ΤΡΑΠΕΖΑ
ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΑΠ 978/2025
Αναγκαστική εκτέλεση. Όταν τα πραγματικά
περιστατικά λόγου ανακοπής δεν διαφέρουν μεταξύ ανακοπής και έφεσης, τότε δεν στοιχειοθετείται μεταβολή λόγου ανακοπής σε δεύτερο βαθμό.
(Η απόφαση
δημοσιεύεται επιμελεία του
δικηγόρου Αθηνών Ηλία Γρατσία)
Αριθμός 978/2025
TO ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ TOY ΑΡΕΙΟΥ
ΠΑΓΟΥ
Α2 Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους
Δικαστές: Μαρία Κουφούδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου
Πάγου, Παναγιώτη Βενιζελέα, Γεώργιο Σχοινοχωρίτη, Κορνηλία Πανούτσου
και Ευαγγελία Γίτση - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια
συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 11 Νοεμβρίου 2024, με την παρουσία και της
γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας:
ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον
πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Γραμμένο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Των αναιρεσιβλήτων:
1) ... και 2) ..., κατοίκων Αγίου Νικολάου Λασιθίου Κρήτης. Εκπροσωπήθηκαν από
τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ηλία Γρατσία.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με
την από 11-5-2019 ανακοπή και τους από 16-12-2019 και 14-9-2020 πρόσθετους
λόγους ανακοπής των ήδη αναιρεσιβλήτων, που
κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάσθηκαν.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις:
946/2020 του ίδιου
Δικαστηρίου και 4556/2022 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της
τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από
6-12-2022 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης
αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως
σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων
ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη
δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Η υπό κρίση αίτηση για αναίρεση της με αριθμό 4556/2022 εκδοθείσας αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική
διαδικασία των άρθρων 614 επ. ΚΠολΔ
σε συνδυασμό με τα άρθρα 632 και 933 ΚΠολΔ, απόφασης
του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών είναι κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής
διαδρομής, όπως προκύπτει από την κατ' άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ
επιτρεπτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δικογραφίας και την
επισκόπηση της πρωτοβάθμιας και της ανωτέρω προσβαλλόμενης απόφασης κατά το
ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος Με την υπ' αριθμ
4263/2019 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που
εκδόθηκε μετά από αίτηση της ήδη αναιρεσείουσας
Τράπεζας, υποχρεώθηκαν οι ήδη αναιρεσίβλητοι να της
καταβάλουν το ποσό των εκατόν εξήντα χιλιάδων
πεντακοσίων ενενήντα δυο ευρώ και ογδόντα έξι λεπτών [160.592,86] εις ολόκληρον έκαστος πλέον τόκων και εξόδων, το οποίο αποτελεί
ληξιπρόθεσμη οφειλή από την υπ' αριθμ. ./2007 σύμβαση
τοκοχρεωλυτικού δανείου. Κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής οι ήδη αναιρεσίβλητοι άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου
Αθηνών την από 6.6.2019 ανακοπή και τους από 16.12.2019 και 14.9.2020
πρόσθετους λόγους αυτής, ζητώντας την ακύρωση της διαταγής πληρωμής και της
επιταγής προς πληρωμή που συντάχθηκε κάτω από το αντίγραφο εξ απογράφου της ως
άνω διαταγής πληρωμής. Ειδικότερα οι ανακόπτοντες ήδη
αναιρεσίβλητοι, μεταξύ άλλων λόγων, με τον τρίτο λόγο
των από 16.12.2019 πρόσθετων λόγων ανακοπής ισχυρίστηκαν ότι η καθής Τράπεζα επιδίωξε και πέτυχε την έκδοση της
προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, χωρίς να έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη και απαιτητή
η απαίτησή της από την με αριθμό ./2007 σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου,
καθόσον η καθής με τις από 5.7.2017 εξώδικες δηλώσεις
της δεν κατήγγειλε την ανωτέρω επίδικη σύμβαση Επί της ανωτέρω ανακοπής και των
πρόσθετων λόγων αυτής, εξεδόθη η με αριθμό 946/2020
απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο δικάζοντας αντιμωλία των
διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 614 επ.
ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τα άρθρα 632 και 933 ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από την επισκόπηση αυτής, απέρριψε
τον ανωτέρω λόγο ως ουσία αβάσιμο, με την αιτιολογία ότι, από το περιεχόμενο
της άνω καταγγελίας προκύπτει σαφώς ότι αυτή αναφέρεται τόσο στην αρχική με
αριθμό ./5.6.2007 σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου, όσο και στην πρόσθετη με
ημερομηνία 22.7.2016 πράξη και όχι αποκλειστικά στην εν λόγω πρόσθετη πράξη,
όπως αβασίμως διατείνονται οι ανακόπτοντες.
Μετ' εξέταση από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και των λοιπών λόγων, απερρίφθη η ανακοπή του άρθρου 632 παρ. 1 του ΚΠολΔ και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι, επικυρώθηκε η υπ' αριθμ ./2019 διαταγή πληρωμής και απορρίφθηκε η ανακοπή του
άρθρου 933 ΚΠολΔ. Κατά της απόφασης αυτής οι ήδη αναιρεσίβλητοι άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου
Αθηνών την από 4.1.2021 έφεσή τους, με τον πρώτο λόγο της οποίας ισχυρίσθηκαν
ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένως με την
προαναφερθείσα αιτιολογία απέρριψε τον τρίτο λόγο των από 16.12.2019 πρόσθετων
λόγων ανακοπής, ο οποίος [λόγος] διατυπώθηκε στο εν λόγω δικόγραφο της έφεσης
ως ακολούθως με τον τρίτο λόγο ισχυριστήκαμε ότι με τις από 5.7.2017 εξώδικες δηλώσεις
καταγγελίας δεν καταγγέλθηκε η επίδικη με αριθμό ./25.6.2007 δανειακή σύμβαση,
ουδέποτε ισχυριστήκαμε ότι καταγγέλλεται η από 22.7.2016 πρόσθετη πράξη, όπως
ισχυρίζεται η προσβαλλόμενη απόφαση και περαιτέρω ότι στις από 5.7.2017
εξώδικες δηλώσεις, που επιδόθηκαν σε μας την 17.7.2017 η εφεσίβλητη μας γνωστοποίησε
ότι είμαστε υπερήμεροι … χωρίς να γίνει οιαδήποτε αναφορά σε καταγγελία της
επίδικης σύμβασης τοκοχρεωλυτικού δανείου μετά των πρόσθετων πράξεων αυτών [η
σχετική φράση καταγγελία σύμβασης έχει διαγράφει και στις οικείες εκθέσεις
επίδοσης]. Και ναι μεν η καταγγελία θα μπορούσε να είναι σιωπηρή, ωστόσο, εν
προκειμένω, δεν καθίσταται σαφές, από την ανωτέρω εξώδικη δήλωση-πρόσκληση της
εφεσίβλητης τραπεζικής εταιρίας, εάν πράγματι καταγγέλθηκε ή όχι η σύμβαση ή
εάν μόνο καλούμαστε προς καταβολή του χρεωστικού υπολοίπου, δηλαδή δεν
καθίσταται σαφές εάν η εν λόγω εξώδικη πρόσκληση στηρίζεται στο με αριθμό 7
άρθρο της δανειακής σύμβασης ή εάν επιπλέον καταγγέλλεται και η συναφθείσα
σύμβαση σύμφωνα με αριθμό 9 αυτής … ]. Ενόψει τούτων και λόγω μη υπάρξεως
καταγγελίας της δανειακής σύμβασης και των πρόσθετων πράξεων αυτής, ελλείπουν
αφενός οι ουσιαστικές προϋποθέσεις θεμελίωσης των εν γένει απαιτήσεων που
ενσωματώνει η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής με την
οποία διατασσόμεθα προς καταβολή κάθε ποσού από τις
επίδικες δανειακές συμβάσεις και αφετέρου οι διαδικαστικές προϋποθέσεις έκδοσης
αυτών, δεδομένου ότι δεν γίνεται αναφορά σε καταγγελία, αλλά μόνο σε εξώδικες
δηλώσεις-προσκλήσεις για εξόφληση του υπολοίπου του δανείου επομένως, αφού δεν
υπάρχει καταγγελία της σύμβασης και των πρόσθετων πράξεων αυτής, η επίμαχη
οφειλή δεν κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή και ως εκ τούτου ο εξεταζόμενος με
αριθμό τρίτος λόγος των πρόσθετων λόγων ανακοπής κρίνεται βάσιμος και άγει στην
εν όλω ακύρωση της με αριθμό 4263/2019 διαταγής
πληρωμής, λόγω της ανυπαρξίας ληξιπρόθεσμης απαίτησης της τράπεζας σε βάρος μας.
