ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΕιρΗρακλείου 956/2023

 

Πρωτόδικη κρίση επί αγωγής συνοφειλέτη εις ολόκληρον από τραπεζικά δάνεια. Η εξόφληση οφειλής εις ολόκληρον από έναν ή περισσότερους συνοφειλέτες και δη πέρα του μέτρου που αναλογεί στον εξοφλήσαντα, γεννά απαίτηση πληρωμής της υπέρμετρης καταβολής σε βάρος του ή των λοιπών οφειλετών. 488 ΑΚ.: Παθητική Ενοχή εις Ολόκληρον. Εξόφληση εις ολόκληρον οφειλής από ένα συνοφειλέτη. Δικαίωμα Αναγωγής (Regressus). Μέτρο Ευθύνης. Προϋποθέσεις Ορισμένου Αγωγής. Κατά τόπο αρμοδιότητα. Άρθρο 33 Κ.Πολ.Δ. Αρμόδιο το Δικαστήριο του τόπου συνομολόγησης της εις ολόκληρον ενοχής. Πρόταση συμφωνίας παραίτησης από δικαίωμα αναπροσαρμογής διατροφής τέκνων εκ μέρους συνοφειλέτη-γονέα, ως άμυνα στην αγωγή αναγωγής σε βάρος του από τον άλλο γονέα. Απαγόρευση συμψηφισμού απαιτήσεων διατροφής. Μη νόμιμη η συμφωνία συμψηφισμού απαιτήσεων διατροφής τέκνων από τον έχοντα την γονική μέριμνα σύζυγο, στο πλαίσιο ρύθμισης των μεταγαμιαίων περιουσιακών σχέσεων μεταξύ των συζύγων. Σχετική συμφωνία δεν προβάλλεται ούτε στα πλαίσια της ΑΚ 281.

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Ηρακλείου Χρήστου Σπυριδάκη).

 

 

Αριθμός καταθ. Αγωγής: . /ΝΤΚ/. /2022

 

Αριθμός Απόφασης: 956/2023

 

(Τακτική Διαδικασία)

 

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ

 

 

Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Στυλιανή  Κελαράκη, η οποία ορίσθηκε με Πράξη της Προέδρου Πρωτοδικών Ηρακλείου και τη Γραμματέα Ελένη Δακανάλη.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 14 Φεβρουαρίου 2023, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: . , ιατρού, κατοίκου Ηρακλείου Κρήτης, με ΑΦΜ ., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Σπυριδάκη (Δ.Σ.Η.) και κατέθεσε κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 ΚΠολΔ (όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 ν.4335/2015) έγγραφες προτάσεις.

 

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: . , εκπαιδευτικού, κατοίκου Βύρωνα Αττικής, οδός . , με ΑΦΜ . , η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ευάγγελο Χαλή (Δ.Σ.Α.) και κατέθεσε κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 ΚΠολΔ (όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 ν.4335/2015) έγγραφες προτάσεις.

 

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 2-3-2022 αγωγή του, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης Γ.Α./ ./ΝΤΚ/./4-3-2022 και μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ, όπως αυτά τροποποιήθηκαν με τον ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας, έχοντας εγγραφεί στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιο Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 237 παρ. 4 εδ. ε΄ ΚΠολΔ.

 

Κατά την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, μετά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, η υπόθεση συζητήθηκε κατ’ άρθρο 237 παρ. 4 εδ. ζ΄ ΚΠολΔ, χωρίς την παρουσία πληρεξούσιων δικηγόρων.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

 

