ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΕιρΘεσ 177/2023
Έμμισθοι δικηγόροι δικηγορικών εταιριών - Πάγια
αντιμισθία δικηγόρου - Ασφαλιστικές εισφορές - Αδικαιολόγητος πλουτισμός -
Πρόσθετη παρέμβαση Δικηγορικού Συλλόγου -.
Η
αμοιβή του πληρεξούσιου δικηγόρου ορίζεται ελεύθερα με έγγραφη συμφωνία μεταξύ
αυτού και του εντολέα του. Αν δεν υπάρχει έγκυρη έγγραφη συμφωνία για το ύψος
της αμοιβής ισχύουν οι οριζόμενες στον Κώδικα Δικηγόρων αμοιβές. Για τον
υπολογισμό της οφειλόμενης κατά τον Κώδικα Δικηγόρων αμοιβής κρίσιμος χρόνος
είναι εκείνος της παροχής της αντίστοιχης υπηρεσίας από τον δικηγόρο, καθόσον
τότε γεννάται η σχετική αξίωση αυτού. Υπολογισμός ασφαλιστικών εισφορών του
δικηγόρου με βάση το φορολογητέο εισόδημα του προηγούμενου οικονομικού έτους
αφότου αφαιρεθούν οι δαπάνες που εκπίπτουν. Επιστροφή αχρεωστήτως
καταβληθέντων εισφορών. Αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού. Προϋποθέσεις. Σύμβαση
συνεργασίας μεταξύ δικηγορικής εταιρίας και δικηγόρου στο πλαίσιο της οποίας
μεταξύ άλλων συμφωνήθηκε η κάλυψη από την δικηγορική εταιρία ποσοστού των
ασφαλιστικών εισφορών του δικηγόρου. Αγωγή αναγνώρισης της απαίτησης της
δικηγορικής εταιρίας και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος δικηγόρος να της καταβάλει
ποσό το οποίο έλαβε από τον ΕΦΚΑ ως επιστροφή πιστωτικών υπολοίπων. Απόρριψη
της αγωγής ως προς την επικουρική της βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό.
Ένσταση άφεσης χρέους. Ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Παραδεκτή
παρέμβαση του οικείου Δικηγορικού συλλόγου υπέρ δικηγόρου μέλους του.
Αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος δικηγόρος προσέφερε τις υπηρεσίες του στην
ενάγουσα δικηγορική εταιρία ως έμμισθος δικηγόρος με πάγια αντιμισθία. Απόρριψη
της αγωγής.
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΙΔΙΚΗ
Γ΄ ΤΜΗΜΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ
ΔΙΑΦΟΡΩΝ
(ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ - ΑΜΟΙΒΩΝ)
Αριθμός: 177/2023
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από την
Ειρηνοδίκη Διονυσία Χαριζάνη, που ορίσθηκε από την
Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Ειρηνοδικείου και τη Γραμματέα
Χαρίκλεια Τράικου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο
ακροατήριό του στις 28 Μαρτίου 2023 για να δικάσει τις παρακάτω υποθέσεις
μεταξύ των διαδίκων:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ ΚΑΘ' ΗΣ Η
ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: δικηγορικής εταιρίας με την επωνυμία «... ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ με ΑΦΜ . , που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού . και διατηρεί υποκατάστημα στη Θεσσαλονίκη, επί
της οδού . και εκπροσωπείται νόμιμα, η
οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Κωνσταντίνου Κωνσταντέλλου (A.M. 22163 Δ.Σ. Αθηνών), ο οποίος κατέθεσε
έγγραφες προτάσεις.
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ-ΥΠΕΡ ΟΥ Η
ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: . , με ΑΦΜ . , κατοίκου Συκεών
Θεσσαλονίκης, επί της οδού . , ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου
δικηγόρου του Εμμανουήλ Εμμανουηλίδη (A.M. 202 Δ.Σ. Έδεσσας), ο οποίος κατέθεσε
έγγραφες προτάσεις.
ΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ
ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΝΤΟΣ: Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ»,
με ΑΦΜ . , που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη, επί της οδού Οκτωβρίου 5 Δικαστικό
Μέγαρο Θεσσαλονίκης και εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος παραστάθηκε στη δίκη
μετά του Προέδρου του Δημητρίου Φινοκαλιώτη και των
πληρεξουσίων δικηγόρων του Πέτρου Σαμαρά (A.M. 5082 Δ.Σ.Θ.) και Ιωάννη Στεφάνου
(A.M. 8703 Δ.Σ.Θ.), που κατέθεσαν έγγραφες προτάσεις.
Η ενάγουσα ζητά να γίνει
δεκτή η από 21-12-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ././27-12-2022 αγωγή που
απευθύνεται στο παρόν Δικαστήριο, προσδιορίστηκε δε, προς συζήτηση αρχικά για
τη δικάσιμο της 09-02-2023 και κατόπιν αναβολής, για την αναφερόμενη στην αρχή
της παρούσας ημερομηνία συνεδρίασης του Δικαστηρίου. Το προσθέτως παρεμβαίνον ζητά να γίνει δεκτή η από 31-01-2023 και με
αριθμό έκθεσης κατάθεσης ././30-01-2023 παρέμβασή του που απευθύνεται στο παρόν
Δικαστήριο, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή
της παρούσας απόφασης δικάσιμο.
Κατά την εκφώνηση των
υποθέσεων από το πινάκιο στη σειρά τους και κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο οι
διάδικοι παραστάθηκαν όπως προαναφέρεται, και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των
διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά
όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις που κατέθεσαν στο ακροατήριο.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I) Από τις διατάξεις των
άρθρων 1, 3, 4, 5, 34, 36, 37, 38, 57, 58, 63 επόμ. και
84 του ισχύοντος από 27 Σεπτεμβρίου 2013 Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013 ΦΕΚ Α
208/27.9.2013) - και άρθρο 166 παρ. 3 αυτού - σε συνδυασμό με εκείνες των
άρθρων 648 επόμ. και 713 επόμ.
του ΑΚ συνάγεται ότι ο δικηγόρος, ενεργώντας ελεύθερα έναντι του πελάτη του και
μη διατελώντας σε σχέση εξάρτησης, είναι δημόσιος λειτουργός, ενώ η μεταξύ του
δικηγόρου και του πελάτη του σύμβαση προς διεξαγωγή με αμοιβή υποθέσεων του
τελευταίου έχει τον χαρακτήρα της αμειβομένης εντολής και ο δικηγόρος
δικαιούται να λάβει από τον εντολέα του αμοιβή για κάθε δικαστική ή εξώδικη
εργασία που διενήργησε (σχετ. ΑΠ 574/2018, ΑΠ
321/2017, ΑΠ 939/2013, ΑΠ 476/2007 υπό τις διατάξεις του προηγουμένου ν.δ/τος 3026/1954). Η αμοιβή του δικηγόρου καθορίζεσαι με
έγγραφη συμφωνία αυτού και του εντολέα του, ο οποίος οφείλει την αμοιβή, εφόσον
έδωσε τη σχετική εντολή στο όνομα και για λογαριασμό του, εάν δε δεν υπάρχει
ειδική έγγραφη συμφωνία ως προς την αμοιβή, το ύψος αυτής καθορίζεται με βάση
τα προβλεπόμενα στον Κώδικα όρια. Ειδικότερα με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2
του άνω ν. 4194/2013 ορίζεται ότι (ο δικηγόρος) για τις υπηρεσίες του αμείβεται
από τον εντολέα του είτε ανά υπόθεση, είτε με πάγια αντιμισθία ή με μισθό, με
τη διάταξη του άρθρου 57 παρ. 1 του ιδίου νόμου ορίζεται ότι ο δικηγόρος
δικαιούται να λάβει αμοιβή από τον εντολέα του για κάθε εργασία του δικαστική ή
εξώδικη, καθώς και για κάθε δαπάνη δικαστηριακή ή άλλη που κατέβαλε για την
εκτέλεση της εντολής που του ανατέθηκε και με τη διάταξη του άρθρου 58 παρ. 1,
2 και 3 αυτού ορίζεται ότι η αμοιβή του δικηγόρου ορίζεται ελεύθερα με έγγραφη
συμφωνία με τον εντολέα του ή τον αντιπρόσωπο του (παρ. 1), ότι η συμφωνία αυτή
περιλαμβάνει είτε όλη τη διεξαγωγή της δίκης, είτε μέρος ή ειδικότερες πράξεις
αυτής ή κάθε άλλης φύσης νομικές εργασίες, δικαστικές ή εξώδικες (παρ. 2) και
ότι σε περίπτωση που δεν υπάρχει έγγραφη συμφωνία, η αμοιβή του δικηγόρου
καθορίζεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στα επόμενα άρθρα του Κώδικα, με βάση την
αξία του αντικειμένου την δίκης και, σε περίπτωση που το αντικείμενο της δίκης
δεν αποτιμάται σε χρήμα και δεν ορίζονται στις διατάξεις του Κώδικα, με βάση
τις αμοιβές που αναφέρονται στο Παράρτημα I του Κώδικα, το οποίο αποτελεί
αναπόσπαστο μέρος αυτού (παρ. 3). Με την παρ. 4 του ιδίου άρθρου ορίζεται,
μεταξύ άλλων, ότι με βάση τις αμοιβές που αναφέρονται στο Παράρτημα I του
Κώδικα διενεργείται η εκκαθάριση πινάκων δικηγορικών αμοιβών, σύμφωνα με τα όσα
ορίζονται στο άρθρο 84, εφόσον δεν υπάρχει έγγραφη συμφωνία για την αμοιβή κατά
την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού και η αμοιβή δεν υπολογίζεται επί της αξίας
του αντικειμένου της δίκης κατά το άρθρο 63 του Κώδικα, οπότε στις περιπτώσεις
αυτές ισχύουν όσα ορίζονται ειδικότερα στις σχετικές διατάξεις (εδ. α), προσδιορίζεται η αμοιβή του δικηγόρου κατά την
παροχή νομικής βοήθειας κλπ. (εδ. β) και
υπολογίζονται οι εισφορές κρατήσεις, τις οποίες υποχρεούνται να προκαταβάλλουν
οι δικηγόροι στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο για την παράστασή τους ενώπιον των
δικαστηρίων ή δικαστικών συμβουλίων, κάθε είδους αρχών (ανακριτικών, εισαγγελικών,
διοικητικών κλπ.) σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 61 παρ. 1 του Κώδικα (εδ. γ). Τέλος με τη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 1 εδ. α΄ του νόμου αυτού ορίζεται ότι τα δικαστήρια κατά την
εκκαθάριση πινάκων δικηγορικών αμοιβών, που διενεργείται σε περίπτωση έλλειψης
γραπτής συμφωνίας για την αμοιβή του δικηγόρου ή του αντιπροσώπου του,
εφαρμόζουν τις διατάξεις για τις αμοιβές του Κώδικα, εκτός αν ειδικές διατάξεις
προβλέπουν διαφορετικά. Με τις διατάξεις αυτές [αλλά και τις αντίστοιχες του
προγενεστέρου ν.δ/τος 3026/1954 περί του Κωδικός των
Δικηγόρων - καταργηθέντος μετά την έναρξη της ισχύος
του ν. 4194/2013 κατ’ άρθ. 166 παρ. 1 αυτού - μετά την κατάργηση των εκεί προβλεπομένων ελαχίστων ορίων αμοιβών των δικηγόρων, ως
υποχρεωτικών, με το άρθρο 5 παρ. 6 του ν. 3919/2011 (ΦΕΚ Α 32) που
αντικατέστησε την περί τούτου διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 92 του ως άνω
Κώδικα] θεσπίσθηκε καθεστώς συμβατικής ελευθερίας μεταξύ του εντολέα και του
δικηγόρου αναφορικά με τον προσδιορισμό του ύψους της δικηγορικής αμοιβής, οι
δε οριζόμενες υπό το πριν το ν. 3919/2011 νομοθετικό καθεστώς ως υποχρεωτικές
ελάχιστες αμοιβές για την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών με βάση διατάξεις
αναγκαστικού δικαίου έπαψαν να ισχύουν από την έναρξη ισχύος του τελευταίου
αυτού νόμου, σύμφωνα με το άρθρο 10 αυτού. Επομένως, η αμοιβή του πληρεξούσιου
δικηγόρου ορίζεται ελεύθερα με έγγραφη συμφωνία μεταξύ αυτού και του εντολέα
του, χωρίς να είναι υποχρεωτικό πλέον η αμοιβή αυτή να μην υπολείπεται των
ελαχίστων ορίων αμοιβών, οι οποίες ορίζονταν στο παρελθόν με διατάξεις
αναγκαστικού δικαίου, ως υποχρεωτικές. Ωστόσο με τις διατάξεις αυτές δεν επήλθε
και κατάργηση εν γένει των σχετικών με τον προσδιορισμό του ύψους της
δικηγορικής αμοιβής ρυθμίσεων, δεδομένου ότι ορίσθηκε ρητά ότι σε περίπτωση που
δεν προκύπτει η ύπαρξη έγκυρης έγγραφης συμφωνίας περί του ύψους της αμοιβής
για την παροχή των δικηγορικών υπηρεσιών ισχύουν οι οριζόμενες στις ως άνω
διατάξεις αμοιβές, οι οποίες υπολογίζονται αναλόγως, είτε με βάση την αξία του
αντικειμένου της δίκης (άρθ. 63 επόμ. ν. 4194/2013),
είτε με βάση τα (σταθερά) ποσά που αναφέρονται στο Παράρτημα I του Κώδικα για
τη διενέργεια των εκεί διαλαμβανομένων εργασιών (σχετ.
ΑΠ 85/2019, ΑΠ 961/2017). Δεν αποκλείεται βεβαίως να συμφωνηθεί εγγράφως (άρθ.
361 του ΑΚ) μεταξύ του εντολέα και του δικηγόρου ότι το ύψος της οφειλομένης από τον πρώτο αμοιβής για την παροχή
δικηγορικών υπηρεσιών από το δεύτερο θα ανέρχεται στα οριζόμενα από τις οικείες
διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων όρια. Για τον υπολογισμό της οφειλομένης
κατά τον Κώδικα Δικηγόρων αμοιβής, στην περίπτωση έλλειψης έγγραφης συμφωνίας,
κρίσιμος χρόνος είναι εκείνος της παροχής της αντίστοιχης υπηρεσίας από το
δικηγόρο, καθόσον τότε γεννάται η σχετική αξίωση αυτού (ΑΠ 677/2020).
