ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΕιρΑθ 248/2024

Αμοιβές δικηγόρου κατά ΤΑΧΔΙΚ. Παραγραφή απαίτησης. Προσωρινά εκτελεστή απόφαση.

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Αθηνών Γεωργίου Πουλή, MSc, LLM, ΜΔΕ)

 

 

ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

(ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΜΟΙΒΩΝ)

 

ΑΡΙΘΜΟΣ 248/2024

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Αθηνών Χρυσάνθη Παπαστάμου, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την παρουσία της Γραμματέως Ειρήνης Μαυρομμάτη.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 8η Φεβρουάριου 2024 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

Του ενάγοντας ..., δικηγόρου και κατοίκου Αθηνών, οδός ..., με Α.Φ.Μ. ... (Δ.Ο.Υ. Α' Αθηνών), ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως.

 

Του εναγόμενου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΤΑΜΕΙΟ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΩΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΚΤΗΡΙΩΝ (ΤΑΧΔΙΚ)», που εδρεύει στην Αθήνα, Λεωφ. Μεσογείων αρ. 96, και εκπροσωπείται νόμιμα, με Α.Φ.Μ. ., το οποίο παραστάθηκε δια της δικαστικής πληρεξούσιας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Σπυριδούλας Πετράτου.

 

Ο ενάγων με την από 28.03.2023 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ./2023 αγωγή του ζητά όσα αναφέρονται σε αυτήν.

 

Για την αγωγή αυτή με την από 29.03.2023 πράξη του Ειρηνοδικείου Αθηνών ορίσθηκε ήμερα συζήτησης η αναφερομενη στην αρχή της παρούσας.

 

Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το οικείο πινάκιο και κατά τη σειρά εγγραφής της σε αυτό, οι διάδικοι παραστάθηκαν ως ανωτέρω και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, αφού ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά

όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν στο ακροατήριο.

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

I. Κατ’ άρθρο 1 ΚΠολΔ, στη δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων ανήκουν: α) οι διαφορές του ιδιωτικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν τις έχει υπαγάγει σε άλλα δικαστήρια, β) οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας που ο νόμος έχει υπαγάγει σ’ αυτά, γ) οι υποθέσεις δημοσίου δικαίου που ο νόμος έχει υπαγάγει σ' αυτά, δ) οι διοικητικές διαφορές που δεν υπάγονται στη δικαιοδοσία διοικητικών δικαστηρίων. Κατ’ άρθρο 131 ν. 1406/1983, στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων υπάγονται όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας που δεν έχουν μέχρι σήμερα υπαχθεί σ’ αυτήν. Εξάλλου, κατά το άρθρο 94 του Συντάγματος στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται όλες οι διοικητικές διαφορές, καθώς και οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας που τους ανατίθενται με νόμο, ενώ η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει στα υφιστάμενα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Επομένως, με συνταγματική επιταγή οι διαφορές ιδιωτικού δικαίου υπάγονται στα πολιτικά δικαστήρια και είναι ανεπίτρεπτη η υπαγωγή αυτών στα διοικητικά δικαστήρια, διάταξη δε νόμου ορίζουσα το αντίθετο προς τα προδιαληφθέντα αντίκειται προς το Σύνταγμα και, ως εκ τούτου, δεν είναι εφαρμοστέα (ΟλΑΠ 490/82, ΝοΒ 31.204). Το ασφαλέστερο κριτήριο για τη διάγνωση του χαρακτήρα της διαφοράς ως διοικητικής ή ιδιωτικής είναι η ύπαρξη ή μη εκδηλώσεων υπερκείμενης εξουσίας βουλήσεως. Όταν δηλαδή η δημόσια διοίκηση (κράτος ή άλλο δημοσίου δικαίου νομικό πρόσωπο) εμφανίζεται ως potentior persona, τότε αναντιρρήτως πρόκειται για διαφορά διοικητική (Παπαχατζής, Η επέκταση της δικαιοδοσίας των διοικητικών πρωτοδικείων και εφετείων στις διαφορές από διοικητικές συμβάσεις ΝοΒ 32.1297). Εξάλλου, οι πράξεις διαχειρίσεως της ιδιωτικής περιουσίας του κράτους, εφόσον επιδιώκουν απλώς ταμειακούς σκοπούς, δημιουργούν ιδιωτικές διαφορές (ΠολΠρΑΘ 8250/1994, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αντίθετα, αν με τις ίδιες πράξεις επιδιώκεται δημόσιος σκοπός, οι σχετικές διαφορές ανήκουν στη σφαίρα του διοικητικού δικαίου και δημιουργούν διοικητικές διαφορές (I. Μπρίνιας, Υπαγωγή στα διοικητικά δικαστήρια των διαφορών από τη διοικητική εκτέλεση).

 

II. Προς πραγμάτωση των επιταγών των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος, με το οποίο κατοχυρώνεται το δικαίωμα κάθε προσώπου σε δικαστική ακρόαση και προστασία των δικαιωμάτων και των έννομων συμφερόντων του, 25 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο η αρχή του κοινωνικού κράτους τελεί υπό την εγγύηση του κράτους και όλα τα κρατικά όργανα οφείλουν να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου, στα οποία περιλαμβάνεται και το δικαίωμα δικαστικής ακρόασης και προστασίας, 6 παρ. 3 εδ. γ' της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, κατά το οποίο ορίζεται ότι κάθε κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να του παρασχεθεί δωρεάν συνήγορος, σε περίπτωση που δεν διαθέτει τα μέσα για την κάλυψη της αμοιβής του, και της οδηγίας 2003/8/ΕΚ του Συμβουλίου της 27ης Ιανουάριου 2003 για τη βελτίωση της πρόσβασης στη δικαιοσύνη επί διασυνοριακών διαφορών, οργανώθηκε με το ν. 3226/2004 πλήρες σύστημα νομικής βοήθειας προς τους πολίτες χαμηλού εισοδήματος (βλ. εισηγητική έκθεση του ιδίου ως άνω νόμου). Ειδικότερα, με το νόμο αυτό καθορίζονται οι δικαιούχοι και η διαδικασία παροχής νομικής βοήθειας, προβλέπεται ότι σε περίπτωση διορισμού δικηγόρου υπηρεσίας προς παροχή υπηρεσιών νομικής βοήθειας, αυτός αποζημιώνεται σύμφωνα με τις προβλεπόμενες νόμιμες αμοιβές, αρχικά δε οριζόταν ότι βαρύνεται προς τούτο το Δημόσιο. Με τη διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 7 του ν.4043/2012, το οποίο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 55 του ν. 4689/2020, βαρύνεται, πλέον, (το ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ., στον σκοπό του οποίου περιλαμβάνεται η σχετική χρηματοδότηση, αφού το ΤΑ.Χ.Δ.Ι.Κ είναι το νομικό πρόσωπο που παρέχει τη νομική βοήθεια, μέσω ειδικής πίστωσης (βλ. την αιτιολογική έκθεση του άρθρου 55 ν. 4689/2020, ΑΊ03).

