ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΕΔΑΔ
ΣΙΩΖΟΠΟΥΛΟΣ κατά ΕΛΛΑΔΟΣ (08.07.2025)
Παραβίαση από τη δικαστική εξουσία
δικονομικών κανόνων περί προθεσμιών και μείωση της αποζημίωσης απαλλοτριωθέντος ακινήτου. Οικονομική κρίση και
παρατεταμένη διαδικασία δέσμευσης επί αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. Ζημία
ιδιοκτήτη λόγω καθορισμού μη δίκαιης αποζημίωσης και μη λήψης υπόψη της
μακροχρόνιας δέσμευσης. - Νομοθετική ενσωμάτωση της νομολογίας του ΕΔΑΔ (άρθρο
61 ν. 5016/2023) ως μέτρο συμμόρφωσης της Ελλάδας.
(Η απόφαση δημοσιεύεται με επιμέλεια
των Τριανταφυλλιάς Καρανάτσιου, δικηγόρου Θεσ/κης, και Αριστοτέλη –
Βασιλείου Ιωαννίδη, ασκ. δικηγόρου)
ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ
ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΤΡΙΤΟ ΤΜΗΜΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ
ΣΙΩΖΟΠΟΥΛΟΣ κατά ΕΛΛΑΔΑΣ
(Προσφυγή
αριθ. 50261/16)
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ
8 Ιουλίου 2025
Η
απόφαση αυτή είναι τελεσίδικη. Μπορεί να υποστεί διορθώσεις ως προς τη μορφή.
Στην υπόθεση Σιωζόπουλος
κατά Ελλάδας
Το
Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (τρίτο τμήμα), συνεδριάζοντας
σε επιτροπή αποτελούμενο από:
Peeter
Roosma, Πρόεδρος
Ιωάννης
Κτιστάκις
Lətif Hüseynov,
δικαστές
και
Olga Chernishova, αναπληρώτρια γραμματέας τμήματος,
Αφού
έλαβε υπόψη :
την προσφυγή
(αριθ. 50261/16) κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας από δύο πολίτες του κράτους
αυτού, οι Ευθύμιος Σιωζόπουλος και Θωμάς Σιωζόπουλος (στο εξής προσφεύγοντες), γεννηθέντες το 1928 και το 1958 και διαμένοντες στη
Θεσσαλονίκη και στην Παλλήνη Αττικής, εκπροσωπούμενοι από τον Γ. Γκεσούλη, δικηγόρο στη Θεσσαλονίκη, οι οποίοι προσέφυγαν
στο Δικαστήριο στις 17 Αυγούστου 2016 βάσει του άρθρου 34 της Σύμβασης
για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών
(«η Σύμβαση»),
την απόφαση να γνωστοποιηθεί στην Ελληνική Κυβέρνηση («η
Κυβέρνηση»), εκπροσωπούμενη από την αντιπρόσωπό της, την κα Ν. Μαριόλη,
και τους εκπροσώπους της, τον κ. Κ. Γεωργιάδη, Νομικό Σύμβουλο του
Κράτους, και την κα Α. Μαγρίπη, Πάρεδρο του Νομικού
Συμβουλίου του Κράτους, η αιτίαση σχετικά με το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου αριθ..
1 της Σύμβασης και να κηρυχθεί απαράδεκτη η υπόλοιπη προσφυγή,
τις παρατηρήσεις των διαδίκων,
Αφού διασκέφθηκε σε δικαστικό συμβούλιο στις 17 Ιουνίου
2025, εκδίδει την ακόλουθη απόφαση, η οποία ελήφθη την ίδια
ημερομηνία:
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ
ΥΠΟΘΕΣΕΩΣ
1. Η υπόθεση αφορά τον κρίσιμο χρόνο που λήφθηκε υπόψη για τον καθορισμό
της αξίας απαλλοτριωθέντος ακινήτου που ανήκει στους
προσφεύγοντες και, ως εκ τούτου, για τον προσδιορισμό της οριστικής αποζημίωσης
απαλλοτρίωσης που τους οφειλόταν.
2. Στις 16 Ιουλίου 2009, το δημοτικό συμβούλιο Θεσσαλονίκης
διέταξε την απαλλοτρίωση οικοπέδου που ανήκε στους προσφεύγοντες με σκοπό την
ανέγερση σχολικών κτιρίων, υπέρ του Δήμου Θεσσαλονίκης και με δαπάνες του
Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων ("ΟΣΚ").
3. Στις 7 Δεκεμβρίου 2010, το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης διεξήγαγε ακροαματική
διαδικασία για τον καθορισμό της προσωρινής αποζημίωσης της απαλλοτρίωσης.
4. Στις 24 Μαρτίου 2011, με την υπ’ αριθ.. 7680/2011
απόφασή του, το Δικαστήριο καθόρισε την αποζημίωση σε 3.000 €/τ.μ..
5. Δεδομένου ότι η προσωρινή αποζημίωση απαλλοτρίωσης δεν είχε
καταβληθεί στους προσφεύγοντες εντός δεκαοκτώ μηνών από την απόφαση υπ’ αριθ..