Σημειώνεται ότι οι ειδικές ρυθμίσεις που καθορίζουν το ύψος των υποχρεωτικά
προκαταβαλλομένων στο δικηγορικό σύλλογο ποσών κατά το άρθρο 61 παρ. 1, 2 και 4
του Κώδικα Δικηγόρων (γραμμάτια προείσπραξης) δεν διαφοροποιούν τις διατάξεις
του Κώδικα για τον καθορισμό της οφειλομένης στο
δικηγόρο κατά τα άνω δικηγορικής αμοιβής για δικαστικές ή εξώδικες εργασίες
αυτού (σχετ. ΑΠ 733/2018, ΑΠ 1112/2017, ΑΠ 390/2015
στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 7 παρ. 2 του ν. 2753/2007, όπως ίσχυε πριν την
κατάργησή του με το άρθρο 5 παρ. 15 του ν. 3919/2011 (ΑΠ 143/2022 δημ. σε ΤΝΠ Νόμος).
II) Περαιτέρω, ο νέος
Κώδικας Δικηγόρων (ν. 4194/2013, Α 208), ορίζει στο άρθρο 1 ότι: «1. Ο
δικηγόρος είναι δημόσιος λειτουργός. Το λειτούργημα του αποτελεί θεμέλιο του
κράτους δικαίου. 2. Περιεχόμενο του λειτουργήματος είναι η εκπροσώπηση και
υπεράσπιση του εντολέα του σε κάθε
δικαστήριο, αρχή ή υπηρεσία ή εξωδικαστικό θεσμό, η παροχή νομικών συμβουλών
και γνωμοδοτήσεων ...», στο άρθρο 3 ότι: «1. Ο δικηγόρος ασκεί ελεύθερο
επάγγελμα στο οποίο προέχει το στοιχείο της εμπιστοσύνης του εντολέα του προς
αυτόν. 2. Για τις υπηρεσίες του αμείβεται από τον εντολέα του είτε ανά υπόθεση
είτε με πάγια αμοιβή ή με μισθό. 3. Η άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος δεν
συνιστά εμπορική δραστηριότητα» και στο άρθρο 8 ότι: «Επιτρέπεται στον
δικηγόρο, ύστερα από έγγραφη γνωστοποίηση στο δικηγορικό σύλλογο στον οποίο
ανήκει: α) Να παρέχει σε εντολέα με ετήσια ή μηνιαία αμοιβή νομικές υπηρεσίες
ως δικαστικός ή νομικός σύμβουλος ή ως δικηγόρος με έμμισθη εντολή, είτε αυτός
ανήκει στο δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα, καθώς και να αναλαμβάνει παράλληλα
υποθέσεις από οποιονδήποτε άλλον εντολέα με αμοιβή για κάθε υπόθεση ξεχωριστά,
είτε με ετήσια ή περιοδική αμοιβή, β) ... ι) ... . Περαιτέρω στο Κεφάλαιο Ε΄
του ίδιου Κώδικα Δικηγόρων ρυθμίζονται οι ειδικές μορφές ασκήσεως δικηγορίας.
Ειδικότερα, στο Τμήμα Α΄ του κεφαλαίου αυτού με τίτλο «Έμμισθη εντολή»
ορίζονται τα ακόλουθα: Άρθρο 42 (όπως το άρθρο αυτό ίσχυε κατά τον κρίσιμο
χρόνο, ήτοι πριν τη συμπλήρωση του με το άρθρο 188 του ν. 4820/2021, Α΄130, που
πρόσθεσε νέες παρ. 2 και 3): «Έμμισθος δικηγόρος είναι αυτός που προσφέρει
αποκλειστικά νομικές υπηρεσίες, ως νομικός σύμβουλος ή ως δικηγόρος, σε
συγκεκριμένο εντολέα, σταθερά και μόνιμα, αμειβόμενος αποκλειστικά με πάγια
περιοδική αμοιβή. Ο ίδιος δικηγόρος μπορεί επίσης να αναλαμβάνει υποθέσεις από
οποιονδήποτε άλλον, αμειβόμενος είτε ανά υπόθεση είτε με άλλον τρόπο». Άρθρο
43: «1. Η πρόσληψη δικηγόρων με έμμισθη εντολή στον ιδιωτικό τομέα γίνεται με
έγγραφη σύμβαση, που καταρτίζεται μεταξύ αυτού και του εντολέα. 2. ...». Άρθρο
44: «1. Ο δικηγόρος για τις παρεχόμενες με έμμισθη εντολή υπηρεσίες του
αμείβεται με πάγιες μηνιαίες αποδοχές που καθορίζονται με ελεύθερη συμφωνία με
τον εντολέα του και οι οποίες δεν μπορούν να είναι κατώτερες των εκάστοτε
ισχυουσών κατώτατων νόμιμων αποδοχών υπαλλήλου του ιδιωτικού τομέα ανάλογων
επιστημονικών προσόντων. 2. ...». Άρθρο 45: «1. Η σύμβαση του έμμισθου
δικηγόρου που συμπληρώνει το 67ο έτος της ηλικίας του και θεμελιώνει
συνταξιοδοτικό δικαίωμα για πλήρη σύνταξη από το Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολουμένων
(Ε.Τ.Α.Α.) λύεται και δεν επιτρέπεται να προσληφθεί
ως έμμισθος στο Δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα. Το 67ο έτος θεωρείται ότι
συμπληρώνεται την 31η Δεκεμβρίου του αντίστοιχου έτους. Στην περίπτωση αυτή ο
δικηγόρος λαμβάνει την αποζημίωση του άρθρου 46 παράγραφος 3 του Κώδικα. 2. ...
3. Οι δικηγόροι που προσλαμβάνονται με έμμισθη εντολή έχουν την υποχρέωση εντός
το αργότερο τριών μηνών από την υπογραφή της σύμβασης και ανεξάρτητα από το
κύρος ή μη της σχετικής σύμβασης πρόσληψης, να αναγγείλουν στους οικείους
Δικηγορικούς Συλλόγους του τόπου όπου παρέχονται οι δικηγορικές ή
νομικές υπηρεσίες την πρόσληψη τους. 4. ..... Άρθρο 46: «1. Οι διατάξεις για τη
χορήγηση ετήσιας άδειας και επιδόματος αδείας που ισχύουν για τους υπαλλήλους
στον ιδιωτικό τομέα, ισχύουν και για τους έμμισθους δικηγόρους. Σε περίπτωση
ύπαρξης Κανονισμού εργασίας για τους εργαζόμενους στον εντολέα, εφαρμόζονται οι
διατάξεις του Κανονισμού, εφόσον είναι ευνοϊκότερες. Εφαρμόζονται επίσης στους
έμμισθους δικηγόρους όλες οι κείμενες διατάξεις για χορήγηση αδείας μετ’
αποδοχών λόγω ασθενείας, αναρρωτικής άδειας και προστασίας της κύησης και της
λοχείας. 2. Η σύμβαση μεταξύ έμμισθου δικηγόρου και εντολέα είναι πάντοτε
αορίστου χρόνου και λύεται μόνο: α) με το θάνατο, β)
τη λύση, κατάργηση ή διάλυση με οποιονδήποτε τρόπο του νομικού προσώπου που
απασχολεί τον δικηγόρο, γ) την πτώχευση του εντολέα και δ) με καταγγελία της
σύμβασης από τον εντολέα ή εντολοδόχο δικηγόρο. ... 3. α) Αν η έμμισθη εντολή
του δικηγόρου λυθεί για οποιονδήποτε λόγο που αναφέρεται στην πρώτη παράγραφο,
πλην της οικειοθελούς αποχώρησης, ο έμμισθος δικηγόρος δικαιούται να εισπράξει
από τον εντολέα του αποζημίωση. Η αποζημίωση προβλέπεται αναλόγως με το χρόνο
διάρκειας της έμμισθης εντολής και ισούται: α) με δύο μηνιαίες παροχές αν έχει
συμπληρώσει ένα έτος υπηρεσίας στον εντολέα, β) ... και ια)
με δώδεκα μηνιαίες παροχές αν έχει συμπληρώσει δεκαέξι έτη υπηρεσίας. Για τον
υπολογισμό του ύψους της μηνιαίας παροχής λαμβάνεται υπόψη το ποσό που
καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα, β) ... 4. ... 7. ...». Περαιτέρω, στο Τμήμα Β
(με τίτλο «Άλλες μορφές παροχής δικηγορικών υπηρεσιών») του ίδιου κεφαλαίου του
Κώδικα Δικηγόρων ορίζονται στο άρθρο 48 (με τίτλο «Παροχή υπηρεσιών προς
δικηγόρους και Δικηγορικές Εταιρείες») τα εξής: «1. Δικηγόροι μπορούν να
απασχολούνται από άλλους δικηγόρους ή από Δικηγορικές Εταιρείες για ορισμένη ή
ορισμένες υποθέσεις ή αποκλειστικά. Η σχετική συμφωνία δεν θίγει την
επιστημονική ανεξαρτησία τους κατά την άσκηση του λειτουργήματος τους ακόμη και
όταν ενεργούν συντονισμένα με άλλους δικηγόρους ή στην περίπτωση συνεργασίας με
Δικηγορική Εταιρεία με τους εταίρους και λοιπούς συνεργάτες της εταιρείας. 2.
Όταν η συνεργασία του δικηγόρου με άλλον δικηγόρο ή με Δικηγορική Εταιρεία
είναι αποκλειστική, η σχετική συμφωνία είναι έγγραφη και πρέπει να κατατεθεί
μέσα σε τρεις μήνες από την υπογραφή της στο Δικηγορικό Σύλλογο του δικηγόρου
που απασχολείται ή στο Δικηγορικό Σύλλογο της έδρας της εταιρείας. Διαφορετικά
η ρύθμιση της σχέσης δεν υπάγεται στο παρόν άρθρο. 3. Η έγγραφη συμφωνία πρέπει
να περιλαμβάνει τουλάχιστον: α) τη διάρκεια της συνεργασίας, β) τη συμφωνούμενη
αμοιβή, γ) τον τρόπο καταβολής της αμοιβής, δ) τον τρόπο λύσης της συνεργασίας
και την οφειλόμενη αποζημίωση. 4. Η εντολή χειρισμού υπόθεσης στο πλαίσιο της
ρύθμισης της παραγράφου 1 λογίζεται ότι έχει δοθεί στον εντολέα δικηγόρο ή στην
εντολέα Δικηγορική Εταιρεία». Εξάλλου, στο Τμήμα Γ (με τίτλο «Δικηγορικές
Εταιρείες») του ανωτέρω Κεφαλαίου Ε του Κώδικα Δικηγόρων ορίζονται, μεταξύ
άλλων, τα εξής: Άρθρο 49: «1. Αστική Επαγγελματική Δικηγορική εταιρεία (στο
εξής η «Δικηγορική Εταιρεία» ή η «Εταιρεία») επιτρέπεται να συσταθεί μόνο
μεταξύ εν ενεργεία δικηγόρων (στο εξής οι «Εταίροι») με αποκλειστικό σκοπό την
παροχή δικηγορικών υπηρεσιών (οπουδήποτε, εντός ή εκτός Ελλάδος) και τη διανομή
αποκλειστικά μεταξύ των Εταίρων (κατά τη μέθοδο, που θα συμφωνούν κατά την
αδέσμευτη κρίση τους) των συνολικών κερδών, που θα προκύπτουν από τη
δραστηριότητα της εταιρείας. 2. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 5 του άρθρου 52
του Κώδικα, Εταίρος Δικηγορικής Εταιρείας απαγορεύεται να συμμετέχει σε άλλη
Δικηγορική Εταιρεία ή να ασκεί ατομική δικηγορία και γενικά να ενεργεί για δικό
του λογαριασμό ή για λογαριασμό άλλου πράξεις αντίθετες με τα συμφέροντα της
εταιρείας. 3. Η έδρα της εταιρείας ορίζεται με το Καταστατικό στην περιφέρεια
του Δικηγορικού Συλλόγου, στον οποίο είναι εγγεγραμμένος ένας από τους Εταίρους
και καταχωρείται σε ειδικό βιβλίο (Μητρώο εταιρειών), που τηρείται για το σκοπό
αυτόν από το Δικηγορικό Σύλλογο της έδρας της εταιρείας. 4.... 5. Η Δικηγορική
Εταιρεία δύναται να απασχολεί δικηγόρους μη Εταίρους και με σχέση αποκλειστικής
παροχής υπηρεσιών κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 48 του Κώδικα. 6. Η Δικηγορική
Εταιρεία αποκτά νομική προσωπικότητα από την εγγραφή της στο Μητρώο Εταιρειών
του Δικηγορικού Συλλόγου της έδρας της ή από την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας
που προβλέπεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 50. 7... . 8. Άρθρο 50: «1. Για τη
σύσταση της Δικηγορικής Εταιρείας απαιτείται έγγραφο (Καταστατικό), το οποίο
υπογράφεται από όλους τους ιδρυτές Εταίρους. ... 2... . 3. Η έγκριση του
Καταστατικού και κάθε τροποποίησή του γίνεται με απόφαση του Διοικητικού
Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου της έδρας της Εταιρείας, το οποίο ελέγχει
αν οι διατάξεις του Καταστατικού συνάδουν με τις διατάξεις του νόμου. 4 Αν
παρέλθει άπρακτο διάστημα ενός (I) μηνός από την υποβολή του, προς έγκριση,
Καταστατικού ή της τροποποίησής του, θεωρείται ότι η έγκριση έχει παρασχεθεί.