 

Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. του ως άνω νόμου 3226/2004 «1.α Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ορίζεται η αποζημίωση των δικηγόρων υπηρεσίας, συμβολαιογράφων, δικαστικών επιμελητών και άλλων προσώπων που παρέχουν υπηρεσίες στο πλαίσιο της παροχής νομικής βοήθειας, σύμφωνα με τις προβλεπόμενες νόμιμες αμοιβές... Με όμοια απόφαση καθορίζεται το πλαίσιο και η διαδικασία εκκαθάρισης και είσπραξης της αποζημίωσης. 2. Αρμόδιο όργανο για' τη συλλογή των δικαιολογητικών και των αιτήσεων των δικαιούχων δικηγόρων και άλλων προσώπων για τη διαβίβασή τους στο Ταμείο Χρηματοδοτήσεως Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.) είναι η διοίκηση του αρμόδιου Δικαστηρίου». Κατ' εξουσιοδότηση της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 14 παρ. 1α εκδόθηκε αρχικά η με αριθμό 67506/08.08.2012 (Φ.Ε.Κ. Β'2333/2012) κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με την οποία καθορίσθηκε η αποζημίωση υπηρεσιών νομικής βοήθειας, η διαδικασία εκκαθάρισης κλπ. και προβλέφθηκε ότι για την είσπραξη της αποζημίωσής τους οι δικηγόροι που παρέχουν νομική βοήθεια σε αστικές υποθέσεις οφείλουν να υποβάλλουν στο αρμόδιο δικαστήριο και επικυρωμένο αντίγραφο της απόφασης που εκδόθηκε επί της υπόθεσης για την οποία παρασχέθηκε η νομική βοήθεια, Η εν λόγω Κ.Υ.Α. καταργήθηκε με την με αριθμό 98535/18.12.2014 (Φ.Ε.Κ. Β' 3578/2014) κοινή απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών και του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με την οποία διατηρήθηκε η ως άνω υποχρέωση του δικηγόρου να προσκομίσει για την είσπραξη της αποζημίωσης στο πλαίσιο παροχής νομικής βοήθειας σε αστικές υποθέσεις επικυρωμένο αντίγραφο της δικαστικής απόφασης που εκδόθηκε επί της υπόθεσης για την οποία παρασχέθηκε η νομική βοήθεια, υποχρέωση που τελικά απαλείφθηκε με το άρθρο μόνο της με αριθμό 46301/2019 (Φ.Ε.Κ. 4750 Β/2019) Κ.Υ.Α.. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι διορισθείς δικηγόρος υπηρεσίας προς παροχή υπηρεσιών νομικής βοήθειας δικαιούται αποζημίωση από το νόμο καθορισθείσα, μετά την από τον ίδιο προσκομιδή των νομίμων εγγράφων που συνοδεύουν σχετική αίτησή του (ΜΠρΑΘ 65/2013, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον, από τις διατάξεις των άρθρων 48 και 49 του ν.δ/τος 496/1974 («Λογιστικό των ΝΠΔΔ») προκύπτει ότι ο χρόνος παραγραφής των εν γένει χρηματικών αξιώσεων κατά των ν.π.δ.δ. είναι πέντε (5) έτη, πλην των ειδικότερων αξιώσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 6 του ως άνω ν.δ/τος. Αφετηρία δε της εν λόγω πενταετούς παραγραφής όλων των χρηματικών αξιώσεων κατά των ν.π.δ.δ. ορίζεται το αντικειμενικό γεγονός του τέλους του οικονομικού έτους κατά το οποίο γεννήθηκε η αξίωση και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής. Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, αδυναμία δικαστικής επιδίωξης της αξίωσης συντρέχει όταν η άσκηση της οικείας αγωγής αποκλείεται από λόγους νομικούς (ΣτΕ 1605/2007, 2829/2005, ΟλΑΠ 23/1994, 16/1995, ΑΠ 1270/2003, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όταν δηλαδή αποκλείεται η άσκηση της αγωγής από τον δικαιούχο λόγω νομικών κωλυμάτων, είτε βάσει ρητών διατάξεων του νόμου που απαγορεύουν ευθέως τη δικαστική επιδίωξη είτε από το γεγονός ότι μπορεί να αντιταχθεί από τον καθ’ ού η αξίωση ένσταση που έχει ως αναγκαίο κατά νόμο αποτέλεσμα τον αποκλεισμό της δικαστικής επιδίωξης για ορισμένο χρόνο (ΣτΕ 942/2014, ΑΠ 878/2004, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η αξίωση δικηγόρου για την καταβολή αποζημίωσης στο πλαίσιο παροχής νομικής βοήθειας γεννάται εκ του νόμου και των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθεισών Κ.Υ.Α. κατά το χρόνο κατά τον οποίο πληρούνται οι νόμιμες προϋποθέσεις για την καταβολή αυτής. Έτσι, η σχετική απαίτηση δικηγόρου που παρείχε νομική βοήθεια κατά τα έτη 2015 - 2017, κατά τις ισχύουσες κατά τον κρίσιμο χρόνο διατάξεις, έπρεπε να υποβληθεί στο αρμόδιο δικαστήριο με αίτηση και επικυρωμένο αντίγραφο της απόφασης που εκδόθηκε επί της υποθέσεως για την οποία παρασχέθηκε η νομική βοήθεια, από το χρόνο δε δημοσίευσης της απόφασης πληρούνταν και οι νόμιμες προϋποθέσεις για την καταβολή της αποζημίωσης. Κατά συνέπεια, από το χρόνο αυτό ήταν η αξίωσή του δικαστική επιδιώξιμη με την πλήρωση των ως άνω οριζόμενων στον νόμο και την σχετική Κ.Υ.Α. προϋποθέσεων (ΑΠ 1514/2011,δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και, συνακόλουθα, η παραγραφή της σχετικής αξίωσης, εκκινούσα κατά τα παραπάνω από το τέλος του οικονομικού έτους κατά το οποίο γεννήθηκε η αξίωση και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής, αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους κατά το οποίο δημοσιεύθηκε η δικαστική απόφαση επί της υποθέσεως για την οποία παρασχέθηκε η νομική βοήθεια (βλ. και ΓΝΜΔ ΝΣΚ 131/2022).