7680/2011, η απαλλοτρίωση ήρθη αυτοδικαίως σύμφωνα με το άρθρο 11 του Κώδικα
Απαλλοτριώσεων (Ν.. 2882/2001). Στις 23 Οκτωβρίου 2012, βάσει της εν
λόγω διάταξης, οι προσφεύγοντες υπέβαλαν αίτηση προς τον Δήμο Θεσσαλονίκης για τη
διατήρηση της απαλλοτρίωσης. Στις 3 Ιουνίου 2013, η αίτησή τους έγινε δεκτή από
το Δημοτικό Συμβούλιο Θεσσαλονίκης και στις 4 Οκτωβρίου 2013 κατατέθηκε από τον
ΟΣΚ η προσωρινή αποζημίωση απαλλοτρίωσης υπέρ των προσφευγόντων.
6. Εν τω μεταξύ, τον Απρίλιο του 2011, ο Δήμος Θεσσαλονίκης και ο
ΟΣΚ υπέβαλαν ενώπιον του Εφετείου Θεσσαλονίκης («το Εφετείο») αίτηση για τον
καθορισμό της οριστικής αποζημίωσης της απαλλοτρίωσης στο ποσό των 1.200 €/τ.μ..
Οι προσφεύγοντες από την πλευρά τους υπέβαλαν στο ίδιο δικαστήριο αίτηση για να
καθοριστεί η αποζημίωση σε 7.047 ευρώ/τ.μ..
7. Η συζήτηση ενώπιον του
Εφετείου, η οποία είχε αρχικά οριστεί στις 28 Μαΐου 2012, αναβλήθηκε κατόπιν
αιτήματος του Δήμου Θεσσαλονίκης και τελικά διεξήχθη στις 23 Σεπτεμβρίου
2013.
8. Στις 3 Φεβρουαρίου 2014, με την απόφαση υπ’ αριθ.. 224/2014,
το Εφετείο έκρινε ότι ο κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της αξίας της
απαλλοτριωμένης εκτάσεως ήταν η συζήτηση ενώπιον του Εφετείου στις 23
Σεπτεμβρίου 2013 και όχι η συζήτηση ενώπιον του Πρωτοδικείου στις 7 Δεκεμβρίου
2010, δεδομένου ότι είχε παρέλθει χρονικό διάστημα άνω του ενός έτους από την
τελευταία αυτήν ημερομηνία. Θεωρώντας ότι η αξία της απαλλοτριωμένης έκτασης
στις 23 Σεπτεμβρίου 2013 είχε μειωθεί λόγω της οικονομικής κρίσης και της
ύφεσης στην αγορά ακινήτων, καθόρισε την οριστική αποζημίωση σε 1.200 €/τ.μ..
9. Στις 27 Ιανουαρίου 2015, οι προσφεύγοντες άσκησαν αναίρεση.
Υποστήριξαν ότι η μη τήρηση από τον πρόεδρο του Εφετείου των νομικών προθεσμιών
που προβλέπονται στον Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων οδήγησε το εν λόγω
δικαστήριο να υπολάβει νέο κρίσιμο χρόνο και, κατά συνέπεια, να καθορίσει
χαμηλότερη οριστική αποζημίωση από την προσωρινή αποζημίωση που είχε καθορίσει
το Πρωτοδικείο.
10. Με την υπ’ αριθ.. 49/2016 απόφασή του της 18ης
Ιανουαρίου 2016, ο Άρειος Πάγος απέρριψε την αναίρεση.
11. Η Κυβέρνηση παρείχε στο Δικαστήριο τις ακόλουθες πληροφορίες
σχετικά με τις διαδικασίες που εκκρεμούν επί του παρόντος.
12. Στις 20 Μαΐου 2016 η Ανώνυμη Εταιρεία «Κτιριακές Υποδομές»
(ΚΤΥΠ Α.Ε.), η οποία είχε εν τω μεταξύ αντικαταστήσει τον ΟΣΚ, κάλεσε τους
προσφεύγοντες να επιστρέψουν τη διαφορά μεταξύ του ποσού της οριστικής
αποζημίωσης της απαλλοτρίωσης, όπως αυτή καθορίστηκε με την απόφαση υπ’ αριθ..
224/2014 του Εφετείου και του ποσού που είχαν λάβει ως προσωρινή
αποζημίωση απαλλοτρίωσης. Η διαφορά ανερχόταν σε 350.623,33 ευρώ για τον πρώτο
προσφεύγοντα και σε 300.534,30 ευρώ για τον δεύτερο.
13. Στις 14 Ιουνίου 2016, οι προσφεύγοντες δήλωσαν σε απάντηση ότι
το ποσό της διαφοράς μεταξύ των δύο αποζημιώσεων συμψηφίζεται με οποιαδήποτε
αποζημίωση, συμπεριλαμβανομένης της ηθικής βλάβης, που τους οφειλόταν λόγω της
μακροχρόνιας δέσμευσης της ιδιοκτησίας τους.
14. Στις 29 Δεκεμβρίου 2016, οι προσφεύγοντες ζήτησαν από το
Δημόσιο, τον Δήμο Θεσσαλονίκης και την ΚΤΥΠ Α.Ε. αποζημίωση για την υλική και
ηθική βλάβη που δήλωσαν ότι υπέστησαν λόγω της παρατεταμένης απώλειας χρήσης
της απαλλοτριωμένης έκτασης. Το αίτημα αυτό απορρίφθηκε σιωπηρά.