Επί της ως άνω εφέσεως εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ
4556/2022 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία, όπως προκύπτει από
την παραδεκτή επισκόπηση αυτής, δέχθηκε τα ακόλουθα: Στις 25.06.2007 υπεγράφη
μεταξύ της αναιρεσείουσας Τράπεζας και των αναιρεσιβλήτων η με αριθμό ./2007 ιδιωτική σύμβαση
χορήγησης τοκοχρεωλυτικού δανείου ποσού 140.000 ευρώ, το οποίο συμφωνήθηκε να
εξοφληθεί με το σύστημα της σύνθετης χρεολυσίας, εντός προθεσμίας σαράντα ετών,
με την πληρωμή 480 συνεχών μηνιαίων τοκοχρεωλυτικών δανείων, ενώ με τον ένατο
όρο αυτής συμφωνήθηκε, ότι σε περίπτωση καθυστέρησης εν όλω
ή εν μέρει, εξόφλησης οποιοσδήποτε οφειλής από το εν λόγω δάνειο η δανείστρια
Τράπεζα δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση και να καταστήσει το δάνειο
ληξιπρόθεσμο και απαιτητό Στη συνέχεια υπεγράφη μεταξύ των διαδίκων η από
22.7.2016 πρόσθετη πράξη στην ανωτέρω με αριθμό ./2007 αρχική σύμβαση δανείου,
με την οποία ρυθμίστηκε η οφειλή που ανέρχονταν πλέον στο ποσό των 146.459 ευρώ
και με την οποία τροποποιήθηκε η αρχική σύμβαση ως προς τον τρόπο εκτοκισμού
και αποπληρωμής της οφειλής, ενώ με τον έκτο όρο αυτής συμφωνήθηκε, ότι σε
περίπτωση μη ολοσχερούς εξόφλησης τριών συνεχόμενων μηνιαίων δόσεων η
δανείστρια Τράπεζα δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση και να καταστήσει
απαιτητό και το μη ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο της οφειλής. Ακολούθως λόγω του ότι οι
δανειολήπτες δεν ανταποκρίθηκαν στις συμβατικές τους υποχρεώσεις και δη στην
προσήκουσα καταβολή των τοκοχρεωλυτικών δόσεων του δανείου, η Τράπεζα με τις
από 5.7.2017 εξώδικες δηλώσεις-προσκλήσεις-καταγγελίες της, επικαλούμενη ότι οι
εκκαλούντες[ ήδη αναιρεσείοντες] είναι υπερήμεροι,
που επιδόθηκε στους δανειολήπτες την 17.7.2017 με τις με αριθμούς ./17.7.2017
και ./17.7.2017 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου
Λασιθίου . . προέβη στην καταγγελία της
ένδικης σύμβασης, όπως αυτή τροποποιήθηκε. Ακολούθως εξετάστηκε από το Εφετείο,
ο ανωτέρω πρώτος λόγος έφεσης, ο οποίος κατά τα εκτιθέμενα στην προσβαλλόμενη
[όπως αυτή παραδεκτά επισκοπείται] έχει ως ακολούθως : με τον ανωτέρω λόγο οι
εκκαλούντες παραπονούνται για την απόρριψη ως ουσιαστικά αβάσιμου του προαναφερθέντος
τρίτου λόγου του από 16.12.2019 δικογράφου πρόσθετων λόγων ανακοπής, με τον
οποίο πρόβαλαν τον ισχυρισμό ότι η σύμβαση δανείου, από την οποία πηγάζει η
επίδικη απαίτηση ουδέποτε καταγγέλθηκε και κατά συνέπεια ουδέποτε κατέστη
ληξιπρόθεσμη και απαιτητή η απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής' Τον ως άνω λόγο έφεσης το
Εφετείο έκρινε ως ουσία βάσιμο με την ακόλουθη αιτιολογία/Στην ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής αναφέρεται ότι επειδή οι καθών παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις δεν προσήλθαν προς