 

III. Από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1, 4, 8 παρ. 1, 14 παρ. 1, 16 παρ. 1 και 2, 19 παρ.1, 21, 35 παρ. 1 και 36 του Ν. 2859/2000 «Κύρωση Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας» (ΦΕΚ Α 248), ο οποίος κωδικοποίησε σε ενιαίο κείμενο τον ν. 1642/1986 (ΦΕΚ Α 125), που εισήγαγε στη χώρα τον ανωτέρω φόρο (ΦΠΑ), όπως οι διατάξεις αυτές τροποποιήθηκαν μεταγενέστερα και, ως ειδικές, υπερισχύουν των διατάξεων του ενδοτικού δικαίου, σαφώς προκύπτει, ότι στην περίπτωση σύμβασης εντολής, κατά την οποία ο εντολοδόχος παρέχει τις υπηρεσίες του στον εντολέα για την εκτέλεση συγκεκριμένης εντολής, για την οποία είναι υπόχρεος στην έκδοση τιμολογίων και την απόδοση προς το Δημόσιο του αναλογούντος σε αυτά Φ.Π.Α (ο οποίος, σημειωτέον, επιρρίπτεται στον εντολέα, ως λήπτη των παρεχόμενων σε αυτόν υπηρεσιών και υπόχρεο συνεπεία τούτου στην καταβολή του), εφόσον ο εντολοδόχος προβεί, μέσα στα χρονικά όρια που τίθενται από τις σχετικές διατάξεις του ως άνω νόμου, στην έκδοση των σχετικών τιμολόγιών, που τον υποχρεώνουν στην απόδοση του αναλογούντος σ’ αυτά Φ.Π.Α. στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., χωρίς ωστόσο να έχει προεισπράξει τον φόρο αυτό από τον εντολέα, δικαιούται να τον αναζητήσει απ’ αυτόν, κατά τις ως άνω διατάξεις, και επικουρικά, κατ’ εκείνες του αδικαιολόγητου πλουτισμού, εκτός αν ο εντολέας επικαλεστεί και αποδείξει ειδική συμφωνία μεταξύ αυτού και του εντολοδόχου, με την οποία ο τελευταίος αναλαμβάνει την τοιαύτη υποχρέωσή του (ΑΠ 1113/2017, ΑΠ 1598/2011, Νόμος, ΕφΠειρ 165/2019 ό.π.). Σε περίπτωση όμως, που κατά τον χρόνο εκδίκασης της διαφοράς δεν έχει εκδοθεί το σχετικό τιμολόγιο ή η απόδειξη παροχής υπηρεσιών από τον εντολοδόχο, όπως συμβαίνει στη περίπτωση που ο φόρος γίνεται απαιτητός κατά τον χρόνο είσπραξης της αμοιβής του εντολοδόχου ύστερα από επιταγή δημοσίας αρχής, όπως δικαστικής απόφασης, ο εντολοδόχος οφείλει να εκδώσει κατά τον χρόνο είσπραξης της αμοιβής (δηλαδή στο μέλλον) Η τιμολόγιο ή απόδειξη ή άλλο στοιχείο που προβλέπεται από τον Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων, στο οποίο θα αναγράψει τη φορολογική αξία (την ως άνω επιδικασθείσα αμοιβή) και το ποσό του φόρου χωριστά (ΑΠ 80/1999). Η εν λόγω απαίτηση του εντολοδόχου έναντι του εντολέα για την οφειλή του ΦΠΑ μπορεί να καταστεί αντικείμενο δίκης, κατά τη διάταξη του άρθρου 69 παρ. 1 περ. ε' του ΚΠολΔ ΑΠ 1054/2019, δημ. ΤΝΠ Νόμος). Επομένως, για την κατά τα ανωτέρω αναγνώριση της ως άνω οφειλής του ΦΠΑ δεν αρκεί η εξόφληση στο μέλλον της σχετικής οφειλής από τον υπόχρεο εντολέα, αλλά απαιτείται επί πλέον και η έκδοση από τον εντολοδόχο, κατά τον χρόνο είσπραξης της αμοιβής, του κατά τη φορολογική νομοθεσία απαραίτητου φορολογικού στοιχείου. Ο φόρος δε στην περίπτωση αυτή, θα υπολογιστεί με βάση το ποσοστό που θα ισχύει κατά τον χρόνο της εξόφλησης.

 