15. Οι προσφεύγοντες προσέφυγαν στο Συμβούλιο Επικρατείας για να
ακυρωθεί η σιωπηρή απόρριψη του αιτήματός τους.
16. Με την απόφαση υπ’ αριθ.. 393/2021 που δημοσιεύθηκε
στις 24 Μαρτίου 2021, το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε την προσφυγή με το
σκεπτικό ότι η αξίωση αποζημίωσης για την απώλεια χρήσης της απαλλοτριωμένης
έκτασης δεν μπορούσε να ασκηθεί μετά την συντέλεση της απαλλοτρίωσης, ήτοι μετά
την καταβολή της σχετικής αποζημίωσης.
17. Εν τω μεταξύ, στις 26 Μαρτίου 2018, η ΚΤΥΠ Α.Ε. άσκησε δύο
αγωγές ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης («το Πολυμελές
Πρωτοδικείο») κατά των προσφευγόντων με αίτημα την ανάκτηση του ποσού της
διαφοράς μεταξύ των δύο αποζημιώσεων.
18. Με την υπ’ αριθ.. 5259/2019 απόφασή του, το Πολυμελές
Πρωτοδικείο ανέβαλε την έκδοση απόφασης επί της αγωγής που άσκησε η ΚΤΥΠ Α.Ε.
κατά του πρώτου προσφεύγοντος έως ότου το Συμβούλιο της Επικρατείας αποφανθεί
επί της αίτησης ακύρωσης που άσκησαν οι προσφεύγοντες. Μετά τη δημοσίευση της
υπ’ αριθ. 393/2021 απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας, το Πολυμελές
Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης διεξήγαγε ακροαματική διαδικασία στις 8 Μαρτίου 2022.
Κατά το χρόνο παροχής πληροφοριών προς το Δικαστήριο από την Κυβέρνηση, το
δικαστήριο δεν είχε ακόμη εκδώσει την απόφασή του.
19. Με την υπ’ αριθ. 2649/2022 απόφαση, το Πολυμελές
Πρωτοδικείο απέρριψε την αγωγή της KTYΠ A.E. κατά του δεύτερου προσφεύγοντος. Έκρινε
ότι ο τελευταίος μπορούσε να κρατήσει τη διαφορά μεταξύ των δύο αποζημιώσεων, στο
μέτρο που είχε εισπράξει την προσωρινή αποζημίωση απαλλοτρίωσης σύμφωνα με τη
διαδικασία του άρθρου 11 του Κώδικα Απαλλοτριώσεων. Εξήγησε ότι η διάταξη αυτή
αποκλείει τον επαναπροσδιορισμό της αποζημίωσης απαλλοτρίωσης όταν το αίτημα
των ενδιαφερόμενων ιδιοκτητών να διατηρήσουν μια απαλλοτρίωση που είχε αρθεί
αυτοδικαίως γίνεται δεκτό από τον υπερού η
απαλλοτρίωση.
ΤΟ ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
20. Το εφαρμοστέο εσωτερικό δίκαιο στην παρούσα υπόθεση εκτίθεται
στις αποφάσεις Πουλημένος κ.ά. κ. Ελλάδας (αριθ. προσφ.
41230/12, §§ 19-23, 20
Ιουλίου 2017), Τσιγαράς κ. Ελλάδας ([Επιτροπή],
αριθ. προσφ. 12576/12, §§ 13-14, 14 Νοεμβρίου 2019)
και BACHT A.E. κ. Ελλάδας ([Επιτροπή], αριθ. προσφ.
49215/18, §§ 16-20, 2 Ιουνίου
2022).
21. Ακολουθώντας τη διατύπωση του άρθρου 17 § 2 του Συντάγματος,
το άρθρο 13 § 1 του Κώδικα Απαλλοτριώσεων (ν. 2882/2001), στην εκδοχή που ίσχυε
κατά το χρόνο της διαφοράς, προέβλεπε τα εξής:
«Η αποζημίωση πρέπει να
είναι πλήρης και να ανταποκρίνεται στην αξία του απαλλοτριωμένου ακινήτου κατά
το χρόνο της συζήτησης ενώπιον του δικαστηρίου για τον προσωρινό προσδιορισμό
της αποζημίωσης ή, σε περίπτωση απευθείας αίτησης για οριστικό προσδιορισμό,
κατά το χρόνο της συζήτησης για τον προσδιορισμό αυτόν. Αν η συζήτηση για τον
οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης διεξαχθεί μετά την παρέλευση έτους από τη
συζήτηση για τον προσωρινό προσδιορισμό, τότε για τον προσδιορισμό της
αποζημίωσης λαμβάνεται υπόψη η αξία κατά τον χρόνο συζήτησης για τον οριστικό
προσδιορισμό, εφόσον αυτή υπερβαίνει την κατά τον χρόνο συζήτησης για τον
προσωρινό προσδιορισμό αξία του απαλλοτριωμένου ακινήτου (...)».