εξόφληση του ποσού των 146.459 ευρώ, κατόπιν τούτου καταγγείλαμε τη σύμβαση του
δανείου με τις από 5.7.2017 εξώδικες δηλώσεις-προσκλήσεις- καταγγελίες προς
τους καθών που επιδόθηκαν σε αυτούς και έτσι
γνωρίσαμε με τον τρόπο αυτό στους καθών το οριστικό
κλείσιμο του επιδίκου λογαριασμού και το χρεωστικό υπόλοιπο που προέκυψε σε
βάρος τους κατά την ημερομηνία καταγγελίας της σύμβασης. Η εφεσίβλητη Τράπεζα,
με βάση τα προβλεπόμενα στην αρχική σύμβαση δανείου είχε δικαίωμα καταγγελίας
σε περίπτωση μη ολοσχερούς εξόφλησης δυο μηνιαίων δόσεων [όρος 9], ενώ στην
πρόσθετη πράξη το δικαίωμα της καταγγελίας του δανείου εκ μέρους της
θεμελιωνόταν εφόσον δεν εξοφλούνταν ολοσχερώς τρεις συνεχόμενες μηνιαίες
δόσεις. Από την από 5.7.2017 εξώδικη δήλωση δεν συνάγεται ρητή καταγγελία της
σύμβασης δανείου, αφού σε κανένα σημείο του εγγράφου δεν αναφέρεται ότι η
εφεσίβλητη ασκεί το δικαίωμά της να καταγγείλει τη σύμβαση, ενώ στις σχετικές
[με αριθμούς . και . από 17.7.2017] εκθέσεις επίδοσης του
δικαστικού επιμελητή . ., που προσκομίζονται και από τα δύο μέρη και το
περιεχόμενο των οποίων δεν αμφισβητήθηκε, έχουν διαγράφει οι προτυπωμένες λέξεις ‘καταγγελία σύμβασης'. Και έχουν τεθεί
αντ' αυτών, χειρόγραφα οι λέξεις [εξώδικη δήλωση]. Αλλά και ούτε έμμεσα μπορεί
να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η εφεσίβλητη, αποστέλλοντας τις από 5.7.2017
εξώδικες δηλώσεις της, άσκησε το δικαίωμα της καταγγελίας της σύμβασης δανείου,
αφού, αν και επικαλείται σε αυτή υπερημερία των εκκαλούντων, δεν εκθέτει σε τι
συνίσταται η υπερημερία, ήτοι αν αυτή αφορά την μη καταβολή συνεχόμενων
μηνιαίων δόσεων και πόσων, αφού μόνο η καθυστέρηση δυο συνεχόμενων μηνιαίων
δόσεων [κατά τους όρους της αρχικής σύμβασης] ή τριών συνεχόμενων μηνιαίων
δόσεων [κατά τους όρους της πρόσθετης πράξης] καθίδρυε δικαίωμά της να προβεί
σε καταγγελία της σύμβασης και απαίτησης του συνόλου της οφειλής, ενώ σε
περίπτωση που δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές είχε το δικαίωμα να
απαιτήσει μόνο τις ληξιπρόθεσμες οφειλές. Μόνο η εξώδικη δήλωση ότι το σύνολο
της οφειλής του δανείου είναι ληξιπρόθεσμο και απαιτητό δεν είναι δυνατόν να
εκληφθεί σε κάθε περίπτωση και ως καταγγελία, αφού η τελευταία έχει ουσιωδώς
διαφορετικές έννομες συνέπειες και προϋποθέσεις. Κατά συνέπεια, η εφεσίβλητη
ουδέποτε κατήγγειλε την επίδικη σύμβαση δανείου, με αποτέλεσμα να μην έχει
καταστεί ληξιπρόθεσμο και απαιτητό όλο το ποσό του δανείου) Με βάση τις ανωτέρω
παραδοχές το Εφετείο εξαφάνισε την εκκαλουμένη με αριθμό 946/2020 οριστική
απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κράτησε και συνεκδίκασε
κατ' ουσία την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους ανακοπής, δέχθηκε αυτές και
ακύρωσε την με αριθμό ./2019 διαταγή πληρωμής του Προέδρου του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Αθηνών.
