση δεν είναι "σαφής" αλλά έχει ανάγκη
ερμηνείας, Θα προχωρήσει στην ερμηνεία της αποφάσεως, αναζητώντας την αληθινή
βούληση του δικαστή (και όχι το νόημα της αποφάσεως καθ' εαυτό), λαμβάνοντας
υπόψη, εφόσον είναι αναγκαίο, και τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, κατά την
οποία εκδόθηκε η ερμηνευόμενη απόφαση (αγωγή,
προτάσεις και λοιπά δικόγραφα της δίκης εκείνης) (ΑΠ 480/2022, ΑΠ 1479/2019, ΑΠ
962/2017, Δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 75/2017, δημοσίευση στην ιστοσελίδα του ΑΠ).
Δεν ερευνάται, δηλαδή, πώς θα ήταν ορθό να αποφανθεί το δικαστήριο κατά τη δίκη
εκείνη, αλλά πώς πράγματι αποφάνθηκε. Νομικές ή ουσιαστικές πλημμέλειες της
αποφάσεως δεν είναι δυνατό να καλυφθούν με τη μέθοδο της ερμηνείας και,
συνεπώς, δεν επιτρέπεται, κατά την ερμηνεία, η επανεκτίμηση των αποδείξεων που
είχαν διεξαχθεί τότε, ούτε το δικαστήριο έχει εξουσία, με ερμηνεία ή προσθήκη
νέας διατάξεως, να αλλοιώσει την ουσία της αποφάσεως και την έννοια αυτής, ούτε
να συμπληρώσει παραλείψεις σε αιτήματα που υποβλήθηκαν από τους διαδίκους,
διότι τούτο αντίκειται στους κανόνες του δεδικασμένου.
Το δικαστήριο, κατά την ερμηνεία της αποφάσεώς του, περιορίζεται στην επεξήγηση
της αληθινής έννοιας της, ήτοι στον καθορισμό των αόριστων και στην αποσαφήνιση
των ασαφών σημείων του διατακτικού της ή και των αιτιολογιών της, όταν οι
τελευταίες επέχουν θέση διατακτικού, χωρίς όμως να αλλάξει το διατακτικό της
αποφάσεώς του (ΑΠ 1735/2014, ΑΠ 1235/2014, Δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Επισημαίνεται
ότι από το συνδυασμό των προαναφερόμενών διατάξεων των άρθρων 315 και 316 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, όπου χωρεί διόρθωση δικαστικής
απόφασης, δεν χωρεί ερμηνεία αυτής και αντίστροφα (ΑΠ 480/2022, 1123/2022,
1479/2019, Δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 359/2017, Δημοσίευση στην ιστοσελίδα του
ΑΠ) και η διόρθωση - ερμηνεία δεν υπόκειται σε χρονικό περιορισμό (Βαθρακοκοίλης, Ερμηνευτική - Νομολογιακή
Ανάλυση κατ' άρθρο 315, σημ. 16, σελ. 433, ΕφΠειρ
602/1997, Δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 319 του ΚΠολΔ, οι αποφάσεις που εκδίδονται σε αιτήσεις για διόρθωση
ή ερμηνεία μιας απόφασης, μπορούν να προσβληθούν με όλα τα ένδικα μέσα, με τα
οποία θα μπορούσε να προσβληθεί η απόφαση που ζητήθηκε να διορθωθεί ή
ερμηνευθεί, με εξαίρεση την ανακοπή ερημοδικίας και, κατά συνέπεια, αυτή
προσβάλλεται και με αίτηση αναίρεσης (ΑΠ 1833/2012, Δημοσίευση στην ιστοσελίδα
του ΑΠ) ανεξαρτήτως αν η αίτηση διόρθωση ή ερμηνείας έγινε δεκτή ή απορρίφθηκε.
