ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΕιρΑθ 1105/2023

 

Ανακοπή κατ’ άρθρα 632 και 933 του ΚΠολΔικ - Ακύρωση διαταγής πληρωμής λόγω ακυρότητας της σύμβασης διαχείρισης ελλείψει του νόμιμου συστατικού τύπου -.

 

Ανυπόστατη ουσιαστική σχέση δανειστή-οφειλέτη λόγω συστατικών τυπικών ελλείψεων του εγγράφου στο οποίο στηρίζεται η απαίτηση. Ακυρότητα σύμβασης διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις λόγω μη τήρησης του συστατικού τύπου σύμφωνα με το άρθρο 2. Ν.4354/2015. Απαίτηση για επίδειξη ολόκληρων των συμβάσεων μεταβίβασης και διαχείρισης για την έκδοση διαταγής πληρωμής. Έλλειψη πληρεξουσιότητας εταιρείας διαχείρισης. Ακύρωση διαταγής πληρωμής λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης. Επιβολή ποινή τάξεως σε εταιρεία διαχείρισης κατ’ άρθρο 205 KΠολΔ.

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Αθηνών Χρήστου - Γεωργίου Πατρινού)

 

Αριθμός 1105/2023

 

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Διαδικασία Περιουσιακών Διαφορών (τμήμα ανακοπών)

 

Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Δήμητρα Θεοχαροπούλου, Ειρηνοδίκη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου με την σύμπραξη και της γραμματέως Ιωάννας Κερασουνλή

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 27η Απριλίου 2023 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ: Ε.Τ, κατοίκου Αργυρούπολης Αττικής, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Χρήστου Γεώργιου Πατρινού.

 

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: της εταιρεία με την επωνυμία «V.M» η οποία εδρεύει στην Αθήνα, επί της Λεωφόρου Κηφισίας αριθμ. …., Τ.Κ. …, με Α.Φ.Μ. …, με αριθμ. Γ.Ε.ΜΗ. …, νομίμως εκπροσωπούμενης ως Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις - μη δικαιούχου διάδικου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν.4354/2015 και την Πράξη 118/2017 της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος και ως εντολοδόχου, ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσώπου και αντικλήτου της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «ΗP. DESIGNATED ACTIVITY COMPANY» (εφεξής «HΠ», με έδρα το Δουβλίνο Ιρλανδίας (οδός …Street..2, Dublin 2) (με αριθμό εγγραφής ), ως νομίμως εκπροσωπείται, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Μπαντή Βαντή Αικατερίνης.

 

Η ανακόπτουσα ζητά να γίνει δεκτή η από 9.12.2022 και με αριθ. ΓΑΚ . ΕΑΚ ./12.12.2022 ανακοπή της, η οποία προσδιορίστηκε για την παραπάνω δικάσιμο. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους και το Δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη όσα αναφέρονται σε αυτά

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Η ανακόπτουσα, με την ένδικη ανακοπή της και για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρει σε αυτήν, ζητά την ακύρωση της υπ' αριθμ. ./2022 Διαταγής Πληρωμής του Ειρηνοδικείου Αθηνών για το ποσό των 7.296,77 ευρώ, για οφειλή απορρέουσα από σύμβαση χορήγησης κάρτας αναλήψεων και ως πιστωτικής κάρτας και της παρά πόδας αυτής από 7/11/2022 και να υποχρεωθεί η καθ' ης στη δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η κρινόμενη ανακοπή, παραδεκτώς και αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ως καθ' ύλην και κατά τόπον αρμοδίου (άρθρα 632 και 933 παρ. 3, 584 καί 33 ΚΠολΔ), κατά τις διατάξεις των περιουσιακών διαφορών (632&2, 937 παρ. 3 και 614 επ. ΚΠολΔ), με παραδεκτή σώρευση των αιτημάτων της, ενώ ασκήθηκε εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι η διαταγή πληρωμής μετά της επιταγής προς πληρωμή επιδόθηκε στην ανακόπτουσα στις 22 του μηνός Νοεμβρίου 2022 (σχετ. υπ' αρίθ. .Β/2022 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου- Αθηνών .), ενώ η κρινόμενη που κατατέθηκε στις 12/12/2022, επιδόθηκε στην καθ' ης στις 13/12.2022(σχετ. υπ' αριθ. .2022 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών, .). Πρέπει δε να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.

 