22. Το άρθρο 61 του νόμου αριθ. 5016/2023, ο οποίος
τέθηκε σε ισχύ στις 4 Φεβρουαρίου 2023, τροποποίησε το δεύτερο εδάφιο του
άρθρου 13 § 1 του Κώδικα Απαλλοτριώσεων, το οποίο έχει πλέον ως εξής
«Αν η συζήτηση για τον
οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης διεξαχθεί μετά την παρέλευση έτους από τη
συζήτηση για τον προσωρινό προσδιορισμό, τότε για τον προσδιορισμό της
αποζημίωσης λαμβάνεται υπόψη η αξία κατά τον χρόνο συζήτησης για τον οριστικό
προσδιορισμό, εφόσον αυτή υπερβαίνει την κατά τον χρόνο συζήτησης για τον
προσωρινό προσδιορισμό αξία του απαλλοτριωμένου ακινήτου.»
23. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου υπ’ αριθ.. 5016/2023,
το άρθρο 61 εισήχθη για να ευθυγραμμιστεί το εθνικό δίκαιο με τη νομολογία του
Δικαστηρίου που απορρέει από τις προαναφερθείσες αποφάσεις Πουλημένος, Τσιγαράς και BACHT AE σχετικά με το ζήτημα του
κρίσιμου χρόνου που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό της αξίας του απαλλοτριωθέντος ακινήτου και, κατά συνέπεια, για να
επιλυθούν τα ζητήματα που αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 13 § 1 του Κώδικα
Απαλλοτριώσεων.
24. Σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 20 § 3 του Κώδικα
Απαλλοτριώσεων:
«Ο πρόεδρος του εφετείου ορίζει δικάσιμο σε χρόνο όχι βραχύτερο
από τριάντα ημέρες ούτε μακρότερο από σαράντα ημέρες από την κατάθεση της
αίτησης.».
ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΠΙΚΑΛΟΥΜΕΝΗ
ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΑΡΙΘ. 1
25. Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η μη τήρηση των νόμιμων
προθεσμιών από τον Πρόεδρο του Εφετείου οδήγησε το εν λόγω δικαστήριο να υπολάβει
τον χρόνο της συζήτησης ενώπιόν του ως κρίσιμο χρόνο
για τον προσδιορισμό της αξίας της περιουσίας τους και, κατά συνέπεια, να
καθορίσει αποζημίωση μειωμένη κατά 60% σε σχέση με την προσωρινή αποζημίωση της
απαλλοτρίωσης που είχε καθορίσει το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, κατά παράβαση του
άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου αριθ. 1 της Σύμβασης.
A. Ως προς το παραδεκτό
26. Η Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι οι προσφεύγοντες δεν έχουν την
ιδιότητα του θύματος, δεδομένου ότι δεν έχουν ακόμη επιστρέψει τη διαφορά
μεταξύ των δύο αποζημιώσεων και δεν έχουν υποστεί καμία ζημία. Κατά την άποψή
της, η αιτίαση των προσφευγόντων θα έπρεπε να απορριφθεί λόγω εκκρεμοδικίας,
δεδομένου ότι οι δύο αγωγές που άσκησε η KTYΠ A.E. κατά των προσφευγόντων για
την ανάκτηση του ποσού της διαφοράς μεταξύ των δύο αποζημιώσεων εκκρεμούν ακόμη
ενώπιον των αρμόδιων εθνικών δικαστηρίων. Κατά την άποψη της Κυβέρνησης, οι
αγωγές αυτές σχετίζονται με το αντικείμενο της παρούσας υπόθεσης και η έκβασή
τους είναι καθοριστική ως προς το αν οι προσφεύγοντες υπέστησαν ή όχι
υπερβολική και δυσανάλογη επιβάρυνση κατά την έννοια του άρθρου 1 του
Πρωτοκόλλου αριθ. 1 της Σύμβασης. Προβάλλει επίσης ότι η αξίωση των
προσφευγόντων πρέπει να απορριφθεί λόγω μη εξάντλησης των εσωτερικών ένδικων
μέσων, δεδομένου ότι οι προσφεύγοντες δεν έθεσαν το ζήτημα του κρίσιμου χρόνου ενώπιον του
Εφετείου Θεσσαλονίκης, αλλά μόνο ενώπιον του Αρείου Πάγου. Επιπλέον, θεωρεί ότι
οι προσφεύγοντες δεν έθεσαν το ζήτημα της παραβίασης του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου
αριθ.. 1 ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης ως άμυνα
στις εκκρεμείς αγωγές. Τέλος, υποστηρίζει ότι η αιτίαση των προσφευγόντων ήταν
αδικαιολόγητη, δεδομένου ότι δεν ενημέρωσαν το Δικαστήριο για την ύπαρξη των
προαναφερόμενων εκκρεμών αγωγών.
27. Οι προσφεύγοντες αντιτείνουν ότι η αιτίασή τους προκύπτει από
τις αποφάσεις του Εφετείου και του Αρείου Πάγου και όχι από το αν έπρεπε να
επιστραφεί ή όχι το ποσό της διαφοράς μεταξύ των δύο αποζημιώσεων. Επισημαίνουν
ότι οι εκκρεμείς αγωγές δεν ασκήθηκαν από αυτούς αλλά εναντίον τους και ότι,
κατά συνέπεια, δεν αποτελούν ένδικα μέσα που πρέπει να εξαντληθούν από αυτούς.