5. ... 8. ... . Άρθρο 52: «1. Οι Εταίροι εισφέρουν υποχρεωτικά στην Εταιρεία
την εργασία τους. Συμπληρωματικά επιτρέπεται αποκλειστικά και μόνο για την
εξυπηρέτηση των αναγκών της Εταιρείας η εισφορά σε χρήμα ή σε κινητά πράγματα
και η χρήση κινητών και ακινήτων πραγμάτων. ... 2. Οι εισφορές των Εταίρων και
κάθε τι άλλο, που αποκτάται με οποιονδήποτε τρόπο στο όνομα ή για λογαριασμό
της Εταιρείας, ανήκει στην Εταιρεία. 3. Τα μερίδια κάθε Εταίρου ορίζονται
ελεύθερα από τη Γενική Συνέλευση σε εκατοστιαία ποσοστά και δεν συνδέονται με
την εισφορά του Εταίρου. 4. ... 5. Με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των
Εταίρων μπορεί να προβλεφθεί όχι αμοιβές από συμμετοχή σε Διοικητικά Συμβούλια
ή από έμμισθη εντολή μπορούν να εισπραχθούν από τον Εταίρο απευθείας εφόσον η
είσπραξη αυτή δεν γίνεται από την Εταιρεία αλλά ατομικά από τον Εταίρο». Άρθρο
53: «1. Ανώτατο όργανο της εταιρείας είναι η Γενική Συνέλευση των Εταίρων. 2. .
3. . 4. Η Εταιρεία διοικείται από έναν ή περισσότερους διαχειριστές.
Διαχειριστής ή διαχειριστές πρέπει να είναι Εταίρος ή Εταίροι. ... 5. . 6. Οι
διαχειριστές δεν δικαιούνται ιδιαίτερη αμοιβή για τη διοίκηση, διαχείριση και
εκπροσώπηση της Εταιρείας, εκτός αν στο Καταστατικό και στην απόφαση εκλογής ή
επιλογής τους ορίζεται διαφορετικά. 7. . 11. ...». Άρθρο 55: «1. Οι έγγραφες
εντολές των εντολέων - πελατών λογίζεται ότι παρέχονται προς την Εταιρεία ακόμα
και αν αυτές απευθύνονται προς Εταίρο ή συνεργάτη της Εταιρείας. 2... . 3. Οι
αμοιβές για δικαστικές ή εξώδικες υπηρεσίες που παρέχονται από τους δικηγόρους
της Εταιρείας και η μέθοδος υπολογισμού τους συμφωνούνται από τον διαχειριστή
της Εταιρείας ή από πρόσωπα που έχουν εξουσιοδοτηθεί από αυτόν».
III) Επειδή, στο άρθρο 38
του ν. 4387/2016 (Α 85), με τίτλο του άρθρου «Εισφορές Μισθωτών και Εργοδοτών»,
όπως το άρθρο αυτό ίσχυε κατά τον χρόνο εκδόσεως των προσβαλλόμενων πράξεων,
ορίζονται τα εξής: 1. Από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, το συνολικό ποσοστό
εισφοράς κύριας σύνταξης ασφαλισμένου μισθωτού και εργοδότη ορίζεται σε 20% επί
των πάσης φύσεως αποδοχών των εργαζομένων, με την επιφύλαξη της παραγράφου 17
του άρθρου 39 του παρόντος νόμου, με εξαίρεση τις κοινωνικού χαρακτήρα έκτακτες
παροχές λόγω γάμου, γεννήσεως τέκνων, θανάτου και βαριάς αναπηρίας και
κατανέμεται κατά 6,67% σε βάρος των ασφαλισμένων και κατά 13,33% σε βάρος των
εργοδοτών, συμπεριλαμβανομένου από 1.1.2017 και του Δημοσίου και των νομικών
προσώπων δημοσίου δικαίου, με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 4 και
5 του παρόντος. 2. α. Το ανώτατο όρο ασφαλιστέων αποδοχών για τον υπολογισμό
της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς των μισθωτών και των εργοδοτών, συνίσταται
στο δεκαπλάσιο του ποσού που αντιστοιχεί στον εκάστοτε προβλεπόμενο κατώτατο
βασικό μισθό άγαμου μισθωτού, και σύμφωνα με τις ισχύουσες κατά την έναρξη
ισχύος του παρόντος διατάξεις, το δεκαπλάσιο του ποσού που αντιστοιχεί στο
βασικό μισθό άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών. β. Το ανώτατο όρο της περίπτωσης
α εφαρμόζεται και επί πολλαπλής μισθωτής απασχόλησης ή έμμισθης εντολής όσον
αφορά στην εισφορά ασφαλισμένου, γ. (όπως η περ. γ προστέθηκε με το άρθρο 27
του ν. 4445/2016, Α' 236) Η ελάχιστη μηνιαία βάση υπολογισμού επί της οποίας
υπολογίζεται το εκάστοτε προβλεπόμενο ποσοστό εισφοράς των μισθωτών με πλήρη
απασχόληση και των εργοδοτών τους, καθορίζεται με βάση το ποσό που αντιστοιχεί
στον κατώτατο βασικό μισθό άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών. 3.Καταβάλλεται
ασφαλιστική εισφορά για τον κλάδο σύνταξης ποσοστού 20% επιμεριζόμενη κατά
ποσοστό 6,67% για τον εργαζόμενο και 13,33% για τον εργοδότη για τις ακόλουθες,
ιδίως, κατηγορίες ασφαλισμένων, διατηρούμενης σε ισχύ του τεκμηρίου της
ρύθμισης του άρθρου 2 παρ. 1 του αν. 1846/1951: α. ... β. Για τους
ασφαλισμένους που έως την έναρξη ισχύος του παρόντος υπάγονταν στην ασφάλιση
του ΕΤΑΑ και παρέχουν εξαρτημένη εργασία,
ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής
στην κοινωνική ασφάλιση, γ. Ο διευθυντής, γενικός διευθυντής, εντεταλμένοι,
διευθύνοντες ή συμπράττοντες σύμβουλοι, διοικητές εταιριών ή συνεταιρισμών
εφόσον συνδέονται με σχέση εξαρτημένης εργασίας για τις εισπραττόμενες αμοιβές,
των ανωτέρω ποσοστών υπολογιζόμενων επί του συνολικού ποσού των αμοιβών, δ. Τα
πρόσωπα που διορίζονται ως μέλη Διοικητικού Συμβουλίου Α. Ε. και λαμβάνουν
αμοιβή, των ανωτέρω ποσοστών υπολογιζόμενων επί της αμοιβής και αποκοπή, ε. ...
στ. Για τους δικηγόρους με έμμισθη εντολή, και άλλα
πρόσωπα ασφαλιστέα λόγω ιδιότητας, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην
κοινωνική ασφάλιση, για το εισόδημα που προέρχεται από τη διαρκή σχέση παροχής
υπηρεσιών. Στο εισόδημα, από άσκηση ελεύθερου επαγγέλματος, για το οποίο
εκδίδονται δελτία παροχής υπηρεσιών, τιμολόγια ή αποδείξεις επαγγελματικής
δαπάνης, καταβάλλεται εισφορά, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 39 του παρόντος,
αναλόγως εφαρμοζομένων, μη εφαρμοζόμενης στην
περίπτωση αυτή της παρ. 3 του άρθρου 39 του παρόντος. Υπόχρεος για την καταβολή
της εργοδοτικής εισφοράς είναι οποιοδήποτε πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, για
λογαριασμό του οποίου οι ασφαλισμένοι του παρόντος άρθρου παρέχουν τις υπηρεσίες
τους περιοδικά έναντι παροχής. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται και στις κατηγορίες
αυτές οι πάσης φύσεως διατάξεις περί εισφορών του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ 4. Τυχόν υψηλότερα ή
χαμηλότερα των οριζομένων στην παράγραφο 1 ποσοστά
ασφαλιστικών εισφορών κλάδου σύνταξης ασφαλισμένου και εργοδότη που
προβλέπονταν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος αναπροσαρμόζονται ετησίως
ισόποσα και σταδιακά από 1.1.2017 και εφεξής,
ούτως ώστε από 1.1.2020 να διαμορφωθούν στο αντίστοιχο ποσοστό που
ορίζεται στην ανωτέρω παράγραφο. 5 ... 6. ... 7. Οι εισφορές δηλώνονται από τον
εργοδότη στην Αναλυτική Περιοδική Δήλωση, σύμφωνα με την ισχύουσα κατά τη
δημοσίευση του παρόντος νομοθεσία του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, αναλόγως εφαρμοζόμενης. 8.
(όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο δεύτερο παρ. 5 του ν.
4393/2016, Α 106) Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και
Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζονται ... και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για
την εφαρμογή του άρθρου αυτού. 9. ... 10. ...». Περαιτέρω, στο άρθρο 39 του
ίδιου ν. 4387/2016, με τίτλο του άρθρου «Εισφορές αυτοαπασχολουμένων και
ελεύθερων επαγγελματιών», όπως το άρθρο αυτό ίσχυε κατά τον χρόνο εκδόσεως των
προσβαλλόμενων πράξεων, ορίζονται ως εξής: «1. α. Από 1.1.2017, το ποσοστό της
μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς για τον κλάδο κύριας σύνταξης, που καταβάλλουν
τα πρόσωπα, παλαιοί και νέοι ασφαλισμένοι κατά τη διάκριση του Ν 2084/1992, τα
οποία υπάγονται ή θα υπάγονταν, σύμφωνα με τις γενικές ή ειδικές ή καταστατικές
διατάξεις, όπως ίσχυαν ως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, στην ασφάλιση
του Ο.Α.Ε.Ε., ανέρχεται μηνιαίως σε ποσοστό 20%. β. Ειδικά για τα πρόσωπα,
παλαιούς και νέους ασφαλισμένους κατά τη διάκριση του Ν. 2084/1992, τα οποία
υπάγονται ή θα υπάγονταν, σύμφωνα με τις γενικές ή ειδικές ή καταστατικές
διατάξεις, όπως ίσχυαν ως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, στην ασφάλιση
του Ε.Τ. Α. Α., καθώς και για αυτοαπασχολούμενους αποφοίτους σχολών ανώτατης
εκπαίδευσης, που είναι εγγεγραμμένοι σε επιστημονικούς συλλόγους ή επιμελητήρια
που έχουν τη μορφή νομικού προσώπου
δημοσίου δικαίου, το ποσοστό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς για τον κλάδο
κύριας σύνταξης ανέρχεται μηνιαίως σε ποσοστό 14% για τα πρώτα δύο (2) έτη από
την πρώτη τους υπαγωγή στην ασφάλιση, σε ποσοστό 17% για τα επόμενα τρία (3)
έτη και σε ποσοστό 20% για το διάστημα μετά το 5o έτος της υπαγωγής τους στην
ασφάλιση. 2. Τα ως άνω ποσοστά υπολογίζονται επί του μηνιαίου εισοδήματος, όπως
αυτό καθορίζεται με βάση το καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα, από την άσκηση
δραστηριότητας τους κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος. ... Με απόφαση του
Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης
εξειδικεύονται τα ειδικότερα θέματα όσον αφορά στους κανόνες προσδιορισμού της
βάσης υπολογισμού εισφορών ανά επαγγελματική δραστηριότητα, καθώς και τον τρόπο
είσπραξης 3. (όπως η παράγραφος αυτή συμπληρώθηκε με τα άρθρα 234 παρ. 2 του ν.
4389/2016, Α' 94 και 28 παρ. 1 του ν. 4445/2016, Α 236). Η μηνιαία ελάχιστη
βάση υπολογισμού επί της οποίας υπολογίζεται το εκάστοτε προβλεπόμενο ποσοστό
εισφοράς καθορίζεται με βάση το ποσό που αντιστοιχεί στον κατώτατο βασικό μισθό
άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών. Ειδικά στην περίπτωση εφαρμογής της περίπτωσης
β της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου η ως άνω ελάχιστη μηνιαία βάση
υπολογισμού αντιστοιχεί στο 70% επί του εκάστοτε προβλεπόμενου κατώτατου
βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών. Το υπόλοιπο της διαφοράς που
προκύπτει από την καταβολή της μειωμένης, κατά το προηγούμενο εδάφιο της
παραγράφου αυτής, εισφοράς σε σχέση με την προβλεπόμενη στο πρώτο εδάφιο της
ίδιας παραγράφου αποτελεί ασφαλιστική οφειλή η οποία εξοφλείται σύμφωνα με την
παράγραφο 2 στις περιπτώσεις ελεύθερου επαγγελματία ή αυτοαπασχολούμενου που
απασχολείται παράλληλα ως μισθωτός σε καθεστώς μερικής απασχόλησης, η κατά το
πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου μηνιαία ελάχιστη βάση υπολογισμού
διαμορφώνεται αφού αφαιρεθούν οι αποδοχές της μερικής απασχόλησης. Ως προς το
ανώτατο όριο ασφαλιστέου μηνιαίου εισοδήματος εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση η
διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 38. 4. Διατάξεις νόμου που προβλέπουν την
καταβολή μειωμένων ασφαλιστικών εισφορών για τους ασφαλισμένους προερχόμενους
από το Ε.Τ.Α.Α., κατά την πρώτη πενταετία υπαγωγής στην ασφάλιση, καταργούνται
από 1.1.2017. 5. Οι παράγραφοι 1 έως 4 εφαρμόζονται και για τους υγειονομικούς
που αμείβονται κατά πράξη και περίπτωση, καθώς και για τους δικηγόρους που
βρίσκονται σε αναστολή άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, σύμφωνα με τα
προβλεπόμενα από τον Κώδικα Δικηγόρων. Οι δικηγόροι αυτοί καταβάλλουν την
εισφορά του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 3.... 6. ... 7. Υποχρέωση εισφοράς
κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο σχετικά με τις εισφορές αυτοαπασχολουμένου
και ελεύθερων επαγγελματιών έχουν, πέραν των προσώπων της παραγράφου 1 του
άρθρου αυτού και οι εξής: α. Τα μέλη ή μέτοχοι Οργανισμών, Κοινοπραξιών ή κάθε
μορφής Εταιρειών, πλην των Ανωνύμων και των Ιδιωτικών Κεφαλαιουχικών, των
οποίων ο σκοπός συνιστά δραστηριότητα, για την οποία τα ασκούντα αυτή πρόσωπα
υπάγονταν στην ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε. (επαγγελματική, βιοτεχνική ή εμπορική
δραστηριότητα), β. Τα μέλη του Δ.Σ. των Α.Ε. με αντικείμενο επιχειρήσεως
επαγγελματική, βιοτεχνική ή εμπορική δραστηριότητα σε όλη την
Επικράτεια, εφόσον αυτά είναι μέτοχοι κατά ποσοστό 3% τουλάχιστον, γ .