Η νομιμοποίηση των διαδίκων συνιστά διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, η συνδρομή της οποίας ερευνάται _ αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης, με ελεύθερη απόδειξη κι η έλλειψή της συνεπάγεται την απόρριψη της σχετικής αίτησης δικαστικής προστασίας ως απαράδεκτης. Ως νομιμοποίηση των διαδίκων νοείται η εξουσία διεξαγωγής ορισμένης δίκης για ορισμένη έννομη σχέση, δηλαδή για βιοτική σχέση προσώπου με άλλο πρόσωπο ή με αντικείμενο, η οποία καθορίζεται κατά κανόνα από το ουσιαστικό δίκαιο ως προς τους φορείς της και το αντικείμενό της και η οποία έχει ως περιεχόμενο ή ως έννομη συνέπεια δικαίωμα ή υποχρέωση ή δέσμη δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Οσον αφορά στη διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής, στη διάταξη του άρθρου 626 ΚΠολΔ προβλέπεται ότι ενεργητικά νομιμοποιείται για την υποβολή της αίτησης, ο ισχυριζόμενος ότι είναι δικαιούχος της απαίτησης, ο οποίος, εάν έχει χωρήσει μεταβολή στα υποκείμενα της ουσιαστικής έννομης σχέσης, πρέπει να αναφέρει στην αίτησή του ότι έχει λάβει χώρα η εν λόγω μεταβολή και να αποδείξει με έγγραφα ότι συνέτρεξε η μεταβολή που τον νομιμοποιεί ενεργητικά στην άσκηση της αίτησης, αν και δεν ήταν αρχικά  φορέας της ουσιαστικής έννομης σχέσης, πριν από το χρόνο άσκησης της αίτησης. Η έλλειψη των ανωτέρω στοιχείων δεν θεραπεύεται με τη μεταγενέστερη προσκόμιση αυτών στη δίκη της  ανακοπής (ΑΠ 782/1994, ΕλλΔνση 95.838, Εφ.ΑΘ 2558/2011, ΕφΑΔ 2012.883). Το παραπάνω δικονομικό βάρος αποβλέπει στη διασφάλιση της έρευνας από το Δικαστή τυχόν έλλειψης της διαδικαστικής προϋπόθεσης της ενεργητικής νομιμοποίησης του αιτούντος. Η δε πρόβλεψη δικονομικού απαραδέκτου σε περίπτωση που τα σχετικά έγγραφα λείπουν έως το χρόνο έκδοσης ή μη της διαταγής πληρωμής στηρίζεται στη ματαίωση, στην περίπτωση αυτή, του αναγκαίου για τη μετέπειτα ορθή δικαστική κρίση ότι ο αιτών έχει την εξουσία κίνησης της διαδικασίας που αποσκοπεί στην έκδοση διαταγής πληρωμής. Ως νομιμοποιούντο το διάδοχο έγγραφα νοούνται τα αποδεικνύοντα τη διαδοχή και πρέπει να υποβάλλονται με την αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής, είτε αυτά είναι δημόσια είτε ιδιωτικά. Περαιτέρω, στο άρθρο 10 του ν.3156/2003 ρυθμίζεται η τιτλοποίηση επιχειρηματικών απαιτήσεων, δηλαδή η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση, που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ «μεταβιβάζοντος» και «αποκτώντος», σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται: α) από το προϊόν είσπραξης των επιχειρηματικών απαιτήσεων που μεταβιβάζονται, ή β) από δάνεια, πιστώσεις ή συμβάσεις παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων. Για τους σκοπούς της τιτλοποίησης, η μεταβίβαση διενεργείται αποκλειστικά σε εταιρεία ειδικού σκοπού ο οποίος συνίσταται αποκλειστικά στην απόκτηση επιχειρηματικών απαιτήσεων, η οποία είναι υποχρεωτικά και η εκδότρια των ομολογιών και η οποία δύναται να εδρεύει στην Ελλάδα ή και στην αλλοδαπή. Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 8 του ανωτέρω άρθρου «η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων καταχωρίζεται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000 (ΦΕΚ 220Α)..» ενώ σύμφωνα με τη διάταξη της παρ.9 του ίδιου άρθρου «από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στους όρους της σύμβασης, η δε μεταβίβαση αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβάζοντα ή την εταιρεία ειδικού σκοπού στον οφειλέτη. Με την αναγγελία πρέπει να προσδιορίζονται και οι απαιτήσεις στις οποίες αφορά η μεταβίβαση». Κατά παρέκκλιση των διατάξεων περί εκχώρησης του Αστικού Κώδικα, στη διάταξη του άρθρου 10 «ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης αυτής στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν.2844, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 8 του άρθρου αυτού». Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 10 παρ.14 του ανωτέρω νόμου «με σύμβαση που συνάπτεται εγγράφως η είσπραξη και εν γένει διαχείρισης των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων μπορεί να ανατίθεται σε πιστωτικό η χρηματοδοτικό ίδρυμα που παρέχει νομίμως υπηρεσίες σύμφωνα με το σκοπό του στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, στον μεταβιβάζοντα ή και σε τρίτο, εφόσον ο τελευταίος είτε είναι εγγυητής των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων είτε ήταν επιφορτισμένος με τη διαχείριση ή την είσπραξη των απαιτήσεων πριν τη μεταβίβασή τους στον αποκτώντα». Η ανάθεση της διαχείρισης και κάθε σχετική μεταβολή σημειώνεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν.2844/2000 της έδρας του μεταβιβάζοντος, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 