IV. Στα πλαίσια της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων, ποινικών δικαστηρίων και εισαγγελιών της Χώρας, για προληπτικούς λόγους δημόσιας υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19, αποφασίστηκε η αναστολή των νόμιμων και δικαστικών προθεσμιών για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων και άλλων ενεργειών ενώπιον των υπηρεσιών των δικαστηρίων και των εισαγγελιών, καθώς και η παραγραφή των συναφών αξιώσεων, μεταξύ άλλων, για το διάστημα από 13.3.2020 έως και 31.5.2020 και για το διάστημα από 07.11.2020 έως 05.04.2020 και ειδικότερα: α) από 13.3.2020 έως και 27.3.2020, δυνάμει της ΚΥΑ Δ1α/ΓΠ.οικ. 17733 (ΦΕΚ Β/ 833/12.3.2020), β) από 16.3.2020 έως και 27.3.2020, δυνάμει της ΚΥΑ Δ1α/ΓΠ.οικ. 18176 (ΦΕΚ Β/ 864/15.3.2020), γ) από 28.3.2020 έως και 10.4.2020, δυνάμει της ΚΥΑΔΙα/ΓΠ.οικ. 21159 (ΦΕΚ Β/1.074/27.3.2020), δ) από 11.4.2020 έως και 27.4.2020, δυνάμει της ΚΥΑ ΔΙα/ΓΠ.οικ. 24403 (ΦΕΚ Β/1301/11.4.2020), ε) από 28.4.2020 έως και 15.5.2020, δυνάμει της ΚΥΑ ΔΙα/ΓΠ.οικ. 26804 (ΦΕΚ Β/1588/25.4.2020) και στ) από 16.5.2020 έως και 31.5.2020, δυνάμει της ΚΥΑ Δ1α/ΓΠ.οικ. 30340 (ΦΕΚ Β/1857/15.5.2020), ζ) από 07.11.2020 έως και 30.11.2020 δυνάμει της ΚΥΑ Δ1α/ΓΠ.οικ. 71342 (ΦΕΚ Β/4899/6.11.2020), η) από 30.11.2020 έως και 07.12.2020, δυνάμει της ΚΥΑ ΔΙα/ΓΠ.οικ. 76629 (ΦΕΚ Β/5255/ 28.11.2020), θ) από 07.12.2020 έως 14.12.2020, δυνάμει της ΚΥΑ Δ1α/ΓΠ.οικ. 78363 (ΦΕΚ Β/5350/5.12.2020), ι) από 13.12.2020 έως και 07.01.2021, δυνάμει της ΚΥΑ Δ1α/ΓΠ.οικ. 80189 (ΦΕΚ Β/5486/12.12.2020), ια) από 13.12.2020 έως 07.01.2021, δυνάμει της ΚΥΑ Δ1α/ΓΠ.οικ. 80588 (ΦΕΚ Β/5509/15.12.2020), ιβ) από 03.01.2021 έως 11.01.2021, δυνάμει της ΚΥΑ Δ1α/ΓΠ.οικ. 2 (ΦΕΚ Β/1/2.1.2021), ιγ) από 11.01.2021 έως 18.01.2021, δυνάμει της ΚΥΑ Δ1α/ΓΠ.οικ. 1293 (ΦΕΚ Β/30/8.1.2021), ιδ) από 18.01.2021 έως 25.01.2021, δυνάμει της ΚΥΑ Δ1α/ΓΠ.οικ.: 3060 (ΦΕΚ Β/89/16.1.2021), ιε) από 25.01.2021 έως 01.02.2021, δυνάμει της ΚΥΑ Δ1α/ΓΠ.οικ.: 4992 (ΦΕΚ Β/186/23.1.2021), ιστ) από 29.01.2021 έως 08.02.2021, δυνάμει της ΚΥΑ Δ1α/ΓΠ.οικ.: 6877 (ΦΕΚ Β/341/29.1.2021), ιζ) από 06.02.2021 έως 15.02.2021, δυνάμει της ΚΥΑΔΙα/ΓΠ.οικ.: 8378 (ΦΕΚ Β/454/5.2.2021), ιη) από 15.02.2021 έως 01.03.2021, δυνάμει της ΚΥΑ Δ1α/ΓΠ.οικ.: 9147 (ΦΕΚ Β/534/10.2.2021), 10) από 01.03.2021 έως 08.03.2021, δυνάμει της ΚΥΑ Δ1α/ΓΠ.οικ.: 12693 (ΦΕΚ Β/793/27.2.2021), κ) από 04.03.2021 εως 16.03.2021, δυνάμει της ΚΥΑ Δ1α/ΓΠ.οικ.: 13805 (ΦΕΚ Β/843/3.3.2021), κα) από 06.03.2021 έως 16.03.2021, δυνάμει της ΚΥΑ Δ1α/ΓΠ.οικ.: 14453 (ΦΕΚ Β/895/6.3.2021), κβ) από 16.03.2021 έως 22.03.2021, δυνάμει της ΚΥΑ Αριθμ. Δ1α/ΓΠ.οικ.: 16320 (ΦΕΚ Β/996/13.3.2021), κγ) από 20.03.2021 έως 29.03.2021, δυνάμει της ΚΥΑ Δ1α/ΓΠ.οικ.: 17698 (ΦΕΚ Β/1076/20.3.2021), κδ) από 27.03.2021 έως 05.04.2021, δυνάμει της ΚΥΑ Δ1α/ΓΠ.οικ.: 18877 (ΦΕΚ Β/1194/27.3.2021). Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 74 παρ. 1 του Ν. 4690/2020 ορίζει ότι «το χρονικό διάστημα της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας (13.3.2020 - 31.5.2020) δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων, συμβολαιογράφων ως υπαλλήλων του πλειστηριασμού, υποθηκοφυλακείων, κτηματολογικών γραφείων και άλλων τρίτων προσώπων. Μετά τη λήξη της παραπάνω αναστολής, οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία. Ειδικότερα, οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 215, των παρ. 1 και 2 του 237 και του άρθρου 238 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ), καθώς και οι προθεσμίες άσκησης ανακοπών, με εξαίρεση τις προθεσμίες του άρθρου 934 ΚΠολΔ, ένδικων μέσων και πρόσθετων λόγων δεν συμπληρώνονται, αν δεν παρέλθουν επιπλέον τριάντα (30) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους». Με βάση τα προαναφερομενα, οι υπαγόμενες σε πενταετή παραγραφή αξιώσεις κατά του Δημοσίου, που είχαν γεννηθεί πριν την έναρξη εφαρμογής της από 11.03.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α' 55), που κυρώθηκε με το άρθρο 2 του ν. 4682/2020, και των Κ.Υ.Α, που δημοσιεύτηκαν στη συνέχεια, κατ’ εξουσιοδότηση των εν λόγω διατάξεων, και ήταν δικαστικώς επιδιώξιμες, ανεξάρτητα αν είχαν ασκηθεί δικαστικά ή αν είχε χωρήσει όχληση ή μη του Δημοσίου για την ικανοποίησή τους, εμπίπτουν στην κατηγορία των διαδικαστικών πράξεων και άλλων ενεργειών ενώπιον των υπηρεσιών των Δικαστηρίων που εμποδίστηκαν να ασκηθούν στα αρμόδια δικαστήρια, δεδομένου ότι η άσκησή τους προϋποθέτει κατάθεση δικογράφου αγωγής, ενώ εξάλλου, συνιστούν αξιώσεις του ουσιαστικού δικαίου, των οποίων η παραγραφή αναστέλλεται κατ’ ευθεία εφαρμογή των διατάξεων αυτών. Επομένως, στην πενταετή προθεσμία παραγραφής των σχετικών αξιώσεων δεν υπολογίζεται ο χρόνος αναστολής της προθεσμίας παραγραφής που ορίζεται από τις εν λόγω διατάξεις, και η σχετική προθεσμία συμπληρώνεται, με την πάροδο αντίστοιχου χρόνου μετά τη λήξη του χρόνου αναστολής (ΓΝΜΔ ΝΣΚ 45/2022, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, με το άρθρο 83 παρ. 1 του ν. 4790/2021 ορίστηκε ρητά ότι «Το χρονικό διάστημα από τις 7.11.2020 έως και την ημερομηνία λήξης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της χώρας, δυνάμει της κοινής υπουργικής απόφασης του άρθρου 11 της από 11.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α’ 55), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 2 του ν. 4682/2020 (Α' 76), δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων, συμβολαιογράφων ως υπαλλήλων του πλειστηριασμού, υποθηκοφυλακείων, κτηματολογικών γραφείων και άλλων τρίτων προσώπων, καθώς και στις προθεσμίες παραγραφής των συναφών αξιώσεων. Μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος του πρώτου εδαφίου, οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία. Οι προθεσμίες που ανεστάλησαν κατά τα προηγούμενα εδάφια, δεν συμπληρώνονται, εάν δεν παρέλθουν επιπλέον δέκα (10) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους».

