ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΕιρΚυθήρων 12/2023

 

 

Ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων - Τρόπος εκτοκισμού της ρύθμισης για την προστασία της κύριας κατοικίας -.

 

 

Δεκτή αίτηση ερμηνείας αρ. 316 επ. Κ.Π.Δ. σε απόφαση Ν. 3869/2010. Καθορίζεται ο υπολογισμός του τόκου επί του ποσού δόσης της ρύθμισης του αρ. 9 παρ. 2 ν. 3869/2010 και όχι επί του συνολικού κεφαλαίου της ανωτέρω ρύθμισης.

 

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Αθηνών Διονύση Θ. Μπαράτη, Δικηγόρου - Μεταπτυχιακού Διπλωματούχου Αστικού Δικαίου)

 

 

 

ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΚΥΘΗΡΩΝ

ΕΚΟΥΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

Αριθμός Απόφασης 12/2023

 

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΚΥΘΗΡΩΝ

[Διαδικασία Εκουσίας Δικαιοδοσίας ν. 3869/2010]

 

 

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Αικατερίνη Βρυώνη, Δόκιμη Ειρηνοδίκη Κυθήρων και τη Γραμματέα Ευτυχία Καλατζή.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 07η του μηνός Δεκεμβρίου 2023 για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση μεταξύ:

 

Του αιτούντος: ., κατοίκου Πιτσινιάνικων Καρβουνάδων Κυθήρων, με ΑΦΜ ., ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Διονυσίου Μπαράτη του Θεοδώρου, κατοίκου ως εκ του επαγγέλματός του Αθηνών, επί της οδού Τσαμαδού αρ. 1-3 (ΑΜ. ΔΣ Αθηνών 25979), που προσκόμισε για το παραδεκτό της παράστασής του το υπ’ αρ. Π.../05-12-2023 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων εκδόσεως του Δ.Σ. Αθηνών και κατέθεσε έγγραφες προτάσεις.

 

Των καθ’ ων η αίτηση: 1 Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.» που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού Αιόλου αρ. 86, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. 2 Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «doValue Greece Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις» και το διακριτικό τίτλο «doValue Greece», που εδρεύει στο Μοσχάτο Αττικής, επί της οδού Κύπρου αρ. 27 και Αρχιμήδους, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, με Α.Φ.Μ. ., υπό την ιδιότητά της ως μη δικαιούχου και μη υποχρέου διαδίκου, ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «FRONTIER ISSUER DESIGNATED ACTIVITY COMPANY», εδρεύουσας στο Δουβλίνο Ιρλανδίας, 2nd Floor, Palmerston House, Fenian Str, Dublin 2, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

 

Ο αιτών υπέβαλε την από 23/11/2023 αίτηση του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου και έλαβε αύξοντα αριθμό καταθέσεως δικογράφου ./23-11-2023, με την οποία ζητά όσα αναφέρονται σε αυτή, η δε συζήτησή της προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το οικείο πινάκιο στη σειρά της και κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του αιτούντος ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε στο ακροατήριο. Στην συνέχεια το Δικαστήριο,

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

 

 

