ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

Ειρ (Ασφ.Μ.) Νεάπολης Βοϊων Λακωνίας 17/2023

 

 

Μετά την ακύρωση του πλειστηριασμού, χώρησε κατά το νόμο συνέχιση του πλειστηριασμού από υπερθεματιστή προκειμένου να επανεισπράξει το καταβληθέν πλειστηρίασμα. Η αναγκαστική εκτέλεση στηρίχθηκε στην αρχική υφιστάμενη κατάσχεση των ακινήτων, η οποία μετά την ακύρωση του  πλειστηριασμού αναβίωσε. Ωστόσο, κατόπιν αιτήματος του οφειλέτη, το αρμόδιο Ειρηνοδικείο, ανέτρεψε την κατάσχεση, κάνοντας δεκτό ότι παρήλθε διάστημα μεγαλύτερο του έτους από της επιβολής της κατάσχεσης και κρίνοντας μεταξύ άλλων ότι η δικαστική απόφαση που ακύρωσε τον αρχικό πλειστηριασμό τον εξαφάνισε από το χρόνο της διενέργειάς του, με αποτέλεσμα να μη θεωρείται γενόμενος, όπως η ακυρώσιμη δικαιοπραξία εξομοιώνεται με την εξ αρχής άκυρη.

 

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία της δικηγόρου Γυθείου Στέλλας Μπιρμπάκου, LL.M Criminal Law, Ph.D can European Criminal Law)  

 

 

 

 

Αριθμός απόφασης: 17/2023

 

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΝΕΑΠΟΛΕΩΣ ΒΟΙΩΝ ΛΑΚΩΝΙΑΣ

(Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων)

 

 

Αποτελούμενο από την Δόκιμη Ειρηνοδίκη Αγγελική Νανοπούλου και το γραμματέα Νικόλαο Σταθάκη.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 22-09-2023 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

Του αιτούντος: ., κατοίκου Ελαφονήσου Νομού Λακωνίας, με Α.Φ.Μ. ., ο οποίος παραστάθηκε κατά τη συζήτηση μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου του Στέλλας Κ. Μπιρμπάκου (Α.Μ./Δ.Σ.Γυθείου: 17).

 

Του καθ’ ου η αίτηση:  . του  ., κατοίκου ... ο οποίος παραστάθηκε κατά τη συζήτηση δια της πληρεξούσιας του δικηγόρου ... (Α.Μ. ...)

 

Της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαινούσης: ... εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε κατά τη συζήτηση δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της ...

 

Ο αιτών ζητεί να γίνει δεκτή η από 29-05-2023 αίτησή του, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αύξοντα αριθμό κατάθεσης ./2023 και προσδιορίστηκε να συζητηθεί για τις 22-09-2023. Κατά τη συζήτηση της ως άνω αίτησης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί.

 

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟΝ

 

 