 

V. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 του Κ.Δ. της 26-06/10-07-1944 περί του «Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου»: «Ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος πάσης του Δημοσίου οφειλής ορίζεται εις 6% ετησίως, πλην αν άλλως ωρίσθη διά συμβάσεως ή ειδικού νόμου. Ο ειρημένος τόκος άρχεται από της επιδόσεως της αγωγής». Ακολούθως, με τη διάταξη του άρθρου 45 ν. 4607/2019 (ΦΕΚ Α' 65/24-04- 2019) ορίσθηκε ότι: «1. Το ύψος του νόμιμου επιτοκίου και του επιτοκίου υπερημερίας κάθε οφειλής του Δημοσίου ισούται προς το επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΜΠΟ), που ισχύει κατά την ημερομηνία άσκησης του ένδικου βοηθήματος, πλέον τριών (3,00) εκατοστιαίων μονάδων ετησίως. Το επιτόκιο του προηγούμενου εδαφίου δεν μεταβάλλεται, κατά το μέρος που αφορά το επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΜΠΟ), πριν από την εκάστοτε σωρευτική μεταβολή αυτού κατά μία (1,00) εκατοστιαία μονάδα, με σχετική βάση υπολογισμού του το επιτόκιο που ισχύει κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος... Με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων αυτών, όπου στην κείμενη νομοθεσία γίνεται αναφορά ή παραπομπή στο ύψος του οφειλόμενου από το Δημόσιο νόμιμου επιτοκίου ή και του επιτοκίου υπερημερίας, νοείται το επιτόκιο του παρόντος. 2. Στην περίπτωση των ένδικων βοηθημάτων κατά του Δημοσίου, τόκος οφείλεται, σε κάθε περίπτωση, μόνο από την επίδοση των σχετικών δικογράφων από τον διάδικο στον Υπουργό Οικονομικών ή στο αρμόδιο όργανο του Δημοσίου ή της Αρχής που προβλέπεται από τον νόμο σε ειδικές κατηγορίες υποθέσεων...». Από τις ανωτέρω διατάξεις σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345 και 346 ΑΚ προκύπτει ότι επί χρηματικής οφειλής του Δημοσίου, μοναδικό γενεσιουργό λόγο της υποχρέωσης αυτού προς πληρωμή τόκων υπερημερίας αποτελεί η επίδοση αντιγράφου αγωγής καταψηφιστικής ή και αναγνωριστικής (ΑΕΔ 7/2011, ΑΠ 19/2020, ΑΠ 1630/2017, ΑΠ 163/2013, ΑΠ 241/2013, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, με την παρ. 3 του άρθρου 45 ως του ν. 4607/2019 ορίζεται ότι: «Οι παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζονται και σε όλες τις εκκρεμείς υποθέσεις, σε οποιοδήποτε βαθμό και στάδιο, για το μέρος κατά το οποίο οι αξιώσεις για τόκο ανάγονται και υπολογίζονται σε χρόνο μετά την πρώτη του επόμενου μήνα από την έναρξη ισχύος του παρόντος». Από την τελευταία ως άνω διάταξη και δεδομένου ότι το άρθρο 45 αλλά και όλο το νομοθέτημα δημοσιεύθηκε την 24η Απριλίου 2019 (ΦΕΚ Α' αριθμός 65), συνάγεται ότι στις υποθέσεις, οι οποίες είναι εκκρεμείς κατά την 24η Απριλίου 2019, το επιτόκιο οφειλών του Δημοσίου μέχρι και 30.04.2019 θα υπολογίζεται σε ποσοστό 6% ετησίως, σύμφωνα με την προϊσχύουσα διάταξη του άρθρου 21 του Δ/τος της 26-06/10-07-1944, και από 01.05.2019 θα υπολογίζεται σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 45 του ν. 4607/2019 (ΜονΕφΑΘ 16/2022, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

VI. Με την κρινόμενη αγωγή του ο ενάγων, δικηγόρος Αθηνών, εκθέτει ότι είναι εγγεγραμμένος στους καταλόγους νομικής βοήθειας του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών και ότι τυγχάνει δικαιούχος απόληψης Δικηγορικής αμοιβής, δυνάμει των αναλυτικά εκτιθέμενων στην αγωγή του διορισμών σε αστικές υποθέσεις, στα πλαίσια παροχής νομικής βοήθειας σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος, τις οποίες έφερε σε πέρας το χρονικό διάστημά από το 2015 έως το 2017. Ότι το εναγόμενο νομικό πρόσωπό δημοσίου δικαίου, το οποίο υποχρεούται κατά νόμο στην καταβολή της σχετικής αμοιβής, μέχρι σήμερα σε ουδεμία καταβολή ποσού έχει προβεί προς αυτόν, μολονότι έχει οχληθεί προς τούτο και με την κρινόμενη αγωγή. Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων ζητά, δυνάμει των διατάξεων περί εντολής, σε συνδυασμό με την σύμβαση υπέρ τρίτου, κατά το ν. 3226/2004, το ποσό των 1.175,00 ευρώ πλέον Φ.Π.Α. ύψους 202,56 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 1.377,56 ευρώ, δεδομένου ότι ο ενάγων έχει προβεί στην έκδοση των σχετικών φορολογικών παραστατικών, όλα τα ανωτέρω με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Τέλος, ζητά να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί το εναγόμενο στη δικαστική του δαπάνη.

 