16 του ανωτέρω άρθρου. Ως προς το ελάχιστο περιεχόμενο της σύμβασης διαχείρισης των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις που έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, στο άρθρο 2. Ν.4354/2015 προβλέπεται ότι «η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης των απαιτήσεων αυτών υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο και περιλαμβάνει κατ' ελάχιστο περιεχόμενο τα ακόλουθα: α. τις προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης, β. τις πράξεις της διαχείρισης, οι οποίες μπορεί να συνίστανται ιδίως στη νομική και λογιστική παρακολούθηση, την είσπραξη, τη διενέργεια διαπραγματεύσεων με τους οφειλέτες των προς διαχείριση απαιτήσεων και τη σύναψη συμβάσεων συμβιβασμού κατά την έννοια των άρθρων 871-872 ΑΚ ή ρύθμισης και διακανονισμού οφειλών σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας, όπως έχει θεσπισθεί με την υπ' αριθ.116/25.8.2014 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος κατ' εφαρμογή της παρ.2 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013, γ. την καταβλητέα αμοιβή διαχείρισης η οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να μετακυλίεται στον υπόχρεο καταβολής της απαίτησης. Αντίγραφο της συμβάσεως κοινοποιείται στην Τράπεζα της Ελλάδος εντός δέκα ημερών από την υπογραφή της». Στην περίπτωση της ειδικής διαδοχής συνεπεία εκχώρησης λόγω τιτλοποίησης επιχειρηματικών απαιτήσεων σύμφωνα με το άρθρο 10 Ν.3156/2003, αποδεικτικά έγγραφα της μεταβίβασης της απαίτησης και θεμελιωτικά της νομιμοποίησης της αποκτώσας εταιρείας ειδικού σκοπού είναι το πιστοποιητικό καταχώρισης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 Ν.2844/2000 της σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης των απαιτήσεων στην αποκτώσα εταιρεία, μετά του οικείου παραρτήματος της, στο οποίο προσδιορίζεται και εξειδικεύεται η υπόψη μεταβιβασθείσα απαίτηση, για την οποία αιτείται την έκδοση διαταγής πληρωμής, το οποίο και πρέπει να υποβάλλεται με την αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής. Όσον αφορά δε στην ανάθεση της είσπραξης και της διαχείρισης απαιτήσεων από τραπεζικά δάνεια ή πιστώσεις σε διαχειριστική εταιρεία, η τελευταία, στην αίτησή της προς έκδοση διαταγής πληρωμής, οφείλει να επικαλεστεί και να προσάγει την οικεία διαχειριστική σύμβαση που σύνηψε με την αποκτώσα εταιρεία, ενώ σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης, μαζί με την επιταγή προς εκτέλεση, οφείλει να κοινοποιήσει την οικεία διαχειριστική σύμβαση που σύνηψε με την αποκτώσα εταιρεία (Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ,2021, άρθρο 925, αρίθ.1). Και τούτο διότι, μόνο από τη σύμβαση διαχείρισης, το ελάχιστο περιεχόμενο της οποίας ορίζεται στο νόμο, θα μπορούσε να προκύπτει ότι η υπόψη απαίτηση, για την οποία υποβάλλεται η αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής ή επισπεύδεται η εκτέλεση, περιλαμβάνει τις ανατεθείσες σ’ αυτήν προς διαχείριση απαιτήσεις, καθώς και οι κατ’ ιδίαν εξουσίες διαχείρισης που έχουν ανατεθεί στην διαχειριστική εταιρεία ως προς ην υπόψη απαίτηση. Από το συνδυασμό των ανωτέρω συνάγεται ότι σε περίπτωση που την αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής την υποβάλλει ή στην περίπτωση που στην περίπτωση της αναγκαστικής εκτέλεσης, την επισπεύδει εταιρεία στην οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων  ή / και πιστώσεων που έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ιδρύματα σύμφωνα με το ν.4354/2015, θα πρέπει η αιτούσα ή η επισπεύδουσα εταιρεία διαχείρισης να αναφέρει στην αίτησή της ή στην επιταγή προς πληρωμή κ.λπ. ότι της έχει ανατεθεί δυνάμει σύμβασης η διαχείριση της απαίτησης για την οποία ζητείται η έκδοση διαταγής ή επισπεύδεται εκτέλεση, από τον φορέα της ουσιαστικής έννομης σχέσης και να αποδείξει με έγγραφα ότι συνέτρεξε αυτό το γεγονός που τη νομιμοποιεί ενεργητικά στην άσκηση της αίτησης ή στην επίσπευση της εκτέλεσης, ως μη δικαιούχου διαδίκου (ήτοι να αποδείξει την μεταβίβαση της απαίτησης από το τραπεζικό ίδρυμα στην εταιρεία ειδικού σκοπού-δικαιούχο της απαίτησης καθώς και την ανάθεση της διαχείρισης από την τελευταία στην εταιρεία διαχείρισης) την αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής την υποβάλλει ή στην περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης, την επισπεύδει, εταιρεία στην οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή / και πιστώσεων που έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ιδρύματα σύμφωνα με το ν.4354/2015. Από το συνδυασμό  των ανωτέρω συνάγεται ότι σε περίπτωση που την αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής την υποβάλλει ή στην περίπτωση της αναγκαστικής εκτέλεσης την επισπεύδει , εταιρεία, στην οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή/και πιστώσεων που έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ιδρύματα σύμφωνα με το ν.4354/2015, θα πρέπει η αιτούσα ή η επισπεύδουσα εταιρεία διαχείρισης να αναφέρει στην αίτησή της ή στην επιταγή προς πληρωμή κ.