Από την αμέσως προηγούμενη διάταξη, προκύπτει ότι η διορθωτική ή ερμηνευτική
απόφαση δεν έχει αυτοτέλεια, αποτελεί τμήμα της υπό διόρθωση ή υπό ερμηνεία
απόφασης, γι' αυτό, άλλωστε, και η ενέργειά της ανατρέχει στο χρόνο δημοσίευσης
της απόφασης που διορθώνεται-ερμηνεύεται (άρθρο 320 του ΚΠολΔ,
ΑΠ 43/2007) και δεν παρέχει νέα προθεσμία προς άσκηση ενδίκου μέσου, εκτός αν
προβάλλεται λόγος κατ' αυτής. Έτσι με τη διόρθωση ή ερμηνεία της απόφασης, δεν
δημιουργείται νέα αυτοτελής απόφαση, αλλά διορθώνεται-ερμηνεύεται η ήδη
υπάρχουσα η οποία, ως ενιαίο σύνολο, με τη διορθωτική-ερμηνευτική παράγει
έννομα αποτελέσματα αναδρομικά από τη δημοσίευσή της και όχι από τη διόρθωσή
της (ΑΠ 330/2022, ΑΠ 1112/2014, Δημοσίευση στην ιστοσελίδα του ΑΠ). Σύμφωνα,
εξάλλου, με την αιτιολογική έκθεση του ν. 3869/2010 «Η εισοδηματική στενότητα,
τα υψηλά επιτόκια στο χώρο ιδίως της καταναλωτικής πίστης, οι επιθετικές
πρακτικές προώθησης των πιστώσεων, ατυχείς προγραμματισμοί, απρόβλεπτα γεγονότα
στη ζωή των δανειοληπτών (απώλεια εργασίας κ.α.), αποτέλεσαν παράγοντες που,
δρώντας υπό την απουσία θεσμών συμβουλευτικής υποστήριξης των καταναλωτών σε
θέματα υπερχρέωσης, συνέβαλαν ανενόχλητα στην αυξανόμενη υπερχρέωση νοικοκυριών
που, αδυνατώντας εν συνεχεία να αποπληρώσουν τα χρέη τους, υπέστησαν και
υφίστανται, τις αλυσιδωτά επερχόμενες καταστροφικές συνέπειες της. Σημαντικό
μέρος των πολιτών έχει οδηγηθεί σήμερα στη περιθωριοποίηση, καθώς, μη
διαθέτοντας σοβαρή αγοραστική δύναμη και δυνατότητα απεγκλωβισμού από την
υπερχρέωση, δεν είναι σε θέση να σχεδιάσει τη συμμετοχή του στην οικονομική και
κοινωνική ζωή. Η υπερχρέωση αναδεικνύεται πλέον ως ένα από τα μεγαλύτερα
κοινωνικά προβλήματα και στη χώρα μας και ως σύγχρονο κοινωνικό κράτος δικαίου
έχουμε καθήκον να αντιμετωπίσουμε. Κανείς δεν μπορεί πια να αγνοεί την αδήριτη
ανάγκη να δοθεί η πραγματική δυνατότητα στους υπερχρεωμένους καταναλωτές και
επαγγελματίες να πραγματοποιήσουν πλέον ένα νέο οικονομικό ξεκίνημα στη ζωή
τους... Η δυνατότητα της ρύθμισης, για το φυσικό πρόσωπο των χρεών του, με
απαλλαγή από αυτά βρίσκει τη νομιμοποίησή της ευθέως στο ίδιο το κοινωνικό
κράτος δικαίου που επιτάσσει να μην εγκαταλειφθεί ο πολίτης σε μία χωρίς
διέξοδο και προοπτική κατάσταση, από την οποία, άλλωστε, και οι πιστωτές δεν
μπορούν να αντλήσουν κανένα κέρδος. Μία τέτοια απαλλαγή χρεών δεν παύει όμως να
εξυπηρετεί και ευρύτερα το γενικό συμφέρον, καθώς οι πολίτες επανακτούν
ουσιαστικά μέσω των εν λόγω διαδικασιών την αγοραστική τους δύναμη προάγοντας
την οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα. [...] Στόχος των εν λόγω διατάξεων
είναι η επανένταξη του υπερχρεωμένου πολίτη στην οικονομική και κοινωνική ζωή
με την επανάκτηση της οικονομικής ελευθερίας που συνεπάγεται η εξάλειψη των
χρεών που αδυνατεί να αποπληρώσει. Η συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών
αποβλέπει εν προκειμένω στη δυνατότητα μίας δεύτερης ευκαιρίας στο υπερχρεωμένο
φυσικό πρόσωπο για ένα νέο οικονομικό ξεκίνημα, χωρίς τα ανυπέρβλητα βάρη του
παρελθόντος, με τη δυνατότητα απαλλαγής από υποχρεώσεις που έχει αναλάβει,
εφόσον για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα εξαντλήσει τις δυνατότητες
ικανοποίησης των πιστωτών του. Η (μερική έστω) ικανοποίηση των πιστωτών από το
εισόδημα του οφειλέτη για μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο προβάλλει ως
δοκιμασία και επίδοση του οφειλέτη προκειμένου να επιτύχει με το πέρας αυτής το
ευεργετικό αποτέλεσμα της απαλλαγής των χρεών. Το νομοσχέδιο δίνει μία
ρεαλιστική προοπτική απεγκλωβισμού από τα χρέη σε όλους τους υπερχρεωμένους
πολίτες. Διασφαλίζει στα υπερχρεωμένα νοικοκυριά που θα θελήσουν να αξιοποιήσουν τις ρυθμίσεις του
σχεδίου νόμου ένα ελάχιστο επίπεδο οικονομικής διαβίωσης. Με μία πρωτοποριακή
ρύθμιση λαμβάνει ιδιαίτερη μέριμνα για τη διατήρηση και προστασία της κύριας
κατοικίας των οφειλετών, αφού επιτρέπει σε αυτούς να την εξαιρέσουν από την
ρευστοποίηση της περιουσίας τους. Τούτο δε υπό όρους και διαδικασίες που δεν
θίγουν τα συμφέροντα των πιστωτών» (Ειρ. Ηρακλ.