δ. Οι διαχειριστές Ιδιωτικής Κεφαλαιουχικής Εταιρείας που ορίστηκαν με το
καταστατικό ή με απόφαση των εταίρων, ε. Ο μοναδικός εταίρος Μονοπρόσωπης
Ιδιωτικής Κεφαλαιουχικής Εταιρείας. 8. Τυχόν υψηλότερα ή χαμηλότερα των οριζομένων στην παράγραφο 1 ποσοστά ασφαλιστικών εισφορών
Κλάδου Σύνταξης ασφαλισμένου και εργοδότη που προβλέπονταν έως την έναρξη
ισχύος του παρόντος αναπροσαρμόζονται ισόποσα και σταδιακά ετησίως από 1.1.2017
και εφεξής, ούτως ώστε από 1.1.2020 να διαμορφωθούν στο αντίστοιχο ύψος που
ορίζεται στην ανωτέρω παράγραφο. 9. Στους ασφαλισμένους της παρ. 1 του παρόντος
άρθρου, οι οποίοι αμείβονται με δελτίο παροχής υπηρεσιών και για τους οποίους
προκύπτει ότι το εισόδημα τους προέρχεται από την απασχόληση τους σε ένα ή και
δύο πρόσωπα (φυσικά και νομικά) εφαρμόζονται αναλογικά ως προς το ύψος, τον
τρόπο υπολογισμού και τον υπόχρεο καταβολής της εισφοράς, οι διατάξεις του
άρθρου 38 του παρόντος. 10. ... 11. α. Ειδικά για τους δικηγόρους, υπέρ του
Ε.Φ. Κ.Α. καταβάλλεται ποσοστό 20% επί της ελάχιστης αμοιβής ανά δικηγορική
πράξη ή παράσταση, για την οποία προβλέπεται από την κείμενη νομοθεσία έκδοση
γραμματίου προείσπραξης. Ο οικείος Δικηγορικός Σύλλογος αποστέλλει στον
Ε.Φ.Κ.Α. τη σχετική συγκεντρωτική κατάσταση ανά δικηγόρο. Τα ποσά που έχουν
καταβληθεί μέσω ενσήμων ή της ανωτέρω διαδικασίας που τα αντικαθιστά,
αφαιρούνται από την εισφορά που οφείλει ο δικηγόρος. Ειδικά για τους δικηγόρους
που απασχολούνται με έμμισθη εντολή, τα ποσά αυτά αφαιρούνται από την εισφορά
του ασφαλισμένου, β Σε περίπτωση που τα ποσά που καταβάλλονται βάσει των
ανωτέρω ρυθμίσεων υπολείπονται της εισφοράς, ο ασφαλισμένος καταβάλλει την προκύπτουσα διαφορά σε χρήμα, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα
από τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 5 του Ν. 2042/1992. γ. Σε περίπτωση που
τα ποσά που καταβλήθηκαν υπερβαίνουν την προβλεπόμενη μηνιαία εισφορά, δεν
επιστρέφονται, αλλά συμψηφίζονται με την ετήσια ασφαλιστική οφειλή του
αντίστοιχου έτους. 12. Από 1.1.2017 ο Ε.Φ.Κ.Α. συνεισπράττει
με τις ασφαλιστικές εισφορές και την προβλεπόμενη από τις διατάξεις του άρθρου
44 παρ. 2 του Ν. 3986/2011 εισφορά, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 50 του Ν
4144/2013, υπέρ του Ειδικού Λογαριασμού Ανεργίας υπέρ των Αυτοτελώς και
Ανεξάρτητα Απασχολούμενων Κλάδος ασφαλισμένων ΟΑΕΕ και ΕΤΑΠ ΜΜΕ, καθώς και υπέρ
των Αυτοτελώς και Ανεξάρτητα Απασχολούμενων - Κλάδος ασφαλισμένων Ε.Τ.Α.Α., την
οποία και αποδίδει στον ΟΑΕΔ. Επί εμμίσθων ασφαλισμένων που εκ της ιδιότητάς τους ασκούν και ελευθέριο επάγγελμα οι ως άνω
εισφορές επιβάλλονται μόνον επί των μηνιαίων αποδοχών τους. 13. ... 18. (όπως
το πρώτο εδάφιο της παραγράφου αυτής αντικαταστάθηκε με το άρθρο δεύτερο παρ. 6
του ν. 4393/2016, Α 106). Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής
Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, μετά από γνώμη του ΔΣ του ΕΦΚΑ,
εξειδικεύεται η εφαρμογή των κανόνων του παρόντος νόμου σχετικά με τις εισφορές
κατηγοριών αυτοαπασχολούμενων και ελευθέρων επαγγελματιών, οι οποίοι μέχρι την
έναρξη ισχύος του παρόντος υπάγονταν στην ασφάλιση άλλων Φορέων Κύριας
Ασφάλισης, πλην ΟΑΕΕ και ΕΤΑΑ. Μέχρι την έκδοση της απόφασης αυτής η ασφάλιση
και η καταβολή των εισφορών συνεχίζει με το καθεστώς που ίσχυε έως την έναρξη
ισχύος του παρόντος νόμου». Στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4387/2016
αναφέρονται, σε σχέση με την επίμαχη ρύθμιση της παρ. 9 του άρθρου 39, τα εξής:
«Περαιτέρω, στους ασφαλισμένους της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, οι οποίοι
αμείβονται με δελτίο παροχής υπηρεσιών και για τους οποίους προκύπτει ότι το
εισόδημά τους προέρχεται από την απασχόλησή τους σε ένα ή και δύο πρόσωπα
(φυσικά και νομικά) εφαρμόζονται αναλογικά ως προς το ύψος, τον τρόπο
υπολογισμού και τον υπόχρεο καταβολής της εισφοράς, οι διατάξεις του άρθρου
38». Εξάλλου, στο άρθρο 41 (με τίτλο «Ασφαλιστικές εισφορές υγειονομικής
περίθαλψης») του ανωτέρω ν. 4387/2016, όπως το άρθρο αυτό ίσχυε κατά τον χρόνο
εκδόσεως των προσβαλλόμενων πράξεων, ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «1. Από
1.1.2017, η ασφαλιστική εισφορά υπέρ υγειονομικής περίθαλψης των μισθωτών και
των λοιπών κατηγοριών που υπάγονται στον ΕΟΠΥΥ, των οποίων οι ασφαλιστικές
εισφορές κλάδου σύνταξης υπολογίζονται κατά τα προβλεπόμενα του παρόντος νόμου,
ορίζεται σε ποσοστό 7,10% επί των πάσης φύσεως αποδοχών και κατανέμεται κατά
ποσοστό 6,45% για παροχές σε είδος, εκ του οποίου 2,15% βαρύνει τον ασφαλισμένο
και 4,30% βαρύνει τον εργοδότη, και ποσοστό 0,65% για παροχές σε χρήμα, εκ του
οποίου 0,40% βαρύνει τον ασφαλισμένο και 0,25% βαρύνει τον εργοδότη. 2. Από
1.1.2017, η ασφαλιστική εισφορά υπέρ υγειονομικής περίθαλψης των ελεύθερων
επαγγελματιών, των ανεξάρτητα απασχολούμενων, καθώς και των λοιπών κατηγοριών
των οποίων οι ασφαλιστικές εισφορές κλάδου σύνταξης υπολογίζονται κατά τα
προβλεπόμενα στο άρθρο 39, και υπάγονται στον ΕΟΠΥΥ, ορίζεται σε ποσοστό 6,95%
επί του ασφαλιστέου εισοδήματος τους, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 39, βαρύνει
εξολοκλήρου τους ασφαλισμένους και κατανέμεται κατά ποσοστό 6,45% για παροχές
σε είδος και ποσοστό 0,50% για παροχές σε χρήμα. 3. ... 4. β. Με απόφαση του
Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης ρυθμίζεται
κάθε αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή του παρόντος·. Περαιτέρω, στο άρθρο 97 (με
τίτλο «Εισφορές επικουρικής ασφάλισης») του ίδιου ν. 4387/2016, όπως το άρθρο
αυτό ίσχυε κατά τον χρόνο εκδόσεως των προσβαλλόμενων πράξεων, ορίζονται,
μεταξύ άλλων, τα εξής: «1. Από 1.6.2016 και μέχρι τις 31.5.2019, το ποσό της
μηνιαίας εισφοράς για την επικουρική ασφάλιση στο Ε.Τ.Ε.Α. όλων των μισθωτών,
ασφαλισμένων πριν και μετά την 1.1.1993, υπολογίζεται σε ποσοστό 3,5% για τον
ασφαλισμένο και σε ποσοστό 3,5% για τον εργοδότη επί των ασφαλιστέων αποδοχών
του εργαζομένου, όπως προσδιορίζονται στο άρθρο 38. Από 1.6.2019 και μέχρι την
31.5.2022, το ποσό της μηνιαίας εισφοράς στο Ε.Τ.Ε.Α. όλων των μισθωτών,
ασφαλισμένων πριν και μετά την 1.1.1993, υπολογίζεται σε ποσοστό 3,25% για τον
ασφαλισμένο και σε ποσοστό 3,25% για τον εργοδότη επί των ασφαλιστέων αποδοχών
του εργαζομένου, όπως προσδιορίζονται στο άρθρο 38. Μετά το πέρας της εξαετίας,
το ποσοστό της μηνιαίας εισφοράς επανέρχεται στο ύψος που ίσχυε κατά τις
31.12.2015. ... 2. Από 1.6.2016 και μέχρι τις 31.5.2019, το ποσό της μηνιαίας
εισφοράς όλων των αυτοαπασχολούμενων, ελευθέρων επαγγελματιών, ασφαλισμένων
πριν και μετά την 1.1.1993 στο Ε.Τ.Ε.Α. και στα εντασσόμενα σε αυτό ταμεία,
τομείς, κλάδους και λογαριασμούς, υπολογίζεται σε ποσοστό 7% επί του
εισοδήματος όπως ειδικότερα προσδιορίζεται στα άρθρα 39 και 98. Από 1.6.2019
και μέχρι τις 31.5.2022, το ποσό της μηνιαίας εισφοράς όλων των
αυτοαπασχολούμενων, ελευθέρων επαγγελματιών, ασφαλισμένων πριν και μετά την
1.1.1993 στο Ε.Τ.Ε.Α. υπολογίζεται σε ποσοστό 6,5% επί του εισοδήματος όπως
ειδικότερα προσδιορίζεται στα άρθρα 39 και 98. Μετά το πέρας της εξαετίας, το
ποσοστό της μηνιαίας εισφοράς διαμορφώνεται στο ύψος που ίσχυε κατά τις
31.12.2015. 3. ... 4. ... . Εξάλλου, στο άρθρο 36 (νιε τίτλο «Παράλληλη
ασφάλιση») του ανωτέρω ν. 4387/2016, ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: 1. ...2.
Ασφαλισμένοι, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση, που
παρέχουν εξαρτημένη εργασία και ταυτόχρονα αυτοαπασχολούνται
σε δραστηριότητες για τις οποίες υπάγονταν ή θα υπάγονται βάσει γενικών,
ειδικών ή καταστατικών διατάξεων, όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του
παρόντος νόμου, στην ασφάλιση ενός φορέα, τομέα, κλάδου και λογαριασμού
ασφάλισης που εντάσσονται στον Ε.Φ.Κ.Α., καταβάλλουν υπέρ του Ε.Φ.Κ.Α.: α)
μηνιαία ασφαλιστική εισφορά, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 38, για το
εισόδημα που προέρχεται από τη διαρκή σχέση παροχής υπηρεσιών και β)
ασφαλιστική εισφορά, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 39, για το εισόδημα,
εφόσον υπάρχει, από άσκηση ελεύθερου επαγγέλματος, για το οποίο εκδίδονται
δελτία παροχής υπηρεσιών, τιμολόγια ή αποδείξεις επαγγελματικής δαπάνης. Στην
περίπτωση αυτή δεν εφαρμόζεται η παρ. 3 του άρθρου 39. 3. . 4. .. 5. . 6. Οι
διατάξεις του παρόντος, πλην της παρ. 5, έχουν εφαρμογή από 1.1.2017. 7. . 8. ...».
Εν προκειμένω, η βασικότερη
αλλαγή που επέφερε ο ν. 4387/2016 είναι αυτή στον τρόπο υπολογισμού της
ασφαλιστικής εισφοράς του κάθε δικηγόρου και ειδικότερα στην βάση υπολογισμού
της. Οι ασφαλιστικές εισφορές που θα υποχρεούται να πληρώσει ο κάθε δικηγόρος
υπολογίζονται πια με βάση το καθαρό φορολογητέο εισόδημα του προηγούμενου
φορολογικού έτους καταργώντας το προϊσχύον σύστημα
των ασφαλιστικών κλάσεων, κατηγοριών ή τεκμαρτών υπολογισμών. Ειδικότερα, από
τις αρχές του 2017 ο υπολογισμός των ασφαλιστικών εισφορών για τον κλάδο της
κύριας, της επικουρικής σύνταξης, της υγειονομικής περίθαλψης και του εφάπαξ,
όπου προβλέπεται, θα γίνεται με βάση το φορολογητέο εισόδημα του προηγούμενου
οικονομικού έτους, αφότου αφαιρεθούν οι δαπάνες που εκπίπτουν (39§ 2 ν. 4387/2016).
Αναζητείται, δηλαδή, το καθαρό φορολογητέο εισόδημα του κάθε δικηγόρου του
προηγούμενου έτους, όπως διαμορφώνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΦΕ και
μάλιστα, θα είναι αυτό που αποκτά από τη δραστηριότητα ή την ιδιότητά του που
δημιουργεί η υποχρέωση υπαγωγής στην ασφάλιση. Βάση υπολογισμού θα είναι τα
εισοδήματα από το δικηγορικό του επάγγελμα και όχι από τυχόν υπόλοιπα
εισοδήματα, όπως π.χ. μισθώματα, μερίσματα μετοχών ή επενδύσεις για την αύξηση
της απόδοσης της εργασίας του (Ν. Κωνσταντινίδης, Οι ασφαλιστικές εισφορές των
δικηγόρων μετά τον. 4387/2016, δημ. σε Αρμ. 6/2017,
σ. 1086-1102).
Ακολούθως, σύμφωνα με το α.
