ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΕιρΑθ 1566/2022

 

Αυτοκινητικό ατύχημα - Αγωγή ασφαλιστικής εταιρίας σε πελάτη της για την καταβολή αποζημίωσης σε παθόντα - Υπαιτιότητα οδηγού - Αδεια οδήγησης - Ατύχημα που συνέβη σε χρονικό διάστημα ανανέωσης της άδειας - Αναστολή covid-19 -.

 

Δεν εφαρμόζεται η διάταξη με την οποία προβλέπεται απαλλαγή του ασφαλιστή από την υποχρέωση αποζημίωσης για ζημιές που προκαλούνται από οδηγό που δεν είναι κάτοχος της προβλεπόμενης από το νόμο άδειας οδήγησης, αφού τα συμβαλλόμενα στην ασφαλιστική σύμβαση μέρη αποβλέπουν κυρίως στο αν ο οδηγός είναι ή όχι ικανός προς οδήγηση οχήματος της κατηγορίας του ασφαλισμένου. Η απαλλαγή του ασφαλιστή δεν καταλαμβάνει και τη ζημία που προκαλεί ο οδηγός, ο οποίος είναι κάτοχος αδείας οδηγήσεως αυτοκινήτου που έχει εκδοθεί νομότυπα από τις Ελληνικές Αρχές πλην όμως ο κάτοχός τους δεν έχει προβεί στην ανανέωση αυτής, για λόγους που αφορούν στο πρόσωπό του, καθόσον τα συμβαλλόμενα μέρη απέβλεψαν κυρίως στο γεγονός αν ο οδηγός κατά το χρόνο του ατυχήματος ήταν ικανός να οδηγεί αυτοκίνητο της ίδιας κατηγορίας με το ασφαλισμένο και όχι στο τυπικό στοιχείο της ανανέωσης. Έλλειψη αιτιώδους συνάφειας ανανέωσης άδειας και πρόκλησης του ενδίκου τροχαίου ατυχήματος. Απορρίπτει αγωγή.

 

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία της δικηγόρου Αθηνών Προξενίας Καρτσωνάκη)

 

 

 

 

ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ

 

 

Αριθμός Απόφασης 1566/2022

 

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Πριμικύρη Ερμιόνη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών και από τη Γραμματέα Αθανασοπούλου Δήμητρα.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στην Αθήνα στις 14-01-2022 για να δικάσει την παρούσα υπόθεση μεταξύ:

 

Της ενάγουσας: Ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «ΝP ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ-ΝΕΟΣ ΠΟΣΕΙΔΩΝ ΑΕΑΕ» που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής Λ.Κηφισίας αρ.81-83, με Α.Φ.Μ . και παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Ευάγγελου Δημητριάδη και

 

Των εναγομένων: 1) Της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «. και Σια ΟΕ» που εδρεύει στο Δίστομο Βοιωτίας όπως νόμιμα εκπροσωπείται και 2) Του ., κάτοικο Αγίου Δημητρίου Αττικής, οδός . με Α.Φ.Μ . εκ των οποίων η πρώτη παραστάθηκε διά και η δεύτερη μετά της πληρεξουσίας δικηγόρου τους Προξενίας Καρτσωνάκη.

 

Η ενάγουσα, ζητεί να γίνει δεκτή η από 16-12-2020 αγωγή της διαδικασίας αυτοκινήτων που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./2020 (ΓΑΚ: ./2020) και προσδιορίστηκε για την ανωτέρω δικάσιμο.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των παραστάντων διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Κατά το άρθρο 6β παρ.1 εδ.α΄ του κ.ν. 489/1976, όπως το άρθρο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 4 του ν.3557/2007 (ΦΕΚ Α΄100/14-05-2007) ορίζεται ότι, «Εξαιρούνται από την ασφάλιση οι ζημιές που προκαλούνται: α) από οδηγό ο οποίος στερείται της άδειας οδήγησης που προβλέπεται από το νόμο για την κατηγόρια του αυτοκινήτου οχήματος που οδηγεί». Η τελευταία αυτή διάταξη επαναλαμβάνει τη γνωστή απαλλακτική ρήτρα υπέρ του ασφαλιστή του άρθρου 25 περ.6, της προϊσχύσασας Κ4/885/05.04.1978 απόφασης του Υπουργού Εμπορίου (ΦΕΚ 795/06.04.1997), σύμφωνα με την οποία αποκλείεται από την ασφάλιση ζημία όταν προξενείται από οδηγό που δεν έχει την προβλεπόμενη από το νόμο και για την κατηγορία του οχήματος το οποίο οδηγεί, άδεια οδηγήσεως, η οποία μπορούσε να συμπεριληφθεί ως συμβατικός όρος στην ασφαλιστική σύμβαση, οπότε ο ασφαλιστής δεν απαλλασσόταν μεν από την υποχρέωση να αποζημιώσει το ζημιωθέντα τρίτο, είχε όμως δικαίωμα να ζητήσει από την ασφαλισμένο ό,τι κατέβαλε στο ζημιωθέντα.