1436/2023, Ειρ.Κερκ. 575/2023, Ειρ.Αλεξ.
150/2023, ΕιρΛαυρ 22/2023, Δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕιρΠειρ 2264/2023, Δημοσίευση ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ).
Ειδικότερα δε με την νομοθετική ρύθμιση και τροποποίηση του άρθρου 9 παρ.
2 του ν. 3869/2010 με τους ν. 4346/2015 και 4549/2018, προβλέφθηκε ότι το
σχέδιο διευθέτησης οφειλών, το οποίο προτείνει ο οφειλέτης για την εξαίρεση της
κύριας κατοικίας του, προβλέπει ότι ο οφειλέτης θα καταβάλλει το μέγιστο της
δυνατότητας αποπληρωμής του και ταυτόχρονα τέτοιο ποσό ώστε οι πιστωτές του να
μη βρεθούν, χωρίς τη συναίνεσή τους σε χειρότερη οικονομική θέση από αυτήν που
θα βρίσκονταν σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης. Ακολούθως, ο ανωτέρω νόμος,
προέβλεψε ότι «με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, ορίζονται η διαδικασία και
τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό της μεγίστης ικανότητας
αποπληρωμής του οφειλέτη και τον προσδιορισμό του ποσού, το οποίο θα ελάμβαναν
οι πιστωτές σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης, καθώς και για τον προσδιορισμό
της ενδεχόμενης ζημίας των πιστωτών» {βλ. άρθρο 9 παρ. 2, εδ.
β και όπως αντικαταστάθηκε από 1,1.2016, με το άρθρο 14 παρ. 1 ν. 4346/2015).
Από την παραπάνω διατύπωση, της τροποποίησης του ως άνω νόμου, προκύπτει
αβίαστα ότι ο νομοθέτης έθεσε δύο κριτήρια για τον προσδιορισμό του
ανταλλάγματος, που ο οφειλέτης θα καταβάλλει για τη διάσωση της κύριας
κατοικίας του, αφενός τη μέγιστη δυνατότητας αποπληρωμής του οφειλέτη και
αφετέρου το ποσό που θα ελάμβαναν οι πιστωτές σε περίπτωση αναγκαστικής
εκτέλεσης του ακινήτου. Ωστόσο, το γεγονός ότι με την παραπάνω απόφαση της
Τράπεζας της Ελλάδος θα προσδιορίζονταν μεταξύ άλλων και η ενδεχόμενη ζημία των
πιστωτών, αλλά και από τον όλο σκοπό και πνεύμα του ν. 3869/2010, όπως προεκτέθηκε, καταδεικνύεται ότι προτεραιότητα του νομοθέτη
και πρωτεύον κριτήριο ήταν η μέγιστη δυνατότητα αποπληρωμής του οφειλέτη, και
δευτερευόντως το ποσό που θα ελάμβαναν οι πιστωτές σε περίπτωση αναγκαστικής
εκτέλεσης του ακινήτου. Και αυτό, διότι ο νομοθέτης, προφανώς και θεώρησε
απολύτως πιθανό ότι σε κάποιες περιπτώσεις δε θα μπορούσαν να συντρέξουν
ταυτόχρονα και οι δύο ανωτέρω προϋποθέσεις. Για τις περιπτώσεις δε αυτές, θα
ρυθμίζονταν με απόφαση της τράπεζας της Ελλάδος, η τυχόν ζημία των πιστωτών,
γεγονός που δείχνει ότι ο νομοθέτης έδωσε προτεραιότητα στην πρώτη προϋπόθεση,
ήτοι τη μεγίστη δυνατότητα αποπληρωμής του οφειλέτη, έναντι του δεύτερου
κριτηρίου, το οποίο θα φρόντιζε να αντισταθμίσει με άλλο τρόπο. Άλλωστε με το
άρθρο 9 παρ. 2 ν. 3869/2010 ορίζεται ρητά ότι η εξυπηρέτηση της οφειλής γίνεται
με επιτόκιο που δεν υπερβαίνει αυτό της ενήμερης οφειλής ή το μέσο επιτόκιο
στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο που ίσχυε, σύμφωνα με το στατιστικό
δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος κατά τον τελευταίο μήνα για τον οποίο υφίσταται
μέτρηση, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή, σε
περίπτωση καθορισμού σταθερού επιτοκίου, το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου
για ανάλογη της ρύθμισης περίοδο, όπως ομοίως προκύπτει από το στατιστικό
δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, και χωρίς ανατοκισμό.