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1019 παρ. 1 ΚΠολΔ, η κατάσχεση, εφόσον δεν ακολούθησε πλειστηριασμός μέσα σε ένα έτος αφότου επιβλήθηκε ή αναπλειστηριασμός μέσα σε έξι μήνες από τον πλειστηριασμό, ανατρέπεται αν το ζητήσει οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον, με απόφαση του Ειρηνοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου επιβλήθηκε η κατάσχεση, το οποίο δικάζει κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ. Από τη διατύπωση της ως άνω διάταξης, συνάγεται ότι το Δικαστήριο που διατάσσει την ανατροπή ερευνά μόνο την ύπαρξη των προϋποθέσεων του νόμου, κατόπιν αίτησης οποιοσδήποτε επικαλείται έννομο συμφέρον, καθόσον τούτο εκπληρώνει νομιμοποιητική λειτουργία (άρθρο 68 ΚΠολΔ) και υποχρεούται να ανατρέψει την κατάσχεση, εφόσον κατά το χρόνο συζήτησης συντρέχει η προϋπόθεση της παρέλευσης του νομίμου χρόνου που αρχίζει από την κατάσχεση. Έννομο συμφέρον για την ανατροπή της κατάσχεσης, δικαιολογεί ο οφειλέτης, ο τρίτος κύριος του ενυπόθηκου ακινήτου (ΑΠ 1531/1995, ανωτ. αριθ. 1), ή κάποιος από τους δανειστές του οφειλέτη, όχι όμως και ο υπερθεματιστής (Μπρίνιας V2 άρθρ. 1019 παρ. 663 σελ. 2199, Βαθρακοκοίλης άρθρ. 1019 αριθ. 16 σελ. 535), ακόμα και αν επικαλείται νομικό ελάττωμα του πλειστηριασθέντος και έλλειψη για τον λόγο αυτόν υποχρεώσεώς του προς καταβολή του πλειστηριάσματος (Νικολόπουλος, Ο αναπλειστηριασμός [1979] 144, βλ. και ΕιρΑιγ 28/1986, αδημ.). Η αίτηση, αν ασκείται από τον οφειλέτη, στρέφεται κατά του κατά τον χρόνο της ανατροπής επισπεύδοντoς, ενώ, αν ασκείται από δανειστή του καθ’ ου η εκτέλεση, απευθύνεται κατά του επισπεύδοντoς και κατά του οφειλέτη (ΕιρΑΘ 538/1995, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟS, Νικολόπουλος, σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος 11, έκδοση 2000, άρθρο 1019, αρ. 4, σελ. 1993).

 

Το Δικαστήριο γνωστοποιεί χωρίς υπαίτια καθυστέρηση την απόφαση στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, που οφείλει να σταματήσει κάθε παραπέρα ενέργεια και να ζητήσει να εγγράφει σχετική σημείωση στο βιβλίο κατασχέσεων. Η ανατροπή λογίζεται ότι έχει επέλθει ως προς όλους αφότου δημοσιευθεί η απόφαση. Περαιτέρω κατά τη διάταξη της παραγράφου 2 του ως άνω άρθρου εισάγονται εξαιρέσεις από το γενικό κανόνα της παραγράφου 1, σύμφωνα με τις οποίες, στις προθεσμίες της παραγράφου 1 δεν υπολογίζεται το χρονικό διάστημα από την έκδοση της απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 966 παρ. 3 και 4 ΚΠολΔ μέχρι την ημέρα του πλειστηριασμού που ορίστηκε με αυτή, ο χρόνος αναστολής εκτέλεσης που χορηγήθηκε με δικαστική απόφαση ή επήλθε με κοινή συναίνεση επισπεύδοντας και οφειλέτη και πιστοποιείται με συμβολαιογραφική πράξη, καθώς και ο χρόνος από 1 έως 31 Αυγούστου. Με την αναστολή με δικαστική απόφαση εξομοιώνεται και η συμφωνία δηλαδή η με συνδικαιοπραξία αναστολή της εκτέλεσης, ανεξάρτητα αν η αναστολή είναι προθεσμιακή ή γίνεται με μετατόπιση της ημερομηνίας διενέργειας του πλειστηριασμού. Επίσης δεν υπολογίζεται το χρονικό διάστημα μεταξύ της τελευταίας διεξαγωγής του πλειστηριασμού και της νέας ημερομηνίας διενέργειάς του, όταν κατά την πρώτη ματαιώθηκε λόγω έλλειψης πλειοδοτών (ΕιρΑθ 756/1986).

 

Από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 686 παρ. 6 ΚΠολΔ, στη διαδικασία των ασφαλιστικών, μέτρων στο μονομελές πρωτοδικείο ή στο ειρηνοδικείο η πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί και προφορικά, Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της αποφάσεως που θα εκδοθεί είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειες της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως του άρθρου 80 ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υποθέσεως. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου. Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ.