Κατά τη διάταξη του άρθρου 481 ΑΚ: «Οφειλή εις ολόκληρο υπάρχει, όταν σε περίπτωση περισσοτέρων οφειλετών της ίδιας παροχής καθένας από αυτούς έχει την υποχρέωση να την καταβάλει ολόκληρη, ο δανειστής, όμως, έχει το δικαίωμα να την απαιτήσει μόνο μια φορά», ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 487 § 1 ΑΚ: «Μεταξύ τους οι περισσότεροι συνοφειλέτες ευθύνονται κατά ίσα μέρη, εκτός αν προκύπτει κάτι άλλο από τη σχέση», κατά δε τη διάταξη του άρθρου 488 ΑΚ: «Εφόσον ένας από τους συνοφειλέτες ικανοποίησε το δανειστή και έχει δικαίωμα αναγωγής κατά των λοιπών υποκαθίσταται στα δικαιώματα του δανειστή». Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι η αναγωγή (regressus) είναι το δικαίωμα του οφειλέτη να απαιτήσει από τους εις ολόκληρο συνοφειλέτες του την κατανομή του αντικειμένου της παροχής, ώστε κάθε συνοφειλέτης να επιβαρυνθεί με την εκπλήρωση μέρους της παροχής, και δη αναλόγου προς την εσωτερική τους σχέση, η δε θέσπισή της συνάδει με την εύλογη δικαιοπολιτικά θεώρηση ότι δεν είναι ενδεδειγμένο να επωμισθεί το βάρος της κοινής οφειλής μόνο ο καταβάλλων το σύνολο του κοινού χρέους ή εν γένει εκπληρώσας την οφειλή συνοφειλέτης, η ενέργεια του οποίου κατά τα λοιπά, στην εξωτερική σχέση των συνοφειλετών με το δανειστή, λειτουργεί όχι υποκειμενικά, αλλά αντικειμενικά και δη υπέρ του συνόλου των συνοφειλετών κατ’ άρθρο 483 ΑΚ (Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, σ. 388, στους αριθ. §§ 34 και 35, Γιαννόπουλο σε ΣΕΑΚ, υπό το άρθρο 487, σ. 981, Καράση σε Γεωργιάδη/ Σταθόπουλου ΑΚ, υπό τα άρθρα 487-488, στους αριθ. §§1,3 και 4). Ενώ με την παθητική ενοχή εις ολόκληρο ενισχύεται η θέση του δανειστή, ο οποίος έχοντας τη δυνατότητα να στραφεί κατά περισσοτέρων του ενός προσώπων για την ικανοποίηση της απαίτησης του, διατρέχει μικρότερο κίνδυνο να μην ικανοποιηθεί, με την αναγωγή παρέχεται στον εκπληρώσαντα συνοφειλέτη το δικαίωμα να απαιτήσει από τους λοιπούς συνοφειλέτες ό,τι κατέβαλε πέρα από το ποσοστό που του αναλογεί, με τον τρόπο δε αυτό να κατανεμηθεί τελικώς η παροχή κατά τα οριζόμενα στη σχέση των μερών ή στο νόμο ( Απ. Γεωργιάδης, ό.π., σ. 388, στον αριθ. § 35, Καράκωστα, ΑΚ, 3ος Τόμος, 2006, υπό τα άρθρα 487 488, σ. 1053, στον αριθ. περιθ. 1928). Προκύπτει, συνεπώς, ότι το δικαίωμα αναγωγής είναι απόρροια μιας εσωτερικής σχέσης των μερών, η οποία πηγάζει είτε από δικαιοπραξία, είτε από το νόμο και είναι ανεξάρτητη της εξωτερικής σχέσης δανειστή-συνοφειλετών (βλ. Καράση, ό.π., υπό τα άρθρα 487-488, στον αριθ. § 2). Στην εσωτερική αυτή σχέση, η τυχόν συνδέουσα τους πλείονες συνοφειλέτες δικαιοπραξία δύναται να είναι π.χ. σύμβαση εντολής, εταιρίας (ΕφΘ 2400/2005, ΕπισκΕμπΔικ 2006/491, ΕφΘ 3174/2001, ΕπισκΕμπΔικ 2002/119, ΕφΘ 2612/2000, ΔΕΕ 2001/74, ΕφΑθ 5395/1999, ΕλλΔ/νη 1999/1603) ή εργασίας κλπ., ενώ ευθέως στο νόμο στηρίζεται η σχέση αυτή επί ανυπαρξίας τέτοιας δικαιοπρακτικής σύνδεσης των μερών. Η εσωτερική σχέση υφίσταται παράλληλα με την παθητική ενοχή εις ολόκληρο και εξακολουθεί να υπάρχει και μετά την απόσβεση της τελευταίας (ΕφΘ 1420/2001, Αρμ 2001/1333 - περίπτωση σωρευτικής αναδοχής χρέους). Η συνήθης μορφή κύριας αναγωγής είναι αυτή της εκ των υστέρων αναγωγής, οπότε και ο ασκών τη σχετική αξίωση οφειλέτης, έχει ήδη καταβάλει στο δανειστή την παροχή ή τουλάχιστον μέρος αυτής, που υπερβαίνει το μέρος που του αναλογεί με βάση τα ισχύοντα στην εσωτερική σχέση. Αίτημα της οικείας αγωγής είναι στην περίπτωση αυτή το να υποχρεωθούν οι συνοφειλέτες να καταβάλουν το μέρος της παροχής που αναλογεί σε αυτούς και το οποίο ο ίδιος ο ενάγων έχει ήδη καταβάλει και δη πέρα από την αναλογία του, συνεπεία της λειτουργίας της εις ολόκληρο οφειλής (ΑΠ 871/ 2010). Το μέτρο της ευθύνης ορίζεται, κατά τα προεκτεθέντα, στο νόμο ή στην εσωτερική σχέση και εφόσον δεν υφίσταται ειδικότερη συμφωνία, την οποία ο ενδιαφερόμενος κατ’ ένσταση επικαλείται και αποδεικνύει (ΑΠ 753/1995, ΕΕΝ 63. 651, Αν. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, σ. 388), ή ειδικότερη νομοθετική ρύθμιση, τότε οι συνοφειλέτες ευθύνονται στην εσωτερική σχέση κατ’ ίσα μέρη (ΑΠ 901/2004, ΑΠ 674/2004, Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, σ. 391, στον αριθ. § 41). Συνεπώς, κατά το άρθρ. 216 ΚΠολΔ αναγκαία στοιχεία του δικογράφου της αγωγής του εις ολόκληρο ευθυνόμενου (στην εξωτερική σχέση) συνοφειλέτη στην εξ αναγωγής αγωγή του τελευταίου κατά του έτερου συνοφειλέτη είναι η επίκληση: α) της ύπαρξης παθητικής εις ολόκληρο ενοχής και β) της έστω μερικής, αλλά υπερβαίνουσας την αναλογία του μεριδίου του ικανοποίησης του δανειστή (στην εξωτερική σχέση), που αν αποδειχθούν, ο ενάγων θα έχει εν αμφιβολία δικαίωμα κύριας αναγωγής και άρα και δικαίωμα αναγωγής «εξ υποκαταστάσεως», οπότε και θα επαφίεται στον εναγόμενο να αποδείξει κατ' ένσταση τη μη ύπαρξη δικαιώματος αναγωγής (ΜΕφΘ 29/2016, ΕλλΔ/νη 2016/1413, βλ. Καράκωστα, ό.π., σ. 1065, στον αριθ. § 1961).