104 του Ν. 4387/2016, ως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 Ν.4488/2017 (ΦΕΚ Α
137/13.9.2017) «Επιστροφή αχρεωστήτως εισπραχθεισών
εισφορών 1. Αχρεωστήτως καταβληθείσες εισφορές στον
ΕΦΚΑ συμψηφίζονται με πάσης φύσεως καθυστερούμενες οφειλές, ρυθμισμένες ή μη,
των δικαιούχων προς τον ΕΦΚΑ και τους τρίτους φορείς, για τους οποίους ο ΕΦΚΑ συνειπράττει εισφορές. Αν δεν υπάρχουν οφειλές ή αν ύστερα
από τον συμψηφισμό προκύπτει υπόλοιπο ποσό, αυτό επιστρέφεται άτοκα στους
δικαιούχους ως εξής: α. Στις περιπτώσεις μισθωτών, ύστερα από αίτηση των
δικαιούχων, β. Στις περιπτώσεις ελεύθερων επαγγελματιών και αυτοαπασχολούμενων,
η επιστροφή γίνεται μετά την ετήσια εκκαθάριση των οφειλόμενων ασφαλιστικών
εισφορών, σύμφωνα με τις 61501/3398/30.12.2016 (Β΄ 4330) και
61502/3399/30.12.2016 (Β΄ 4330) υπουργικές αποφάσεις. Τα πρόσωπα αυτά μπορούν,
με αίτηση τους, να ζητήσουν το υπερβάλλον ποσό να παραμείνει στον ΕΦΚΑ ως
πιστωτικό υπόλοιπο, συμψηφιζόμενο με τις επόμενες εισφορές. 2. Οι εισφορές υπέρ
τρίτων φορέων που συνεισπράττονται από τον ΕΦΚΑ
επιστρέφονται από αυτόν, σύμφωνα με τη διαδικασία της παραγράφου 1 και βαρύνουν
τον αντίστοιχο φορέα, υπέρ του οποίου έγινε η είσπραξη. 3. Με απόφαση του
Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζεται
η διαδικασία συμψηφισμού και επιστροφής των εισφορών και κάθε άλλο αναγκαίο
ζήτημα για την εφαρμογή της διάταξης αυτής. 4. Κάθε αντίθετη με το παρόν
διάταξη καταργείται.»
IV) Κατά το άρθρο 904 εδ. α του Α.Κ., όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη
αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου, έχει υποχρέωση να αποδώσει την
ωφέλεια, ενώ κατά το εδ. β΄ του ίδιου άρθρου, η
υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης,
δηλαδή εκείνης που επέρχεται χωρίς δόση ανταλλάγματος από το λήπτη και που δεν
μπορεί να στηριχθεί σε ισχυρή σύμβαση, δικαιολογούσα τον πλουτισμό, ούτε σε
νόμιμη υποχρέωση.
Έτσι, η έννοια της γενικής
απαιτήσεως ή ρήτρας από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, προκύπτει από τη διάταξη του πρώτου εδαφίου
του άρθρου 904 ΑΚ, ενώ στο δεύτερο εδάφιο του ίδιου άρθρου σημειώνονται
ενδεικτικώς ορισμένες ειδικές από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό απαιτήσεις, με τη
μορφή παραλλαγών της άνω γενικής απαιτήσεως, οι οποίες δεν έχουν σημασία, παρά
μόνο για τα όρια εφαρμογής των ειδικών διατάξεων των άρθρων 905 έως 907 και
909, 911, 912 του Α.Κ. Κατά την ως άνω διάταξη, προϋποθέσεις αξίωσης αδικαιολόγητου
πλουτισμού είναι: α) ο πλουτισμός του υπόχρεου, β) η επέλευση του πλουτισμού
από την περιουσία ή με ζημία του άλλου, γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πλουτισμού
και ζημίας (επιβάρυνσης), έτσι ώστε το ένα να αποτελεί την αιτία του άλλου και
6) η έλλειψη νόμιμης αιτίας. Συνακόλουθα τούτων, βασική προϋπόθεση της
απαίτησης από αδικαιολόγητο πλουτισμό είναι η ύπαρξη άμεσης περιουσιακής
μετακίνησης μεταξύ του πλουτισμού του λήπτη και της ζημίας άλλου, δηλαδή, για
να στηριχθεί αγωγή από αδικαιολόγητο πλουτισμό, πρέπει να υφίσταται άμεση
αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παροχής ή της ζημίας του ενάγοντος και του
πλουτισμού του εναγομένου, η οποία δεν υφίσταται στην
περίπτωση, που παρεμβάλλεται και άλλη, τρίτη περιουσία, υπό την έννοια ότι η
περιουσιακή μετακίνηση πρέπει να πραγματοποιείται από την περιουσία του
ζημιωθέντος στην περιουσία του πλουτίσαντος, χωρίς
την παρεμβολή τρίτου προσώπου, που να ενεργεί για δικό του λογαριασμό.
Επιπλέον, πρέπει να υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του πλουτισμού του εναγομένου και της ζημίας του ενάγοντος και να μην
υφίσταται νόμιμη αιτία της περιουσιακής μετακινήσεως. Στερείται δε νόμιμης
αιτίας και επομένως είναι αδικαιολόγητος ο πλουτισμός που δεν καλύπτεται από
έγκυρη βούληση του ζημιωθέντος ή κατ’ εξαίρεση από τη θέληση του νομοθέτη,
συναγόμενη σαφώς από συγκεκριμένες διατάξεις ή και από το γενικότερο πνεύμα του
νόμου, ενώ νόμιμη αιτία δικαιολόγησης του πλουτισμού, εκτός από τη βούληση του
ζημιωθέντος ή του νομοθέτη, είναι και το αντάλλαγμα που τυχόν παρέχει ο λήπτης
του πλουτισμού, δηλαδή η οικονομική θυσία του έναντι του αποκτώμενου
πλουτισμού, η οποία, αν είναι ισάξια μ’ αυτόν, ανταποκρίνεται πλήρως στην
εξισωτική αποστολή του θεσμού του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Επίσης, κατά την
έννοια της παραπάνω διατάξεως, στην περίπτωση της λεγομένης αλυσίδας
πλουτισμών, η οποία υφίσταται στις περιπτώσεις αλλεπάλληλων μεταβιβάσεων του
πλουτισμού από τον πρώτο λήπτη σε δεύτερο κ.ο.κ.,
όταν και οι δύο μεταβιβάσεις, μεταξύ του πρώτου και του δευτέρου και του
δευτέρου και του τρίτου, είναι αδικαιολόγητες, ο αρχικός μεταβιβάσας έχει
αξίωση κατά του τελικώς αποκτήσαντος, καθόσον
ζημιωθείς και πλουτήσας και συνεπώς δανειστής και
οφειλέτης της αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού - είναι τα δύο αυτά πρόσωπα
αντίστοιχα. Δηλαδή, νέος οφειλέτης στις περιπτώσεις αυτές καθίσταται ο
περαιτέρω λήπτης που δεν έχει να επιδείξει νόμιμη αιτία στο πρόσωπο του για
διατήρηση του πλουτισμού (ΑΠ 6/2020 δημ. σε ΤΝΠ
Νόμος).
Με την υπό κρίση αγωγή, η
ενάγουσα δικηγορική εταιρία ιστορεί ότι την 19-01-2015 σύναψε με τον εναγόμενο
δικηγόρο Θεσσαλονίκης άτυπη σύμβαση συνεργασίας σύμφωνα με την οποία του
ανέθεσε τη διαχείριση υποθέσεων πελατών της ενώπιον των δικαστηρίων με την αντίστοιχη
έκδοση από πλευράς του δελτίων παροχής νομικών υπηρεσιών. Ότι στο πλαίσιο της
ως άνω συμφωνίας η ενάγουσα προσφέρθηκε να καλύψει το 50% του ποσού των
ασφαλιστικών εισφορών του εναγομένου προς τον ΕΦ.ΚΑ.
για την κύρια σύνταξή του και ότι ο εναγόμενος ανέλαβε την υποχρέωση να της
επιστρέψει το πέραν του αντιστοιχούντος στο ως άνω
ποσοστό χρηματικό ποσό. Ότι καθ' όλη τη διάρκεια της συνεργασίας τους, που
λύθηκε την 01-02-2019, ο εναγόμενος κατέβαλε στον Ε.Φ. Κ.Α. μέσω των γραμματίων
προείσπραξης που εξέδιδε κατ΄’ εντολήν
της ενάγουσας, σε εκπλήρωση των ασφαλιστικών του υποχρεώσεων, τα αναφερόμενα
στο δικόγραφο της αγωγής ποσά, ήτοι για το έτος 2017 το ποσό ίων 6.529 ευρώ,
για το έτος 2018 το ποσό των 8.245 ευρώ και για το έτος 2019 το ποσό των 473
ευρώ, όπως αναλύονται στο δικόγραφο της αγωγής της κατά μήνα, συνολικά δε
κατέβαλε το ποσό των 15.247.10 ευρώ μέσω των γραμματίων προείσπραξης που
εξέδωσε, το 50% του οποίου κάλυψε η ενάγουσα εταιρία. Ότι κατόπιν η ενάγουσα
αποφάσισε να καλύψει για τα έτη 2017 και 2018 το σύνολο των εισφορών του εναγομένου αναδρομικώς, το οποίο ανέρχονταν για το έτος
2017 στο ποσό των 1.299 ευρώ ετησίως, για το έτος 2018 στο ποσό των 1.299 ευρώ
ετησίως και για το έτος 2019 στο ποσό των 216,50 ευρώ για τους δύο μήνες της
συνεργασίας τους, και συνολικά στο ποσό των 2.814,50 ευρώ για όλο το ανωτέρω
χρονικό διάστημα. Ότι περαιτέρω ο εναγόμενος εισέπραξε από τον ΕΦΚΑ βάσει του
τότε ισχύσαντος συστήματος εκκαθαρίσεων των καταβαλλομένων ποσών για
ασφαλιστικές εισφορές και επιστροφής των προκυπτόντων
πιστωτικών υπολοίπων, το ποσό των 11.019,74 ευρώ, το οποίο σύμφωνα με τη μεταξύ
τους συμφωνία έπρεπε να επιστρέψει στην ενάγουσα. Με βάση αυτό το ιστορικό,
ζητά η ενάγουσα, με βάση τη συμφωνία άλλως επικουρικώς σύμφωνα με τις διατάξεις
του αδικαιολόγητου πλουτισμού, να αναγνωριστεί η απαίτησή της και να υποχρεωθεί
ο εναγόμενος να της καταβάλει το ποσό των 11.019,74 ευρώ με το νόμιμο τόκο
επιδικίας από την επίδοση της αγωγής, και να καταδικαστεί αυτός στην πληρωμή
της δικαστικής της δαπάνης.
Η αγωγή μ' αυτό το
περιεχόμενο και αιτήματα παραδεκτά φέρεται για να συζητηθεί ενώπιον του
αρμοδίου αυτού δικαστηρίου (άρθρ. 14 παρ 1 α και 22 ΚΠολΔ) κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών
(614 παρ. 5 ΚΠολΔ), καθώς στο πεδίο εφαρμογής των
διαφορών από αμοιβές εμπίπτουν τόσο οι αξιώσεις των δικηγόρων κατά των εντολέων
τους όσο και αντιστρόφως των εντολέων κατά των δικηγόρων, στο μέτρο που η
διαφορά σχετίζεται με αμοιβές και έξοδα του δικηγόρου (Κ. Κεραμεύς/Δ.
Κονδύλης/Ν. Νίκας(-Νίκας), άρθ. 677, αρ. 1, 7),
πελάτης δε υπό την έννοια του α. 614 στ. 5 αρ. α ΚΠολΔ μπορεί να είναι και
άλλος δικηγόρος που ανέθεσε το χειρισμό υπόθεσης κατ' αποκοπήν
στον δικηγόρο ή έχει συμβληθεί μαζί του στο πλαίσιο σύμβασης δικηγορικής
συνεργασίας ή σύμβασης παροχής νομικών υπηρεσιών με πάγια αντιμισθία [Π.
Γιαννόπουλος, Η δικηγορική αμοιβή κατά το νέο Κώδικα Δικηγόρων (Ν. 4194/2013)
και η δικονομική προστασία της, 2016, σελ. 341 επ.], απορριπτομένης της προκληθείσας ενστάσεως αναρμοδιότητας.
Περαιτέρω, ως προς την κύρια βάση της είναι πλήρως ορισμένη αφού περιέχει όλα
τα απαραίτητα κατ' άρθρ. 216 ΚΠολΔ στοιχεία, και
νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 713 επ., 361. 287, 288 ΑΚ και 346 ΑΚ όπως αντικαταστάθηκε με το
άρθρο 2 Ν. 4055/2012, που ισχύει, κατά το άρθ. 113 του Νόμου αυτού, από
2-4-2012. 68, 70, 176 επ. ΚΠολΔ.