λπ. ότι της έχει ανατεθεί δυνάμει σύμβασης η διαχείριση της απαίτησης, για την οποία ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωμής ή επισπεύδεται η εκτέλεση από τον φορέα της ουσιαστικής έννομης σχέσης και να αποδείξει με έγγραφα, αφενός ότι υπήρξε έννομη ουσιαστική  σχέση, μεταξύ συγκεκριμένων υποκειμένων ( τα στοιχεία των οποίων πρέπει να αναγράφονται στο συνιστών σύμβαση έγγραφο), που αποτελεί την αιτία της απαίτησης της και ότι συνέτρεξε αυτό το γεγονός που τη νομιμοποιεί ενεργητικά στην άσκηση της αίτησης ή στην επίσπευση της εκτέλεσης, ως μη δικαιούχου διαδίκου (ήτοι να αποδείξει αφενός ότι υφίσταται συγκεκριμένη έγκυρη και ισχυρή έγγραφη έννομη ουσιαστική σχέση μεταξύ του υπόχρεου και του αρχικού δικαιούχου (άρα την ύπαρξή τους ως υποκειμένων στην επικαλούμενη σύμβαση) και αφετέρου την μεταβίβαση της απαίτησης από το τραπεζικό ίδρυμα στην εταιρεία ειδικού σκοπού-δικαιούχο της απαίτησης καθώς και την ανάθεση της διαχείρισης από την τελευταία στην εταιρεία διαχείρισης. Ως νομιμοποιούντα το διάδοχο έγγραφα νοούνται τα αποδεικνύοντα τη διαδοχή και πρέπει να υποβάλλονται (με την αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής) ή να κοινοποιούνται (με την επιταγή προς εκτέλεση) είτε αυτά είναι δημόσια είτε ιδιωτικά. Απαιτείται μάλιστα επίδοση ολοκλήρων των εγγράφων και όχι αποσπασμάτων και μάλιστα από αυτά δεν πρέπει να καταλείπεται οιαδήποτε αμφιβολία για την' ταυτότητα της απαίτησης που μεταβιβάζεται (248/2021 ΤΝΠ ISOKRATIS, 165/2022 Μον. Πρωτ. Λασιθίου, Μον. Πρωτ. Αθηνών 4715/2021). Αυτά πρέπει να κοινοποιούνται ως πρωτότυπα επίσημα έγγραφα, μη αρκούσης της απλής μνείας τούτων στην επιταγή. Τα ίδιο ισχύει αναλογικά και στην περίπτωση της αίτησης προς έκδοση διαταγής πληρωμής με την οποία τα ως άνω έγγραφα πρέπει να συνυποβάλλονται. Ειδικότερα ο ειδικός διάδοχος που απέκτησε την απαίτηση από τράπεζα ή εταιρεία διαχείρισης από δάνεια και πιστώσεις, που λειτουργεί ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος, εκπροσωπώντας την αποκτώσα εταιρεία, πρέπει για να αιτηθεί την έκδοση διαταγής πληρωμής να επικαλεσθεί και να υποβάλει στο Δικαστήριο, για να συνεχίσει δε την εκτέλεση, να συγκοιvoπoιήσει (925 ΚΠολΔ) με την επιταγή προς εκτέλεση, και τα νομιμοποιητικά του έγγραφα, μεταξύ των οποίων και το παράρτημα ως συνημμένο στη σύμβαση μεταβίβασης, από το οποίο θα πρέπει να προκύπτουν τα προσδιοριστικά στοιχεία της σύμβασης που εκχωρήθηκε. Ο κατάλογος των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων μίας σύμβασης μεταβίβασης, καταχωρίζεται στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών και εξαχθέν ακριβές αντίγραφο ενσωματώνεται στη σύμβαση ως παράρτημα και συνυποβάλλεται με την αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής και συγκοινοποιείται με την επιταγή προς εκτέλεση και αυτό. Στο παράρτημα αυτό, σύμφωνα με όρο της σύμβασης μεταβίβασης, πρέπει να αναγράφονται τα οφειλόμενα κεφάλαια ανά επιχειρηματική απαίτηση και ανά σύνολο, τα ονοματεπώνυμα και οι διευθύνσεις των οφειλετών και εγγυητών και οι παρεπόμενες εμπράγματες ή ενοχικές απαιτήσεις. Δηλαδή από το αντίγραφο της σελίδας του οικείου παραρτήματος πρέπει να προκύπτει χωρίς να καταλείπεται καμία αμφιβολία, ότι η επίδικη απαίτηση μεταβιβάσθηκε στην αλλοδαπή εταιρεία και για το σκοπό αυτό πρέπει να αναγράφονται εκείνα τα στοιχεία με τα οποία το Δικαστήριο θα μπορούσε να ταυτοποιήσει τα στοιχεία της επίδικης απαίτησης. Προς τούτοις δε, δεν αρκεί η μοναδική αναφερόμενη στο έγγραφο πληροφορία που έχει κάποια ομοιότητα με την προκειμένη απαίτηση όπως λ.χ. το ονοματεπώνυμο του οφειλέτη και πρέπει όλα τα υπόλοιπα στοιχεία που αφορούν στην πιστούχο, να ταυτίζονται με την επίδικη απαίτηση (ήτοι ενδεικτικά πρέπει στη στήλη με τίτλο «ημερομηνία σύμβασης» να αναγράφεται η ημερομηνία της σύμβασης δανείου, στη στήλη με τους «αριθμούς λογαριασμού» να αναγράφεται ο λογαριασμός που τηρήθηκε από την Τράπεζα για την εξυπηρέτηση της σύμβασης και στην συγκεκριμένη σελίδα του παραρτήματος να αναγράφεται ο αριθμός της σύμβασης, το οφειλόμενο κεφάλαιο ανά τιτλοποιούμενη απαίτηση). Η μη τήρηση δε και η έλλειψη των ανωτέρω οδηγεί σε έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης της διαχειρίστριας εταιρείας να επισπεύσει την εκτέλεση λόγω μη απόδειξης της μεταβίβασης της επίδικης απαίτησης (248/2021 Μον. Πρωτ. Αθηνών ΤΝΠ ISOKRATIS) και κατ’ αναλογία να αιτηθεί την έκδοση διαταγής πληρωμής.