 

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 451 ΑΚ, δεν επιτρέπεται συμψηφισμός κατά ακατάσχετης απαίτησης. Τέτοια ακατάσχετη απαίτηση είναι η διατροφή, το οποίο είναι προσωποπαγές οικογενειακό δικαίωμα ( άρθ. 982 παρ. 2γ ΚΠολΔ, Β.Βαρθακοκοίλης, υπό άρθ.1485 σ.698). Απαγορεύεται ο συμψηφισμός κατ' απαιτήσεων εκ διατροφής (άρθρ. 451 Α.Κ., 982 ΚΠολΔ) και αν ακόμη η προς συμψηφισμό προτεινόμενη απαίτηση απορρέει και αυτή από καταβληθέντα προηγουμένως αχρεωστήτως ποσά διατροφής (Βαθρακοκοίλη, Οικογενειακό Δίκαιο, σελ. 482, Κ. Παπαδόπουλου, Αγωγές Οικογενειακού Δικαίου, τόμ. Α΄ έκδ. 2001, σελ. 308, ΕφΛαρ 224/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 380/2009 Δημ. Νόμος, ΕφΠατρ 582/2008 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 945/2005 ΤΠΝΔΣΑθ, ΕφΟεσ. 509/1993 ΑΡΜ/1993 (532), ΕφΑΘ 6754/1981 Δημ. Νόμος). Ομοίως, κατά το άρθρο 1499 ΑΚ παραίτηση από τη διατροφή για το μέλλον δεν ισχύει (Σταθόπουλου - Γεωργιάδη ΑΚ, υπό το άρθρο 1497, Εφ.ΑΘ. 1021/1990 ΝοΒ 38.829, Εφ.ΑΘ. 10372/1986 ΝοΒ 35.555, Εφ. Οεσ. 15655/90 Αρμ. 45.560, Εφ.θεσ.259/90 Αρμ. 45.141, Εφ. Αθ. 5068/1983 Αρχ.Ν 34.691, Βαθρακοκοίλη, Αναλυτική Ερμηνεία ΑΚ, υπό το άρθρο 1497). Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος- καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκηση του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Τούτο συμβαίνει, ιδίως όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο και μάλιστα ευλόγως η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα του. Μόνη δε η αδράνεια του δικαιούχου για μακρό χρόνο και πάντως μικρότερο από αυτόν της παραγραφής, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και σε αιτιώδη μεταξύ τους συνάφεια ευρισκόμενες, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και διατηρήθηκε για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Το αν οι συνέπειες, που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται οπωσδήποτε και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες, που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της άσκησης του δικαιώματος του (ΑΠ645/2016 ΤΝΠ Νόμος).

 