Ως προς την επικουρική βάση της όμως, με την οποία επιχειρείται να θεμελιωθεί η
αγωγή στις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, είναι νόμω
αβάσιμη διότι, ελλείπει βασική προϋπόθεση για την απαίτηση από τον
αδικαιολόγητο πλουτισμό, ήτοι αυτή της άμεσης περιουσιακής μετακίνησης μεταξύ
του πλουτισμού του εναγομένου και της ζημίας της
ενάγουσας, λόγω της παρεμβολής και άλλης τρίτης περιουσίας, εκείνης του Ενιαίου
Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦ. ΚΑ), καθώς σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο
δικόγραφο της αγωγής, ο εναγόμενος εξέδιδε κατ’ εντολήν
της ενάγουσας δικηγορικής εταιρίας γραμμάτια προκαταβολής εισφορών-κρατήσεων,
ως όφειλε κατ’ άρθρο 61 του Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013), εκ των οποίων το
ποσοστό 20% επί της ελάχιστης αμοιβής ανά δικηγορική πράξη ή παράσταση
αποδιδόταν στον ΕΦΚΑ σύμφωνα με τη διάταξη του α. 39 παρ. 11 α του Ν. 4387/2016
ως η διάταξη ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, και κατόπιν ο ως άνω ασφαλιστικός
οργανισμός απέδιδε σύμφωνα με τη διάταξη του α. 104 του Ν. 4387/2016, ως
αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 Ν.4488/2017 (ΦΕΚ Α 137/13.9.2017) τις αχρεωστήτως εισπραχθείσες εισφορές στον δικαιούχο δικηγόρο
μετά την ετήσια εκκαθάριση των οφειλόμενων ασφαλιστικών εισφορών του (βλ. υπό
στοιχείο III της παρούσας). Επιπλέον, δεν υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ
του πλουτισμού του εναγομένου δικηγόρου στον οποίο
επιστράφηκαν τα χρηματικά ποσά που αχρεωστήτως
καταβλήθηκαν από την έκδοση των γραμματίων προείσπραξης για τις δικηγορικές
πράξεις ή παραστάσεις που πραγματοποίησε και της επικαλούμενης από την ενάγουσα
ζημίας, καθώς η περιουσιακή αυτή μετακίνηση πραγματοποιήθηκε από νόμιμη αιτία,
ήτοι ο εναγόμενος δικηγόρος υποχρεούται στην έκδοση γραμματίων προείσπραξης για
κάθε πράξη ή παράσταση που ενεργεί σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 61 του
Κώδικα Δικηγόρων, η δε επιστροφή των αχρεωστήτως
εισπραχθέντων εισφορών πραγματοποιείται από τον Ε.Φ.Κ.Α. σε κάθε δικαιούχο
σύμφωνα με το α. 104 του Ν. 4387/2016. Ως εκ τούτου, η κρινόμενη αγωγή πρέπει
να απορριφθεί ως προς την επικουρική της βάση ως μη νόμιμη. Κατά τα λοιπά,
πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω στην ουσία της ως προς την κύρια βάση της,
δεδομένου ότι καταβλήθηκε από την ενάγουσα το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου,
με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το υπ' αριθ. . e-παράβολο).
V) Κατά τη διάταξη του
άρθρου 454 ΑΚ όταν ο δανειστής συμφωνήσει με τον οφειλέτη την άφεση του χρέους
ή με σύμβαση μαζί του αναγνωρίσει ότι δεν υπάρχει το χρέος, επέρχεται απόσβεση
της ενοχής. Από τη διάταξη αυτή σαφώς συνάγεται ότι, η άφεση χρέους, η οποία
είναι σύμβαση μεταξύ δανειστή και οφειλέτη, με την οποία ο πρώτος παραιτείται
από την ενοχική αξίωση που έχει κατά του δευτέρου, έχει ως αποτέλεσμα την άμεση
απόσβεση της ενοχής. Έτσι, ο δανειστής δεν δικαιούται πλέον να ασκήσει το
δικαίωμα που πηγάζει απ’ αυτήν την ενοχή. Αν δε, παρόλα αυτά, το ασκήσει
αποκρούεται επιτυχώς με την από το άρθρο αυτό (454 ΑΚ) παρακωλυτική
της ασκήσεως του δικαιώματος σχετική ένσταση. Η σύμβαση δε αυτή περί αφέσεως
χρέους καταρτίζεται με άτυπη δήλωση του δανειστή προς τον οφειλέτη, η οποία
μπορεί να γίνει ακόμη και σιωπηρά, αρκεί να είναι σαφής και αναμφίβολη, όπως
συμβαίνει με κάθε απαλλοτρίωση περιουσίας και μάλιστα με κάθε παραίτηση από
δικαίωμα και δεν είναι δυνατόν να τεκμαίρεται (ΑΠ 1694/2017, ΑΠ 934/2014, ΑΠ
412/2014, ΑΠ 426/2004).
Ο εναγόμενος με προφορική
δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά
συνεδριάσεως του Δικαστηρίου αυτού καθώς και με τις έγγραφες προτάσεις του,
αρνείται την αγωγή και τα αιτούμενα σε αυτήν κονδύλια αιτιολογημένα και
περαιτέρω πρόβαλε την ένσταση άφεσης χρέους για το λόγο ότι μετά τη λύση της
συνεργασίας του με την ενάγουσα στις 25-02-2019 απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα
στο κεντρικό λογιστήριο της ενάγουσας στην Αθήνα και στον υπεύθυνο των
οικονομικών εκκρεμοτήτων των δικηγόρων προς την ενάγουσα, ο δε ως άνω κατόπιν
οικονομικού ελέγχου που ενήργησε του απέστειλε στις 01-03-2019 μήνυμα
ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με το οποίο επιβεβαίωνε ότι δεν υφίσταται καμία
οφειλή του εναγομένου προς την ενάγουσα δικηγορική
εταιρεία. Η ένσταση αυτή είναι νόμιμη ερειδόμενη στις
προμνησθείσες στο υπό στοιχείο V της παρούσας
διατάξεις και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν.
Περαιτέρω πρόβαλε την ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος λόγω του
γεγονότος ότι η συμπεριφορά της ενάγουσας που προηγήθηκε μαζί με την
ανεπιφύλακτη αναγνώριση της ανυπαρξίας εκατέρωθεν οικονομικών αξιώσεων
δημιούργησε στον εναγόμενο την πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει το δικαίωμά της
αξιώνοντας το επίδικο χρηματικό ποσό από τους συνεργάτες της, η δε μεταβολή της
συμπεριφοράς της αυτής ήταν αδικαιολόγητη και μη αναμενόμενη σε σχέση με το
όφελος που αποκόμισε από την πολύωρη εργασία του εναγόμενου και περαιτέρω η
ενάγουσα παρότι ισχυρίζεται ότι ο εναγόμενος είχε λάβει παρανόμως τα ανωτέρω
χρηματικά ποσά από την 01-01 -2017 εντούτοις του γνωστοποίησε την επίδικη
αξίωση της 34 μήνες μετά την έναρξη του νέου ασφαλιστικού νόμου και κατέθεσε
την υπό κρίση αγωγή πέντε έτη μετά, δημιουργώντας την πεποίθηση στον εναγόμενο
ότι δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά της ενώ η άσκηση από μέρους της της
υπό κρίση αγωγής επιφέρει δυσμενείς συνέπειες στον εναγόμενο ο οποίος καλείται
να καταβάλει χιλιάδες ευρώ στην ενάγουσα δυσανάλογα συγκριτικά με τις δεκάδες
χιλιάδες ευρώ εσόδων που αποκόμισε η ενάγουσα από τη μεταξύ τους συνεργασία.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν
υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο
κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης
αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του
δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το
χρονικό διάστημα που μεσολάβησε ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά το
νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος,
καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του κατά τις περί δικαίου και
ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνουν στην ανατροπή
κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για
πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο.
Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική
να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου σε
συνάρτηση με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο
δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται, ακόμα, οι
πράξεις του υπόχρεου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα
κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς για τον ίδιο επιπτώσεις, να
τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου. Το
ζήτημα δε, αν οι συνέπειες, που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι
επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις
αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την
παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματός του (ΑΠ 41/2021, ηλεκτρονική έκδοση
νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»). Στην προκειμένη περίπτωση, τα επικαλούμενα από τον
εναγόμενο πραγματικά περιστατικά, εφόσον αποδειχθούν αληθή, καθιστούν
καταχρηστική την άσκηση της υπό κρίση αγωγής από την ενάγουσα, καθώς ο
εναγόμενος επικαλείται ότι δημιουργήθηκε μία κατάσταση υπό ορισμένες ειδικές
συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς
συνέπειες για τον υπόχρεο σε συνάρτηση με τις συνέπειες που μπορεί να επέλθουν
σε βάρος της δικαιούχου εταιρίας και επομένως η ως άνω ένσταση είναι νόμιμη ερειδόμενη στη ΑΚ 281 και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω
κατ’ ουσίαν.
Κατά τις διατάξεις των
άρθρων 80 και 68 ΚΠολΔ αναγκαία διαδικαστική
προϋπόθεση για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης είναι η ύπαρξη εννόμου
συμφέροντος στο πρόσωπο του παρεμβαίνοντος. Εξάλλου,
κατά τη διάταξη του άρθρου 90 περ. ζ του ισχύοντος από 27.9.2013 Κώδικα
Δικηγόρων (Ν. 4194/2013, ΦΕΚ 208 τ. Α727.9.2013), στους Δικηγορικούς Συλλόγους
ανήκει, μεταξύ άλλων, και η άσκηση παρεμβάσεων ενώπιον δικαστηρίων και κάθε
αρχής για κάθε ζήτημα εθνικού, κοινωνικού, πολιτισμικού, οικονομικού
ενδιαφέροντος και περιεχομένου που ενδιαφέρει τα μέλη του συλλόγου ή το
δικηγορικό σώμα γενικότερα, καθώς και για κάθε ζήτημα εθνικού, κοινωνικού,
πολιτισμικού ή οικονομικού ενδιαφέροντος.
Για την υλοποίηση και επίτευξη αυτού του σκοπού οι Δικηγορικοί Σύλλογοι
μπορούν να υποβάλλουν αγωγή, κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση, αναφορά, μήνυση,
δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής, αίτηση ακύρωσης, ουσιαστική προσφυγή και
γενικά οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα και μέσο οποιασδήποτε φύσης κατηγορίας
ενώπιον κάθε δικαστηρίου ποινικού, πολιτικού, διοικητικού ουσίας ή ακυρωτικού ή
Ελεγκτικού οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας στην Ελλάδα... (ΟλΑΠ
3/2019 δημ. σε ΤΝΠ Νόμος) Στην προκειμένη περίπτωση
το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Δικηγορικός Σύλλογος
Θεσσαλονίκης», με το από 31-01-2023 και με αριθμ.
έκθεσης κατάθεσης ././30-01-2023 δικόγραφό του, άσκησε το πρώτον ενώπιον του
παρόντος Δικαστηρίου πρόσθετη παρέμβαση, υπέρ του εναγομένου
μέλους του και κατά της ενάγουσας δικηγορικής εταιρείας, με την οποία
ισχυρίζεται, ότι το υποκείμενο προς κρίση ζήτημα είναι γενικότερου κοινωνικού
και οικονομικού ενδιαφέροντος, που ενδιαφέρει γενικότερα το δικηγορικό σώμα,
ότι, ως εκ τούτου, το ίδιο νομιμοποιείται για την άσκηση αυτής κατά το άρθρο 90
περ. ζ του Ν.4194/2013 και ζητεί την απόρριψη της υπό κρίση κύριας αγωγής. Η
παρέμβαση αυτή είναι παραδεκτή εφόσον υφίσταται έννομο συμφέρον του παρεμβαίνοντος Δικηγορικού Συλλόγου προς άσκησή της,
σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, και νόμιμη σύμφωνα με τα άρθρα 80, 81. 82 ΚΠολΔ και πρέπει να συνεκδικασθεί
με την υπό κρίση αγωγή.
Από το σύνολο του
αποδεικτικού υλικού, τη με αριθμό ./2023 ένορκη βεβαίωση του . που προσκομίζεται από την ενάγουσα και λήφθηκε
ενώπιον του Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης, κατόπιν νόμιμης γνωστοποίησης στον
εναγόμενο δύο (2) τουλάχιστον ημέρες πριν την λήψη της (βλ. υπ' αριθ.
./21-03-2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Θεσσαλονίκης
. ), τη με αριθμό ./24-03-2023 ένορκη βεβαίωση της . που προσκομίζεται από την ενάγουσα και
λήφθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών . , κατόπιν νόμιμης γνωστοποίησης
στον εναγόμενο δύο (2) τουλάχιστον ημέρες πριν την λήψη της (βλ. υπ' αριθ.
./21-03-2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Θεσσαλονίκης
. ), τις με αριθμό ./28-03-2023 ένορκες βεβαιώσεις των . και της .
και . , που προσκομίζονται από τον εναγόμενο και λήφθηκαν ενώπιον της
συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης . , κατόπιν νόμιμης γνωστοποίησης στην ενάγουσα
δύο (2) τουλάχιστον ημέρες πριν την λήψη τους (βλ. υπ' αριθ. ./22-03-2023
έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Θεσσαλονίκης . ), τις
εντός προθεσμίας αντίκρουσης με αριθμούς ./04-04-2023 ένορκη βεβαίωση του
μάρτυρα . και ./04-04-2023 ένορκη
βεβαίωση της μάρτυρος . , οι οποίες ελήφθησαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, με
επιμέλεια της ενάγουσας, κατόπιν νόμιμης γνωστοποίησης στον εναγόμενο δύο (2)
τουλάχιστον ημέρες πριν την λήψη τους (βλ. υπ' αριθ. ./30-03-2023 έκθεση
επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Θεσσαλονίκης με έδρα το
Πρωτοδικείο Γιαννιτσών . ), από τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι
διάδικοι και λαμβάνονται υπόψη, ακόμη και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου,
άλλα προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων,
αποδεικνύονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά
περιστατικά: Η ενάγουσα είναι δικηγορική εταιρεία με έδρα την Αθήνα, διατηρεί
δε, υποκατάστημα στη Θεσσαλονίκη, επί της οδού . , ο δε εναγόμενος είναι
δικηγόρος, εγγεγραμμένο μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης με A.M. ...
. Η συνεργασία μεταξύ των διαδίκων ξεκίνησε στις 19-01-2015, κατόπιν προφορικής
(άτυπης) συμβάσεως, σύμφωνα με την οποία ο εναγόμενος συμφωνήθηκε να
αναλαμβάνει ως συνεργάτης της ενάγουσας εξώδικες και δικαστικές ενέργειες για
υποθέσεις πελατών της και να εκδίδει προς τούτο μηνιαίως τα σχετικά τιμολόγια
παροχής υπηρεσιών. Στο πλαίσιο της συνεργασίας αυτής μεταξύ των διαδίκων, ο
εναγόμενος πάντοτε κατ' εντολήν της ενάγουσας,
εξέδιδε γραμμάτια προκαταβολής εισφορών και ενσήμων στο όνομά του, καθώς εφόσον
παρίστατο ενώπιον των δικαστηρίων ή δικαστικής αρχής είχε υποχρέωση προς τούτο
ως παραστάς δικηγόρος κατ' άρθρ. 61 παρ. 4 του Κωδ.