Για τον προσδιορισμό της περιόδου τοκοχρεολυτικης
εξόφλησης της οριζόμενης συνολικής οφειλής λαμβάνεται υπόψη το συνολικό ύψος
της οφειλής και η οικονομική δυνατότητα του οφειλέτη. Η περίοδος πάντως αυτή
δεν μπορεί να υπερβαίνει τα είκοσι (20) έτη εκτός αν η διάρκεια των συμβάσεων
δυνάμει των οποίων χορηγήθηκαν οι πιστώσεις στον οφειλέτη ήταν μεγαλύτερη των
είκοσι (20) ετών, οπότε ο Ειρηνοδίκης δύναται να προσδιορίσει μεγαλύτερη
διάρκεια η οποία πάντως δεν υπερβαίνει τα τριάντα πέντε (35) έτη. Οι απαιτήσεις
των πιστωτών ικανοποιούνται από τις καταβολές του οφειλέτη με βάση την παρούσα
παράγραφο κατά αναλογική εφαρμογή των άρθρων 974 επ. ΚΠολΔ.
Με την υπό κρίση αίτηση οιαιτούντες, εκθέτουν, ότι με την με αριθμό· απόφαση του
Δικαστηρίου αυτού έγινε δεκτή η από κοινού αίτηση τους περί υπαγωγής τους στο
νόμο 3869/2010, ρυθμίστηκαν τα χρέη τους με τον ορισμό καταβολών ως προς τη
ρύθμιση του άρθρου 9 παρ. 2 του νόμου 3869/2010 και εξαιρέθηκε της εκποίησης η
κύρια κατοικία των αιτούντων, για τη διάσωση της οποίας ορίστηκαν μηνιαίες
καταβολές προς την πρώτη των καθ' ων «ΑΙΡΗΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» ως εξής:
α) για την πρώτη των αιτούντων ύψους 144,98 € εκάστης, για χρονικό διάστημα 240
μηνών, ήτοι συνολικά για τη διάσωση του 50% αδιαίρετα της πλήρους κυριότητας
της κύριας κατοικίας της ορίστηκε να καταβάλλει το συνολικό ποσό των 34.794,13
€ και β) για τον δεύτερο των αιτούντων ύψους 144,98 € εκάστης, για χρονικό
διάστημα 240 μηνών, ήτοι συνολικά για τη διάσωση του 50% αδιαίρετα της πλήρους
κυριότητας της κύριας κατοικίας του ορίστηκε να καταβάλλει το συνολικό ποσό των
34.794,13 €, Η αποπληρωμή των ανωτέρω ποσών ορίστηκε να γίνει εντός του πρώτου
δεκαημέρου κάθε μήνα από το μήνα Μάιο έτους 2023 έως και το μήνα Απρίλιο έτους
2043 εντόκως, χωρίς ανατοκισμό με το μέσο επιτόκιο
στεγαστικού δανείου με το κυμαινόμενο επιτόκιο που θα ισχύει κατά τον χρόνο της
αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος,
αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ότι η
ανωτέρω διατύπωση είναι ασαφής όσον αφορά τον υπολογισμό του μέσου επιτοκίου
στεγαστικού δανείου και θα πρέπει να ερμηνευτεί. Ότι συγκεκριμένα, θα πρέπει να
ερμηνευτεί, εάν το επιτόκιο θα πρέπει να υπολογίζεται στην εκάστοτε μηνιαία
δόση που επιβλήθηκε από το Δικαστήριο ή στο συνολικό κεφάλαιο που ρυθμίστηκε.
Επίσης, ζητούν, να διαταχθεί η σημείωση της παρούσας απόφασης στο πρωτότυπο της
ερμηνευόμενης απόφασης.
Με το περιεχόμενο αυτό η υπό
κρίση αίτηση, αρμόδια καθ' ύλη και κατά τόπο φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον
αυτού του Δικαστηρίου (άρθρο 317 παρ.2 ΚΠολΔ) κατά τη
διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρο 318 παρ.1 εδ.
α' ΚΠολΔ) και είναι παραδεκτή και νόμιμη, στηριζόμενη
στο άρθρο 316 ΚΠολΔ, και πρέπει, επομένως, να
ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν. Η αυτοτελώς
προσθέτως παρεμβαίνουσα προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η
κρίνομενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη καθώς η ρύθμιση του άρθρου 9 παρ. 2 ν.
3869/2010 αποτελεί αναδιάρθωση δανείου και ο
υπολογισμός του επιτοκίου γίνεται επί του συνολικού κεφαλαίου και όχι επί της
μηνιαίας δόσης.