2. Από το συνδυασμό των
διατάξεων των άρθρων 585 παρ. 2, 118 έως 120 ΚΠολΔ
προκύπτει, ότι α) το δικόγραφο της ανακοπής και των προσθέτων λόγων αυτής
πρέπει να περιέχει, πλην άλλων, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τους λόγους της,
με τους οποίους οριοθετείται η δίκη της ανακοπής, να
περιέχει δηλαδή σαφείς και ορισμένες αντιρρήσεις και ενστάσεις του ανακόπτοντος και β) νέοι λόγοι, μη περιεχόμενοι στο
δικόγραφο της ανακοπής ή των προσθέτων λόγων αυτής κρίνονται απαράδεκτοι, γιατί
δεν επιτρέπεται να προταθούν για πρώτη φορά με τις έγγραφες προτάσεις του ανακόπτοντος της
πρωτοβάθμιας ή], δευτεροβάθμιας δίκης ή με το δικόγραφο της έφεσης, η
οποία ασκείται κατά της απορριπτικής απόφασης της ανακοπής ή το δικόγραφο των
προσθέτων λόγων της έφεσης και αν ακόμη οι νέοι λόγοι αφορούν ισχυρισμούς, οι
οποίοι αναφέρονται στα άρθρα 269 και 527 ΚΠολΔ,
καθόσον, έναντι των γενικών αυτών διατάξεων κατισχύει η ειδική ως άνω διάταξη
του άρθρου 585 παρ. 2 του ιδίου Κώδικα, η οποία ρυθμίζει αποκλειστικώς το
περιεχόμενο του δικογράφου της ανακοπής και τον τρόπο προβολής των νέων λόγων
αυτής. Έτσι, μόνο το περιεχόμενο της ανακοπής και εκείνο των, τυχόν κατά τον προεκτεθέντα τρόπο, ασκηθέντων
πρόσθετων λόγων της οριοθετεί το αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής, ακόμη
και αν πρόκειται για αιτιάσεις που ανάγονται στο κατά νόμο παραδεκτό της
έκδοσης της διαταγής πληρωμής (ΑΠ 1569/2022, ΑΠ 532/2015) ή τη νομιμοποίηση των
διαδίκων, ενεργητική και παθητική (ΑΠ 1329/2006). Ούτε επιτρέπεται συμπλήρωση
του περιεχομένου των λόγων της ανακοπής με τις προτάσεις ή την έφεση, τους
πρόσθετους λόγους αυτής και την αναίρεση (ΑΠ 611/2022, ΑΠ 2067/2022, ΑΠ
99/2020, ΑΠ 925/2020, ΑΠ 1298/2018, ΑΠ 111//2015, ΑΠ 1287/2012). Εξάλλου κατά
τη διάταξη του αριθμού 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ
αναίρεση επιτρέπεται μόνον αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε
ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο ανωτέρω λόγος αναφέρεται σε ακυρότητες, εκπτώσεις και απαράδεκτα από το δικονομικό μόνο
δίκαιο (Ολ. Α.Π. 2/2001, Ολ.
Α.Π. 12/2000 ), δηλαδή αυτές που ανάγονται στη διαδικασία και είναι συνέπεια
εφαρμογής δικονομικών διατάξεων, ενώ οι ακυρότητες
από το ουσιαστικό δίκαιο ελέγχονται μέσω του λόγου του αριθμού 1 του αριθμού
559 του ΚΠολΔ (Ολ. Α.Π.
1/1999, Α.Π. 2001/2009). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 8 του ΚΠολΔ αναίρεση
επιτρέπεται και όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη του πράγματα
[στην έννοια των οποίων περιλαμβάνονται και οι διάφορες βάσεις της αγωγής (Ολ. Α.Π. 25/2003, Ολ. Α.Π.
3/1997] που δεν προτάθηκαν ή έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν απαραδέκτως, όπως στην περίπτωση της μη παραδεκτής μεταβολής
της αγωγικής βάσης ή λήψης υπόψη γεγονότων μη
περιεχομένων στην αγωγή ή πρότασης νέων ισχυρισμών στο Εφετείο, που έχουν
ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, όπως συμβαίνει όταν το δικαστήριο της
ουσίας κρίνει επί ανύπαρκτης βάσης αγωγής ή λόγου έφεσης (Ολ.