 

Από τη διάταξη  δε του άρθρου 361 ΑΚ, που ορίζει ότι για τη σύσταση ή αλλοίωση ενοχής με δικαιοπραξία απαιτείται σύμβαση, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 189,192 του ΕμπΝ, του ν.2496/1997, 6β παρ.1 και 11 παρ.1 του ν.489/1976, «περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως της εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης», όπως τροπ. και ισχύει με το ν.3557/2007, προκύπτει ότι μεταξύ ασφαλιστή και ασφαλισμένου η ασφαλιστική σύμβαση καταρτίζεται εγκύρως και με απλή συναίνεση και αποδεικνύεται με το ασφαλιστήριο, για το κύρος του οποίου αρκεί μόνο η υπογραφή του ασφαλιστή, μπορεί δε εγκύρως να συμφωνηθεί ότι αποκλείεται να συμφωνηθεί ότι αποκλείεται η κάλυψη ζημιών από τον ασφαλιστή που προκαλούνται από την κυκλοφορία του αυτοκινήτου, όταν η ζημία προξενείται από οδηγό που δεν έχει την προβλεπόμενη από τον νόμο και για την κατηγορία του οχήματος που οδηγεί άδεια οδήγησης. Η συνομολόγηση του όρου τούτου, η οποία δεν απαλλάσσει μεν τον ασφαλιστή από την υποχρέωση ν’ αποζημιώσει το ζημιωθέντα τρίτο, παρέχει όμως σ’ αυτόν το δικαίωμα να εναγάγει τον ασφαλισμένο και να ζητήσει απ’ αυτόν ό,τι κατέβαλε στο ζημιωθέντα τρίτο για την αποκατάσταση της ζημίας του, μπορεί να γίνει με την ενσωμάτωση του εν λόγω όρου στη σύμβαση ασφάλισης. Το δικαίωμα αυτό αναγωγής ο ασφαλιστής δεν το στερείται και όταν κατέβαλε στο ζημιωθέντα αποζημίωση ύστερα από εξώδικο συμβιβασμό. Ο τελευταίος έχει υποκειμενική ενέργεια και δεν αναπτύσσει άμεση δεσμευτική ενέργεια για τον αντισυμβαλλόμενο ασφαλισμένο. Ο ασφαλιστής, αξιώνοντας τα καταβληθέντα στον τρίτο ποσά, οφείλει για την πληρότητα (άρθρο 216 ΚΠολΔ) της αγωγής του να διαλάβει σ’ αυτή τις συνθήκες του ατυχήματος τα περιστατικά που θεμελιώνουν την ευθύνη για το ατύχημα στο πρόσωπο του αντισυμβαλλόμενου ή ασφαλισμένου (άρθρα 914, 922 ΑΚ, άρθρο 2 επ.ν. ΓΝ/1911), τη ζημιά του τρίτου και τα καταβληθέντα στον τρίτο χρηματικά ποσά (αναφορά του λόγου και της αιτίας καταβολής αναλυτικά). Πρέπει, επίσης, να αναφέρεται επαρκώς η συναφθείσα σύμβαση ασφάλισης αστικής ευθύνης των άνω προσώπων σχετικά με συγκεκριμένο αυτοκίνητο, όπως και ότι ο σχετικός για απαλλαγή του ασφαλιστή όρος έχει καταστεί περιεχόμενο της σύμβασης ασφάλισης κατά νόμιμο τρόπο (ΑΠ 779/2007, 843, 1650, 1488/2001). Για τη δέσμευση δε του ασφαλισμένου από τον άνω συμβατικό όρο δεν είναι απαραίτητο να υπογράφεται το ασφαλιστήριο απ' αυτόν, αλλά αρκεί να καταβάλλει τα ασφάλιστρα και να παραλαμβάνει το ασφαλιστήριο, που είναι αποδεικτικό και όχι συστατικό της σύμβασης έγγραφο. Κατά το άρθρο 11 παρ.1 του ν.489/1976, ο ασφαλιστής δεν μπορεί να αντιτάξει στον παθόντα τρίτο ενστάσεις που απορρέουν από την ασφαλιστική σύμβαση, η έγκυρη όμως συνομολόγηση του ανωτέρου όρου παρέχει στην ασφαλιστική δικαίωμα αναγωγής κατά του αντισυμβαλλομένου-ασφαλισμένου αξιώνοντας απ’ αυτόν να του καταβάλει όσα πλήρωσε στον παθόντα τρίτο. Περαιτέρω οι συμβατικές σχέσεις ασφαλιστή αστικής ευθύνης αυτοκινήτων και λήπτη της ασφάλισης/ασφαλισμένου διέπονται από τον Ασφαλιστικό Νόμο 2496/1997 στο μέτρο που συμβιβάζονται με το ν.489/1976 και τους ασφαλιστικούς όρους (ΑΠ 1354/2008).