 

Ο αιτών ιστορεί ότι από και διά της συντάξεως της με αριθμό ./5.11.2020 εκθέσεως αναγκαστικής κατασχέσεως του δικαστικού επιμελητού της περιφερείας του Εφετείου Καλαμάτας ., την οποία προσκομίζει και επικαλείται, κατεσχέθησαν αναγκαστικώς τα αναφερόμενα σε αυτή και στην αίτησή του είκοσι ένα (21) συνολικώς ακίνητά του, ότι ο διενεργηθείς την 16.6.2021 πλειστηριασμός τους, γενόμενος ενώ ήταν ακόμη εκκρεμής η υπ’ αριθμόν εκθέσεως καταθέσεως ./2021 ανακοπή του, ακυρώθηκε με τη με αριθμό 36/2022 οριστική απόφαση τού Μονομελούς Πρωτοδικείου Γυθείου, επικυρωθείσα με τη με αριθμό 71/2023 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Καλαμάτας, τις οποίες επίσης προσκομίζει και επικαλείται, και ότι από την επιβολή τής αναγκαστικής κατασχέσεως των παραπάνω ακινήτων παρήλθε διάστημα μεγαλύτερο του έτους χωρίς να ανασταλεί η εκτέλεση, και ζητεί, ως ιδιοκτήτης τους και ως καθ' ού η εκτέλεση οφειλέτης, ν' ανατραπεί η κατάσχεσή τους.

 

Με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα, η αίτηση, η οποία στρέφεται κατά του .  ως επισπεύδοντος και επιβαλόντος την κατάσχεση, επεδόθη στον τελευταίο νομίμως και εμπροθέσμως (βλ. υπ’ αριθμό ..Η/2023 έκθεση επιδόσεως τού δικαστικού επιμελητού στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών ., την οποία προσκομίζει και επικαλείται ο αιτών), παραδεκτώς απευθύνεται στο Ειρηνοδικείο Νεαπόλεως Βοιών ως Ειρηνοδικείο της περιφερείας επιβολής της κατασχέσεως, είναι ποσοτικώς και ποιοτικώς επαρκώς ορισμένη, διότι ό,τι ιστορεί ο αιτών, επικαλούμενος άλλωστε ρητώς και προσκομίζων τις παραπάνω δικαστικές αποφάσεις, συνιστά τις προϋποθέσεις εφαρμογής της διατάξεως τού άρθρου 1019 παράγραφοι 1 καί 2 του ΚΠολΔ, ασκήθηκε με έννομο συμφέρον του ως κυρίου των κατασχεθέντων ακινήτων και ως καθ’ ού η εκτέλεση οφειλέτου, είναι νόμιμη, ερειδομένη στην παραπάνω διάταξη, και ερευνητέα από ουσιαστικής απόψεως.

 

Επειδή από το άρθρο 1019 παράγραφος 1 του ΚΠολΔ, με το οποίο σκοπείται η επίσπευση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως, η αποφυγή της παρελκύσεώς της από τον επισπεύδοντα, ο οποίος ενδεχομένως αδρανεί, και η αποτροπή της μακροχρονίου δεσμεύσεως των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτου, προκύπτει ότι το δικαστήριο που διατάσσει την ανατροπή της κατασχέσεως, ερευνά μόνον την ύπαρξη των νομίμων προϋποθέσεων της, εφ’ όσον δε συντρέχει η προϋπόθεση της παρελεύσεως του νομίμου χρόνου, είναι υποχρεωμένο να την διατάξει. Άμεση συνέπεια της αποφάσεως, η οποία έχει διαπλαστικό χαρακτήρα, είναι η κατάργηση τής εκτελεστικής διαδικασίας και η ακυρότητα των περαιτέρω διαδικαστικών πράξεων και του πλειστηριασμού, ο οποίος, εάν τυχόν γίνει, δικονομικώς πάσχει, εφ’ όσον έγινε σε χρόνο που δεν υπήρχε πλέον η κατάσχεση. Η προθεσμία του άρθρου 1019 παρ. 1 ΚΠολΔ αρχίζει να τρέχει από την επομένη της κατασχέσεως και όταν ακόμη επακολουθήσει αναγγελία που στηρίζεται σε εκτελεστό τίτλο, ώστε να εξομοιώνεται από το άρθρο 972 παρ. 2 εδ. β’ του ιδίου Κώδικος με κατάσχεση. Η προθεσμία τρέχει κανονικώς και δεν διακόπτεται ακόμη και όταν υποκατασταθεί στη θέση του επισπεύδοντος άλλος δανειστής που είχε υπέρ αυτού τις προϋποθέσεις να προχωρήσει αυτοτελώς σε κατάσχεση του πράγματος, δηλαδή εκτελεστό τίτλο και επίδοση επιταγής, σύμφωνα με το άρθρο 973 παρ. 2 ΚΠολΔ (Α.Π. 1531/1995, Ελ.Δνη 38/1548, 1549).