Ι. Ο νόμος 3869/2010 έχει ως σκοπό να διευκολύνει την έστω και μερική εξόφληση των χρεών, στην οποία δεν θα μπορούσαν να προβούν οι οφειλέτες χωρίς τη ρύθμιση, όπως και να τους ανακουφίσει, κατά το δυνατόν, από τη διαρκή πίεση των ατομικών καταδιώξεων. Δεν περιλαμβάνεται, όμως, στις επιδιώξεις του νομοθέτη η απαλλαγή από χρέη ή υπόλοιπά τους, όταν είναι δυνατή ή σε όποιο βαθμό είναι δυνατή η ικανοποίησή τους, βάσει της υπάρχουσας περιουσιακής κατάστασης του οφειλέτη. Ο τελευταίος είναι σε κάθε περίπτωση υποχρεωμένος να εξυπηρετήσει τις οφειλές του και με τα εισοδήματα από την εργασία του, αλλά και με την περιουσία του. Για να επέλθει η απαλλαγή του οφειλέτη από τα υπόλοιπα των χρεών του προϋποτίθεται κανονική εκτέλεση από αυτόν των υποχρεώσεων που του επιβάλλονται με την απόφαση, κατ’ εφαρμογή των παρ. 2, 4 και 5 του άρθρου 8. Όλα τα παραπάνω προκύπτουν από το σαφές γράμμα της διατάξεως της παρ. 1 του άρθρου 11 του νόμου 3869/2010, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 64 παρ.1 του Ν 4549/2018, σύμφωνα με το οποίο ορίζεται ότι: «1. Η κανονική εκτέλεση από τον οφειλέτη των υποχρεώσεων που επιβάλλονται με την απόφαση που εκδίδεται σε εφαρμογή των παραγράφων 2, 4 και 5 του άρθρου 8 επιφέρει, με την επιφύλαξη των όσων ορίζονται στην παράγραφο 6 του άρθρου 4 και στην παράγραφο 2 του άρθρου 9, την αυτοδίκαιη απαλλαγή του από κάθε τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο οφειλής έναντι όλων των πιστωτών, ακόμη και έναντι εκείνων που δεν ανήγγειλαν τις απαιτήσεις τους. Ο οφειλέτης μπορεί να ζητήσει από το Ειρηνοδικείο, με αίτηση που κοινοποιείται στους πιστωτές και εκδικάζεται με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, την πιστοποίηση της απαλλαγής του από το υπόλοιπο των οφειλών.» Η κατά το άρθρο 11 παρ. 1 του Ν. 3869/2010 απαλλαγή του οφειλέτη επέρχεται, χωρίς να αναμένεται και η πάροδος της περιόδου των δόσεων που όρισε το δικαστήριο κατά το άρθρο 9 παρ. 2 Ν. 3869/2010. Η απαλλαγή δηλαδή του οφειλέτη θα επέλθει ανεξάρτητα από τη ρύθμιση του άρθρου 9 παρ. 2 Ν. 3869/2010, η οποία ενδέχεται και να μην εξελιχθεί ομαλώς. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, κατά την πρόβλεψη του νομοθέτη, ο οφειλέτης επιτυγχάνει μεν απαλλαγή κατά το άρθρο 11 παρ. 1 Ν. 3869/2010 του νόμου, πλην όμως έχει να αντιμετωπίσει ενδεχόμενη καταγγελία της ρύθμισης του άρθρου 9 παρ. 2 Ν. 3869/2010 από πιστωτή και ενεργοποίηση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της μοναδικής κατοικίας του, αν καθυστερήσει τέσσερις τουλάχιστον μηνιαίες δόσεις (άρθρο 9 παρ. 3 Ν. 3869/2010). Αυτή είναι εν προκειμένω η έννοια της επιφύλαξης την οποία θέτει ο νομοθέτης στην παρ. 1 του άρθρ. 11 του Ν. 3869/2010 και όχι πως αποτελεί προϋπόθεση για την απαλλαγή του οφειλέτη η τήρηση και της ρύθμισης του άρθρου 9 παρ. 2 Ν. 3869/2010 η οποία ενδεχομένως του έχει επιβληθεί. Για την απαλλαγή του οφειλέτη ακολουθείται ιδιαίτερη διαδικασία ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου (Ειρηνοδικείου). Αντικείμενο της συζήτησης είναι η διαπίστωση από το Δικαστήριο της κανονικής εκτέλεσης των υποχρεώσεών του. Ενδιαφερόμενος, συνήθως, για την επίσπευση της σχετικής διαδικασίας είναι ο οφειλέτης, ο οποίος, νομιμοποιούμενος προς τούτο, υποβάλλει στο αρμόδιο Δικαστήριο σχετική αίτηση, για τη διαπίστωση της κανονικής εκτελέσεως των υποχρεώσεων που του είχαν επιβληθεί, δυνάμει δικαστικής απόφασης και την, συνεπεία τούτου, επελθούσα απαλλαγή. Ο ενδιαφερόμενος οφειλέτης υποβάλλει στον αρμόδιο Δικαστή αίτηση και ορίζεται δικάσιμος, όπως επίσης, ορίζονται τα πρόσωπα στα οποία πρέπει να κοινοποιηθεί η αίτηση, γιατί αυτά έχουν έννομο προς τούτο συμφέρον. Η υποχρέωση κοινοποιήσεως της αίτησης στους πιστωτές ορίζεται στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 11 του νόμου, αλλά προκύπτει και από το άρθρο 748 παρ. 3 του ΚΠολΔ. Τα πρόσωπα αυτά συνήθως είναι οι πιστωτές που μετείχαν στη ρύθμιση. Η αίτηση του οφειλέτη πρέπει να κοινοποιείται και στους εγγυητές και στους συνοφειλέτες, εφόσον υφίστανται αυτοί (άρθρ. 12 του ν. 3869/2010). Αν το Δικαστήριο, επιλαμβανόμενο της υποθέσεως, κρίνει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου, δέχεται την αίτηση, πιστοποιώντας την απαλλαγή από τα υπόλοιπα των χρεών, δηλαδή την απόσβεση ή άφεση του χρέους, με τη συνδρομή των προϋποθέσεων του νόμου. Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι κατά τη φύση της αναγνωριστική και όχι διαπλαστική και οριστική, υποκείμενη σε έφεση από νομιμοποιούμενο διάδικο (βλ Αθ. Κρητικό, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, εκδ. 2016, άρθρ. 4 σελ. 384 επ., Δ. Μακρή, Κατ’ άρθρο ερμηνεία του ν. 3869/2010, έκδ. 2010, παρ. 152-156, Π. Αρβανιτάκη, Το διαδικαστικό πλαίσιο του ν. 3869/2010, Αρμ. 2010, 1461 επ., Α. Σιβιτανίδη, Ερμηνευτικά ζητήματα αναφορικά με τον ν. 3869/2010, ΝοΒ 2011, 656 επ.). Η κανονική εκτέλεση των υποχρεώσεων του οφειλέτη, ως προϋπόθεση της απαλλαγής του, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρ. 11 παρ. 1 του νόμου, απαιτεί, βέβαια, την εντός του ταχθέντος με την απόφαση του Δικαστηρίου χρονικού διαστήματος καταβολή των ορισθέντων ποσών. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου, η έννομη συνέπεια της απαλλαγής του οφειλέτη, επέρχεται και αν αυτός εκπληρώσει τις επιβληθείσες σε αυτόν υποχρεώσεις νωρίτερα, δηλαδή και πριν από την πάροδο του ορισθέντος δια της αποφάσεως διαστήματος.

 