 

Με τις διατάξεις του άρθρου 94 παρ.2 και 3 του ΚΟΚ προβλέπεται ότι α) απαγορεύεται η οδήγηση αυτοκινήτων ή μοτοσικλετών από πρόσωπα που δεν κατέχουν ισχύουσα ελληνική άδεια οδήγησης της κατάλληλης κατηγορίας ή υποκατηγορίας, β) δεν υπάγονται στην ανωτέρω απαγόρευση (μεταξύ άλλων) οι κάτοχοι ισχύοντος διεθνούς πιστοποιητικού πορείας(διεθνούς άδειας), το οποίο έχει εκδοθεί από οποιοδήποτε κράτος εκτός της Ελλάδας και δεν έχουν τη συνήθη διαμονή τους στην Ελλάδα, οι κάτοικοι ισχύουσας άδειας οδηγήσεως, η οποία έχει εκδοθεί από κράτη εκτός της ΕΕ, με την οποία η Ελλάδα έχει συνάψει ειδική συμφωνία, η οποία έχει κυρωθεί με νόμο, καθώς και οι κάτοχοι ισχύουσας άδειας οδηγήσεως κατά τα οριζόμενα σε διεθνείς συμβάσεις ή συμφωνίες που έχουν κυρωθεί με νόμο και οι οποίοι δε έχουν τη συνήθη διαμονή τους στην Ελλάδα. Πρόβλημα ανακύπτει κατά πόσο καλύπτεται ή όχι από τη ρύθμιση του άρθρου 6β παρ.1 εδ.α του ν.489/1976, όπως διαμορφώθηκε μετά το ν.3557/2007 η περίπτωση ατυχήματος προκληθέντος από αυτοκίνητο οδηγούμενο από πρόσωπο που κατέχει μία από τις άδειες που αναφέρονται στις περιπτώσεις α, β και γ ης παρ.2 του αρ.94 ΚΟΚ. Κατά την ορθή άποψη, η απάντηση πρέπει να είναι αρνητική, δηλαδή δεν συντρέχει περίπτωση οδηγού στερούμενου άδειας κυκλοφορίας οδηγού. Τούτο γιατί τα συμβαλλόμενα μέρη, διαλαμβάνοντα στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο το διαληφθέντα κρίσιμο όρο, αποβλέπουν  κυρίως στο γεγονός αν ο οδηγός είναι ή όχι ικανός προς οδήγηση αυτοκινήτου της κατηγορίας του ασφαλισμένου και όχι στο αν η υπάρχουσα έχει εκδοθεί από αρμόδια ελληνική αρχή. Αρκεί ότι είναι ισχύουσα στο κράτος, αρμόδια υπηρεσία του οποίου την εξέδωσε. Τούτο ισχύει και για την περίπτωση που από την ελληνική νομοθεσία προβλέπεται διαδικασία αναγνώρισης αλλοδαπής άδειας η οποία ακόμη δεν έχει τηρηθεί κατά το χρόνο του ατυχήματος (βλ. Αθανάσιο Κρητικό: Αποζημίωση από αυτοκινητικά ατυχήματα, έκδ.2008,παρ.28,εδ.30-34, ΕφΠειραιώς 1253/1996, Επιθ.ΣυγκΔ 1997.96, ΕφΑΘ 10428/1996 (αδημοσίευτη) και ΕφΑΘ 4630/2002,ΕλλΔνη 2003.992).

 