 

Με τον 1ο λόγο της ανακοπής η ανακόπτουσα ζητά την ακύρωση της πληττόμενης λόγω έλλειψης διαδικαστικής προϋπόθεσης που αφορά την ενεργητική νομιμοποίηση της αιτούσας για την κατάθεση της αίτησης προ έκδοσής της καθόσον 1) στην προσκομισθείσα από 15 Νοεμβρίου 2018 σύμβαση διαχείρισης καταρτισθείσας και υπογραφείσας μεταξύ της φερόμενης ως αποκτώσας εταιρείας «ΗP» και της εταιρείας «BK A.E.», καθώς και στην σελίδα 1619 του οικείου παραρτήματος της σύμβασης αναγράφεται μόνο ο αριθμός του δανειακού λογαριασμού. Ότι επιπλέον προσκόμισε και το με αριθμό ./2021 πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Αθηνών . της «ΗΠ» προς την εταιρεία διαχείρισης  «ΒΚ», με το οποίο εξειδικεύονται και περιορίζονται οι εξουσίες της καθ’ ης στα πλαίσια εκτέλεσης της ως άνω σύμβασης, χωρίς ωστόσο στην ως άνω σύμβαση να περιλαμβάνεται το ποσό της απαίτησης αλλά ούτε και η αμοιβή διαχείρισης, επιπλέον δε δεν προσκομίσθηκε η κοινοποίηση της σύμβασης στην ΤτΕ όπως απαιτείται για την άσκηση εποπτείας, κατά παράβαση του θεσπιζόμενου με το Ν.4354/2015 συστατικού τύπου της σύμβασης διαχείρισης κ επομένως η από 16 Νοεμβρίου 2018 σύμβαση διαχείρισης με την οποία νομιμοποιήθηκε η καθ’ ης είναι άκυρη, 2) ότι στο με αριθμό ./2021 πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Αθηνών . της «ΗΠ», σύμφωνα με τα αναφερόμενα σε αυτό, όπως ειδικότερα εκτίθενται, στο οποίο εξειδικεύεται η από 16 Νοεμβρίου 2018 σύμβαση διαχείρισης και προκύπτει ότι η καθ’ ης διαχειρίστρια έχει δικαίωμα δικαίωμα να αιτείται την έκδοση διαταγής πληρωμής δια μέσω πληρεξούσιου δικηγόρου που θα διορίζει για να ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό της «ΗΠ» και επομένως δεν νομιμοποιείται να αιτηθεί στο όνομά της έκδοση διαταγής πληρωμής και επίσης δεν νομιμοποιείται να εισπράξει οποιοδήποτε ποσό από τον οφειλέτη. Ότι εν προκειμένω την πληττόμενη την αιτήθηκε η καθ’ ης στο όνομά της, με ρητό αίτημα να καταβάλει (η ανακόπτουσα) σε αυτήν το συνολικό ποσό των 7.296,77 ευρώ πλέον τόκων, όπως και έγινε δεκτό με την πληττόμενη που έκανε δεκτό το αίτημά της και διέταξε την ανακόπτουσα στην καταβολή προς την διαχειρίστρια του επιδικασθέντος ποσού, χωρίς η τελευταία να νομιμοποιείται προς τούτο. Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος, με βάση όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω, πρέπει δε να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