ΙΙ. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 316 του ΚΠολΔ, αν η απόφαση είναι διατυπωμένη με τρόπο που γεννά αμφιβολίες ή είναι ασαφής, το δικαστήριο που την έχει εκδώσει μπορεί, αν το ζητήσει κάποιος διάδικος, να την ερμηνεύσει με νέα απόφαση, έτσι που η έννοια της να γίνει αναμφίβολη, η ερμηνεία όμως δεν μπορεί ποτέ να αλλάξει το διατακτικό της αποφάσεως που ερμηνεύεται. Όπως προκύπτει από τη διάταξη αυτή, η ερμηνεία γίνεται από το ίδιο δικαστήριο που έχει εκδώσει την αρχική απόφαση και με την ίδια διαδικασία, χωρίς χρονικό περιορισμό και μόνον ύστερα από αίτημα διαδίκου και όχι αυτεπάγγελτα. Η ερμηνεία αποβλέπει στην αποκατάσταση του αληθινού νοήματος της αποφάσεως, εφόσον αυτό δεν είναι κατανοητό από τους διαδίκους για το λόγο ότι η διατύπωση είναι ασαφής ή αμφίβολη και, έτσι, με την ερμηνεία αίρονται οι ασάφειες και οι αοριστίες της διατυπώσεως των σχετικών σημείων της αποφάσεως με την επεξήγηση της αληθούς έννοιας και την αποκατάσταση του ακριβούς νοήματος αυτών. Αμφίβολο, κατ' αρχήν, θεωρείται το νόημα της αποφάσεως, όταν η λεκτική διατύπωση, λόγω των όρων που χρησιμοποιήθηκαν, οδηγεί σε διάφορες ερμηνευτικές εκδοχές, ενώ η ασάφεια της αποφάσεως πρέπει να είναι τέτοια ώστε να δυσχεραίνεται ή να καθίσταται αδύνατη η κατανόηση αυτής ή η εκτέλεση της ή και η οριοθέτηση του ουσιαστικού δεδικασμένου που απορρέει απ' αυτή. Το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου εισάγεται η αίτηση ερμηνείας δικαστικής αποφάσεως, θα εξετάσει, σε πρώτη φάση, αν πράγματι η απόφαση είναι ασαφής, αόριστη και με αμφίβολο νόημα. Μόνο τότε, ήτοι, αν διαγνωστεί ότι η απόφαση δεν είναι "σαφής" αλλά έχει ανάγκη ερμηνείας, θα προχωρήσει στην ερμηνεία της αποφάσεως, αναζητώντας την αληθινή βούληση του δικαστή (και όχι το νόημα της αποφάσεως καθ' εαυτό), λαμβάνοντας υπόψη, εφόσον είναι αναγκαίο, και τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η ερμηνευμένη απόφαση (αγωγή, προτάσεις και λοιπά δικόγραφα της δίκης εκείνης). Δεν ερευνάται, δηλαδή, πώς θα ήταν ορθό να αποφανθεί το δικαστήριο κατά τη δίκη εκείνη, αλλά πώς πράγματι αποφάνθηκε. Νομικές ή ουσιαστικές πλημμέλειες της αποφάσεως δεν είναι δυνατόν να καλυφθούν με τη μέθοδο της ερμηνείας και, συνεπώς, δεν επιτρέπεται, κατά την ερμηνεία, η επανεκτίμηση των αποδείξεων που είχαν διεξαχθεί τότε, ούτε το δικαστήριο έχει εξουσία, με ερμηνεία ή προσθήκη νέας διατάξεως, να αλλοιώσει την ουσία της αποφάσεως και την έννοια αυτής, ούτε να συμπληρώσει παραλείψεις σε αιτήματα που υποβλήθηκαν από τους διαδίκους, διότι αυτό αντίκειται στους κανόνες του δεδικασμένου. Το δικαστήριο, κατά την ερμηνεία της αποφάσεως του, περιορίζεται στην επεξήγηση της αληθινής έννοιας της, ήτοι στον καθορισμό των αόριστων και την αποσαφήνιση των ασαφών σημείων του διατακτικού της ή και των αιτιολογιών της, όταν οι τελευταίες επέχουν θέσει διατακτικού, χωρίς όμως να αλλάξει το διατακτικό της αποφάσεως του (ΑΠ 1735/2014, ΑΠ 1235/2014). Επισημαίνεται ότι κατά τον συνδυασμό των προαναφερόμενων διατάξεων των άρθρων 315 και 316 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, όπου χωρεί διόρθωση δικαστικής αποφάσεως, δεν χωρεί ερμηνεία αυτής και αντίστροφα (ΑΠ 359/2017). Κατά την ερμηνεία, τέλος, αναζητείται η βούληση των δικαστών, που εξέδωσαν την ερμηνευμένη απόφαση, με βάση τα στοιχεία γενικά της δίκης (ΑΠ 1479/2019, ΑΠ 962/2017, ΑΠ 75/2017). Σύμφωνα εξάλλου με την αιτιολογική έκθεση του Ν. 3869/2010 "Η εισοδηματική στενότητα, τα υψηλά επιτόκια στο χώρο ιδίως της καταναλωτικής πίστης, οι επιθετικές πρακτικές προώθησης των πιστώσεων, ατυχείς προγραμματισμοί, απρόβλεπτα γεγονότα στη ζωή των δανειοληπτών (απώλεια εργασίας κ.