Με την υπό κρίση αγωγή, όπως παραδεκτά διορθώθηκε, ο ενάγων εκθέτει ότι με την εναγόμενη υπήρξαν σύζυγοι από τον Φεβρουάριο 2005 έως τον Δεκέμβριο 2015 οπότε λύθηκε ο γάμος τους και ότι κατά τη διάρκεια του γάμου τους αποφάσισαν να ανεγείρουν οικοδομή για τις στεγαστικές και επενδυτικές τους ανάγκες επί του περιγραφόμενου οικοπέδου συγκυριότητας κατά ποσοστό 75% εξ αδιαιρέτου του ίδιου και κατά ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου της εναγόμενης, που βρίσκεται στο Ηράκλειο Κρήτης. Ότι στο πλαίσιο της μεταξύ του ίδιου και της εναγόμενης κοινωνίας δικαιώματος επί των ανεγερθησομένων διαμερισμάτων και της κοινής απόφασης τους για την ανέγερση και συνεκμετάλλευση τους κατά τα ποσοστά συγκυριότητας εκάστου , κατάρτισαν με την εναγόμενη και την τότε «Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.» και ήδη «Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε.» δύο συμβάσεις στεγαστικών δανείων ποσού 100.000 ευρώ η μία και ποσού 30.000 ευρώ η άλλη, αποπληρούμενες σε 180 συνεχείς μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, ευθυνόμενοι ως συνοφειλέτες εις ολόκληρο έκαστος, όπως ρητά αναφέρεται στις δανειακές συμβάσεις. Ότι παράλληλα και ως εκ της εσωτερικής  έννομης σχέσης τους η εξυπηρέτηση των δανείων συμφωνήθηκε κατά το ποσοστό συγκυριότητας και συνεκμετάλλευσης των ακινήτων, επιβαρυνόμενοι  κατά 75% ο ενάγων και κατά 25% η εναγόμενη. Ότι μέχρι την  6-3-2015 που διήρκησε η έγγαμη συμβίωσή τους η συνεισφορά της εναγόμενης (25%) στην αποπληρωμή των τοκοχρεωλυτικών δόσεων κάθε δανείου δεν απαιτούνταν εκ μέρους του ενάγοντος να κατατίθεται συμπληρωματικά της δικής του συμμετοχής στον παραπάνω λογαριασμό εξυπηρέτησης τους, αλλά συμψηφίζονταν με τις λοιπές υποχρεώσεις αυτής ως συζύγου για ανάλογη συμμετοχή στις ανάγκες της οικογένειας. Ότι μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης την 6-3-2015 ο ενάγων ζήτησε από την εναγόμενη να  συμμετέχει εφεξής κατά το ποσοστό της (25%) στην αποπληρωμή των δανείων εφόσον εισέπραττε το μίσθωμα κατά το παραπάνω ποσοστό της από την εκμίσθωση των διαμερισμάτων, όμως αυτή δεν το έπραξε. Ότι ο ενάγων υπό τον κίνδυνο περιέλευσης σε υπερημερία και καταγγελίας των δανειακών συμβάσεων υποχρεώθηκε να καταβάλλει στη δανείστρια το 100% των δανειακών οφειλών  που ανέλαβαν από κοινού με την εναγόμενη δηλαδή κατέβαλε και το αναλογούν στην εναγόμενη ποσοστό και συγκεκριμένα ποσό 14.257,42 ευρώ ως προς την πρώτη δανειακή σύμβαση και ποσό 4.558,81 ευρώ ως προς τη δεύτερη   και συνολικά 18.816,23 ευρώ. Με βάση αυτά και όσα άλλα αναφέρει στην αγωγή, ο ενάγων ζητεί αναγωγικά να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το ποσό των 18.816,23 ευρώ με το νόμιμο τόκο από 27-10-2021, επομένη της εξώδικης όχλησης, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση και να καταδικαστεί η εναγόμενη στη δικαστική του δαπάνη.

 

Η αγωγή αρμόδια εισάγεται για να δικαστεί στο Δικαστήριο αυτό (άρθ. 14 παρ. 1α και 33 ΚΠολΔ) , κατά την τακτική διαδικασία (άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από την παρ. 2 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015) και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διαλαμβανόμενες στην αρχή της παρούσας νομικές διατάξεις και σε αυτές των άρθρων 341, 345, 346 Α.Κ. και 176 Κ.Πολ.Δ. Πρέπει, συνεπώς, να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι προσκομίζεται έντυπο άρθρου 3 παρ.2 ν.4640/2019( βλ. από 28-2 -2022 έγγραφη ενημέρωση για δυνατότητα επίλυσης διαφοράς με διαμεσολάβηση) και το ανάλογο δικαστικό ένσημο (βλ. με αρ. .  ηλεκτρονικό παράβολο).

 

Η εναγόμενη αρνήθηκε την αγωγή και πρόβαλλε ένσταση κατ’ άρθρο 281Κ ισχυριζόμενη ότι κατόπιν άτυπης συμφωνίας της το έτος 2015 με τον ενάγοντα αρκέστηκε σε ελλιπή διατροφή των ανηλίκων τέκνων τους και σε μη άσκηση δικαιώματος αναπροσαρμογής της διατροφής τους για το μέλλον, μέχρι να αττοπληρωθούν τα επίδικα δάνεια. Ο παραπάνω ισχυρισμός κρίνεται απορριπτέος ως μη νόμιμος καθόσον απαγορεύεται ο συμψηφισμός κατ' απαιτήσεων από διατροφή, το οποίο είναι προσωποπαγές οικογενειακό δικαίωμα (άρθρ.. 451 Α.Κ., 982 ΚΠολΔ) και αν ακόμη η προς συμψηφισμό προτεινόμενη απαίτηση απορρέει και αυτή από καταβληθέντα προηγουμένως αχρεωστήτως ποσά διατροφής όπως απαγορεύεται, κατά το άρθρο 1499 ΑΚ και η παραίτηση από τη διατροφή για το μέλλον, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη.