 

Εν προκειμένω, ο καθ’ ου, με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου διά της οποίας παρέστη κατά την συζήτηση της υποθέσεως, η οποία κατεχωρίσθη στα πρακτικά, και με το σημείωμά του, υποστηρίζει ότι η παραπάνω διάταξη δεν είναι εφαρμοστέα διότι ο πλειστηριασμός των ακινήτων επεσπεύσθη την 16.6.2021, ήτοι πριν από την συμπλήρωση έτους από της επιβολής της κατασχέσεως την 5.11.2020, και η μεταγενέστερη ακύρωσή του με την προαναφερθείσα τελεσίδικη απόφαση τού Μονομελούς Πρωτοδικείου Γυθείου, η οποία εδημοσιεύθη την 23.5.2022, ένδεκα μήνες μετά από τον πλειστηριασμό, ο οποίος ωλοκληρώθη, «ουδόλως τεκμηριώνει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1019 ΚΠολΔ». Ο ισχυρισμός του είναι όμως νόμω αβάσιμος και απορριπτέος διότι η ακύρωση του πλειστηριασμού με δικαστική απόφαση τον εξαφανίζει από τον χρόνο διενεργείας του (ex tunc), με αποτέλεσμα να θεωρείται μη γενόμενος, όπως η ακυρώσιμη δικαιοπραξία μετά από την ακύρωσή της εξομοιώνεται με την εξ αρχής άκυρη (αρ. 180, 184 Α.Κ.).

 