Με το περιεχόμενο και αιτήματα αυτά η κρινόμενη αγωγή παραδεκτά φέρεται να συζητηθεί, κατά την προκειμένη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας (614 παρ. 5 εδ. α' ΚΠολΔ) ενώπιον του αρμοδίου  τούτου καθ’ ύλην και κατά τόπον Δικαστηρίου (άρθρα 14 παρ. 1 εδ. α', 25 και 622 Α εδ. 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι η διαφορά είναι ιδιωτικού δικαίου και υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, σύμφωνα με όσα ανωτέρω στη μείζονα σκέψη υπό (1) αναφέρονται. Ειδικότερα, αφενός οι πράξεις διαχείρισης της ιδιωτικής περιουσίας του κράτους, όπως εν προκειμένω, δημιουργούν ιδιωτικές διαφορές, αφετέρου η έννομη σχέση που συνδέει τον ενάγοντα δικηγόρο με το ελληνικό δημόσιο, χαρακτηρίζεται ως εντολή, χωρίς η ιδιότητα του εναγομένου ως Ν.Π.Δ.Δ., να μεταβάλλει σε τίποτα τη σχέση αυτή, διότι στην προκειμένη περίπτωση, δεν υπάρχει υπερκείμενη εξουσία βούλησης, αλλά ο συμβατικός δεσμός, συναρτάται με την έννομη σχέση της εντολής του ιδιωτικού δικαίου (βλέπε Παπαχατζή «Η επέκταση της δικαιοδοσίας των διοικητικών πρωτοδικείων και εφετείων στις διαφορές από διοικητικές συμβάσεις» στο ΝοΒ 32. 1291, Μ. Στασινόπουλο «Το δίκαιο των διοικητικών πράξεων» σελ. 28, πρβλ. ΟλΑΠ 33/1987, ΕλλΔνη 29.98, ΟλΑΠ 570/1986 ΕλλΔνη 27.1122]. Συνεπώς, κάθε διένεξη που προκύπτει από τον ανωτέρω συμβατικό δεσμό των διαδίκων, ο οποίος συναρτάται με έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου, και φυσικά και αυτή, που, όπως στην προκειμένη υπόθεση, αναφέρεται στην καταβολή αμοιβής δικηγόρου (που απορρέει από την έννομη σχέση της έμμισθης εντολής), εξακολουθεί να υπάγεται στα τακτικά πολιτικά δικαστήρια, και όχι στα διοικητικά δικαστήρια, αφού δεν αποτελεί διοικητική διαφορά ουσίας κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν. 1406/1983 [ΟλΑΠ 11/2002 ΕλλΔνη 2002.689, ΑΠ 302/2011, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 3522/2007 ΔιΔικ 2008.884, ΕφΑΘ 8804/2004 ΕλλΔνη 2005.1139, ΠΠρΑΘ 921/2016, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επισημαίνεται ότι είναι απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη η ένσταση έλλειψης εννόμου συμφέροντος του εναγομένου, ερειδόμενη στο γεγονός ότι το εναγόμενο δεν αρνείται την υποχρέωση καταβολής των αιτούμενων ποσών στον ενάγοντα, πλην όμως δεν έχει μέχρι σήμερα ολοκληρωθεί η ενταλματοποίηση αυτών, δεδομένου ότι οι επίδικες υπηρεσίες παρασχέθηκαν από τον ενάγοντα κατά το χρονικό διάστημα 2015 - 2017, ήτοι τουλάχιστον έξι έτη πριν την άσκηση της αγωγής, χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τον επικαλούμενο από το εναγόμενο εύλογο χρόνο, ιδίως αν ληφθεί υπόψη και ο χρόνος παραγραφής των αξιώσεων του ενάγοντος. Ομοίως απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη είναι η ένσταση απαράδεκτου του εναγομένου, ερειδόμενη στο γεγονός ότι για τις υποθέσεις των . και . ο ενάγων δεν είχε υποβάλει σχετικό αίτημα πληρωμής ενώπιον της αρμόδιας υπηρεσίας, καθώς, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενων από τον ενάγοντα διαδικαστικών εγγράφων, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται στο παρόν στάδιο έρευνας των διαδικαστικών προϋποθέσεων της προκείμενης δίκης, ο ενάγων είχε υποβάλει ενώπιον του Υπουργείου Δικαιοσύνης τις με αρ. πρωτ. ./24.10.2022 και ./24.10.2022 αιτήσεις για καταβολή της αιτούμενης αμοιβής του. Εξάλλου, η αγωγή είναι αρκούντως ορισμένη, απορριπτομένης της ένστασής αοριστίας του εναγόμενου, καθώς εμπεριέχονται σε αυτήν όλα τα απαιτούμενα κατά το άρθρο 216 ΚΠολΔ στοιχεία, και νόμιμη, ερειδόμενη στις προαναφερόμενες διατάξεις του ν. 3226/2014, καθώς και σε αυτές των άρθρων 7 παρ. 4 ν. 4043/212, 58 ν. 4194/2013, σε συνδυασμό με το Παράρτημα I αυτού, 341 επ., 713 επ. ΑΚ, 176, 907 και 908 ΚΠολΔ, πλην της επικουρικής βάσης αυτής που θεμελιώνεται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό (άρθρα 904 επ. Α.Κ.), η οποία είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, καθώς η από το άρθρο 904 ΑΚ αγωγή του αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής φύσης και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός αν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα, στα οποία στηρίζεται από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία (ΑΠ 440/2000 ΕλλΔνη 31.1629, ΕφΑΘ 7628/2006 ΕλλΔνη 2008. 894), εν προκειμένω δε ο ενάγων δεν επικαλείται ούτε επικουρικά λόγους ανίσχυρου ή ανατροπής της συμβάσεώς εντολής που σύναψε με το εναγόμενο, αντίθετα θεωρεί αυτή σε κάθε περίπτωση ισχυρή και δεσμευτική, ενώ δεν επικαλείται κάποιο διαφορετικό ή πρόσθετο πραγματικό περιστατικό, προκειμένου να θεμελιώσει την αγωγή του στη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Επισημαίνεται, όσον αφορά ειδικότερα τη νομιμότητα του αιτήματος περί κήρυξης της απόφασης που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστής, ότι, η διάταξη του άρθρου 909 αρ.1 ΚΠολΔ, που δεν επιτρέπει την κήρυξη προσωρινής εκτελεστότητας εναντίον του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α., κατά την άποψη που υιοθετεί το Δικαστήριο τούτο, θεωρείται καταργημένη, ως ευρισκόμενη σε αντίθεση με τις αρχές του κράτους δικαίου και της παροχής πλήρους, έγκαιρης και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, που θεμελιώνονται στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1, 94 παρ. 4, 95 παρ. 5 Συντ., 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της, 2 παρ. 3 και 14 παρ. 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, οι οποίες δεν εγγυώνται μόνον την ελεύθερη πρόσβαση σε Δικαστήριο, αλλά και την πραγματική ικανοποίηση του επιδικαζόμενου από το Δικαστήριο δικαιώματος (βλ. ΟλΑΠ 17/2002 ΕλλΔνη 2002.1009, 21/2001 ΕλλΔνη 2002.83, Πρακτικά 7ης Γεν.Συνεδρίασης της ΟλΕλΣ της 19-3-2003 ΕΔΚΑ 2003.606, Πρακτικά της 6ης Γεν.Συνεδρίασης της ΟλΕλΣ της 12-3-2003, ΕΔΚΑ 2003.674, Απαλαγάκη X., Διαδικαστικά ζητήματα από την επίσπευση αναγκαστικής εκτελέσεως κατά του Ελληνικού Δημοσίου, Δ 2004.773-774, Χρυσόγονος Κ. Η αναγκαστική εκτέλεση κατά του Δημοσίου ή άλλου ν.π.δ.δ. υπό την ισχύ του άρθρου 94 παρ. 4 Συντ., ΝοΒ 2003.15-16, Σταμάτης Κ., Αναγκαστική εκτέλεση αποφάσεως κατά του Δημοσίου, Ο.Τ.Α. και ν.π.δ.δ., ΝοΒ 2003.3). Κατόπιν των ανωτέρω η κρινόμενη αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, απορριπτομένου του αιτήματος αναβολής της συζήτησης δυνάμει του άρθρου 249 ΚΠολΔ, η οποία είναι σε κάθε περίπτωση προαιρετική για το Δικαστήριο, και δεδομένου ότι έχουν καταβληθεί τα νόμιμα τέλη συζητήσεώς και το αναλογούν για το καταψηφιστικό της αίτημα τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. το με κωδικό . Θ- παράβολο).