Προσθέτουν ότι αντιτάχθηκαν στις αγωγές αυτές, αλλά για λόγους διαφορετικούς
από εκείνους που εξετάζει το Δικαστήριο στην παρούσα υπόθεση, ήτοι για την
παρατεταμένη απώλεια της χρήσης του οικοπέδου τους. Ως εκ τούτου, θεωρούν ότι
οι υποθέσεις αυτές δεν μπορούν να επηρεάσουν το ζήτημα του ύψους της
αποζημίωσης από τα εθνικά δικαστήρια, το οποίο κρίθηκε οριστικά σε εθνικό
επίπεδο.
28. Το Δικαστήριο θεωρεί ότι οι αγωγές που εκκρεμούν ενώπιον των
εθνικών δικαστηρίων, οι οποίες στρέφονται κατά των προσφευγόντων και ζητούν την
ανάκτηση του ποσού της διαφοράς μεταξύ των δύο αποζημιώσεων, δεν αφορούν τον
κρίσιμο χρόνο που έλαβε υπόψη το Εφετείο για τον καθορισμό της οριστικής
αποζημίωσης απαλλοτρίωσης, ζήτημα που βρίσκεται στο επίκεντρο της παρούσας
υποθέσεως. Παρατηρεί ότι, κατά παραδοχή της ίδιας της Κυβέρνησης (βλ. σκέψη 32
κατωτέρω), το ζήτημα αυτό έχει επιλυθεί οριστικά με την απόφαση υπ’ αριθ..
49/2016 του Αρείου Πάγου, την οποία οι προσφεύγοντες αμφισβητούν ενώπιον
του Δικαστηρίου. Επισημαίνει, εξάλλου, ότι η αιτίαση των προσφευγόντων σχετικά
με τον κρίσιμο χρόνο αναπτύχθηκε εκτενώς στην αίτηση αναίρεσής
τους.
29. Ως εκ τούτου, οι ενστάσεις που προβάλλει η Κυβέρνηση πρέπει να
απορριφθούν.
30. Διαπιστώνοντας ότι η αιτίαση δεν είναι προδήλως αβάσιμη ή
απαράδεκτη για οποιονδήποτε άλλο λόγο βάσει του άρθρου 35 της Σύμβασης, το
Δικαστήριο την κηρύσσει παραδεκτή.
B. Ως προς την ουσία
31. Οι προσφεύγοντες βασίζονται στη νομολογία του Δικαστηρίου που
προκύπτει από τις προαναφερθείσες αποφάσεις Πουλημένος, Τσιγαράς
και BACHT AE. Θεωρούν ότι το νέο άρθρο 61 του νόμου 5016/2023, το
οποίο δεν είχε τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου από την Κυβέρνηση, επιλύει το νομικό
ζήτημα που προκύπτει από την υπόθεση. Κατά την άποψή τους, η διάταξη αυτή
αναγνωρίζει ότι η μείωση της αποζημίωσης απαλλοτρίωσης που οφείλεται κατά τον
νέο κρίσιμο χρόνο που υιοθέτησε το Εφετείο λόγω της παρέλευσης ενός και πλέον
έτους από τη συζήτηση για τον καθορισμό της προσωρινής αποζημίωσης δεν είναι
σύμφωνη με τη Σύμβαση. Οι προσφεύγοντες προσθέτουν ότι δεν ζήτησαν καμία
αναβολή της συζήτησης και ότι η μείωση της τιμής θα είχε αποφευχθεί εάν είχαν
τηρηθεί οι νόμιμες προθεσμίες.
32. Η Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν
αντιταχθεί στην αναβολή της συζήτησης ενώπιον του Εφετείου. Κατά την άποψή
τους, ο καθορισμός οριστικής αποζημίωσης σημαντικά χαμηλότερης από την
προσωρινή δεν οφείλεται αποκλειστικά στην υποτιθέμενη καθυστέρηση της συζήτησης
στο Εφετείο για τον καθορισμό της αποζημίωσης, αλλά και στην πτώση των τιμών
λόγω της οικονομικής κρίσης. Κατά την άποψή της, η παρούσα υπόθεση διαφέρει
σημαντικά από τις τρεις υποθέσεις που αναφέρθηκαν από τους προσφεύγοντες,
δεδομένου ότι το χρονικό διάστημα των τριάντα τριών μηνών μεταξύ των δύο συζητήσεων
(σχετικά με τον καθορισμό της προσωρινής και της οριστικής αποζημίωσης
αντίστοιχα) ήταν σημαντικά μικρότερο από ό,τι στις άλλες υποθέσεις. Η Κυβέρνηση
υποστηρίζει περαιτέρω ότι το άρθρο 61 του νόμου υπ’ αριθ.. 5016/2023
δεν ήταν εφαρμοστέο στην υπόθεση και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να επιλύσει την
υπόθεση, η οποία είχε επιλυθεί οριστικά με την απόφαση υπ’ αριθ. 49/2016
του Αρείου Πάγου.