Οι ως άνω περιπτώσεις αποκλεισμού της ευθύνης του ασφαλιστή και εξαίρεσης αυτού από την ασφαλιστική κάλυψη, μεταξύ των οποίων και η περίπτωση οδήγησης χωρίς άδεια ικανότητος, που προβλέπεται ήδη και στο αρ. 6 β΄ παρ.1 εδ. α΄ του ν. 489/1976, όπως διατυπώθηκε με το ν. 3557/2007, ως ρήτρα εξαίρεσης του ασφαλιστή από την ασφαλιστική κάλυψη, όχι βέβαια έναντι του ζημιωθέντος τρίτου, αλλά έναντι του ασφαλισμένου, αποτελούν στην πραγματικότητα καλυμμένο ασφαλιστικό βάρος, το οποίο όπως προαναφέρθηκε, απευθύνεται και αφορά κάθε ασφαλιζόμενο πρόσωπο, δηλαδή όχι μόνο τον οδηγό, αλλά και τον ιδιοκτήτη ή κάτοχο του οχήματος, όταν οι τελευταίοι είναι πρόσωπα διαφορετικά από τον οδηγό και κατά των οποίων δικαιούται κατ΄ αρχήν ο ασφαλιστής που αποζημίωσε τον ζημιωθέντα τρίτο μέσα στα όρια της ευθύνης του, να ασκήσει αναγωγή αποζημίωσης κατά του ασφαλισμένου κυρίου του αυτοκινήτου , επικαλούμενος τη συνδρομή των προϋποθέσεων του νόμου, ήτοι τα τυπικά στοιχεία του τροχαίου ατυχήματος και την παράβαση ασφαλιστικού βάρους, όπως είναι η ανυπαρξία άδειας ικανότητος οδήγησης. Για να τελεσφορήσει, όμως τελικά η αναγωγή αυτή, πρέπει τα ως άνω πρόσωπα να βαρύνονται με υπαιτιότητα ,για την παράβαση αυτή, η οποία συντρέχει και όταν ο ασφαλισμένος οδηγός στερείται άδειας ικανότητος. Το βάρος απόδειξης της ανυπαρξίας υπαιτιότητας και αιτιώδους συνδέσμου, στην περίπτωση της παράβασης του ασφαλιστικού βάρους της οδήγησης χωρίς την άδεια ικανότητας, έχει κατά τις γενικές αρχές (336 ΑΚ) ο εναγόμενος ιδιοκτήτης- ασφαλισμένος, ο οποίος πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει συγκεκριμένα περιστατικά, για να καταρρίψει το σε βάρος του τεκμήριο υπαιτιότητας (βλ.Αθ.Κρητικού, Αποζημίωση, εκδ.2008 σελ.641-643, ΑΠ 1451, 2277/2009, ΑΠ 1357/2008, ΑΠ 1517/2006).

 

Όμως, οι προβλεπόμενοι στα εδ. α΄, β΄ και γ΄ της παρ. 1 του αρ. 6 β΄ του ν.489/1976, όπως διατυπώθηκε μετά το ν. 3557/2007, λόγοι απαλλαγής του ασφαλιστή έναντι του ασφαλισμένου, όπως η οδήγηση του ασφαλισμένου οχήματος από οδηγό που στερείται άδεια οδήγησης, απαιτούν ως προϋπόθεση για την ενεργοποίησή τους τη συνδρομή αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράβασης του ασφαλιστικού βάρους, δηλαδή της έλλειψης της άδειας οδήγησης του οδηγού και του τροχαίου ατυχήματος, προϋπόθεση η οποία δεν ορίζεται ρητά στο νόμο (κεκαλυμμένο  ασφαλιστικό βάρος), αλλά η οποία νοείται ότι υπάρχει (βλ. Ι.Ρόκα, Ασφαλ.Κώδικας, 2008, σ.109). Σύμφωνα δε με τα διδάγματα της κοινής πείρας, αιτιώδης συνάφεια υφίσταται όταν η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη του οδηγού, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις του συγκεκριμένου ατυχήματος, ήταν επαρκώς ικανή  και πρόσφορη να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα και επέφερε δε πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση και δε θα επερχόταν, αν υπήρχε η άδεια οδηγήσεως.

 