α.), αποτέλεσαν παράγοντες που, δρώντας υπό την απουσία θεσμών συμβουλευτικής υποστήριξης των καταναλωτών σε θέματα υπερχρέωσης, συνέβαλαν ανενόχλητα στην αυξανόμενη υπερχρέωση νοικοκυριών που, αδυνατώντας εν συνεχεία να αποπληρώσουν τα χρέη τους, υπέστησαν και υφίστανται, τις αλυσιδωτά επερχόμενες καταστροφικές συνέπειες της. Σημαντικό μέρος των πολιτών έχει οδηγηθεί σήμερα στην περιθωριοποίηση, καθώς, μη διαθέτοντας σοβαρή αγοραστική δύναμη και δυνατότητα απεγκλωβισμού από την υπερχρέωση, δεν είναι σε θέση να σχεδιάσει τη συμμετοχή του στην οικονομική και κοινωνική ζωή. Η υπερχρέωση αναδεικνύεται πλέον ως ένα από τα μεγαλύτερα κοινωνικά προβλήματα και στη χώρα μας και ως σύγχρονο κοινωνικό κράτος δικαίου έχουμε καθήκον να αντιμετωπίσουμε. Κανείς δεν μπορεί πια να αγνοεί την αδήριτη ανάγκη να δοθεί η πραγματική δυνατότητα στους υπερχρεωμένους καταναλωτές και επαγγελματίες να πραγματοποιήσουν πλέον ένα νέο οικονομικό ξεκίνημα στη ζωή τους. Η δυνατότητα της ρύθμισης, για το φυσικό πρόσωπο των χρεών του, με απαλλαγή από αυτά βρίσκει τη νομιμοποίηση της ευθέως στο ίδιο κοινωνικό κράτος δικαίου, που επιτάσσει να μην εγκαταλειφθεί ο πολίτης σε μία χωρίς διέξοδο και προοπτική κατάσταση, από την οποία, άλλωστε, και οι πιστωτές δεν μπορούν να αντλήσουν κανένα κέρδος. Μία τέτοια αλλαγή χρεών δεν παύει όμως να εξυπηρετεί και το ευρύτερο γενικό συμφέρον, καθώς οι πολίτες επανακτούν ουσιαστικά μέσω των εν λόγω διαδικασιών την αγοραστική τους δύναμη προάγοντας την οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα. Στόχος των εν λόγω διατάξεων είναι η επανένταξη του υπερχρεωμένου πολίτη στην οικονομική και κοινωνική ζωή με την επανάκτηση της οικονομικής ελευθερίας που συνεπάγεται η εξάλειψη των χρεών που αδυνατεί να αποπληρώσει. Η συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών αποβλέπει εν προκειμένω στη δυνατότητα μιας δεύτερης ευκαιρίας στο υπερχρεωμένο φυσικό πρόσωπο για ένα νέο οικονομικό ξεκίνημα, χωρίς τα ανυπέρβλητα βάρη του παρελθόντος, με τη δυνατότητα απαλλαγής από υπερχρεώσεις που έχει αναλάβει, εφόσον για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα εξαντλήσει τις δυνατότητες ικανοποίησης των πιστωτών του. Η (μερική έστω) ικανοποίηση των πιστωτών από το εισόδημα του οφειλέτη για μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο προβάλλει ως δοκιμασία και επίδοση του οφειλέτη προκειμένου να επιτύχει με το πέρας αυτής το ευεργετικό αποτέλεσμα της απαλλαγής των χρεών. Το νομοσχέδιο δίνει μία ρεαλιστική προοπτική απεγκλωβισμού από τα χρέη σε όλους τους υπερχρεωμένους πολίτες. Διασφαλίζει στα υπερχρεωμένα νοικοκυριά που θα θελήσουν να αξιοποιήσουν τις ρυθμίσεις του σχεδίου νόμου ένα ελάχιστο επίπεδο οικονομικής διαβίωσης. Με μία πρωτοποριακή ρύθμιση λαμβάνει ιδιαίτερη μέριμνα για τη διατήρηση και προστασία της κύριας κατοικίας των οφειλετών, αφού επιτρέπει σε αυτούς να την εξαιρέσουν από την ρευστοποίηση της περιουσίας τους. τούτο δε υπό όρους και διαδικασίες που δεν θίγουν τα συμφέροντα των πιστωτών".