33. Το Δικαστήριο κρίνει ότι, αντίθετα με ό,τι ισχυρίζεται η
Κυβέρνηση, η παρούσα υπόθεση δεν διαφέρει από εκείνες που κρίθηκαν στις
προαναφερθείσες αποφάσεις Πουλημένος, Τσιγαράς και
BACHT AE. Ιδιαίτερα, στην τελευταία περίπτωση, η οποία αφορούσε μια
όμοια περίπτωση, το Δικαστήριο έκρινε ότι, λαμβάνοντας τον χρόνο της συζήτησης ενώπιόν του ως κρίσιμο χρόνο για τον προσδιορισμό της αξίας
του απαλλοτριωτέου ακινήτου, η απόφαση του Εφετείου (που επικυρώθηκε από εκείνη
του Αρείου Πάγου) δεν ήταν σύμφωνη ούτε με το γράμμα των άρθρων 20 §§ 3 και 6
του Κώδικα Απαλλοτριώσεων, ούτε με το πνεύμα των άρθρων 17 του Συντάγματος και
13 του Κώδικα Απαλλοτριώσεων, τα οποία αποσκοπούν στο να διασφαλίσουν ότι οι ιδιοκτήτες
απαλλοτριωθέντων μπορούν να λάβουν αποζημίωση που
υπολογίζεται στη δικαιότερη τιμή για την απαλλοτρίωση της περιουσίας τους.
Έτσι, το Εφετείο, το οποίο ήταν αρμόδιο για τον καθορισμό της οριστικής τιμής,
δεν έλαβε υπόψη του το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της παραπομπής
της υπόθεσης σε αυτό και του χρόνου κατά την οποία έλαβε χώρα η συζήτηση, και
δεν έλαβε υπόψη του ότι η πτώση των τιμών των ακινήτων επήλθε κατά τη διάρκεια
αυτής της υπερβολικά μεγάλης καθυστέρησης της συζήτησης. Η καθυστέρηση αυτή, η
οποία ήταν αδικαιολόγητη και εκτός των προθεσμιών που προβλέπει ο νόμος, είχε
ως αποτέλεσμα τον καθορισμό ενός ιδιαίτερα χαμηλού ποσού και την επιδίκαση
αποζημίωσης απαλλοτρίωσης που δεν τηρούσε τη δίκαιη ισορροπία μεταξύ της
διασφάλισης του δικαιώματος ιδιοκτησίας και των απαιτήσεων του δημοσίου
συμφέροντος (BACHT AE, ό.π., §§ 46-47).
34. Το Δικαστήριο δεν βλέπει κανέναν λόγο να παρεκκλίνει από την
προσέγγιση αυτή στην παρούσα υπόθεση. Παρατηρεί ότι η ακροαματική διαδικασία
ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου για τον καθορισμό της προσωρινής
αποζημίωσης πραγματοποιήθηκε στις 7 Δεκεμβρίου 2010 (βλέπε παράγραφο
3 ανωτέρω). Ωστόσο, ενώ το άρθρο 20 § 3 του Κώδικα Απαλλοτριώσεων
προβλέπει προθεσμία 30 έως 40 ημερών από την ημερομηνία παραπομπής (εν προκειμένω,
τον Απρίλιο του 2011) για τον καθορισμό της ακροαματικής διαδικασίας από τον
Πρόεδρο του Εφετείου, ο τελευταίος την όρισε για τις 23 Σεπτεμβρίου
2013 (βλ. σκέψη 8 ανωτέρω). Ως προς το σημείο αυτό, το Δικαστήριο
υπενθυμίζει ότι η συζήτηση ενώπιον του Εφετείου, η οποία είχε αρχικά οριστεί
για τις 28 Μαΐου 2012, αναβλήθηκε μόνο μία φορά κατόπιν αιτήματος του Δήμου
Θεσσαλονίκης. Θεωρεί ότι ήταν άσχετο το γεγονός ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν
αντιταχθεί στην αναβολή, η οποία, εν πάση περιπτώσει,
δεν αποδιδόταν σε υπαιτιότητά τους. Συνεπώς, το Εφετείο, εκτιμώντας ότι κατά τον
χρόνο της συζήτησης ενώπιόν του, ήτοι την 23η
Σεπτεμβρίου 2013, η αξία του απαλλοτριωθέντος ακινήτου
είχε μειωθεί λόγω της οικονομικής κρίσης και της ύφεσης στην αγορά ακινήτων,
καθόρισε την οριστική αποζημίωση απαλλοτρίωσης σε σημαντικά χαμηλότερη από
αυτήν που όρισε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, χρησιμοποιώντας ως κρίσιμο χρόνο την
7η Δεκεμβρίου 2010.
35. Το Δικαστήριο κρίνει ότι η οριστική αποζημίωση απαλλοτρίωσης
που επιδικάστηκε στους προσφεύγοντες, η οποία ήταν σημαντικά χαμηλότερη από
εκείνη που καθόρισε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεν συνδεόταν εύλογα με την αξία
της περιουσίας τους και ότι οι προσφεύγοντες έπρεπε, ως εκ τούτου, να
επωμιστούν δυσανάλογο και υπερβολικό βάρος.
36. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει, εξάλλου, ότι, σύμφωνα με την
αιτιολογική έκθεση του νόμου 2985/2002, ο οποίος εισήγαγε το άρθρο 13 § 1 στον
Κώδικα Απαλλοτριώσεων, σε περίπτωση καθυστέρησης (δηλαδή, εάν έχει παρέλθει ένα
έτος από τη συζήτηση για τον καθορισμό της προσωρινής αποζημίωσης), ο χρόνος
της συζήτησης για τον καθορισμό της οριστικής αποζημίωσης απαλλοτρίωσης λαμβάνεται
υπόψη «προς όφελος του δικαιούχου». Προκύπτει ότι ο νέος κρίσιμος χρόνος
καθορίζεται υπέρ του δικαιούχου σε περίπτωση αύξησης της αξίας του απαλλοτριωθέντος ακινήτου μεταξύ των δύο συζητήσεων.