Από όλα ανεξαιρέτως τα
έγγραφα, που οι παριστάμενοι διάδικοι προσκόμισαν μετ' επικλήσεως, αποδείχθηκαν
τα εξής πραγματικά περιστατικά: Με την με αριθμό ... απόφαση του Δικαστηρίου
αυτού συνεκδικάστηκαν οι με αριθμό και ... αιτήσεις
των αιτούντων περί υπαγωγής τους στο νόμο 3869/2010, ρυθμίστηκαν τα χρέη τους
ως εξής: 1) για την πρώτη των αιτούντων με τον ορισμό μηνιαίων καταβολών εντός
του πρώτου δεκαημέρου εκάστου μηνός, ύψους 50 € για τις αναφερόμενες στην
αίτησή της οφειλές της πρώτης των καθ' ων, για χρονικό διάστημα από τον μήνα
Μάϊο 2018 έως και τον Απρίλιο 2023. Επιπρόσθετα, εξαιρέθηκε της εκποίησης το
50% αδιαίρετα της πλήρους κυριότητας της κύριας κατοικίας της πρώτης των
αιτούντων ενός διαμερίσματος τρίτου ορόφου επιφάνειας 94,14 τ.μ. στην Πάτρα
στην περιοχή «Μέση Αγυιά» επί της οδού …
για τη διάσωση της οποίας ορίστηκαν μηνιαίες καταβολές προς την πρώτη
των καθ' ων, ύψους 144,98 € εκάστης, για χρονικό διάστημα 20 ετών, ήτοι
συνολικά για τη διάσωση της κύριας κατοικίας της ορίστηκε να καταβάλει το
συνολικό ποσό των 34.794,14 €. Η καταβολή των μηνιαίων αυτών δόσεων ορίστηκε να
ξεκινήσει από τον μήνα Μάιο 2023 έως και τον μήνα Απρίλιο 2043 και να
καταβάλλονται εντός του πρώτου δεκαημέρου κάθε μήνα. Η δε αποπληρωμή του
ανωτέρω ποσού ορίστηκε να γίνει εντόκως, χωρίς ανατοκισμό
με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με το κυμαινόμενο επιτόκιο που θα
ισχύει κατά τον χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της
Τράπεζας της Ελλάδος, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των πράξεων
Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής
Τράπεζας. 2) Για τον δεύτερο των αιτούντων: με τον ορισμό μηνιαίων καταβολών
εντός του πρώτου δεκαημέρου εκάστου μηνάς, ύψους 1.500 € συμμέτρως διανεμόμενο
στις αναφερόμενες στην αίτησή της οφειλές προς τους πιστωτές του, για χρονικό
διάστημα από τον μήνα Μάϊο 2018 έως και τον Απρίλιο 2023. Επιπρόσθετα,
εξαιρέθηκε της εκποίησης το 50% αδιαίρετα της πλήρους κυριότητας της κύριας
κατοικίας του δεύτερου των αιτούντων, ήτοι το 50% αδιαίρετα της πλήρους κυριότητας
της κύριας κατοικίας της πρώτης των αιτούντων ενός διαμερίσματος διάσωση της
οποίας ορίστηκαν μηνιαίες καταβολές προς την πρώτη των καθ' ων, ύψους 144,98 €
εκάστης, για χρονικό διάστημα 20 ετών, ήτοι συνολικά για τη διάσωση της κύριας
κατοικίας της ορίστηκε να καταβάλει το συνολικό ποσό των 34.794,14 €. Η
καταβολή των μηνιαίων αυτών δόσεων ορίστηκε να ξεκινήσει από τον μήνα Μάιο 2023
έως και τον μήνα Απρίλιο 2043 και να καταβάλλονται εντός του πρώτου δεκαημέρου
κάθε μήνα. Η δε αποπληρωμή του ανωτέρω ποσού ορίστηκε να γίνει εντόκως, χωρίς ανατοκισμό με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με το
κυμαινόμενο επιτόκιο που θα ισχύει κατά τον χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με
το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, αναπροσαρμοζόμενο με
επιτόκιο Αναφοράς αυτό των πράξεων
Κύριας Αναχρηματοδότησηςτης Ευρωπαϊκής Κεντρικής
Τ/Τράπεζας. Πράγματι, η διατύπωση της ανωτέρω απόφασης, κατά την κρίση του