 

Από όλα ανεξαιρέτως τα νομίμως προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

 

Επί της από 27.06.2022 αιτήσεως της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «BK» και φέρεται ότι ενεργεί ως εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις – μη δικαιούχος, εντολοδόχος, ειδικός πληρεξούσιος, αντιπρόσωπος και αντίκλητος της αποκτώσας αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «ΗΠ» …, δυνάμει της από 16 Νοεμβρίου 2018 Σύμβασης διαχείρισης, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε και ίσχυε και του υπ’ αριθ. ./2021 ειδικού πληρεξουσίου, της τελευταίας ως ειδικής διαδόχου της εταιρείας με την επωνυμία «UIP» δυνάμει της από 16 Οκτωβρίου 2018 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων μεταξύ της «ΗΠ» και της «UIP», σε συνέχεια της οποίας υπεγράφη η από 29 Οκτωβρίου 2018 συνοπτική σύμβαση πώλησης και εκχώρησης, όπως αυτή καταχωρήθηκε στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, με αριθμό πρωτοκόλλου ./29.10.2018 (τόμος .) και της τελευταίας («UIP») ως ειδικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Α» δυνάμει της από 23 Μαρτίου 2018 συμβάσης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων όπως αυτή καταχωρήθηκε στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, με αριθμό πρωτοκόλλου ./23.03.2018, λειτουργώντας για λογαριασμό της ιδίας και όπως μετονομάσθηκε από την «ΑΤΠ ΑΕ» (καθολική διάδοχο της Ιονικής και Λαϊκής τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε» και λόγω συγχώνευσης δι’ απορρόφησης της δεύτερης από την πρώτη σε συνδυασμό και με τη μεταβολή της επωνυμίας της από ΑΤΠ ΑΕ σε ΑΤ Α.Ε, εκδόθηκε σε βάρος της ανακόπτουσας η υπ’ αρίθ. ./2022 διαταγή πληρωμής του παρόντος Δικαστηρίου που έκανε δεκτή την αίτηση και διέταξε την ανακόπτουσα να καταβάλει στην αιτούσα (καθ’ ης), υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας της αναφερόμενης απαιτήσεώς της εταιρείας με την επωνυμία «ΗΠ DAC» και ως μη δικαιούχου διαδίκου, το οφειλόμενο υπόλοιπο του υπ’ αριθ… λογαριασμού, ποσού 3.259,69 ευρώ κατά κεφάλαιο και 4.037,08 ευρώ για εξωλογιστικούς τόκους και συνολικά το ποσό των 7.296,77 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων από 28.06.2022 και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση, καθώς και τη δικαστική δαπάνη. Ακολούθως η καθ’ ης, στις 22/11/2022 επέδωσε στην ανακόπτουσα ακριβές αντίγραφο της πληττομένης, μετά της παραπόδας αυτής από 07/11/2022 επιταγής, για την καταβολή του συνολικού ποσού των 7.563,77 ευρώ. Για την έκδοσή της η πληττόμενη στηρίχθηκε στα επισυναπτόμενα κι επικαλούμενα στη αίτηση της καθ’ ης έγγραφα και δη: «1) την από 5.08.1991 αίτηση σύμβαση χορήγησης κάρτας αναλήψεων με δυνατότητα χρήσης και ως πιστωτικής ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΙΣΤΕΩΣ VISA, μετά των ουσιωδών όρων αυτής, νομίμως καταρτισθείσας και υπογραφείσας στο Γαλάτσι Αττικής (κατάστημα ΤΟ Γαλατσίου, μεταξύ της ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΠΙΣΤΕΩΣ) και της ανακόπτουσας. 2) απόσπασμα της κίνησης του με αριθμό . λογαριασμού, εν συνεχεία κατόπιν μηχανογραφικής αλλαγής λογαριασμού με αριθμό .(ήτοι από την 19.07.2003 σελ.24) που εξυπηρετεί την από 5.08.1991 αίτηση-σύμβαση αποτελούμενο από 37 σελίδες που εμφανίζει τις χρεοπιστώσεις από την κατάρτιση της σύμβασης, ήτοι το έτος 1991 μέχρι και τη μεταβίβαση της ένδικης απαίτησης από την Τράπεζα, ήτοι το έτος 2018, 3) την υπ' αρίθ. ./14.06.2012 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών . για την επίδοση της από 30.01.2012 εξώδικης δήλωσης-καταγγελίας- πρόσκλησης. 4) την υπ' αριθ. ./13.04.2022 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας. 5) την από 23 Μαρτίου 2018 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, καταρτισθείσας και υπόγραφείσας μεταξύ της AB και της UI (LUXEMBOURG) SA», όπως αυτή καταχωρήθηκε στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, με αριθμό πρωτοκόλλου ./23.03.2018 μετά της σελίδας 4299 του οικείου παραρτήματος, όπου αναγράφονται τα στοιχεία του οφειλέτη και οι απαιτήσεις της «UPI», που έχει εξαχθεί από τα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών και από το οποίο αποδεικνύεται η μεταβίβαση των ως άνω ένδικων απαιτήσεων» 6) την από 29 Οκτωβρίου 2018 σύμβαση πώλησης και εκχώρησης μετά της επίσημης μετάφρασης, καταρτισθείσας και υπογραφείσας μεταξύ της UPI SA και της HΠ INVESTMENT DESIGNATED ACTIVITY COMPANY, όπως αυτή καταχωρήθηκε στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, με αριθμό πρωτ. ./29.10.2018 (τόμος .) μετά της σελίδας 4325 του οικείου παραρτήματος, όπου αναγράφονται τα στοιχεία του οφειλέτη και οι απαιτήσεις της Η3Ρ που έχει εξαχθεί από τα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, για την απόδειξη της μεταβίβασης των ενδίκων απαιτήσεων, 7) την από 16 Νοεμβρίου 2018 σύμβαση διαχείρισης, μετά της επισήμου μεταφράσεως, νομίμως καταρτισθείσας και υπογραφείσας μεταξύ της αποκτώσας εταιρείας «ΗΠ DESIGNATED ACTIVITY COMPANY» και της εταιρείας διαχείρισης «BK Α.Ε», μετά της σελίδας 1619 του οικείου παραρτήματος, όπου αναγράφονται τα στοιχεία του οφειλέτη και η απαίτηση της «ΗΠ» για την απόδειξη της διαχείρισης των ένδικων απαιτήσεων, 8) την από 27.06.2022 και με apL0. πρωτ. . αναλυτική κατάσταση οφειλών της αποκτώσας Η3Ρ εκδόσεως της διαχειρίστριας εταιρείας, 9..10..11) το υπ' αριθ. ./16.7.2021 πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Αθηνών . της «ΗΠ DESIGNATED ACTIVITY COMPANY» προς την εταιρεία διαχείρισης «BK Α.Ε» αναφορικά με τη σύμβαση διαχείρισης, 12) το υπ' αριθ. ./06.10.2021 ειδικό πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Αθηνών ..

 