Δικ., στα οποία αναγράφονταν τα στοιχεία του εντολέα πελάτη και της αρχικής
εντολοδόχου ενάγουσας δικηγορικής εταιρείας (άρθρ. 48 παρ. 3 του Κωδ. Δικ.), η οποία στη συνέχεια καθίστατο εντολέας του
συνεργαζόμενου δικηγόρου. Άλλωστε για το λόγο αυτό η ενάγουσα είχε φροντίσει
για την ενημέρωση της βάσης δεδομένων της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων
και των κατά τόπους Δικηγορικών Συλλόγων με τα στοιχεία του εναγόμενου και των
λοιπών συνεργαζόμενων με αυτήν, δικηγόρων, προκειμένου να καθίσταται δυνατή η
έκδοση γραμματίου προείσπραξης για κάθε υπόθεση που αναλάμβανε κατ’ εντολήν της έκαστος συνεργαζόμενος δικηγόρος. Όπως
αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, σύμφωνα με τη διάταξη την παρ. 1 1 του α. 39
του Ν. 4387/2016, ως ίσχυε κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, οι δικηγόροι, σε
κάθε εκδιδόμενο γραμμάτιο προείσπραξης καταβάλλουν ποσοστό 20% επί της αξίας
του αντίστοιχου γραμματίου που αναγράφει την ελάχιστη αμοιβή ανά δικηγορική
πράξη ή παράσταση σύμφωνα με τον Κωδ. Δικ. στον
Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.), στον οποίο κάθε Δικηγορικός
Σύλλογος αποστέλλει σχετική συγκεντρωτική κατάσταση ανά δικηγόρο και τα ποσά
που έχουν καταβληθεί μέσω των ενσήμων αφαιρούνται από την εισφορά που οφείλει ο
δικηγόρος στον ως άνω οργανισμό. Κατόπιν στο τέλος κάθε έτους,
πραγματοποιούνταν εκκαθάριση από τον ΕΦ.ΚΑ. και τυχόν ποσά που υπερέβαιναν το
οφειλόμενο από το δικηγόρο ποσό των ασφαλιστικών του εισφορών υπολογιζόμενο από
τις αρχές του 2017 με βάση το φορολογητέο εισόδημά του κατά το προηγούμενο
οικονομικό έτος, επιστρέφονταν σε αυτόν ως αχρεωστήτως
καταβληθέντα.
Όπως συνομολογούν αμφότερα
τα διάδικα μέρη, η ενάγουσα στα μέσα του έτους 2017
ανακοίνωσε σε όλους τους συνεργάτες δικηγόρους που απασχολούσε, μεταξύ των
οποίων και στον εναγόμενο, ότι στο εξής θα κάλυπτε το σύνολο των ασφαλιστικών
εισφορών των δικηγόρων συνεργατών της (για τον κλάδο της κύριας, της
επικουρικής σύνταξης, της υγειονομικής περίθαλψης). Το ποσό δε που όφειλε ο
εναγόμενος να καταβάλει για τις ασφαλιστικές του εισφορές, με βάση το καθαρό
φορολογητέο εισόδημά του κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος, ανήλθε για το
έτος 2017 στο ποσό των 2.015,40 ευρώ, για το έτος 2018 στο ποσό των 2.891,52
ευρώ και για το έτος 2019 στο ποσό των 395,80 ευρώ και αντίστοιχα ο ΕΦ ΚΑ. μετά
την εκκαθάριση που πραγματοποίησε ίου επέστρεψε κατά το έτος 2017 το ποσό των 5.163,20
ευρώ, κατά το έτος 2018 το ποσό των 10.671,16 ευρώ και κατά το έτος 2019 το
ποσό των 387,22 ευρώ (βλ. προσκομισθέντα ειδοποιητήρια εκκαθάρισης ασφαλιστικών
εισφορών ετών 2017, 2018 και 2019 από τον ΕΦΚΑ). Η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι ο
εναγόμενος δικηγόρος, όπως και οι υπόλοιποι συνεργαζόμενοι με αυτήν δικηγόροι,
αποδέχθηκαν την πρόταση από μέρους της για την κάλυψη του συνόλου των
ασφαλιστικών τους εισφορών, συμφώνησαν (ΑΚ 361) όμως ότι υποχρεούνταν να
επιστρέψουν στην ενάγουσα τα ανωτέρω χρηματικά ποσά που πιστώθηκαν ως αχρεωστήτως καταβληθέντα στον τραπεζικό τους λογαριασμό από
τον Ε.Φ.Κ.Α. μετά την εκκαθάριση των ασφαλιστικών τους εισφορών. Ειδικότερα
ισχυρίζεται ότι η ίδια ανέλαβε τη συμβατική υποχρέωση να καταβάλει τα ποσά που
αντιστοιχούν στις ασφαλιστικές εισφορές του εναγομένου,
κατ' έτος, μέσω των γραμματίων προείσπραξης που εξέδιδε και ο εναγόμενος
αντίστοιχα να αποδώσει το τυχόν υπερβάλλον ποσό που θα του επέστρεφε ο Ε Φ.ΚΑ.
στην ενάγουσα. Ανεξαρτήτως της αντίθεσης μιας τέτοιας συμφωνίας στην καλή πίστη
και τα συναλλακτικά ήθη, από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού δεν προέκυψε ότι
υφίστατο τέτοια συμφωνία μεταξύ των διαδίκων. Ειδικότερα, ο εναγόμενος ξεκίνησε
τη συνεργασία του με την ενάγουσα δικηγορική εταιρία στις αρχές του έτους 2015,
ενώ από την 01-01-2017, οπότε και μεταβλήθηκε η ασφαλιστική νομοθεσία και πλέον
επιβαλλόταν η παρακράτηση υπέρ του
Ε.Φ.Κ.Α, στα γραμμάτια προείσπραξης που εξέδιδε για την εκτέλεση των
δικαστικών ενεργειών που του αναθέτονταν από την ενάγουσα, μέχρι την
01-02-2019, οπότε και λύθηκε η μεταξύ τους συνεργασία, η ενάγουσα ουδέποτε
πρόβαλε τέτοια αξίωση εναντίον του. Αποδείχθηκε ότι για χρονικό διάστημα δύο
ετών και πλέον, κατά το οποίο ο ενάγων εξέδιδε όπως προαναφέρθηκε, κατ’ εντολήν της ενάγουσας τα σχετικά γραμμάτια προκαταβολής
προκειμένου να παρασταθεί ενώπιον των δικαστηρίων και δικαστικών αρχών, και ενώ
μεσολάβησαν αυτά τα δύο έτη δύο εκκαθαρίσεις από τον Ε.Φ.Κ.Α. και δύο φορές
επιστροφή χρημάτων προς των εναγόμενο, η ενάγουσα ουδέποτε τον ειδοποίησε
γραπτώς ή προφορικώς για την επίδικη οφειλή. Μάλιστα, όταν ο εναγόμενος μετά τη
λύση της μεταξύ τους συνεργασίας, απέστειλε στις 25-02-2019 μήνυμα ηλεκτρονικού
ταχυδρομείου στο υπεύθυνο στέλεχος πιστωτικού ελέγχου του τμήματος οικονομικού
και πιστωτικού ελέγχου της Οικονομικής Διεύθυνσης της ενάγουσας . , ο οποίος
ήταν υπεύθυνος για την τακτοποίηση των εκκρεμοτήτων μεταξύ της ενάγουσας και
των συνεργαζόμενων με αυτήν δικηγόρων, έλαβε, κατόπιν ελέγχου που
πραγματοποίησε ο ως άνω αρμόδιος υπάλληλος, στις 01-03-2019 την επιβεβαίωση ότι
δεν υφίσταται καμία οφειλή προς την ενάγουσα εταιρία, η δε ως άνω επιβεβαίωση
κοινοποιήθηκε τόσο στον . , διευθυντή του υποκαταστήματος της Θεσσαλονίκης όσο
στον κ. . , προϊστάμενο του κεντρικού λογιστηρίου της ενάγουσας (βλ. προσκομισθέν
αντίγραφο ηλεκτρονικής αλληλογραφίας). Αποδείχθηκε ότι δεν υφίστατο η
επικαλούμενη από την ενάγουσα οικονομική εκκρεμότητα με τον εναγόμενο δικηγόρο,
καθώς η ενάγουσα τόσο κατά τα δύο έτη που μεσολάβησαν μετά την μεταρρύθμιση της
ασφαλιστικής νομοθεσίας όσο και κατά τη λύση της συνεργασίας της με τον
εναγόμενο, ουδέποτε πρόβαλε τέτοια αξίωση εναντίον του. Τα όσα αντίθετα
αναφέρει ο . στην ένορκη κατάθεσή του,
δεν κρίνονται πειστικά από το Δικαστήριο, καθώς ο ίδιος όντας μέχρι και σήμερα
διευθυντής του υποκαταστήματος της ενάγουσας στη Θεσσαλονίκη, είχε καθ' όλο το
χρονικό διάστημα από την 01-01 -2017 μέχρι τη λύση της συνεργασίας με τον
εναγόμενο, τη δυνατότητα να τον ειδοποιήσει είτε προφορικώς είτε γραπτώς για
μια τόσο υψηλή οικονομική εκκρεμότητα απέναντι στην ενάγουσα εταιρία. Μάλιστα
ενώ η ενάγουσα δικηγορική εταιρία επεδείκνυε ιδιαίτερη πρόνοια προκειμένου οι
συνεργάτες σε αυτήν δικηγόροι, όπως και ο εναγόμενος, να συνάψουν εγγράφως
σύμβαση εμπιστευτικότητας (βλ. προσκομισθείσα από 19-01-2015 σύμβαση που
υπέγραψε ο εναγόμενος), δήλωση συγκατάθεσης για την επεξεργασία των προσωπικών
τους δεδομένων τόσο κατά το Ν. 2472/1997 όσο και σύμφωνα με τον EE 2016/679
Γενικό Κανονισμό για την Προστασία Προσωπικών Δεδομένων GDPR (βλ.
προσκομισθείσες από 19-01-2015 και από 31-07-2018 δηλώσεις συγκατάθεσης του εναγομένου), δήλωση εξόφλησης και μη ύπαρξης περαιτέρω
απαιτήσεων του συνεργαζόμενου δικηγόρου προς την εταιρία (βλ. προσκομισθείσα
από 01-02-2019 δήλωση του εναγομένου δικηγόρου),
εντούτοις, δεν φρόντισε να συνάψει εγγράφως την επικαλούμενη με τον εναγόμενο
συμφωνία για επιστροφή των χρηματικών ποσών που τυχόν του πιστωθούν από τον
ΕΦΚΑ και επιπλέον, ουδέποτε καθ' όλη τη διάρκεια της συνεργασίας της με τον
εναγόμενο αλλά και κατά τη λύση αυτής, τον όχλησε για
την ύπαρξη της επίδικης απαίτησης. Μόλις
στις 13-10-2019 ο . απέστειλε στον
εναγόμενο προσωπικό μήνυμα στο κινητό του τηλέφωνο και τον όχλησε
το πρώτον σχετικά με την επίδικη οφειλή, ήτοι σε χρόνο κατά τον οποίο ο
εναγόμενος είχε ήδη αποχωρήσει από την ενάγουσα εταιρία για χρονικό διάστημα
άνω των οκτώ μηνών.