Α.Π. 22/2005) Αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη του ισχυρισμό που προτάθηκε απαραδέκτως, τον οποίο δέχθηκε κατ' ουσίαν,
ρύονται παράλληλα και οι δύο αναιρετικοί λόγοι από
τον αριθμό 8 και τον αριθμό 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ
(Α.Π. 376/2018, Α.Π. 724/2011). Αυτονόητη προϋπόθεση για την ίδρυση του ανωτέρω
από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγου
αναίρεσης είναι στην ως άνω μεταβολή να προέβη ο διάδικος και, στη συνέχεια, να
κρίνει αυτήν παραδεκτή το Δικαστήριο της ουσίας και να την ερευνήσει περαιτέρω.
Σε διαφορετική περίπτωση, δεν ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος, αλλά εκείνος από τον
αριθμό 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, για παρά το νόμο
λήψη υπόψη " πραγμάτων " που δεν προτάθηκαν, δηλαδή ο λόγος αυτός
(από τον αριθμό 8) ιδρύεται (και) εάν το δικαστήριο έλαβε υπόψη του γεγονότα
που δεν διαλαμβάνονται στο δικόγραφο της αγωγής και ασκούν ουσιώδη επιρροή στην
έκβαση της δίκης (Α.Π. 1 152/2017).
3. Στην προκειμένη περίπτωση
με τον πρώτο και δεύτερο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα
προσάπτει στην προσβαλλόμενη τις από τον αριθμό 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλειες, που συνίστανται στο ότι οι αναιρεσίβλητοι με τον πρώτο λόγο έφεσης που αφορούσε στις
αιτιάσεις τους για την έλλειψη
καταγγελίας της ένδικης σύμβασης, πρότειναν το πρώτον στο Εφετείο νέο
λόγο ανακοπής, ο οποίος δεν περιείχετο στο δικόγραφο
των προσθέτων λόγων ανακοπής και το Εφετείο έλαβε υπόψη τον ανωτέρω μη προταθέντα ισχυρισμό και δεν κήρυξε το απαράδεκτο αυτού.
Σύμφωνα με την προαναφερθείσα επισκόπηση των δικογράφων των προσθέτων λόγων
ανακοπής και της έφεσης, όπως και των αποφάσεων του πρωτοβαθμίου και
δευτεροβαθμίου δικαστηρίου κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, προέκυψαν
τα ακόλουθα Οι ανακόπτοντες- εκκαλούντες ήδη αναιρεσίβλητοι με το δικόγραφο της έφεσης και δη με τον
πρώτο λόγο αυτής αιτήθηκαν την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής,
επικαλούμενοι την έλλειψη της καταγγελίας της επίδικης σύμβασης δανείου, εφόσον
αυτή δεν έλαβε χώρα με τις από 5.7.2017 εξώδικες δηλώσεις -προσκλήσεις της
Τράπεζας προς αυτούς σε εξόφληση του δανείου. Το περιεχόμενο του πρώτου λόγου
της έφεσης ταυτίζεται με την ιστορική βάση του τρίτου πρόσθετου λόγου ανακοπής
που θεμελιώνει το αίτημα για την ακύρωση της διαταγής πληρωμής και που ανάγεται
στην μη καταγγελία της ένδικης σύμβασης. Ειδικότερα με τον ανωτέρω λόγο έφεσης
οι ανακόπτοντες δεν επικαλούνται πραγματικά
περιστατικά διάφορα εκείνων που είχαν προτείνει με τον τρίτο λόγο του από
16.12.2019 δικογράφου των πρόσθετων λόγων, ήτοι ότι η καθής
η ανακοπή και ήδη αναιρεσείουσα δεν κατήγγειλε την
επίδικη αρχική δανειακή σύμβαση, ούτε προέβησαν σε συμπλήρωση αυτού, όπως
αβάσιμα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, η οποία με τον
πρώτο και δεύτερο λόγο αναίρεσης επικαλείται ότι με τον τρίτο λόγο του