Δικαστηρίου, είναι ασαφής και χρήζει ερμηνείας, καθόσον δεν διευκρινίζεται αν
το επιτόκιο θα πρέπει να υπολογίζεται στην εκάστοτε μηνιαία δόση ή στο συνολικό
κεφάλαιο, Παρόλα αυτά, η διατύπωση του σκεπτικού αλλά και του διατακτικού της
υπό ερμηνείας απόφασης αναφέρεται σε καταβολή μηνιαίων δόσεων, η οποία θα
γίνεται με το αναφερόμενο ως άνω επιτόκιο. Ειδικότερα, αναφέρεται ότι «η
καταβολή των μηνιαίων δόσεων αυτών, [...] θα γίνεται το πρώτο δεκαήμερο κάθε
μήνα, χωρίς ανατοκισμό με το μέσο επιτόκιο ...». Η
διατύπωση της ανωτέρω απόφασης, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, είναι
ασαφής και χρήζει ερμηνείας, καθόσον δεν διευκρινίζεται αν το επιτόκιο θα
πρέπει να υπολογίζεται στην εκάστοτε μηνιαία δόση ή στο συνολικό κεφάλαιο. Στο
διατακτικό της ερμηνευόμενης απόφασης
επαναλαμβάνονται στην ουσία αυτολεξεί οι όροι τοκοφορίας
της δόσης που προβλέπονται στο άρθρο 9 παρ. 2 του ν. 3869/2010 για την διάσωση
της κύριας κατοικίας των αιτούντων. Από τις διατάξεις του ν. 3869/2010
συνάγεται ότι η ρύθμιση του άρθρου 9 παρ. 2 για την διάσωση της κύριας
κατοικίας του οφειλέτη προτάσσει την απεμπλοκή των οφειλών του δανειολήπτη από
τις δανειακές συμβάσεις, εντάσσοντας αυτές σε μία συνολική οφειλή, ένα μέρος
της οποίας διαγράφεται, και ένα άλλο μέρος αποπληρώνεται, ανάλογα με τις
οικονομικές δυνάμεις του αιτούντος, υπάτους ειδικότερους όρους που θα ορίσει το
Δικαστήριο. Το Δικαστήριο ρυθμίζοντας τα χρέη του υπερχρεωμένου δανειολήπτη δεν
επιφέρει απλώς τροποποίηση των όρων της δανειακής σύμβασης ως προς το συνολικό
οφειλόμενο ποσό και το χρόνο αποπληρωμής αυτού, ώστε να δύναται να θεωρηθεί ότι
οι λοιποί όροι της δανειακής σύμβασης, πέραν των ανωτέρω, εξακολουθούν να
ισχύουν. Δυνατότητα ρύθμισης στα πλαίσια της υπάρχουσας δανειακής σύμβασης,
τροποποιώντας αυτήν, δίδει ο νομοθέτης στα συμβαλλόμενα μέρη μόνο κατόπιν
εξώδικου διακανονισμού. Εφόσον αυτός δεν επέλθει και ο δανειολήπτης προσφύγει
στο Δικαστήριο, αυτό, δεχόμενο την αίτηση, κατ' ουσίαν
αναστέλλει την ισχύ της δανειακής σύμβασης, και προβαίνει σε νέα ρύθμιση της
ληξιπρόθεσμος οφειλής, καθορίζοντας όλους τους όρους αποπληρωμής αυτής
(οφειλόμενο ποσό, επιτόκιο, χρόνος αποπληρωμής, χρόνος καταβολής δόσης,
διαγραφέν ποσό), έχοντας παράλληλα τη δυνατότητα να επιβάλλει στα συμβαλλόμενα
μέρη και άλλους πρόσθετους όρους, που αυτό κρίνει ως επιβεβλημένους για τη
δίκαιη επίλυση της διαφοράς και την αποφυγή στέρησης της κύριας κατοικίας του
αιτούντος. Εξάλλου και ο ίδιος ο νόμος αναφέρει ότι οι μη εμπραγμάτως
εξασφαλισμένες οφειλές σταματούν να εκτοκίζονται,
πράγμα που δεν συνάδει με τα τραπεζικώς ισχύοντα, ενώ ακόμη και η επιλογή της εκουσίας δικαιοδοσίας από τον νομοθέτη για τις διαφορές του
ν. 3869/2010, με το ευρύ ρυθμιστικό της πεδίο και τις πέραν του συζητητικού
συστήματος εξουσίες που παρέχει στον δικάζοντα, σαφώς υποδηλώνει ότι
απομακρυνόμαστε, έστω ως ένα βαθμό, από την τραπεζική ορολογία με τη στενή
έννοια. Ενόψει αυτών, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο νομοθέτης, ορίζοντας το
ανωτέρω αναφερόμενο επιτόκιο στο πλαίσιο της ρύθμισης του άρθρου 9 παρ. 2 ν.