Περαιτέρω, χωρίς να προβάλλει ότι συντρέχει περίπτωση εκ της παραγράφου 2 τού άρθρου 1019 του ΚΠολΔ, εκτός από τον μη υπολογισμό του χρονικού διαστήματος από 1η μέχρι 31η Αυγούστου, υποστηρίζει ότι οι προϋποθέσεις εφαρμογής τού άρθρου 1019 του ΚΠολΔ δεν πληρούνται κατ’ εφαρμογή, ως προς τον χρόνο διενεργείας του πλειστηριασμού, της διατάξεως του άρθρου 993 παράγραφος 2 του αυτού Κωδικός, κατά την οποία ορίζεται υποχρεωτικώς σε επτά (7) μήνες από την ημερομηνία περατώσεως της κατασχέσεως και πάντως όχι μετά από την παρέλευση οκτώ μηνών από την ημερομηνία αυτή, ισχυριζόμενος ότι το διάστημα των επτά μηνών, που μεσολαβεί υποχρεωτικώς μεταξύ τής κατασχέσεως και του πλειστηριασμού, κατά το οποίο ευρίσκετο σε νομική αδυναμία συνεχίσεως της εκτελεστικής διαδικασίας, δεν πρέπει να προσμετρηθεί στην ενιαύσια προθεσμία της παραγράφου 1 του άρθρου 1019, η οποία σημειωτέον είναι καταχρηστική (Ειρ.Πολυκ. 17/1987, Αρμ. 1988/894). Εκτός όμως του ότι η διάταξη του άρθρου 993 παράγραφος 2 ΚΠολΔ είναι σύμφωνη και στοιχείται με την διάταξη του άρθρου 1019 παράγραφος 1 ΚΠολΔ, διότι επιβάλλει να διενεργηθεί ο πλειστηριασμός πριν από την συμπλήρωση έτους από της επιβολής της κατασχέσεως και μάλιστα εντός οκτώ μηνών από αυτής, αφ’ ενός αν ο νομοθέτης ήθελε να μην υπολογιστεί και το εν λόγω διάστημα, θα το προέβλεπε και περιελάμβανε ρητώς στην παράγραφο 2 τού άρθρου 1019 ΚΠολΔ, ως έπραξε αναφορικώς με το διάστημα από της εκδόσεως αποφάσεως κατά το άρθρο 966 παράγραφοι 3 και 4 ΚΠολΔ μέχρι της ημέρας του πλειστηριασμού που ωρίσθη με αυτήν, αφ’ ετέρου το δικαστήριο δεν μπορεί, χωρίς να παραβιάσει την συνταγματική αρχή της διακρίσεως και ανεξαρτησίας των κρατικών λειτουργιών, να διαστείλει, υποκαθιστάμενο στα έργα της νομοθετικής λειτουργίας, το πεδίο εφαρμογής της διατάξεως της παραγράφου 2 του άρθρου 1019 ΚΠολΔ, όπου, ακόμη και κατά τελολογική, πέραν από γραμματική, ερμηνεία της και αναζήτηση του αντικειμενικού νοήματος και σκοπού της, ο νομοθέτης δεν θέλησε να επεκταθεί.

 

Ομοίως νόμω αβάσιμοι και απορριπτέοι, κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 1019 ΚΠολΔ, είναι και οι ισχυρισμοί του ότι δεν πρέπει, προς συμπλήρωση της προκειμένης καταχρηστικής προθεσμίας, να συνυπολογιστούν τα διαστήματα: α) από της ασκήσεως των ανακοπών του αιτούντος ενώπιον τού Μονομελούς Πρωτοδικείου Γυθείου μέχρι της δημοσιεύσεως της υπ' αριθμόν 36/2022 οριστικής αποφάσεώς του, διά της οποίας εγένοντο δεκτές, β) από της ασκήσεως του ενδίκου μέσου της εφέσεως του ιδίου και της υπερθεματιστού εταιρείας ... κατά της παραπάνω αποφάσεώς του Μονομελούς Πρωτοδικείου Γυθείου μέχρι της δημοσιεύσεως της υπ’ αριθμόν αποφάσεως 71/2023 τού Μονομελούς Εφετείου Καλαμάτας, διά της οποίας εγένοντο δεκτές, εφ’ όσον ο αιτών δεν έλαβε αναστολή εκτελέσεως με δικαστική απόφαση ή συμβολαιογραφική πράξη συμφωνίας μεταξύ του ιδίου και του επισπεύδοντας, και εξαιρετέο θα ήταν μόνον το διάστημα από της δημοσιεύσεως της αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Γυθείου, διά της οποίας ακυρώθηκε ο πλειστηριασμός της 16.6.2021, η υπ’ αριθμόν ./13.7.2021 περίληψη κατακυρωτικής εκθέσεως της υπαλλήλου του πλειστηριασμού, συμβολαιογράφου Οιτύλου .  και οι μεταγενέστερες αυτού πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας, μέχρι της δημοσιεύσεως της αποφάσεώς Μονομελούς Εφετείου Καλαμάτας, αν με την τελευταία είχε εξαφανιστεί η πρώτη (βλ. Ειρ.ΑΘ. 471/1990, Δ 1990/432, 433), η οποία αντιθέτως, στην προκειμένη περίπτωση, επεκυρώθη.