δικογράφου των προσθέτων λόγων οι ανακόπτοντες [ήδη αναιρεσίβλητοι] είχαν ισχυρισθεί ότι η καταγγελία της
δανειακής σύμβασης ήταν άκυρη εφόσον σ/ αυτήν' αναφέρονταν όχι η αρχική επίδικη
σύμβαση αλλά μόνο η από 23.7.2012 πρόσθετη αυτής πράξη. Επομένως οι ανακόπτοντες-εκκαλούντες με τον πρώτο λόγο έφεσης δεν
δημιούργησαν ένα νέο λόγο ανακοπής , ο οποίος να είναι απαράδεκτος κατ' άρθρο
585 παρ 2 εδ. β του ΚΠολΔ, το δε Εφετείο το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφαση
έλαβε υπόψη τον ανωτέρω προταθέντα λόγο ανακοπής δεν
υπέπεσε σύμφωνα και με τα αναγραφόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη στην
πλημμέλεια του με αριθμό 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ,
και μετά ταύτα ο πρώτος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος. Περαιτέρω δε ο δεύτερος
από τον αριθμό 14 του άρθρου 559ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης δεν ιδρύεται, καθόσον
στην παρούσα περίπτωση δεν πρόκειται για λόγο ανακοπής με τον οποίο οι ανακόπτοντες ήδη αναιρεσίβλητοι
να είχαν μεταβάλλει με την έφεσή τους και να τον είχαν προβάλλει απαραδέκτως το πρώτο στο Εφετείο, το οποίο να τον ερεύνησε,
ενώ όφειλε να τον κηρύξει απαράδεκτο.
4. Περαιτέρω κατά τη διάταξη
του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται
και αν παραβιάστηκαν οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών των άρθρων 173
και 200 του ΑΚ. Οι εν λόγω ερμηνευτικοί κανόνες εφαρμόζονται από το δικαστήριο
της ουσίας, όταν, κατά την ανέλεγκτη ως προς αυτό κρίση του, διαπιστώνει ότι
υπάρχει στην σύμβαση κενό ή αμφιβολία ως προς την δήλωση της βουλήσεως των
συμβαλλόμενων. Η διαπίστωση αυτή του δικαστηρίου της ουσίας μπορεί είτε να
αναφέρεται ρητά στην απόφαση είτε να προκύπτει έμμεσα από αυτήν, γεγονός που
συμβαίνει όταν, καίτοι δεν γίνεται ρητή αναφορά για διαπίστωση κενού ή
αμφιβολίας ή ακόμη περιέχεται ρητή αναφορά ότι δεν υπάρχει κενό ή αμφιβολία, το
δικαστήριο προχωρεί σε ερμηνεία της συμβάσεως, από την οποία ερμηνεία αποκαλύπτεται
ότι αυτό αντιμετώπισε κενό ή αμφιβολία ως προς την δήλωση της βούλησης των
συμβαλλομένων που το υποχρέωσαν να προβεί στην ερμηνευτική αναζήτησή της. Οι
προαναφερόμενες διατάξεις παραβιάζονται, όταν το δικαστήριο, παρά την άμεση ή
έμμεση διαπίστωση κενού ή αμφιβολίας ως προς την έννοια δικαιοπρακτικής δήλωσης
, δεν προσφεύγει σ' αυτές, για να αναζητήσει και να διαπιστώσει την αληθινή
έννοιά της ή για να παραθέσει στην απόφασή του τα πραγματικά στοιχεία από τα
οποία προκύπτει η εφαρμογή τους ή προβαίνει σε κακή εφαρμογή τους με την έννοια
ότι το ερμηνευτικό πόρισμα, στο οποίο, μέσω της ερμηνείας κατέληξε, δεν
συμφωνεί με τα κριτήρια της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών (Ολ.ΑΠ 26/2004, ΑΠ 912/2021, ΑΠ 898/2019). Όταν όμως η
δηλωθείσα βούληση είναι πλήρης και σαφής και δεν καταλείπεται αμφιβολία για το
περιεχόμενο της, τότε δεν υφίσταται περίπτωση προσφυγής στους προαναφερόμενους
κανόνες (ΑΠ 66/2022, ΑΠ 1597/2017, ΑΠ 71/2023).