Στις περιπτώσεις αυτές τεκμαίρεται η συνδρομή αιτιώδους συνάφειας και  ο ασφαλιστής επικαλούμενος στην αναγωγή του κατά του ασφαλισμένου τις συνθήκες του ατυχήματος προς απόδειξη του λόγου απαλλαγής του, θεωρείται ότι ανταποκρίθηκε στο επιβαλλόμενο σε αυτόν σχετικό βάρος απόδειξης. Το τεκμήριο αυτό είναι επιδεκτικό ανταπόδειξης από τον ασφαλισμένο, ο οποίος μπορεί να ισχυριστεί έλλειψη αιτιώδους συνάφειας, προβάλλοντας πρόσφορα πραγματικά περιστατικά, που κατατείνουν σε ανατροπή της αιτιώδους συνάφειας (βλ. Αθ. Κρητικού, Αποζημίωση, έκδ.2008 παρ.28, αρ.35-42, ΜΠρΘεσ. 573/2010, 33284/2009). Στην κρινόμενη αγωγή η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία εκθέτει ότι είχε συνάψει με την πρώτη των εναγομένων εταιρία με την επωνυμία «. και Σία Ο.Ε» σύμβαση ασφαλίσεως της αστικής ευθύνης του υπ΄ αρ. κυκλοφορίας ΖΗΗ-. οχήματος ιδιοκτησίας της τελευταίας και για το χρονικό διάστημα από 01-02-2020 έως 01-08-2020. Ότι μεταξύ των συμβαλλομένων στην ως άνω σύμβαση ασφαλίσεως είχε συνομολογηθεί ο όρος της απαλλαγής της ασφαλιστικής εταιρείας σε περίπτωση κατά την οποία ο οδηγός του αυτοκινήτου που προξένησε το ατύχημα δεν διέθετε την άδεια οδήγησης που προβλέπει ο νόμος, με παραπομπή στους Ν. 489/1976, 2496/2007 και 3651/2008 καθώς και στο άρθρο 11 των γενικών όρων του ανωτέρου ασφαλιστηρίου συμβολαίου. Ότι στις 13-02-2020 και επί ώρα 09:20 π.μ. ο β΄ εναγόμενος οδηγώντας το ανωτέρω όχημα προκάλεσε από υπαιτιότητά του φθορές και βλάβες στο με αρ. κυκλοφορίας ΥΡΟ-. ΙΧΕ αυτοκίνητο ιδιοκτησίας . οδηγούμενο από τον . υπό τις ειδικότερες συνθήκες που αναφέρονται στην αγωγή. Ότι εν συνεχεία ο β΄ εναγόμενος επέπεσε στο με αρ. κυκλοφορίας ΙΒΚ-. ΕΙΧ αυτοκίνητο το οποίο ευρισκόταν σταθμευμένο επί οδού Θήρας (της ιδιοκτησίας .) και τέλος κατέληξε να προσκρούσει και επί τρίτου σταθμευμένου, άνευ πινακίδων οχήματος, όπου και ακινητοποιήθηκε. Ότι η άνω ιδιοκτήτρια του ΥΡΟ-. αυτοκινήτου δαπάνησε για την επισκευή των ζημιών του οχήματός της το ποσό των 744,57 ευρώ και η ιδιοκτήτρια του ΙΒΚ-. αυτ/ου δαπάνησε για την επισκευή των ζημιών του οχήματός της  το ποσό των 2,354 ευρώ, ποσά τα οποία, μετά από εξώδικο διακανονισμό η ενάγουσα ασφαλιστική της εταιρεία κατέβαλλε στην πρώτη το ποσό των 736,00 ευρώ την 28-03-2020 και στη δεύτερη το ποσό των 2.250,00 ευρώ την 04-06-2020 σε πλήρη και ολοσχερή εξόφλησή τους και μέσω του γραφείου συμψηφισμού το χρεώθηκε η ενάγουσα και ως εκ τούτου υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα των ζημιωθέντων ως προς το ποσό αυτό. Ότι ο υπαίτιος και ασφαλισμένος εναγόμενος κατά το χρόνο του άνω τροχαίου ατυχήματος οδηγούσε το ασφαλισμένο αυτοκίνητό του κατά παράβαση των διατάξεων του ΚΟΚ, δεδομένου ότι δεν είχε άδεια ικανότητας οδηγήσεως. Με βάση τα παραπάνω εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά, η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 2.986,00 ευρώ από την επομένη της αποζημιώσεως των παθόντων τρίτων άλλως από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στη δικαστική της δαπάνη.

 

Η αγωγή αυτή, παραδεκτά εισάγεται, για να συζητηθεί ενώπιον  αυτού του Δικαστηρίου (άρ. 14 παρ. 1 εδ. α΄, 35 ΚΠολΔ), κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 614 παρ. 6 του ΚΠολΔ. Είναι δε ορισμένη, διότι περιέχει όλα τα κατά το νόμο απαραίτητα στοιχεία (άρ. 111 παρ. 2, 118 παρ. 4 και 216 ΚΠολΔ), απορριπτομένων των αντιθέτων ισχυρισμών του εναγομένου και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297επ., 330 εδ. β΄, 341, 345, 346, 361, 487, 914 επ., 927 ΑΚ, 2, 4, 9 και 10 του ν. Γ Ν/1911, 6 β΄ παρ. 1 και 10 του ν. 489/1976, 2 επ. και 10 του πδ 237/1986, 176, 907 και 908 παρ. 1 εδ. δ΄ ΚΠολΔ. Συνεπώς, η ένδικη αγωγή πρέπει να εξεταστεί και από ουσιαστική άποψη, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της συζήτησής της έχει καταβληθεί το νόμιμο τέλος δικαστικού ενσήμου με τα ανάλογα ποσοστά υπέρ τρίτων (βλ. προσαγόμενο με κωδ. . παράβολο).