Ταυτόχρονα, δεν συνάδει με το πνεύμα του άρθρου 13 § 1 η εφαρμογή του
νέου κρίσιμου χρόνου σε βάρος του ιδιοκτήτη του απαλλοτριωθέντος,
όταν δεν τηρήθηκαν οι προθεσμίες που προβλέπει το εθνικό δίκαιο, με αντίθετο
αποτέλεσμα, δηλαδή όταν η αξία του απαλλοτριωμένου μειώθηκε εν τω μεταξύ. Εν
προκειμένω, το Δικαστήριο σημειώνει με ικανοποίηση την έκδοση του άρθρου 61 του
νόμου 5016/2023 (βλ. σκέψη 22 ανωτέρω) που τροποποιεί το άρθρο 13 § 1 του
Κώδικα Απαλλοτριώσεων, το οποίο αντανακλά πλέον τη νομολογία που προκύπτει από
τις προαναφερθείσες αποφάσεις Πουλημένος, Τσιγαράς
και BACHT AE.
37. Με βάση τα ανωτέρω, το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι
υπήρξε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου αριθ.. 1 της
Σύμβασης.
ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 41 ΤΗΣ
ΣΥΜΒΑΣΗΣ
38. Οι προσφεύγοντες διευκρινίζουν ότι, στο μέτρο που δεν έχουν
έως σήμερα επιστρέψει τη διαφορά μεταξύ της προσωρινής αποζημίωσης και της
οριστικής αποζημίωσης για την απαλλοτρίωση, δεν υπήρχε κανένας λόγος να τους
επιδικάσει το Δικαστήριο ένα ποσό για υλική ζημία. Προτείνουν την έκδοση
διαπιστωτικής απόφασης και θεωρούν ότι το Δικαστήριο πρέπει να υποχρεώσει το
εναγόμενο κράτος να διακόψει τις δικαστικές διαδικασίες για την ανάκτηση του
ποσού της εν λόγω διαφοράς. Αν το αίτημα αυτό απορριφθεί, οι προσφεύγοντες
ζητούν από το Δικαστήριο να τους επιδικάσει το ποσό της διαφοράς.
39. Οι προσφεύγοντες ζητούν επίσης 10.000 ευρώ ο καθένας για ηθική
βλάβη.
40. Τέλος, οι προσφεύγοντες ζητούν τουλάχιστον 2.300 ευρώ για τα
δικαστικά έξοδα που τους επιβλήθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Αρείου
Πάγου και 1.600 ευρώ για την αμοιβή του πληρεξουσίου τους, η οποία υπολογίστηκε
σύμφωνα με τον Κώδικα Δικηγόρων με βάση 80 ευρώ ανά ώρα εργασίας (στην παρούσα
υπόθεση χρειάστηκαν 20 ώρες). Όσον αφορά τη δικηγορική αμοιβή, οι προσφεύγοντες
υπέβαλαν στο Δικαστήριο σημείωμα σχετικά με τον υπολογισμό του ποσού αυτού,
υπογεγραμμένο από τον πληρεξούσιό τους.
41. Η Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να
διατάξει το εναγόμενο κράτος να τερματίσει τις δικαστικές διαδικασίες για την
ανάκτηση της διαφοράς μεταξύ των δύο αποζημιώσεων, καθώς ένα τέτοιο αίτημα δεν είναι
συμβατό με τα άρθρα 41 και 46 της Σύμβασης ούτε με την αρχή της
επικουρικότητας. Θεωρεί ότι το ποσό που ζητήθηκε για ηθική βλάβη είναι
υπερβολικό, ασαφές και εντελώς αδικαιολόγητο και ότι μια διαπίστωση παραβίασης
της Σύμβασης στην παρούσα υπόθεση θα αποτελούσε επαρκή δίκαιη ικανοποίηση για
οποιαδήποτε ζημία υπέστησαν οι προσφεύγοντες. Επιπλέον, εκτιμά ότι το ποσό των
2.300 ευρώ δεν είχε καμία αιτιώδη συνάφεια με την παραβίαση του άρθρου 1 του
Πρωτοκόλλου αριθ.. 1 και ότι το ποσό των 1.600 ευρώ δεν αποδεικνύεται
με κάποιο κατάλληλο έγγραφο.
42. Το Δικαστήριο επισημαίνει κατ' αρχάς ότι οι προσφεύγοντες, οι
οποίοι δεν έχουν μέχρι σήμερα επιστρέψει τη διαφορά μεταξύ των δύο αποζημιώσεων,
δεν έχουν προβάλει καμία αξίωση για υλική ζημία. Θεωρεί ότι δεν υπάρχει λόγος
να τους επιδικαστεί οποιοδήποτε ποσό ως προς αυτό.
43. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει επίσης ότι, σύμφωνα με το άρθρο 46
της Σύμβασης, το εναγόμενο κράτος που κρίθηκε υπεύθυνο για παραβίαση της
Σύμβασης ή των πρωτοκόλλων της, καλείται όχι μόνο να καταβάλει στους
ενδιαφερομένους τα ποσά που επιδικάστηκαν ως δίκαιη ικανοποίηση, αλλά και να
επιλέξει, υπό την εποπτεία της Επιτροπής Υπουργών, τα γενικά και/ή, κατά
περίπτωση, τα ατομικά μέτρα που πρέπει να ενσωματωθούν στην εσωτερική του έννομη
τάξη, προκειμένου να τερματιστεί η παραβίαση που διαπίστωσε το Δικαστήριο και
να εξαλειφθούν κατά το δυνατόν οι συνέπειές της (βλ. μεταξύ άλλων, Verein Klimaseniorinnen
Schweiz κ.λπ. κατά. Ελβετία [GC], αριθ. 53600/20,
§ 655, 9 Απριλίου 2024). Υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης,
το Δικαστήριο δεν θεωρεί αναγκαίο να διατάξει το εναγόμενο κράτος να τερματίσει
τις εκκρεμείς αγωγές με σκοπό την ανάκτηση της διαφοράς μεταξύ των δύο αποφάσεων.
44. Όσον αφορά την ηθική βλάβη, το Δικαστήριο εκτιμά ότι οι
προσφεύγοντες πρέπει να έχουν υποστεί ζημία λόγω της απογοήτευσης που προκάλεσε
η προσέγγιση των εθνικών δικαστηρίων και τους επιδικάζει από κοινού 2.000 ευρώ
ως προς το θέμα αυτό, συν οποιοδήποτε ποσό ενδέχεται να οφείλεται επί του ποσού
αυτού ως φόρος.
45. Όσον αφορά τα δικαστικά έξοδα στα οποία ο Άρειος Πάγος καταδίκασε
τους προσφεύγοντες, από την απόφαση 49/2016 του Αρείου Πάγου προκύπτει ότι το
ποσό αυτό ανήλθε σε 2.700 ευρώ για καθέναν από τους προσφεύγοντες. Το
Δικαστήριο σημειώνει ότι, ακόμη και αν το ποσό που ζητείται, ήτοι 2.300 ευρώ,
δεν αντιστοιχεί στο ποσό που αναφέρεται στην προαναφερθείσα απόφαση, τα εν λόγω
δικαστικά έξοδα έχουν αιτιώδη συνάφεια με τη διαπιστωθείσα παραβίαση.
Ως εκ τούτου, κρίνει εύλογο να επιδικάσει στους προσφεύγοντες από
κοινού 2.300 ευρώ ως προς το θέμα αυτό, πλέον κάθε ποσού που μπορεί να
οφείλεται από το ποσό αυτό ως φόρος από τους προσφεύγοντες.
46. Το Δικαστήριο επισημαίνει επίσης ότι η ύπαρξη εξόδων για την
αμοιβή του πληρεξουσίου διαπιστώνεται εάν ο προσφεύγων την έχει καταβάλει ή
πρέπει να την καταβάλει. Οι προσφεύγοντες δεν προσκόμισαν κανένα τιμολόγιο ή
σημείωμα αμοιβής που να επιτρέπει να διαπιστωθεί ότι τα αιτούμενα ποσά
καταβλήθηκαν πράγματι. Συνεπώς, οι σχετικοί ισχυρισμοί τους πρέπει να
απορριφθούν.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛOΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
ΟΜΟΦΩΝΑ,
1. Κηρύσσει παραδεκτή
την προσφυγή σχετικά με το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου αριθ.. 1 της
Σύμβασης,
2. Αποφαίνεται ότι υπήρξε
παραβίαση του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου αριθ. 1 της Σύμβασης,
3. Αποφαίνεται
α) ότι το καθού κράτος
οφείλει να καταβάλει στους προσφεύγοντες από κοινού, εντός προθεσμίας τριών
μηνών, τα ακόλουθα ποσά :
i. 2 000 ευρώ (δύο χιλιάδες ευρώ), συν
οποιοδήποτε ποσό μπορεί να οφείλεται επί του ποσού αυτού ως φόρος, για ηθική
βλάβη ,
ii. 2.300 ευρώ (δύο χιλιάδες
τριακόσια ευρώ), πλέον κάθε ποσού που μπορεί να οφείλονται στο ποσό αυτό από
τους προσφεύγοντες ως φόρος, για έξοδα και δαπάνες,
β) ότι από τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας μέχρι
την καταβολή, τα ποσά αυτά υπόκεινται σε απλό τόκο με επιτόκιο ίσο με το
επιτόκιο της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής
Τράπεζας που ισχύει κατά την περίοδο αυτή, προσαυξημένο κατά τρεις ποσοστιαίες
μονάδες,
4. Απορρίπτει την
αίτηση δίκαιης ικανοποιήσεως κατά τα λοιπά.
Συντάχθηκε στα γαλλικά και κοινοποιήθηκε εγγράφως στις 8 Ιουλίου
2025, σύμφωνα με το άρθρο 77 §§ 2 και 3 του Κανονισμού Διαδικασίας.
Olga Chernishova
Peeter Roosma
Αναπληρώτρια
γραμματέας Πρόεδρος