 

Όπως προκύπτει από τις με αριθμούς ...Γ’/24-11-2023 και ...Γ’/24-11-2023 εκθέσεις επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας της περιφέρειας Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ., που προσκομίζει με επίκληση ο αιτών, ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση αίτησής του με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στις καθ’ ων η κρινόμενη αίτηση. Επομένως, εφόσον αυτές δεν παραστάθηκαν κατά την παραπάνω δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε με της σειρά της από το πινάκιο, πρέπει να δικασθούν ερήμην, πλην όμως η συζήτηση της υπόθεσης θα προχωρήσει σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες [άρθρα 318 παρ.2, 754 παρ. 2 ΚΠολΔ ως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 1 άρθρο έκτο του Ν 4335/2015 σε συνδυασμό με την αιτιολογική έκθεση του άνω νόμου (ΚΝοΒ 2015. 760 επ., 780)].

 

Με την κρινόμενη αίτησή του και κατά την προσήκουσα εκτίμηση του οικείου δικογράφου ο αιτών ιστορεί ότι με την υπ’ αριθμόν 13/2019 οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου έγινε δεκτή η αίτησή του περί υπαγωγής του στο νόμο 3869/2010, ρυθμίστηκαν τα χρέη του έναντι της πρώτης [α’] των καθ’ ων πιστώτριας, με τον ορισμό μηνιαίων καταβολών ποσού εκάστης εκατόν δέκα εννέα Ευρώ και 0,44 (119,44€) κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8 παρ.2 του ν. 3869/2010 και εξαιρέθηκε της εκποίησης το ακίνητο της κύριας κατοικίας του, για τη διάσωση της οποίας ορίσθηκαν μηνιαίες καταβολές προς την πρώτη [α’] των καθ’ ων, ύψους τριακοσίων ενενήντα πέντε Ευρώ και 0,83 (395,83€) εκάστης για χρονικό διάστημα είκοσι ετών (240 μηνών), ήτοι συνολικά για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του ορίσθηκε να καταβάλει το συνολικό ποσό των ενενήντα πέντε χιλιάδων Ευρώ (95.000,00€). Η καταβολή δε των μηνιαίων αυτών δόσεων της ρύθμισης κατ’ εφαρμογή του άρθρου 9 παρ.2 ν. 3869/2010 ορίσθηκε να γίνει εντόκως, χωρίς ανατοκισμό, με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με το κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ότι εν συνεχεία, οι ρυθμισμένες με την άνω υπ’ αριθμόν 13/2019 οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου οφειλές του αιτούντος, μεταβιβάσθηκαν από τη πρώτη [α’] καθ’ ης πιστώτρια τραπεζική εταιρεία, στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 και 14 παρ.13 του ν. 3156/2003 και δυνάμει σύμβασης, περίληψη της οποίας καταχωρίσθηκε στο ειδικό δημόσιο βιβλίο του άρ. 3 του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με τη με αρ. ./17-12- 2021 πράξη καταχώρισης του εντύπου δημοσίευσης συμβάσεων του άρ. 10 παρ. 8 ν. 3156/2003 στον τόμο .  και με αρ. ., όπως συμπληρώθηκε με τη με αριθμό ./20-01- 2022 πράξη καταχώρισης (τόμος . αριθμ.  .), στην εδρεύουσα στο Δουβλίνο Ιρλανδίας αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «FRONTIER ISSUER DESIGNATED ACTIVITY COMPANY», νομίμως εκπροσωπούμενη, η διαχείριση των απαιτήσεων της οποίας ανετέθη στη συνέχεια, από την 04η/02/2022 στη δεύτερη [β’] των καθ’ ων η ένδικη αίτηση, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4354/2015 ως ισχύει και δυνάμει της από 17/12/2021 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, περίληψη της οποίας καταχωρίσθηκε στο ειδικό δημόσιο βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με την υπ’ αρ. ./04-02-2022 πράξη καταχώρισης (τόμος . αριθμ.  .). Ότι ο αιτών εκτέλεσε κανονικά και προσηκόντως όλες τις υποχρεώσεις που του επιβλήθηκαν κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8 παρ.2 του ν. 3869/2010 με την άνω υπ’ αριθμόν 13/2019 οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, καταβάλλοντας αρχικώς στην πρώτη [α’] των καθ’ ων και εν συνεχεία στη δεύτερη [β’] αυτών την ορισθείσα μηνιαία δόση στο πλαίσιο της δικαστικής ρύθμισης των οφειλών του. Ότι περαιτέρω, η διατύπωση του διατακτικού στην ανωτέρω υπ’ αριθμ. 13/2019 οριστική απόφαση όσον αφορά στον υπολογισμό του μέσου επιτοκίου στεγαστικού δανείου, είναι ασαφής και αμφίβολη και χρήζει ερμηνείας. Συγκεκριμένα, θα πρέπει να ερμηνευτεί, εάν το επιτόκιο θα πρέπει να υπολογίζεται στην εκάστοτε μηνιαία δόση που επιβλήθηκε από το Δικαστήριο ή στο συνολικό κεφάλαιο, δηλαδή εν προκειμένω στο συνολικό ποσό των 95.000,00 Ευρώ, το οποίο ορίσθηκε για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του. Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούμενος, περαιτέρω, επιγενόμενη μεταβολή των πραγματικών περιστατικών και συνθηκών που ελήφθησαν υπόψη από την ως άνω απόφαση (σοβαρό πρόβλημα υγείας και ταυτόχρονη μεγάλη αύξηση των δαπανών διαβίωσής του με τη συμμετοχή του στην αναγκαία ιατροφαρμακευτική δαπάνη εξ ιδίων πόρων, περιστατικά τα οποία εμφανίσθηκαν μετά τη δημοσίευση της άνω υπ’ αρ. 13/2019 οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, σε συνδυασμό προς τη μεταστροφή της νομολογίας ως προς τη δυνατότητα μεταρρύθμισης των ορισθέντων δόσεων του άρθρου 9 παρ.2 του ν. 3869/2010 επί του θέματος υπολογισμού του επιτοκίου), ο αιτών ζητεί να γίνει δεκτή η ένδικη αίτησή του κατά την κύρια βάση της και α) να πιστοποιηθεί η απαλλαγή του από κάθε τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο οφειλών του έναντι των καθ’ ων πιστωτών του, λόγω κανονικής εκτέλεσης των υποχρεώσεων που του επιβλήθηκαν στο πλαίσιο του άρθρ. 8 παρ.2 ν. 3869/2010 με την υπ’ αριθμ. 13/2019 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου και β) να ερμηνευθεί η άνω υπ’ αρ. 13/2019 απόφαση και δη το διατακτικό της, ως προς εάν το επιτόκιο θα υπολογίζεται στην ορισθείσα μηνιαία δόση των 395,83 Ευρώ ή στο συνολικό κεφάλαιο των 95.000,00 Ευρώ που ορίσθηκε για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του, επικουρικώς δε, ως προς το δεύτερο ως άνω αίτημα της κρινόμενης, να μεταρρυθμιστεί η ανωτέρω απόφαση κατά το κεφάλαιο της ορισθείσας ρύθμισης του άρθρου 9 παρ.2 ν. 3869/2010, ώστε το αναφερόμενο στα διατακτικό της επιτόκιο να υπολογίζεται στην άνω ορισθείσα μηνιαία δόση και όχι επί του συνολικώς ορισθέντος κεφαλαίου. Έχουσα το περιεχόμενο αυτό, η υπό κρίση αίτηση, στο δικόγραφο της οποίας κατ’ ορθή εκτίμηση παραδεκτώς σωρεύονται κατ’ άρθρ. 218, 741 ΚΠολΔ α) αίτηση για την πιστοποίηση της απαλλαγής του αιτούντος από κάθε τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο οφειλών του προς τις καθ’ ων κατά το άρθρο 11 παρ. 1 του Ν. 3869/2010 και β) αίτηση ερμηνείας κατ’ άρθρ. 316 ΚΠολΔ, επικουρικώς δε, αίτηση μεταρρύθμισης άρθρ. 758 ΚΠολΔ, καθόσον οι σωρευόμενες ως άνω αιτήσεις δεν είναι αντιφατικές μεταξύ τους και η σύγχρονη εκδίκασή τους δεν επιφέρει σύγχυση, αρμόδια καθ’ ύλην και κατά τόπον φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρ. 3 εδάφιο α’ και 11 παρ. 1 του Ν. 3869/2010, όπως το άρθρο 11 παρ.1 ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 64 παρ.1 του Ν 4549/2018, 317 παρ.2, 739 και 758 ΚΠολΔ) κατά την προκείμενη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας (άρ. 3 εδ. β’ ν. 3869/2010, 318 παρ.1 α’, 739 επ. ΚΠολΔ) είναι δε επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, ερειδόμενη στις νομικές διατάξεις των άρ. 1, 8 και 11 παρ.1 του ν. 3869/10, ως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 64 παρ.1 του Ν 4549/2018, άρ. 316 ΚΠολΔ και ως προς την επικουρική βάση της δεύτερης σωρευομένης αιτήσεως στο άρ. 758 ΚΠολΔ και πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.