 

Από τη με αρ. ./10-6-2022 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του συμβολαιογράφου Ηρακλείου . , που προσκομίζει και επικαλείται ο ενάγων και λήφθηκε νόμιμα, από τη με αρ. ./22-6-2022 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, που προσκομίζει και επικαλείται η εναγόμενη και λήφθηκε νόμιμα, από τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, σε συνδυασμό με τις ομολογίες που συνάγονται κατ' άρθρο 261 ΚΠολΔ από τις έγγραφες προτάσεις των διαδίκων που κατατέθηκαν εμπρόθεσμα και νομότυπα και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ), αποδείχτηκαν τα παρακάτω (σημειώνεται ότι η μνεία παρακάτω ορισμένων εγγράφων είναι ενδεικτική αφού ουδενός η συνεκτίμηση παραλήφθηκε): Οι διάδικοι υπήρξαν σύζυγοι από τον Φεβρουάριο 2005 έως τον Δεκέμβριο 2015, οπότε ο γάμος τους λύθηκε με συναινετικό διαζύγιο δυνάμει της με αρ.670/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου. Από την αρχή του γάμου τους εγκαταστάθηκαν στο Ηράκλειο, όπου δημιούργησαν οικογένεια με την απόκτηση δύο τέκνων και αποφάσισαν να ανεγείρουν διώροφη οικοδομή σε οικόπεδο επί της οδού .  αρ. .  στο Ηράκλειο, το οποίο έκανε δωρεά σε αυτούς η μητέρα του ενάγοντος . . Συγκεκριμένα, δυνάμει του με αρ. ./31-3-2006 συμβολαίου γονικής παροχής και δωρεάς εν ζωή της συμβολαιογράφου Ηρακλείου .,  που μεταγράφηκε νόμιμα, απέκτησαν ο ενάγων τα 3/4 (75%) εξ αδιαιρέτου και η εναγόμενη το 1/4 (25%) εξ αδιαιρέτου κυριότητας σε τρία διαμερίσματα-οριζόντιες ιδιοκτησίες (μελλοντικά ανεγερθησομένα τότε) εμβαδού 55 τ.μ. και 36 τ.μ. στον α' όροφο και 110 τ.μ. στον β' όροφο μιας οικοδομής (υπό ανέγερση) επί οικοπέδου εμβαδού 421 τ.μ., κείμενο επί της οδού .  , περιοχή ... Ηρακλείου. Οι διάδικοι, στο πλαίσιο της μεταξύ τους κοινωνίας δικαιώματος επί των παραπάνω διαμερισμάτων και της απόφασής τους για την ανέγερση και συνεκμετάλλευση τους κατά τα ποσοστά συγκυριότητας εκάστου, συνήψαν α) τη με αρ. ./26-1-2007 σύμβαση ενυπόθηκου τοκοχρεωλυτικού στεγαστικού δανείου με την τότε «Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.» και ήδη «Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε.» δυνάμει της οποίας τους χορηγήθηκε δάνειο ποσού 100.000 ευρώ, ευθυνόμενοι ως συνοφειλέτες σε ολόκληρο, αποπληρούμενο σε 180 συνεχείς μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις, αρχής γενομένης από 27-3-2006 και μέχρι την λήξη του στις 27-2- 2022. Το επιτόκιο συμφωνήθηκε σταθερό 4,45% (πλέον εισφοράς ν. 128/75) και παρέμεινε έτσι μέχρι την αποπληρωμή του, δυνάμει σχετικής συμφωνίας με την δανείστρια τράπεζα. Η μηνιαία δόση εξυπηρέτησής του κυμαίνονταν από 694 ευρώ έως 678 ευρώ, σύμφωνα με τον σχετικό πίνακα αποπληρωμής που τους χορηγήθηκε (σύνθετη τοκοχρεωλυσία) και β) τη με αρ. ./31-7-2007 σύμβαση ενυπόθηκου τοκοχρεωλυτικού στεγαστικού δανείου με την τότε "Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε." και ήδη "Τράπεζα Πειραιώς ΑΕ" δυνάμει της οποίας τους χορηγήθηκε δάνειο ποσού 30.000 ευρώ, ευθυνόμενοι ως συνοφειλέτες σε ολόκληρο, αποπληρούμενο σε 180 συνεχείς μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις, αρχής γενομένης από 27-9-2007 και μέχρι την λήξη του στις 27-8- 2022. Το επιτόκιο συμφωνήθηκε σταθερό 4,65% (πλέον εισφοράς ν. 128/75) και παρέμεινε έτσι μέχρι την αποπληρωμή του, δυνάμει σχετικής συμφωνίας με την δανείστρια τράπεζα. Η μηνιαία δόση εξυπηρέτησης του κυμαίνονταν από 207 ευρώ έως 202 ευρώ, σύμφωνα με τον σχετικό πίνακα αποπληρωμής που τους χορηγήθηκε (σύνθετη