 

VII. Από το περιεχόμενο όλων ανεξαιρέτως των νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενων εγγράφων, για κάποια από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη μνεία κατωτέρω, χωρίς όμως κάποιο από αυτά να παραλειφθεί για την κατ’ ουσία διάγνωση της διαφοράς, από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη, από τις ομολογίες των διαδίκων, όπως αυτές διαλαμβάνονται στα δικόγραφά τους και εκτίθενται κατωτέρω (άρθρα 261 παρ. 1 και 352 παρ. 1 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων είναι δικηγόρος Αθηνών εγγεγραμμένος στους καταλόγους νομικής βοήθειας του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών. Στα πλαίσια της ιδιότητάς του και, κατ' εφαρμογή των διατάξεων του ν. 4226/2004 περί παροχής νομικής βοήθειας σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος, με την με αριθμό 9801/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ο ενάγων διορίσθηκε νομικός βοηθός του Χαράλαμπου Μουρατίδη για την εκδίκαση της από 25.11.2013 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ./16.12.2013 αγωγή του κατά της . κατά την ειδική διαδικασία των γαμικών διαφορών. Ο ενάγων πράγματι συνέταξε το από 14.11.2016 δικόγραφο προτάσεων και παραστάθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ως πληρεξούσιος δικηγόρος του . (εκδοθέντος του με αριθμό Ν./11.11.2016 ειδικού γραμματίου νομικής βοήθειας ποσού 219,00 ευρώ), εκδόθηκε δε η με αριθμό 1911/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Για τις ως άνω ενέργειες του ο ενάγων δικαιούταν, σύμφωνα με το Παράρτημα I του ν. 4193/2014, αμοιβής ύψους 219,00 ευρώ, ο ίδιος δε προέβη την 14.11.2016 στην έκδοση της με αριθμό 8/14.11.2016 απόδειξης παροχής υπηρεσιών ύψους 219,00 ευρώ πλέον Φ.Π.Α. (24,00%) 52,56 ευρώ, ήτοι συνολικά ποσού 271,56 ευρώ. Περαιτέρω, με την με αριθμό 4515/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ο ενάγων διορίσθηκε νομικός βοηθός του . για την άσκηση αίτησης διαζυγίου κατά της .. Ο ενάγων συνέταξε πράγματι και κατέθεσε την από 20.09.2016 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ./2016 αγωγή (εκδοθέντος του με αριθμό Ν./22.09.2016 ειδικού γραμματίου νομικής βοήθειας ποσού 102,00 ευρώ), ενώ εν συνεχεία συνέταξε το από 22.10.2018 δικόγραφο προτάσεων και παραστάθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ως πληρεξούσιος δικηγόρος του . (εκδοθέντος του με αριθμό Ν./22.10.2018 ειδικού γραμματίου νομικής βοήθειας ποσού 219,00 ευρώ), εκδόθηκε δε η με αριθμό 3858/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Για τις ως άνω ενέργειες του ο ενάγων δικαιούταν, σύμφωνα με το Παράρτημα I του ν. 4193/2014, αμοιβής ύψους 102,00 ευρώ για τη σύνταξη και κατάθεση της αγωγής, και 219,00 ευρώ για την ; σύνταξη προτάσεων και την παράστασή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ο ίδιος δε προέβη α) την 22.09.2016 στην έκδοση της με αριθμό ./22.09.2016 απόδειξης παροχής υπηρεσιών ύψους 102,00 ευρώ πλέον Φ.Π;Ά. (24,00%) 24,48 ευρώ, ήτοι συνολικά ποσού 126,48 ευρώ και β) την 22.10.2018 στην έκδοση της με αριθμό ./22.10.2018 απόδειξης παροχής υπηρεσιών ύψους 219,00 ευρώ πλέον Φ.Π.Α. (24,00%) 52,56 ευρώ, ήτοι συνολικά ποσού 271,56 ευρώ.

 