 

Από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που με επίκληση ή και χωρίς επίκληση αλλά παραδεκτά – όπως προκύπτει από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρ. 744 και 759 παρ.3 του ΚΠολΔ– προσκομίζει ο αιτών, για μερικά των οποίων γίνεται ειδική αναφορά παρακάτω, χωρίς όμως να παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, άλλα από τα οποία λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3 και 339 σε συνδυασμό με το άρθρο 395 ΚΠολΔ), από τα διδάγματα της κοινής πείρας που αυτεπαγγέλτως λαμβάνει υπόψη του το Δικαστήριο και χωρίς απόδειξη (άρ. 336 παρ.4 ΚΠολΔ), τέλος δε από την αυτεπάγγελτη εξακρίβωση των πραγματικών γεγονότων κατ’ άρθρο 744 του ΚΠολΔ και την εν γένει διαδικασία, αποδείχθηκαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο αιτών υπέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου την υπ’ αριθ. καταθέσεως ./21-02-2019 αίτηση ρύθμισης των χρηματικών του οφειλών κατά τον ν. 3869/2010. Επί της ως άνω αιτήσεως εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 13/29-11-2019 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου (Διαδικασία Εκουσίας Δικαιοδοσίας) με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη η ως άνω αίτησή του και ρυθμίστηκαν οι οφειλές του προς την καθ’ ης η αίτηση πιστώτριά του ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», με τη ρύθμιση των χρεών του αιτούντος κατά τα οριζόμενα στο άρθ. 8 παρ.2 ν. 3869/2010, ορίζοντας ότι «Ρυθμίζει το χρέος του αιτούντος, καθορίζοντας μηνιαίες καταβολές προς τη μετέχουσα στη δίκη πιστώτριά του επί τρία έτη, ποσού εκατόν δεκαεννέα ευρώ και σαράντα τεσσάρων λεπτών (119,44€), οι οποίες θα ξεκινήσουν τον αμέσως επόμενο μήνα από τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης και θα πραγματοποιούνται εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου μηνός.» Η ανωτέρω απόφαση έχει ήδη καταστεί αμετάκλητη [βλ. υπ’ αριθμ. ...Γ’/12-12-2019 έκθεση επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας της περιφέρειας Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ., περί επιδόσεως της εκδοθείσης ως άνω οριστικής αποφάσεως προς την καθ’ ης πιστώτρια (ήδη α’ των καθ’ ων) σε συνδυασμό προς το με αρ. ./07-12-2023 πιστοποιητικό περί μη ασκήσεως ενδίκων μέσων της κ. Γραμματέως του παρόντος Δικαστηρίου, που με επίκληση προσκομίζει ο αιτών]. Περαιτέρω, αποδείχθηκε η κανονική εκτέλεση από τον αιτούντα των υποχρεώσεων, που του επιβλήθηκαν στο πλαίσιο της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2 του ν.3869/2010 (βλ. τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τον αιτούντα καταθετήρια του συνόλου των οφειλόμενων δόσεων προς τις καθ’ ων) και η παρέλευση τριών ετών, ήτοι τριάντα έξι μηνών από την δημοσίευση της απόφασης την 29/11/2019, η οποία ρύθμισε τα χρέη του αιτούντος. Από δε το γεγονός της μη εμφάνισης των καθ’ ων στη δίκη, συνάγεται ότι αυτές εισέπραξαν το ποσό που υποχρεώθηκε ο αιτών να καταβάλει, στο πλαίσιο της δικαστικής ρύθμισης των οφειλών του και ως εκ τούτου, δεν έχουν έννομο συμφέρον να αντιδικήσουν στην αιτούμενη πιστοποίηση, η κρίση δε αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται έτι περαιτέρω και από το προσκομιζόμενο με επίκληση από τον αιτούντα με ημερομηνία ./2023 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της υπαλλήλου της Εθνικής Τράπεζας (α’ καθ’ ης) κ. ., που λαμβάνεται υπόψιν και εκτιμάται από το Δικαστήριο ως δικαστικό τεκμήριο, σύμφωνα με το περιεχόμενο του οποίου δεν έχουν παραμείνει οφειλές του αιτούντος προς την πρώτη [α’] των καθ’ ων πιστώτρια, σε συνδυασμό και προς την με αρ. πρωτ. ./26-04-2023 Βεβαίωση καταβολών της β’ των καθ’ ων. Συνεπώς, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 11 παρ.1 του ν. 3869/2010, εφόσον ο αιτών τήρησε τις υποχρεώσεις του, όπως αυτές ορίστηκαν με την υπ’ αριθμ. 13/2019 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου (Διαδικασία Εκούσιας Δικαιοδοσίας), κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 8 παρ. 2 του Ν. 3869/2010 και διαπιστώθηκε, μετά τον αυτεπάγγελτο έλεγχο του παρόντος Δικαστηρίου, ότι η υπό κρίση απόφαση δεν μεταρρυθμίσθηκε μέχρι πέρατος του χρονικού διαστήματος των 36 μηνών, παρέπεται ότι απαλλάσσεται ο αιτών από κάθε τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο οφειλής έναντι των καθ’ ων πιστωτών του.