τοκοχρεωλυσία). Και στις δύο παραπάνω δανειακές συμβάσεις, βάσει ρητού όρου τους (άρθρο 14) προβλέφθηκε και συμφωνήθηκε ότι: "Συμφωνείται ρητά ότι οι συμβαλλόμενοι οφειλέτες για όλες τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από την  παρούσα σύμβαση και μάλιστα για την πλήρη εξόφληση του δανείου (συμπεριλαμβανομένων τόκων και λοιπών εξόδων), ευθύνονται απέναντι στην Τράπεζα αλληλέγγυα και εις ολόκληρον ο καθένας". Η παραπάνω δήλωση και συμφωνία για την από κοινού ανάληψη ευθύνης δανειολήπτη έναντι της δανείστριας τράπεζας, δημιούργησε ταυτόχρονα και υποχρέωση ανάλογης συμμετοχής εκάστου διαδίκου στην εκπλήρωση των σχετικών δανειακών υποχρεώσεων, στο πλαίσιο της μεταξύ τους εσωτερικής έννομης σχέσης, που ενεργοποιήθηκε ταυτόχρονα. Από την εσωτερική έννομη σχέση των διαδίκων που συνδέει αυτούς  ήτοι άτυπη κοινωνία δικαιώματος συνεκμετάλλευσης των ανωτέρω ακινήτων, η εξυπηρέτηση των ανωτέρω δανείων συμφωνήθηκε από την υπογραφή κάθε σύμβασης ως κατανεμόμενο μεταξύ τους στο ποσοστό συγκυριότητας και συνεκμετάλλευσης των επίκοινων ακινήτων, επιβαρυνόμενοι κατά ποσοστό 75% ο ενάγων και κατά ποσοστό 25% η εναγόμενη. Για αυτό και κατά την ίδια ακριβώς ποσοστιαία αναλογία (75% - 25%), κάθε διάδικος συμμετέχει, από της αποπεράτωσης των ανωτέρω ιδιοκτησιών και μέχρι και σήμερα, στα έσοδα από την    εκμετάλλευση - εκμίσθωση τους ως κατοικίες. Πρακτικά και ως προς την εξωτερική σχέση των διαδίκων ως δανειοληπτών με την δανείστρια τράπεζα, η μηνιαία εξυπηρέτηση των τοκοχρεωλυτικών δόσεων κάθε δανείου γίνονταν από κοινό τραπεζικό λογαριασμό των διαδίκων, στον οποίο αποκλειστικά κατατίθετο και κατατίθεται μέχρι και σήμερα η μισθοδοσία του ενάγοντος. Στο πλαίσιο ωστόσο της εσωτερικής σχέσης   του ενάγοντος με την εναγόμενη και για όσο χρόνο διαρκούσε η έγγαμη συμβίωση ήτοι έως στις 6-3-2015, η συνεισφορά της εναγόμενης (25%) στην αποπληρωμή των τοκοχρεωλυτικών δόσεων κάθε δανείου δεν απαιτούνταν εκ μέρους του ενάγοντος να κατατίθεται συμπληρωματικά της δικής του συμμετοχής στον παραπάνω λογαριασμό εξυπηρέτησης τους, αλλά συμψηφίζονταν με τις λοιπές υποχρεώσεις αυτής ως συζύγου για ανάλογη συμμετοχή στις ανάγκες της οικογένειας, ήτοι στα έξοδα διατροφής και συντήρησης κοινών τέκνων και οίκου αφού ως σύζυγοι τα χρήματα τους από οποιαδήποτε πηγή κατευθύνονταν στην αντιμετώπιση υποχρεώσεων συντήρησης της οικογένειάς τους. Στις 6-3-2015 διασπάστηκε οριστικά η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων και αποχώρησε ο ενάγων από τη συζυγική οικία. Ως συνέπεια της ανωτέρω διάσπασης και μετοίκησης, επήλθε αντίστοιχη διάσπαση και στην από κοινού αντιμετώπιση των εν γένει οικογενειακών βαρών και λοιπών υποχρεώσεων και ο ενάγων ανέλαβε την πληρωμή στην εναγόμενη διατροφής των ανηλίκων τέκνων τους σε χρήμα 700 ευρώ μηνιαίως και κάθε διάδικος το κόστος της ατομικής διατροφής και συντήρησης του. Πλέον συμφωνήθηκε να κατατίθεται σε ατομικό τραπεζικό λογαριασμό της εναγόμενης το ποσοστό 25% του μισθώματος από την εκμίσθωση και των τριών διαμερισμάτων επί της οδού .  