3869/2010 ουσιαστικά είχε υπόψη του την μεταβαλλόμενη σε βάθος χρόνου αξία του
χρήματος, ήτοι την αξία που θα είχε η ορισθείσα μηνιαία δόση στο πέρασμα των
ετών, κατά τα οποία διαρκεί η υποχρέωση καταβολής της ως άνω ρύθμισης, ήτοι
μετά από έως 20 ή 35 χρόνια, ανάλογα την περίπτωση, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τα
κριτήρια της τραπεζικής αγοράς, η οποία προτάσσει την οικονομική διευκόλυνση των
δανειοληπτών, υπό την προϋπόθεση αποκόμισης κέρδους για τον πιστωτή μέσω του
επιβαλλόμενου επιτοκίου. Ο εκτοκισμός δηλαδή του συνολικού ανταλλάγματος που
ορίστηκε στο πλαίσιο του άρθρου 9 παρ. 2 εν είδει
νέου προϊόντος δανείου με πιστούχο τον οφειλέτη, καίτοι αναμενόμενος με βάση τα
τραπεζικά ήθη, εντούτοις δεν συνάδει με τον γενικότερο σκοπό του ν. 3869/2010,
όπως αυτό αποτυπώνεται ρητά στην αιτιολογική του έκθεση (βλ. ανωτέρω νομική
σκέψη), ο οποίος είναι πρωτίστως η επανένταξη του υπερχρεωμένου πολίτη στην
οικονομική και κοινωνική ζωή με την επανάκτηση της οικονομικής ελευθερίας, που
συνεπάγεται η εξάλειψη των χρεών, που αδυνατεί να αποπληρώσει. Επομένως,
ορθότερα πρέπει να διευκρινιστεί ότι το επιτόκιο της ρύθμισης του άρθρου 9 παρ.
2 θα υπολογίζεται στην εκάστοτε μηνιαία δόση που επιβλήθηκε από το Δικαστήριο,
διότι μόνο έτσι εξυπηρετείται ο παραπάνω σκοπός του Νόμου. Στο ως άνω
συμπέρασμα συνηγορεί αφενός το γεγονός ότι ο εκδώσας
την απόφαση ρύθμιση Δικαστής ρητά αναφέρει το ύψος της μηνιαίας δόσης, κατ' απόκκλιση από τους κανόνες της τραπεζικής ? αν δε, ήθελε
ερμηνευτεί ότι το επιτόκιο υπολογίζεται στο συνολικό αντάλλαγμα που
υποχρεώθηκαν οι οφειλέτες να καταβάλουν, η απόφαση θα όριζε μόνο το κεφάλαιο,
εντόκως κ.λπ. και δε θα αναφερόταν το
ύφος της δόσης, την οποία, ο Δικαστής, Θα άφηνε αρρύθμιστη ώστε
Για να υπολογιστεί από την πιστώτρια κατά τα τραπεζικώς ισχύοντα.
Επιπρόσθετα, η ανωτέρω δόση ορίστηκε από
το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψιν του πρωτίστως την μέγιστη δυνατότητα
αποπληρωμής των αιτούντων, αλλά και το ποσό που θα ελάμβανε η πιστώτρια σε
περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης του ακινήτου τους, κατά το χρόνο έκδοσης της
απόφασης, γεγονός που συντείνει έτι περαιτέρω στο συμπέρασμα ότι η οριζόμενη
διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του ν. 3869/2010 αποτελεί την οροφή και όχι τη βάση
υπολογισμού. Αντίθετη ερμηνεία θα είχε ως αποτέλεσμα τον εκ νέου εγκλωβισμό του
υπερχρεωμένου δανειολήπτη σε μία κατάσταση από όπου δεν θα μπορούσε να
απεγκλωβιστεί, με την καταβολή υπέρμετρων δόσεων πέραν των οικονομικών του
δυνατοτήτων, καταστρατηγώντας με τον τρόπο αυτό το σκοπό και το πνεύμα του
νόμου (ΜΠρΛασ (ως Εφετείο) 270/2023 (αδημ.), ΕιρΛαυρ 22/2022 ΤΝΠ
ΝΟΜΟΣ, ΕιρΑλεξ 105/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕιρΗρακλ 1436/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω, όμως, οι καθ'
ων και η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα,
ερμηνεύουν το διατακτικό της ανωτέρω απόφασης εσφαλμένως
και παρά το γεγονός ότι πρόκειται για δικαστική ρύθμιση, που εκφεύγει των κανόνων της τραπεζικής, υπολογίζει τον τόκο
επί του συνολικού κεφαλαίου. Ειδικότερα, η δόση για έκαστο των αιτούντων
ανέρχονταν, με βάση το δοσολόγιο που απέστειλε η
δεύτερη των καθ' ων στους αιτούντες από τον Ιανουάριο 2023 έως τον Απρίλιο 2023
στο ποσό των 489,49 €, ξαφνικά και εφεξής, ένεκα της αύξησης των τραπεζικών
επιτοκίων διεθνώς, η δόση για έκαστο των αιτούντων άρχισε να αυξάνεται
φτάνοντας τον Οκτώβριο του έτους 2023 στο ποσό των 250,88 € (144,98 € δόση +