 

Ακολούθως αποδείχθηκε ότι, με την άνω υπ’ αριθμόν 13/2019 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, με την οποία κατά τα προλεχθέντα έγινε εν μέρει δεκτή η αίτηση του αιτούντος περί υπαγωγής του στον νόμο 3869/2010 ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και ρυθμίστηκαν τα χρέη του για χρονικό διάστημα τριών ετών με τον ορισμό των πιο πάνω μηνιαίων καταβολών ως προς τη ρύθμιση του άρθρου 8 του ν. 3869/2010, προσέτι εξαιρέθηκε της εκποίησης, στα πλαίσια της ρυθμίσεως εκ του άρθρου 9 παρ.2 του ιδίου νόμου, η κύρια κατοικία του, για τη διάσωση της οποίας ρυθμίστηκαν μηνιαίες καταβολές προς τη μετέχουσα στη δίκη πιστώτρια με την επωνυμία "ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.", ύψους 395,83 € εκάστης, για χρονικό διάστημα είκοσι ετών (240 μηνιαίες δόσεις), ήτοι συνολικά για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του ορίστηκε να καταβάλει το συνολικό ποσό των 95.000,00€. Η καταβολή των μηνιαίων αυτών δόσεων, πραγματοποιούμενη εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου μηνός, ορίστηκε να ξεκινήσει τον αμέσως επόμενο μήνα μετά τη δημοσίευση της ανωτέρω απόφασης, η δε αποπληρωμή του ανωτέρω ποσού ορίστηκε να γίνει εντόκως, χωρίς ανατοκισμό με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου που ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ο αιτών από τον Δεκέμβριο του έτους 2019 τηρεί την ως άνω υποχρέωσή του με την καταβολή μηνιαίως του ορισθέντος ως άνω ποσού, ωστόσο, προϊόντος του χρόνου και ειδικότερα περί το έτος 2020 η μηνιαία δόση προς διάσωση της κύριας κατοικίας του αυξάνεται δυσανάλογα με αποτέλεσμα να ανέλθει, κατά το έτος αυτό (2020), στο ποσό των 604,44€ [βλ. το από 04/01/2021 παραστατικό της Εθνικής Τράπεζας]. Ήδη δε, όπως προέκυψε από το προσκομιζόμενο με επίκληση από τον αιτούντα με ημερομηνία 04/10/2023 στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο ανέρχεται σήμερα σε 4,03%, με αποτέλεσμα, υπολογιζομένου του άνω επιτοκίου επί του συνολικώς ορισθέντος κεφαλαίου των 95.000,00€ εκ της ρυθμίσεως του άρ. 9 παρ.2 ν. 3869/2010, κατά την πρακτική των καθ’ ων, το ύψος της δόσεως που καλείται μηνιαίως να καταβάλλει ο αιτών να υπερβαίνει το ποσό των 700,00€ (ήτοι σχεδόν διπλάσια από την ορισθείσα μηνιαία δόση των 395,83€) και, συνεπώς, υπερβαίνει προδήλως τα όρια της μέγιστης ικανότητας αποπληρωμής του, όπως αυτή προσδιορίσθηκε με την άνω υπ’ αριθμόν 13/2019 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου στο ποσόν των 556,94€. Πράγματι, η διατύπωση της ανωτέρω ερμηνευόμενης απόφασης, κατά τη κρίση του Δικαστηρίου τούτου, είναι ασαφής και χρήζει ερμηνείας, καθόσον δεν διευκρινίζεται εάν το επιτόκιο θα πρέπει να υπολογίζεται στην εκάστοτε μηνιαία δόση ή στο συνολικό κεφάλαιο. Εδώ θα πρέπει να παρατηρηθούν και τα εξής: Αναμφισβήτητα, βασικός στόχος του Ν. 3869/2010 ήταν η διάσωση της κύριας κατοικίας του υπερχρεωμένου δανειολήπτη, όπου αυτή υφίσταται. Επιπλέον, η επιλογή της εκούσιας δικαιοδοσίας, με το ευρύ ρυθμιστικό της πεδίο και τις πέραν του συζητητικού συστήματος εξουσίες που παρέχει στον δικάζοντα, σαφώς υποδηλώνει ότι απομακρυνόμαστε έστω ως ένα βαθμό από την τραπεζική ορολογία με τη στενή έννοια. Η υπαγωγή του υπερχρεωμένου οφειλέτη στο προστατευτικό πλαίσιο του ν. 3869/2010 επάγεται τη δικαστική ρύθμιση των οφειλών του, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ.2 του άνω Νόμου και την εξαίρεση από τη ρευστοποίηση της κύριας κατοικίας του, σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 9 παρ.2 του Νόμου, εφόσον συντρέχουν οι τασσόμενες προϋποθέσεις. Με την υπαγωγή στο Νόμο παύει η ισχύς των συναφθεισών πιστωτικών συμβάσεων και των περιεχομένων σε αυτές όρων εκπλήρωσης των δανειακών υποχρεώσεων, ενώ επιτυγχάνεται η αναδιάρθρωση των οφειλών με τον εκ νέου προσδιορισμό του ύψους αυτών και του τρόπου αποπληρωμής τους. Το καταβλητέο στο πλαίσιο της ρυθμίσεως του άρθρου 9 παρ.2 ποσό δεν αποτελεί, συνεπώς, ένα νέο δανειακό προϊόν, δεν υπόκειται στους περιλαμβανόμενους στις αρχικές πιστωτικές συμβάσεις όρους και δεν διέπεται από τους κανόνες του τραπεζικού δανεισμού. Άλλωστε και ο ίδιος ο νόμος αναφέρει ότι οι μη εμπραγμάτως εξασφαλισμένες οφειλές σταματούν να εκτοκίζονται, πράγμα που δεν συνάδει με τα τραπεζικώς ισχύοντα. Θα πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτό ότι ο Νομοθέτης, ορίζοντας το ανωτέρω αναφερόμενο επιτόκιο ουσιαστικά είχε υπόψη του την μεταβαλλόμενη σε βάθος χρόνου αξία του χρήματος, ήτοι την αξία που θα είχε η ορισθείσα μηνιαία δόση στο πέρασμα των ετών, κατά τα οποία διαρκεί η υποχρέωση καταβολής του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010, ήτοι μετά από 20 έως 35 χρόνια, ανάλογα με την περίπτωση. Εξάλλου, καθώς ο Νομοθέτης ρητώς πλέον ορίζει ότι ο οφειλέτης υποχρεούται να καταβάλει το μέγιστο της δυνατότητας αποπληρωμής του, η οριζόμενη διάταξη του άρθρου 9 παρ.2 αποτελεί την οροφή και όχι τη βάση του υπολογισμού. Αντίθετη ερμηνεία θα είχε ως αποτέλεσμα τον εκ νέου εγκλωβισμό του υπερχρεωμένου δανειολήπτη σε μία κατάσταση από όπου δεν θα μπορούσε να απεγκλωβιστεί, με την καταβολή δόσεων υπέρμετρων πέραν των οικονομικών του δυνατοτήτων και καταστρατηγώντας το σκοπό και το πνεύμα του Νόμου. Ως εκ τούτου, και λαμβανομένου υπόψη του γενικότερου σκοπού του ν. 3869/2010, όπως αυτός αποτυπώνεται από την αιτιολογική του έκθεση, κατά τα αναφερόμενα και στην υπό στοιχεία [ΙΙ] νομική σκέψη της παρούσας, ο οποίος είναι πρωτίστως η επανένταξη του υπερχρεωμένου πολίτη στην οικονομική και κοινωνική ζωή με την επανάκτηση της οικονομικής ελευθερίας που συνεπάγεται η εξάλειψη των χρεών που αδυνατεί να αποπληρώσει, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι το επιτόκιο θα υπολογίζεται στην εκάστοτε μηνιαία δόση που επιβλήθηκε από το Δικαστήριο, διότι μόνο έτσι εξυπηρετείται ο παραπάνω σκοπός του Νόμου.