και ταυτόχρονα ο ενάγων ζήτησε από την εναγόμενη να συμμετέχει εφεξής με καταβολές μετρητοίς, κατά το ίδιο ποσοστό της (25%) και στην αποπληρωμή των δόσεων των δύο δανείων, αντίστοιχα με την είσπραξη του ποσοστού μισθωμάτων που λαμβάνει μέχρι σήμερα κατατειθέμενα σε ατομικό τραπεζικό της λογαριασμό. Όμως η εναγόμενη δεν το έπραξε και ο ενάγων υπό τον κίνδυνο περιέλευσης σε υπερημερία και καταγγελίας των δανειακών συμβάσεων υποχρεώθηκε να καταβάλει έκτοτε στην δανείστρια τράπεζα το 100% των δανειακών οφειλών που ανέλαβαν από κοινού και σε ολόκληρο με την εναγόμενη ήτοι πληρώνοντας πλέον της αναλογίας που όφειλε με βάση τα ποσοστά της μεταξύ τους κοινωνίας δικαιώματος (75% - 25%), όπως τούτο ίσχυε και συμφωνήθηκε μεταξύ τους κατά την σύναψη των επίδικων δανειακών συμβάσεων. Συγκεκριμένα , ο ενάγων κατέβαλε στη δανείστρια τράπεζα ως προς τη με αρ. ./2007 σύμβαση ενυπόθηκου τοκοχρεωλυτικού στεγαστικού δανείου (100.000ευρώ), από 27-3-2015 έως 28-2-2022 ποσό 57.029,68 ευρώ κατανεμημένο σε 84 μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από 21-3-2022 βεβαίωση εξόφλησης της δανείστριας τράπεζας και ως προς τη με αρ. ./2007 σύμβαση ενυπόθηκου τοκοχρεωλυτικού στεγαστικού δανείου (30.000ευρώ) από 27-3-2015 έως 28-2-2022 ποσό 17.025,89 ευρώ, κατανεμημένο σε 84 μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις. Επιπλέον, ο ενάγων προεξόφλησε εφάπαξ τον Μάρτιο 2022 ολόκληρο το εναπομείναν υπόλοιπο των μηνιαίων δόσεων έως τη λήξη του δανείου (28-8-2022), ποσού 1.209,38 ευρώ. Δηλαδή κατέβαλε συνολικά ποσό 18.235,27 ευρώ (17.025,89 + 1.209,38), σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση του υπολοίπου του δεύτερου δανείου, όπως προκύπτει  από  την προσκομιζόμενη από 21-3-2022 βεβαίωση εξόφλησης της δανείστριας τράπεζας. Βάσει των ανωτέρω, η εναγόμενη βαρύνεται αναγωγικά να καταβάλει στον ενάγοντα ποσοστό 25%, ως εκ της μεταξύ  τους κοινωνίας δικαιώματος στην ανέγερση και συνεκμετάλλευση των επίκοινων ακινήτων που δανειοδοτήθηκαν με τα ως άνω δάνεια ήτοι ποσό 14.257,42 ευρώ (57.029,68X25%) για την πρώτη δανειακή σύμβαση και ποσό 4.558,81 ευρώ (18.235,27X25%)  για τη δεύτερη δανειακή σύμβαση και συνολικά ποσό 18.816,23 ευρώ (14.257,42+4.558,81), το οποίο δικαιούται ο ενάγων και ζητεί αναγωγικά από την εναγόμενη υποκαθιστάμενος στην απαίτησή του αυτή στα δικαιώματα της δανείστριας τράπεζας προς την οποία εξόφλησε το ποσό (άρθρο 488 ΑΚ). Ο ισχυρισμός της εναγόμενης ότι καταχρηστικά κατ' άρθρο 281 ΑΚ ο ενάγων μετά την πάροδο ετών άσκησε την ένδικη αγωγή λόγω άτυπης συμφωνίας τους το έτος 2015 να μην ζητήσει αυτή αναπροσαρμογή για το μέλλον της διατροφής που κατέβαλε ο ενάγων για τα δύο ανήλικα τέκνα τους, μέχρι να αποπληρωθούν τα επίδικα δάνεια. Ο παραπάνω ισχυρισμός πέραν του ότι δεν αποδείχθηκε η ουσιαστική βασιμότητά του, πρέπει να  απορριφθεί ως μη νόμιμος καθόσον απαγορεύεται ο συμψηφισμός κατ' απαιτήσεων από διατροφή, το οποίο είναι προσωποπαγές οικογενειακό δικαίωμα (άρθρ. 451 Α.Κ., 982 ΚΠολΔ), δεν μπορεί να προταθεί από την εναγόμενη σε απόσβεση προσωπικής της οφειλής αφού δεν είναι αξίωση δική της αλλά   αξίωση των ανηλίκων τέκνων, την οποία εισπράττει ως ασκούσα την επιμέλειά τους , όπως απαγορεύεται, κατά το άρθρο 1499 ΑΚ και η παραίτηση από τη διατροφή για το μέλλον, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη. Η άσκηση δε του δικαιώματος του ενάγοντος να ζητήσει αναγωγικά το επίδικο ποσό με βάση τα ως άνω ιστορούμενα περιστατικά δεν υπερβαίνει και μάλιστα προφανώς τα οριζόμενα από τη διάταξη του άρθρου 281ΑΚ όρια, που θέτουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Η εναγόμενη ισχυρίζεται ότι έχει καταβάλει πολλαπλάσιο της οφειλής της για την εξόφληση των δύο επίδικων δανείων έως το 2015 και ότι κατέβαλε στον λογαριασμό της Α.Τ.Ε. ποσό 22.000 ευρώ. Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσία αβάσιμος καθόσον δεν προσκομίζει στοιχεία προς απόδειξή του. Αντίθετα προέκυψε ότι η συνολική οφειλή από τα δύο δάνεια που συνάφθηκαν το 2007 για 15 έτη ανήρθε σε 161.100 ευρώ περίπου, αφού τα δάνεια ήταν έντοκα, συνεπώς, η υποχρέωση συνεισφοράς της εναγόμενης ήταν 40.275 ευρώ συνολικά και όχι 22.000 ευρώ. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο λογαριασμός εξυπηρέτησης των δύο δανείων ήταν για το διάστημα από την σύναψη τους το 2007 έως και την 21-6-2013 ο  με αρ. ... λογαριασμός ταμιευτηρίου μισθοδοσίας του ενάγοντος της Α.Τ.Ε., το υπόλοιπο του οποίου μεταφέρθηκε στις 21-6-2013 λόγω μετάπτωσης μηχανογραφικού συστήματος στον με αρ. ... λογαριασμό της Τράπεζας Πειραιώς Α.Ε. μισθοδοσίας του ενάγοντος (βλ. αντίγραφο  βιβλιαρίου καταθέσεων), μέσω του οποίου και μόνο γίνονταν η εξυπηρέτηση των επίδικων δανειακών συμβάσεων έως την εξόφλησή τους. Ο λογαριασμός της Α.Τ.Ε. που επικαλείται η εναγόμενη GR ... και κατόπιν Τράπεζας Πειραιώς Α.Ε. GR ... δεν έχει σχέση με τον λογαριασμό εξυπηρέτησης των δανείων αλλά είναι λογαριασμός μισθοδοσίας της εναγόμενης τον οποίο, η ίδια διαχειρίζονταν, από τα προσκομιζόμενα δε αντίγραφα του λογαριασμού εξυπηρέτησης των δύο δανείων προκύπτει ότι η εναγόμενη είχε καταθέσεις σε αυτόν από 08.1.2007 έως 21.6.2013 ποσού 4.238,05 ευρώ και από 22.6.2013 έως 24.4.2015 ποσού 515,38 ευρώ, ήτοι συνολικά 4.753,63 ευρώ, με σκοπό όχι αποκλειστικά την εξυπηρέτηση του δανείου, αλλά και για εξυπηρέτηση άλλων εξόδων της οικογένειάς τους. Απορριπτέος ως κατ' ουσία αβάσιμος κρίνεται ο ισχυρισμός της εναγόμενης ότι εάν είχε απαίτηση συνεισφοράς ο ενάγων απέναντι της για τα επίδικα δάνεια, θα είχε παρακρατήσει από το έτος 2015 το 25% των μισθωμάτων που της αναλογούσε από τις μισθώσεις των τριών διαμερισμάτων στο Ηράκλειο. Και τούτο διότι προέκυψε ότι οι μισθώσεις συνάφθηκαν και ανανεώνονταν χωριστά από κάθε διάδικο - συνεκμισθωτή στο ποσοστό που αναλογεί στον καθένα (75% - 25%), αλλά και οι πληρωμές των μισθωμάτων γίνονταν χωριστά από τους μισθωτές στο λογαριασμό κάθε διάδικου - συνεκμισθωτή. Τέλος η εναγόμενη δεν απέδειξε τον ισχυρισμό της, η οποία φέρει και το βάρος απόδειξης ( άρθ. 338ΚΠολΔ) ότι τα χρήματα των δανείων χρησιμοποιήθηκαν  για καταναλωτικές ανάγκες του ενάγοντος διότι η οικοδομή είχε ολοκληρωθεί το έτος 2007, επομένως κρίνεται απορριπτέος ως κατ' ουσία αβάσιμος. Ο ενάγων επέδωσε στην εναγόμενη την από 7-10-2021 εξώδικη δήλωση, όχληση, απάντηση (βλ. με αρ. ./26-10-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών . ) με την   οποία οχλήθηκε αυτή μεταξύ άλλων και για την εξόφληση των ένδικων οφειλών από τις δύο δανειακές συμβάσεις . Η εναγόμενη μέχρι σήμερα δεν έχει καταβάλει στον ενάγοντα το επίδικο ποσό  των 18.816,23 ευρώ. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή ως βάσιμη κατ' ουσία και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 18.816,23 ευρώ με το νόμιμο τόκο από 27-10-2021, επομένη της όχλησης, και να συμψηφιστεί μεταξύ των διαδίκων η δικαστική δαπάνη (άρθρο 179 εδ. τελ. ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Δικάζει κατ' αντιμωλία των διαδίκων.

 

Δέχεται την αγωγή.

 

Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δεκαοκτώ χιλιάδων οκτακοσίων δεκαέξι ευρώ και είκοσι τριών λεπτών (18.816,23 ευρώ) με το νόμιμο τόκο από 27-10-2021 μέχρι την εξόφληση.

 

Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη.

 

Κρίθηκε αποφασίσθηκε και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στις 17 Αυγούστου 2023.

 

Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