Αντίθετα από τις ένορκες
βεβαιώσεις των μαρτύρων . , . και . , οι
οποίοι όλοι είναι δικηγόροι Θεσσαλονίκης και συνεργάστηκαν με την ενάγουσα
δικηγορική εταιρεία κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, προέκυψε ότι ο εναγόμενος,
όπως και οι υπόλοιποι συνεργαζόμενοι με την ενάγουσα δικηγόροι, απασχολούνταν
σε αυτήν παρέχοντας τις νομικές υπηρεσίες του υπηρεσίες έναντι πάγιας μηνιαίας
αμοιβής. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος απασχολούνταν στην ενάγουσα
έναντι πάγιας μηνιαίας αντιμισθίας ποσού 900 ευρώ πλέον της μηνιαίας
παρακράτησης φόρου και πλέον του αναλογούντος Φ.Π.Α. 24% (βλ. προσκομισθέντα
τιμολόγια παροχής νομικών υπηρεσιών που εξέδωσε ο εναγόμενος). Επιπλέον
αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος, όπως και όλοι οι συνεργαζόμενοι με την ενάγουσα
δικηγόροι οι οποίοι ήταν περί 10 τον αριθμό κατά το επίδικο χρονικό διάστημα,
αναλάμβανε σύμφωνα με το γραπτό ημερήσιο πρόγραμμά του, που εξέδιδε η ενάγουσα
και του γνωστοποιούνταν συνήθως κατά την προηγούμενη ημέρα, να διεκπεραιώσει
τις εντολές της ενάγουσας, ήτοι έρευνες ακίνητης περιουσίας σε υποθηκοφυλακεία
και κτηματολογικά γραφεία, κατάθεση δικογράφων, παραστάσεις στα δικαστήρια,
παρουσία σε συμβολαιογραφεία για την υλοποίηση ενεργειών αναγκαστικής εκτέλεσης
και εν γένει κάθε δικαστική και εξώδικη ενέργεια, προς τούτο δε μετέβαινε
σε όλη την επικράτεια. Μετά την
υλοποίηση των εξωτερικών εργασιών που του είχαν ανατεθεί και εφόσον δεν είχε
μεταβεί σε μεγάλη χιλιομετρική απόσταση εκτός της πόλης της Θεσσαλονίκης,
μετέβαινε στις εγκαταστάσεις της ενάγουσας επί της οδού . , όπου συνέχιζε την
εργασία του, που περιλάμβανε ενημέρωση για το ποιες ενέργειες είχε
διεκπεραιώσει, ηλεκτρονική καταχώρηση των ερευνών ακίνητης περιουσίας στο
ειδικό λογισμικό της ενάγουσας, σύνταξη δικογράφων, σύνταξη εξοδολογίου
με αναλυτική καταγραφή των ημερησίων εξόδων που πραγματοποίησε, η εργασία του
δε, περατωνόταν μετά τις 20.00 καθημερινά, εργαζόταν δε, από δώδεκα ως δεκαέξι
ώρες ημερησίως. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων δεν διατηρούσε δικηγορικό
γραφείο εκτός των εγκαταστάσεων της ενάγουσας, απασχολούνταν δε ως δικηγόρος με
τους προαναφερθέντες όρους και συνθήκες διεκπεραιώνοντας για λογαριασμό της
ενάγουσας δικηγορικές εργασίες τις οποίες του ανέθετε ο διευθυντής του
υποκαταστήματος της Θεσσαλονίκης και τις οποίες ανεπιφύλακτα αναλάμβανε,
αναλώνοντας τον εργάσιμο χρόνο του αποκλειστικά στην προάσπιση των συμφερόντων
της ενάγουσας δικηγορικής εταιρείας. Επιπλέον, η παροχή των υπηρεσιών του εναγομένου προς την ενάγουσα γίνονταν αποκλειστικά στο
υποκατάστημα της τελευταίας, με τη χρήση της υποδομής και του εξοπλισμού που
αυτό διέθετε, αλλά και με την αρωγή των λοιπών προσώπων, τα οποία επίσης
εργάζονται εκεί κατά περιόδους ως γραμματείς ή δικηγόροι, για την απαραίτητη
προετοιμασία των εκάστοτε ανακυψάντων νομικών ζητημάτων, αλλά και εκτός του
γραφείου με την απασχόληση του σε παραστάσεις ενώπιον των δικαστικών αρχών και
για τη διεκπεραίωση εξωτερικών εργασιών. Υπό τα δεδομένα αυτά, εφόσον η
απασχόληση του εναγομένου απορροφούσε το μεγαλύτερο
μέρος της καθημερινής του δραστηριότητας και τελούσε υπό τον έλεγχο και την
εποπτεία την δια του ορισθέντος ως διευθυντή του υποκαταστήματος της
Θεσσαλονίκης, ο οποίος του παρείχε οδηγίες και κατευθύνσεις και είχε τον τελικό
λόγο στην φύση και το νομικό χειρισμό των υποθέσεων που του ανέθετε, ως εκ
τούτου ο εναγόμενος προσέφερε τις υπηρεσίες του στην ενάγουσα ως έμμισθος
δικηγόρος με πάγια αντιμισθία. Σύμφωνα με το άρθρο 48 του Κώδικα Δικηγόρων που
ρύθμισε για πρώτη φορά το καθεστώς των δικηγόρων - συνεργατών άλλων δικηγόρων ή
δικηγορικών εταιρειών προβλέπεται: α) είτε η δυνατότητα αποκλειστικής
συνεργασίας, δηλαδή συνεργασίας που προσομοιάζει με τη σύμβαση έμμισθης εντολής
και παρέχει κατ’ αρχήν τη δυνατότητα αναλήψεως υποθέσεων από άλλους εντολείς μη
δικηγόρους, εκτός αν υπάρχει ρητή αντίθετη συμφωνία ή η μη ανάληψη άλλων
υποθέσεων προκύπτει εν τοις πράγμασι, β) είτε η
δυνατότητα συνεργασίας σε μία υπόθεση ή σε περισσότερες με άλλους δικηγόρους ή
με δικηγορικές εταιρείες (βλ. ΣΤΕ 13/2022 δημ. σε ΤΝΠ
Νόμος). Ο χαρακτηρισμός της σύμβασης μεταξύ των διαδίκων ως παγίας αντιμισθίας
δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η σύμβαση μεταξύ της ενάγουσας και του εναγομένου δικηγόρου ήταν άτυπη, ήτοι δεν είχε συναφθεί
εγγράφως και δεν είχε ανακοινωθεί στον αρμόδιο δικηγορικό σύλλογο, ούτε από το
γεγονός ότι ο εναγόμενος δικηγόρος κατά το επίδικο χρονικό διάστημα είχε
συνάψει συμβάσεις συνεργασίας με τη δικηγορική εταιρεία «...», με τη δικηγορική
εταιρεία «... ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ», με τη δικηγορική εταιρία «... ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» και με τη δικηγορική εταιρία «... ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ» σύμφωνα
με τις οποίες αναλάμβανε την εκτέλεση των εξώδικων και δικαστικών ενεργειών για
λογαριασμό τους αμειβόμενος κατ' αποκοπήν (βλ.
προσκομισθέντα ιδιωτικά συμφωνητικά). Άλλωστε αποδείχθηκε ότι οι ανωτέρω
δικηγορικές εταιρίες συνεργάζονται με την ενάγουσα και ο εναγόμενος, όταν
παρείχε τις νομικές του υπηρεσίες σε
κάποια από αυτές αμειβόμενος κατ' αποκοπήν, η αμοιβή
του αυτή αφαιρούνταν από το μηνιαίο ποσό της πάγιας αντιμισθίας του. Επομένως,
αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος αμειβόταν με δελτίο παροχής υπηρεσιών και σταθερό
ποσό ανά μήνα, είχε διαρκή σχέση με την ενάγουσα δικηγορική εταιρία δηλαδή
αορίστου χρόνου σύμβαση και το εισόδημα του προερχόταν κατά κύριο λόγο από την
απασχόληση του αυτή, η σύμβαση συνεργασίας του με την ενάγουσα προσομοιάζει με
αυτή της αποκλειστικής συνεργασίας με πάγια μηνιαία αντιμισθία. Ακολούθως
αποδείχθηκε ότι ως προς τα γραμμάτια προκαταβολής εισφορών, ο εναγόμενος, όπως
και όλοι οι συνεργάτες δικηγόροι της ενάγουσας, είτε ελάμβαναν από την ενάγουσα
τα γραμμάτια που είχε εκδώσει στο όνομα
τους, είτε εξέδιδαν, πάντοτε καθ’ υπόδειξή της, γραμμάτιο προκαταβολής
εισφορών-κρατήσεων όχι ως δικηγόροι με πάγια αντιμισθία αλλά ως αμειβόμενοι
κατ’ αποκοπήν, δεν ελάμβαναν όμως ως αμοιβή την
ονομαστική αξία του γραμματίου προείσπραξης. Η δε ενάγουσα, επέλεγε την απασχόληση των συνεργαζομένων με αυτήν δικηγόρων με το ως άνω καθεστώς,
καθώς με αυτόν τον τρόπο δεν επιβαρυνόταν με την καταβολή δώρων, αποδοχών και
επιδομάτων αδείας, αδειών λοχείας κλπ. που θα δικαιούνταν ως έμμισθοι
δικηγόροι, ενώ εμφάνιζε υψηλότερα έξοδα στις φορολογικές αρχές, καθώς τα
γραμμάτια προκαταβολής εισφορών των εμμίσθων δικηγόρων αντιστοιχούν σε
μικρότερα χρηματικά ποσά. Επιπρόσθετα από την 01-01 -2017 οπότε και μεταβλήθηκε
η ασφαλιστική νομοθεσία και παρακρατούνταν πλέον οι
ασφαλιστικές εισφορές από τον ΕΦ.ΚΑ. με την έκδοση του γραμματίου προείσπραξης,
η ενάγουσα αποφάσισε να καλύπτει και τις ασφαλιστικές εισφορές των
συνεργαζόμενων με αυτήν δικηγόρων που εξέδιδαν γραμμάτια προείσπραξης κατ' εντολήν της, αφού διαφορετικά δεν ήταν δυνατό να την
εκπροσωπήσουν και να παρασταθούν ενώπιον των δικαστηρίων και δικαστικών αρχών.
Επιπλέον αποδείχθηκε ότι τα υπερβάλλοντα τις ασφαλιστικές εισφορές εκάστου
δικηγόρου χρηματικά ποσά, τα οποία θα πιστώνονταν στο λογαριασμό του κάθε
δικηγόρου μετά από τη σχετική εκκαθάριση που θα διενεργούσε ο Ε.Φ.ΚΑ.,
χρησιμοποιούνταν από την ενάγουσα και τον προστηθέντα
από αυτήν διευθυντή του υποκαταστήματος της Θεσσαλονίκης, ως κίνητρο προς τους
συνεργάτες-δικηγόρους προκειμένου να εντατικοποιήσουν την εργασία τους.
Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι ο όγκος των υποθέσεων προς διεκπεραίωση που
ανατίθετο καθημερινά σε κάθε δικηγόρο συνεργάτη από την ενάγουσα ήταν μεγάλος
και πολλές φορές ο κάθε δικηγόρος έπρεπε να μεταβεί εκτός της πόλεως της
Θεσσαλονίκης, είτε οδικώς είτε αεροπορικώς προκειμένου να τις διεκπεραιώσει,
ενώ το μεγαλύτερο μέρος του προσωπικού των συνεργαζόμενων με αυτήν δικηγόρων
ήταν συνεχώς μεταβαλλόμενο λόγω των συνθηκών συνεργασίας που επικρατούσαν στην
ενάγουσα εταιρία, για το λόγο αυτό ο διευθυντής του υποκαταστήματος της
ενάγουσας στη Θεσσαλονίκη, ο οποίος ενεργούσε σύμφωνα με τις οδηγίες και
υποδείξεις της τελευταίας, συμφωνούσε με κάθε συνεργάτη δικηγόρο κατά την
σύναψη της σύμβασης συνεργασίας του, πέραν της ανωτέρω αμοιβής και της κάλυψης
των ασφαλιστικών του εισφορών από την ενάγουσα, και την επιπρόσθετη αμοιβή του
δικηγόρου ανάλογα με το ύψος των γραμματίων προείσπραξης που θα εξέδιδε, πάντοτε κατ' εντολήν
της ενάγουσας, μέσω της επιστροφής από τον Ε.Φ.Κ.Α. που αυτός θα ελάμβανε,
καθώς όσες περισσότερες δικαστικές ενέργειες εκτελούσε κάθε δικηγόρος, τόσα περισσότερα γραμμάτια
προείσπραξης θα εξέδιδε η ενάγουσα επ’ ονόματί του με
αποτέλεσμα να καλύπτει τις ασφαλιστικές του εισφορές και να λαμβάνει και
επιστροφή από τον Ε.Φ Κ.Α. στον τραπεζικό λογαριασμό του. Η ανωτέρω συμφωνία
της ενάγουσας τόσο με τον εναγόμενο όσο και με τους υπόλοιπους συνεργάτες δικηγόρους που απασχολούσε, η
οποία αποδείχθηκε από τις ένορκες βεβαιώσεις των δικηγόρων . , . και . , που ήταν όλοι συνεργάτες της
ενάγουσας και έχουν ίδια γνώση του καθεστώτος απασχόλησης και των συνθηκών
εργασίας που επικρατούσαν στη δικηγορική εταιρία, συνιστούσε επιμίσθιο (bonus), ήτοι πρόσθετη παροχή από την εργοδότρια εταιρία που
καταβαλλόταν από την ενάγουσα από την έναρξη της νέας ασφαλιστικής
νομοθεσίας τακτικά και ανελλιπώς,
σταθερά, μόνιμα και ανεπιφύλακτα, ως αντάλλαγμα ουσιαστικά της προσφερόμενης εργασίας του εναγομένου και με πρόθεση αμφοτέρων των μερών να
καταβάλλεται προς τούτο, και όχι από ελευθεριότητα, ενώ περαιτέρω δεν
αποδείχθηκε ότι κατά τη συμφωνία τους για τη χορήγησή του η ενάγουσα επεφύλαξε
στον εαυτό της το δικαίωμα μονομερούς διακοπής του οποτεδήποτε και κατά την
απόλυτη προαίρεση της, και, συνεπώς, προσέλαβε το χαρακτήρα πάγιας μηνιαίας
αντιμισθίας και ενσωματώθηκε σ’ αυτήν καθώς κατέληξε σε σιωπηρή σύμβαση των
διαδίκων για την καταβολή του ως αντιμισθίας (βλ. και ΑΠ 1474/201Κ δημ. σε ΤΝΠ Νόμος). Για το λόγο αυτό η ενάγουσα, ουδέποτε όχλησε τον εναγόμενο δικηγόρο για την καταβολή του ανωτέρω
ποσού που λάμβανε ως επιστροφή αυτός από τον ΕΦ.Κ Α. καθ' όλη τη διάρκεια της
συνεργασίας τους, αλλά ειδοποίησε αυτόν για την ως άνω αξίωση οκτώ μήνες μετά
από τη λύση της συνεργασίας τους και μάλιστα διεκδικώντας αναδρομικά τα ανωτέρω
ποσά.
Κατ' ακολουθίαν όλων των προαναφερομένων, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να απορριφθεί ως
ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος, ιδιαίτερη διάταξη για την πρόσθετη παρέμβαση του ΔΣΘ
υπέρ του εναγομένου δεν θα περιληφθεί στο διατακτικό,
αφού δεν υποβάλλεται με αυτήν αυτοτελές αίτημα παροχής έννομης προστασίας, πλην
της διάταξης που άφορα τα δικαστικά έξοδα, τα οποία, κατά παραδοχήν
σχετικού νομίμου αιτήματος του προσθέτως παρεμβαίνοντος (άρθρο 191 παρ. 2 ΚΠολΔ)
πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ενάγουσας- καθ' ης η πρόσθετη παρέμβαση, λόγω
της ήττας της κατ’ άρθρο 182 παρ. 1 ΚΠολΔ και τούτο
διότι ο παρεμβαίνων δεν εισάγει δίκη του αξίωση προς
διάγνωση και απόφαση στην κυρία δίκη, αλλά προσέρχεται σε αυτή για να
υποστηρίξει τις αιτήσεις κάποιου από τους αρχικούς διαδίκους (ΕφΑΘ 1057/2019 δημ. σε ΤΝΠ Νόμος,
ΕφΑΘ 4355/2002 ΕλλΔνη
2004.206. ΕφΑΘ 8560/1991 ΝοΒ
39.1407). Τέλος, πρέπει η ενάγουσα, λόγω της ήττας της να καταδικαστεί στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του εναγομένου (άρθρο 176 του ΚΠολΔ),
όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ τις
αναφερόμενες στο σκεπτικό, αγωγή και πρόσθετη παρέμβαση.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ενάγουσα
στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του εναγομένου,
το ύψος των οποίων καθορίζει στο ποσό των διακοσίων είκοσι ενός ευρώ (221
ευρώ).
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ενάγουσα
στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του προσθέτως υπέρ του εναγομένου
παρεμβαίνοντος Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, το
ύψος των οποίων καθορίζει στο ποσό των εκατόν σαράντα
εννέα ευρώ (149 ευρώ).
ΚΡΙΘΗΚΕ, ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΗΚΕ και
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ, αφού παραδόθηκε καθαρογραμμένη σε πρωτότυπη και ηλεκτρονική
μορφή, στη Θεσσαλονίκη σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις
28.06.2023 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