105,90 € τόκος) (βλ. την με ημερομηνία εκτύπωσης 12/10/2023 κίνηση λογαριασμού
της δεύτερης των καθ' ων από 05/05/2023 έως 10/10/2023), ενώ πρόκειται να
αυξηθεί κι άλλο λόγω της συνεχόμενης αύξησης του κυμαινόμενου επιτοκίου, ποσό
που σε καμία των περιπτώσεων δεν ήταν στη βούληση της υπ' αριθμόν 462/2018
απόφασης του Ειρηνοδικείου Πατρών, Σύμφωνα με τον υπολογισμό του έντοκου της
μηνιαίας δόσης με τον εκτοκισμό του συνολικού κεφαλαίου, όπως ερμηνεύουν οι
δανειστές των αιτούντων την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης, έκαστος των
αιτούντων καλείται να καταβάλλει μηνιαία δόση αυξημένη κατά 48% περίπου της
αρχικά ορισθείσας δόσης των 144,98 € για έκαστο των αυτών, οι οποίες
υπολογίσθηκαν από το Δικαστήριο που την όρισαν, βάσει του ποσού θα έπαιρναν οι
δανειστές των αιτούντων εάν κινούσαν επί του επίδικου ακινήτου την διαδικασία
πλειστηριασμού, ως εκ τούτου δεν πρόκειται να ζημιωθούν με τον υπολογισμό του
επιτοκίου επί της μηνιαίας δόσης καθώς και πάλι θα πάρουν έντοκα το ποσό που θα
έπαιρνα εάν το ακίνητο των αιτούντων βρισκόταν υπό την διαδικασία της
αναγκαστικής εκτέλεσης. Επιπρόσθετα η δικαστική ρύθμιση του άρθρου 9 παρ. 2 του
ν. 3869/2010 έχει ως στόχο την διάσωση της κύριας κατοικίας του υπερχρεωμένου δανειολήπτη,
όπου αυτή υφίσταται έτσι ώστε αυτή να αποτελεί την οροφή και όχι την βάση του
υπολογισμού. Κατά συνέπεια, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ' ουσίαν βάσιμη, να ερμηνευθεί η υπ' αριθμ.
απόφαση, ως προς τον τρόπο εκτοκισμού της καταβλητέας για τη διάσωση της κύριας
κατοικίας της αιτούσας μηνιαίας δόσης, όπως καθορίζεται ειδικότερα στο
διατακτικό της παρούσας.
Τέλος, κατά τη διάταξη του
άρθρου 320 του ίδιου κώδικα, η ερμηνευτική απόφαση σημειώνεται, με την
επιμέλεια της Γραμματείας του Δικαστηρίου, στο πρωτότυπο της αποφάσεως που
ερμηνεύεται, έχει δε αναδρομική δύναμη, καθόσον ανατρέχει στο χρόνο
δημοσιεύσεως της ερμηνευθείσας αποφάσεως (Βαθρακοκοίλης,
ό.π., σημ. 11, ΕφΑΘ
3461/2008, ΕφΠειρ 602/1997, ΕφΑΘ
1662/1987) όπως προαναφέρθηκε.
Δικαστική δαπάνη δεν
επιδικάζεται, κατ' αναλογική εφαρμογή του άρθρου 8 παρ. 6 του ν. 3869/2010 ούτε
παράβολο ερημοδικίας πρέπει να οριστεί για τον ερημοδικασθέντα
διάδικο, διότι δεν προβλέπεται η άσκηση ανακοπής ερημοδικίας κατά της απόφασης
αυτής (άρθρο 319 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την αίτηση με
την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση ερήμην της πρώτης των καθ' ων κατ' αντιμωλία
των λοιπών διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.
ΕΡΜΗΝΕΥΕΙ την υπ' αριθμ. ... απόφαση του Ειρηνοδικείου Πατρών, και δη το
διατακτικό αυτής, ως προς τη διάταξή της για τη διάσωση της κύριας κατοικίας
των αιτούντων, κατά το ότι το αναφερόμενο σ' αυτήν επιτόκιο θα υπολογίζεται
στην εκάστοτε μηνιαία δόση που επιβλήθηκε από το Δικαστήριο και όχι στο σύνολο
του κεφαλαίου που ορίστηκε να καταβληθεί για την παραπάνω αιτία.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τη σημείωση της
παρούσας ερμηνευτικής απόφασης στο πρωτότυπο της ερμηνευόμενης
απόφασης και την αναγραφή στα αντίγραφα ή αποσπάσματα της τελευταίας του
αριθμού και της ημερομηνίας της ερμηνευτικής απόφασης.
ΚΡΙΘΗΚΕ αποφασίσθηκε και
δημοσιεύθηκε στην Πάτρα και στο ακροατήριο του Ειρηνοδικείου, σε έκτακτη,
δημόσια συνεδρίαση την 17-6-2024, απάντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων
δικηγόρων των διαδίκων με την παρουσία της Γραμματέως.
Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ Η
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