 Η μνημονευόμενη από την πληττόμενη διαταγή πληρωμής ως «από 5.08.1991 αίτηση-σύμβαση, μετά των ουσιωδών όρων αυτής», στην οποία και στηρίχθηκε για την έκδοσή της φέρεται ότι αφορά την ουσιαστική έννομη σχέση (σύμβαση) μεταξύ της ανακόπτουσας και της τότε ΤΡΑΠΕΖΑΣ Π, ως δικαιούχου, από την οποία και (φέρεται ότι απορρέει η ένδικη απαίτηση στην οποία η καθ' ης και στηρίζει το δικαίωμά της να αξιώσει καταβολή, σύμφωνα με τα αναγραφόμενα στοιχεία και όρους στην φερόμενη ως αίτηση-σύμβαση. Ωστόσο από το περιεχόμενο του παραπάνω εγγράφου, στο οποίο η πληττόμενη στηρίχθηκε για την έκδοσή της, αναμφίβολα συνάγεται ότι δεν πρόκειται για σύμβαση. Ειδικότερα: το εν λόγω έντυπο με το λογότυπο ΤΡΑΠΕΖΑ Π χαρακτηρίζεται αίτηση, δεν φέρει ημεροχρονολογία, ούτε τόπο κατάρτισης, φέρει μόνο τα στοιχεία της αιτούσας (νυν ανακόπτουσας) για τη χορήγηση cashcard VISA και παραλαμβάνεται από δύο φυσικά πρόσωπα που θέτουν την υπογραφή τους, χωρίς από πουθενά να προκύπτει ότι η αίτηση και η πρόταση έγινε αποδεκτή άρα καταρτίστηκε σύμβαση, ούτε τα στοιχεία της κάρτας που η καθ’ ης επικαλείται ότι χορηγήθηκε στην ανακόπτουσα. Την αίτηση της ανακόπτουσας παραλαμβάνουν δύο φυσικά πρόσωπα (τα ονόματα των οποίων δεν είναι ευκρινή) που θέτουν υπογραφή, χωρίς ωστόσο να προκύπτει για λογαριασμό τίνος ενεργούν, ούτε ότι εγκρίθηκε το αίτημα για χορήγηση πιστωτικής κάρτας και καταρτίστηκε σύμβαση, με συγκεκριμένο αντισυμβαλλόμενο και ειδικότερα την επικαλούμενη εταιρεία. Κανένα στοιχείο αυτού δεν αναγράφεται, ούτε έχει τεθεί σφραγίδα του. Επίσης στο έγγραφο αυτό δεν αναγράφεται οποιοσδήποτε αριθμός και επομένως ούτε ο φερόμενος από την πληττόμενη ως αριθμός της αίτησης-σύμβασης, ώστε εν μέρει η απαίτηση να ταυτοποιείται.

 

Περαιτέρω οι επισυναπτόμενοι στην φερόμενη «ως σύμβαση» όροι, δεν φέρουν υπογραφές κανενός συμβαλλόμενου μέρους, ούτε της ανακόπτουσας, ώστε δεν συνιστούν έγγραφο κατά την έννοια του νόμου, ούτε μέρος τυχόν σύμβασης ώστε αυτή να διέπεται από αυτούς. Συνακόλουθα, η ανυπαρξία έγκυρης και ισχυρής έγγραφης σύμβασης και δη ουσιαστικής έννομης σχέσης από την οποία επιπρόσθετα χρειάζεται να προκύπτει ποια είναι τα αντισυμβαλλόμενα μέρη και όταν πρόκειται για νομικό πρόσωπο πως αυτό εκπροσωπείται, δεν μπορεί να θεμελιώσει νομιμοποίηση της καθ' ης για την υποβολή της αίτησης για την έκδοση της πληττόμενης διαταγής μετά της επιταγής προς πληρωμή, αφού δεν δύναται με βάση τα παραπάνω να ελεγχθούν οι επικαλούμενες μεταβιβάσεις της δήθεν έννομης σχέσης στην οποία η καθ' ης, υπό την ιδιότητα που παρίσταται στηρίζει το δικαίωμά της, ούτε να γίνει ταυτοποίηση.

Τα παραπάνω λαμβάνονται υπόψη και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο το οποίο προκειμένου να ερευνήσει περαιτέρω τον προτεινόμενο ως ανωτέρω λόγο της ανακοπής, χρειάζεται να αναφερθεί στην ουσιαστική έννομη σχέση στην οποία ο φερόμενος ως δικαιούχος στηρίζει τις αξιώσεις του, η οποία απαιτείται να έχει τα στοιχεία που απαιτεί ο νόμος για το υποστατό αυτής, όχι μόνο για το έγκυρο. Συνεπώς δεν υφίσταται νόμιμη έγγραφη σύμβαση, οι δε αναφερόμενοι από την πληττόμενη ως ουσιώδεις όροι αυτής, στο οπίσθιο μέρος του μη συνιστώντος, κατά την έννοια του νόμου σύμβαση, εγγράφου, είναι ανυπόγραφοι, ώστε δεν συνιστούν μέρος της δήθεν σύμβασης και να θεμελιώσουν εκατέρωθεν δικαιώματα και υποχρεώσεις, στα οποία η καθ' ης στηρίζει την αίτησή της και η πληττόμενη την έκδοσή της, επιπρόσθετα δε προδιατυπωμένοι με μικρά γράμματα, μη αναγνώσιμα δια γυμνού οφθαλμού, που ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί ότι το εν λόγω έγγραφο συνιστά σύμβαση, να δύναται να εκτιμηθεί το περιεχόμενο του, αφού δεν δύναται να διαβαστεί. Η προσκόμιση κι επίκληση του εν λόγω εγγράφου για την έκδοση της πληττόμενης από την καθ' ης, που κατά τους ισχυρισμούς της φέρεται ότι αποτελεί την γενεσιουργό αιτία της απαίτησής της, δημιουργεί στο Δικαστήριο αδυναμία για εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού και καταλύει το δικαίωμα της ανακόπτουσας να υπερασπισθεί επαρκώς τα δικαιώματά της και να θεμελιώσει τους λόγους ανακοπής της.