5. Στην προκειμένη περίπτωση
η αναιρεσείουσα με τον τρίτο λόγο αναίρεσης προσάπτει
στην προσβαλλόμενη την από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ
πλημμέλεια που συνίσταται στο ότι παρ' ότι το Εφετείο διαπίστωσε την ύπαρξη
κενού και ασάφειας στις από 5.7.2017 εξώδικες δηλώσεις δεν εφάρμοσε τις
ερμηνευτικές διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ και έτσι εσφαλμένως
κατέληξε στην κρίση ότι οι ανωτέρω δηλώσεις δεν είχαν το χαρακτήρα καταγγελίας
της ένδικης σύμβασης. Ωστόσο από την προαναφερθείσα επισκόπηση της αναιρεσιβαλλόμενης ως προς το ενδιαφέρον τον αναιρετικό
έλεγχο μέρος προκύπτει ότι το Εφετείο δεν διαπίστωσε κενό ή αμφιβολία ως προς
τη δικαιοπρακτική βούληση της ήδη αναιρεσείουσας
Τράπεζας, που ενυπήρχε στις από 5.7.2017 εξώδικες δηλώσεις της, και η οποία δεν
ήταν καταγγελία της ένδικης σύμβασης. Ειδικότερα δε η προσβαλλόμενη δέχθηκε ότι
στις εν λόγω εξώδικες δηλώσεις δεν εκφράζεται α]με σαφήνεια η πρόθεση της αναιρεσείουσας για καταγγελία της σύμβασης, εφόσον σε
κανένα σημείο του εγγράφου δεν αναφέρεται ότι η εφεσίβλητη [ήδη αναιρεσείουσα τράπεζα] ασκεί το δικαίωμα να καταγγείλει τη
σύμβαση, και β] αλλά ούτε και εμμέσως, εφόσον σ' αυτές δεν εκτίθεται σε τι
συνίσταται η υπερημερία, ήτοι αν αυτή αφορά την μη καταβολή συνεχόμενων
μηνιαίων δόσεων και πόσων [δυο κατά την αρχική ή τριών κατά τους πρόσθετους
όρους]. Ενόψει του ότι με βάση τις ανωτέρω παραδοχές κατά τρόπο σαφή εκτίθεται
στην προσβαλλόμενη η έλλειψη της πρόθεσης της αναιρεσείουσας
για καταγγελία της σύμβασης, η οποία ουδόλως προσδιορίζεται ως προς τον αριθμό
της, την ημερομηνία σύναψης, το ποσό δανείου, την διάρκεια της αποπληρωμής, και
του τρόπου αποπληρωμής, [τοκοχρεωλυτικές δόσεις που δεν καταβλήθηκαν κατά τη
σύμβαση] άρα ως εκ τούτου, δεν είχε υποχρέωση να προσφύγει ούτε και προσέφυγε
στους ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, τις
διατάξεις των οποίων έτσι δεν παραβίασε ευθέως με τη μη εφαρμογή τους.
Επομένως, ο προκείμενος τρίτος λόγος αναίρεσης, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559
ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος.
6. Μετά ταύτα ελλείποντος άλλου λόγου αναίρεσης, η υπό κρίση
αναίρεση πρέπει να απορριφθεί, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο του
καταβληθέντος παράβολου [άρθρο 495 παρ. 2 ΓβΚΠολΔ]
και να επιβληθούν σε βάρος της αναιρεσείουσας τα
δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων που εκπροσωπήθηκαν
με πληρεξούσιο δικηγόρο και κατέθεσαν προτάσεις [άρθρα 176,183, 189 παρ 1, 191 παρ 2 ΚΠολΔ], όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την οπό 6.12.2022
αίτηση για αναίρεση της με αριθμό 4556/2022 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου
Αθηνών.
Διατάσσει την εισαγωγή στο
Δημόσιο του παράβολου.
Επιβάλλει σε βάρος της αναιρεσείουσας τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων,
το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην
Αθήνα, στις 10 Φεβρουαρίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια
συνεδρίαση στο ακροατήριά του, στην Αθήνα, στις 3 Ιουνίου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
και τούτης αποχωρήσασας
ο αρχαιότερος
της σύνθεσης Αρεοπαγίτης