 

Από την εκτίμηση της ανωμοτί κατάθεσης του β΄ εναγομένου, που εξετάστηκε στο ακροατήριο και εμπεριέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συζήτησης της δίκης, από το σύνολο των εγγράφων που επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι, που λαμβάνονται υπόψη όλα ανεξαιρέτως, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και από τους ισχυρισμούς τους σε συνδυασμό αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, αποδείχθηκαν κατά τη κρίση του τα ακόλουθα.

 

 Στις 13-02-2020 και περί ώρα 09:20 π.μ. ο . (β΄των εναγομένων) επιβαίνοντας ως προστηθείς οδηγός του υπ΄ αριθμ. ΖΗΗ-. ΕΙΧ οχήματος της απολύτου ιδιοκτησίας, άλλως νομής και κατοχής της α΄ εναγομένης κινείτο στην περιοχή της Αργυρούπολης Αττικής και με κατεύθυνση από τη λεωφόρο Αργυρουπόλεως προς τη λεωφόρο Βουλιαγμένης, βαίνοντας επί της οδού Θήρας η οποία τυγχάνει δρόμος μονής κυκλοφορίας (μονόδρομος) με μία νοητή λωρίδα κυκλοφορίας και σταθμευμένα οχήματα ένθεν κακείθεν του οδοστρώματος αυτής.

 

 Προσεγγίζοντας στην συμβολή με την οδό Βύρωνος και διατηρώντας ελαττωμένη την αίσθηση των αναγκαίων ανακλαστικών αντί να τροχοπεδήσει εγκαίρως και να ακινητοποιηθεί προ της απαγορευτικής πινακίδας Stop η οποία ρυθμίζει την προτεραιότητα στο συγκεκριμένο σημείο και τυγχάνει ορατή, ιστάμενη επί της δεξιάς πλευράς του οδοστρώματος της οδού Θήρας, αυτός αντιθέτως προχώρησε απερίσκεπτα και παντελώς ανεξέλεγκτα διέσχισε καθέτως τη συμβολή των οδών δίχως καν να μειώσει την κεκτημένη ταχύτητά του, με αποτέλεσμα να παρεμβληθεί από εγγύτατη απόσταση στη σύννομη πορεία του υπ΄ αρ. ΥΡΟ-. ΕΙΧ οχήματος, ιδιοκτησίας . του οποίου ο επιβαίνων οδηγός, . (αμφότεροι οι δύο τελευταίοι μη διάδικοι στην παρούσα δίκη), κινείτο με φορά εξ αριστερών του β΄ των εναγομένων, ήτοι με κατεύθυνση από Βούλα Αττικής προς Αθήνα.

 

Ο ., αντιληφθείς την παράνομη παρείσφρυση του β΄ των εναγομένων στην κανονική πορεία του προέβη σε άμεσο ελιγμό τροχοπέδησης προκειμένου να αποσοβήσει την εμπλοκή του στο ατύχημα στρίβοντας ταυτοχρόνως το τιμόνι του υπ΄ αρ. ΥΡΟ-. ΕΙΧ προς τα δεξιά προς αποφυγήν πλαγιομετωπικής πρόσκρουσης, πλην όμως και ακριβώς  λόγω του αδόκητου της παρεμβολής αλλά και της εγγύτητας παρείσφρησης αναγκάσθηκε να προσκρούσει με το εμπρόσθιο αριστερό γωνιακό τμήμα του οχήματος που οδηγούσε επί της πλαϊνής αριστερής επιφάνειας του δίκην φυσικού εμποδίου παρεμβληθέντος υπ΄ αρ. ΖΗΗ-. ΕΙΧ αυτ/ου. Κατόπιν, και σε δεύτερο χρόνο, ο  β΄ των εναγομένων έχοντας απολέσει παντελώς τον έλεγχο του οχήματος στο οποίο επέβαινε, αποσπάσθηκε προς τα δεξιά του οδοστρώματος και διασχίζοντας την διασταύρωση των οδών κατέληξε να επιπέσει δευτερογενώς και με την πλαϊνή δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου (στο ύψος της οπίσθιας δεξιάς πόρτας και του οπίσθιου δεξιού φτερού) επί του υπ. αρ. ΙΒΚ-. ΕΙΧ αυτ/ου το οποίο ευρίσκετο σταθμευμένο επί της δεξιάς πλευράς του οδοστρώματος της οδού Θήρας και πέραν της συμβολής της με την οδό Βύρωνος, και συγκεκριμένα προσέκρουσε επί του οπίσθιου αριστερού γωνιακού τμήματος αυτού στο ύψος του οπίσθιου προφυλακτήρα καθώς και του οπίσθιου αριστερού φανού αλλά και του οπίσθιου αριστερού φτερού προκαλώντας ευρείας εκτάσεως υλική ζημία και σε αυτό ενώ τελικώς ανασχέθηκε η φρενήρης πορεία του όταν σε τρίτο χρόνο κατέληξε να προσκρούσει και επί τρίτου σταθμευμένου, άνευ πινακίδων ΙΧ αυτοκινήτου, όπου και τελικώς ακινητοποιήθηκε.