 

Πέραν τούτου, όπως η ανακόπτουσα ισχυρίζεται και αποδεικνύεται από τα έγραφα που η καθ’ ης προσκόμισε με επίκληση προκειμένου να εκδοθεί η πληττόμενη, στην από 16 Νοεμβρίου 2018 Σύμβαση διαχείρισης, καταρτισθείσας και υπογραφείσας μεταξύ της φερόμενης ως αποκτώσας εταιρείας «ΗΠ investment designated activity company» και της εταιρείας διαχείρισης «ΒΚ Α.Ε», καθώς και την σελίδα 1619 του οικείου παραρτήματος της σύμβασης αναγράφεται μόνο ο αριθμός του δανειακού λογαριασμού, χωρίς περαιτέρω στοιχεία, ώστε να δύναται να γίνει ταυτοποίηση της όποιας απαίτησης, που με βάση τα προαναφερόμενα σαφώς και συνάγεται στο γεγονός της ανυπαρξίας ουσιαστικής έννομης σχέσης και δη σύμβασης, μεταξύ των φερόμενων ως υποκειμένων αυτής. Επιπρόσθετα, προσκόμισε και το από 11.025/2021 πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Αθηνών .», στο οποίο εξειδικεύονται και περιορίζονται οι εξουσίες της καθ΄ης στα πλαίσια εκτέλεσης της ως άνω σύμβασης. Ωστόσο, η ως άνω σύμβαση, δεν περιλαμβάνει όπως απαιτείται από το άρθρο 2 του ν.4354/2015, που θεσπίζει τον συστατικό έγγραφο τύπο και το κατ’ ελάχιστο περιεχόμενο αυτού, το ποσό της απαίτησης αλλά ούτε και η αμοιβή διαχείρισης κι επομένως η από 16 Νοεμβρίου 2018 σλυμβαση διαχείρισης στην οποία η καθ ης στηρίζει την νομιμοποίησή της, τυγχάνει απόλυτα άκυρη κι ως εκ τούτου η καθ’ ης δεν νομιμοποιείτο ενεργητικά για την υποβολή της αίτησης επί της οποίας εκδόθηκε η πληττόμενη. Τέλος, στο προσκομιζόμενο κι επικαλούμενο από την καθ’ ης για την έκδοση της διαταγής πληρωμής πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Αθηνών . της «ΗΠ investment designated activity company», από τις αναφερόμενες σε αυτό εντολές στις οποίες εξειδικεύεται η από 16 Νοεμβρίου 2018 σύμβαση διαχείρισης, προκύπτει ότι η καθ’ ης διαχειρίστρια, έχει δικαίωμα να αιτείται την έκδοση διαταγής πληρωμής δια μέσω πληρεξούσιο δικηγόρου που θα διορίζει και θα ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό της «ΗΠ» κι επομένως η καθ΄ης δεν νομιμοποιείται να αιτηθεί στο όνομά της έκδοση διαταγής πληρωμής ούτε να εισπράξει οποιοδήποτε ποσό από τον οφειλέτη. Παρά ταύτα, την πληττόμενη την αιτήθηκε η καθ’ ης στο όνομά της με αίτημα την καταβολή στην ίδια του ποσού των 7.296,77 ευρώ πλέον τόκων, το οποίο έγινε δεκτό με την πληττόμενη και διατάχθηκε η ανακόπτουσα να της καταβάλει, με την ιδιότητα της διαχειρίστριας, το εν λόγω ποσό, ενώ δεν υφίσταται τέτοιο δικαίωμα και δεν νομιμοποιείτο ενεργητικά προς τούτο. Με βάση τα ανωτέρω, ο 1ος λόγος ανακοπής πρέπει να γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος, να γίνει δεκτή η κρινόμενη ανακοπή, παρέλκούσας της εξέτασης των λοιπών λόγων και να ακυρωθεί η πληττόμενη υπ’ αρίθ. ./2022 διαταγή πληρωμής μετά της παρά πόδας αυτής από 07.11.2022 επιταγής προς εκτέλεση που έχει τεθεί κάτω από το αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου αυτής. Η ως άνω συμπεριφορά της καθ’ ης, όπως προέκυψε από την αποδεικτική διαδικασία, είναι αντίθετη στα χρηστά ήθη και την καλή πίστη, οι ενέργειες δε για την έκδοση της πληττόμενης και ακολούθως δια των περιεχομένων στις προτάσεις της ισχυρισμών, είναι φανερά παρελκυστικές της δίκης, αφού εκθέτει πραγματικά περιστατικά αντίθετα στη γνώση της, χωρίς πληρότητα και αναληθή, με ασάφεια, παραβαίνοντας όσα ορίζονται στη διάταξη του άρθρου 116 ΚΠολΔ.  Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τα όσα προβλέπονται στη διάταξη του άρθρου 205 ΚΠολΔ, θα πρέπει να επιβληθεί στην καθ' ης χρηματική ποινή ύψους 1.500 ευρώ για παρελκυστική συμπεριφορά κατά τη διεξαγωγή της δίκης και μη τήρηση των κανόνων των χρηστών ηθών και της καλής πίστης καθώς και παραβίαση του καθήκοντος αλήθειας. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της ανακόπτουσας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της καθ' ης λόγω της ήττας της (176 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ TOYΣ ΛΟΓΟΥΣ AYTOYΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ παρόντων των διαδίκων.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή.

 

ΑΚΥΡΩΝΕΙ την υπ' αριθμ. ./2022 Διαταγή Πληρωμής του Ειρηνοδικείου Αθηνών μετά της από 07.11.2022 επιταγής προς πληρωμή.

 

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της καθ' ης τα δικαστικά έξοδα της ανακόπτουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (400) ευρώ.

 

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στην καθ' ης, χρηματική ποινή πεντακοσίων (1.500) ευρώ. Αντίγραφο της γνωστοποιηθεί αμέσως στο Υπουργείο Οικονομικών, της γραμματείας του παρόντος Δικαστηρίου.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στην Αθήνα, την 01.ΝΟΕ.2023 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