 

Εξ άλλου, διά προφορικής δηλώσεως, καταχωρισθείσης στα πρακτικά, παραδεκτώς, κατά την παράγραφο 6 του άρθρου 686 τού ΚΠολΔ, και με έννομο συμφέρον, ως υπερθεματιστής των αναφερομένων στην με αριθμό ./16.6.2021 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού υπό στοιχεία ...-001, 005 και 008 κατασχεθέντων ακινήτων και κατακυρώσεως της άνω υπαλλήλου του πλειστηριασμού και επομένως αναγκαία ομόδικος του καθ' ου (αρ. 76 παρ. 1 ΚΠολΔ), παρενέβη στην δίκη προσθέτως αυτοτελώς (αρ. 80, 83 ΚΠολΔ) υπέρ του τελευταίου και προς απόρριψη της αιτήσεως, η ανώνυμη εταιρεία υπό την επωνυμία ... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ... και τον διακριτικό τίτλο ..., η οποία εδρεύει στον δήμο ... Αττικής, νομίμως εκπροσωπείται και με το σημείωμά της, συνομολογούσα την τελεσίδικη ακύρωση του πλειστηριασμού, προβάλλει ότι με βάση την τελεσίδικη διαπλαστική δικαστική απόφαση ακυρώσεως του πλειστηριασμού και έγγραφη βεβαίωση της υπαλλήλου του ότι το πλειστηρίασμα κατεβλήθη και διενεμήθη, επισπεύδει κατά το άρθρο 1018 του ΚΠολΔ, βάσει της ιδίας κατασχέσεως, νέο πλειστηριασμό των ακινήτων με την με αριθμό ./24.7.2023 δήλωση επισπεύσεως πλειστηριασμού, ο οποίος θα διενεργηθεί την 15.11.2023, προς ικανοποίηση της αξιώσεώς της ν' αναλάβει το ήδη καταβληθέν και διανεμηθέν πλειστηρίασμα, στην περίπτωσή της 390.000 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων μέχρις εξοφλήσεως.

 

Οι ισχυρισμοί της, ότι το άρθρο 1019 του ΚΠολΔ δεν εφαρμόζεται έναντι του υπερθεματιστού μετά από την ακύρωση τού πλειστηριασμού και ότι, ακόμη και αν ανατραπεί η κατάσχεση, η δήλωση επισπεύσεως νέου πλειστηριασμού την υποκαθιστά, είναι νόμω αβάσιμοι και απορριπτέοι διότι ο νέος πλειστηριασμός επισπεύδεται στο πλαίσιο της ιδίας εκτελεστικής διαδικασίας κατά του καθ’ ου, η οποία παραμένει εκκρεμής, και νέα κατάσχεση δεν απαιτείται, αν ο νέος πλειστηριασμός επισπεύδεται από τον υπερθεματιστή, μόνον όταν η παλαιά δεν έχει ακυρωθεί, ανατραπεί ή διαγράφει, άλλως είναι αναγκαία νέα κατάσχεση τόσον όταν τον νέο πλειστηριασμό επισπεύδει δανειστής του καθ' ου, όσον όταν τον επισπεύδει ο υπερθεματιστής βάσει του ιδιοτύπου υπέρ αυτού τίτλου και του ειδικού προνομίου της απαιτήσεώς του εκ του άρθρου 1018 ΚΠολΔ (Εφ.Αθ. 9.669/1990, Ελ.Δνη 1991/1.081, 1.082, Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεση, άρθρο 1018, παρ. 658δ, σελ. 2.177). Νόμω αβάσιμοι δε είναι, για τους λόγους που προεκτέθηκαν, και οι λοιποί ισχυρισμοί της περί μη συνυπολογισμού στην προθεσμία του άρθρου 1019 παράγραφος 1 του ΚΠολΔ των ιδίων ως άνω, προαναφερθέντων διαστημάτων, τα οποία και κατά τον καθ' ου θα έπρεπε να εξαιρεθούν αυτής αλλά κατά την παράγραφο 2 τού ιδίου άρθρου δεν εξαιρούνται.