 

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να γίνει δεκτή ως βάσιμη και στην ουσία της κατά την κύρια βάση της και να αναγνωριστεί η κανονική εκτέλεση των υποχρεώσεων που επιβλήθηκαν με την υπ’ αριθμόν 13/2019 τελεσίδικη απόφαση του Δικαστηρίου τούτου στον αιτούντα καθώς και να πιστοποιηθεί η απαλλαγή του από κάθε τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο των οφειλών του έναντι των καθ’ ων η αίτηση πιστωτών του, ακολούθως δε, να ερμηνευτεί η με αριθ. 13/2019 απόφαση, ως προς τον τρόπο εκτοκισμού της καταβλητέας για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του αιτούντος μηνιαίας δόσης, όπως καθορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας και να διαταχθεί η σημείωση, κατ άρθρο 320 ΚΠολΔ, της παρούσας ερμηνευτικής απόφασης στο πρωτότυπο της απόφασης, η οποία ερμηνεύεται, ως και η αναγραφή στα αντίγραφα ή αποσπάσματά της του αριθμού και της ημερομηνίας της ερμηνευτικής απόφασης. Περαιτέρω, παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους των καθ’ ων δεν ορίζεται, διότι δυνατότητα άσκησης τέτοιας ανακοπής δεν παρέχεται από το νόμο (άρθρο 14 του Ν. 3869/2010, 319 ΚΠολΔ). Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται, κατ' αναλογική εφαρμογή του άρθρου 8 παρ. 6 του Ν. 3869/2010.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των καθ' ων η αίτηση.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.

 

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την κανονική εκτέλεση από τον αιτούντα όλων των υποχρεώσεων που του επιβλήθηκαν από την υπ’ αριθμ. 13/2019 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου.

 

ΠΙΣΤΟΠΟΙΕΙ την απαλλαγή του αιτούντος από κάθε τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο των οφειλών του έναντι των καθ’ ων η ένδικη αίτηση πιστωτών του, όπως αυτές (οφειλές) αναλυτικά περιγράφονται στο σκεπτικό της υπ’ αριθμ. 13/2029 αποφάσεως του παρόντος Δικαστηρίου.

 

ΕΡΜΗΝΕΥΕΙ την με αριθμό 13/2019 απόφαση του Ειρηνοδικείου Κυθήρων και δη το διατακτικό αυτής, ως προς την διάταξή της για την διάσωση της κύριας κατοικίας του αιτούντος, κατά το ότι το αναφερόμενο σ' αυτήν επιτόκιο θα υπολογίζεται στη μηνιαία δόση που επιβλήθηκε από το Δικαστήριο στον αιτούντα, ήτοι θα υπολογίζεται επί του ποσού των τριακοσίων ενενήντα πέντε Ευρώ και 0,83 (395,83€) και όχι επί του συνόλου του κεφαλαίου (ήτοι των 95.000,00€) που ορίστηκε να καταβληθεί για την παραπάνω αιτία.

 

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τη σημείωση της παρούσας ερμηνευτικής απόφασης στο πρωτότυπο της ερμηνευόμενης απόφασης και την αναγραφή στα αντίγραφα ή αποσπάσματα της τελευταίας του αριθμού και της ημερομηνίας της ερμηνευτικής.

 

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού στα Κύθηρα, στις 13 μηνός Δεκεμβρίου 2023, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων.

 

 

Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΒΡΥΩΝΗ                        ΕΥΤΥΧΙΑ ΚΑΛΑΤΖΗ