 

Κατά την μετάβαση της αρμόδιας αστυνομικής αρχής ο β’ των εναγομένων συνομολόγησε ρητώς την αποκλειστική του ευθύνη για το επίδικο τροχαίο ατύχημα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, ως αποτέλεσμα του προπεριγραφέντος ενδίκου συμβάντος για το οποίο αποκλειστικώς υπαίτιος τυγχάνει ο ως άνω β’ των εναγομένων, η ιδιοκτήτης του βλαβέντος, υπ΄ αρ.  ΥΡΟ-. ΕΙΧ αυτ/ου, ., αναγκάσθηκε να δαπανήσει συνολικό χρηματικό ποσό € 744,57 δυνάμει των συνημμένων αποδείξεων των επιτηδευματιών, . και της «. Ε.Π.Ε» σε συνδυασμό με διενεργηθείσα Έκθεση Πραγματογνωμοσύνης μετά φωτογραφικού υλικού του . ενώ ως προς την υλική ζημιά του ετέρου, αναιτίως, εμπλακέντος υπ.αρ. ΙΒΚ-. ΕΙΧ οχήματος ιδιοκτησίας ., η τελευταία δαπάνησε προς επισκευή του συνολικό χρηματικό ποσόν € 2.354,72, όπως ασμένως προκύπτει από την προσκόμιση των συνημμένων νομίμων παραστατικών της «. –. και Σία Ε.Ε» καθώς και του . και σε συνδυασμό με την σχετικώς διενεργηθείσα Έκθεση Πραγματογνωμοσύνης του .. Περαιτέρω, προς αποφυγή άσκοπων δικαστικών αγώνων και εξόδων και κατόπιν εξωδίκου συμβιβαστικής επιλύσεως της διαφοράς, σύμφωνα με το Σύστημα Φιλικού Διακανονισμού μέσω ΣΑΠ, η μεν ., ιδιοκτήτης του ζημιωθέντος υπ΄ αρ. ΥΡΟ-. ΕΙΧ αυτ/ου, έλαβε την 28.03.2020 σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση αυτής από την οικεία της και αναίτια ασφαλιστική εταιρία Υδρόγειο Ασφαλιστική συνολικό χρηματικό ποσό € 736,00, η δε ., ιδιοκτήτης υπ.αρ. ΙΒΚ-. ΕΙΧ οχήματος έλαβε την 04.06.2020 σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση της από την οικεία της και αναίτια ασφαλιστική εταιρία, Groupama Ασφαλιστική συνολικό χρηματικό ποσό € 2.250,00 ενώ κατόπιν, και σύμφωνα με το άρθ. 29 ΣΑΠ, τα ως άνω αντιστοίχως χρηματικά ποσά χρεώθηκε η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία από το Γραφείο Συμψηφισμού κατά την αυτή ως άνω ημεροχρονολογία, ήτοι συνολικώς χρεώθηκε στο Γραφείο Συμψηφισμού € 2.986,00. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, ο β’ εναγόμενος κατείχε άδεια οδήγησης που είχε εκδοθεί για πρώτη φορά την 21-1-1980 με αριθμό .. Με δεδομένο ότι, ο β’ εναγόμενος έχει γεννηθεί στις 04-05-1951, όφειλε να ανανεώσει την άδεια οδήγησης (λόγω ηλικίας) μέχρι την 21-01-2020, δηλ. (3) έτη μετά την τελευταία ανανέωση. Λόγω των μέτρων κατά της πανδημίας covid-19, που ευρισκόταν σε εξάπλωση στη χώρα μας και του γενικευμένου lockdown και του περιορισμού της κινητικότητας των πολιτών, αλλά και της δυσκολίας επισκεψιμότητας στις δημόσιες υπηρεσίες, ο β’ εναγόμενος δεν κατέστη δυνατόν να συγκεντρώσει τα απαραίτητα δικαιολογητικά για την ανανέωση της άδειας οδήγησής του. Εξάλλου, η ισχύς της άδειας οδήγησής του είχε παραταθεί αυτοδίκαια με βάση την με αρ.πρωτ.-Α3/23659/29-04-2020 εγκύκλιο του Υπουργείου Μεταφορών (για το χρονικό διάστημα από 01-01-2020 έως 30-09-2020 για τους κατόχους άδειας οδήγησης άνω των 65 ετών και των κατόχων με χρονικό περιορισμό για λόγους υγείας). Εξάλλου, ο β’ εναγόμενος είχε καταθέσει τα απαιτούμενα δικαιολογητικά  για την ανανέωση της άδειας οδήγησης (βλ. χορήγηση βεβαίωσης με αρ. πρωτ. ./17-02-2020 Δ/ΝΣΗ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΠΕ ΝΟΤΙΟΥ ΤΟΜΕΑ ΑΘΗΝΩΝ, ΤΜΗΜΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΑΔΕΙΩΝ ΟΔΗΓΗΣΗΣ), την οποία και παρέλαβε διάρκειας 17-02-2020 μέχρι 17-02-2023. Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη νομική σκέψη της παρούσας δεν μπορεί να εφαρμοστεί η διάταξη, με την οποία προβλέπεται απαλλαγή του ασφαλιστή από την υποχρέωση αποζημίωσης για ζημιές που προκαλούνται από οδηγό που δεν είναι κάτοχος της προβλεπόμενης από το νόμο άδειας οδήγησης, αφού τα συμβαλλόμενα στην ασφαλιστική σύμβαση μέρη αποβλέπουν κυρίως στο αν ο οδηγός είναι ή όχι ικανός προς οδήγηση οχήματος της κατηγορίας του ασφαλισμένου (βλ. και Κρητικό, Αποζημίωση από αυτοκινητικά ατυχήματα, έκδοση 2008, παρ.28, Νο 30 επ., σελ. 639 επ. – πρβλ. και ΕφΑθ 4630/2002, 10428/1996). Ομοίως, το άρθρο 11 του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, μεταξύ άλλων, ρητώς αναφέρει ότι εξαιρούνται από την κάλυψη οι ζημιές που προήλθαν από οδηγό, ο οποίος δεν έχει την από το νόμο και για την κατηγορία του οχήματος που οδηγεί προβλεπόμενη άδεια. Ο συμβατικός αυτός όρος που αποκλείει την κάλυψη της αστικής ευθύνης, ερμηνευόμενος κατά τα άρθρα 173 και 200 του ΑΚ όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, δεν καταλαμβάνει και τη ζημία που προκαλεί ο οδηγός, ο οποίος είναι κάτοχος αδείας οδηγήσεως αυτοκινήτου που έχει εκδοθεί νομότυπα από τις Ελληνικές Αρχές πλην όμως ο κάτοχός τους δεν έχει προβεί στην ανανέωση αυτής, για λόγους που αφορούν στο πρόσωπό του, όπως εν προκειμένω, καθόσον τα συμβαλλόμενα μέρη απέβλεψαν κυρίως στο γεγονός αν ο οδηγός κατά το χρόνο του ατυχήματος ήταν ικανός να οδηγεί αυτοκίνητο της ίδιας κατηγορίας με το ασφαλισμένο και όχι στο τυπικό στοιχείο της ανανέωσης (μόνο με προσκόμιση σχετικών δικαιολογητικών) (βλ. άρθρο 41 ν. 1604/1986, Αθ. Κρητικού Αποζημίωση εκδ. 1998, 1935, ΑΠ 88/1984 ΝοΒ 32.239, 7217/2008 Εφ. Αθ. Νόμος). Περαιτέρω, σημειώνεται ότι όπως προκύπτει από την από 31-01-2020 βεβαίωση της ενάγουσας ο ενάγων είχε ασφαλίσει το όχημα του σε αυτή από τις 01-02-2020 μέχρι τις 01-08-2020 με ολικό ασφάλιστρο σε ευρώ 149,00 και η ενάγουσα εισέπραττε τα σχετικά ασφάλιστρα.

 

Τέλος και σε κάθε περίπτωση, σημειώνεται ότι ελλείπει η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της έλλειψης ανανέωσης άδειας οδήγησης του εναγομένου και της πρόκλησης του ενδίκου τροχαίου ατυχήματος καθόσον το παραπάνω τροχαίο ατύχημα, λόγω παραβίασης εκ μέρους του εναγομένου οδηγού πινακίδας STOP, θα επερχόταν, έστω και εάν αυτός ήταν εφοδιασμένος με την προσήκουσα άδεια οδήγησης, αφού στην παράβαση αυτή υποπίπτουν κατά την κοινή πείρα αρκετοί οδηγοί, παρόλο που διαθέτουν την από τον ΚΟΚ απαιτούμενη άδεια οδήγησης.

 

Κατόπιν αυτών, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και παρά την ήττα της ενάγουσας και της νίκης των εναγομένων τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν, λόγω του δεσμευτικού κανόνα δικαίου, που εφαρμόστηκε. (άρθρ. 179 ΚΠολΔ)

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

 

Απορρίπτει την αγωγή.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του Ειρηνοδικείου Αθηνών σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στις 18 Μαΐου 2022 χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοί τους δικηγόροι.

 

Αθήνα, 18-05-2022

 

Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