 

Συνεπώς, δεν πρέπει να συνυπολογιστούν, διά την συμπλήρωση της παραπάνω προθεσμίας, αρξαμένης, ως προδιελήφθη, την επομένη της επιβολής της κατασχέσεως, ήτοι την 6.11.2020 : α) κατά το άρθρο 83 παράγραφος 1 περίπτωση α' τού νόμου 4790/2021, το διάστημα της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της χώρας από τής 7.11.2020 μέχρι και τής 6.4.2021 δυνάμει της υπό στοιχεία Δ1Α/ΓΠ. οικ. 71342 (ΦΕΚ Β/4899/6.11.2020) κοινής υπουργικής αποφάσεως, της οποίας η ισχύς παρετάθη έως και τις 6.4.2021, β) κατά την ιδία διάταξη, διάστημα επί πλέον δέκα ημερών από της λήξεώς της, προ της παρελεύσεως των οποίων δεν συμπληρώνεται, γ) κατά το άρθρο 83 παρ. 11 του ιδίου ως άνω νόμου, το διάστημα από τής 7.4.2021 μέχρι της 13.5.2021, δ) κατά το άρθρο 1019 παράγραφος 2 του ΚΠολΔ, το διάστημα από 1ης έως 31ης Αυγούστου του έτους 2021 και ε) το διάστημα, ως βασίμως ισχυρίζεται η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα, από 25.1.2022 έως 28.1.2022 βάσει της από 28.1.2022 πράξεως νομοθετικού περιεχομένου (ΦΕΚ Α 14/2022).

 

Επομένως, υπολογιζόμενων της 6.11.2020 και του χρόνου από 14.5.2021 έως 31.7.2021, 1.9.2021 έως 24.1.2022 καί 29.1.2022 έως 31.7.2022, συνεπληρώθη και παρήλθε, πριν από την 1η Αυγούστου του έτους 2022, διάστημα μεγαλύτερο του έτους από της επομένης της επιβολής της κατασχέσεως, με αποτέλεσμα να παρέλκει οιαδήποτε έρευνα συμπληρώσεως της εκ της παραγράφου 1 τού άρθρου 1019 του ΚΠολΔ προθεσμίας μετά από την 31.8.2022, ακόμη και εκ του νόμου παραταθείσης κατά δέκα (10) ημέρες, κατά συνέπεια και του συνυπολογισμού ή μη των αναφερομένων στην 16η και προτελευταία σελίδα τού σημειώματος της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβάσης υπό vii, viii, ix διαστημάτων, και η αίτηση να πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη, και κατ’ ουσίαν, καταδικαζόμενου του καθ’ ου, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα τού αιτούντος, κατά παραδοχή του νομίμου και βασίμου αιτήματος του τελευταίου.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΕΧΕΤΑΙ, την αίτηση.

 

ΑΝΑΤΡΕΠΕΙ την κατάσχεση των αναφερομένων στην με αριθμό ./5.11.202 έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως του δικαστικού επιμελητού της περιφερείας του Εφετείου Καλαμάτας . ακινήτων.

 

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τον γραμματέα του δικαστηρίου να γνωστοποιήσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στην υπάλληλο του πλειστηριασμού, συμβολαιογράφο Οιτύλου ., την απόφαση.

 

Καταδικάζει τον καθ' ου στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του αιτούντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των 200 ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στη Νεάπολη Βοιών σε έκτακτη δημοσία συνεδρίαση του δικαστηρίου στις 20-10-2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ                       Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

Αγγελική Νανοπούλου             Νικόλαος Σταθάκης