Ομοίως, με την με αριθμό 7447/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ο ενάγων διορίστηκε δικηγόρος της . για την άσκηση αίτησης έκδοσης συναινετικού διαζυγίου. Ο ενάγων πράγματι συνέταξε και κατέθεσε την από 28.02.2017 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αίτηση έκδοσης συναινετικού διαζυγίου (εκδοθέντος του με αριθμό Ν./21.02.2017 ειδικού γραμματίου νομικής βοήθειας ποσού 102,00 ευρώ) και εν συνεχεία συνέταξε το από 01.02.2018 δικόγραφο προτάσεων και παρασταθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ως πληρεξούσιος δικηγόρος των αιτούντων (εκδοθέντος του με αριθμό Ν./31.01.2018 ειδικού γραμματίου νομικής βοήθειας ποσού 219,00 ευρώ), εκδόθηκε δε η με αριθμό 2183/2018 απόφαση συναινετικού διαζυγίου. Για τις ως άνω ενέργειές του ο ενάγων δικαιούταν, σύμφωνα με το Παράρτημα I του ν. 4193/2014, αμοιβής ύψους 102,00 ευρώ για τη σύνταξη και κατάθεση της αίτησης, και 219,00 ευρώ για την σύνταξη προτάσεων και την παράστασή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ο ίδιος δε προέβη α) την 03.04.2017 στην έκδοση της με αριθμό ./03.04.2017 απόδειξης παροχής υπηρεσιών ύψους 102,00 ευρώ (καθώς κατά το χρόνο αυτό απαλλασσόταν από την υποχρέωση απόδοσης Φ.Π.Α.) και β) την 01.02.2018 στην έκδοση της με αριθμό ./01.02.2018 απόδειξης παροχής υπηρεσιών ύψους 219,00 ευρώ πλέον Φ.Π.Α. (24,00%) 52,56 ευρώ, ήτοι συνολικά ποσού 271,56 ευρώ. Τέλος, δυνάμει της με αριθμό 1350/2016 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, ο ενάγων διορίστηκε δικηγόρος της . για την άσκηση αγωγής διαδικασίας εργατικών διαφορών. Ο ενάγων πράγματι συνέταξε και κατέθεσε την από 05.01.2017 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου .../2017 αγωγή (εκδοθέντος του με αριθμό Ν./20.09.2016 ειδικού γραμματίου νομικής βοήθειας ποσού 85,00 ευρώ), καθώς και στην υποβολή της από 18.01.2017 αίτησης κατά προτίμησης προσδιορισμού δικασίμου, και εν συνεχεία συνέταξε το από 19.05.2017 δικόγραφο προτάσεων και παραστάθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών ως πληρεξούσιος δικηγόρος της . (εκδοθέντος του με αριθμό Ν./13.05.2017 ειδικού γραμματίου νομικής βοήθειας ποσού 149,00 ευρώ), εκδόθηκε δε η με αριθμό 1243/2017 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου. Για τις ως άνω ενέργειές του ο ενάγων δικαιούταν, σύμφωνα με το Παράρτημα I του ν. 4193/2014, αμοιβής ύψους 85,00 ευρώ για τη σύνταξη και κατάθεση της αγωγής, 80,00 ευρώ για τη σύνταξη και κατάθεση της αίτησης κατά προτίμηση προσδιορισμού δικασίμου και 149,00 ευρώ για την σύνταξη προτάσεων και την παράστασή του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, ο ίδιος δε προέβη α) την 20.09.2016 στην έκδοση της με αριθμό ./20.09.2016 απόδειξης παροχής υπηρεσιών ύψους 85,00 ευρώ πλέον Φ.Π.Α. (24,00%) 20,40 ευρώ, ήτοι συνολικά ποσού 105,40 ευρώ και β) την 15.05.2017 στην έκδοση της με αριθμό 13/15.05.2017 απόδειξης παροχής υπηρεσιών ύψους (80,00 ευρώ για την αίτηση προτίμησης + 149,00 ευρώ για την κατάθεση προτάσεων και την παράσταση στο Δικαστήριο = ) 229,00 ευρώ (καθώς κατά το χρόνο αυτό απαλλασσόταν από την υποχρέωση απόδοσης Φ.Π.Α.). Πλην, όμως, το εναγόμενο δεν έχει μέχρι σήμερα προβεί στην καταβολή των ανωτέρω ποσών στον ενάγοντα, μολονότι έχει οχληθεί προς τούτο δια της υποβολής των σχετικών αιτήσεων εκ μέρους του ενάγοντας. Το εναγόμενο με δήλωση της δικαστικής πληρεξούσιας του ΝΣΚ ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία εμπεριέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασής του και στις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις του, νομίμως και παραδεκτώς υπέβαλε ένσταση παραγραφής των επίδικων αξιώσεων του ενάγοντας, ερειδόμενη στην πάροδο πέντε και πλέον ετών από το χρόνο παροχής των υπηρεσιών του ενάγοντας μέχρι το χρόνο άσκησης της κρινόμενης αγωγής. Η ανωτέρω ένσταση παραδεκτώς προτάθηκε και είναι ορισμένη και νόμιμη, δυνάμει των άρθρων 48 και 49 του ν.δ/τος 496/1974, πλην όμως πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη, σύμφωνα με όσα ανωτέρω στη μείζονα σκέψη υπό (II) σχετικά με το χρόνο έναρξης της παραγραφής αναλυτικά αναφέρονται. Ειδικότερα, δεδομένου ότι ο ενάγων για την είσπραξη της αμοιβής του όφειλε να προσκομίσει στο εναγόμενο, μεταξύ άλλων, και επικυρωμένο αντίγραφο της δικαστικής απόφασης που εκδόθηκε επί της υπόθεσης για την οποία παρασχέθηκε η νομική βοήθεια, σύμφωνα με την με αριθμό 98535/2014 (ΦΕΚ Β' 3578/2014) Κ.Υ.Α. που ίσχυε κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, η παραγραφή των αξιώσεών του άρχεται από το τέλος του οικονομικού έτους, κατά το οποίο δημοσιεύθηκαν οι σχετικές αποφάσεις. Εν προκειμένω, σύμφωνα και με τα ανωτέρω αναφερόμενα, α) για την υπόθεση του .  εκδόθηκε η με αριθμό 1911/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που δημοσιεύθηκε την 07.03.2017, β) για την υπόθεση του . εκδόθηκε η με αριθμό 3858/2019, που δημοσιεύθηκε την 29.03.2019, γ) για την υπόθεση της . εκδόθηκε η με αριθμό 2183/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που δημοσιεύθηκε την 03.05.2018 και δ) για την υπόθεση της . εκδόθηκε η με αριθμό 1243/2017 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία δημοσιεύθηκε την 22.09.2017. Ως εκ τούτου, η παραγραφή των αξιώσεων του ενάγοντας για τις ως άνω υποθέσεις εκκίνησε την 31.12.2017, την 31.12.2019, την 31.12.2018 και την 31.12.2017 αντίστοιχα και επρόκειτο να λήξει την 31.12.2022, την 31.12.2024, την 31.12.2023 και την 31.12.2022 αντίστοιχα. Πλην, όμως, σύμφωνα με όσα ανωτέρω στη μείζονα σκέψη υπό (IV) αναλυτικά αναφέρονται, η παραγραφή των αξιώσεων του αιτούντος ανεστάλη, λόγω της λήψης μέτρων κατά της πανδημίας Covid 19, για ολόκληρο το χρονικό διάστημα από την 13.03.2020 έως την 31.05.2020 (79 ημέρες) και από την 07.11.2020 έως την 05.04.2021 (149 ημέρες), ήτοι συνολικά για χρονικό διάστημα 228 ημερών. Ως εκ τούτου, η παραγραφή των ως άνω αξιώσεων, παραταθείσα για αντίστοιχο χρονικό διάστημα (228 ημερών), και λήγουσα, συνακόλουθα, την 16.08.2023, την 16.08.2025, την 16.08.2024 και την 16.08.2023 αντίστοιχα για καθεμία εκ των ανωτέρω αξιώσεων, δεν είχε λήξει κατά το χρόνο άσκησης της κρινόμενης αγωγής, ήτοι την 31.03.2023 (βλ. τις με αριθμούς 7.Β/30.03.2023 και .Β/31.03.2023 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών .), αλλά διακόπηκε με την έγερση αυτής.

 

VIII. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η κρινόμενη αγωγή να γίνει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των (219,00 + 102,00 + 219,00 + 102,00 + 219,00 + 85,00 + 80,00 + 149,005=) 1.175,00 ευρώ πλέον Φ.Π.Α. 24,00% (για τις αμοιβές που αφορούν τα έτη 2016, 2018 και 2019, καθώς το έτος 2017 ο ενάγων απαλλασσόταν από την υποχρέωση απόδοσης Φ.Π.Α.) ύψους 202,56 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 1.377,56 ευρώ, νομιμοτόκως, σύμφωνα με το άρθρο 45 του ν. 4607/2019, από την επομένη επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Περαιτέρω, δοθέντος ότι συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι, που συνίστανται στην καθυστέρηση ικανοποίησης για μεγάλο χρονικό διάστημα του ενάγοντος, ο οποίος εξαρτάται για την κάλυψη των βιοτικών του αναγκών από την αμοιβή του από την εργασία του, και στο γεγονός ότι η επιβράδυνση της εκτέλεσης είναι δυνατόν να επιφέρει σημαντική ζημία σε αυτόν, ενόψει και της παρέλευσης πολλών ετών από την παροχή των επιδίκων υπηρεσιών, πρέπει να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή, (βλ. άρθρα 907, 908 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί το εναγόμενο, λόγω της ήττας του, στη δικαστική δαπάνη του ενάγοντας, μειωμένη κατ’ άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 3693/1957.

 

ΠΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ την αγωγή αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.

 

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ το εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των χιλίων εκατόν εβδομήντα πέντε (1.175,00) ευρώ πλέον Φ.Π.Α. ύψους διακοσίων δύο ευρώ και πενήντα έξι λεπτών (202,56 ευρώ), ήτοι συνολικά το ποσό των χιλίων τριακοσίων εβδομήντα επτά ευρώ και πενήντα έξι λεπτών (1.377,56 ευρώ), νομιμοτόκως, σύμφωνα με το άρθρο 45 του ν. 4607/2019, από την επομένη επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

 

ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση προσωρινά εκτελεστή.

 

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εναγομένου τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των εκατό (100,00) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 1/4/2024.

 

Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